ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΡΟΪΔΗΣ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ


 

Πληροφορίες για τον Εμμανουήλ Ροΐδη εδώ

Ροΐδης
Εμμαλουήλ Ροΐδης

 

Το Σκαλάθυρμα πρωτοκυκλοφόρησε στο περιοδικό Εστία, τεύχος 470, έτος Ι'

 

Ο πολύς Έρασμος έγραψε το εγκώμιον της «Μωρίας» και έπειτα της άρκτου ως υπερβαινούσης πλείστους ονομαστούς λογίους κατά την γραμματικήν εμπειρίαν. Εκ τούτου δε πιθανώς ωρμήθη ο Βύρων να ζητήση διά την άρκτον του δίπλωμα διδάκτορος παρά των ακαδημαϊκών της Καμβρίγης. Έτεροι μεγάλοι σοφοί εξύμνησαν ο μεν τον όνον, ο δε την ποδάγραν, ο Χρύσιππος την ανθρωποφαγίαν, ο Ιουλιανός τας φθειριώσας γενειάδας και ο Λίψιος τα φαλακρά κρανία. Πλην δε των τοιούτων κρανίων εύρεν ενθουσιώδεις πανηγυριστάς και πάσα εντός αυτών κυοφορηθείσα όσον δήποτε αλλόκοτος γνώμη.

Τα ένδοξα ταύτα προηγούμενα μ' ενθαρρύνουσι ν' αψηφίσω τον κίνδυνον να κατηγορηθώ επί παραδοξολογία επιχειρών την αναίρεσιν αρχαίας πλάνης, εξ ης το πρώτον πράγμα το οποίον διδασκόμεθα εισερχόμενοι εις το σχολείον είναι ν' αναγινώσκωμεν και να καλλιγραφώμεν: «Αργία μήτηρ κακίας». Ουδόλως αρνούμαι ότι η εν τω ρητώ τούτω εσφαλμένη γνώμη ενδέχεται να καθιστά τους παίδας επιμελεστέρους. Αλλ’ όσον μέγα και αν υποτεθή το εκ της πλάνης κέρδος, ουδόλως εκ τούτου μεταβάλλεται το ψεύδος εις αλήθειαν· ο δε ταύτην μόνην αναζητών αναγκάζεται να ομολογήση αδιστάκτως ότι, πολύ μάλλον ή μητέρα της κακίας, πρέπει να θεωρήση θυγατέρα πάσης αρετής την αργίαν. Αύτη είναι τω όντι ο πολυτιμότερος καρπός της εντίμου εργασίας, η αγαπητή σύντροφος του πλούτου, το διηνεκές όνειρον της πενίας, ο μόνος σκοπός εις ον αποβλέπει ο εις οιανδήποτε εργασίαν καταδικασθείς υπό της ασπλάγχνου τύχης. Τούτο τουλάχιστον διδάσκει ημάς η Γραφή, καθ' ην η βαρυτάτη τιμωρία ην ηδύνατο ο Θεός να επιβάλη εις την απείθειαν των πρώτων ανθρώπων ήτο η στέρησις της εν τω παραδείσω αργίας· παρά δε των ποιητών διδασκόμεθα, ότι αύτη εθεωρήθη πάντοτε ως το θειότατον προς τους θνητούς δώρον των αθανάτων. Τις αγνοεί εις τι συνίστατο η μακαριότης των θεών του Ομήρου, τις δε το πολύκροτον «Haec nobis Deus otia fecit» του Ορατίου, το «Τι του κάκου κοπιάζεις; » του Χριστοπούλου ή το γλυκύτατον εις έπαινον τη αργίας τετράστιχον του Τάσσου:

 

«Ama la ninfa I' ozio, e l’ ozio e in cielo,

Ma la fatica s' ange in sulle porte

Del tenebroso inferno, ove dolente sta

Fra la schieva d’ infiniti mali».

 

Αν εις τα ανωτέρω ποιητικά προστεθώσιν αι γνώμαι του Επικούρου, του Βούδα, του Ζωροάστρου, του Άρτμαν και του Παλαμά και αι θεόπνευστοι ρήσεις του Εκκλησιαστού και του Σιράχ, δύναται ν' απαρτισθή τέλειον σύστημα ηθικής φιλοσοφίας, του οποίου αναμφισβήτητον πόρισμα είναι, ότι κατά τοσούτον πλησιάζει ο άνθρωπος εις την θείαν τελειότητα, όσον μάλλον σταυρώνει τας χείρας.

Φοβούμενοι εν τούτοις τας παρεξηγήσεις των εκ μακράς πλάνης ειθισμένων να νομίζωσιν αισχράν την αποχήν από πάσης ενασχολήσεως, κρίνομεν πρέπον να προσθέσωμεν χάριν αυτών, ότι ως το απόλυτον κενόν ούτω και η απόλυτος απραξία είναι εν τω κόσμω τούτω πράγμα όλως ανύπαρκτον και χιμαιρικόν. Υποθέσατε τω όντι τον οκνηρότατον των ανθρώπων εξηπλωμένον επί μαλακής κλίνης ή πρασίνης χλόης, ακινητούντα, ουδέν σκεπτόμενον και ουδέ καν κοιμώμενον. Μεγάλως εν τούτοις ήθελεν απατηθή ο πιστεύων ότι ο ούτω κατακείμενος εντελώς απρακτεί. Περιοριζόμενοι εις μόνα τα σπουδαιότατα αυτού έργα, πρέπει να λάβωμεν υπ' όψιν ότι ο δήθεν άεργος εκτελεί εν εαυτώ μετά πλείστης δραστηριότητος και ακριβείας την αξιοθαύμαστον εργασίαν της κυκλοφορίας του αίματος, δι' ης το ζείδωρον τούτο υγρόν ελαύνεται ως ποταμός διά των αρτηριών, διαιρούμενον έπειτα εις πλείστους ρύακας, υποδιαιρουμένους και τούτους εις μυριάδας μικρών διωρύγων, διά των οποίων διοχετεύεται εις πάντας του σώματος τους ιστούς η αναγκαία αυτοίς υγρασία, θερμότης και τροφή, ενώ δι' αντιθέτου υδραυλικού συστήματος αποκομίζεται πάσα αποσυντεθείσα και άχρηστος ύλη. Αλλ’ όπως εκτελεσθή εν τω εργαστηρίω των πνευμόνων η τοιαύτη απολύμανσις και αντικατάστασις διά καθαρού οξυγόνου του δηλητηριώδους ανθρακικού οξέος, ανάγκη πάσα να μη διακοπή ουδ’ επί στιγμήν και το έργον της αναπνοής. Ουδέ περιορίζονται εις ταύτα μόνα αι υποχρεώσεις του δήθεν απρακτούντος, αφού αναγκάζεται να παρασκευάζη δι' ακαταπαύστου και πολυπλόκου χημικής εργασίας πλείστα άλλα απαραίτητα αυτώ ρευστά, γαστρικόν χυμόν όπως χωνεύη τα καλά δείπνα, δάκρυα όπως θρηνή την οικτράν τύχην των εν ιδρώτι του προσώπου αυτών αρτοφαγούντων αδελφών του, χολήν όπως εξεγείρεται κατά πάσης αγενούς πράξεως και σίελον όπως πτύη εις το πρόσωπον των επί δικαία αμοιβή καταψηφιζόντων σήμερον όσα επεδοκίμαζον χθες.

Αν δε υποθέσωμεν ότι πλην τούτων ορεχθή ο άεργος να χασμηθή και ν' ανακράξη: «Πόσον βαρύνομαι σήμερον!», ευθύς ανοίγεται αυτώ νέον στάδιον έτι θαυμαστοτέρων έργων. Όπως τω όντι διατυπωθή η ανωτέρω πρότασις, απαιτείται να προβή ο νους, ή ο εγκέφαλος κατά τους υλιστάς, εις την πολύπλοκον εργασίαν της μορφώσεως κρίσεως· ν' αποφασίση να εκδηλώση αυτήν διά του προφορικού λόγου, να ρίψη το άγκιστρον εις τον ωκεανόν της μνήμης προς άγραν των καταλλήλων λέξεων, να τοποθετήση ανά ένα εις την οικείαν θέσιν τους απαρτίζοντας τας λέξεις ταύτας φθόγγους, και έπειτα διά του τηλεγράφου των νεύρων να διατάξη την γλώσσαν, τον λάρυγγα, τον ουρανίσκον, τα χείλη και τους οδόντας να εκτελέσωσιν εκ συμφώνου τας ποικίλας κινήσεις, δι' ων κατορθούται η εκφορά του ενάρθρου λόγου. Αδικώτατον λοιπόν φαίνεται το να ονειδίζεται επί οκνηρία ο εις τοσαύτα έργα επαρκών, αν μάλιστα ληφθή υπ’ όψιν ότι η εργασία αύτη, η ούτω δυσχερής και πολύπλοκος, ώστε προς εξήγησιν αυτής συνέγραψαν και συγγράφουσιν ακαταπαύστως οι φιλόσοφοι και φυσιολόγοι χιλιάδας παχέων τόμων, εκτελείται μετά τελειότητος και απταίστου ακριβείας, όσην δεν έχει ούτε ο Θάλβεργ κυμβαλίζων, ούτε αυτός ο Βίσμαρκ κατασκευάζων διπλωματικάς παγίδας.

Δεν ενθυμούμεθα τις των αρχαίων ή νεωτέρων φιλοσόφων συνείθιζε να λέγη, ότι «ουδέποτε εργάζεται περισσότερον ή οσάκις δεν κάμνει τίποτε». Τούτο ουδέν άλλο βεβαίως σημαίνει ειμή μόνον, ότι η κυκλοφορία του αίματος, η θρέψις, η χώνευσις και όσα άλλα πράττει ο άνθρωπος κατά φυσικόν νόμον είναι τοσούτον θαυμαστά και μεγάλα, ώστε ευτελής και αναξία λόγου καταντά πάσα εις ταύτα προσθήκη τεχνητής εργασίας, ως μικροί και παιδαριώδεις φαίνονται οι τεχνητοί λόφοι και αι δεξαμεναί των κήπων, παραβαλλόμενοι προς τας Άλπεις και τας θαλάσσας. Εκ τούτου εξηγείται η παρά τοις επισήμοις το γένος και καλώς ανατεθραμμένοις ανθρώποις περιφρόνησις προς πάσαν μη επιβαλλομένην υπό των φυσικών νόμων εργασίαν. Άξιος χειραψίας θεωρείται δικαίως παρ' αυτών μόνος ο έχων την χείρα εντελώς αμόλυντον από πάσης επαφής, ου μόνον πρίονος ή σκεπάρνου, αλλά και εμπορικού πήχεως, καλάμου, χρωστήρος και παντός άλλου βιοποριστικού εργαλείου. Η δε τοιαύτη γνώμη δεν είναι προϊόν συγχρόνου αριστοκρατικής διαφθοράς, αλλ’ επεκράτησε κατά το μάλλον και ήττον εν πάση εποχή και χώρα. Απανταχού τω όντι και πάντοτε εθεωρήθη η εργασία ως πράγμα ου μόνον οδυνηρόν, αλλά και ταπεινόν και δουλοπρεπές. Τούτο αποδεικνύει η γλωσσολογική επιστήμη, η διδάσκουσα ότι τα ρήματα εργάζομαι, πονώ και δουλεύω θεωρούνται εν πάση διαλέκτω ως τ' ακριβέστερα των συνωνύμων.

Ο τα ανωτέρω αναγινώσκων ενδέχεται να παρατηρήση ότι, και αληθή όντα, δεν αποτελούσιν εν τούτοις άμεμπτον κήρυγμα κοινωνικής ηθικής. Ημείς όμως πιστεύομεν ότι, ως το δένδρον εκ του καρπού, ούτω και πας λόγος πρέπει να κρίνηται εκ του επιλόγου αυτού· αδύνατον δε φαίνεται ημίν να εξαγάγη λογικός άνθρωπος άλλο τι εκ των λόγων ημών συμπέρασμα ειμή μόνον το ηθικώτατον τούτο, ότι πρέπει να εργάζεται νυχθημερόν, ακαμάτως και ανενδότως, προς κατάκτησιν του υπερτάτου αγαθού της αργίας.

 

 


© Γιάννης Παπαθανασίου