Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη εδώ
Ο Αργύρης και ο Γιάννης, οι Στατήριδες, ήταν αδέρφια. Αμοίραστοι ακόμα, εκατοικούσαν, με τη φαμιλιά τους καθένας, στο ίδιο σπίτι, ψηλά, στου χωριού τη γειτονιά που ανέβαινε ως τη μέση μιανής ράχης. Και το σπίτι τους ήταν διορθωμένο και κάτασπρο· μονόπατο από τη μπροστινή μεριά του, κατά τον κατήφορο, χαμώγι από την άλλη, μακρύ, χαμηλό, με τέσσερα πράσινα καινούργια παράθυρα από μπρος, πάνουθε από μία μεγάλη ξύλινη κληματαριά καταπράσινη. Κάτου από την κληματαριά μία πλατιά μεγάλη πόρτα έμπαζε στα μαγαζιά και στο στάβλο, όπου τη νύχτα ερχόνταν τα πρόβατα, η γίδα και τα δύο γουρούνια, ενώ η καθαυτό μπασιά του σπιτιού ήταν ανοιγμένη στο πίσω μέρος, σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο με δύο παράθυρα, στη μέση του σπιτιού, που είχε δεξιά κι αριστερά δύο άλλα δωμάτια μικρότερα, του Αργύρη το ένα, του Γιάννη το άλλο.
Ήτανε κι οι δύο αδερφοί παντρεμένοι από χρόνια. Ψηλός ο πρώτος, σαράντα χρόνων άντρας, ωχρός πολύ, παχύς, μ’ ολοστρόγγυλο πρόσωπο, με πολύ μικρά καστανά κι ανήσυχα μάτια, με καστανό μουστάκι, όχι πολύ μακρύ, ξυρισμένος, με χοντρά χείλη, με παχιά μεγάλα χέρια, και με πολύ μεγάλο στομάχι, που του σήκωνε, ως τα στραγάλια, τα χοντρά μαύρα βρακιά του, και που δεν άφηνε να θηλυκώνονται όλα τα κουμπιά του γελέ του και της χοντρής γιακέτας του. Χειμώνα καλοκαίρι, ο Αργύρης εφορούσε μάλλινα χοντρά ρούχα, γιατί ενόμιζε πως όλες οι αρρώστιες παίρνουν αρχή από ένα κρυολόγημα, και έλεγε συχνά πως ο άνθρωπος κρυολογεί το καλοκαίρι ευκολότερα παρά το χειμώνα, και πολύ πλιο εύκολα ένας σακάτης, σαν αυτόν τον ίδιον, που το άσθμα τον ετυραννούσε από χρόνους τώρα, κάθε μέρα, και μάλιστα όταν εθύμωνε, όταν εβανότουν να δουλέψει, ή όταν ανέβαινε του σπιτιού του τον ανήφορο. Για τούτο κιόλας είχε πάντα μαζί του ένα χοντρό γυριστό ραβδί, και δεν έβγαζε ποτέ από το στρογγυλό του το κεφάλι τη μεγάλη αρχοντική του ψάθα, κι εκουβέντιαζε χαμηλόφωνα πάντα για να μην κουράζεται, με μια ψιλή γυναίκεια κι άσκημη φωνή· και, θέλοντας να φαίνεται πάντα σοβαρός και μετρημένος, εμιλούσε αργά αργά, σηκώνοντας το κεφάλι του, κλειώντας τα μικρά του τα μάτια και κάνοντας να τρέμουν τα βλέφαρά του.
Ο Γιάννης τούμοιαζε βέβαια πολύ, μα ήταν κιόλας πολύ διαφορετικός του και πολύ πλιο νέος. Ήταν χοντρός κι εκείνος, μα χαμηλότερος, γερός και ροδοκόκκινος· είχε χοντρή φωνή, ήταν πλιο πρόστυχα ντυμένος κι είχε πλιο πρόστυχους και πλιο αμελέτητους τρόπους. Τα μικρά του καστανά μάτια ήταν πρόσχαρα, μισόκλειστα και υγρά πάντα, και τα κόκκινα χείλη του χαμογελούσαν αδιάκοπα κι άφηναν να φαίνονται τα μαυροκίτρινα δόντια του· το μουστάκι του έπεφτε στο πηγούνι του στρογγυλαίνοντας· και συχνά εβαστούσε τη μεγάλη του ψάθα στο χέρι, αφήνοντας να φαίνονται τα καλοχτενισμένα σγουρά και μαύρα μαλλιά του· συχνά κιόλας, όταν ήταν ζέστη, εφορούσε ριχτή τη γιακέτα του στον έναν ώμο κι άφηνε ανοιχτόν το γελέ του και το σουφρωτό και άσπρο πουκάμισό του, κι εφαινότουν τότες το τριχωτό κι ηλιοκαμένο στήθος του. Κι ήταν δουλευτής ο Γιάννης ξακουσμένος στο χωριό, κι εχόρευε καλύτερα απ' όλους τους άντρες του χωριού, με τη χαμηλή του την ψάθα γυρισμένην προς το ένα αυτί και πάρα μικρήν για το στρογγυλό του μεγάλο κεφάλι. Τον παρανόμιζαν όλοι Σκουφά, και το παρατσούκλι τόχε συνηθίσει από μικρός, τόσο που δεν του κακοφαινότουν.
Εκόντευε το μεσημέρι, κι ήταν αρχή του καλοκαιριού. Ο Αργύρης είχε ξανάρθει στο σπίτι, είχε πιθώσει σε μίαν αγκωνή το χοντρό ραβδί του, είχε ανασηκώσει πάνου από το καταϊδρωμένο μικρό και πολύ παχύ μέτωπό του τη μεγάλη του ψάθα, είχε πέσει μ’ όλο του το βάρος πάνου σε μία καρέκλα, σιμά στο μεγάλο τραπέζι που ήταν στη μέση της κάμαρας, κι άπλωσε τα χοντρά του πόδια, βαστώντας ψηλά το στρογγυλό του κεφάλι και φυσώντας με τα ωχρά του τα χείλη. Ήταν λαχανιασμένος από τον ανήφορο, και με το μαντίλι του έκανε αέρα στο πρόσωπό του, κι έφερνε από δω κι από κει το κεφάλι. Έκαμε καμπόση ώρα για να συνέρθει, και τέλος επήρε μία βαθιά πνοή, ανοιγόκλεισε τρεμουλιαστά το βλέμμα του, και με την ψιλή του φωνή έκραξε: «Νύφη! Νύφη!».
«Ορίστε!» του αποκρίθηκε μία ωραία γυναίκεια φωνή από το μαγειριό, που ήταν σ’ ένα άλλο ξεχωριστό σπιτάκι, ξάγναντα στην πόρτα, ακουμπημένο όλο στο πλάγι της ράχης.
Και σε μία στιγμή εμπήκε στη μεγάλη την κάμαρα μία ψηλή, μελαχρινή, νόστιμη γυναίκα, που δεν ήταν πλια πολύ νέα. Τα μάτια της ήταν ζωηρά και μαύρα, τα μάγουλά της αζάρωτα ακόμη και ροδοκόκκινα, τα λιανά μικρά της χείλη πολύ κόκκινα και κείνα. Εφορούσε αδιόρθωτη στο κεφάλι την άσπρη μπόλια της, κι είχε ανασηκωμένο ως το γόνα το μάλλινο φουστάνι της, που τόχε ντεμένο στη ζώνη και που άφηνε έτσι να φαίνεται το άσπρο, μουντό και μακρύ ποκάμισό της.
«Τι, τι ορίζεις;» τον ερώτησε πάλι μιλώντας τόσο μπερδευτά που δύσκολα ένας ξένος θα την καταλάβαινε.
«Πρώτ’ απ’ όλα νερό!» της είπε παίρνοντας κοντές γλήγορες αναπνοές και χτυπώντας τη γλώσσα του στο απόξερο στόμα του.
«Ν..ν.. νερό;» του αποκρίθηκε μ’ ένα περγελαστικό χαμόγελο. «Τα πολλά νερά που πίνεις σας κάρλακας, αυτά, αμιά, σ’ αρρωσταίνουνε… Σέπουνε, άκου το, τα σωθικά· και φυσικό είναι. Ιδές το ξύλο: στη νότια τι θα κάμει; θα βαστάξει ένα δύο χρόνια… δέκα χρόνια, ο κόσμος όλος! στο ύστερο θα σαπεί ως και κείνο, πούναι, μάτια μου, ξύλο… Νάχες φέρει λίγη κουνιά, σούκανα κι εγώ συντροφιά· αμή νερό, εγώ δεν το πίνω, ποτέ μου! ποτέ μου, ούτε και στη βρύση που πάω!… Και ποιος από τους νοικοκυρέους πίνει νερό, όξω από του λόγου σου;… Οι διακοναρέοι μοναχά. Εγώ, για μέρος μου, πουλώ κάπου κάπου κανένα αυγό από τσι κοτίτσες μου, κι έτσι η κουνιά ή το ρακί δε μου λείπονται ποτέ· κάθε αυγό κι από μία γουλιά… Μ’ ανασταίνει! Και τ’ απόγιομα κάποτες… ναίσκε, το πίνουμε!…»
Και, λέγοντας έτσι, τούχε γεμίσει από τη στάμνα, πούταν ορθή στο παραθύρι, ένα μεγάλο ποτήρι και του τόχε δώσει στα χέρια.
«Μην πιεις ακόμα», του ξανάπε, «γιατί είσαι αναμμένος. Μπορεί να σε κάμει χειρότερα! Και οι αρρώστιες, ο Θεός φυλάξοι, είναι κολλητικές!»
Μα ο Αργύρης δεν την άκουσε κι έπιε όλο το νερό με μία ρουφηξιά, παίρνοντας στο ύστερο μία βαθιάν ανάσα και κλειώντας από ευχαρίστηση τα μικρά του τα μάτια. Εσφούγγισε έπειτα το μουστάκι του με την παλάμη του χεριού του, κι είπε: «Και το φαΐ; είναι έτοιμο;».
«Όπου κι αν είναι, η νοικοκυρά σου θα μας κράξει», του απάντησε.
Κι έπειτα εσώπασαν κι οι δύο. Το άσθμα του Αργύρη επράυνε κι εμπόρεσε να συλλογιστεί καμπόσες στιγμές. Ανοιγόκλεισε τα μικρά του τα μάτια, έγειρε προς απάνου το στρογγυλό του μεγάλο κεφάλι, κι ερώτησε: «Πες μου, νύφη: για τη δουλειά εμίλησες;».
«Nαι», τούπε αδιάφορη, στραβώνοντας τα κόκκινα χείλη της· «μα, ως φανεί, δε γένεται τίποτα! Εμίλησα με την αδερφή μου την παπαδιά, μα τίποτα! Τάπε, λέει, του παπά της, περιττά είναι. Για τον πατέρα μας, λέει, θέλει ή δε θέλει, είναι αδιάφορο· γιατί, λέει, τι θα κάμει ο κακορίζικος. Με το στανιό ή με το θέλημα πρέπει να υποταχτεί! Μα ο παπάς, λέει, του χρειάζεται το σπίτι· όλο το σπίτι· κι αν επιμένουμε, λέει, να πάρουμε κι εμείς μερτικό, τότες, λέει, δε γένεται, λέει, τίποτα. Τίποτα! Ο παπάς θα παντρέψει τώρα τον υγιό του, γιατί θέλει να τόνε κάμει κι αυτόνε παπά· και για να μην έχουνε όλοι τους στενοχώρια, θα σηκώσει κι άλλο ένα πάτωμα στο σπίτι. Του χρειάζεται… Πού να μας δώκει το μισό!… Και λογαριάζει που α δεν το μοιράσει τώρα, θα καταφέρει με καιρό τον πατέρα μας να της κάμει γράμματα, κι έτσι θα μείνει το σπίτι της παπαδιάς. Αυτά είναι που θέλουνε. Αν όμως εμείς τους αφήνουμε από τα τώρα το σπίτι για δικό τους, η παπαδιά θέλει ν’ αποζημιώσει με χτήμα, κι η μοιρασιά γένεται… μαγάρι κι αύριο… Εγώ φυσικά δεν τση ’δωκα λόγο, γιατί μου φαίνεται βαρύ το πράμα· τι λες; Να μην πάρω κι εγώ δύο κεραμίδια από τον πατέρα μου, κι ας έχουμε σπίτι· το μισό από τούτο… Κι ύστερα ήθελα να πάρω και τη ρώτησή σας… του αντρός μου, παναπεί· του λόγου σου τι μπαίνεις;…».
Ο Αργύρης τής έριξε μία λοξή ματιά κι εγίνηκε χλωμότερος. Και την ίδια στιγμή εμπήκε κι ο Γιάννης στο σπίτι με τη γιακέτα ριχτή στον ένα του ώμο, με το ποκάμισό του ανοιχτό στο ηλιοκαμένο στήθος του. Ήταν γερός και ροδοκόκκινος. Κι η Μαρία τον εδέχτηκε μ’ ένα χαμόγελο, τον εκοίταξε από την κορφή στα πόδια καμαρώνοντάς τον, κι έριξε μία ματιά καταφρονετική στον αδερφό του.
«Καλώς τα κουβεντιάζετε!» τους είπε ο Σκουφάς. Κι εγέλασε: «Χα! χα! χα» με μισοκλεισμένα μάτια.
Ο Αργύρης τον εκοίταξε κατάματα σοβαρός, σα νάθελε να τόνε γκρινιάξει.
«Πάλε», τούπε, «δεν είσαι στα σύγκαλά σου· ε; Πάλε σήμερα θάβρηκες κάποια παρέα και τότσουξες· ε; Πριν το γιόμα· ε; ένα περσότερο!… ε;».
H Μαρία εκούνησε το κεφάλι της κι εκοκκίνισε. Τα λόγια του Αργύρη τής κακοφαινόνταν. Αυτή δεν ήθελε να της αποπαίρνει τον άντρα της, που δεν ήτανε και μικρό παιδί! Κι αν έπινε, καλά έκανε· ήξερε να ξετάζει τ’ όβολο, κι είχε δίκιο να διασκεδάζει όπως ήθελε! Άδεια δεν του χρεαζότουνε βέβαια!… Και τούπε σοβαρά: «Μου μιλεί, ξέρεις, για τη μοιρασιά με την αδερφή μου, ξέρεις…».
«Ο πατέρας τους», είπε ο Αργύρης ανοιγοκλειώντας τα βλέφαρα και ζυγίζοντας κάθε του λόγο, «δεν είναι χρεία να ρωτηθεί· έτσι λέει ο παπάς, κι έχει φυσικά δίκιο. Γιατί, σα γένει η μοιρασιά, η κάθε μία από τες αδερφάδες μπαίνει ευτύς στο μερίδιό της· και τι θα κάμει τότες ο γέρο νοδάρος; θα θυμώσει; Εχ! όπως θα τούρθει, έτσι και θα του περάσει. Θα θελήσει να μπαίνει στα χωράφια, στσ’ ελιές, στα σπίτια του!… ε, ας μπαίνει! ποιος θα τόνε μποδήσει! Να πουλήσει όμως το χτήμα του, α, δε μπορεί!… Και ποιος τ’ αγοράζει; ποιος είναι εκείνος ο ξένος που θάμπαινε άκραχτος σε ξένα ιντερέσα; θάτανε τρελός για δέσιμο!… να παχτώσει, το ίδιο πάλε, δε βρίσκει… Το όλο λοιπόν στην υπόθεση είναι η διαφορά για το σπίτι. Ο σύγαμπρός σου, ο παπάς, το θέλει όλο δικό του κι αποζημιώνει φυσικά με χτήμα· τώρα στέκει σ’ εσέ να παραδεχτείς τη μοιρασιά, και γένεται, λέει, αμέσως!… Εγώ η γνώμη μου είναι πως σε συφέρει!…».
«Μωρ’ κάμετε ό,τι θέλετε!» είπε μ’ ένα γέλιο ο Γιάννης, που εβαριότουν ως και να συλλογιστεί· «ας δώκει ο παπάς ό,τι θέλει· λες που εμέ με γνοιάζει; Ούτε τότσο!». Κι έκαμε να σημάνει στο δόντι του το νύχι του μεγάλου δάχτυλού του. «Δόξα σοι ο Θεός, εδώ μέσα έχουμε ψωμί μπόλικο· γιατί να βάνω έγνοιες στο μυαλό μου; για να χτικιάσω; Α όχι! Ο Γιάννης φυλάει την υγεία του, γιατί αγαπάει το Γιάννη του, τον αγαπάει πολύ, μα πολύ!…». Κι εγέλασε δυνατά.
Ο Αργύρης δεν του απάντησε, απόμεινε σοβαρός, κι έπειτα από λίγες στιγμές ανασήκωσε το κεφάλι του, ανοιγόκλεισε πάλι τα μάτια, κι είπε χαμηλόφωνα: «Τι κάνει η Καραβέλαινα;».
«Ωχ!» είπε η Μαρία στραβώνοντας το στόμα· «η κακομοίρα, ζει και δε ζει! Ως απόψε, ως αύριο…».
Κι εγύριζε το δεξί της χέρι μ’ ανοιχτά όλα τα δάχτυλα.
«Κρίμας!» είπε ο Γιάννης· «η καλή η γειτόνισσα…».
«Καλή· ναι!» είπε σοβαρά ο Αργύρης κουνώντας το κεφάλι· «καλή και για μας ίσως!… Αν καταφέρναμε ό,τι σας είπα, κι αποχτούσαμε εμείς το σπίτι του Καραβέλα, ανάγκη δε θάχαμε από άλλα σπίτια. Καλύτερο μάλιστα είναι το κτήμα, γιατί η γης δίνει διάφορο! Ας μοιράζατε τότες όπως θέλει ο παπάς! Κι αν αλήθεια η Καραβέλαινα πεθάνει, ο Θεοσχωρέσ’ τηνε, το πράμα δεν είναι, εγώ λέω, κι αδύνατο! Μένει ο Καραβέλας μοναχός του, και μπορεί να θελήσει ν’ απακουμπιστεί σ’ εμάς…».
«Έχει ανιψίδια πούναι σαν παιδιά του», είπε ο Γιάννης καθίζοντας στο κατώφλι της πόρτας και κοιτάζοντας όξω· «γιατί βάζει ο νους σου τέτοιες ιδέες; Τι τήνε θέλεις την αδικία;».
«Θα το πάρεις του λόγου σου στο μερτικό σου του Καραβέλα το σπίτι», είπε η Μαρία με κακοσύνη· «εμείς δεν το θέλουμε!».
«Το παίρνω!» είπε ο Αργύρης αδιάφορος· «το παίρνω! γιατί όχι; Το ίδιο κάνει· τι το ένα μισό, τι το άλλο! Σαν το πάρουμε, φυσικά θα το γκρεμίσουμε και θα το χτίσουμε καινούργιο κολλητά σε τούτο, όμοιο με τούτο· θα τα κάμουμε τα δύο σπίτια ένα· και τότες…».
«Α Αργύρη!» τον αντίσκοψε η Μαρία· «δουλεύει ο νους σου για να μου ξεθεώσεις πάλε το Γιάννη μου στη δουλειά! Σαν είναι κούτιακας και σ’ ακούει! Έπρεπε Γιάννης νάμαι εγώ! Θάδινα δύο μούτζες ορθά κι ανάποδα… έτσι! Μα αυτός από την αρχή του είναι ανέμυαλος, ραγιάς σου, ο κακορίζικος! Και θα μου τον αδυνατίσεις!».
Ο Γιάννης εγέλασε.
«Α δε δουλέψουμε, δε ζούμε!» είπε σοβαρά ο Αργύρης.
«Εμείς τρώμε», είπε αναστενάζοντας η Μαρία, «κι αυτουνού του κακότυχου του βγαίνει η πίστη στη δουλειά όλη μέρα!».
«Μα ποιο είναι το κεφάλι που δουλεύει, κυράτσα μου;» είπε περήφανα ο Αργύρης κιτρινίζοντας.
«Ω, ησυχάστε», είπε βαρεμένος ο Γιάννης· «μην αρχινήσετε ως και σήμερα πάλε! Κάθε μέρα βρίσκετε τούτην την ώρα, που θα φαρμακωθούμε, για να μαλώσετε και να φαγωθείτε! Άμε, στο Θεό σου, Μαρία, στο θέλημά σου· άμε στο καλό!…».
«Καλύτερα», είπε η Μαρία, «να μοιράζατε ως κι εσείς από τα τώρα, και νάξερε ο καθένας το δικό του… όχι έτσι! Τώρα πάλε καρτερείτε τσι κληρονομιές του Καραβέλα! ω Θε μου! θ’ αποχτήσουμε εμείς, θα δουλέψουμε εμείς, και θα μοιράσετε έπειτα!».
«Ακούς, ακούς!» είπε ο Αργύρης συγχυσμένος. «Έτσι μου πρέπει! Ας είχα γνώση από ξαρχής· ας είχα μοιράσει από τότες· ό,τι σας απόχτησα, θάτανε σήμερα όλο δικό μου· εμέ και των παιδιώνε μου!».
«Όλα από τη ράχη του εβγήκανεεε!» είπε η Μαρία δείχνοντας τον άντρα της. «Εσύ δε μπορείς να δουλέψεις· δε φταις ούτε συ!».
«Ήρθανε», είπε ο Αργύρης, «άσοδες, δυστυχίες, δίσεχτοι χρόνοι· ο κόσμος όλος επεινούσε· ως και οι αρχόντοι· εδώ μέσα δε σας έλειψε ποτέ τίποτα! Πέστε το: τίποτα! Κι όλο αποχτούσαμε· πότε μία, πότε δύο, πότε δέκα ελιές· πότε ένα χωράφι· πότε πέτρα για το σπίτι που θα χτίσουμε· κι εκάμαμε κατάσταση! Δόξα σοι ο Θεός! Μέρα νύχτα εγώ είχα αυτήν την αρίδα στο μυαλό μου για τα παιδιά μου και για τα δικά σας… Θέλετε τώρα να μοιράσουμε; Τώρα;… Μάλιστα· μένω ως κι εγώ φχαριστημένος. Τι μας άφηκε ο πατέρας μας; Το ξέρεις, Γιάννη! Τ’ άλλα μας τ’ αδέρφια, τα πρώτα, εβαστάξανε το καλύτερο πράμα για τον εαυτό τους· αυτά είχανε και το προικιό της μάνας τους· μας βγάλανε από τη μέση και μας ρίξανε εδώ με τη μάνα μας, σ’ ένα παλιόσπιτο· γιατί, το ξέρεις, Γιάννη, δεν ήταν έτσι αυτό το σπίτι· εγώ τόκαμα! Και τόσους χρόνους σάς είχα στην πλάτη μου, και τη μάνα μας κι εσέ που ήσουνε ανήλικος… κι αυτή ήτανε γριά και παράξενη… Ποιος άλλος αδερφός έκαμε όπως εγώ; Και δεν επήγα χώρια μου, παρά σούφτιασα το σπίτι, σούκαμα κάμαρη καλύτερη από την εδικήνε μου· κι εγώ σ’ επάντρεψα, κι εγώ ως τα τώρα εφρόντισα για τα παιδιά σου· και συ ξέγνοιαστος· ύπνο και διασκέδαση! Κι όθε τα βγάλει η άκρη!… Τώρα θέλετε να μοιράσουμε· μάλιστα· να μοιράσουμε!…»
«Τι είναι αυτά που του λες!» είπε θυμωμένη η Μαρία· «όλα εγινήκανε με τον ίδρο του, με τον κόπο του, αυτουνού του κούτιακα, που σ’ ακούει σ’ ό,τι του πεις!… Είσαι εσύ καλός να το δουλέψεις; έλα πες το! Δεν είσαι άρρωστος; άρρωστος λέει; τόσα χρόνια τώρα, όλο έτσι παιδεύεσαι, ο δυστυχισμένος, όλο έτσι!… μπχ! μπχ!… και δε θα ζήσεις πολύ… Μα δε μπορώ, διάολε κάνε, ν’ ακούω τα παράξενα!».
Ο Αργύρης εγίνηκε κίτρινος σα νεκρός κι εγέλασε ένα άσκημο γέλιο.
«Ησύχασε, καημένη γυναίκα», είπε ο Γιάννης· «μα εύρηκες πάλε την ώρα! ω, ω!».
«Ας λέει, ας λέει», είπε ο Αργύρης· «την ακούει ο Θεός από πάνου από τα κεραμίδια, εμέ δε μου κάνει τίποτα! Τόσα χρόνια την έχω μαθημένηνε· ο αδικημένος είμαι γω· εγώ ο άρρωστος· ναι!… Μα κοιτάχτε να κάμετε τη μοιρασιά με τον παπά, γιατί ούτε μπορώ, ούτε θέλω ν’ αδικήσω τα παιδιά μου… Όταν μοιράσουμε, ή σήμερα ή αύριο, πρέπει να το ξέρετε: τα μοιράδια δε θάναι ίσια… φυσικά όχι!».
«Δε θάναι ίσια;…» είπε η Μαρία ξαναθυμώνοντας· «δε θάναι ίσια, γιατί φυσικά θα πάρεις η αφεντιά σου το λιγότερο, αφού και δεν εδούλεψες! Δε σ’ άφηκε, βλέπεις, η αρρώστια σου! Μωρ’ δεν κοιτάζεις, δυστυχισμένε Αργύρη, που θα ζήσεις λίγο, και θέλεις ακόμα να βογκάει κι ο αδερφός σου εναντίο σου, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, που τους αδίκεψες;».
«Για να τρώτε εσείς καλά!» είπε ο Αργύρης γελώντας πικρά.
«Χρεία που σ’ είχε ο νοικοκύρης μου!» είπε η Μαρία με θυμό και περήφανα· «αυτός μάς θρέφει όλους, αυτός!… ως και προχτές του πήρες πάλε του καημένου τα δέκα τάλαρα, που του μείνανε από το νεγότσιο του με το μοσκάρι πόσφαξε. Κι έφερε και το κρέας στο σπίτι· κι εφάγαμε όλοι· και το Σαββάτο θα ξανασφάξει· μα αυτήν τη φορά δε θα ιδείς ούτε λεφτό, ούτε ένα λεφτό! Α, τίποτα. Έχω κι εγώ θυγατέρες και θα τσι προικίσω· πότε καρτερώ; Τα θηλυκά μεγαλώνουνε γλήγορα, είναι θεριά· πότε θα τσου πάρω λίγο πανί κι αυτουνώνες;
Αμή τι; να σου τα χαριτώσει όλα πάλε στα χέρια σου, αυτός ο κούταυλος ο Γιάννης; Ξύπνα, ξύπνα, μωρέ Γιάννη, Κουτόγιαννε, Σκουφά, ξύπνα!…».
Κι έπιασε τον άντρα της από τον ώμο και τον ετίναξε δυνατά. Ο Αργύρης έχασε τότε την υπομονή του, εκιτρίνισε περσότερο κι εγέλασε: «Χα χα! Ένα είναι το σπίτι, ένας θάναι πικεφαλής! Δε μπορεί να κάνει καθένας εδώ μέσα του Θεού του! Καλά που σας αφήνω νάχετε χώρια τες κότες σας, τ’ αρνιά της η κάθε μία, τη γίδα της· τώρα χώρια καθένας και το πουγκί του; θα πάμε όμορφα! α, ρουμπαραρούμ!… έτσι αρέσει της αφεντιάς της!…».
«Μοιράστε το λοιπό! να ξέρει καθένας το δικό του· εγώ το λέω τώρα δέκα χρόνια!» είπε η Μαρία, βάζοντας το ένα της χέρι στη μέση και σκύφτοντας λίγο.
«Μπρος! να μοιράσουμε!» είπε ο Αργύρης χλωμός και τρέμοντας· «μα όχι βέβαια ίσια κι όμοια! Κρατώ στο χαρτί τους λογαριασμούς μου· καθενού και τα έξοδά του και τα έσοδά του. Εγώ έχω περσότερο χτήμα, γιατί η προίκα μου είναι μεγαλύτερη· και δεν έχω παρά δύο παιδιά, κι έχετε τέσσερα!…».
«Τα θυμήθηκε!» εφώναξε η Μαρία· «μα τζα! μα τζα! τα ξυλοπάντουρα τση μούμιας του! Βα, βα, βα, βα!». Κι ανοιγοκλειώντας το στόμα, έκανε τη μαϊμού μ’ όλο της το πρόσωπο.
«Τση μούμιας;» είπε χολεμένος ο Αργύρης· «και οι ελιές της; και τα χωράφια της; και το λουτρουβειό της; και…»
«Τα δουλεύουμε εμείς!» του φώναξε η Μαρία σιμώνοντάς τον με το κεφάλι και χτυπώντας στην αριστερή της παλάμη τα τρία πρώτα δάχτυλα του άλλου χεριού της· «όλο μ’ αυτά μάς βγαίνεις όξω! Εβαρέθηκα και να σ’ ακούω, Αργύρη αδικητή!…».
«Δεν τήνε διορθώνεις;» είπε του αδερφού του ο Αργύρης κατασυγχυσμένος.
«Και τι να τση κάμω;» απάντησε ο Γιάννης σηκώνοντας τες πλάτες· «δεν την ακούς πώς κάνει! σαν Άρειος;». Κι εγέλασε.
«Το λοιπόν είσαστε σύμφωνοι!» είπε ο Αργύρης κάνοντας να σηκωθεί.
Μα αυτήν τη στιγμή εμπήκε μέσα στο σπίτι η Χρυσάνθη η γυναίκα του. Ήταν μισόκοπη, ως σαράντα πέντε χρόνω, με λίγα δόντια στο στόμα, στεγνή και ζαρωμένη, με νεκρά βαθουλωμένα μάτια. Τα λίγα της μαλλιά είχαν αρχίσει ν’ ασπρίζουν κάτου από τη μπόλια της, και το κεφάλι της έσκυφτε κομμάτι προς τα εμπρός, κι έτρεμε πάντα σαν εμιλούσε, κι ήτανε πάντα ωχρή στην όψη.
«Τι έχεις, μωρή, και βρίζεις;» είπε της Μαρίας θυμωμένη.
Η άλλη τής έριξε μία ματιά, σα για να τήνε φοβίσει, κι εφώναξε μιλώντας τάχα του αντρός της: «Μάλιστα! εβγήκε πάλε ο κυρ Αργύρης με τσι περηφάνιες του! Μάλιστα! Επήρε πλούσια γυναίκα! Αλιμάνκου γυναίκα!». Και με το δάχτυλο έδειξε τη Χρυσάνθη χωρίς να την κοιτάζει.
«Είμαι καλύτερή σου!» είπε η Χρυσάνθη· «και ξέρεις πόσο; εδώ και τη χώρα και πιλιότερο!… Μα κάθε μέρα, μωρή, να βρίσκεις τούτην την ώρα για να συγχύζεις τον κακομοίρη τον άντρα μου για να μην του πιάνεται φαΐ! Γιατί έτσι, μωρή; γιατί;».
«Φαΐ!» επεργέλασε η Μαρία· «αυτός παχαίνει με τσ’ αδικιές του!». Κι εφούσκωσε μ’ αέρα τα μάγουλά της. «Δεν τόνε γλέπεις που εγίνηκε όλος μία κέλπα και δεν είναι καλός ν’ ανεβεί ούτε ένα ανηφοράκι; Κοίτα τόνε! Είναι άρρωστος ο κακομοίρης· και δε θα σου ζήσει· όχι, μα το Θεό! Φαίνεται. Και γι’ αυτό είναι και κακός! Φτονάει τσου γερούς! Έχει μέσα του αυτό το φαρμάκι, κι η κακοσύνη του τον έφαε! Και σ’ εχτίκιασε ως κι εσένανε! Είσαι χτικιασμένη, ναι, ναι! Γι’ αυτό είσαι σαν το κιτρινάγγουρο!…»
«Η αφεντιά σου η όμορφη!» την επεργέλασε πικραμένη η Χρυσάνθη· «γι’ αυτό έκαμες όσα έκαμες… Έλα, τσώπα, γιατί θ’ αρχινήσω κι εγώ το τετραβάγγελο! Λες που τ’ αλησμόνησε ο κόσμος. Έτσι λες· ε; Γελιέσαι· δε θυμάσαι που δεν είχες παντρεμό και που λείποντας ο Αργύρης κι εγώ να σε δώκουμε του αδερφού του θάμενες ανύπαντρη, κούτσουρο, γιατί δε σ’ έπαιρνε κανένας; Και του δίνεις τώρα το σπολλάητη! Γεια σου! Καλά κάνεις! Δεν τα θυμάσαι όσα έκανες με τον ξάδερφό σου; Ήταν όμορφος κι εκείνος, ε; Και σ’ ευρίσκανε μέσα στες σούδες… και, και, και… Κι έπειτα σ’ ερωτεύτηκε η αφεντιά του, γιατί είσαι όμορφη, και τα κατσουλώθηκε αυτός όλα τα κέρατα!… Κοπιάστε τώρα να φάτε, Παναγία μου! μ’ αυτήν τη σύγχυση, μ’ αυτήν τη σύγχυση!…»
«Μωρή μούμια!» της φώναξε θυμωμένη. «Βα βα βα! Σας έφαε, σου λέω, η κακοσύνη σας, το σωτερικό!…» Κι εχτύπησε τα στήθια της. Και ξακολούθησε με περισσότερο θυμό: «Όσα λες τα γράφω εκεί». Και σηκώνοντας το πόδι εχτύπησε ζωηρά την πατούσα της από πίσω. «Σ’ εχτίκιασε, μωρή, ο Αργύρης! Πάει, σ’ εχτίκιασε! Ιδές, μωρή, το μάγουλό μου στάζει αίμα, τώρα που είμαι θυμωμένη· κι ας μη φέρνει ποτέ κρασί στο σπίτι ο Αργύρης· κι ας το φέρνει κρουφά για σένανε! Λες και δεν το ξέρω, ε; Εγώ δεν κιτρινίζω σα θυμώνω, και κοιτάχτε τα μούτρα σας εκεί πέρα στον καθρέφτη, κοιτάχτε τα κι οι δύο!… μα κοιτάχτε τα! Και κοίταξε παλληκάρι που με κοιμάται εμένανε! Είναι κι αυτός ροδοκόκκινος, ως το ρόιδι, που να μου ζήσει! Ιδές τονε! Ο φλίβερος ο Αργύρης ούτε στο νύχι του! Σάπιος όλος· πλεμόνα· βωζιασμένος ο κακόμοιρος!» Κι έφτυσε χάμου. «Και θα πεθάνετε, μωρή, σύντομα κι οι δυο σας, οι δυστυχισμένοι, και θα πρέπει νάχουμε εμείς τα παιδιά σας, τα ορφανά! και θάρθω από πάνου από τα μνήματά σας και θα χορεύω έτσι, έτσι, έτσι!». Κι έριξε χάμου τη μπόλια της κι εβάλθηκε ζωηρά να χορεύει κάνοντας με τη φωνή της το βιολί.
«Πρέπει αυτή η ιστορία να τελειώσει!» είπε ο Αργύρης ιδρωμένος από το θυμό του και με φωνή πότρεμε και πούχε γίνει ψιλότερη. «Α δε μπορείς εσύ, Σκουφά, να της βάλεις γνώση, ε τότες της βάζω εγώ!… Τόχαμε πει μία άλλη φορά κι έπρεπε έτσι να κάνουμε πάντα μας, όταν οι δύο νοικοκυρές μαλώνουνε· δέρνω εγώ τη δική σου κι εσύ τη δική μου!…» Κι αγριοκοίταξε τη Μαρία λαχανιασμένος.
«Θάτανε», εφώναξε η Μαρία, «πάλε κερδεμένη η μούμια σου, γιατί ο Γιάννης μου είναι καλός, έχει καλή καρδιά και συμπονεί. Μα εσύ;… Κύριε φύλαττε!».
«Εγώ πεινάω όμως!» είπε γελώντας ο Γιάννης. Και βιαστικά εσηκώθηκε, κι εβγήκε όξω, χωρίς ούτε να κοιτάξει οπίσω του.
«Μωρέ Στατήρη, κερατωμένε από γενεά σε γενεά!» του φώναξε, ενώ έφευγε, χτυπώντας το πόδι της η Μαρία. «Έπειτα βλέπεις! Στο κρεβάτι κάνουμε το λογαριασμό μας! Εγώ σού τα φυλάω!»
«Βάρ’ της!» είπε τ’ αντρός της με χαρά η Χρυσάνθη· «βάρ’ της για ν’ αγιάσεις!».
«Μωρή μούμια! της εφώναξε η Μαρία. «Βα, βα, βα, βα, βα!»
«Πρώτα εσένανε», είπε ο Αργύρης της γυναικός του· «γιατί μπαίνεις εσύ στη μέση; Για να μας ακούει, ε, ο κόσμος;». Και λέγοντας έτσι της κατάφερε ανάποδα ένα καλό χαστούκι.
Η Χρυσάνθη εβάλθηκε αμέσως να κλαίει με παράπονο· εκάθισε χάμου, σιμά στην κασέλα και ακουμπώντας στο σκέπασμα έκρυψε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια της.
«Τώρα κι η αφεντιά σου!» είπε πάλι με κόπο και λαχανιασμένος ο Αργύρης κι άδραξε από το γιάδεμα τη Μαρία και την ετίναξε δυνατά.
Εκείνη έβγαλε πρώτα μίαν ψιλή, μεγάλη φωνή και τούπε σφίγγοντας τα δόντια της: «Ανάθεμα το γένος σας, Αργύρη!». Κι εφώναξε: «Βοήθεια κόσμε! Ο Αργύρης θα με σκοτώσει! Κόσμε, ο Αργύρης! ο Αργύρης!».
Μα αυτός δεν εφοβήθηκε τες φωνές της και την ετίναζε ακόμη, και τούπε: «Μωρέ! δεν τα βάνω κάτου, μωρέ Αργύρη! Ναι, ναι· είσαι σάπιος όλος· δε μπορείς ούτε να βαρήσεις, κακομοίρη μου! Για, άντρας! Πώς εκιτρίνισες, μωρέ! πάει, απέθανες, έσκασες! ο άλλος ο κόσμος, σα θυμώνει, κοκκινίζει, κι εσύ γίνεσαι σαν το φλέρονα! α εσύ… Μη βαρείς, σου λέω, με τόση δύναμη, κακομοίρη! Φάουσα λοιπό στα χέρια σου! Μη, σου λέω, γιατί σε λίγο θα σούρθει το κόλπο που σούπε ο γιατρός! Πάει ο Αργύρης! Εδείλιασες! Ου! ου! ου!…».
Μα ο Αργύρης δεν είχε τώρα πλια πνοή! Ο κόπος κι ο θυμός τον είχε κάμει να ιδρώσει, και το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο σαν του πεθαμένου. Την άφησε ολομεμιάς, εσωριάστηκε απάνου στην καρέκλα του κι ανάγυρε προς τα οπίσω το στρογγυλό του κεφάλι, όλο φυσώντας με τα χλωμά του τα χείλη και γυρεύοντας με το βλέμμα βοήθεια.
«Μου τον εσκότωσες, φόνισσα!» ούρλιαξε η Χρυσάνθη που ευρέθηκε ευτύς σιμά του. «Τι τούκαμες! ω που να σ’ το πλερώσει ο Θεός!» Κι εζύγωσε κλαίοντας τον Αργύρη και του χάιδευε το κεφάλι και με τη μπόλια της τούκανε αέρα στο πρόσωπο, κοιτάζοντας το ανήσυχο κιτρινιασμένο μάτι του. «Μου τον εσκότωσες!»
«Στο γέρον το διάολο!» εφώναξε με μίσος η Μαρία κι έβαλε τα γέλια. Και κάνοντας τη χαρούμενη, εβγήκε χορεύοντας από την πόρτα, πηγαίνοντας στο μαγειριό για να γιοματίσει.
«Για τα καλά που τους έκαμα», εψιθύριζε με κόπο ο Αργύρης, «παθαίνω τώρα όλα αυτά!». Κι ανάγυρε τα μάτια του αφήνοντας μόνο να φαίνεται λίγο το ασπράδι. Κι έπειτα από καμπόση ώρα αγωνία ξανάπε της γυναικός του χαμηλόφωνα: «Θα πάω να ξαπλωθώ! Ουφ! ουφ!».
Και με πολύν κόπο κατόρθωσε να σηκώσει το βαρύ κορμί του από την καρέκλα, κι ακουμπώντας στο χέρι της γυναίκας του, εσύρθηκε αργά αργά ως την κάμαρά τους, κι εκεί απλώθηκε μεμιάς στο ψηλό κρεβάτι, κι άνοιξε τα φορέματά του για να παίρνει ευκολότερα την πνοή του. Η Χρυσάνθη τούβγαλε τα παπούτσια κι έμενε ορθή σιμά του κι αμίλητη.
«Πήγαινε», της είπε σε λίγο· «τώρα είμαι καλύτερα. Αλλιώς αυτή μας αφήνει νηστικούς. Και κοίταξέ σου να φυλάξεις και τη μερίδα του Καραβέλα. Κράξε τόνε και δος του τήνε. Και πες του νάρθει ως εδώ να τόνε κουβεντιάσω».
«Τι καλή ψυχή!» είπε με θαμασμό αναστενάζοντας η Χρυσάνθη· «δεν κοιτάζει ο καημένος τον εαυτό του, εδώ που τον έριξε η κακοσύνη της εκεινής και φροντίζει να κάμει ψυχικά του Καραβέλα! Τι καλή ψυχή! Θα πας μια μέρα ολοζώντανος στον Παράδεισο!». Κι εβάλθηκε να κλαίει τρέμοντας με το κεφάλι. «Ω τι σου κάνει αυτή η φαμιλιά!» του ξανάπε· «και συ να μη θέλεις να πας χώρια σου και να τσου μουτζώξεις και να ησυχάσεις! Γιατί να μη θέλεις την ησυχία σου; για το καλό τους, ε;».
«Αυτοί δουλεύουνε», εψιθύρισε πικρά ο Αργύρης· «χώρια μας εμείς θα βάλουμε ξένους εργάτες και τότες ξένοι θα δουλεύουνε, ξένοι και θα τρώνε. Έλα πήγαινε!».
Η Χρυσάνθη έμεινε ακόμη μία στιγμή ορθή μπρος στο κρεβάτι, και κοιτάζοντας σκεφτική τον άντρα της εκούνησε πικρά το κεφάλι και τέλος σιγά σιγά εβγήκε σκυφτή από την κάμαρη.
Στο μαγειρειό ο Γιάννης, καθισμένος σ’ ένα στενό μακρύ ξύλινο μπάγκο, μπρος σ’ ένα άστρωτο τραπέζι, και γυρισμένος κατά τον τοίχο, σε τρόπο που έστρεφε τες πλάτες του στην πόρτα, έσκυφτε απάνου στο βαθύ χοντρό του πιάτο, κι έτρωγε ακόμη μ’ όρεξη, γεμίζοντας ζουμιά τα κρεμαστά μουστάκια του, χτυπώντας τα χείλη του, κάνοντας θόρυβο με τα ρουθούνια του, όπως και όταν εκοιμότουν. Κι η Μαρία ήταν καθισμένη σιμά του, αλλά τούγερνε τες πλάτες, ακουμπώντας στο τραπέζι, κρατώντας με τόνα χέρι απάνου στα γόνατα το πιάτο της και με τ’ άλλο ένα ξύλινο κουτάλι. Και δεν του μιλούσε.
Μπρος στη μικρή πόρτα εκαθότουν κατά γης με απλωτά τα ξυπόλητα πόδια της η θυγατέρα της κι έραφτε. Ήταν κορίτσι δεκατεσσάρων χρόνων· ξανθή, ψηλή κι όμορφη· της έμοιαζε στην κορμοστασιά και στο ροδοκόκκινο χρώμα. Τώρα εβαστούσε το κεφάλι σκυμμένο πολύ πάνου στ’ άσπρο πανί της, που το τέντωνε σφίγγοντάς το ανάμεσα στα γόνατα, κι εφαινότουν να προσέχει πολύ τες ψιλές βελονιές της. Δεν είχε μπόλια στο κεφάλι, είχε ανασηκωμένα τα μανίκια της και γύρω στο λαιμό της εκρεμόνταν οι κλωστές της δουλειάς της. Απέναντί της κι ακουμπώντας στον τοίχο, εκαθότουν κατά γης, στον ίδιον τρόπο, κι ο Αντρέας, ένα μεγάλο παιδί δεκάξι χρόνων, ψηλό ψηλό κι αδύνατο, με πάρα μεγάλα λιγνά πόδια, σκεβρωμένο στες πλάτες, με διάφανο δέρμα κι όμορφα μάγουλα, αλλά με πολύ μεγάλο στόμα και πολύ μεγάλα δόντια κάτου από τα κόκκινα χείλη. Ήταν ξανθός ο Αντρέας με μάτια μεγάλα και γλαρά, πιτισμένα με χρυσές και κόκκινες κουκκίδες. Τα δύο ξαδέρφια ήταν αγαπημένα από μικρά κι έπαιζαν πάντα μονάχα τους· τώρα επειραζόνταν μεταξύ τους, εχωράτευαν, εκρυφογελούσαν, εκοιταζόνταν κατάματα. Ο Αντρέας την ετσιμπούσε κάπου κάπου, την αγκάλιαζε κάθε τόσο, επροσπαθούσε να της βγάλει μέσα από τον κόρφο τη χάντρα που εκρεμότουν στο μαύρο γαϊτάνι του λαιμού της, κι η Μαρία, που δεν είχε ξεθυμώσει ακόμη, τους έριχνε λοξές ματιές, αλλά δεν έλεγε τίποτα, γιατί δεν ήθελε ούτε τώρα να κάμει τη θυγατέρα της να βάλει στο νου της την πονήρια. Έτσι είχε ορμηνέψει ο Αργύρης, έτσι είχε αποφασίσει κι ο Γιάννης γελώντας.
Άξαφνα η Μαρία έκραξε: «Όλγα!» μίαν άλλη πολύ μικρότερη θυγατέρα της, που έπαιζε όξω από την πόρτα με τους δύο μικρούς αδερφούς της. Το κορίτσι, όμορφη παιδούλα έντεκα χρόνων, ντυμένη κιόλας σα μεγάλη γυναίκα, ήρθε μέσα κι η μητέρα της τότες της είπε: «Να, μωρή! πάρε εδώ μία δεκάρα, κι άμε να μου φέρεις λίγο κρασί, για να ξεσκάσω! Πλύνε πρώτα τη μποτίλια! Και κοίταξέ σου, μωρή, μην πιεις ούτε στάλα στο δρόμο, γιατί αλιά στο κόκκαλό σου!».
«Μάλιστα!» είπε ντροπαλά το κορίτσι κι έγερνε τες πλάτες για να φύγει.
«Οι άντρες μας», είπε πειραχτικά η Μαρία «πίνουνε στ’ αργαστήρι· εμείς τίποτα! Θέλουνε με νερό να περάσουμε. Κι ο Αργύρης ωστόσο φέρνει κρυφά τση μούμιας του!…».
Ο Γιάννης εγέλασε, εσφόγγισε μ’ ένα πανί τα κρεμαστά μουστάκια του κι είπε: «Δος της και για με μία άλλη δεκάρα!».
Η Μαρία ετύλιξε το πρόσωπό της στη μπόλια της, του γύρισε απότομα τες πλάτες κι είπε: «Να του πεις έτσι, Όλγα, να στείλει τον κυρ-Αργύρη τον καλό τον αδερφό να του φέρει όσο θέλει! Ναι, αυτόνε που δεν του αφήνει ποτέ λεφτό στην τσέπη! Ακούς εκεί, ακούς εκεί! Χαχά! Κάνουμε που λησμονήσαμε κιόλας ό,τι εγίνηκε τώρα λίγο! Α εγώ, ξέρεις, δε συμπαθάω εύκολα, Όλγα! Να του φέρει ο κυρ-Αργύρης, αφού τούδωκε κιόλας την εξουσίας να δέρνει!… Ας τον έχει και γυναίκα του».
Τα δύο μεγάλα παιδιά, η Αμαλία κι ο Αντρέας, εγέλασαν από καρδιάς, διασκεδάζοντας με το θυμό της κι ο Γιάννης έκαμε πως δεν άκουσε· μόνο έσκυψε απάνου στο τραπέζι κι εμάκραινε το λαιμό του πασκίζοντας να της ιδεί το πρόσωπο. Αυτή με την άκρη του ματιού της τον είδε, εκοκκίνισε και του γύρισε πάλι απότομα το κεφάλι. Καμπόσες στιγμές δεν εμίλησε κανένας. Ο Γιάννης αποτέλειωσε το φαγητό του, ξανασφούγγισε το στόμα του με το κουρελιασμένο πανί, κι έγειρε σιγά σιγά ώσπου άγγιξε με τον αγκώνα τη γυναίκα του. Αυτή εκοκκίνισε πάλι, εκοίταξε ολόγυρά της, απίθωσε το άδειο πιάτο της στο τραπέζι, τόσπρωξε μ’ ορμή ως τη μέση, εσηκώθηκε άξαφνα και βάζοντας τα χέρια στη ζώνη της είπε: «Σήκω μωρή Αμαλία, σήκω, να πας κάτου με τα ζα σου. Θα με κάμετε σήμερα να σκάσω! Παίρνεις τη δουλειά σου κάτου κι έτσι ράφτεις κιόλας… Ταφήνεις τα ζα να ψοφάνε τση πείνας! είναι αμαρτία από το Θέονε!…».
«Πάμε μαζί!» της είπε ο ξάδερφός της.
Και στη στιγμή ευρέθηκαν ορθοί κι οι δύο.
«Δε μας χρειάζεται! Δε μας χρειάζεται!», τούπε πεισμωμένη η Μαρία και κουνώντας το κεφάλι της· «εγώ δεν τα θέλω αυτά τα ξατρεχαρίκια! όλη μέρα ο ντραντάς κατόπι της! εγώ τα βαριέμαι αυτά τα πράματα! τώρα εμεγαλώσατε! Κι έπειτα ξέρουμε ποιανού είσαι γιος! Μχ, μχ!».
«Ωχ», είπε γελώντας ο Γιάννης και πασκίζοντας ν’ ανοίξει με κάποιον τρόπο κουβέντα· «αδέρφια είναι· σαν αδέρφια! τι τους βάζεις στο νου την πονήρια!».
«Μωρέ Αντρέα», είπε ευτύς η Μαρία, μιλώντας επίτηδες μονάχα τ’ ανιψιού της, «το σόι σας, μωρέ, είναι πάρα βρομερό από την αρχή του, και θέλω να φυλάομαι!».
Ο Αντρέας εγέλασε πειραγμένος· έπειτα έσκυψε κι εψιθύρισε στ’ αυτί της ξαδέρφης του: «Σε σμίγω κάτου! Άμε!».
Και τα δύο ξαδέρφια εκοιτάχτηκαν κατάματα και εχαμογέλασαν. Κι ωστόσο η Μαρία ξακολουθούσε: «Εγώ, μωρέ Αντρέα, είμαι γυναίκα έξυπνη! Δεν αλλάζω το μυαλό μου με του καλύτερου άντρα! Νάτανε κι οι άλλοι σαν εμένανε!…».
Και σε μία στιγμή ερώτησε κοιτάζοντας όξω από την πόρτα: «Πού πάνε, μωρή, ανάθεμά σε, τ’ αδέρφια σου;».
«Σκολείο.»
«Αμή η κυρά αδερφή σου, Αντρέα; Α, αυτήνε τήνε ψιλομαθαίνετε, ε; θα μπει, βλέπεις, σε μεγάλο σπίτι! Χα χα! Μα καμιά φορά άλλα μετράει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαϊδουριάρης! Το αλησμονήσατε φαίνεται!»
«Αυτή», είπε γελώντας ο Αντρέας, «πάει κάτω από την ώρα που αρχίσατε τον τράκο· ούτε δεν εγεύτηκε· επήρε λίγο ψωμί μαζί της. Αυτηνής δεν τσ’ αρέσουνε οι φωνές… δεν τη διασκεδάζουνε…».
Κι εγέλασε δυνατά κι ετήραζε την Αμαλία, που σκυμμένη τώρα εμάζευε τη δουλειά της και την έβαζε μέσα σ’ ένα άδειο στρογγυλό καλάθι.
«Μη χασομεράς!» της είπε η μητέρα της. «Έλα, έλα!»
Εκείνη εφόρεσε τη ρόκα της για να κάμει το δρόμο γνέθοντας, επήρε στο κεφάλι το καλάθι, εβγήκε από την πόρτα και για καμπόση ώρα εκόμη ακουότουν μέσα στο μαγειριό η φωνή της που εμαύλιζε τ’ αρνιά για να την ακολουθήσουν.
Αυτήν τη στιγμή ξανάρθε από το μαγαζί κι η Όλγα με το κρασί κι εφώναξε μπαίνοντας μέσα: «Επλάκωσε κι ο Καραβέλας!».
«Κακή φάουσα στο στόμα σου!» της εφώναξε θυμωμένη η μάνα της, πούχε το σύστημα να καταριέται συχνά τα θηλυκά παιδιά της· «δε σούπα, μωρή αγγελοκρουσμένη, να μην τόνε λες έτσι; Α σ’ ακούει θα σηκώσει επανάσταση! Αυτός ο λόγος τού κακοφαίνεται, το ξέρεις· τόνε κάνει σκυλί! γιατί δε βαστάς τη γλώσσα σου; Μπα, μπα, μπα! Κι έπειτα είναι γέροντας άνθρωπος, και πρέπει να τόνε σέβεσαι, σαν πατέρα σου· καλύτερα από τον πατέρα σου!». Κι έγειρε προς το Γιάννη κι έκαμε περγελώντας: «Πφ! πφ!». «Κι έπειτα», ξακολούθησε, «αυτός θα μας κάμει καλό· το ξέρεις, γιατί σας τόπα· και μπορεί να μας το κάμει το καλό!…».
«Η μάνα σου έχει δίκιο!» είπε σοβαρά ο Γιάννης κλειώντας κωμικά τα μάτια του.
Κι αυτήν τη στιγμή επρόβαλε στην πόρτα σιμώνοντας μ’ αργά πατήματα ο Καραβέλας. Ήταν άντρας εξήντα χρόνων, μα ζωηρός ακόμη και γεμάτος υγεία. Ασπρομάλλης, χαμηλός, γεμάτος, δυνατός, μα σκεβρωμένος λίγο, κόκκινος στο πρόσωπο, με μάτια λίγο θολά, μεγάλα και κοκκινισμένα κάπως, μ’ άγρια μακριά φρύδια, πούχαν ασπρίσει και κείνα καθώς και το μακρύ και αριό μουστάκι του, και με ροδοκόκκινα χοντρά κι όμορφα χείλη, εφορούσε μια γαλάζια, χοντρή, πλατιά, βαμπακερή βράκα, που του κατέβαινε ως το γόνα, άσπρες λερές κάλτσες, και τσαρούχια χωρίς φούντες στα πόδια, ένα μεγάλο πάνινο ζωνάρι γαλάζιο στη μέση, κι ένα σταυρωτό μαύρο τζιπούνι, που τρία ασημένια κουμπιά το βαστούσαν κλεισμένο και στο κεφάλι βαθιά μία μεγάλην ψάθα με κατεβασμένο το γύρο, χωρίς καθόλου κορδέλα· κι η ψάθα τούκρυβε όλο το πρόσωπο καθώς περπατούσε σκεβρωμένος.
«Καλό στο Θωμά!» είπε ο Γιάννης μ’ ένα χαμόγελο.
«Καλό στο Θωμά μου!» είπε γλυκότροπα η Μαρία.
«Καλή σας μέρα!» τους απάντησε αναστενάζοντας ο γέρος και κοιτάζοντας τη γυναίκα.
Ο Αντρέας εγέλασε κάτου από τη μύτη του. Εσυλλογίστηκε τι θα γενότουν εκεί μέσα αν εφώναζε κανείς το γέρο με το παρατσούκλι του, εκοίταξε καλά τη Μαρία, εκατάλαβε πως κανένας πλια δεν τον επρόσεχε κι είπε με το νου του: «Εγώ πάω!». Κι εβγήκε απαρατήρητα από την πόρτα.
«Και η Αγγέλω; πώς περνάει;» ερώτησε σοβαρά η Μαρία.
«Ωχ, ωχ!» είπε ο Θωμάς· «ζει και δε ζει! Ως απόψε, ως αύριο…». Και λέγοντας έτσι εγύριζε από τη μια κι από την άλλη μεριά το δεξί του χέρι και μ’ ανοιχτά όλα τα δάχτυλα. «Και να σας πω», ξακολούθησε, «να σας πω, Μαρία μου, καλύτερα να πάει στο καλό μία ώρα αρχύτερα, τώρα που εγίνηκ’ έτσι. Είχε πάρα γεράσει. Πάρα πολύ! Δεν εφελούσε πια για τίποτα! Μα για τίποτα!». Κι εχαμογέλασε πονηρά. «Και τώρα μάλιστα, τες ύστερες μέρες, δεν κρατιέται πλιο: βρομέζεται, φτου! μου σάπισε όλα τα στρώματα, πού να σας τα λέω… πού!».
Η Μαρία έφτυσε κι εκείνη κατά γης και με την άκρη της μπόλιας της εσφούγγισε τα χείλη της. Ο Γιάννης εγέλασε μία στιγμή κι είπε: «Πώς κατανταίνει ο άνθρωπος!».
«Επαραγέρασε, επαραγέρασε!» ξανάπε ο Καραβέλας κοιτάζοντας κατάματα τη Μαρία.
«Κι έτσι, καημένε Θωμά», τούπε εκείνη, «θα μείνεις τώρα μοναχός σου· καλόγερος!… Καημένε Θωμά!». «Ποιος ξέρει τι μου μέλλεται!» είπε ο Θωμάς απλώνοντας τα χέρια και μαζεύοντας τες πλάτες. «Ποιος ξέρει!».
«Στην ηλικία σου!» έκαμε γελώντας ο Γιάννης.
«Παίρνεις τάχα μέτρα να πάρεις άλληνε;» τον ερώτησε γελώντας η Μαρία. «Μα το ναι! είναι κοτσανάτος ο Θωμάς, κι ας είναι προεστός!»
«Αν εύρω καμίανε», είπε γελώντας ο γέρος, «μισόκοπη βέβαια, έτσι σαν του λόγου σου, ας πούμε, δε ξέρω τι θάκανα!».
«Α! σ’ αρέσω», τούπε η Μαρία κοιτάζοντας με πείσμα τον άντρα της κατάματα και πιάνοντας τα κόκκινα μάγουλά της. Κι εγέλασε. «Πίνεις Θωμά μια στάλα;» Ο Γιάννης εγέλασε από καρδιάς για πολλήν ώρα.
«Δεν εγεύτηκα ακόμα», αποκρίθηκε ο Θωμάς.
Αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο μαγειριό η Χρυσάνθη, ωχρή σα λείψανο, σκυφτή, τρέμοντας όλη. Η Μαρία τής έριξε μία ματιά γεμάτη μίσος και της εγύρισε το κεφάλι με περιφρόνηση. Η άλλη εταράχτηκε και εκιτρίνισε περισσότερο, μα εχαιρέτησε το Θωμά, τον ερώτησε κι εκείνη για την άρρωστη, κι έπειτα τούπε: «Ο νοικοκύρης μου άκουσε πως ήσουν εδώ και μ’ έστειλε για να σε φιλέψουμε τη μερίδα σου, αφού δε μαγειρεύεις σπίτι σου, τώρα με την αρρώστια. Σου την έχουμε φυλαμένη!».
«Σπολλάητή σας», απάντησε ο Θωμάς. «Αλλά να μ’ αφήσετε κιόλας να φάω εδώ μέσα· αν το πάρω εκεί, πρέπει να δώκω και της αδερφής μου, που βαϊλεύει την άρρωστη. Και τότες… Αυτή ας φάει ψωμί!… αλλά σήμερα δεν έχω ούτε από κείνο. Δώστε μου ένα δανεικό!»
«Έχουμε κάποιο καρβέλι!» είπε η Μαρία κι εδάγκασε άξαφνα τα χείλη της.
«Καρβέλι! Καρβέλι!» είπε ο Θωμάς κοκκινίζοντας ολομεμιάς και κοιτάζοντας γύρω του.
«Καρβέλι!» ξανάπε κι εκατάλαβε πως εκόντευε να βγει από τα όριά του και πως δεν όριζε πλια τον εαυτό του, γιατί η λέξη εκείνη έμοιαζε στο παρατσούκλι του.
Οι δύο συνυφάδες ελησμόνησαν μεμιάς την έχθρα τους κι εκοίταξαν κατάματα η μία την άλλη. Κι ο Γιάννης μετά βιας εκρατούσε τα γέλια. Αλλά κι αυτός εσυλλογίστηκε αμέσως πως ο γέρος δε θα ημέρωνε ποτέ πλια, αν καταλάβαινε που κι εκείνοι τον κορόιδευαν, κι εμπόρεσε να κρατηθεί ως το τέλος. Και τώρα η Μαρία με σοβαρό πρόσωπο εκατέβασε από το κρεμαστό κανίστρι ένα μεγάλο, χαμηλό κιτρινοκόκκινο ψωμί, ενώ η Χρυσάνθη αμίλητη του κένωνε το φαΐ του στο πιάτο και του τόφερνε στο τραπέζι, σιμά στη θέση όπου ακόμη εκαθότουν ο Γιάννης, κι επήγε κι εκάθισε σιμά στη γωνιά μ’ ένα κομμάτι ψωμί στο χέρι. Έβγαλε έπειτα σ’ ένα πιάτο το λίγο μαγειρεμένο φαΐ που απόμενε κι άρχισε να τρώει αργά, γιατί δεν εμπορούσε εύκολα να μασήσει. Κι ο Καραβέλας άρχισε κι εκείνος κι έτρωγε σιωπηλός.
Σε λίγο τούπε η Μαρία γιομίζοντάς του από το κρασί της το μισό ποτήρι: «Πιε!».
«Στην υγειά σας!» είπε ο Καραβέλας, παίρνοντάς το από τα χέρια της.
«Καλή ψυχή!» τούπε η Χρυσάνθη με την τρεμάμενη φωνή της.
Ο γέρος τής έριξε μια λοξή ματιά φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη. «Α όχι», εσκέφτηκε, «δεν ήθελε να πεθάνει».
«Στσι χαρές σου, Θωμά!» τον εχαιρέτησε η Μαρία χαμογελώντας και κλειώντας του το ένα μάτι.
Αυτός την ευχαρίστησε με μια γλυκιά ματιά, ενώ έπινε το κρασί του. Ο Γιάννης εγέλασε πάλι.
«Κι εγώ το ρέστο!» ξανάπε η Μαρία, φέρνοντας στο στόμα της τη μπουκάλα. «Κανένας άλλος, τίποτα. Ας πάνε ν’ αγοράσουνε όσοι έχουνε λεφτά! Το μαγαζί πουλεί… Στην υγειά σου Θωμά!»
Κι αναποδόγειρε το κεφάλι βαστώντας με το ζερβί χέρι το γιάδεμά της, και με το μπουκάλι έχυνε σιγά σιγά στο στόμα της το κρασί.
Έπειτα εσώπασαν όλοι κι εκοίταζαν τον Καραβέλα που εμασούσε με περίσσια όρεξη. Και σε λίγο η Χρυσάνθη τούπε χαμηλόφωνα: «Ο νοικοκύρης μου μου μίλησε να πας να τον εύρεις μέσα σπίτι, που σε προσμένει. Τον εσυγχύσανε πάλε σήμερα, που να τόβρουνε από το Θέονε! και δεν εμπόρεσε να φάει ο καημένος. Έπεσε στο κρεβάτι κι ήτανε όλην την ώρα πλαγιασμένος, μετά βιας τώρα εσηκώθηκε, γιατί θέλει να σου μιλήσει. Σ’ αγαπάει, Θωμά, ο νοικοκύρης μου· είναι καλός άνθρωπος ο καημένος· όλο στο στόμα του σ’ έχει· όλη μέρα σε μελετάει. Ως και τη δύστυχη τη νοικοκυρά σου».
Ο Θωμάς εχαμογέλασε ανάμεσα σε δύο μπουκιές. «Θα πάω», της απάντησε με το στόμα γεμάτο.
Κι η Μαρία κοιτάζοντας με μίσος τη Χρυσάνθη εψιθύρισε: «Η οχιά! ο κακός ο άνθρωπος!».
Έπειτα πάλι εσώπασαν όλοι. Ο Θωμάς απόφαγε χωρίς να προφέρει πλια ούτε μία λέξη. Η Μαρία επηγαινοερχότουν στο μαγειριό συνάζοντας τα ξύλινα κουτάλια, τα χοντρά πιάτα, τα σιδερένια μαχαιροπήρουνα, τ’ αγγειά όπου είχαν μαγειρέψει, για να τα πλύνει· εσκούπισε έπειτα το προαύλι κι εγέμισε από τη στάμνα νερό ένα μεγάλον κάδο. Η Χρυσάνθη αποκοιμιότουν, ενώ σιγά σιγά εμασούσε το φαγί της· ο Γιάννης ετοιμαζότουν να κατεβεί στα μαγαζιά.
Τέλος ο Καραβέλας εσφούγγισε το στόμα του, εσηκώθηκε κι έκαμε το σταυρό του: «Παίρνω», είπε, «πρώτα το ψωμί αυτό της αδερφής μου, και πηγαίνω κατόπι αμέσως να βρω τον Αργύρη!».
«Όπως ορίζεις», τούπε δειλά η Χρυσάνθη· «σε προσμένω».
«Γεια σου!» τούπε η Μαρία μ’ ένα χαμόγελο.
Αυτός τής έπιασε το χέρι και της χαμογέλασε ευτυχισμένος. «Απόψε», είπε, «το πολύ αύριο, μας αφήνει γειες!». Κι εχαμογέλασε πάλι.
Σε καμπόση ώρα ο Θωμάς ευρισκότουν με τον Αργύρη στη μεγάλην κάμαρη του σπιτιού κι εσυνομιλούσαν σοβαρά κι οι δυο τους. Ο Αργύρης ήτανε κίτρινος ακόμη κι ανάπνεε με πολλή δυσκολία, ξαπλωτός στην καρέκλα του κι ακουμπώντας στο χέρι το χοντρό του κεφάλι. Ο Καραβέλας εστεκότουν ορθός μπροστά του.
«Μην τα παίρνεις όλα κατάκαρδα», τούλεγε τούτος. «Εγώ σ’ ορμηνεύω σαν παιδί μου· μην παίρνεις τόσες χολοτάραξες· κάνεις κακό του εαυτού σου να ποτίζεσαι χολή όλη μέρα! Πού θα τελειώσεις; Γλέπεις εγώ; ξεθυμαίνω γλήγορα· τα ρίχνω όλα πισώπλατα κι έτσι είμαι ακόμα σαν παιδί. Όχι;».
«Αχ», είπε ο Αργύρης, «αυτή η νύφη μου! Είναι πάρα αψιά! τι το θέλεις! Βρίζει, κάνει, φωνάζει!…».
«Σαν άλογο από στάβλο!» είπε ο Καραβέλας, και τα μάτια του άστραψαν. Κι επρόσθεσε σκεφτικός έπειτα από λίγες στιγμές: «Οι γυναίκες θέλουνε ξύλο! Το ξύλο μοναχά τες μαϊνάρει. Το ξύλο, λέει, ήτανε μες στον Παράδεισο· ναι, μες στη μέση. Το λέει και το τροπάρι· ποιο τροπάρι δεν ηξέρω, γιατί δεν είμαι βέβαια θεολόγος, μα ωστόσο!… Και δεν πρέπει οι άντρες ποτέ να συγχύζονται, να χολοταράζονται, να φαρμακώνονται, να ποτίζονται χολές… α όχι! Ο θυμός άλλο πράμα· ο άνθρωπος κοκκινίζει, φωνάζει, κάνει, χτυπιέται και ξεθυμαίνει. Ουφ!… Η χολή άλλο· αυτή καθίζει μέσα στα σωθικά, συμμαζεύεται στην καρδιά του ανθρώπου, τήνε κιτρινίζει, σα φλερόνι, και τήνε σαπίζει!… Να τι κερδίζει ένας που χολεύεται… Εγώ, παιδί μου, δε χολεύομαι ποτέ μου· δεν είμαι, γλέπεις, εσωτερικός άνθρωπος, δεν έχω κακοσύνη, δε βαστάω μέσα μου πάθος! όχι. Και τη γριά μου, σαν εθύμωνα, την εκοπάνιζα· α! την έδερνα κανονικά. Σαν έφταιγε, παναπεί! Δε τση χάριζα καμία, καμία, μα τον Άγιο! Αμή τι; Μάλιστα τώρα ύστερα, πούχε γεράσει και δεν εφελούσε, με συμπάθειο, πλια για τίποτα… Ας επήγαινε στο καλό μία ώρα αρχύτερα· τι να τση κάμω; κάλλιο αυτή παρά εγώ! Δεν είναι έτσι; Κρίμα στα βυζανταρούδια που θάφηνε κατόπι της! Χα, χα, χα!». Κι εγέλασε.
«Αυτή τώρα πάει», τούπε ο Αργύρης κλειώντας τα μάτια του και σα φοβισμένος από την ιδέα του θανάτου. «Και φυσικό είναι, αφού εγέρασε. Μα ήθελα να σε ρωτήσω: εφρόντισες καθόλου για του λόγου σου; Αυτός που πάει δεν του χρειάζεται πλια τίποτα, μα όποιος απομένει, θα φάει, θα πιει, θα ζήσει… Ε;»
«Έκαμα», αποκρίθηκε ο Καραβέλας, «ό,τι μ’ ορμήνεψες, είναι καιρός τώρα. Ήταν τότες ακόμα καλά. Καλά; ξωθιό μας! Εσερνότουνε ακόμας όπως όπως!… Δεν είναι παρά έξι μήνες στην κοίταση. Επήγαμε αντάμα στου νοδάρου κουτσάκι, κουτσάκι· εκάμαμε όσο δύο ώρες ώσπου να φτάσουμε· και πόσος είναι ο δρόμος; μία σκεπετιά; ναι και όχι. Ο κόσμος μάς εκοίταζε κι εγελούσε. Εγώ έβραζα μέσα μου, μα δεν έλεγα τίποτα, αλλιώς θα μ’ αρχίζανε με τα παρανόμια… Ουφ!… Ωστόσο επήγαμε. Κι εκεί ο νοδάρος, ο συμπέθερός σου, μας εκατάστρωσε ένα ζωντοβούλι· γράμματα, παναπεί, όπως τα γράφουνε όσοι ξέρουνε, που ελέγανε πως όποιος από τους δυο μας πρωτοαπεθίνησκε θάφηνε κληρονόμο τον άλλονε. Αν απέθαινα εγώ, έμενε παναπεί κληρονόμα η αφεντιά της… Μα πώς θ’ απεθίνησκα, μάτια μου, πρώτος εγώ; Αυτή και τότες μετά βιας είχε την πνοή στα δόντια, εγώ ήμουνα και είμαι γερός και καλός… κι είμαι και πλιο νέος… κι ύστερα είπα με το νου μου, αν πάλε μού ήτανε γραμμένο, ε, καληώρα μου τότες!… τι είχα να κάμω;… Μα να που γένεται όπως έλεγα. Τήνε κληρονομάω τώρα εγώ. Α λίγα πράματα, λίγα, να ζήσεις! Σαν τα λες προικιά και τα χωριάτικα! Μα ωστόσο… γιατί νάχω σήμερα ξένους στο σβέρκο μου; καυγάδες, σκοτούρες σπίτι μου με τους κληρονόμους, λογαριασμούς, πράματα, χίλια βάσανα!… και να δίνω πίσω τα ποκάμισά της, που τα χάλασε εδώ και είκοσι ή τριάντα χρόνια! ένα, ένα, όσα γράφει ή, αρεσκιά μου, όσα έφερε! Μάτια μου, νόμος κι αυτός! Εκείνος που τον έκαμε ήθελε πνίξιμο!… Πνίξιμο, λέει; Πνίξιμο, όπως όλοι όσοι κάνουνε νόμους!… Τώρα οι κληρονόμοι της θα μείνουνε όμως με το δάχτυλο βυζάνοντας! Κι έχει η αδερφή της η καλότυχη ένα κοπάδι παιδιά· αυτή δεν ήτανε στείρα, σαν την Αγγέλω… μούλαχε εμένανε αυτός ο λαχνός· έχει εκείνη δύο γιους, άντρες ίσια με κει πάνου, και δεν ξέρω πόσες θυγατέρες· ένα ξαφνικό!…»
«Τέσσερις!» είπε κλειώντας τα μάτια του ο Αργύρης που εγνώριζε όλα τα σπίτια και καθενού την ιδιοχτησία. «Μα βάλε και κάτι άλλο στο νου σου, Θωμά: εγώ σ’ αγαπάω σαν πατέρα μου… τόπες κι ο ίδιος…»
«Την ευκή μου νάχεις!» του απάντησε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο, πόλεγε πως δεν τον επίστευε· «το ξέρω, το ξέρω που μ’ αγαπάς! σπολλάητή σου!». Κι ανάμεινε μία στιγμή προσμένοντας ν’ ακούσει τι θάλεγε ο Αργύρης. «Λοιπόν τι θα μου πεις;» τον ερώτησε. «Εγλίτωσες, λες, από τους κληρονόμους της, μα φυλάξου τώρα από τους δικούς σου. Καλά κι άξια είναι τ’ ανιψίδια σου, καλή κι άξια η αδερφή σου, καλός κι άξιος ο άντρας της και τίμιο το σπίτι τους· ποιος λέει το εναντίο; Όλοι φρόνιμοι ανθρώποι! Μα θα θελήσουνε ως κι αυτοί να σε πάρουνε σπίτι τους, για να σε γεροκομήσουνε· έτσι θα πούνε φυσικά! και φυσικό είναι να πας μαζί τους. Τι θα κάμεις μοναχός; Να πας, να πας! Ναι… Μα… Και ποιον άλλον έχεις παρά τ’ ανιψίδια σου, να σου ζήσουνε!…»
«Να μου ζήσουνε;» τον αντίσκοψε ο Θωμάς πειραγμένος· «να ζήσουνε, α θέλουνε, τ’ αφέντη τους και της μάνας τους!…»
«Και ποιους άλλους έχεις, αφού είσαι άτεκνος; Μα, μα… Καημένε Θωμά, θα μπεις σ’ άσκημα νερά, βαθιά πολύ και θολά· και πού να ξεβγείς απόκει; Άσκημη η θέση σου, αν πας μαζί τους! Εκεί μέσα, στου γαμπρού σου, είναι μαζεμένη τόση πολυκοσμία, τόση κοσμούρα, σ’ ένα στενόχωρο σπίτι· καθένας εκεί μέσα έχει και τη γνώμη του· από μία γνώμη καθένας· πού νάβρεις άκρη! Κι είναι άντρες τ’ ανιψίδια σου· οι τρεις· το τέταρτο ακόμη ανήλικο· αύριο μεθαύριο παντρεύονται, και θα πέσεις, θέλεις δε θέλεις, σε χέρια νυφάδωνε… Είναι και κοπέλες εκεί μέσα… γιομάτο κόσμο το σπίτι! δε χωράει όλους, ούτε τώρα. Φυσικά θάρθουνε κι εδώ κάποιοι. Σιγά σιγά έπειτα θα μπούνε στο χτήμα σου για να σου το δουλέψουνε, θα ειπούνε· και κόπιασε τότες βγάλ’ τους. Δε σου λέω, παναπεί, να μην πας μαζί τους, μα… Άκουσέ με, Θωμά: Δεν είναι τάχα καλύτερα να πάρεις καιρό να ιδείς πώς πάνε τα πράματα και ν’ αποφασίσεις; Όχι ευτύς αμέσως, μπουμ-μπαμ! Με τον καιρό δεν είναι λες, καλύτερα;» Κι όλο μιλώντας έτσι ανοιγοκλειούσε τα μάτια κι εχαμογελούσε.
«Τόχω και γω στο νου… θα κακοπερνούσα!»
«Μη βιαστείς!»
«Έγνοια σου! Άφησέ με να κάμω εγώ… Το κακό είναι μοναχά που το γέννημά μου θέλει σκάλισμα, ο ταμπάκος μου μάζεμα, βούρλιασμα, ξέραμα, τόπιασμα! όλο δουλειές! κι οι δουλειές θέλουνε χέρια και τα χέρια έχουν έξοδα! Κι εγώ, τώρα, μπορείς να το φανταστείς, δεν έχω! Πού να τάβρω; Η αρρώστια τση γερόντ’σσάς μου εβάσταξε όλα μου τα θελήματα οπίσω. Ήθελα να βάλω εχτές ή εσήμερα δύο τρεις αργατίκισσες, μα πού ν’ αφήκω το σπίτι; Να τήνε κλείσω μοναχή της μέσα;… Βλέπεις λοιπόν, αν είχα μαζί μου τ’ ανιψίδια μου, οι δουλειές μου θάτανε τώρα καμωμένες…»
«Μην πονοκεφαλιέσαι! Αύριο, αύριο, σού στέρνω εγώ τες δύο συγάμπρισσες, τον υγιό μου, τη θυγατέρα μου και την ανιψιά μου και σου κάνουνε όλες τες δουλειές στον αέρα! Αν τόχες πει πρωτύτερα, τέτοια ώρα θάτανε όλες καμωμένες· μα η μέρα απέρασε σήμερα· κι ούτε αύριο δε θα μπορέσουμε, γιατί, καθώς λες, θα πεθάνει απόψε… όχι; Ας καρτερέσουμε λοιπόν για την άλλη μέρα… Ξέρεις, Θωμά, τι γυναικάρα είναι η νύφη μου; τη γης αυτή τήνε τρώει! άντρας δεν τα βγάζει πέρα κανένας μαζί της!…»
«Γυναικάρα!» είπε ο Καραβέλας και τα μάτια του άστραψαν.
Ο Αργύρης τον εκοίταξε με τα μικρά ζωηρά του μάτια, εκούνησε το κεφάλι κι εχαμογέλασε. Μα ολομεμιάς εγίνηκε σκυθρωπός, γιατί εθυμήθηκε που ο θάνατος ολοένα εζύγωνε στη γειτονιά τους, και εσυλλογίστηκε πως κι ο ίδιος ήταν άρρωστος άνθρωπος και πως σε λίγο βέβαια θ’ ανέβαινε πάλι ο θάνατος το πλάι της ράχης και για κείνον. Κι η ιδέα του θανάτου τον έκανε πάντα να τρέμει. Κι είπε: «Λοιπόν πεθαίνει; Αλήθεια πεθαίνει; Αλήθεια απόψε; Ποιος ξέρει ποια ώρα;».
«Ναι!» αποκρίθηκε ανυπόμονα ο Καραβέλας, σα φοβισμένος μην τα λόγια του Αργύρη την εβαστούσαν ακόμα στη ζωή με μαγική δύναμη· «κι είναι ώρα να πάει στο καλό! Είναι καλό και γι’ αυτήνε, που παιδεύεται, η δύστυχη, σα νάχε κάμει τα μεγαλύτερα κακά! Καλό και για μας!… Οι φλαρέοι οι φράγκοι κάνουνε καλά! Αυτοί, λέει ο κόσμος, κι είναι παναπεί η αλήθεια, κάνουνε το χρίσμα τους την ύστερη ώρα· χρίσμα; ξωθιό μας! κόλαση! Κι αν ο άρρωστος αργεί να πεθάνει, αφού τόνε χρίσανε, για να μην τυχό ζήσει και γιατρευτεί έπειτα, ο φλάρης τόνε πιάνει από το λαρύγγι και τόνε μένει. Να σου πω, κάνουνε καλά· οικονομάνε έτσι του αθρώπου καμπόσα βάσανα!».
«Τι είναι ο άνθρωπος», ξανάπε σκεφτικός ο Αργύρης· «σαν το χόρτο του κάμπου! πράσινο σήμερα, αύριο ξερό, άμα πατήσει ο Αλωνάρης! Κάνουμε, κάνουμε σε τούτη τη ζωή, σα νάμαστε για πάντα μας στη γης, και δεν ανανογιούμαστε που μοναχά διαβαίνουμε! Αδικιές, πλεονεξίες, κλεψιές, όλα τα κάνουμε! Κι είναι τόσο γλυκιά η ζωή, κι ο θάνατος μάς τρομάζει τόσο! Μας τρομάζει!… Κι ολομεμιάς έρχεται το μήνυμά του, και πρέπει να το ακούσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Πρέπει! Πρέπει ν’ αφήκουμε, θέλουμε δε θέλουμε, αυτόν τον όμορφον κόσμο κι όλα του τα καλά· και ποιος ξέρει τι βρίσκουμε στον άλλον κόσμο… Άσκημα όμως έτσι! Μυστήριο!…».
Ο Θωμάς εσήκωσε τες πλάτες. «Πάω να ιδώ», είπε, «τι γένεται αυτή η γυναίκα. Λείπω καμπόση ώρα».
«Έχε στο νου σου όσα σούπα!» του φώναξε ο Αργύρης, ενώ έβγαινε από την πόρτα.
«Μη σε μέλει!» του αποκρίθηκε.
Ήτανε νύχτα βαθιά. Το χωριό όλο εκοιμότουν, και μόνο μέσα στο σπίτι του Θωμά αγρυπνούσαν ακόμα αυτήν την ώρα. Ένα μαύρο λυχνάρι, κρεμασμένο από ένα καρφί σιμά στο κρεβάτι, έγλυφε με την κόκκινη φλόγα του τον παλιό γδαρμένον τοίχο, τον εμαύριζε αδιάκοπα, κι επάσκιζε με το δειλό του φως να νικήσει τα σκοτάδια του σπιτιού. Στη γωνιά η φωτιά είχε σβήσει, και τα δύο χοντρά δαυλιά εκειτόνταν απάνου στη στάχτη σαν ξεψυχισμένα. Κι ήταν μέσα στο σπίτι όλα κατάμαυρα. Μαύρη γυαλιστερή η γωνιά, ως απάνου στη στέγη, από την αθάλη· μαύροι οι παλιωμένοι τοίχοι, πόδειχναν τες πέτρες τους· μαύρο το πατημένο χώμα του σπιτιού· μαύρα τα δοκάρια και οι αραιές σανίδες της στέγης από τους καπνούς πολλών αιώνων· μαύρο το κόνισμα πάνουθε από το κρεβάτι. Και τώρα εφαινότουν ως κι ο αέρας μαύρος, παρόμοιος σε ψιλή πυκνή αθάλη, σκορπισμένη σ’ όλο το σπίτι, κι εθάμπωνε του λυχναριού το φως. Κι αυτή η μαυρίλα εμύριζε βαριά από καπνούς, από χυμένο κρασί, από πρόβατο και τράγο, και από μίαν άλλη αηδιαστική οσμή που ερχότουν από το κρεβάτι. Το λυχνάρι το φώτιζε. Ήταν ψηλό κι ακάθαρτο, πάνου σε δύο ξύλινα στρίποδα. Και μέσαθε από το παλιό, σκισμένο και λιγδερό πάπλωμα, κι από το λερό χοντρό σεντόνι, έβγαινε ένα γέρικο, λιγνό, σουρωμένο πρόσωπο, το πρόσωπο της γυναίκας του Θωμά, που εψυχομαχούσε. Από τα ψιλά ωχρότατα χείλη της έβγαινε κάθε τόσο ένας βόγγος μουγγός κι αδύνατος. Τα μάτια της ήταν κλειστά μέσα στες βαθουλωμένες κι άπλυτες κώχες τους· η μύτη της ήτανε μακριά, κίτρινη, διάφανη, ψιλή σα λεπίδι, κι ανοιγοκλειούσε συχνά συχνά, κι όλο το αυλακωμένο μικρό κι άσκημο πρόσωπό της εγυάλιζε από τον ίδρο. Ξεχτένιστα τ’ άσπρα μαλλιά της έφευγαν μέσα από τες λερές μέριζες, της σκέπαζαν τ’ αυτιά, κολλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλά της, στ’ άσαρκο μέτωπο, φυτίλια από δω, φυτίλια από κει, και στο λαιμό της εφαινότουν κι εξεχώριζε ξερός, σαν από ξύλο, ο λάρυγγας, που κάθε τόσο ανεβοκατέβαινε. Και τα χέρια της, μαύρα, ζαρωμένα, κοκκαλιάρικα, παλιωμένα από την εργασία κι από την αρρώστια εψηλαφούσαν αδιάκοπα το λιγδερό πάπλωμα, εσηκωνόνταν ανήσυχα ως το κεφάλι της, σα για ν’ αδράξουν κάτι, και ξανάπεφταν σιμά στο κορμί της, που κάπου κάπου ένας τρόπος το τίναζε ολόκληρο. Και η άρρωστη όλο εβογγούσε.
Ο άντρας της ήρθε σιμά στο κρεβάτι, εστάθηκε ορθός και την εκοίταξε. «Δεν πιστεύω να βγάλει τη νύχτα!» είπε κουνώντας το κεφάλι.
Μία άλλη γριά γυναίκα, η αδερφή του Θωμά, που καθότουν καμπουριασμένη σιμά στη σβημένη γωνιά, στο σκοτάδι, και που ακουμπούσε το κεφάλι της στον τοίχο κι έπαιρνε κάθε τόσο λίγον ύπνο, του αποκρίθηκε νυσταγμένη: «Ποιος ξέρει!».
Η ετοιμοθάνατη ετινάχτηκε στο κρεβάτι της, εβόγκησε βαθιά δύο τρεις φορές, και φοβισμένη μισοάνοιξε το ένα της μάτι, εκούνησε τα χείλη της, σα νάθελε να μιλήσει, κι επροσπάθησε του κάκου να καταπιεί το σάλιο της.
«Θα διψάει!» ξανάπε ο Θωμάς.
Η αδερφή του σηκώθηκε από τη θέση της, εχασμουρήθηκε, έτριψε τα μάτια της, κι εσύρθηκε σκυφτή ως σ’ ένα τραπέζι, που ήταν σιμά στα πόδια του κρεββατιού και που στο σκοτάδι δεν εφαινότουν.
«Να της δώσουμε», είπε μιλώντας με τη μύτη «λίγο κορδιάλο;».
«Κορδιάλο!» εγέλασε ο Θωμάς· «το κορδιάλο μοναχά τής λείπει! Αυτή είναι πεθαμένη κιόλας· δεν τήνε βλέπεις; Να την ανάπαυε, να λες, ο Θεός γλήγορα για να μην τυραγνιέται· τι τη θέλει τη ζωή έτσι; γιατί να την κάμουμε να ζήσει περσότερο; Βρέξε της μοναχά λίγο τα χείλη, για να μη φρύγεται η καρδιά της, και φυλάξου μη σου πνιγεί!».
Η άρρωστη ξανατρόμαξε, σα νάχε καταλάβει, κι ανοιγόκλεισε το ένα της μάτι.
Η άλλη γριά έφερε ένα ποτήρι κι ένα ξύλινο κουτάλι.
Το γέμισε νερό μέσαθε από το ποτήρι και τόφερε στα χείλη της ετοιμοθάνατης. Ανέβηκε έπειτα κι εκάθισε στο κρεβάτι βαστώντας το ποτήρι στο ένα χέρι και το κουτάλι στ’ άλλο, και για καμπόση ώρα εκοίταζε σκεφτικά το κίτρινο πρόσωπο της άρρωστης που σε λίγο θ’ άφηνε τον κόσμο. Τέλος εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε: «Καημένη Αγγέλω! πας κι εσύ, πας με τσου πολλούς! Ήσουνε καλή γυναίκα, κι ας είχες τσι παραξενιές σου… Πας ωστόσο διορθωμένη, ξεμολοημένη και κοινωνημένη. Και ο άντρας σου δε σούχει κατάβαρος, γιατί τον ετίμησες όμως! Κρίμα που δεν τούκαμες κι αυτουνού του κακομοίρη ένα παιδί για τα γεράματά του! Ποιος θα τόνε γεροκομήσει; Έχει ανιψίδια, ναι, τα παιδιά μου, μα δεν είναι το ίδιο· αυτός ωστόσο σ’ ευχαρίστησε απ’ όλα και καθ’ όλα, και στη ζωή και στο θάνατο!».
Ο τρόμος ετίναξε πάλι την ετοιμοθάνατη σύγκορμη. Τα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα, και με σβημένη πνοή τα χείλη της εψιθύρισαν: «Πεθαί…». Κι ακολούθησε ένας βόγγος βαθύς.
«Τώρα θα της κοπεί η καρδιά», είπε η άλλη γριά με χτυποκάρδι.
Κι ανάμειναν τα δύο αδέρφια από στιγμή σε στιγμή το τέλος. Παντού η σιωπή εβασίλευε. Μία σιωπή που την άκουαν κι οι δύο σα βουή μέσα στ’ αυτιά τους. Το λυχνάρι εσπιθηροβόλησε· εχαμήλωσε το φως του, εκάπνισε, ανάλαμψε πάλι, κι η κόκκινή του φλόγα εβάλθηκε να χορεύει…
Μακριά μακριά ακούστηκε το αλίχτισμα ενού σκύλου. Μέσα στο καλύβι του Θωμά ή στο στάβλο του Αργύρη κάποιο ζω αναταράχτηκε· στη στέγη του σπιτιού κάποιο ποντίκι επερπάτησε κάνοντας να κυλήσει ένα απάσβεστο κι ύστερα πάλι η σιωπή εβασίλεψε, μία σιγαλιά που ακουότουν αδιάκοπα.
«Δεν τέλειωσε ακόμα!» είπε ανυπόμονα ο Θωμάς.
«Ακόμα!» αποκρίθηκε η αδερφή του· «ο Θεός θέλει να την παιδέψει σε τούτην τη ζωή για νάβρει ανοιχτή σε λίγο την πόρτα της παράδεισος!».
Η ετοιμοθάνατη εδάκρυσε πάλι.
«Μας ακούει!» είπε ο Θωμάς.
«Μας ακούει!» είπε η αδερφή του αδιάφορα. «Θέλει δε θέλει θα πεθάνει!»
Τώρα η ετοιμοθάνατη ανακινήθηκε όλη, τα χέρια της έπαιξαν, άνοιξε περίτρομα τα θολωμένα μάτια της, εκοίταξε το Θωμά και την αδερφή του, και, σα νάχε ξαναδυναμώσει άξαφνα, έριξε πρώτα δεξιά κι αριστερά το λιωμένο κεφάλι της, επήρε δύο τρεις φορές την πνοή της, εκατάπιε με δυσκολία, κι είπε: «Δε μπορώ! δε μπορώ!… φφ! φφ!».
Κι επροσπάθησε του κάκου να σηκωθεί και να καθίσει στο κρεβάτι.
«Μα δε μπορώ! φφ… φφ!…» ξανάπε ιδρώνοντας.
«Σε λίγο ησυχάζεις και για πάντα!» της είπε σοβαρά η άλλη γριά κουνώντας το κεφάλι· «σε λίγο!…». Και της έπιασε το χέρι για να μη χτυπιέται. «Στον άλλον κόσμο δεν είναι ούτε πόνοι, ούτε λύπες, εκεί που θα πας! Σε λίγο…»
«Δε μπορώ, μα δεν μπορώ!…» ξανάπε αδυνατισμένη η ετοιμοθάνατη κι απλώθηκε σα λιγοθυμημένη στο κρεβάτι.
«Απέθανε;» ερώτησε ο άντρας της.
«Όχι», είπε η αδερφή του.
Κι ακολούθησε πάλι νεκρική σιωπή. Επρόσεχαν κι οι δύο πώς έπαιρνε άταχτα την πνοή της, κάθε μορφασμό πώκαναν τα φρυμένα χείλη της, κάθε κίνημα του λαρυγγιού της, κάθε μικρό ανοιγόκλεισμα του ματιού της, προσμένοντας κι οι δύο το γλήγορο τέλος της. Και για μία στιγμή η σιγαλιά της νύχτας εζωντάνεψε. Σε κάποια γειτονιά του χωριού ένας πετεινός ελάλησε, μία, δύο, τρεις φορές, κι εσώπασε. Και του αποκρίθηκαν σε μία στιγμή από διάφορα μέρη δύο, έπειτα τρεις, έπειτα κι άλλοι πολλοί πετεινοί, και το λάλημα όλο εσίμωνε από γειτονιά σε γειτονιά, σ’ όλο το χωριό, και τώρα ακούστηκαν ξάστερα και βροντερά τα λαλήματα του πετεινού της γειτονιάς τους, και πλιο ξάστερα ακόμα εβγήκαν μέσα από το στάβλο του Αργύρη δυνατά και χαρμόσυνα. Κι έπειτα της γειτονιάς τα ορνίθια εσίγασαν, κι ακούστηκαν πάλι τα μακρινότερα λαλήματα, ώσπου σε λίγο πάλι η σιγαλιά απλώθηκε κι εβασίλεψε.
«Πρώτο λάλημα ορνιθιού!» είπε ασυλλόγιστα ο Θωμάς.
H ετοιμοθάνατη άνοιξε τα μάτια, κι είδε τον άντρα της σιμά της. Τον εκοίταξε καμπόσες στιγμές κατάματα, και τούπε με αδύνατη φωνή, βραχνά, βραχνά: «Μ’ έβαλες αποκάτου από τη γης, Καραβέλα!».
Εκείνος, ακούοντας αυτό τόνομα, εβγήκε αμέσως από τα όριά του, εκοίταξε θυμωμένος τριγύρω του, άκουσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι, εκατάπιε με δυσκολία και, μη μπορώντας να κρατηθεί, εσήκωσε ψηλά το γρόθο του, άνοιξε τα μάτια του, έκαμε δύο βήματα οπίσω, κι είπε: «Ως κι εδώ! μα ως κι εδώ που θα σκατοψοφήσεις, θα με πειράξεις! Ανάθεμα την ψυχή που θα δώκεις του Διαόλου!».
«Όξω απόδω!» εφώναξε τρομαγμένη η αδερφή του· «τόνε μελετάς εδώ, τέτοια ώρα, που θα της βγει η ψυχή! Ο αναθεματισμένος κάθεται τώρα κάπου εδώ τρογύρου για να την αρπάξει, αν μπορέσει, την αμαρτωλή ψυχή!… Φτου του, φτου του!… Κι εσύ τόνε κράζεις; Μα δεν ξέρεις τι χάρη τούκαμες!… Φτου του, φτου του!».
Τα μάτια της ετοιμοθάνατης εθόλωσαν. «Καραβέλα!» ξανάπε με σβημένη πνοή.
Αυτός ξαναθύμωσε, έτριξε τα δόντια, εσήκωσε το χέρι του για να τη χτυπήσει, μα, μετανιώνοντας ολομεμιάς, έτρεξε κι άνοιξε την πόρτα σα νάθελε να φύγει.
«Εκεί που θα πας», είπε, «δεν ξέρω πού, πες του πατέρα σου, πες της μάνας σου που ακόμα ως τα σήμερα τους αναθεματίζω!…». Κι εκίνησε για να φύγει.
«Πού πας;» τούπε η αδερφή του κατεβαίνοντας από το κρεβάτι και πιάνοντάς τον από τον ώμο· «μοναχή μου εδώ δε μένω, γιατί σκιάζομαι!… Μα, καημένε Θωμά, γιατί τήνε ξεσυνερίζεσαι; ούτε ξέρει πλια τι λέει, ούτε σ’ ακούει πλια!…».
«Ααχ!» έκαμε ο Θωμάς σφίγγοντας τα δόντια του.
«Καραβέλα!» ξαναψιθύρισε η άρρωστη από το κρεβάτι.
Η άλλη γριά τής έφραξε το στόμα.
«Ανάθεμά σε, ανάθεμα τον πατέρα σου, ανάθεμα τη μάνα σου», ετραγούδησε ο Καραβέλας, σηκώνοντας τη φωνή σα νάψαλλε και χτυπώντας με το πόδι του το ρυθμό. «Ανάθεμά σε!»
Κι έμεινε ορθός στην πόρτα του, κοιτάζοντας ένα ένα τ’ αστέρια. Έβλεπε λίγα μονάχα, σ’ ένα μικρό κομμάτι τ’ ουρανού, γιατί το πλάι της ράχης, με τα ψηλά μαύρα κυπαρίσσια και τ’ άλλα τα δέντρα, που αυτήν την ώρα εφαινόνταν χαμηλωμένα, σα σκοταδερές μάζες μέσα στο διάχυτο φως της αστροφεγγιάς, τούκρυβε το περσότερο μέρος. Έμεινε έτσι καμπόση ώρα. Μέσα στο σπίτι τώρα κανένας πλια δεν εμιλούσε. Αφοκράστηκε κι ανάμεινε, περιμένοντας ν’ ακούσει από το στόμα της αδερφής του το τέλος. Ανάμεινε ακόμα, και στο ύστερο είπε ανυπόμονος: «Απέθανε;».
«Ακόμα», απάντησε η άλλη· «δε θ’ αργήσει πολύ!».
«Τι ώρα νάναι;» ερώτησε τον εαυτό του στενοχωρημένος, κι εξανακοίταξε τ’ άστρα… «Ως κι οι πετεινοί σφάλλουνε!» εμουρμούρισε. «Κάποτες λαλούνε τρεις ώρες πριν φέξει! Ως κι οι πετεινοί!»
Τ’ αστέρια πόβλεπε δε τα γνώριζε· και τ’ άλλα δεν εφαινόνταν. Μα ολομεμιάς είχε ησυχάσει κι ανάπνεε μ’ όλη του τη δύναμη τον ψυχρό καθαρόν αέρα της νύχτας. Από τες σούδες έκραζαν χιλιάδες βατράχοι, όλοι με μία φωνή, αφήνοντας κάθε τόσο στιγμές χωρίς κανένα κράξιμο· πάνου στα δέντρα ετρίλλιζαν οι γρύλλοι.
«Τι ώρα νάναι;» ξανάπε σκεφτικός. Κι εθύμωσε άξαφνα, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει. Κι είπε πειραγμένος: «Οι ελιές του κόσμου, οι άκλερες, και τα περιβόλια του αρχόντου, ανάθεμα τον πατέρα του, μας κρύβουνε ως και τ’ άστρα!». Μα εμετάνιωσε άξαφνα για την κατάρα και ξανάπε σε μία στιγμή: «Γατί τον αναθεμάτισα, τούτην την ώρα, τον καλό τον άνθρωπο;». Κι εθυμήθηκε το γέρον άρχοντα, με την όμορφη κι ευγενικιά θωριά του, με τα κάτασπρα γένια του, με τους γλυκούς του τρόπους, με το αγαθό χαμόγελο και την αγαθή, συμπονετική ματιά του. «Τέτοια ώρα!» ξανάπε με το νου του· «σε λίγο η Αγγέλω θα τον απαντήσει στον άλλον κόσμο, κι αν μ’ άκουσε, θα του το πει!… Μα εκεί, παναπεί, αυτή θάναι κυρά, κι ο άρχοντας δούλος! Έτσι λέει το Βαγγέλιο!».
Και βγήκε όξω, κι έκαμε το γύρο του σπιτιού, κι εσταμάτησε στον κήπο του για να ιδεί στην Ανατολή αν έβγαινε ο Αυγερινός, και πασκίζοντας από άλλους αστερισμούς να μαντέψει τη θέση της Πούλιας, γιατί τα γέρικα μάτια του δεν έβλεπαν πλια τα μικρά της αστέρια.
«Είναι», είπε τέλος, ξαναμπαίνοντας στο σπίτι, «τρεις ώρες να φέξει!… Τρεις ώρες ακόμη!…».
Εκοίταξε ολόγυρά του. Η άρρωστη ανάπνεε ακόμη ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Η αδερφή του είχε ξανακαθίσει σιμά στη γωνιά, κι έπαιρνε πάλι κάποιον ύπνο. Αυτός έβγαλε από το ζωνάρι του μερικά φύλλα καπνού τυλιγμένα κι ένα μικρό μαχαίρι, εκάθισε στου στρίποδου την άκρη, που έξεχε από το κρεβάτι, έσπρωξε με το κορμί του το στρώμα τόσο που εφάνηκε μια σανίδα, επλάκωσε με τα τρία δάχτυλα του ζερβιού χεριού του τον καπνό, και με το δεξί του χέρι εβάλθηκε να τον κόφτει ψιλά ψιλά, στο κόκκινο φως του λυχναριού. Κι όταν ετέλειωσε, τον έμασε μ’ επιμέλεια σε μία του φούχτα και τον έβαλε στη μεγάλη τσέπη της γιακέτας του. Έπειτα έβγαλε από την ίδια τσέπη ένα κομμάτι τσιγαρόχαρτο, και με τα τρίμματα, πούχαν απομείνει απάνου στο σανίδι, έφτιασε ένα χοντρό καμπούρικο τσιγάρο, που τόβαλε στο στόμα κι εσηκώθηκε και τάναψε στη φλόγα του λυχναριού. Ετράβηξε τέλος δύο τρεις ρουφηξιές, εκοίταξε πάλι την άρρωστη, κι ήρθε κι αυτός κι εκάθισε στη γωνιά, ξάγναντα στην αδερφή του, κι ακουμπώντας στο χέρι το κεφάλι του, εκάπνιζε.
Κι ωστόσο η ετοιμοθάνατη έλεγε τώρα πάλι λόγια δικά της. Εμιλούσε με τον πατέρα της, με τη μάνα της, με τα πεθαμένα της τ’ αδέρφια. Έλεγε πως ήταν ακόμη παιδάκι, έκραζε τ’ άλογό τους, που είχε ψοφήσει είκοσι χρόνους πίσω, και κάθε τόσο εβογγούσε και κάθε τόσο έκλαιγε. Κι αυτός την άκουε αδιάφορος.
Τώρα είχε ανοίξει το μάτι της κι έλεγε πάλι: «Ένα αστέρι! ω ένα αστέρι!… Λάμπει από ανάμεσα από τα κεραμίδια… Εδώ βέβαια το σπίτι θα στάξει… Είναι καρφωμένο στον ουρανό, μα εγώ το βλέπω… και δεν προβατεί… στέκεται ασάλευτο… Γιατί δεν προβατεί και κείνο; Μάνα, πού είσαι; γιατί, γιατί, μάνα, σ’ έδιωξε ο Θωμάς; για να μη μ’ αλλάξεις ούτε συ, και να με φάνε ζωντανή τα σκουλήκια, πριν κατεβώ στον τάφο… Είμαι μικρή κοπέλα ακόμα… μικρή η καημένη· πώς να του φύγω από τούτη τη φυλακή;… Γιατί πετούνε εδώ γύρω στο φως του καντηλιού τόσες λευτερίδες;… θέλουνε να το σβήσουνε, και θα το σβήσουνε, πάει!… Μα στη φλόγα καίνε τα φτερά τους!… Ω πόσες μαύρες αράχνες εδώ μέσα· μου δαγκάνουνε τα μάτια· ω, πώς τες φοβούμαι! ω, ω! Μου φεύγει το κεφάλι… θα μου το πάρεις και θα το κυλήσεις από την κορφή της ράχης ως την αμμουδιά· ε; Άσπλαχνε Χάρε!… Δεν είναι κανένας κοντά μου; Ω, ω!…»
Κι η κόκκινη φλόγα του λυχναριού ανεβοκατέβαινε κι εκάπνιζε, κι έρριχνε το τσιμπλιασμένο φυτίλι κάθε τόσο μικρές σπιθούλες και κάθε τόσο εχαμήλωνε το φως. Μία χοντρή καύτρα, σαν αναμμένο κόκκινο κάρβουνο, είχε σταθεί πάνω στο φυτίλι, κι έκανε λιγότερο λαμπρή της φλόγας τη λάμψη. Και κάθε φορά που το φως εψήλαινε, κατέβαινε έπειτα περισσότερο, σα νάθελε μονομιάς να σβήσει, κι ανέβαινε πάλι σα να μην ήθελε ούτε κείνο να πεθάνει. Κι ο Θωμάς, που εκάπνιζε πάντα το τσιγάρο του, όλο αποφάσιζε να σηκωθεί να ξεφυτιλήσει το λυχνάρι και να του δώσει λίγο λάδι, κι όλο ανάβαλλε τη στιγμή, κρίνοντας πως το φως του ημπορούσε ακόμα να βαστάξει λίγη ώρα, και σα να εφοβότουν μήπως μ’ αυτό το λάδι εμάκραινε και τη ζωή της ετοιμοθάνατης· και τα μάτια του ωστόσο ήταν βαριά από τον ύπνο, κι εκλειούσαν γλυκά ανάμεσα σε μία τραβηξιά και σε μίαν άλλη.
Και η ετοιμοθάνατη εσώπαινε καμπόσες στιγμές και ξανάρχιζε· και το φως όλο ανεβοκατέβαινε· κι είχε γίνει τώρα σαν ένας μικρός σκοτεινός αέρας γύρω στο καρβουνιασμένο φυτίλι, και τέλος δεν έπαιζε πλια, πάρεξ ήταν παρέτοιμο να χωνέψει, δίπλα σ’ εκείνη τη ζωή που μαζί του εσβηνότουν. Και το τσιγάρο έπεσε από το στόμα του Θωμά, και το κεφάλι του ακούμπησε στον τοίχο. Αποκοιμήθηκε βαριά κι ερουχάλιζε…
Τον ξύπνησε η αδερφή του, που τον εσκούντησε δυνατά. Μέσα στο σπίτι ήταν σκοτάδι άφεγγο, και μόνο κάποια χαραμάδα δειλά δειλά εφώτιζε.
«Δεν ακούεται», τούπε· «θάχει πεθάνει!».
«Χαράζει!» είπε ο Θωμάς κοιτάζοντας τη στέγη· «γλυκοχαράζει!». Κι εσηκώθηκε ορθός μες στο σκοτάδι, ετανύστηκε κι εχασμουρήθηκε δυνατά.
«Κάμε φως!» του ξανάπε η αδερφή του.
Αυτός δεν απάντησε, και νυσταγμένος ακόμα επήγε κι άνοιξε το παράθυρο. Η ανατολή γλυκόφεγγε πάνου από τα σκοτεινά βουνά, που έκρυβαν τα ουρανοθέμελα. Κάποιο σύγνεφο στον ουρανό ερόδιζε ωχρά ωχρά. Στα δέντρα άρχιζαν να λαλούν κάποια πουλιά. Τα ορνίθια του χωριού εκοκόριζαν πάλι από γειτονιά σε γειτονιά. Εδώ κι εκεί πατήματα ακουόνταν στου χωριού το δρόμο. Στη γειτονιά τους κάποια πόρτα άνοιγε· κάποιος γείτονας έβηχε· σε κάποιο σπίτι εκουβέντιαζαν κιόλας.
Μέσα στο σπίτι όμως εμπήκε φως πολύ λίγο. Το μικρό παράθυρο μόνο εσκεδιάστηκε τετράγωνο στη μαυρίλα του σκοταδιού και δεν εξεχωριζότουν τίποτα, ούτε άνθρωπος, αν περπατούσε. Κι η αδερφή του Θωμά είχε σιμώσει ωστόσο το κρεβάτι, και ψαχουλευτά έπιασε το χέρι της Αγγέλως, κι είπε αναστενάζοντας: «Έχει κρυώσει! ο Θεός σχωρέσ’ τηνε! απέθανε!».
Και σε μία στιγμή ξανάπε: «Κάμε φως! Εγώ πάω να κράξω τη σαβανώτρα για να τη ντύσουμε· δε μπορώ μοναχή μου!».
Κι εύρηκε την πόρτα κι ήταν έτοιμη να βγει όξω. Μα εσταμάτησε μία στιγμή και του ξανάπε μιλώντας σιγά σιγά, σα για να μην την ακούσουν: «Ωστόσο ό,τι έχεις να κρύψεις, κρύψε το. Να, ξημερώνει. Και σε λίγο θάναι δω οι κληρονόμοι της, κι ό,τι ήτανε δικό της θα το πάρουνε… Μα γιατί να το πάρουνε εκείνοι, χωρίς να κοπιάσουνε, χωρίς να τη βοηθήσουνε ούτε και στα τελευταία;…».
«Μην έχεις έγνοια», της απάντησε βρίσκοντας στον τοίχο το λυχνάρι, και ξεκρεμώντας το· «η συχωρεμένη μούκαμε γράμματα στο νοδάρο· κι έτσι δεν παίρνει κανένας τίποτα».
Κι ωστόσο είχε βάλει λάδι στο στεγνό λυχνάρι, κι είχε γύρει τες πλάτες στο λείψανο για να μην το ιδεί μονομιάς, όταν θα πρωτάναβε το φως, κι έτριψε ένα σπίρτο στο κουτί του.
«Κανένας τίποτα», ξανάπε πονηρά, βάζοντας στο νου του πως κι η αδερφή του τον ορμήνευε για να πάρει της γριάς του τα ρούχα για τες θυγατέρες της.
Κι ωστόσο το φως είχε αναλάμψει καθάριο τώρα. Όλα ήταν όπως πριν στη θέση τους, μόνο από το κρεβάτι δεν έβγαινε πλια κανένας βόγγος, κανένα μουρμούρισμα.
Η γυναίκα έφυγε, κι ο Καραβέλας εκουνούσε κατόπι της το κεφάλι. Κι έπειτα, αποφεύγοντας ακόμη να τηράξει το λείψανο που ήταν τόσο σιμά του, ήρθε στο παράθυρο, έστριψε πάλι ένα χοντρό καμπούρικο τσιγάρο, κι έσκυψε όξω, πιθώνοντας το κορμί του στους αγκώνες του. Δεν αιστανότουν ούτε λύπη, ούτε στενοχώρια, μα ούτε και χαρά για το θάνατο της Αγγέλως του.
Ήξερε μόνο πως αυτός ο θάνατος θάταν η αιτία που θάλαζε τέλεια τη ζωή του. Θα καλυτέρευε, θα χειροτέρευε; Ποιος τόξερε; Το βέβαιο ήταν πως η αρρώστια της γριάς είχε σταθεί μακρινή, πολύ μακρινή μάλιστα για το μικρό τους το σπίτι κι αφού έπρεπε να τελειώσει με θάνατο. Τώρα ως κι αυτή είχε λυτρωθεί, κι ο ίδιος είχε λευτερωθεί. Είχαν βασανιστεί κι οι δύο τους. Έτσι εσκεφτότουν, κι ωστόσο δεν τολμούσε να κοιτάξει ακόμα το λείψανο, παρά το φανταζόταν με κάποιον αόριστο φόβο ξαπλωμένο στο κρεβάτι, με μισοανοιγμένα μάτια, με ανοιχτό το στόμα, ξεχτένιστο, σ’ όλη του τη γεροντική ασκημάδα.
Όξω τώρα όλη η Ανατολή είχε ασπρίσει. Χιλιάδες τα πουλιά εκελαδούσαν απάνου σ’ όλα τα κλαριά. Το χωριό είχε ξυπνήσει. Παράθυρα και πόρτες ανοίγονταν κάθε στιγμή. Ακουόνταν φωνές ανθρώπων, γυναικώνε που έκραζαν τα ορνίθια τους να τα ταγίσουν, που εμαύλιζαν τ’ αρνιά τους, που εμάλωναν τα παιδιά τους· αντρώνε που εκεντούσαν στο δρόμο τ’ άλογα, που εγελούσαν στου χωριού τα μαγαζιά· παιδιώνε που έκλαιγαν. Ήταν τέλος πάντων μέρα. Και ο ήλιος σε λίγο θάβγαινε. Κι ο Καραβέλας δεν εφοβότουν τώρα πλια μη τον ζύγωνε πισώπλατα το φάντασμα της γυναικός του, μα, χωρίς να το θέλει, εσυλλογιζότουν ακόμα την περασμένη ζωή τους, μία ολάκαιρη ζωή!… Και τώρα αυτή ήταν στον άλλον κόσμο, σ’ έναν κόσμο καλύτερον βέβαια από τούτον, μα τον κόσμο αυτόν ο ίδιος δεν ήθελε να τόνε γνωρίσει ακόμα, κι επροτιμούσε να μην τον γνωρίσει ποτέ, αλλά, όταν τέλος θα τον έβλεπε και θ’ αντάμωνε εκεί την πεθαμένη γυναίκα του, αυτή άλλη γνώρα δε θα τούδινε παρά ένα χαιρέτιο: «Κάπου μ’ είδες, κάπου σ’ είδα!».
Για την ώρα όμως ήτανε ξαπλωμένη, νεκρή, στο κρεβάτι τους. Πού θα κοιμότουν αυτός το βράδυ, μέσα σ’ εκείνο το ίδιο σπίτι, όπου είχε ξεψυχήσει; Κι ακόμη δεν την είχε κοιτάξει. Ω, θα την έβλεπε· πώς δε θα την έβλεπε; Είχε την ώρα του. Ας έβγαινε πρώτα ο ήλιος.
Άξαφνα ο γάιδαρός του εγκάριξε στον κήπο. «Το δύστυχο το ζω», είπε με το νου του, «α δεν του ρίξω λίγο χόρτο, θα μείνει δεμένο νηστικό όλη μέρα!». Κι ελησμόνησε τότες κάθε άλλη του σκέψη κι εγύρισε άξαφνα για να βγει από την πόρτα· και τότες πρωτόπεσαν αθέλητα τα μάτια του απάνου στο λείψανο. Ήτανε άσκημο, όσο το φανταζότουν, κι ασκημότερο ακόμη. Η γριά του είχε ξεψυχήσει μ’ αναγυρμένο το κεφάλι, στραμμένη προς τον τοίχο, και το στόμα της είχε ζαβώσει, είχε ανοίξει κι είχε βαθουλώσει κι είχε ακόμη ανοιχτά τα γυάλινα μάτια της και το πρόσωπό της ήταν μαύρο και τα πιθέματά της μολογούσαν την τρομερή αγωνία.
«Αχ!» αναστέναξε ο Θωμάς, κι εσταυροκοπήθηκε, κι έσκυψε και της εφίλησε το άσαρκο κίτρινο μέτωπο. Κι έπειτα της εσκέπασε το πρόσωπο με τη δίπλα του λερού σεντονιού, κι εβάδισε προς την πόρτα. Όταν άξαφ να εσυλλογίστηκε πως η αδερφή του με τη σαβανώτρα θ’ άνοιγαν την κασέλα, γιατί έπρεπε να ντύσουν το λείψανο, και θα μπορούσαν αυτές να κλέψουν ό,τι ήθελαν από τα προικιά της. Κι έτσι ξανάρθε πάλι στο κρεβάτι, έβαλε τα χέρια του κάτου από τα σκεπάσματα, επήρε από τη ζώνη της πεθαμένης τα κλειδιά, επήγε κι άνοιξε ο ίδιος την κασέλα, εδιάλεξε ανάμεσα στα στοιβασμένα φορέματα τ’ ασπρόρουχα που έπρεπε να της φορέσουν, ξανακλείδωσε τέλος, έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του, εκοίταξε παντού μην ήταν τίποτα παραιτημένο, εφύλαξε στου τραπεζιού το συρτάρι το ξύλινο κουτάλι και δύο χοντρά πιάτα, έβαλε στο ράφι το γυάλινο ποτήρι, έχυσε από το παράθυρο το τελευταίο γιατρικό, ξανάβαλε το φλασκί στο ράφι, κι εβγήκε για να ταγίσει το ζω του.
Μα εγύρισε οπίσω αμέσως με την αδερφή του και τη σαβανώτρα, μίαν άλλη γριά, δυνατή γυναίκα κι άσκημη στο πρόσωπο, κι εστάθηκε στην πόρτα. Οι δύο γριές άρχισαν αμέσως το άχαρο έργο τους. Ανασήκωσαν την πεθαμένη, και μία αηδιαστική οσμή εχύθηκε σ’ όλο το σπίτι, τόσο άσκημη που κι οι τρεις τους αθέλητα εσφάλισαν τη μύτη τους.
Έπειτα οι γυναίκες άρχισαν να τη γδύνουν. Και σε κάθε κίνημά τους το νεκρό κεφάλι έγερνε από τη μία μεριά, έπεφτε στην άλλη, έσκυφτε εμπρός ή αναποδογερνότουν, και από το πεθαμένο στήθος έβγαινε κάποτε ένας βόγγος. Άξαφνα οι δύο γυναίκες την άφησαν να πέσει κι ετράβηξαν με τα δύο χέρια τους τα μάγουλά τους.
«Ω, ω, δυστυχία της!» είπαν.
«Γιατί;» είπε ο Θωμάς.
«Ω, ω Θωμά!» είπε η σαβανώτρα· «την άφηκες και την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια!».
«Εγώ;» είπε ο Θωμάς.
«Γι’ αυτό εμύριζε!» είπε αναστενάζοντας η αδερφή του.
Ο Θωμάς έφτυσε κατά γης κι εβγήκε όξω αηδιασμένος για να ταγίσει το ζω του. Κι έμεινε πολληώρα στον κήπο του. Κι όταν τέλος ξανάρθε μέσα, το λείψανο ήταν συγυρισμένο, ξαπλωμένο απάνου σ’ ένα κάτασπρο σεντόνι, καλοχτενισμένο, ντυμένο όλο στ’ άσπρα. Πάνου στο σεντόνι και στα φορέματα ήταν σκορπισμένα λεμονόφυλλα και φύλλα από ένα άλλο βότανο που εμύριζε σα ρόδο. Κι αυτήν τη στιγμή η σαβανώτρα έσκυψε στ’ αυτί της πεθαμένης, και χαμηλόφωνα της είπε τρεις φορές:
«Βάστα, Αγγέλω, το λαό σου, μη ντροπιάσεις τη γενιά σου!».
«Τι τση λέει;» ερώτησε ο Θωμάς την αδερφή του.
«Την ξορκάει», του αποκρίθηκε, «για να μην της σπάσει η ψειροθήκη».
Ήταν ακόμα πρωί. Ο Καραβέλας εκαθότουν στο πέτρινο χαλασμένο σκαλοπάτι της πόρτας του, που ήταν τώρα ορθάνοιχτη, κι εκάπνιζε σιωπηλός ένα χοντρό καμπούρικο τσιγάρο. Μπροστά του εστεκότουν ορθός ο Αργύρης, χοντρός, ωχρός, παχύς, μεγάλος, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, που το κρατούσε με τόνα του χέρι πισώπλατα, κι εκοίταζε ολόγυρά του κι επρόσεχε τι εγενότουν μέσα στο σπίτι· ήταν γεμάτο κόσμο. Ο Αντρέας και η Αμαλία εκαθόνταν στην πόρτα του μαγειριού, επειραζόνταν, ετσιμπιόνταν κι εγελούσαν. Τα δύο αγόρια της Μαρίας έπαιζαν με τα χώματα στο προαύλι· η Όλγα και η Αγλαΐα, η θυγατέρα της Χρυσάνθης, εμαύλιζαν τα ζώα για να τα πάρουν στον κάμπο.
Μέσα στο σπίτι του Καραβέλα, στο κρεβάτι, ήταν ξαπλωμένο το λείψανο, μικρό, άσκημο, κιτρινόμαυρο, με βαθουλωμένα μάγουλα, με στραβό το στόμα, κι όλο ντυμένο στ’ άσπρα. Τέσσερις γυναίκες γριές με σοβαρό πρόσωπο, εστεκόνταν γύρω στο κρεβάτι κι επαρατηρούσαν το λείψανο κι εκουνούσαν κάθε τόσο πικρά το κεφάλι.
Πάνου στ’ άσπρα σάβανα και μάλιστα στη μπόλια του κεφαλιού έτρεχαν ανήσυχες ένα πλήθος ψείρες παρόμοιες σ’ άσπρα μερμήγκια· ένα κερί έκαιε σιμά στο κρεβάτι· το μαυρισμένο κόνισμα ήταν απάνου στο λείψανο. Το σπίτι εμύριζε από νεκρολίβανο κι από χυμένο κρασί· κανένας δεν έκλαιγε.
«Τι καλή γειτόνισσα!» έλεγε η Χρυσάνθη, και το κεφάλι της έτρεμε. «Την εχάσαμε! ο Θεός σ’χωρέσ’ τηνε! ο Θεός σ’χωρέσ’ σε, Αγγέλω!»
«Τι καλή γυναίκα! τι καλή νοικοκυρά!» έλεγε η αδερφή του Καραβέλα, εκείνη που την είχε περιποιηθεί· «καλή για τον άντρα της, καλή!».
«Ήμαστε», έλεγε μία άλλη γριά, μικρή και καμπουριασμένη, «πέντε αδερφάδες· τώρα απόμεινα εγώ μοναχή μου στον κόσμο· όλες τσ’ άλλες τσ’ έκοψε ο Χάρος! Τσι τρεις ανύπαντρες είναι χρόνια και χρόνια, μάνα μου! Κι από τη σκλήθρα του πατέρα μας μοναχή εγώ έχω παιδιά, ζωή νάχουνε! Η καημένη η Αγγέλω μου ήτανε στείρα, η σκοτεινή! Η μάνα μας την έδωκε του Θωμά και δεν του τόπε· κι έκαμε άσκημα η συχωρεμένη, γιατί ετράβηξε πολλά μ’ αυτήν την αιτία η Αγγέλω μου. Είχε δίκιο ο άνθρωπος! επαντρεύτηκε για να κάμει παιδιά. – Τώρα ησύχασες Αγγέλω για πάντα! Ο Θεός σ’χωρέσ’ σε!». Κι εκουνούσε πικρά το κεφάλι.
«Ωχ, ωχ!» είπε η σαβανώτρα· «όλοι έτσι θα πάμε! Έχουνε περάσει τόσες και τόσες από τα χέρια μου! Και τι παίρνει ο άνθρωπος μαζί του; Την κακοσύνη του μοναχά ή και τα καλά του τα έργα. Ό,τι λέμε τουτηνής, αύριο θα μας το πούνε και μας, από πάνου μας! Αν είχε στο νου του ο άνθρωπος το θάνατο, δε θάκανε ποτέ του το κακό!».
Σιμά στη σβημένη γωνιά εκαθότουν, πάνω στο χοντρό ξύλο, ο Γιάννης, παχύς, ροδοκόκκινος, με μισόκλειστα μάτια και παρέτοιμος πάντα να μιλήσει· και μαζί του εστέκονταν τρεις νέοι, οι ανιψιοί του Καραβέλα και της πεθαμένης.
Πάνου στη μαύρη κασέλα, στα πόδια του κρεββατιού, εκαθότουν με κρεμάμενα τα πόδια της η Μαρία και σιμά της η αδερφή της η παπαδιά, μία γυναίκα μισόκοπη, με ζαρωμένο πρόσωπο, με λίγα δόντια και ξεθωριασμένο της στόμα, ζωηρή και περήφανη. Οι δύο αδερφάδες εκουβέντιαζαν για τες δουλειές τους. Εμιλούσαν μπερδευτά κι οι δύο, τόσο που ένας ξένος δύσκολα θα τες εκαταλάβαινε.
«Για τη μοιρασιά», εψιθύρισε η Μαρία, «εμιλήσαμε με τον Αργύρη».
«Με τον Αργύρη!» είπε η παπαδιά κοιτάζοντας άγρια την αδερφή της· «και δε μου λες, τι μπαίνει ο Αργύρης στα ιντερέσα μας; Εκουτιάθηκες κι εσύ, μωρή, εκεί μέσα!».
«Μα δεν το ξέρεις παπαδιά», της απάντησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού της, «που αυτός ο μπόγιας ορίζει όλα; Ο άντρας μου δε θέλει να μοιράσει με τον αδερφό του, γιατί, λέει, το σπίτι πάει καλά, όπως πάει· κι είναι, παναπεί, η αλήθεια. Κάθε μέρα κάτι αποχτάει ο χαντακωμένος ο Αργύρης! Ο άντρας μου δουλεύει ο κακομοίρης, μα στα χέρια του, αν ήτανε αυτός νοικοκύρης, θα γενόντανε όλα καπνός! Είναι χαλαστής ο Γιάννης μου, και το ξέρει, και γι’ αυτό φοβάται να πάει χώρια του· φοβάται, λέει, μην πεινάσουμε· ξέρεις το Γιάννη μου, είναι άνθρωπος χρυσός!».
«Και του παίρνει», είπε πειραχτικά η παπαδιά, «το ρώτημα κι όταν θα σε κοιμηθεί;».
«Oυφ! όλο από φτα έχεις στο νου σου, σαν παπαδιά πούσαι. Δε βλέπεις μπροστά σου το λείψανο; Πω, πω, πω!» Κι ηθέλησε να γελάσει.
«Και φυσικά», είπε η παπαδιά κουνώντας το κεφάλι της, «θέλει ως και σπίτι ο σιορ-Αργύρης, για να μη σας δώκει από το πατρικό τους! Είναι μεγάλος, γλέπεις, παχύς, ψηλός, χοντρός, και το μισό δεν τόνε χωράει. Όλος σαπούρα είναι!».
«Όχι, μας αποζημιώνετε, λέει, με χτήμα».
«Θα τα πω του παπά!» είπε η παπαδιά, και κοιτάζοντας το λείψανο αναστέναξε ως κι εκείνη. Και κουνώντας πικρά το κεφάλι της ξανάπε δυνατά: «Σε λίγο θάναι εδώ οι παπάδες και θα τήνε πάρουνε, μάτια! και θα τήνε θάψουνε αποκάτου από τη γης, εκεί που θα πάμε όλοι μας!».
«Όλοι μας!» είπε κι η Μαρία αναστενάζοντας.
«Σε λίγο!» είπε σκεφτικά η αδερφή της πεθαμένης, σα να την είχε ξαφνίσει αυτός ο λόγος. Κι εκοίταξε ολόγυρά της κι εκάρφωσε τα μάτια της στην κασέλα κι έκραξε: «Θωμά!».
«Τι μ’ ορίζεις;» της αποκρίθηκε αυτός από την πόρτα, όπου εκαθότουν, γυρίζοντας το κεφάλι του προς το σπίτι και βγάζοντας από το στόμα ένα πυκνό σύγνεφο καπνού.
Η γυναίκα τον εσίμωσε σιγά σιγά, προχωρώντας σκυμμένη ως την πόρτα. «Θωμά», τούπε, «πού είναι τα κλειδιά της κασέλας;».
O Kαραβέλας ευρέθηκε ολομεμιάς ορθός, ανέβηκε το σκαλί, την εκοίταξε κατάματα και θυμωμένος της είπε, χτυπώντας την τσέπη της χοντρής του γιακέτας: «Εδώ είναι· εδώ μέσα!».
«Ξέρεις», τούπε η γριά, «κι ας μη σου βαρυφαίνεται, ξέρεις, το πράμα τση συχωρεμένης είναι τώρα δικό μας· ό,τι κι αν είχε· και δε θα σου κάμουμε ξεσυνέριες, αν λείπει κάτι απ’ όσα επήρε. Είναι εδώ τα παιδιά για να κουβαλήσουνε τα πράματά της».
«Α, οι κληρονόμοι της», είπε περγελαστικά ο Θωμάς.
«Και δεν είναι ξένοι!» είπε γλυκότροπα η γριά γυναίκα· «είναι από το αίμα της… Αφού παιδιά δεν έκαμε, αυτοί θα την…»
«Κάτι σκατά σάς άφηκε!» την αντίσκοψε απότομα ο Θωμάς θυμωμένος.
«Αδιάντροπε! ξετσίπωτε!» τούπε εκείνη αναστενάζοντας. «Είδες διάκριση, είδες πράμα! Ούτε το λείψανο δε σέβεται ο αφορεσμένος. Ποιος ξέρει πώς την εκατάφερε! Αυτός την έβαλε αποκάτου από τη γης, την κακομοίρα! Μα έγνοια σου, Θωμά, θα βρεθείς κακά στα ύστερά σου!»
Κι έπειτα από μία στιγμή τού ξανάπε κουνώντας απάνου κάτου το ένα της χέρι, σα νάθελε κάτι να κόψει:
«Καραβέλα σε λένε, και Καραβέλας είσαι!».
«Καραβέλας! Καραβέλας!» είπε εκείνος κοκκινίζοντας ολομεμιάς και μη μπορώντας να κρατήσει τον εαυτό του· «ω, που να γένω Καραβέλας για να κόψω τα κεφάλια των παιδιώνε σου! Εμέ με λένε Θωμά, Θωμά Καψάλη. Καραβέλα λένε το μπόγια, το ξέρεις! Μας εκόπιασε κι η αφεντιά της εδώ, κληρονόμα, με τα παιδιά της, για να μας βρίσει!». Κι εσήκωσε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού χεριού του και το χόρευε μαζεύοντας τες πλάτες.
«Μάλιστα, μάλιστα! Και δεν κοπιάζει να ρωτήσει πρώτα το νοδάρο και να ιδεί τι γράμματα είναι καμωμένα!»
Κι ολομεμιάς ησύχασε και καθίζοντας πάλι στο σκαλί του ξακολούθησε με την πλιο γλυκιά του φωνή: «Ο καημένος ο πατέρας τσ’ Αγγέλως μου, ο Θεός σ’χωρέσ’ τονε, ήταν κερατάς! φυσικός κερατάς! Ένα όμορφο κέρατο του το φύτεψα εγώ του καημένου μες στη μέση από το μέτωπό του· εκεί! Μχ! Η καημένη μου η Αγγέλω μ’ αγάπησε, γλέπεις! Ας αφήκουμε κατά μέρος τσι δόξες τσ’ άλλης αδερφής σας… πφ! πφ! και με τον ξάδερφό σας το μακαρίτη, και με τον άρχοντα, και με ποιόνε δεν ακούστηκε!… Πού να τα λέμε τώρα! Πού! Και οι άλλες οι αδερφάδες σας που εμείνανε ανύπαντρες κι απεθάνανε; ακόμα σέρνεται στον κόσμο τόνομά τους. Πώς να λησμονηθεί! Α, καλά πέταυρα και κείνες! μμ! μμ!».
Κι έκλεισε τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού του και τανεβοκατέβαζε γυρμένα προς τα πάνου.
«Και παλαιόθε όλες οι θειες σας κι οι παλαιές σας; όλες μία σειρά, οι καημένες! Φυσικό είναι· πού πέφτουνε τα μήλα; Αποκάτου από τη μηλιά! Λίγο παρέκει, λίγο κατά κει, μα πάντα αποκάτου, πάντα!…»
Μέσα στο σπίτι μετά βιας εκρατούσαν τα γέλια. Η αδερφή της πεθαμένης, ωχρή και θυμωμένη, δεν ήξερε πλια τι να κάμει. Εκοίταξε όλους, τον έναν κατόπι στον άλλον, σα να ζητούσε προστασία, έκαμε νόημα στα παιδιά της που αμέσως εσηκωθήκαν από τη γωνιά, όπου ακόμα εκαθόνταν, ήρθε σιμά στο λείψανο, έκαμε το σταυρό της, έσκυψε κι εφίλησε την εικόνα πρώτα και κατόπι, με πολλή προφύλαξη, γιατί εσιχαινότουν, ανάλαφρα το μέτωπο της πεθαμένης κι εβγήκε από το σπίτι. Τα παιδιά της την ακολούθησαν.
«Αδιάντροπε Καραβέλα», του ξανάπε θυμωμένη φεύγοντας και φτυόντας κατά γης.
Αυτός ξανάρχισε πάλι το βρίσιμο στον ίδιον τρόπο με χαϊδευτική φωνή, και τέλος της είπε: «Σταμάτα, να χαρείς τα μάτια σου, νοικοκυρά μου! Νάτος ο νοδάρος, ρώτησέ τονε αν σας άφηκε τίποτα». Κι έδειξε με το δάχτυλο το δρόμο που ανέβαινε τη ράχη.
Και πραγματικά ανέβαιναν τώρα τον ανήφορο καμπόσος κόσμος. Πρώτοι πρώτοι, τέσσεροι άντρες νέοι, γιορτιάτικα ντυμένοι με φράγκικα ρούχα, έφερναν το νεκροκρέβατο, βαστώντας το μ’ ένα χέρι καθένας, κι αστειευόνταν κι εγελούσαν μεταξύ τους. Κατόπι τους, και με καμπόση απόσταση, ερχόνταν οι τρεις παπάδες του χωριού, με το μαλακό, σταυρωτό σκούφο στο κεφάλι, με τα παλιωμένα ράσα τους, που η πολυκαιρία τάχε πρασινίσει, και μαζί τους, τέταρτος, ο νοδάρος, ο πατέρας της Μαρίας και της παπαδιάς, ένας άνθρωπος πολύ γέρος, ψηλός, σκεβρωμένος με ένα χοντρό ραβδί στο χέρι, με μία μεγάλη παλιά αρχοντική ψάθα στο κεφάλι. Ήταν κι αυτός φράγκικα ντυμένος. Η παλιά του γιακέτα είχε σταθεί κάποτες καστανή, κι ήταν ξεφτισμένη, σε πολλά μέρη, και μπαλωμένη σε πολλά μέρη, και μάλιστα στους αγκώνες, με ρούχο από άλλο χρώμα, πρασινωπό, από κάποιο παλιό ράσο του γαμπρού του, και τα σειρωτά πανταλόνια του ήταν μπαλωμένα και κείνα στα γόνατα κι από πίσω, στον ίδιον τρόπο. Κι ήταν στεγνός πολύ ο νοδάρος, και το πετσί του ήταν διάφανο, και τα μάγουλά του ροδοκόκκινα από χίλιες φλεβίτσες που εφαινόνταν σα δίχτυ από τριχάρια κάτου από το διάφανο δέρμα του· κι ήταν κόκκινη κιόλας η άκρη της μεγάλης κι ίσιας μύτης του, που όσο ανοιγοκλειούσε, καθώς έπαιρνε τη πνοή του. Και οι κώχες των ματιών του, που ήταν ακόμη ζωηρά και μαύρα, και τα μηλίγγια του, δίπλα στ’ άσαρκο ζαρωμένο μέτωπό του, ήταν βαθουλωμένα πολύ, καθώς και τα στεγνά μάγουλά του· κι ήταν κόκκινα τα ψιλά του χείλη και ψαλιδισμένο το μικρό κάτασπρο μουστάκι του. Οι τρεις παπάδες εμιλούσαν με το νοδάρο σοβαρά και μεγαλόπρεπα, κι εμεγαλοφωνούσαν κάνοντας διάφορες χειρονομίες, κι εξέταζαν εκείνην την ώρα το μεγάλο και φριχτό μυστήριο του θανάτου.
Κατόπι τους ερχόνταν καμπόσα παιδιά, ξυπόλητα τα περσότερα και ξεμανίκωνα, που εγελούσαν κι εμετωριζόνταν μεταξύ τους. Ένα εβαστούσε το ασημένιο θυμιατήρι, ένα άλλο τον ασημένιο σταυρό βγαλμένον από το κοντάρι του, που το κρατούσε παραμάσκαλα· κι άλλα παιδιά έφερναν τα χρωματιστά άμφια των παπάδων διπλωμένα και γυρισμένα ανάποδα και τ’ αγιασματάρια τους· και τέλος ανέβαιναν μαζί το δρόμο μία εικοσαριά άνθρωποι για ν’ ακολουθήσουν το ξόδι.
Και η αδερφή της πεθαμένης, βλέποντας τον κόσμο, εστάθηκε για να μην περάσει ανάμεσα στους άντρες στο στενό το δρόμο, κι επερίμεινε. Τώρα οι παπάδες κι ο νοδάρος μαζί τους είχανε φτάσει μαζί με το νεκροκρέβατο στην πόρτα του Καραβέλα· κι ενώ οι τέσσεροι άντρες τόμπαζαν στο σπίτι, τούτος, πριν ακόμα χαιρετήσει, εφώναξε: «Κυρ-νοδάρε, ξήγησε της νοικοκυράς εδώ αν έχει δικαιώματα· ξήγησέ της, γιατί με φορτώνεται· θέλει, ναι και ναι, νάναι αυτή κληρονόμα!».
Κι ο νοδάρος με την ψιλή, τρεμάμενη, σβημένη φωνίτσα του, που μετά βιας ακουότουν και που έβγαινε σαν ανάλαφρη πνοή από τα ροδοκόκκινα μικρά του χείλη, ενώ όλο το πρόσωπό του εφαινότουν να γελάει, γιατί τέτοια ήταν η όψη του ως κι όταν ήταν λυπημένος ή θυμωμένος, είπε: «Εγώ, εγώ έκαμα το ζωντοβούλι, επέρσι, επέρσι σαν τώρα! είναι, είναι καθολικός κληρονόμος ο Θωμάς, ο Θωμάς στα παντοία αγαθά της! Μάλιστα!».
«Βλέπεις;» είπε ο Καραβέλας, «μούκαμε διάταξη που δεν τήνε κόφτει ούτε η Όστρια!».
Τώρα οι παπάδες είχανε φορέσει τα φελόνια τους μπρος στην πόρτα, κι ένας ένας ιεροφορεμένος έμπαινε στο σπίτι. Το λείψανο ήταν κιόλας ξαπλωμένο στο χαμηλό μαύρο νεκροκρέβατο, και οι τέσσεροι καλοντυμένοι νέοι ήταν στη θέση τους, παρέτοιμοι να το σηκώσουν. Οι παπάδες έβηξαν, ευλόγησαν, εθυμιάτισαν, παίρνοντας θέση γύρω στο λείψανο, κι είπαν καθένας ένα τρισάγιο, ενώ οι γυναίκες κι οι άντρες που ήταν μέσα στο σπίτι, εσταυροκοπιόνταν αδιάκοπα κι αναστέναζαν. Ο Καραβέλας είχε μείνει όξω κι οι ανθρώποι πούχαν έρθει με τους παπάδες τούδιναν ένας ένας το χέρι, βγάνοντας με τ’ άλλο την ψάθα από το κεφάλι. Το παιδί, πούχε το σταυρό, τον έστησε στο κοντάρι, εκείνο με το θυμιατήρι έτρεξε και το γέμισε αθράκια στο μαγειριό του Αργύρη, και το πήρε μέσα στο σπίτι.
Κατόπι άρχισαν οι συνηθισμένες ψαλμουδιές, κι ο κόσμος εστάθηκε ξεσκούφωτος. Εσταυροκοπήθηκαν όλοι, κι όλα τα στόματα είπαν: «Ο Θεός σ’χωρέσ’ την!». Κι ύστερα από λίγες στιγμές ξαναφάνηκαν όξω οι παπάδες, επήραν θέση πίσω από το σταυρό, σε μια γραμμή κι οι τρεις τους, ο καθένας μ’ ένα χοντρό σβημένο καινούργιο κερί στο ζερβί χέρι και μ’ ένα λιανό κι αναμμένο στο δεξί τους. Το παιδί με το θυμιατήρι έτρεξε και τόδωκε του ψηλού παπά, που ήταν στη μέση, και του φίλησε το χέρι.
Μία στιγμή ανάμειναν όλοι· και τέλος εβγήκε από την πόρτα το αλαφρό νεκροκρέβατο στον ώμο των τέσσερων ανθρώπων, πηγαίνοντας απάνου κάτου καθώς τούτοι κατέβαιναν το χαλασμένο σκαλοπάτι.
— Αλληλούια, αλληλούια, αλληλούια! άρχισαν ψάλλοντας οι τρεις παπάδες, και το ξόδι εξεκίνησε.
Ο κόσμος ανάμεινε ακόμη μία στιγμή, για ν’ ακολουθήσει πρώτος ο Καραβέλας. Και τούτος ετήραζε τώρα ολόγυρά του, είδε το λείψανο με τους παπάδες, που έφευγε στον κατήφορο, κι εστενοχωρήθηκε· και, σα νάπαιρνε στη στιγμή απόφαση, εφώναξε βιαστικά μέσα στο σπίτι: «Καλές νοικοκυρές, κοπιάστε τώρα στην ευκή του Θεού! Σπολλάητή σας· θα κλείσω το σπίτι μου· ποιόνε θα παρηγορήσετε εδώ μέσα!».
Οι γυναίκες εκοίταξαν η μία την άλλη για μία στιγμή, αναποφάσιστες, και τέλος ακολούθησαν όλες μαζί κάποιαν που ξεκίνησε πρώτη. Έβγαιναν όλες πιάνοντας μία μία το χέρι του γερόντου, που ανυπομονούσε, και λέγοντάς του: «Ζωή σε λόγου σου».
Κι αυτός εχαιρετούσε με τόνα χέρι, κι εβαστούσε με τ’ άλλο την πόρτα από το μεγάλο κλειδί της. Απ’ όλες ύστερη έβγαινε τώρα η αδερφή του, που και κείνη τον ευκήθηκε και, σταματώντας σιμά του, τούπε με παράπονο: «Τόσες μέρες Θωμά, την εβαΐλεψα εγώ· και με διώχνεις έτσι τώρα; Το ελάχιστο άφησέ με να πάρω τα φορέματά της!».
Ο Θωμάς άνοιξε θυμωμένος τα μάτια του.
«Άφησέ με να κλείσω», της είπε· «εφύγανε· δε βλέπεις; Είναι τώρα η στιγμή; ουφ, ουφ! Έρχεσαι άλλη ώρα!». Κι εβλαστήμησε χαμηλόφωνα.
Η γριά αδερφή του επέρασε αργά αργά από μπρος του, στρέφοντας αλλού το πρόσωπο· κι ο γέρος, άμα την είδε όξω, ετράβηξε μ’ ορμή την πόρτα του, την έκλεισε με θόρυβο, την εκλείδωσε βιαστικά και μουρμουρίζοντας, κι έτρεξε να σμίξει το ξόδι που κατέβαινε τον κατήφορο της ράχης. Κι ο κόσμος σιωπηλός τον ακολούθησε.
Είχε περάσει κιόλας το μισό καλοκαίρι, κι ήτανε αργά προς το βράδυ. Ο Βοριάς εφυσούσε δροσερός, κι ο ουρανός ήταν γαλάζιος όλος και χωρίς ούτε ένα σύγνεφο. Πέρα η θάλασσα εφαινότουν αφρισμένη, και τα βουνά απόπερα θαμπά, ηλιολουσμένα, με σκοτωμένο κίτρινο χρώμα. Το χορτάρι είχε ξεραθεί παντού κι εκυμάτιζε συρίζοντας. Τα κυπαρίσσια εχτυπιόνταν τόνα με τ’ άλλο, σκύφτονας κάθε τόσο προς τη γη.
Κι ο Καραβέλας εκαθότουν στη δροσιά, μοναχός του, στο πέτρινο χαλασμένο σκαλοπάτι της πόρτας του. Εφορούσε μακριά άσπρα γένια, γιατί εβαστούσε ακόμη τη λύπη της γυναίκας του, κι εκεί που εκαθότουν εσκάλιζε με το στρογγυλό κοπίδι του μία ρόκα. Είχε ξύσει πρώτα μ’ επιμέλεια το ίσιο, χλωρό, εληίτσινο βλαστάρι, κι από τη μέση κι απάνου είχε χαράξει πέντε ζωνάρια, ανασηκωτά τα τρία, βαθουλά τ’ άλλα δύο, και με προσοχή εσκάλιζε τώρα στα τέσσερα πατώματα, με τη μύτη του κοπιδιού, λοξές γραμμές που αντισταυρωνόνταν και μέσαθε από τα μικρά τετράγωνα που σκηματίζονταν έτσι, έβγαζε μικρά κομματάκια από το ξύλο. Κι όλο δουλεύοντας, ετραγουδούσε μονότονα:
Όμορφο πούναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα.
Και ξανάρχιζε αδιάκοπα το ίδιο τραγούδι.
Ήταν εκεί καθισμένος από πολλή ώρα. Κι ήταν η ώρα που του χωριού οι γυναίκες επήγαιναν στη βρύση. Κι ένα μπουλούκι επρόβαλε στην κορφή της ράχης. Ερχόνταν από την πίσω μεριά του χωριού, για να κατεβούν το δρόμο που περνούσε μπρος στην πόρτα του Καραβέλα. Οι γυναίκες εγελούσαν μεταξύ τους κι εμιλούσαν μεγαλόφωνα. Είχαν όλες δίπλα την άδεια στάμνα τους στο κεφάλι, κοπέλες ανύπαντρες οι περσότερες, νέες γυναίκες κάποιες, και μία ηλικιωμένη προεστή μαζί τους· κι αυτή εφαινότουν σα να οδηγούσε όλες τες άλλες.
«Τα απανωμερίτια!» είπε με το νου του ο Καραβέλας· «η χάβρα και η λάβρα! Είχα λησμονήσει που θα διαβαίνανε κι απόψε!». Κι ακούοντας τες φωνές τους, η πρώτη του ορμή ήταν να σηκωθεί και να μπει αμέσως μέσα στο σπίτι, μα δεν τόκανε γιατί δεν ήθελε να φανεί πως τες εξέφευγε. «Αν αρχίσω έτσι» ξανάπε με το νου του «θα με πάρουνε στο μεζέ και τότες; Καλό ξημέρωμα!». Και ξακολούθησε τη δουλειά του και το τραγούδι, κάνοντας πως δεν τες προσέχει:
Όμορφο πούναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα!
Οι γυναίκες μία στιγμή είχαν σταματήσει, και μία κοπέλα ανήλικη ακόμη, μαυριδερή, ξυπόλητη, λιγνή, μικρή και άσκημη είπε άξαφνα: «Μωρές κοπέλες! ο Καραβέλας μωρές!… Γιά τονε!». Και ξεκαρδίστηκε στα γέλια και τον έδειξε με το δάχτυλο εκεί που εκαθότουν. Εγέλασαν τότες κι οι άλλες.
«Μωρές, τσωπάστε, μωρές, που είναι ντροπή! Τσωπάστε, που να σας πιάσει το γλυκύ σας!» είπε μιλώντας με τη μύτη και γελώντας η γριά, μία γυναίκα κατακόκκινη στο πρόσωπο, ξυπόλητη, ξεχτένιστη και που εφορούσε μίαν αντρίκια γιακέτα τρίπαλια, πάρα μεγάλη, με σκισμένες όλες τες τσέπες. «Είναι ντροπή, μωρές, και θα μας βρίσει! κι είναι γέροντας άθρωπος! Καθίστε, λέω, φρόνιμες! Ω πολύ κακό σήμερα· εγώ γυρίζω πίσω!» Κι εγελούσε δυνατά και κείνη.
Εχυθήκαν όλες μαζί στο στενό μονοπάτι που κατέβαινε το πλάι, κι εροβόλησαν, πηδώντας και γελώντας, τη ράχη, ως τα πρώτα σπίτια. Και τότες μία άλλη ψηλή νέα με κανονικά πιθέματα και με ζωηρά μάτια, αλλά μαύρη πολύ στο χρώμα, εφώναξε πασκίζοντας ν’ αντικρατήσει το χαχάρισμά της: «Καλησπέρα σου, Θωμά· ρόκες φτιάνεις;».
«Θα μου χαρίσεις μίανε», του φώναξε κάποια άλλη.
«Είναι ντροπή, είναι ντροπή!» είπε πάλι με τη μύτη η γριά, κρύβοντας με τη λερή της μπόλια ένα πονηρό χαμόγελο. «Μην πειράζετε, μωρές, τον ξένο νοικοκύρη! Προβατείτε, γεια σας! προβατείτε!»
«Απόχηρος, καλόγερος τώρα ο κακομοίρης ο Καραβέλας!» είπε μία μικρή όμορφη γυναίκα, δαγκάνοντας τη μπόλια της
Όλες εξέσπασαν τότες σε δυνατά γέλια, ενώ η γριά τούς ξανάλεγε: «Προβατείτε, μωρές!». Και με τους αγκώνες εσκουντούσε δύο τρεις που ευρισκόνταν σιμά της.
Μα ωστόσο ο γέρος, που δεν είχε δώσει απάντηση, άφηκε ολομεμιάς τη δουλειά του, επέταξε με θυμό το κοπίδι και τη ρόκα που εσκάλιζε, έκοψε στη μέση το τραγούδι του, εκοκκίνισε, κι εκατάλαβε πως του ήταν αδύνατο να βαστάξει τον εαυτό του, μ’ όλο που ήξερε πως θα συγχιζόνταν περσότερο. Και της αποκρίθηκε καλότροπα, κάνοντας τάχα πως εγελούσε:
«Απόχηρος! τι να γένει; ώσπου να σε πονέσει η καρδιά και νάρθεις εσύ, καλή μου κοπέλα, για να μου κάμεις συντροφιά στο κρεβατάκι μας! Δε θα πάθεις κανένα κακό, κοκόνα μου! αλήθεια σού λέω, κανένα!».
Και λέγοντας έτσι, όλο εχαμογελούσε κι όλο εκουνούσε το κεφάλι του. Μα βλέποντας πως όλες εξεραινόνταν στα γέλια, ξανάπε: «Ελάτε, ελάτε όλες σας, ως και η αφεντιά σου που είσαι γριά — δεν πειράζει· ελάτε να σας μάθω εγώ σκολείο, μεγάλο σκολείο, από κείνο που δεν είναι ουδέ στην Αθήνα! Ναι, ναι είναι κρίμα να πάτε αγράμματες στο γαμπρό, όταν θα σας πιάσει στα χέρια του!… Είμαι γέροντας εγώ, μα σας λέω άγια λόγια, καλύτερα από του Βαγγέλιου!…».
Κι ολομεμιάς μη κρατώντας πλια το θυμό του, εφώναξε: «Ανάθεμα την πίστη που πιστεύετε!».
«Μη χολεύεσαι έτσι, Θωμά!» τούπε η γριά καλότροπα, ενώ οι άλλες εξακαρδιζόνταν, «και μην κολάζεσαι! Συμπάθησέ τες, Θωμά μου· είναι ανέμυαλες αυτές, και συ γέροντας, γνωσεμένος άνθρωπος!».
«Μη θυμώνεις, Καραβέλα μου!» τούπε πειραχτικά κάποια.
«Έλα, Κατερινιό, σπίτι μου, έλα μέσα», της απάντησε, «έλα να ιδείς αν είμαι γέροντας όπως με λέτε, να ιδείς! σούχω φυλαμένη ρακή και κουνιά, να πιεις όσο σου αρέσει. Κι η σουκιά μου είναι γιομάτη σύκα· θ’ ανεβείς απάνου να τα φας όλα μαγάρι! κι εγώ θα κάθομαι αποκάτου σου και θα τηράζω· χα, χα, χα!». Και λέγοντας έτσι εκουνούσε το κεφάλι του.
Άξαφνα εφάνηκε στην πόρτα του ο Αργύρης, παχύς, χοντρός, μεγάλος και κατακίτρινος. Εχτύπησε θυμωμένος το χοντρό ραβδί του στο πέτρινο κατώφλι του, κι όλες εσώπασαν στη στιγμή.
«Μωρές παληογαϊδάρες», επάσκισε να φωνάξει με τη ψιλή του φωνή, «δεν έχετε καμία ντροπή; Τι είναι αυτά που κάνετε; διαβαίνετε τες ξένες γειτονιές για να περιπαίζετε τον κόσμο στο σπίτι του; Θα σας καταγγείλω! και θα πάτε φυλακή! Δεν ντεπόσαστε κιόλας! Λέτε πως δεν έχει υπεράσπιση ο γέρος άνθρωπος; εγώ τον έχω σαν πατέρα μου: ξέρετέ το, κι αμέτε να χαθείτε!».
Οι γυναίκες επήραν ντροπιασμένες τον κατήφορο τρέχοντας όλες μαζί, και σε μία στιγμή δεν εφαίνονταν πλια.
«Σπολλάητή σου!» είπε χαμογελώντας ο Καραβέλας μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό.
«Μα κι η αφεντιά σου», τούπε σοβαρά ο Αργύρης, «γιατί δεν μπορείς να κάνεις τον κουφό;».
«Όταν ακούω αυτό τόνομα, ανάθεμα τον πατέρα του που μου το πρωτόβγαλε, δεν ξέρω τι μου γένεται! Μούρχεται ολομεμιάς να κλάψω, να γελάσω, χολεύομαι, παθιάζω, θέλω να ξεσκιστώ, να κοπώ όλος σαν το μέρμηγκα! Ακούω το αίμα μου να βράζει, μου ανεβαίνει από τα πόδια στο κεφάλι, και πρέπει κάτι να πω, ή θυμωμένος, ή γελαστά, ή σα νάκλαιγα! Τι να κάμω; Κι απ’ όταν απέθανε η συχωρεμένη, επαραπήρανε θάρρος αυτά τα τσουρδέλια! Πρώτα τήνε σκιαζόντανε, φαίνεται, τώρα κάθε βράδυ έχω αυτήν τη ζωή! Κάθε βράδυ! Είναι θάμα να περάσει μία μέρα χωρίς να με πειράξουνε!… Αχ, απ’ όταν μου πέθανε η συχωρεμένη, όλα μού πάνε ζαβά· και το σπίτι μου ρουμπαραρούμ!»
Και λέγοντας έτσι έστρεφε τα χέρια του, τόνα γύρω στ’ άλλο.
«Λείποντας εσύ», ξανάπε έπειτα από μία στιγμή, «θάμουνα τώρα ψόφιος τση πείνας· το ψωμί που μου δίνεις με βαστάει!».
«Δεν είναι κι έτσι!» είπε χαμογελώντας ο Αργύρης και κλειώντας τα μικρά του τα μάτια· «δεν είσαι κι έρημος! Γέρος είσαι, παιδιά δεν έχεις· τι θα πείραζε κι αν εξέκανες λίγο χτήμα;».
«Γέρος; γέρος;… Μα όχι και τόσο! Η καρδιά μου είναι σαν του μικρού παιδιού, και, μα την αλήθεια, μου φαίνεται πως ακόμα παιδί είμαι! Τόσα χρόνια και δεν εκατάλαβα ποτέ μου πως εγίνηκα άντρας κι έπειτα γέροντας. Και τώρα ακόμα, που μου λένε πως εγέρασα, μου φαίνεται πως είμαι το παιδί που έπαιζε στη γειτονιά μας, όπως τώρα τα δικά σου! Μου φαίνεται πως θα βγει ο πατέρας μου για να με κράξει, η μάνα μου για να με ταγίσει, κι αντίς αυτοί είναι στον άλλον κόσμο! Στον κόσμο της αλήθειας! Δε μπορώ λοιπόν να το πιστέψω πως πραγματικά είμαι γέροντας!… Κι έπειτα εγώ θα ζήσω πολλά πολλά χρόνια ακόμα. Και θέλω να ζήσω· μ’ αρέσει η ζωή! Εγώ δεν έχω κακοσύνες μέσα μου, που να με τήζουνε. Δεν είμαι παθητικός άνθρωπος για να χτικιάσω! Α, όχι! Όπως μούρχεται η χολή, με μίας κιόλας μου φεύγει. Ησυχάζω με μίας, κι εσωτερικό δε βαστάω. Καταλαβαίνεις· ε; Θυμάσαι τον άρχοντα; επήγε ενενήντα χρονώ· ο θεός σ’χωρέσ’ τονε· κι ο παπάς, που ζει κάπου στο βουνό, είναι εκατόν τεσσάρω. Αν αρχινήσω λοιπόν να ξεκάνω, σε λίγα χρόνια δε θάχω τίποτα· και τι θα γένω, όταν αλήθεια έρθουνε τα γεράματα; Κι έπειτα ντρέπομαι να πουλώ το πράμα μου! Κι αλίμονό του εκεινού που γλυκαθεί και βάλει χέρι· σε λίγο γένονται όλα μπάμπαλα! Φφ!» Κι εφύσησε στην ανοιχτή του παλάμη.
«Καλά λες», τούπε πονηρά ο Αργύρης ξανακλειώντας τα μάτια του· «για νάσαι σίγουρος για τα γεράματα, θάπρεπε να βρεις κανέναν ταχτικόν άνθρωπο και να του κάμεις μίαν ισόβια πρόσοδο για νάχεις ένα τόσο την ημέρα όσο ζεις και νάσαι ξέγνοιαστος απ’ όλα και καθόλα. Είσαι της ιδέας μου; Πώς τη βρίσκεις, ε;».
Κι επειδή ο Καραβέλας δεν απαντούσε, ξακολούθησε: «Μα αυτός ο κάποιος δεν πρέπει νάναι τ’ ανιψίδια σου! όχι, βέβαια! κι ούτε κανένας δικός σου· όχι! Τι θα τους κάμεις εκεινώνες, αν λείψουνε από το δόσιμο, κι όχι γιατί δε θα θέλουνε να το πλερώνουνε, μα γιατί δε θάχουνε; Κι αλήθεια αυτοί δεν έχουνε ποτέ τους! Πώς θάχουνε; Είναι τόση φαφίλια, ένας σωρός κόσμος! Ό,τι κι αν μπει σπίτι τους, είναι μία στάλα νερό στη θάλασσα· μικρά παιδιά, γέροι, γριές γυναίκες, όλο αδύνατα μέρη!… Όχι λοιπόν σ’ ένανε από αυτουνούς. Μα θα βρεις έναν ξένονε, έναν τέλεια ξένονε, που νάχει φυσικά θεοσύνη! Καταλαβαίνεις τι σου λέω, να πιστεύει Θεό!…».
«Για εφέτος», είπε σκεφτικός ο Καραβέλας, «εγώ δε θάχα ανάγκη! Μα έτυχε η αρρώστια της. Τόσον καιρό στο κρεβάτι, με γιατρούς, με γιατρικά, μ’ άφηκε ’πί ξύλου. Ίδε άνθρωπος! Στο ύστερο επούλησα και τ’ αρνιά της και το γέννημα. Έλεγα να κάμω πατάτες· μου μείνανε ασκάλιστες· κι είδες τι έβγαλα. Να τες!». Κι έδειξε με το δάχτυλο ένα σωρούλι σε μίαν άκρη του σπιτιού. «Αυτές είναι όλες όλες: ούτε για φυτό… Κι έπειτα που πέθανε, επιάκανε οι βροχάδες. Βρέξε, διάολε, βρέξε! Κάθε μέρα αυτή η ζωή! Και το ταμπακοχώραφο μούμεινε χέρσο! Δεν είχα, βλέπεις, να βάλω μεμιάς εργάτες και να το προφτάσω κάποια μέρα πόκαμε ήλιο· κι οι γυναίκες οι δικές σου είχανε να κάμουνε το δικό τους. Έπεσε όλη η δουλειά σ’ ένα χέρι, κι έτσι, αντίς από καπνός, εγίνηκε σανός για τα πρόβατα του κόσμου, και πατιέται το χωράφι όλη μέρα· είναι μία φλίψη να το γλέπει κανείς· τέτοιο σώχωρο αγρίωμα!… Κι έτσι το σπίτι μου πάει ρουμπαραρούμ!… Έλεγα τουλάχιστο να κάμω τίποτα γέννημα· μοναχός μου άνθρωπος, θάχα ψωμί από το δικό μου έξι, εφτά μήνες. Επήγανε και μου το κλέψανε!… Όρσε!» Και με τα χέρια του εμούτζωξε τον αέρα.
«Κάποιος συγγενής σου βέβαια!» τούπε πονηρά ο Αργύρης· «ποιος άλλος;».
«Δεν είδα, και δε μαρτυράω! Ας έχει την κατάρα του Θεού!»
«Σκέψου τη δουλειά που σούπα! Οι ελιές σου, τα χωράφια και το σπίτι, με το να κάθεσαι και μέσα, αξίζουνε, μα την αλήθεια! Μπορείς νάβρεις κι ένα τάλαρο την ημέρα· ένα ταλαράκι! Και στο σπίτι να κάθεσαι ώστε ζεις, α θέλεις. Και ξεγνοιασιά! κι από καιρούς, κι από κλέφτες, κι απ’ όλα! Και να μη δουλεύεις. Να κάθεσαι, σαν πασάς, και να φουμάρεις το τσιγάρο σου! Ως και στη χώρα ζεις μ’ ένα τάλαρο την ημέρα!… Σκέψου!»
«Ένα τάλαρο;» είπε ξαφνισμένος ο Καραβέλας κι ανοίγοντας τα μάτια του.
«Μάλιστα!»
«Και πού θα βρεθεί ο άνθρωπος;»
«Ε, θα ξετάσουμε.»
«Θα το κάνατε σεις;» ερώτησε ο Καραβέλας μ’ ένα πονηρό γέλιο. «Για σας το σπίτι μου αξίζει, γιατί το ενώνετε μία μέρα με το δικό σας και τα κάνετε μαζί ένα σεράγι.»
«Ωχ», τούπε ο Αργύρης αδιάφορος· «τι θα θέλουμε τα πολλά τα σπίτια! Ο παλαιός ο μύθος λέει: Χτήμα όσο βλέπεις, σπίτι όσο σε χωράει! Τα σπίτια είναι έξοδο. Με τες οικοδομές όλοι οι χωριάτες καταχαλιούνται. Είναι κουτοί ανθρώποι. Άμα τύχει κι έχουνε δύο όβολα ζηλεύουνε απαλάτια… Μάλιστα… Μα άφησε να μιλήσω και τ’ αδερφού μου· ως κι αυτός φυσικά ορίζει, όπως και γω· και σου δίνουμε απάντηση».
«Ο Γιάννης;» χαμογέλασε πάλι πονηρά ο Καραβέλας· «ο Γιάννης είναι του λόγου σου, και του λόγου σου είσαι ο Γιάννης! Κι εγώ εσκεφτόμουνα αντίς αλλιώς. Έλεγα να ξαναπαντρευτώ, και σύντομα μάλιστα· όσο βαστιέμαι ακόμα. Μπορεί νάκανα και κανένα παιδί, ποιος ξέρει!… μα κι ας μην έκανα· θάχα γυναίκα κοντά μου· θάχα δούλα χάρισμα».
«Και ποια σε παίρνει, καημένε;» τούπε αμέσως ο Αργύρης, που αυτή η ιδέα τον ανησύχησε. «Βέβαια, ποια σε παίρνει; Ας αφήσουμε τα αστεία, τα χρόνια είναι χρόνια. Και πάλε μπορεί να βρεθεί καμία γριά, καμία φτωχιά που να θέλει ν’ ακουμπήσει το κεφάλι της, μία σαν την Αντριάνα, ας πούμε, την κουτσή, ή καμία παρόμοια! Μα τι έκαμες τότες; Μία τρύπα στο νερό! Θάχεις πάλε γυναίκα για να τήνε γεροκομάς! Τα ίδια πάλε! Κι οι νέες δε σε παίρνουνε, βέβαια! Εξόν από καμία απελπισμένη, του ριξιμιού, ή καμία που να της γράψεις εσύ ό,τι κι αν έχεις, δικό της. Έτσι ναι. Μα για σκέψου τι μπορεί να σου φυλάει η τύχη, αν το κάμεις!… Χμ! χμ!» Κι εσώπασαν καμπόσες στιγμές κι οι δύο.
«Σε καλό σου, Θωμά!» είπε μπερδευτά με την όμορφη φωνή της η Μαρία, που ευρέθηκε άξαφνα μπροστά τους· «για παντρειά μού είσαι! Και θέλεις και κοπέλα, ε; Χα, χα! Η παντρειά θέλει αντρειά, καημένε Θωμά! Και δε βλέπεις οι κοπέλες πώς σε σταυρώνουνε; Γιατί; γιατί δε σε φοβούνται! Κι αυτή που θα πάρεις θα γελάει, ως κι αυτή, μαζί σου με τσ’ άλλες αντάμα, και σε κάνα δύο χρόνια θα σ’ έχει συγυρισμένονε! Μ! μ! μ!». Κι ανεβοκατέβαζε μ’ ορμή το γρόθο της πάνου από το μέτωπό της, κρατώντας απλωμένα το δεύτερο και το μικρό δάχτυλο. «Φυλάξου, καημένε Θωμά», ξακολούθησε, «μην τύχει και σε μπλέξουνε με καμίανε και το μετανιώσεις. Μα θάναι τότες αργά. Εδώ στο χωριό μας υπάρχουνε γαλαντόμοι όσοι θέλεις, μπερκέτι!» Κι εστριφογύρισε γλήγορα απλωμένο το δεξί της χέρι.
«Έλεγα», είπε δειλά ο Καραβέλας· «απόφαση, παναπεί, δεν επήρα!».
«Άλλους από μας δεν έχεις, καημένε Θωμά», τούπε πάλι η Μαρία. «Όχι; Τα παιδιά τα δικά μας είναι τα μοναχά που σ’ αγαπούνε, το βλέπεις! Έχεις παράπονο; Δε μπορεί νάχεις παράπονο, μα τον Άγιο! Είναι τα μοναχά στο χωριό, που δε σου κάνουνε πείραξη. Πες την αλήθεια. Χα, χα! Τα σκοτώνω στο ξύλο, αν ακούσω και σου πούνε τίποτα! Και, με μας που έντεσες, δε σου λείπει τίποτα, γιατί σ’ αγαπούμε όλοι μας και σ’ εμάθαμε τώρα. Πες την αλήθεια! Από τον καιρό που σου πέθανε η Αγγέλω σου, ο Θεός σ’χωρέσ’ τηνε, σούλειψε κάτι; Μην το φαΐ; μην το πιοτό; μην το πλύσιμο; μην το συγύριο σου, το μπάλωμα, το ράψιμο, ό,τι κι αν σούλαχε; πες!»
«Κι εγώ σας δουλεύω σ’ ό,τι μπορώ», της αποκρίθηκε περήφανα· «τα χέρια μου βαστούνε ακόμα. Και με το γάιδαρό μου σας κάνω τα θελήματά σας. Καλοσύνη σας, παναπεί, που με θέλετε· μα το ψωμί μου το βγάζω, δε ζημιωνόσαστε!».
«Πάω και ξανάρχομαι», είπε άξαφνα ο Αργύρης σιάνοντας στο κεφάλι του την όμορφη ψάθα του· «πρέπει να πάω, γιατί έχω θέλημα. Θα συφωνήσω ένα χωράφι για να τ’ αγοράσουμε· πέστε τα και ξεδιαλύνετέ τα οι δύο σας. Κι αν έρθει, νύφη, η παπαδιά, κοίταξέ σου να μη κάμεις τίποτα, χωρίς εγώ να ξέρω, γιατί ο γαμπρός σου ο παπάς δεν είναι κανένας κουτός άνθρωπος. Όταν θα μιλήσετε, θέλω νάμαι κι εγώ εκεί!…».
Και, λέγοντας έτσι, επήρε τον κατήφορο, χαμογελώντας. Κι η Μαρία είπε μιλώντας με τον εαυτό της: «Κάνε, κάνε, μωρέ Αργύρη βωζιασμένε· όσα αποχτάς δε θα τα χαρείς, γιατί είσαι σάπιος, μωρέ! Μα είναι ανυπόφερτο πράμα, δε μας αφήνεις ούτε να κινηθούμε! Τι μπαίνεις η αφεντιά σου στο δικό μας, στο πράμα του πατέρα μου; μα τι μπαίνεις; Καλά μού τα λέει η αδερφή μου η παπαδιά! Μα!».
Κι έτσι λέγοντας εβγήκε από την πόρτα και κείνη, κι εμπήκε στο σπίτι του Καραβέλα, κι εβάλθηκε αμέσως να του συγυρίζει το κρεβάτι. Έτσι έκανε κάθε βράδυ. Κι ο Καραβέλας την ακολούθησε γελαστός, περπατώντας σιγά σιγά, και χαϊδεύοντας τ’ άσπρα του τα γένια.
Η Μαρία τον εκοίταξε κι έβαλε τα γέλια.
«Όσο βαστιέσαι ακόμα», τούπε, «πας καλά έτσι, αμή έπειτα; Έπειτα έρχονται οι κακές μέρες! Στον πάτο γράφει η πόρτα!».
«Σαν το βάλω στο νου μου», αποκρίθηκε σοβαρός, «τότες λέω πως πρέπει να πάρω σύντροφο, γιατί…»
«Μ! μ! μ!» του ξανάκαμε η Μαρία με τα δύο δάχτυλα πάνου από το μέτωπό της.
«Το ξέρω», της ξανάπε, «μα τι να σου πω, μου μπορεί ακόμα η γυναίκα!…».
«Είσαι λύξουρος!» τούπε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
«Κι έπειτα», είπε ο Θωμάς κοιτάζοντάς την με πόθο, «δε μου χρειάζεται νάναι και τρυφερούδι. Να! μία γυναίκα νοικοκυρά, γερή… σαν την αφεντιά σου, ας πούμε!… που σου στάζει, να μην αβασκαθείς, το αίμα από το μάγουλο!…» Και λέγοντας έτσι, σιγά σιγά την εζύγωνε.
Η Μαρία ξαναγέλασε δυνατά και, ρίχνοντάς του μία λοξή ματιά, τούπε: «Α Θωμά, α Θωμά! είσαι πάρα πονηρός, εγώ σε ξέρω, καημένε μου! Παιγνίδια μού θέλεις· ε; Χα, χα, χα! Μα ξέρεις τι λέει ο μύθος: “Παίζει ο νιος με την κοπέλα; άφησ’ τους κι ας παίζουνε! Παίζει ο γέρος με τη νια; την… την έκαμε, την έκαμε ό,τι ήθελε με μια!” Καημένε Θωμά, το ξέρω, το ξέρω, που σου αρέσω! Χα, χα! Εμάς τω γυναικώνε αυτό δε μας ξεφεύγει… Μα αυτή η δουλειά έχει κόκκαλα!…»
«Άκουσε, Μαρία», της είπε, και τα μάτια του εσπιθήρισαν· «άκουσε! Δεν είμαι νιος, μα η καρδιά μου είναι σα δεκοχτώ χρονώ παιδιού! Αλήθεια σού λέω!».
«Σαν τράγος που είσαι!» ξαναγέλασε η Μαρία, κουνώντας τα τέσσερα δάχτυλά της κάτου από το πηγούνι της.
«Θα τα κόψω», της απάντησε πιάνοντας τα γένια του· «αύριο, πούναι Σαββάτο, θα τα ξουρίσω. Ω Μαρία, πού είναι κείνος ο καιρός! Ήσουνε κοπέλα, κι εγώ μεγαλύτερός σου πολύ και παντρεμένος· και σ’ εκαμάρωνα σαν εδιάβαινες το χωριό, ανάμεσα στες άλλες γυναίκες, με τη στάμνα σου, όμορφη, όμορφη: ναι, η πιλιό όμορφη!… Ήθελα νάχα χηρέψει τότες· ω, θα σ’ είχα πάρει· μα η τύχη μου, ανάθεμά τηνε, αποφάσισε αλλιώτικα… Κι εχάρηκα τόσο, όταν είχα ακούσει πως σ’ έκανα γειτόνισσα, σαν επήρες το Γιάννη, γιατί έτσι θα μπορούσα να σε βλέπω όσο ήθελα· μα εζήλευα κιόλας το Γιάννη που σ’ έπαιρνε… Και τώρα έχουνε περάσει χρόνια, και τα ξαναθυμούμαι όλα αυτά, και δεν ξέρω τι γίνεται μέσα μου… Ξανανιώνω, Μαρία, όταν σε κοιτάζω, όταν είσαι κοντά μου, και φαντάζομαι τι θάτανε, αν ίσως…»
Και, λέγοντας έτσι, ο Καραβέλας την είχε ζυγώσει σιμά στο κρεβάτι του, κι ολομεμιάς τής έριξε γύρω της το δυνατό του χέρι και την έσφιξε απάνου του με πόθο.
«Ω ψυχή μου!…» εμουρμούρισε.
Εκείνη τον αγριοκοίταξε πρώτα, μα δεν εμπόρεσε να κρατήσει τα γέλια που την έπνιξαν, και του φώναξε ξεκαρδισμένη: «Κάτου το φαουσόχερό σου! Άφησέ με αμέσως, κακομοίρη μου! Είσαι γέροντας, και σε σιχαίνομαι! Έλα, σου λέω, άφησέ με!». Κι έφτυσε κατά γης.
Μα ο Καραβέλας δεν την άφηνε ακόμα· κι η Μαρία εθύμωσε. Τον εκοίταξε άγρια στο πρόσωπο, που τώρα ήταν σιμά στο δικό της και πούχε κοκκινίσει, και δεν εμπόρεσε πάλι να βαστάξει τα γέλια: «Δεν κόβεις, καημένε, τα γένια σου, πούσαι σαν τράγος!» τούπε. «Το στόμα σου είναι χωράφι· δεν έχεις δόντι! και θέλεις και γυναίκα! Χα, χα, χα! Τι θα σου ζηλέψουμε;»
Kαι, λέγοντας έτσι και γελώντας, όλο προσπαθούσε να του ξεφύγει, κινώντας όλο της το κορμί.
«Άφησέ με, λέω, γιατί φωνάζω! Φτάνουνε τ’ αστεία!
Άφησέ με, Θωμά! Δε βλέπεις, καημένε, τι παλληκάρι με κοιμάται; Είσαι γέροντας, είσαι άσκημος, είσαι σιχαμερός. Φτου, φτου!»
Και, κάνοντας μία δυνατή προσπάθεια, εκατάφερε να λευτερωθεί από το σφίξιμό του, κι ήρθε σιμά στην πόρτα.
«Α τέτοιος είσαι!» του ξαναφώναξε. «Δε θα πατήσω πιλιό στο σπίτι σου· δε θα με ιδείς πιλιό εδώ μέσα!»
Εκείνος αναστέναξε και την εκοίταξε σα δαρμένο σκυλί και δεν της απάντησε. Ήταν κουρασμένος από το πάλεμα και πικραμένος. Η Μαρία ξαναγέλασε από καρδιάς, και σα μετανιωμένη τού ξανάπε γελώντας:
«Και πάλε ποιος ξέρει… σαν ιδώ που αγαπάς στ’ αλήθεια! Ε, τότες μπορεί να μη με βαστάξει η καρδιά! Αλλιώς, τι σε θέλω; Καλύτερος δεν είσαι από το Γιάννη μου! Δε σ’ αφήνω όμως να κάμεις το κέφι σου και να γελάς μαζί μου, έτσι, χάρισμα! Α όχι, καμία δουλειά, Θωμά μου». Και τούκανε όχι με το δάχτυλο και με το κεφάλι. «Θα ιδώ πρώτα, θα ιδώ την αγάπη σου· μα αγάπη μία φορά!… Αλλιώς, χτήμα έχεις και παντρέψου, μαγάρι αύριο. Γυναίκα βρίσκεις, είπες! Αμή τι! Πας για να με γελάσεις· ε; Δεν το ξέρεις που είμαι πουλί πονηρό, Θωμά; Κι αύριο να μου φέρεις εδώ μέσα καμίαν άλληνε και να τη βλέπω σπίτι σου και να γελάτε μαζί και να μου κάνετε πείσματα! Αυτό γυρεύεις να μου κάμεις! Έξυπνος που είσαι, Θωμά! Μα αυτά μαζί μου δεν περνάνε! Όχι, όχι!»
«Κάνω ό,τι θέλεις», της απάντησε ο Καραβέλας, χάνοντας τα λογικά του και σμίγοντας τα χέρια· «έλα, Μαρία, κι ας είναι όλα δικά σου! Έλα, κι έχε με έπειτα για δούλο σου στο σπίτι μου, και δίνε μου μονάχα ογγιά το ψωμί κι ογγιά το νερό· ό,τι έχω και κατέχω πάρ’ το! Μα έλα, ψυχή μου! Σου τα παραδίνω όλα· κι αν το θέλεις, κάνω σαν το Γλαβοστάθη πώκανε τα μαϊκά και που παράδωκε του Διαόλου ως και την ψυχή του, και δεν εβάσταξε για τον εαυτό του παρά μισό κουτάλι στο ζωνάρι του. Ω μη μου φύγεις! Δε με ψυχοπονιέσαι;».
Η Μαρία εγελούσε πάντα. Ο αλαλιασμένος γέροντας την εδιασκέδαζε· και τώρα δεν τον εφοβότουν. Πισώπλατά της ήταν η πόρτα.
«Θα ιδούμε», τούπε· «στο χέρι σου είναι!». Και, σα να εντρεπότουν, έκρυψε με τη μπόλια της το πρόσωπό της. Κι αυτήν τη στιγμή την έκραξε απ’ όξω ο άντρας της που ξαναγύριζε από τη δουλειά του στο σπίτι, χοντρός, δυνατός, νέος.
«Ορίστε», του απάντησε, κατεβαίνοντας με χαρά τα χαλασμένα σκαλοπάτια του σπιτιού του Καραβέλα, κι ευρέθηκε όξω.
«Τα ξαναλέμε», εφώναξε του Καραβέλα, που, ακολουθώντας την, έβγαινε κι εκείνος από το σπίτι του ταραγμένος και λυπημένος.
Ο Γιάννης εστεκότουν ορθός στο κατώφλι του σπιτιού του, και η Μαρία τούπε γελώντας: «Γιάννη, Γιάννη, τι επήγες να πάθεις σήμερα! Λίγο έλειψε, μα πολύ λίγο! κι ο Θωμάς σ’ εκεράτωνε! Ωωω, κάπρος!».
Ο άντρας της εταράχτηκε μία στιγμή, εκοίταξε πρώτα το Θωμά, που εβάλθηκε να τρέμει και που κατέβασε το βλέμμα, κι έπειτα κατάματα τη γυναίκα του, με τα αγαθά του μισοκλεισμένα μάτια. Η Μαρία δεν είχε πάψει ακόμα το γέλιο της κι εκοίταζε περιφρονητικά το γέροντα. Κι ο Γιάννης τότες εβάλθηκε ως κι αυτός να γελάει δυνατά, κι έγνεψε της Μαρίας να τον ακολουθήσει.
Κι ο Καραβέλας εκούνησε πονηρά το κεφάλι του, κι είπε σα να μιλούσε με τον εαυτό του, μα αρκετά μεγαλόφωνα ώστε να τον ακούνε κι οι άλλοι: «Μα τον άγιο Σπυρίδωνα, ο Αργύρης μούδωκε σήμερα την καλύτερη ορμήνεια! Είμαστε σύφωνοι όλοι! και θα κάμω ό,τι μου λέει. Θα ρωτήσω το νοδάρο άμα τον ιδώ. Έτσι θα φχαριστηθεί, λέω, κι η Μαρία!… και…»
Ήταν ένα άλλο απόγιομα, κι ήταν ακόμη καλοκαίρι. Ο ήλιος επήγαινε να βασιλέψει, χρυσώνοντας όλες τες κορφές των βουνών. Στο σπίτι του Αργύρη ήταν, αυτήν την ώρα, μονάχη η Χρυσάνθη στη μεγάλην την κάμαρη, κι εσυγύριζε κι εμιλούσε μονάχη της, κι έτρεμε το κοκκαλιάρικο και γερασμένο κεφάλι της. Κι έλεγε, μιλώντας μοναχή της: «Τον εφάγανε οι έγνοιες τον καημένο τον Αργύρη μου, τον καλό νοικοκύρη, τον καλό τον άνθρωπο! Όλο για το σπίτι του δουλεύει ο νους του, και του δίνουνε κάθε μέρα το σπολλάητη· ησυχία δεν έχει ποτέ, ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Δώσε από δω, πάρε από κει, κάμε τούτο, άφηκε τ’ άλλο· αν ησυχάζει κι η θάλασσα, ησυχάζει και το κεφάλι του. Και το άσμα του έτσι όλο πάει χειρότερα, κάθε μέρα και χειρότερα! Και φαίνεται αντίς τόσο γερός! Θερίο! Παχύς παχύς, κι όμορφος όμορφος! Μα τόσο δα να χολευτεί, ένα μικρό ανηφοράκι να κάμει, όποια άλλη δουλειά να πιάσει, κάτι να μην του πάει ίσια, και γένεται ευτύς σαν πεθαμένος, και λαχανιάζει, και λέχεται, σαν το σκύλο τώρα το καλοκαίρι! Ζωή κι αυτή! Κι εκείνη η άλλη στρυνάρι! Τρώει, πίνει, κοιμάται τον άντρα της, φωνάζει, κάνει, δαιμονίζεται, τίποτα! Γερός πηλός! κι ο Γιάννης της, γερός· κι όλο γελάει, όλο γελάει, σα χάχας! Και δεν την βάζει τίποτα τη μύτη κάτου! Πάει στην εκκλησιά, κι όλες γυρίζουνε και τήνε κοιτάζουνε, και τη ζηλεύουνε, τόσο που την πιάνει συχνά το κακό το μάτι· φορεί τα χρυσάφια της στο χορό, και λάμπει, ανάθεμά τηνε, όλος ο τόπος! Και μη δεν έχουμε τα ίδια στολίδια; Όσα έχει αυτή, τάχω και γω· όπως τα φορεί αυτή, και γω· όπου πάει αυτή, είμαι και γω! Μα εγώ τώρα, αχ! εγέρασα! Πάει τώρα! Πώς να πολεμήσω με τα χρόνια; τα μαλλιά μου ασπρίσανε, τα δόντια μού πέφτουνε, το κεφάλι μου τρέμει, εγιόμισα ζάρες· πάνε οι καλοί καιροί, πάνε! Κι αυτή ξανανιώνει! Στάζει αίμα το μάγουλό της· θυμώνει και γένεται κόκκινη, φωτιά! δουλεύει κι ιδρώνει, και γερεύει περσότερο, και δεν αρρωστάει ποτέ της… Αχ!». Κι έτσι λέγοντας έσπρωχνε σκυμμένη τα σκουπίδια όξω από την πόρτα με μία χαμηλή σκούπα από κλαρί μυρτιάς.
Σε λίγο μία γυναίκα ερχότουν γνέθοντας σπίτι τους. Την εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο και της είπε: «Καλώς όρισες, παπαδιά μου!».
«Καλό στη συμπεθέρα!» της απάντησε η παπαδιά, σταματώντας μπροστά της και στρίφοντας το αδράχτι. «Όρισε μέσα να καθίσεις. Μέσα είναι δροσιά καλύτερη, γιατί μπαίνει κι από τα παράθυρα αέρας.»
Εμπήκαν κι οι δύο μέσα. Η παπαδιά έβγαλε από τη ζώνη της τη ρόκα και την απίθωσε σε μία γωνιά σιμά στο παράθυρο, κι ήρθε κι εκάθισε απάνου στη μεγάλη κασέλα.
«Επήρα», είπε, «τη ρόκα μου για να μη διαβώ από το φόρο με κρεμάμενα τα χέρια· καματερή είναι. Και οι άντρες αφορμή γυρεύουνε για να μιλούνε· κάθονται και ξετιμώνουνε όποιανε περνάει… Αμή η Μαρία;».
«Όπου κι αν είναι, επλάκωσε», της αποκρίθηκε η Χρυσάνθη τρέμοντας με το κεφάλι και καθίζοντας σε μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι. «Πάει στο χωράφι μας για θέλημα κι εμίλησε να τήνε προσμένεις. Παίρνεις καφέ, παπαδιά;»
«Mην πειραχτείς!… Πού θα πας τώρα;»
«Εγώ πουθενά. Στο μαγειριό είναι η θυγατέρα μου.
Εγύρισε από το πλύμα και κάνει τη μπουγάδα της. Φωτιά έχει αναμένηνε. Καμία πείραξη δεν είναι!» Κι έκραξε: «Αγλαΐα, έλα να κάμεις τον καφέ τση παπαδιάς· κάμε μου και μένανε!».
«Σε λίγο θάναι εδώ κι ο παπάς μου κι ο πατέρας μου», είπε.
«Για κείνην τη δουλειά, βέβαια· ε; Καλώς νάρθουνε.»
«Για τη δουλειά μας!» είπε η παπαδιά, πειραγμένη λίγο και βρίσκοντας πως η Χρυσάνθη δεν έπρεπε να γνοιάζεται για την ξένη υπόθεση.
«Α ναι», είπε η Χρυσάνθη· «κι ο νοικοκύρης μου το λέει· οι δουλειές καλό είναι να τελειώνονται σύντομα· ευρέθηκε τώρα τρόπος;».
Aυτήν τη στιγμή εμπήκε μέσα η Αγλαΐα, μία όμορφη χοντρή κοπέλα, δεκαπέντε χρόνων, ξυπόλητη, δίχως μπόλια στο κεφάλι και με ανασηκωμένα τα μανίκια· εχαιρέτησε την παπαδιά, επήρε δύο φλιτζάνια από το ράφι, και ξαναβγήκε αμέσως.
«Ο Αργύρης», είπε η παπαδιά, «είναι ξένος, και δε μπορεί νάχει γνώμη. Το όλο είναι ο Γιάννης. Αυτός ορίζει την αδερφή μου, κι αυτός θα της πει τι έχει να κάμει: αν θα πει το ναι ή το όχι!».
«Δεν το ξέρεις, παπαδιά», είπε πειραγμένη η Χρυσάνθη, «που ο Αργύρης μου, ζωή νάχει, είναι του σπιτιού το τεμόνι; Ο Γιάννης, χωρίς να του πάρει το ρώτημα, δεν κάνει ούτε τόσο δα!». Κι έδειξε την άκρη του δάχτυλού της. «Και σωστό είναι: γιατί ο Αργύρης μου, το λέει όλο το χωριό, έχει περσότερο μυαλό, αυτός ξέρει κι ορμηνεύει ως και τους ξένους, έρχονται εδώ ανθρώποι και ρωτιώνται σ’ αυτόνε, σα να πηγαίνανε στον αβουκάτο! Το Γιάννη τόνε ρωτάει για τον τύπο… γιατί είναι τυπικός άνθρωπος ο Αργύρης μου. Και, ξέρεις, παπαδιά, τα δύο αδέρφια είναι αγαπημένα σα δύο αγγέλοι, όσο και να μαλώνουμε εμείς οι γυναίκες. Και φυσικό είναι: από μικρά τα κυνηγήσανε τ’ άλλα τους τ’ αδέρφια από άλλη μάνα, κι ο Γιάννης αφοκράστηκε τη μάνα του κι απακουμπίστηκε στον Αργύρη κι αυτός, πες, τον εκουνάρησε, αυτός τον επάντρεψε, τούκαμε τα στολίδια της γυναίκας του, όσα έχω και γω… Ο πατέρας τους τον είχε αφήκει μικρόνε, κι ο Αργύρης μου τον επήρε μαζί του με τη μάνα τους· κι επήγανε χώρια κι οι τρεις τους· κι έτσι ο Γιάννης τόνε θεωρεί ακόμα σαν πατέρα του.»
Η Αγλαΐα έφερε αυτήν τη στιγμή τον καφέ, κρατώντας τα φλιτζάνια ένα σε κάθε χέρι, τον επρόσφερε στες δύο γυναίκες, και ξαναβγήκε αμέσως χωρίς να μιλήσει.
Η παπαδιά την ακολούθησε με το βλέμμα. «Καλή κοπέλα» είπε· «δεν ακούεται σε τίποτα!».
«Τσι κοπέλες μας», είπε με καμάρι η Χρυσάνθη, «τσι μαθαίνουμε γρέτζικα. Ο νοικοκύρης μου, πούναι φρόνιμος, δε θέλει μεγαλοπρέπειες! Θέλει να μάθουνε όλα τα θελήματα από το πρώτο στο ύστερο, θέλει να μη βαριούνται, να μη ντρέπονται τη δουλειά. Μόνο που δεν ξενοδουλεύουνε. Αυτό όχι. Και θέλει έτσι, για να μπορούνε να πάρουνε κι έναν άνθρωπο πλιο δεύτερο, αν τους λάχει. Οι μεγάλοι θέλουνε προικιά πολλά και δεν είναι πάντα οι καλύτεροι. Πολλές φορές προκόβουνε καλύτερα οι προστυχότεροι. Κι αν καρτερούμε μοναχά μεγάλους, μπορεί να μείνουνε ανύπαντρες σαν τσι θειες τους που εγεράσανε έτσι!… Και, ξέρεις, παπαδιά, είμαστε όλοι με τη γνώμη του νοικοκύρη μου. Φυσικά, αυτός είναι το τεμόνι!».
«Το τεμόνι», είπε η παπαδιά πειραγμένη και μ’ ένα χαμόγελο.
«Το τεμόνι!» είπε βεβαιώνοντας η άλλη. «Κι είμαστε όλοι σύφωνοι και σ’ αυτό και σ’ ό,τι άλλο πει· γιατί ό,τι λέει είναι για το καλό του σπιτιού· κι είμαστε αγαπημένοι, όπως θέλει ο Θεός!… Τι μπαίνει που κάποτες…»
Η παπαδιά άνοιξε ξαφνισμένη τα μάτια της: «Αγαπημένοι!» είπε· «μα με την αδερφή μου ούτε δε μιλείτε, και μαλώνετε κάθε στιγμή, συμπεθέρα μου! Είσαστε παράξενες και οι δύο! Και μοναχά την ημέρα που θα μεταλάβετε, αγαπιόσαστε για καμία ώρα, και την ίδια μέρα αρχίζετε πάλε τα ίδια!…».
«Μην τα λογαριάζεις αυτά! η γρίνια δε μας χωρίζει. Και ποια φαμίλια δεν έχει γρίνια; Πάμε μπροστά έτσι τόσα χρόνια!… για το ιντερέσο όμως είμαστε πάντα σύφωνες! Είδες τ’ αδέρφια, σαν είναι μικρά παιδιά, τσακώνονται όλη μέρα, δέρνονται όλη μέρα… έτσι κι ο Αργύρης μου έδινε ξύλο του αδερφού του όσο θέλεις· κάθε μέρα!… Σαν εμεγαλώσανε όμως, λησμονηθήκανε όλα, κι είναι τώρα μέλι γάλα. Το ίδιο και μεις, να ζήσεις!… κι οι άντρες μας δε μας ακούνε.»
Ωστόσο είχαν πιει κι οι δύο τον καφέ τους· η παπαδιά αναποδογύρισε το φλιτζάνι της πάνω στο πιατάκι του και το απίθωσε στο τραπέζι· η Χρυσάνθη σηκώθηκε, το πήρε, και μαζί με το δικό της το φύλαξε στο ράφι. Έπειτα ήρθε στο παραθύρι κι εκοίταξε πέρα το δρόμο. Κι οι δύο γυναίκες ξακολούθησαν την ατέλειωτη ομιλία τους.
Σε λίγο η Χρυσάνθη είπε: «Η Μαρία επλάκωσε!».
«Ναι;» της αποκρίθηκε η παπαδιά, σκύφτοντας από τ’ άλλο παράθυρο.
Κάτου από τα μάτια τους, ομπρός τους, δεξιά κι αριστερά, απλωνότουν το μεγάλο χωριό, με τη μεγάλη κίτρινη εκκλησιά του στη μέση, με τες ανώμαλες μαυρισμένες στέγες του· πολλά κεραμίδια εκάπνιζαν αυτήν την ώρα. Και τα σπίτια ήταν χτισμένα πυκνά πυκνά στη μέση του χωριού, σε ανηφόρια, σε σιάδια και σε λακκώματα, άλλα μικρά κι άλλα μεγάλα, όλα με μικροστά παράθυρα, παλιά και καινούργια, σοβαντισμένα κι ασοβάντιστα, άλλα λοξά απάνω στα στριφτά σοκάκια, άλλα με την πρόσοψη στο δρόμο, κι άλλα με μόνο το ένα αγκωνάρι τους· κι αραιώναν προς το έβγα και προς τες άκρες του χωριού, χτισμένα μέσα στους κήπους τους, ανέβαιναν μία χαμηλή ράχη ανάμεσα σε καλαμιώνες, κι εκατέβαιναν ως τα σώχωρα, εκεί που στα λαγγάδια οι ελιές άπλωναν τ’ αργυροπράσινο φουντωτό κλαρί τους.
Ο αμαξωτός δρόμος έσκιζε το χωριό στη μέση, από άκρη σ’ άκρη, αλλά από τα παράθυρα του Αργύρη δεν εφαινότουν, παρά έκανε σαν ένα χάσμα ανάμεσα στες μαυρισμένες στέγες, κι εφανερωνότουν μόνο στο έβγα του χωριού, σ’ ένα γύρισμα, όθε επερνούσε πλατύς πλατύς, κατηφορητός και κάτασπρος, στα ριζά της άλλης ράχης με τα σπίτια και τους καλαμιώνες, κι εκατέβαινε ίσιος καμπόσο για ν’ αφανιστεί πέρα, πίσω από ένα βουνάκι φυτεμένο όλο μ’ αργυροπράσινες ελιές και μαύρα κυπαρίσσια και πούχε στην κορφή του μίαν όμορφη μικρή κίτρινη εκκλησιά, μ’ ένα χαμηλό καμπαναριό με τρεις μικρές καμπάνες.
Σ’ εκείνον τον πλατύ το δρόμο ανέβαιναν τώρα ως διακόσια πρόβατα, όλα ένα κοπάδι, συντρυμωγμένα όλα, το ένα σιμά στ’ άλλο, ξαλλάζοντας ρυθμικά και γλήγορα τα μικρά τους πόδια και κουνώντας χαμηλά το φοβιτσιάρικο γυμνό τους κεφάλι· κι ανάκατες μέσα στο ομοιόμορφο κοπάδι εφαινόνταν καμπόσες γίδες, που προβατούσαν μ’ ορθό το μισίδι, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, παρέτοιμες να τρέξουν. Κι έμενε πίσω από το κοπάδι ένα διάστημα δρόμου άδειο, όθε εσηκωνότουν σκόνη πολλή· κι ακολουθούσε ένα πλήθος γυναίκες, κάθε ηλικίας, γριές, νιες, κι ανύπαντρες, ως και ανήλικες κοπέλες και παιδιά μικρά μαζί τους, άλλες με στρογγυλά καλάθια στο κεφάλι, άλλες με σκισμένα ξύλα, άλλες με γιομάρια κλαρί, κρατώντας κάποιες στην αγκαλιά το παιδάκι τους, κι άλλες γνέθοντας τη ρόκα τους ή κεντώντας ομπρός τους το φορτωμένο υποζύγιό τους· κι όλες εκουβέντιαζαν αναμεταξύ τους, μπουλούκια μπουλούκια, και μεγαλόφωνα τόσο, που η χλαλοή ακουότουν ως το χωριό. Κι έπειτα έμενε πάλι ο πλατύς δρόμος άδειος. Και κατόπι ένας άνθρωπος, μ’ ένα άλατρο στον ώμο, οδηγούσε στο χωριό το μαύρο καματερό του, δεμένο από τα στρογγυλά κέρατα· και καθαυτό στο γύρισμα, κάτου από το βουνάκι με τες ελιές και την εκκλησιά, επρόβαλε τώρα στη μέση του δρόμου ο γάιδαρος του Καραβέλα φορτωμένος κλαρί από τη μία μεριά του σαμαριού και με τη Μαρία καθισμένην απάνου στη ράχη του, κι ο ίδιος ο Καραβέλας κατόπι, ξυρισμένος, με καινούργια ψάθα στο κεφάλι, με καινούργια τσαρούχια στα πόδια· κι αυτός με το χοντρό ραβδί του εκεντούσε από πίσω το ζώο.
Από τα παράθυρα καλά δεν εφαινόνταν, μα η Χρυσάνθη τούς εμάντεψε.
Και το κοπάδι όλο εσίμωνε προς το χωριό αφήνοντας σκόνη κατόπι του. Τώρα ακουόνταν τα πρώτα ζώα, που έβλιαζαν· και η χλαλοή εγενότουν δυνατότερη. Τέλος το κοπάδι έφτανε στο έμπα του χωριού, και κάτου από την πρώτη ράχη με τα σπίτια, στην αρχή του ανηφόρου που ανέβαινε σ’ εκείνην τη γειτονιά, ένα μέρος από τα πρόβατα εσταμάτησε, εξέμεινε πίσω, εξεχωρίστηκε από το κοπάδι, κι ερίχτηκε μ’ ορμή προς το ανηφόρι, πιλαλώντας γοργά. Κάποιες γυναίκες τούς επήγαν κατόπι κι ανέβηκαν μαζί τους τη ράχη. Και τα επίλοιπα ζώα ακολούθησαν το δρόμο τους. Και καθώς το κοπάδι περνούσε από του χωριού τα σπίτια, όλο εμίκραινε, γιατί πολλά ζώα εξέμεναν πίσω, ή σταματώντας στο σπίτι τους ή παίρνοντας του χωριού τα σοκάκια· κι έτσι δεν έφτασαν ούτε τα μισά στην αρχή του ανηφόρου που ανέβαζε στο σπίτι του Αργύρη.
Στο σπίτι πρωτόφτασαν τα πρόβατα κι εσταμάτησαν κάτου από την κληματαριά βελάζοντας. Η Αγλαΐα επήγε κι άνοιξε το στάβλο, κι εμπήκαν τα ζώα μέσα. Και σε λίγο έφτασαν κι οι δύο θυγατέρες της Μαρίας, φορτωμένες στο κεφάλι και κείνες, η Αμαλία με ξύλα σκισμένα, η Όλγα μ’ ένα γιομάρι χλωρό κλαρί, φορώντας κι οι δύο πισώπλατα στη ζώνη τους ένα τσεκούρι· και μαζί τους ήταν ο Αντρέας που, χαμογελώντας και δείχνοντας έτσι τα μεγάλα του δόντια, ψηλός, λιγνός, ξανθός, σκεβρωμένος και άνοστος, τους έδωκε χέρι για να ξεβοηθήσουν κι άδραξε την αφορμή για ν’ αρπάξει την Αμαλία από τον κόρφο. Τέλος έφτασε κάτω από την κληματαριά κι η Μαρία, με τον Καραβέλα κατόπι. Εσταμάτησαν το γάιδαρο, που ήθελε να πάει παρέκει, στο μικρό καλύβι του Καραβέλα, κάνοντάς τους σσσς! με τα χείλη, και λυγερή επήδησε από τη ράχη του κι ετίναξε τα φορέματά της. Κι ο Καραβέλας, βαστώντας το ζώο από το καπίστρι, την εκοίταζε μ’ ένα βλέμμα ανήσυχο που όλο εσπιθήριζε, κι εχάιδευε το άσπρο του μουστάκι, κι έρριχνε κιόλας ματιές στον εαυτό του μ’ ένα πικρό πονηρό χαμόγελο.
Εκείνη τούπε γελώντας και ρίχνοντάς του μία κοροϊδευτική ματιά: «Καλό νάχεις, Θωμά! που μ’ έφερες καβαλαριά!».
Κι ο Καραβέλας εγέλασε ευχαριστημένος. «Να ξεφορτώσουμε το γάιδαρο», είπε του Αντρέα.
Η Μαρία εγύρισε τες πλάτες κι εχάθηκε πίσω από το αγκωνάρι του σπιτιού για ν’ ανεβεί απάνου, ενώ ο γέρος με το παιδί ελυούσαν τα μακριά σαμαρόσκοινα.
«Ξέντεσε», τούπε ο Αντρέας, «το σκοινί από το σκαρβέλι!».
Ο Θωμάς εκοκκίνισε, τον εκοίταξε αγριεμένος και παρέτοιμος να βγει από τα όριά του, αλλά ημπόρεσε να βασταχτεί, βλέποντας πως το παιδί δεν είχε γνώμη να τον πειράξει.
«Από το σκαρβέλι, από το σκαρβέλι!…» τούπε.
«Ω Θωμά! διαμαρτυρήθηκε το παιδί φοβισμένο· «δε σούπα τίποτα! από το σκαρβέλι της σαμάρας, ναι, αυτό είπα… μη με κάμεις να φάω απόψε καμπόσο ξύλο!».
«Α ξέρεις!» τούπε ησυχάζοντας και σηκώνοντας το χέρι, σα νάθελε να τόνε χτυπήσει, και του χαμογέλασε. Ωστόσο η Μαρία είχε φτάσει απάνου και, πριν προφτάσει να μπει μέσα στο σπίτι, εξέσπασε σ’ ένα δυνατό γελοκόπι. Ετράβηξε με τα δύο χέρια της τα κόκκινα μάγουλά της κι εφώναξε χωρίς να βλέπει ποιος ήταν μέσα: «Ο Καραβέλας, μάτια! μάτια! δεν έχει πλια βασταγμό! Μάτια, πώς κάνει! Σαν κάπρος! Χα, χα, χα!». Και βλέποντας την παπαδιά, την εκαλησπέρισε χωρίς να κόψει το γέλιο της, κι έγειρε το κεφάλι της Χρυσάνθης. «Τι είναι αυτά που λες και που κάνεις!» της είπε σοβαρά η παπαδιά, που χωρίς να το θέλει αντισήκωνε το φέρσιμο του αντρός της. «Μου κάζεται που βουρλίστηκες, καημένη Μαρία!» Κι εκούνησε πολλές φορές το κεφάλι σφίγγοντας το στόμα της.
«Σαν καπρί!» ξανάπε η Μαρία και ξαναγέλασε δυνατά.
Η Χρυσάνθη χαμογέλασε της παπαδιάς φχαριστημένη. «Τανιψίδια μου», είπε με κακοσύνη, «θα κληρονομήσουνε τον Καραβέλα!».
Η Μαρία τής ξαναγύρισε το κεφάλι κι είπε πειραχτικά: «Όπως είναι τα μούτρα του ανθρώπου, είναι κι η καρδιά του! Ο κίτρινος άνθρωπος, παπαδιά μου, δεν είναι ποτέ του καλός· είναι η κακοσύνη που τόνε κιτρινίζει και του φέρνει την κεφαλοτρέμουσα!… Εγώ η δύστυχη ακολουθώ την ορμήνεια του Αργύρη, του σοφού του ανθρώπου!… Ίσια ίσια, αν πω όχι!».
Η Χρυσάνθη δεν της αποκρίθηκε κι εσώπασαν καμπόσες στιγμές κι οι τρεις τους.
Τέλος στο προαύλι ακούστηκε η φωνή του Γιάννη, πόλεγε στα παιδιά του, πασκίζοντας να φαίνεται σοβαρός, χωρίς και να το καταφέρνει: «Απόψε καθίστε ήσυχα με την Αγλαΐα· έχουμε απάνου κάποια ομιλία, και μη μπαινοβγαίνετε κάθε στιγμή στο σπίτι! Αδεμή θα σας ξυλίσει η μάνα σας! Φυλαχτείτε!». Κι εγέλασε. Εγέλασαν και τα δύο αγόρια μαζί του κι εκρεμάστηκαν από τα χέρια του κι από τα ρούχα του, προσπαθώντας να τον σταματήσουν, ενώ αυτός ανέβαινε τα σκαλιά του σπιτιού τους, μ’ ένα χαμόγελο χαράς στα χείλη, κάτου από το μακρύ κρεμαστό του μουστάκι, και με μισοκλεισμένα μάτια.
«Κάτσετε όξω!» είπε στα παιδιά του, σπρώχνοντάς τα γλυκά με τα χέρια.
Κι η Μαρία, άμα τον είδε, του φώναξε γελώντας δυνατά: «Μα το Θεό, Γιάννη, ο Καραβέλας θέλει να σου φορέσει τα κέρατα! Πάρε τα μέτρα σου! Δεν έχει πιλιό βασταγμό! Ω να τον ιδείς πώς κάνει! Πω, πω! μάνα μου! σαν κάπρος!».
«Χα χα χα!» εγέλασε ο Γιάννης κι εμπήκε μοναχός στο σπίτι κι εκαλησπέρισε.
Είχαν συναχτεί όλοι μέσα στο μεγάλο δωμάτιο, και μόνη η Χρυσάνθη είχε αποτραβηχτεί στο μαγειριό από διάκριση, γιατί η δουλειά δεν ήταν δική της. Οι δύο αδερφάδες, η παπαδιά κι η Μαρία, εκαθόνταν απάνω στη μεγάλη σκαλισμένη κασέλα, στην άκρη η μία, στηρίζοντας τόνα της πόδι στο πάτωμα, στη μέση η άλλη, με κρεμάμενα και τα δύο πόδια, που κάθε τόσο τα κουνούσε, όταν ήθελε να μιλήσει. Ο Γιάννης είχε καθίσει σ’ ένα χαμηλό μπαγκούλι στα πόδια της γυναίκας του, ξεμανίκωτος, μ’ ανοιχτό το μαλλιερό του στήθος, με μισόκλειστα μάτια, σα νυσταγμένος, κι είχε βγάλει την ψάθα του από το κεφάλι, και πότε την έπαιζε στα χέρια του, πότε έκανε μ’ αυτήν αέρα στο πρόσωπό του. Σ’ ένα σκαμνί σιμά του ήταν ο νοδάρος, πιο γέρος ακόμη εκείνο το βράδυ, λιγνός, με διάφανο πετσί, με κόκκινα μάγουλα, με το χαμόγελό του, που δε μπορούσε ποτέ να σβηστεί, ούτε όταν εθύμωνε, σκυφτός απάνου στο χοντρό ραβδί του που το βαστούσε με τα δύο του χέρια ανάμεσα στα πόδια του. Ο Αργύρης ανάπνεε με δυσκολία, ξαπλωμένος σε μίαν άλλη καρέκλα, γέρνοντας τες πλάτες του στο μεγάλο τραπέζι, που ήταν στη μέση της κάμαρας, στρωμένο μ’ ένα μάλλινο σειρωτό μεσάλι, γαλάζιο, άσπρο και κόκκινο, κι εκοίταζε κάθε τόσο από τη μία μεριά κι από την άλλη, ανοιγοκλειώντας τα μικρά ζωηρά του μάτια. Και τέλος, ξάγναντα στο νοδάρο, ήταν καθισμένος με μεγαλοπρέπεια ο όμορφος παπάς, ο γαμπρός του, ένας άντρας ψηλός με κοντά γένια, που άρχιζαν ν’ ασπρίζουν, με μεγάλα ωραία μάτια κάτου από τα σταχτιά του φρύδια, μ’ ευγενικό πρόσωπο, με μαλακό σκούφο στο κεφάλι, και ντυμένος με καθαρά μαύρα ράσα και με κόκκινο ζωνάρι. Εβαστούσε απανωτά τα δύο του πόδια κάτου από το πρασινισμένο σώρασό του, και το δεξί του χέρι περασμένο πάνουθε από το ακουμπιστήρι της καρέκλας του· κι είχε ψηλά το κεφάλι, σαν όταν ελειτουργούσε μέσα στο άγιο βήμα της εκκλησιάς του.
«Συμφωνήστε», έλεγε ο νοδάρος με τη φωνή του που μετά βιας ακουότουν και πόβγαινε σα σβημένη πνοή μέσαθε από τα ροδοκόκκινα χείλη του· «συμφωνήστε σαν αδερφάδες, σαν εδικοί που είμαστε όλοι μας. Εγώ δε θέλω να βαστάξω για τον εαυτό μου τίποτα· ξέρω πως τα γεράματά μου είναι ασφαλισμένα. Πόσο ακόμα θα ζήσω; Δύο, τρία χρόνια; Ναι και όχι! Η αγιοσύνη του είναι ιερωμένος άνθρωπος· πώς θα μ’ αφήκει να πεθάνω στη ρούγα; Απ’ ό,τι τρώει θα μου δώκει κι εμένα· κι αν πάλε σπίτι του δεν είμαι φχαριστημένος, έρχομαι δω στης Μαρίας μου, να μου δώκει ένα κομμάτι ψωμί. Πώς θα μου τ’ αρνηθεί; Ας έχει δόξα ο Θεός, έχει για να θρέψει δέκα σαν κι εμένα!…»
Κι έπειτα είπε ο Αργύρης κλειώντας τα μικρά του τα μάτια: «Αυτό θέλει κι η δικαιοσύνη! Στον πάτο της γραφής η αγιοσύνη του είχε ως τα σήμερα όλο το χτήμα!». Η παπαδιά τούριξε μία λοξή ματιά, κι ανυπόμονα είπε: «Ακούς, Γιάννη, τι μας λέει ο πατέρας μας; Μίλιε εσύ· η διαφορά μας στέκεται μόνο στο σπίτι! Αλλά εγώ θέλω να κουβεντιάσουμε με σε· ακούς, Γιάννη;».
O Γιάννης εγέλασε και δεν αποκρίθηκε.
«Μα την ευκή», είπε ο παπάς με μεγαλοπρέπεια, χοντραίνοντας τη φωνή του σαν εκεί που κήρυχνε στην εκκλησιά το Βαγγέλιο, «το σπίτι έτσι, όπως είναι τώρα, είναι κάτι· μα, αν ίσως μοιραστεί σε τρία — γιατί φυσικά θα βαστάξει κι η αφεντιά του, ο πατέρας μας, ένα μέρος για το καγκέλο του· δε μπορεί, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός, να γράφει στο δρόμο… ε;…»
«Βέβαια, βέβαια!» είπε βιαστικά ο Γιάννης, που ενόμισε πως έπρεπε να μιλήσει, γιατί δε μπορούσε ν’ ακολουθήσει τη δύσκολη φρασεολογία του παπά.
«Πώς βέβαια;» τούπε, κουνώντας με θυμό το κεφάλι της η Μαρία, «έχουμε…»
«Το σπίτι», την αντίσκοψε η παπαδιά, «είναι σ’ άλλη γειτονιά· τι θα το κάμετε; Νάταν εδώ σιμά, το καταλάβαινα».
«Βέβαια!» ξανάπε αμέσως ο Γιάννης χαμογελώντας και θέλοντας να δίνει και κείνος κάποια απάντηση.
Η Μαρία τούγυρε θυμωμένη το κεφάλι και τον άγγιξε με το πόδι της. «Έχουμε», είπε, «δύο παιδιά αρσενικά· ο καιρός περνάει· αύριο παντρεύουμε το ένα, του δίνουμε σπίτι εκεί κάτω, κι έτσι δε σκάζουμε εδώ από τη στενοχώρια! Πού να χωρέσουμε όλοι μας εδώ μέσα, σούρδου μούρδου, σαν τους Γύφτους!».
«Βέβαια, βέβαια!» είπε ολομεμιάς ο Γιάννης, γελώντας φχαριστημένος.
«Ω ίσαμε τότες», είπε με μεγαλοπρέπεια ο παπάς, «ο Θεός έχει! Ποιος γνωρίζει τα θελήματά του;». Κι εσταυροκοπήθηκε. «Ως κι εγώ πατρικό σπίτι δεν έχω· τάφηκα του αδερφού μου, αφού εύρηκα το καλύτερο! του τάφηκα έτσι, για την αμαρτωλή μου ψυχή, του το δώρισα! Αποζημίωση σε χτήμα δεν του πήρα, παρά μόνο έναν καφέ, κάποια ριζολιά, ξέρω και γω, για να λέω πως κάτι έλαβα και γω από τον πατέρα μου. Ναι, μα την αλήθεια!…»
Ο Αργύρης εκοίταζε ολόγυρά του ανήσυχος.
«Το σπίτι», είπε με τη σβημένη φωνή του ο νοδάρος, «καλό είναι να μείνει ένα καθώς είναι· ας τόχει η παπαδιά με τα παιδιά της· και θα μένω μέσα ως κι εγώ. Τόφερε η μοίρα να γένει πάλι ένα στο πρόσωπό μου, δε θέλω κιόλας να μοιραστεί στο πρόσωπό μου. Καλά που πρέπει ν’ αλλάξει νοικοκύρη, μα και να γένει πίσω πάλε τετάρτια;…»
Kαι ξακολούθησε αναστενάζοντας κι όλο χαμογελώντας χωρίς να το θέλει: «Ο Θεός δεν ηθέλησε να μου αφήκει το αρσενικό μου παιδί, τον αδερφό σας… είναι τώρα χρόνια πεθαμένος, μα δεν τον αλησμόνησα, μ’ έκαψε αυτός ο θάνατος! Θάτανε άντρας τώρα, πατέρας, ή και πάππους ίσως… αυτός θα τόπαιρνε όλο· κι αντίς θα πάω με τον καημό του στον Άδη. Ήμαστε τρεις αδερφοί· ο πατέρας μας έκαμε και τους τρεις νοδάρους, όπως ήτανε και κείνος. Μας έμαθε λίγα γράμματα· είχε τότες τα μέσα με τους αρχόντους και με τους Άγγλους, και τα κατάφερε. Έπειτα ο μεγάλος μας αδερφός, ο Μάρκος, εγίνηκε παπάς, την ευκή του νάχουμε, επήγε χώρια του και του δώκαμε το σπίτι της μάνας μας· εμείναμε έτσι δύο, κι ο πατέρας μας τρεις, νοδάροι στο σπίτι. Απέθανε σε λίγο κι η μάνα μας· απέθανε και το μονάκριβο παιδί του αδερφού μου, ένας νέος ίσιαμε κει πάνου!… έπιε φαίνεται νερό ιδρωμένος, επήρε μία πούντα, και σ’ έξι μήνες κάτου! Η νύφη μου δεν έκανε άλλα παιδιά. Κι έπειτα ήρθε η σειρά του αδερφού μου, επήγε κι εκείνος! κι έμεινα νοικοκύρης εγώ σ’ όλο το σπίτι και στο χτήμα, όταν ο πατέρας μας, εκατό χρονώ, έκλεισε τα μάτια. Κι είχα εσάς τες δύο και το παιδί τ’ αρσενικό· κι ήρθε τότες στο χωριό το σπυρί στο λαιμό, σα θανατικό· έκοψε κάπου εβδομήντα παιδιά, όλα τ’ ανήλικα… και το δικό μας!… Αχ! Και γω τότες έκλεισα τα βιβλία μου, και σας παράτησα με τη μάνα σας, κι εξενιτεύτηκα για να ξεδώκω τη λύπη μου, και δεν εγύρισα παρά έπειτα από δέκα χρόνους, ίσια ίσια για να κλείσω τα μάτια της μάνας σας και για να σας παντρέψω!… Ωχ! είδα τόσους θανάτους! Είδανε τα μάτια μου πολλά! Στην ξενιτιά όμως είχα δυστυχέψει πολύ!…»
«Ας έρθουμε στην ομιλία μας», είπε ο Αργύρης βλέποντας πως η ώρα περνούσε και ξέροντας πως ο νοδάρος, όταν άρχιζε να διηγέται τα παλιά του τα πάθη, δεν εύρισκε ποτέ το τέλος· «κι ας παραδεχτούμε…»
«Μίλησε, Γιάννη, εσύ!» τον αντίσκοψε η παπαδιά γέρνοντάς του το πρόσωπο.
«Η κουμπάρα μου», είπε με τη σβημένη φωνή του ο νοδάρος.
«Η κουμπάρα σου!» είπε σοβαρός ο παπάς· «αναφέρνεις αυτήνε μπροστά μου; Είμαι παπάς, είμαι και πνεματικός! πρέπει να βαστάω τη θέση μου!».
«Τα γεράματα», έκαμε η παπαδιά σα για να δικαιολογήσει τον πατέρα της, «αδυνατίζουνε το νου του ανθρώπου! Συμπάθησέ τονε παπά!».
«Η κουμπάρα μου», ξανάπε ο νοδάρος, «μ’ ορμηνεύει να μη σας μοιράσω το χτήμα, και μου λέει να μην αδικήσω καμίανε· σας αγαπάει και τες δύο όμοια!».
«Αυτή», είπε πικρογελώντας η Μαρία, «από την αρχή της σ’ εκατάστρεψε. Θέλει να σου τρώει αυτή! Δε σ’ άφηκε ποτέ λεφτό στην τσέπη. Θάσουνε σήμερα μέγας και πολύς, και μεις πλούσιες, γιατί όβολα έβγαλες καταδίκη».
«Αφήστε αυτήν την ομιλία! έκαμε πάλι σοβαρός ο παπάς, απλώνοντας το μεγάλο του χέρι.
«Αυτή», είπε ο νοδάρος με την ξεψυχισμένη φωνή του, που έτρεμε, «είναι γυναίκα που για μένανε εσυκοφαντήθηκε όσο καμία άλλη, εμισήθηκε από τον κόσμο κι από σας, κι εκαταφρονέθηκε για με. Κι επούλησε για με το χτήμα της, όταν εδυστύχεψα, και μ’ έχει δεκαπέντε χρόνους τώρα στα χέρια της, κι εγέρασε στα δικά μου τα χέρια· και δε μου ζήτησε ποτέ της τίποτα, ούτε στεφάνι! κι αν ήθελε θα την έπαιρνα, γιατί εβολούσε· κι όσες φορές την άκουσα, επήγα καλά, κι όταν δεν την άκουσα, εύρηκα τα λόγια της μπροστά μου! Μα εγώ δεν την ακούω, επίτηδες, για να μην το παίρνει απάνου της, και να μη λέει πως αυτή ορίζει!…»
«Τότες», είπε ο παπάς στενοχωρημένος, «κόπιασε να κουβεντιάσεις την κουμπάρα σου· περιττό είναι που εσυναχτήμακε εδώ!».
«Έχει δίκιο!» είπε ζωηρά η Μαρία.
«Αχ!» αναστέναξε η παπαδιά· «τα γεράματα τον εκάμανε να χάσει τη ντροπή».
«Μα δε λέει και τίποτα», είπε γελώντας με καλοσύνη ο Γιάννης. «Ο καημένος ο πεθερός μου θέλει κι αυτός ένα μπουκούνι γυναίκα στα γεράματά του. Τι παναπεί πούναι γέροντας; Καλά κάνει. Χα, χα, χα!». Κι έτσι λέγοντας εχόρευε την ψάθα του στα χέρια.
Κανένας δεν εγέλασε, κι οι γυναίκες εκοίταξαν τον παπά σα φοβισμένες.
Κι ο Αργύρης κλειώντας τα μικρά του τα μάτια είπε του Γιάννη: «Θα κουβεντιάσετε τη δουλειά σας ή όχι;
Εσκοτείνιασε! ανάφτε το φωτερό».
Η Μαρία επήγε στο ράφι, εκατέβαζε μία μπρούτζινη λάμπα του λαδιού, πούχε τέσσερα φυτίλια, την απίθωσε απάνω στο τραπέζι, την εγέμισε λάδι, της έσιαξε τα φυτίλια, επήρε σπίρτα από τον άντρα της και της άναψε τα δύο. Σιγά σιγά το σπίτι εφωτίστηκε, ενώ τα παράθυρα έφεγγαν ακόμη, κι όλοι εκοίταξαν ο ένας τον άλλον.
Κι ο νοδάρος είπε απαντώντας στον Αργύρη: «Μίαν άλλη στιγμή τελειώνουμε».
«Εθυμήθηκε», είπε η Μαρία, «την κουμπάρα του, κι εμετάνιωσε· θέλει τώρα να την ακούσει».
Ο Αργύρης εσήκωσε τες πλάτες του, κοιτάζοντας τον παπά· ο νοδάρος ηθέλησε να σηκωθεί.
«Κάθισε πατέρα», τούπε η παπαδιά, «μπορεί και να συμφωνήσουμε».
«Ας παραδεχτούμε», είπε η Μαρία, «πως σας αφήνουμε το σπίτι, δε θα μας αποζημιώσετε;».
«Bέβαια», είπε αμέσως η παπαδιά.
Ο παπάς ανυπομόνησε. «Βέβαια», είπε· «μα πώς βέβαια; Δε θα πάμε φυσικά με τους παλιούς, και δε θα το ξετιμώσουμε κατά το σύστημά τους, κάνοντας και τους λογαριασμούς τους! Το σπίτι, σα να πούμε, έχει τόσα τράβα: τόσο το ένα, κάνουνε τόσο. Τόσες σανίδες: τόσο η μία, τόσο. Τόσα κεραμίδια: τόσο τη χιλιάδα, τόσο. Τόσες οργιές τοίχο, τόσο. Τόσα παράθυρα, τόσες πόρτες, τόσο! Και πού να τα λέω όλα!…» Και, λέγοντας έτσι, εχτυπούσε κλειστά τα δύο πρώτα δάχτυλα του ενού χεριού του στην παλάμη του άλλου.
«Αμή πώς;» ερώτησε ο Γιάννης, νομίζοντας πως έπρεπε κάτι να πει και κείνος.
«Όχι έτσι!» είπε ο παπάς· «μα θα πούμε: το σπίτι είναι τώρα παλιό, κι αξίζει ένα τόσο».
Κι ο Αργύρης είπε άξαφνα: «Για το μισό σπίτι, θα δώσεις, παπά, της νύφης μου την κατοικιά σου, στο Φανό, καλύβι και χωράφι και μαζί τις δεκαπέντε ριζολιές!…».
«Την κατοικιά, μάλιστα!» είπε βιαστικός ο Γιάννης κι εγέλασε.
Ο παπάς εταράχτηκε. «Μα η κατοικιά», είπε, «είναι δικό μου χτήμα, τι μπαίνει με την προίκα της παπαδιάς μου!». Κι έπειτα από μία στιγμή ξανάπε σκεφτικός: «Ωχ, δεν κάνουμε τίποτα! ας αφήκουμε τώρα το σπίτι ανεμοίραγο, κι ας το διατάξει ο πατέρας μας, όπως βούλεται και θέλει, στη διαθήκη του! Ή κι ας μείνουνε τα πράγματα όπως είναι». Κι εσηκώθηκε, πιάνοντας όλο το ύψος της χαμηλής κάμαρας.
«Όχι!» είπε ο νοδάρος, αλλάζοντας άξαφνα γνώμη. «Της κουμπάρας μου θα της περάσει η ιδέα πως την ακούω. Ας τελειώνουμε! Κι έπειτα δεν είναι δίκιο νάχει όλο το χτήμα η παπαδιά, κι η Μαρία μου νάναι ξώπροικη! Άλλο πράμα όσο διεύτυνα εγώ: η καθεμία είχε την προίκα της, τα ρέστα ήτανε για με, τάκανα ό,τι ήθελα!»
Ο παπάς ξανακάθισε.
«Μα γιατί», είπε η παπαδιά, «δε μιλεί ο Γιάννης, γιατί δε μιλεί η αδερφή μου, παρά μόνο του λόγου σου, κυρ-Αργύρη; Μη σου βαρυφαίνεται, συμπέθερέ μου! Θα σ’ άρεσε να κουβεντιάζω εγώ για την προίκα της Χρυσάνθης;».
«O Γιάννης», είπε ο Αργύρης, «είναι βαρύσκοπος και δεν ξέρει παρά να λέει ναι, όλο “σοι Κύριε”!».
Ο Γιάννης εγέλασε.
«Δε θέλω», είπε ο παπάς, κουνώντας το ένα του πόδι, «δε θέλω να με λένε πλεονέχτη, γιατί είμαι ιερέας του Υψίστου! Ας παραδεχτούμε πως για το μισό σπίτι εγώ δίνω από το δικό μου την αποζημίωση, όχι βέβαια το χτήμα στο Φανό, μα αλλού… αν βρεθεί τρόπος, κι ας μιλήσουμε τώρα για τ’ άλλα τα χτήματα…».
«Θα βάλετε τα προικιά σας κάτω», είπε ζωηρά ο Αργύρης.
«Κάτω!» είπε γελώντας ο Γιάννης, που η σοβαρή ομιλία τον εδιασκέδαζε.
«Όχι!» είπε ο παπάς πεισμωμένος.
«Χωρίς τα προικιά σας το φτωχικό μου είναι λίγο!» είπε ο νοδάρος.
Εσυζήτησαν ακόμα πολλές ώρες, εμεγαλοφώνησαν, εθύμωσαν, εμίλησαν όλοι μαζί, και τέλος ευρέθηκαν σύμφωνοι. Για το περίφημο μισό σπίτι, η Μαρία θάπαιρνε την κατοικιά του παπά στο Φανό, το καλύβι και το χωράφι, αλλά όχι τες δεκαπέντε ελιές. Τότες είπε χαμογελώντας ο Αργύρης: «Από αύριο λοιπόν ο καθένας γένεται κύριος στο δικό του. Φέρε τώρα, Μαρία, κρασί, για να βλογήσει ο παπάς τη συμφωνία· κράξε εδώ και τη Χρυσάνθη!».
«Δεν της μιλώ!» είπε η Μαρία σουφρώνοντας το μέτωπο.
Κι αυτήν τη στιγμή εφανερώθηκε στην πόρτα του σπιτιού ο Καραβέλας, κοιτάζοντας μέσα το σπίτι, σα να ζητούσε να μιλήσει με κάποιον. Ο Αργύρης τον εκάλεσε να πιει και κείνος μαζί τους, κι ο Καραβέλας εμπήκε μέσα και τους εκαλησπέρισε.
«Ο νοδάρος», τούπε ο Αργύρης, «εμοίρασε τώρα το χτήμα του στες θυγατέρες του. Γέροντας άνθρωπος είναι κι αυτός· δε μπορούσε πλια να το δουλεύει. Έλα να πιεις και του λόγου σου στην υγειά του!».
Ο Καραβέλας εχαμογέλασε πονηρά. «Όλο του το πράμα», είπε, «στες θυγατέρες του!».
«Ναι», είπε ο Αργύρης ανήσυχος.
«Στες θυγατέρες του;» ξανάπε ο Θωμάς, κουνώντας το κεφάλι του και κοιτάζοντας κατάματα τη Μαρία· «όλο του το πράμα; Ώστε τώρα δε μπορεί πλια να πουλήσει τίποτα! Μα ούτε και πριν δε μπορούσε, γιατί φυσικά οι γαμπροί δε θ’ άφηναν! Και πώς να μπει ξένος σε τέτοια μπερδέματα!… Και το σπίτι;…».
«Κι εκείνο», τούπε γελώντας η Μαρία γιατί όλο την εκοίταζε.
«Μα γιατί στες θυγατέρες του;» είπε ο Καραβέλας· «δεν εύρισκε έναν ξένον; Αν αύριο οι θυγατέρες του τόνε βαρεθούνε, τι θα κάμει αυτός, γέροντας άνθρωπος; Καλύτερα ο ξένος παρά οι εδικοί· δεν μου τόπες έτσι, Αργύρη; Μπορεί και να μετανιώσει!».
«Παρατρέχεις, Θωμά», τούπε με μεγαλοπρέπεια ο παπάς.
«Έχεις δίκιο», είπε γλυκά ο Αργύρης· «μα όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίσια! Οι θυγατέρες του είναι παιδιά του, εσύ είσαι άτεκνος!…».
«Ο άνθρωπος», είπε πικρά ο Καραβέλας, «που δεν έχει κρέας δικό του, είναι σαν το πουλί στο κλαρί! Έτσι και γω. Ξέρω τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάμω. Ξέρω τι είναι αυτό που θα με κάμει να μετανιώσω… μα ο νους δεν ορίζει πάντα! κι ο άνθρωπος δεν ακούει πάντα την καλή του ορμήνεια, αλλά κάνει το ανάποδο, αυτό που ξέρει πως θα του φέρει κακό!… Ήρθα εδώ, Αργύρη, να σε παρακαλέσω να μου κάμεις την ισόβια πρόσοδο κατά πώς εμιλήσαμε! Ο νοδάρος είναι εδώ και θα μας ορμηνέψει!».
«Τι;» είπε η Μαρία θυμώνοντας· «ο Αργύρης θα σου πάρει το χτήμα;».
«Κι οι δυο μας», είπε χαμογελώντας ο Γιάννης· «δεν είμαστε αδέρφια; Γιατί εγώ, κι όχι ο Αργύρης; γιατί ο Αργύρης, κι όχι εγώ;…».
«Πολύ καλή σκέψη», είπε ο παπάς με μεγαλοπρέπεια· «πού να κυνηγιέσαι, γέρος άνθρωπος τώρα, με χτήματα, με δουλειές, αφού δεν μπορείς να δουλέψεις ο ίδιος! Έχεις ένα τόσο, βρέξει χιονίσει, κι ησυχάζεις».
Η Μαρία εκοίταξε το Θωμά και τον Αργύρη θυμωμένη· κι αυτός εκατάλαβε πως δεν ευχαριστιότουν. «Να σου τα γράψω της ίδιας;» της είπε παρακαλώντας.
«Η γυναίκα», είπε με σβημένη φωνή ο νοδάρος, κατεβάζοντας τα μάτια σα ντροπιασμένος, «δε μπορεί να κάμει ούτε το παραμικρό, χωρίς το θέλημα του αντρός της! Δεν μπορεί ούτε να κουνηθεί! Και τι ασφάλεια θάχες από την υποχρέωση μιανής παντρεμένης γυναίκας;».
«Kαι γω», είπε ο Γιάννης, «δεν κάνω τίποτα χωρίς τον αδερφό μου! Πώς θα πλερώνω; Αυτός βαστάει του σπιτιού το τεμόνι!».
Ο παπάς με μια ματιά του τον επαίνεσε.
«Μα», είπε ο Αργύρης, κλειώντας τα μάτια του, «ένα τάλαρο την ημέρα, όχι! α όχι! Αφού θάχεις το φαΐ σου, απ’ ό,τι τρώγω και γω, το πιοτό σου, απ’ ό,τι πίνω και γω, το συγύριο σου, τα φορέματά σου, και… κι ό,τι άλλο θέλει η καρδιά σου… τι άλλο; Δεν αξίζουνε όλα αυτά το τάλαρο; Και πάλε ας σου δώσουμε χαρτζιλίκι κι ένα φράνκο την ημέρα, να το χαλάς για την ψυχή σου· τι άλλο; Ας πούμε στρογγυλά εβδομήντα τάλαρα το χρόνο! τι λες; είναι καλά; Και μόνο αν σου καταλείψουμε το χρειαστό σου, θάχεις το δικαίωμα να ζητάς το τάλαρο· κι αυτό γιατί περπατούμε στον κόσμο με ζωή και με θάνατο! Μπορεί εγώ να πεθάνω, κι οι κληρονόμοι μου να μη σ’ ευχαριστούνε… Σου μιλώ ίσια, κι άγια! Τι λες;».
«Ναι, βέβαια! είπε πονηρά ο παπάς κι εσηκώθηκε από την καρέκλα του.
«Όπως θέλετε», είπε πονηρά ο Καραβέλας, κοιτάζοντας τη Μαρία. Αυτή τού χαμογέλασε.
Λίγες μέρες έπειτα η ισόβια πρόσοδο είχε υπογραφτεί. Κι είχε περάσει καιρός. Και μία μέρα ο Αργύρης αποφάσισε να γκρεμίσει το σπίτι του Καραβέλα, να το ξαναχτίσει μ’ ένα πάτωμα, και να το ενώσει με το δικό του. Κι είχε αγοράσει δύο οργυιές πέτρα, που τώρα ήταν ξεφορτωμένη στην αμμουδιά, είχε διορίσει στο βουνό τα μάρμαρα για τες πόρτες και τα παράθυρα, είχε ρίξει καμπόσα κυπαρίσσια, δικά του κάποια, κι άλλα αγορασμένα, είχε κράξει τους πριονιστάδες να του βγάλουν τα δοκάρια και τες σανίδες, είχε φέρει άμμο κι ασβέστη· κι οι γυναίκες του σπιτιού, οι δύο συνυφάδες και οι θυγατέρες τους, εκουβαλούσαν τα υλικά στο κεφάλι· κι ο ίδιος ο Καραβέλας εκουβαλούσε με το γάιδαρό του κι εκείνος από την αμμουδιά την πέτρα, πέντε στράτες την ημέρα, γιατί ήθελε να φχαριστήσει, όσο μπορούσε, τη Μαρία. Κι η πέτρα εμαζευότουν γύρω στο σπίτι του σωρός, που κάθε μέρα εμεγάλωνε στο προαύλι του, στο μικρό τον κήπο· και κάθε βράδυ ερχόνταν οι χλωρές κυπαρισσένιες σανίδες, γεμίζοντας μοσκοβόλια στον αέρα, κι εστιβαζόνταν σ’ ένα μαγαζί του σπιτιού του Αργύρη· κι οι χωριανοί, όταν απαντούσαν τον Αγρύρη στο δρόμο, τον εσυχαίρονταν μ’ ένα χαμόγελο στο στόμα, ενώ από μέσα τους τον εφτονούσαν· κι όλο το χωριό μ’ ένα στόμα κατηγορούσε τον Καραβέλα, και τον έβριζε, γιατί είχε αδικήσει τ’ ανίψια του κι είχε προτιμήσει τους ξένους.
Οι μήνες του καλοκαιριού είχαν περάσει, μα ο καιρός δεν είχε χαλάσει ακόμη. Κι ήτανε μία όμορφη, οχτωβριάτικη μέρα, ηλιόλουστη, κι εκόντευε το μεσημέρι. Κι ο Καραβέλας ανέβαινε αυτήν την ώρα, κεντώντας από πίσω το γάιδαρό του, τον ανήφορο, που ερχότουν από τη θάλασσα στο χωριό, κι ο δρόμος εκείνος περνούσε πρώτα μέσα από έναν ελαιώνα, σ’ ένα καταπράσινο πλάγι. Οι ελιές θεώρατες, πολύκλωνες, ψηλές, αργυροπράσινες, εβάιζαν από το βάρος του βλογημένου καρπού τους, που εχρύσιζε κι εγυάλιζε ανάμεσα στα μικρά φύλλα. Κι ήταν ο ελαιώνας εκείνος σαν περιβόλι, χωρίς σφαλιές κι αγκάθια, χωρίς άγρια χόρτα και ρείκια κάτου από τα δέντρα, γιατί οι νοικοκυρέοι, αναμένοντας να πέσει ο πλούσιος καρπός, είχαν ψιλώσει όλον τον τόπο, κι εσκέπαζε μόνο τη γη το νωπό χορτάρι και την εστόλιζε. Κι ο δρόμος ήταν ένας παλαιός δρόμος, από τον καιρό των Ελλήνων, στρωμένος με στρογγυλές μεγάλες άσπρες πέτρες, κι επερνούσε φιδωτός ανάμεσα στες μεγάλες εκείνες ελιές. Από αιώνες τώρα κανείς δεν τον έφτιανε κι ωστόσο καταλυμό δεν είχε· μα σε πολλά μέρη έλειπαν οι πέτρες, αλλού ήταν χωσμένος ο μισός από τα χώματα, που επέφταν από τους ψηλούς όχτους και που με τα χρόνια ελόγγιαζαν. Κι έπειτα έμπαινε σ’ ένα μικρό φαράγγι, ανάμεσα σε δύο ψηλές ράχες, που, ορθές κι απόγκρεμες, έδειχναν τες σκληρές φλέβες της γης στις αποτιλιές τους, χωρίς ούτε ένα χορτάρι, φαγωμένες από τους ήλιους και τες βροχές, και κατακίτρινες.
Και το μικρό υπομονητικό φορτίκι του Καραβέλα ανέβαινε με κόπο τον αψύν ανήφορο, φορτωμένο με δυο βαριές μεγάλες πέτρες, δεμένες από τη μια μεριά του σαμαριού κι από την άλλη· κι εσταματούσε κάθε τόσο για ν’ αλλάξει το πάτημά του, ή για να πάρει φόρα και ν’ ανεβεί κάποιο σκαλοπάτι του χαλασμένου δρόμου, ή για να διαλέξει το πλιο ίσιο κι εύκολο μέρος· κι από πίσω ο Καραβέλας, σκυφτός, ιδρωμένος, κόκκινος, με ριχτή τη γιακέτα του στον έναν ώμο, εκεντούσε με το χοντρό ραβδί του το ζώο, το βοηθούσε στα κακά πατήματα να σηκώσει το βάρος, σπρώχνοντας με το ένα χέρι από του σαμαριού τα σκαρβέλια ή πιάνοντας και με τα δύο του χέρια το σαμάρι, κι όλον το δρόμο αδιάκοπα του φώναζε: «Δε δω, δε δω», και του μιλούσε κιόλας:
«Προβάτει, προβάτει, μωρέ γάιδαρε, ώσπου να ψοφήσεις κι εσύ, κακομοίρη μου!… Και μ’ όλα τούτα η ζωή σου είναι από τη δική μου καλύτερη!… Δε δω!». Και τον χτυπούσε με το χοντρό ραβδί. «Δε δω! Έχεις ακόμα, μωρέ, να κουβαλήσεις πέτρα και πέτρα! Από τα τώρα εδείλιασες;… Δε δω!… Θα γένει κοτζάν σαράγι το σπίτι μου… το σπίτι τους!… Θα ενώσει με τ’ άλλο, θάχει έτσι κι άλλα δύο παράθυρα, θα γένει άλλη μία κάμαρη μεγαλύτερη από τη μεγάλη τους την κάμαρη! και θα την πάρει φυσικά η Μαρία στο μερτικό της, όταν θα μοιράσουνε!… Εκεί λοιπόν θα κοιμάται με τον άντρα της!… Αχ, αχ! Γερασμό δεν έχει· το μάγουλό της στάζει αίμα· γυναίκα μία φορά! Με το μάτι τρώει τον άνθρωπο!… Δε δω! Μα ως τα τώρα ακόμα τίποτα· ως πότε; με ξεφεύει, μου κάνει νάζια. Τώρα το δικό μου το πήρανε! Πάει! Και τα παιδιά τους, ανάθεμά τα, αρχίζουνε τώρα και με παρανομίζουνε μέσα στο σπίτι τους κιόλας, και δεν τους λέει κανένας τίποτα! Γιατί έτσι, γιατί; Θέλει να με γελάσει, και με γελάει!… Γι’ αυτό έδωκα το δικό μου;… Μα έτσι λέει με το νου της!… Α, θα γένω κι εγώ κακός… η καλοσύνη δε φελάει!… Θα τήνε πιάσω, κι όθε τα βγάλει η άκρη!… Δε δω!… Όθε τα βγάλει η άκρη!… Και το στανιό ο Θεός τόδειξε!»
Τώρα έμπαινε στο μικρό φαράγγι· και το ζώο εγληγόρεψε το πάτημά του, γιατί ο δρόμος ήταν ίσιος πλια κι άστρωτος στην ψιλή του αμούσα. Κι ο Καραβέλας χαμογελούσε, σα νάβλεπε ομπρός του ένα όμορφο όνειρο, κι εβάλθηκε με ψιλή φωνή να τραγουδάει το συνηθισμένο τραγούδι του:
Όμορφο πούναι τ’ όμορφο πέντε φορές και δέκα,
Κι απ’ όλα το καλύτερο ο άντρας με τη γυναίκα.
Kι όλο μεμιάς, από την κορφή της μίας ράχης μία παιδιάστικη, σαν ασημένια, φωνή έκραξε δυνατά: «Καραβέεεελα!».
Κι ο γέρος ανατινάχτηκε άξαφνα, εσταμάτησε το γάιδαρό του, άφησε να πέσει χάμου η γιακέτα του, άνοιξε τα κοκκινισμένα του μάτια, εκοίταξε ψηλά κι ολόγυρα, εκοκκίνισε, κι εκατάλαβε πως έβγαινε από τα όριά του. Κι αποκρίθηκε χωρίς να βλέπει πουθενά κανέναν και μισογελώντας: «Παιδί μου, εδώ είμαι, εδώ είμαι! τι θέλει η μάνα;».
Και θυμωμένος έδειρε το γάιδαρό του, βλαστημώντας τον, εσήκωσε τη γιακέτα του και του φώναξε: «Δε δω!… Τάχα και τα δέντρα αποχτάνε τώρα λαλιά;».
Kι από την άλλη ράχη μία άλλη παιδιάστικη φωνή τον ξανάκραξε: «Καραβέεεελα!».
Κι ο γέρος έχασε τότες τέλεια τα λογικά του. «Παιδιά μου! παιδιά μου!» ξαναφώναξε· «γιατί με κράζετε, παιδιά μου;».
Κι εξεθύμανε πάλι με το γάιδαρό του καταφέρνοντάς του μία δυνατή ραβδιά και προφέρνοντας άλλη μία φοβερή βλαστήμια. «Δε δω! Διάολος μέσα σου! Δε δω!».
Ένα γέλιο ακούστηκε και στες δύο ράχες, κι ο Καραβέλας εκατάλαβε πως εκεί είχαν μαζευτεί πολλά παιδιά και τον είχαν προσμείνει ώσπου θα περνούσε. «Ω Θεέ μου!» αναστέναξε.
Και τώρα πάλι μία τρίτη φωνή τον έκραξε: «Καραβέλα! Σε βλέπω, σε βλέπω!…».
«Έχετε δίκιο», αποκρίθηκε γελώντας και τρίζοντας τα λίγα του δόντια, «δίκιο, δίκιο μεγάλο· εγώ φταίω ο κακοκέφαλος! εγώ που σας έβαλα στον κόσμο! εγώ, παιδιά μου! εγώ, μούλοι μου!».
«Καραβέλα», ξανάκραξαν δύο τρεις φωνές μαζί, έπειτα από ένα δυνατό γελοκόπι.
«Δε δω! το Θεό σου!» είπε κι εράβδισε το ζώο. «Δε δω!… Εδώ παρακάτου, στη μεγάλη τη σούδα, εκεί μέσα, ναι, χαροκοπούσαμε με τη μάνα σας! Εκεί σας έσπειρα! Ας είχα τότες το μυαλό μου! Τώρα, καλά μού κάνετε, παιδιά μου, και με κράζετε! Καλά μού κάνετε!…»
Κι άκουσε πάλι των παιδιών τα γέλια, που του ερχόνταν κατόπι, ψηλά, στην κορφή της ράχης. Κι απελπισμένος εβιαζότουν να βγει από το στένωμα, ελπίζοντας πως στο μεγάλο δρόμο θάβρισκε την προστασία κανενός ανθρώπου· κι ωστόσο εκοίταζε απάνου, προσπαθώντας να ιδεί μέσα στα κλαριά κανένα πρόσωπο παιδιού και να το γνωρίσει, για να το χτυπήσει στερνότερα, όταν θα το ανάμωνε.
Και κάποιο τούπε: «Σε βλέπω, μα δε με βλέπεις!».
Κι είπανε άλλα ξεσπώντας στα γέλια: «Καραβέλα! σε βλέπω, σε βλέπω!».
Κι αυτός τούς απάντησε πάντα στον ίδιο τρόπο κάνοντας πως γελάει.
Τέλος εβγήκε στο μεγάλον το δρόμο και τα παιδιά εσώπασαν. Αλλά για ώρα άκουε ακόμη το γέλιο τους, που όλο εμάκραινε, γιατί έφευγαν και κείνα τρέχοτας μέσα στο αγρίωμα. Κι αναστέναξε ο Καραβέλας από τα βάθη της καρδιάς του κι είπε: «Τι τυράγνιο!» και τα μάτια του εμόσκεψαν. «Όλο εμένα, όλο εμένα βρίσκουν να πειράζουν, κανέναν άλλονε μέσα σ’ ένα χωριό! Γιατί; μα γιατί;…» Κι εράβδισε το γάιδαρό του.
Κι αυτήν τη στιγμή είδε μπροστά του την αδερφή του κι η πρώτη του ορμή ήταν να πάρει άλλο δρόμο, γιατί την εντράπηκε άξαφνα· κι ενόμισε πως ήθελε να μαλώσει μαζί του, γιατί την είχε διώξει την ημέρα της θανής της γυναικός του και κρυφά είχε κάμει την ισόβια πρόσοδο σε ξένους. Από την ημέρα πούχε χηρέψει, δεν την είχε ξαναϊδεί. Και του φάνηκε πως η γριά γυναίκα είχε γεράσει ακόμη περισσότερο· στο φως της ημέρας το πρόσωπό της ήταν πλιο ωχρό, πλιο ζαρωμένο, πλιο στενό και πλιο άσκημο, με τ’ ανήσυχα, ξεθωριασμένα και βαθουλωμένα μάτια, που ήταν κόκκινα από τα δάκρυα.
«Ω Θωμά!» τούπε, «Θωμά!».
Εκείνος την εκοίταξε αλαλιασμένος κι εσταμάτησε, ενώ ο γάιδαρος ξακολούθησε υπομονητικά το δρόμο του. «Στασιά!» της είπε, μην ξέροντας τι άλλο έπρεπε να της μιλήσει.
«Έσκαψες», τούπε εκείνη, «ο ίδιος το λάκκο σου! Και μου πονεί, γιατί είσαι αδερφός μου και μας εγέννησε μία μάνα. Κι εκατέβηκα επίτηδες ως εδώ, για να σ’ ανταμώσω και να σου τα πω! Μα είναι πολύ αργά τώρα! Τι έκαμες, Θωμά! γιατί έτσι;».
Την εκοίταξε άγρια. «Κάτι σε παραγνοιάζει!» της είπε. «Α ξέρω, ξέρω!… τάθελες για τα παιδιά σου, τα καημένα! α! α!».
«Ήθελα να μην καταφρονιέσαι!» τούπε, και το μάτι της πάλι εβούρκωσε.
Την ξανακοίταξε κατάματα κι εκατάλαβε αυτήν τη στιγμή πως κανείς άλλος στον κόσμο δεν τον τήραζε με το ίδιο βλέμμα, κανείς άλλος δεν εδάκρυζε για κείνον.
«Τώρα εγίνηκε!» της είπε βραχνά μ’ έναν αναστεναγμό. «Μα γιατί νάμαι εγώ το θέατρο του χωριού; Κάθε βράδυ, όταν είμαι σπίτι μου και περνούνε για νερό οι κοπέλες, όλο μού φωνάζουνε· τώρα και στο δρόμο, όλοι οι παλιόμουλοι! Δεν έχω ζωή. Γιατί; μα γιατί;»
«Γιατί έμεινες έρημος κι απροστάτευτος!»
«Απ’ όταν απέθανε η γυναίκα μου!»
«Κι άκουσες τες ορμήνειες του Αργύρη, του αιματοφάη! και μας έδιωξες!»
«Απ’ όταν έμεινα έρημος!» είπε πικρά και κουνώντας το κεφάλι του.
«Από τότες!… και τώρα, πώδωκες εκεί μέσα το έχει σου, έχασες κάθε υπόληψη! ο κόσμος ξέρει, γιατί τόδωκες!… Σ’ επήρε αυτή η πουτάνα στο λαιμό της και σε γελάει!»
«Η πουτάνα;» είπε αγριεύοντας ο Καραβέλας. «Ποια; ποια;»
«Μη θυμώνεις!» τούπε, «μη θυμώνεις μαζί μου! Εγώ δε θέλω παρά το καλό σου, κι ας μας έδιωξες· εγώ, μοναχή εγώ στον κόσμο· εκείνη γελάει μαζί σου, και πισώπλατά σου παινεύεται και σε βρίζει! Ω Θωμά!…».
Δεν της απάντησε κι εβάλθηκε να προβατεί γλήγορα για να προφτάσει το ζώο, πούχε προχωρήσει καμπόσο, ξέροντας το δρόμο του. Κι εκείνη τον ακολούθησε.
«Και θα πας από κακού σε χειρότερο, κακομοίρη μου», του ξανάπε, «μ’ αυτήν την ιδέα που σου μπήκε στο μυαλό! Είναι πράματα για να κάνει ένας γέροντας άνθρωπος; Κι έχασες το ίρτζι σου, την υπόληψή σου! Για τούτο εγίνηκες του χωριού το κορόιδο;».
Tην εκοίταξε πάλε απελπισμένος. «Ω», της είπε, «έτσι δε θα πάει ομπρός για πολύν καιρό αυτή η ζωή! Σαν ιδώ τα πάρα στενά δίνω μία και τελειώνω!».
Κι έπιασε με τα δύο του δάχτυλα το λαρύγγι του, τόσφιξε, κι έκαμε «Κλ!» γρυλλώνοντας τα μάτια.
«Έτσι σ’ εκατάφερε ο κυρ-Αργύρης, για να σε κληρονομήσει ανέξοδα!» τούπε.
Κι έκαμαν έπειτα σιωπηλοί καμπόσο δρόμο. Εκείνη έγνεθε, σαλιώνοντας και με τα δύο της χέρια το φάδι, πώβγαινε πλατύ κι αγανό από την μάλλινη τουλούπα κι εστριφότουν κι εδυνάμωνε, καθώς το αδράχτι εγύριζε, κατεβαίνοντας από την άκρη της ρόκας, ώσπου κοντοάγγιζε τη γης, κι εκείνος έσπρωχνε το ζώο για να πηγαίνει γοργότερα στον ανήφορο του μεγάλου δρόμου.
Τέλος η γριά τού ξανάπε: «Καλά που θάκανες να μη δίνεις καμίαν απάντηση, όταν σε παρανομίζουν, γιατί ο κόσμος, βλέπεις, είναι τόσο κακός, κι όσο του λες, τόσο γελάει! Κι έπειτα λες ως και συ τόσο παράξενα λόγια, σε τόσο παράξενον τρόπο, που με το στανιό κάνεις τους ανθρώπους να γελούνε και γένεσαι μπαίγνιο! Δεν το καταλαβαίνεις; Αν θέλεις να κάμεις κάτι, πιάσε κανένα παιδί, και σπάσε του το κεφάλι ή το ποδάρι, κι άμε στη φυλακή· κι άμα βγεις από τη φυλακή, βλέπεις πώς θα σε φοβούνται! Αμή έτσι; δεν είσαι παρά συ στο χωριό μας· και, μα το Θεό, όλοι έχουνε τα παρατσούκλια τους, άντρες γυναίκες, για να γνωρίζονται, μα όπως εσύ δεν κάνει κανένας! Μπα, μπα, μπα!». Κι εσταυροκοπήθηκε.
Την εκοίταξε πάλι, κουνώντας απελπισμένα το κεφάλι.
Κι έπειτα εκείνη τού μίλησε για τα παιδιά της. Ο ένας της γιος επήγαινε τώρα στρατιώτης· η κοπέλα της η μεγάλη είχε όλα τα προικιά της έτοιμα· δεν επείραζε τίποτα που ο μπάρμπας της δεν της είχε δώκει ούτε μία κλωστή απ’ όσα είχε αφήκει η θεία της· τίποτα! Αυτά βέβαια θα του τάχανε πάρει η φαμίλια του Αργύρη, η Χρυσάνθη, που ήτανε σαν ξεροσταφίδα, και η κυρά Μαρία, η κυρά Μαρία! για την Αμαλία τους και την Αγλαΐα τους! Φυσικά, φυσικά!… Μα εγενότουν ως και η Αμαλία ένα λουλούδι, πρώτης γραμμής! ανώτερη ακόμη από την κυρά μητέρα της! Όλη μέρα, όλη μέρα ετσιμποτραβιότουνε με τον ξάδερφό της· κάθε μέρα και κάποιος την έβλεπε! έγνοια της και κεινής! Μα της Στασιάς, η κοπέλα της, ήταν φρόνιμη, αθώα, τίμια και καλή! καλή όπως όλα της τα παιδιά! Το ένα καλύτερο από τ’ άλλο! Την εσεβόντανε όλα· κι ήτανε όλα δουλευτάδες· οι πρώτοι δουλευτάδες! κι η γης τούς έδινε το καθημερνό τους, κι ας είχανε λίγη· επήγαιναν κιόλας κι εξενοδούλευαν, κι έτσι δεν είχανε ανάγκη ούτε να χρεώνονται, ποτέ ούτε ένα τάλαρο! Και τώρα επάντρευε την θυγατέρα της μ’ ένα καλό παιδί που της την είχε ζητήσει· η χαρά θα γενότουν τες αποκριές· και θαρχότουνε βέβαια κι ο Θωμάς στη χαρά για να γλεντήσει κι εκείνος· θα σφάζανε ένα αρνί· τ’ αρνί που θα γεννούσε το Νοέμβρη η προβατίνα τους…
Κι ωστόσο έφταναν τώρα στο περικλάδι που ανέβαινε τη ράχη του σπιτιού του Καραβέλα. Ο γάιδαρος έκαμε δύο τρία γλήγορα πατήματα, παίρνοντας φόρα για ν’ ανεβεί του μονοπατιού τον ανήφορο· και η γριά αποχαιρέτησε τον αδερφό της.
«Καθώς σου μίλησα», τούπε γνέθοντας· «μη δίνεις απάντησες τέτοιες. Θυμήσου το!».
«Σα χολευτώ», της απάντησε, «λέω ό,τι μούρχεται στο στόμα· δε μπορώ να κάμω αλλιώς! Και τότες ο νους μου γεννάει τα παράξενα, και πρέπει να τα πω! δεν ξέρω πώς διάολο είμαι καμωμένος!…».
Κι ανέβηκε τον ανήφορο κατόπι στο γάιδαρο· και στο μισόν το δρόμο εγύρισε κι εκοίταξε την αδερφή του, που κι εκείνη είχε ξεκινήσει για το σπίτι της κι επήγαινε σκυφτά σκυφτά, μιλώντας μοναχή της. Κι είπε τότες με το νου του: «Ποιος ξέρει α θάμουνα καλύτερα μαζί τους, αν ίσως τότες δεν τους είχα διώξει!… Τ’ ανιψίδια μου θα με συμπονούσαν καλύτερα από τους ξένους, και θα με υπεράσπιζαν! Μα ήξερα και γω που αληθινά η Στασιά μ’ αγαπούσε; Πού τόξερα! Είχα βάλει στο νου μου το κακό, γιατί είμαι κακός άνθρωπος!». Κι αναστέναξε. «Κι έπειτα η Μαρία!…»
Εσταμάτησε κάτω από την κληματαριά, που άρχιζε τώρα να χάνει τα φύλλα της κι εκιτρίνιζε. Κι εκοίταξε ολόγυρά του κι έκραξε: «Μαρία!».
«Έχω άλλο διάολο στο κεφάλι μου, και μη σου ειπώ πού αλλού!» του αποκρίθηκε εκείνη θυμωμένη από πάνου· «ως και συ ευρέθηκες τώρα να με σκοτίσεις; Ξεφόρτωσε όπως μπορείς! εκεί είναι η διχάλα!».
Και ξακολούθησε με μουγκή φωνή βρίζοντας τη συγάμπρισσά της: «Μας άκουσε! μας άκουσε! Τι μου κάνεις, μωρή μούμια, τι μου κάνεις!».
Ο γέρος αναστέναξε· εστήριξε με την ξύλινη διχάλα τη μία μεριά του σαμαριού, έλυσε από την άλλη μεριά τη χοντρή πέτρα, και την άφηκε μεμιάς να πέσει χάμου με θόρυβο. Κι ωστόσο η Χρυσάνθη απαντούσε στη Μαρία: «Δεν είναι δικά μας, μωρή, όλα τα καλά του Θωμά· έχουμε και μεις τα μισά. Μας τ’ απόχτησες, η καημένη, με το κορμί σου! ούτε το γέροντα δεν εσιχάθηκες από την αλαιμαργία σου!… Σου το φωνάζει όλο το χωριό!…»
«Μωρή χτικιάρα!» της εφώναξε η Μαρία, «με συκοφαντάς, και το ξέρεις!… Εγώ, μωρή, με τον Καραβέλα;».
«Mε τον Καραβέλα!» είπε ο γέροντας από κάτου, ενώ άφηνε να πέσει και η άλλη πέτρα από την άλλη μεριά του ζώου. «Με τον Καραβέλα!» Και δύο δάκρυα του κύλησαν από τα μάτια. «Κι έλεγα νάχω από σας την υπεράσπισή μου και την ψυχοπόνια!… κι αδίκησα για σας τ’ ανιψίδια μου, πούναι από το αίμα μου· κι αντίς… κι αντίς, ως κι από σας τα περγέλια, όπως κι απ’ όλον τον κόσμο!… Αχ, αχ! Σας άφησα ό,τι κι αν είχα, όλα, όλα· και χωρίς νάχω το χρέος, κάθομαι και δουλεύω όλη μέρα· για σένα, Μαρία· αντίς να τρώγω και να πίνω και να ησυχάζω!… Ω τι έπαθα, τι έπαθα, ο κακοκέφαλος! Αυτό είναι το σπολλάητη που μου δίνεις!…»
«Τώρα που νάρθει ο Γιάννης μου!» είπε η Μαρία της Χρυσάνθης φοβερίζοντας. «Θα του τα ειπώ όλα, μα όλα! Α κακή γυναίκα! το στόμα σου θα βγάλει σκουλήκια! Μα θα γλιτώσουμε από τα χέρια μας! για να γλιτώσουμε, θάκανα και τη δημόσια στη χώρα! ναι, ναι! Ακούς εκεί να μου μελετάει τον Καραβέλα! Ποιόνε; τον Καραβέλα!…»
Ο γέρος από κάτου εβάλθηκε άξαφνα να γελάει πικρά. «Ω δεν το ξέρει, χα, χα, χα! δεν το ξέρει η κυράτσα Μαρία που μπορώ να της ανοίξω τα παλιά κατάστιχα και να της ψάλω τον εξάψαλμο, και να της πω με το νι και με το σίγμα όσα έκαμε, ένα ένα, και κοπέλα και παντρεμένη!… Χα, χα, χα! ή λέει πως δεν τα ξέρω; Και θάρθει τότες παρακαλώντας, όπως ήρθε για να μας πάρει το χτήμα! Ναι, ναι, Χρυσάνθη, καλά της λες, ναι ναι! Τούτα τα χέρια του γερόντου της αγκαλιάσανε, την εμαλάξανε. Χα, χα! αυτές οι βούλλες δε σβήνονται ποτέ τω καιρώ! Μα ποτέ! Χα, χα! Ναι, εκεί μέσα στο σπίτι μου και κάτω στο Φανό, στο καλύβι! Παρανόμιζε, Μαρία μου, όσο θέλεις μα έχεις κομμένη την ορά σου, κομμένη με το ψαλίδι μου! Χα, χα!»
«Ακούς; ακούς;» της είπε με κακία η Χρυσάνθη· «σου τα λέει και μπροστά μου! Μου τάκρυβες ε; και μούκανες την άγια! Ντροπή σου! ου, ου!…»
«Οχιά!» της φώναξε η Μαρία ξεφρενιασμένη από τη χολή της.
Κι εβγήκε στο παράθυρο. Κι επάσκιζε να ιδεί το γέροντα μέσα από τα κλαριά και τα φύλλα της κληματαριάς, που αυτήν την ώρα ο μεσημεριάτης τη σάλευε.
«Άτιμε Καραβέλα», τούπε· «τι είναι αυτές οι συκοφαντίες; τι βγάζεις από το βρωμόστομό σου; Δε φοβάσαι ούτε το Θεό, ούτε τον άντρα μου; Δεν περνάει, μωρέ, η μπογιά σου!». Και, κοπανίζοντας με τον ένα γρόθο την παλάμη της, ξακολούθησε: «Κακομοίρη μου! εγώ σ’ έβαλα στο σακί και σ’ έχω μέσα δεμένονε! Καλή ιδέα σού μπήκε στο μυαλό, μα βγάλε τήνε! Και τα σίδερα να τρως, περιττό είναι! Δε θα σου γένει η χάρη, και δε σου γίνηκε! Λέγε, λέγε όλη μέρα· δεν κάνεις τίποτα! τίποτα! Και σ’ έχω στα χέρια μου κακομοίρη! σ’ εκατάφερα όπως ήθελα εγώ! Δεν έχεις πλια ούτε μνήμα! και το σπίτι σου θα το κάμω ένα σεράγι, για να κάθομαι μέσα εγώ και τα παιδιά μου και ο άντρας μου, να μου ζήσει. Σήμερα αύριο εσύ πεθαίνεις, γιατί είσαι γέροντας παμπάλαιος, κι εμείς θα ζήσουμε, μωρέ Καραβέλα!…»
«Ως και συ, ως και συ!» αναστέναξε, και στα μάγουλά του εκύλισε άλλο ένα δάκρυ.
«Δε μπορώ να κακολογιώμαι για σε!» του φώναξε.
Αυτός εβάλθηκε πάλι να γελάει. «Χα, χα, χα! Καλά κάνεις, καλά κάνεις και ντρέπεσαι τον κόσμο και δε θέλεις να ξέρει άλλος όσα εκάμαμε, όσα κάνουμε! Ω έχεις δίκιο! Δικό σου είναι το δίκιο… Μα ούτε σ’ αντρόγυνο χολή, ούτε σ’ αδέρφια αμάχη!… Χα, χα! Κι αντρόγυνο δεν είμαστε; Δεν είσαι η Μαρία μου; Αμή τι! Θ’ αγαπηθούμε πάλε και θα περάσουμε όπως θέλει ο Θεός! Ναι, ναι! Χα, χα, χα! Έχεις δίκιο!…»
«Άτιμε Καραβέλα!» του ξαναφώναξε, τρέμοντας από το θυμό της· «μέτρα τα λόγια σου! Τώρα που νάρθει ο άντρας μου, θα σε κάμει λιανά στο ξύλο! Σκάφτεις μονάχος σου το λάκκο σου! Μα τούτο το σταυρό (κι εσταυροκοπήθηκε) δε θα σε ζυγώσω πιλιό μου! Ποτέ, ποτέ! ούτε σα θα ψυχομαχήσεις! Δε μου πρέπουνε αυτές οι βρισιές, γιατί όσα μού λες δεν τάκαμα! Μα σου πρέπει να τιμωρηθείς, να ψηθείς για τη γλώσσα σου! Πιλιό ούτε νερό από τα χέρια μου! Δε θ’ ανοίγω εγώ το στόμα του κόσμου! Αμή τι! Δε σ’ άρεσε να ζήσεις ήσυχος στα χέρια μας, αμή έβαλες ιδέες στο νου σου! Βγάλ’ τες! βγάλ’ τες! Θα πας με τον καημό σου, δε θα σου περάσει τίποτα, ούτε ένα τόσο! Τ’ ακούς; τ’ ακούς; Και μη σου περάσει η ιδέα πως θα χαλάσεις τα γραμμένα! Α μπα, πάει τώρα! Κι αν θέλεις, κάθεσαι ήσυχος, και κλεις το στόμα σου, αδεμή, ή πεινάσεις, ή διψάσεις, δε θα γνοιαστεί κανείς για σε, και σ’ αφήνουμε, όταν αρρωστήσεις, να βρομέψεις στο κρεβάτι, όπως άφηκες την κακομοίρα τη γυναίκα σου! Έτσι σου πρέπει! Ναι, ναι! Τι σου πέρασε από το νου πως είναι οι γυναίκες του κόσμου; Δεν το είδες πώς επλέρωσες τη ζούρλια σου; Θέλεις να πλερώσεις κι άλλα; Δε σου κάθομαι! Σκάσε, σκάσε!». Και λέγοντας έτσι εκοπάνιζε την παλάμη της.
Αυτή τη στιγμή έμπαινε στο σπίτι ο Αργύρης, ψηλός, παχύς, κατακίτρινος, λαχανιασμένος κι ιδρωμένος όλος· κι ήρθε κι έπεσε σε μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι, κι άπλωσε τα πόδια του. Η Μαρία εσώπαινε, ενώ ο Καραβέλας τής απαντούσε ακόμη από κάτου· και ο Αργύρης δεν μπορούσε από το δρόμο κι από το θυμό να μιλήσει, παρά εστριφογύριζε τα μικρά του τα μάτια.
«Αέρα, αέρα», εψιθύρισε, ξεκουμπώνοντας το στήθος του.
Η Χρυσάνθη ήρθε σιμά του ανήσυχη, δακρυσμένη, τρέμοντας με το κεφάλι· έβγαλε αμέσως τη μπόλια της και τούκανε αέρα στο πρόσωπο. Και ρίχνοντας της Μαρίας μία ματιά γεμάτη μίσος τής είπε: «Τι μούκαμες, μωρή χαμένη; τι μούμακες; ο Θεός θα σου τα πλερώσει!… Θα μου τόνε πεθάνεις τον καλό μου τον άντρα!…»
«Ακουόσαστε», είπε δειλά ο Αργύρης, «ως το φόρο! κι εστέκονταν οι ανθρώποι ορθοί να σας ακούνε. Τι επάθατε πάλε; Μα δεν έχετε καμία ντροπή; Και τι βρωμόλογα λέτε, ούτε στα πορνοστάσια! Στια και φλόγα είσαστε κι οι δύο! Κι εχρειάστηκε ν’ ανεβώ τρέχοντας τον ανήφορο· και να τι μου κάματε! Θα σκάσω… Να σας τα πλερώσει ο Θεός!…»
«Αυτή η πύξια, αυτή η δείξια!» είπε κλαίοντας η Χρυσάνθη.
«Όρσε!» της είπε η Μαρία, μουτζώνοντάς την με τα δύο χέρια και βγαίνοντας από το σπίτι.
Από κάτου ο Καραβέλας όλο εμουρμούριζε. Είχε ξεφορτώσει το γάιδαρό του, κι εστεκότουν ορθός μπροστά στο ζώο και το κοίταζε, σα να πρόσμενε από κείνο προστασία. Και σε λίγο ο Αργύρης είχε ησυχάσει, κι εβγήκε ως κι αυτός στο παράθυρο και τον έκραξε: «Θωμά, γιατί εσήκωσες τόση επανάσταση και κακολογάς έτσι τη νύφη μου;».
«Τι άλλο προσμένω από το σόι σας, ανάθεμά το;» τούπε ο Καραβέλας.
«Επήγες με κακές ιδέες!» του φώναξε ο Αργύρης. «Βγάλ’ τες από το νου σου, καημένε, είσαι γέροντας».
«Ω μ’ εβάλατε στο σακί. Μου τόπε η Μαρία. Αν είσαι τίμιος άνθρωπος, πάμε να χαλάσουμε τα γράμματα! Δε θέλω νάμαι στην εξουσία σας! Έλα, Αργύρη να τα χαλάσουμε…»
«Δε χαλιόνται», του αποκρίθηκε ο Αργύρης χαμογελώντας. «Σούλειψε καμία μέρα τίποτα; το φαί σου; το πιοτό σου; τα ρούχα σου; το φράνκο σου; το συγύριο σου; Τι να σου κάμω, σαν επήγες μ’ άλλες ιδέες και δεν επίτυχες;» Κι εγέλασε, και ξαναμπήκε μέσα, και ξανακάθισε.
«Φέρε μου να γευτώ», είπε της Χρυσάνθης σε λίγο.
Εκείνη τον άκουσε αμέσως. Κι ο Αργύρης έμεινε καμπόση ώρα μοναχός, κι άκουε το μουρμουρητό του Καραβέλα χωρίς να του δίνει απάντηση.
Άξαφνα εμπήκαν στο σπίτι ο αδερφός του μαζί με τον παπά και η Μαρία κατόπι τους. Ο παπάς είχε λησμονήσει τη μεγαλοπρέπειά του· ήτανε θυμωμένος κι εκείνος, ωχρός και ιδρωμένος. Ο Γιάννης, ξεμανίκωτος και μ’ ανοιχτό το στήθος, χαμογελούσε με μισόκλειστα μάτια· η Μαρία εκοίταζε τριγύρω της ανήσυχη κι εδάγκανε τη μπόλια της, θυμωμένη ακόμη με τον Καραβέλα.
«Τι τρέχει, παπά;» είπε ο Αργύρης κλειώντας τα μικρά του τα μάτια, αφού τον εχαιρέτησε.
«Ακούς εκεί, Μαρία», είπε ο παπάς, μιλώντας γλήγορα, κι ανεμίζοντας τα ράσα του, χωρίς ούτε να καλημερίσει· «ακούς εκεί! ο πατέρας σας έχασε το νου του. Είναι σα μικρό παιδί. Η αρχή τού πήρε τα χαρτιά του, το ξέρετε· και με το δίκιο της. Δεν έβλεπε, δεν μπορούσε πλια να γράφει, γιατί τρέμει το χέρι του· τα συβόλαιά του δε μπορεί κανένας άνθρωπος να τα διαβάσει, ούτε και ο ίδιος· πώς θάναι έτσι νοδάρος; Και δεν είχε τάξη καμία… Και τώρα τι θέλει; Τι μπορεί, λες, να θέλει; Αφού λέει, δεν ξετάζει πιλιό, για να φέρνει της κουμπάρας του να χορταίνει, θέλει — ακούς; — θέλει να μας τήνε κουβαλήσει στο σπίτι μας. Ναι, σπίτι μας… Σκεφτείτε σε τι θέση μάς βάζει… Να κάθομαι τώρα εγώ, παπάς, να κάνω το δραγάτη και να ξαλλάζομαι με τα παιδιά μου και με την παπαδιά μου, για να μη μας τήνε θρονιάσει σπίτι μας… Μα σκεφτείτε το… Εγώ παπάς, και να θέλει να με βάλει να καθίσω μ’ αυτήν την πόρνη… Μα είναι ανυπόφερτο το πράμα… Ανυπόφερτο…».
«Πωπώ βουρδούλια!» είπε η Μαρία, τραβώντας τα μάγουλά της. «Τα γεράματα δεν έρχονται μοναχά τους…»
«Τώρα θάρθει εδώ, και πάρτε τα μέτρα σας!» ξανάπε ο παπάς.
«Χα, χα, χα!» εγέλασε ο Καραβέλας· «το σπίτι είναι δικό του· το κάνει ό,τι θέλει. Έχει δίκιο. Χα, χα, χα!…» «Τράβα τη δουλειά σου, Καραβέλα», του φώναξε ο παπάς θυμωμένος.
«Ο χότζας!» είπε πικρογελώντας ο Καραβέλας, «ο χότζας! Χα, χα! παρανομίζει κιόλας! Δε θυμάται που ο Δεσπότης δεν ήθελε να τόνε κάμει παπά, γιατί ελέγανε πως το σκεύος ερράγη!».
Κι ωστόσο έλεγε ο Γιάννης γελώντας και με μισοκλεισμένα μάτια: «Θέλει κι αυτός ένα μπουκούνι γυναίκα· γιατί όχι; γιατί είναι γέροντας; Χα, χα!».
Ο παπάς τούριξε μία λοξή ματιά. «Τώρα», είπε, «αφού βλέπει πως δεν τήνε θέλουμε, μας φοβέρισε πως θα στεφανωθεί την κουμπάρα του. Και λέει πως έτσι θα μας τήνε φέρει σπίτι… Μα δε μπορεί να γένει ούτε αυτό. Πώς θα βάλω αυτήν τη γυναίκα, μία τέτοια, μαζί με την παπαδιά μου, μαζί με τες θυγατέρες μου; Μία τέτοια! Α όχι! Κι αν το κάμει, θα βρει την πόρτα κλειστή. Πάρτε και σεις τα μέτρα σας· κανένας δε θα ειπεί πως έχουμε άδικο. Κανένας!…».
«Καλά λέει ο παπάς», είπε σοβαρά η Μαρία. «Μωρέ, μέρα που μου ξημέρωσε!».
«Χα, χα!» ακούστηκε να γελάει ο Καραβέλας· «κι ο νοδάρος γαμπρός! Χα, χα! Μα καλά σας κάνει!».
«Πωπώ βουρδούλια!» ξανάπε η Μαρία, «θα γελάνε ως κι οι πέτρες!».
«Θάρθει εδώ», είπε ο παπάς, «να γυρέψει αποκούμπι· μην τον ακούσετε! Εγώ δεν του αρνιέμαι τίποτα! Για τον εαυτό του ό,τι θέλει· μα την κουμπάρα του δεν θέλω να τήνε ξέρω! Έχετε γεια!». Και, λέγοντας έτσι, εβγήκε θυμωμένος βιαστικά από το σπίτι.
Ο Καραβέλας ξαναγέλασε.
«Αφήσετέ με να τα ξεδιαλύνω εγώ, όταν έρθει!» είπε ο Αργύρης. «Μα τώρα ας φάμε!»
Η Μαρία εβγήκε όξω και κείνη· ο Γιάννης εκάθισε σιμά στον αδερφό του· και τα δυο αδέρφια εμίλησαν καμπόση ώρα για τες δουλειές τους: για το νιόργοτο χωράφι, για τες ελιές που ώρμαζαν, για το δαμάλι που ο Γιάννης έμελλε να σφάξει, για την εκκλησιά που έφτιανε το χωριό στο καινούργιο κοιμητήριο. Ο Αργύρης ήταν επίτροπος. Και τέλος ξανάρθαν μέσα οι δύο γυναίκες, φέρνοντας το φαγητό και το πιοτό, απίθωσαν όλα απάνου στο τραπέζι και ξαναπήγαν στο μαγειριό για να γευτούν κι εκείνες με τα παιδιά τους. Ο Γιάννης έτρωγε λαίμαργα, σκύφτοντας απάνου στο χοντρό πιάτο του, αλείφοντας ζουμιά τα κρεμαστά μουστάκια του, κάνοντας θόρυβο με τα χείλη του και με τα δόντια του· ο Αργύρης αντίς εγευότουν σιγά σιγά, παίρνοντας μικρές μπουκιές στο στόμα και αναπνέοντας πάντα με δυσκολία. Και τα δύο αδέρφια δεν εμιλούσαν. Τέλος ο Αργύρης είπε:
«Nάχα, καημένε Γιάννη, την όρεξή σου! Είδες η ξεγνοιασιά τι κάνει! θάσουνε έτσι αν επήγαινες χώρια σου;».
«Χώρια μου;» είπε γελώντας ο Γιάννης· «μα δεν τόχω στο νου μου; Η Μαρία το λέει, μα ας λέει! ποιος άντρας είναι κείνος που ακούει τη γυναίκα του; Χα, χα!».
Κι έπειτα αποτέλειωσαν σιωπηλοί το φαγητό τους.
«Να κι ο νοδάρος!» είπε σε καμπόσο χαμογελώντας ο Αργύρης· κι εσηκώθηκε για να του δώσει το χέρι.
Ψηλός, λιγνός, σκευρωμένος, με βαθουλωμένα μηλίγγια και βαθουλωμένα κόκκινα μάγουλα, ο γέροντας εμπήκε μέσα στο σπίτι και τους εχαιρέτησε με τη σβημένη πνοή του. Τα ζωηρά του μάτια ήταν ανήσυχα και κιτρινισμένα, μα το στόμα του εφαινότουν να γελάει με τα πάρα κόκκινα χείλη του. Η Μαρία τον είχε ακολουθήσει.
«Αφέντη νοδάρε!» τούπε ο Αργύρης.
«Καλό στον πατέρα», είπε ο Γιάννης.
«Θέλεις να γευτείς, νοδάρε;» του ξανάπε ο Αργύρης.
«Όχι», απάντησε με την αδύνατη φωνή του· «δεν έφαγα, μα δε θέλω! Εκείνη είναι νηστικιά!». Και, λέγοντας έτσι, εκουνούσε πικρά το κεφάλι του.
Όλοι έκαμαν πως δεν άκουσαν, κι ο νοδάρος ξανάρχισε, χαμογελώντας χωρίς να το θέλει και φέρνοντας από δω κι από κει το ανήσυχο βλέμμα του: «Παιδιά μου, το χωριό μας είναι κακό! σαν τα Σόδομα! Γιατί ο Θεός δε ρίχνει φωτιά να το κάψει; Για να μην κάψει και τες εκκλησιές, πούναι ορθόδοξες! Αχ, τι τούκαμα εγώ του κόσμου για να με συκοφαντήσει; τι; γιατί να πάει αυτός ο κόσμος στον εισσαγελέα και να τόνε κάμει να ξοδευτεί και νάρθει εδώ από τη χώρα με την άμαξα και να μου κάμει επιθεώρηση; γιατί; Και μ’ έβαλε ο εισαγγελέας να διαβάσω τα γράμματά μου, πούγραψα, και δε μπορούσα να τα βγάλω, γιατί τα γυαλιά μου επαλιώσανε και δε φελούνε πλια· κι ούτε αυτός δε μπόρεσε να τα διαβάσει, μ’ όλο που ξέρει πολλά γράμματα, γιατί δεν έχει συνηθίσει στο χαραχτήρα μου!… Και δεν εύρηκε σε τάξη το χαρτί το βουλωμένο, γιατί κάθε μέρα στην Αθήνα κάνουνε καινούργιους νόμους! κι εύρηκε έτσι αφορμή και μου πήρε τα χαρτιά, και μ’ έπαψε!… Τώρα…»
«Τώρα;» είπε η Μαρία.
«Τώρα… τώρα… τώρα… δεν ξετάζω πλια τίποτα… ούτε ένα ψωμί την ημέρα! και τι θα της παίρνω εκεινής; θα πεθάνει της πείνας!…»
«Ποιανής;» είπε αδιάφορη η Μαρία.
Ο γέρος εκοίταξε ανήσυχος ολόγυρά του, και τα κόκκινα μάγουλά του άχνισαν λίγο· μα το χαμόγελό του δεν εμπόρεσε να σβήσει από τα χείλη του. Εφοβήθηκε να προφέρει τ’ όνομα της γυναίκας, σα νάταν βλαστήμια· μα στο τέλος επήρε την απόφαση:
«Της… κουμπάρας μου!» είπε κλειώντας τ’ ανήσυχα μάτια του.
«Α εκεινής!» είπε περγελαστικά η Μαρία. «Πφ!»
«Ω Μαρία», είπε παρακαλεστικά ο γέροντας· «τι μου γύρεψε; να της παίρνω ένα κομμάτι ψωμί, όσο για την πνοή! Κι ο παπάς, κι η θυγατέρα μου μου το αρνήθηκαν, γιατί δεν την έχω, λένε, γυναίκα μου! Δεν την έχω τίποτα! Ω ο παπάς, ο παπάς! να μπει το δαιμόνιο μέσα του! Κι η θυγατέρα μου, την κατάρα μου νάχει! Μ’ εβάλανε τώρα στο δρόμο! Γιατί πώς θα είμαι εγώ χορταμένος και πεινασμένη εκείνη, η γυναίκα που εγέρασε στα χέρια μου; Θε μου, πάρε μου τα δίκια! Και τους είπα: θα τη στεφανωθώ και θάναι έτσι στεφανωτικιά μου γυναίκα, και θα μπορούσα έτσι να τήνε φέρω στο σπίτι, πούναι δικό μου! Και μούπανε όχι! Και με πικράνανε ίσια με την καρδιά, και περπατώ αναστενάζοντας και καταριέμαι! Δε θα λάβει καλό η παπαδιά! Τα γγόνια μου θα της πεθάνουνε· θα την πικράνει κι αυτήνε ο Θεός, όπως με πίκρανε αυτή κι εμένα!». Και τα δάκρυα εκυλούσαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του. «Ω αν ήτανε πλούσια η κουμπάρα μου», ξακολούθησε σε μία στιγμή, «αν είχε κι αυτή χτήματα και τάλαρα, θα βλέπατε πώς θα την ηθέλανε, θα βλέπατε!».
«Πατέρα», τον αντίσκοψε η Μαρία· «έλα στα σύγκαλά σου, και μη ζητάς το αδύνατο από έναν παπά, και μη θελήσεις, γέροντας εσύ, να γενείς ρεζίλι…».
«Μαρία», της αποκρίθηκε τρέμοντας, «εσύ είσαι καλή, εσύ, την ευκή μου νάχεις, εσύ σέβεσαι τα γεράματά μου· εσύ θάσαι ευτυχισμένη εδώ μέσα με τον άντρα σου, με τα παιδιά σου! Δε θα πικράνεις και συ τον πατέρα σου! Δε θα με διώξεις καθώς ο παπάς, δε θα μ’ αρνηθείς το κομμάτι ψωμί που σου ζητώ σα για λεημοσύνη για κείνην τη δύστυχη! Δε θα κάμεις σαν την παπαδιά! Και θα θυμηθείς πως η γυναίκα εκείνη, στη δυστυχία, στους δύσκολους καιρούς, όταν είχε πεθάνει η μάνα σας, εβάσταξε το σπίτι σας, σας έκαμε όλα τα θελήματα, σας αγάπησε σα μάνα! κι εφτώχυνε για μας, κι εξέκαμε το φτωχικό της για να μην ακουστούμε πως πουλούμε το δικό μας!… Κι όταν θάναι τουλάχιστο γυναίκα μου, δε θα την αφήκεις να πεθάνει της πείνας, γιατί η καρδιά σου, εσέ, είναι καλή, και θάχεις μαζί με τα παιδιά σου, την ευκή μου!». Κι εβάλθηκε πάλι να κλαίει.
«Χα, χα, χα!» εγέλασε ο Καραβέλας από κάτου· «ο νοδάρος γαμπρός! και τι νέος! ογδοήντα χρονώνε! και ζητάει της θυγατέρας του ένα κομμάτι ψωμί για να κάμει δύναμη! Χα, χα! Πεινάει το αντρόγυνο πριν κάμουνε παιδιά! Χα! χα! χα!… Νοδάρε, εσμίξανε δυο τρελλοί εδώ μέσα! Εχαρίσαμε κι οι δύο το δικό μας της θυγατέρας σου! Χα, χα!».
Κι ο Γιάννης είπε: «Μαρία, δε μας ζητάει κανένα πράμα μεγάλο! Τούχουμε το χτήμα του! Αν ήθελε το πουλούσε!».
Ο νοδάρος τον ευχαρίστησε με μία ματιά· μα η Μαρία τότες αγρίεψε: «Πατέρα», είπε, «για το καλό που σου θέλω, παράτησέ την αυτήν τη γυναίκα· αυτή σε χάλασε! Θάσουνε σήμερα αφέντης, πνιμένος στα τάλαρα, χωρίς αυτήνε! Παράτησέ τηνε και μη γνοιαστείς πλια για κείνηνε. Θα βρει τον τρόπο να ζήσει· στο νησί μας δεν απέθανε ακόμα ούτε ένας της πείνας. Γύρισε σπίτι σου, και θα σε δεχτεί ο παπάς κι η παπαδιά, σαν παιδιά σου πούναι. Γύρισε μοναχός σου, και μην κάμεις το κακό που μελετάς στο νου σου. Τήνε ντρεπόμαστε».
«Έτσι;» είπε ο νοδάρος, ανοίγοντας τα μάτια και τρέμοντας όλος, ενώ τα χείλη του, πούχαν χλωμιάσει, αδιάκοπα χαμογελούσαν, χωρίς να το θέλει· «έτσι;…»
Kαι ο Αργύρης σοβαρός τούπε: «Ούτε η παπαδιά, ούτε η Μαρία δεν έχουνε καμία υποχρέωση για κείνην τη γυναίκα. Τώρα δε μπορούνε να την ξέρουνε· και αν τη στεφανωθείς δε θέλουνε, γιατί τήνε ντρέπονται. Δε θα κάμεις λοιπόν καλά, κυρ-νοδάρε».
«Ω», απάντησε, «ας έχετε την κατάρα μου… Αργύρη, εσύ τάκαμες όλα! ήτανε δικό σου το σκέδιο, πλεονέχτη…». Κι εσηκώθηκε κι εβάδισε προς την πόρτα κι εβγήκε στο δρόμο. «Την κατάρα μου νάχεις, Μαρία!» ξακολούθησε, παίρνοντας τον κατήφορο. «Σ’ επαράδωκε ο Αργύρης στα χέρια του Καραβέλα, για να του πάρει κι εκεινού το χτήμα και το σπίτι· δε θα ιδείτε ούτε σεις καλό…»
Κι ενώ εκατέβαινε το ρόβολο, τα μάτια του όλο εδάκρυζαν. «Θα πάω να διακονέψω», έλεγε, «ένα κομμάτι ψωμί για μένα και για τη γυναίκα μου… Οι ξένοι θα με σπλαχνιστούνε καλύτερα…».
Κι ο Καραβέλας τον είδε να κατεβαίνει, τον ακολούθησε με το βλέμμα, κι εξέσπασε σ’ ένα δυνατό γελοκόπι: «Χα, χα, χα! Έφυγε ο ένας τρελλός! ο άλλος μένει εδώ, σιμά στο γάιδαρό του». Κι έπειτα έσυρε το ζώο από το σκοινί προς το σπίτι του. Κι ενώ επήγαινε, τον ετσάκισε άξαφνα ένα κατάκαρδο κλάμα, άφησε το ζώο κι εμπήκε σπίτι του, κι εξαπλώθηκε πίστομα στο κρεβάτι του:
«Ω Μαρία, Μαρία! κι εμέ και τον πατέρα σου, ω γιατί μας επότισες τόσο φαρμάκι; ω Μαρία, Μαρία, Μαρία!». Κι έκλαιγε.
Είχε ξανάρθει πάλι η άνοιξη, ο καιρός της δουλειάς. Κι ήτανε μεσημέρι. Στο χωριό, μαγαζιά και σπίτια ήταν όλα κατάκλειστα· στο μεγάλο δρόμο σπάνιοι διαβάτες επερνούσαν· κανένα ζώο δεν ακουότουν. Κι από το σπίτι του Αργύρη έλειπαν όλοι εκείνην την ημέρα, γιατί είχαν εργατιά στα χωράφια τους, κι είχαν πάει να μαζέψουν τες ελιές, πούχε στρώσει στη γης η τελευταία φουρτούνα.
Μόνη η Μαρία ήταν εκεί. Είχε μείνει στο χωριό για να μαγειρέψει για τους εργάτες. Και τώρα ανακάτεψε για ύστερη φορά το φαγητό με τη μεγάλη κουτάλα, την εγέμισε, το κοίταξε, τόφερε σιμά στο στόμα της, το φύσηξε, το δοκίμασε με την άκρη του χειλιού της, τόβρηκε έτοιμο, κι εκατέβασε από το σιδερένιο τριπόδι το μεγάλο μαύρο λεβέτι.
«Ας δώσω πρώτα τη μερίδα του Καραβέλα», είπε με το νου της παίρνοντας από ένα ράφι ένα χοντρό πιάτο και γεμίζοντάς το κόκκινο φαγητό. Έπειτα έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί, το πήρε παραμάσκαλα, και με το πιάτο στο χέρι εβγήκε από το μαγειριό.
Κι αυτήν την ημέρα δεν τ’ απίθωσε, σαν τες άλλες μέρες, στο κατώφλι του Καραβέλα, και δεν του χτύπησε απ’ όξω την πόρτα για να τον ειδοποιήσει, αλλά εμπήκε στο σπίτι του φωνάζοντάς τον με τόνομά του. Και τον εύρηκε καθισμένον απάνω στην παλιά κασέλα του και συλλογισμένον. Τον εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο. Ήταν η πρώτη φορά που τον κουβέντιαζε από την ημέρα πούχαν μαλώσει.
«Καλώς εκόπιασες!» ανάκραξε ο γέρος βλέποντάς την. «Καλό στα μάτια της.» Και το πρόσωπό του εξάνοιξε από χαρά. Κι ευρέθηκε ολομεμιάς ορθός, της επήρε από τα χέρια το ψωμί και το πιάτο, και της είπε: «Δώσε μού το, το βλοημένο, να το πιθώσω απάνου στην κασέλα». Κι έμεινε ορθός μπροστά της, την εκοίταξε με πάθος καμπόσες στιγμές, κι έπειτα τα μάτια του έπεσαν απάνου στην πόρτα, σα να αναμετριότουν αν επρόφταινε να της φράξει το δρόμο.
Του είπε: «Θωμά, το βλέπεις: ο κόσμος είναι κακός και μιλεί κακά· κι αυτήν την οχιά εδώ μέσα την ακούς πώς κάνει».
«Θέλεις να της βγάλω τα μάτια;» απάντησε κοκκινίζοντας.
«Γι’ αυτό δεν ερχόμουνα. Κι είχα όρκο να μη σου μιλήσω ποτέ. Επαραπήρες θάρρος! Κι εγώ, το ξέρεις, δεν τα θέλω τα ρεζιλίκια. Ό,τι εγίνηκε, εγίνηκε· μα ούτε παρέκει, ούτε πάρα πέρα. Πρέπει τα στόματα του κόσμου να κλείσουνε. Σ’ άφηνα καμία φορά να κάνεις αστεία, γιατί σ’ έπαιρνα για γέροντα, για πατέρα μου, μα άλλα είναι τα αστεία κι άλλα τα σοβαρά. Κι αν θέλεις νάχουμε ομόνοια, πάρε το απόφαση, κι ησύχασε, και μην κάνεις αυτά τα τεράστια, ειδεμή, το βλέπεις, βγαίνεις ζημιωμένος ο ίδιος.»
«Ω Μαρία!» της είπε δακρύζοντας.
«Το κακό είναι, που δεν ξέρω πώς να φερθώ μαζί σου. Αν σε βρίζω, κατηγοράει ο κόσμος, γιατί έχουμε το δικό σου στα χέρια μας· αν σ’ έχω με τα καλά, μας κακολογάνε, και παίρνεις θάρρος ως και συ, και τότες…»
«Aπό κείνην την ημέρα», της είπε πικρά, «με κοροϊδεύετε όλοι. Η ίδια δε με ονοματίζεις ποτέ αλλιώτικα· κι εδώκετε το ελεύτερο στα παιδιά σας να με πειράζουνε, όλα, όλα, και ξεκαρδίζονται στα γέλια, όταν θυμώνω. Τι ζωή μού κάνετε εδώ μέσα! Δεν έχετε κρίμα; δεν έχετε κρίμα;». Kι αναστέναξε με βαρύ παράπονο. «Πώς θα ζήσω έτσι;»
«Αυτά πας και τα λες στα μαγαζιά, κι ο κόσμος βογκάει ενάντια σε μας, και μας βγάζεις κακό όνομα». «Τι άλλο να κάμω;» απολογήθηκε αναστενάζοντας.
«Και χτες μας έκραξε ο κυρ-Αργύρης και μας εμάλωσε όλους και μ’ έβρισε· κι αυτή η οχιά τούπε πως εγώ ορμηνεύω τα παιδιά να σε πειράζουνε και τ’ αφήνω να σε παρανομίζουνε. Κι αν τόκανα στ’ αλήθεια, τόκανα γιατί μ’ ερεζίλευες, όπου κι αν ευρισκόσουνε. Και δε θέλω να πιστεύει ο κόσμος πως είσαι αληθινά αγαπητικός μου και πως έτσι σε κατάφερα να μας δώκεις το χτήμα σου, γιατί θέλω να το ξέρουνε όλοι πως εγώ αγαπάω τον άντρα μου. Ω είναι τόσο καλός και τέτοιο παλληκάρι, να μου ζήσει… Ο κόσμος, που λες, έχει στόμα και μιλεί, κι ας είσαι γέροντας… Άφησε που του ανοίγεις ο ίδιος τα μάτια.»
«Με τυράγνησες, Μαρία», της είπε με πόνο· «τι μου γύρεψες και δεν τόκαμα; Κι ήθελα να σε δουλεύω σα ραγιάς, σα σκλάβος, χάρισμα… Μα τι μούπες; ποια ήτανε η συμφωνία μας; Κι ολομεμιάς άμα απόγραψα την πράξη, άλλαξες γνώμη, και με μίσησες, κι ούτε φανερά ούτε κρυφά δε μένεις ούτε μία στιγμή σιμά μου, ούτε μία στιγμή… Κι από τα παιδιά, ω κι από κείνα, είμαι κυνηγημένος… Ως κι η μικρότερη, η Όλγα σου, τι μου κάνει, τι μου κάνει…».
Τον εκοίταξε μία στιγμή με συμπονητικό βλέμμα και του χαμογέλασε με την άκρη του χειλιού της και τούπε: «Δύστυχε».
Και η όψη του Καραβέλα εξαστέρωσε μεμιάς, ένας αναστεναγμός παρηγοριάς εβγήκε από τα στήθη του, εκοίταξε για πολλή ώρα τη Μαρία, και το μάτι του εδάκρυσε.
«Μα η Όλγα μου», είπε η Μαρία, «δεν το πιστεύω, αυτή σε λυπιέται και κλαίει όταν οι άλλοι σε θυμώνουνε».
«Είναι η χειρότερη! κι από τη Χρυσάνθη χειρότερη, που σε κάνει νάσαι θεριό μαζί μου. Με ζυγώνει, το λιγόχρονο, με το μέλι στο στόμα, σα φοβισμένη πάντα, και δε μου λέει ποτέ το παρανόμι, και δε βρίζει· μα ξέρει κι η ίδια που φταίει και γι’ αυτό με φοβάται. Κι η ψυχοπόνια της είναι ψέμα κι υποκρισία, κι ας είναι ακόμα ανήλικη. Πώς την έμαθες έτσι, Μαρία; και τι οπωρικό θα σου γένει, ανάθεμά το! Όσες φορές μού φέρνει αυτή το φαΐ μου, δεν τρώεται! και σκύλος να τότρωγε, θα λύσσιαζε από τα πιπέρια· τα λάχανα χωρίς λάδι, γιομάτα τρίχες και βρόμες· στον καφέ κολυμπάνε ψείρες… Μου τα κάνει όλα αυτά για να με πεθάνει· μα θα τη σκοτώσω στο ξύλο καμία μέρα! σου το λέω για να το ξέρεις. Κι έρχεται σιμά μου με τόση γλυκάδα, που κάθε φορά με γελάει. Γιατί έτσι, Μαρία; Ως και τσιγάρο μούφερε από καβαλίνα. Αυτή, αυτή…»
«Τα παιδιά», τούπε συλλογισμένη, «ξέρουνε τι ζητάς από μένα, για τούτο δε σ’ αγαπάνε. Έχουνε δίκιο κι αυτά, γιατί εβάλθηκες να μας ντροπιάσεις. Μα η Όλγα, δεν το πιστεύω. Θα τήνε στέλνει ο Αντρέας· αυτός με την Αμαλία τα σκαρφίζονται όλα τα παιδέματα, και στέλνουνε το μικρό, και κάθονται στην άκρη και γελάνε». Κι εγέλασε.
«Γελάς κι εσύ;» της είπε αγριεύοντας άξαφνα πάλι. «Κι όταν τα βλέπεις, τα καμαρώνεις· ε; Μα θα γελάσω, ως και γω, σε λίγο, θα γελάσω…»
Κι ωστόσο είχε καταφέρει νάχει πισώπλατά του την πόρτα, φράζοντας έτσι το διάβα… Κι ολομεμιάς, χωρίς η Μαρία να το προσμένει, της έριξε ολόγυρα στη μέση τα δύο δυνατά του χέρια και την έσφιξε όσο μπορούσε, κι επροσπαθούσε να τη σπρώξει προς το κρεβάτι. «Και στου Θεού τον κόρφο να πας», της είπε, «δε θα μου ξεφύγεις. Δε θα μου ξεφύγεις». Κι επάσκιζε να τη φιλήσει.
Εκείνη μία στιγμή εσαλεύτηκε· έκαμε ένα λοξό βήμα, σπρώχνοντας κι αυτή τον Καραβέλα προς την πόρτα, κι εμάκρυνε το κεφάλι της από το πρόσωπό του, για να μη δεχτεί το φίλημα, κόκκινη από το θυμό της κι ανοίγοντας τα μάτια. Έφερε τόνα της χέρι στο μέτωπο του Καραβέλα και τούσπρωχνε μ’ όλη της τη δύναμη το κεφάλι, ενώ, με τ’ άλλο διπλωμένο πάνου στο στήθος της, τον κρατούσε, όσο μπορούσε, μακριά της· και τούπε με μίσος τρίζοντας τα δόντια της: «Καραβέλα, άφησέ με! άφησέ με, γιατί φωνάζω! άφησέ με να φύγω!». Κι όλο επάλευε κι ακατάπαυτα του αντιστεκότουν.
«Κάμε ό,τι θέλεις», της είπε μ’ ένα δαιμονικό γέλιο, φιλώντας την στο χέρι, «δεν είναι κανένας εδώ! Κι έχω δικαιώματα! Μου πήρατε το χτήμα μ’ αυτήν τη συμφωνία!».
Κι αντιστυλώνοντας το ένα του πόδι, είχε καταφέρει να τη ρίξει άλλο ένα βήμα οπίσω, προς το κρεβάτι· κι ήταν ανεβασμένο στο πρόσωπό του όλο του το αίμα κι εβαστούσε την πνοή του γι’ άλλη μια προσπάθεια. Εκείνης τής έλειψε μια στιγμή η δύναμη, κι εφοβήθηκε πως ο γέρος θα την ενικούσε· η καρδιά της χτυπούσε μέσα στα στήθη της, το πρόσωπό της άλλαζε κάθε στιγμή χρώμα, σταξιές ίδρου τής έβρεχαν το μέτωπο· και με το χέρι που του κρατούσε το μέτωπο του στρέβλωνε το κεφάλι, του το τίναζε, κι επροσπαθούσε να του δίνει κατάστηθα αγκωνιές με τ’ άλλο· και μ’ όλη τη δύναμη του κορμιού της αναδευότουν για να στρίψει τον Καραβέλα και να μη βρεθεί ανάσκελα στο κρεβάτι, αν ο γέρος κατόρθωνε να την πισωδρομήσει ακόμη ένα βήμα, κι έσφιγγε τα δόντια της κι ετρόμαζε, κι έπαιρνε δύσκολα την πνοή της.
Μ’ άλλα δύο λοξά πατήματα την είχε σπρώξει ακόμη στα οπίσω· κι εκατάλαβε πως εκιντύνευε. Σε μια στιγμή θα την ενικούσε και θα την εξάπλωνε. Και τότες η δύναμή της επέρσεψε. Το πρόσωπό της εγίνηκε μαυροκόκκινο· τον ετίναξε δυνατά, του άνοιξε τα μάτια, του έδειξε τ’ άσπρα αφρισμένα δόντια της στρίζοντάς τα, και τούπε με μουγγή φωνή: «Άτιμε Καραβέλα, όχι, όχι! δε θα σου γένει το χατήρι! Σε καρυκιάζω καλύτερα».
Και μία στιγμή του άφηκε το μέτωπο. Εκείνος ενόμισε πως είχε νικήσει, κι εγέλασε. Αλλά μεμιάς τον έπιασε από το λαιμό, και με τα δάχτυλά της τούσφιγγε και τούστριψε το κοκκαλιάρικο λαρύγγι. «Άτιμε Καραβέλα, έτσι, ε!»
Ο γέρος επάσκισε να ξεφύγει το σφίξιμο, έστριψε το μισό κορμί του προς τη μια μεριά, το ξέστριψε προς την άλλη, εκυκλογύρισε μαζί της από τη μια μεριά κι από την άλλη, έκαμε ένα μικρό βήμα οπίσω, έπειτα δύο μεγαλύτερα, την έφερε πάλι σιμά στο κρεβάτι, κι ευρέθηκε μαζί της έως την πόρτα, ετινάχτηκε, έριξε πίσω το κεφάλι, την έσφιξε, την ξανάφερε στη μέση του σπιτιού· αλλά δεν τον άφηνε. Κι αιστανότουν στο λαιμό του ένα δυνατόν πόνο, και τούλειπε η πνοή, και το σταματημένο αίμα τού φούσκωνε όλες τες φλέβες του προσώπου και το μαύριζε, και τα μάτια του γρυλλωμένα έβγαιναν από τες κώχες τους, τα αυτιά του εβούιζαν, ενόμιζε πως το καύκαλό του θάσπαζε κι αθέλητα έβγαλε το ένα χέρι από τη μέση της Μαρίας κι άδραξε το χέρι που τον έπνιγε. Εκείνη ημπόρεσε τότες να κινηθεί πλιο ελεύτερα, και, χωρίς να του αφήσει το λαιμό, τον έσπρωξε στα οπίσω μ’ όλη της τη δύναμη, κι ευρέθηκε ολομεμιάς όξω από τα χέρια του, ενώ ο Καραβέλας εσωριαζότουν απάνου στην κασέλα του. Η Μαρία έκαμε ακόμη ένα πήδημα, εσταμάτησε στην πόρτα, κι εστάθηκε και τον εκοίταζε, λαχανιασμένη από το πάλεμα και φχαριστημένη από τη νίκη. Αυτός εκαθότουν τώρα ντροπιασμένος με το κεφάλι κάτου, χωρίς πνοή, κουρασμένος και πονεμένος, κι επάσκιζε να καταπιεί το σάλιο του, που δε μπορούσε να περάσει από το λαιμό του.
«Άτιμε Καραβέλα», τον έβρισε, «δε σου τόπα πως δεν περνάνε μαζί μου τ’ αστεία;».
O γέρος εβάλθηκε να τρέμει σύγκορμος· τώρα πάλι το καταραμένο παρανόμι τον έκανε να βγαίνει από τα όριά του κι εθύμωνε ακόμη περσότερο, γιατί δε μπορούσε να της δώσει αμέσως την απάντηση και να ξεθυμάνει, τώρα που δεν είχε πλια πνοή.
«Θα σου ψήσω, Καραβέλα, το στάρι στ’ άχυρο», του ξανάπε με μίσος· «θα σε ψοφήσω».
Αυτός εμετρήθηκε αν μπορούσε ξανά να την αδράξει. Ξεροκατάπιε δύο φορές, την εκοίταξε καλά στα μάτια, και της είπε πικρά: «Καραβέλα; ε; έπειτα που μούφαγες όλα! ε;».
Κι έφερε στο λαιμό του τα δάχτυλά του, και τον έτριψε. Κι έπειτα όλο μεμίας εγέλασε, και γελαστά της είπε: «Μια φορά κι έναν καιρό η Κουτσασημίνα, του Σπαθάρου η γυναίκα, εφαρμάκωσε τον αγαπητικό της, κι έκαμε άλλα εφτά φονικά στο χωριό μας. Κι εβγήκε απόφαση και την εδέσανε από τα χέρια κι από τα πόδια από την ορά τεσσάρων αλόγωνε, γυμνή ολόγυμνη, κι έδειχνε στον ήλιο την καταφρόνια της! Και τ’ άλογα την εκάμανε τέσσερα τετάρτια, και τα θάψανε στες τέσσερις άκρες του χωριού· και οι σταυροί ακόμα βρίσκονται για παράδειγμα. Την ίδια διαστρεμμένη ψυχή έχεις και συ, Μαρία, κι έπρεπε να δουλεύει ακόμα εκείνος ο άγιος ο νόμος και να σου γένει και σένα το ίδιο!». Κι αναστέναξε. «Γιατί είσαι τόσο κακή;»
«Δε σε θέλω παλιόγερε! Φτου σου, Καραβέλα· θα σκάσεις με τον καημό σου! Φτου σου!»
Ο γέρος εβάλθηκε άξαφνα να κλαίει θρηνητικά, κι από τα μάτια τούπεφταν χοντρές σταξιές τα δάκρυα, και της είπε: «Ως και συ, Μαρία, όπως όλος ο άλλος κόσμος, ως και συ με μάχεσαι, ως και συ μ’ απελπίζεις! ήξερες πως ήμουνα γέροντας, κι ήξερες πόση ήτανε η αγάπη μου, και μ’ έκαμες και γίνηκα πένητας! και με καλόπιασες, ως να με καταφέρεις, και τώρα με καταφρονάς, τώρα με ψένεις, τώρα με βρίζεις! Καραβέλα; ε; Το πρωί τα παιδιά από τες ράχες, τα κορίτσια τη βραδιά, τα παιδιά σας όλη μέρα, κάθε στιγμή, τώρα ως και συ! και καμία ευχαρίστια, καμία! Αχ, μα έτσι δεν τήνε θέλω τη ζωή, μα δεν τήνε θέλω!». Και με το γρόθο εχτύπησε δυνατά το κεφάλι του.
Η οργή της έπεσε άξαφνα, τούδωκε μία ματιά από συμπάθεια, λησμονώντας μία στιγμή ό,τι της είχε κάμει, κι αιστάνθηκε πως η καρδιά της απάλαινε. «Κακομοίρη!» τούπε.
Ο Θωμάς την εκοίταξε θλιβερά για πολλήν ώρα με δακρυσμένο μάτι σα να εζητούσε έλεος· τέλος τής είπε: «Ω Μαρία, ένας λόγος δικός σου, ένα ναι, θα μ’ έκανε να ιδώ ζωντανός τον Παράδεισο! Ω νάμουνα μία στιγμή νέος, μία στιγμή μοναχά και ν’ απεθίνησκα αμέσως! Ω, θα μ’ ήθελες τότες!… Μα έτσι, μα έτσι!».
Αυτή εγέλασε πρώτα κι εξαναθύμωσε: «Μα ξέρεις τι μου ζητάς; Και δε βλέπεις τι κοτζάμ άντρα πώχω και πόσο τον αγαπάω;».
«Κι η συμφωνία;» της είπε δειλά, κατεβάζοντας τα μάτια.
Δεν του απάντησε. Και τώρα τα μάτια του Καραβέλα εστέγνωσαν μεμιάς κι εσπιθήρισαν. Εθύμωσε πάλι κι εκείνος, και της είπε με μίσος: «Θάμαι εχτρός σου, εχτρός του σπιτιού σου, των παιδιώνε σου! Θα σου θέλω το κακό, θα σου το κάνω, γιατί μ’ αδίκεψες! Θέλω να χαλάσω αυτήν την ισόβια πρόσοδο!».
«Ω δε χαλιέται», τούπε γελώντας πειραχτικά, «δε χαλιέται, κακομοίρη Καραβέλα!». Κι εκουνούσε τα δάχτυλα του ενός χεριού της ανάποδα κάτου από το πηγούνι της.
Αυτός δεν ήξερε τώρα πλια τι της έλεγε: «Καραβέλα, ε; Καραβέλα με λένε, ε; Τα λησμόνησες, φαίνεται, τα περασμένα χρόνια, που ήσουνε ακόμα κοπέλα, ακόμα μικρή! Είχα και τότες ένα γάιδαρο, κι επερνούσα κάθε μέρα από τες ελιές μου, σιμά στην κατοικιά μου. Μη μου κοκκινίζεις, Μαρία! Σου τα λέω, γιατί τάπραξες!… Και σ’ εύρηκα μέσα στη σούδα με τον ξάδερφό σου, κι ήσουνε μισόγυμνη! Χα, χα, χα! όπως κάνει τώρα κι η Αμαλία σου με τον Αντρέα σας, να σου ζήσουνε!… Πόσες φορές τους είδα κι αυτουνούς, και δε ντρέπονται πλια! Χα, χα, χα! Και τους έδωκα θάρρος, έτσι, γιατί μ’ αρέσει να ντροπιαζόσαστε! Και μ’ εσέ το ίδιο! ο ξάδερφός σου έφυγε τότες τρέχοντας κι ακόμα τρέχει! κι εγώ επήδηξα μέσα στη σούδα, και από λίγο θα σ’ έπιανα στα χέρια μου, και θα καλοπερνούσες, γιατί τότες ήμουνα νέος ακόμα κι ας ήμουνα παντρεμένος! Μα δε σ’ άρπαξα παρά τη μπόλια σου, και σου την επήρα! Κι επήγες ξεγιάδετη στο σπίτι σου· και την εκρέμασα από ένα δέντρο μπαντιέρα στην κατοικιά μου, και την είδε όλος ο κόσμος, κι ήρθε η μάνα σου στη γυναίκα μου, και την επήρε, και σ’ έβρισε τότες η γυναίκα μου, κι η μάνα σου σ’ έβρισε! Τώρα έμαθες και βρίζεις ως και συ! Πώς τα λησμόνησες αυτά;…».
«Α Καραβέλα!» τούπε με μίσος.
«Από μικρή ήσουνε μαθημένη στην πουτανιά, σαν τη θυγατέρα σου!…»
«Είμαι τρελλή που κάθομαι και σ’ ακούω! Κάτου με προσμένει η φαμιλιά μου κι η εργατιά μου· ανάθεμά σε, Καραβέλα, μ’ εχασομέρησες!» Κι έκαμε ένα κίνημα για να φύγει, μα ο θυμός της δεν την άφηκε. «Καραβέλα!» του ξανάπε από το προαύλι· «είσαι κακός άνθρωπος, κακός! τι θα κάμεις μ’ αυτά που μου λες; δε σου περνάει, παλιόγερε! Την κοπέλα μου να την αφήκεις ήσυχη και να μην τήνε μελετάς, ακούς! και να σκάζεις από τον καημό σου χωρίς να μιλείς! γιατί εμείς στο σπίτι μας θα χαροκοπάμε, κι επίτηδες, για να ψένεσαι εσύ!».
«Αγαπάει τάχατες τον άντρα της!» είπε γελώντας ο Καραβέλας και δείχνοντάς την με το δάχτυλο· «και τόνε γελάει ωστόσο και κείνονε! Εγώ τα ξέρω, θα σου τα πω όλα, όλα, όλα!…».
Η οργή τότες της εγέμισε τα στήθη, όλο το αίμα της ανέβηκε στο κόκκινο πρόσωπό της, ερίχτηκε να χυθεί απάνω του και να τόνε χτυπήσει· μα ο γέρος την εκοίταζε πειραχτικά και της γελούσε.
«Ξέρεις, Καραβέλα», τούπε, «πως φέρνω το τσεκούρι και σου παίρνω το κεφάλι, σαν τ’ Άη-Γιαννιού; Φτου σου, φτου σου, φτου σου!». Και τον εφοβέριζε με το δάχτυλο και τον εφτυούσε. Αυτός άνοιξε, προσκαλώντας την, τα δύο του χέρια. Και η οργή της επέρσεψε ακόμη. Άξαφνα εβάλθηκε να φωνάζει ξεφρενιασμένη: «Ο Καραβέλας θέλει να με ληστέψει! Ο Καραβέλας!».
Κι ο γέρος εφοβήθηκε, κατέβηκε από την κασέλα, κι εκοίταξε ολόγυρά του, αλλά συνεπαρμένος από την ξαφνική συγκίνησή του δεν έκοψε το γέλιο του, ενώ τα μάτια του εδάκρυζαν. Και η Μαρία πνιγμένη από την οργή και μην ξέροντας πλια τι κάνει, ολομεμιάς εσήκωσε μπροστά του το φουστάνι της και, για νάχει τα χέρια ελεύτερα, το βάσταξε με τη πηγούνι. Και, πιάνοντας τη μέση της, εστάθηκε ομπρός του, και τούπε δείχνοντας τη γύμνια της, ενώ τα μάτια της έβγαζαν σπίθες από μίσος και το στόμα της άφριζε:
«Εδώ είμαι, εδώ είμαι, γυμνή μπροστά σου! Δε σε ντρέπομαι, άτιμε Καραβέλα, γιατί είσαι γέροντας! Κοίτα, κοίτα! Το κορμί μου τόχω φυλαμένο για τον άντρα μου, για το παλληκάρι μου, να το χαίρεται, ναι, μωρέ! Σκάσε εσύ από τον καημό σου!». Κι αφήνοντας τα φορέματά της να ξαναπέσουν, έσκυψε και τον έφτυσε στο πρόσωπο: «Φτου σου, φτου σου!».
Κι ο γέρος εκιτρίνισε, έπαψε το πειραχτικό του γέλιο, εβάλθηκε να τρέμει, κι έπεσε πρώτα γονατιστός χάμου, και ξαπλώθηκε έπειτα πίστομα κατά γης, κρύβοντας το πρόσωπό του μέσα στα χέρια, κι εβάλθηκε να κλαίει.
Η Μαρία τώρα είχε ξαναβγεί στο προαύλι, κι εκεί ξακολουθούσε να φωνάζει: «Γειτόνοι, τρεχάτε, τρεχάτε! ο Καραβέλας θέλει να με ληστέψει!».
Και σε λίγο εμαζευτήκαν εκεί, άντρες, γυναίκες, παιδιά, πολύς κόσμος, κι εγελούσαν όλοι, κι εκατάκρεναν, κι έβριζαν τον Καραβέλα, κι ήθελαν να μάθουν ένα ένα όσα είχαν συνέβει. Η μία έλεγε της Μαρίας: «Kαι δεν τούβγαζες τα μάτια του Καραβέλα;».
«Εγώ σού τόπα», έλεγε μία άλλη· «επήγαινε με σκοπό, όταν σας έκαμε την ισόβια πρόσοδο».
«Μα εύρηκε να παίξει, ο παληόγερος», είπε μία τρίτη.
«Γέρος άνθρωπος, και το καταδέχτηκε!» είπε ένας γέροντας.
«Ας τόνε διώξει ο Αργύρης από το σπίτι σας», είπε ένας άλλος.
«Καλά που γλίτωσες!» είπαν άλλοι. «Κανένας δε θα τόνε σπλαχνιστεί!»
Και τα παιδιά, που γελούσαν κι επαραμόνευαν από την πόρτα τον Καραβέλα μέσα στο σπίτι του, του φώναζαν: «Ου, ου, Καραβέλα! Ου, ου, Καραβέλα!».
Κι αυτός είχε σηκωθεί τώρα κι είχε ξανακαθίσει περίλυπος πάνου στην παλιά του κασέλα, και δεν εμιλούσε, μα από τη στενοχώρια του έσφιγγε ένα με τ’ άλλο τα χέρια, μην ξέροντας πώς να φύγει από κείνην την κόλαση, και κάθε τόσο ένα δάκρυ τούσταζε από τα μάτια. Κάθε στιγμή το παρατσούκλι τουρχότουν στ’ αυτιά σα μία δυνατή βεργιά και τον ντρόπιαζε.
Και τώρα ανάμεσα στον κόσμο εφανερώθηκε κι ο άντρας της. Ήτανε πεινασμένος κι είχε αφήσει την εργατιά στο χωράφι κι είχε έρθει να ιδεί, γιατί δεν εκατέβαινε η γυναίκα του. Και βλέποντας εκεί τόσον κόσμο, μ’ ένα χαμόγελο ερώτησε τι συνέβαινε σπίτι του, και με μισόκλειστα μάτια άκουσε τη γυναίκα του, που μεγαλόφωνα και με μεγάλες χειρονομίες τού ξήγησε θυμωμένη πως ο Καραβέλας την είχε χυμήσει για να τήνε ληστέψει.
Ο κόσμος άκουε με προσοχή τα λόγια της. Πολλοί εφοβέριζαν τον Καραβέλα, τα παιδιά τον περγελούσαν. Μα ο Γιάννης εβάλθηκε ακράτητα να γελάει, κι είπε: «Όλο αυτό ήτανε; Μα είναι τόσο γέροντας· τι μπορούσε να κάμει;». Κι εμπήκε στο μαγειριό για να πραΰνει την πείνα του.
Αλλά η Μαρία ήθελε να ερεθίσει τον άντρα της κι εφώναζε απ’ όξω θυμωμένη: «Ο άτιμος ο Καραβέλας δεν είναι και τόσο αδύνατος· λίγο ακόμη και μ’ αναποδόγερνε στο κρεβάτι του, και θα σε στόλιζε έτσι φοβερά, καημένε Γιάννη μου! Κάνε, κάνε τον αδιάφορο!».
Αυτήν τη στιγμή ευρέθηκε στη μέση του κόσμου κι ο Αργύρης, λαχανιασμένος, ψηλός, παχύς, κίτρινος, με το χοντρό ραβδί του στο χέρι, και κατόπι του ο γέροντας νοδάρος, σουρωμένος, σκεβρωμένος, με τα κόκκινα θολά μάγουλά του, με το άσβηστο χαμόγελο στα κόκκινα χείλη του, και με τα ζωηρά ανήσυχα μάτια του, που ήταν τώρα γεμάτα περιέργεια. Ο Αργύρης εκατάλαβε σε μία στιγμή τι έτρεχε, κι εμπήκε αμέσως στο σπίτι του Καραβέλα. Κι ο γέροντας εσηκώθηκε από την κασέλα του αλαλιασμένος κι εκοίταξε γύρω του σα να ζητούσε βοήθεια, κι είπε με βραχνή τρεμάμενη φωνή, κοκκινίζοντας όλος: «Ω Αργύρη, ας χαλάσουμε την ισόβια πρόσοδο!». «Δε χαλιέται», του απάντησε σοβαρά ο Αργύρης με την ψιλή κι άσκημη φωνή του και πασκίζοντας να χαμογελάσει· «δε χαλιέται! Εκάμαμε στο κτήμα σου τόσα έξοδα!… Μα γιατί δεν είσαι φχαριστημένος; το φαΐ σου, το πιοτό σου, τη ντυμασιά σου, το συγύριο σου, όλα δεν τάχεις; γυρεύεις πράματα άλλα, ε; μα αυτά δε σου γένονται! Δε σου γένονται!». Και ξαναβγήκε, γελώντας, από το σπίτι.
Ο κόσμος ωστόσο έφευγε κι εσκορπιζότουν καλοκαρδισμένος. Κι ο Αργύρης άκουσε το νοδάρο πόλεγε του κόσμου με τη σιγαλή αδύνατη φωνή του: «Έλεγα πως είχε πιάσει η κατάρα μου, κι είχε πεθάνει κάποιος εδώ μέσα, ο γαμπρός μου, ο Αργύρης, τα παιδιά τους! κι έτρεξα. Μα όχι, μην τους ακούτε· ως να του πάρουνε το πράμα, η θυγατέρα μου τον ήθελε· έτσι την είχε ορμηνέψει ο Αργύρης, ανάθεμα τον πατέρα του! Τώρα του κάνουνε αυτά για να τόνε διώξουνε από το σπίτι του, και να τόχουνε χωρίς βάρος! Έτσι μου κάμανε κι εμέ οι γαμπροί μου, και διακονεύω, και ψωμοζητάω, για με και για τη γυναίκα μου! Την εστεφανώθηκα. Και δε μας θέλουνε σπίτι μου οι γαμπροί μου! Δε μας θέλουνε! Ο παπάς, να μπει ο διάολος μέσα του, και ο Αργύρης, αυτός τάκαμε όλα! Παρακαλώ το Θεό να μη μείνει ψυχή σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα ‘γγόνια μου!».
Και, λέγοντας έτσι, ο γέροντας εκατέβαινε πάλι τον κατήφορο ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους, που αδιάκοπα εγελούσαν, χωρίς να δώκει απάντηση στον Αργύρη, που τον έκραζε από την πόρτα του σπιτιού του.
Είχαν περάσει μέρες Κι ένα πρωί ο Καραβέλας εσηκώθηκε αγριεμένος από το κρεβάτι του, κι εφώναξε ολομεμιάς γρυλλώνοντας τα μάτια του: «Θα γένω Πειρασμός!».
Και σκύφτοντας το κεφάλι του εβάλθηκε να περπατεί βαριά βαριά μέσα στο σπίτι του, κι η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη στο κόκκινο πρόσωπο του γέρου.
«Αχ! θα γένω κακός!» ξανάπε. «Μου φταίνει όλοι οι ανθρώποι· όλοι, όλοι! Είμαι μάρτυρας σ’ αυτόν τον κόσμο, με μισήσανε όλοι, είμαι του χωριού το κορόιδο! Εγώ κορόιδο! Αχ! αχ! Καραβέλα, από δω· Καραβέλα, από κει· Καραβέλα, κι η Μαρία! Ως κι η Μαρία!… Οι γυναίκες το βράδυ, ο κόσμος στο χωριό, τα παιδιά από τες ράχες! Ως κι η Μαρία!…»
Κι ενώ έλεγε έτσι, η καρδιά του, πούθελε να βγει από τα στήθη του, ελίγωνε, και μέσα στα σπλάχνα του αγροικούσε σα μία δίψα να κάμει κάτι που θα τον ελευτέρωνε από τη στενοχώρια, κάτι που θα τον έκανε φοβερό στους άλλους ανθρώπους και που θα εσίγαζε τον αχόρταστο πόθο του· κι όλο περπατώντας έτριζε τα λίγα του δόντια, και πότε εκλειούσε σφιχτά τα μάτια του, σα να ήθελε να ιδεί στο σκοτάδι, που εγενότουν ομπρός του, ονειροφάνταστη εικόνα από κείνο πούθελε να κάμει, πότε τάνοιγε πάλι φοβισμένος, κι εσταματούσε για μία στιγμή το περπάτημα, και πότε ανάσαινε βαθιά, πότε εβαστούσε λυπημένος την πνοή του, πότε εχτυπούσε τες παλάμες του στα πόδια, και πότε εκοίταζε απελπισμένος τα ουράνια. Εθυμότουν κιόλας την πεθαμένη γυναίκα του, το θάνατό της, τη ζωή του μαζί της, τα νιάτα του. Τότες πούχε τη δύναμη, ποιος εκοτούσε να τον πειράξει; Οι άνθρωποι ήξεραν όλοι πως κι εκείνος ημπορούσε να κάμει το κακό, αν ήθελε· κι οι άνθρωποι φοβούνται ο ένας τον άλλο, και μοναχά γι’ αυτό δεν τρώγονται σαν τους λύκους! Μα τώρα τον ελογάριαζαν όλοι αδύνατον, άκακον άνθρωπο, και γι’ αυτό τον τυραννούσαν· γι’ αυτό τυραννούν πάντα τους γέρους, τους άτυχους γέρους, που τούμοιαζαν! Η αδερφή του τον είχε καλά ορμηνέψει, τούχε πει το σωστό. Καλύτερα είναι, είπε, που οι γέροι πεθνήσκουν! Κι εσυλλογίστηκε πως οι ανθρώποι πούχαν τα χρόνια του ήταν όλοι, πες, ήσυχοι μέσα στον τάφο τους αυτήν την ώρα, και δεν εδοκίμαζαν πλια τες πίκρες του κόσμου και την κακοσύνη του· μα άξαφνα εφοβήθηκε το θάνατο, το σκοτεινό και κρύον Άδη, το ατέλειωτο κοιμήσι, που δεν είχε ξυπνημό, και που άδραζε στανικώς τον άνθρωπο, όσο και ν’ αντιστεκότουν, τον επάγωνε σιγά σιγά, και τούπαιρνε την πνοή, βυθίζοντάς τον ποιος ξέρει πού, σε ποιους άγνωρους και τρομερούς κόσμους, ή και στο τίποτα!… Κι η απελπισία του εγίνηκε αβάσταχτη, γιατί δεν εύρισκε λύτρωση, ούτε μες στην καρδιά του ούτε στον όξω κόσμο· και του πλημμύρισε τα στήθια το φαρμάκι του φτόνου. Οι άλλοι είχαν τριγύρω τους γελαστά κι αγαπημένα πρόσωπα, ημπορούσαν να χορταίνουν αγάπη! Ως κι ο Αργύρης, ο κακός ο άνθρωπος, μ’ όλη του την αρρώστια, ως κι ο νοδάρος μ’ όλη του τη φτώχεια, μ’ όλη την ελεεινή ζωή του! Κι ο Γιάννης; ω ο Γιάννης εδοκίμαζε όλες τες ευτυχίες, όλες, όλες, αυτός!… Και τόσοι και τόσοι άλλοι, όπου κι αν έστρεφε τα βλέμματά του· παντού ναι ήταν πίκρες και στενοχώριες, μα η ζωή είχε φυλαμένο για καθένα κι ένα χαμόγελο γλυκό, μίαν αγάπη, ένα έλεος· και μόνος αυτός σ’ όλο το χωριό ήταν ορφανός κι έρημος και μισημένος! Όλοι μπορούσαν να ζουν, όλοι να λησμονούν την πίκρα του θανάτου, και μόνος αυτός έπρεπε αδιάκοπα να συλλογίζεται το τέλος του, να παλεύει κάθε στιγμή με το Χάρο, γιατί σαν τον θάνατο ήτανε φαρμακερή η ζωή του. «Φαρμακερή! φαρμακερή!» αναστέναξε.
Κι εθύμωσε. «Ας επικραίνονταν και οι άλλοι τουλάχιστο!» εψιθύρισε. Θα υπόφερναν πάντα λιγότερό του, λιγότερό του! Μα το κακό θα τον ευχαριστούσε, θα του γλύκαινε του άτυχου την καρδιά, και μάλιστα αν εύρισκε εκείνους που τον είχαν αδικέψει, μα κι όποιους άλλους· έφτανε νάταν άνθρωποι κι ήταν εχθροί του!… Σ’ έναν τέτοιον άδικον κόσμο, η καλοσύνη δεν είχε καμία ανταμοιβή· δε θάχε ούτε το κρίμα καμία τιμωρία! Δεν ήταν αυτός κουτός για ν’ αφοκράζεται τα παραμύθια των παπάδων! Ήξερε καλά γιατί αυτοί εμιλούσαν όπως εμιλούσαν! Τους έβλεπε ομπρός του πώς εφέρνονταν· έβλεπε, έβλεπε το σύγαμπρο του Γιάννη, τον πλεονέχτη, που επίκραινε τόσο ένα γέροντα, ενώ εζούσε ευτυχισμένος με γυναίκα, με παιδιά, με χτήματα· κι εγελούσε τον αθώο τον κόσμο με το φόβο του θανάτου, με την κόλαση, κι εκήρυχνε ο υποκριτής μετάνοια κι αγάπη! Το άδικο παντού εβασίλευε! Για τούτο ως κι αυτός ήθελε να κάμει το κακό.
«Θα γείνω Πειρασμός», ξανάπε, «Πειρασμός!».
Ο νους του επέταξε αλλού. Εκεί κάτω στο καλύβι του, ο γείτονας του Αργύρη είχε δύο καματερά μεγάλα σα στοιχειά! Ήταν ένας καλός άνθρωπος· ποτέ του δεν τον επαρανόμιζε· εζούσε ήσυχος με τη φτωχή φαμιλιά του, σκυμμένος όλη μέρα στη δουλειά, ποτίζοντας τη γη με τον ίδρωτά του, χαρούμενος πάντα!… Μα γιατί εζούσε ευτυχισμένος εκείνος, ενώ αυτός ο ίδιος είχε τέτοια ζωή; ω τον εμισούσε κι εκείνον αυτήν τη στιγμή, γιατί κι εκείνος ήταν άνθρωπος, γιατί ο άνθρωπος τούχε φταίξει! Τούθελε το κακό του κι εκεινού! Τα δυο μεγάλα καματερά θ’ αναχάραζαν τώρα ήσυχα-ήσυχα κάτου από τες ελιές· ω, να του τα ψοφούσε, και να τον έβλεπε έτσι δυστυχισμένον ως κι εκείνον!… Να μία χαρά της ζωής που μπορούσε να τη δοκιμάσει!… Θάκλαιγε ο γείτονας, θα χτυπούσε τα στήθια του… ξαπλωμένα τα ζώα!… Θάκραζε τον καταφρονεμένο το Θωμά να του δώκει βοήθεια, το Θωμά! Χα, χα, χα! εγέλασε. Λίγα βελόνια περασμένα στ’ άχυρα, και τα ζώα σε δύο τρεις μήνες θάταν ψόφια!…
Κι ήξερε να κάμει κι άλλα κακά, κάθε λογής κακά, όχι αυτό μοναχά, ο Θωμάς, ο αδύνατος ο Θωμάς, ο καταφρονεμένος ο Θωμάς! Θα μπορούσε ν’ ανοίξει πόλεμο μ’ όλον τον κόσμο, χωρίς να πάθει ο ίδιος ούτε ένα τίποτα! Σωστός Πειρασμός! Γιατί μονάχα με το γείτονα; Και με τον Αργύρη τον πλεονέχτη όχι; και με τη Μαρία όχι; Πόσα τούχε κάμει αυτή!… Μα ο Γιάννης, ο Γιάννης ήταν άλλος άνθρωπος, αυτός δεν είχε κακοσύνες!… Μα, μα ο Θεός δεν κάνει σεισμούς, καταποντισμούς, μα δε ρίχνει αστραπές, και δε χαλάει έτσι αδιάφορα τους άδικους και τους δίκαιους; Έτσι θάκανε κι ο Θωμάς! Ας έπαιρνε και το Γιάννη το σκέδιο! Μα τι δύναμη είχε αυτός, ο έρημος, ο κυνηγημένος, που κάθε μέρα έσκυφτε και περσότερο προς τη γη, κάτου από το βάρος της δυστυχίας και του κατατρεγμού του;
Αναστέναξε, κι έπειτα αμέσως εγέλασε: «Χα, χα! Ο Θεός εχάρισε του ανθρώπου μυαλό! Το βόδι το κυβερνάει ένα μικρό παιδάκι· τ’ άλογο υποτάσσεται μ’ ένα μικρό χαλινάρι… Θα σας παιδέψει κι ο Θωμάς, ο Θωμάς ναι! Ως τα τώρα η μεγάλη καλοσύνη δεν του φέλεσε· θα τον οδήγαε τώρα αργά το κρίμα σ’ ευτυχία;… Πειρασμός σωστός θάναι ο Θωμάς! Θα τόνε λένε τότες με δίκιο Καραβέλα, μπόγια παναπεί, και δε θα πειράζεται! Δε θα πειράζεται; Μμ!… Μμ!…»
Κι έτσι λέγοντας, εβγήκε από το σπίτι σκυφτός σκυφτός, κι επήγε στο μικρό καλύβι του κήπου του, όπου ήταν δεμένος ο γάιδαρός του. Το υπομονητικό ζώο εκοιτότουν κατά γης και, καθώς τον είδε, οκνά οκνά εσηκώθηκε και τον εκοίταξε.
«Μωρέ Αργύρη!» τούπε (έτσι τόκραζε τώρα από καμπόσο καιρό) «ακόμα δεν εψόφησες, ανάθεμα τον πατέρα σου!» Και τούριξε ομπρός του μίαν αγκαλιά άχυρο από μίαν άκρη του καλυβιού.
«Πάρε, κακομοίρη, κι εσύ!» του ξανάπε· «δε μου απομένεις παρά συ στον κόσμο· δε μ’ ακούς παρά συ!». Κι έπειτα επήρε ένα άλλο μικρό χερόβολο από το ξερό φλέστρο, και ξαναμπήκε στο σπίτι του γελώντας διαβολικά. Εκεί άνοιξε την παλιά μαύρη κασέλα, που ήταν ακόμη φορτωμένη με τα ρούχα της γυναικός του, κι ανάμεσα στα παλιά τα πράματα εζήτησε κι εύρηκε σε καμπόση ώρα ένα μικρό μαύρο πανί, όπου ήταν ακόμη τσιμπημένα ένα πλήθος σκουριαμένα βελόνια της πεθαμένης. Κι εκάθισε χάμου στη μέση του σπιτιού, κι ένα ένα τα περνούσε προσεχτικά μέσα στα φλέστρα. Κι είπε με το νου του: «Αυτά είναι για τα βόδια του καλού γειτόνου· θα τα φάνε, και σε δύο μήνες θάναι ψόφια και τα δύο, κι ας είναι σα στοιχειά!». Κι αναστέναξε, φοβισμένος από την κακοσύνη του.
Κι έπειτα ξανασηκώθηκε με το ίδιο διαβολικό χαμόγελο στα χείλη κι ανακάτεψε πάλι τα παλαιά ρούχα, βάζοντας το χέρι του ως το βάθος της κασέλας, κι ανάσυρε σε λίγο ένα μικρό άσπρο πουγγί δεμένο μ’ επιμέλεια. Τόλυσε. Ήταν γεμάτο πολύ μικρούς κίτρινους σπόρους. «Να που ήρθε η ώρα να χρειαστούνε!» είπε με το νου του. «Γι’ αυτό τούς εμάζευα το καλοκαίρι. Είναι εκατομμύρια τα σπυριά, και φυτρώνουνε όλα! Ο γούννιερας έχει αυτήν τη χάρη. Τόνε βλογάει, βλέπεις, ο Διάολος, γιατί φαρμακώνει τη γης η ρίζα του· πάει έξι οργιές του βάθου. Και θα τριοντήσει μεθαύριο μέσα στ’ αμπέλι του Αργύρη, κι εγώ θα γελάω με τη χολή του Αργύρη, και θα υποχρεωθεί να χαλάσει τ’ αμπέλι.» Κι είδε με το νου του τ’ όμορφο αμπέλι με τα ζωηρά κλήματα, στο πλάι της ηλιόλουστης ραχούλας· ήταν τώρα γεμάτο μαύρα μεγάλα σταφύλια που επρόσμενεν του τρυγητή το κοπίδι. Κι άξαφνα ο Καραβέλας εθύμωσε: «Όχι, όχι!» είπε αγριεμένος, «ούτε εφέτος ας μην τρυγήσουν! Θα περνάσω από μέσα, από ορδίνι σ’ ορδίνι, μ’ έναν ασπάλαθρα και δε θ’ αφήσω ούτε ρόγα, ούτε μία ρόγα! Χειρότερα παρά αν επερνούσε χαλάζι! Θα ιδούνε τότες αν αξίζει κάτι η κακοσύνη του Θωμά, και θα βάλει έτσι γνώση η κυρά Μαρία, που τον επίκρανε, που τον εγέλασε! Τον εγέλασε!…» Κι εβάλθηκε να γελοκλαίει… Η φωνή της Όλγας τον έκραξε από το προαύλι. Χωρίς να το θέλει, έκρυψε μέσα στη μεγάλη παλάμη του το σπόρο, εκλείδωσε αμέσως την κασέλα, κι αγριεμένος εβγήκε στην πόρτα. «Τι με κράζεις, λιγόχρονο;» της είπε με μίσος.
Και βλέποντας που εκατέβαζε το βλέφαρο παρέτοιμη να κλάψει: «Λες που αλησμόνησα» της ξανάπε, δείχνοντάς της τα λίγα του δόντια και κοιτάζοντάς την μ’ ένα μάτι κόκκινο από την οργή· «εσύ, εσύ με κυνηγάς χειρότερα απ’ όλους εδώ μέσα, κι ας μου κάνεις την καλή με την ψεύτικη ταπεινοσύνη σου! Το φαΐ σας, όσες φορές μού το φέρνεις εσύ, δεν τρώεται από τα πιπέρια, από τες ακαθαρσίες που μου ρίχνετε μέσα, στον καφέ κολυμπάνε οι ψείρες, ως και τσιγάρο από καβαλίνα μούφερες! Συμφωνάτε με τ’ άλλα τα παιδιά και μούρχεσαι τότες εσύ! Θα σε σακατέψω, θα το ιδείς!».
«Εγώ, μπάρμπα Θωμά», τούπε με παράπονο, «εγώ σού παίρνω πάντα τα δίκια!». Κι ήταν παρέτοιμη να δακρύσει.
«Χάσου από δω!» της εφώναξε ο γέρος με μίσος.
«Μου ’πε ο Αντρέας…» εψιθύρισε αναστενάζοντας.
«Χάσου από δω, στρίγλα», της ξαναφώναξε θέλοντας να ριχτεί καταπάνω της.
Ο Αντρέας εφανέρωθηκε τότες οπίσω της, σοβαρός σοβαρός στην όψη, μα το βλέμμα του εγελούσε, και μετά βιας δεν εξεσπούσε σε γέλια.
«Φεύγα, μωρή!» της είπε σα με θυμό. «Έχει δίκιο ο Θωμάς! έχει όλα τα δίκια!»
Η μικρή τον εκοίταξε με παράπονο κι ετραβήχτηκε κλαίοντας.
«Θωμά», ξακολούθησε εκείνος, «θα πάρω το γάιδαρό σου· θα κουβαλήσουμε κάτι γέννημα· το θερίσανε σήμερα».
«Πάμε μαζί!» του απάντησε χαμογελώντας.
Ο Αντρέας έφερε το ζώο από το καλύβι και το σαμάρωσε, ενώ ο γέρος έκρυβε μέσα στο τάγιστρο τον άγριο σπόρο και τ’ άχυρο με τα βελόνια, κι εκλείδωσε έπειτα το σπίτι του. Και σε λίγο ήτανε κι οι δύο στο δρόμο, καβαλάρης ο Καραβέλας απάνου στο μικρό ζώο και σιμά του πεζός ο Αντρέας, και εκουβέντιαζαν. Τώρα έλεγε ο γέρος: «Θάχες έναν άνθρωπο γνωστικό σιμά σου, και η ζωή σου, μωρέ παιδί, θάτανε αλλιώτικη! Αμή τι! Μα ως και συ, μωρέ παιδί, βάνεσαι και με σκάζεις, όλο με τα παρανόμια, μωρέ, όλο με τα πειράγματα, κι αν όχι εσύ, αφήνεις τ’ άλλα τα μικρά να μου λένε ό,τι τους έρθει στη γλώσσα, και γελάς μωρέ…».
«Εγώ!» είπε υποκριτικά ο Αντρέας, βαστώντας μετά βιας ένα γέλιο, και χτυπώντας δυνατά με την παλάμη του τα καπούλια του ζώου.
«Κι εσύ ναι, κι η Αμαλία, ναι, ναι! Κι έπρεπε, μωρέ παιδί, να την ορμηνέψεις την Αμαλία να μη δίνει αέρα των παιδιώνε, γιατί εγώ, μωρέ, σας θέλω το καλό σας, και θα μ’ έχετε εμέ μυστικόνε, και θα σας φυλάω, και θα περάσετε ζωή χαρισάμενη!» Και λέγοντας έτσι τούριξε μία πονηρή ματιά.
Ο Αντρέας εγέλασε ανοιχτόκαρδα. «Δε δω!» εφώναξε του ζώου.
«Νάμουνα εγώ νιος», ξακολούθησε, «και νάχα, μωρέ, τέτοιαν ξαδέρφη, ω δεν την άφηνα να μου ξεφύγει, και να μου την πάρει αύριο κανένας άλλος! Θάμουνα κουτός, μωρέ! Ακόμα δεν ηξέρεις τι είναι η γυναίκα, μωρέ! Ένα πλάσμα όλο ζάχαρη! Το λέει και το τραγούδι! Τρυφερούδι, μωρέ, η Αμαλία, ίσια ίσια για σένανε! Καλά, καλά κάνεις! ποιος θα σε κατηγορήσει; Εγώ θάκανα περσότερα· ε, ε, θα την είχα σα γυναίκα μου, γιατί εγώ δε θάθελα να χτικιάσω! Γιατί να χτικιάσω; Kαλό, μωρέ, θα τση κάμεις κι εκεινής. Εγώ είμαι τώρα γέρος άνθρωπος· εμίλησα με πολύν κόσμο, με χειρότερούς μου, με καλύτερούς μου, και ξέρω περσότερά σου! Η πρώτη αρχή του χτικιού, μωρέ παιδί, είναι ο έρωτας. Βάνονται τα παιδιά και ρωτεύονται, και δεν κάνουνε σαν που ορμηνεύει το φυσικό, μόνε κάθονται και τήζουνε με τον καημό τους το κορμί τους, και έτσι χτικιάζουνε και πάνε αποκάτου από τη γης! Κι οι κοπέλες, μωρέ, λησμονάνε και χορεύουνε και παντρεύονται!… Φυλάξου, μωρέ, μη χτικιάσεις ως και συ· είσαι αδύνατος κι είναι κρίμα! Την αγαπάς; μην ακούς τι λένε οι γριές κι οι μασκαράδες οι παπάδες! Τώρα κιόλας εβγήκε από τη σύνοδο, λένε, καινούργια διάταξη και τα ξαδέρφια παίρνονται! Και πάλε αστεφάνωτοι τι παναπεί; Μία ιδέα είναι κι αυτή· σε λίγα χρόνια δε θα στεφανώνεται κανένας! Κι έπειτα με την Αμαλία δεν τρέχεις κανέναν κίνδυνο, κανένανε! Τι θα σου κάμουνε; Θα σε σκοτώσει ο πατέρας της; τ’ αδέρφια της; Χα, χα! Στο κρεβάτι που κοιμάσαι, θα κοιμάσαι μαζί της! Να η διαφορά!… Μα τι διαφορά, ε; Βάλ’ τηνε καλά στο νου σου! Χα, χα, χα!… Και λες που δε σου θέλω το καλό σου, εγώ, μωρέ!… Λίγες φωνές θα κάμει ο πατέρας σου, μπορεί να τούρθει το πολύ καμία δείλια, αφού είναι κι άρρωστος· μα ο μπάμπας σου ο Γιάννης θα γελάσει, δε μπορεί να κάμει αλλιώς· τόνε ξέρουμε! η μάνα της η Μαρία είναι κομμάτι δύστροπη, θα φωνάξει καμπόσο, είναι το ιδίωμά της· μα ποιος λογαριάζει, μωρέ, τσι γυναίκες! Ας λένε! Γελάει μοναχά μ’ αυτές ο κόσμος! Τα λόγια μια φορά πληγή δεν ανοίγουνε! Ας λέει, ας λέει, ας βρίζει, εσύ θα γελάς και θα διασκεδάζεις με τη θυγατέρα της! Καρφί δε θα σου καίεται! Κι ωστόσο έρχεται η σοδειά και θα σας έχουνε ανάγκη, και θάρθουνε παρακαλιώντας! Πφφ! Άκουσέ με εμένανε: αφού τα πράματα είναι έτσι, πάρ’ τηνε γυναίκα σου, κι αναθεμάτισέ με, α δε σου λέω καλά! Σήμερα κάλλιο παρά αύριο. Θα την ανταμώσουμε κάτου, κι αποφάσισέ το».
Ο Αντρέας τον άκουε σοβαρός· είχε κατεβάσει το βλέμμα, κι είχε λησμονήσει να χτυπά το γάιδαρο.
«Αλήθεια», είπε κοκκινίζοντας· «την αγαπάω εγώ την Αμαλία».
«Λες και δεν το ξέρω, μωρέ παιδί;» του απάντησε αμέσως. «Σας είδα πώς κάνετε τόσες φορές. Γιατί σ’ ορμηνεύω; Ήθελα νάμαι εγώ νιος και να την είχα ξαδέρφη, θάβλεπες… Έμπα της, μωρέ, και τέλειωνε! α δε μη σήμερα, αύριο σου την παίρνουνε, και τότες από τον καημό σου θα χτικιάσεις, άσφαλτα! ακούς;»
«Την αγαπάω», ξανάπε ο Αντρέας χωρίς να το θέλει. Κι αιστάνθηκε πως τα λόγια του γέρου τού άναβαν μέσα στα στήθη έναν ακράτητον πόθο, που σαν αψιά φωτιά τον έκαιε και που του σκότιζε το νου. Η Αμαλία θα τον έκανε να γνωρίσει αλλιώς τη ζωή, ο γέρος που τον ορμήνευε είχε δίκιο, γιατί την άφηνε ακόμη; γιατί θα την άφηνε να του ξεφύγει, αφού αυτός την είχε πρωτοαγαπήσει; και πόσο όμορφη ήταν κιόλας η Αμαλία! Κι εφαντάστηκε πως ήταν κιόλας σιμά της, πως την είχε ζυγώσει μ’ όλην την τρεμούλα του πόθου του! Στην αγκαλιά της σε λίγο, μαζί της, θα γευότουν για πρώτη φορά το νέο κρασί της ζωής, την αδοκίμαστη ευτυχία του έρωτα, θα μάθαινε και θα της έδειχνε τη μέθη της αγάπης που σκοτίζει το νου!…
«Το βλέπεις;» τούπε πονηρά ο Καραβέλας, κι εγέλασε.
«Ναι, ναι» αποκρίθηκε ο Αντρέας, σα να ονειρευότουν.
Κι έπειτα εβάδισαν βιαστικά, σιωπηλοί κι οι δύο, σ’ έναν κατήφορο που περνούσε μέσα από θεόρατες ελιές βαγισμένες από τον ευλογημένο καρπό τους. Ο γάιδαρος κατέβαινε με προφύλαξη τον άσκημο δρόμο, κι ο γέρος κάθε τόσο τον εφώναζε, τον εχτυπούσε με το ραβδί του, κι όλο έδινε κρυφές ματιές του Αντρέα που αλαλιασμένος ακολουθούσε, κι όλο χαμογελούσε ευχαριστημένος. Εγευότουν κι αυτός για πρώτη φορά τη γλύκα της εγδίκησης. Το πάθος του εξεθύμανε τώρα. Θα τιμωρούσε ως κι αυτός τη Μαρία, και θα γελούσε με το θυμό της και με την απελπισία της. Έτσι λοιπόν η ζωή τούχε φυλάξει κι εκεινού κάποια παρηγοριά, κάποια χαρά, κάποιο καλοκάρδισμα;
Έφταναν τώρα στο καλύβι. Κι επερνούσαν αυτήν τη στιγμή από την κατοικιά του γειτόνου. Τα δύο μεγάλα βόδια του αναχάραζαν πλαγιασμένα κάτου από μία μεγάλη ελιά, διώχνοτας με το μεγάλο κεφάλι τους τες μύγες. Κι ο Καραβέλας τα κοίταξε μία στιγμή με χαιρέκακο βλέμμα, κι εκούνησε φοβερίζοντάς τα το κεφάλι.
Πλιο πέρα απλωνότουν, σ’ όλο το ρόβολο, καταπράσινο το αμπέλι του Αργύρη φορτωμένο τώρα με μαύρα σταφύλια και σ’ ένα σιάδι, εκεί που τέλειωνε τ’ αμπέλι, ήταν τα καλύβια του, ενώ στα ριζά της ράχης απλωνότουν ένα πλούσιο λαγγάδι, όπου τώρα μερικές γυναίκες εθέριζαν. Με το δάχτυλό του ο Καραβέλας τες έδειξε του νέου και τούπε: «Ιδές τηνε! κει κάτου είναι!». Κι επέζεψε από το ζώο.
«Ναι», είπε ο Αντρέας κοκκινίζοντας, και τα μάτια του έβγαλαν σπίθες.
«Αν τη φέρεις εδώ πάνου», τούπε χαμηλόφωνα «εγώ σας κλειώ μες στο καλύβι, και κάθομαι απ’ όξω και σας φυλάω! Μη φοβάσαι, καημένο παιδί! Και για να μη με ντραπεί, κρύβομαι, όταν θάρθει!».
Κι εγέλασε.
Ο Αντρέας επήρε τρέχοντας τον κατήφορο, κι ο γέρος τον εκοίταζε με μίσος. «Σε κατάφερα» είπε με το νου του· «θα το κάμεις τώρα το σημείο! Και θα γελάω, ω πώς θα γελάω!». Κι έπειτα εκοίταξε ολόγυρά του. Ήτανε μοναχός. Έβγαλε μέσα από το τάγιστρο τον άγριο σπόρο, τον ανακάτεψε με ξερό χώμα, εμπήκε στ’ αμπέλι, έκοψε δύο σταφύλια και με μίαν άγρια λάμψη στα μάτια τον άφηνε να πέφτει ανάμεσα στα κλήματα, προβατώντας σιγά σιγά στα ορδίνια. «Του χρόνου» είπε πάλι με το νου του, «δεν τρυγάτε ούτε ρόγα, ο γούννιερας θάχει πνίξει τα κλήματα. Μα ούτε εφέτος, ούτε εφέτος! βράδυ, βράδυ, ο ασπάλαθρας θα τα διορθώσει! Θα σας κάμω εγώ να πικραθείτε από πολλές μεριές! Έγνοια σας, έγνοια σας!».
Κι έπειτα εγύρισε προς το χωράφι του γείτονα. Τα ζώα αναχάραζαν ακόμα κάτου από την ελιά τους, κι ο Καραβέλας τα κοίταξε σκεφτικός καμπόση ώρα, σα να εζύγιζε μέσα του την πράξη που εμελετούσε, και τέλος είπε με το νου του: «Α όχι! δεν μούφταιξαν, ούτε ο γείτονας, ούτε τα καημένα τα ζα του! Ω φτάνει, φτάνει, ό,τι έκαμα!». Κι ένα δάκρυ εκύλησε άξαφνα στα μάγουλά του, κι εθυμήθηκε την ώρα του θανάτου που για κείνον κάθε στιγμή εσίμωνε· τα χρόνια του, οι μέρες του, οι στιγμές του ήτανε μετρημένες! Και τούρθε στο νου η φριχτή αγωνία της γυναικός του, την ύστερή της νύχτα. Κι όμως εκείνη ήταν δίκαιη και άκακη γυναίκα, και καμία πράξη κακή δεν την εβάραινε· είχε ζήσει σαν άνθρωπος. Κι αυτός ο ίδιος είχε γένει πειρασμός τώρα! Είχε καταστρέψει τα κόπια των ανθρώπων, χαλώντας το βλογημένο αμπέλι, είχε πάρει στο λαιμό του την Αμαλία, κι εμελετούσε κι άλλα κι άλλα πράματα. Πώς θα μπορούσε να βγει η άθλια ψυχή του την ύστερη ώρα από το αμαρτωλό του κορμί; Αλλά αμέσως ήρθαν στο νου του κι όλα τα μαρτύρια πούχε υποφέρει, το μίσος των ανθρώπων πούχε δοκιμάσει, και η καρδιά του εσκλήρυνε πάλι. Με μίσος εκοίταζε το χαλασμένο αμπέλι, που ήταν φορτωμένο μαύρα σταφύλια, και κάτου στον κάμπο τες γυναίκες που εθέριζαν, και τον Αντρέα που προσπαθούσε νάναι πάντα σιμά στην Αμαλία και να την πειράζει όταν εμπόρειε. Κι εγέλασε πάλι ευχαριστημένος. Έπειτα εκάθισε κάτου από ένα δέντρο, κι ανάμεινε, κι ανάμεινε…
Κάτου στο χωράφι οι γυναίκες έκοφταν τα κίτρινα στάχυα, κι εγέμιζαν τα κανίστρια. Κι ο Αντρέας τάδειαζε σ’ ένα σωρό, στη ρίζα μιανής μεγάλης συκιάς, στου χωραφιού την άκρη. Κάπου κάπου η Αμαλία άφηνε το θέρισμα, κι επήγαινε κάτου από τες ελιές για να στρωνίσει τα πρόβατά της, και την ακολουθούσε εκεί ο Αντρέας για να τη βοηθήσει τάχα, και την εκουβέντιαζε. Ούτε ο Γιάννης, ούτε ο Αργύρης, δεν είχαν φανεί στο χωράφι.
Τέλος προς το μεσημέρι ο Αντρέας ανέβηκε στο καλύβι για να κατεβάσει το ζώο, ενώ οι γυναίκες εγέμιζαν τα σακιά και τάδεναν. Θα εκουβαλούσαν όλο όλο τέσσερις στράτες, κι όλες εκείνο το απόγεμα, γιατί το χωριό ήταν σιμά.
Πρωτόφυγαν οι δύο συνυφάδες, η Χρυσάνθη πρώτη, με το φορτωμένο ζώο, περπατώντας σιγά σιγά και τρέμοντας με το κεφάλι, και πολύ κατόπι η Μαρία με την Αγλαΐα, μ’ ένα γιομάρι κλαρί στο κεφάλι τους. Η Αμαλία έμεινε με τα πρόβατά της κάτου από τες ελιές, και ο Αντρέας είχε έρθει να καθίσει σιμά στον Καραβέλα για να φυλάει το θερισμένο γέννημα.
Σε λίγο ο γέρος έκλεισε πονηρά το μάτι, και χαμογελώντας τούπε χαμηλόφωνα: «Κράξε τήνε! Τώρα είναι η καλή στιγμή! Άκουσέ με που είμαι γέροντας!».
Ο Αντρέας τον άκουσε, κι έκραξε δυνατά την ξαδέρφη του. Αυτή δεν ετόλμησε να μην υπακούσει. Την είδαν και οι δύο που ανέβαινε τη ράχη, μέσα στο αμπέλι.
«Βλέπεις», του ξανάπε ο Καραβέλας, «που έρχεται; Βλέπεις; Λένε πως, αν οι γυναίκες δεν είχανε τη ντροπή για να τες βαστάει, θα κάνανε αυτές χειρότερα από τους άντρες, γιατί ο πόθος τους είναι αψύτερος! Χα, χα, χα! Δε βλέπεις, μωρέ, που η Αμαλία είναι μες στην ώρα της;».
Ο νέος τον εκοίταξε και το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπό του. Εκοίταξε έπειτα ξελογιασμένος την Αμαλία, πούχε κιόλας ζυγώσει σιμά τους, κι άξαφνα την έπιασε αποφασισμένος από το χέρι και την τράβηξε προς το καλύβι. Αυτή αντιστάθηκε λίγο, μα τον ακολούθησε.
Κι ο Καραβέλας ξαναγέλασε και της είπε: «Μη με ντρέπεσαι, παιδί μου, Αμαλία μου· εγώ, που με βλέπεις εδώ, τα ξέρω όλα τα μυστικά σας, και δε λέω τίποτα από καιρό, το ξέρετε. Τι θα κερδίσω για να σας χαλάσω το κέφι σας; Είμαι άνθρωπος κι εγώ, και ξέρω τι του χρειάζεται τ’ ανθρώπου! Καλά κάνετε παιδιά μου· πολύ καλά, με γεια σας! Διασκεδάστε όσο είσαστε νέοι· εγώ θα κάθομαι εδώ να σας φυλάω!». Και το πρόσωπό του έπαιρνε μίαν αγαθή όψη κι εκουνούσε πατρικά το κεφάλι.
Οι δύο νέοι εμπήκαν τέλος στο καλύβι. Κι ο Καραβέλας εγέλασε δυνατά, κι εσηκώθηκε αμέσως κι ήρθε σκυφτός σκυφτός στην πόρτα και την έκλεισε με το χοντρό μάνταλο. Κι έπειτα ανέβηκε χαρούμενος στο μεγάλο δρόμο κι ανάμεινε. Κάποιοι διαβάτες περνούσαν· γυναίκες με τα πρόβατά τους, άντρες με φορτωμένα άλογα ή με τες αξίνες στον ώμο. Κι ο Καραβέλας τούς σταματούσε και, φεγγοβολώντας από τη χαρά του, τους έλεγε: «Τάκλεισα μέσα στο καλύβι, τα ξαδέρφια! Χα, χα, χα! Ο Αντρέας έκαμε τώρα γυναίκα του την Αμαλία! Πηγαίνετε κι ιδέτε!».
«Τα καταραμένα!» έλεγαν κάποιες γυναίκες.
«Τα αιμομίχτικα!» έλεγαν άλλες.
Κι εγελούσαν από καρδιάς οι άντρες, γιατί οι περισσότεροι εμισούσαν τον Αργύρη. Κι εβιαζόνταν όλοι να φτάσουν στο χωριό, για να σπείρουν οι ίδιοι το λόγο.
Και σε λίγο ο Καραβέλας είδε από μακριά τη Μαρία βιαστικά να κατεβαίνει από το χωριό και από τα κουνήματά της εκατάλαβε πως ήταν πολύ θυμωμένη. Κατόπι της ερχόνταν ο Γιάννης, παχύς παχύς, σαν κουρασμένος, και δεν ημπόρειε να τη φτάσει στο περπάτημα, κι ύστερα εβάδιζε σιγά και σκευρωμένη η Χρυσάνθη κοντά στη θυγατέρα της, που έσερνε πίσω της το γάιδαρο. Η Μαρία τον εσίμωσε πρώτη, κι εσταμάτησε μία στιγμή κατακόκκινη στο πρόσωπο και ιδρωμένη. Κι αυτός την εκοίταξε αντρόπιαστα κι εβάλθηκε να γελάει.
«Άτιμε Καραβέλα!» τούπε αφρίζοντας· «εσύ, εσύ τάκαμες όλα! Μου την εκακομοίριασες για πάντα! Φτου σου!».
Μα ο γέρος εξακολούθησε να γελάει, και δεν εκατέβαζε τ’ αδιάντροπο βλέμμα του. Και η Μαρία δεν εμπόρεσε πλια να βασταχτεί στο θυμό της· έβγαλε τη μπόλια της, έριξε κάτου τες μέρζες του κεφαλιού της κι εζύγωσε τον Καραβέλα· και τον έπιασε από τα φορέματα, και τον ετίναξε μ’ όλη τη δύναμή της, και στρίζοντας τα δόντια της τον εκτύπησε στο πρόσωπο δύο τρεις φορές.
«Πάρε, πάρε, αθεόφοβε!» τούλεγε.
Μα ο γέρος δεν της αντιστάθηκε, και ξακολούθησε το γέλιο του, μαζεύοντας μόνο σα φοβισμένος τες πλάτες του. Κι η Μαρία ήθελε να τον αποτελειώσει· αλλά στο θυμό της εσυλλογίστηκε πως έχανε με το γέρο ακριβές στιγμές, κι επήρε πάλι τρέχοντας τον κατήφορο, προς το καλύβι, χωρίς να πάψει το βρίσιμο.
«Άτιμε άνθρωπε! άτιμε Καραβέλα!» εφώναζε.
Και ο γέρος την ακολούθησε από μακριά, σκυφτός σκυφτός και χαρούμενος. Την είδε ν’ ανασέρνει το μάνταλο και να μπαίνει στο καλύβι. Σε μία στιγμή ευρισκότουν κι αυτός ορθός στην πόρτα. Τα δύο παιδιά έτρεμαν από το φόβο τους, κι εβαστιόνταν ακόμα αγκαλιασμένα, γιατί δεν είχαν προφτάσει να ξεχωριστούν· κι η Μαρία τώρα ερίχτηκε απάνω τους με μεγάλο θυμό, τα χτύπησε όσο μπόρεσε με τα χέρια και με τα πόδια, τάφτυσε, και τα καταριότουν.
«Τα θεοκατάρατα, τα αιμομίχτικα!» τους εφώναζε.
«Μωρέ Καραβέλα, τι μας έκαμες! μας εβουρδούλισες!» Τα παιδιά όμως δεν έκαναν καμίαν αντίσταση. Κι εμπήκε τότες ο Γιάννης στο καλύβι, κόκκινος, ιδρωμένος, με το αιώνιο χαμόγελό του κάτου από τα κρεμαστά του μουστάκια. Εγέλασε μία στιγμή, εκοίταξε σκεφτικός τριγύρω του, και τέλος είπε της Μαρίας: «Άφησέ τους τώρα, να τσου πάρει ο διάολος! Τα πράματα εσύ τα κάνεις χειρότερα, πολύ χειρότερα. Ησύχασε τώρα! Η Αμαλία έκαμε κακό μοναχά του εαυτού της! Θάπαιρνε έναν πλούσιο του χωριού μας ή από άλλο χωριό· τώρα, δευτερωμένη, θα πάρει έναν κατώτερο, ένα φτωχόνε, γιατί έχασε την πρώτη τιμή της. Αυτή θα χτυπήσει το κεφάλι της!». Κι εκοίταξε τον Καραβέλα κι εγέλασαν μαζί κι οι δύο.
Και η Μαρία παύοντας άξαφνα να δέρνει τους εκοίταξε άγρια. Ο θυμός της εγίνηκε απελπισία, και τα κοκκινισμένα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα. «Μωρέ Στατήρη, μαθημένε στην ατιμία!» είπε του αντρός της, και με τους γρόθους της εχτύπησε το κεφάλι της, επέταξε χάμου τη μπόλια της κι εβάλθηκε να κλαίει.
Η Χρυσάνθη εμπήκε ως κι αυτή στο καλύβι, τρέμοντας όλη, σκεβρωμένη, χλωμή, μη μπορώντας ούτε να φωνάξει, γιατί ένας κόμπος τής έσφιγγε το λαιμό, και μόνο τα χείλη της εσάλευαν. «Α Καραβέλα», εψιθύρισε, «μας έχασες τα παιδιά μας! εσύ μας τα κάνεις αυτά εδώ μέσα! έτσι μας δίνεις το σπολλάητη!».
«Μωρή παλιομούμια!» της είπε η Μαρία· «τέτοιον υγιό εκουνάρησες, μωρή!». Κι εβάλθηκε πάλι να ξυλοκοπά τον Αντρέα.
«Φταίει η θυγατέρα σου που σου μοιάζει», της απάντησε η Χρυσάνθη.
Κι έπειτα εφώναζαν όλοι μαζί: τα δύο παιδιά που ανελέητα εδερνόνταν, η Μαρία που άφριζε από το θυμό της, ο Καραβέλας που γελώντας αντίφτιανε τη φωνή των παιδιών σε κάθε ξυλιά που έπεφτε, ο Γιάννης που ήθελε να τελειώσει η άγρια σκηνή και να ησυχάσει, ο γείτονας πούχε τα βόδια· κι η Χρυσάνθη, κίτρινη όλη και τρέμοντας πολύ με το κεφάλι, επάσκιζε να προστατέψει τον υγιό της, μπαίνοντας στη μέση και τρώγοντας χτυπησιές κι εκείνη.
Τέλος εφάνηκε κι ο Αργύρης. Εμπήκε μέσα χοντρός, ψηλός, ιδρωμένος, κατακίτρινος, παίρνοντας δύσκολα την πνοή του. Με το χοντρό του μαγγούρι εκατάφερε πρώτα μία δυνατή ξυλιά του γιου του και τον έκαμε να φύγει από το καλύβι. Το χείλι του εκιτρίνισε, κι είπε λαχανιασμένος: «Αυτά λοιπόν μας έκαμες, Καραβέλα! Πρέπει να σε διώξω τώρα από το σπίτι μου, πήγαινε στα δικαστήρια για να χαλάσεις την ισόβια πρόσοδο. Σπίτι μου έθρεφα έναν όφη που με δάγκασε! Κάμετε ησυχία, γυναίκες!».
Κι εσωριάστηκε χάμου σα λιγοθυμισμένος. Εσώπασαν όλοι· κι η Χρυσάνθη εβάλθηκε αμέσως να του κάνει αέρα με τη μπόλια της κι εθρηνούσε κλαίοντας.
Κι ο Καραβέλας εξέσπασε σ’ ένα δυνατό γελοκόπι, κι επήρε του χωριού το δρόμο.
Είχε περάσει καιρός. Η Μαρία, η Αμαλία και η Αγλαΐα εκουβαλούσαν από το πρωί νερό, με τες στάμνες στο κεφάλι, από του χωριού το πηγάδι, σπίτι τους. Ο Γιάννης ξεμανίκωτος, ξυπόλητος, με ανασηκωμένο το βρακί ως το γόνατο, μ’ ένα άσπρο μαντήλι γύρω στο λαιμό για να μην τον καίει ο ήλιος και γεμάτος όλος πιτσιλιές από ασβέστη, ανακάτευε στο προαύλι, γελαστός και ακούραστος, με την αξίνα ένα μεγάλο σωρό λάσπη· δύο μαστόροι εδούλευαν, ανεβασμένοι στες ψηλές σκαλωσιές, νέος ο ένας, ντυμένος φράγκικα, με μεγάλη ψάθα στο κεφάλι και μία πατσαβούρα ομπρός του, ξανθός, με μάτια γλαρά, σαν πεθαμένου, και με κόκκινη μύτη από το πολύ κρασί· γέρος ο άλλος, με χωριάτικη βράκα, ψηλός και κείνος και με παράξενο πρόσωπο, που δεν ήξερε κανείς πότε ήταν σοβαρό και πότε χαρούμενο. Ο πρώτος επελεκούσε μίαν ανώμαλη πέτρα, της έστρωνε απάνου στον καμωμένο τοίχο ένα κρεβάτι από λάσπη, την έριχνε μέσα, τη χτυπούσε δυνατά με το σφυρί για να καθίσει στη φωλιά της και την επλέριωνε στη θέση της, μπήγοντας βύσσαλα και πέτρινες αγκίδες σ’ όλες τες χαραμάδες· και ο άλλος ωστόσο εστιούσε με υπομονή τον ορθό της πόρτας, ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, που αγκαλιάζοντάς το τόστριφε, το γύριζε, το ανασήκωνε και το ζύγιζε έπειτα με το βολύμι, κλειώντας το ένα του μάτι για να βρει το ίσιο. Ο Αντρέας, μισόγυμνος και κείνος, έδινε υλικό στους δύο μαστόρους· και ο Αργύρης, χλωμός, παχύς, ανασαίνοντας με δυσκολία, εκαθότουν απάνου σε μία μεγάλη πέτρα στη μέση του σπιτιού που εχτιζότουν, κρατώντας ανάμεσα στα παχιά του πόδια το χοντρό ραβδί του, κι εκοίταζε με τ’ ανήσυχα μάτια του, πότε εδώ, πότε εκεί, φροντίζοντας να γένεται κανονικά το έργο. Η Χρυσάνθη ακουότουν στο μαγειριό, όπου εμαγείρευε.
Ξεκαινούργιωναν το σπίτι του Καραβέλα κι η οικοδομή εκόντευε να τελειώσει.
Τώρα ο Αργύρης εσήκωσε το χοντρό ραβδί του, άγγιξε το μάρμαρο και με την ψιλή φωνή του είπε, χαμογελώντας, του γέρου που προσεχτικά το ζύγιζε: «Πρόσεχε, μάστορα! γιατί αλλιώς, κάθε φορά που οι μαραγκοί θα κάνουν τα φύλλα της πόρτας θα σ’ αναθεματίζουν!».
«Δε θέλω ορμήνειες», του αποκρίθηκε παράξενα ο γέρος· «άφησέ με να δουλέψω, όπως ξέρω γω, ειδέ πάρε τα σύνεργα και χτίσε ο ίδιος το σπίτι!… Εγώ έχω κάμει σπίτια και καμπαναριά, μήτε εγώ δεν ξέρω πόσα! κι όπου βάλω το χέρι μου, γένεται χτίριο αναιώνιο! Τόνομά μου είναι αθάνατο!».
«Θα μας λείψει ο άμμος πάλε», εφώναξε βήχοντας ο Γιάννης κι εστάθηκε μία στιγμή ορθός με μισόκλειστα μάτια, κρατώντας και με τα δύο του χέρια την αξίνα· «πρέπει αύριο να βάλουμε δύο άλογα για να μας κουβαλήσουνε. Μα τ’ αγώγια είναι ακριβά».
Αυτήν τη στιγμή ξανάρθαν από το πηγάδι οι γυναίκες κι άδειασαν τες στάμνες τους σ’ ένα ξεφούντωτο βαρέλι. Εκάθισαν έπειτα κι οι τρεις τους κατά γης στον ίσκιο.
«Εβράχηκα όλη», είπε η Μαρία, φέρνοντας το χέρι της στο κεφάλι.
«Ο Καραβέλας με το γάιδαρό του μας ήτανε χρήσιμος», είπε σκεφτικός ο Αργύρης.
«Πού να πήγε;» είπε η Μαρία δαγκάνοντας το χείλι της. «Αδίκως εθυμώσαμε! Τι παναπεί που τα ξαδέρφια ήτανε κλεισμένα στο καλύβι; τάχε κλείσει αυτός· μοναχά τους δεν ήτανε για πρώτη φορά, κι είναι μαζί όλη μέρα κι όλη νύχτα. Φυσικά!»
«Το παρακάματε», είπε σοβαρά ο Αργύρης.
«Ωχ!» είπε ο πλιο νέος από τους δύο μαστόρους, χτυπώντας δυνατά με το σφυρί μίαν άλλη πέτρα· «είναι τόσο παράξενος! είναι σα ζουρλός! Δεν το ξέρει που όσο κάνει έτσι, τόσο είναι χειρότερα; Τα παιδιά το βρίσκουνε παιγνίδι και τόνε σταυρώνουνε· και λέει πράματα τόσο αφύσικα που κι οι μεγάλοι γελούνε και διασκεδάζουνε· και βάζουνε απάνου τα παιδιά να τόνε πειράζουνε, και γένονται γέλια!… σα θέατρο».
«Νάμουνα εγώ σαν το Θωμά», είπε ο Γιάννης, «θάχα γκρεμιστεί, α δε μπορούσα να κάμω άλλο κακό!».
«Εσακάτεψε κιόλας την Όλγα μας», είπε η Μαρία. «Ήτανε εδώ καθισμένος στην πόρτα του, και σιμά του, μέσα στο σπίτι, είχε κρυμμένο ένα μακρύ καλάμι. Η Όλγα τον εζύγωσε αθώα· την είχε από καιρό παραματιού, και μπάγκα της, μπάγκα της! Γι’ αυτό εγίνηκε καπνός». Εγέλασαν όλοι. «Αν έμενε εδώ κάποιο παιδί, θα το σκότωνε… Κι ωστόσο όλο έκλαιγε… Τόνε λυπούσε η κακία του!»
«Ο Καραβέλας», είπε τώρα ο πλιο γέρος από τους δύο μαστόρους που έχτιζε και κείνος, «είναι κακός άνθρωπος! Εμισήθηκε απ’ όλον τον κόσμο! Πείτε μου ένανε που να τον αγαπάει! Γέρος είμαι και γω και παράξενος! μα γιατί δε μου λένε παρανόμια; Κάτι δηλεί αυτό, μα την αλήθεια!».
«Θα ξανάρθει», είπε σκεφτικός ο Γιάννης.
«Εγώ στοιχηματίζω», είπε ο νέος μάστορας, «που ως απόψε, ως αύριο θάναι εδώ σα γαμπρός, απάνου στο γάιδαρό του! Πού θα πάει;… Και βρίσκει ευτύς δουλειά έτοιμη! Χα, χα, χα! Καλοπιάσετέ τον, ως να κουβαλήσει τον άμμο!…».
Τα δύο αγόρια της Μαρίας ήρθαν αυτήν τη στιγμή από το σκολειό με τα παλιά, λερωμένα βιβλία τους στο χέρι κι εμπήκαν πηδώντας μέσα στο ακάμωτο σπίτι. Εκοίταξαν με καμάρι και κείνα την οικομομή που εγενότουν, τ’ άσπρο κατώφλι, τους χοντρούς τοίχους· κι έδειχναν, το ένα του άλλου, τον τόπο όπου θάβαζαν τα λίγα τους έπιπλα· κι εδοκίμασαν να χτίσουν ως κι εκείνα μικρές πέτρες στον καμωμένον τοίχο.
«Μεσημέρι!» είπε σκεφτικός ο Αργύρης· «πάει κιόλας η μέρα! Δουλειά εγίνηκε λίγη! Τ’ ανώφλια είναι άβαλτα ακόμα».
Οι μαστόροι τον εστραβοκοίταξαν. Κι αυτήν τη στιγμή εφάνηκε η Χρυσάνθη απ’ όξω από τους τοίχους, και με χαμηλή φωνή είπε: «Όταν θέλετε, κοπιάστε. Είναι έτοιμο».
Οι μαστόροι άφησαν αμέσως τα σύνεργά τους απάνου στον τοίχο που έχτιζαν, και εσφούγγισαν τα χέρια τους. Κι ο πλιο νέος από τους δύο εκοίταξε, όπως το συνήθιζε πάντα, το μεγάλο δρόμο του χωριού, και σε μία στιγμή εγέλασε από καρδιάς κι είπε: «Ο Καραβέλας επλάκωσε! να τονε! ω πω, πω!».
«Να τονε!» είπε γελώντας κι ο άλλος μάστορας, κι έδειξε με το δάχτυλο το δρόμο.
Οι τρεις γυναίκες ερίχτηκαν στον κήπο, κι εστάθηκαν κι οι τρεις στην αράδα, κοιτάζοντας με περιέργεια. Ο γέρος ερχότουν αληθινά, καθισμένος στον οκνό γάιδαρό του, σκυφτός, αδυνατισμένος, με λερωμένα και σκισμένα ρούχα, με το χοντρό ραβδί του στο χέρι, με κατεβασμένα μάτια, κι αναστέναζε κάθε στιγμή και δεν εκοίταζε κανέναν. Κι οι γυναίκες εγέλασαν.
Και στο χωριό ευρισκόνταν καμπόσοι άντρες, καθισμένοι κι ορθοί, όξω από τα μαγαζιά, και τον εκοίταζαν όλοι με περιέργεια και μ’ ένα κρυφό χαμόγελο που ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε γέλιο. Ο γάιδαρος προβατούσε σιγά σε μίαν άκρη του δρόμου, κι ο γέρος κάθε τόσο τον έδερνε με το χοντρό ραβδί του, ή τον κλωτσούσε με τα πόδια, μουρμουρίζοντας κάποια βλαστήμια. Κι άξαφνα ένα παιδί οπίσω του έπαιξε μ’ έναν τενεκέ το ταμπούρλο κι εφώναξε: «Καλώς τον Καραβέλα!».
Και του χωριού οι ανθρώποι ξεκαρδιστήκαν στα γέλια. Αυτός εταράχτηκε κι εκοκκίνισε. Ανασήκωσε το πρόσωπό του, εκοίταξε με μίσος τον κόσμο, αναστέναξε βαριά, έδωκε μία δυνατή ραβδιά του ζώου και κατεβάζοντας πάλι το βλέμμα τούπε: «Προβάτει, μωρέ Αργύρη, ανάθεμα τον πατέρα σου! Εσύ μου τάκαμες όλα, που να σου τα πλερώσει ο Θεός!… Δε δω».
Οι ανθρώποι ξαναγέλασαν, κι εμουρμούρισαν κάτι αναμεταξύ τους. Κι ο γέρος ωστόσο προχωρούσε προς το σπίτι κι έλεγε: «Μα τι κόσμος, τι κόσμος!… Ως την ύστερη στιγμή θα με σταυρώνουν!… Κι είναι όλοι τους σύμφωνοι… όλοι, όλοι! Αυτή η ζωή πρέπει να λάβει ένα τέλος, είναι ώρα, είναι ώρα!… Δε δω!».
Ένα άλλο γέλιο τού αποκρίθηκε. Και το παιδί ξαναχτύπησε τον τενεκέ, φωνάζοντας πάλι: «Kαραβέλα!». Μα ο γέρος, που ανέβαινε τώρα τον ανήφορο της ράχης, δεν αποκρίθηκε, παρά έσκυψε περσότερο απάνου στο γάιδαρό του, κι αρχίνησε να κλαίει με βαρύ παράπονο. Κι η Μαρία χωρίς να το θέλει είπε μ’ ένα χαμόγελο: «Ο κακομοίρης!».
Τώρα ο γέρος εσταμάτησε κάτου από την κληματαριά του σπιτιού τους, κι έδεσε εκεί το ζώο, κι εκοίταξε περίεργα ολόγυρά του. Ο τόπος είχε αλλάξει. Το παλιό του το σπίτι δεν ήταν πλια στη θέση του, και στο ίδιο το μέρος εσηκωνότουν περήφανο το καινούργιο το χτίριο με τα δύο παράθυρά του. Έμεινε μία στιγμή αναποφάσιστος, και στο τέλος εκούνησε με αδιαφορία το κεφάλι. Κι ο Αργύρης τον εζύγωσε τότες βαρύς βαρύς και, χαμογελώντας με το ωχρό του χείλι, τον εκαλησπέρισε· μα ο γέρος δεν του αποκρίθηκε.
«Πού ήσουνε, Θωμά;» τον ερώτησε· «εμείς ερίξαμε το σπίτι σου, το ξαναχτίσαμε παλάτι, και δεν ήσουν εδώ!». Και, κοιτάζοντάς τον, με κακοφανισμό, ξακολούθησε σοβαρά: «Σε τι κατάσταση είσαι· σκισμένος, λερωμένος, ελεεινός! πώς εγίνηκες έτσι; Είναι να φορείς αυτά τα ρούχα; ή το κάνεις επίτηδες για να μας ντροπιάζεις;»
«Ναι», του απάντησε, σφίγγοντας τα χαλασμένα δόντια του και κοιτάζοντάς τον με πάθος.
«Μα πού ήσουνε τόσες μέρες;» του ξανάπε ο Αργύρης, αλλάζοντας κουβέντα.
«Ωχ», είπε αναστενάζοντας ο γέρος· «τι ζωή ήτανε αυτή εδώ μέσα στο σπίτι σας! Τα παιδιά σας, όλα, κι αυτή η Όλγα, πόσα μού κάνανε! Κι η Μαρία μ’ εφαρμάκωσε, κι η ισόβια πρόσοδο δε χαλιέται, κι εγίνηκα κακός, κι εκόλασα την ψυχή μου! Είναι όλα δικά σας, που να μην τα χαρείτε! Κι εχτίσατε το σπίτι μου, σα νάχα πεθάνει κιόλας, χωρίς να μου πάρετε ούτε το ρώτημα… Κι έφυγα από δω, κι επήγα στα ανιψίδια μου, και με διώξανε, με το δίκιο τους. Είναι άνθρωποι φτωχοί, αλλά τίμια παιδιά και καλά. Κι εδώ πάλε όλο Καραβέλα, και δος του Καραβέλα, και δος του!… Ω αδικητάδες! Όλη μέρα, όλη μέρα, και τη νύχτα! Κι έδωκα μία κι έφυγα με το γάιδαρό μου τον κακομοίρη. Κι ηθέλησα να μπω στο φτωχοδοχείο, στη χώρα, και δε με δεχτήκανε ουδέ κει, γιατί δεν είμαι, λένε, φτωχός! Και δεν επούλησα το γάιδαρό μου, γιατί ήτανε το μοναχό που μου απόμενε στον κόσμο και δε μ’ επίκραινε! Κι εβγήκα να ζητιανέψω στη χώρα, και κανένας δε μούδινε τίποτα, τίποτα, τίποτα! γιατί είμαι δυνατός και μπορώ ακόμα να δουλέψω! Κι εκόντεψε να ψοφήσω της πείνας κι εγώ κι ο γάιδαρός μου, ο κακομοίρης! Και τι να κάμω; Nάμαι πάλε εδώ, στα χέρια σας! Ήρθα για να τελειώσω εδώ τη ζωή μου! Το κρίμα μου όμως θα σας κυνηγάει!».
«Ησύχασε», τον αντίσκοψε ο Αργύρης· «έλα να φας, να πιεις, να χορτάσεις. Θα ζήσεις καλά μαζί μας, Θωμά· θάσαι φρόνιμος, και κανένας δε θα σε πειράζει. Το σπίτι σου το ρίξαμε, το κάμαμε παλάτι, μα θάναι δικό σου, θα κατοικήσεις μέσα ώστε ζεις… Για την ώρα σού βάλαμε σ’ αυτό το μαγαζί το κρεβάτι σου. Πάμε!».
Ο Καραβέλας εχαμογέλασε αδιάφορα και ακολούθησε τον Αργύρη στο ακάμωτο σπίτι, λησμονώντας για μία στιγμή την απόφασή του. Η Μαρία ήταν στην πόρτα. Την εκοίταξε βαρύθυμος, αναστέναξε κι εβάλθηκε να τρέμει. Στην άκρη του χειλιού της είδε σαν ένα χαμόγελο, που η γυναίκα, θυμωμένη με τον εαυτό της, επάσκισε να το κρύψει· κι ενόμισε πως ήθελε πάλι να τον κοροϊδέψει, όπως κι όλοι οι άλλοι χωριανοί του από τη στιγμή πούχε πατήσει το χωριό.
«Α εξαναγύρισες!» τούπε με κακοσύνη· «και σε τι κατάσταση!».
«Υπάρχει», της αποκρίθηκε, «ένας Θεός και για τους αδικημένους».
Τον εκοίταξε τώρα με θυμό και τούπε: «Λησμονάς όσα μούκαμες! θέλεις νάχεις και δίκιο, Καραβέλα!».
Αυτός εκοκκίνισε, αναστέναξε βαθιά, της έριξε μια σκληρή ματιά και, χωρίς να χάσει το νου του, της είπε: «Καραβέλα, ε; Καραβέλα πάλι! Δεν πειράζει! Όλα έχουν ένα τέλος! Μα πώς να το πω; πώς να το πω;… Ω Μαρία, εμεταχειρίστηκες την αγάπη για να με κάμεις διακονάρη, και μ’ εκαταφρόνεσες, και μ’ έχεις απελπίσει!… Πώς να το πω!».
Κι εβάλθηκε να κλαίει με δάκρυα πολλά. Κι έφυγε με βιαστικά πατήματα, κι εμπήκε στο μαγαζί, αφήνοντας δεμένο το γάιδαρό του κάτου από την κληματαριά, λησμονώντας να του ρίξει την τροφή του. Άκουσε τους μαστόρους, που εγευόνταν απάνου, και τα βήματα του Αργύρη, που επήγαινε να καθίσει μαζί τους. Το κρεβάτι του ήταν στρωμμένο κι έτοιμο. Και ξαπλώθηκε κι αναστέναξε. Κι άκουε τη φωνή της Μαρίας, που ακατάπαυτα μιλούσε στους μαστόρους, κι όλο τον ανάφερνε με το παρατσούκλι, θέλοντας να βρει το δίκιο της από τον ξένον κόσμο.
Ο ήλιος τέλος εβασίλεψε· κι αυτός δεν εσάλευε. Μα δεν είχε κοιμηθεί. Εκατάλαβε πως οι μαστόροι ασκόλαιναν, τους άκουσε να μπαίνουν στο σπίτι για να δειπνήσουν· είδε έπειτα, χωρίς να προφέρει λέξη, την Αμαλία, που σιωπηλή και με προφύλαξη εμπήκε στο μαγαζί, και τούφερε το φαγητό του· την είδε που άναψε το καντήλι· την είδε να προσμένει μία στιγμή, σα να καρτερούσε να της μιλήσει, και τέλος να φεύγει· κι άκουσε όξω από την πόρτα το γέλιο της και τη φωνή του Αντρέα, που της έλεγε: «Άφησε τον Καραβέλα να κουρεύεται, κι έλα δω να καθίσεις σιμά μου· θα λένε απάνου πως περιμένεις να πάρεις πίσω τα πιάτα… αυτοί δειπνούνε, και δε θα καταλάνουνε τίποτα!».
Κι έπειτα την είδε να προβάλλει πάλι από την πόρτα το κεφάλι: ήταν κουκουλωμένος με τον γιακά του και με την ψάθα του. Κι η κόρη εβάλθηκε πάλι να γελάει μουγγά· κι ο γέρος αναστέναξε, γιατί εθυμήθηκε όλα τα πειράγματά τους.
Απάνου αποτέλειωναν το δείπνο· οι μαστόροι έφευγαν. Και, κουρασμένοι όλοι από τους κόπους της ημέρας, επήγαιναν ενωρίς στο κρεβάτι. Άκουσε πρώτα στο πάτωμα τα πατήματα του Γιάννη που εγδυνότουν, επετούσε τα παπούτσια του, κι εχασμουριότουν νυσταγμένος· και σε μία στιγμή, όταν αυτός ήταν πλια στο κρεβάτι, εκατάλαβε πως κι η Μαρία επήγαινε να πλαγιάσει σιμά του. Κι εστενοχωρήθηκε τόσο, που βαθιά αναστέναξε, κι εβόγγηξε.
Και η Μαρία από πάνου, σα να τον είχε ακούσει και νάχε καταλάβει την αφορμή του πόνου του, του χτύπησε το πάτωμα με το τακούνι, και του φώναξε: «Kαραβέλα! άκου! Τώρα πέφτω να κοιμηθώ το παλληκάρι μου! Άκουέ μας! και σκάζε από τον καημό σου».
Δεν της έδωκε απάντηση, παρά εβάλθηκε πάλι να κλαίει απελπισμένος, σα μικρό παιδάκι, και τέλος εψιθύρισε: «Αμέσως θα σας κάμω την αδειά!… αχ, αχ!».
Κι εσηκώθηκε από το κρεβάτι.
Την άλλη μέρα, άμα είχε βγει ο ήλιος, ήρθαν πάλι οι μαστόροι, για να ξαναρχίσουν το έργο τους. Είχαν κι οι δύο καλή όρεξη, κι εχαμογελούσαν. Εφυσούσε ανάλαφρα το πρωινό αεράκι, κι ο ουρανός ήταν ξάστερος, χωρίς κανένα σύννεφο. Οι γυναίκες είχαν σηκωθεί σύσκοτα, κι ως εκείνην την ώρα είχαν κιόλας γεμίσει νερό το βαρέλι. Ο Γιάννης είχε κιόλας έτοιμον ένα μεγάλο σωρό λάσπη, δύο άλογα ξένα είχαν κουβαλήσει μία στράτα άμμο, κι ο Αντρέας είχε φορτώσει πέτρες και τούβλα την ψηλή σκαλωσιά των μαστόρων. Τα δύο αγόρια της Μαρίας εκοιμούνταν ακόμη· η Χρυσάνθη έκανε στο μαγειριό τον καφέ.
Σε λίγο άρχισε το έργο. Ακουστήκαν οι σφυριές και το φάφλασμα της λάσπης και οι ομιλίες των μαστόρων απάνου στις σκαλωσιές τους· και σε μία στιγμή εμπήκε βαρύς βαρύς κι ο Αργύρης μέσα στο ακάμωτο σπίτι, πατώντας με προφύλαξη στες ξεκάρφωτες παλιές σανίδες, κι ήρθε κι εκάθισε στη μέση, απάνου σε μία κασέλα, ανάποδα γυρμένην, κι εκαλημέρισε. Εκοίταξε έπειτα ολόγυρά του την οικοδομή, κι εχαμογέλασε με τα ωχρά του χείλη.
Τώρα οι γυναίκες άδειαζαν πάλι τες στάμνες τους. Και η Αγλαΐα έλεγε με πόνο: «Αχ η κληματαριά μας είναι μαραμένη. Δεν την είδες, θεια;».
«Μαραμένη;» της αποκρίθηκε η Μαρία· «και πώς; ω κρίμα τα σταφύλια!».
«Μαραμένη;» είπε ανήσυχα η Χρυσάνθη και τρέμοντας με το κεφάλι· α να την κόψουμε ευτύς, πριν ξεραθεί τέλεια· τόχω σε κακό σε ξεραίνεται μοναχό του ένα δέντρο στο σπίτι, γιατί κάποιος από τους νοικοκυρέους, ο θεός φυλάξει, πεθαίνει στο χρόνο. Να την κόψουμε ευτύς, ας πέσει απάτου της το κακό!».
«Και πώς εμαράθηκε;» είπε βγαίνοντας στην πόρτα και κακοφανισμένος ο Αργύρης, πούχε φυτέψει ο ίδιος το κλήμα.
«Εγώ λέω», είπε σκεφτικά η Μαρία, «πως ο γάιδαρος του Καραβέλα έφαγε το κλήμα. Τι μας έκαμε πάλε, κακώς ψυχρός εκόπιασε! Δεν εκαθότανε στον τσακισμό του, εκεί που ήτανε; Καλά ήμαστε εδώ χωρίς αυτόνε!».
«Τον άφηκε όξω θεονήστικόνε όλη νύχτα! Κρίμας όμως», είπε πάλι κακοφανισμένος ο Αργύρης.
Ο Αντρέας εκατέβηκε με δύο πηδήματα την ανεμόσκαλα, έκαμε τρέχοντας το γύρο του σπιτιού, ετσίμπησε περνώντας την Αμαλία, και σε μία στιγμή ακούστηκε η φωνή του που έβριζε το ζώο, και ο κρότος από το ξυλοκόπι που τούδινε.
«Δε σας είπα γω;» είπε η Μαρία. «Εγώ μαντεύω πάντα!».
«Κάλλιο να πρόβλεπες!» της είπε χαμογελώντας ο Γιάννης.
Τώρα ξαναφάνηκε στο προαύλι ο Αντρέας με τα δύο κορίτσια, συνοδεύοντας το γάιδαρο. Ο Αντρέας κρατούσε το ζώο από το καπίστρι, και κάθε τόσο το γροθοκοπούσε στο κεφάλι: «Να ιδείτε πώς τόκαμε!» είπε· «το ξεφλούδισε όλο· το κλήμα θα ξεραθεί!».
«Κρίμα τα σταφύλια!» ξανάπε η Μαρία· «τα καμάρωνα! Μας έκανε κι έναν ίσκιο!… Τώρα!…».
«Μη βαρείς, παιδί μου, έτσι το ζώο», είπε ο Γιάννης, μισοκλειόντας τα μάτια του· «αυτό δεν έχει γνώση. Δώσ’ του καλύτερα μίαν αγκαλιά σανό!… θα μας δουλέψει έπειτα. Δεν το βλέπεις; ελύσσαξε από την πείνα του… Μην το δέρνεις· αν τούχαμε από τα ψες την έγνοια δε θα μας χαλούσε το κούρβουλο!».
«Καλά σου λέει», είπε ο Αργύρης. «Αλλιώς δε θάχει τη δύναμη να δουλέψει· και τώρα που θα σηκωθεί ο Καραβέλας, θα στρωθούνε κι οι δύο στη δουλειά. Θα τόνε στείλω για τον άμμο». Και με προφύλαξη εσηκώθηκε κι ήρθε στο νιόχτιστο παραθύρι κι εκοίταξε την κληματαριά, που τα φύλλα της ήταν όλα θλιβερά μαραμένα.
«Κρίμα! κρίμα!» ξανάπε.
«Και θα σου πάει τάχα;» είπε ο Γιάννης.
«Θα τόνε ιδείς», είπε η Μαρία· «θα πάει σαν το αρνί· θα του το πω εγώ, τώρα που θα σηκωθεί».
Kαι βάζοντας τη στάμνα της, δίπλα, στο κεφάλι, είπε στες κοπέλες: «Πάμε!». Κι εξεκίνησε πάλι μαζί τους για το πηγάδι.
Καμπόση ώρα οι ανθρώποι εδούλεψαν χωρίς να μιλούν. Κι ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει. Ο πλιο νέος από τους μαστόρους εφόρεσε γύρω στον ηλιοκαμένο λαιμό του το μαντίλι του κι είπε γελώντας: «Αύριο βάζουμε τα ξύλα στη σκεπή! Έχε έτοιμη, κυρ Αργύρη, τη σημαία· τι καλά θα μας δέσεις στα μαντίλια;».
«Έγνοια σας», του αποκρίθηκε κλειώντας τα μικρά του μάτια. «Θα φχαριστηθείτε!»
«Και μας πρέπει», είπε ο πλιο γέρος· το σπίτι σούρχεται σα χάρισμα. Όσο που πλερώσατε τα μεροδούλια μας, τα μάρμαρα, και… Τι άλλο έξοδο εκάματε;».
«Κι η πέτρα· κι ο ασβέστης· κι ο άμμος;» είπε ο Αργύρης.
«Και το χτήμα του Καραβέλα;» είπε γελώντας ο γέρος· «ό,τι τρώει το πλερώνει ο άχαρος με τη δουλειά του».
«Λάσπη!» εφώναξε ο άλλος χτυπώντας με το μιστρί μια σανίδα· «μη μας χασομεράτε· αλλιώς αύριο δε σκεπάζουμε!».
Ο Αντρέας ανέβηκε την ανεμόσκαλα, φορτωμένος στον έναν ώμο με μια μεγάλη κεραμίδα γεμάτη λάσπη, κι ήρθε στη σκαλωσιά, και την άδειασε πάνου στον τοίχο που εχτιζότουν σε μια σανίδα, σιμά στους μαστόρους.
Η Χρυσάνθη εκοίταζε τρέμοντας με το κεφάλι κι εκαμάρωνε το καινούργιο χτίριο, εκοίταζε κιόλας με θαμασμό τον Αργύρη, πούχε ξανακαθίσει στη μέση του σπιτιού, κι είπε: «Το καινούργιο το σπίτι, το καλότυχο, θα πέσει βέβαια στο μερτικό μας, ε; Αργύρη; Μου αρέσει καλύτερα από τ’ άλλο!».
Ο Αργύρης τής έριξε μία λοξή ματιά. «Αν σ’ ακούσει», της είπε, «αυτή η άλλη, θάχουμε πάλι μαλώματα κι ιστορίες!».
Οι μαστόροι εγέλασαν κι εμουρμούρισαν κάτι. Κι ο Γιάννης τής απάντησε με καλοσύνη: «Τι εκείνο, τι τούτο, δεν είναι το ίδιο;».
Κι εδούλεψαν όλοι πάλι καμπόση ώρα με ζήλο, σα να βιαζόνταν να τελειώσουν την ίδια μέρα την οικοδομή. Ο Γιάννης ανακάτευε με την αξίνα τη λάσπη· οι μαστόροι επελεκούσαν με το σφυρί τους τες πέτρες, τες έστρωναν στον τοίχο· οι μιστριές ακουόνταν ρυθμικά, πότε του ενού, πότε του άλλου· και ο Αντρέας, χωρίς να καθίζει ούτε στιγμή, ανεβοκατέβαινε, φορτωμένος, τη σκαλωσιά.
Αυτήν την ώρα ξανάρθαν από το νερό κι οι γυναίκες, κι άδειασαν τες στάμνες τους. Κι η Χρυσάνθη έδωκε της κάθε μιανής ένα κομμάτι ψωμί. Εκείνες, αμίλητες, εκάθισαν στον ίσκιο για να ξαποστάσουν· κι ήταν έτοιμες πάλι να ξεκινήσουν, ρουκανίζοντας ακόμη τα τελευταία κομμάτια του ψωμιού, όταν ο Αργύρης εφάνηκε ορθός στο νιόχτιστο κατώφλι, και τες εκοίταξε.
«Κι ο Καραβέλας;» τον ερώτησε η Μαρία· «ακόμα;».
«Τι τόνε θέλεις;» την ερώτησε γελώντας ο πλιο νέος από τους δύο μαστόρους.
«Τον αγαπάω!» απάντησε, χωρίς να πειραχτεί κι ακροκοκκινίζοντας. «Τι τόνε θέλω; Μα δε βλέπεις την κληματαριά μου; είναι μία θλιψη! Πώς να μην τόνε φωνάξω;»
«Τώρα!» της είπε ο Αργύρης. «Άφησέ τονε, στη ζωή σου, μη φύγει πάλι και μας κατακρίνει ο κόσμος!»
«Γιατί δεν εσηκώθηκε ακόμα;» είπε ο Γιάννης.
«Θα μούδιασε εχτές όλη μέρα», είπε ο γέρος μάστορας· «ποιος ξέρει από πότε παραδέρνει στο δρόμο!».
«Πήγαινε, Αμαλία, να ιδείς από την πόρτα», είπε ο Αργύρης. «Μπορεί και να μη θέλει να βγει από το σπίτι, γιατί είναι κόσμος εδώ, και φοβάται ίσως μην αρχίσουνε πάλι τα πειράγματα… Ή μην είδε την κληματαριά μαραμένη, ε;»
Η Αμαλία εσηκώθηκε, μουρμουρίζοντας κάποια κατάρα, και ξεκίνησε σιγά σιγά.
«Εκατάντησε βαρετός», είπε αηδιάζοντας η Μαρία.
«Τον εκάμαμε έτσι», είπε ο Γιάννης.
«Επρόσμεναν τώρα όλοι το γυρισμό της Αμαλίας. Κι άξαφνα άκουσαν μία στριγγιά φωνή της.
«Τι έχεις και φωνάζεις», ανάκραξε η Μαρία. «Έρχομαι, έρχομαι! Κάτι της έκαμε ο αφορεσμένος!»
Κι έτρεξε να βοηθήσει. Η Χρυσάνθη εβάλθηκε να κλαίει φοβισμένη, ζυγώνοντας τον Αργύρη, που εκιτρίνισε και κείνος· ο Γιάννης άφησε τη δουλειά του· κι ο Αντρέας επήδησε βιαστικός από τη σκαλωσιά για να τρέξει σιμά της. Αλλά ήταν κιόλας γυρισμένη· ήταν ωχρή, τρομαγμένη, εφώναζε ακόμη, κι εδάγκανε την άκρη της μπόλιας της.
«Τι σούκαμε ο καταραμένος;» τη ρώτησε ανήσυχη η Μαρία.
Μα αυτή δε μπορούσε ν’ απαντήσει. Η Αγλαΐα τής έπιασε τα χέρια, κι ο Αντρέας ταραγμένος τής είπε: «Σ’ αχύμησε;».
«Ο Καραβέλας… ο Καραβέλας…» είπε τέλος η Αμαλία φωνάζοντας.
«Θα του πάρω το κεφάλι σαν τ’ Άη Γιαννιού!» είπε θυμωμένη η Μαρία.
«Ο Καραβέλας εκρεμάστηκε!» αποτέλειωσε η Αμαλία.
Όλοι εκοιταχτήκαν αναμεταξύ τους.
«Τι λες;» είπε ο Αργύρης κιτρινίζοντας.
«Ω τρομάρα του!» εφώναξε η Μαρία.
«Τι λες;» είπε ο Γιάννης ανοίγοντας τούτην τη φορά τα μάτια του.
«Ναι», είπε η Αμαλία· «η πόρτα ήταν αμπωγμένη μονάχα· και μπροστά στην πόρτα αυτός είναι κρεμασμένος από το πατερό, και τον εσκιάχτηκα!…».
Οι δύο μαστόροι επήδησαν από τη σκαλωσιά· ο Αργύρης εκατέβηκε από το καινούργιο κατώφλι· εκοιταχτήκαν πάλι ο ένας με τον άλλον, και τέλος όλοι μαζί ακολούθησαν τον Αργύρη. Και σε μία στιγμή ευρέθηκαν κάτου από τη μαραμένη κληματαριά. Η Αμαλία είχε αφήσει ανοιχτή την πόρτα και τον είδαν αμέσως όλοι. Ήταν κρεμασμένος από το λαιμό, με το κεφάλι ζαβό, γιατί το σκοινί είχε συρθεί και περνούσε τεντωμένο σιμά στο ένα αυτί του. Τα γυάλινα μάτια του ήταν ανοιχτά, χωρίς βλέμμα πλια και ξεπεταγμένα από τες βαθιές τους κώχες· η γλώσσα του εκρεμότουν όξω από το στόμα, πούχε χοντρύνει κι άφηνε να φαίνονται τ’ άσκημα δόντια του· κι ήταν το πικρό πρόσωπό του μαυροκόκκινο. Κι όλο του το κορμί, ασάλευτο τώρα, εφαινότουν μακρύτερο, γιατί ο θάνατος τόχε τεντώσει· και τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών του ακροάγγιζαν τη γης· και γύρω στα πόδια του ήταν σκορπισμένα μερικά τούβλα, που φυσικά τάχε βάλει απανωτά, για να περάσει το σκοινί στο λαιμό του, και τάχε σκορπήσει κατόπι με τα πόδια του. Μία στιγμή κανείς δεν εμίλησε παρά εσταθήκαν όλοι και τον εκοίταξαν. Κι η Μαρία πρώτη εδάγκασε τα χείλη της, εκούνησε το κεφάλι της, τον εκοίταξε πάλι με θυμό, και είπε: «Τι έκαμε το κακοθάνατο, ανάθεμά το!».
Κι οι δύο μαστόροι έβαλαν τα γέλια.
«Καλά τον εκατάφερε ο Πειρασμός!» είπε ο πλιο γέρος.
Ο Αργύρης όμως εφαινότουν στενοχωρημένος κι έπαιρνε δύσκολα την πνοή του. «Τι μας έκαμε!» είπε σκεφτικός· «θα φωνάξει όλο το χωριό».
«Μα τι φταίτε!» είπε περιφρονητικά ο άλλος μάστορας. «Θα τον αναθεματίσει κι η Εκκλησία. Αυτός επήρε το χέρι του Θεού! και ο άνθρωπος δεν έχει τέτοια εξουσία!»
«Πώς τόνε λυπιέμαι», είπε ο Γιάννης· «μα πάει τώρα! Τι να του κάμουμε;».
«Είδες, είδες», είπε η Χρυσάνθη, «τι μας έκαμε!
Τώρα τη νύχτα θα μας σκιάζει!».
Ο Αντρέας άγγιξε χαμογελώντας το λείψανο και τόκαμε να κουνηθεί. Κι εκείνο το κούνημα του φάνηκε παράξενο τόσο, που ξαναγέλασε πλιο δυνατά κι ύστερα είπε: «Ετσίρωσε!».
«Είναι μαύρος σαν Πειρασμός!» είπε η Αμαλία σα με φόβο, κι εγέλασε.
«Μωρέ τέλος πόλαβε ο Καραβέλας μας!» είπε ακρογελώντας η Αγλαΐα.
«Και θα μας σκιάζει τη νύχτα», ξανάπε τρέμοντας η Χρυσάνθη· «δε θα μπορούμε ούτε να βγαίνουμε όξω!». «Χρεία που τον έχουμε!» είπε η Μαρία. «Είμαστε χριστιανοί και βαφτισμένοι! κι όταν κάμουμε το σταυρό μας, ό,τι λάχει να ιδούν τα μάτια μας χάνεται ευτύς από μπρος μας. Χρεία που τον έχουμε!»
Κι εμούτζωξε με τα δύο της χέρια τον πεθαμένο.
«Φέρτε τη σκάλα να τον ξεκρεμάσουμε!» είπε ο πλιο γέρος από τους δύο μαστόρους.
Ο Αντρέας ερρίχτηκε να φέρει τη σκάλα, μα ο Αργύρης τον εκράτησε κι είπε: «Μην τον αγγίξετε! νάρθει πρώτη η αρχή!».
«Ας πάει ένας να την κράξει», είπε ο ίδιος μάστορας. «Τι θα τόνε κάμετε αυτόν τον βρικόλακα;»
Tα δύο αγόρια της Μαρίας κατέβηκαν τώρα κι εκείνα κι ήρθαν σιμά στη μητέρα τους, κι εκοίταζαν περίεργα τον κρεμασμένον σα να μην καταλάβαιναν.
«Γιατί εκρεμάστηκε;» είπε το ένα.
«Γιατί εβαρέθηκε τη ζωή που του κάναμε», αποκρίθηκε γελώντας το πλιο μεγάλο.
«Αμέτε σκολειό σας!» τους είπε σοβαρά η μητέρα τους.
Μα εκείνα δεν έφυγαν.
Σε λίγο ήταν εκεί όλοι οι γειτόνοι. Ο νέος μάστορας, πούχε πάει να ειδοποιήσει την αρχή, έσπερνε περνώντας παντού την είδηση, κι εδιηγότουν γελώντας το τέλος του Καραβέλα. Κι έτσι τώρα ήταν όλοι εκεί: οι γυναίκες με τη γριά που τον επείραζαν, όταν εδιάβαιναν από την πόρτα του, πηγαίνοντας για νερό, τα παιδιά που χτυπούσαν τους τενεκέδες, όταν εδιάβαινε από το χωριό με το γάιδαρό του, και που τον έκραζαν από τες ράχες με το παρατσούκλι του, οι άντρες που εδιασκέδαζαν βλέποντάς τον να θυμώνει· και κανένα πρόσωπο δεν ήταν λυπημένο.
«Τι έπαθες, κακομοίρη Καραβέλα!» έλεγε η μαυριδερή νέα.
«Τι θάνατο έλαβες!» έλεγε η γριά που φορούσε την αντρίκια σκισμένη γιακέτα.
«Φτου σου!» είπε η μικρή γυναίκα με τ’ όμορφο πρόσωπο· «ήθελες να πειράζεις τσι γυναίκες, και παραδόθηκες γεροπόδαρα του Πειρασμού! Φτου σου!».
«Είδες; είδες;» είπαν πολλές άλλες.
Κι ολομεμιάς τον έφυσαν πολλά στόματα μαζί κι άλλα είπαν: «Ανάθεμά σε, Καραβέλα, ανάθεμά σε».
Και τα παιδιά του χωριού αποκρενόνταν γελώντας: «Ου, ου! Καραβέλα! ου! Καραβέλα!».
Κι εγέλασαν τότες και τα δύο αγόρια της Μαρίας.
Ανάμεσα στον κόσμο τώρα εφάνηκε ένας ψηλός, παχύς, ξένος ενωματάρχης, του χωριού ο αστυνόμος. Εγελούσε και κείνος. Ο κόσμος τούκαμε τόπο για να διαβεί και να παρατηρήσει τον κρεμασμένον. Και τον εκοίταξε αδιάφορος παίζοντας με μία σιδερένια αλυσσίδα, που την εστριφογύριζε στο ένα του χέρι.
«Καλά καλά», είπε σε μία στιγμή, «ξεκρεμάσετέ τον· στην εκκλησιά θα τον ιδεί ο γιατρός!».
«Στην εκκλησιά!» ανάκραξε ο πλιο γέρος μάστορας, «στην εκκλησιά αυτόν το βρικόλακα; Ας τόνε ρίξουνε στον τράφο!».
«Θα τόνε θάψετε βέβαια στο κοιμητήριο!» είπε ο ’νωματάρχης.
«Όχι με τους άλλους απεθαμένους μας», είπε ο ίδιος μάστορας· «σαράντα οργυιές μακριά από τα μνήματα θέλει ο νόμος της Εκκλησίας!».
«Εκεί λοιπόν θάρθει κι ο γιατρός», είπε ο ’νωματάρχης.
Ωστόσο ο Αντρέας είχε φέρει από το καινούργιο σπίτι την ανεμόσκαλα και την είχε στηρίξει στο ανώφλι από μέσα. Κι ο πλιο νέος από τους μαστόρους ανέβηκε καμπόσα σκαλιά, κι επάσκιζε του κάκου να λύσει τους κόμπους του σκοινιού, γιατί το βάρος του κρεμασμένου το τέντωνε, και το σαπούνι τόκανε να γλιστράει από τα χέρια. Και, βλέποντας σε λίγο πως οι προσπάθειές του ήταν περιττές, εφώναξε: «Ως και δω θα με παιδέψεις, μωρέ Καραβέλα! Φέρτε μου ένα μαχαίρι για να τελειώνουμε!».
Ο Αντρέας τούδωκε αμέσως το μαχαίρι· κι αυτός εβάλθηκε να κόψει το σκοινί, που δεν άργησε να σπάσει. Κι ολομεμιάς το σώμα του Καραβέλα ακούμπησε βαρύ βαρύ στα δύο πόδια του, έμεινε μια στιγμή ορθό, σα νάχε ζωντανέψει, κι έπειτα εξαπλώθηκε μ’ ορμή ανάσκελα χάμου, κάνοντας ένα παράξενο θόρυβο, κι ο αέρας, που ήταν ακόμα κλεισμένος στο στήθος του, του βγήκε τότες από το στόμα, γιατί το σκοινί είχε χαλαρώσει, και το λείψανο εβόγγηξε σαν νάταν ακόμη ζωντανό.
«Έσκουξε! τον ακούσατε;» είπε κάνοντας το σταυρό της η γριά γυναίκα, που εφορούσε την αντρίκια σκισμένη γιακέτα.
Και μία στιγμή όλος ο κόσμος έμεινε σιωπηλός σα φοβισμένος· κι έπειτα εγέλασαν όλοι, και τα παιδιά εσυντρυμωχτήκαν ανάμεσα στες γυναίκες, για να βλέπουν ξαπλωμένον τον άνθρωπο, και του ξαναφώναξαν: «Ου, ου! Καραβέλα!».
«Οπίσω μου», είπε η Χρυσάνθη τρέμοντας με το κεφάλι και σα να ξορκούσε το λείψανο, «κακό να μην ιδούμε, κι αν το ιδούμε, να μην το σκιαχτούμε!».
Τέσσεροι ανθρώποι ξυπόλητοι, μ’ ανασηκωμένα τα βρακιά τους ως το γόνα, ξεστήθωτοι, χωρίς γιακέτα, ξεσκούφωτοι, ξεχτένιστοι και με γάνες στο πρόσωπο, έφεραν βιαστικοί και γελώντας το νεκροκρέβατο. Ήταν εκείνοι οι ίδιοι πούχαν σηκώσει άλλοτες τη γυναίκα του Καραβέλα. Και σε μία στιγμή αυτοί εξάπλωσαν στο νεκροκρέβατο το λείψανο, το φόρτωσαν στον ώμο τους, εβγήκαν από την πόρτα κι επήραν τρέχοντας τον κατήφορο. Κανένας δεν ακολούθησε κατόπι παρά εκοίταζαν όλοι από το προαύλι. Από το λαιμό του Καραβέλα εκρεμότουν μακρύ το σκοινί. Και τα παιδιά εριχτήκαν στους κήπους, κι εροβόλησαν από τους όχτους, για ν’ αντισταυρώσουν το λείψανο στο μεγάλο δρόμο του χωριού.
Οι ανθρώποι που τόπαιρναν εξακολουθούσαν να τρέχουν. Κι απ’ όξω από τα μαγαζιά, που δεν είχαν κλείσει, εστεκόνταν οι χωριανοί: κάποιοι εκοίταζαν αδιάφοροι, άλλοι τον αναθεμάτιζαν, άλλοι εφτυούσαν την ώρα που διάβαινε από μπρος τους, και κάποιος τον εκαταφρόνησε με τα λόγια που ο κόσμος φωνάζει στα οβρέικα λείψανα, που τα τρέχουν κι εκείνα: «Λαγός, λαγός, του διαβόλου κυνηγός!».
Και οι τέσσεροι ανθρώποι, που τον έπαιρναν, εβαλθήκαν τότες να τρέχουν περισσότερο· και τα παιδιά εχτύπησαν τους τενεκέδες, καθώς τόκαναν κι όταν εζούσε και του φώναξαν. «Ου, ου, Καραβέλα! Ου, Καραβέλα!». Και καθώς ο λείψανο περνούσε όξω από τη μεγάλη εκκλησία του χωριού, στο δρόμο ευρέθηκε ο παπάς, ο σύγαμπρος του Γιάννη, και δεν το βλόγησε ούτε κείνος, αλλά στρέφοντας αλλού το μεγαλόπρεπο πρόσωπό του, τούπε περήφανα: «Θεός σ’χωρέσ’ σε κατά τα έργα σου!».
Ενώ, τρέχοντας τώρα κατόπι, τα παιδιά ξακολούθησαν να φωνάζουν: «Ου, ου, Καραβέλα! ου, Καραβέλα!». Κι ετραβούσαν κάποια το γλυστερό σκοινί που εκρεμότουν από το λαιμό του!
Έτσι το θλιβερό ξόδι εβγήκε από το χωριό κι έφτασε τέλος στο κοιμητήριο. Ένα μεγάλο ανώμαλο αγρίωμα, γεμάτο αγκάθια κι άγρια ξερά χόρτα, σε μία χαμηλή ράχη που δεν ήταν μακριά από τα ύστερα σπίτια. Τα μνήματα ήταν λίγα, ανάμεσα στους αμέτρητους τάφους που δεν είχαν ούτε σταυρό. Μία μικρή καινούργια εκκλησιά, χωρίς καμπαναριό, ήταν στη μέση· το κοιμητήριο δεν είχε τοίχους τριγύρω. Και φτάνοντας εκεί οι τέσσεροι με το λείψανο, απίθωσαν στον ήλιο το νεκροκρέβατο κι εβαλθήκαν αμέσως να σκάφτουν τον τάφο, μακριά από την εκκλησιά και παράμερα, σ’ ένα μέρος όπου άρχιζε το πλάι.
Κι ήρθε τότες εκεί του χωριού ο γιατρός με τον ενωματάρχη, και τους ακολουθούσε ο γέρος νοδάρος, σκυφτός, άσαρκος, αδύνατος, ακουμπώντας στο χοντρό ραβδί του, με το αναιώνιο, αθέλητο χαμόγελο στα κόκκινα χείλη του.
Κι ο γιατρός εσίμωσε το λείψανο, έσκυψε απάνου του, του ξεκούμπωσε το σταυρωτό τζιπούνι και το ποκάμισο, εκοίταξε μία στιγμή, κι αδιάφορος εσήκωσε τες πλάτες του. Ήταν τώρα παρέτοιμος να φύγει, όταν ο ενωματάρχης ετράβηξε από τον κόρφο του πεθαμένου ένα χαρτί, το ξετύλιξε με προσοχή, κι από μέσα εβγήκαν δύο εικοσιπεντάρικα.
«Είναι δικά μου!» είπε χαρούμενος ο γιατρός.
«Θα πληρωθούν οι νεκροθάφτες με το ένα!» είπε ο αστυνόμος.
«Είχε λοιπόν χρήμα ο Καραβέλας;» είπε ένας από τους ανθρώπους. «Κι επήγε κι εκρεμάστηκε!»
«Δεν καταλαβαίνεις;» είπε πονηρά ο άλλος· «του τάβαλε απάνου του ο κυρ Αργύρης για να του βρεθούνε και να μην έχει έτσι κατηγορία πως τον εστέρευε. Ιδές: το χαρτί είναι καινούργιο!»
Κι αυτήν τη στιγμή ευρέθηκε ομπρός τους ο γέρος νοδάρος και με τη σβημένη φωνή του είπε χαμογελώντας χωρίς να το θέλει: «Αφέντη γιατρέ, αφέντη γιατρέ, ο Αργύρης μα το Θεό τον εκρέμασε. Ο Αργύρης, ανάθεμα τον πατέρα του! για να τόνε κληρονομήσει! Αυτός τάκαμε όλα από την αρχή!… όλα αυτός! Έκαμε τον γαμπρό μου το Γιάννη, τον αδερφό του, κερατά, γιατί ο Καραβέλας είχε τη θυγατέρα μου, το ξέρω εγώ, και τάκαμε όλα για να τόνε κληρονομήσει!… Τα ίδια μού κάμανε και με! Εσυμφωνήσανε με το γαμπρό μου τον παπά, να μπει ο διάολος μέσα του, και μ’ έχουνε στο δρόμο, και ζητιανεύω, εγώ νοικοκύρης άνθρωπος!… Παρακαλώ το Θεό να μη μείνει ψυχή σπίτι τους, να πεθάνουνε όλα τα ‘γγόνια μου! Αληθινά σάς λέω, ο Αργύρης τον εκρέμασε!…».
Ο γιατρός, ο αστυνόμος κι οι νεκροθάφτες ξεκαρδιστήκαν στα γέλια. Κι ο τάφος ήταν τώρα έτοιμος. Και μία γριά ζύγωσε τότες το λείψανο, εκάθισε μία στιγμή αμίλητη ομπρός του, εδάκρυσε και τούπε: «Έχασες, καημένε Θωμά, τη ζωή σου και την ψυχή σου! Καημένε Θωμά, τι σου κάμανε!…». Κι αναστέναξε. Ήταν η αδερφή του.
Και τώρα δύο από τους νεκροθάφτες έπιασαν τον πεθαμένο, τον έφεραν στον τάφο, όπου είχαν κατέβει οι δύο άλλοι, και οι τέσσεροι μαζί εκατέβασαν μέσα το λείψανο.
Κι ο νοδάρος είπε τότες με τη σβημένη φωνή του, χαμογελώντας αδιάκοπα: «Βάλτε χώμα μπόλικο απάνου του, για να μη μπορεί να σηκωθεί και να βρικολακιάσει και να σκιάζει τον κόσμο! Θάψετέ τονε βαθιά βαθιά!».
Και ο ένας από τους νεκροθάφτες αποκρίθηκε, ενώ και οι τέσσεροι επετούσαν βιαστικά τα χώματα μέσα στον τάφο: «Οι επιτρόποι θα σιάξουνε το κοιμητήριο· θα δουλέψουμε εμείς, μας είπε ο Αργύρης, πούναι επίτροπος· κι όλα τα χώματα θα τα ρίξουμε απάνου του. Σε δύο τρεις μέρες δε θα ξέρει κανείς πού τον έχουμε θαμμένονε!…».
1 μπόλια: μαντίλι άσπρο, δύο μπράτσα μάκρος
2 κάρλακας: βάτραχος
3 σέπω: σαπίζω
4 νότια: υγρασία
5 κουνιά: το κονιάκ
6 παχτώνω: μισθώνω το χτήμα μου
7 Καραβέλας: μπόγιας
8 αρίδα: μτφ. τριβέλισμα, έμμονη ιδέα
9 νεγότσιο: εμπόριο, συναλλαγή
10 χαριτώνω: δίνω χάρισμα, κάνω δωρεά
11 ξυλοπάντουρο: ελιά που δεν καλλιεργείται, μισοξεράθηκε και δε δίνει πια καρπό
12 αλιμάνκου: τουλάχιστον, τέλος πάντων, επιτέλους, κάπως
13 κέλπα = νεροκολοκύθα
14 σπολλάητη, το: το φχαριστώ, η ανταμοιβή.
15 κατσουλώνομαι: κουκουλώνομαι
16 βωζιασμένος, -η, -ο: πρησμένος, φουσκωμένος.
17 μπόλια, η: μαντίλι άσπρο, δύο μπράτσα μάκρος.
18 γιάδεμα: κάλυμμα κεφαλής
19 ο φλέρονας, και το φλερόνι: πουλί.
20 φάουσα: κακόηθες έλκος
21 τα ξατρεχαρίκια: κυνηγητό
22 ντραντάς: μαντράχαλος
23 τράκος: καβγάς, τσακωμός, συμπλοκή
24 βαϊλεύω: εξυπηρετώ, φροντίζω, νταντεύω, γεροκομάω
25 σκεπετιά: ντουφεκιά
26 ζωντοβούλι: διαθήκη
27 φλάρης: καθολικός παπάς
28 ξωθιό για τα μάτια! Τάχα!
29 μέριζα και μέρζα, η: κορδέλα άσπρη ή χρωματιστή πλεγμένη στο χέρι, από μπαμπάκι, δυο πήχες μάκρος και δυο δάχτυλα πλάτος, με φούντες μισό μπράτσο μάκρος. Τη στερέωναν στο πίσω μέρος του κεφαλιού στη μέση και την πλέκανε μαζί με τα μαλλιά σε δύο κοτσίδες. Γυρίζανε την υπόλοιπη στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού στο μέτωπο, τη δένανε κόμπο και μετά γυρίζανε κάθε κλωνί της μέρζας δεξιά κι αριστερά στο κεφάλι μέχρι να τελειώσει. Τότε τύλιγαν τις φούντες γύρω από τη μέρζα, μία σε κάθε μεριά και τις σφίγγανε δένοντάς τες με μία κορδέλα.
30 κορδιάλο: τονωτικό φάρμακο
31 λευτερίδα: μικρή πεταλούδα
32 πιθέματα: χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα γνωρίσματα
33 πέταυρο: σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες· κάθε σανίδα, κοντάρι
34 παλαιά: γιαγιά
35 σειρωτός, -ή, -ό: υφαντό με χρωματιστές γραμμές
36 μετωρίζομαι: αστειεύομαι
37 βαϊλεύω: εξυπηρετώ, φροντίζω, νταντεύω, γεροκομάω.
38 τσουρδέλι: ελαφρόμυαλο θηλυκό, ανόητο, ανυπάκουο και κακομαθημένο· πουτανοθήλυκο
39 μπάμπαλο: 1. σκουπιδάκι. 2. ξερόχορτα και αγκάθια που μαζεύονται σωρό, όταν ψιλώνουνε τις ελιές, και καίγονται
40 βωζιασμένος, -η, -ο: πρησμένος, φουσκωμένος
41 λύξουρος, -η, -ο: φιλήδονος
42 λέχομαι: λαχανιάζω
43 φόρος: πλατεία του χωριού
44 κουναρώ: ανατρέφω, φροντίζω να μεγαλώσει το παιδί ή το ζώο.
45 γρέτζικα: τραχιά, σκληρά
46 μισίδι: χαραχτηριστικό του προσώπου
47 βλιάζω: βελάζω
48 σκαρβέλι: ξύλινο εξάρτημα του σαμαριού, όπου δένονται τα σχοινιά
49 μπαγκούλι: σκαμνί
50 μεσάλι: τραπεζομάντιλο
51 καγκέλο: γραφείο ψηλό με αραιό τορνεμένο ξύλινο πλέγμα στην κορυφή του
52 μπουκούνι, το: μπουκιά, μικρό κομμάτι
53 τράβο: μεγάλο δοκάρι της στέγης ή του πατώματος
54 βαρύσκοπος, -η, -ο: αργόστροφος, κουτός
55 βαΐζω: λυγίζω από τον πολύ καρπό
56 σφαλιά: λόχμη
57 αποτιλιά: μέρος στον γκρεμό που δε φυτρώνει τίποτα και έχει μείνει γυμνό
58 αμούσα: γη με ψιλό αφράτο χώμα
59 ίρτζι: σεβασμός
60 βουρδούλια: ντροπή, ντρόπιασμα, διασυρμός, ρεζίλεμα
61 πίστομα: μπρούμυτα
62 καρυκιάζω: πνίγω σφίγγοντας τον λαιμό με τα χέρια
63 μπόλια: μαντίλι άσπρο, δύο μπράτσα μάκρος
64 ξεγιάδετος, -η, -ο: χωρίς κάλυμμα στο κεφάλι, ασκεπής
65 μπαντιέρα: σημαία
66 καματερό: βόδι που έχει γίνει πέντε χρονώ και μπορεί να ζευτεί και να κάμει χωράφι
67 φλέστρο: η καλαμιά του σταριού που μένει στο χωράφι μετά τον θέρο
68 τριοντάω: μοσκοβολάω, μοσκομυρίζω
69 ορδίνι: η γραμμή, η αράδα στο φύτεμα
70 ασπάλαθρας και ασπαλάθρι, το: θάμνος αγκαθερός με όμορφα κίτρινα λουλούδια, κατάλληλος μονάχα για φράχτες
71 δείλια, η: λιγούρα, λιποθυμία
72 βαγισμένες: λυγισμένες
73 στρωνίζω και στρωνάω: 1. γυρίζω από το άλλο πλευρό στο κρεβάτι. 2. γυρίζω το κοπάδι σ’ άλλη κατεύθυνση.
74 βύσσαλο: οπτή πλίνθος, τούβλο· θραύσμα πλίνθου ή και κεράμου, όστρακο
75 ορθός: παραστάτης της πόρτας
76 βολύμι: μολύβι
77 κούρβουλο: κορμός αμπελιού και κατ’ επέκταση ολόκληρο το φυτό, το κλήμα
78 τσιρώνω: παγώνω, ξυλιάζω
79 τράφος: μικρό χαντάκι, ξεροπόταμο
80 γάνα: μουντζούρα