Πληροφορίες για τον Αλέξανδρο Σούτσο εδώ.
«Βλέπω, βλέπω εις το μέλλον ελευθέραν νεολαίαν,
Του Συντάγματος να φέρη την τρισένδοξον σημαίαν...
Αν του έθνους μου το κλέος δεν ιδώ πριν αποθάνω,
Να τηv στήσουν επεθύμουν εις το μνήμα μου επάνω.
Και να ψάλη χορός νέων· «Ο Μονάρχης μας να ζη,
Και το Σύνταγμα μαζή»
ΚΕΦΑΛΑΙΑ: Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄, Ε΄, Στ΄, Ζ΄, Η΄, Θ΄
Ο προ ενός ήδη ενιαυτού προκηρυχθείς ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΤΟΥ 1831, αφ' ου διάφορα εμπόδια διέκοψαν πολλάκις την έκδοσίν του, εξέρχεται σήμερον από τα τυπογραφικά πιεστήρια. Καθ’ ον χρόνον συνεγράφετο, ήσαν έτι πρόσφατοι αι καταχρήσεις της Καποδιστριακής Κυβερνήσεως· οι επίμονοι οπαδοί της αδιακόπως ετάραττον την Ελλάδα, και το προκείμενον βιβλίον υπέσχετο τότε όχι μικράν ωφέλειαν. Αλλά και εις πάντα καιρόν η δημοσίευσίς του, ελπίζω, δεν θέλει αποβή άκαρπος, ως δυναμένη να προξενήση μίσος μεν κατά της απολύτου εξουσίας, αγάπην δε προς τας συνταγματικάς εγγυήσεις. Εις τας τελευταίας σελίδας ο Εξόριστος, και πριν του θανάτου έτι της ερωμένης του, λαμβάνει φυσιογνωμίαν μελαγχολικωτέραν, ανάλογον με την κατάστασιν της ψυχής παντός ευ φρονούντος πολίτου, όστις δεν υπολαμβάνει αναγεννωμένην και προκύπτουσαν την Ελλάδα διά μόνας τας αργυράς επωμίδας και τα λαμπρά παράσημα των Υπουργών.
Διατί δε ο Εξόριστος ούτος, εκουσίως τέλος πάντων υπερόριος γενόμενος, αναχωρεί από την Ελλάδα; Ερωτήσατε την καρδίαν σας, όσοι των Ελλήνων, ανακαλούντες εις μνήμην το εναγώνιον όνειρον της φοβεράς ημών επαναστάσεως, τας τόσας ταλαιπωρίας και τας τόσας καταστροφάς, απηυδήσατε στενάζοντες διά την αθλιότητα της πατρίδος, και ζητείτε μακράν αυτής κατοικίαν αθόρυβον από τας περιδρομάς του ανήσυχου σπουδαρχίδου και τας μεμψιμοιρίας του αβραβεύτου αγωνιστού.
Εάν έγραφον σήμερον τον Εξόριστον, ήθελα ομιλήσει περί τινων προσώπων κατ’ άλλον τρόπον· η συμπάθεια και αντιπάθεια του αναγνώστου ήθελον ευρεί τον κάλαμόν μου αμβλύτερον και εις τον έπαινον και εις τον σαρκασμόν. Ο χρόνος ανεκάλυψε πολλών αποτελεσμάτων αιτίας. Αι μετέπειτα περιστάσεις ανέσυραν τον πέπλον ικανώς, ώστε να παρατήρηση τις τα υποκρυπτόμενα και να κρίνη άλλως πως περί πολλών υποκειμένων. Ο δείνα και δείνα, τους οποίους δικαίως ελέγχω διά τας αδίκους πράξεις των, υποπεσόντες ύστερον και αυτοί, και μέχρι τούδε πάσχοντες άδικον, ως λέγουσι, τιμωρίαν, εξιλεούσι τρόπον τινά την καρδίαν ημών, και απαιτούσι δια τούτο σήμερον ευμενεστέραν υπέρ αυτών διάθεσιν και γνώμην. Εν συντόμω, το νέον τούτο πόνημά μου, διά την αναβολήν της δημοσιεύσεώς του, ίσως φανή κατά τι παλαιόν· δεν το αρνούμαι· πλην δεν μένω και αναπολόγητος. Παρέστησα μυθιστορικώς εν μόριον χρόνου, ένα χειμώνα της Ελλάδος δριμύν, και αν έπαυσαν αι καταιγίδες του, αν διεδέχθησαν αυτάς ιλαρώτεραι ημέραι, τα επακόλουθά των σώζονται και αποδεικνύουσιν εις τους ανθρώπους την ανάγκην των προφυλακτικών. Εζωγράφησα μίαν σκηνήν κατά τας περιεργοτέρας περιπτώσεις, και αν τα πρόσωπα μετεβλήθησαν έπειτα κατά την εσωτερικήν διάθεσιν, και των μεν η κακία συνεστάλη, των δε η αρετή μετ' ολίγον απεδείχθη ψευδής, ή, αληθής ούσα, διά πάθος άλογον εκιβδηλεύθη, περί των μεταλαγών τούτων ούτε αποφάσκω, αν θέλετε, ούτε καταφάσκω· λέγω δε πάντοτε ότι των ιστορουμένων προσώπων αι πράξεις διαμένουσιν αμετάβλητοι, και αρκεί μόνον ότι εξετέθησαν απαθώς και αληθώς δια να χρησιμεύσωσι προς διδασκαλίαν των επιγόνων.
Μεταξύ των δυσκολιών, όσας απαντά ο γράφων ιστορίαν συγχρόνων και ζώντων ανθρώπων, είναι μία και αυτή, όχι βέβαια η μικροτέρα, ότι δηλαδή τα πρόσωπα περί ων ο λόγος, καθώς μεταμορφούνται δια του χρόνου φυσικώς, ούτως αλλοιούνται και ηθικώς εκ των περιστάσεων, ποτέ μεν επί το χείρον, ποτέ δε επί το βέλτιον. Τοιούτων μεταβολών παραδείγματα ευρίσκομεν πολλά, και ας λάβωμεν ολίγα εκ της ιστορίας των νεωτέρων Ελλήνων. Ο μεν Οδυσσεύς, χρηστός Έλλην εκ πρώτης αφετηρίας, απέβη κακός περί τα τέλη της ζωής του. Εκδικούμενος αδίκους ή δικαίους αυτού εχθρούς, επεχείρησε να συνεξολοθρεύση μετ' αυτών όλην την Ελλάδα. Ο δε Καραΐσκος, όχι καλός εξ αρχής, ανεφάνη θαυμαστός κατά την τελευταίαν εκστρατείαν του, και ο φονεύσας αυτόν εχθρός δεν εδυνήθη να συνθανατώση τ' όνομά του. Ο δε Μακρυγιάννης, αγαθός πάντοτε και πολίτης και πολεμιστής, αποδεικνύει μέχρι της σήμερον προβαίνουσαν εις την καρδίαν του την αγάπην της πατρίδος.
Ο άνθρωπος τω όντι δεν είναι ο αυτός εις όλας τας στιγμάς της ζωής του. Έχει μεν πάντοτε μίαν τινά βάσιν ατομικότητος· όμως εν όσω τρέχει το στάδιόν του, πόσα πάθη, πόσας ιδέας, πόσα αισθήματα και βουλήματα δεν μεταβάλλει; Αφ' ου φθάση εις το τέρμα του βίου, τότε τον γνωρίζομεν εντελώς, τότε τον βλέπομεν τοιούτον, οποίος εξήλθε τρόπον τινά μετά πολλήν εξεργασίαν από το εργοστάσιον της τύχης του. Δια τούτο η αληθής ιστορία, δεν προσφέρει την δόξαν κατά πίστιν· αποφεύγει μάλιστα τας τοιαύτας προκαταβολάς, περιμένουσα πολλάκις να επιτεθή ο λίθος εις τον τάφον, δια να χαράξη ασφαλώς το ψήφισμά της.
Ταύτα μεν περί του ιστορικού μέρους της συγγραφής μου περί δε του μυθιστορικού, ας κρίνη ο αναγνώστης. Εις αυτόν ανήκει να παρατηρήση την οικονομίαν του δράματος, και να επιφέρη είτε την μέλαιναν, είτε την λευκήν ψήφον. Εις αυτόν ανήκει ομοίως ν' αποφασίση αν η φράσις μου ήναι κατάλληλος προς την υπόθεσιν, και αν, αποφυγών τας αφηρημένας εννοίας εις την σύνταξιν του Εξορίστου, επέτυχα του σκοπού, να ήμαι παρά πάσι καταληπτός. Η μεγίστη μερίς του έθνους, του οποίου τόσον αθλίως παρημελήθη μέχρι τούδε η εκπαίδευση, δεν δύναται να εννοήση σήμερον, ειμή τας απλάς και ψηλαφητάς, δια να είπω ούτως, ιδέας· παντός δε γράφοντος ο προς ον όρος, νομίζω, πρέπει να ήναι όχι ματαία πολυμαθείας επίδειξις προς τους ολίγους, αλλά τα δυνατόν όφελος προς τους πολλούς.
Aι Θερμοπύλαι αυταί; —Αυταί.—Και το ερείπιον τούτο; —Λείψανον του παλαιού τείχους των Θερμοπυλών. —Και ο εκ χώματος και λίθων εκείνος σωρός; —Οι τάφοι του Λεωνίδου και των μετ' αυτού πεσόντων ηρώων. —Οδηγέ μου, στάσου... Άφες με ν' αναπνεύσω... Εις τας Θερμοπύλας είμαι!.. Ιερόν έδαφος, σε ασπάζομαι!.. Ειπέ με, γέρων, ειπέ με· την νύκτα εδώ περιπλανώνται σκιαί φέρουσαι περικεφαλαίας και σείουσαι δόρατα; Διατί βλέπω εις το άθροισμα των μνημάτων αυτών ανασκαφής σημεία; Κινούνται άρα εις τους τύμβους των αι Σπαρτιάτισσαι ψυχαί, ανεγείρουν τας μαρμαρίνους σκέπας των, εξέρχονται και οδοιπορούν περί τους βράχους; —Ξένε, το Πολυάνδριον τούτο εβεβηλώθη προ ενιαυτών από δίκελλαν Ευρωπαίων, και εντός του ευρέθησαν αγάλματα, όπλα, λάρνακες, λύχνοι και νομίσματα. —Αλλά δεν βλέπω την περίφημον εκείνην επιγραφήν·
«Ω ξείν', αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε
»Κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι.»
—Εδώ πλησίον σώζονται πολλαί άλλαι. Εκεί άλλοτε ήτον της Αρτέμιδος ο ναός, όπσυ συνεκροτούντο αι αμφικτυονικαί συνεδριάσεις· παρεκεί φρούριον ελληνικόν, καλούμενον Νίκαια, κτισθέν μετά την εν Θερμοπύλαις νίκην. —
Βεβυθισμένος εις σκέψεις, ήκουε τον οδηγόν του ο μελαγχολικός περιηγητής, και κατόπιν ο υπηρέτης του εκράτει εκ του χαλινού τον ανυπόμονον ίππον του.
Ο Έλλην ούτος ήτον ενδεδυμένος την αρματωλικήν στολήν. Αλλά το ήμερον ήθος του και ο τρόπος της ομιλίας του εμαρτύρουν, ότι αυτός δεν ήτον ο συνήθης ιματισμός του. Τριακονταετής μόλις, εβαρύνετο τον κόσμον και απέφευγε τους ανθρώπους. Περιελθών μέρος πολύ της Ευρώπης και μη ευρών αρέσκειαν εις εκνενευρισμένας και μονοτόνους κοινωνίας, επανήλθεν εις την Ελλάδα, προκρίνων την αρχέτυπον και πυρώδη φυλήν των τέκνων της. Αλλ’ εις την Ελλάδα δεν εδύνατο με αδακρύτους οφθαλμούς να βλέπη την Ελευθερίαν, το είδωλον της σταθεράς λατρείας του, καταπατουμένην.
Εζήτει ανακούφισιν εις τας συνεχείς περιπλανήσεις, αίτινες, κρατούσαι εις κίνησιν το σώμα, φέρουσιν ανάπαυλαν εις την απηυδημένην ψυχήν. Η συνήθης ψυχρά σιωπή του και φαινομένη τις εις την φυσιογνωμίαν του απάθεια παρίστανον εις τον επιπόλαιον παρατηρητήν την καρδίαν του, ως σίδηρον εξελθόντα της καμίνου και βαθμηδόν αποψυχθέντα. Πλην εις αυτήν διετηρείτο ακόμη θέρμη ακατάσβεστος, και ήσαν χορδαί τινες παραδόξως κινούμεναι.
Διατί το μέτωπόν του ήτον παρ' ηλικίαν από ρυτίδας κεχαραγμένον; Διατί της λύπης η βαρεία χείρ είχεν εις αυτό επιθέσει την σφραγίδα της; Πάθος τι ενδόμυχον και ακαταδάμαστον, ή του συνειδότος ο σκώληξ κατέτρωγε τα σπλάγχνα του;
Ήτον τότε περί τα τέλη του ο Ιούλιος μην, και φλογερός μετά την μεσημβρίαν ο ήλιος, τον ηνάγκασε να ζητήση άσυλον κατά του καύσωνος. Εκάθησεν εις τόπον σύδενδρον και σκιερόν πλησίον κρυεράς βρύσεως, ακολουθών με το βλέμμα και με τον συλλογισμόν το ρεύμα του ύδατος· συνεκάθησε και ο γηραιός οδηγός του, διδάσκαλος χωριδίου πλησιοχώρου.
Άξιον περιγραφής το γερόντιον διά το πλήθος των τοιούτων λογίων μας. Παμπάλαιος και ρυπαρός πίλος μέχρι βλεφάρων καταβαίνων, εσχισμένος τουρκικός κάνδυς με ανασεσυρμένας ποδιάς, αναξυρίς κιτρινωπή διασώζουσα μόλις ίχνη της πορφυράς βαφής της, γραφικός κάλαμος εις τον κρόταφον, μελανοδοχείον ορειχάλκιναν εν είδει πυροβόλου εις την ζώνην, ιδού η ενδυμασία και τα παράσημα του καλού μας παιδαγωγού. Αλλ’ ο γεννάδας δεν ήτον διόλου αγράμματος· εγνώριζεν εκ στήθους το Συντακτικόν του Θεοδώρου Γαζή και την Τερψιθέαν του Κυρίου Νεοφύτου Δούκα. Η Τετρακτύς του λογίου τούτου ανδρός δεν είχεν ακόμη διαχύσει τα τετραπλά της φώτα εις τα τετραπέρατα της γης. Ολίγαι τινές αρχαιολογικαί γνώσεις, τας οποίας εκ παραδόσεως έχων περί του τόπου του έτρεχε να επιδείξη αυτόκλητος εις πάντα διαβάτην, έβαλλον συνεχώς εις κίνησιν τον ανεμόμυλον της ταχέως συστρεφομένης γλώσσης του. —Κατάντικρυ των Θερμοπυλών, εξηκολούθησεν ως επίλογον διεξοδικής ομιλίας, την οποίαν αποσιωπώμεν, εκεί μακράν εις τας πεδιάδας του Ζητουνίου, έστησεν ο Ξέρξης το πάλαι τας αναριθμήτους σκηνάς του. Εντεύθεν οι Έλληνες, σχηματίσαντες περιτείχισμα τοξοειδές, περιέζωσαν το όρος Οίτην. Ολίγον μακράν του στενωπού τούτου αναβρύει θερμών νερών άφθονος πηγή, όπου άλλοτε ήσαν τα λουτρά του Ηρακλέους. Ιδού το Ζητούνιον, Θύραι Θετταλικαί το πάλαι καλούμενον. Ιδού... Αλλ' ολίγον προσέχεις εις τους λόγους μου. Ελησμόνησα να σ' ερωτήσω ποίος είσαι και πόθεν έρχεσαι... Ποίος είσαι λοιπόν; —Εξόριστος του Ιωάννου Καποδίστρια.—Εξόριστος!... «Ω Ζευ φίλιε, αστεροπητά, νεφεληγερέτα και ερίγδουπε!» Εξόριστος! Συνταγματικός!—
Το μειδίαμα ιχνοχαράχθη καταρχάς εις τα χείλη του Εξορίστου δια το γελοίον της αποστροφής, και το κατηφές του πρόσωπον υπέλαμψεν ως το στιγμαίον φέγγος σελήνης αναδυούσης από τα νέφη· αλλ’ έπειτα πάλιν εσκυθρώπασεν.
—Εξόριστος! επανέλεγεν ο σχολαστικός αναχωρών· Εξόριστος!... Αν ο Διοικητής μάθη, ότι τον επλησίασα! —Τοιαύτη, κατά το 1831 έτος, ήτον η φρίκη, την οποίαν η κερκυραϊκή Αρχή διά των κατασκόπων της ενέσπειρεν εις τας ψυχάς των Ελλήνων, διαχωρίζουσα φίλον από φίλον, υιόν από πατέρα, και κατά τον Μακιαβέλλην διαιρούσα διά να δυναστεύση.
Ο Εξόριστος ανηγέρθη, επλησίασεν εις τον βουκέφαλόν του, έψαυσεν την ιδρωμένην του χαίτην, τους αχνίζοντας μυκτήρας του, και ύστερον αφίνων το ευγενές ζώον εις τον υπηρέτην εξηκολούθησεν μετ' αυτού πεζός την οδοιπορίαν του, βλέπων τον δίσκον του ηλίου και καταμετρών το μέχρι της εσχάτης του δύσεως βραχύ διάστημα. Σιωπηλός, με τεθλιμμένα όμματα, διήρχετο τας ερήμους εκτάσεις, και μακρόθεν οι διεσπαρμένοι κυπάρισσοι επαρουσιάζοντο εις την φαντασίαν του ως εσπερινοί πενθοφόροι διαβάται, ηρεμούντες εις την πεδιάδα. Εις μάτην ο πιστός υπηρέτης του εζήτει να φέρη περισπασμόν τινα εις τας ιδέας του με παρηγορητικάς παρατηρήσεις, εγγιζούσας την καρδίαν. του.—Ίσως λάβωμεν, έλεγε, καμμίαν επιστολήν από το Ναύπλιον, όταν φθάσωμεν εις τας Αθήνας... Εις τας Αθήνας αν καθήσωμεν, δεν θέλει μας ενοχλεί κανείς καποδιστριακός Αστυνόμος. Εκεί ακόμη εξουσιάζουν οι Τούρκοι, και εις τους Τούρκους καλήτερα ζη κανείς παρά εις την καποδιστριακήν Ελλάδα μας... Ίσως έλθη έχει και η Ασπασία... —Εις το όνομα της Ασπασίας, ανέκυψεν ο Εξόριστος από τον λήθαργον, ήνοιξεν εκπεπληγμένους οφθαλμούς, πλην επανέπεσε πάλιν εις την βαθυτάτην λύπην του.
Εξαίφνης ηκούσθη όπισθεν κτύπος, εστράφη ο Εξόριστος, και βλέπων έφιππον Αρματωλόν, δρομαίως ερχόμενον προς αυτόν, εσταμάτησεν ευθύς, έβαλε την δεξιάν εις τα όπλα του και προσήλωσεν επάνω του άφοβον βλέμμα.
Τα όμματα του ιππέως σπινθηροβόλα, εκυκλοφόρουν εις το βαθύ των κοίλωμα, δεικνύοντα πότε το λευκόν και πότε το μέλαν των· είχε το βλέμμα λοξόν, την σιαγόνα καμπύλην, αγκύλην την μύτην και τους μύστακας ανωρθωμένους· παρετήρει γύρω του εις την έρημον ως σαρκοφάγον όρνεον, έτοιμον ν' αναρπάση το ασθενές και απροφύλακτον πτηνόν. Αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες, στίλβουσαι εις τα κατάχρυσα στέρνα του, έδειξαν εις τον Εξόριστον πλουσίως ενωπλισμένον Αλβανόν. Της Ελλάδος αι θύραι ηνοίγοντο κατ’ εκείνην την εποχήν εις τοιούτους αλύτας πολεμιστάς.
—Χριστιανέ, τι νέα; ηρώτησεν υπερηφάνως ο Αλβανός. —Τι νέα συ;—Από που έρχεσαι; —Από που έρχεσαι συ; —Μα τον προφήτην από το Ζητούνι. —Κι εγώ από το Ναύπλιον. —Πηγαίνω διά τους Καπετανέους σας. —Τι θα κάμης; —Ό,τι κάμνη ο λύκος όταν βλέπη την ανεμοζάλην ν' αρχινά και τους σκύλους της μάνδρας να σκορπίζουν εδώ κι εκεί. ―Συνταγματικός είσαι; Καποδιστριακός; —Είμαι απ’ όπου εύγη κριθάρι διά το άλογό μου, και χρυσάφι διά τον αυθέντη του. Η Μάννη αναστατώθηκεν· η Ρούμελη μουγγρίζει· έχεις ειδήσεις από το Νάπλι; —Δύο μήνας απ’ εκεί λείπω· η τρικυμία μ’ έρριψεν εις τα παραθαλάσσια του Ζητουνίου. —Και πού πηγαίνεις; —Όπου με φέρη ο ανεμοστρόβιλος. —Εγώ περνώ απόψε από την Μεδινίτσα.—Κι εγώ απ’ εκεί. —Καβαλλίκευσε λοιπόν.—
Ο εξόριστος ήτον έτοιμος να εφιππεύση, όταν και άλλη απάντησις. Αι συνεχείς εντεύξεις αυταί ίσως δώσωσιν ύλην εις Αριστάρχας τινάς αναγνώστας μας· άλλ' ημείς, ιστορικοί ακριβείς, περιγράφομεν λεπτομερώς τα συμβάντα του ήρωός μας. Ταχυδρόμος λοιπόν του Διοικητού Λοκρίδος με γράμματα εις τους κόλπους εφάνη έμπροσθεν, και ο Αλβανός προς αυτόν. —Τι νέα, πεζοδρόμε; —Ο κόσμος άνω κάτω· απεστάτησεν η Ύδρα· ο Μιαούλης και ο Κριεζής άρπαξαν εις τον Πόρον τον στόλον και τον Ναύσταθμον. —Και ο Καποδίστριας. —Συνάζει στρατεύματα. Επανάστασις παντού· επανάστασις.—
Aι παρειαί του Εξορίστου ως μήκωνες επορφυρώθησαν και οι σφυγμοί του εκτύπησαν βιαίως· το στόμα του, σπασμωδικώς κινούμενον, επρόφερε· «Μιαούλης! Κριεζής! Επανάστασις!» Ηθέλησε ν' αναβή τον ίππον του· πλην αι τρέμουσαι χείρες του παρήτησαν τας ηνίας. Ακόμη ο Αλβανός εξέταζε τον γραμματοκομιστήν. Αλλ’ ο εξόριστος καθίσας εις πέτραν μεγάλην, «ας σταθώμεν» είπε καθ' εαυτόν· και προφέρων αυτάς τας τελευταίας λέξεις, έσφιγγε με τας χείρας τους δύο του μήνιγγας, ως να εζήτει τρόπον τινά να συλλάβη τους φεύγοντας διαλογισμούς του και να συγκεντρώση τας νοεράς του δυνάμεις.
Ποιον χάος ιδεών! Ποια σύγκρουσις παθών! Να λάβη μέρος εις τον κατά του Καποδίστρια πόλεμον; Η πατρίς τον επροσκάλει. Αλλά το φλογερόν αίσθημα της καρδίας του; Αλλ’ η αθώα, ήτις δι' αυτόν εθυσίασε το παν; Πώς ήθελε δυνηθή πλέον να εξιλεώση τους γονείς της εκείνη, αν αυτός εκηρύττετο κατά του Καποδίστρια; Εναγκαλιζόμενος λοιπόν τον εθνικόν αγώνα, δεν κατεδίκαζεν αυτός εαυτόν εις την χηρείαν της καρδίας; «Πατρίς! Εκδίκησις!» εφώναξε τελευταίον ο Εξόριστος, και με βίαν πηδήσας εις τον ίππον του, τον έπληττεν εις τα πλευρά με τας πτέρνας, ως να έσπευδε να φύγη τους μαύρους στοχασμούς, οίτινες τον εκυνήγουν.
Η Οπούς, η σήμερον βαρβαρικώς Μεδινίτσα ονομαζομένη, επαρουσιάζετο ήδη κειμένη μεταξύ φρουρίου τινός και υψαύχενος βράχου. Προς δυσμάς της πόλεως έρρεε βροντώδης χείμαρος. Αι γυναίκες, επιστρέφουσαι από τους αγρούς, έφερον τα βρέφη των κρεμάμενα εις τους ηλιοκεκαυμένους τραχήλους των. Εφαίνοντο μακρόθεν ο Μαλιακός και Οπούντιος κόλπος, και ηνοίγετο μεγαλοπρεπής έκτασις ουρανού και θαλάσσης, εις των οποίων τον κυανούν ορίζοντα ως υπόχρυσοι νεφέλαι ιχνογραφούντο της Σκοπέλου, της Σκιάθου και της Σκύρου αι κορυφαί.
Εις τας θύρας της Μεδινίτσης, ηρώτησεν ο Εξόριστος εις τον Αλβανόν τ' όνομά του. —Τ' όνομά μου; Σεϊδαλής. Τ’ όνομά μου; Το γνωρίζουν αι χίλιαις φυλαίς του Ισμαήλ· το γνωρίζουν εις το δάσος οι λύκοι, κ’ εις το βουνό οι αετοί.—Πολεμική φαίνεται η ζωή σου. —Με τους Κλέφτας του Ολύμπου έφαγα πρώτα το κριάρι 'ς τα πρινάρια. Κατέβηκα, όταν κατέβαιναν από τα βουνά τα ποτάμια, και πήγα εις την Λάρισσα. Εκεί πέντε χρόνους έφαγα το ψωμί και το άλας του Αλή Πασά μας του συγχωρεμένου. Ύστερα πήραμεν οι Αρβανίταις τους μαχμουδιέδες του αυθέντη μας του Σουλτάνου, και τον Αλή Πασά τον εσφαλήσαμεν στο κλουβί. Ύστερα πήγαμεν με τον Κιουτάγια, και μας έπεφταν τα βόλια βροχή, όταν εμαλώναμεν με τον Ρούμελη-Βαλισή σας τον Καραΐσκον. Ύστερα γένηκα Τακτικός εις την πόλιν και βάσταγα την μπαγιονέτα, καθώς η αρκούδα κρατεί ορθή το ραβδί, όταν την καταιβάσουν απ’ την σπηληά της, της ευγάλουν τα δόντια και την χορεύουν στους δρόμους. Σήμερα ζητώ δούλευσιν. Θα σηκώσετε άρματα; είμαι μαζί σας. Θ' αφήσετε να σας κόψη τον λάρυγγα ο Καποδίστριας; είμαι μαζί του. —Με αρέσκεις, Σεϊδαλή. Δι' ενθύμησιν σε προσφέρω την δαμασκινήν αυτήν μάχαιραν· αγαπώ τους ανδρείους στρατιωτικούς· έπαρέ την, Σεϊδαλή. —Δέχουμαι το χάρισμά σου, Χριστιανέ, είπεν ο Αλβανός, του οποίου τα όμματα έλαμψαν ως άνθρακες από χαράν· το δέχουμαι· πλην άκουσε· τα βουνά κάθουνται, και δεν σηκόνουνται ποτέ· οι άνθρωποι όμως χωρίζουνται, και πάλιν ανταμόνουνται. Εις χωράφι άκαρπο δεν έπεσεν ο σπόρος. Μπέσα για μπέσα [1], Χριστιανέ! Όταν το μολύβι σφυρίξη στο αυτί σου, τότε το χέρι του Σεϊδαλή θα το σταματήση. —Δακτυλοδεικτών ύστερον τας πέριξ θέσεις, «απ’ εδώ έως εις τας Σάλωνα, επρόσθεσεν, είναι ώραις δέκα, έως εις το Ταλάντι οκτώ, έως εις την Λεβαδιά δεκατρείς, έως εις τας Θήβας εικοσιμία, έως εις τας Αθήνας τριανταπέντε. Όποιον δρόμον θέλης πάρε. Μπέσα για μπέσα, Χριστιανέ! Πάντα φίλοι!» και κτυπών με τους πόδας τον αφρισμένον και βαρβάτον ίππον του, έγινεν άφαντος. Δυστυχία εις την καλύβην, όπου κατέλυτε την νύκτα εκείνην!
Εμβάς ο Εξόριστος εις την Μεδινίτσαν, την εύρε κατοικουμένην από δέκα μόλις πτωχάς οικογενείας. Το μοναδικόν της ξενοδοχείον, όπου επέζευσε, συνίστατο εις μίαν και μόνην ευρύχωρον περιοχήν, εξ ημισείας μαγηρείον και αναπαυτήριον. Η στέγη άφινεν ελευθέραν την είσοδον εις την βροχήν και την έξοδον εις τον πνιγηρόν καπνόν της πάντοτε αναμμένης εστίας. Το μόνον έπιπλον ήτον ψάθα παλαιά, εστρωμένη διά να δέχεται τον ένα μετά τον άλλον τους οδοιπόρους, ομοία με τον κράββατον κοιμητηρίου τον ανεξετάστως δεχόμενον όλους τους νεκρούς, τον ένα κατόπιν του άλλου.
Η ξενοδόχος έτρεξε προθύμως εις υποδοχήν του. Ήτον Κυριακή εσπέρας, και η Κυρία, καθώς ίσως υποθέτετε, δεν εφόρει τα καθημερινά της. Κρίκοι αργυροί και χάλκινοι εφόρτωναν τα δάκτυλά της όλα· εν περιδέραιον, ή μάλλον ειπείν μεγάλος ορμαθός από Κωνσταντινάτα και διάφορα τουρκικά νομίσματα, δεν εσκέπαζεν αρκετά τον κατάξηρον λαιμόν της, και σανδάλια κόκκινα είλκυον την προσοχήν εις τους προ πολλών χρόνων ανίπτους πόδας της· όσον διά την ενδυμασίαν της, δεν διεκρίνετο βέβαια διά την κομψότητα και καθαριότητά της. Εισήλθεν ο Εξόριστος ως κατάδικος εις το καταγώγιον, και εκάθησε· μετ ολίγον έφθασε και ο ξενοδόχος· ύστερον εις αναλφάβητος ιερεύς της ενορίας· ύστερον τέλος πάντων εις υπέργηρος κάτοικος της Μεδινίτσης. Συναναστροφή τερπνοτάτη! Η ομιλία ήρχισεν από τον καλόν καιρόν, από το τι νέα, και μετ' ολίγον εμβήκεν εις την μέσην η Πολιτική. Εις την Ελλάδα η Πολιτική, από τον Πρόκριτον έως εις τον βαστάζον, είναι η έμφυτος γενική μανία μας· και πολλάκις βοσκοί του Παρνασού και του Ταϋγέτου σταματούν καθ' οδόν τους διαβαίνοντας, ερωτώντες αν οι βασιλείς της Ευρώπης έχωσι μεταξύ των ειρήνην, ή πόλεμον. Ματαίως ο Εξόριστος έμενεν άφωνος, και μόλις απεκρίνετο με κανέν σπάνιον όχι και έτι σπανιώτερον ναι.
—Δόξα σοι ο Θεός! τα κακά επέρασαν, είπεν εις την συντροφίαν ο ιερεύς της Μεδινίτσης, όστις, εις παράμερον κώχην περιστρέφων εις τα δάκτυλα το μάλλινόν του κομβολόγιον, συνώδευε τον καθένα κόμβον των πατερημών του μ' εν επιφωνηματικόν «δόξα σοι ο Θεός!» Τώρα συνάζονται εις την Εκκλησίαν οι Χριστιανοί, δόξα σοι ο Θεός!, και κάθε σάββατον στέλλουν πρόσφορα με λαμπάδα και με λιβάνι, δόξα σοι ο Θεός! —Σήμερα ημπορούμεν να σπείρωμεν και να θερίσωμεν, είπε και ο ξενοδόχος. Δεν έρχουνται πλέον οι μαχαιράδες να πίνουν το κρασί μου και να σπάνουν το βαγένι. Όμως, μ’ όλον τον ριχόν μου νουν, προβλέπω πως δεν θα χαρούμεν πολύ αυτήν την ησυχίαν. Αν ο Λεοπόλδος... —Άφησε διά τ’ όνομα του Θεού τα πολιτικά σου, εφώναξε με τραχείαν φωνήν η οικοδέσποινα· άλλο δεν ηξεύρεις παρά να προφητεύης το κακό· κάμε καλήτερα τον σταυρό σου που σε αξίωσεν ο Θεός να χαίρεσαι την γυναικούλα σου χωρίς καρδιοχτύπι. Ας ήναι πολυχρονεμένος ο Κυβερνήτης μας! Η τιμή μας δεν κινδυνεύει πλέον, όσον νοστιμούλαις και αν είμεθα. —Σιωπάτε, και ο λύκος εμβήκε πάλιν εις την στάνην μας, είπε σείων την κεφαλήν ο γέρων χωρικός, ο Μαθουσάλας της Μεδινίτσης. Δεν τα εμάθετε; Απάντησα, είναι μία ώρα, έναν πεζοδρόμον, και με είπε πίκραις και φαρμάκια. Εξορίαις και φυλακισμοί εις το Νάπλι. Ο ξένος ευγάλλει απ’ την μέσην ένα ένα τους Αρχηγούς μας· έβαλε στο κλουβί τον γεροαετό της Σπάρτης· ο Μαυρομιχάλης είναι κλεισμένος εις τον Ιτς-Καλέ. Η Ύδρα βροντά και αστράφτει. Είμαι γέρος, και είδα πολλά· θ' ανάψη πόλεμος, και δεν ηξεύρω πώς θα σβύση. —Δόξα σοι ο Θεός! Μεγάλα και δυνατά τα έργα σου, Κύριε! εφώναξε κάμνων τον σταυρόν του ο ιερεύς.—
Διακόπτων τον διάλογον τούτον ο Εξόριστος, εζήτησε να γράψη διά το Ναύπλιον. Αλλά μελάνη και κάλαμος, τοιαύτα περιττά σύνεργα, τι εζήτουν εις το κατάλυμα της Μεδινίτσης; Εν κάρβουνον αντί γραφίδος και ο ασβεστωμένος τοίχος του ξενοδοχείου αντί παπύρου δεν εξήρκουν διά τας εκτεταμένας ληψοδοσίας και τους αριθμητικούς υπολογισμούς του Κυρίου ξενοδόχου; —Μελανοδοχείον θέλεις, τέκνον μου; ηρώτησε τον Εξόριστον ο ιερεύς. Έχω εγώ ένα επάνω μου, δόξα σοι ο Θεός! Mε τούτο γράφω εις τας Μερίδας μου τας ψυχάς των Χριστιανών, όσους, δόξα σοι ο Θεός! μνημονεύω εις την λειτουργίαν. Αν θέλης, υιέ μου, και συ να σώσης την ψυχήν σου, με δύο μόνον Φοίνικας, δόξα σοι ο Θεός! ημπορείς ν' αγοράσης τον αιώνιον θησαυρόν, δόξα σοι ο Θεός! Χαρίτωσέ με τ' όνομά σου... —Τ' όνομά μου; Ο Θεός το γνωρίζει. Λάβε, πάτερ άγιε, τους δύο Φοίνικας, και δάνεισέ με μίαν στιγμήν το μελανοδοχείον σου. —Δόξα σοι ο Θεός! Έπαρέ το, τέκνον μου. Δόξα σοι ο Θεός!—
Την επαύριον το πρωί εκράτει ο Εξόριστος το γράμμα του έτοιμον. Ήρχιζον οι χωρικοί των πέριξ μερών να έρχωνται εις το ξενοδοχείον, διά να ενδυναμώσωσι τους νευρώδεις βραχίονάς των με το οινόπνευμα και τον αψινθωμένον οίνον του καταστήματος. Ο Εξόριστος εζήτησεν ένα πεζόν διά το Ναύπλιον. —Πόσα δίδει; ηρώτησαν τέσσαρες πέντε γεωργοί και δραγάται με το δρέπανον εις την ζώνην, η έ ν τ ι μ ο ς ε κ ε ί ν η κ λ ά σ ι ς τ ω ν π ο λ ι τ ώ ν, τους οποίους ο Ιωάννης Καποδίστριας, κατά προτροπήν του κατ' εξοχήν δημοκράτου Υπουργού του, επροσκάλει δι' Εγκυκλίου Παραστάτας εις την εθνικήν Συνέλευσιν·
«Στείλετε μ' Αντιπροσώπους γεωργούς και ζευγολάτας,
«Και ανθρώπους με τας πτέρνας από χώματα γεμάτας...
Πόσα δίδει; Πόσα πλερόνει ο ξένος; —Ο καθείς εσπούδαζε να πλουτήση με μίαν πεζοδρομίαν. Αλλ’ εις χωρικός, ως ευρωστότερος και νεώτερος των άλλων, επροτιμήθη. —Λάβε αυτούς τους Φοίνικας, τον είπεν ο Εξόριστος, αφ' ου πρώτον ερμήνευσεν εις αυτόν ακριβώς τον δρόμον και την οικίαν όπου τον απέστελλεν. Όταν δώσης αυτό το γράμμα εις το μέρος όπου πρέπει, θέλεις λάβει και άλλα χρήματα —Πρόσεξε όμως καλά, επρόσθεσεν ο υπηρέτης του Εξορίστου, να μην πέσης εις τον Ποταμιάνον. —Και τι ποτάμι είν' αυτό που με λέγεις; Σηκόνω ταις ποδιαίς μου και το περνώ· απεκρίθη ο χωρικός, ανοίγων ηλιθίως όμματα θολά και ακίνητα ως τα λιμναία ύδατα. —Είναι καλέ, ο Αστυνόμος του Ναυπλίου· μυρίζεται σαν το λαγωνικό σκυλί τους ανθρώπους, και εις τα κατάστιχά του έχει περασμένα όλων μας τα πρόσωπα, όλων μας τ' αναστήματα, όλων μας τας όψεις. —Ω! μη σας μέλη· εγώ δεν είμ' απ’ εκείνους όπου στέκουνται και τους ζωγραφίζουν. —Ο Εξόριστος τον περιεργάσθη με δισταγμόν, ηθέλησε να λάβη οπίσω το γράμμα· πλην ύστερον πάλιν μετεμελήθη, και ο χωρικός εκίνησε με την ακόλουθον επιστολήν του Εξορίστου.
«Σε γράφω, Ασπασία μου, από σκοτεινόν και άθλιον ξενοδοχείον της Μεδινίτσης· σε γράφω, και εις τας χείρας μου τρέμει ο κάλαμος... Εξοριζόμενον από το Ναύπλιον, η θηριώδης κερκυραϊκή Κυβέρνησις δεν μ' έδωκεν ουδέ καιρόν να σ’ αποχαιρετήσω. Μετά δυο μηνών επίπονον και πολλάκις τρικυμιώδη θαλασοπλοΐαν, ριφθείς τέλος πάντων εις τον Μαλιακόν κόλπον και την Ελλάδα σχεδόν όλην ευρών ωπλισμένην κατά της τυραννίας, σε γράφω σήμερον, έτοιμος να εμβώ και αυτός εις το στάδιον της δευτέρας εθνικής μας πάλης.
»Φρικώδες Ναύπλιον! ανοίγονται ακόμη την νύκτα αι πύλαι σου και στέλλουσιν αδιακόπως θύματα προγραφής; Οι ωτακουσταί περικυκλούσιν ακόμη τας καθ’ ημέραν ερημουμένας οικίας σου;... Θριαμβεύει λοιπόν ο κακούργος αντεραστής μου; Υπερίσχυσαν λοιπόν αι διαβολαί του και κατώρθωσαν την φυγάδευσίν μου; Πλήρης ψεύδους και κακιών, είναι άξιος να χαίρη την εύνοιαν της καποδιστριακής τυραννίδος, και η ψυχή μου δεν φθονεί τοιαύτας υπεροχάς.
»Δεσπόζων ή δεσποζόμενος, καταδιώκων ή καταδιωκόμενος, ιδού μεταξύ ποίων αντιθέτων τυχών επρόκειτο να εκλέξω. Αδιστάκτως προέκρινα την έντιμον καταδρομήν, και απέρριψα την αισχράν ευτυχίαν. Θέλει άρα γε η ψυχή σου, Ασπασία μου, με καταδικάσει διά τούτο, η ψυχή σου η τόσον εράστρια ωραίων πράξεων; Αλλά τι λέγω; Ελληνίς γνησία, τρέφεις καρδίαν ελληνικήν, την οποίαν η ελευθέριος ανατροφή κατέστησεν έτι ευγενεστέραν.
»Αδύνατον να σε παραστήσω ποίον ρίγος ενθουσιασμού, αισθάνομαι, ποίος εκδικήσεως πόθος με πυρπολεί τας φλέβας! Ακούω εις τα σπλάγχνα μου φωνήν κράζουσάν με· «Λάβε τα όπλα κατά του εξυβρίζοντος το έθνος» Τα λαμβάνω, αγαπητή, και τα λαμβάνω μετά χαράς.
«Με ποίους παλμούς ηδονής επιστρέφω εις τας αγκάλας της ελευθερίας, εις την πλήρη ενεργείας αυτήν ζωήν! Με πόσην αγαλλίασιν περιέρχομαι πάλιν τα όμοια με τον χαρακτήρα μου άγρια και ανεξάρτητα όρη της Ελλάδος! Εις τους κόλπους της φύσεως, εις τα ερημικά δάση, κερδαίνει νέαν ζωήν ο άνθρωπος. Αλλά μακράν σου υπάρχει ευτυχία δι’ εμέ; Ω Ασπασία μου! εις την καρδίαν μου ήσαν άβυσσοι κεκρυμμέναι· η παρουσία σου τας έκλειε· μακράν σου ηνοίχθησαν και απειλούσι την ύπαρξίν μου.
»Ενθυμείσαι, φίλη της καρδίας μου, την πρώτην μας εις τα Κύθηρα συνάντησιν; Ενθυμείσαι τας εσχάτας μας υπό την πανσέληνον περιπλανήσεις εις τας ωραίας εξοχάς του Άργους; Κρατούμενοι από τας χείρας, περιπατούντες μόνοι ολοκλήρους ώρας, ελησμονούμεν εις τας εκστάσεις μας τον κόσμον και τους πικρούς του περισπασμούς. Η γαλήνη της εαρινής νυκτός, ο αίθριος και αστερωπός ουρανός, το κελάδημα της τρυφεράς αηδόνος, των ναμάτων και των ζεφύρων ο τερπνός ψιθυρισμός, το παν μας εγοήτευεν... Ω Ασπασία μου! εις τας παραμονάς της υπερτάτης ευδαιμονίας μας, εις την στιγμήν καθ' ην τέλος πάντων έμελλον ν’ ανάψωσι του υμεναίου αι λαμπάδες, επέπρωτο να πέσωμεν εις νέον κρημνόν δυστυχιών, και πλησιάζοντες εις τον λιμένα να επαναρριφθώμεν εις αχανές πέλαγος; Να γεννηθώμεν ο εις διά τον άλλον, και να ζώμεν πάντοτε ο εις μακράν του άλλου; Ματαία λοιπόν η τόσον σταθερά φιλία μας, η τόσον εντελής των αισθημάτων μας αρμονία; Έπρεπεν η στιγμή, καθ' ην αι καρδίαι μας ηνοίχθησαν κατά πρώτον εις τον έρωτα, να γίνη το σύνθημα της εφόδου όλων των δυστυχιών, αι οποίαι μας περιστοιχίζουσιν εξ ολοκλήρους ενιαυτούς;
»Ιδέα θανατηφόρος! Θέλει ποτέ συγχωρήσει ο πατήρ σου τον κατά του Καποδίστρια ενοπλισμόν μου, ο πατήρ σου ο τόσον επιμόνως και μέχρι μανίας αφωσιωμένος εις τα νεύματα της κερκυραϊκής Κυβερνήσεως; Αλλά μήπως αι ψυχαί ημών επλάσθησαν δούλαι ξένων προλήψεων;
»Ω δυστυχής φίλη μου! καθ’ όσον ανατρέχω εις το παρελθόν και βυθίζομαι εις το μέλλον, η καρδία μου θλίβεται... θλίβεται, διότι έγινα εγώ πρωταίτιος των συμφορών σου, και διότι προαισθήσεις οδυνηραί, ως φαντάσματα νυκτερινά, παρακολουθούσι τα βήματά μου και σκληρώς με βασανίζουσιν.
»Υ. Γ. Υπάγω προς τον Στρατηγόν Βάσον εις την Σαλαμίνα, και περιμένω εκεί ανυπομόνως απόκρισίν σου.»
Επειδή τα συμβάντα του ήρωός μας συνδέονται στενώς μετά των πολιτικών περιπετειών του καιρού, ζητούμεν συγγνώμην αν, σκοπόν έχοντες να διηγηθώμεν περιστατικώς τα παθήματά του και ν' ανατρέξωμεν εις την πηγήν των, θέλωμεν πολλάκις αναγκασθή να περιπέσωμεν εις θλιβεράς και απαισίους διά πάσαν ελληνικήν καρδίαν αναμνήσεις της καποδιστριακής περιόδου.
Ο χωρικός απόστολος του Εξορίστου, μετά τεσσάρων ημερών αδιάκοπον οδοιπορίαν, αφ' ου ταχέως διέτρεξε την στερεάν Ελλάδα μέχρι του Ισθμού, αφ' ου διέβη την Κόρινθον, την Σικυώνα, τας Κλεωνάς και τας κλεινάς Μυκήνας, έφθασε τέλος πάντων εις το Άργος. Εμβάς εις την πόλιν των Δαναών, διήλθε την Λεωφόρον της, όπου μετά των ελεφάντων του πολεμών ο Πύρρος, ο της Ηπείρου βασιλεύς, εφονεύθη από κεραμίδα, σφενδονισθείσαν υπό γραΐδος άνωθεν του δώματός της. Αναστείλας τον χιτωνίσκον του, διεπέρασεν έπειτα τον Ίναχον χωρίς καν να γνωρίζη τ' όνομά του, και με αδιάφορον όμμα είδε μακρόθεν την Λέρνην. Πόσοι βάναυσοι ευπάτριδες της Ελλάδος με την αυτήν αγροίκον απάθειαν και αναισθησίαν παρέρχονται τα μνημεία της προπατορικής ημών ευκλείας!
Εις την φέρουσαν προς το Ναύπλιον αμαξιτόν οδόν, εν των θαυματουργημάτων του Ιωάννου Καποδίστρια, ήρχησεν ο απλούς χωρικός να χάσκη από βαυμασμόν, λέγων καθ’ εαυτόν· «πόσα και πόσα πρέπει να εξωδεύθησαν διά να γένη αυτός ο δρόμος!» Επέρασεν ύστερον από την δενδρόφυτον Τίρυνθα, και ύστερον από τους Αποβάθμους, όπου το πάλαι απέβη ο Δαναός, φέρων εις την Ελλάδα τα πρώτα σπέρματα του κοινωνισμού, και όπου, κατά τα 1833, έμελλε ν' αποβή νέος Δαναός, ο Βασιλεύς της Ελλάδος.
Θεωρών το Παλαμίδιον κλίνων εκ του ύψους προς την πεδιάδα τους σιδηρούς κεραυνούς του, θεωρών τον λιμένα της Πρωτευούσης ωραίον και μεγαλοπρεπή από πλοία κολοσσαία της Συμμαχίας, εκυριεύθη από το σέβας εκείνο, το οποίον πάντοτε, και εις την αναρχίαν αυτήν, ησθάνθησαν ενώπιον του Ναυπλίου και οι στρατιωτικοί και οι χωρικοί της Ελλάδος, και εις το οποίον σχεδόν εχρεώστησαν την προσωρινήν ύπαρξίν των αι κατά καιρόν της Ελλάδος Κυβερνήσεις.
Πρός την είσοδον του Ναυπλίου βλέπει πλήθος ενόπλων ανθρώπων εξεταζόντων τους διαβάτας, και με ράβδον εις την δεξιάν, σύνηθες αστυνομικόν έμβλημα, ακούει τον Κυρ Ποταμιάνον κράζοντα προς τους πιστούς δορυφόρους του. «Παρατηρήσετε καλά εις την ζώνην, εις το υποκάμισον, μήπως ήναι γράμματα κρυμμένα.» Όλος έντρομος διαβαίvει την προ της πύλης μικράν γέφυραν, περιστελλόμενος και βαδίζων άκραν άκραν, ως πλοίον παραπλέον σκοπέλους, και φοβούμενον μήπως τους εγγίση και συντριφθή. Εξαίφνης η κεραυνοβόλος φωνή του Αστυνόμου αποτείνεται και προς αυτόν ―Χωρικέ, να μην βαστάς και συ τον Απόλλωνα; Να μην έχης επάνω σου γράμματα; —Εγώ, Κυρ Αστρονόμε, είμ’ ένας χωριάτης αγράμματος, κι από γράμματα δεν ξεύρω. —Από που έρχεσαι; —Απ’ την Μεδινίτσα με συμπάθειο. —Τι κάμνει ο Μεταξάς; —Δεν είδα κανένα με μετάξι, και να με συμπαθήσης. —Πήγαινε, ζώο τετράποδο, να βοσκήσης πρώτα, και ύστερα παρουσιάσου εμπρός εις αστυνομικάς Αρχάς. Τράβα! δείξε με, γομάρι την ρήχη σου!
Εμβάς εις το Ναύπλιον ο χωρικός, εφθασεν εις την τότε καλουμένην οδόν του Αυγουστίνου. Εξήρχοντο την στιγμήν εκείνην από την θύραν του λαμπρού Αρχιστρατήγου της Ελλάδος γαυριώντες οι πολυάριθμοι ίπποι του, και πλήθος στρατιωτών επλήρουν τας αυλάς του. Έκθαμβος ο χωρικός, παρετήρει την σατραπικήν αυτήν και αρειμάνιον πομπήν του ήρωος, όταν εξαίφνης ακούεται μακρόθεν βαρύς γογγυσμός, και γύρω του άνθρωποι πολλοί φωνάζουν «Ακούσετε την βροντήν; Της Ελλάδος το δίκροτον εκάη.» Η εκπυρσοκρότησις αυτή τόσον, μέγα συμβεβηκός του καιρού υπήρξε, τόσον σημαντικάς μεταβολάς επέφερεν εις τας τύχας των Ελλήνων, ώστε δεν νομίζω περιττόν να ειπώ περί τούτου ολίγα τινά.
Η Ύδρα, διά περιοδικού φύλλου, του Απόλλωνος, από τον Μάρτιον ήδη μήνα είχεν αρχίσει να κηρύττη ελευθέρας αρχάς εις το έθνος και να στηλιτεύη αναφανδόν το αυθαίρετον της Καποδιστριακής Κυβερνήσεως. Το Αιγαίον πέλαγος, ερεθισθέν, εζήτησε δι' αναφορών από τον Καποδίστριαν την συγκάλεσιν εθνικής Συνελεύσεως. Αλλ’ αυτός, προς μόνην απόκρισιν, ητοιμάσθη να σωφρονίση τους Αιγαιοπελαγίτας δι' ενόπλου δυνάμεως, και διέτρεξε φήμη, ότι ο εθνικός στόλος παρεσκευάζετο εις τοιαύτην εκστρατείαν. Η Ύδρα έσπευσε να προλάβη τα σχέδια του Καποδίστρια, και ο Μιαούλης μετά του Κριεζή κατέλαβεν εις τον Πόρον τον στόλον και το Νεώριον. Η είδησις αυτή, φθάσασα εις το Ναύπλιον, έρριψεν εις φρενητικάς παραφοράς τον Κυβερνήτην. Διά ξηράς στρατεύματα ελληνικά, διά θαλάσσης πλοία ξένου Κράτους, κατά την εικοστήν πέμπτην του Ιουλίου, εμφανίζονται διά μιάς εις τον Πόρον. Την εικοστήν έκτην, ο Ρώσσος Ναύαρχος Κύριος Ρικόρδος δι' ενός των αξιωματικών του προαγγέλλει εις τον Αρχιναύαρχον Έλληνα, ότι μέλλει να στείλη δύο του πλοία εις το στόμιον του λιμένος διά να τον αποκλείση, και την επιούσαν πραγματοποιεί την απειλήν του. Ο Μιαούλης, αμετάτρεπτος εις τους πατριωτικούς του σκοπούς, ζητεί να τον αποτρέψη διά της πειθούς από τοιούτον κίνημα. Αλλ' απορριφθείσης πάσης ειρηνικής του προτάσεως, καθοπλίζει το μικρόν φρούριον, το κείμενον έμπροσθεν της νήσου του Αγίου Κωνσταντίνου, κατά την είσοδον του όρμου. Την εικοστήν εβδόμην, αποφασίσας να διαλύση τον αποκλεισμόν, προειδοποιεί τους πλοιάρχους των ρωσσικών δύο πλοίων, ότι, αν δεν απομακρυνθώσιν αμέσως, θέλουσι πολεμηθή από το φρούριον· και το φρούριον, κατά διαταγήν του, έρριψε το κανόνιον του προαγγέλματος. Τα ρωσσικά πλοία ανταπεκρίθησαν κανονοβολούντα, και ήρχησεν η μάχη εξ αμφοτέρων των μερών. Η νυξ επελθούσα κατέπαυσε τας εχθροπραξίας, αίτινες επανελήφθησαν την πρωίαν της εικοστής ογδόης. Ο Μιαούλης διά ν' αποφύγη χύσιν αίματος, επρόβαλεν ανακωχήν, έως ου ήθελον φθάσει εκ Ναυπλίας αι περιμενόμεναι της Αγγλίας και Γαλλίας ναυτικαί δυνάμεις· συγχρόνως δε προεμήνυσεν εις τον κύριον Ρικόρδον, ότι, άμα ήθελε κινηθή κατά των ελληνικών πλοίων, αυτός δεν ήθελε μεν αντικρούσει ευεργέτιδα δύναμιν, ήθελεν όμως παραδώσει το δίκροτον εις τας φλόγας, και αφαιρέσει από τον Καποδίστριαν τα μέσα της εθνικής καταστροφής, την οποίαν προεμελέτα. Εν ω τοιαύτη ήτον η σταθερά του Μιαούλη απόφασις, ο Κυβερνήτης εξ ενός μέρους εβράδυνε την από Ναύπλιον αναχώρησιν των αγγλικογαλλικών πλοίων, εξ άλλου απέστειλε ταχυδρόμον προς τον Κύριον Ρικόρδον, διά να κυριεύση όσον τάχος τα παρά των Υδραίων κατεχόμενα πλοία. Τότε ο Μιαούλης και Κριεζής έβαλον πυρ εις την Ελλάδα και εις την Καρτερίαν· και καθώς ο βάρβαρος Ξέρξης εις την πυρπόλησιν των Αθηνών είδε την αμετάθετον των Ελλήνων γνώμην να μην υποδουλωθώσιν εις τον ζυγόν του, ομοίως και ο Καποδίστριας είδεν εις την πυρκαϊάν του Πόρου τον αδούλωτον χαρακτήρα του ελληνικού έθνους.
Η σκηνή αύτη ανεκάλυψεν ολοσχερή την μισέλληνα ψυχήν του Καποδίστρια εις τους κατοίκους του Ναυπλίου, και το πένθος την ημέραν εκείνην ήτον εις όλων τα πρόσωπα ζωηρώς εικονισμένον. Πολλοί και από τους περί αυτόν ήρχισαν να τρέμωσι, βλέποντες καθ' εκάστην αναπτυσσόμενον το νερωνικόν ήθος του Κερκυραίου.
Ο χωρικός μας περιεφέρετο εις τας αγυιάς του Ναυπλίου μεταξύ εντρόμου και περιλύπου λαού, περίφοβος και αυτός χωρίς να γνωρίζη το αίτιον. Εις μάτην εζήτει να εύρη την κατοικίαν της Ασπασίας με την επιστολήν του Εξορίστου εις τας χείρας, παρακαλών όλους τους διαβαίνοντας ν’ αναγνώσωσι την επιγραφήν, και μη λαμβάνων από κανένα σχεδόν απόκρισιν. Αλλά κατά την οδόν του Υψηλάντου, εν ω ακόμη εξέταζε τον καθένα περί της δυσευρέτου οικίας, συναπηντήθη μετά τινος κομψού φουστανελλοφόρου, όστις ακούσας προφερόμενον τ' όνομα της Ασπασίας εσταμάτησεν ευθύς. Ο Κύριος ούτος εφόρει φουστανέλλαν τετρακοσιόφυλλον, εις τας άκρας περικέντητον, και είχε τα περιτραχήλια του υποκαμίσου του προς το γαλλικώτερον ανωρθωμένα· έτριζον τα στίλβοντα υποδήματά του· το πορφυρούν ασιατικόν κάλυμμα της κεφαλής του έκλινε κομψώς επί της μυροπνόου του κόμης, και ο γλαφυρός του μύσταξ εν είδει περισπωμένης έστεφε τα ροδινά του χείλη· Νάρκισσος περιπατών ακροθιγώς επί των ονύχων, και υποβλέπων ευαρέστως τα κάλλη του. —Ποίον ζητείς, άνθρωπε; ηρώτησε τον χωρικόν, λεπτύνων γυναικιστί την φωνήν του. —Έχω, αυθέντη, ένα γράμμα διά κάποιαν Αρχόντισσα... την λέγουν... διάβασε, νάχης καλό, το επανώγραμμα. —Ο χαρίεις Ναυπλιώτης αναγινώσκει την διεύθυνσιν, ωχριά και τραγικώς επιφωνών, «διά την Ασπασίαν, ω Θεέ! Το γράψιμον εκείνου!» δος με το! δος με το! επρόσθεσεν αμέσως· εγώ το πηγαίνω· την γνωρίζω πολλά καλά· είμαι και συγγενής της.» Ο χωρικός, πριν δώση το γράμμα, θέλων να παραστήση μεγάλην την εκδούλευσίν του και να λάβη αναλόγως μεγάλην την αμοιβήν, αρχίζει να διηγήται πόσους και πόσους κόπους υπέφερεν έως να κατευοδωθή από την Μεδινίτσαν εις το Ναύπλιον. Αλλ' εν ω ακόμη κατεγίνετο εις την εύγλωττον έκθεσίν του, ο πονηρός Ναυπλιώτης, προβλέπων ότι το κάτω της γραφής ήτον να τον ζητήση καλήν πληρωμήν, «εύγε σου, παληκάρι μου! μεγάλη σου η αξιότης! » τον λέγει, αρπάζει την επιστολήν και γίνεται άφαντος εν ροπή οφθαλμού, αφίνων τον καλόν σου χωρικόν εις την μέσην με το στόμα κεχηνός, ως τον κόραχα του μύθου, από τον οποίον απέσπασεν η αλώπηξ τον τυρόν.
Ο Αυγερινόπουλος (αυτό ήτον τ' όνομα του αρπάσαντος το γράμμα) τριακονταετής σχεδόν την ηλικίαν, μη λαβών άλλην ανατροφήν παρά την τότε διδομένην εις την Πελοπόννησον, εγνώριζε κατ' επιφάνειαν την ελληνικήν γλώσσαν, ψιττακίζων συγχρόνως δύο ή τρεις φράσεις χαιρετισμού εις την γαλλικήν. Εκαυχάτο αδιακόπως ότι ήτον μέγας και πολύς κτηματίας, εν ω δεν ελάμβανεν ούτε δέκα ημερών του έξοδα κατ' έτος από τα έρημά του υποστατικά, έχων ακόμη και αυτά εις αλλεπαλλήλους υποθήκας υποβεβλημένα. Εθυμίαζε τα είδωλα της ημέρας, και ως έπακρον ευδαιμονίας εθεώρει παν υπούργημα, χωρίς να δυνηθή ποτε να επιτύχη κανέν. Δεν απέμενεν όμως χωρίς καμμίαν ωφέλειαν. Εκέρδιζεν εν οικόπεδον σήμερον, ένα εργαστηρότοπον αύριον, και πάντοτε εις μυστικάς συνενοχάς προσόδων περιπλεκόμενος και περιπλέκων τινά Υπουργόν, έτρωγεν αυτός τα εκτός των φοινίκων και τα εντός των αμυγδάλων, αφίνων εις εκείνον τα οστά και τα κελύφη. Αγέρωχος και χαμερπής εν ταυτώ, εδείκνυεν οφρύν Αρειοπαγίτου προς τους κατωτέρους του, και ως σκύλαξ έσαινε την ουράν ενώπιον των ανωτέρων του· χρυσός έξωθεν, μόλυβδος ένδοθεν· όσον εις το φανερόν μειλίχιος και πράος, τόσον εις το κρυπτόν απάνθρωπος και θηριώδης. Ιδού ο αντεραστής του Εξορίστου μας, ο λατρευτής όχι τόσον της Ασπασίας όσον του πατρικού της πλούτου, και τον οποίον αυτή απέφευγε και ήθελε μισήσει, αν της Ασπασίας η ψυχή ήτον επιδεκτική μίσους.
Τρίξας εις παράμερον τόπον ο Αυγερινόπουλος και αποσφραγίσας την προς την Ασπασίαν επιστολήν, εις πάσαν περίοδον, εις πάσαν λέξιν την οποίαν ανεγίνωσκεν, έπιπτεν από λύσσαν ζηλοτυπίας εις παραφοράς εκδικήσεως και οργής· έδακνε τα χείλη του... έστεκεν... επεριπάτει... τέλος πάντων, ως να είχεν εμπνευσθή από καταχθόνιόν τινα δαίμονα, σαρδωνικώς υπογελάσας και σείσας απειλιτικώς την κεφαλήν, διευθύνθη δρομαίος εις την κατοικίαν του δημοκράτου Υπουργού, ευρίσκων την εποχήν της γενικής κατά των Συνταγματικών καταδρομής αρμοδίαν δι’ εκδίκησιν μερικήν.
Εις την υπουργικήν αυτήν οικίαν εγίνοντο συνεχώς αι συνεδριάσεις των τότε ολυμπίων θεών της Ελλάδος. Η γραφίς του Αισχύλου εξεικόνισεν αξίως τους Επτά επί Θήβας· η ιδική μου θέλει αρά γε δυνηθή να σκιαγραφήση τους Επτά επί Ελλάδα Συμβούλους του Καποδίστρια;
Εν μέσω αυτών ήτον καθιδρυμένος ο φέρων την πανοπλίαν του Άρεως Τυδεύς, μικρός μεν δέμας αλλά μαχητής· πνέων πολεμικήν μανίαν και βροντοφωνών κατά των Ελευθέρων:
«Τύδευς δε μαργών και μάχης λελιμμένος,
Μεσημβριναίς κλαγγαίσιν ως δράκων βοά.»
Πλησίον του παρέδρευεν άλλος, της πρεσβείρης Γερουσίας η βακτηρία,
«Του κλέος ευρύ καθ’ Ελλάδα και μέσον Άργος·»
πολλά δε κατά φρένα και κατά θυμόν μερμήριζεν ο αναφαλαντίας.
Εβάσταζε τας πλάστιγγας της Θέμιδος ο τρίτος, αμφιρρεπής ως αυταί, και κυμαίνων μεταξύ τιμιότητος και Καποδιστριασμού.
Μέλος της Οικονομίας ο τέταρτος, είχεν εις χείρας φάκελλον παχύν χαρτονομισμάτων, και διά να καλύψη την έλλειψιν του εις κατασκόπους εξαντληθέντος Ταμείου, εμόχθη διά νέας αλγεβρικής μεθόδου του ν' αποδείξη το ίσον τω 10, τω 100, τω 1000, ως μηδενικών όντων των μηδενικών.
Ο πέμπτος ήτον ο δημοκράτης Υπουργός όστις, κρατών σφιγκτώς ενηγκαλισμένον τον Ζουή και τον Βινιώνα, έκραζε με βραγχώδη φωνήν «Έξορίαι! Προγραφαί! Φυλακισμοί! Δημεύσεις!
Μίτραν επί κεφαλής φέρων ο έκτος, περιέστρεφε πατερημά ηλέκτρου εις τα δάκτυλα, και εις πάσαν έγγραφον διαταγήν του Καποδίστρια εψαλμώδει· «Αμήν! Αμήν!»
Ο έβδομος, επίσημον μέλος της Εξοριστικής Επιτροπής, εξετύλιττε σοβαρώς μακρύν κατάλογον, όπου επί κεφαλής πολλών άλλων ονομάτων διεκρίνετο προγεγραμμένον το του αειμνήστου Δημητρίου Υψηλάντου.
—Εμάθατε την ανοσιουργίαν, την εμάθατε· είπε πρώτος εις την σεβαστήν ομήγυριν ο δημοκράτης Υπουργός. Επυράκτωσαν οι Αντάρται την ξυλίνην Ελλάδα, και αν εδύναντο ήθελον κάμει ολοκαύτωμα και την ιδίαν αυτήν Ελλάδα, την τόσον αγαπητήν πατρίδα των. Υδραίος και αρετή εκ διαμέτρου αντικείμενα! —Εκβάλλων έπειτα σωρόν εγγράφων από την δημοτικήν του ζώνην, εξηκολούθησε να λέγη. —Η φρενοβλαβεία των Συνταγματικών έφθασεν εις τον κολοφώνα της. Πανταχόθεν μας έρχονται αυθάδεις υπέρ Εθνοσυνελεύσεως και Συντάγματος αναφοραί. Ανωφελώς εις τας Αθήνας, καίτοι τουρκικάς ακόμη χάρις εις τον Κυβενήτην μας, διεσπείραμεν στρατιώτας φοβερίζοντας με το πυρ και με την μάχαιραν τους Αθηναίους, διά να μην υπογράψωσιν εις τοιαύτας παραλόγους προτάσεις. Ο Ζαχαρίτσας, ο Βλάχος και ο Ανάργυρος υπερίσχυσαν. Ιδέτε και αυτά τα γράμματα, ιδέτε τα. Εις μάτην μυστικάς και φανεράς Εγκυκλίους, υποσχέσεις και απειλάς των πιστών υπαλλήλων μας, φυγαδεύσεις, καθείρξεις, βασανιστήρια, δημεύσεις, εις μάτην το παν εβάλομεν εις ενέργειαν, διά να καθέξωμεν τας Επαρχίας Καλαβρύτων, Πατρών και Βοστίτσης. Αναφοραί μιαραί εξήλθον και απ’ αυτάς τας μεμολυσμένας φωλεάς των Ανταρτών. Εκατόν ιππείς μας περιεκύκλωσαν την οικίαν του Ανδρέου Ζαΐμη· αλλ’ ο επαναστάτης εδραπέτευσεν εις Ζάκυνθον, και πλέει, λέγουν, εκείθεν προς την Ύδραν. —
—Και η στρατηγική μας αυτή απέτυχεν, ανέκραξεν ο μικρομέγας και πολεμικός Υπουργός. Αφ' ου οι Κοντοβουνήσιοι και ο Χονδρογιαννόπουλος, οι κατά συνέπειαν μυστηριώδους διαταγής μας αναφανέντες εις την Πελοπόννησον λησταί, αποχρώντως εδικαιολόγησαν εκστρατείαν της Κυβερνήσεως κατ' αυτών, διαταχθείς τότε ο Αρχιστράτηγος της Πελοποννήσου να συλλέξη οκτώ χιλιάδας στρατιωτών, εξήλθε μετά στρατεύματος εις περιοδείαν των επαρχιών. Πολλούς των Ανταρκτικών έρριψεν εις τα δεσμωτήρια, πολλούς εξώρισεν αποδύσας δε και τινας εις Τριπολιτσάν, εν μέσω πληθούσης αγοράς τους περιέφερε μετά μαστιγώσεων και ραπισμάτων γυμνούς ως εξήλθον από την γαστέρα της μητρός των, συμπορευομένης στρατιωτικής μουσικής. Με όλα τα δραστήρια και αυστηρά ταύτα μέτρα, η λύσσα των Συνταγματικών αυξάνει.—
Το μέλος της σεβαστής Οικονομίας είπεν —Ο κόσμος απέβαλε πάσαν αιδώ και ηθικήν. Κατά προφορικήν διαταγήν της Αυτού Εξοχότητος, έγραψα χθες προς Πληρεξούσιον παλαιόν του Άργους, συχνάζοντα πάρα πολύ εις τον Υψηλάντην, να επιστρέψη εις το Ταμείον τας δύο χιλιάδας Φοινίκων, τας οποίας έλαβε περί την έναρξιν της εν Άργει εθνικής Συνελεύσεως. Ω Θεέ! Ποίαν απόκρισιν έλαβεν η Οικονομία! Ακούσατέ την, Κύριοι, ακούσατέ την να φρίξετε.
«Ἐλαβα την υπ' αριθ. 102,72 πρόσκλησιν της επί της Οικονομίας Επιτροπής. Είναι αληθές ότι κατά διαταγήν της Αυτού Εξοχότητος μοι εμετρήθησαν δισχίλιοι Φοίνικες εις χρυσά Λουδοβίκια. Αλλ' η Εξοχότης του με τους έδωκε προς ενίσχυσιν, ως είπε, της πατριωτικής μου γλώσσης· και μα την αλήθειαν, πόσην ρητορικήν δεν έδειξα τότε! Χρυσόστομος δεν έγινα με τα χρυσά Λουδοβίκιά του; Πότε ο Κύριος Περούκας εκεραυνοφώνησεν υπέρ Κυβερνήτου, και δεν ηλάλαξα εγώ; «Ναι! Ναι!» Πότε ο κύριος Χρυσόγελος εξεφώνησε καμμίαν δοξολογίαν και δεν έψαλα εγώ; «Αλληλούια! Αλληλούια!»
»Αι ψήφοι των άλλων πληρεξουσίων είναι από κόκκους ερεβίνθου ή φασιόλου. Πλην λανθάνεται η Αυτού Εξοχότης αν νομίζη και την ιδικήν μου τόσον ευθηνήν και τόσον ελαφράν· η ιδική μου αξίζει και βαρεί αδάμαντας. Θέλω δώσει λόγον διά τας δύο χιλιάδας Φοινίκων, όταν ο κύριος Κόμης Αυγουστίνος διά τας οκτακοσίας χιλιάδας της ηρωικής περιηγήσεώς του, όταν ο Κύριος με ε ι ς έ ν α κ ά π ο ι ο ν τ ρ ό π ο ν διά το Φροντιστήριόν του, όταν ο Κύριος με τους πολλούς μύθους του διά τα νόμιστρα της Πελοποννήσου, και όταν οι κύριοι Έκτακτοι Επίτροποι και Διοικηταί διά τα έκτακτα έξοδά των.—
Εις το τέλος της αναγνώσεως ταύτης, ανεκάγχασάν τινα των μελών του σεβαστού Συνεδρίου. Αλλ' ο πατήρ της Πατρίδος, ο εμβριθής Γερουσιαστής, με αγανάκτησιν και με οφθαλμούς ερυθρούς «γελάτε, είπε, γελάτε; Χωρίς σφαγάς, χωρίς αιματοχυσίαν, εξουσία δεν στερεόνεται. Ή με ακούετε και το αίμα τρέχει μέχρι γονάτων, ή εγώ ετοιμάζομαι να φύγω εις την Ευρώπην. Δυστυχία εις την Ελλάδα! Ο Κόμης Βιάρος αναχωρεί αναχωρεί ο μόνος άξιος να εξολοθρεύση τους Αντάρτας.»
Την στιγμήν εκείνην ενεφανίσθη ο Αυγερινόπουλος ασθμαίνων και κρατών εις χείρας το γράμμα του Εξορίστου. Συνεσταλμένος και με ασκεπή κεφαλήν επλησίασεν εις τον κατ' εξοχήν δημοκράτην, και ειπών εις αυτόν μυστηριωδώς ολίγα τινά, τον ενεχείρισε την επιστολήν. Ο αγοραίος Υπουργός, αφ' ου με βίαν και με ταραχήν την ανέγνωσεν, «ιδέτε, Κύριοι, εφώναξεν, ιδέτε την υπογραφήν αυτήν την γνωρίζετε βέβαια... ο Αντάρτης εξορισθείς από το Ναύπλιον, αντί να σωφρονισθή, έτρεξεν εις την στερεάν Ελλάδα, και με τον Βάσον ζητεί από την Σαλαμίνα να την ταράξη.» Ανασηκώσας έπειτα την φουστανέλλαν του ως ο Καραΐσκος πριν της μάχης, «είμαι δημοκράτης, εξηκολούθησε, και δημοκράτης εύχομαι ν' αποθάνω· Αίμα! Αίμα! Διάταγμα συλλήψεως καθ' όλων των ταραξιών, κατά του αποστάτου όστις μελετά ν' αναστατώση την χέρσον Ελλάδα! και λαβών τον επί του ωτίου του αποτεθειμένον κάλαμον, ήρχισε να γράφη ολοκλήρους σελίδας προς τον έκτακτον Επίτροπον της ανατολικής Ελλάδος, εκ διαλειμμάτων ψιθυρίζων καθ' εαυτόν με τρέμοντα χείλη· «διάταγμα συλλήψεως καθ’ όλων των μη αυτοχθόνων... καθ’ όσων γνωρίζουσι την γαλλικήν διάλεκτον... καθ' όσων δεν είναι Πελοποννήσιοι γνήσιοι... και γνήσιοι Τριπολιτσιώται... και προ πάντων φίλοι μου... δημοκρατία... Ζουής... Βινιών... αρετή... ελευθερία... διάταγμα συλλήψεως.»
—Βαδίζετε εις τον ιερόν αγώνα της Ορθοδοξίας! έκραξεν τιαροφόρος σύνεδρος, ανεγειρόμενος εις τους πόδας ως θεόπνευστος και τείνων τας χείρας ως Αρχιερεύς όστις μέλλει να ευλογήση· βαδίζετε κατά των Αιρετικών της Ύδρας!... Ω ημέρα αίσχους, ημέρα θανάτου, καθ' ην συνελήφθην αιχμάλωτος εις την Ύδραν! Μ' έκλεισαν κατά πρώτον εις Μοναστήριον ως ασκητήν Αγιορείτην· έπειτα με απέλυσαν, και τα παιδάρια της Ύδρας τρέχοντα κατόπιν μου εφώναζον· «Σύνταγμα! Σύνταγμα!» Εισέβην εις την οικίαν του Λαζάρου Κουντουριώτου, και τον εύρον καθήμενον μετά Προέδρων, Υπουργών, Βουλευτών και Στρατηγών της Ελλάδος. Η ατάραχος μορφή του γέροντος και τα υπερήφανα βλέμματα, τα οποία ετόξευον κατ' εμού οι συναντάρται του, με κατεπλήγονον, μ' εφόνευον. Ο Πολυζωίδης με τον Απόλλωνά του, οι Σούτσοι με τας πατριωτικάς των ποιήσεις, ο Ζωγράφος με το ψυχρόν του φλέγμα, ο Μαυροκορδάτος με τα διαπεραστικά του όμματα, όλοι, όλοι να εύρωσι τα 'πίχειρά των! Η θρησκεία το ζητεί· η παιδεία το απαιτεί. Αμήν! Παράσχου, Κύριε!
Εδώ διελύθη η συνεδρίασις· και το μεν ένταλμα της συλλήψεως του Εξορίστου απεστάλη αμέσως προς τον Έκτακτον Επίτροπον της Ανατολικής Ελλάδος, το δε ήμισυ μέρος του Συμβουλίου, το Βιαρικόν καλούμενον Κόμμα, υπήγε ν' αποχαιρετήση τον Πατριάρχην του, όστις ητοιμάζετο κατ' εκείνην την νύκτα ν' αποδημήση εκ της Ελλάδος.
Ο Κύριος Κόμης Βιάρος, ο πρώην Πανυπουργός και Παμπρόεδρος όλων των Ειδικών Επιτροπών, ο πρώην Πανέφορος και Πανεπιστάτης όλων των δημοσίων καταστημάτων, ο Λοαγιώλας Ιησουίτης, ο αοράτως διευθύνων το καταχθόνιον τάγμα των ωτακουστών, ο εκατόγχειρ Βριάρεως της κατασκοπείας, έστεκε τότε με χείρας εσταυρωμένας εις τον κοιτώνα του, και του σώματός του η θέσις εφαίνετο να λέγη· Ο καλός εγώ άνθρωπος τι πταίω;» Εις πιστός του υπηρέτης εστοίβαζεν έξω εις κιβώτια στήλας διστήλων αργυρών, μη πολυσαλεύων το μέταλλον διά να μην ηχήση ο κρότος του εις την Ελλάδα, αλλ’ εις την Κέρκυραν μόνον.
Πλησίον του Κυρίου Bιάρου με πρόσωπον ωχρόν, ισχνόν και επίμηκες, με μυώνας συνεσταλμένους και με πεπλανημένους οφθαλμούς, εκάθητο έντρομος ο περιβόητος Νομοθέτης Γεννατάς ο Κερκυραίος. Ίσταντο γύρω του ως σωματοφύλακες οι νεήλυδες συμπατριώται του, τους οποίους ο έντιμος Γραμματεύς είχε φέρει από Κέρκυραν χωρίς ναύλον, διά να σ υ ν α π ο τ ε λ έ σ η, ως έλεγε τ ο κ λ ά δ ο ς του, και τους οποίους ήτον έτοιμος να μεταφέρη πάλιν χωρίς ναύλον εις Κέρκυραν.
—Φεύγεις, σεβάσμιε γέρων, είπε προς τον Κύριον Βιάρον εμβαίνων ο Γερουσιαστής· φεύγεις... Τοιαύτη πάντοτε υπήρξεν η τύχη των εναρέτων ανδρών. —Εζήτησα, φίλε, ίνα κάμω παν ό,τι καλόν εδυνάμην. Αλλ' η ταπεινή μου γνώμη ουδέν εισηκούσθη. Προύκειται λόγος ίνα ο Κόμης Αυγουστίνος μεταρρυθμίση την Ελλάδα. Εύχομαι ίνα ευδοκιμήση ο αυτοσχέδιος Στρατάρχης. Εύχομαι ίνα κόψη η σπάθη του ένα καν άσταχυν της Ελλάδος. —Είπε, και τα χείλη του εμειδίασαν, και του προσώπου του αι πρασινωπαί ρυτίδες υπέστιλψαν ως το λεπιδωτόν υποκάμισον του όφεως.
Ωμίλησε τότε με τρέμουσαν φωνήν και ο Κύριος Γεννατάς. —Περκέ δούνκουε με θέλουν τάντο μάλε ι Γκρέτσι; Τι τους ίκαμα κοσπέττο; Εγώ δεν εβγαίνω δάλλα μία κάζα, και δεν φαίνουμαι νιάνκα περ λε στράδε. Η τζουρισπρουδέντσα μου και η λετζισλατσιόνε μου είναι δα πρρ τούτο· είναι εις το χαρτί επάνω· είναι πούρε πουρίσσιμε κόμε ιλ σόλε. ―Φθόνος και όχι άλλο, απεκρίθη ο Γερουσιαστής. Ο Λυκούργος δεν εξωρίσθη αφ' εαυτού του, διά να καθιερωθή η νομοθεσία του; Και συ εξορίζεσαι ως ο Λυκούργος. —Σι, σι, κάρο μίο, σαν τον Λυκούργο ανδερό άνκ' ίο βία· σι, σι, σαν τον Λυκούργο, σαν τον Λυκούργο, κοσπέττο δι Μπάκκο.—
Αλλ’ ας επευχηθώμεν καλόν κατευόδιον εις τας δύο κερκυραϊκάς Εκλαμπρότητας, και ας επανέλθωμεν εις τον Εξόριστόν μας, τον οποίον αφήσαμεν εις την Μεδινίτσαν, μέλλοντα να μεταβή εις την Σαλαμίνα, διά να συνεργήση και αυτός εις τον κατά του Καποδίστρια πόλεμον.
Αφ' ου λοιπόν απέστειλε το προς την Ασπασίαν γράμμα του, ανεχώρησεν αυθημερόν από την Μεδινίτσαν και διευθύνθη προς την περικλεή πόλιν του Κέκρωπος. Εμβαίνων εις τας Αθήνας, εκυριεύθη από το θρησκευτικόν εκείνο σέβας, το οποίον κατέχει τας ευσεβείς καρδίας υπό τα τεμένη μεγαλοπρεπούς ναού, και πολλήν ώραν έμεινεν άναυδος ενώπιον του μεγάλου Δαίμονος της αρχαιότητος και των αοράτων μεγάλων σκιών, από τας οποίας η πεπληγμένη φαντασία του επλήρει την ατμοσφαίραν. Εισήλθεν ασκεπής εις το Θησείον, και εις μίαν των στηλών αυτού εγχαράξας τ’ όνομά του, «μάρμαρα αιωνιότητος», ανέκραξε, παραδόσατε το άγνωστον όνομά μου εις τας επερχομένας των Ελλήνων γενεάς!» Εκάθησε σύννους εις την Πνύκα, και μετά μικρόν αφήσας βαθύν στεναγμόν ανηγέρθη. Ποιος εραστής της ελευθερίας, ποίος Έλλην γνήσιος δύναται να ιδή το βήμα του Δημοσθένους, χωρίς ν' ανορθωθώσιν αι τρίχες της κεφαλής του;
Εκείθεν επιβάς εις ακάτιον έπλεε προς την Σαλαμίνα, και βλέπων μακρόθεν τα πεδία του Μαραθώνος, πλήρης ενθουσιασμού εξεφώνει τα ωραία ιταλικά έπη του Έλληνος ποιητού Φοσκόλου·
Il navigante
Che veleggiò quel mar sotto l’Eubea,
Vedea per l’ampia oscurità scintille
Balenar d’elmi e di cozzanti brandi,
Fumar le pire igneo vapor, corrusche
D’armi ferree vedea larve guerriere
Cercar la pugna; e all’orror de’ notturni
Silenzi si spandea lungo ne’ campi
Di falangi un tumulto e un suon di tube
E un incalzar di cavalli accorrenti
Scalpitanti su gli elmi a’ moribondi,
E pianto, ed inni, e delle Parche il canto.
«Ο ναύτης, ο νυκτοπορών πλησίον της Ευβοίας,
Εις των αέρων έβλεπε τας μαύρας ερημίας
Μεσονυκτίους αστραπάς ξιφών συγκρουόμενων,
Και εις πυράς νυχτολαμπείς πτωμάτων καιομένων
Σκιάς γιγαντιαίας
Με περικεφαλαίας
Ορμώσας προς τον πόλεμον, ορμώσας προς την νίκην·
Και εις του σκότους ήκουε την σιγαλέαν φρίκην
Κλαγγήν φαλάγγων, και Περσών αλαλαγόν και θρήνον
Και άσματα Ελλήνων,
Kαι σάλπιγγας, και κτύπον
Χρεμετιζόντων ίππων,
Τους θώρακας πατούντων
Ανδρών ψυχορραγούντων»
Σιωπηλώς έπειτα έτεινε τα ώτα του προς την θάλασσαν, ως να εζήτει ν' ακούσει εκ του πυθμένος της ολολυγμούς των εν Σαλαμίνι απολεσθέντων το πάλαι βαρβάρων και εις την μνήμην του ανεκάλει την ναυμαχίαν εκείνην, καθ' ην ο Ξέρξης επί χρυσού δίφρου, υπέρ το Ηράκλειον, τον στόλον και την παράταξιν εποπτεύων, είδε τας υψορόφους και βαρείας τριήρεις του τρεπομένας εις φυγήν, καθ’ ην, εν μέσω του αγώνος, μέγα φως εξέλαμψεν από την Ελευσίνα, και ήχος και φωνή κατείχε μέχρις αιγιαλού το θριάσιον πεδίον, ως ανθρώπων ομού πολλών τελούντων τα μυστήρια του Βάκχου.
Αποβάς εις την Σαλαμίνα, υπήγε πρώτον ν' ασπασθή τον τάφον του Γεωργίου Καραΐσκου, προς τον οποίον ακαταπαύστως θέλουν ενατενίζεσθαι τα όμματα των μεταγενεστέρων. Ζητών ύστερον την κατοικίαν του υπό τον Καραΐσκον στρατηγήσαντος Γεωργίου Βάσου, παρήλθε την καλλίροον βρύσιν της νήσου, όπου υδρεύοντο πολλαί Σαλαμίνιαι με την λάγηνον εις τας χείρας.
Έφθασεν εις την οικίαν του ομηρικού ήρωος Βάσου και με την άτρακτον εις τας χείρας επί της κλίμακος τον υπεδέχθη φιλοφρόνως η σώφρων Πηνελόπη του πολεμιστού,
«... λέπτ’ ηλάκατα στροφώσα,
Αρτέμιδι ικέλη ηδέ χρυσή Αφροδίτη
Εφάνη μετ' ολίγον και ο οικοδεσπότης, επιστρέφων έφιππος μετά πολλής συνοδίας από την περιδιάβασιν, και η αυλή ενεπλήσθη στρατιωτών και ίππων. Μετά τας συνήθεις αμοιβαίας δεξιώσεις, ήρχισαν οι δύο φίλοι να συνδιαλέγωνται περί της καταστάσεως των ελληνικών πραγμάτων.
—Η Μάνη, είπεν ο Εξόριστος, εκινήθη από τους Μαυρομιχάλας εις επανάστασιν και ανθίσταται κατά του Καποδίστρια. Πανταχόθεν όμως πολιορκουμένη από στρατεύματα, δεν δύναται να εκχυθή εις τας Επαρχίας της Πελοποννήσου και να καταλύση τας καποδιστριακάς Αρχάς» Η Ύδρα δεν έχει δυνάμεις αρκετάς διά ν' αντιπαραταχθή κατά του Κυβερνήτου υποστηριζομένου από την Ρωσσικήν Μοίραν. Αν η χέρσος Ελλάς σηκώση και αυτή όπλα τότε και τα πράγματα λαμβάνουν άλλην μορφήν, και ο Καποδίστριας αναγκάζεται να παραιτήση τας ηνίας του Κράτους. ―Ιδέ τι με γράφει ο Ιωάννης Κολέττης, απεκρίθη ο Βάσος εκβάλλων μίαν επιστολήν από την ζώνην του. Αυτός μας συμβουλεύει όλους τους στερροελλαδίτας Οπλαρχηγούς να μείνωμεν κατά το παρόν εις ουδετερότητα έως εις την συγκρότησιν της εθνικής Συνελεύσεως· τότε δε, αφ' ου ο Καποδίστριας εξασθενισθή από τον πόλεμον της Μάνης και της Ύδρας, να εμφανισθώμεν εξαίφνης εις την εθνοσυνέλευσιν με τας δυνάμεις της στερεάς Ελλάδος, και να ρίψωμεν κάτω την καποδιστριακήν Κυβερνησιν. —Ίσως, εις τον Κωλέττην, επανέλαβεν ο Εξόριστος, συμφέρη να σκέπτεται κατ’ αυτόν τον τρόπον. Ημείς όμως δεν πρέπει ν' απατώμεθα. Η Ύδρα δεν είναι εις στάσιν ν' αντιπαλεύση πολύν χρόνον, και αν σημαντικόν τι κίνημα της στερεάς Ελλάδος δεν εμποδίση τον Καποδίστριαν του να συγκεντρώση όλας τας δυνάμεις του κατ’ αυτής της νήσου, ο Καποδίστριας μετ' ολίγον νικά την Ύδραν, και άπαξ γενόμενος ισχυρός δεν εκπίπτει πλέον της Αρχής. —Κι εγώ της γνώμης σου είμαι, είπεν ο Βάσος. —Τι προσμένομεν λοιπόν; Ας υψώσωμεν την σημαίαν του Συντάγματος —Πλην δεν βλέπεις; Τα καποδιστριακά πλοία με περιέζωσαν και κατασκοπεύουν όλα τα διαβήματά μου. —Γράφομεν εις την Ύδραν, και ναυτική δύναμις ερχομένη απ’ εκεί τ' αποδιώκει αμέσως. —Η ανατολική Ελλάς δεν δύναται παρά ν' ακολουθήση τα ίχνη του φίλου μου Γριζιώτου και εμού. Δεν συνενοήθην όμως με τους Οπλαρχηγούς της δυτικής Ελλάδος. —Να γράψωμεν προς τους Γριβέους· να γράψωμεν προς τον Τσόγγαν· να γράψωμεν προς τον Ανδρέαν Ίσκου.—
Την ακόλουθον ημέραν απεστάλησαν γράμματα εις την Ύδραν, πεζοδρόμοι εις την στερεάν Ελλάδα, και ήρχισεν ούτω να οργανίζεται γενικής επαναστάσεως έκρηξις.
Εν τοσούτω τα περί συλλήψεως του Εξορίστου ένταλμα εφθασεν εις τον Έκτακτον Επίτροπον της ανατολικής Ελλάδος, ευρισκόμενον εις την πόλιν Λεβαδίας. Επλησίαζε το μεσονύκτιον, και ο άγρυπνος Έκτακτος έχων έμπροσθέν του ανοικτόν το σιδηρούν κιβώτιον, οπού παρακατέθετε τους θησαυρούς του, ηρίθμει ακόμη τα έκτακτα και τακτικά, τα παλαιά και νέα κέρδη του, και ως Αρχαιολόγος περιετύλιττεν εις επιγεγραμμένα τεμάχια παπύρου και κατά χρονολογοκήν τάξιν ετοποθέτει τα διάφορα χρυσά και αργυρά νομίσματα, όσα κατά διαφόρους εποχάς και εις διαφόρους δημοσίους υπηρεσίας του είχεν υποκλέψει από την Ελλάδα. Μετά την εργασίαν ταύτην, εφιλολόγει τον ογκώδη τόμον των καταστίχων του και κατεγίνετο εις το να σημειόνη τα έκτακτα του τρέχοντος μηνός έξοδα, των οποίων ητοιμάζετο να ζητήση την εξόφλησιν παρά της Κυβερνήσεως γράφων με κοκκίνους χαρακτήρας, εις λευκότατον χάρτην, και καταστρόνων με όλην την ενδεχομένην ακρίβειαν έκαστον άρθρον του λογαριασμού του κατά τον ακόλουθον τρόπον.
Εις μυστικάς πληρωμάς Αστυνομίας |
Φοίν. | 2,000: Λ. 1 |
Εις Δημογέροντας πόλεων, πολιχνίων και κωμοπόλεων δια την προς την Α.Ε. εντελή αφοσίωσίν των | » | 3,500: |
Εις τρεις πνευματικούς πιστούς προς την Α.Ε. | » | 500: |
Διά την οποίαν τινές στρατιωτικοί έδειξαν πίστιν και αγάπην προς τη Α.Ε., μη λαμβάνοντες μέρος εις τα των Ανταρτών κινήματα | » | 1,000: |
Εις περιοδείαν του Εκτάκτου Επιτρόπου υπέρ της κοινής ασφαλείας και στερεώσεως της Α.Ε | » | 1,999: Λ. 99 |
Εις χαλυβωτικά των ίππων του Εκτάκτου Επιτρόπου, διά να τρέχη πανταχού και να προκαταλαμβάνη τους σκοπούς των αποστατών | » | 550: » Λ. 40 |
Εις μίαν λαμπράν φωτοχυσίαν και πυροτεχνίαν, διαρκέσασαν τρία ολόκληρα ημερονύχτια, προς πανηγυρισμόν της τελευταίας νίκης των κυβερνητικών όπλων κατά των Συνταγματικών της Μάννης. | » | 450 |
Η ολική ποσότης |
Φοίν. | 10,000 Λ. 40 |
Ενώ θεωρών το κεφάλαιον των Φοινίκων, τους οποίους έμελλε μετ' ολίγον να δράξη, έπλεεν εις ωκεανόν ηδονής χρηματιστικής, εκρούσθη του κοιτώνος του η θύρα. —Ποίος κτυπά; έκραξεν ο Έκτακτος ανανήφων από την γλυκυτάτην μέθην του. —Ταχυδρόμος την στιγμήν αυτήν μας έφθασεν από Ναύπλιον με σημαντικόν επίσημον γράμμα, απεκρίθη ο Γραμματεύς της Εκτάκτου Επιτροπίας εμβαίνων με βίαν και κρατών την κατά του Εξορίστου διαταγήν.
Μετά την ανάγνωσιν της διαταγής, ο Έκτακτος, όλος θυμός, ήρχισε να λέγη. —Ο Κύριος Υπουργός των Εσωτερικών δύο μήνας τώρα μας πλέκει στεφάνους αθανασίας και μας οικοδομεί ναούς αιωνιότητος, αν κατορθώσωμεν τον φυλακισμόν του δείνος, την φυγάδευσιν του άλλου, την καταστροφήν του Τσάμη Καρατάσου, κάππα, ταυ, λάμβδα· κάππα, ταυ, λάμβδα. Πλην ο Κύριος Υπουργός μας δι' εαυτόν δεν κτίζει ναούς αιωνιότητος εις τον αέρα, αλλά δύο οικοδομάς ολικάς από καλήν πέτραν εις Ναύπλιον. Περίεργοι άνθρωποι! Διατάττουν από το Ναύπλιον ως να ήσαν Αυτοκράτορες της Κίνας. Ας έλθουν εδώ να καμαρώσουν ολίγον και τον έξω κόσμον· είναι όλος έτοιμος εις επανάστασιν. Πώς θέλει ο ευλογημένος να συλλάβω αυτόν, διά τον οποίον με γράφει, ενώ έχει φίλους όλους τους Οπλαρχηγούς της στερεάς Ελλάδος και συγκατοικεί, καθώς με γράφει ο Αστυνόμος της Σαλαμίνος, με τον Στρατηγόν Βάσον; Γράψε και συ, Γραμματεύ, προς τον Αστυνόμον της Σαλαμίνος, ότι στήλαι αθανασίας τον προετοιμάζονται και ότι θέλει καταχωρηθή τ’ όνομά του εις το βιβλίον της αιωνιότητος, αν ενεργήση όσον τάχος το ένταλμα τούτο. Χάρισέ τον όσους επαίνους με χαρίζουν. Αν το κατορθώση, καλώς· αν όμως όχι, και οργισθή ο Κύριος Υπουργός, εις του μικρού δαχτύλου μου τ' ονύχιον το γράφω. Τρέξε· τελείωσε αμέσως το έγγραφον, και φέρε με να το υπογράψω, επειδή ενύσταξα... Ω! απέκαμα δουλεύων την πατρίδα.... ως κηρός ανέλυσα φωτίζων την Ελλάδα.—
Την δεκάτην Αυγούστου, έλαβεν ο Αστυνόμος της Σαλαμίνος την κατά του Εξορίστου διαταγήν. Ο Κύριος ούτος εφαίνετο να επλάσθη από την φύσιν μόνον και μόνον διά να μετέρχεται το αστυνομικόν του κατασκόπου επάγγελμα υπό τον Ιωάννην Καποδίστριαν. Περάσας διά πυρός και ύδατος, δι' όλων των φάσεων της ελληνικής επαναστάσεως, είχεν υπηρετήσει αλληλοδιαδόχως όλας, την μίαν μετά την άλλην, τας κατά καιρόν Κυβερνήσεις μας, συγκρημνιζόμενος με αυτάς από την θέσιν του, αλλ’ ευρισκόμενος πάλιν μετά την πτώσιν του ορθός, όμοιος με τον αίλουρον όστις, πίπτων κατά γης άνωθεν του στεγάσματος ευρίσκεται πάντοτε επί των τεσσάρων ποδών του. Ήτον όλος χαρά και θυμηδία, όταν ησθάνετο κλονουμένην την Κυβέρνησιν, υπό την οποίαν εδούλευεν, ελπίζων τότε ν' ανοιχθή στάδιον ευρύ καταχρήσεων εις την αισχροκέρδειαν αυτού από την αδυναμίαν εκείνης, και παραμονεύων, ως ο λύκος εις καιρόν χειμώνος, την ποίμνην της ελληνικής κοινωνίας. Μέχρι δεισιδαιμονίας αφιερωμένος εις τον Ιωάννην Καποδίστριαν, είχεν ως άγια λείψανα εις χρυσούν ύφασμα περιτετυλιγμένα και από τον τράχηλόν του κρεμάμενα τα προς αυτόν ιδιόχειρα του Κυβερνήτου της Ελλάδος γράμματα, με τα οποία η Αυτού Εξοχότης ηυαρεστείτο να τιμά τότε και τους κατωτέρους πολίτας της Ελλάδος διά λόγους ανωτέρους.
Άμα ενεχειρίσθη εις αυτόν το της συλλήψεως ένταλμα, ηχτινοβόλησαν οι οφθαλμοί του από χαράν διά την παρουσιασθείσαν ευκαιρίαν να δείξη την προς τον Κυβερνήτην απεριόριστον αφοσίωσίν του. Είχε δύο αξιωματικούς της Φρουράς του, θηρευτικούς κύνας, τους οποίους έθετεν επί κεφαλής των πεντήκοντα στρατιωτών του εις πάσαν κυνηγετικήν του ιχνηλασίαν. Αυτούς έκραξεν αμέσως εις συμβούλιον ο Αστυνόμος. Αφ' ου τους είπε καταπειστικούς τινας λόγους και εις τα ώτα των εκωδώνισεν ολίγον αργύριον, ήρχισαν οι γεννάδες να συστρέφωσι και ν' ανορθόνωσι τους μακρούς μύστακάς των, ζητούντες ανυπομόνως το σύνθημα της επιχειρήσεως. —Θέλεις να σε φέρω το κεφάλι του, είπεν ο εις, καθώς φέρνω κάθε πουρνό στο σπήτι μου το πρόβιο κεφάλι από το μακελλειό; —Θέλεις να σου τον τσακώσω ζωντανόν, είπεν ο άλλος, καθώς ο αμπελουργός τσακόνει στην παγίδα την αλεπού; —Ακούσετέ με, τους απεκρίθη με χαμηλήν φωνήν ο Αστυνόμος· συλλογισθήτε καλά ότι τον φιλοξενεί ο Βάσος, και ότι πρέπει να τον αρπάσωμεν έξαφνα, ενώ ευρίσκεται έξω από την οικίαν του Βάσου· ειδέ μη, αναποδογυρίζεται όλον το νησί. Ηξεύρετε ότι ο Βάσος έχει εδώ υπέρ τους εκατόν στρατιώτας. —Στο καρτέρι να τον φυλάξωμεν, όταν ευγαίνη καβαλλάρης, είπεν ο εις. —Ο διάβολος δεν τον πιάνει τότε, είπεν ο άλλος. —Να τον καρτερεύσετε πεζόν, τους απεκρίθη ο Αστυνόμος. —Πού; ηρώτησαν με μίαν φωνήν και οι δύο. —Εγώ εξετάζω εις ποίον μέρος συνειθίζει να πηγαίνη· σεις μόνον να ήσθαι έτοιμοι.
Ήρχισε λοιπόν ο Αστυνόμος να παραμονεύη τον Εξόριστον, καθώς ο άγρυπνος αλιεύς με τον βρόχον εις χείρας παραφυλάττει την διάβασιν του ιχθύος.
Μίαν εσπέραν ο Εξόριστος, εμπαθώς διατεθειμένος, εξήλθε μόνος προς διασκέδασιν και διευθύνθη προς το ερημότερον μέρος της παραλίας, άλλο τε συλλογιζόμενος περί της Ελλάδος και διά την αθλίαν της στάσιν λυπούμενος, και άλλο τε απαριθμών τας ημέρας, όσαι παρήλθον αφ' ου απέστειλε το προς την Ασπασίαν γράμμα του, και διά την μακράν της σιωπήν καταθλιβόμενος. Ενώ, βεβυθιαμένος εις λυπηρούς στοχασμούς, ήκουε τον ήχον των κυμάτων και περειπλανάτο πλησίον μικράς ημιπτώτου εκκλησίας, εξήλθεν από τα ερείπιά της εξ ή επτά ετών παιδίον, το οποίον εκτείνον χείρας ικετικάς προς αυτόν, «τρέξε να βοηθήσης την μητέρα μου» τον είπεν, και ως άκακον κυνίδιον τον είλκυεν από του ενδύματός του την άκραν. Ηκολούθησεν ο Εξόριστος τον ανήλικον οδηγόν του, και προχωσήσας ολίγα βήματα ευρέθη έμπροσθεν νέας γυναικός, ήτις, κατάκοιτος εις αχύρινον στρώμα, είχεν εις το πλευρόν της ημίθραυστον στάμνον με ολίγον ύδωρ και λείψανα τινα μαύρου άρτου. «Ο Θεός σ' έφερεν εδώ, είπεν η τάλαινα με διακεκομμένην από την αδυναμίαν φωνήν και μόλις ανεγείρουσα την κεφαλήν. Αποθνήσκω μετ' ολίγον, εγώ από ασθένειαν, και το τέκνον μου από πείναν...» βάλλουσα δε τας ωχράς της χείρας επί των στηθών της, εζήτει να καλύψη με της αιδούς την σκέπην την εκ της πενίας γυμνότητά των. —Πώς εις τοιαύτην κατάστασιν, γυνή; ηρώτησεν ο Εξόριστος με πάλλουσαν εκ της ταραχής καρδίαν. Δεν έχεις κανένα συγγενή; —Ο θάνατος άρπασεν εις τον πόλεμον τον άνδρα μου, είναι τώρα τρεις χρόνοι, και από τότε κατοικώ εις αυτό το ερημοκλήσι... Από τα εργόχειρά μου εκέρδιζα τα προς το ζην αναγκαία... Έπεσα όμως άρρωστη προ ενός μηνός, και μία πτωχή γερόντισσα, ο Θεός να της το πληρώση!, είχε την φροντίδα μου... Και αυτή τέλος πάντων απέκαμε, και με άφησεν εις του Θεού την προστασίαν, αφ' ου με υπεσχέθη ότι πάλιν θέλει έλθει, αν ημπορέση... Τρεις ημέρας σήμερον την προσμένω διψασμένη και άσιτος... δεν τολμώ να δροσίσω τα φλογισμένα χείλη μου εις το ολίγον αυτό νερόν, ούτε να γευθώ από τα κομμάτια του ξηρού αυτού άρτου, όπου έχω την μόνην ελπίδα της ζωής του ορφανού μου.—
Ο Εξόριστος, με δαψιλή χείρα παρακαταθέσας χρυσά τινα νομίσματα εις την κλίνην, έστρεψε το πρόσωπον διά να κρύψη τα δάκρυά του. —Γενναίε ξένε, τον είπεν η ασθενούσα με φωνήν γλυκείαν πλην διαλείπουσαν· πώς ν' ανταποκριθώ εις την ευεργεσίαν σου —Αναλαμβάνουσα την υγείαν σου, απεκρίθη ο Εξόριστος. —Αλλοίμονον! επανέλαβεν η γυνή· αι ώραι μου είναι ολίγαι... πριν αποθάνω, επιθυμώ να εξομολογηθώ και να μεταλάβω τ' άχραντα μυστήρια... —Ο Θεός θέλει σ' επιστρέψει την νεότητα και την υγείαν σου· μην απελπίζεσαι· αν όμως έχης πόθον να εκπληρώσης χρέη χριστιανικά, υπάγω αμέσως και σε στέλλω Πνευματικόν.—
Επιστρέψας ο Εξόριστος εις την οικίαν, εμήνυσεν ευθύς ιερέα τινά λευκογένειον, όστις εσύχναζεν εις την οικογένειαν του Βάσου. Ο εκκλησιαστικός ούτος ήτον σχεδόν εξηκοντούτης. Πεπεισμένος ότι αι συνεχείς νηστείαι είναι ικαναί να εξαγοράσωσι την παράβασιν των θείων Εντολών απείχεν από κρεατοφαγίαν όχι μόνον τας τετράδας, τας παρασκευάς και τας τέσσαρας του ενιαυτού Τεσσαρακοστάς, αλλά και τας παραμονάς ακόμη όλων των εορτών. Διά τούτο δεν διέφερεν από σκελετόν και είχε την όψιν του Κάιν, ή κάλλιον των κυάμων με τους οποίους ετρέφετο. Αλλά και υπό τον θώρακα τόσον αυστηρού εξωτερικού δεν ήτον άτρωτος από τα βέλη της κατηγορίας. Ως ο Ιούδας, έλεγον, ηγάπα το τάλαντον, και η πολιά φαλακρά κεφαλή του ωρέγετο την αρχιερατιχήν τιάραν. Δι’ αυτό πάρα πολύ επλησίαζε τον Αστυνόμον της Σαλαμίνος, και πάρα πολλάς επιστολάς έγραφε προς την Αυτού Εξοχότητα, παραγεμίζων αυτάς από εγκώμια και παροιμίας του Σολομώντος.
Τούτον παρεκάλεσεν ο Εξόριστος να προφθάση εις την ασθενή της ερήμου ακτής, και να την δώση τας τελευταίας παρηγορίας της θρησκείας. Εδίσταξε κατ' αρχάς ο Πανοσιώτατος, μην έχων πολλήν διάθεσιν να κάμη τόσον δρόμον χωρίς απόλαυσιν. Στοχασθείς όμως ύστερον ότι τοιαύτη αποποίησις ήθελε προσβάλει την υπόληψίν του, συγκατένευσεν εις την ζήτησιν του Εξορίστου, και μεμψιμοιρών κατ' ιδίαν εκίνησεν ως κατάδικος. Διαβαίνων από την οικίαν του, εύρεν εκεί κατά τύχην τον Κύριον Αστυνόμον, όστις δις και τρις της εβδομάδος τον επεσκέπτετο περιοδικώς, διά να φορολογή, από αυτόν τα κρύφια διανοήματα των πνευματικοπαίδων του. —Έρχομαι, τέκνον μου, από τον Βάσον, και υπάγω να εξομολογήσω μίαν άρρωστην είπεν εις τον Αστυνόμον, αναστενάζων εκ βάθους καρδίας και συλλογιζόμενος με αδημονίαν ότι εκινδύνευον να σχισθώσι τα σάνδαλά του εις τους βράχους. Η ευλογημένη όμως αυτή, διά τας αμαρτίας μου κατοικεί μακράν απ’ εδώ, εις το παλαιόν εκείνο ερημοκλήσιον, όπου βλέπεις αντικρύ. Να σε ειπώ την αλήθειαν, δεν πηγαίνω με την προαίρεσίν μου, αλλά κατά παραγγελίαν του αναθεματισμένου εκείνου ξένου, (ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!) εις τον οποίον προχθές μετά την λειτουργίαν με είπες να έχω ανοικτά τα όμματα. —Και ποία είναι, πάτερ άγιε, η γυνή προς την οποίαν αυτός σε στέλλει; —Δεν έχω την γνωριμίαν της· είναι πάμπτωχη, και ο ξένος μας φαίνεται να έχη μεγάλην συμπάθειαν δι’ αυτήν.—Αληθινά!... Μ' έρχεται, πάτερ μου, μία ωραία ιδέα... Γνωρίζεις ότι έχω κατ' αυτού διάταγμα συλλήψεως, πλην ότι δεν ημπορώ να τον βάλω εις τας χείρας, επειδή συγκατοικεί με τον Βάσον, και όταν εξέρχεται είναι πάντοτε συνωδευμένος από πολλούς στρατιώτας. Επιθυμώ να με κάμεις μίαν χάριν να τον ειπής εκ μέρους της γυναικός, ότι, κινδυνεύουσα ν' αποθάνη, θέλει την ιδίαν στιγμήν να τον ιδή και να τον ομιλήση μυστικά. Με αυτόν τον τρόπον ο φίλος θέλει πέσει αναμφιβόλως εις τα δίκτυα. —Ηλί, ηλί, λαμά σαβαχθανί! Εγώ να γένω προδότης και ψευδαπόστολος! —Τι λέγεις, πάτερ μου; Δεν σέβεσαι τα εντάλματα της Αυτού Εξοχότητος; Απόδος τα του Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Συλλογίσου καλά, ότι αρχιερατική ράβδος περιμένει την ιεράν δεξιάν σου, αν με ακούσης και συνεργήσης εις την εκτέλεσιν της διαταγής του Κυβερνήτου. —Αρχιερατική ράβδος!... Δεν εναντιόνομαι πλέον. Γενηθήτω το θέλημά σου, Κύριε, ως εν ουρανώ και επί της γης!—
Αφ’ ου συνδιελέχθησαν ολίγην ώραν ακόμη και προεσχεδίασαν καλώς την προδοσίαν, εξ ενός μέρους ο ιερεύς, αντί να υπάγη εις εξομολόγησιν της γυναικός, διευθύνθη προς τον Εξόριστον· εξ άλλου ο Αστυνόμος, εμπλήσας στρατιωτών εν πλοιάριον, το απέστειλεν αμέσως με τας αναγκαίας οδηγίας προς την πέραν όχθην, τους δε δύο αξιωματικούς της φρουράς του μετά οκτώ άλλων επιλέκτων ετοποθέτησεν όπισθεν λόφου τινός, πλησίον της παλαιάς εκκλησίας.
Είχε δύσει ο ήλιος και η σελήνη ανέτελλεν αργυρά. Ο Εξόριστος, απατηθείς από τον ανάξιον ιερέα, επλησίαζεν ήδη προς το ερημοκλήσιον, όταν εξαίφνης οι ενεδρεύοντες στρατιώται τον περικυκλώσι διά μιας· «Να μας παραδοθής!» τον κράζουν οι δύο φονικοί αρχηγοί, ο εις κρατών υπέρ την κεφαλήν του το ξίφος γυμνόν, και ο άλλος τείνων προς τον στήθος του το πυροβόλον, έτοιμον εις εκπυρσοκρότησιν. Καίτοι άοπλος, ανθίσταται πολλήν ώραν ο Εξόριστος· τελευταίον συλληφθείς, εμβιβάζεται εις το περιμένον παρά τον αιγιαλόν σκάφος, το οποίον από πολλούς κωπηλάτας ελαυνόμενον τον μεταφέρει ταχέως εις τον καποδιστριαχόν στολίσκον, τον κρατούντα τότε την νήσον εις υποταγήν· εκείθεν δε αποστέλλεται μετά φυλακής εις Ναύπλιον, όπου φθάνει περί το δειλινόν της εικοστής πέμπτης Αυγούστου.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας διέταξεν ευθύς να τον φέρωσιν έμπροσθέν του, είτε διότι επεθύμει να τον ελκύση προς το μέρος του, είτε διότι, διατηρών εισέτι σκιάν τινα πολιτικής αιδούς και μη καταφρονών διόλου την υπόληψιν των ιδίων αυτών θυμάτων του, εζήτει ενίοτε ν' απολογήται και εις αυτούς τους οποίους κατεδίωκε.
Κατώκει τότε ο πρόσκαιρος Κυβερνήτης τα νυν Ανακτόρια, τα οποία μετά ένα και ήμισυν ενιαυτόν έμελλον να δεχθώσι τον παρά της ειμαρμένης προορισθέντα Βασιλέα των Ελλήνων. Εις τον θάλαμον όπου, ο νέος ημών Μονάρχης υπεδέχθη την Ελλάδα όλην φαιδράν και πλήρη ελπίδων, ίστατο αυτός μεμονωμένος και μισητός από τότε πενθοφορούσαν Ελλάδα. Είχεν επί της τραπέζης του διπλωματικόν χαρτοφυλάκιον, παρακαταθήκην της προς τας διαφόρους Αυλάς ποικίλης ψευδογραφίας, διά της οποίας προπαρασκεύαζε την ακρωτηρίασιν και δουλείαν της Ελλάδος.
Περιεπάτει τεθορυβημένος, παρατηρών εκ διαλειμμάτων από το παράθυρον, και η θέα του ελληνικού λαού επαναστατημένου τον έρριπτεν εις λαβύρινθον ιδεών αντιθέτων, ότε η θύρα ηνοίχθη, και ο εισαγγελεύς ανήγγειλε τον ερχομόν του Εξορίστου. «Να έλθη μόνος», είπεν ο Καποδίστριας, «και οι φύλακές του ας μένωσιν έξω..» Εστάθη έπειτα σύννους, προσηλών τα όμματα εις το κατώφλιον της εισόδου και δάκνων τα χείλη του, ως διά να συστείλη ενδόμυχόν τινα ταραχήν, ήτις ήρχιζεν ήδη ν' ανατρέπη τους ευκίνητους, χαρακτήρας του. Το αυτό αίσθημα τον κατέστησεν άφωνον δι' ολίγας στιγμάς, αφού εισήλθεν ο Εξόριστος. Διακόψας ύστερον την σιωπήν, «ε λοιπόν! είπε· μ’ εφέρετε εις την στάσιν, την οποίαν δεν ήθελα. Με κατηγορείτε ως αυθαίρετον. Σεις με κατεστήσατε τοιούτον, άλλοι αντάρται φανεροί, άλλοι απόστολοι μυστικοί και άλλοι οχλαγωγικών δοξασιών κήρυκες. Πώς λοιπόν; Μ' εκαλέσατε από την Ελβετίαν, διά να με καταστήσετε παίγνιον ενώπιον του πολιτικού κόσμου; Αλλ’ απατάσθε· η αποστολή μου έρχεται από υψηλότερον μέρος· δεν έρχεται από σας. Είμαι ο άνθρωπος των συμμάχων Δυνάμεων. Αυταί, μετά την παραίτησιν του Λεοπόλδου, παρακατέθεσαν την Ελλάδα εις τας χείρας μου, και με τας χείρας μου θέλω αναχαιτίσει τον Δαίμονα της οχλαγωγίας, όστις εδώ ήρχισε να ταράττη το παν. Αυτάς τας ανατρεπτικάς των κοινωνιών αρχάς, αυτάς τας γαλλικάς ονειροπολήσεις, τας οποίας σεις οι δογματισταί εισάγετε εις την Ελλάδα, τας οπισθοδρόμησα εγώ αυτός εις την Ευρώπην... Δεν θέλω σήμερον καταισχύνει τας λευκάς τρίχας της κεφαλής μου, παραδεχόμενος σύστημα, το οποίον κατεπολέμησα τριάκοντα ολόκληρα έτη... Δεν είσθε σεις οι αυτουργοί των ταραχών τούτων. Η Αγγλία και η Γαλλία μυστηριωδώς σας υποκινούν, ζητούσαι να μ' εξελέγξωσιν ως Κυβερνήτην μισούμενον παρά του έθνους, και να με απομακρύνωσι από την γαίαν αυτήν, επειδή μόνος εγώ εννοώ τους σκοπούς των, μόνος εγώ είμαι η Ελλάς. Αλλ’ έχω δυνάμεις ναυτικάς· έχω στρατεύματα· έχω χρήματα· είμαι της Ελλάδος ο Κυβερνήτης, και θέλω φανή άξιος του να ήμαι. Αν οι αντάρται με αποκόψετε το Αιγαίον, θέλω μείνει με την στερεάν Ελλάδα και με την Πελοπόννησον· αν με αρπάσετε και την στερεάν Ελλάδα θέλω μείνει με την Πελοπόννησον· αν ακόμη και την Πελοπόννησον, θέλω μείνει με το Ναύπλιον· αν με πάρετε και αυτό ακόμη το Ναύπλιον, θέλω αναβή το Παλαμίδι· πλην από το Παλαμίδι, Κυβερνήτης ακόμη της Ελλάδος, θέλω ανατρέψει όλην την Ελλάδα και θέλω σας αφήσει πληγάς ανιάτους.»
«Ευκλεής μνήμη, την οποίαν μελετάς ν' αφήσης εις τους μεταγενεστέρους· έκραξεν ο Εξόριστος με πυριπνόους οφθαλμούς και με φλογώδεις παρειάς. Και εις την γην είναι αδέκαστον Κριτήριον μεταξύ διοικούντων και διοικουμένων, εμπνέον σεβασμόν και φόβον εις τας φιλοτίμους καρδίας, και τούτο είναι το της κοινής δόξης. Την δυνατήν αυτού φωνήν ούτε οι φυλακισμοί και φυγαδεύσεις σου, ούτε τα λογχοφόρα σου τάγματα δύνανται να πνίξωσι. Πού είναι, Κυβερνήτα, ο ενθουσιασμός εκείνος των Ελλήνων, συρρεόντων πανταχόθεν διά να σε ιδώσι και να σε ασπασθώσιν, ότε κατά πρώτον επάτησας το έδαφος τούτο; Η Ελλάς είχε τότε μίαν μόνην όρασιν και την ητένιζε προς σε, μίαν μόνην ακοήν και την συνεκέντρωνε προς σε, μίαν μόνην ψυχήν και την παρέδιδεν εις σε. Ενθυμούμαι την ημέραν, καθ' ην ενεφανίσθης εις την Αίγιναν. Ο λαός μετά μύρτων και δαφνών επλημμύρει τας οδούς και σ' επανηγύριζεν. Ουδ' αυτός ο Θεμιστοκλής, νικήσας την εν Σαλαμίνι μάχην, έλαβε τοιαύτα δείγματα ελληνικής ευγνωμοσύνης. Τι έγινε το άμετρον εκείνο σέβας, η απεριόριστος εκείνη αφοσίωσις όλων των κλάσεων του έθνους; Στρέψε σήμερον τα όμματά σου, και ιδέ την έρημον, την οποίαν περιέθεσας γύρω σου, και ιδέ την τάφρον, την οποίαν ήνοιξας μεταξύ Ελλάδος και σου.»
Εις αυτάς τας πλήρεις αληθείας εκφράσεις του Εξορίστου, εις αυτάς τας ζωηράς αναμνήσεις της αγάπης, την οποίαν απέλαυεν άλλοτε, εκάμφθη ολίγον ο Καποδίστριας, και ιλαρόν τι, ασύνηθες εις αυτόν, εγλύκυνε την εξηγριωμένην φυσιογνωμίαν του.
Εξηκολούθησεν ο Εξόριστος.
«Ποίον αίσθημα ισχυρόν βάλλει όλα συγχρόνως τα μέλη της ελληνικής κοινωνίας εις μίαν μόνην κίνησιν, και συγκεντρώνει όλας τας θελήσεις της, όλους τους σκοπούς της, όλας τας ιδέας της; Είναι χρεία να σε το ειπώ; Ο διακαής της ελευθερίας έρως, αυτός, όστις το πάλαι ωδήγησε τους προγόνους ημών εις τον μηδικόν πόλεμον, όστις προ δέκα ετών εχειραγώγησεν ημάς αυτούς εις τον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα, όστις και σήμερον κινεί τας καρδίας ημών κατά σου με παλμούς μαγικής ελπίδος. Το βάρος της αστυνομικής ατμοσφαίρας σου κατεπίεσε τα στήθη μας. Εν μέσω των εξοριών και φυλακισμών σου, βαδίζοντες σταθερώς προς την ελευθερίαν, λογιζόμεθα σήμερον πολύ ολιγώτερον δυστυχείς, παρά χθες ότε δεν κατεδιωκόμεθα φανερώς, πλην εδυσπνοούμεν υπό την πλάκα του μνήματος, όπου μας είχες θάψει ζώντας. Φωνή την στιγμήν αυτήν ανεγειρομένη από τα όρη, από τας κοιλάδας, από τας πόλεις, φωνή έθνους εξυβριζομένου ενέπλησε τους αέρας. Δεν την ακούεις την φωνήν αυτήν, και ματαίως εις τα ώτα σου ενηχεί;»
Κεραυνοβόλα βλέμματα ετόξευεν ο Καποδίστριας κατά του Εξορίστου, και τα τρέμοντα εκ της οργής χείλη του δεν εδύναντο να προφέρωσιν λέξιν. Αλλ' ο Εξόριστος, αισθανόμενος εις την καρδίαν του την ανάγκην να εκχύση όλην την κατά του Καποδίστρια αγανάκτησίν της, επανέλαβεν αφόβως.
«Μας κατέστησας Είλωτας, και ζητείς να σιωπώμεν; Την ελευθέραν Βουλήν μας μετεμόρφωσας εις δούλην Γερουσίαν, εις πόρνην αισχράν, υπείκουσαν εις τας θελήσεις σου. Τα Δικαστήρια, αι ιεραί αυταί παρακαταθήκαι της τιμής και της ζωής των πολιτών, έγεινον όργανα εκδικήσεών σου ατομικών. Από τα σχολεία μας εξωστρακίσθησαν οι Πλάτωνες και Αριστοτέλεις. Αι πόλεις μας όλαι κατήντησαν θέατρα καταδιωγμών, και εις αυτάς Αστυνόμοι και Δοικηταί, έκτακτοι και τακτικοί σύμβουλοί σου καταστρώνουσι προγραφικούς πίνακας. Το Ναύπλιον αυτό κατέστη δεσμωτήριον, όπου θρηνεί ματαίως η αθωότης. Ζητούμεν το εσπέρας, διά ν’ αναπνεύσωμεν ολίγον, να εξέλθωμεν από τα τείχη του Ναυπλίου; Υπεράνω της κεφαλής ημών στενάζει δέσμιος ο λευκογένειος μεγαλομάρτυς της Σπάρτης. Η κατάστασις, εις την οποίαν μας έφερες, είναι αξία της επιβλέψεως του Θεού...
«Φθάνει... φθάνει...» εφώναξεν ο Καποδίστριας μη δυνάμενος από ταραχήν ν' αρθρώση τας λέξεις, και σείων βιαίως τον κώδωνα. «Επάρετέ τον... είπεν εις τους φύλακας εισερχομένους. Εις το Βούρτζι τον επαναστάτην... εις το Βούρτζι…»
Ο Εξόριστος διήρχετο το Ναύπλιον φερόμενος εις την θαλάσσιον ειρκτήν του, ότε εις την μεγάλην οδόν, την άγουσαν προς την πλατείαν του Πλατάνου, επαρουσιάσθη έμπροσθέν του ο Αυγερινόπουλος. Ο άσποδος εχθρός του υπεμειδία χλευαστικώς, και εις το πρόσωπόν του εφαίνετο φαιδρόν τι εξυβριστικόν. Εις την θέαν του ο Εξόριστος, έτι μάλλον εξαφθείς και παράφορος από θυμόν, ήρχισε να λέγη μεγαλοφώνως προς τους παρακολουθούντας τα βήματά του πολίτας. «Ταλαίπωροι Έλληνες! τα φρούρια μας, τα οποία με χύσιν τόσων αιμάτων απεσπάσαμεν από τας χείρας των βαρβάρων διά να τα έχωμεν προπύργια της ελευθερίας μας, κατήντησαν σήμερον δεσμωτήριά μας. Ω σεις, τους οποίους εις την πόλιν αυτήν η τυραννία κρατεί κεκυρτωμένους υπό τον βαρύν ζυγόν της, ανυψώσατε τέλος πάντων το μέτωπόν σας! Ο παρών αγών είναι αγών εθνικός, αγών νόμιμος, αγών αναγεννήσεως της Ελλάδος. Μακάριοι όσοι τον ενισχύσετε! Εθνοκατάρατοι όσοι τον πολεμήσετε! Εις την ιεράν μας επανάστασιν, είδομεν τα τέκνα μας σφαζόμενα, τα μέλη μας κολοβούμενα, τας τρίχας της κεφαλής μας παρ’ ηλικίαν λευκυνομένας, διά να υποπέσωμεν εις δουλείαν αισχροτέραν της πρώτης;»
Αυτά δημηγορών, εξήλθεν από την μικράν θύραν, την φέρουσαν προς την θάλασσαν. Φιλήσυχοι τίνες έμποροι του Ναυπλίου, εις εν εργαστήριον συνηγμένοι, έβλεπον μετά φρίκης να διαβαίνη και νέον θύμα προγραφής —Και άλλος δέσμιος! είπεν αναστενάζων εις εξ αυτών, πρώτος μεταξύ των εις την φρόνησιν και την τιμιότητα· και άλλος κατάδικος! Εξορισμοί, φυλακισμοί, όλα τα μέσα της βίας και της διαφθοράς ενεργούνται προς απονέκρωσιν του εθνικού φρονήματος. Το στόμα της αβύσσου άνοιξε, και μέλλει να μας καταπίη όλους. Πού ζώμεν; Με φαίνεται ότι ευρίσκομαι εις την Κωνσταντινούπουλιν, όταν, εις την έκρηξιν του ιερού μας πολέμου, οι δήμιοι άρπαζον ανεξετάστως ιερείς και λαϊκούς. [2] —Σιγά, να μη μας ακούση κανείς, είπεν άλλος· και οι τοίχοι σήμερον έχουν ώτα· ηξεύρεις ότι την νύκτα κατάσκοποι αναβαίνουν επάνω εις τα δωμάτιά μας, και κλέπτουν τα οικιακά μας μυστικά. —Διεμοιράσθη το έθνος, απεκρίθη ο συνετός πολίτης, εις κατασκοπούντας και κατασκοπουμένους, δεν έμεινε πίστις ουδέ μεταξύ αδελφών, και οι δεσμοί όλοι της κοινωνίας μας παρελύθησαν. Απίστευτον είναι, πλην όχι ολιγώτερον αληθές, ότι αρτοποιοί και λαχανοπώλαι υπάγουν την νύκτα προς τον ίδιον Κυβερνήτην, διά να τον αναφέρωσιν όσα ήκουσαν ή δεν ήκουσαν να λέγωνται την ημέραν κατ' αυτού, και ότι λαμβάνουν από τας ιδίας χείρας του το βραβείον της κατασκοπής και συκοφαντίας των.—
Εν τοσούτω φθάσας ο Εξόριστος εις τον αιγιαλόν, επέβη μετά των φυλάκων του εις πλοιάριον, επί τούτω διωρισμένον. Βλέπων τα περιεστώτα όρη, τα οποία η φύσις καθίδρυσεν ως προμαχώνας της ελληνικής ανεξαρτησίας, βλέπων τον αργολικόν κόλπον, ένδοξον μάρτυρα της ναυμαχίας εκείνης, ήτις κατά τα 1822 διέσωσε την Ελλάδα, περιεσπάτο από παντοίους συλλογισμούς. Α! πόσα πάθη ποικίλα βάλλουσι συγχρόνως εις κίνησιν τους ελατήρας της ανθρωπινής καρδίας! Αδύνατον κατ’ εκείνην την στιγμήν και τρυφερόν τι αίσθημα ενταυτώ να μην ετάραττε την ιδικήν του.
Οι άνεμοι εσίγων, και το σκαφίδιον, το φέρον τον Εξόριστον εις το Φρούριον του Βουρτζίου, διέσχιζεν ορμητικώς την θάλασσαν, όπου κατωπτρίζετο η πανσέληνος εκ της υψηλής κορυφής του Παλαμιδίου...
Ποία εξαισίου καλλονής νέα στέκει ακίνητος ως άγαλμα επί του δώματος της παραθαλασσίου αυτής οικίας; Δεν ομοιάζει την μαρμάρινον του Πραξιτέλους Αφροδίτην, της οποίας τα ύπωχρα κάλλη φαίνονται ότι θρηνούν την αιχμαλωσίαν των υπό τον ουρανόν της Ετρουρίας; Έχει το βλέμμα προσηλωμένον εις το φεύγον πλοιάριον, καθώς εις το πέλαγος ο μαγνήτης της πυξίδος μένει σταθερώς προς τον πόλον εστρεμμένος. Μαυροφορεί πλην το μέλαν ένδυμά της δεν είναι στολή παρθένου, ζητούσης να επιδείξη τα κρίνα του στήθους της, ή να καλλωπισθή με την μελαγχολίαν, ήτις διπλασιάζει τα θέλγητρα των ωραίων· είναι πενθούσης καρδίας έμβλημα, ψυχής απαρηγορήτου έκφρασις. Τα χείλη της έχουν γλυκύ τι παραπονετικόν, και οι δακρύοντες οφθαλμοί της ενίοτε ανυψούνται από το σκάφος προς τον ουρανόν, ως να επικαλώνται εις αυτό την θείαν αντίληψιν... Αλλά ποία κλαυθμηρά φωνή διέκοψεν εξαίφνης την νυκτερινήν σιωπήν, και αντηχεί ακόμη ως ο παλμώδης φθόγγος κιθάρας, της οποίας εθραύσθησαν διά μιάς αι χορδαί;... Ήτον η πενθοφορούσα νεάνις, η δυστυχής Ασπασία, ήτις, ιδούσα τον εραστήν της ριπτόμενον εις τα σκότη της φυλακής, αφήκε κραυγήν απελπισίας και έπεσεν ημιθανής.
Το Βούρτζιον, βενετικής αρχιτεκτονικής Φρούριον, υψούται εις το μέσον της θαλάσσης έμπροσθεν του λιμένος της μικράς μας Πρωτευούσης, και διαιρείται εις τρία χωριστά οχυρώματα, τα οποία όλα ομού περιζώνονται από τείχισμα σχεδόν κυκλοτερές· εντός δε τούτων είναι κατεσκευασμένοι ευρύχωροι θόλοι.
Το μεσαίον, εις σχήμα Πύργου, είναι το δυνατώτερον των άλλων, και υπ' αυτό ευρίσκεται υπόγειος φυλακή, όπου διά να να εισέλθη τις πρέπει να καταβή άνωθεν διά βάθρας κρεμαστής από στενήν οπήν, ήτις ενταυτώ είναι ο μόνος της φεγγίτης, από τον οποίον δέχεται αμυδρόν τι φως. Εις τον καταχθόνιον αυτόν τόπον αναβρύει αλμυρόν ύδωρ, και των αδιακόπως επισωρευομένων ακαθαρσιών αι αναθυμιάσεις, ενούμεναι με την υπερβολικήν υγρασίαν, τον καθιστώσι νοσώδη και πολλάκις θανατηφόρον. Εκεί κατ' εκείνην την εποχήν εστέναζον πολλοί κατάδικοι, εκ των οποίων ολίγοι εγνώριζον το έγκλημά των.
Κατά το αριστερόν μέρος του Βουρτζίου ήσαν εις τα δεσμά ο Στρατηγός Νικήτας Φλέσας, ο Νικόλαος Κανούσης, ο Βασίλειος Θεαγένης, ο Πετρίδης και πολλοί άλλοι Συνταγματικοί.
Το δεξιόν μόνον έμενε κενόν. Αλλά και αυτό έμελλεν ακολούθως να κατοικηθή από τον Σπύρον Σπηλιωτόπουλον, τον Νικόλαον Παπαλεξόπουλον, τον Παπατσόνην, τον Σπύρον πρόκριτον της Ανδρούσης και τον Ιωάννην Σούτσον. Εκεί την νύκτα της εικοστής πέμπτης Αυγούστου ερρίφθη ο Εξόριστος με νέον τινά Πελοποννήσιον φυλακισθέντα και αυτόν διά τα φιλελεύθερα φρονήματά του. Εις τα σκότη του δεσμωτηρίου, η θρηνώδης εικών της Ασπασίας επαρουσιάσθη ευθύς εις την φαντασίαν του τόσον ζωηρώς, και τόσον αλγεινήν προσβολής έλαβεν η καρδία του, ώστε δύω ημερονύκτια έμεινεν εις ληθαργικήν ακινησίαν, αναίσθητος εις όσας παρηγορίας ο μόνος συμμέτοχος της ειρκτής του, από ευσπλαγχνίαν κινούμενος, εζήτει να τω προσφέρη. Μόλις την τρίτην ημέραν συνήλθεν ολίγον, και βλέπων τον άγνωστον σύντροφόν του, σπουδάζοντα να επιχύση βάλσαμον παραμυθίας εις την ψυχήν του, τον ησπάσθη αδελφικώς και μετά δακρύων εξέφρασεν εις αυτόν την ευγνωμοσύνην του. H κοινή δυστυχία συνήνωσεν εντός ολίγου τας ομοιοπαθείς των καρδίας, και ήρχισαν οι δυο δέσμιοι να σκέπτωνται ομού πώς να καταστήσωσιν ελαφροτέρας τας αλύσεις των. Όταν περί την μεσημβρίαν εισήλθεν ο δεσμοφύλαξ φέρωv κατά το σύνηθες τον επιούσιον ξηρόν άρτον, την μόνην τροφήν των, επρόσφερεν ο Εξόριστος εις αυτόν εν πολύτιμον ωρολόγιόν του, και με το δώρον τούτο επέτυχεν ευκόλως την άδειαν να εξέρχεται με τον νέον φίλον του εις τας επάλξεις του Φρουρίου.
Η θέα του πελάγους, παριστώντος το άστατον και κυματώδες του ανθρωπίνου βίου, εξύπνα ταραξικάρδια αισθήματα εις τους δυστυχείς, ανακαλούσα τα ναυάγια της κλυδωνισθείσης νεότητός των. Εν δειλινόν ο Εξόριστος, καθήμενος με τον συνδέσμιόν του επί τινος υψηλού προμαχώνος και θεωρών την έκτασιν της θαλάσσης, μετά μακράν σιωπήν αφήκεν αναστεναγμόν βαθύν και είπεν εις αυτόν. «Όταν αγαπητέ, εις τας αρχάς του φυλακισμού μου, με είδες υποκύπτοντα εις το βάρος της λύπης, αναμφιβόλως μ' εξέλαβες πάντη μικρόψυχον και ανίκανον ν’ ανθέξω εις τας μικροτέρας εναντιότητας της τύχης. Αλλ' αν εγνώριζες την σειράν των αλλεπαλλήλων συμφορών μου, τας οποίας ήθελα γενναίως υποφέρει, αν δεν ετάραττον την γαλήνην του ερασμιωτέρου δι’ εμέ πλάσματος της φύσεως, ίσως ήθελες κρίνει μάλλον συγκαταβατικώς περί εμού.» Εζήτησεν ο νέος Πελοποννήσιος να μάθη τα συμβάντα του. Απεποιήθη κατ' αρχάς την ζήτησιν ο Εξόριστος. Αλλ' υπενδίδων ύστερον εις τας επιμόνους παρακλήσεις του, και ίσως εις την έμφυτον του ανθρώπου ροπήν να επανέρχεται εις τας ερωτικάς του ενθυμήσεις, ήρχισεν ούτω.
«Μέλλων, φίλε, να σε διηγηθώ τας θλιβερωτέρας περιπτώσεις της ζωής μου, αυτός εγώ ερυθριώ. Ο ανήσυχος χαρακτήρ μου και οι αδιάκοποι σπαραγμοί της καρδίας μου θέλουν σε φανή αθλιότητες και αδυναμίαι.
»Εγεννήθην εις την Κωνσταντινούπολιν από γονείς ευπάτριδας και πλουσίους. Το ήθος μου ήτον παιδιόθεν μελαγχολικόν. Σιωπηλός και κατηφής ως επί το πλείστον, άφινα τους θορυβώδεις και φαιδρούς ομηλίκους μου, διά να ιδώ υπό το δάσος τα φύλλα του φθινοπώρου πίπτοντα, και ν' ακούσω επί του βράχου τους ανέμους στενάζοντας.
»Αλλά ψυχρός και ακοινώνητος προς όλους τους άλλους, ήνοιγα την καρδίαν μου εις συνηλικιώτην μου σκυθρωπού επίσης χαρατήρος, τον Νικήστρατον. Ταυτότης αισθημάτων και ιδεών μας συνέδεον εξ απαλών ονύχων, και προβαίνων ο καιρός κατέστησεν έτι δυνατωτέρους τους δεσμούς της φιλίας μας. Ομού ανεβαίνομεν εις τα όρη και ανεζητούμεν τας φωλεάς των πτηνών. Ομού κατεβαίνομεν εις τας κοιλάδας και μετά των ζεφύρων συνεψιθυρίζομεν τα μαγικά έπη των αρχαίων ποιητών της Ελλάδος.
»Έφθασα εις την ηλικίαν εκείνην, καθ' ην, εξυπνούντες τέλος πάντων από το τερπνόν όνειρον των παιδικών αμερίμνων χρόνων μας, τότε πρώτον αισθανόμεθα την ύπαρξιν, και εστρέφομεν πέριξ ημών εκθάμβους οφθαλμούς. Περιέβλεψα γύρω μου, και είδα την Ελλάδα, την πάλαι δέσποιναν της Ασίας, δούλην αυτής της Ασίας, και αφειμένον εμέ αυτόν εις βυθόν αμαθείας, προλήψεων και αθλιοτήτων. Εκγοητευθείς από τα συγγράμματα του Ρουσσώ και του Βολτταίρου, εξήτησα ν' αναπνεύσω ελεύθερον αέρα, επέτυχα την συναίνεσιν του πατρός μου, και περί τας αρχάς του 1818 έτους μετά του φίλου μου Νικηστράτου απεδήμησα εις την σοφήν Εύρώπην.
»Άπληστοι περιηγήσεων και οι δύω, περιήλθομεν την Βρετανίαν, την Γαλλίαν, την Γερμανίαν και Ιταλίαν, ακροώμενοι επιστημών και φιλοσοφίας μαθήματα εις τας Ακαδημίας των, και συναναστρεφόμενοι τους σοφούς άνδρας των.
»Εξερράγη της Ελλάδος η επανάστασις. Πρόθυμοι αμφότεροι, ετρέξαμεν εις την φωνήν της πατρίδος, και είτε πολεμούντες είτε συγγράφοντες, εξεπληρώσαμεν κατά μέρος το προς αυτήν χρέος μας. Αλλά κατά τα 1825 ο πατήρ μου, καταφυγών προ πολλού από το Βυζάντιον εις τα Κύθηρα, και βλέπων τότε την υγείαν του, μετά βαρείαν ασθένειαν, επαισθητώς εκκλίνουσαν καθ' ημέραν, μ' έγραψε να υπάγω εις έντευξίν του. Υπήκουσα εις την πατρικήν πρόσκλησιν, και μετά του αχωρίστου φίλου μου Νικηστράτου, μετέβην εις Κύθηρα.
»Η νήσος αυτή εχρησίμευε τότε ως άσυλον εις τας καταδιωκομένας από τον Ιβραίμην Πελοποννησιακάς οικογενείας, και τόσων αστέγων ομογενών η θέα μ’ επέβαλλε το χρέος να τρέξω πάλιν εις την Πελοπόννησον, διά να συνεργήσω το κατά δύναμιν εις απόκρουσιν των αραβικών στρατευμάτων. Δύω περίπου μήνες είχον παρέλθει μετά την εις Κύθηρα έλευσίν μου, και διά ν' αναχωρήσω περιέμενα την ανάρρωσιν του πατρός μου, ότε μίαν εσπέραν ήλθεν εις επίσκεψίν μου, ο Νικήστρατος όλος ωχρός και καταβεβλημένος από την λύπην. Τον ηρώτησα ευθύς το αίτιον της τοιαύτης αλλοιώσεως του. Ηθέλησε κατ' αρχάς να με υποκρυφθή. Αλλ’ έπειτα με ωμολόγηιεν ότι, από τας πρώτας ημέρας ακόμη της εις τα Κύθηρα μεταβάσεώς μας, ο βάσκανος της ησυχίας του δαίμων ως εκ μαγείας τινός τον εκράτει τυραννικώς υπό τα θέλγητρα νεάνιδος δεκαέξ μόλις ετών, καλουμένης Ασπασίας, από οικογένειαν επίσημον της Πελοποννήσου και ανατεθραμμένης εις Μασσαλίαν· με ωμίλει δε τόσον ενθουσιωδώς περί αυτής και με την παρίστα τόσον τεραστίου καλλονής, ώστε δεν μ' έμεινεν αμφιβολία ότι το πάθος του ήτον ανεπίδεκτον ιατρείας. Αφ' ου τον επέπληξα φιλικώς διότι δεν με το είχε φανερώσει απ’ αρχής, έσπευσα να τον ανακουφίσω, υποθάλπων τας ελπίδας του και διά την επιτυχίαν του υμεναίου του προσφέρων εις αυτόν την συνδρομήν και την μεσιτείαν του πατρός μου. —Εις μάτην, φίλε, με είπεν εκ βάθους αναστενάζων· εις μάτην αι προσπαθήσεις σου. Έμαθα την στιγμήν αυτήν ότι χθες οι γονείς της την υπεσχέθησαν εις άλλον.—
Την ιδίαν νύκτα μ' έκραξεν ο πατήρ μου εις τον κοιτώνα του και με ωμίλησε περί αποκαταστάσεώς μου, προβάλλων με να νυμφευθώ γυναίκα, ικανήν, ως μ' έλεγε, να με καταστήση ευδαίμονα. —Η νέα την οποίαν προορίζω διά σύζυγόν σου είναι, με είπε, σπανίας ωραιότητος, κοσμιωτάτων ηθών, ευγενής και πλουσία. —Και πού ευρίσκεται; —Εις τα Κύθηρα. —Τ’ όνομά της; —Ασπασία. —Ω πάτερ μου! ο Νικήστρατος, ο αγαπητός μου Νικήστρατος φλέγεται από έρωτα δι' αυτήν. Ευτυχία εις ημάς, ότι δυνάμεθα σήμερον να δώσωμεν εις αυτόν δείγμα προφανές της φιλίας μας. Αν ο μετά της Ασπασίας σύνδεσμός μου είναι αληθής ευδαιμονία, παραιτώ προθύμως την ευδαιμονίαν αυτήν εις τον φίλον μου» και λέγων αυτά, εκ της χαράς μου εδάκρυον, ησπαζόμην τας χείρας του και τον παρεκάλουν να υπενδώση. Συγκατένευσεν ο πατήρ μου. —Πλην πρόσεξε καλά, με είπε, μη μεταμεληθής. Την είδες αυτήν την Ασπασίαν; Την γνωρίζεις —Δεν μετανοώ, πάτερ μου· επανέλαβα. Ενέργησε, προσπάθησε να πείσης τους γονείς της να την δώσωσιν εις τον Νικήστρατον.—
»Την επιούσαν ο αγαθός πατήρ μου υπήγεν εις αυτούς, και αφού τους εβεβαίωσεν ότι εγώ δεν είχα διάθεσιν δια γάμον, επρότεινεν αντ' εμού τον Νικήστρατον, και αυθημερόν απεφασίσθη το μετά της Ασπασίας συνοικέσιόν του. Μόλις έλαβα την χαρμόσυνον αυτήν αγγελίαν, και τρέξας εις τον Νικήστρατον, «εξεπληρώθησαν, φίλε μου, τον είπα, αι θερμότεραί σου ευχαί. Η Ασπασία ήτον προωρισμένη δι' εμέ, σε την παρεχώρησα, και διά της μεσολαβήσεως του πατρός μου μετ' ολίγον αρραβωνίζεσαι με αυτήν.» Ο Nικήστρατος, εκτός εαυτού και παράφορος από χαράν, με ησπάζετο, μ' έσφιγγεν εις τας αγκάλας του και δεν εδύνατο να εννοήση πώς συγκατετέθην τόσον ευκόλως εις τόσον μέγεθος θυσίας. Μετά τούτο ήρχισε με φλογεράς εκχύσεις καρδίας να μ' εξεικονίζη εκ νέου τα κάλλη της ερωμένης του, και να με παριστά την μέλλουσαν ευδαιμονίαν του.
»Ανεξήγητα μυστήρια της ανθρωπινής καρδίας! Επιστρέψας εις το οίκημά μου και μείνας μόνος, ήρχισα να εξετάζω την ιδικήν μου, και πλέον να μη την ευρίσκω χαίρουσαν διά την γενναίαν της πράξιν. Δεν εδυνήθην να κλείσω τα όμματα δι' όλης σχεδόν της νυκτός, αναπολών εις την μνήμην μου τας πυρίνους του Νικηστράτου εκφράσεις περί της ωραιότητος της Ασπασίας, και πριν ακόμη την ιδώ αισθανόμενος ενδομύχους ταραχάς. Η αυγή, κατευνάζουσα συνήθως τους νυκτερινούς σάλους του νοός μας, καθησύχασεν οπωσούν την τεταραγμένην φαντασίαν μου, και μετ' ολίγον η παρουσία του Νικηστράτου, ευτυχούς δι' εμού, εθεράπευσε το ασθενές λογικόν μου. Αλλά τι έγινα, όταν την επαύριον, τελουμένων των αρραβώνων του, είδα κατά πρώτον την Ασπασίαν εις τον πατρικόν της οίκον!...
»Εγνώρισα πολλάς γυναίκας, προς τας οποίας μ’ έσυρε γλυκεία δύναμις συμπαθείας. Πολλαί με είλκυσαν διά παντοίων προτερημάτων. Η μελωδία πολλάκις της φωνής των εξεβάκχευσε τας ακοάς μου, και της μορφής των η χάρις εδούλωσε την δράσιν μου. Ποτέ όμως δεν ηράσθην καμμίαν, εις την οποίαν να μη ανεκάλυψα μετ' ολίγον κρυπτόν τι ελάττωμα, και να μη κατεστράφη διά μιάς του φίλτρου η γοητεία. Αλλ' η Ασπασία, τόσον εντελής, τόσον υπερτέρα όλων των άλλων, επλάσθη από παν ό,τι ερασμιώτερον ευρίσκεται εις εκάστην αυτών.
»Την είδα, και άγγελος μ' εφάνη φωτός, και η ψυχή μου έμεινεν όλη εκστατική ενώπιόν της. Επλησίασα με τρέμοντα μέλη προς αυτήν, και μόλις τα χείλη μου επρόφερον δύο λέξεις χαιρετισμού... Παρετήρησε τον θόρυβόν μου, και εις το πρόσωπόν της διεχύθη ερύθημα αιδούς. Με ωμίλησεν... η φωνή της ήτον όλη αρμονία, και εισέδυσεν εις τα ενδότερα της καρδίας μου. Έφριξα εμβλέψας εις την άβυσσον επί της οποίας εκρεμάμην, και από μόνην την ταχείαν φυγήν ελπίσας την σωτηρίαν μου, επροφασίσθην ενόχλησιν της υγείας μου και απήλθον ευθύς εκ της οικίας της. Ριγών, καίων και εις το στήθος μου αισθανόμενος σεισμούς έως τότε αγνώστους εις εμέ, έφθασα εις την κατοικίαν μου. Όλην εκείνην την ημέραν και δι' όλης της νυκτός άλλην ασχολίαν δεν είχεν η ψυχή μου, παρά να ζωγραφή την εικόνα της. Ακόμη έβλεπα τους χρυσούς βοστρύχους της λυτής και μυροπνόου κόμης της, την ανθόστεπτον από ιάσμους και ναρκίσσους κεφαλήν της, το διαφανές της ροδοκρίνου χροιάς της και την κατάλευκον παρθενικήν της εσθήτα. Ωσφραινόμην ακόμη την ευωδίαν, την οποίαν περιέχυσεν η παρουσία της, και εις ωκεανόν μέθης εβυθιζόμην. Ενθυμούμην ότι ερυθρίασεν ότε κατά πρώτον απηντήθησαν οι οφθαλμοί μας, ότι εμειδίασεν ιλαρώς προς εμέ, και να πείσω εμαυτόν εζήτουν ότι κατά τι προσήλωσα την προσοχήν της... Ποίον παράδεισσν ευφροσύνης με ήνοιγεν η ελπίς αυτή!... Ελησμόνησα και τας προς τον πατέρα μου βεβαιώσεις, και την φιλίαν, και τον Νικήστρατον, και εμέ αυτόν.
»Εδύνατο η αρετή να δαμάση τον έρωτα, εις τας πρώτας ακόμη ορμάς του, με την ταχείαν μου απομάκρυνσιν και με την παρέλευσιν του χρόνου. Αλλ' η εχθρά μου ειμαρμένη αλλέως ηθέλησεν. Ο πατήρ μου, μετά την τελευταίαν του νόσον, δεν εδύνατο πλέον ν' αναλάβη, και η κακή στάσις της υγείας του με ηνάγκαζε να παρατείνω την διατριβήν μου εις τα Κύθηρα.
»Μίαν ώραν μακράν της πόλεως Κυθήρων, εις τερπνοτάτην κοιλάδα, κατάφυτον από μυρσίνας και ροδοδάφνας, κείνται διεσπαρμέναι μεταξύ κήπων αι απλοϊκαί οικίαι χωρίου τινός, Λιβάδιον καλουμένου. Εκεί έφθασα περί τας αρχάς μιας νυκτός, αφ' ου δι' όλης σχεδόν της ημέρας περιεπλανήθην μόνος εις τα δρυμώδη όρη της νήσου, ζητών εις την βιαίαν άσκησιν περισπασμόν του πάθους μου. Απηυδησμένος, κατεκλίθην πλησίον υψηλών κυπαρίσσων υπό το φέγγος της σελήνης, και απεκοιμήθην... Γλυκύς ήχος κιθάρας και πολύ γλυκυτέρα έτι φωνή με απέσπασεν από τον ύπνον. Η συμφωνία την οποίαν ήκουα εμέθυεν από νέκταρ τας αισθήσεις μου και μ' έφερεν εις τα ηλύσια. Η φωνή μ' εφάνη εξαίφνης η γνωστή εκείνη της Ασπασίας... Εκτός φρενών, διευθύνομαι προς το μέρος όθεν ήρχετο η θεσπέσιος αυτή αρμονία. Όπισθεν των δένδρων, όπου πλησίον εκοιμώμην, εκρύπτετο αγροτικός οίκος, και εις το δώμα του έστεκεν η Ασπασία… «Η Ασπασία, ουρανέ!» Εις την ακούσιον αυτήν κραυγήν μου, αι χείρες της τρέμουν, το όργανον πίπτει, και αυτή αφίνουσα φωνήν, ήτις αντήχησεν εις την καρδίαν μου, γίνεται άφαντος... Την ερχομένην αυγήν έμαθα ότι ο οίκος αυτός, συγγενούς τινος της Ασπασίας, την εδέχετο συνεχώς.
»Ανταπεκρίνοντο άρα αι καρδίαι μας, ή αιφνηδίου φόβου αποτέλεσμα ήτον η ταραχή της; Εδίσταζα εις τι να την αποδώσω. Πλην εκ της στιγμής εκείνης η δύναμις του πάθους μου κατέστη ακαταμάχητος, και φωνή ενδόμυχος ήρχισε να μ' ελέγχη την λήθην των φιλικών χρεών μου. Δεν εδυνάμην πλέον να ζήσω, απέθνησκα μακράν της Ασπασίας. Αλλ' η προς τον Νικήστρατον φιλία τυραννικώς με ηνάγκαζε να την αποφεύγω.
»Ω τρομεραί αντιπαλεύσεις της φιλίας μετά του έρωτος! Ω εναγώνιοι στιγμαί υπάρξεως! Εις την ανάμνησίν των, ιδρώς θανάτου περιχέει ακόμη τα μέλη μου.
»Εις τεσσάρων ωρών απόστασιν της πόλεως Κυθήρων ευρίσκονται της αρχαίας Σκανδιναβίας τα ερείπια [3]. Ποσάκις εις τους μεμονωμένους αυτούς τόπους διημέρευσα σύντροφον έχων την απελπισίαν, και τα σκότη της νυκτός με κατέλαβον επικαλούμενον την αιώνιον ανάπαυσιν του θανάτου! Ποσάκις εις τοιαύτην άγνωστον ερημίαν επεθύμησα να θάψω την ταλαίπωρον ύπαρξίν μου!
»Προς επαύξησιν των δεινών μου, ο Νικήστρατος, του οποίου έφευγα την παρουσίαν και προς τον οποίον μ' επανέφερεν αίσθημα θερμοτέρας έτι φιλίας, έτρεφεν εις τα σπλάγχνα του λύπην ακαταπράυντον. Με παρεπονείτο πολλάκις διά την προς αυτόν ψυχρότητα της Ασπασίας, και με παρεκίνει να τον συνοδεύσω εις την κατοικίαν της, ως να εζήτει μυστηριωδώς η ψυχή του την συνδρομήν της φιλίας προς τον έρωτα. Εγώ να τον συνοδεύσω!... Εις την ιδέαν μόνον αυτήν, επάγονε το αίμα μου εις τας φλέβας. Πλην συλλογιζόμενος πάλιν ότι εδύνατο η επίμονος άρνησίς μου να με προδώση, έτρεμα ν' αποποιηθώ φανερώς την αίτησίν του.
»Υπεχώρησα τελευταίον εις την ανάγκην και τον συνηκολούθουν εις την οικίαν της Ασπασίας... Μαρτύρομαι τον ουρανόν· πατών το κατώφλιόν της, ποτέ δεν εβεβήλωσα την ιεράν φιλίαν· ποτέ δεν ητένισα βλέμμα ένοχον προς το πλέον αξιολάτρευτον ον της φύσεως.
»Δύο μήνες ολόκληροι παρήλθον ούτω, μήνες βασάνων και αγωνίας. Κατ' αυτό το διάστημα παρετήρησα και την Ασπασίαν παλαίουσαν με πάθος, του οποίου δεν εδυνάμην τότε να γνωρίσω την πηγήν, και τον Νικήστρατον καθ’ ημέραν εις την υγείαν του φθειρόμενον από την σκληράν υποψίαν ότι παρεβίασε την θέλησιν της Ασπασίας, ζητήσας αυτήν συμβίαν του.
»Συνέβη εν τοσούτω και ο θάνατος του πατρός μου. Αν το δυστύχημα τούτο μ' επήρχετο εις άλλην εποχήν, δεν ήθελα ίσως συναισθανθή την δριμυτάτην εκείνην λυπην, ήτις ολίγον έλειψε να σαλεύση τον νουν μου και εις κίνδυνον εξέθεσε την ζωήν μου. Αλλ' όταν η ψυχή ευρίσκεται από προσβολάς άλλας εξησθενισμένη, ευκόλως καταβάλλεται εις την έφοδον νέας δυστυχίας.
»Κατ' εκείνας τας κρισίμους ημέρας του πένθους μου ο Νικήστρατος και η Ασπασία μ' επεσκέπτοντο συνεχώς, και εις τας αλλεπαλλήλους λειποθυμίας μου, συμπτώματα νευρικής ασθενείας, ήτις με κατέλαβεν, αι χείρες της Ασπασίας πολλάκις εκράτησαν την νεκρουμένην κεφαλήν μου, και πολλάκις η πνοή της, εις το πρόσωπόν μου επιχεομένη, υπήρξεν η ζωογόνος αύρα, ήτις μ' επανέφερεν εις την ζωήν. Μίαν ημέραν, ενθυμούμαι, συνερχόμενος από μακράν ληθαργίαν, την ήκουσα λέγουσαν. «Ας ήμην η σκιά του τόσον αγαπητού πατρός του!» Ήνοιξα τους οφθαλμούς· ήτον μόνη, και ο Νικήστρατος εισήρχετο από άλλον θάλαμον, φέρων όξος εις τας ναρκωθείσας αισθήσεις μου.
»Μετά παρέλευσιν τινών εβδομάδων, αναλαβών ολίγον τας δυνάμεις μου και βλέπων ότι ο έρως είχε ριζωθή αναποσπάστως εις την καρδίαν μου, απεφάσισα να φύγω χωρίς αναβολής καιρού από τα Κύθηρα. Περιπατών με τον φίλον μου μίαν εσπέραν εις τα προαύλια του ναού της Μυρτιδιωτίσσης Θεοτόκου, διεκοίνωσα τον αμετάθετον σκοπόν μου εις αυτόν, και διά να προλάβω πάσαν αντίστασιν, τον παρέστησα την κατεπείγουσαν της υγείας μου ανάγκην ν' αλλάξω κλίμα και ν’ απομακρυνθώ από τόπον, όστις μ' ενεθύμιζεν αδιακόπως την σκληράν στέρησιν του πατρός μου.
»Κατά πρώτην φοράν, αφ' ου ηρχίσαμεν να αισθανώμεθα, εμέλλομεν ν’ αποχωρισθώμεν και εις ποίαν στάσιν!... ασθενείς και οι δύω κατά το σώμα, και τετραυματισμένοι καιρίως την ψυχήν. Ανεκαλέσαμεν εις την μνήμην την πρώτην αθώαν ζωήν της παιδικής μας ηλικίας και τας πρώτας ευφροσύνους ημέρας της εαρινής μας ώρας. Εστρέψαμεν όμμα θλιβερόν εις τας τόσας συνοδοιπορίας μας, εις τας τόσας μελέτας μας, εις τους τόσους αγώνας μας. Έπειτα ως εκ του αυτού αισθήματος ταυτοχρόνως ορμώμενοι, ενηγκαλίσθημεν και ησπάσθημεν ο εις τον άλλον. —Αλλοίμονον! με είπεν ο Νικήστρατος· ποίος εχθρός μου αστήρ με κρατεί προσηλωμένον εις αυτήν την νήσον, και δεν με αφίνει να σε ακολουθήσω; Είθε οι ασπασμοί μας αυτοί να μην ήναι οι τελευταίοι!... Δεν ηξεύρω, φίλε· αλλ’ αισθάνομαι μαρασμόν τινα εσωτερικόν, όστις με σύρει προς τον τάφον... Ειπέ με, φιλίας δάκρυα είν΄ αυτά, ή ψυχής προνοούσης τον προσεγγίζοντα χωρισμόν της από τα επίγεια;… Ελθέ, αγαπητέ, να σε θάλψω πάλιν εις τα στήθη μου, όπου συ εζήτησες να φέρης την ευτυχίαν, την οποίαν ο Θεός δεν προώρισε δι' αυτά. —Αι τελευταίαι του ηλίου ακτίνες, αντανακλώμεναι εις το πρόσωπόν του, το παρίστανον ωχρότερον έτι, και εις όλους τους χαρακτήρας του διέχεον την δύσιν της ζωής. Τότε πρώτον παρετήρησα καθ’ όλην την έκτασιν την καταστροφήν, την οποίαν επέφερεν εις αυτόν η λύπη.
»Με ωμίλησεν έπειτα διά την κρυφίαν θλίψιν της Ασπασίας, διά την προς αυτόν ακούσιόν της ψυχρότητα, δια τας υπονοίας του μήπως την κατέστησε δυστυχή, ζητήσας να συνδέση την τύχην του με την ιδικήν της· με παρεκάλεσε δε θερμώς να την ιδώ κατ' ιδίαν πριν της αναχωρήσεώς μου, να εξετάσω την καρδίαν της και να τον απαλλάξω από τόσον σκληράν αβεβαιότητα. Αντεστάθην εγώ κατ' αρχάς. Επέμεινεν αυτός. Εζήτησα και αύθις να υπεκκλίνω. Με ώρκισεν εν ονόματι της φιλίας μας να μην απορρίψω την εσχάτην παράκλησίν του. Υπήκουσα λοιπόν.
»Την επαύριον, ολίγας ώρας πριν της φυγής μου, υπήγα εις την οικίαν της Ασπασίας. Εμβαίνων, εσυλλογίσθην εις την αποστολήν μου, και ησθάνθην τα γόνατά μου να κάμπτωνται. Οι γονείς της έλειπον· αυτή δε, εις τον θάλαμον της υποδοχής καθημένη, έβλεπεν από το παράθυρον προς την θάλασσαν μελαγχολική. Με υπεδέχθη με ταραχήν, την οποίαν ματαίως εζήτει να κρύψη, και με ηρώτησεν αν αληθώς έμελλα ν' αφήσω τα Κύθηρα, καθώς είχεν εις αυτήν αναγγείλει ο Νικήστρατος. Τ' όνομα του Νκηστράτου ενίσχυσε την εκλείπουσαν αρετήν μου, και ανεκάλεσε την γενναιότητά μου. Απεκρίθην ότι την ιδίαν εκείνην εσπέραν ήμην έτοιμος ν' απέλθω, και την ωμίλησα υπέρ του Νικηστράτου με καρδίαν πλήρη φιλίας και με φλογεράν ευγλωττίαν. —Ω! αν εκρέματο απ’ εμέ, με είπε, να εκτελέσω την ζήτησίν σας, πόσον ευδαίμων ήθελα λογισθή! Πλην η καρδία υπακούει ποτέ δυναστικώς; Βλέπω τον Νικήστρατον τηκόμενον δι' εμέ... Η ψυχή μου συμπάσχει... Επεθύμουν να μην έζων... Δεν δύναμαι να τον καταστήσω ευτυχή... δεν δύναμαι... —Προκατέλαβεν άλλος, έκραξα, τον πολύτμον τόπον της καρδίας σας; —Εσιώπησεν εκείνη, και τα ρόδα της αιδούς εκάλυψαν το πρόσωπόν της. Αλλ' εγώ εκτός εμαυτού, «Ω Ασπασία, την είπα, έκχυσε την καρδίαν σου εις φίλον, όστις διά τελευταίαν φοράν σε ομιλεί, εις φίλον, όστις διά πάντοτε σε αποχωρίζεται. Σε ομνύω εις την θάλασσαν αυτήν, την μέλλουσαν εντός ολίγου να με απομακρύνη από σε, εις τον ενδόμυχον όφιν της λύπης, τον κατασπαράττοντα την στιγμήν αυτήν τα εντόσθιά μου, και εις τον πλησιάζοντα ευκταίον εις εμέ θάνατον... ανακάλυψέ με την καρδίαν σου... Βεβαίωσε με ότι άλλος δεν έχει χώραν εις αυτήν... Βεβαίωσέ με... —Αγνοώ τι άλλο την είπα. Ενθυμούμαι μόνον ότι εξαίφνης έμεινα, εις το μέσον της ομιλίας μου, άφωνος και τρέμων ως ο συλληφθείς επ' αυτοφώρω κακούργος.
»Η σύγχυσις της φυσιογνωμίας μου επρόδιδεν, ως φαίνεται, την ψυχήν μου πλειότερον από τους λόγους μου, διότι, προς απόκρισιν, είδα πρώτον την Ασπασίαν να προσηλόνη επάνω μου βλέμμα θλιβερόν, και την ήκουσα ύστερον να λέγη. «Δυστυχία εις τον Νικήστρατον! Δυστυχία εις σε! Δυστυχία εις εμέ! Τρεις τάφους ας ανοίξωσιν οι συγγενείς μας, τον ένα πλησίον του άλλου. Ας ενταφιασθώμεν καν ομού, αν δεν εδυνήθημεν να συζήσωμεν ευτυχώς. Ιδού οι πόθοι μου όλοι! Ιδού αι ελπίδες μου όλαι.» Αυτά ειπούσα και κρύψασα με τας χείρας το πρόσωπόν της, έγινεν άφαντος· εγώ δε με τρέμοντας πόδας εξήλθον από τον οίκον της και διευθύνθην προς τον ιδικόν μου, παρακολουθών τον αιγιαλόν. Εγόγγυζον τα κύματα, και η φωνή της Ασπασίας έπληττεν ακόμη θρηνώδης τας ακοάς μου. Ακατασίγαστοι έλεγχοι συνειδήσεως ανεγείροντο συγχρόνως εις τα στήθη μου, και με κατεδίκαζον διότι ανεκάλυψα τον υπεύθυνον έρωτά μου εις την Ασπασίαν... Πιστεύεις; την στιγμήν εκείνην ευρεθείς επί τινος αποτόμου βράχου, Τρούλος καλουμένου, συνέλαβα τον αμαρτωλόν σκοπόν να κρημνισθώ εις την θάλασσαν, και να πίω το ύδωρ της αιωνίου λήθης. Αλλ’ εις την θέαν εκκλησίας τινός έμπροσθέν μου κειμένης, θρησκευτικόν αίσθημα με ανεχαίτισεν.
»Έφθασα εις την οικίαν μου, όπου με περιέμενεν ο Νικήστρατος, ανυπόμονος να με ιδή και να μάθη την έκβασιν της αποστολής μου. Θεέ! εις ποίαν θέσιν ευρέθην εμπροσθέν του! Ηναγκάσθην να υποκριθώ εις τον ειλικρνέστερόν μου φίλον και να μεταπλάσσω την μετά της Ασπασίας συνομιλίαν μου... Μετ' ολίγον κατέβημεν εις τον λιμένα και οι δύο, απεχαιρετήθημεν και απέπλευσα.»
Εδώ διέκοψεν ο Εξόριστος την διήγησίν του, και πολλήν ώραν απέμεινε σύννους. Περίεργος ο σύντροφος της φυλακής του ν’ ακούση την συνέχειαν της εξιστορήσεως των συμβάντων του, τον ηρώτησεν· «Αναχωρήσας από τα Κύθηρα, πού διευθύνθης;»
«Πού επανέλαβεν εκείνος με δισταγμόν, ως να συνήρχετο από μακρυνούς συλλογισμούς και να εζήτει να συνάψη το νήμα των ιδεών του.
»Επέστρεψα εις την Ελλάδα, θέατρον αιωνίας κινήσεως και ακαταπαύστων ταραχών, ελπίσας να εύρω εις την δραστήριον ύπαρξιν και εις την τύρβην ανακούφισιν των αλγηδόνων μου. Η Ελευθερία υπήρξεν η θεά, την οποίαν εκ πρώτης μου νεότητος ελάτρευσα. Εις τους βωμούς της έτρεξα και τότε να καύσω πάλιν λίβανον. Επικαλούμαι μάρτυρα την Ελευθερίαν αυτήν· ποτέ δεν διέμεινα εις τας πόλεις της Ελλάδος, κυψέλας εκ των οποίων τρέφεται η αργία των πολιτικών κηφήνων της. Πάντοτε εις τα στρατόπεδα, πάντοτε εις τα όρη και εις τας πεδιάδας μετά του μεγάλου Καραΐσκου, έβαψα και εγώ από αίμα τυράννων τα χώματα της Αράχοβας και του Διστόμου...
»Ήλθεν εις την Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, και εις τον εμφανισμόν του αρκτώου Διπλωμάτου έφυγεν από την Ελλάδα η Ελευθερία. Έφυγα και εγώ, ακολουθών κατόπιν την σκιάν της. Την εζήτησα εις την παλαιάν μεγάλην Ελλάδα της Ιταλίας. Αλλ' εκεί το ιερόν της πυρ, ως το της Αίτνης, ήτον προ πολλού απεσβεσμένον. Την εζήτησα εις την πατρίδα του Κάτωνος και του Βρούτου. Αλλ' εκ των ερειπίων του Καπιτωλίου είδα την Ρώμην· δεν είδα Ρωμαίον. Την ανεγνώρισα τελευταίον εις την Γαλλίαν, και εις την Βουλήν των Παραστατών του δήμου ήκουσα συχνάκις την γλυκείαν της φωνήν, όταν ενέπνεε τον Λαφαγέττην και τον Βενιαμίν Κωνστάντιον. Την απήντησα πολλάκις εις την πενιχράν καλύβην του ευθύμου Βερανζέρου, και ψάλλων μετ' αυτού άσματα τυραννοφόνα, την είδα να υπομειδιά ενίοτε και προς εμέ και να με υπόσχεται δάφνας αμαράντους...
»Ω τρικυμίαι ψυχής μη κατευναζόμεναι υπό ουρανόν κανένα! Ω έρωτος ανιάτου οδύναι! Σεις με απεσπάσατε από τας Αθήνας της Γαλλίας και μ' επανεφέρετε πάλιν εις την Ελλάδα.
»Ήλθα περί τα 1830. Προ πολλού ήδη χρόνου η μετ' εμού αλληλογραφία του Νικηστράτου είχε παύσει, και η σιωπή του με κατετάραττε. Κεραυνός επέπεσεν εις την κεφαλήν μου, όταν, φθάσας εις την Ελλάδα, έλαβα την αγγελίαν της προ ενός έτους συμβάσης τελευτής του, την οποίαν οι φίλοι μου με είχον έως τότε αποκρύψει. Ο δυστυχής! μαθών από την ιδίαν Ασπασίαν την μυστικήν προς εμέ κλίσιν της και την προς αυτήν ακούσιον ανταπόκρισιν της καρδίας μου, παρητήθη γενναίως από την διά γάμου μετ' αυτής σύζευξιν, και αξιοθρήνητον θύμα του έρωτος και της φιλίας, βαθμηδόν απεμαράνθη· η δε Ασπασία, κινδυνεύσασα κατ' αρχάς ν' αποθάνη εκ της λύπης, ακόμη ευρίσκετο εις τα Κύθηρα πενθοφορούσα και εις απαρηγόρητον θλίψιν βεβυθισμένη.
»Θεέ! ποίαν εντύπωσιν οδυνηράν έκαμεν εις την καρδίαν μου η προς εμέ του φίλου μου επιστολή, την οποίαν έγραψεν ολίγας στιγμάς πριν του θανάτου του! Την κρατώ εγκόλπιόν μου... Τα δάκρυά μου εξήλειψαν σχεδόν τους χαρακτήρας της, και μόνος εγώ δύναμαι ακόμη να την αναγνώσω... Άκουσε και κρίνε ποίον ανεκτίμητον θησαυρόν εστερήθην.
“Φίλε,
”Με τρέμουσαν χείρα σε γράφω... Αι σκιαί του θανάτου σσκοτίζουν τα όμματά μου... Αποθνήσκω... Πλην ο τελευταίος χτύπος της καρδίας μου είναι διά σε.
”Ηθέλησας να με καταστήσης ευτυχή, παραχωρών την ευτυχίαν σου εις εμέ, και δι' εμέ σήμερον αλητεύεις εις ξένην γην. Πλην η θεία Πρόνοια ηυδόκησεν αλλέως.
”Εδυνάμην να συνδεθώ διά του υμεναίου μετά της Ασπασίας. Πολλάκις την είδα ετοίμην να με ακολουθήση ως θύμα εις τον ναόν. Αλλά δεν συγκατένευσα να φέρω τον θάνατον εις την καρδίαν της και εις την ιδικήν σου ίσως· και καθ' όσον συ και αυτή εσπουδάζετε να θυσιάσετε την ευδαιμονίαν σας εις εμέ, κατά τόσον εχρεώστουν και εγώ να πολεμήσω τον έρωτά μου και να φανώ άξιος σου και αυτής. Η πάλη αυτή μ' έφερε τέλος πάντων εις τα χείλη του τάφου.
”Πολλάκις βασανιζόμενος από σκληράν ιδέαν ότι δι' εμέ μόνον ταλαιπωρούνται δύω τόσον αγαπητά εις την καρδίαν μου όντα, ηθέλησα να σε γράψω, φίλε, ότι επεθύμουν να νυμφευθής την Ασπασίαν. Αλλ' ήμην βέβαιος ότι, ζώντος εμού, η γενναία σου ψυχή δεν ήθελε συγκατανεύσει ποτέ εις την θέλησίν μου.
”Σε ορκίζω σήμερον εις την φεύγουσαν ψυχήν μου, εις την μνήμην της ιεράς φιλίας μας και εις τα τελευταία μου αυτά δάκρυα, να συζευχθής την Ασπασίαν και να την καταστήσης ευτυχή. Η ελπίς ότι θέλεις εκτελέσει την υστερινήν μου αυτήν αίτησιν είναι η μόνη παρηγοριά του αποθνήσκοντος Νικηστράτου σου.”
»Αφ' ης ώρας με ενηγγέλθη το θλιβερόν τέλος του Νικηστράτου, εξύπνησεν έκτοτε εις τα στήθη μου ο ακοίμητος σκώληξ της συνειδήσεως. Αυτός εδίωξεν από την καρδίαν μου και πόθους, και ελπίδας, και πάσαν αίσθησιν δια τας ηδονάς, και πάσαν αγάπην διά την ζωήν.
»Τι να σε ειπώ; Ολίγους μήνας ύστερον ήλθεν εις το Ναύπλιον η Ασπασία. Έτρεμα να την ιδώ· έτρεμα να την ομιλήσω· και ίσως αι τύψεις του συνειδότος μου ήθελον με απομακρύνει διά πάντοτε από αυτήν, αν αιφνηδίως η θέα της, την οποίαν απέφευγα, δεν εξύπνα τον βαθέως εις την καρδίαν μου εμφωλεύοντα έρωτα και δεν μ' εδέσμευε πλησίον της.
»Ω εξοχαί του Άργους, ποσάκις είδετε την Ασπασίαν μου δακρύουσαν εις την ενθύμησιν του Νικηστράτου, και ποσάκις την ηκούσατε καταπραΰνουσαν με την γλυκείαν της φωνήν τας ενδομύχους ταραχάς μου! Ω εξοχαί του Άργους, όπου το ωραιότερον πλαστούργημα της φύσεως ανεκάλυψε πολλάκις εις εμέ την ωραιοτέραν ψυχήν, και πολλάκις από τα βάραθρα της λύπης με ανήγειρεν εις ουρανόν παρηγορίας!
»Είναι στιγμαί, φίλε, καθ' ας φέρων εις την μνήμην μου την προς εμέ τρυφεράν αγάπην του Νικηστράτου, και καταδικάζων την προς τον Νικήστρατον εσχάτην διαγωγήν μου, θεωρώ τον έρωτά μου ως έγκλημα μυρίων πρινών άξιον. Αλλ' είναι πάλιν και άλλαι, καθ’ ας συλλογιζόμενος εξ ενός μέρους τους τόσους μου αγώνας διά να καταδαμάσω το ακούσιον αυτό πάθος, και νομίζων εξ άλλου χρέος μου να υπακούσω εις την τελευταίαν παραγγελίαν του Νικηστράτου, αποδίδω τα πάντα εις το Πεπρωμένον, και αφίνομαι εις το γλυκύ αίσθημα το σύρον με προς την Ασπασίαν.
»Πλην διατί, ενώ αι ασθενείς μας καρδίαι κατασπαράττονται πολλάκις αφ' εαυτών, ευρίσκονται και άνθρωποι ζητούντες την ευτυχίαν των εις την δυστυχίαν των άλλων; Ποίος δαίμων καταχθόνιος παρώξυνε κατ' εμού και κατέστησεν αντίζηλόν μου Αυγερινόπουλόν τινα, ευτελή και ουτιδανόν Πελοποννήσιον; Αυτός, αυτός, αναφανείς εραστής όχι τόσον της Ασπασίας όσον της περιουσίας της, διαβάλλων με εις τον πατέρα της, κατασκοπεύων με εις την κερκυραϊκήν Κυβέρνησιν, διά παντοίων υπονόμων επεβουλεύθη την ησυχίαν μου και υπήρξε συμβοηθός της ανιλέου Ειμαρμένης μου.»
Εδώ ετελείωσεν ο Εξόριστος την ιστορίαν του... Αλλ’ εν τοσούτω αναγνώσταί μου τινές με στόμα χασμώμενον από νυσταγμόν με διακόπτουν λέγοντες· «Μη τόσον ερωτικός πάλιν, Κύριε συγγραφεύ του Εξορίστου. Δεν καταβαίνεις ολίγον από τα υπερώα της α ι σ θ η τ ι κ ό τ η τ ο ς εις τα ήθη και εις τα συμβάντα της Ελλάδος; Δεν φαιδρύνεις και μίαν στιγμήν το μέτωπόν σου με τον σατυρικόν γέλωτα, παριστών τα πρόσωπα και τα πράγματα του καιρού; Ή τάχα, ενώ τοσάκις μας έκαμες άλλοτε ν' αγρυπνήσωμεν αναγινώσκοντες τους ευθύμους στίχους σου, έχεις σήμερον όρεξιν να μας αποκοιμίσης με την σοβαράν πεζογραφίαν σου; —Πάρα πολύ βιάζεσθε, Κύριοι. Το σύγγραμμά μου έχει ακόμη αρκετήν έκτασιν, και χάρις εις τόσους και τόσους πολιτικούς αγύρτας μας, δεν θέλετε μείνει αγέλαστοι και παραπονεμένοι. Αριστοφάνους σκηνάς με ζητείτε; Μη σας μέλη. Παρουσιάζεται μετ' ολίγον εις το κοινόν η γραία Γερουσία της Ελλάδος με τα μη ψηφώμενα Ψηφίσματά της· την διαδέχεται η τρισελευθέρα Συνέλευσις του Ναυπλίου με τους υπεξουσίους Πληρεξουσίους της, με τους πυρπολιστάς ρήτοράς της, και κλείεται το κωμικώτατον δράμα των καποδιστριακών οργίων από τον αστειότατον Δονκισότην Αυγουστίνον. Ίσως προς τούτοις περί τα τέλη θέλετε ιδεί ν’ αποσπάται η φενάκη και από συνταγματικούς τινας αναφαλαντίας.
Λάβετε υπομονήν, Κύριοι. Θέλετε ιδεί ανατροπάς Κυβερνήσεων, μεταβολάς Υπουργείων και διασκορπισμούς Συνελεύσεων. Θέλετε ακούσει τους παιάνας των νικώντων και τας θρηνωδίας των νικωμένων. Εις αυτάς τας κωμικοτραγικάς παραστάσεις, θέλετε ιδεί κορυφαίους τινάς υποκριτάς ενδυομένους μετά χαράς, ή αποβάλλοντας μετά λύπης την χρυσήν θεατρικήν των στολήν, και συγχρόνως πολλά κωφά και άλαλα πρόσωπα παρακολουθούντα έκαστον νεοφανή πρωταγωνιστήν.
Ω! εις τας παραμονάς πάσης κυβερνητικής αλλαγής παριστώνται πίθηκοι πολιτικοί τόσον αστείως σοβαροί, τόσον παιγνιωδώς σπουδαίοι, ώστε πρέπει τις να κρατή τα πλευρά του γελών. Όταν η ανωτάτη βαθμίς της πολιτικής κλίμακος μένη κενή, πόσαι τότε κυλίσεις προς τα κάτω, πόσοι τότε ωθισμοί προς τα επάνω των θρασυτέρων, και εις όλον τον διαπληκτισμόν τούτον πόσος δισταγμός, πόση περίσκεψις εις τα έργα, εις τους λόγους και εις τας κινήσεις των δειλοτέρων! Παρατηρήσετε προ πάντων τους τελευταίους τούτους το ερμαφρόδιτον πρόσωπόν των, εκφράζει εντελή ουδετερότητα· η φωνή των δεν έχει σχεδόν ήχον· διφορούμεναι και μονοσύλλαβοι αι αποκρίσεις των· λαθραία και αμφίβολα τα βήματά των· όσον το δυνατόν κρύπτονται την ημέραν, τρέμοντες μήπως καθ' οδόν απαντήσωσι συγχρόνως τους αρχηγούς, ή υπαρχηγούς και των δύω αμφισβητούντων μερών· εις τα σκότη μόνον της νυκτός εξέρχονται ως νυκτερίδες από τας τρύπας των, και τρέχουν κρυφίως εις επίσκεψιν των αρχηγών του ενός και του άλλου εν ταυτώ κόμματος. Τέλος πάντων το εν εκ των δύω υπερισχύει και καταβάλλει το άλλο· τότε αυθάδεις μέχρις αναισχυντίας αι περιφρονήσεις των προς τους νικηθέντας· τότε χαμερπείς μέχρις ανδραποδωδίας αι αφοσιώσεις των εις τους νικητάς. Δυστυχία εις τους αποτυχόντας, αν τολμήσωσι να φανώσιν εις τας αγοράς, ή εις τους περιπάτους! Κανέν σκιάδιον υπαλληλίσκου δεν σαλεύει, καμία κεφαλή δεν κλίνει προς αυτούς, και όλων τα χείλη χλευαστικώς υπομειδιώσιν εις την παρουσίαν των... Γελοίοι εν γένει όλης της οικουμένης οι πολιτικοί, γελοιότεροι ασυγκρίτως οι της Ελλάδος!
Εις την εποχήν, καθ' ην συνέβαινον όσα περιγράφομεν, ο αιγιαλός του Ναυπλίου δεν εστολίζετο καθώς σήμερον από τόσας οικοδομάς· ούτε η ανοικονόμητος Οικονομία είχεν ακόμη πωλήσει ως οικόπεδον και την θάλασσαν αυτήν, διά να ευχαριστήση την δίψαν τόσων αισχροκερδών Πολιτικών και Πολεμικών μας, ούτε οι Κύριοι τοκογλύφοι μας είχον ακόμη παραδεχθή όλοι την μέθοδον του να κερδίζωσιν εκατόν εις τα εκατόν, κτίζοντες εφήμερους οικίσκους με ολίγην δαπάνην, διά να τους ενοικιάζωσιν εις την υπέρογκον τιμήν των Παλατίων του Λονδίνου.
Εις οίκος πρωτότοκος και μονογενής ανυψούτο τότε εις το παράλιον, δίπατος, ευρύχωρος και κορυφούμενος από δωμάτιον επιβλέπον τον αργολικόν κόλπον. Αυτό έγινεν η συνήθης κατοικία της Ασπασίας, αφ' ης ημέρας είχεν ιδεί τον εραστήν της φερόμενον εις την θαλάσσιον φυλακήν του. Ζητούσα να λησμονήση τους ανθρώπους και τας αδικίας των, σπανίως κατέβαινεν εις τους πατρικούς της θαλάμους, όπου αδιακόπως συνέρρεον οι Γραμματείς, οι Γερουσιασταί και οι οπαδοί όλοι της καποδιστριακής Κυβερνήσεως.
Ο πατήρ της (καιρός είναι να σχετίσωμεν και αυτόν με τους αναγνώστας μας), λαμπράς καταστάσεως Πελοποννήσιος, ήτον μακράν του να έχη τα ευγενή και υψηλά αισθήματά της· κακαί μάλιστα γλώσσαι διέσπειρον περί αυτού ότι επλούτησε, ζωοτροφών κρυφίως τα εχθρικά μας φρούρια και τα στρατεύματα του Ιβραίμη. Δεν έπαυεν όμως διά τούτο να χαίρη την υπόληψιν των δυνατών της ημέρας, να επαινήται ως αγαθός πατριώτης και ν' απολαμβάνη αυτοχθονίας ατελεύτητα δικαιώματα.
Αν και είχε διατρίψει πολύν χρόνον εις την Μασσαλίαν, ποτέ όμως δεν επέρασεν από την ιδέαν του ν' αλλάξη την ασιατικήν του στολήν, ή να παύση ξυρίζων την κεφαλήν του. Ήτον μέχρι φειδωλίας οικονόμος. Αλλά μάλλον κενόδοξος ή φιλοχρήματος, συνείθιζε να ενδύεται μεγαλοπρεπώς ως Σατράπης. Με όλην την προβεβηκυίαν ηλικίαν του, επεθύμει να φαίνεται ακόμη νέος και διά να χαρή τας ολίγας φθινοπωρινάς του ημέρας, δις του μηνός τακτικά εμελανόβαφε τους μύστακάς του.
Το θέρος εφ' ημιόνου έκαμνε την περιοδείαν και την γενικήν επιθεώρησιν των εκτεταμένων γαιών του· τον υπεδέχοντο ασκεπείς οι χωρικοί του, εστρογγυλαίνετο από θυμηδίαν το πρόσωπόν του, και η έξις αυτή του να βλέπη εαυτόν απόλυτον κυριάρχην υποστατικών, τα οποία δεν εδύνατο να καταμετρήση το βλέμμα του, τον αποκαθίστα χαρακτήρος δεσποτικού και θελήσεως αμετατρέπτου.
Διατί έτρεφε τοσην αγάπην προς την καποδιστριακήν Αρχήν; Διότι και αυτός, καθώς τόσοι άλλοι, εξαπατώμενος, απέδιδε την ησυχίαν της Ελλάδος όχι εις την μεσολάβησιν της τριπλής Συμμαχίας, αλλ’ εις την πολιτικήν εμπειρίαν και σύνεσιν του Ιωάννου Καποδίστρια. Εκτός τούτου έβλεπε τον Κυβερνήτην έχοντα εξιδιασμένην τινά κλίσιν προς την Πελοπόννησον, την οποίαν εθεώρει ως σταθεράν Ηγεμονίαν του. Τον ηγάπα λοιπόν εξ όλης καρδίας και ως κτηματίας φιλήσυχος και ως Πελοποννήσιος. Διά τούτο η πλέον ιερά δι' αυτόν επίκλησις ήτον η Α υ τ ο ύ Ε ξ ο χ ό τ η ς, και οσάκις επρόφερε την Α υ τ ο ύ Ε ξ ο χ ό τ η τ α έκλινεν από θρησκευτικόν σέβας την κεφαλήν, καθώς συνειθίζουν εις το Διβάνιον οι Βεζίραι και Σεϊχουλισλάμαι, όταν αναφέρωσιν την Αυτού Σουλτανικήν Μεγαλειότατα, τον κύριον των δύω γαιών και των δύω θαλασσών.
Λέγουν (πρέπει να το πιστεύσωμεν;) ότι, εν μεσονύκτιον του Απριλίου μηνός 1831, ετελέσθη μυστηριώδης τις ιερουργία εις την οικίαν του, και ότι εταιρικαί χείρες εκίνησαν πολλάκις σταυροειδώς υπέρ της κεφαλής του λαμπάδας αναμμένας· αστείοι δε τινες προσθέτουν ότι αφ' ου καθυπεβλήθη ο κατηχούμενος εις πολλάς ερωτήσεις και δοκιμασίας, χορός Εταιριστών επεφώνησε το του Μολιέρου·
«Bene, bene, bene, bene respondere!
Dignus, dignus est intrare
In nostro docto corpore.»
«Καλά, κάλλιστ’ απεκρίθη! Τι προσμένομεν ακόμα;
Είναι άξιος να έμβη στο τρισένδοξόν μας σώμα.»
Αφ' ότου διά της μυσταγωγίας αυτής έγινε μέλος της καποδιστριακής Εταιρίας, παρετηρήθη ότι έλαβεν έκτοτε πολλήν ελάττωσιν η προς τον Εξόριστον κλίσις του και ότι κατά λόγον αντίστροφον ηύξησεν η προς τον Αυγερινόπουλον εύνοιά του. Επειδή δε χρεωστούμεν να γράψωμεν αμερολήπτως, ομολογούμεν ότι ο ήρως μας είχε και αυτός τας ελλείψεις του. Ο ανήρ ούτος, γενναίων και υψηλών φρονημάτων, εστερείτο από τα μικρά εκείνα πλεονεκτήματα, τα τόσον αναγκαία εις την πρακτικήν ζωήν. Μη δυνάμενος να συμμορφωθή με την κοινωνίαν μας, της οποίας κατεφρόνει τας προλήψεις και δεισιδαιμονίας, εφαίνετο πολλάκις παράξενος εις τα όμματα του κόσμου, και τα φρονήματά του, απαρέσκοντα προ πάντων εις τους γέροντας, τον απεξένουν από τας καρδίας των. Εξ εναντίας ο Αυγερινόπουλος είχεν εις υπέρτατον βαθμόν την επιτηδειότητα να εξοικειούται με αυτούς. Έμπροσθέν των ή εσιώπα, ή, αν ήνοιγε το στόμα του, επήνει τα παρελθόντα και κατηγόρει τα παρόντα. Δεν έλειπε καμμίαν Κυριακήν από την εκκλησίαν. Εγνώριζεν ακριβώς όλας τας εορτάς του ενιαυτού, όλας τας τιμάς των πραγμάτων, όλας τας ειδήσεις της ημέρας. Διηγείτο εις τας γραίας βίους των Μαρτύρων, ή των Οσίων Πατέρων, τους οποίους εξεστήθιζεν από τα Συναξάρια, και ιστορίας μορμολύκων εξερχομένων από τα μνήματα, ή Στοιχείων καθημένων εις τας γεφύρας των ποταμών. Τοιούτος νέος πώς να μη φαίνεται χαριτωμένος;
Προ τινων ημερών, μετά τον φυλακισμόν του αντιζήλου του, είχε κινήσει πάσαν μηχανήν διά να καταφέρη τέλος πάντων εις τους σκοπούς του τον πατέρα της Ασπασίας. Αλλ’ ούτος, συλλογιζόμενος ότι ο Εξόριστος ήτον πρόθυμος να νυμφευθή και άπροικον την θυγατέρα του, και αναμετρών τα στρέμματα της γης, τα οποία ήθελεν αναγκασθή ν' αποκόψη διά τον Αυγερινόπουλον από την ιδιοκτησίαν του, ευρίσκετο πάντοτε εις δισταγμούς, και δεν εδύνατο ν’ αποφασίση ούτε υπέρ του ενός, ούτε υπέρ του άλλου.
Εννοήσας τότε ο Αυγερινόπουλος ότι δεν ήθελε φθάσει ποτέ εις το ποθούμενον, εν όσω είχεν έμπροσθέν του τοιούτον παρεμπόδιον, κατώρθωσε διά των ραδιουργιών του να καθυποβληθή ο εχθρός του εις πολεμικόν δικαστήριον, διά να καταδικασθή ως επαναστάτης εις θάνατον.
Την πρωίαν της 25 Σεπτεμβρίου, εδημοσιεύθη απόφασις του Κριτηρίου, κεφαλικήν ποινήν επιβάλλουσα εις τον Εξόριστον, ω ς ζ η τ ή σ α ν τ α ν’ α ν α σ τ α τ ώ σ η τ η ν Σ τ ε ρ ε ά ν Ε λ λ ά δ α κ α τ ά τ η ς Α υ τ ο ύ Ε ξ ο χ ό τ η τ ο ς, τ ο υ ν ο μ ί μ ο υ Κ υ β ε ρ ν ή τ ο υ.
Την αυτήν ημέραν, μόλις έμαθεν ο πατήρ της Ασπασίας την κατά του Εξορίστου προφερθείσαν θανατηφόρον ψήφον, και ως να είχε περιμείνει την καταδίκην αυτού διά να λυτρωθή από τας περί εκλογής γαμβρού αμφιβολίας του, έτρεξεν εις εβδομηκοντούτην τινά Μνήμονα, τον γνωστότερον τότε εις το Ναύπλιον. Ήτον ούτος ευρωπαϊκά ενδεδυμένος. Αλλ' εις το τετριμμένον από τον πανδαμάτορα χρόνον φόρεμά του είχεν επισωρευθή τόσος ρύπος, ώστε το περιλαίμιόν του προ πάντων έστιλβεν ως ο κηρωτός ιστός. Είχε τους πόδας λεπτούς ως καλάμους, έτρεμον από γήρας αι σιαγόνες του, και η κιτρινόλευκος ρυπαρά κόμη του έληγεν όπισθεν εις ουράν, την οποίαν η γαλλική επανάστασις δεν είχε δυνηθή να κολοβώση. Αφ' ου, διπλώσας εις δύω τον υψηλόν σκελετόν του, επροσκύνησε ταπεινώς τον βαθύπλουτον πολίτην της Πελοποννήσου, πριν ακόμη τον προσκαλέση να καθίση, τον είπεν ότι εκ πρώτης νεότητός του εσπούδασε τα νομικά εις το Παταύιον, ότι έπειτα εχρημάτισε θαυμαστός Συνήγορος εις την βενετικήν Δημοκρατίαν, ότι προ είκοσι περίπου ετών επέστρεψεν εις την κλεινήν πατρίδα του τας Πάτρας, και ότι εσχάτως, δόξα εις τον Νομοθέτην Γεννατάν τον κανονίσαντα προς τοις άλλοις και το περί Μνημόνων κεφάλαιον, κ α π ί τ ο λ ο υ μ μ ν η μ ο ν ό ρ ο υ μ, ήρχισεν ενδόξως να μετέρχεται εις την Πρωτεύουσαν το επάγγελμά του· τέλος δε πάντων κύψας μέχρι ποδών την κεφαλήν του, «λάβετε, είπε, πανευγενέστατε, τον κόπον να καθήσετε. Είμαι όλος εις τας προσταγάς σας. Ορίζετε ίσως να σας κάμω την διαθήκην σας, τ ε σ τ α μ έ ν τ ο υ μ τ ε σ τ α μ ε ν τ ό ρ ο υ μ; —Όχι· με συγχωρείται. Θέλω εν νομικόν σχέδιον προικοσυμφώνου. —Νομικόν σχέδιον, το οποίον λέγεται Λατινιστί ν ό μ ι κ ο υ μ ν ο μ ι κ ό ρ ο υ μ· Εδώ είμαι, Κύριε· προστάξετέ με —Να ήναι απαράλλακτον καθώς θέλω το υπαγορεύσει, κατά λέξιν, με όλην την ενδεχομένην ακρίβειαν, με όλους τους τύπους. —Με όλους τους τύπους, το οποίον λέγεται Λατινιστί τ ύ π ι κ ο υ μ τ υ π ι κ ό ρ ο υ μ; Μάλιστα· αμέσως.»
Έβαλεν ο Μνήμων τας υέλους εις τα όμματά του και ήρχισε να καταστρώνη το συμφωνητικόν· ο δε πατήρ της Ασπασίας, εις παν κτήμα παραχωρούμενον εις τον γαμβρόν του, άφινε βαθύν αναστεναγμόν, όμοιον μ' εκείνον, του οποίου κόπτει ο χειρουργός κανέν γαγγραινωθέν μέλος. Μετά την οδυνηράν αυτήν εργασίαν επιστρέψας εις την οικίαν του, εμήνυσε τον Αυγερινόπουλον, όστις, ως να είχε προμαντεύσει το αίτιον της προσκλήσεως, έφθασεν αμέσως πετών από χαράν. Αφ' ου ο γέρων τον υπεδέχθη καθήμενος σοβαρώς, ως ο Ναπολέων εις την στιγμήν του να χαρίση κανέν διάδημα, Αι! τον είπε ξηροβήχων· «ημείς οι πατέρες κοπιάζομεν διά σας τα τέκνα μας, οι γέροντες ημείς διά σας τους νέους. Ο πόθος σου, υιέ μου, εξετελέσθη. Απόψε γίνονται οι αρραβώνες σου. Ιδέ και το προικοσύμφωνον.» Εις την ανάγνωσιν του πολυτίμου εγγράφου, ο Αυγερινόπουλος έγινεν όλος λάμψις και χαρά. Ποτέ ακορέστου πλεονεξίας μειδίαμα τοιούτον δεν εφαίδρυνεν ανθρώπου πρόσωπον. Ησπάσθη πολλάκις την δεξιάν του μέλλοντος πενθερού του, και δεν εύρισκε λέξεις να εκφράση την άκραν ευγνωμοσύνην του. «Λοιπόν το εσπέρας, επρόσθεσε μετά μυρίας διαβεβαιώσεις υικής αγάπης και υπακοής, θέλει εξασφαλισθή τέλος πάντων η ευδαιμονία μου; Η Ασπασία γνωρίζει την διαταγήν σας; —Τούτο είναι ιδική μου φροντίς. Προσκάλεσε τους συγγενείς και φίλους σου. Θέλω προσκαλέσει και εγώ τους ιδικούς μου. Θέλω έχει μουσικήν, δείπνον μεγαλοπρεπές, και τα πάντα θέλουν γίνει άξια εμού και της θυγατρός μου·» και αποχαιρετήσας τον φαιδρόν Αυγερινόπουλον, ανέβη εις το δωμάτιον της Ασπασίας.
Ο κοιτών ούτος ήτον μικρός· αλλ’ είχεν ωραιοτάτην θέαν, επεκτεινομένην μακράν προς την θάλασσαν. Εστολίζετο από έπιπλα πολυτελή και από ανθοφόρα σκεύη αλαβάστρου. Εις τους τοίχους εκρέμαντο ζωγραφίαι παριστώσαι αγροτικάς τοποθεσίας, ποίμνια βόσκοντα εις χλοερά λιβάδια, καταρράκτας πίπτοντας εις φάραγγας, αετούς πετώντας επί της ερήμου, και πλοία κλυδωνιζόμενα εις πέλαγος αχανές. Ήτον εκεί εξεικονισμένη και η μήτηρ της Ασπασίας, αποθανούσα προ τριών ετών εις τα Κύθηρα. Πλησίον της εικόνος αυτής εκάθησεν ο γέρων. «Αι! κόρη μου, είπεν εις την Ασπασίαν, δεν ζει πλέον η μήτηρ σου. Εγώ γηράσκω καθ' ημέραν. Μετά την θλιβεράν αποβίωσιν του Νικηστράτου, η ασθενής υγεία σου με ηνάγκασε να βραδύνω την αποκατάστασίν σου... —Την αποκατάστασίν μου! Εις την γην αυτήν, πάτερ μου, δεν υπάρχει ευτυχία δι' εμέ. Επεθύμουν ν' απέλαυα την αιωνίαν ανάπαυσιν της μητρός μου. —Αι σκοτειναί αύται ιδέαι σου πηγάζουν από τον έρημον βίον σου. Νυμφευομένη και εις την ενεργητικήν ζωήν του κόσμου εμβαίνουσα, θέλεις αλλάξει διάθεσιν. Ο Αυγερινόπουλος, νέος με σπάνια προτερήματα... —Ο Αυγερινόπουλος, πάτερ μου!... ποτέ... ποτέ...» Η φωνή της εξέλειπε, και οι οφθαλμοί της επλημμύρησαν από δάκρυα. Πίπτουσα έπειτα εις τους πόδας του πατρός της, «αφήτε με, είπεν, αφήτε με ν' αποθάνω καν ησύχως... —Έδωκα εις τον Αυγερινόπουλον την υπόσχεσίν μου, απεκρίθη αυτός με μέτωπον κατηφές. —Η ιδική μου δεν εξέρχεται από το στόμα μου ουδέ με την τελευταίαν αναπνοήν· εφώναξε λαμβάνουσα τόλμην η Ασπασία. —Γνωρίζω, επανέλαβε μετ' οργής ο γέρων, γνωρίζω την αιτίαν. Απόψε όμως αρραβονίζεσαι, και όταν πληροφορηθής ότι ο αίτιος της πρώτης αυτής προς εμέ παρακοής σου δεν θέλει μετ' ολίγον υπάρχει, και συ αυτή θέλεις ευλογεί την απόφασίν μου.» Είπεν αυτά, και κατέβη από τον κοιτώνα της.
«Δ ε ν θ έ λ ε ι μ ε τ' ο λ ί γ ο ν υ π ά ρ χ ε ι» αυτάς τας λέξεις με τρέμοντα χείλη επανέλαβεν η Ασπασία· αυταί ως κεραυνός εβρόντων επί της κεφαλής της· αυταί αντήχουν εις τα βάθη της καρδίας της. Ηθέλησε να περιπατήση ολίγον αλλά κλονηθείσα εις τους πόδας της, έπεσεν εις το έδαφος λειποθυμημένη. Εις της πτώσεώς της τον κρότον, έδραμεν η πιστή τροφός της, και μόλις την ενεκάλεσεν εις τας αισθήσεις της. «Μην τον φονεύετε... έκραζε κινουμένη ως παράφρων η Ασπασία· μην τον φονεύετε... —Τι ακολούθησε, κόρη μου; την είπεν η τροφός της. —Τον εραστήν μου φονεύουν... Τρέξε, διά τους οικτιρμούς του Θεού, τρέξε να μάθης τι έγινε... Δεν θέλει μετ' ολίγον υπάρχει!... Τρέξε να ιδής, και φέρε με τον θάνατον, ή την ζωήν. —Υπάγω να εξετάσω· είπεν η τροφός της περίλυπος.» Εξήλθεν αμέσως από την οικίαν, και μετ' ολίγην ώραν επέστρεψε. —Tι άκουσες;... την ηρώτησε τρέμουσα η Ασπασία. —«Αλλοίμονον! Τι να σε το κρύψω; Κατεδικάσθη, λέγουν, εις θάνατον από χθες. Ακόμη όμως δεν είναι βέβαιον. Έχει ο Θεός, τέκνον μου. Μην απελπίζεται· ίσως... —Τετέλεσται... Αποθνήσκω, τροφός μου, και αποθνήσκω με πικρούς ελέγχους συνειδήσεως... Φωνή θρηνώδης σπαράττει τα σπλάγχνα μου... «Ο έρως σου, με λέγεις, αφαιρεί την ζωήν από τον εραστήν σου.» Ναι, ο θανάσιμος αντίζηλός του ο Αυγερινόπουλος τον θυσιάζει, ελπίζων να διαδεχθή τον τόπον του εις την καρδίαν μου... Εξ αιτίας μου αποθνήσκει ο μόνος και αχώριστος φίλος της ψυχής μου... Διατί δεν δύναμαι να τον ιδώ;... «Διατί δεν δύναμαι να τον ειπώ; Εγώ σε καταβιβάζω εις τον τάφον. Εγώ θέλω σε ακολουθήσει.» Εζήτησεν η τροφός της να την παρηγορήση. «Ενθυμείσαι, την είπε χύνουσα πύρινα δάκρυα η Ασπασία, ενθυμείσαι ότι προ μηνών ολίγων έρραπτα μόνη την νυμφικήν στολήν μου; Αυτή θέλω σήμερον να ενδύση τα λείψανά μου… Όχι, όχι· αν ο πατήρ μου έχη ολίγην ευσπλαγχνίαν, δεν θέλει απορρίψει την τελευταίαν παράκλησίν μου... δεν θέλει εμποδίσει να θάψουν το νεκρόν μου σώμα εις το ίδιον μνήμα, όπου θέλει ενταφιασθή το αιματωμένον πτώμα του εραστού μου... —Άφες με, είπεν η τροφός της, ολίγον να συλλογισθώ. Ίσως ημπορέσωμεν να τον λυτρώσωμεν. Ίσως ημπορέσωμεν να κερδίσωμεν με χρήματα τους φύλακάς του... —Οι λόγοι σου μ' επαναφέρουν εις την ζωήν... Ω γλυκυτάτη ελπίς!... Λάβε, αγαπητή μου, τους θησαυρούς μου όλους· Λάβε, τον χρυσόν μου όλον, και τρέξε εις την φυλακήν του να τον σώσης... Να τον ιδώ μιαν στιγμήν, και ύστερον ας εκπνεύσω. Αλλ’ η ταραχή μου μ’ έκαμε να λησμονήσω. Δεν σε είπα την δυστυχίαν μου όλην. Ο σκληρός πατήρ μου υπόσχεται απόψε την δεξιάν μου εις τον Αυγερινόπουλον. —Εις τον Αυγερινόπουλον!... Μη συγχίζεσαι δι’ αυτό, τέκνον μου. Εύκολον είναι να το αποφύγης. Ζωήν μόνον να έχη ο εραστής σου.»
Αλλ' ας αφήσωμεν ολίγον την Ασπασίαν και την τροφόν της σκεπτομένας περί της απολυτρώσεως του Εξορίστου, και ας εκθέσωμεν εν συντόμω κατά ποιον τρόπον είχε γίνει η κατ' αυτού εγκληματική αγωγή και η δίκη του.
Την δεκάτην πέμπτην Σεπτεμβρίου, υπήγεν επισήμως εις το Βούρτζιον ο Δημόσιος Συνήγορος, ή μάλλον ειπείν Κατήγορος του Κράτους. Επειδή δε η Ελλάς έλαβε την ευτυχίαν ν' αλλάζη καθ' έκαστον έτος νομοθεσίαν και δικανικήν ονοματοθεσίαν, ίσως ήθελεν είσθαι καλήτερον, αν η χρονολογική τάξις το εσυγχώρει, να τον ονομάσωμεν Επίτροπον της Επικρατείας, και ακόμη καλήτερον Εισαγγελέα. Εισήλθεν εις την φυλακήν γλυκύτατος και φαιδρότατατος, ως να έφερεν αγγελίας χαράς. Επήνεσεν εις τον Εξόριστον την θέσιν του Φρουρίου ως ωραίαν και σκηνογραφικωτάτην, και την εν τω μέσω των κυμάτων ερημίαν του ως προσφορωτάτην διά φιλοσόφους κατοικίαν. Εζήτησεν έπειτα χάρτην και μελανοδοχείον, και με άκραν ευγένειαν είπεν εις τον Εξόριστον, παρόντος και του δεσμοφύλακος. «Ήλθα, Κύριε, να κάμω την εξέτασίν σας. Πλην τούτο δεν πρέπει να σας δυσαρεστήση κατ' ουδέν. Δεν σας λανθάνει πόσον είμαι φίλος της αθωότητος, και ό,τι κάμνω το κάμνω διά το καλόν σας.
»Κατηγορείσθε, Κύριε, ότι εζητήσατε να οπλίσετε την χέρσον Ελλάδα κατά της Αυτού Εξοχότητος, του νομίμου Κυβερνήτου της Ελλάδος. —Ως τοιούτον δεν τον αναγνωρίζω εγώ. —Ο Κύριος είπεν ότι δεν αναγνωρίζει την Αυτού Εξοχότητα. Μαρτύρει και συ δεσμοφύλαξ, και εγώ το γράφω εις την έκθεσιν. (Δια το καλόν σας, Κύριε, το κάμνω, και μη σας κακοφαίνεται.)
»Κατηγορείσθε, Κύριε, ότι εγράψατε γράμματα επαναστατικά εις πολλούς οπλαρχηγούς της στερεάς Ελλάδος. Εις τούτο τι έχετε ν’ αποκριθήτε;» Βλέμμα περιφρονητικόν έρριψεν ο Εξόριστος εις αυτόν και δεν κατεδέχθη να προφέρη λέξιν. «Η σιωπή του Κυρίου σημείον παραδοχής, εκραξεν ο Δημόσιος Συνήγορος. Ωμολόγησεν ο Κύριος ότι έστειλε γράμματα επαναστατικά εις πολλούς οπλαρχηγούς της στερεάς Ελλάδος. Μαρτύρει και συ δεσμοφύλαξ, και εγώ το γράφω εις την έκθεσιν. (Μην εξάπτεσθε, Κύριε, και το κάμνω διά το καλόν σας.)
»Δεν υπήγετε, Κύριε, εις την Ύδραν; —όχι. —Δεν παρευρέθητε, Κύριε, εις τον Πόρον; —Όχι. —Και εις τα δύο είπεν ο Κύριος όχι· εφώναξεν ο άνθρωπος του νόμου. Δύω αρνήσεις ποιούσι μίαν κατάφασιν. Συγκαταφάσκει λοιπόν ο Κύριος ότι και υπήγεν εις την Ύδραν και παρευρέθη εις τον Πόρον. Μαρτύρει και συ δεσμοφύλαξ, και εγώ το γράφω εις την έκθεσιν. (Μη χολοσκάνετε, Κύριε, και διά το καλόν σας το κάμνω.)»
Εις το αναιδές τούτο σόφισμα έγινεν όλος οργή ο Εξόριστος, και με κεραυνοβόλον φωνήν «φύγε, τον είπε, δορυφόρε του Καποδιστριακού ψεύδους, όργανον της γεννατικής στρεψοδικίας!... —Εξυβρίζει ο Κύριος το άτομον της Αυτού Εξοχότητος. Έγκλημα καθοσιώσεως. Μαρτύρει και συ δεσμοφύλαξ, και εγώ το γράφω εις την έκθεσιν. (Μη θυμόνετε, Κύριε, και το κάμνω διά το καλόν σον).»
Αφ' ου ο Δημόσιος Συνήγορος ετελείωσε την εξέτασιν, συνεχάρη τον εξόριστον διά τον γενναίον και ανεξάρτητον χαρακτήρα του, όστις τον ανεδείκνυεν, είπεν, άξιον της γενικής υπολήψεως του έθνους. Έπειτα με άκραν ευγένειαν και με το «Κύριε» πάντοτε εις τα χείλη ενεχείρισεν εις αυτόν την έκθεσιν, παρακαλών να ήθελε την τιμήσει με την υπογραφήν του. Εις την απάρνησιν του Εξορίστου, εξεφώνησε πάλιν το σύνηθες εφύμνιόν του «Μαρτύρει και συ δεσμοφύλαξ, και εγώ το γράφω εις την έκθεσιν.» Μετά τούτο έσφιγξε φιλικώτατα την δεξιάν του και τον απεχαιρέτησε, λέγων με στόμα γλυκύτερον μέλιτος ότι έμελλε μετ' ολίγον να τον επαναϊδή, και τούτο πάλιν διά το καλόν του.
Και τω όντι εφύλαξε τον λόγον του. Την εικοστήν τετάρτην του αυτού μηνός, εφέρθη ο Εξόριστος σιδηροδέσμιος ενώπιον του εξαιρέτου Εξαιρετικού Δικαστηρίου, όπου ο καλός μας Δημόσιος Συνήγορος τον εχαιρέτησε πάλιν ευγενικώτατα, του έσφιγξε πάλιν την δεξιάν αδελφικώτατα, και ύστερον αρχίσας την κατ' αυτού δημηγορίαν του, εζήτησεν από τους Δικαστάς, εις τον κατανυκτικώτατον επίλογόν του, (διά το καλόν πάλιν του Εξορίστου), να επιβληθή κεφαλική ποινή εις αυτόν, ω ς ε π α ν α σ τ ά τ η ν κ α ι υ β ρ ι σ τ ή ν ε ν τ α υ τ ώ τ η ς Α υ τ ο ύ Ε ξ ο χ ό τ η τ ο ς, τ ο υ Κ υ β ε ρ ν ή τ ο υ τ η ς Ε λ λ ά δ ο ς. Εθεμελίωσε δε όλα τα επιχειρήματα και τας αποδείξεις της κατηγορίας του εις την εξαγόρευσιν του Εξορίστου. Το Δικαστήριον τούτο συνίστατο από πέντε μέλη εν προς εν εκλεκτά. Το προεδρεύον διεκρίνετο των άλλων από την εωσφορικήν του φυσιογνωμίαν, και η κάτωχρος ως το θείον όψις του εμαρτύρει δίψαν αίματος, του οποίου, εφαίνετο να μην είχεν ουδέ ρανίδα εις τας φλέβας. «Έχεις ν’ αντιτάξης τι προς απολογίαν σου κατά του Δημοσίου Συνηγόρου;» ηρώτησε με απαίσιον τόνον φωνής τον Εξόριστον.
Ο Εξόριστος ανηγέρθη, και με πρόσωπον ατάραχον απεκρίθη. «Είχα ν’ αντιθέσω πολλά. Πλην η αθώωσίς μου είvαι καταδίκη σας. Με ποίον δικαίωμα εχειροτονήθητε σεις Κριταί του έθνους, και ως απλούν ύδωρ χύνετε το ανθρώπινον αίμα; Αλλά τρέμετε!... Η τελευταία ώρα σας επλησίασεν... Εξύπνησεν η Ελλάς... Φονεύσατέ με... Αυτή θέλει μ' εκδικηθή.»
«Ο Νόμος, επανέλαβεν ο φονικός Πρόεδρος, προστάζει να τιμωρηθής με θάνατον. Δύνασαι όμως να επικαλεσθής δι' ημών την ευσπλαγχνίαν και το έλεος της Αυτού Εξοχότητος, του Κυβερνήτου της Ελλάδος. —Εγώ να ζητήσω την ζωήν ως χάριν!... Αφήτε με τας χείρας μίαν στιγμήν ελευθέρας, και τότε βλέπετε ποιος θέλει ζητήσει χάριν.»
Αφ' ου ανεγνώσθη επί Κριτηρίου εις τον Εξόριστον η κατ' αυτού θανατηφόρος απόφασις, μετεφέρθη πάλιν περί την εσπέραν εις το δεσμωτήριον. Αισθανόμενος εις την δεινοπαθούσαν ψυχήν του ανάγκην απομονώσεως διά να συνέλθη και να καταμετρήση όλην την δυστυχίαν του, εκλείσθη μόνος εις έρημον κοιτωνίσκον του φρουρίου, και μετά πολλών ωρών εναγωνίους συλλογισμούς μόλις εύρεν ολίγην ανάπαυσιν εις του ύπνου την αναισθησίαν. Η απευκταία είδησις της καταδίκης του περιήλθεν όλην την φυλακήν, και την ακόλουθον αυγήν ο νέος Πελοποννήσιος, εις τον οποίον είχε διακοινώσει τα συμβάντα της ζωής του, ήλθε προς αυτόν περίλυπος. Αφ’ ου πολλά ωμίλησαν, «αυτήν την νύκτα, τον είπε δακρύων ο Εξόριστος, είδα τον αγαπητόν μου Νικήστρατον. Το πιστεύεις; Τον είδα εις το αμυδρόν φως της σελήνης, το εισδύον από το υψηλόν και στενόν τούτο παράθυρον... Όχι, δεν ωνειρευόμην... Μ' όλον ότι τα βλέφαρά μου ήσαν από την αγρυπνίαν βεβαρυμένα, δεν είχον όμως κλεισθή ακόμη... Τον είδα ωχρόν καθώς εις την εσχάτην ημέραν του αποχωρισμού μας, και με ήνοιγε σιωπηλός τας αγκάλας του. Συλλογισθείς ότι μετ' ολίγον αποδύομαι την ύλην ως εκείνος, «ήλθες φίλτατε, τον είπα, να μ' επισκεφθής εις τας τελευταίας στιγμάς της αναχωρήσεώς μου από την γην; Περίμενέ με ολίγον, και θέλομεν οδοιπορήσει ομού.» Αυτά λέγων, ανεσηκώθην διά να τον ασπασθώ... Αλλ’ εκείνος «δυστυχής Ασπασία!» κράξας με φωνήν κλαυθμηράν, έγινεν άφαντος.»
Ενώ η ενθυμήσις της ερωμένης του δεν άφινε τον Εξόριστον να βλέπη με ανάλγητον όμμα τον πλησιάζοντα θάνατόν του, η Ασπασία, μετά πολλούς δισταγμούς παραραδοθείσα τέλος πάντων εις τας συμβουλάς και εις την οδηγίαν της τροφού της, προεμελέτα να δραπετεύση διά νυκτός από τον πατρικόν της οίκον, διά να τρέξη προς απολύτρωσιν του εραστού της και ν' αποφύγη συγχρόνως τον Αυγερινόπουλον. Η ελπίς της επιτυχίας μετριάζουσα την θλίψιν της, την καθίστα οπωσούν ήσυχον καθ' όλον το επίλοιπον μέρος της εικοστής πέμπτης Σεπτεμβρίου, και ο πατήρ της χαίρων διά την μεταβολήν αυτήν, την οποίαν υπέθετεν αποτέλεσμα μεταμελείας και συμφρονήσεως, έκαμνεν έτι μάλλον προθύμως τας προπαρασκευάς των αρραβώνων της δι' εκείνην την εσπέραν. Ματαίως η Ασπασία, βασανιζομένη από την ιδέαν ότι έμελλεν η φυγή της να κοινολογηθεί, επροφασίσθη ότι την έλειπον αναγκαία τινα στολίδια, και τον εζήτησε ν' αναβάλη την τελετήν διά μίαν μόνον ημέραν. Αποκριθείς ο γέρων ότι, αν είχε χρείαν κανενός πράγματος, εδύνατο να το δανεισθή από καμμίαν συγγενή της, έστειλεν αμέσως εις όλους τους Υπουργούς και Γερουσιαστάς της Αυτού Εξοχότητος προσκλητικά γραμμάτια, τα οποία διά το επισημότερον είχεν ακόμη τυπώσει, και υπήγεν ο ίδιος εις τον Αρχηστράτηγον Αυγουστίνον, π α ρ α κ α λ ώ ν τ α π ε ι ν ώ ς τ η ν Π α ν ε κ λ α μ π ρ ό τ η τ ά τ ο υ ν α ή θ ε λ ε τ ι μ ή σ ε ι τ ο π τ ω χ ι κ ό ν τ ο υ μ ε τ α ς δ ά φ ν α ς τ η ς σ τ ρ α τ η γ ι κ ή ς τ ο υ δ ό ξ η ς. Προητοίμασε τράπεζαν συβαριτικήν διά τον Κύριον Κόμητα, και προ πάντων διά τα σεβαστά μέλη της Γερουσίας, τα οποία εκ πείρας γαστρονομικής εγνώριζον πόσην έχει επιρροήν εις τον εγκέφαλον η ευλογημένη κοιλία, και διά τούτο ελάμβανον εξιδιασμένην φροντίδα περί του σημαντικού αυτού μέρους του σώματός των. Εξέθεσεν επιδεικτικώς όλον τον άργυρόν του, και κατεκόσμησεν όλους τους θαλάμους του με πολυτελή κειμήλια και με χρυσοκέντητα μεταξωτά υφάσματα. Μετά τούτο εζήτησεν επιμόνως από την μονογενή θυγατέρα του να στολισθή με τους πλουσιοτέρους τιμαλφείς λίθους της. Υπήκουσεν η Ασπασία. Αλλά με ποίους παλμούς λύπης, με ποίους ελέγχους συνειδήσεως ηναγκάζετο κατά πρώτην φοράν ν’ απατήση τον πατέρα της, διά να σώση τον εραστήν της!
Είχεν αρχίσει να νυκτόνη, και οι υπηρέται κατεγίνοντο ν’ ανάψωσι τους πολυαρίθμους φανούς και πολυελαίους, όταν μετά πολλών ωρών απουσίαν επέστρεψεν εις την οικίαν η τροφός της Ασπασίας, και την είπε μυστικά λόγους τινάς, οι οποίοι διέχυσαν την χαράν εις όλον το πρόσωπόν της. Μετ' ολίγον εφάνη και ο Αυγερινόπουλος όλος ευωδιάζων από μύρα και συνοδευόμενος από πολλούς συγγενείς του. Όσους στολισμούς επιδέχεται η μακαρία φουστανέλα, όλους τους είχεν εις την ιδικήν του. Με την δεξιάν χείρα έβαλλεν εις συμμετρίαν τους μύστακάς του, και με την αριστεράν έπαιζε τα εκ της ζώνης κρεμάμενα κοράλλινα πατερημά του, φροντίζων εν τοσούτω να φαίνεται και το σμαράγδινον νυμφικόν του δακτυλίδιον, το οποίον ήρχετο ν' ανταλλάξη. Είδε μακρόθεν την Ασπασίαν ακτινοβολούσαν από αδάμαντας. Επροχώρησε με βήμα βραδύ προς αυτήν, τρίβων το μέτωπόν του και συλλογούμενος να εφεύρη κανένα πνευματώδη χαιρετισμόν. «Κυρία μου! την είπε τελευταίον, προσηλόνων τα όμματα εις το εκ μαργαριτών βαρύτιμον περιδέραιόν της, εις το μέσον του οποίου έλαμπε λιθοκόλλητος η εικών της· πόσον θαμβόνει την όρασιν, το εκ του λαιμού σας κρεμάμενον αντίτυπον της μορφής σας! Συγχωρήσατέ με να σας το ειπώ· προ πολλού κρατώ εις τα φύλλα της καρδίας μου αντίγραφον αυτής, ίσον απαράλλακτον τω πρωτοτύπω. —Κανέν δίπλωμά σας αναγινώσκετε, Κύριε Αυγερινόπουλε, ή κανέν προικοσύμφωνον; τον ηρώτησεν εξαίφνης εις αστείος, διακόπτων την αγχινουστάτην μεταφοράν του. —Η αηδής ειρωνεία να μη λείψη ποτέ! απεκρίθη στραφείς προς αυτόν ο Αυγερινόπουλος. Πάντοτε σκωπτικός; Πάντοτε πρόθυμος να θυσιάζετε τον καλήτερον φίλον εις την χειροτέραν βωμολοχίαν;» και πλησιάσας περισσότερον εις την Ασπασίαν, εξηκολούθησε να την ομιλή με χαμηλήν φωνήν, εις το πείσμα του περιέργου ακροατού του. Αλλ' εκείνη με πολλήν επιτηδειότητα και χάριν απέφυγε πάσαν ομιλίαν, και απεσύρθη από τον θάλαμον. «Η σκληρά με απορρίπτει...» είπε κατ' ιδίαν ο Αυγερινόπουλος. Έπειτα βλέπων το πρόσωπόν του εις το αντικρυνόν κάτοπτρον, «μα τον θεόν, επρόσθεσε, δεν είμαι νέος διά ρίψιμον... θέλει συναισθανθή το άδικόν της· θέλει με αγαπήσει με τον καιρόν.»
Ήρχισεν εν τοσούτω να συρρέη κόσμος πολύς, ότε η Ασπασία και η τροφός της εξήλθον κρυφίως από μικράν οπίσθιον θύραν της οικίας, επέβησαν εις εν προητοιμασμένον πλοιάριον και διευθύνθηκαν προς το φρούριον του Βουρτζίου.
«Πού μας υπάγουν;... ηρώτησεν η Ασπασία την τροφόν της, αφού απεμακρύνθησαν ολίγον από τον αιγιαλόν. Έχεις βεβαιότητα διά την πίστην των;… Εγώ τρέμω... —Σε το είπα, κόρη μου· οι κωπηλάται αυτοί είναι άνθρωποι του καλού Υδριώτου, εις του οποίου το σπήτι θέλει κρυφθή, αφού τον γλυτώσωμεν από την φυλακήν. Μη σε μέλει· όλα τα επρόβλεψα· έχω αγορασμένον τον φύλακά του. Ο Θεός βοηθός, και τον ελευθερόνομεν. —Και πού είναι το σπήτι αυτό του Υδραίου; ―Εδώ, εις το παραθαλάσσιον. —Θεέ μου!... Εις το Ναύπλιον όλοι τον κατατρέχουν... Είναι τόσοι κατάσκοποι!... Αν τύχη και μάθουν το μέρος, όπου θέλει καταφύγει;... —Εις το Ναύπλιον δεν έχει να σταθή παρά μίαν ή δύω ημέρας το πολύ, έως να ευρεθή ευκαιρία διά την Ύδραν. —Άλλος ακόμη συλλογισμός με βασανίζει... Την στιγμήν αυτήν με προσμένει ο πατήρ μου... Ποίαν λύπην θέλει δοκιμάσει, όταν με ζητήση και δεν μ' εύρη!... Με τι πρόσωπον εις το εξής έχω πλέον να τον ιδώ;…»
Έφθασαν εις το Βούρτζιον. Με κλεπτοφάναρον εις την χείρα τας υπεδέχθη ο δεσμοφύλαξ, και, διά να μη κάμει κρότον, πατών εις τους όνυχας των ποδών του, τας ωδήγησεν εις τον κοιτωνίσκον του Εξορίστου, όστις πλησίον σβύνοντος λύχνου εκοιμάτο την στιγμήν εκείνην ωχρός και με κόμην ανεστραμμένην. Εις το θέαμα τούτο άφησε κραυγήν ακούσιον η Ασπασία, και ο Εξόριστος, ανοίξας τους οφθαλμούς και νομίζων ότι έβλεπε καθ' ύπνον την ερωμένην του, «διά τελευταίαν φοράν, είπε, παρουσιάζεσαι εις τ' όνειρόν μου, Ασπασία;... Ήλθες να με αποχαιρετήσης πριν του θανάτου μου;... —Ιδέ με, αγαπητέ... Αναγνώρισε την Ασπασίαν σου... —Θεέ!... Εις την γην, εις τον ουρανόν ευρίσκομαι;… Όραμα βλέπω;… Έξυπνος είμαι;… και χείμαρρος δακρύων επλημμύρει τα όμματά του, και σπασμώδης κλαυθμός διέκοπτε την φωνήν του. «Ήλθα να σε απολυτρώσω· τον είπε η Ασπασία, καταβρέχουσα τας χείρας του με τα δάκρυά της. Μη χάνωμεν καιρόν. Όλοι συνώμωσαν κατά σου. Εδώ είναι πλοιάριον έτοιμον διά να σε φέρη εις το Ναύπλιον, και οίκος εκεί φιλικός διά να κρυφθής από τα όμματα των δημίων σου. —Άφες με να σε ιδώ... Άφες να χαρώ την μακαρίαν αυτήν στιγμήν... Επανερχόμενος από τον θάνατον εις την ζωήν, από το σκότος της φυλακής εις το φως της αγγελικής παρουσίας σου, δεν διακρίνω πού ευρίσκομαι, η όρασίς μου θαμβόνεται και το λογικόν μου εκλείπει...» και με σφοδρούς κλόνους καρδίας εξελθών από την φυλακήν, εμβήκε με την Ασπασίαν και με την τροφαν αυτής εις το σκάφος, αφού αντέμειψε και αυτός με άφθονον χείρα τον δεσμοφύλακα. Εις την σύντομον διάπλευσίν των, οι δυστυχείς ερασταί μόλις έλαβον καιρόν να διηγηθώσιν ο εις εις τον άλλον όσα υπέφερον μετά τον χωρισμόν των, και όταν έφθασαν εις το παράλιον, «αύριον θέλω σε γράψει, τα κατ’ εμέ, είπεν εις τον Εξόριστον η Ασπασία. Λάβε την επιστήθιόν μου αυτήν εικόνα, υπό την οποίαν τοσάκις έπαλεν η Καρδία μου, τρέμουσα διά τας ημέρας σου... Λάβε την ως ενέχυρον της σταθεράς μου αγάπης… Ας με ανακαλή αυτήν εις την μνήμην σου, όσον ακόμη καιρόν η σκληρά τύχη μας αποχωρίση.»
Και ο μεν Εξόριστος, ακολουθήσας ένα των πιστών κωπηλατών, διευθύνθη προς την οικίαν του Υδραίου, όπου έμελλε να κρυφθή· η δε Ασπασία κατέφυγεν εις ένα της Προνοίας οικίσκον, τον οποίον η προβλεπτική τροφός της είχε φροντίσει να ενοικιάση, και από εκεί έγραψεν αμέσως εις τον πατέρα της ότι προέκρινε μυριάκις ν' αποθάνη, παρά να δεχθή την δεξιάν του Αυγερινοπούλου, και ότι, αν εκείνος επέμενε ζητών να την θυσιάση, είχεν αυτή απόφασιν να θάψη τας λοιπάς ημέρας της ζωής της εις κανέν Μοναστήριον.
Ας στρέψωμεν τώρα τα όμματα εις τον πατρικόν της οίκον, όπου τα πράγματα έλαβον αρκετά κωμικήν μορφήν. Ήλθον κατ' αρχάς οι Κύριοι Υπουργοί της Αυτού Εξοχότητος, εις το μέσον των φέροντες τον θούριον άνδρα, τον Αύγουστινον Καίσαρα, έπειτα οι σεβάσμιοι Γερουσιασταί και το άνθος των καποδιστριζόντων. Μόλις οι μάκαρες αυτοί επάτουν το κατώφλιον του μεγάλου θαλάμου της υποδοχής, και δύω υπηρέτιδες, η μία εκ δεξιών και η άλλη εξ αριστερών, τους ερράντιζον με ροδόσταγμα και τους εκάπνιζον με αρώματα.
Καθήσας ο Κύριος Κόμης και λαβών τας συνήθεις φιλοφρονήσεις, μετά πολλής της σοβαρότητος απέτεινε τον λόγον προς τον πατέρα της Ασπασίας. «Αν δεν είχα, τον είπεν, ιδιαιτέραν αγάπην προς την οικογένειάν σου, δεν ήθελα δεχθή απόψε την πρόσκλησιν, επειδή αύριον, πριν φέξη ακόμη, αναχωρώ διά την Ερμιόνην, διά να καθυποτάξω την Ύδραν. Ο Κυρ Αυγερινόπουλος, νυμφευόμενος την θυγατέρα σου θέλει αποκτήσει δικαιώματα εις την εύνοιάν μου.» Και πολλοί των παρευρισκομένων υπεμειδίασαν πονηρώς, και ο Κυρ Αυγερινόπουλος εσηκώθη αμέσως, και με βαθύτατον σέβας επροσκύνησε τον ευμενέστατον Κόμητα. «Αλλ' η Κυρία φιλτάτη σας δεν φαίνεται· επρόσθεσε γηραιός τις Γερουσιαστής, όστις, γαργαλιζόμενος ήδη από την διαχεομένην του μαγειρείου ευωδίαν, ηθέλησε να επιταχύνη την ώραν του συμποσίου. Ο Κύριος Κόμης δεν δύναται να χρονοτριβήση εδώ πολύ, επειδή, ως Στρατηγός, έχει να δώση πολλάς διαταγάς και να σκεφθή ωρίμως περί του πολεμικού σχεδίου, εκ του οποίου κρέμαται η σωτηρία της Ελλάδος και η εξόντωσις των κακοβούλων της Ύδρας.» Ο πατήρ της Ασπασίας, νεύσας εις μίαν θεραπαινίδα να πλησιάση, εμήνυσε την θυγατέρα του να έλθη αμέσως, και [η] καρδία του Αυγερινοπούλου εσκίρτησεν από χαράν. Ο ανυπόμονος μνηστήρ είχεν ήδη τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις την θύραν, ότε η αυτή θαλαμηπόλος επέστρεψε με σύγχυσιν, την οποίαν δεν εδύνατο να κρύψη, και είπε μυστικά εις τον αυθέντην της ότι εχάθη από την οικίαν η Ασπασία.
Ο πατήρ εξέρχεται τεταραγμένος... Ο Αυγερινόπουλος ωχριά, υποπτεύσας ευθύς την δυστυχίαν του... Οι προσκληθέντες αρχίζουν να κρυφολαλώσι και να ρίπτωσι βλέμματα πονηρά εις την αλλοιωθείσαν φυσιογνωμίαν του Αυγερινοπούλου... Μετ' ολίγον ο οικοδεσπότης μηνύει εξ ενός μέρους εις την ομήγυριν ότι έρχεται, εξ άλλου στέλλει ανθρώπους και ο ίδιος τρέχει προς αναζήτησιν της θυγατρός του εις όλας τας συγγενικάς του οικίας... Πολλή ώρα παρέρχεται... Ο Στρατηγός της Ελλάδος, καταφλεγόμενος από αρειμάνειον πυρ, ζητεί μάχας… θέλει ν' αναχωρήση... Εξαίφνης εις ανεπιτήδειος υπηρέτης εμβαίνει, κρατών εν γράμμα... «Από πού αυτό το γράμμα;... φωνάζει ο Αυγερινόπουλος, τρέμων και νομίζων ότι έφθασεν η έγγραφος ακύρωσις του προικοσυμφώνου. —Τώρα τώρα το έφερε κάτω ένας ξένος, και αμέσως έφυγε... φαίνεται από το επανώγραμμα να ήναι από την Κυρίαν Ασπασίαν ... Λάβετέ το, Κύριε, και όταν γυρίση ο αυθέντης απ’ έξω του το δίδεται. —Δεν είν' εδώ…, η Ασπασία!... λέγει καθ' εαυτόν ο Αυγερινόπουλος· δεν είν' εδώ!...» και, η φωνή εκπνέει εις τα χείλη του. Ανυπόμονος να ιδή τι εμπεριέχει το γράμμα, και θέλων ν' αποφύγη την περιέργειαν των θεατών, μεταβαίνει ευθύς εις άλλον θάλαμον, ανοίγει την επιστολήν, την αναγινώσκει με παραφοράς λύσσης, και μη τολμών να φανή πλέον εις την συναναστροφήν, γίνεται άφαντος.
Εν τοσούτω επέστρέψεν ο πατήρ της Ασπασίας, αφ’ ου ματαίως την εζήτησεν εις όλων των συγγενών του τας οικίας, και νομίζων ότι δεν είχεν η φυγή της φανερωθή, «ζητώ, είπε, συγγνώμην από την έντιμον συνάθροισιν, και προ πάντων από τον Πανεκλαμπρότατον, αν αιφνήδιος ασθένεια της θυγατρός μου δεν την συγχωρή να παρουσιασθή. Χάριτι θεία όμως, αφ’ ου εφλεβοτομήθη, ευρίσκεται πολύ καλύτερα, και παρακαλούνται οι Κύριοι να μην ήθελον ακόμη απέλθει.» Συγχρόνως ήρχισεν έξω η μουσική να παίζη εν βάδισμα πολεμικόν, και ο Στρατάρχης Κόμης, ως να είχεν ακούσει σάλπιγγος ήχον, ζωσθείς ευθύς την ρομφαίαν του, έτρεξε να παρασκευασθή διά τα πεδία του Άρεως. Ήσαν όλοι έτοιμοι να διαλυθώσιν, ότε εις Γερουσιαστής, βλέπων παρεσκευασμένον εις τον πλησίον θάλαμον δείπνον μεγαλοπρεπές, «Κύριοι, εφώναξε, δεν μεταβαίνομεν από το μέρος αυτό εις το αντικρυνόν εκείνο; Η Κυρία φιλτάτη της τιμιότητός του, καθώς βλέπετε, επρόλαβε το κακόν, και δεν είναι πλέον εις κανένα κίνδυνον... Έπειτα, κατά τον σοφόν Αριστοτέλην, το καλό φαγητόν αναπαύει τας μεγαλητέρας λύπας, και ο λάρυγξ έχει μεγάλην συγγένειαν με την καρδίαν. Αι! πάλιν δεν θα σκάσωμεν από μελαγχολίαν...
«Ε! χου! ελάστε.
Φέρτε, κεράστε
Βάλτε, να πιούμε,
Να ευφρανθούμε.»
Η γνώμη του εμβριθούς Γερουσιαστού ενεκρίθη ομοφώνως. Υπουργοί και Γερουσιασταί, Γραμματείς και Φαρισαίοι, όλοι συνεδρίασαν περί την τράπεζαν, και αφ’ ου κατά κόρον έφαγον και αφθόνως έπιον εις υγείαν του οικοδεσπότου και του απόντος γαμβρού, επέστρεψεν έκαστος εις τα ίδια.
Φθάσας ο Εξόριστος εις το άσυλόν του, εζήτησεν ευθύς να ιδή τον μεγαλόψυχον οικοδεσπότην, όστις ερριψοκινδύνευε διά να τον σώση από τον θάνατον. Αφ' ου αδελφικώς, τον ενηγκαλίσθη, «γενναίε άνθρωπε, τον είπεν, οι χαρακτήρες σου δεν με είναι γνωστοί. Αλλ’ η ευεργεσία σου αυτή με συνδέει με σε διά βίου —Σε γνωρίζω εγώ εκ φήμης, απεκρίθη αντασπασθείς αυτόν ο καλός Υδραίος. Αι πολλαί σου εκδουλεύσεις προς την πατρίδα, ο εξορισμός σου από το Ναύπλιον, και όσα εσχάτως έπαθες αφ’ ου σε συνέλαβσν εις την Σαλαμίνα, μ' εφιλίωσαν με σε, και χρέος μου απαραίτητον ενόμισα να σε βοηθήσω εις αυτήν την περίστασιν.»
Ο νησιώτης ούτος ήτον εκ της μεσαίας κλάσεως, και είχε τ' αρχαϊκά ήθη της Ύδρας. Ειλικρινής φίλος της ελευθερίας, απεστρέφετο την καποδιστριακήν Κυβέρνησιν εκ πρώτης αρχής, και κατ' εκείνην μάλιστα την εποχήν, καθ' ην ήρχισεν αυτή ανερυθριάστως να καταπολεμή την νήσον του με ξένην ναυτικήν δύναμιν.
Ανυπόμονος να μάθη ο Εξόριστος εις ποίαν στάσιν ήσαν τα πράγματα της Ελλάδος, είπεν εις αυτόν. «Εξερχόμενος από φυλακήν, όπου έμεινα ολόκληρον μήνα εστερημένος πάσης συγκοινωνίας, ευρίσκομαι σήμερον εις παντελή άγνοιαν των διατρεχόντων. Είναι ακόμη ελπίς ν’ αποτινάξωμεν τον ζυγόν του Κερκυραίου; —Εις αυτόν τον κόσμον, απεκρίθη στενάξας ο Υδραίος, φαίνεται να επλάσθησαν οι καλοί διά να βασανίζωνται, και οι κακοί διά να ευτυχώσιν. Ο Καποδίστριας θριαμβεύει. Εις ολίγας ημέρας καταστρέφει την Ελλάδα... —Και η αντιπολίτευσις της Ύδρας; Οι τόσοι λόγιοι άνδρες, οι εκεί συσωρευθέντες; Οι τόσοι πολιτικοί αρχηγοί της Πελοποννήσου, οι εκεί καταφυγόντες; Ο Μιαούλης; Ο Κριεζής; Ο Μαυρομιχαλικός οίκος, ο κινών την Μάνην όλην; Τι γίνονται όλοι αυτοί; —Καθώς βλέπω, τω όντι δεν γνωρίζεις τα τελευταία συμβάντα μας, και εις ολίγους λόγους θέλω σε τα εξιστορήσει. Μετά το καύσιμον του δικρότου μας εις τον Πόρον, η Ύδρα συνεκάλεσεν εθνικήν Συνέλευσιν. Πεντήκοντα Πληρεξούσιοι από το Αιγαίον πέλαγος, δεκατρείς από την Μάνην επί κεφαλής των έχοντες τον Αντώνιον Μαυρομιχάλην, ο Ανδρέας Ζαΐμης από την Κυναίθην, ο άξιος υιός του εναρέτου Κανακάρου Βενιζέλος Ρούφος από τας Πάτρας, και άλλοι Πελοποννήσιοι συνήλθον εις την Ύδραν. Η πρώτη πράξις των ήτον να διακηρύξωσι τον Ιωάννην Καποδίοτριαν έκπτωτον της αρχής, και να συστήσωσι νέαν Κυβέρνησιν εις τας επαρχίας τας οποίας αντεπροσώπευον. Διά να δυνηθή δε η Μάνη να εκχυθή και να διακοινώση την επανάστασιν εις την λοιπήν Πελοπόννησον, έσπευσαν να στείλωσιν εις αυτήν πλοία με χρήματα και πολεμεφόδια. Αλλ' εξαίφνης εφάνη πάλιν η σύμμαχος του Καποδίστρια ξένη δύναμις, και κατέκαυσεν εις εκείνα τα μέρη τον στολίσκον μας. Μετά τούτο εδιώχθησαν τα πλοία μας και από το Αιγαίον, και σήμερον η Ύδρα, όχι μόνον είναι εις στενόν αποκλεισμόν, αλλά και κινδυνεύει να εξολοθρευθή από πολυάριθμον στράτευμα, συναθροιζόμενον καθ' ημέραν εις την
Ερμιόνην διά να κάμη απόβασιν εις αυτήν. —Οι Στερροελλαδίται, ο στρατηγός Βάσος προ πάντων, δεν εκινήθησαν; —Μετά την σύλληψίν σου εις την Σαλαμίνα, παρελύθη όλον το σχέδιον της αναστατώσεως της Στερεάς Ελλάδος, και τα πλοία, τα οποία έστειλεν εις την νήσον αυτήν η Ύδρα διά να παραλάβωσι τον Στρατηγόν Βάσον, ηναγκάσθησαν να υποχωρήσωσιν εις την Ρωσσικήν Μοίραν και να επιστρέψωσιν άπρακτα —Και εις τοιαύτας δεινάς περιστάσεις, ο Λάζαρος Κουντουριώτης τι κάμνει; —Στέκει ατάραχος, ως έμπειρος και ατρόμητος ναύκληρος, και εις αυτήν ακόμη την στιγμήν του ναυαγίου. Είναι βέβαιον ότι έστειλεν ο Καποδίστριας προς αυτόν ένα ιερέα κατ' αρχάς, και Νικολαΐδην τινά ύστερον, δια να τον καταπείση με λαμπράς υποσχέσεις να παραδώση τον Αλέξανδρον Μαυροκορδάτον, τον Κωνσταντΐνον Ζωγράφον, τον Πολυζωίδην, τους Σούτσους, τους Κλονάρας και όλους τους κινούντας την νοεράν αυτήν συνταγματικήν πάλην. Αλλ' αυτός, καθώς και ο αδελφός του Γεώργιος, απέρριψε με αγανάκτησιν την τοιαύτην πρότασιν. —Ο δε Ιωάννης Κωλέττης τι κάμνει εδώ εις το Ναύπλιον; Ποίους σκοπούς τρέφει; —Έως σήμερον ησυχάζει εις την γερουσιαστικήν του καθέδραν. —Είναι πολύς καιρός, αφ’ ου λείπεις από την Ύδραν; —Τρεις μόνον ημέραι. Είδα τον Μαυροκορδάτον λυπούμενον διότι, αφού αυτός τόσον γενναίως έδωκε το σύνθημα της επαναστάσεως, ελπίζων εις την σύμπραξιν της Στερεάς Ελλάδος, βλέπει τον Κωλέττην να μένη ακόμη αργός. Είδα τον Ζαΐμην θλιβόμενον και αυτόν, όχι διότι κατήντησαν εις απόγνωσιν τα πράγματα της πατρίδος, αλλά διότι απεκλείσθησαν εις την Ύδραν οι φιλόδοξοι σκοποί του. Ο Μιαούλης ήτον ασθενής. Ο Τσάμης Καρατάσος ετοιμάζετο να ριφθή απελπισμένος εις την Μάνην. Εις τας παραμονάς αυτάς της εφόδου, ήτις παρασκευάζεται κατά της Ύδρας, άλλοι απόφασιν έχουν να μείνωσιν εις τους βράχους της και να σφαγώσι πολεμούντες· άλλοι μελετώσι ν’ αφήσωσι την Ελλάδα, την γην αυτήν των αιωνίων στεναγμών, και ν' αποδημήσωσι με την έντιμον πενίαν των. —Εκεί τρέχω, εφώναξεν ενθουσιών ο Εξόριστος· εκεί να χύσω το αίμα μου όλον υπέρ των εθνικών μας δικαίων... Εύρε με, φίλε, κανέν πλοιάριον, διά να φύγω από τον μεμολυσμένον αυτόν τόπον της δουλείας... Αισθάνομαι πνιγηρόν τον αέρα, τον οποίον εδώ αναπνέω…»
Υπεσχέθη ο Υδραίος να τον προμηθεύση την ερχομένην ημέραν αρμόδιον πλοίον. Εξήλθε το πρωί διά τούτο, και μετ' ολίγας ώρας επιστρέψας, «η φυγή σου, τον είπεν εφανερώθη. Οι κατάσκοποι σε ζητούν εις όλα τα μέρη, και δημόσιος Κήρυξ εις την αγοράν φωνάζει ότι δύω χιλιάδας Φοινίκων έχει να λάβη προς ανταμοιβήν, όστις ήθελε σε παραδώσει. Το καλόν είναι μόνον ότι ευρέθη ευκαιρία διά την Ύδραν. Αδύνατον όμως είναι, διά την αυστηράν επαγρύπνησιν της Αστυνομίας, να εκπλεύσης από τον λιμένα του Ναυπλίου. Πρέπει λοιπόν αύριον τα χαράγματα με φορέματα χωρικού να κινήσης πεζός διά το Τολόν, όπου απόψε κατά παραγγελίαν μου υπάγει εν πλοιάριον να σε προσμείνη.
Την εικοστήν εβδόμην Σεπτεμβρίου, ημέραν Κυριακήν, δεν είχεν ακόμη ανατείλει ο ήλιος, και ο Εξόριστος υπό απλά ενδύματα χωρικού, αφού διήλθε την μικράν θύραν του αιγιαλού, διευθύνετο προς την πύλην της ξηράς, αποφεύγων τας μεγάλας και πολυανθρώπους οδούς της πόλεως διά να μη γνωρισθή από κανένα διαβάτην. Αλλ’ έμελλε μετ' ολίγας στιγμάς να γίνη αυτόπτης μάρτυς μεγάλου συμβάντος, το οποίον θέλομεν εκθέσει λεπτομερώς.
Ήτον έκτη και ημίσεια σχεδόν ώρα, και οι κώδωνες επροσκάλουν τους πολίτας εις την λειτουργίαν, ότε κατά την στενήν του Αγίου Σπυρίδωνος αγυιάν εξαίφνης εφάνη έμπροσθέν του ο Ιωάννης Καποδίστριας, παρακολουθούμενος από δύω σωματοφύλακας, Γεώργιον Κοζώνην τον μονόχειρα και Δημήτριον Λεωνίδην. Ο αγέρωχος Κυβερνήτης διευθύνετο προς τον ναόν του Αγίου Σπυρίδωνος, και η κλίσις του σώματός του προς την γην επρόδιδε την θλίψιν της ψυχής του. Έρριψε βλέμμα διαπεραστικόν προς τον Εξόριστον, και το πρόσωπόν του, εξαγριωθέν διά μιας, εφάνη να προεμήνυσεν ότι έμελλε ν' ανακαλύψη τον υπό χωρικήν στολήν κρυπτόμενον εχθρόν του. Αλλά δύω άλλοι άνθρωποι ολίγον τι μακράν είλκυσαν όλην την προσοχήν του. Ήσαν αυτοί ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης και ο θείος του Κωνσταντίνος, προσευχόμενοι παρά την θύραν της εκκλησίας, ο εις ένδον και ο άλλος εξω. Προ πολλού χρόνου υπό φύλαξιν αστυνομικήν όντες, συνωδεύοντο τότε από δύω στρατιώτας της Πολιταρχίας. Κατά πρώτην πρόσοψιν αποδειλιάσας, ως φαίνεται, ο Καποδίστριας, εστάθη ολίγον, και τα όμματά του εστράφησαν εις την γειτονεύουσαν οικίαν του Υπουργού του Ροδίου. Αλλ' έπειτα ως να είχεν ερυθριάσει διά τοιούτον δείγμα μικροψυχίας, επροχώρησε θαρραλέως, έφθασε πλησίον εις τους Μαυρομιχάλας και τους εχαιρέτησεν, ότε ο μεν Γεώργιος από την μαύρην χλαίναν, την οποίαν εφόρει, εξέφερε με την μίαν χείρα ξιφίδιον, και αρπάσας αυτόν με την άλλην εκ του στήθους, του το ενέπηξε δις και τρις εις το υπογάστριον, κατά τον δεξιόν βουβώνα· ο δε Κωνσταντίνος εκένωσε ταυτοχρόνως θανατηφόρον πυροβόλον όπισθεν της κεφαλής του... Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος έπεσεν ύπτιος, και αναστρέψας αγρίως τους οφθαλμούς, έδειξε και αποθνήσκων την αφοβίαν, ήτις τον εχαρακτήριζεν. «Εκδικήσεως αποφράς ημέρα! Γενικής απελπισίας έκρηξις θανάσιμος! » Είπε καθ’ εαυτόν, δακρύσας ο Εξόριστος, και όπισθέν του άλλη εκπυρσοκρότησις ηκούσθη, και άλλο θύμα έπεσε κατά γης... Ο πυροβοληθείς ήτον ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης.
Ο φόνος του Κυβερνήτου εν ροπή οφθαλμού διεκοινώθη καθ' όλην την πόλιν, και πανταχόθεν το στρατιωτικόν συνέρρεεν ατάκτως. Αφήσας μετά πολλών άλλων την πλήρη αιμάτων και θορύβου οδόν ο Εξόριστος, εξήλθε τεταραγμένος από το Ναύπλιον. Περίεργος δε να ιδή το αποβησόμενον, ελησμόνει ότι εκινδύνευε, και αντί να ταχύνη τα βήματά του προς το Τολόν, εβάδιζε βραδέως προς την Πρόνοιαν. Αφ’ ου περιεφέρθη πολλήν ώραν εις το Προάστειον χωρίς να δυνηθή να μάθη τι νεώτερον, ιδών τέλος πάντων πολλούς ανθρώπους συναθροιζομένους εις εν Καφενείον υπήγεν εκεί και αυτός.
«Εστεκόμην εις την εκκλησίαν, διηγείτο εις πολίτης καθ' ην στιγμήν εισήρχετο εις το Καφενείον ο Εξόριστος, έμπροσθεν της εισόδου, όταν ήλθον οι δύω Μαυρομιχάλαι. Ο Γεώργιος, αφ’ ου ησπάσθη την εικόνα, παρήγγειλεν εις ένα στρατιώτην, όστις τον συνώδευε, ν' ανάψη λαμπάδα εις τον Άγιον, και ύστερον εστάθη μέσα, ακουμβών εις το φύλλον της θύρας. Ο Κλήτωρ της Αστυνομίας, κατά την συνήθειαν, έδωκεν είδησιν ότι έρχεται ο Κυβερνήτης, και οι Μαυρομιχάλαι συνενοήθησαν ευθύς με τα νεύματα. Μόλις εκείνος επάτησε το κατώφλιον, και αυτοί, ενώ τους εχαιρέτα, τον εκτύπησαν σχεδόν εις την στιγμήν, ο Γεώργιος με μαχαιρίδιον, και ο Κωνσταντίνος με πυροβόλον. «Τι σας έκαμα;...» αυτό μόνον τον ήκουσα να ειπή, και τον είδα να πέση νεκρός. Την περασμένην Κυριακήν, και χθες ακόμη, ήλθον οι δύω Μαυρομιχάλαι εις τον Άγιον Σπυρίδωνα, και καθώς σήμερον, εστάθησαν εις την αυτήν θέσιν με τον αυτόν, ως φαίνεται, σκοπόν. Το παράξενον είναι ότι προ ενός μηνός και περισσότερον, ο Αστυνόμος του Ναυπλίου, μαθών ότι ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης είχεν αγοράσει εξ πιστόλας από ένα Τήνιον έμπορον, το είχεν αναγγείλει ευθύς με το μέσον του Διοικητού Αξιώτου εις τον Κυβερνήτην. Αυτός όμως δεν έδωκε την παραμικράν προσοχήν, και δεν είναι αμφιβολία ότι με κανέν από αυτά τα όπλα σήμερον εφονεύθη.»
Ο Εξόριστος, όστις από μακράν ήκουε προσεκτικός αυτήν την ομιλίαν, επιθυμών να μάθη τι και περί της τύχης των φίλων του Μαυρομιχαλών, επλησίασεν ολίγον εις τον διαλεγόμενον, και με απλούν τρόπον χωρικού τον ηρώτησε περί αυτών. Αλλ' εκείνος μη καταδεχόμενος, φαίνεται, να δώση απόκρισιν εις τον Εξόριστον ως εις αγροίκον ζευγολάτην, και αποτεινόμενος προς τους άλλους, «δεν ηξεύρετε ίσως, εξηκολούθησε να λέγη, με ποιον τρόπον εθανατώθη ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης; Ευρέθην παρών». Αφ’ ου αυτός έδωκε την θανάσιμον πληγήν εις τον Κυβερνήτην, αμέσως, διά να σωθή, επήδησεν εις ένα στενόν ανήφορον, ευρισκόμενον έμπροσθεν εις την θύραν της εκκλησίας. Κτυπηθείς όμως εκεί με πιστόλαν από τον Γ. Κοζώνην, σωματοφύλακα του Κυβερνήτου, έπεσε κατά γης. Ανεσηκώθη μ' όλον τούτο ευθύς, εκάθησεν εις μίαν πέτραν και βλέπων τον Κυβερνήτην πνιγμένον εις το αίμα του, ανώρθωσε με αγρίαν χαράν τους μύστακάς του και είπε. «Βαρείτε με τώρα... Εσκότωσα τον τύραννον…» Οι λόγοι του αυτοί παρώξυνον ακόμη περισσότερον τους στρατιώτας, οι οποίοι, πληγόνοντές τον με ασπλαγχνίαν και κυλίοντές τον ζωντανόν εις τους δρόμους, τον έφερον έως εις την πλατείαν του Πλατάνου, όπου εξεψύχησεν. Από εκεί έσυρον πάλιν το πτώμα του έως εις την Αρβανητιάν, και τέλος πάντων το εκρήμνισαν από τους βράχους εις την θάλασσαν. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, διά να γλυτώση, έτρεξε και αυτός προς την κατοικίαν του Στρατηγού Γεράρδου. Ευρών όμως εκεί πλησίον ανοικτήν την θύραν του Ταγματάρχου Θεοδώρου Βαλιάνου, εμβήκεν εις την οικίαν του κρατών μιαν πιστόλαν και φωνάζων άγρια. «Βαλιάνε! εσκοτώσαμεν τον Κυβερνήτην, και φύγε διά να πιάσωμεν το σπήτι...» Ο Βαλιάνος εκπεπληγμένος, «τι έγινεν, αδελφέ;» τον είπε. «Σιωπή... επανέλαβεν ο Μαυρομιχάλης· τον εσκοτώσαμεν... τον εκάμαμεν χίλια κομμάτια...» και βάλλων την πιστόλαν εις το στήθος του Βαλιάνου, «να φύγης, Βαλιάνε!... εξηκολούθησε να λέγη· να φύγης!» Έπειτα κυττάζων κάτω εις τον δρόμον, «μη μας βαρήτε, διότι σας βαρούμεν...» εφώναζεν ως μανιακός, και συγχρόνως έφραττε τα παράθυρα με ό,τι εύρισκεν έμπροσθέν του. Τέλος πάντων βλέπων ότι εκεί δεν ήτον εις ασφάλειαν, επέρασεν από την πλαγίαν θύραν του κήπου εις την γειτονικήν οικίαν του Αντιπρέσβεως της Γαλλίας. «Εσκοτώσαμεν τον τύραννον... έκραξεν αναβαίνων· πατρίς... ελευθερία... τιμή...» Τραβήξας ύστερον το πυροβόλον από την μέσην του και φιλήσας αυτό· «παραδίδω, είπε, το όπλον τούτο εις την τιμήν της Γαλλίας.» Πανσπερμία στρατιωτών εσυνάχθη εκεί μετ' ολίγον, και όλοι ομοφώνως εζήτουν τον Μαυρομιχάλην, φοβερίζοντες να καύσουν την οικίαν του Αντιπρέσβεως, αν δεν ήθελε τον παραδώσει. Τι απέγινε πλέον, δεν ηξεύρω.»
Μετά την διήγησιν αυτήν, καθείς εκ των περιεστώτων είπε το ανέκδοτόν του, ή έκαμε την παρατήρησίν του. «Είναι κάμποσος καιρός, είπεν εις εξ αυτών, Αφ’ ου κάθε βράδυ εύγαιναν εις τον περίπατον οι δύω Μαυρομιχάλαι μ' ένα μόνον στρατιώτην, και παρεμόνευαν τον Κυβερνήτην. Δεν τον επέτυχαν όμως, επειδή αυτός, καθώς ηξεύρετε, συνείθιζε τώρα ύστερα να πηγαίνη με όχημα.—Καθώς μ’ εβεβαίωσαν, έλεγεν άλλος, χθες την νύκτα οι δύω Μαυρομιχάλαι είχαν συμπόσιον, και συνευθυμούντες έλεγαν ότι θέλουν δειπνήσει την επιούσαν εις τον άδην. —Κυττάξετε το πεπρωμένον, επρόσθεσεν άλλος. Ο Κυβερνήτης εξώρισεν όλους τους εχθρούς του από το Ναύπλιον, και δεν άφησε πλησίον του παρά τους Μαυρομεχάλας, από τους οποίους μόνον έπρεπε να φοβήται, ως να τους εκράτει ο δυστυχής διά την σφαγήν του.»
Εξήλθεν ο Εξόριστος από το Καφενείον, και ανακυκλών παντοίους διαλογισμούς εις τον νουν του, ηκολούθει την συντομωτέραν προς το Τολόν οδόν, ότε, τρία σχεδόν τέταρτα της ώρας μακράν της Προνοίας, εις μονοπάτιον όπου σπανίως εφαίνετο διαβάτης, απήντησεν εξαίφνης τον Αυγερινόπουλον. Ο έκπτωτος αυτός γαμβρός μας, μετά το νυχτερινόν πάθημά του, διά ν' αποφύγη τον περίγελων και τα σατυρικά βέλη της Ναυπλιωτικής νεολαίας, είχε κρίνει εύλογον να κλείση το αίσχος και την αδημονίαν του, δι' ένα τουλάχιστον μήνα, εις αγροτικήν του τινά ιδιοκτησίαν, ολίγον απέχουσαν της Πρωτευούσης. Αλλ’ ακούσας τότε τον φόνον του Κυβερνήτου, και μη δυνάμενος να πιστεύση ότι ευρέθησαν άνθρωποι τόσον τολμητίαι, ώστε να καταστρέψωσι με την ζωήν του Καποδίστρια τα μεγάλα πολιτικά σχέδια του Αυγερινοπούλου, ήρχετο δρομαίος εις την πόλιν διά να πληροφορηθή. Ανεγνώρισε και υπό χωρικά ενδύματα μακρόθεν ακόμη τον αντίζηλόν, του και σταματήσας αμέσως, έστρεψε γύρω τους οφθαλμούς, ζητών να εύρη κανένα στρατιώτην της Αστυνομίας, διά να προδώση τον άσπονδον εχθρόν του. Πλην είδεν εαυτόν έρημον, και τότε ο τρόμος διεδέχθη την λύσσαν... Άλλο, μέσον σωτηρίας δεν εύρε παρά την υπόκρισιν, και με θάρρος επίπλαστον πλησιάσας εις τον Εξόριστον, «εχθρός σου εστάθην, τον είπε· σε κατέτρεξα όσον εδυνήθην. Σήμερον όμως αισθάνομαι να μαλάττωνται τα σπλάγχνα μου. Σε βλέπω κατάδικον, δραπέτην και τρέχοντα προφανέστατον κίνδυνον. Ελθέ εις την πλησιόχωρον εδώ κατοικίαν μου να βάλης εις ασφάλειαν την ζωήν σου... —Ο Καποδίστριας, κακούργε, δεν ζει πλέον... Τρέμε! Η τελευταία σου ώρα έφθασεν…» απεκρίθη με κεραυναβόλον φωνήν ο Εξόριστος, και παρουσιάζων εις αυτόν δύο πυροβόλα, τα οποία έκρυπτεν εις τον κόλπον του, «έκλεξε, τον είπεν, εν από τα δύο.»
Καθ' ην στιγμήν ήνοιγε τον χιτώνα του διά να εκφέρη τα πυροβόλα, η αδαμάντινος εικών της Ασπασίας, την οποίαν είχεν εις το στήθος του, και ήτις εις τον Αυγερινόπουλον, κατά την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν της εικοστής πέμπτης Σεπτεμβρίου, είχε φανή απαράλλαχτος με το πρωτότυπον, τ ο υ ο π ο ί ο υ ε κ ρ ά τ ε ι κ α ι ο ί δ ι ο ς α ν τ ί γ ρ α φ ο ν ε ι ς τ η ν κ α ρ δ ί α ν τ ο υ, έλαμψεν αιφνιδίως εις τα όμματά του, και ως αστραπή έχυσε φως ολέθριον εις την σκοτεινήν σύμπτωσιν της λυτρώσεως του Εξορίστου από την φυλακήν και της φυγής της Ασπασίας από τον πατρικόν της οίκον. Η μετάβασις της εικόνος από την Ασπασίαν εις τον Εξόριστον, εξηγούσα την αινιγματώδη αυτήν συγκυρίαν, έκαμεν εις αυτόν θανάσιμον εντύπωσιν. Αλλ' η πρόσκλησις του αντεραστού του εις μονομαχίαν τον εφάνη ασυγκρίτω λόγω θανασιμωτέρα, και η θέα των δύω φονικών μηχανών, τας οποίας είχεν υπ’ όψιν, εξυπνίσασα τον τρόμον εις την ψυχήν του, απεκοίμισε διόλου την ζηλοτυπίαν. Άρχισε λοιπόν να ξηροβήχη, να μασά τους λόγους του, να προφασίζεται μάρτυρος απουσίαν, χειρούργου έλλειψιν. «Πώς είναι δυνατόν, είπε, να πολεμήσωμεν χωρίς την παρουσίαν τρίτου προσώπου;... Τι θέλεις γίνει ο ίδιος χωρίς ιατρόν, αν σε πληγώσω;...—«Έργα, δειλέ, και όχι λόγους!...» Αποκρίνεται ο Εξόριστος, τρέμων όλος εκ της οργής και προτείνων εν εκ των πυροβόλων εις το στήθος του.
Απελπισθείς τότε ο Αυγερινόπουλος, «ναι... κράζει εκτός εαυτού και φρενιτιών· ναι... Πρέπει να χυθή ενός ημών το αίμα... και η εικών αυτή της Ασπασίας ελπίζω να στολίση το λείψανόν σου... και λαβών το άλλο πυροβόλον, αφ’ ου το παρετήρησεν «είμ' έτοιμος... λέγει· εις τα πέντε, τραβούμεν… —Ναι, εις τα πέντε...» αποκρίνεται ο Εξόριστος, μακρυνόμενος ολίγους πόδας και βαλλόμενος εις θέσιν κατάλληλον. «Έν... δύο... τρία... τέσσαρα...» φωνάζει ο Αυγερινόπουλος, και ο μόλυβδος συρίζει άνωθεν της κεφαλής του Εξορίστου.
«Πέντε... δολοφόνε!» φωνάζει μετ' αυτόν ο Εξόριστος, και με σκέλος συντετριμμένον, πίπτει κατά γης ο Αυγερινόπουλος.
Βλέπων αυτόν κατακείμενον, «σε χαρίζω, τον είπεν, άνανδρε, την ζωήν. Η στάσις σου αυτή μ' εκδικεί και μ' εξιλεοί δι’ όσας σκευωρίας και καταδρομάς ενήργησας κατ' εμού. Ηλπιζες η κεφαλή μου, πίπτουσα υπό τον πέλεκυν των δημίων, να θέλξη την όρασίν σου. Αλλ’ η θεία δίκη σ' ετιμώρησεν…»
Αφήκε τον Αυγερινόπουλον κυλιόμενον εις το αίμα του, και μετά σπουδής εξηκολούθησε τον δρόμον του προς το Τολόν, φοβούμενος μήπως διά την επισυμβάσαν βραδύτητα εις την οδοιπορίαν του, δεν ήθελε πλέον εύρει εκεί το πλοίον. Αλλά με ποίαν αγαλλίασιν, περί τας τρεις μετά μεσημβρίαν, το επρόφθασε καθ' ην στιγμήν, έτοιμον να φύγη εξήπλονε τα ιστία του εις ούριον άνεμον, όστις ήρχιζεν ήδη να πνέη. Αρμενίσας όλην την νύκτα, κατευοδόθη την αυγήν εις την 'Υδραν, όπου πρώτος έφερε την είδησιν της τελευτής του Κιβερνήτου. Τον υπεδέχθησαν όλοι με χαράν και μ’ ενθουσιασμόν, ως αγαθόν πολίτην, του οποίου ενόμιζον πολύτιμον την ζωήν, και ως άγγελον εν ταύτω ελευθερίας, αν και όλοι περιέμενον την ανάκτησιν αυτής από την αποδίωξιν και όχι από τον φόνον του Καποδίστρια.
Έγινεν ευθύς συνεδρίασις όλων των Πληρεξουσίων, όσοι εύρισκοντο τότε εις την Ύδραν, και τριμελής Επιτροπή συγκειμένη από τον Μιαούλην, Ζαΐμην και Σπυρίδωνα Τρικούπην, απεστάλη περί το εσπέρας εις το Ναύπλιον, διά ν' αποφασίση μετά των εκεί περί της συστάσεως νέας Αρχής. Αλλ' όταν αύτη έφθασεν, εύρε καθιδρυμένης ήδη Kυβέρνησιν, και δεν νομίζομεν περιττόν να ειπώμεν ολίγα τινά και περί τούτου.
Μόλις ο Κυβερνήτης, περιτετυλιγμένος εις αιματοσταγή σινδόνην, μετεκομίσθη νεκρός εις το Παλάτιόν του, και ο αδελφός αυτού Αυγουστίνος, όστις, από αιφνήδιον κεφαλαλγίαν εμποδισθείς να κάμει την μελετωμένην εκστρατείαν της Ερμιόνης, ευρίσκετο εις το Ναύπλιον, κεντούμενος από τους περί αυτόν, ενήργησε να συγκαλεσθή αυθημερόν η Γερουσία. Εννέα Γερουσιασταί με πενθίμους ταινίας εις την κεφαλήν και εις την δεξιάν, άλλοι, διά να φανερώσωσιν ότι κλαίουν, μιμούμενοι τον μυκηθμόν του σφαζομένου βοός, και άλλοι, διά να κρύψωσι τους αδακρύτους οφθαλμούς των, καλύπτοντές τους με απόμακτρον ως να τους εσφόγγιζον, συνήλθον εις το κατάστημα της Γερουσίας, όπου παρευρέθησαν και τα μέλη του υπουργικού Συμβουλίου. Από το θρηνώδες αυτό Συναγώγιον εξήλθε κατ' αρχάς βοή συγκεχυμένη δωδωναίου χαλκείου. «Ο Κυβερνήτης δεν ζη πλέον...» είπε τέλος πάντων εις εξ αυτών με διακεκριμένην, πλην κλαυθμηράν φωνήν. «Δεν ζη πλέον…» αντήχησαν όλοι συγχρόνως οι άλλοι. «Να τον διαδεχθή δύναται μόνος ο Κύριος Αυγουστίνος...» εξηκολούθησεν ο αυτός. «Μόνος ο Κύριος Αυγουστίνος ...» επανέλαβαν οι άλλοι όλοι, κανοναρχούντες ο εις εις τον άλλον κατά σειράν. Εις τοιαύτην περίπτωσιν, ο Ρήγας Παλαμίδης τολμά να προφέρη τ' όνομα του Ιωάννου Κωλέττου και να τον προβάλη συνεργάτην της Αυτού Περιλύπου Εκλαμπρότητος, του Κόμητος Αυγουστίνου. Τα όμματα των οδυρομένων αφίνουσι ευθύς τα δάκρυα κατά μέρος, και τοξεύουσι βλέμματα οργίλα εις τον θρασύν Ρήγαν Παλαμίδην. Ο Τάτσης Μαγγίνας μόνον υποστηρίζει την γνώμην του συναδελφού του και ο έντιμος Κόμης Ανδρέας Μεταξάς συγκαταβαίνει, επί συμφωνία όμως του να ήθελεν ε ι ς έ ν α κ ά π ο ι ο ν τ ρ ό π ο ν διορισθή μέλος και ο ενάρετος γέρων Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Γερουσιαστικόν Ψήφισμα λοιπόν παρέδωκε το πηδάλιον του Κράτους εις Τριανδρίαν, συνισταμένην από τον Αυγουστίνον, πρόεδρον αυτής, τον Κωλέτην και τον Κολοκοτρώνην.
Όταν οι απεσταλμένοι της Ύδρας εφάνησαν εις τον λιμένα της πρωτευούσης, ο ευαίσθητος στρατηγός Αγαλλόπουλος, συνάξας αλιείς τινας και αχθοφόρους, επί κεφαλής τοιούτων ηρώων διευθύνθη προς τον Ναύαρχον της Ρωσσίας κύριον Ρικόρδον, λιμενιζόμενον τότε εις το Ναύπλιον, και μετά θρήνων ήρχισεν ο γεννάδας να ζητή εκδίκησιν διά το χυθέν αίμα του Ιωάννου Καποδίστρια. «Να σφαγώσι της Ύδρας όλοι!» Η κραυγή αυτή διεχύθη από το παράλιον προς την θάλασσαν, και εις την κραυγήν αυτήν, απήλθεν η Επιτροπή των Συνταγματικών εις την Ύδραν. Λέγουν δε ότι ο Κύριος Ζαΐμης, πνέων όλος οργήν πατριωτικήν, εισήλθε τότε εις το συνέδριον των εν Ύδρα Πληρεξουσίων, συνηγμένων εις το Μοναστήριον, και με φωνήν αρειμάνιον είπε· «Στείλετέ με ν' αναστατώσω την Πελοπόννησον όλην... Πόλεμον ζητεί το έθνος εξυβριζόμενον... Ν' ανάψωμεν πυρκαϊάν από την μίαν άκραν της Ελλάδος μέχρι της άλλης.» Ποίος βλέπων τοιούτον ευγενή ενθουσιασμόν, αν και αληθώς ολίγον τι υπερβολικόν, δεν ήθελε θαυμάσει το φιλόπατρι του κυρίου Ζαΐμη; Ο Εξόριστος τον ησπάσθη λέγων «Άρατε της Αχαΐας, έξελθε εις την Πελοπόννησον, και σε ακολουθούμεν όλοι.» Αλλά θέλομεν ιδεί μετέπειτα τας ανδραγαθίας του κυρίου Ζαΐμη. Κατά το παρόν, πριν τελειώσωμεν το κεφάλαιον τούτο, ας ειπώμεν τινά περί του χαρακτήρος του Ιωάννου Καποδίστρια, του οποίου σύντομος τις επίκρισις δεν θέλει φανή ανοίκειος εις την παρούσαν συγγραφήν, όπου τοσάκις έγινε χρεία ν' αναφέρωμεν τας πράξεις του.
Ο ανήρ ούτος, υψηλής διανοίας και σπανίων προτερημάτων, υπήρξεν αναμφισβητήτως ανώτερος όλων των ξένων, όσους είχεν η Ελλάς εις το στάδιον της επαναστάσεώς της. Έλλην το γένος, είχεν εκείνον τον σφοδρόν της ψυχής οργασμόν και τον ακοίμητον εκείνον νουν, όστις διακρίνει τον Έλληνα. Όταν συλλογισθώμεν ότι εκ ταπεινής καταστάσεως έφθασεν εις τοιαύτην λαμπρότητος περιωπήν, ότι προσείλκυσε καρδίας βασιλέων, αριστοκρατών και δημοκρατών της Ευρώπης, και κατέστησεν ιστορικόν τον βίον του, δεν δυνάμεθα ν' αποδώσωμεν όλα ταύτα εις απλήν συνδρομήν ευτυχών περιστάσεων, αλλά και εις πραγματικήν εν ταυτώ ευφυίαν, της οποίας αληθώς ήτον πλήρης. Ανατραφείς όμως εις βενετικά ήθη και εις ιταλικάς Σχολάς εκπαιδευθείς, δεν έλαβεν ούτε το ύψος εκείνο των αισθημάτων, το χαρακτηρίζον τους μεγάλους άνδρας, ούτε την προς την ανθρωπότητα συμπάθειαν, την οποίαν και γηράσκοντες δεν αποβάλλουσιν οι αληθώς ενάρετοι. Μετά τούτο, ζήσας πολύν χρόνον εις Μονοκρατορίαν, παρεδέχθη ως υγιείς πολλάς σαθράς αρχάς πολιτικής, και ανεπαισθήτως ενεδύθη φυσιογνωμίαν δεσπότου.
Η τοιαύτη ανατροφή και συμβίωσις διέστρεψε το ευγενές της φύσεώς του, και ιδού πόθεν αι τόσαι αντίθετοι κακίαι και αρεταί, τας οποίας παραδόξως συνήνωσε. Διαφθορεύς εις την πολιτικήν, ήτον σεμνόβιος και αγνός εις τας ιδιωτικάς του σχέσεις. Πολύπλοκος και μέχρις αγυρτείας επιτετηδευμένος αυλικός, εφαίνετο αφελής και απέριττος φιλόσοφος εις τον οίκον του. Και τοι ενθουσιών διά τους μεγάλους άνδρας της Αρχαιότητος, τους οποίους πολλάκις εσπούδαζε να λάβη ως υπογραμμόν, ασυστόλως κατεπάτει τους νόμους και ασυνειδήτως εμπορεύετο την ανθρωπότητα.
Ρέπων επίσης και προς το καλόν και προς το κακόν, ίσως δεν ήθελεν εξοκείλει τόσον, αν ηκολούθει τας συμβουλάς χρηστών πολιτών. Αλλά παραδοθείς εις την οδηγίαν των αδελφών του και κακοβούλων υπουργών, απέθανε δυστυχώς εν μέσω εξοριών, φυλακισμών και παντός είδους προγραφών.
Η ευγλωττία του συνίστατο εις ευκολίαν λόγων μάλλον, ή εις δύναμιν συλλογισμών, και η νομιζομένη γραφική του δεινότης μάλλον εις πνευματώδη σοφίσματα, ή εις ανάλυσιν μεγάλων ιδεών. Άθλιος νομοθέτης, αθλιώτερος έτι περί τα διοικητικά και οικονομικά, υπήρξεν αναντιρρήτως ο επιδεξιώτερος της Ευρώπης διπλωμάτης.
Επειδή ο ήρως μας εις το εξής λαμβάνει μέρος ενεργητικώτερον εις τας πολιτικάς ταραχάς της Ελλάδος, αναγκαζόμεθα να ιστορήσωμεν αυτάς ακολούθως λεπτομερέστερον.
Άμα εξεδόθη το περιβόητον της εικοστής εβδόμης Σεπτεμβρίου γερουσιαστικόν ψήφισμα με όλα του τα Ε π ε ι δ ή, με όλα του τα Β λ έ π ο ν τ ε ς και τα Θ ε ω ρ ο ύ ν τ ε ς, και ο Αυγουστίνος Καποδίστριας κατέστη δι' αυτού Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής, πρώτη φροντίς του Εκλαμπροτάτου υπήρξε να στερεώση την δύναμίν του, την οποίαν έβλεπεν εις βάσεις σαθράς στηριζομένην, και δεν εύρε προς τούτο άλλο μέσον προσφορώτερον, ειμή το να θέση τον νεκρόν του αδελφού του μεταξύ εαυτού και του έθνους. Βαλσαμώσας λοιπόν τον I. Καποδίστριαν, τον εξέθεσεν εις το Παλάτιον, διά να συρρέη ο λαός, να οικτείρη τον αποθανόντα και ως εξ ελέους να παραχωρή την εξουσίαν εις τον ζώντα.
Μετά τούτο, έσπευσε να εκδικήση τον αδελφόν του, χύνων το αίμα του Γ. Μαυρομιχάλη, τον οποίον, ως φονέα, εδυνήθη ν' αρπάση από την σκέπην της γαλλικής Σημαίας, όπου εκείνος, καθώς είδομεν, είχε καταφύγει. Ο Γ. Μαυρομιχάλης, ως ένοχος εγκλήματος καθοσιώσεως, έπρεπε, και κατ' αυτήν την Διαδικασίαν του Γεννατά, να κριθή από Εξαιρετικόν Δικαστήριον. Αλλά Πολιτικού Δικαστηρίου βραδεία καταδίκη δεν ευχαρίστει την διψώσαν αίματος ψυχήν του Αυγουστίνου. Εθεώρησε λοιπόν ως πολεμικόν ποίον; Εκείνον, όστις είχε παραδώσει τας ηνίας του Κράτους εις τον Ι. Καποδίστριαν, ελθόντα εις την Ελλάδα· και διά Στρατιωτικής Επιτροπής, συντιθέμενης και αυτής από προσωπικούς του εχθρούς, τον κατεδίκασεν εις θάνατον.
Η Κυβέρνησις, έχουσα το δικαίωμα της χάριτος, εδύνατο να μεταβάλη την κεφαλικήν ποινήν εις φυλακισμόν πολυετή. Τοιαύτην φιλάνθρωπον ιδέαν υπαγορεύει ο Κωλέττης εις τον Γραμματέα της Δικαιοσύνης Μιχαήλ Σικελιανόν, έχοντα επιρροήν εις τον νουν του Αυγουστίνου. Ο Γραμματεύς εκφράζει την γνώμην ταύτην εις τον Κύριόν του. Αλλ' αυτός, προσποιούμενος εις την αρχήν ότι φοβείται την οργήν του έθνους, ζητούντος τάχα το αίμα του Μαυρομιχάλη, απορρίπτει την πρότασιν. Ανακαλυπτόμενος έπειτα μόνος και φρυάττων από θυμόν, ονομάζει όλους τους περί αυτόν απίστους και προδότας της μνήμης του δολοφονηθέντος Κυβερνήτου.
Την δεκάτην Οκτωβρίου, ο Γ. Μαυρομιχάλης μετά πολλής στρατιωτικής συνοδίας καταβιβάζεται σιδηρόδεσμος από το Παλαμίδιον και φέρεται προς το ευρύχωρον Πρόχωμα του Ναυπλίου, διά να λάβη τον θάνατον. Καθ' οδόν κλίνει το γόνυ του εις την γην και ανυψοί τας αλυσιδέτους χείρας του προς το Φρούριον του Ιτσ-Καλέ, αποχαιρετών τον εις τα δεσμά στενάζοντα γηραιόν πατέρα του. Προχωρεί έπειτα εις τον τόπον της καταδίκης, άφοβος και ρητορεύων μεταξύ πλήθους πολιτών δακρυόντων και στρατιωτών καμπτομένων και αυτών. Όλοι την στιγμήν εκείνην έχουν τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις την οικίαν του Δημητρίου Πλαπούτα, όπου συνεδρίαζεν η τρισυπόστατος μοναδική Αρχή του Αυγουστίνου, και περιμένουν εκείθεν την άφεσιν του καταδίκου. Αλλ’ ιδού τι γίνεται τότε εις αυτήν την οικίαν. Ο Κολοκοτρώνης κρατεί μάστιγα ηνιόχου, και ως ωθώον νήπιον παίζει με αυτήν. Ο Αυγουστίνος, βλέπων ανυπόμονος τον βραδυκίνητον ωροδείκτην του, προσμένει ν' ακούση την βροντήν του κανονίου, σύνθημα της θανατώσεως του Μαυρομιχάλη. Ο Κωλέττης μένει μεταξύ αυτών ακίνητος και ίσως ερυθριών διά την ακούσιον συνενοχήν του. O ποθητός κρότος ηχεί τέλος πάντων εις τας ακοάς του Αυγουστίνου, το πρόσωπόν του φαιδρύνεται... και ο Γ. Μαυρομιχάλης έλαβε τον στέφανον του Μάρτυρος.
Μετά το ηρωικόν τούτο κατόρθωμα, αλαζονευθείς υπέρ άλλοτε και μη καταδεχόμενος να συμμερίζεται εις το εξής με άλλους την Υπερτάτην Αρχήν, εφαντάσθη ο γελοίος Αυγουστίνος ν' αναγορευθή Μέγας Δούξ της Ελλάδος. Άγαμος όμως και χωρίς διαδοχήν ο Δουξ, επανεπαύθη κατά τούτο εις τον αδελφόν του Σινιόρ Τζωρτζέτον, πατέρα πολλών τέκνων και παρουσιάζοντα εις την Ελλάδα την καποδιστριακήν Δυναστείαν γόνιμον εις κληρονόμους.
Διά να βάλη τον σκοπόν του αυτόν εις πράξιν, επετάχυνε την συγκρότησιν της Εθνοσυνελεύσεως, την οποίαν, ένα και ήμισυν περίπου μήνα πριν της τελευτής του, είχε συγκαλέσει ο Κυβερνήτης εις το Άργος, και περί τα τέλη του Νοεμβρίου ήρχισαν να συνέρχωνται εις αυτήν την πόλιν οι Αντιπρόσωποι του έθνους. Προβλέπων ότι έμελλε ν’ απαντήση αντίστασιν ισχυράν εις τον άκαμπτον πατριωτισμόν πολλών εξ αυτών, ενήργησεν ώστε η Γερουσία, συνισταμένη τότε από εννέα μόνον μέλη, να εκλέξη εξ εαυτής πέντε, τα οποία να εξετάσωσι ποίος είχε δικαίωμα να λάβη μέρος εις την Συνέλευσιν, και δια της Γερουσίας εχειροτόνησε Πληρεξουσίους όσους εκ των οπαδών του εδυνήθη, απομακρύνας όλους σχεδόν τους ανεξαρτήτους άνδρας. Προς πλειοτέραν δε ασφάλειαν διά Κινκινάτων και δημοκρατών τινων εκυκλοφόρησε κρυφίως εις τας χείρας των ήδη επιθεωρηθέντων Αντιπροσώπων έγγραφον ομολογίαν, εις την οποίαν έκαστος αυτών, πριν εισέλθη εις το εθνικόν Συνέδριον, εχρεώστει να τον αναγνωρίση ενυπογράφως Μέγα Δούκα της Ελλάδος.
Κατά το ΙΓ' ψήφισμα της εν Άργει τελευταίας Εθνοσυνελεύσεως, της οποίας ήτον αυτή συνέχεια, έπρεπεν οι Πληρεξούσιοι να συμποσώνται όλοι διακόσιοι τεσσαράκοντα δύω. Η Δουκική Αυτού Υψηλότης ενόμισεν αρκούντας εκατόν πεντήκοντα τρεις μόνον, των οποίων το μεγαλήτερον μέρος εστρατολογήθη όθεν έτυχε και εξ αυτών των ιδίων Γραμματέων του, οίτινες κατά τον νόμον δεν εδύναντο να ήναι Γραμματείς και Πληρεξούσιοι εν ταυτώ. Αλλ’ εννενήκοντα γνήσιοι Πληρεξούσιοι, άλλοι από την Γερουσίαν υποσκελισθέντες, άλλοι εκφυγόντες την οξυδέρκειάν της και συμπεριληφθέντες εις τους εκατόν πεντήκοντα τρεις του Μεγάλου Δουκός, εκήρυξαν επισήμως γνώμην εναντίαν, ζητούντες να παύσωσι πλέον αι εχθροπραξίαι της Καποδιστριακής Κυβερνήσεως, να μείνη ελευθέρα και εις τους εν Ύδρα Πληρεξουσίους η είσοδος της Συνελεύσεως, και το έθνος, συνελθόν ανεμποδίστως, ν' αποφασίση περί της μελλούσης τύχης του. Επί κεφαλής αυτών φαίνεται ο Κωλέττης και πρόμαχος των ο άτρομος Θεόδωρος Γρίβας, ο Γεώργιος Βάσος, ο Νικόλαος Κριζιώτης, ο Κωνσταντίνος Βότζαρης και άλλοι επίσημοι Οπλαρχηγοί της στερεάς Ελλάδος, οίτινες όμως, ελθόντες ως Αντιπρόσωποι, δεν έφερον μεθ' αυτών ούτε στρατιωτικόν, ούτε πολεμεφόδια.
Ο Μέγας Δουξ καγχάζει διά την μωρίαν των αντιπάλων του, και συναθροίζει περί τας τρεις χιλιάδας στρατιωτών εις το Άργος, διά να φονεύση όσους ήθελον τολμήσει ν' αντισταθώσιν.
Εις τοιαύτας κρισίμους περιστάσεις, έρχεται από Ύδραν εις Άργος ο ήρως της ιστορίας μας μετά του Εκατοντάρχου Δημητρίου Δράμαλη, όστις είχε και αυτός εξορισθή από τον Καποδίστριαν, και καταλύει εις την οικίαν του Θ. Γρίβα. Εστάλη αρά γε μυστικώς παρά των εν Ύδρα, φέρων χρήματα και μέσα πολεμικής αντιστάσεως, ή αυθορμήτως ήλθε διά να κινήση εις επανάστασιν το παρά του Αυγουστίνου συναχθέν εκεί στρατιωτικόν, του οποίου οι Αξιωματικοί τον ηγάπων και τον εσέβοντο; Όπως και αν ήναι, αφ’ ης στιγμής έφθασεν εις το Άργος, η συνένωσις των στερροελλαδιτών Στρατηγών κατέστη στενωτέρα, και οι σκοποί των έλαβον τάσιν ισχυροτέραν. Ματαίως ο Αυγουστίνος επιμένει ζητών ν' αρπάση αυτόν εις τους όνυχάς του. Ο γενναίος Γρίβας δεν τον παραδίδει.
Την τετάρτην Δεκεμβρίου, ο Γραμματεύς της επικρατείας Κύριος Σπηλιάδης, αφ’ ου προοιμιάσθη δείξας, καθώς και εις τους προλόγους των μεταφράσεων του Βινιώνος και του Ζουή, τον αγνότερον προς την ελευθερίαν έρωτα, ελθών και εις το κάτω της γραφής, προσδιώρισε να γίνη την επαύριον ο όρκος της αυγουστινικής Συνελεύσεως, και μετά τρεις ημέρας η έναρξις των υψηλών εργασιών της. Και τω όντι, την μεν πέμπτην του αυτού μηνός συνελθόντες εις τον ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου oι αυγουστινικοί Πληρεξούσιοι, ώμωσαν επί του Ευαγγελίου απαράβατον πίστιν εις τον Αυγουστίνον, και μεταβάντες εις τον ωρισμένον τόπον της Συνελεύσεως, ωνόμασαν Πρόεδρον αυτής τον Δημήτριον Τσαμαδόν, Αντιπρόεδρον τον Λάμπρον Νάκον, και Γραμματείς Παρθενόπουλόν τινα Λακεδαιμόνιον και τον Γεώργιον Αινιάνα· κατά δε την εβδόμην ήρχισεν η Συνέλευσις.
Ω ημέρα δόξης! Ο Κόμης Δουξ εφάνη με τον Κολοκωτρώνην και με όλα του τα πολεμικά παράσημα. Επωμίδες χρυσαί, σπάθη από κατάχρυσον ζωστήρα κρεμαμένη, σκιάδιον τρίγωνον και με λόφον πτερωτόν, τι έλειπεν εις τον Γαληνότατον Δούκα; Εκ των δύο μερών του τα εξαπτέρυγα ζώα των Σεραφείμ, oι Κύριοι αυλικοί του. Όπισθέν του οι δορυφόροι και υπηρέται του. Όλα ήσαν λαμπρά και μεγάλα! Προέβη με πολεμικόν βάδισμα, και φθάσας εις προητοιμασμένον τόπον, με διακεκομμένην φωνήν, ήτις τον έδιδε καιρόν ν' ακροάζεται τον εξόπισθέν του κρυπτόμενον κανονάρχον, είπε.
«Τα πένθιμα σημεία, τα οποία φορείτε όλοι... τα κατηφή πρόσωπά σας… και οι προσηλούμενοι εις το ιερόν τούτο της πατρίδος βήμα οφθαλμοί σας… αποδεικνύουν ότι επιθυμείτε να ιδήτε το πρόσωπον, ν' ακούσετε την φωνήν εκείνου, όστις σας συνεκάλεσεν εις Συνέλευσιν... τον Κυβερνήτην, λέγομεν, της Ελλάδος… Δεν είναι πλέον εις τούτον τον κόσμον…»
Μετά τούτο, τρίψας τα όμματά του, έκλαυσε. Μετά τούτο, απέμαξε τα δάκρυά του. Τέλος δε πάντων είπε τροπάρια τινα της Ακολουθίας του Αγίου Ιωάννου, και οι Κύριοι Πληρεξούσιοι με ασκεπή κεφαλήν εφώναξαν ψαλμωδούντες. Είθε ο Θεός αγιάσοι τον τεθνεώτα! Είθε ευλογήσοι τας πράξεις του αδελφού αυτού και διαδόχου του!»
Την αυτήν ημέραν ο Εξόριστος, έχων συνεργούς τους γενναίους Δανιήλ Πανά, Ν. Φιλάρετον, Ν. Μαυρολιθαρίτην, Λόντον και I. Τσιλάγκην, συγκαλεί εκτός του Άργους υπέρ τας δύω χιλιάδας στρατιωτών εκ των ιδίων εκείνων, τους οποίους συνέλεξεν ο Αυγουστίνος, και δημηγορήσας αυτούς με όλην την ευγλωττίαν, την οποίαν δύναται να εμπνεύση ο θερμότερος της ελευθερίας έρως, τους πείθει ν' αναθεματίσωσι την αυγουστινικήν Συνέλευσιν και τον Αυγουστίνον. Έπειτα μετά των Αξιωματικών, επί κεφαλής του στρατιωτικού, μεταβαίνει ολίγον τι μακράν του Άργους εις το Ξηροπόταμον, όπου όλοι ρίπτουν την πέτραν του Αναθέματος, και δι’ εγγράφου των επισήμου αναγνωρίζουν ως μόνην νόμιμον την Συνέλευσιν των Συνταγματικών, ήτις, οδηγούμενη από τον Κωλέττην, συγκροτείται ιδιαιτέρως και αύτη εντός του Άργους, και διαμαρτύρεται κατά της αυγουστινικής.
Δύω Συνελεύσεις εις μίαν πόλιν εν ταυτώ. Ποία μέλλει να υπερισχύση; Θέλει ταφή ο Εξόριστος υπό τα ερείπια της πατρίδος, ή θέλει καταστραφή ο παράνομος Αυγουστίνος;
Ο τελευταίος αυτός, την νύκτα της 7—8 Δεκεμβρίου διά του επί των πολεμικών Γραμματέως του Ροδίου μεταφέρει ένα λόχον πυροβολιστών και τέσσαρα κανόνια εις το Άργος, και εις διάφορα της πόλεως μέρη τοποθετεί τα τάγματά του. Την επιούσαν, ψηφίζεται από την αργυρώνητον Συνέλευσίν του Πρόεδρος της Ελλάδος, διότι ο Μ έγ α ς Δ ο υ ξ είχε πλέον καταντήσει κοινός περίγελως. Την εννάτην το πρωί, αποστέλλει όλους τους απολέμους θεράποντάς του, ή κάλλιον όλα τα σκεύη του, εις το Ναύπλιον. Κρονόληροι Γερουσιασταί λημώντες και κορυζώντες, Πληρεξούσιοι λαγωοί του Αιγαίου πελάγους, Υπουργοί θρασείς εις καιρόν μόνον ειρήνης, Γραμματικοί και Παραγραμματικοί, Αστυνόμοι και κατάσκοποι, άλλοι επί όνων, άλλοι πεζοί και ανυπόδητοι, τρέχουν να κρυφθώσιν εις τα τείχη της Πρωτευούσης.
«Τα Ψαλιδοκέρια πήραν του Ναπλιού ευθύς τον δρόμον
Κι έφυγαν χωρίς παπούτσια με το πάπλωμα στον ώμον
Τερερέμ, ταρά, τατά!
Έφυγε κι ο Κυρ Σπηλιάδης με τα μούτρα κρεμαστά.»
Δανειζόμενος, ως λέγουν τα Χρονικά μας, την γενναιοψυχίαν του όλην από τον Βάκχον, μένει ο Ήρως—Πρόεδρος μετά των εκλεκτών του εις το Άργος, έτοιμος να δώση το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου. Ζητών δε διά της δολοφονίας να φθάση ταχύτερον εις το πέρας των αγώνων του, την ιδίαν ημέραν ενεδρεύει στρατιώτες περί την οικίαν του Δημητρίου Καλέργη, όπου διέτριβε, και εις αυτήν προσκαλεί τον Κωλέττην και τους Οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδος, υπό το πρόσχημα ότι επιθυμεί να διαπραγματευθή περί συμβιβασμού. Μη δυνηθείς όμως να σαγηνεύση τους εχθρούς του, οίτινες προενόησαν την επιβουλήν, ανοίγει τότε τον πόλεμον.
Πλησίον της θέσεως του Φρουράρχου Κίτσου Τζαβέλα ήτον η κατοικία του Ιωάννου Φαρμάκη, όπου ευρίσκοντο στρατιώται Συνταγματικοί. Ο Τζαβέλας τους διατάττει ν' αναχωρήσωσιν. Αυτοί ανθίστανται. Ο πυροβολισμός αρχίζει, και οι Αυγουστινιανοί, τρέχοντες εις την αγοράν, σφάζουν όσους Συνταγματικούς ευρίσκουν έμπροσθέν των, και ζητούν να έμβωσιν εις τα οικήματα των εθνικών Πληρεξουσίων και του Κωλέττου διά να τους φονεύσωσι. Τότε ακούεται πολλών εκατοντάδων πολεμιστών η κραυγή αυτή· «Ζήτω το Σύνταγμα! και φαίνεται ο Εξόριστος ξιφήρης επί κεφαλής των, πολεμών τους Αυγουστινιανούς. Ο Στρατηγός Θ. Γρίβας καταλαμβάνει το εις την αγοράν Κατάλυμα, και το ενδυναμόνει με στρατιώτας, τους οποίους τον χορηγεί ο Εξόριστος. Οι Οπλαρχηγοί Γ. Τσόγκας, Ν. Κριζιώτης, Χριστόδουλος Χ. Πέτρου, Β. Μαυροβουνιώτης, Στάθης Κατσικογιάννης, ο Αντιστράτηγος Σταύρος Γρίβας και αδελφός του Ταγματάρχης Γαρδικιώτης προφθάνουν και οχυρόνουν τας γειτονευούσας οικίας. Προς το μέρος του Προφήτου Ηλιού, οι εκεί κατοικούντες αδελφοί I. και Σ. Στράτοι, ο Ευαγγέλης Κοντογιάννης και I. Στάικος απαντώσι γενναίως τας προσβολάς των υπομίσθων του Αυγουστίνου, προς το δυτικόν της πόλεως ο Ταγματάρχης Ν. Ζέρβας, και προς το βόρειον οι Στρατηγοί Νότης και Κωνσταντίνος Βοτζαραίοι, Τ. Βάιας και Μακρυγιάννης. Η νυξ επελθούσα καταπαύει την μάχην, και την επιούσαν, βροχή αδιακόπως πίπτουσα εμποδίζει την επανάληψιν των εχθροπραξιών του Αυγουστίνου. Κατ' εκείνην την ημέραν, ο Εξόριστος και οι άλλοι αρχηγοί του συνταγματικού στρατεύματος καταγίνονται εις την κηδείαν των φονευθέντων συντρόφων των, και προετοιμάζονται εις νέαν αντίκρουσιν.
Την ενδεκάτην αμετάβλητος ο Αυγουστίνος εις τους σκοπούς του, αφ’ ου πάλιν δια ψευδών υποσχέσεων εδοκίμασε ματαίως να παγιδεύση τους εναντίους του, περιστοιχίζει την πόλιν με το ιππικόν του, και γνωρίζων εξ ιδίας του πείρας το αντιφάρμακον της δειλίας, παραδίδει όλους τους οίνους των Αργείων εις τους στρατιώτας του, τους μεθύει και τους διατάττει ν’ αρχίσωσι τον πόλεμον. Τότε συγκεντρωθέντες οι Συνταγματικοί, εφορμώσι κατά των Αυγουστινιανών, τους καταθραύουν, και ο Εξόριστος, πληγώσας τον Ταγματάρχην Τριαντάφυλλον, λαμβάνει αυτόν αιχμάλωτον. Βλέποντες όμως εξ ενός μέρους την χύσιν του ελληνικού αίματος αυξάνουσαν και στερούμενοι εξ άλλου πολεμεφοδίων, αφ’ ου συνέστησαν Κυβέρνησιν συγκειμένην από τον Γεώργιον Κουντουριώτην, τον Κωλέττην και τον Ζαΐμην, ενήργησαν την περίφημον εκείνην της δωδεκάτης Δεκεμβρίου έξοδον, και την δεκάτην τρίτην έφθασαν εις την Κόρινθον. Την δεκάτην πέμπτην, ο Εξόριστος, ο Στρατηγός Θ. Γρίβας, ο Ν. Κριζιώτης, ο Γ. Βάσος, ο Γαρδικιώτης Γρίβας και ο Ζορμπάς εκίνησαν από τον Ισθμόν, ήλθον απνευστί έμπροσθεν των Μεγάρων, κατεχομένων παρά των Καποδιστριακών, και τα κατέλαβον εξ εφόδου. Οι δε λοιποί Οπλαρχηγοί συνώδευσαν τους Πληρεξουσίους και την νεοσύστατον Αρχήν εις την Περαχώραν.
Τοιαύτα υπήρξαν τα κατά το Αργος πολεμικά συμβάντα, εις τα οποία ηρίστευσεν ο Εξόριστος. Πόσοι άλλοι ως αυτός, λαβόντες μετοχήν τότε ή μετέπειτα εις την κατά της παρανομίας εκείνην πάλην, και κατά το μάλλον και ήττον διαπρέψαντες, επανήλθον εις την ταπεινήν σφαίραν, όπου τους κρατεί σήμερον αφανείς η μετριοφροσύνη των!
Αλλ’ ας ιδώμεν τώρα τι γίνεται, απέθανεν ή ζει ο Κύριος Αυγερινόπουλος, όστις, λαβών από το πυροβόλον του ανταγωνιστού του τόσον σφοδρόν μάθημα εις το σκέλος και χάσας την ισοσταθμίαν του, είχε μείνει μακρύς πλατύς εξαπλωμένος ολίγον μακράν του Ναυπλίου.
Ο ανδρείος αυτός αθλητής μας μετά την πτώσιν του, καθώς ο ίδιος εμαρτύρησεν ύστερον, απέμεινε πολλήν ώραν ως εμβρόντητος, προσηλώσας ακίνητον και απαθές όμμα εις την πληγήν του. Συνελθών έπειτα ολίγον, εκυριεύθη από φρίκην, και ψυχρός ιδρώς περιέχυσεν όλα τα μέλη του. Η όρασίς του εξαίφνης επεσκιάσθη, και νομίσας αποτέλεσμα θανάτου την εις αυτόν προελθούσαν από την εκροήν του αίματος και προ πάντων από τον φόβον σκοτοδινίασιν, συνέλαβε την παράδοξον βεβαιότητα ότι παρέδωκεν ήδη το πνεύμα. Εσταύρωσε λοιπόν τας χείρας επί του στήθους του, έκλεισε τους οφθαλμούς και βαθμηδόν έπεσεν εις λειποθυμίαν. Το τοιούτον ίσως εις πολλούς φανή απίθανον. Αλλά πόσοι με χρυσάς επωμίδας Λοχαγέται της Ελλάδος, οίτινες από το πρωί έως το εσπέρας με τας επισυρομένας καμπύλας σπάθας των καταθραύουν τας πέτρας των οδών, θέλουν μας δικαιώσει κατ' ιδίαν, ενθυμούμενοι ότι και κατά την Μάνην εσχάτως, εις αθώαν έκρηξιν πυροβόλου, έπεσαν άπνευστοι κατά γης, και δια στιγμάς πολλάς υπέλαβον εαυτούς νεκρούς, χωρίς ν' αποξεσθή καν η απαλή επιδερμίς των! Ελπίζομεν ότι αι τοιαύται Γενναιότητες, αν τυχόν αναγνώσωσι το μέρος αυτό του βιβλίου μας, θέλουν εις το εξής παύσει, ενώ ροφώσιν εις τα Καφενεία το ποτόν της Μόκας και το γάλα, να μας διηγώνται με τόσην έμφασιν τα μυθώδη τερατουργήματα των ανδραγαθιών των.
Από το παιδίον του Άρεος, όπου έκειτο εις ληθαργικήν αναισθησίαν ο Αυγερινόπουλος, διέβαινε κατά τύχην εις χωρικός, ακολουθών μακρόθεν τα ίχνη του όνου του, όστις επροχώρει ελεύθερος από φορτίον. Θέλετε να μάθετε διατί το ζώον προεπορεύετο τόσον του αυθέντου του; Διότι αυτός, προβλέπων την πλησιάζουσαν αναρχίαν και αναμετρών εις τον νουν του πόσα γεννήματα έμελλον να τον αρπάσωσιν οι Καποδιστριακοί και πόσα οι Συνταγματικοί, εβάδιζε βραδύπους και σκυθρωπός. Το τετράπουν εξ εναντίας, μην έχον ούτε να χάση ούτε να κερδίση τίποτε, από φροντίδας ελαφρόν καθώς και από αγώγιον, έτρεχε λακτίζων την γην από χαράν. Ενώ εις εν μέρος έκυπτε την κεφαλήν διά να φάγη αρπαχτικά χόρτον της ορέξεώς του, απήντησε με την γνάθον του μεταξύ ονακανθών το πρόσωπον του Αυγερινοπούλου. Αφ' ου τον ωσφράνθη ολίγον, εφρύαξε και βιαίως εφύσησεν εις τους ρώθωνας του αποκεκαρωμένου ήρωος. Εις την ονικήν έμπνευσιν, επανήλθεν αυτός εις την ζωήν. Έκθαμβος διά την νεκρανάστασίν του, έμεινεν εις παντελή κατ’ αρχάς ηρεμίαν, βλέπων υπεράνω του ασκαρδαμικτεί τον θαυματουργόν του σωτήρα. Εζήτησεν ύστερον να υποκρύψη την μύτην του από τους μυκτήρας του επισκεπτομένου αυτόν φίλου και το στόμα του από τα τρυφερά του λειχήματα. Εν τοσούτω έφθασεν ο χωρικός, και καθ' ην στιγμήν ύψονε την μάστιγα διά να βάλη πάλιν εις κίνησιν τον συνοδοιπόρον του, «μη κτυπάς, καλέ μου άνθρωπε, το άκακον αυτό ζώον... είπε με αδύνατον φωνήν ο Αυγερινόπουλος. Είμαι, καθώς βλέπεις, κακά πληγωμένος... Δεν ημπορώ να σαλεύσω... Βάλε με, δι’ αγάπην Θεού, εις την ράχην του, και πήγαινε με σιμά εδώ εις την κατοικίαν μου. Αν με κάμεις αυτό το ψυχικόν, σε δίδω και την ζωήν μου, φθάνει μόνον να μη μ' αφήσης να την χάσω... ―Εγώ, αυθεντικό, απεκρίθη ο χωρικός, ευχαριστούμαι να με δώσης μοναχά το πουγγάκι σου με όσα μαλαγματένια στρογγυλά ευρίσκονται μέσα. Έχω ακουστά πως εσείς οι Καλαμαράδες και Πολιτικοί το βαστάτε με συμπάθειο, καλά γεμάτο απ’ εκείνα, όπου μας αρπάζετε. —Εγώ είμαι Πολεμικός, επανέλαβεν ο Αυγερινόπουλος, και... τρέχει όμως ωσάν βρύσις το αίμα μου... Αν ήσαι χριστιανός κάμε μίαν ώραν αρχήτερα...» Ο χωρικός τον εφόρτωσεν εις το υποζύγιόν του, και βλέπων ότι δεν εδύνατο να κρατηθή επάνω, τον έδεσεν επί του σάγματος. Ο δε όνος, αισθανόμενος την πλάτην του να πιέζηται από το βάρος, ήρχισεν ογκανίζων να καταράται εις την ιδικήν του διάλεκτον την τοιαύτην απάντησιν. Υποτασσόμενος τελευταίον εις την ανάγκην, εσιώπησε, και με βήμα όχι πλέον τόσον ταχύ έφερε τον ήρωά μας εις την αγροτικήν του κατοικίαν.
Μόλις τον έβαλον εις την κλίνην του, και αφόρητοι οδύναι ήρχισαν να τον βασανίζωσιν. Ήλθον αμέσως δύω φημιζόμενοι ως εμπειρότεροι κατά την Χειρουργικήν ιατροί της Πρωτευούσης. Κτυπώντες με τα δάκτυλα τας ταμπακέρας των και Δοκτορικώς περιπατούντες, πολλήν ώραν περί γενικών θεωριών εβαττάρισαν Λατινιστί. Αφ' ου δε από τ’ αριθμητικά κλάσματα κατήντησαν εις τα των οστέων και από τας κωνικάς τομάς εις τας των σαρκών, «να μηροτομήσωμεν, είπεν ο εις, τον πάσχοντα ειδεμή, δεν θέλη ορθοποδήσει ποτέ. —Να τον καρατομήσωμεν κάλλιον, απεκρίθη ο άλλος, παρά να τον αφήσωμεν να ζήση με σώμα κολοβόν και να μας βλασφημή.» Μετά πολλάς περί τούτου λογομαχίας έμεινον τέλος πάντων σύμφωνοι να μη μεταχειρισθώσιν επάνω του τα κοπτερά των εργαλεία. «Αν τον αφήσωμεν, εσυλλογίσθησαν, ακέραιον και εις την διάκρισιν της φύσεως, ή θέλει αποθάνει, ή θέλει ζήσει. Εις την πρώτην περίστασιν, επειδή δεν συνειθίζουν οι νεκροί να λέγωσι γρυ, δεν θέλει προφέρει ο μακαρίτης την παραμικράν κατηγορίαν κατά της Χειρουργίας. Εις την δευτέραν πάλιν, επειδή θέλει θεραπευθή χωρίς να βλαφθή κατ' ουδέν η ολομέλειά του αν έχη ενός άσπρου ευγνωμοσύνην, θέλει όλην του την ζωήν εγκωμιάζει την επιστήμην μας.» Διά να μην απέλθωσιν όμως χωρίς να φανώσιν εις τίποτε χρήσιμοι, διώρισαν εν κατάπλασμα τοπικόν προς ανακούφισιν των αλγηδόνων, και τρεις κατά το παρόν δυνατάς φλεβοτομίας προς παύσιν των παλμών, των προερχομένων από τον υπερβολικόν φόβον.
Όχι βέβαια προς τιμήν των Εξοχωτάτων Κυρίων χειρουργών μας, όσον συχνότερα επεσκέπτοντο τον Αυγερινόπουλον, τόσον χειρότερα εγίνετο η στάσις του. Την πρώτην ημέραν είχε πόνους μόνον, την δευτέραν και πυρετόν, την τρίτην και συνεχείς ασφυξίας. «Τόσον καλήτερα! εφώναζον και οι δύω. Να πάρει και να δώση, και αν αποθάνη, ν' αποθάνη, αφού εξαντλήση όλα τα βοηθήματα της τέχνης. Βδέλλαι λοιπόν, αίματα, επισπαστικά και προ πάντων κλυστήρια, διά να καθαρισθώσιν οι χυμοί του, των οποίων η δριμύτης και κακοήθεια εμποδίζει την ίασιν του έλκους.»
Ένα και ήμισυν μήνα έμεινε κλινήρης ο Αυγερινόπουλος, ως φάντασμα καταντήσας από τας πολλάς εξαγωγάς των αιμάτων, και καθ' ον χρόνον συνέβαινον αι σκηναί του Άργους, δεν ήτον εις κατάστασιν ακόμη να εξέλθη της οικίας του. Έτριξε τους οδόντας, όταν ήκουσεν ότι ο Εξόριστος ευρίσκετο εις το Άργος, φρουρούμενος από τον Θ. Γρίβαν, και αμέσως διεύθυνε προς τον Αυγουστίνον αναφοράν, εις την οποίαν εζήτει τον θάνατον του εχθρού του. «Υψηλότατε! τον έγραφε μετά πολλάς άλλας συκοφαντίας ο κακούργος αυτός επεχείρησεν εσχάτως και να με δολοφονήση, διότι, τολμήσας ενώπιόν μου να εξυβρίση την στρατηγικήν σας δόξαν και να σας ονομάση άρπαγα της ανωτάτης αρχής, εις τόσην αγανάκτησιν με είχε κινήσει, ώστε προς σωφρονισμόν τον έδωκα εν καλόν ράπισμα. Πληγωθείς όμως δεινώς από την επίβουλον χείρα του, και μη δυνάμενος επομένως να έλθω εις το Άργος, ανατίθημι την φροντίδα της κοινής εκδικήσεώς μας εις την Υψηλότητά σας, και είμαι βέβαιος ότι την φοράν αυτήν δεν θέλει εκφύγει την κεφαλικήν ποινήν, της οποίας διά τόσους λόγους είναι άξιος.»
Όταν μετ' ολίγον ο Εξόριστος ανεχώρησε μετά των Συνταγματικών από το Άργος, η λύσσα του Αυγερινοπούλου έφθασεν εις το έπακρον, διότι, ως έλεγε δάκνων τα δάκτυλά του, τον επέταξεν από τας χείρας. Έκτοτε συνέλαβε τov σκοπόν να τον θανατώση εξ επιβουλής, και άλλο πλέον δεν εσυλλογείτο, ειμή πως να επιτύχη άνθρωπον αρμόδιον εις τοιαύτην επιχείρησιν. Δύω μεγάλα συμφέροντα εύρισκεν εις τον φόνον του Εξορίστου· εν, ότι ευχαριστεί της εκδικήσεως το πάθος, και άλλο, (το ουσιωδέστερον δι’ αυτόν) ότι τον απέβαινε πιθανοτέρα η κατάκτησις της Ασπασίας, δηλαδή της περιουσίας της, από την οποίαν δεν εδύνατο κατ' ουδένα τρόπον να παραιτηθή.
Μίαν ημέραν περιερχόμενος εις το Ναύπλιον, εστάθη πλησίον εργαστηρίου, όπου επωλούντο διάφορα λάφυρα και κλοπιμαία του προ μικρού γυμνωθέντος Άργους. Ο πράτης, Χίος την πατρίδα και γελωτοποιός ολίγον, επροσκάλει τους διαβάτας με αστειότητας. «Πάρετε, Κύριοι, εφώναζεν, αυτά τα πατερημά. Ήσαν (ώρα του καλή!) ενός Πληρεξουσίου, οπού τα κάπνισεν από το Άργος. Πάρετέ τα, κι είναι η σοφία του Σολομώντος. Μ' αυτά μοναχά εις το χέρι και χωρίς να βγάλλετε από το στόμα τσιμουδιά, θα περνάτε εις την Γερουσίαν ουρανοκατέβατοι... Αγοράσετε αυτό το τηγάνι και την χύτραν, διά να μαγειρεύετε τα λαχανικά, όπου χειμώνα καλοκαίρι φυτρόνουν εις το Αγροκήπιον του Κυρίου Παλαιολόγου... Θέλετε να γένετε Διπλωμάται; Πάρετε αυτά τα ομματογυάλια. Μ’ αυτά θα βλέπετε τον κόσμον μικρόν, και ο κόσμος θα σας βλέπη μεγάλους... Τι στέκειθε; Δεν πέρνετε αυτό το σπαθί του Καραΐσκου; Όσοι από τα εικοσιοκτώ και ύστερα ήλθετε εις την Ελλάδα ζωσθήτε το, και θα γένετε φοβεροί Οπλαρχηγοί... Να διά πούλημα κι ένας χονδρός φάκελλος Εφημερίδες. Τα φύλλα τους είναι από πατριωτισμόν παραγεμισμένα· από πατριωτισμόν, Κύριοι. Πουλώ καλόν πατριωτισμόν· αγοράσετέ τον· είναι τώρα καιρός εθνοσυνελεύσεων, και αν θέλετε, τον μεταπουλείτε. Ποίος πέρνει πατριωτισμόν; Να πέντε λεπτών... να δέκα λεπτών... Κανείς δεν γυρνά να με κυττάξη, και όλοι τρέχουν εις το Ταμείον της Οικονομίας, εις την μεγάλην δημοπρασίαν... χεμ!... χέμ!...
Πουληταί κι αγορασταί.
Βουλευταί κι Εκτελεσταί...»
Εις Αλβανός εσταμάτησεν εκεί και αυτός διά [να] ίδη ξίφη τινά, εκτεθειμένα εις τους διαβαίνοντας. Έμπροσθέν του η ευφράδεια του Χίου έπαυσε, και εις πάσαν λακωνικήν ερώτησιν εκείνου απεκρίνετο αυτός με συστολήν μεγάλην. Τα χείλη του Αλβανού εσκιάζοντο από δάσος μυστάκων, και οι αετώδεις οφθαλμοί του εζήτουν να τρυπήσωσι την γην. Ήτον κόκκινος ως αστακός, και από τους ανοικτούς πόρους του προσώπου του εξητμίζετο οινοπνεύματος οσμή. Εζήτησεν σπάθην της Δαμασκού, δεν εύρεν, ύβρυσεν, έφυγεν, επανήλθεν, εγόγγυσε πάλιν, και πάντοτε ο Χίος έμενεν έμπροσθέν του σιωπηλός.
Τέλος πάντων ανεχώρησε. Τότε ο πωλητής κάμνων τον σταυρόν του και αποτεινόμενος προς τον Αυγερινόπουλον, «σε τον δίδω, είπε, διά τον πρώτον μαχαιροβγάλτην του κόσμου. Ο διάβολος έφτυσε, και τον έκαμεν. Άνθρωπον και όρνιθα να σκοτώση, το έχει όλο ένα.» Ο Αυγερινόπουλος, όστις είχεν ανάγκην από τοιούτον υποκείμενον διά τον μελετώμενον φόνον, «γνωρίζεις πώς τον λέγουν; ηρώτησεν. —Όχι· δεν ηξεύρω. Εκεί κάθεται εις το Καφενείον όλην την ημέραν. Εκεί θα ηξεύρουν και τ' όνομά του. Σε λέγω μόνον ότι τέσσαρες πέντε μήνες είναι, αφ’ ου μας εξεφύτρωσεν εις το Νάπλι, και ο Πρόεδρος μας Κόντε Αυγουστίνος τον έχει τώρα εις την φρουράν του. Όταν άνοιξε τα τουφέκι του Άργους, αυτός πρώτος έσπασε τα βαγένια των Αργείων, κι έκαμε να τρέχη το κρασί ποτάμι. Τον ηύραν μίαν νύκτα εις το Νάπλι να βάζη φωτιά εις το σπήτι του Δελιγιάννη. Τόσην λύσσαν έχει το σκυλί διά τους Συνταγματικούς, και διά χρήματα ξεθάφτει τον ίδιον πατέρα του, αν απέθανε, και τον κρεμνά.»
Εις όλους αυτούς τους λόγους, ηύξανεν επιπλέον η χαρά του Αυγερινοπούλου διά το ανέλπιστον εύρεμά του, και μετ' ολίγον υπήγεν εις το απέναντι Καφενείον, όπου ο Αλβανός εκάθητο καπνίζων και διηγούμενος τα πολεμικά του κατορθώματα. Ήρχισεν ευθύς να εξοικειόνεται με αυτόν, προσποιούμενος ενθουσιασμόν διά τα ηρωικά του έργα, και φανερόνων όλον το κατά των Συνταγματικών μισός του. Αφίνομεν τας λεπτομερείας της συσχετίσεως των διά να μη βαρύνωμεν τους αναγνώστας μας, και μόνον ερχόμεθα εις το αποτέλεσμά της.
Συνθήκη μεγάλη έγινε μεταξύ των δύο μερών, και τοιαύτη, οποίαν πολλάκις έκαμον ανάμεσόν των μεγάλα Βασίλεια προς καταβρόχθοσιν μικράς Επικρατείας. Έκαστον άρθρον πολλήν ώραν διεφιλονεικήθη, και αναμφιβόλως αι υπεκφυγαί, τας οποίας έκαμεν ο πονηρός Πελοποννήσιος εις τας απαιτήσεις του απλήστου Αλβανού, ήθελον προξενήσει τιμήν και εις τον επιδεξιώτερον Διπλωμάτην του αιώνος μας. Τόσον δε μάλλον άξιος θαυμασμού υπήρξεν εις την διαπραγμάτευση ταύτην ο Αυγερινόπουλος, καθ' όσον εδυνήθη να καταφέρη τον Αλβανόν, ενώ η αμάθεια τούτου δεν τον εσυγχώρει να μεταχειρισθή εκείνα τα π λ η ν και ό μ ω ς, εκείνα τα ε ι ς έ ν α κ ά π ο ι ο ν τ ρ ό π ο ν, τα κ ο λ α κ ε ύ ο μ α ι ν α ε λ π ί σ ω και α ρ έ σ κ ο μ α ι ν α ν ο μ ί ζ ω, φράσεις, τας οποίας τόσον επιτυχώς η Διπλωματεία και τόσον αφθόνως επιχύνει σήμερον εις την Ελλάδα.
Αφ' ου έπαυσαν ούτως αι διαφωνήσεις όλαι και ανεδέχθη ο Αλβανός να δολοφονήση τον Εξόριστον, ο Αυγερινόπουλος εντυπώσας καλά εις την μνήμην του τα χαρακτηριστικά του προσώπου και τ' όνομα του προοριζομένου θύματος, τον προεπλήρωσε χιλίους Φοίνικας, και υπεσχέθη να τον μετρήση άλλους τρισχιλίους μετά την πράξιν. Προς απόδειξιν δε της εκτελέσεως του φόνου, έμεινεν υπόχρεος ο Αλβανός να τον φέρη την εικόνα της Ασπασίας, την οποίαν είχεν ο Εξόριστος εις το στήθος. Εσυμφωνήθη όμως ν’ αποσπασθώσιν εξ αυτής οι τιμαλφείς λίθοι, και να μείνωσι κέρδος του φονέως.
Ανέβη λοιπόν μίαν αυγήν ο Αλβανός εις τον ίππον του, και αφ’ ου προσευχήθη βλέπων κατά την συνήθειαν προς Ανατολάς, και παρεκάλεσε τον Ύψιστον να ενισχύση τον βραχίονά του εις τόσον θεάρεστον έργον, εκίνησε διά τα Μέγαρα, και προς το εσπέρας φθάσας εις την Κόρινθον, κατέλυσεν εις οικίσκον χωρικού. Εμβήκεν ως καλός οικοκύρης, ήρπασε δύω παχείς κούρκους, τους απεκεφάλισεν ο ίδιος και παρήγγειλε να τους ετοιμάσωσι διά την τράπεζαν. Διά ν' αποκοίμιση δε ολίγον την πείναν του εν όσω παρεσκευάζετο το δείπνον, επρόσταξε να τον φέρωσιν ευθύς ως διά πρόγευμα σήσαμον σουβλισμένον. Ο χωρικός μη δυνάμενος να τον εννοήση και τρέμων όλος έμπροσθέν του, απέμεινεν άφωνος και ακίνητος ως άγαλμα. «Δεν με κατάλαβες, μωρέ ραγιά; έκραξε με βραγχώδη φωνήν ο Αλβανός. Φέρε μ' εδώ σουβλί, σουσάμι και μέλι, κι εγώ σε δείχνω την τέχνη.» Υπήκουσεν ο πτωχός και τον έφερεν ό,τι εζήτει. Βάλλων τότε ο Αλβανός την σούβλαν πρώτον εις το μέλι, ύστερον εις το σήσαμον, και περιστρέφων αυτήν εις το πυρ, αφ’ ου πολλάκις επανέλαβε την αυτήν εργασίαν, κατώρθωσεν ολίγον κατ' ολίγον σησάμινον γλύκυσμα. Έπειτα εδείπνησε καλά. Έπειτα ετραγώδησε το πνίξιμον της ωραίας Ευφροσύνης και την αιχμαλωσίαν των Ιωαννίνων. Έπειτα εκένωσε δις και τρις τα πυροβόλα του κατά των πίθων, τους εθρυμμάτισεν, έδειρε τον οικοδεσπότην, εχάδευσε τον βαρβάτον του, και περί τα μεσάνυκτα με το φέγγος της σελήνης εξηκολούθησε τον δρόμον του.
Διαβαίνων από την Περαχώραν, έμαθεν ότι εκείθεν η Κυβέρνησις μεθ’ όλων των πολιτικών και πολεμικών Αρχηγών του Συντάγματος είχε μετακομισθή προ μικρού εις τα Μέγαρα. Μεταξύ Περαχώρας και Μεγάρων εκτείνεται οδός πάρα την ακτήν έρημος. Εξ ενός μέρους ορίζων μεγαλοπρεπής θαλάσσης· εξ άλλου δάση γηραλέα και απότομοι κρημνοί. Κατά δε την αμμώδη παραλίαν κείνται διεσπαρμένα στελέχη λευκά δένδρων και σκελετά ναυαγησάντων πλοίων. Ποία θέσις πρόσφορος εις υψηλάς εμπνεύσεις διά τον φιλέρημον ποιητήν, όστις ήθελεν εκεί περιορίσει τον μοναδικόν του βίον! Αλλά «ποία τοποθεσία ωραία διά ληστείας και αρπαγάς!» εσυλλογείτο περών εκείθεν ο Αλβανός, όστις πολλά ολίγον εφρόντιζε διά τας καλλονάς της φύσεως. Ποτέ ο αετός, καταβαίνων από τα σύννεφα εις τας πεδιάδας, δεν τας επιβλέπει με τόσον προσεκτικόν οφθαλμόν, και δεν παραμονεύει με τόσην αδηφαγίαν τον εμφανισμόν αδυνάτου πτηνού.
Αλλ’ ενώ αυτός διευθύνετο εις τα Μέγαρα, ο Εξόριστος μετέβαινεν εκείθεν εις την Ύδραν, σταλείς διά να μεταφέρη τους επί των ενδόξων βράχων της Αντικαποδιστριακούς εις την πόλιν των Συνταγματικών, και να συγκεντρωθή ούτως η Αντιπολίτευσις εις την στερεάν Ελλάδα. Διερχόμενος από τας Αθήνας, εφιλοξενήθη από τον Στρατηγόν Άγγλον Τζώρτζην, όστις, όλος Έλλην την ψυχήν και κυριον σκοπόν της ζωής του προθέμενος την παλιγγενεσίαν της Ελλάδος, κατεδιώκετο και αυτός παρά της καποδιστριακής εξουσίας διά τα γενναία και ανεξάρτητα αισθήματά του. Οι εκεί Αυγουστινιανοί εζήτησαν να φυλακίσωσι τον Εξόριστον διά της τουρκικής Αρχής, και να τον παραδώσωσιν εις τας χείρας του Αυγουστίνου. Αλλ’ οι καλοί πατριώται Ζαχαρίτσας, Βλάχος, Ανάργυρος και άλλοι Αθηναίοι, απειλήσαντες τον οθωμανόν εξουσιαστήν ότι έμελλον να καταντήσωσιν εις πολέμου ρήξιν, εματαίωσαν τας καποδιστριακάς ραδιουργίας. Επί λέμβου υδραϊκού διασχίσας ο Εξόριστος τον αυγουστινικόν στόλον, όστις επολιόρκει την Ύδραν, έφθασεν εις την νήσον αυτήν και ανήγγειλε τον σκοπόν της αποστολής του; Συνήλθον ευθύς οι Αρχηγοί του αντικαποδιστριακού μεγάλου Κόμματος εις την οικίαν του Ανδρέου Μιαούλη, όπου ανεγνώσθησαν τα γράμματα της συνταγματικής Κυβερνήσεως, προσκαλούσης πλησίον της τους εις την Ύδραν αντιπολιτευομένους, υπέρ των οποίων οι εν Μεγάροις είχον εκθέσει την ζωήν των εις το Άργος. Οι συνεδριάζοντες όλοι, και πρώτος μεταξύ αυτών ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, όστις την στιγμήν εκείνην κατεπάτησε πάσαν άλογον φιλοδοξίαν, ομολογήσαντες βαθυτάτην ευγνωμοσύνην εις τους εν Μεγάροις, έκραξαν ομοφώνως ότι δεν εδίσταζον να συσσωματωθώσι μετ' εκείνων. Μόνος ο Σπυρίδων Τρικούπης έδειξε δυσαρέσκειαν, είτε διότι δεν είχεν εκλεχθή μέλος της συνταγματικής κυβερνήσεως, ως να ήτον άξιος τοιαύτης τιμής, είτε διότι από τα 1825 εμνησικάκει προς τον Ιωάννην Κωλέττην, ως μη δυνηθείς να ενθρονισθή αντ’ αυτού εις το Εκτελεστικών σώμα. Όσοι παρετήρησαν την διάθεσιν ταύτην του Τρικούπη, υπεμειδίασαν διά την αδυναμίαν της ανθρωπίνης καρδίας, χωρίς όμως να υποπτεύσωσι καν ότι, κατά περιστάσεις τόσον δεινάς της πατρίδος, ήθελε τολμήσει ποτέ προς τέλειον όλεθρόν της να υποθάλψη διαιρέσεις πολιτικάς. Αλλ' ακόμη δεν εγνώριζον εις ποίαν υπερβολήν εδύναντο να φθάσωσιν οι λεγόμενοι Μ έ τ ρ ι ο ι και Τ ί μ ι ο ι της Ελλάδος. Η επιούσα ημέρα είδε τον Ανδρέαν Ζαΐμην σύμφωνον με τον Τρικούπην, και πρέπει εδώ να εξηγηθώμεν ολίγον.
Ο Α. Ζαΐμης δικαίως λογίζεται ο πνευματωδέστερος των Προυχόντων της Πελοποννήσου. Δεν εδυνήθη όμως να εννοήση εντελώς εις τι συνίσταται η αληθής δόξα, και της ιεράς μας επαναστάσεως το χωνευτήριον δεν τον εκαθάρισεν από την σκωρίαν όλην του επί Τουρκοκρατίας Προκρίτου. Αι φιλελεύθεροι της εποχής ιδέαι, τας οποίας οι ολίγοι εγνωσμένοι λόγιοι διέσπειρον εις την Ελλάδα, αι υγιείς της Πολιτικής αρχαί, τας οποίας άλλοι διά περιοδικών φύλλων, άλλοι διά ποιήσεων και άλλοι διά πεζών συγγραμμάτων καθιέρωσαν, δεν εισέδυσαν εις την ψυχήν του εισέτι. Εκτός τούτου, ποτέ δεν τον είδομεν σταθερώς ακολουθούντα την αυτήν γραμμήν, και κινηθείς διά να βαδίση σήμερον εις μιαν τινά οδόν, ευρέθη αύριον εις άλλην, και την ακόλουθον ημέραν εις τρίτην, την οποίαν ουδέ είχε ποτέ φαντασθή. Αλλά δεν απαρνούμεθα ότι κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας επρόσφερε λαμπράς εκδουλεύσεις εις την πατρίδα, και διά τούτο δυσαρεστούμεθα οσάκις αναγκασθώμεν να επιτιμήσωμεν τινάς των πράξεών του. Αν εχωρίσθη τότε από την συνταγματικήν μερίδα, δεν πρέπει ν' αποδώσωμεν την λειποταξίαν του εις μόνην την πειθώ της τρικουπικής ρητορείας, όχι τόσον δεινής, αλλ’ εν ταυτώ εις την έχθραν, την οποίαν ανέκαθεν έτρεφε κατά του Κωλέττου, ως ο πρώτος των αρχόντων της Πελοποννήσου κατά του πρώτου των Π α λ ι κ α ρ ί ω ν της στερεάς Ελλάδος, και εις τον φόβον μήπως υπέρ το δέον ενδυναμωθή ο αντίπαλός του, ως να μην ήτον ο προκείμενος αγών υπέρ της Ελλάδος, αλλ’ υπέρ του Κωλέττου· ως να εκίνει την Ελλάδα ο Κωλέττης, και όχι τον Κωλέττην η Ελλάς. Άθλια πατρίς, της οποίας οι λεγόμενοι πρώτοι Πολιτικοί, διχονοούντες πάντοτε διά να υψωθώσιν επί των ερειπίων σου, δεν ηνώθησαν ποτέ διά να σε καταστήσωσιν ελευθέραν και μεγάλην!
Ο Ζαΐμης λοιπόν και ο Τρικούπης μετ' ολίγων τινών οπαδών των έμεινον εις την Ύδραν, και ηυτομόλησαν ύστερον προς τον Αυγουστίνον. Ο δε Α. Μαυρκορδάτος, ο Λόντος, ο Βενιζέλος Ρούφος, ο Κ. Ζωγράφος, οι Σούτσοι, ο Χ. Κλονάρης και οι Πληρεξούσιοι όλοι, λαθόντες διά νυκτός τα έμπροσθεν του λιμένος καποδιστριακά πλοία, διευθύνθησαν διά των Αθηνών προς τα Μέγαρα μετά του Εξορίστου. Αλλ’ ούτος εχωρίσθη από τους συνοδοιπόρους του εις τας Αθήνας, και ημέρας τινάς διέτριψεν εις την πόλιν αυτήν, περιμένων τον Βαυαρόν Ειρηναίον Θύρσιον, όστις, φθάσας προ μικρού εις την Ελλάδα, έμελλε να μεταβή και αυτός από Ναύπλιον εις Μέγαρα, διά να εμψυχώση τους Συνταγματικούς.
Εν τούτοις το 1832 έτος είχεν αρχίσει και αυτό νεφώδες, ουδ' αμυδρά τις ακτίς αιθρίου μέλλοντος υπέλαμπεν εις την Ελλάδα. Η τύχη της εισέτι εταλαντεύετο εξωτερικώς, και η εμφύλιος στάσις εσπάραττεν αδιακόπως τα σπλάγχνα της. Εις την Πελοπόννησον οι λαοί έτεινον προς τα συνταγματικά φρονήματα. Αλλά τα φρούρια και τα στρατεύματα της Χερσονήσου, υπό την εξουσίαν όντα του Αυγουστίνου, κατέθλιβον το γενικόν αυτό αίσθημα. Το Αιγαίον πέλαγος επίσης κατεδυναστεύετο, και πλοία των Συμμάχων Δυνάμεων, παραβοηθούντα την ναυτικήν Μοίραν της παρανόμου αρχής, εκράτουν την Ύδραν εις αποκλεισμόν. Κατά την στερεάν πάλιν Ελλάδα, εξ περίπου χιλιάδες μαχίμων οπλιτών του Συντάγματος παρεχείμαζον εις την Μεγαρίδα και προ των θυρών της Πελοποννήσου, έτοιμαι να εισβάλωσιν εις αυτήν.
Περί τα μέσα του Φεβρουαρίου μηνός έφθασεν ο Αλβανός εις τα Μέγαρα, και πριν εξετάση περί του ήρωός μας, τον οποίον, ως είδομεν, ήρχετο να δολοφονήση, έσπευσε να παρουσιασθή ως αυτόμολος εκ των αυγουστινικών στρατευμάτων έμπροσθεν του στρατηγού Θ. Γρίβα, προσφέρων εαυτόν, τον ίππον του και την σπάθην του εις το Σύνταγμα. Ερωτήσας δε ύστερον ως εν παρέργω περί του Εξορίστου, έμαθεν ευχαρίστως ότι, αποσταλείς προ μικρού εις την Ύδραν, έμελλε μετ’ ολίγον να επιστρέψη.
Όταν εύδιοι του πρώτου έαρος ημέραι συνήθροιζον τους στρατιώτας και τους αξιωματικούς από τα σκηνώματά των εις τα ευρύχωρα προαύλια του Αγίου Δημητρίου, ήρχετο εκεί και ο Αλβανός διά ν’ ακούση τι αποβλέπον τον σκοπόν του, και πολλάκις περιεπλέκετο εις συνομιλίας μετ’ εκείνων και μετά των καλών Μεγαρέων. Αλλ’ οι τελευταίοι ούτοι προ πάντων απέφευγον την συναναστροφήν του, έχοντες ανεξήγητόν τινα προς αυτόν αντιπάθειαν.
«Βλέπεις τον Αλβανόν τούτον, συμπέθερε; Δεν ομοιάζει τον λύκον, οπού με τα φορέματα του βοσκού εγλύστρησε μέσα εις την μάνδραν κ’ ήθελε να γελάση τα πρόβατα; Ας τραβηχθώμεν απ’ αυτόν μακριά. —Ναι, ας καθήσωμεν εδώ εις τον ήλιον ημείς οι Πρωτογέροντες Μεγαρίται. Είναι σήμερα Κυριακή, και η ημέρα χαρά Θεού. —Εξήγησέ με, να ζης, πώς είναι τόσον ήμερα τα στρατεύματα του Συντάγματος. Τρεις μήνες τώρα πηγαίνουν αφ’ ου ήλθαν εις τα σπήτια μας, και ούτε τα δώματά μας εχάλασαν, ούτε τα παράθυρά μας έκαυσαν. Με την χάριν του Θεού εξυπνούμεν την ταχεινήν, και δεν βλέπομεν να λείπη κανένας πετεινός μας, κανένα σφακτόν μας. —Άκουσες τι κάμνουν εις την Κόρινθον τα στρατεύματα του Αυγουστίνου; Θεού κατάρα έπεσεν όπου και αν έβαλαν το ποδί τους. Φτερούγι δεν άφησαν. Εκεί, καθώς λέγει ο λόγος, το μουσχάρι δεν στέκει γερό στην κοιλιά της αγελάδας και το αυγό στην κοιλιά της όρνιθας. Ηξεύρεις ποιος βαστά τους στρατιώτας εδώ εις ευταξίαν; ο ενθουσιασμός, όπου έχουν διά το Σύνταγμα. —Και τι θέλουν να κάμουν μ' αυτό το Σύνταγμα όσοι το γυρεύουν; —Να διώξουν τον ξένον, όπου ήλθε και μας τυραννεί· να δώσουν γην εις τους χωρικούς, βοήθειαν εις τας χήρας και εις τα ορφανά, και νόμους εις όλον το γένος· να μην αδική ο μεγάλος τον μικρόν, και να ζούμεν όλοι καθώς το θέλει ο Θεός. —Φεύγωμεν απ’ εδώ, κι έρχονται δύω Καπετανέοι. Να σε ειπώ την αλήθειαν, όσον και αν ήναι καλός ένας Πολεμικός, δεν μ' αρέσει να βλέπω το πρόσωπόν του. —Ας πηγαίνωμεν... κάτι κρυφά έχουν ανάμεσά των.»
«Συνάδελφε Καπετάνε, δεν με φαίνεται να πηγαίνουν καλά τα πράγματα. Με μυρίζει πως πολύν καιρόν ακόμα θα ξεπαγιάσωμεν εις τα στρατόπεδα, ενώ οι εχθροί μας θα ξενυκτούν και θα ξεχνούν τα κρύα του χειμώνος εις τους ναυπλιώτικους χορούς. —Κάτι πολύ γλήγορος είσαι, Καπετάνε. Τα θέλεις όλα εις μίαν ημέραν. Δεν βλέπεις πως καθ' ημέραν κάμνομεν κι ένα θαύμα; Άρπαξε προχθές το παιδί του Βέικου το κάστρον της Ναυπάκτου. Μας έφθασε χθες από το Νάπλι ο Χ. Χρίστος με τους καβαλλαρέους του. Τι άλλο θέλεις ακόμα; —Όλ' αυτά είναι καλά. Δεν με λέγεις όμως τίποτε διά το νέον Πρωτόκολλον, όπου μας ήλθεν. Αι τρεις Δυνάμεις ανεγώρισαν τον Νάπα μας Αυγουστίνον, και δύω χιλιάδες Γάλλοι έρχονται εις τα Εξαμίλλια να εμποδίσουν το έμβασμά μας εις τον Μωρέαν. —Καλώς να έλθουν! Ημείς όμως με τα βαΐα εις το ένα χέρι και με την σπάθαν εις το άλλο, τραγουδούντες τον Ύμνον της επαναστάσεώς των, περνούμεν τα Δερβένια. ―Όλα φίλε μου, τα έχεις εύκολα... Πλην ακούεις; Τι να σημαίνουν τάχα αι χαρμόσυναις αυταίς φωναίς και τα χεροκροτήματα; —Ο Πληρεξούσιος αυτός, όπου μας έρχεται τρεχάτος, καμμιάν είδησιν καλήν θα μας φέρνη.»
«Νέα μεγάλα, Καπετανέοι! Ας δοξάσωμεν την θείαν Πρόνοιαν, ότι επέβλεψε και εις την αμαρτωλόν γην μας. Την στιγμήν αυτήν έφθασεν ο γενναίος της ελευθερίας μας υπέρμαχος, τον οποίον είχομεν αποστείλει προς τους εν Ύδρα, και μετ' αυτού ο καλός γέρων Θύρσιος, και αναγγέλλουν ότι εκλέχθη ο βασιλεύς των Ελλήνων. —Και ποιος είναι; Πώς ονομάζεται; —Όθων, ο υιός του φιλέλληνος Άνακτος της Βαυαρίας. Νέος είναι. Πλην και η Ελλάς είναι νέα. Νέος, θέλει μάθει την γλώσσαν μας, τα ήθη μας, και θέλει γένει ο αγαπητός μας Μονάρχης. Ακούετε τας ευφημίας του στρατεύματος; Βλέπετε τον σεβάσμιον εκείνον πρεσβύτην, τον οποίον σηκόνουν δαφνοστόλιστον οι στρατιώτοι; Είναι ο φίλος των Ελλήνων Θύρσιος, αίσιος άγγελος της αναγορεύσεως του Όθωνος. Μας παρακινεί εν ονόματι του Βασιλέως μας να διαβώμεν τον Ισθμόν. —Ζήτω ο Όθων και το Σύνταγμα! Κάτω oι Καποδίστριαι! Ας τρέξωμεν να ετοιμασθώμεν διά την νίκην!»
Η επιστροφή του Εξορίστου, φέροντος τον Θύρσιον και τα ευαγγέλια της ανυψώσεως του Όθωνος εις τον θρόνο της Ελλάδος, ενέπλησεν αγαλλιάσεως και ηλέκτρησεν όλον το μεγαρικόν στρατόπεδον. Υπερεχάρη και ο Αλβανός, διότι μετά τριών ατελευτήτων εβδομάδων προσδοκίαν, εδύνατο τέλος πάντων να βάλη τον σκοπόν του εις πράξιν, και απεφάσισε να δολοφονήση τον Εξόριστον την ιδίαν εκείνην νύχτα, νομίζων τόσον μάλλον αφόρητον πάσαν αναβολήν, καθ’ όσον εφοβείτο μήπως ήθελε γνωρισθή ποίος ήτον και χάσει οχι μόνον τας τρεις χιλιάδας Φοινίκων του Αυγερινοπούλου, αλλά και την ζωήν του αυτήν.
Πληροφορηθείς λοιπόν που είχε καταλύσει ο Εξόριστος, υπήγε περί το δειλινόν να παρατηρήση απ’ έξω το οίκημά του, και, διά να μη φονεύση την νύκτα κατά λάθος άλλον, να ιδή αν ήτον τρόπος και τον ίδιον, τον οποίον εγνώριζεν εκ μόνης της περιγραφής του Αυγερινοπούλου. Η κατοικία του Εξορίστου έκειτο εις μίαν άκραν των Μεγάρων, και πλησίον της ευρίσκοντο μάρμαρα κατειργασμένα διά οικοδομήν Μνημείου, το οποίον οι Πρόκριτοι των Μεγαρέων, ζώντος έτι του Ιωάννου Καποδίστρια, ήσαν έτοιμοι να εγείρωσιν εις αυτόν χάριν ανυπάρκτων προς την πόλιν ευεργεσιών του. Αλλ' ο θάνατος εφείσθη τρόπον τινά της ελληνικής δόξης, και καταλαβών τον Κυβερνήτην, κατέστρεψεν εις την σύλληψίν της ιδέαν τόσον χαρμεπή. Πλησίον του σωρού αυτής της ύλης σταθείς ο Αλβανός, ως να είλκυε τάχα το αντικείμενον τούτο την προσοχήν του όλην, περιεργάσθη καλά την είσοδον και τα παράθυρα της οικίας, όμοιος με τον έμπειρον Στρατηγόν, όστις ζητεί να γνωρίση ακριβώς την θέσιν εχθρικού Φρουρίου, πριν επιχειρήση την κατ' αυτού έφοδον. Ψυχή γεννητή δεν εφαίνετο εις αυτήν, και αν καθ' ένα λόγον η τόση ερημία της ελύπει τον Αλβανόν, διότι δεν εδύνατο να ιδή εκείνον τον οποίον εμελέτα να θανατώση, κατ’ άλλον όμως τον ευχαρίστει, διότι τον υπέσχετο ευκολίαν εις την εκτέλεσιν. Αφ’ ου έμεινεν εκεί αρκετήν ώραν, φοβούμενος μήπως δώση τινά υποψίαν, ανεχώρησε, και εις τας τρεις της νυκτός, τας οποίας ενόησεν ότι έφθασαν όχι από το κτύπημα ωρολογίου τινός της πόλεως αλλ’ από τας πρώτας αγρίας φωνάς των νυκτοφυλάκων του Θ. Γρίβα, επανήλθεν εις το αυτό μέρος, κρατών εκ του χαλινού τον ίππον του... Τον έδεσεν εις ένα κορμόν δένδρου... Πατών έπειτα ελαφρά και βλέπων τριγύρω του, άλλοτε σταματών εις το σύριγμα του ανέμου και άλλοτε οπισθοδρομών εις την αιφνίδιον λαμπηδόνα του νυκτερινού φωστήρος, εξερχομένου από τα νέφη, προχωρεί βραδέως προς την οικίαν του Εξορίστου, της οποίας ευρίσκει την είσοδον ανοικτήν... Εμβαίνει... Σιωπή γενική... Εις εν δωμάτιον, όπου έφεγγεν εκ διαλλειμμάτων η σελήνη, βλέπει κατά γης ροχάζοντας δύω ανθρώπους, τους οποίους συμπεραίνει να ήναι υπηρέται... Σιγά κλειδόνει έξωθεν την θύραν αυτού του κοιτώνος, και περά εις άλλον, όπου εκάθευδεν ο Εξόριστος εις την κλίνην του... Ω της καλής τύχης του Αλβανού! Η πολύτιμος εικών της Ασπασίας, κρεμαμένη πλησίον λύχνου εις τον τοίχον, σπινθηροβολεί κατά πρώτον εις τα όμματά του, και μυρτυρεί ότι ο κοιμώμενος ήτον εκείνος, τον οποίον ήρχετο να φονεύση... Αρπάζει αυτήν με την μίαν χείρα, σύρει με την άλλην εκ της θήκης, το ξίφος του, και καθ’ ην στιγμήν ετοιμάζεται να το καταφέρη επί της κεφαλής του Εξορίστου, εξαίφνης, ως να παρελύθησαν αι δυνάμεις του, το αφίνει και πίπτει από την δεξιάν του, ανακράζων· «εκείνος είναι μα τον Προφήτην!... εκείνος!...» Εις την κραυγήν αυτήν, εξυπνά ο Εξόριστος, και βλέπων έμπροσθέν του ακίνητον τον ίδιον εκείνον Αλβανόν, τον οποίον, καθώς είδομεν, είχε προ καιρού απαντήσει πλησίον της Μεδινίτσης, «Σεϊδαλή, φωνάζει, Σεϊδαλή, τι με ζητείς;…» Χωρίς να προφέρη λέξιν ο Αλβανός, και αφίνων εις το έδαφος κειμένην την δαμασκινήν σπάθην του, την ιδίαν, την οποίαν δι' ενθύμησιν τον είχε φιλοδωρήσει ο Εξόριστος, εν ροπή οφθαλμού εξέρχεται από τον θάλαμον, πηδά τας βαθμίδας της κλίμακος, πετά εις το μέρος, οπού έστεκεν έτοιμος ο ίππος του, καβαλλικεύει και με αφειμένας ηνίας διευθύνεται προς την Πελοπόννησον. Εν τούτοις ο ουρανός, όστις από της εσπέρας ήτον τεθολομένος, χύνει ραγδαίον υιετόν, αστραπάς και κεραυνούς, γογγύζει σφοδρός νότος, και ο Αλβανός, νομίζων ότι καταδιώκεται από στρατιώτας των Μεγάρων, παραδίδεται εις την ορμήν του αχαλινώτου ίππου του.
Η αυγή εφώτισε τον Σεϊδαλήν πλησίον του Ισθμού, και η παρουσία της τον εχαροποίησεν όχι μόνον διότι τον απήλλαξεν από τα τρομερά σκότη της νυκτός και τας εχθρικάς χείρας, αλλά και διότι τον έδειξεν όλον το τιμαλφές της εικόνος, την οποίαν ακόμη εκράτει σφιγκτά εις την παλάμην του, αφ’ ης στιγμής την είχε δράξει από τον κοιτώνα του Εξορίστου. Μετ' ολίγον όμως, εις την θέαν του πλουσίου αυτού κειμηλίου, αισθανόμενος την πλεονεξίαν του κεντουμένην, ήρχισε να μετανοή ότι δεν εφόνευσε τον Εξόριστον και απεστερήθη τους τρισχιλίους Φοίνικας του Αυγερινοπούλου, δ ι ά έ ν α μ ό ν ο ν α ν α θ ε μ α τ ι σ μ έ ν ο ν, ως έλεγε, μ π έ σ α γ ι α μ π έ σ α. Σκεπτόμενος και ανακυκλιών πολλούς στοχασμούς εις την κεφαλήν του περί αυτών των τριών χιλιάδων Φοινίκων, εστάθη τέλος πάντων εις ένα, όστις τον εφάνη παράξενον πως δεν είχεν έλθει αμέσως εις τον νουν του. Εφαντάσθη, διά να μην αφήση επί τέλους αφορολόγητον τον Αυγερινόπουλον, να τον ειπή ότι εθανάτωσε τον εχθρόν του, και προς απόδειξιν ψηλαφητήν του φόνου να τον παρουσιάση, καθώς ο ίδιος το είχε ζητήσει, την εικόνα της Ασπασίας, την οποίαν η χείρ του, μηχανικώς κινηθείσα, είχεν αναρπάσει ως πολύτιμον καθ' εαυτήν.
Αφ’ ου λοιπόν συνέλαβε την δέαν αυτήν, την οποίαν ενόμισεν ότι ο Μωάμεθ τον ενέπνευσεν, εξακολούθησε να τρέχη με περισσοτέραν προθυμίαν προς το Ναύπλιον, και φθάσας την ακόλουθον ημέραν, έδραμεν ευθύς εις την οικίαν του Αυγερινοπούλου, έτοιμος να τον διηγηθή τέρατα και σημεία περί της ανδρείας του. Ας ακούσωμεν ολίγον την συνομιλίαν των. «Συ είσαι, ανδρειωμένε μου Σεϊδαλή;... Πότε ήλθες;... Τι έκαμες;... —Εγώ είμ' όλος απ’ την κορφή ως τα νύχια, έφθασα τώρα τώρα, και την στιγμήν αυτήν ο λεγάμενος κοιμάται τόσο βαθειά, όπου διάβολος δεν τον ‘ξυπνά... —Αληθινά!... Τον εσκότωσες;... —Όχι, παίζουμε... Σαν άνθρωπος θεοφοβούμενος όπου είμαι, σε κάμνω, αν θέλης, χίλιους όρκους και φιλώ το εικόνισμα της εύμορφης αυτής Παναγίας... (και από την ζώνην του εξέφερε την εικόνα της Ασπασίας). Με πιστεύεις τώρα; Ε;... —Δος με την εικόνα... δος με την... να χαρείς τον Θεό σου, Σεϊδαλή... και διηγήσου με πως το κατώρθωσες... —Ύστερα την πέρνεις... Ν' ακούσης πρώτα με πόσαις δυσκολίαις και με πόσους κινδύνους εκατάφερα τον συγχωρεμένον... Ο Θεός να τον αναπαύση!... Τώρα 'που τον εσκότωσα μ' έρχουνται τα δάκρυα στα μάτια... Κρίμα το παλικάρι!... Κόλασα κι εγώ την ψυχή μου... Ταις τρεις χιλιάδαις Φοίνικες, 'που έχεις να με δώσης, όλαις θα ταίς 'ξοδεύσω στο χατζιλίκι της Μέκας… —Καλά... Δεν με λέγεις όμως πώς τον εθανάτωσες; —'Πέταξα σαν το πουλί στα Μέγαρα. Ηύρα στον δρόμο τρεις Συνταγματικούς... Συντριμματικούς... δεν 'ξεύρω πώς ανάθεμα τους λέγεται... και τους 'θέρισα σαν μανητάρια. Εφύλαξα στα Μέγαρα τρεις σωσταίς εβδομάδαις χωρίς να χύσω στάλα αίμα, και ένας Θεός γνωρίζει τι στενοχώρια 'τράβηξα. Ύστερα ήλθε και ο ‘δικός σου απ’ την Ύδρα. Πηγαίνω την ίδια νύκτα στο σπήτι του σπάνω την πόρτα· ίσια 'πάνω· νάσου τον κατεβάζω μιαν καλή μαχαιριά κατακέφαλα και τον αφίνω στον τόπο· ρίχνουνται κατ’ επάνω μου δέκα δώδεκα... κόψε, κόψε, κόψε, σπάνει και το σπαθί μου... —Έτσι!... αν αγαπάς τον Θεό!... —Ξέχασα... έκοψα και το ένα του αυτί, και το είχα στο ζουνάρι μου φυλαγμένο. Μ' έπεσεν όμως στον δρόμο... και τόσο καλήτερα 'που 'χάθηκε, και δεν είν' εδώ να μας ακούση... Μέτρησέ με τώρα τράγγα τράγγα τα στρογγυλά σαν τιμημένος πραγματευτής.»
Εις την αιματοβαφή ζωγραφίαν του Αλβανού, εσκίρτησεν από χαράν ο φιλέκδικος Πελοποννήσιος. Η τελευταία μόνον περί καταβολής χρημάτων έκφρασις του Σεϊδαλή επροξένησε δυσάρεστον ήχον εις την ακοήν του. Αναπτερούμενος όμως εις λαμπράς ελπίδας περί συνοικεσίου του μετά της Ασπασίας και περί κατοχής κτημάτων της, κατέθεσε τας τρεις χιλιάδας Φοινίκων εις μετρητά, και προς παύσιν πάσης ανάμεσόν των ληψοδοσίας εζήτησε την εικόνα. Ο Σεϊδαλής, μετά την παραλαβήν των Φοινίκων, υπενθύμισεν εις τον φίλον εν μικρόν της μεγάλης των Συνθήκης άρθρον, διαλαμβάνον ότι της εικόνος οι αδάμαντες έμελλον να μείνωσιν ιδιοκτησία του. Αποσπάσας λοιπόν ένα προς ένα όλους τους τιλμαφείς λίθους, εκράτησε τούτους δι' εαυτόν, και αφήκε την γυμνήν εικόνα με τας χρυσάς οπτασίας εις τον Κύριον Αυγερινόπουλον.
Η Ασπασία μετά, μετά την νυκτερινήν εκείνην φυγήν της, είχεν επιστρέψει πάλιν εις τας αγκάλας του πατρός της, όστις, μεταμεληθείς διά τον προς αυτήν δυναστικόν τρόπον του και κινούμενος εις οίκτον διά την ακατεύναστον λύπην της, εφέρετο έκτοτε προς αυτήν ηπίως και συμπαθώς. Δεν την εβίαζε πλέον να νυφευθή τον Αυγερινόπουλον. Πλην ούτε πάλιν έκλειε την θύραν του εις τούτον, όστις είχε την απαραδειγμάτιστον μικροπρέπειαν να εξακολουθή τακτικά τας οχληράς επισκέψεις του, προσποιούμενος όχι μόνον αμνησικακίαν διά τα διατρέξαντα, αλλά και υπέρ ποτε σφοδρόν έρωτα, τον οποίον, καθώς έλεγε δακρύων κωμικώς, έτρεφεν εις τα πολύπονα στήθη του η νηστεία και ο απελπισμός. Δις και τρις του μηνός καθυπεβάλλετο εις φλεβοτομίας διά ν' αποκτήση τηκομένου εραστού ωχρότητα, και οσάκις, παρασιτών εις πλουσίου τινός τράπεζαν, συνέβαινε να κακοστομαχήση, παρίστα την εκ της λαιμαργίας του δυσπεψίαν ως αποτέλεσμα του ανιάτου πάθους του. Όλοι όμως οι πιθηκισμοί του αυτοί, το έβλεπε προφανώς, τίποτε δεν τον εχρησίμευον, εν όσω δεν ήθελε λυτρωθή από τον αντίζηλόν του, και η βεβαιότης αυτή, ενουμένη με τον πόθον της εκδικήσεως, τον είχεν υπαγορεύσει να γίνη εντολεύς του φόνου του.
Ζητών τότε να ωφεληθή από τον υποθετικόν του Εξορίστου θάνατον, περί του οποίου δεν είχε καμμίαν αμφιβολίαν, σπεύδει, χωρίς αυτός να φανή, να δώση την είδησιν εις την Ασπασίαν. Εμπερικλείει λοιπόν την εικόνα της εις πλαστογραφείσαν επιστολήν, διά της οποίας φίλος τις ανύπαρκτος του Εξορίστου μηνύει από τα Μέγαρα εις την Ασπασίαν ότι εφονεύθη ο δυστυχής της εραστής εις ακροβολισμόν τινα κατά των Καποδιστριακών, και ότι ελαφυραγώγησαν στρατιώται την εικόνα της, ευρεθείσαν εις τον τράχηλόν του· αυτός δε ότι ενόμισε χρέος του να την εξαγοράση και να της την αποστείλη ως το αγαπητότερον κειμήλιον φίλου του αποθανόντος. Μετά τούτο ευρίσκει χωρικόν της εμπιστοσύνης του, τον εγχειρίζει την επιστολήν και τον παραγγέλλει να παρουσιασθή ευθύς ως Μεγαρίτης γραγματοκομιστής εις την οικίαν της Ασπασίας.
Ήσαν αρχαί Μαρτίου, θυελλώδης ημέρα, και η Ασπασία, από το υψηλόν της δωμάτιον βλέπουσα τας έτι χιονώδεις ακρωρείας και την κυματιζομένην του αργολικού κόλπου θάλασσαν, αφίνετο εις θλιβερούς συλλογισμούς, των οποίων ηύξανε την πικρίαν η μακρά σιωπή του εραστού της και ο φόβος μήπως ο πόλεμος συντέμη την ζωήν του. Έκρουε την κιθάραν της, και με γοεράν φωνήν εμελώδει το πένθος και την ταραχήν της.
«Στα βουνά είναι oι πάγοι
Κι οι αέρες στα πελάγη,
Και τα δένδρα ολοένα
Στην γην σκύπτουν λυπημένα,
Κ’ εν ω γύρω μου την φύσιν
Να θρηνή παρατηρώ,
Των δακρύων μου την βρύσιν
Να κρατήσω δεν μπορώ ...
Αντηχεί βροντή πολέμου,
Ή βοή σφοδρού ανέμου;…
Η ψυχή μου όλη μένει
Απ’ τον φόβον νεκρωμένη...
Έλλην Έλληνα φονεύει,
Αδελφός τον εδελφόν,
Κ' η πτωχή Ελλάς χηρεύει...
Δυστυχίας κολοφών!
Ζη, απέθανεν ο μόνος
Της ψυχής μου θησαυρός;
Της καρδίας μου ο πόνος
Αυτό είν ο φλογερός...
Αλλά δεν παραπονούμαι
Αν ο έρως με πεθάνη·
Δι εμένα δεν λυπούμαι·
Αγαπήθηκα!... Με φθάνει.»
Τους κλαυθμηρούς της τόνους διέκοψεν η τροφός της εμβαίνουσα με φαιδρόν πρόσωπον. «Παύσε, κόρη μου, της είπε, να κλαίης και ν' απελπίζεσαι. Την στιγμήν αυτήν ένας χωρικός από τα Μέγαρα μας έφερε το γράμμα τούτο και αν δεν απατώμαι είν' εκείνου... «Δος με το...» εφώναξε, τρέχουσα προς αυτήν η Ασπασία. «Πλην δεν είναι το γράψιμόν του...» επρόσθεσε, τρέμουσα όλη και ωχριώσα ως να εκυριεύθη από θανάσιμον προαίσθησιν. Ανοίγει την επιστολήν, η ολέθρια εικών πίπτει, και εις τας πρώτας λέξεις, τας οποίας η δυστυχής μόλις ετόλμησε ν' αναγνώση, αφίνεται ημιθανής εις τας αγκάλας της τροφού της. Μετά μακράν λειποθυμίαν, συνελθούσα ολίγον περί τας αρχάς της νυκτός, «που είναι;… πού είναι!...» ηρώτησε την επιστήθιόν της. —Ποίος, κόρη μου; —Εκείνος όστις μ' έφερε τον θάνατον. —Ανεχώρησεν ευθύς καθώς έδωκε το γράμμα. Απομάκρυνέ τον από την ενθύμησίν σου. —Θέλω να τον ιδώ... Θέλω να τον εξετάσω, να τον ακούσω… Δεν είν' εδώ πλέον, με είπες;... Τι στέκομαι;... Ας τρέξω... Αγαπητή μου, αν μ' ευσπλαγχνίζεσαι, ακολούθησέ με... —Πού, τέκνον; —Εκεί, όπου ενταφιάσθη... ―Να φύγωμεν τώρα την νύκτα, με αυτό το σκότος; —Το σκότος είναι και την ημέραν και την νύκτα εις τα όμματά μου… Συνόδευσέ με εις τον τάφον του... Μη χάνωμεν καιρόν… —Συλλογίσυυ ότι ζητείς τ' αδύνατα· ο κόσμος είναι άνω κάτω· παντού ταραχή και στρατεύματα· το Νάπλι αυτήν την ώραν είναι κλεισμένον και είμεθα εις το Φρούριον μέσα.» Εις τας ανικήτους αυτάς δυσκολίας η Ασπασία εκάλυψε με τας χείρας το πρόσωπόν της και απέμεινεν άφωνος.
Ήλθε την ακόλουθον αυγήν και ο Αυγερινόπουλος, ανυπόμονος να ιδή αν ετελεσφόρησε το σατανικόν του τέχνασμα. Εμβαίνων απήντησεν εις την αυλήν την γραίαν τροφόν, την οποίαν εχαιρέτησε με τον πλέον μειλίχιον τρόπον. «Κύριε, τον είπεν αυτή, μη λαμβάνετε τον κόπον ν' ανέβετε. Ο αυθέντης μου δεν ημπορεί σήμερον να σας δεχθή —Και διατί, καλή μου;… Μήπως πάσχη πάλιν από ρευματισμούς;… Μήπως ασθένησεν;… Αποκρίσου με γλήγωρα, και όλος τρέμω... Ο αγαπητός γέρων! Δι' αυτόν, δίδω και την ζωήν μου... —Ναι, ο αγαπητός γέρων! Φθάνει μόνον να μας έδιδε την θυγατέρα του, τα κτήματά, του, και ας έκλειεν ύστερα τα δύο του ματάκια. —Ω! πάντοτε με πειράζεις τον κακόμοιρον, πάντοτε με κατατρέχεις… Αν ήθελες όμως εις μίαν στιγμήν εγύριζες την καρδίαν της Ασπασίας, και πίστευσέ με, δεν είχες να κάμης τότε με αχάριστον... —Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, Κυρ Αυγερινόπουλε! Εκείνη πεθαίνει απ’ την λύπην της, και η αυθεντιά σου με θέλεις γάμους και χαραίς! —Και τι έγινε; Τι ακολούθησε;… Δεν ηξεύρω τίποτε... —Εσυγχωρέθηκε, δεν ζει πλέον ο πτωχός εραστής της. —Απέθανεν!... Αληθινά!... Να δάγκανες ευλογημένη, τα χείλη σου καλήτερα!... Το πιστεύεις; Ελυπήθηκα... Είμαι άνθρωπος με αδύνατην καρδίαν... Ιδέ τα δάκρυά μου... πηγαίνουν να τρέξουν. Ο θάνατος όμως είναι κοινός εις όλους. Ζωήν να έχη και χρόνους η ταλαίπωρη Ασπασία! Ο Θεός γνωρίζει πόσον η ψυχή μου την πονεί. Αχ! ας ήτον τρόπος να την παρηγορήσω!... Πλην και η λύπη αυτή θέλει περάσει. Θέλει μίαν ημέραν λησμονήσει τον μακαρίτην, και ίσως τότε...» Τον άφησεν η τροφός εις το μέσον της ομιλίας τυυ και ανέβη, αφ’ ου κατά πρόσωπόν του έκλεισε καλά με τον μοχλόν την θύραν της οικίας.
Εις ολίγων ημερών διάστημα, η λύπη τόσην φθοράν επέφερεν εις την υγείαν της Ασπασίας, ώστε η ζωή της έφθασεν εις κίνδυνον. Επικήδειόν τι εκάλυψε την μορφήν της, και οι ολίγοι λόγοι τους οποίους εψιθύριζον τα χείλη της, απέσπων τα δάκρυα και από τας αναισθητοτέρας καρδίας.
Χαριτόβρυτοι Κυρίαι, όσας ο κεστός της Αφροδίτης, τον οποίον περιζώνεσθε, δεν εδυνήθη να προφυλάξη από τα διαπεραστικά βέλη του σκληρού της βρέφους, αν ενθυμήσθε τα ερωτικά σας βάσανα και κινήσθε εις οίκτον διά την δυστυχή Ασπασίαν, μείνατε μίαν στιγμήν πλησίον της και προσφέρετέ την μικράν τινα παρηγορίαν. Ημείς με άκραν δυσαρέσκειαν σας αφίνομεν, και στρεφόμεθα προς τους φλεγματικούς αναγνώστας μας, όσοι ολίγον φροντίζουν περί τρυφερών αισθημάτων και, ως αυτοί λέγουν, μόνην των ερωμένην έχουν την Πολιτικήν... Εις τας προσταγάς σας λοιπόν, Κύριοι Πολιτικοί! Επειδή φανερά και χωρίς κανένα πολιτικόν τρόπον μας απειλείτε ότι θέλετε κλείσει το βιβλίον μας, αν δεν σας παραστήσωμεν κατά σειράν όλα τα συμβάντα των καποδιστριακών χρόνων, επαναλαμβάνομεν το νήμα της εξιστορίσεώς των, και αφίνοντες πάσαν τραγικήν σοβαρότητα κατά μέρος, ερχόμεθα πρώτον εις την εν Ναυπλίω Συνέλευσιν του Αυγουστίνου. Ποίος, εις μόνην την ανάμνησιν αυτής, δύναται να κρατήση τον γέλωτα;
Εις μίαν των συνεδριάσεών της, οι γεννάδαι Πληρεξούσιοι, αφ’ ου από τα τείχη του Ναυπλίου, όπου είχον καταφύγει, εψήφισαν θάνατον καθ' όλων των εν Μεγάροις Στρατηγών και στρατιωτών, καθ' όλων των επισημοτέρων Ελλήνων, ήτοι καθ’ εξ χιλιάδων πολεμικών, εχόντων επί κεφαλής υπέρ τους διακόσιους λογάδας του έθνους, και κατεδίκασαν ερήμην όλην σχεδόν την Ελλάδα, συνέστησαν και σοφήν τινα Επιτροπήν προς σύνταξιν Συντάγματος, το οποίον έμελλεν, ως φαίνεται, να κυβερνήση νεκρούς. Εις άλλην πάλιν, ανεγνώσθη σχέδιον αναφοράς προς τας Συμμάχους Αυλάς, εις την οποίαν εξεφράζετο ζωηρώς ο γενικός των Ελλήνων πόθος διά την ταχυτέραν αποστολήν Ηγεμόνος, ενώ εσκευωρείτο παρά των ιδίων Καποδιστριακών έγγραφος ζήτησις των Επαρχιών του Κράτους διά την στερέωσιν του Αυγουστίνου εις τα ηγεμονικά του δικαιώματα.
Έρχονται ακολούθως διάφορα ψηφίσματα, άξια όλα να επιζήσωσιν εις τας μελλούσας των Ελλήνων γενεάς. Δυνάμει ενός τούτων, παραδίδονται εις αιώνιον ανάθεμα και αποκλείονται του ελληνικού ονόματος, ως συγγενείς του Γεωργίου και Κωνσταντίνου Μαυρομιχαλών, ο πολύπαθης Πρίαμος της Σπάρτης Πέτρος, και οι αδελφοί αυτού Αντώνιος και Ιωάννης, και οι εκ τούτων γεννηθέντες και γεννηθησόμενοι, και τα εις τας γαστέρας των μαυρομιχαλικών γυναικών μέλλοντα να συλληφθώσιν έμβρυα. Άθλιε οίκε των Μαυρομιχαλών, επί κεφαλής τόσων χιλιάδων Σπαρτιατών, τι θέλεις γίνει, αφ’ ου ο Πολεμάρχης Αυγουστίνος επρόφερε την καταδίκην σου; Ποία δόξα ιστορική θέλει σε διαμείνει, αφ’ ου ο Κύριος Παρθενόπουλος προσυπέγραψε τον εξοστρακισμόν σου; Εις άλλο πάλιν, η μακαριωτάτη αυτή Συνέλευσις, σφετεριζομένη την πνευματικήν εξουσίαν, την οποίαν είχον παλαιαί τίνες Σύνοδοι να κανονίζωσιν Αγίους, Οσίους και Μεγαλομάρτυρας, καθαγιάζει τον Ιωάννην Καποδίστριαν, και διατάττει να εγερθή Ναός εις τιμήν μεν Ιωάννου του Θεολόγου, εις μνήμην δε της Αυτού Αγιότητος. Επειδή δε ο νέος Άγιος έπρεπε να έχη και τας εικόνας του, των οποίων η θέα να διατηρή την προς αυτόν ευλάβειαν των Ορθοδόξων, διορίζει να χαραχθή αργυρούν νόμισμα δέκα χιλιάδων αντιτύπων, ισόσταθμον με το ισπανικόν δίστηλον, φέρον αφ’ ενός μέρους την προτομήν του Αγίου Κυβερνήτου, και αφ’ ετέρου την Ελλάδα δακρυρροούσαν επί τεφροδόχου κάλπης. Αλλ’ η απόφασις αυτή δεν εξετέλέσθη, διότι το Νομισματοκοποείον ευρέθη τότε εις ένδειαν παντός είδους μετάλλου. Παρεκτός τούτου, ψηφίζει να ιδρυθώσιν εις τον αείμνηστον τρεις εκ χαλκού κολοσσαίοι ανδριάντες, εις εις την Αίγιναν, άλλος εις την κλεινήν πατρίδα του Κυρίου Σπηλιάδου, την Τρίπολιν, και άλλος εις την αιματόφυρτον γην των ηρώων, το Μεσολόγγιον. Η εκεί όμως εναποτεθειμένη κόνις του Κυριακούλη έπρεπε να ριφθή αφεύκτως εις την θάλασσαν, διότι πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται πλησίον αλλήλων Μαυρομιχάλης και Καποδίστριας;
Η έμφρων αυτή Συνέλευσις δίδει και αυτοχθονίας δικαιώματα εις όλα τα μέλη του καποδιστριακού οίκου. Γνωρίζουσα όμως ότι δεν αρκούνται εις καπνόν μόνον θυμιάματος οι θεοί, αλλ’ ότι έχουν χρείαν και κνίσσης λιπαρών κρεάτων, χορηγεί οκτακοσίας τεσσαράκοντα εξ χιλιάδας Φοινίκων εις τους συγγενείς του αοιδίμου Κυβερνήτου, και προς εξασφάλισιν της ποσότητος ταύτης δίδουσα εις τον Αυγουστίνον, επί λόγω ανεχείας του Ταμείου, ως υποθήκην πλήθος εθνικών κτημάτων, καθίστα πραγματικώς Κόμητα της Ελλάδος τον επί ψιλώ ονόματι Κόμητα της Ίστριας. Φιλοκατήγοροι δε γλώσσαι λέγουν ότι εις το πολυτελές τούτο δώρον, το εν ονόματι πλην εν αγνοία του έθνους γενόμενον, έλαβον μερίδα Κινκινάτοι τινές της Συνελεύσεως, και ότι μεταξύ αυτών και του Εκλαμπροτάτου Αυγουστίνου έγινον μυστηριωδώς έγγραφοι συμφωνίαι.
Μετά τούτο, ο πεντήκοντα έτη μοχθήσας διά την αναγέννησίν της Ελλάδος Αδαμάντιος Κοραής προγράφεται, και από την μακρυνήν του αυτήν γωνίαν των Παρισίων μεταφέρεται τρόπον τινά εις την Ελλάδα, διά να εξυβρισθή επί της ιδίας γης, την οποίαν ευηργέτησεν. Η Αυγουστινική Συνέλευσις, Ιεράς Εξετάσεως μανδύαν ενδυθείσα, καίει εν των φιλελευθέρων συγγραμμάτων του (διά να φωτίση, ως φαίνεται, με τας φλόγας του την εις το σκότος της αμαθείας πλανωμένην Ελλάδα), και με την μνήμην του συγγραφέως απορρίπτει την τέφραν του βιβλίου εις τους αέρας.
Προς επισφράγισιν των λαμπρών αυτών πράξεών της, την δεκάτην εβδόμην Μαΐου, εις το Βουλευτικόν, όπου συνεδρίαζε, προσκαλεί τον Αυγουστίνον διά να τον αναγορεύση Κυβερνήτην της Ελλάδος. Αλλά κατ’ εκείνην την ημέραν ευρεθείς ούτος εις σύγκρουσιν μετά του Θ. Κολοκοτρώνη, και φοβούμενος του πονηρού Πελοποννησίου τας αντενεργείας, δεν τολμά να εμφανισθή έμπροσθεν της σεβαστής ομηγύρεως. Εις αγχίνους Γραμματεύς του ευρίσκει ως μέσον ασφαλές της διαλλαγής των δύω τούτων μεγάλων ανδρών τον αφρώδη της Καμπανίας οίνον. Προσκαλείται λοιπόν ο Κολοκοτρώνης εις την οικίαν του Αυγουστίνου, όπου είναι πρόγευμα έτοιμον. Πίνει ο Κόμης αφθόνως εις υγείαν του Αρχιστρατήγου, και διά να μαλάξη την καρδίαν του αναφέρει τ’ όνομα του Ιωάννου Καποδίστρια. Ο Κολοκοτρώνης ανταποκρίνεται αξίως εις την βακχικήν αυτήν πρόκλησιν, και στάζουν εις το πολλάκις κενούμενον ποτήριόν του ρανίδες τινές δακρύων εις μνήμην του αποθανόντος. Εντοσούτω επί κεφαλής αργυρωνήτων τινών βαστάζων, κραζόντων «Ζήτω ο Κυβερνήτης της Ελλάδος!» προβαίνει με γιγαντιαία βήματα ο μέγας Δοιοικητής Ναυπλίας προς την κατοικίαν του Αυγουστίνου. Εις τα ζ ή τ ω αυτά, τα οποία οι Αυγουστινικοί ωνόμαζον φωνάς του έθνους, πώς εδύνατο να μείνη αδιάφορος ο νέος μας Κυβερνήτης. Φορεί τας χρυσάς του επωμίδας κας ζώνεται την δίστομον ρομφαίαν του· ο δε Διοικητής Ναυπλίας, φυσών και ασθμαίνων, παραλαμβάνει την Αυτού Εξοχότητα, και την οδηγεί ενώπιον του εθνικού συνεδρίου, όπου ο Κύριος Μαρκοπολίτης, Αντιπρόσωπος της νήσου Νάξου, εκφωνεί λόγον πανηγυρικόν, όστις (δεν το λέγομεν βέβαια κολακεύοντες τον ρήτορα), κατά την γνώμην του υγιούς μέρους του ακροατηρίου, ήτον όλος απ’ αρχής μέχρι τέλους
«Θέματ' άρρατα γραμμένα,
Και νερά κοπανισμένα,
Και δασκάλων λαλαλά.
Την εικοστήν τρίτην Μαρτίου, περί την μεσημβρίαν ο στρατός των Μεγάρων, έχων επί κεφαλής τον Θ. Γρίβαν και παρακολουθούσης της συνταγματικής Κυβερνήσεως, εβάδισε προς την Πελοπόννησον. Δύω άλλα σώματα, το εν οδηγούμενον από τον Ν. Κριζιώτην, το άλλο από τον Γ. Βάσον, αντέκρουαν γενναίως και περιέστελλον τον Ιωάννην Μαμούρην εις την Άμφισσαν, τον Δήμον Λούλιον και Ζάχον Μύλιον εις την Ελευσίνα. Κατ' αυτόν τον τρόπον έχουσα εξασφαλισμένα τα νώτα εις την πορείαν της η συνταγματική στρατιά, την επιούσαν προς το δειλινόν κατέλαβε το Λουτράκιον, όπου συγκεντρωθέντων και τινων κατά την Περαχώραν ταγμάτων κατεσκήνωσεν απέναντι των εχθρών, κατεχόντων τον Ισθμόν και ωχυρωμένων εφ' υψηλών προμαχώνων.
Ανέτειλεν η εικοστή πέμπτη Μαρτίου, ημέρα διττώς εορτάσιμος εις την Ελλάδα, ούσα η του Ευαγγελισμού και η ενιαύσιος ενταυτώ της επαναστάσεως της κατά των Οθωμανών. Όλα προεμήνυον ότι κατά την επίσημον εκείνην ημέραν έμελλε να συγκροτηθή επίσημος μάχη, και ψιθυρισμός πολύς διέτρεχε το στρατόπεδον των Συνταγματικών χαιρόντων διά την σύμπτωσιν της ημέρας και δεχομένων επ' αγαθώ τον οιωνόν.
Παρετηρούντο ήδη αμοιβαίως τα δύω στρατεύματα και το εν περιέμενεν από το άλλο την πρόκλησιν της συμπλοκής, ότε ο Γ. Βάιας, φθάσας από Λεβαδίας επί κεφαλής των Αρματωλών του, εφάνη ερχόμενος εις βοήθειαν των Συνταγματικών. Οι του Αυγουστίνου ιππείς κινούνται κατ' αυτού. Ο στρατός τότε του Συντάγματος ταράσσεται και βοά ως πέλαγος υπό καταιγίδος κυματιζόμενον. Στρατηγοί, Σημαιοφόροι, στρατιώται, όλοι ορμώσι κατά των Αυγουστινικών, τρέπουν εν ακαρεί το ιππικόν των, κυριεύουν τους προμαχώνας των, ζωγρούν υπέρ τους τετρακόσιους και φυγαδεύουν όλον το πεζικόν.
Άοκνοι και δρομαίοι οδεύοντες προς το Ναύπλιον οι νικηταί, φθάνουν την νύχτα εις τον Άγιον Γεώργιο ν, αναγγέλλουν εκείθεν καθ' όλην την Ελλάδα τον θρίαμβόν των, και την επαύριον περί την δεκάτην ώραν εισέρχονται εις το Άργος ανά μέσον λαού δαφνηρορούντος και χαιρετούντος μετ' ενθουσιασμού την νίκην των συνταγματικών όπλων.
Καταλύει το στράτευμα εις τον μέγαν της πόλεως Στρατώνα, και ο Κωλέττης μετά του ήρωος του Δράματός μας και μετά πολλών αξιοτίμων Πολιτικών επαναπαύεται εις τους κεντητούς τάπητας του Αυγουστίνου, όστις, διατριβών τότε εις του Δ. Καλέργη την οικίαν, αφήκεν εκεί την σαρδαναπαλικήν του αποσκευήν και διεσώθη μόλις εις τα τείχη του Ναυπλίου. Ο οίκος ούτος ωμοίαζε θερμήν έτι φωλεάν πτηνού, αποπετάξαντος εις τον αιφνίδιον εμφανισμόν του αετού. Εδώ επί τραπέζης πολυτελούς φιάλλαι αργυραί και κρυστάλλιναι, άλλαι ανατετραμμέναι και άλλαι πλήρεις οίνου ανθοσμίου ή μαδερινού, εμαρτύρουν πρόσφατον φυγαδείων οινοποτών, τους οποίους ο φόβος απέσπασεν εκ της σπατάλης. Εκεί εκείτο ερριμμένα εις το έδαφος Συναξάρια και Διηγήματα του Σεβάχ θαλασσινού, εκ των οποίων συνίστατο η βιβλιοθήκη του πολυμαθούς Προέδρου της Ελλάδος. Εις ένα των κοιτώνων ευρέθη κατά γης και η ηνιοχική εκείνη του Θ. Κολοκοτρόνη μάστιξ, την οποίαν, αν ενθυμήσθε, της Πελοποννήσου ο Αρχιστράτηγος έπαιζεν ατάραχος εις τας χείρας, ενώ υπ όψιν του ελάμβανε τον θάνατον ο αθάνατος Γ. Μαυρομιχάλης· τώρα δε εις την παραζάλην του, ως φαίνεται, τον έπεσεν από την δεξιάν, καθ' ην στιγμήν είχε χρείαν αυτής διά να διώξη ταχύτερα τον ίππον του προς το Φρούριον της Γόρτυνος, όπου κατέφευγε, σκοπεύων να δραπετεύση εκείθεν εις την Επτάνησον.
Η απροσδόκητος έλευσις των Συνταγματικών εις το Άργος διέσπασεν ως αράχνης υφάσματα όλας τας πλεκτάνας των Διπλωματών της Πρωτευούσης, ήλλαξεν όλων τα φρονήματα και η πόλις όλη σαλεύουσα, εγγόγγυζε κατά του Αυγουστίνου και τον ηπείλει ότι έμελλε ν' ανοίξη τας πύλας της εις τον τροπαιούχον στρατόν. Εις τοιαύτην στάσιν όντων των εν Ναυπλίω πραγμάτων, διάφοροι κωμικώταται των Αυγουστινικών επιστολαί ήρχοντο προς τον I. Κωλέττην, του μεν επιδεικνυμένου θρασυβουλικόν υπέρ ελευθερίας ενθουσιασμόν, του δε ομνύοντος αφοσίωσιν αιώνιον και απεριόριστον εις την συνταγματικήν Κυβέρνησιν. Και ο Κύριος Σ. Τρικούπης έγραψε και αυτός επιστολήν προς τους Συνταγματικούς, εξαιτούμενος συγγνώμην και ικετεύων υπέρ της σωτηρίας της εν Άργει οικίας του, την οποίαν ο στρατός των Μεγάρων είχεν ορκισθή ότι, εμβαίνων εις το Άργος ήθελε καύσει προς εκδίκησιν της λειποταξίας του. Δεν έπραττε γενναιότερόν τι ουδέ ο Α. Ζαΐμης, όστις, καίτοι προ μικρού καυχηθείς ότι έμελλεν εις τους εν Μεγάροις να κλείση την είσοδον της Πελοποννήσου, την οποίαν και Πελοπόννησόν του εκάλει, έμενε τότε συνεσταλμένος εις τας Πάτρας, και δι' αλλεπαλλήλων γραμμάτων εζήτει να εξιλεώση τους δυτικοελλαδίτας Οπλαρχηγούς.
Αν είχεν ο Αυγουστίνος δύναμιν χαρακτήρος, ήθελε πειραθεί και δευτέρας τύχης. Χίλιοι πεντακόσιοι στερροελλαδίται στρατιώται εντός του Ναυπλίου και προ των θυρών του, δύω έτι χιλιάδες κατά την Ανατολικήν Ελλάδα, πέντε φρούρια, όλον το στρατιωτικόν της Πελοποννήσου και όλος σχεδόν ο στόλος ήσαν υπό την εξουσίαν του. Αλλά μαλθακός και δειλός, εναποθέτει την Αρχήν εις τας χείρας της Γερουσίας, ήτις εκλέγει ευθύς Επιτροπήν Κυβερνητικήν, συνισταμένην από εξ καποδιστρίζοντας και τον Ιωάνην Κωλέττην, δια να διοικήση την Ελλάδα μέχρι της ελεύσεως του Όθωνος.
Την εικοστήν ογδόην Μαρτίου, πλήρης αγανακτήσεως ο εν Άργει συνταγματικός στρατός δια την τοιαύτην των πραγμάτων διάθεσιν, διευθύνεται προς το Ναύπλιον. Βροχή ραγδαία καταλαμβάνει αυτόν παρά την Τύρινθα. Πού τα πυκνά και υψικάρηνα δένδρα του Κυρίου Παλαιολόγου, διά να εύρη άσυλον υπ’ αυτά; Πού αι αειθαλείς ελαίαι και μυρσίναι του; Μη βλέπων ίχνος των γεωργικών του εκείνων τερατουργημάτων, περί των οποίων τοσαύτα ήκουε μακρόθεν διαθρυλλούμενα, και οργιζόμενος κατά του νέου μας Τριπτολέμου, φθάνει έμπροσθεν της Προνοίας, όπου χίλιοι διακόσιοι Αυγουστινικοί, εις μάχην παρατεταγμένοι, ζητούν ν' αποκλείσωσιν εις αυτούς την είσοδον του Προαστείου. Ο Αρχιστράτηγος Γρίβας δίδει το σύνθημα του πολέμου, ότε ο Ειρηναίος Θύρσιος, εμβαίνων μεταξύ των δύω στρατευμάτων και δημηγορών, εμποδίζει την έκρηξιν.
Μόλις εστρατοπέδευσαν εις την Πρόνοιαν οι Συνταγματικοί, και απόστολος του γαλλικού Αντιπρέσβεως έρχεται προς τον Ι. Κωλέττην, δίδων εις αυτόν εκ μέρους των Συμμάχων Αυλών τα πιστά διά να εισέλθη άνευ στρατιωτικής δυνάμεως εις το Ναύπλιον, και παραιτηθέντος ήδη του Αυγουστίνου να διαπραγματευθή μετά της Γερουσίας περί της συστάσεως νέας Αρχής. Μετά ογδοήκοντα Στρατηγών και Πρώτων του συνταγματικού αγώνος εμβαίνει ο Κωλέττης, και ακολουθούμενος από τας ευφημίας του λαού, ανακράζοντος «Ζήτωσαν οι Συνταγματικοί!» διέρχεται υπό το Παλάτιον του Αυγουστίνου, όστις από το παράθυρον, ωχρός και κρυπτόμενος όπισθεν του παραπετάσματος, βλέπει τον θρίαμβον των εχθρών του.
Εκ της στιγμής εκείνης από τοσαύτην φρίκην κυριεύεται ο Κερκυραίος Ψευδοκυβερνήτης, ώστε, την νύκτα την προ της εικοστής εννάτης Μαρτίου, παραλαβών τα λείψανα του Ι. Καποδίστρια και τον μόλις προφθάσαντα εις την Ελλάδα Τζωρτζέτον του, εξέρχεται από την μικράν θύραν της θαλάσσης, και μετά ρωσικού πλοίου αποπλέει προς την Κέρκυρα, αφίνων εις την Ελλάδα και τους βωμούς και τους ανδριάντας του αδελφού του, και τας Κοντέας του, και τας επωμίδας του, και την σπάθην του. Τοιούτον το τέλος Αυγουστίνου του πρώτου και τελευταίου, ψευδοκυβερνήσαντος ένδεκα όλας ημέρας την Ελλάδα.
Μετά του Ι. Κωλέττου είχεν εισέλθει και ο Εξόριστος εις το Ναύπλιον. Πρώτος στοχασμός του υπήρξεν η Ασπασία. Πλην έμαθεν ότι, άμα έφθασεν ο μεγαρικός στρατός εις το Άργος, ο πατήρ της, καθώς και πολλαί άλλαι του Ναυπλίου οικογένειαι, κατέφυγε μετ' αυτής εις τας Κυκλάδας. Ελυπήθη πολύ διά την αναχώρησίν της. Ενόμισεν όμως χρέος του απαραίτητον να συντελέση πρώτον εις της πατρίδος την αποκατάστασιν, την οποίαν υπέθετε προσεγγίζουσαν, και ύστερον να τρέξη προς αναζήτησίν της.
Παράδοξος ήτον η φάσις των τότε πραγμάτων. Είχον μεν οι Συνταγματικοί καταστρέψει τον Αυγουστίνον, αλλά νικηταί εις το πεδίον του Άρεως, εκινδύνευον να νικηθώσιν εις τον λαβύρινθον της Διπλωματείας. Ακόμη εξουσίαζον εις το Ναύπλιον οι Καποδιστριακοί, καίτοι φυγόντος του Αυγουστίνου, καίτοι εμβάντος του Κωλέτου. Αι πύλαι της πόλεως φρουρούμεναι παρ' αυτών, έμενον κλεισταί εις τους έξω Συνταγματικούς. Το φρούριον του Παλαμιδίου ήτον εις την εξουσίαν των τριών Συμμάχων Δυνάμεων, και οι Αντιπρέσβεις αυτών, μη θέλοντες ν' αναγνωρίσωσι την Κυβέρνησιν των εν Μεγάροις, εζήτουν να συστήσωσι διά της Γερουσίας Αρχήν σύμμικτον, παρουσιάζουσαν όλα τα Κόμματα, ιδέα φιλάνθρωπος και συμβιβαστική κατά το φαινόμενον, αλλ’ έχουσα εν εαυτή κεκρυμμένα τα σπέρματα πάσης διχοστασίας, διότι εκάστη φατρία, έχουσα τον αντιπρόσωπόν της εντός της Κυβερνήσεως, έμελλε να λάβη δύναμιν πλειοτέραν διά να σπαράξη πλειότερον την Ελλάδα.
Η δέσποινα Γερουσία, δανειζομένη την νομιμότητά της από τους Αντιπρέσβεις, συνέστησε πενταμελή Κυβερνητικήν Επιτροπήν, εις την οποίαν μόλις κατεδέχθη να συγκατατάξη τον Ιωάννην Κωλέττην. Αυτός, μη εγκρίνων την Επιτροπήν ούτω συντεθειμένην, εζήτησε ν' αντικατασταθώσι μέλη αυτής ο ενάρετος Δημήτριος Υψηλάντης, ο Γεώργιος Κουντουριώτης και ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος· είδε μη, ηπείλει ότι απήρχετο ευθύς από το Ναύπλιον και ότι καθίδρυε την εθνικήν Κυβέρνησιν εις το Άργος.
Ώς να μη ήσαν αρκεταί τόσαι περιπλέξεις και αλληλομαχίαι διπλωματικοί, ο Σπυρίδων Τρικούπης ωργάνιζε να εκλεχθή και αυτός μέλος της Κυβερνήσεως. Ο δε μεγαρικός στρατός, ακούων τούτο, απέκοπτεν ήδη τα ύδατα και ήρχιζε να πολιορκή το Ναύπλιον.
Δύω δρόμοι τότε ηνοίγοντο εις τον Κωλέττην, ή να εξέλθη της πρωτευούσης, να συστήση την συνταγματικήν Κυβέρνησιν εις το Άργος και, συγκαλέσας Εθνοσυνέλευσιν να καταβάλη τους θεμελιώδεις νόμους του έθνους, ή να μείνη εντός του Ναυπλίου, να γένη παίγνιον της Διπλωματίας και ν' αφήση την Ελλάδα εστερημένην πάσης πολιτικής εγγυήσεως. Η πρώτη οδός ήτον δυσχερής, πλην ένδοξος. Εις αυτήν ο Εξόριστος εζήτει διά της επιρροής του να πειθαναγκάση τον Κωλέττην. Αλλ’ ούτος, είτε νομίσας αδύνατον, δι' απορίαν χρημάτων, να καθέξη το στρατιωτικόν εις ευταξίαν, είτε κατά τας παραμονάς της ελεύσεως του Βασιλέως φοβηθείς μη φανή αρχηγός εμφυλίων ρήξεων και δελεασθείς από τους Αντιπρέσβεις, υπισχνουμένους χρηματική επιχορήγησιν προς μισθοδοσίαν των συνταγματικών στρατευμάτων, συγκατένευσε τέλος πάντων εις την σύστασιν Επιτροπής εξ ημισείας συνταγματικής και καποδιστριακής.
Ο Εξόριστος, μη φρονών ακόμη απεγνωσμένην την σωτηρίαν της πατρίδος, περιέμενε να ιδή τας πρώτας πράξεις της Κυβερνήσεως. Η μόνη του ελπίς εθεμελιούτο εις την συγκάλεσιν Εθνοσυνελεύσεως. Αλλ' όταν μετ' ολίγον οι συμπληρούντες την Κυβέρνησιν Καποδιστριακοί και οι λεγόμενοι Μέτριοι ήρχισαν να ραδιουργώσι και να παρεμποδίζωσι την συγκρότησίν της, απεφάσισε να φύγη πλέον από την πόλιν των σκευωριών.
Σύννους και σκυθρωπός επέβη μίαν εσπέραν εις πλοίον διευθυνόμενον προς την Σύραν, όπου ενόμιζε πιθανώτερον ότι ευρίσκετο η Ασπασία. Βλέπων εκ της πρώρας φεύγουσαν την παραθαλασσίαν και συγκεντρόνων τας ιδέας του εις την αθλίαν στάσιν της Ελλάδας, «ω γη δακρύων, είπε καθ' εαυτόν, γη καταδικασθείσα εις αιώνιον πένθος! αθλιότης εις σε! Κανείς δώδεκα ήδη έτη, κανείς εκ των τόσων πολιτικών Αρχηγών σου δεν εφρόντισε διά σε. Καμμία εκ των τόσων Κυβερνήσεών σου δεν έλαβε πρόνοιαν διά σε. Ως έμπορος, όστις ενεπιστεύθη την τύχην του εις πλοίον, εναπέθεσα εις σε τας ελπίδας μου όλας, και σήμερον τας βλέπω ναυαγούσας. Νέος ερρίφθην εις τους κόλπους σου, και το άνθος της εαρινής μου ώρας κατεμάρανες, ω γη στεναγμών και οδύνης!... Αλλ' ω δυστυχών τέκνων δυστυχής γεννήτειρα, συγχώρησέ με! Δεν αγανακτώ κατά σου, αλλά κατ’ εκείνων, όσοι παίζουν την τύχην σου.» Επρόφερεν αυτά με δακρύοντας οφθαλμούς, ως να προησθάνετο η ψυχή του τα εν Πρόνοια αίσχη και ατυχήματα, τα οποία, περιέμενον την Ελλάδα. Πλην η γλυκεία ενθύμησις της Ασπασίας, εις την οποίαν ήλπιζε να τον φέρη μετ' ολίγον ο ήδη πνέων πρυμνήσιος άνεμος, διεσκέδασε βαθμηδόν τους μελαγχολικούς διαλογισμούς του.
Είχομεν αφήσει την αξιολάτρευτον αυτήν νέαν εις απαραμύθητον πένθος βεβυθισμένην διά τον εραστήν της, του οποίου τόσω μάλλον ενόμιζε βέβαιον τον θάνατον, καθ’ όσον προ πολλού δεν είχε λάβει παρ’ αυτού επιστολήν διά τον επικρατούντα σάλον της πολιτείας. Η απροσδόκητος εισβολή των Συνταγματικών εις την Πελοπόννησον την ανήγειρεν ολίγον από τον βαθύν λήθαργον, και από τα παράθυρά της ιδούσα τας κυανολεύκους σημαίας των κυματουμένας εις την αργολικήν πεδιάδα, ησθάνθη κατά πρώτον ως από ελπίδος τινός αύραν να ζωογονήται, και η ψυχή της όλη συνεκεντρώθη προς εκείνο το μέρος, ως να επρόσμενεν εκείθεν τον εμφανισμόν του εραστού της. Αλλά συνελθούσα έπειτα και την σκληράν απάτην της καρδίας της συνιδούσα, επανέπεσεν εις την προτέραν λύπην της. «Όλοι ανέκραξεν, όλοι περιμένουν τι· εγώ μόνον δεν περιμένω τίποτε. Όλων η τύχη αλλάζει μόνον η ιδική μου μένει αναλλοίωτος.»
Ματαίως εζήτει ο πατήρ της να την παρηγορήση, ότε ήλθε δρομαίος ο Αυγερινόπουλος. Ειπών ούτος μυστηριωδώς προς εκείνον ότι ο Αυγουστίνος ήτον έτοιμος να παραιτηθή, τον εσυμβούλευσε ν’ αναχωρήση ευθύς από το Ναύπλιον. Εις την είδησιν ταύτην, ο γέρων ταράττεται, εμβιβάζει αμέσως πολυτιμότερα πράγματα και την θυγατέρα του εις εν ιδικόν του πλοίον, και μετά του Αυγερινοπούλου, ζητήσαντος ως διά χάριν να συμμοιρασθή τας κακουχίας της οδοιπορίας, πλέει προς όποιαν νήσον του Αιγαίου ήθελε τον κατευοδώσει ο άνεμος. Φθάνει κατ’ αρχάς εις την Ερμούπολιν, και μετ' ολίγας ημέρας μεταβαίνει, κατά συμβουλήν των ιατρών, εις την Κύθνον, της οποίας τα θερμά λουτρά ήλπιζε να φέρωσιν ωφέλειαν εις την βεβλαμμένην υγείαν της Ασπασίας.
Ο Αυγερινόπουλος ηκολούθησε και εις την Κύθνον την πλανωμένην οικογένειαν. Ποτέ διά τόσον χαμερπών υποκλίσεων δεν είχε προσπαθήσει να καταστή ευάρεστος εις την Ασπασίαν, και είτε διότι αυτή αναισθητούσα εις όλα τα του κόσμου δεν εφρόντιζε να τον απομακρύνη, είτε διότι φύσει ανεξίκακος και αγαθή δεν εδύνατο να τον φέρεται με τρόπον τραχύν, ήρχιζεν ήδη εκείνος να συλλαμβάνη χρηστάς ελπίδας, ότε τον φθάνει εξαίφνης από Ναύπλιον επιστολή παρά τίνος φίλου του, όστις τον ειδοποιεί ότι ο αντίζηλός του, άλλος νεκραναστηθείς Λάζαρος, ήλθε μετά των Συνταγματικών εις το Ναύπλιον, και ότι έμελλε ν' αποπλεύση προς έντευξιν της ερωμένης του. Ως να έπεσε κεραυνός εις την κεφαλήν του, μένει κατ' αρχάς ακίνητος και αμφιβάλλει αν ονειρεύεται. Έπειτα τρίβει τα όμματά του διά ν' αναγνώση καλήτερα το γράμμα. Έπειτα παρατηρών τούτο μηνολογημένον εκ της πρώτης Απριλίου, υποπτεύει μήπως ο γράφων ηθέλησε ν' αστειευθή, καθώς συνειθίζεται εις την πρώτην αυτού του μηνός. Τέλος δε ευρίσκει την χιμαιρικήν αυτήν ιδέαν αρκετά πιθανήν, και ούτως ημέρας τινάς καθησυχάζει οπωσούν την ταραχήν του.
Αλλ’ ο Εξόριστος, του οποίου τ' όνομα κρατούμεν ημείς μυστικόν, ήτον γνωστός καθ' όλην την Ελλάδα, και διάφοροι άλλαι προς Κυθνίους επιστολαί, την εσπέραν της εικοστής Απριλίου ελθούσαι από Σύραν, ανήγγελον ότι ψευδώς είχε διαφημιστή ο θάνατός του. Καμμία πλέον αμφιβολία δεν έμενεν εις τον Αυγερινόπουλον. Επέστρεφεν απηλπισμένος από την αγοράν, ότε καθ' οδόν απήντησε τον πατέρα της Ασπασίας, αναγινώσκοντα με άκραν χαράν επιστολήν, εις την οποίαν ο ίδιος Εξόριστος τον έγραφεν ότι έφθασεν εις την Ερμούπολιν, και ότι, ανυπόμονος να τον απολαύση διευθύνετο αυθημερόν εις την Κύθνον. Η τοιαύτη αγγελία και η αγαλλίασις, την οποίαν ο γέρων δεν εδύνατο, ή ολίγον εφρόντιζε να κρύψη από τούτον, τον έρριψεν εις παραφοράς λύπης και μανιώδους οργής.
Εκατοίκει εις το αυτό Ξενοδοχείον, όπου και η Ασπασία, πλην εις χωριστόν και παράμερον κοιτώνα. Φθάσας με τρέμοντας πόδας εις την κατοικίαν του, πίπτει πρηνής εις την κλίνην του, οπού ώρας ολοκλήρους μένει αναίσθητος. Συνελθών έπειτα ως από βαθύν ύπνον, και σπαραττόμενος από την σκληράν ιδέαν ότι μετ' ολίγον ο μισητός του αντίζηλος θέλει ματαιώσει όλας τας προσδοκίας του και αρπάσει όλη την ευτυχίαν του, αποφασίζει να γένη αυτόχειρ. Εις την θέαν όμως του πυροβόλου, ετοίμου να καταστρέψη την ύπαρξίν του, αποδειλιά προς την πράξιν, και όλος μανιακός φωνάζει. «Εγώ να φονευθώ!... Ας αποθάνη εκείνος... Ας αποθάνη αυτή... αυτή, πριν τον καταστήση ευτυχή... πριν μ' εξυβρίση... Οι πολιτικοί σκοποί μου ανετράπησαν... Η ολίγη χρηματική μου κατάστασις κατεδαπανήθη... Τι με μένει;… Τι;… Η εκδίκησις...» Συλλογίζεται ολίγας στιγμάς, ανοίγει εν κιβώτιόν του, όπου είχεν αναποτεθειμένον δηλητήριον, το οποίον άλλοτε, πριν εύρη ακόμη τον Αλβανόν, προώριζε διά τον Εξόριστον, το λαμβάνει με σπασμώδη χείρα, και αφ’ ου καλά το παρετήρησεν εξέρχεται [4].
Ήτον ώρα μεσονυκτίου και σκότος βαθύ. Εν μόνον φως έφεγγεν εις του υπερώου το έσχατον δωμάτιον. Εκεί, λιμώττων και αποθνήσκων της αθανασίας, διενυκτέρευεν εις άθλιος ποιητής, όστις, αντί να φθάση, ως ήλπιζε, με τον Πήγασόν του εις τον Ναόν της Μνημοσύνης, είχε καταντήσει πεζός και ανυπόδητος εις το Πανδοχείον των Θερμιών, και διορισθείς Γενικός επί των καταστίχων Γραμματεύς του Καταλύματος, συνείθιζε, διά να μη λησμονήση την παλαιάν πτωχήν του τέχνην, να γράφη αυτά εις ομοιοκατάληκτους ηρωικούς στίχους. Ο Φοιβαπόλλων (τούτο ήτον τ' όνομά του), παρεκτός του ότι διά την υπηρεσίαν του αυτήν είχε το δικαίωμα να λείχη τα πινάκια του μαγειρείου, εκαρπούτο και το τυχηρόν εισόδημα των γάμων και των ενταφιασμών, συνιστάμενον εις σακχαρωτά τρωγάλια ή εις κόλυβα, τα οποία τον έστελλον άλλοτε οι νεόνυμφοι και άλλοτε οι συγγενείς των αποθανόντων, προς ανταμοιβήν των επιθαλαμίων ή των επιτύμβιων ασμάτων του. Τόσην δε μετρομανίαν έπασχεν ο γεννάδας, ώστε και ομιλών εξεφράζετο πάντοτε σχεδόν εμμέτρως. Εχλευάζετο διά τούτο από τον Αυγερινόπουλον, και διά να τον εκδικηθή συνέθετε κατ' εκείνην την νύκτα Σάτυραν κατ' αυτού.
Με βήμα ελαφρόν αναβαίνει ο Αυγερινόπουλος εις το τελευταίον πάτωμα, και κτυπά σιγά εις την θύραν του μόνου και κοινού υπηρέτου του Ξενοδοχείου, τον οποίον εθεώρει ως άνθρωπον ανοικτομμάτην και πρόθυμον να πέση δι' ένα οβολόν εις την θάλασσαν. Μόλις και μετά βίας ο δούλος εξυπνά και τον ανοίγει. Έκαμνεν ήδη ο Αυγερινόπουλος την απόπειραν αυτού και διαπραγματεύετο την φαρμάκευσιν της Ασπασίας, ότε εις το προσεχές δωμάτων εξαίφνης ακούονται ξηροβηχήματα. Αι τρίχες του Αυγερινοπούλου ανορθόνονται. Ο υπηρέτης, όστις είχεν ήδη πεισθή και κατεγίνετο να λάβη επί χείρας μέρος καν των πολλών χρημάτων, όσα εκείνος τον επέσχετο, «Τι τρέμεις, αυθέντη; τον λέγει. Δεν είναι τίποτε. Ο κτικιάρης μας Φοιβαπόλλων βήχει στον ύπνον του ομοιοκατάληκτα. —Καλά λέγεις... Δεν είναι τίποτε... Λάβε διά την ώραν αυτό το πουγγί με τα φλουριά... Λάβε και το φαρμάκι τούτο, και, καθώς σε είπα, αύριο το πουρνό ανακάτωσέ το εις τον καφέ της... και ύστερα τρέξε να μ' εύρης διά να φύγωμεν μαζί... Μ' εκατάλαβες;... —Ναι, αυθέντη… την φαρμακεύω... τρέμω κι εγώ όλος... —Μη φοβήσαι, καημένε... Όλοι κοιμούνται... Κανείς δεν μας ακούει... Κανείς δεν μας βλέπει...»
—Από τα ύψη ο Θεός και εις τα σκότη βλέπει,
Και των κακών τα σχέδια εξαίφνης ανατρέπει.
—Τον άκουσες, αυθέντη;… Τι λέγει ο βουρκώλακας;… Ακόμα δεν επλάγιασε!Το πετσί μου ανατρίχιασε... Πάγωσε το αίμα μου... —Μη σκιάζεσαι δα τόσο πάλε, Κυρ Αυγερινόπουλε. Ο δαιμονισμένος θα κάμει βέβαια στίχους. Δεν τον ξεύρεις; Έχει τα φεγγαριάτικά του. Πολλαίς φοραίς ευγαίνει τα μεσάνυκτα στο φεγγάρι, και κουβεντιάζει με τ' άστρα. —Έχεις δίκαιον... Αυτά, όπου μουρμουρίζει, δεν σημαίνουν τίποτε... δεν είναι διά ημάς· είναι τρέλαις ποιητικαίς. Μ' όλον τούτο, αδελφέ, διά κάθε ενδεχόμενον στάσου συ εδώ εις την κάμαρά σου, κι εγώ πηγαίνω να τον ψαρεύσω και γυρνώ αμέσως.»
Έντρομος, υπήγεν ο Αυγερινόπουλος εις τον πλαγινόν κοιτώνα του Φοιβαπόλλωνος. Καλέ μου ποιητά, τον είπεν εμβαίνων με θάρρος επίπλαστον. Τι κάμνεις έξυπνος αυτήν την ώραν; Ήλθα να κράξω τον υπηρέτην διά να μ' ανάψη τον λύχνον, και σε άκουσα να λαλής μόνος... Με τα Στοιχεία της νυκτός ομιλείς;… Σιωπάς;... Πολύ μυστικός είσαι… Κρύπτεις κάτι πάντοτε εις την καρδίαν σου...
—Εις της θαλάσσης τον βαθύν κι ευρύχωρον πυθμένα
Φυλάσσονται κειμήλια πολλά ταμιευμένα.
—Αινιγματωδώς πολλά εκφράζεσαι... Οι λόγοι σου θολοί...
—Ανεμοζάλας και θυμούς θαλάσσης προμαντεύει
Ο θολωμένος ουρανός.
—Ποτέ δεν θέλεις να εξηγηθής... Αγαπάς ν’ αφίνης τους ανθρώπους εις το σκότος...
—Συγχρόνως λάμπει και βροντά και πίπτει και φονεύει
Ο φλογισμένος κεραυνός.
―Μη βροντοφωνής δα τόσον, Κύριε Φοιβαπόλλων... Με κάμνεις τον άθλιον να τρομάζω την στεντόρειον αυτήν φωνήν σου... Ας αφήσωμεν όμως τους μετεωρισμούς. Άκουσέ με, φίλε· δεν σε το λέγω ούτε διά ειρωνείαν, ούτε διά κολακείαν. Επλάσθης από την φύσιν μεγάλος ποιητής, με οίστρον σατανικόν, και είναι αμαρτία ν' αφίνης τοιούτον πυρ να σβύνεται. Δεν βλέπω να έχης ούτε εν φυλλάδιον δι' ανάγνωσιν. Η βιβλιοθήκη μου έρχεται κατ’ αυτάς τας ημέρας από το Ναύπλιον. Θέλεις τον Πίνδαρον, τον Όμηρον;… Ζήτησέ με ό,τι βιβλίον επιθυμής...
—«Με φθάνει το τρισμέγιστον των ουρανών βιβλίον,
Όπου το Παν είναι γραπτόν διά χρυσών στοιχείων,
Ο Πίνδαρος και Όμηρος, Βυρών και Βοανζέρος,
Δι' άλλο δεν φημίζονται εις παν του κόσμου μέρος,
Παρά διότι με πιστήν και μιμηλήν γραφίδα
Αντέγραψαν μίαν μικράν του Σύμπαντος σελίδα.
Πλην, Κύριε, περί Μουσών ολίγον συ φροντίζεις,
Κι εμπρός μου να υποκριθής ανωφελώς πασχίζεις.
Αυτά ψάλλων ο αυτοχέδιος αοιδός εις τον Κύριον Αυγερινόπουλον και λαμβάνων αυτόν με άδειαν ποιητικήν από την χείρα, τον οδηγεί έως έξω, τον καλονυκτίζει δια στίχων, και κλειεί την θύραν εις την ράχην του.
Σχεδόν βέβαιος ο Αυγερινόπουλος ότι ο Φοιβαπόλλων είχεν ακούσει το μυστικόν του, επέστρεψεν ως νεκρός εις τον υπηρέτην. Επιμένων όμως εις τον σκοπόν του και αφίνων εις την τύχην το αποβησόμενον, τον εβεβαίωσε με πλαστήν αταραξίαν ότι αι υποψίαι των ήσαν διόλου παράλογοι, και ότι ο τ ρ ε λ ο π ο ι η τ ή ς ό χ ι μ ό ν ο ν δ ε ν ή ξ ε υ ρ ε τ ο ν σ κ ο π ό ν τ ω ν, α λ λ' ο ύ τ ε κ α ν τ ι τ ο υ γ έ ν ε τ α ι . Αφού δε τον έδωκεν εκ δευτέρου όλας τας αναγκαίας παραγγελίας και ωρκίσθη να τον πλουτίση αν ήθελε φανή πιστός και άξιος εις την εκτέλεσιν, απεσύρθη σιγά εις τον κοιτώνα του.
Η εικοστή πρώτη Απριλίου ανέτελλεν αίθριος και γαληναία. Η Ασπασία, ήτις, αναγνώσασα μυριάκις την προς τον πατέρα της επιστολήν του Εξορίστου, δεν είχε δυνηθή από την άμετρον χαράν της να κλείση όμμα δι’ όλης της νυκτός, εκάθητο εις το παράθυρον και προσήλωνε την όρασίν της εις εν πλοίον, διευθυνόμενον προς την νήσον. Το πλοίον άρα γε τούτο έφερε τον εραστήν της;… Εις την ιδέαν αυτήν έμενεν εκστατική, και με τας χείρας κρατούσα την σκιρτώσαν καρδίαν της, έτρεμε και ν' αναπνεύση.
Η ώρα του εωθινού της ποτού έφθασεν. Ο υπηρέτης του Ξενοδοχείου μιγνύει το δηλητήριον εις τούτο, της το προσφέρει και αναχωρεί... Η Ασπασία ήδη πίνει τον θάνατον, ότε ο Φοιβαπόλλων, όστις, όλην σχεδόν εκείνην την νύκτα στιχουργήσας, εξύπνησεν αργότερα παρ' ό,τι εμελέτα, έρχεται δρομαίος προς αυτήν και φανερόνει την νυκτερινήν συνωμοσίαν του Αυγερινοπούλου μετά του υπηρέτου. Ζητείται ο Αυγερινόπουλος· δεν ευρίσκεται εις την οικίαν. Ζητείται ο υπηρέτης· έγινε, λέγουν, άφαντος. Φρίκη τότε κυριεύει την Ασπασίαν, και η τρομερά ιδέα ότι έχει τον θάνατον εις τα στήθη της καθιστά την δύναμιν του δηλητηρίου δραστικωτέραν. Πίπτει κατά γης ωχρά ως το μαραινόμενον άνθος, και ψυχρός ιδρώς περιχέει τα μέλη της. Προς κορύφωσιν του τραγικού δράματος, φθάσας και ο Εξόριστος με το ήδη λιμενισθέν πλοίον, παρουσιάζεται εις τον θάλαμον, όπου έκειτο η Ασπασία.
Σκηνή απερίγραπτος! Η στιγμή της συνενώσεώς των στιγμή αιωνίου αποχωρισμού! Ποίαν λύπην εξεικόνιζε το εκτεταμένον και δύον βλέμμα της Ασπασίας, αποχαιρετούσης σιωπηλώς τον εραστήν της! Και η ωχρότης του θανάτου, ήτις επεχύνετο εις τας χιονώδεις της σάρκας! Και η ξανθή της κόμη, ήτις ατημέλητος έπιπτεν εις τα στήθη της! Εξέτεινε τας χείρας προς τον Εξόριστον, ότε κατά πρώτον τον είδε... τας εξέτεινε· πλην ως μόλυβδοι βαρείαι και, ως να μη τας εξουσίαζεν, επανέπεσαν εις τα γόνατά της. Και ο εραστής της!... Ω! είναι λύπαι ψυχής, υπερβαίνουσαι τας σκληροτέρας οδύνας του σώματος. Ευτυχείς, όσων η καρδία εκρήγνυεται εις δάκρυα! Αλλ’ όταν οι οφθαλμοί, αι βρύσεις αυταί της παρηγορίας, ξηρανθώσιν, όταν η αβάστακτος πέτρα της απελπισίας πλακώση το στήθος, όταν τα χείλη εσχισμένα και στάζοντα αίμα δεν δύνανται να προφέρωσι λόγον!...
Οι ιατροί της νήσου ελθόντες, εζήτησαν με αντιφάρμακα να την σώσωσιν· αλλά ματαίως. Είχεν ήδη σκαφή βαθεία υπόνομος εις τα στήθη της.
Μετ' ολίγον όμως επανέλαβεν οπωσούν τας αισθήσεις της και την φωνήν, την οποίαν είχε χάσει, και ως να εζωπυρούτο προς στιγμήν, πριν σβύση διά πάντοτε, το πυρ της υπάρξεώς της εδυνήθη να ομιλήση. Ενατενίζουσα βλέμμα θλιβερόν προς τον εραστήν της, «η ημέρα της ευτυχίας, μας, είπεν, ημέρα δακρύων!... και να συνενωθώμεν μίαν στιγμήν, διά ν' αποχωρισθώμεν αιωνίως!... Όχι, όχι· δεν ήμην αξία να συζήσω μετά σου, και ο Θεός κατέθραυσε την ασθενή αυτήν καρδίαν, ήτις δεν ήθελε δυνηθή να βαστάξη τόσον μέγεθος ευδαιμονίας...» Έπεσεν εις τους πόδας της ο Εξόριστος, και με σπασμώδεις κλαυθμούς, «εγώ, είπεν, εγώ είμαι ο αίτιος των συμφορών σου όλων. Αυτός ο προς την πατρίδα υπέρμετρος έρως μου κατέστρεψε την τύχην σου, και σε καταβιβάζει νέαν εις τον τάφον. Αλλά, φίλη, μην απελπιζώμεθα. Ίσως ο Θεός ευσπλαγχνισθή την αθωότητά σου. Ίσως η υπερτάτη ευτυχία δεν έφυγεν από ημάς. —Τετέλεσται... Κυκλοφορεί ο θάνατος εις τα εντόσθιά μου... Ματαίως η γλυκεία παρουσία σου ανακαλεί την φεύγουσαν ψυχήν μου... Η νέκρωσις επιχύνεται ψυχρά εις τα άκρα του σώματός μου... Έγγισε, φίλε, της χειρός μου τα δάκτυλα... Διατί ως ο πάγος είναι κρυερά; Άλλοτε η χείρ σου εφλόγιζε την χείρα μου... Διατί, τώρα δεν αισθάνομαι την αφήν σου;... Διατί όλα μακρύνονται από την όρασίν μου; Μη με φεύγης... Δεν βλέπω την μορφήν σου... Δεν ακούω την φωνήν σου...»
Αυτά λέγουσα, εξήπλονεν η Ασπασία τας χείρας ως θέλουσα να ψαύση τι. Εξέλιπεν η φωνή της, τα μέλη της παρελύθησαν και του θανάτου αι σκιαί διεχύθησαν εις το πρόσωπόν της. Εζήτησε να προφέρη ακόμη λόγους τινάς. Αλλά τα θανασίμως κλειόμενα χείλη της, και του κρυερού ιδρώτος αι από το μέτωπόν της πίπτουσαι σταγόνες, και τα ημίσβεστα όμματά της εμαρτύρουν την τελευταίαν της αγωνίαν. Ο εραστής της με νουν εξεστηκότα έμεινεν άφωνος έμπροσθέν της, και τέλος έπεσεν ημιθανής. Μετεκόμισαν αυτόν εις άλλον θάλαμον, η δε Ασπασία μετ' ολίγας στιγμάς εξέπνευσε. Την αυτήν ημέραν μετά μεγάλης πομπής την έθαψεν ο πατήρ της εις την περιοχήν ενός Μοναστηρίου, πλησίον της πόλεως.
Μετά πολλών ωρών αδιάκοπον ληθαργίαν, συνελθών το εσπέρας ο Εξόριστος, «πού είναι;... πού είναι;...» ανέκραξεν. Εις την θέαν του πατρός της πενθοφορούντος και δακρύοντος, αφήκεν αγρίαν φωνήν απελπισίας, και πάλιν έπεσεν εις αναισθησίαν. Ανηγέρθη την νύκτα, ηρώτησε πολλάκις περί της Ασπασίας, εξήλθεν από την οικίαν και, αφ’ ου περιεπλανήθη μόνος εις τα γύρω πεδία, διευθύνθη με το φέγγος της σελήνης προς το μέρος, όπου τον είπον ότι ενταφιάσθη.
Εις την Μονήν εκείνην διέτριψε τρεις ημέρας, και την νύκτα την προ της εικοστής πέμπτης Απριλίου έγινεν άφαντος. Ευρέθησαν όμως εκεί πολλά ιδιόγραφά του απομνημονεύματα, εσχισμένα και διεσπαρμένα κατά γης. Εκ τούτων, όπως δυνηθώμεν, αντιγράφομεν και δημοσιεύομεν όσον μέρος φαίνεται να εγράφη, αφ’ ου ετελεύτησεν η Ασπασία.
Ημερολόγιον του Εξορίστου μετά, τον θάνατον της Ασπασίας
«Χθες την νύκτα, ολίγας ώρας μετά την κηδείαν της, ήλθα εις του μνήματος την πλάκα, όπου ακόμη έκαιεν εις το θυμιατήριον η μύρρα και ο λίβανος. Ο επιτάφιος λύχνος της σελήνης περί την δύσιν της εφώτιζε τα βήματά μου. Ανεσήκωσα την πέτραν, και του νεκρικού κιβωτίου κατέθραυσα τας σανίδας... Την είδα... Εκοιμάτο τον διπλούν ύπνον της αθωότητος και του θανάτου... Είχε τον παρθενικόν ανθινόν στέφανον εις την κεφαλήν, ρόδα και ναρκίσσους εις τας εσταυρωμένας της χείρας... Ησπάσθην τα χείλη της και ματαίως εις αυτά εζήτησα λεπτήν ρανίδα δηλητηρίου... Αλλοίμονον! όλον ήτον εις τας φλέβας της. Το σήμαντρον του Μοναστηρίου επροσκάλει τους μοναχούς εις τον Όρθρον, ότε ακίνητος και αναίσθητος έπεσα εις τα λείψανά της... Δεν την επανείδα πλέον... Οι σκληροί! με αφήρεσαν και την καταχθόνιον αυτήν παρηγορίαν...
»Μακράν απ’ εμέ, μακράν τα εαρινά της αηδόνος κελαδήματα! Εσιώπησεν η φωνή εκείνη, ήτις αντήχει τόσον γλυκεία εις τας ακοάς μου. Οι τερπνότεροι σήμερον ήχοι είναι εις εμέ ψαλμοί επικήδειοι, και τον θάνατόν σου με ανακαλούσιν, ω Ασπασία! ω ιερά κόνις!...
»Εσήμανον αι δώδεκα του μεσονυκτίου ώραι... Πόσον επίσημοι και σοβαραί του χρόνου αι φωναί αυταί! Ως θανάτου κραυγή ανυψούμεναι, ακούονται και εις τας θορυβώδεις πόλεις των ζώντων και εις τους σιωπηλούς τάφους του κοιμητηρίου... Όλοι την στιγμήν αυτήν αναπαύονται. Μόνος εγώ αγρυπνώ. Την γλυκείαν των αισθήσεων κοίμησιν απολαύουσιν οι ευτυχείς μόνον, όσοι ονειρεύονται αγγέλους και παραδείσους, όχι οι όντες εις αγωνίαν θανάτου. Μίαν ή δύο μόνον της νυκτός ώρας νάρκωσις βαρεία πλακόνει τον εγκέφαλόν μου, και πληροί τούτον από αλγεινά ενύπνια. Εις τας οπτασίας αυτάς παραφρονούσης ψυχής, άλλοτε χωρίς οδηγόν περιστρέφομαι εις σκοτινόν και ανέξοδον δαίδαλον, όπου ανύπαρκτοι θρήνοι με αποσπώσιν αληθή δάκρυα. Άλλοτε πάλιν διαπερώ πελάγη, κοιλάδας και όρη, διά να φθάσω αγαπητήν τινα σκιάν, ήτις πάντοτε με φεύγει και πάντοτε με σύρει κατόπιν της... Ω! πώς επανέρχεται συχνά το γλυκύ αυτό φάντασμα! Πώς με φωνάζει!... Λαμβάνον εξαίφνης την ωχράν και θνήσκουσαν μορφήν της Ασπασίας, με προσκαλεί να το ακολουθήσω εις της αιωνίου αναπαύσεως την κατοικίαν. Πετώ εις τα ίχνη του... Αλλ’ ουσία αιθέριος, αναρπαζομένη από τον άνεμον, με αφίνει και χάνεται, εις τα νέφη... Από τας ομιχλώδεις έπειτα όχθας θαλάσσης φανταστικής εξέρχεται άλλη πάλιν σκιά, την οποίαν εκλαμβάνων αντί της πρώτης κυνηγώ πάντοτε με την ιδίαν ζέσιν. Πλην στρέφεται αυτή προς εμέ, και αναγνωρίζω τότε τον φίλον μου Νικήστρατον, το αξιοδάκρυτον εκείνο θύμα του έρωτος και της φιλίας...
»Η φρενιτική απελπισία του αδελφοκτόνου Κάιν μ' εκυρίευσε... Ποία θέρμη εγκεφαλίτις, και ποία δίψα του αίματός μου!... Έτοιμος είμαι να στρέψω κατ' εμαυτού χείρα θανατηφόρον...
»Όχι· όχι· δεν θέλω επιταχύνει τον θάνατόν μου, καθώς, οι δειλοί, όσοι φονεύονται διά να μην υποφέρωσι. Θέλω αφήσει την λύπην να με καταμαράνη βραδέως, χωρίς να οπισθοδρομήσω εν βήμα προς την ζωήν χωρίς να προχωρήσω εν βήμα προς τον τάφον. Ο θάνατος θέλει έλθη αυτόκλητος και μ' εύρει αδύνατον, καταβεβλημένον, νεκρόν ήδη. Εκπνέων, θέλω ειπεί τότε προς την φύσιν. «Χαίρε! σε αφίνω. Δεν θέλω σωτηρίαν. Δεν θέλω ούτε τ' αγαθά σου, ούτε την γοητευτικήν σου ποίησιν, ούτε τας παραμυθητικάς σου ματαιότητας. Φύλαξε όλα ταύτα διά τους άλλους....
»Σε αποχαιρετώ δι’ εσχάτην φοράν, Ασπασία! Ήλθα και την αυγήν εις την παρθενικήν σου κοίτην, διά να δώσω τον τελευταίον ασπασμόν εις το καλύπτον σε ιερόν χώμα, πριν φύγω από την Ελλάδα... Σ' εφώναξα... Πλην συ δεν με απεκρίθης... Εκοιμάσο βαθύν ύπνον... βαθύν ύπνον, ω Ασπασία!...»
Τι έγινεν έπειτα ο Εξόριστος; Δεν εδυνήθη κανείς ολόκληρον ενιαυτόν να μάθη τι περί τούτου. Μόλις κατά τον Μάιον του 1833 έτους, φίλος τις αυτού έλαβεν από Κωνσταντινούπολιν εις Ναύπλιον παρά τίνος Βυζαντίου επιστολήν, την οποίαν προσθέτομεν ενταύθα, ως περιέχουσαν την τελευταίαν και μόνην είδησιν της μετά ταύτα υπάρξεως και διαγωγής του. Ιδού η περί ης ο λόγος επιστολή.
«Μετά δεκαπενταετή σχεδόν απουσίαν, επανήλθεν εις την μεγαλόπολίν μας προ δύο ήδη μηνών ο ... , όστις, καθώς πολλάκις μ’ έγραψες, απεδείχθη χρήσιμος εις τα ελληνικά πράγματα, κατορθώσας μεγάλα υπέρ της πατρίδος, και μάλιστα κατά τας υστερινάς αυτόθι εμφυλίους ταραχάς· επανήλθεν, ότε κανείς πλέον εις τον τόπον της γεννήσεώς του δεν ανέφερε τίποτε περί αυτού. Εξηγόρασε την πατρικήν του οικίαν, κατεχομένην από Ισραηλίτην τινά βαθύπλουτον, και οι γείτονες εχάρησαν, βλέποντες παλαιάς και μεγάλης οικογενείας βλαστόν απροσδοκήτως αναθάλλοντα. Αλλά, πράγμα παράδοξον, ανήγειρεν εις τον κήπον του μνημείον νεκρικόν υπό την αγαπητήν φίλυραν των παιδικών του χρόνων· επί του κενοταφίου δε τούτου ενεχάραξεν επιγραφήν «Εις την Ασπασίαν και τον Νικήστρατον» και πλησίον αυτού διημερεύει σκυθρωπός. Τις άρα η ούτω τιμωμένη Ασπασία; Τις ο Νικήστρατος;
»Ακμάζει κατά την ηλικίαν· και όμως εις το μέτωπόν του φαίνεται γηραιάς λύπης εύδηλος ιχνογραφία. Τον ενθυμούμαι κάλλιστα προ της αποδημίας του· ήτον όλος ζωή, όλος κίνησις. Τώρα ωχριά το πρόσωπόν του· οι άλλοτε τόσον ευκίνητοι χαρακτήρες του απελιθώθησαν, και οι οφθαλμοί του θολοί καταδύουσιν εις τον ζόφον της καρδίας του. Σπανίως ομιλεί, και μη φροντίζων να σε πείση, αδιαφορεί σχεδόν αν προσέχης εις τους λόγους του. Περιπατεί, και δεν διακρίνεις πού διευθύνονται τα βήματά του. Εργάζεται και δεν δύνασαι να εννοήσης της εργασίας του τον σκοπόν. Αποφεύγει τας συναναστροφάς, αποκρούει τας περιέργους ερωτήσεις, και βλέπει τον κόσμον με όμμα υπεροπτικόν, ως άνθρωπος, όστις εδοκίμασεν όλας τας ηδονάς, όλας τας πικρίας του βίου. Διατί ζει ξένος εις την γην, ως άλλου πλανήτου άποικος, έτοιμος πάντοτε ν’ αναχωρήση;
»Πολλάκις αναδέχεται την ταλαιπωρίαν του κυνηγεσίου, και παρετηρήθη ότι δεν θηρεύει ούτε ζώα, ούτε πτηνά, αλλά μάλλον εις τα όρη διασκεδάζων τους λυπηρούς του λογισμούς, οίτινες ως γύπες κατασπαράττουσι την καρδίαν του, ζητεί οδύνης άνεσιν και λύπης παραμυθίαν.
»Εις δε την εκλησίαν μετά των άλλων συνερχόμενος, έτι μάλλον γίνεται άξιος περιεργείας. Ίσαται συνεσταλμένος και κατηφής, και από το σχήμα του δύναται τις να συμπεράνη την κατάνυξιν της ψυχής του και την αφοσίωσίν του εις τον παντοδύναμον Θεόν. Όταν κατ' εκείνας τας στιγμάς προσηλώ το βλέμμα μου εις αυτόν, φαντάζομαι ότι εγκαλεί το παρόν εις το μέλλον, ότι ενάγει, την κακίαν της γης εις την δικαιοσύνην του ουρανού, και ότι διά πόθον άλλης υπάρξεως ρίπτει γέφυραν επί του μεταξύ χάους, και διαβαίνει νοερώς εις την απόλαυσιν αυτής. Τω όντι η θρησκεία είναι η πιστή του δυστυχούς ακόλουθος· αυτή είναι το κέντρον, όπου συνέρχονται και συνενούνται όλαι αι ιδέαι, όλαι αι διαθέσεις, όσαι εις τούτον τον εφήμερον κόσμον συνιστώσι του ανθρώπου την αξιοπρέπειαν· αυτή είναι η φωνή, ήτις αντηχεί αδιακόπως εις τα βάθη της ανθρωπίνης καρδίας, και αποκρίνεται προς την αρετήν με την γλώσσαν της.
»Τον ηρώτησα με πολλήν φροντίδα περί της ελευθέρας Ελλάδος. Με απεκρίθη ότι προ δέκα περίπου μηνών αποδημήσας εκείθεν, δεν έχει νεωτέρας ειδήσεις περί των ελληνικών πραγμάτων· τούτο με είπε, και απέστρεψε το πρόσωπον διά να κρύψη την πλημμύραν των δακρύων του. Το παράδοξον και μυστηριώδες της ζωής του δίδει αφορμήν εις διαφόρους εικασίας περί αυτού, και προξενεί απορίαν πώς άνθρωπος όστις διεκρίθη ποτέ εις την συνταγματικήν Ελλάδα διά το ελεύθερον των φρονημάτων του, υποφέρει σήμερον ν’ αναπνέη τον αέρα του Θρακικού Βοσπόρου.
»Δεν θέλω να το πιστεύσω· αλλ’ εις των υπηρετών του λέγει ότι πολλάκις την νύκτα εις τους ερήμους και μεγάλους θαλάμους του περιπλανώμενος, βλέπει έμπροσθέν του φαντάσματα και πίπτει κατά γης ημιθανής. Μήπως εις αθώον αίμα εβάφησαν αι χείρες του, και τον κατασπαράτωσιν οι έλεγχοι του συνειδότος; Γράψε με, φίλε, ό,τι γνωρίζεις περί αυτού. Επεθύμουν όμως να μάθω ότι ο βίος του είναι καθαρός και ακηλίδωτος.
Σημειώσεις
[1] Ένορκος υπόσχεσις φιλίας εν χρήσει παρά τοις Αλβανοίς, συνδέουσα δι’ αρρήκτων δεσμών αδελφότητος
[2] Όστις συνανεστράφη τον Κύριον Βελισάριον Παυλίδην, διακρινόμενον μεταξύ της εμπορικής κλάσεως του Ναιυπλίου διά τα φιλελεύθερα και αντικαποδιστριακά του φρονήματα, ευκόλως δύναται εις αυτούς τους λόγους να αναγνωρίση τον χρηστόν και φιλόπατριν τούτον πολίτην
[3] Μεταξύ αυτών διακρίνονται τα του ναού της Αφροδίτης, εις του οποίου το πρόθυρον επί πορφυρού μαρμάρου σώζεται το ακόλουθον μονόστιχον. «Ταν χείρα ποτί φέροντα δειν ταν τύχαν επικαλείν».
[4] Τας πληροφορίας αυτάς τας έχομεν από τον ίδιον Αυγερινόπουλον, όστις προς ενός έτους αποθνήσκων πένης και με πικρούς ελέγχους συνειδήσεως εις εν Νοσοκομείον, ωμολόγησε παρρησία όλας τας κακουργίας του.
Η ψηφιοποίηση στηρίχτηκε στη β΄ έκδοση του 1876.
Έγινε μετατροπή σε μονοτονικό
ενώ διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.