ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ


 

Πληροφορίες για τον Εμμανουήλ Ροΐδη εδώ

Ροΐδης
Εμμαλουήλ Ροΐδης

 

Το Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης πρωτοκυκλοφόρησε στο περιοδικό Εστία, τεύχος 486, έτος Ι'

 

Ότε προ ικανών ήδη ετών κατέθεσα τον κάλαμον μετά το τέλος νεανικού μου έργου, είχον σταθεράν απόφασιν να μη λάβω πλέον αυτόν εις χείρας διά τους εξής δύο λόγους, των οποίων το βάσιμον δύσκολον φαίνεταί μοι ν' αμφισβητηθή. Ο πρώτος τούτων είναι, ότι κατά την παρούσαν της γλώσσης ημών κατάστασιν ουδέ δύο μεταξύ δέκα αυτού ιδεών δύναται ο γράφων να μεταδώση, δεν λέγομεν ακριβώς αλλά τουλάχιστον επαρκώς, χωρίς να προσκρούση εις την ανάγκην της χρήσεως λέξεώς τινος ή γραμματικού τύπου, ή εξορισθέντος του γραπτού ημών λόγου, ως δήθεν χυδαίου, ή αρχαΐζοντος και αχρήστου εν τω προφορικώ. Κατ' αμφοτέρας δε ταύτας τας περιπτώσεις, είτε το λεγόμενον και μη γραφόμενον, είτε το γραφόμενον και μη λεγόμενον προτιμήση ο συγγραφεύς, αδύνατον είναι να διατυπώση την ιδέαν αυτού αμιγή και αμόλυντον από παντός περισπασμού της προσοχής επ' αυτάς τας λέξεις, ενώ αύται τότε μόνον δύνανται να θεωρηθώσιν ως εκπληρούσαι τον προορισμών αυτών, οσάκις παρελαύνωσι προ των οφθαλμών του αναγνώστου εντελώς απαρατήρητοι. Τούτο όμως είναι παρ' ημίν κατ' εξαίρεσιν δυνατόν, μόνον οσάκις εκ συμπτώσεως τύχωσι πάσαι αι λέξεις ολοκλήρου φράσεως κοιναί και ακριβώς όμοιαι την κλίσιν εν τε τη αρχαία και τη σήμερον ελληνική, τη λαλουμένη δηλ. και ουχί τη γραφομένη. Ο αναγινώσκων λ. χ. «τράγος, λύκος, αετός, την πέρδικα» προσέχει εις μόνην την παράστασιν των τοιούτων ζώων αλλ’ είτε «αίλουρος» γράψη τις είτε «γάτος», είτε «πάπια» είτε «νήσσα», είτε «ο χην» είτε «η χήνα», είτε «η πέρδικα» είτε «η πέρδιξ», αδύνατον είναι να μη ελκύση την προσοχήν και επί το αρχαϊκόν ή το δημώδες της λέξεως ή της κλίσεως, τα ουδέν έχοντα κοινόν προς τα πτηνά και τα τετράποδα ταύτα, και αμαυρούντα την καθαρότητα της παραστάσεως διά της αναμίξεως όλως ασχέτου αυτή γραμματικού περισπασμού. Οσάκις κατ' ελάχιστον διαφέρουσιν αλλήλων, οι μεν τύποι της λαλουμένης ελκύουσιν εφ' εαυτών την προσοχήν ως φέροντες το στίγμα της προγραφής υπό των λογίων, οι δε της αρχαίας ως νεκροί. Μόνον κατόρθωμα των δήθεν διορθωτών της γλώσσης υπήρξε ν' ατιμάσωσι και να καταστήσωσιν άχρηστον εν τω γραπτώ λόγω τον πλούτον της λαλουμένης, χωρίς να μεταδώσωσιν εις τους εκταφέντας αττικισμούς ζωήν πραγματικήν, ήτις διά μόνου του στόματος ουχί δε και του καλάμου δύναται να εμφυσηθή. Την αυτήν δυσάρεστον αίσθησιν κατήντησεν ούτω να προξενή εις ημάς και η προσθήκη και η παράλειψις του αναδιπλασιασμού, και η χρήσις και η αποφυγή της δοτικής πλείστων ονομάτων, και το «σεις» και το «υμείς», και η «μύτη» και η «ρις», και το «επρόσφερα» και το προσήνεγκον», και το «εδάγκασα» και το «έδηξα» και αναρίθμητα άλλα, μεταξύ των οποίων ταλαντεύεται ο γράφων, ως ναυτιών θαλασσοπόρος μεταξύ Χαρύβδεως και Σκύλλης. Παν το μη αφορήτως σχολαστικόν φαίνεται ημίν σήμερον χυδαίον αντί δε να ολιγοστεύη διά του χρόνου, αυξάνει και κορυφούται το κακόν, διά της καθ' ημέραν αποκοπής ζώντος τίνος μέλους του λόγου και της αντικαταστάσεως αυτού δι' όζοντος αττικού ψοφιμίου.

Εις τας πλείστας των λέξεων, ων έχει ανάγκην ο γράφων, μετεδόθη ούτω ιδιάζουσα κομματική χροιά, οσμή τις αγοράς ή διδασκαλείου, «Παληανθρώπου» ή Ψευδηρωδιανού, προστιθεμένη εις την σημασίαν αυτών και καθιστώσα αδύνατον την παράσταση αμιγούς εννοίας, προς ην δύνανται να χρησιμεύσωσι μόνον εντελώς άχροοι, άοσμοι και άυλοι ούτως ειπείν λέξεις. Αλλά σήμερον τοσαύται είναι αι ήδη στερηθείσαι του απαραιτήτου τούτου προσόντος, ώστε καταντώσιν άχρηστα τα εννέα τουλάχιστον δέκατα της γλώσσης. Ο γράφων νεοελληνιστί ευρίσκεται ούτω προ του διλήμματος, ή να παραιτηθή της μεταδόσεως πάσης αυτού ιδέας, της δυναμένης να εκφρασθή διά των ολιγίστων αχρόων, ήτοι κοινών τη αρχαία και τη ομιλουμένη ονομάτων, ή ν' αναμίξη το γλωσσικόν ζήτημα, εις οιονδήποτε πραγματεύεται θέμα, μολύνων δια του ρυπάσματος τούτου την διαύγειαν πάσης εννοίας και την ζωηρότητα πάσης εικόνος. Πώς δε να συμβιβάση μετά της συγκινήσεως εξ οιουδήποτε αισθήματος ή της διεγέρσεως οιουδήποτε πάθους, μετά λύπης ή γέλωτος, μετά χαράς ή δακρύων, τον διχασμόν της προσοχής του αναγνώστου μεταξύ τούτων και της τηρήσεως ή της παραβάσεως γραμματικών κανόνων; Τους δεδακρυσμένους οφθαλμούς ξηραίνει ο αναδιπλασιασμός, οι δε δακρυσμένοι όζουσιν αφορισμού των λογίων, δημοτικής επιτηδεύσεως, Επτανήσου και Λασκαράτου.

 

Η μόνη ενός τόνου μετάθεσις αρκεί πολλάκις να καταστρέψη τα πάντα. Το επίθετον λ. χ. βυζαντινός ανακαλεί αμέσως εις τον νουν μεγαλοπρεπείς ναούς, κόνιν ιπποδρόμου, αναθυμιάσεις λιβάνου, χρυσοποίκιλτα μωσαϊκά, σκιερά κελλία, οφθαλμών εξορύξεις, ρόπαλα εικονοκλαστών, όργια και τροπάρια, πορφύρας και ράσα, πατρικίους ασπαζομένους το σανδάλιον εταιρών, χήνας σιτοφαγούντας επί του γυμνού στήθους της Θεοδώρας και όσα άλλα εσυνείθισέ τις παιδιόθεν μετά των βυζαντινών να συνδέη. Αλλ’ άμα μεταβαπτισθώσιν ούτοι «βυζαντίνοι», αμέσως αναμιγνύονται εις τας ανωτέρω ιστορικάς αναμνήσεις αι «Γλωσσικαί» του κ. Κόντου «Παρατηρήσεις»· εις την οσμήν του λιβάνου πνοή διδασκαλικής κινάβρας, εις τους ιπποδρομικούς αγώνας γραμματικαί έριδες του κ. Βερναρδάκη προς «τον σοφόν της Ολλάνδας», κομβολόγια παραπομπών, ύβρεων και μηνύσεων κατά του Κοραή, του Θεοτόκη, του Οικονόμου και του Ασωπίου επί αγραμματοσύνη, μανία ανθρώπου διατάσσοντος τους σήμερον Έλληνας να λέγωσιν «αψ αναχάζομαι» αντί οπισθοδρομώ, ανεξήγητος μακροθυμία κυβερνήσεως ανεχομένης τοιούτο κήρυγμα από έδρας Πανεπιστημίου, και παν άλλο ουδεμίαν έχον σχέσιν προς τους Παλαιολόγους και την Χρυσομαλλώ. Ο διά τοιούτων διωρθωμένων λέξεων αναγκαζόμενος να εκφράζη τα διανοήματα αυτού ευρίσκεται εις την θέσιν ζωγράφου, του οποίου πάντα τα χρώματα ήθελον είναι μεμιγμένα μετ' αιθάλης και βορβόρου. Ουδέν άλλο τω όντι ή αιθάλη και βόρβορος είναι η προσθήκη εις την σημασίαν πάσης λέξεως χροιάς σχολαστικότητος ή χυδαϊσμού. Άλυτον δι' εμέ αίνιγμα είναι πώς διέφυγε τον φιλόσοφον νουν του Κοραή, ότι και αυτή η μετά μέτρου και κρίσεως διόρθωσις των τύπων της λαλουμένης ήθελεν έχει άφευκτον αποτέλεσμα να διχοτομή την προσοχήν του αναγνώστου μεταξύ της γενομένης διορθώσεως και του σημαινομένου της λέξεως, καθιστώσα αδύνατον την αποκλειστικήν εκείνην εις μόνην την έννοιαν προσήλωσιν, άνευ της οποίας όζει παν ανάγνωσμα γυμνάσματος μαθητικού. Έτι δε απορώτερον φαίνεται, πώς ο Χριστόπουλος, ο Βιλλαράς, ο Ρίζος και ο Σολωμός, οι τόσα άλλα ορθά και καλά γράψαντες περί γλώσσης, ουδέποτε εσκέφθησαν ν' αντιτάξωσιν, ως ακαταμάχητον επιχείρημα κατά της γνώμης των διορθωτών, την απόλυτον ανάγκην της απαρατήρητου των λέξεων ροής και της εντελούς εις τους τύπους αυτών απροσεξίας του αναγνώστου. Το επιχείρημα ωνομάσαμεν ακαταμάχητον, διότι ο μη διχασμός της προσοχής μεταξύ της ιδέας και των υλικών της προτάσεως αυτής μέσων ούτε ατομική ημών γνώμη είναι βεβαίως, ούτε κανών μόνης της τέχνης του γράφειν, αλλά στοιχειώδης όρος πάσης καλλιτεχνίας. Του αγαθού αυλητού ακούεται μόνον το μέλος και ουχί συγχρόνως το φύσημα και ο κροταλισμός των δακτύλων· ο δε καλός ζωγράφος ελκύει τον οφθαλμόν εις μόνον το εικονιζόμενον αντικείμενον και ουδόλως εις το κιννάβαρι, την ώχραν, τον κρόκον και την λοιπήν προμήθειαν του χρωματοπωλείου. Ούτω και το λεκτικόν ένδυμα της ιδέας πρέπει να έχη την εντελή διαφάνειαν ή μάλλον αφάνειαν των ονομασθέντων «αεροϋφάντων» χιτώνων εκείνων της Κέω, υπό τους οποίους έλαμπον ως υπό κρύσταλλον αι σάρκες των δεσποινών της Ρώμης[1]. Πάσα εφ' εαυτήν, και ουχί υπό μόνου του σημαινομένου αυτής, ελκύουσα την προσοχήν λέξις προξενεί εν τω λόγω αίσθησιν, οίαν παράκρουσις εν συναυλία, κηλίς επί εικόνος, μυία εντός ζωμού. Ματαία δε είναι η ελπίς ότι δύναται να παύση ή τουλάχιστον ελαττωθή, διά της έξεως και του χρόνου η εξ αυτών αηδία. Τούτο θα ήτο δυνατόν, αν η λεγομένη διόρθωσις περιελάμβανε πλην του γραφομένου και τον προφορικόν λόγον, ουχί τον από του άμβωνος και του βήματος μονόλογον, όστις ουδέν άλλο είναι ή απαγγελία γραπτού, αλλά τον συνήθη διάλογον της καθ' εκάστην προς πάντας ομιλίας. Της δε μεταξύ διαλόγου και μονολόγου διαφοράς πρόχειρον παρέχει παράδειγμα η εν αυτώ τω Βουλευτηρίω επικρατούσα διγλωσσία. Εφ' όσον τω όντι οι αντιπρόσωποι του ελληνικού έθνους μονολογούσιν εν αταραξία, μεταχειρίζονται τους τύπους της γραφομένης· αλλ’ άμα εξ οιασδήποτε αφορμής εξαφθώσιν, άμα αρχίσωσιν αι διακοπαί και διαδεχθή ο διάλογος την μονολογίαν, ευθύς αντικαθιστά την απαγγελίαν γραπτού λόγου η ζώσα λαλιά των Ελλήνων, η μόνη δυναμένη μετ' αληθούς πάθους να συμβιβασθή. Οι κατακόρως αναμασσώντες ότι συμπροοδεύει, ήτοι εξαρχαΐζεται, μετά της γραπτής, και η λαλουμένη, και ως παράδειγμα φέροντες βουλευτάς, εισαγγελείς, δικηγόρους και ιεροκήρυκας μονολογούντας, ήθελον είναι πολύ πειστικώτεροι, αν ηυδόκουν να πληροφορήσωσιν ημάς τίνα οι ρήτορες ούτοι λαλούσι γλώσσαν συνευθυμούντες μετά φίλων, υπομένοντες τους πόνους χειρουργικής εγχειρίσεως, επιπλήττοντες παίδα θραύσαντα ποτήριον, αποχαιρετώντες εκπνέοντα συγγενή, πατούμενοι καθ' οδόν υπό απροσέκτου διαβάτου, γονατίζοντες ενώπιον γυναικός ή παραληρούντες εν ονείρω. Ουδόλως ενταύθα πρόκειται περί γλώσσης του λαού και γλώσσης των λογίων, αλλά περί διγλωσσίας των αυτών ανθρώπων, των εχόντων γλώσσαν ζωντανήν, δι' ης εκφράζουσι πάντα αυτών τα αισθήματα και τα πάθη, και καταδικαζομένων να μεταχειρίζωνται γράφοντες ή αγορεύοντες άλλην τινά, δι' ης είναι απολύτως αδύνατος η έκφρασις παντός αισθήματος και παντός πάθους. Υφ' οιανδήποτε και αν εξετάση τις το ζήτημα έποψιν, πάντοτε εις την διγλωσσίαν καταντά. Οι μη θέλοντες να ομολογήσωσιν ότι άλλη είναι η γραφομένη και άλλη η ομιλουμένη, πρέπει εξ άπαντος να παραδεχθώσι την διχοτόμησιν της τελευταίας ταύτης εις γλώσσαν μονολόγου και γλώσσαν διαλόγου, εις γλώσσαν συγκινήσεως και γλώσσαν αταραξίας, εχούσας ιδιαίτερον εκάστη λεξικόν και έτι μάλλον διαφέρουσαν γραμματικήν. Κατά τον Σαιξπείρον τεκμήριον σφοδράς συγκινήσεως είναι το να λησμονή τις ενδυόμενος τον λαιμοδέτην αυτού και τας περικνημίδας· προς εκτίμησιν όμως της ψυχικής καταστάσεως του σήμερον Έλληνος φαίνεται πολύ ασφαλέστερον γνώρισμα η χρήσις ή παράλειψις του αναδιπλασιασμού. Την τοιαύτην τελείαν της διωρθωμένης γλώσσης ανεπιτηδειότητα προς διέγερσιν και έκφρασιν παντός πάθους πρέπει να υποθέσωμεν ότι είχον υπ' όψιν και αυτοί οι διορθωταί, οι ένεκα τούτου μετονομάσαντες το μανδύλιον «ρινόμακτρον», ως προωρισμένον ρίνας μόνον και ουδέποτε οφθαλμούς να σπογγίζη. Εν τη δημιουργία της λέξεως ταύτης διαλάμπει άπασα των λογιωτάτων η καλαισθησία. Αν ουδέν δύναται τις να λάβη αποχωριζόμενος της φιλτάτης του θελκτικώτερον ενθύμημα του υγρού αυτής μανδυλίου, κατά τι διάφορος ήθελεν είναι η προσφορά υγρού... μάκτρου της ρινός. Το αίσθημα και τα δάκρυα μετέβαλεν η διόρθωσις εις μύξαν και αηδίαν. Αλλά και του μάλλον κορυζώντος μάκτρου ασυγκρίτως αηδεστέρα είναι η από τίνος χρόνου κατορθωθείσα συγκόλλησις μετά του «θα» των μέσων αορίστων και η βδελυρά πληθυντική δοτική των περιττοσυλλάβων. Ο αμφιβάλλων περί τούτου, ας λάβη ανά χείρας προσκλητήριον εις τον χορόν της πρώτης του έτους, δι' ου οι μέχρι βαθμού υπουργικού γραμματέως υπάλληλοι προσκαλούνται «συν ταις συζύγοις αυτών και θυγατράσιν!»

Εφ' όσον της λεγομένης διορθώσεως της γλώσσης προΐσταντο άνδρες, οίοι ο Κοραής και ο Ασώπιος, οι και εν αυτή τη πλάνη διαπρέποντες επί σωφροσύνη και ευθυκρισία, ηδύνατο ν' απομένη αμυδρά τις ελπίς βαθμιαίας προσεγγίσεως του προφορικού προς τον γραπτόν λόγον. Πάσα όμως περί τούτου συζήτησις καταντά αργολογία, καθ' ην ώραν πάντες πλην ενός οι έχοντες νουν λόγιοι θεωρούσι πρέπον να λησμονήσωσι το: «Αισχρόν σιωπάν, βαρβάρους δ' εάν λέγειν», οι δε βάρβαροι χρησμοδοτούσιν, ότι πρέπει πας Έλλην να μεταχειρίζηται τον κάλαμον αυτού ως σκαπάνην, όπως ευρύνη και καταστήση όσον τάχιστα ανυπέρβλητον το μεταξύ της λαλουμένης και της γραφομένης χάσμα. Ο τοιούτος γραπτός λόγος εβαπτίσθη υπό του σχολάρχου διά του ονόματος «αστείος», θεμελιώδης δε της σχολής ταύτης αρχή φαίνεται ούσα η ακριβώς αντίθετος της ημετέρας. Αν ημείς πιστεύωμεν απαραίτητον των λέξεων προσόν το να παρέρχωνται εντελώς απαρατήρητοι, «ρέουσαι ησυχή» ως το ύδωρ της Σιλωάμ, οι οπαδοί της νέας αιρέσεως διδάσκουσιν απ’ εναντίας, ότι πολύ μάλλον της εννοίας πρέπει να ελκύη την προσοχήν τον λέξεων και των κλίσεων η «αστειότης». Άδικον δε ήθελεν είναι να μη ομολογήσωμεν ότι επιτυγχάνουσι πληρέστατα του σκοπού. Πώς τω όντι να προσέξη εις την έννοιαν ο έχων να θαυμάση τα «αφίκετο», τα «εκδίδοται», τα «σχων της τιμής», τα «να πληρώται», τα «ίνα ενδώ», τα «επί το βήμα παριών», τα «έχω δι' ελπίδος», τα «θα ποιήσηται», τα «εγνώρισεν ημίν ο τηλέγραφος», τα «δέον ίνα γένηται», τα «προενηνεγμένος», τα «εξηγησάμην, εσημειωσάμην, εφιλοτιμησάμην, υπηνιξάμην» και την άλλην από τινος χρόνου μολύνουσαν τον γραπτόν ημών λόγον αισχίστην κοπρολογίαν; Και αστεία δε αν υποτεθώσι ταύτα, πρέπει και τότε να καταταχθώσιν εις την κατωτάτην βαθμίδα του αστείου. Ουχί μετά της αστειότητος του Λουκιανού και του Μολιέρου, της εις την διάνοιαν αποτεινομένης, αλλά μετά της κωμικότητας του Αρλεκίνου και του Πουλκινέλα, της θηρευούσης γέλωτα διά παρατάξεως λέξεων αλλοκότων. Το δε «αστειότατον» πάντων είναι ότι τα τέρατα ταύτα πολιτογραφούνται άνευ ανάγκης, άνευ του ελαχίστου της εκφράσεως κέρδους, εκ πλατωνικού έρωτος προς την αηδίαν.

Εις τοιούτον επέπρωτο να κατακυλισθή βόρβορον ο ατυχής ημών γραπτός λόγος. Ο λογιώτατος της «Βαβυλωνίας» ήτο τουλάχιστον συνεπής, λαλών απαραλλάκτως όπως έγραφεν· οι διάδοχοι όμως τούτου, προς απαλλαγήν αυτών από πάσης φοβεράς υποχρεώσεως, προτιμότερον ενόμισαν να καταδικάσωσι το έθνος να έχη δύο γλώσσας. Η διαίρεσις του λόγου εις «αστείον» και μη «αστείον,» ήτοι το διαζύγιον μεταξύ λαλουμένης και γραφομένης, δύναται να θεωρηθή ως γεγονός συντελεσθέν, αφ' ης ημέρας εισεχώρησαν εις πλείστας εφημερίδας, εις τα δημόσια έγγραφα και αυτά τα ανακτορικά προσκλητήρια, οι μονολεκτικοί μέλλοντες, οι μέσοι αόριστοι, τα εις μι ρήματα, αι περιττοσύλλαβοι δοτικαί και τα άλλα βδελύγματα, τα οποία ανέχεται μεν ο χάρτης, αλλά σικχαίνεται και τα αποπτύει παντός Έλληνος το στόμα. Τον κίνδυνον της διγλωσσίας προείδε και τα ολέθρια αυτής αποτελέσματα κατέδειξε προ τριακονταετίας ήδη ο αείμνηστος Σπυρίδων Τρικούπης[2], ο ουδόλως προβλέπων, ότι επί της πρωθυπουργίας του υιού αυτού επέπρωτο να προκηρυχθεί το σχίσμα από άμβωνος πανεπιστημιακού, αδιαφορούσης της κυβερνήσεως, γελώντων εν σιωπή των άλλων καθηγητών[3] και ουδενός θέλοντος να κατανοήση οποία είναι διά το έθνος συμφορά η διγλωσσία. Παραλείποντες πάσαν άλλην εξ αυτής ηθικήν και υλικήν ζημίαν, περιοριζόμεθα να παρατηρήσωμεν, ότι αύτη ισοδυναμεί προς πνιγμόν εν τοις σπαργάνοις και ταφήν υπό ασάλευτον πλάκα της οιασδήποτε νεοελληνικής φιλολογίας, ήτις ουδεμίαν είχεν άλλην αισιωτέρου μέλλοντος ελπίδα, πλην της συνδιαλλαγής της λαλουμένης προς την γραφομένην. Εφ' όσον τω όντι δεν αποδειχθή εσφαλμένος ο θεμελιώδης νόμος της αισθητικής επιστήμης, ο απαιτών εν πάση τέχνη την εις μόνην την ιδέαν αποκλειστικήν προσήλωσιν της προσοχής, και ουχί τον διχασμόν αυτής μεταξύ ταύτης και των υλικών της παραστάσεως μέσων, αδύνατον είναι να γράψη τις καλλιτεχνικώς ελληνιστί, δι' έλλειψιν λέξεων παρερχομένων απαρατηρήτων. Τοιαύται είναι μόναι αι καθ’ εκάστην χρησιμεύουσαι ημίν προς έκφρασιν, ου μόνον των διανοημάτων, αλλά και των αισθημάτων ημών, εν πάση της ψυχής καταστάσει. Προς απεικόνισιν οιουδήποτε αισθήματος αδύνατον είναι να χρησιμεύσωσι λέξεις διαφέρουσαι κατά εν ιώτα ή μίαν κεραίαν εκείνων, τας οποίας αυτομάτως εκστομίζομεν υπό το κράτος ευρισκόμενοι του αισθήματος τούτου. Αλλ’ εις τας πλείστας τούτων ενεκόλαψαν ήδη της γλώσσης οι διορθωταί το στίγμα του χυδαϊσμού, το ελκύον επ' αυτού την προσοχήν και καθιστών αυτάς αχρήστους εν τω γραπτώ λόγω. Αι λέξεις και οι τύποι της λαλουμένης ευρίσκονται εις ην περίπου θέσιν άνθρωπος καταδικασθείς δι' αδίκου αποφάσεως, του οποίου πάντες μεν αναγνωρίζουσι την αθωότητα, αλλ’ ουδείς δύναται να εξαλείψη τον υπό μωρού ή ασυνειδήτου δικαστού στιγματισμόν. Ταύτας αναγκάζεται ο συγγραφεύς ν' αποφεύγη ουχί ως χυδαίας, αλλ’ ως στερηθείσας το προσόν του αχρόου και απαρατηρήτου. Αληθώς δε εύχρηστοι απέμειναν ούτω μόναι αι κοιναί τη αρχαία και τη λαλουμένη. Αλλ’ όσα δύναται τις να εκφράση διά του ελλιπεστάτου τούτου λεξιλογίου είναι τόσον ολίγα, ώστε ταχέως αποκάμνει αναγκαζόμενος να θυσιάζη τας πλείστας και πολλάκις τας καλλίστας των ιδεών αυτού προς αποφυγήν γλωσσικής αηδίας. Περί του Παγανίνη λέγεται ότι κατώρθωσε να θέλξη τους ακροατάς αυτού δια βιολίου, εις το οποίον μία μόνη απέμενε χορδή. Τοιούτο τι όργανον κατήντησεν εκ των αδίκων εξοστρακισμών και της βρυκολακιάσεως των αττικών τύπων η γραφομένη γλώσσα. Αλλ’ ούτε εύκολον είναι να γίνη τις Παγανίνης, ούτε πιστεύομεν ότι κακείνος δεν ήθελε προτιμήσει να φυτεύη λάχανα, αν κατεδικάζετο εις ισόβιον χρήσιν μονοχόρδου[4].

Ο δ' έτερος των εν αρχή του προλόγου τούτου μνημονευθέντων δύο λόγων περιορίζεται εις τον εξής απλούστατον συλλογισμόν, ότι κατά το αυτό χρονικόν διάστημα, το οποίον ήθελα δαπανήσει, όπως γράψω μίαν μόνην μετριωτάτην σελίδα, ηδυνάμην ν' αναγνώσω είκοσι τουλάχιστον καλλίστας του Σπένσερ, του Ηλιοδώρου, του Ρενάν, της Σανδ, του Λουκιανού, του Άινε ή του Τενυσώνος· ακαταμέτρητος δε ήθελεν είναι παρ' εμοί οίησις ο φόβος μη ζημιώσω εκ τούτου τους, τυχόν, αναγνώστας μου, ενώ πρόχειρα είναι και αυτοίς των συγγραφέων τούτων και πλείστων άλλων ισαξίων τα έργα. Τοιαύτην πάντοτε αντέταξα ένστασιν εις τους ζητούντας άρθρα υπέρ περιοδικών, εφημερίδων και ημερολογίων. Μεταξύ όμως τούτων ευρέθησαν και τινες κατορθώσαντες δι' εκτάκτων εκβιαστικών μέσων να με μεταβάλωσιν εις ακούσιον συγγραφέα των εν τω παρόντι συνεκδιδομένων σκαλαθυρμάτων.


Σημειώσεις

[1] Τους χιτώνας τούτους ωνόμαζον οι Λατίνοι «ventus textilliis» και «tuga vitrea»

[2] Βλέπε τα προλεγόμενα της α’ εκδόσεως της Ιστορίας αυτού της Ελληνικής επαναστάσεως.

[3] Εις τούτων μ’ έλεγε προχθές, ότι τον εισηγητήν του «αστείου λόγου» ονομάζουσιν οι συνάδελφοι αυτού «φιλολογικόν Μακράκην».

[4] Τι κατά την ημετέραν γνώμην έπρεπε να γίνη και τι και σήμερον δύναται να γίνη, ταύτα πιθανόν να εκθέσωμεν εν προσεχεί ημών πραγματεία.

 

 


© Γιάννης Παπαθανασίου