ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΟΥΣ


 

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη εδώ

 

 


 

1

 

Η Κυρία Φωτεινή ήταν στο μαγειρειό της. Ήταν μια γριά κυρία, που ’χε περάσει κιόλας τους εξήντα χρόνους, μικρή στο ανάστημα, ντυμένη με απλά μαύρα φορέματα, με μιαν πάνινη γαλάζια ποδιά δεμένη στη μέση της, με ζαρωμένο το πρόσωπο, ωχρό και στεγνό πολύ, με βαθουλωμένα και ξεθωριασμένα μάτια υγρά από κάποιο δάκρυ.

Σε μια γωνιά του μαγειρειού εκαθότουν, σε μια ξύλινη καρέκλα, μια πλιο γριά ακόμα υπηρέτρια, που ακουμπούσε το κεφάλι στο χέρι, εφαινότουν βαρύθυμη και κείνη και δεν εμιλούσε.

Ήταν απόγιομα αργά. Το παραθύρι ήταν ανοιχτό. Όξω ο ήλιος που εκόντευε να δύσει ερόδιζε στον ουρανό τα λίγα σύγνεφα. Ένας ανάλαφρος αέρας έμπαινε μέσα, υγρός και χλιαρός, ανοιξιάτικο φύσημα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.

Σ’ ένα μικρό χαλκωματένιο αγγειό η κυρία Φωτεινή εζέσταινε λίγο ζουμί. Τ’ ανακάτευε μ’ ένα ξύλινο κουτάλι, τ’ άφηκε να χοχλάσει, το τράβηξε από τ’ αναμμένα αθράκια, έσπασε μέσα δυο αυγά και φέρνοντας στο στόμα της την άκρη του κουταλιού για να το δοκιμάσει, είπε με το νου της αναστενάζοντας:

― Τόσο κακά!…

Κι εγύρισε προς την πόρτα προσέχοντας μην άκουε κάτι κι εξανασυλλογίστηκε:

― Δε θα το φάει! δεν παίρνει πλια τίποτε!…

Εκούνησε πικρά το κεφάλι· στο πρόσωπό της εφάνηκε η κατάκαρδη στενοχώρια του άνοπλου ανθρώπου, που ο φόβος τού παγώνει τα σπλάχνα και που δε θέλει ή δεν μπορεί να παραδεχτεί δυνατή τη συμφορά του, αλλά που δε χάνει τη δύναμη, ως το τέλος, και από το νου της ωστόσο επέρασε σα μια απαίσια αστραπή η τρομερή ιδέα που θα πιθυμούσε να την ξεφύγει: -Θα ετελείωνε!…

Ύψωσε απελπισμένα στον ουρανό τα μάτια της και τα χείλη της εβάλθηκαν να τρέμουν:

― Ο Άλκης μου!… Ω δεν μπορεί!… δεν μπορεί!… Ο Θεός δε θα το θελήσει… Γιατί, μα γιατί να τιμωρήσει εμέ τη γριά τη χήρα… Δε με παίρνει εμένα καλύτερα;… Εκείνος έχει τη ζωή μπροστά του!… Ω!…

Και μηχανικά άδειασε το ζουμί σ’ ένα βαθύ πιάτο, εστάθηκε μία στιγμή μ’ ελπίδα και με τρόμο, παραμονεύοντας μήπως άκουε κάτι και τέλος εβγήκε από το μαγειρειό, κρατώντας με προσοχή στα δυο της χέρια το φαγητό του αρρώστου…

Ο ήλιος που επήγαινε να δύσει έμπαινε μέσα από το παράθυρο κι έχυνε όλο το χαρούμενο φως του στη μικρή καθάρια κάμαρα. Απ’ όξω ακουόταν το διπλό κελάδημα κάποιου πουλιού, που εκαθότουν στον κλώνο μίας ανθισμένης πασκαλιάς. Από το δρόμο ανέβαινε ο βρόντος μιανής άμαξας, που εδιάβαινε, και ο ήχος της ομιλίας των ανθρώπων που εκαθόνταν στο απέναντι μικρό καφενείο αδιάφοροι. Κι όλα μέσα στην κάμαρη είχαν πάρει ένα χρώμα ροδί, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σεντόνια, ως και το χλωμό, λιγνό και διάφανο πρόσωπο του αρρώστου, που εκειτότουν πλαγιασμένος ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι του κάτω από τα ηλιόλουστα σκεπάσματά του.

Τέσσερα μαξιλάρια του βαστούσαν ψηλά το κεφάλι. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα και μισάνοιχτα. Μαύρες κηλίδες εμελάνιαζαν το πλατύ και άσαρκο μέτωπό του. Τα μάγουλά του έμπαιναν μέσα στο στόμα. Τα ωχρά, ψιλά, φρυγμένα χείλη εχανόνταν ανάμεσα στες τρίχες του μαύρου μουστακιού του και του μικρού μυτερού γενιού του. Κι όλο το πρόσωπό του ήταν αναμερισμένο λιγάκι κι απλωνότουν απάνου στη γλυκιά μορφή του η ειδή του πόνου, κι ήταν η αναπνοή του κοντή και δύσκολη κι έμοιαζε σε αναστεναγμό και κάπου κάπου ανάγερνε από δω κι από κει το κεφάλι, για να ρουφήσει αέρα, ενώ τα ωχρά, μακρουλά και λιγνά δάχτυλά του όλο εζάρωναν τη δίπλα του λευκού σεντονιού του. Εφαινότουν μακρύς πολύ μέσα στο κρεβάτι του και νέος πολύ ακόμα, μόλο που η όψη του έδειχνε σαν άκαιρα γερασμένη από την αρρώστια.

Σιμά στο προσκέφαλό του, πάνω σ’ ένα μικρό τετράγωνο τραπεζάκι, ήταν αραδιασμένα διάφορα μπουκάλια, ένα σβησμένο κερί και δύο ασημένια κουταλάκια∙ και στα πόδια του κρεβατιού ήταν μία μεγάλη πολυθρόνα, που τώρα ήταν άδεια.

-Άλκη! είπε η μητέρα, πασκίζοντας να χαμογελάσει και ζυγώνοντας το κρεβάτι. –Άλκη, το ζουμί σου!

Ο άρρωστος δεν αποκρίθηκε. Εκείνη ακούμπησε το πιάτο στο μικρό τραπεζάκι, έβαλε κάτω από το πηγούνι του γιου της μία λευκή πετσέτα κι επάσκισε με υπομονή να του βάλει στο στόμα μίαν κουταλιά. Μα ο άρρωστος δεν εκατάπινε. Ανοιγόκλεισε μία στιγμή τα βαθουλά του μάτια, το ζουμί εχύθηκε από την άκρη του χειλιού του κι ένας βήχας ξερός τον ετίναξε. Η κυρία Φωτεινή ξαναπίθωσε το πιάτο πάνω στο μικρό τραπεζάκι, εκοίταξε μία στιγμή ψηλά, σα να εδεότουν, επήγε κι εκάθισε λυπημένη στην ξύλινη πολυθρόνα της κι εκοίταξε απέναντί της παραπονεμένα δύο άλλες γυναίκες που εκαθόνταν εκεί σιωπηλές και λυπημένες.

Η μία ήταν η Ευλαλία. Ντυμένη μ’ ένα ανοιχτόχρωμο κλαδωτό φόρεμα, χωρίς καπέλο στο ξανθό της κεφάλι, παρακολουθούσε όλην την ώρα, μ’ ένα βλέμμα που μολογούσε τη στενοχώρια της καρδιάς της, κάθε κίνημα του αρρώστου, κάθε του βήξιμο, κάθε του πνοή, σκύφτοντας με το κορμί της πότε από το ένα πότε από τ’ άλλο μέρος, για να βλέπει αν τα χείλη του εσάλευαν, για να βλέπει τα μάτια του ανάμεσα στα μισόκλειστα βλέφαρα… Γριά, μεγάλη, σοβαρή η άλλη, μία αρχόντισσα άλλου καιρού, με τα κάτασπρα μαλλιά της κάτω από το μικρό, μαύρο, τούλινο καπελάκι της, που ήταν δεμένο με δυο μαύρες ατλαζένιες κορδέλες στο λαιμό της και ντυμένη μ’ ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα παλαιού συρμού, τριμμένο λιγάκι, ήταν η μητέρα της, η κυρία Μαρία Οφιομάχου.

    Οι τρεις γυναίκες έμειναν σιωπηλές για πολλήν ώρα. Η μητέρα εκοίταξε με θλιμμένη υπομονή τον άρρωστο. Ήταν πλιο ανήσυχος τώρα. Έριχνε με περισσότερη βία από δω κι από κει το κεφάλι, ανάδευε με τα πόδια του τα ρούχα του κρεβατιού, ετυραννούσε πάντα με τ’ άσαρκα δάχτυλά του τη δίπλα του σεντονιού κι εβογγούσε μουγγά μουγγά. Μία κόκκινη αχτίδα του ήλιου που εδυούσε εφώτισε το μπρούντζινο πόμολο του κρεβατιού κι εκαθρεφτίστηκε στο ζαρωμένο πρόσωπό της, χρυσώνοντάς το, το δειλό κελάδημα ακούστηκε καθαρότερο μέσα στην κάμαρα, γιατί το πουλί είχε ανέβει ψηλότερα στον ανθισμένο κλώνο της πασκαλιάς, που εφαινότουν μέσαθε από τα κλεισμένα τζάμια, ο δρόμος αυτή τη στιγμή ήταν γεμάτος ζωή!…

Και η Ευλαλία εγύρισε μ’ έναν αναστεναγμό προς το παράθυρο το ξανθό της κεφάλι και μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα ωχρά της χείλη, επρόσεξε τη φωνή του πουλιού, που πάνω στο αδύνατο κλαρί του ανοιγοκλειούσε, κοιτάζοντας τον ουρανό, το μικρό του το στόμα∙ άκουσε στο δρόμο ανθρώπους που μιλούσαν και κάποια τους λόγια αδιάφορα και ασυνάρτητα της χτύπησαν ξάστερα τα αυτιά της… Κι εξανακοίταξε τέλος με λαχτάρα τον άρρωστο νέο και τες δύο άλλες γυναίκες… Ως κι αυτές εφαινόνταν να προσέχουν σ’ ό,τι εγενότουν στο δρόμο…

Ο άρρωστος κάτι εψιθύρισε. Τον επρόσεξαν κι οι τρεις τους. Μα καμία δεν εκατάλαβε…

― Δεν έρχεται ακόμα, είπε σε λίγο ανήσυχη η κυρία Φωτεινή.

― Ακόμα, είπε η άλλη γριά κυρία με πρόσωπο ατάραχο.

Η Ευλαλία τες κοίταξε και δεν εμίλησε. Κι έτσι εσώπασαν πάλι για πολλήν ώρα…

Η μητέρα ξανασηκώθηκε τέλος, ξαναζύγωσε το κεφάλι του γιου της, του ’πιασε σιγαλά το μέτωπο, εκοίταξε προς τον ουρανό, αναστέναξε, εζήτησε έπειτα κάτι επάνου στον κομό κι ήρθε και ξανακάθισε στη θέση της, κρατώντας με το χέρι της κλειστά τα μάτια.

― Έχει πυρετό; την ερώτησε σε λίγο η κυρία Οφιομάχου.

 Δεν της απάντησε παρά εκούνησε ανάλαφρα το κεφάλι.

― Ήρθαν σήμερα; την ξαναρώτησε χαμηλόφωνα η άλλη.

― Το πρωί, εψιθύρισε.

― Και τι είπαν; της ξανάπε ζυγώνοντάς την, μ’ ένα σκύψιμο του κορμιού της.

― Ωχ! Έκαμε η μητέρα κουνώντας πικραμένα το κεφάλι και δείχνοντας με το χέρι τον άρρωστο… Καθένας το βλέπει… Κι ωστόσο μου φαίνεται πως μου τον ανασταίνουν, όταν έρχονται!… Ω η νύχτα!… η νύχτα που είναι τόσο μεγάλη… τόσο ατελείωτη… Κλεισμένοι εδώ μέσα οι δυο μας!… Μου φαίνεται χρόνος!…

Και λέγοντας έτσι αναστέναζε κάθε τόσο και άγγιζε, πότε με το ένα, πότε με το άλλο της χέρι, τα καστανά καλοχτενισμένα μαλλιά της, που τα γεράματα τους είχαν μόνο σβήσει τη λάμψη…

Ο βόγγος του Άλκη την έκαμε άξαφνα να σιωπήσει. Εγύρισε προς το κρεβάτι, μα η αχτίδα του ήλιου έπεσε από το πόμολο μέσα στα μάτια της και δεν την άφηκε να ιδεί τον άρρωστο αμέσως. Του χαμογέλασε όμως κι έβαλε το χέρι στο μέτωπό της, κάνοντας ίσκιο, εκάρφωσε κάμποσες στιγμές το βλέμμα της στο πρόσωπο του αρρώστου κι εκοίταξε κατά το παράθυρο με στενοχώρια.

Κάτου στο δρόμο ένας αμαξάς βλαστημούσε με δυνατή φωνή τ’ άλογό του κι άλλοι άνθρωποι γελούσαν δυνατά και κείνοι. Μα το μάτι της είχε αντικρύσει το μικρό πουλάκι, που επηδούσε πάνω στα κλαδιά της ανθισμένης πασκαλιάς και που εκοίταζε τώρα κι εκείνο σα με περιέργεια μέσα στην κάμαρη βγάζοντας κάπου κάπου από το μικρό του λαρύγγι ένα μονάχο άρρυθμο κελάδημα.

― Δεν έρχεται ακόμα, είπε πάλι σε καμπόσο.

― Ακόμα, της απάντησε η άλλη γριά κυρία. Κι ακολούθησε μία μακρινή σιωπή…

Τώρα η Ευλαλία έπιασε άξαφνα τα δυο χέρια της μητέρας, την εκοίταξε κατάματα, της χαμογέλασε μ’ ένα δάκρυ και της είπε χαμηλόφωνα με πίστη: -Θα γιατρευτεί!… ω, θα γιατρευτεί!…

Κι αμέσως εζύγωσε το κρεβάτι.

Έμεινε κάμποσες στιγμές ορθή στο προσκέφαλο του αρρώστου, κοιτάζοντας περίλυπα τη χλωμή του την όψη, που την ερόδιζαν αυτήν τη στιγμή περισσότερο ακόμη οι τελευταίες αχτίδες του ήλιου και παρακολουθούσε, κινώντας ανάλαφρα το κεφάλι της σε κάθε του κίνημα, κάθε ανάδεμα του κορμιού του, κάθε σάλεμα του κεφαλιού του, κάθε σφίξιμο του χεριού του πάνω στο σεντόνι, κάθε προσπάθεια που έκανε το άρρωστο στήθος του για να πάρει πνοή… Και ολομεμιάς το πρόσωπο της εχλώμιανε και η όψη της έγινε σοβαρή, παραπονεμένη. Εκατέβασε τα μάτια της, η αναπνοή της έγινε γλήγορη, τα κινήματα του κεφαλιού της άταχτα, έφερε το χέρι στο μέτωπό της, εχάιδεψε νευρικά το κεφάλι της κι ήρθε σιγά σιγά, αναστενάζοντας, στο παράθυρο…

Εκεί ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι, τα μάτια της εμόσκεψαν και παραδόθηκε αθέλητα σ’ ένα σιγαλό και πολύδακρυ κλάμα…

Αυτήν την ώρα κάποιος γνώριμός της εδιάβαινε στο δρόμο κι αθέλητα τον επρόσεξε… Κι επρόσεξε έπειτα έναν έναν τους ανθρώπους που εκαθόνταν στο απέναντι καφενείο, τα μεγάλα δέντρα του δρόμου, το μικρό πουλάκι, που δεν ήθελε ν’αφήκει το κλαρί της ανθισμένης πασκαλιάς, τη χρυσή σκόνη που εσήκωνε κάποιο αμάξι που περνούσε με θόρυβο και τον ξερό κι άσπλαχνο κρότο της μάστιγος του αμαξηλάτη… Είδε έπειτα τον κόκκινο δίσκο του ήλιου, που εκυμάτιζε κι αναδευότουν στα μακρινά χρυσοπόρφυρα ουρανοθέμελα, γυμνός, χωρίς τες λαμπερές αχτίδες του, εσήκωσε κατόπι τα μάτια της προς τον ουρανό, που ’χε ασπρίσει, είδε κι εκεί ένα διαβατάρικο σύγνεφο, που έλαμπε μ’ όλα τα σπάνια χρώματα, κι ωστόσο η πίκρα, που την έκανε να κλαίει, δεν έφευγε από την καρδιά της…

Και τώρα εσηκωνότουν η κυρία Φωτεινή και την εζύγωνε… Της έπιασε το χέρι και της το ’σφιξε μ’ ένα αναστεναγμό. Της άνοιξε δακρυσμένη και κείνη την αγκαλιά της και με το υγρό της βλέμμα την ευχαριστούσε θερμά. Και η Ευλαλία έπεσε στον κόρφο της πονεμένης μητέρας και για πολλή ώρα οι δύο γυναίκες έμειναν έτσι αγκαλισμένες κι εκλαίγαν σιγαλά και οι δύο… Η άλλη γριά κυρία τες εκοίταξε πικρά…

Τώρα ξανακάθισαν η μία σιμά στην άλλην. Η κυρία Φωτεινή στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα της, βαστώντας πάντα στα γόνατά της το χέρι της Ευλαλίας και σφουγγίζοντας τα βουρκωμένα μάτια της.

― Τρεις μέρες! εψιθύρισε πικρά… δεν πήρε τίποτα∙ ούτε έπιε, ούτε φάρμακο… κι είναι φρυμένο το στόμα του… και καμιά νύχτα δεν επήρε ύπνο!… Τρεις μέρες!…

― Η αρρώστια, αποκρίθηκε η Ευλαλία, κουνώντας λυπημένη τ’ όμορφο κεφάλι της και κοιτάζοντας τον Άλκη.

― Μεγάλο το όνομα του θεού! αναστέναξε με φρίκη η κυρία Φωτεινή… Εκείνος ορίζει!…

― Εκείνος ορίζει! εψιθύρισε και η άλλη γριά κυρία κλειώντας τα βλέφαρα…

 Κι εσώπασαν πάλι…

Τώρα ο ήλιος είχε δύσει πια και το πρόσωπο του αρρώστου εφαινότουν μακρύ και κίτρινο σαν του πεθαμένου∙ η μύτη του είχε μεγαλώσει κι είχε λιανύνει∙ και το μουστάκι του και τα γένια του εφαινόνταν πλιο μαύρα, σκεπάζοντας τα κατάχλωμα χείλη του και τα βαθουλωμένα μάγουλά του κι ωστόσο η ανησυχία του είχε περισσέψει και η αναπνοή του είχε γίνει δυσκολότερη. Του κάκου επροσπαθούσε να αναστενάξει∙ η προσπάθεια επνιγότουν στο λαιμό του κι ένας βόγγος βαρύς τού εσάλευε όλο του το κορμί, τον έκανε να αναδεύει τα χέρια πάνω στο σεντόνι και τα πόδια κάτω από τα λευκά σκεπάσματα, που εφαινόνταν να του βαραίνουν το στήθος.

Και το φως της ημέρας ολιγόστευε πάντα∙ και τα έπιπλα της κάμαρας εβυθιζόνταν αδιάκοπα μέσα στες γωνίες, που εσκοτείνιαζαν κιόλα∙ κι ο αέρας εφαινότουν σα να ’θελε σιγά σιγά να πήξει, σα να ’θελε να γίνει κι εκείνος πιαστή και μαύρη σκόνη, σ’ εκείνην την κάμαρη, όπου επρόσμεναν οι τρεις γυναίκες, περίφοβες, από στιγμή σε στιγμή το θάνατο, χωρίς η μία να το μολογά της άλλης. Με την ημέρα που ετελείωνε τόσο πικρά εσβηνόνταν κιόλα οι παρήγορες ελπίδες τους, και η μητέρα μάλιστα αισθανότουν στην καρδιά της ένα βαρύ πλάκωμα που επερίσσευε από στιγμή σε στιγμή, ζουλίζοντας το στήθος της.

― Ενύχτωσε κιόλα, είπε… Κι ο γιατρός ακόμη!…

    -Ακόμη! της απολογήθηκε με υπομονή η γριά αρχόντισσα.

― Μα θα ’ρθει! είπε η Ευλαλία με στενοχώρια… Αν δεν έρθει δε φεύγομε!…

― Ναι, εβεβαίωσε ατάραχη η μητέρα της κι ένα μικρό χαμόγελο τής άνοιξε τα χείλη.

Κι εγίνηκε πάλι βαθιά σιωπή…

Οι φωνές του δρόμου είχαν λιγοστύνει∙ δεν ακουόνταν παρά πολύ λίγο και σπάνιες σ’ εκείνην την θλιβερήν ώρα του σούρουπου, που απλωνότουν απάνω στη δημιουργία. Και οι τρεις γυναίκες ήταν βαρύθυμες και ανήσυχες, σα μηδενωμένες αυτήν την ώρα, μέσα στην κάμαρη του αρρώστου, που ολοένα εσκοτείνιαζε, κι εκοίταζαν και οι τρεις, με αμίλητη στενοχώρια, του αρρώστου το κεφάλι, που έβγαινε μέσα από τα λευκά κλινοσκεπάσματα και που έμοιαζε τώρα σε ίσκιον άλλου κόσμου, γιατί δεν εφαινόνταν πια παρά τα μαύρα μαλλιά του και τα μαύρα του γένια, που έβγαιναν από ένα πρόσωπο χαμένο μέσα στη μαυρίλα.

Η γριά υπηρέτρια, με μία λάμπα αναμμένη στο χέρι, εμπήκε τότες, σέρνοντας τα αδύνατα πόδια της. Την απίθωσε προσεχτικά απάνω στον κομό. Εστάθηκε έπειτα λιγάκι, αμίλητη και κείνη, μπρος στο κρεβάτι, σταυρώνοντας τα χέρια της, εκούνησε το κεφάλι της, επήγε κι έκλεισε το παράθυρο και με κατεβασμένο βλέφαρο εβγήκε από την κάμαρα του αρρώστου. Όξω την άκουσαν να αναστενάζει…

Τέλος, απάνου σε ώρα, ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης έμπαινε και κείνος στο δωμάτιο. Όλα τα μάτια εστράφηκαν μ’ ελπίδα προς το πρόσωπό του. Ήταν ένας άντρας σαράντα χρονών, ξακουσμένος πλια στη χώρα για τη βαθιά του επιστήμη και τη γιατρική του θαυματουργία. Ήταν ακόμη ξανθός∙ με μικρό μυτερό γενάκι που δεν ήθελε να ασπρίσει∙ είχε μάτια γαλανά ξεθωριασμένα κι ανήσυχα, κι ήταν μέτριος στο ανάστημα, με μαύρα καινούρια και καλοφτιασμένα ρούχα.

Εσταμάτησε μια στιγμή στην πόρτα και το πρόσωπό του που ήταν χαρούμενο πάντα, σα να μην είχε ποτέ φροντίδες στην καρδιά του ολομεμιάς εσκοτείνιασε. Εχαμογέλασε όμως πάλι αμέσως, επροχώρησε, κουνώντας περίεργα το λιγνό κορμί του, κι εχαιρέτησε φιλικά τες κυρίες.

― Γλίτωσέ μου τον! εψιθύρισε αμέσως η μητέρα σμίγοντας τα χέρια.

― Γλίτωσέ μου τον! παρακάλεσε και η Ευλαλία μ’ ένα δάκρυ κατεβάζοντας τα μάτια.

Ο γιατρός εκοίταξε με περιέργεια τη νέα, εδάγκασε μία στιγμή το χλωμό του χείλι, εκατέβασε και κείνος το βλέφαρο και σοβαρά εψιθύρισε:

― Αφού το φάρμακο δεν ενεργεί, πώς να βοηθήσω!…

Και λέγοντας έτσι έδινε το χέρι στες ξένες κυρίες.

Σε μία στιγμή ξαναείπε, κοιτάζοντας μ’ ένα ανήσυχο χαμόγελο την Ευλαλία:

― Κι εσείς; πώς εδώ;…

Η Ευλαλία έμεινε σοβαρή κι αμίλητη. Εκείνος πλησίασε το κρεβάτι.

Εστάθηκε σκεφτικός λίγες στιγμές, εκοίταξε μπρος στο φως της λάμπας ένα από τα μπουκάλια, που ήταν απάνω στο μικρό τραπεζάκι, έκαμε με τα χείλη του ένα μορφασμό κι έπιασε το σφυγμό του αρρώστου, βγάζοντας από την τσέπη το χρυσό του ρολόι.

Η κυρία Φωτεινή τον ετήραζε με μία στενοχώρια, που ολοένα εμεγάλωνε. Κανείς δεν εμιλούσε. Ο γιατρός άφηκε τέλος το χέρι του αρρώστου, έβγαλε από μίαν άλλην τσέπη ένα μικρό νικελένιο κουτί κι είπε σουφρώνοντας το ωχρό μέτωπό του:

― Ας του κάμουμε μίαν ένεση!…

― Ω δεν μπορώ να βλέπω! είπε αμέσως η μάνα, κρύβοντας με τα χέρια τα μάτια της… Κι ολομεμιάς εξεκίνησε προς την πόρτα. Η άλλη γριά κυρία την ακολούθησε, αφήνοντας την Ευλαλία με το γιατρό σιμά στον άρρωστο…

Στο μικρό σαλονάκι, όπου οι δύο γριές κυρίες εκάθισαν, ήταν σκοτάδι. Μα σε λίγο η γριά υπηρέτρια έφερε κι εκεί μία μικρή λάμπα. Και τότες μόνο η κυρία Φωτεινή εβάλθηκε σιγαλά να κλαίει.

― Είναι σαν τότες! είπε σε καμπόσο μ’ ένα αναφιλητό.

― Σαν τότες! ξαναείπε η άλλη αναστενάζοντας θλιβερά.

― Αχ! είπε πάλι η μητέρα∙ μου φαίνεται πως τα εικοσιπέντε χρόνια δεν έχουν περάσει… γιατί η λύπη δεν έχει σβήσει!… Μου φαίνεται πως είναι τώρα!… κι ήταν σαν τώρα!… Σαν τότες με το πρώτο παιδί, πριν γεννηθεί ο Άλκης… Ήταν έξι χρονών!…

― Σαν τότες! αναστέναξε η άλλη.

Μία δύναμη ακατανίκητη ανάγκαζε την κυρία Φωτεινή να μιλήσει. Ο τωρινός της πόνος ξυπνούσε μέσα στην καρδιά της παλιές αποκοιμημένες λύπες, παλιές στενοχώριες, που εζωντάνευαν πάλι σ’ εκείνες τες στιγμές.

― Ο πατέρας του, ξαναείπε… εζούσε τότες ο μακαρίτης… εζούσε κι η μάνα του η άγια γυναίκα! Αχ αυτοί από κει που είναι, ξέρουν τι θα απογίνει!… Ο πατέρας του, το βαστούσε στην αγκαλιά ώρες και ώρες!… Ήταν βαρύ, γιατί ήταν μεγάλο… Κι είχε βαρεθεί το κρεβάτι… Μα οι αγρύπνιες κι η λύπη τους είχαν αρρωστήσει… Κι εκείνο ήθελε να βλέπει ακόμη το φως της ημέρας από το παράθυρο… κι ήθελε να βλέπει το δρόμο και τους ανθρώπους που εγνώριζε στο δρόμο… και τους εχαιρετούσε… κι εκοίταζε τον ουρανό και τον εχαιρετούσε!… Κι εκοίταζε το φως και τον κόσμο, που αγαπούσε… Κι ο πατέρας δεν μπορούσε πλια να το βαστά στην αγκαλιά του μπρος στο παράθυρο, γιατί ήταν μεγάλο και το φίλησε στο ζεστό το μάγουλο και του ’πε γλυκά: «Παιδί μου, δε σε μπορώ… παιδί μου!… Κάθισε στο κρεβατάκι σου λίγο… μου πονούν όλα τα κόκαλα!…» Του πονούσαν από τον κόπο κι από τες αγρύπνιες… Ήταν μακρινή η αρρώστια… μακρινή κι απελπισμένη!… Και το ξαναφίλησε και το ρώτησε μ’ ένα χαμόγελο, ποιον αγαπούσε καλύτερα την μητέρα ή τον πατέρα, κι εκείνο εγέλασε, γιατί αναθυμήθηκε πως έτσι πάντα το ρωτούσε, κάθε που έπαιζαν μαζί και του αποκρίθηκε αμέσως: «Όμοια!…» Κι ήταν αυτός ο στερνός του λόγος και το στερνό του γέλιο, γιατί έπειτα έχασε αμέσως τη λαλιά, ώσπου μας πέθανε!… Κι είναι σαν τότες!…

Και λέγοντας έτσι τα δάκρυα εβγήκαν ποτάμι από τα θλιμμένα της μάτια.

― Σαν τότες! είπε η άλλη μ’ ένα μουγγό αναστεναγμό και μ’ ασυγκίνητη όψη.

― Κι εβγήκε, ξακολούθησε η κυρία Φωτεινή, από την κάμαρα όπου είχε πεθάνει κι εκοίταζε ο πικρός πατέρας, ο χλωμός και σαστισμένος, τον ουρανό με παράπονο και με θυμό… Ήτανε, έλεγε, άθρησκος και άθεος!… Το ’λεγε πριν αρρωστήσει το παιδί του… Κι έπειτα τον είχα ιδεί συχνά να κλαίει και να δέεται… Κι αυτήν την ημέρα είχε θυμώσει με τη δύναμη του Θεού και τον εβλαστήμησε, γιατί τον επλήγωνε κατάκαρδα!… Κι εβρέθηκε ομπρός του, αυτήν την ίδια στιγμή η γριά του η μητέρα, που εβάλθηκε να τρέμει λιγωμένη και κείνη από τη λύπη της… Και μ’ ένα δάκρυ στο μάτι του ’πε με συμπόνια: «Αλίμονό μας!… Με το Θεό, γιε μου, στην ώρα αυτή της δοκιμασίας!… Σκύψε το κεφάλι σου κι υπόμεινε… αλίμονο!...» Κι ο δύστυχος εσωριάστηκε κλαίοντας σιμά στο μικρό λείψανο, σ’ έναν καναπέ, κρύβοντας στα χέρια του το πρόσωπο κι έκλαιγα και γω συντριμμένη σιμά του κι εκεί ο νους του εσκοτίστηκε από τον πόνο, από τον κόπο κι από την αγρύπνια!… Κι ήσουν τότες εκεί… κι είναι σαν τότες…

― Κι είναι σαν τότες, εψιθύρισε και η άλλη κλειώντας τα μάτια και κουνώντας το κεφάλι.

Κι αυτήν τη στιγμή επρόβαλε στην πόρτα του μικρού σαλονιού η Ευλαλία κι ανήσυχη εκοίταξε τες δύο γυναίκες, που άξαφνα εβρεθήκαν αγκαλιασμένες κι έκλαιγαν και τους είπε με φωνή πνιγμένη από τη συγκίνηση:

― Ο γιατρός σάς θέλει!…

Και οι δύο γριές την ακολούθησαν σαν απομωραμένες στην κάμαρα του αρρώστου.

Ο Άλκης ήταν τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι, χωρίς προσκέφαλο. Ο γιατρός σοβαρός εκρατούσε το σφυγμό του. Η μητέρα μία στιγμή ενόμισε πως το τέλος είχε έρθει κι ηθέλησε να ριχτεί να φιλήσει το νεκρό παιδί της, παρέτοιμη να χτυπηθεί και να κλάψει μπρος στη συφορά. Μα ο γιατρός την σταμάτησε μ’ ένα βλέμμα κι είπε χαμηλόφωνα: «Ζει!» Και σα να διόρθωνε τον εαυτό του ξανάπε αμέσως στοχαστικός: «Ακόμα ζει!… Μα θα βαστάξει η καρδούλα;…» Κι εχαμογέλασε πικρά…

Ένας ίδρος ψιλός επερίβρεχε το μέτωπο του αρρώστου, που μετά βίας ανάπνεε γλήγορα και άταχτα. Τον εκοίταζαν όλοι με χτυποκάρδι. Άξαφνα ο λαιμός του εκινήθηκε, άνοιξε μεγάλα τα μάτια του κι ολομεμιάς εβάλθηκε να βήχει, ξερά πρώτα και δύσκολα, σα να εσκιζόταν τα σπλάχνα του, μα λίγο λίγο το βήξιμο εμαλάκωσε κι εδυνάμωσε κι εβάσταξε για πολλή ώρα… Κι ο ίδρος ωστόσο εγινότουν περισσότερος απάνου στ’ ωχρό μέτωπό του και του κυρίεψε σιγά όλο το πρόσωπο κι έπειτα το κορμί ολόκληρο και κουρασμένο, ο άρρωστος έκλεισε τέλος τα μάτια του, σα να ’θελε τότες να πεθάνει…

Έτρεμε η μητέρα… Οι δύο άλλες γυναίκες εκοίταζαν σαστισμένες. Ο γιατρός δεν εμιλούσε. Μα άξαφνα πάλι ο άρρωστος εξύπνησε κι επερίφερε τριγύρω ανήσυχο το βλέμμα του κοιτάζοντας όλη την κάμαρα. Και η ματιά του αντάμωσε κάποια στιγμή το θολό βλέμμα της Ευλαλίας που τον εκοίταζε με πικρή στενοχώρια κι εχαμογέλασε πονεμένα με τα χλωμά κι άσαρκα χείλη του… και ξανάκλεισε πάλι τα μάτια.

Τον εκοίταζαν όλοι πάντα με ανήσυχη περιέργεια. Στα στήθια της μάνας η καρδιά της χτυπούσε βαριά. Αυτήν τη στιγμή η γριά γυναίκα ήταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, μην ξέροντας αν έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει και από την αναμονή και τη στενοχώρια βαστούσε και την πνοή της, παραμονεύοντας του γιατρού την όψη με μία φωτεινή μα δειλότατη ελπίδα στη συνείδησή της.

Ο γιατρός δεν άφηνε το σφυγμό του αρρώστου.

Κι ωστόσο ο Άλκης σα μέσαθε από ένα όνειρο εχαμογέλασε πρώτα μισανοίγοντας τα κουρασμένα του μάτια και κοιτάζοντας μία στιγμή την Ευλαλία επρόφερε με σβησμένη φωνή τούτα τα λόγια:

― Και συ;… Πεθαμένη και συ; Σε ξαναβρίσκω;

Και ανάγειρε το κεφάλι και ξανάκλεισε τ’ άφεγγα μάτια. Ένας καινούριος ίδρος τον επλημμύρισε και το πρόσωπό του εκέρωσε.

    -Ω ζήσε! του φώναξε με τρεμάμενη φωνή η Ευλαλία, ενώ τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει από τα δάκρυα και οι δύο γριές ξανάπεφταν στην αγκαλιά η μια της άλλης κυριεμένες και κείνες από την ίδια συγκίνηση…

Μία προσευκή εβγήκε σιγαλά από το στόμα τους∙ ο γιατρός σοβαρός ετοίμαζε πάλι κάποιαν ένεση.

― Μα δεν είναι στο νου του! αναστέναξε η μάνα.

― Ο πυρετός! είπε η κυρία Οφιομάχου.

― Πού με πας; ξαναψιθύρισε ο άρρωστος, χωρίς ν’ ανοίξει τα μάτια. Δε σ’ είχα αποχαιρετίσει όταν απέθανες… Τι γλήγορα που εσμίξαμε πάλι!…

― Άλκη! είπε με πόνο η μητέρα.

― Άλκη! είπε με πόνο η Ευλαλία.

― Τόνε χάσαμε! ξανάπε η πρώτη με τρόμο και στενοχώρια.

― Όχι! είπε η άλλη γριά κυρία συγκινημένη.

― Σας ακούει, είπε φοβισμένη η Ευλαλία.

― Νερό!… ξαναψιθύρισε ο άρρωστος.

Η μητέρα του ’βαλε τρέμοντας στο στόμα ένα κουτάλι κι ο άρρωστος εκατάπιε.

― Εγλίτωσε, είπε ο γιατρός μ’ ένα χαμόγελο. Και διορθώνοντας αμέσως τον εαυτό του ξανάπε: -Μπορεί να γλιτώσει, μπορεί!… Κι εκοίταξε την Ευλαλία μ’ ένα παράξενο βλέμμα…

Τώρα κι η μητέρα σαν απομωραμένη τον εκοίταζε και με το βλέμμα τον ερωτούσε. Αμέσως δεν είχε καταλάβει τι έλεγε ο γιατρός κι έπειτα δεν επίστευε στ’ αυτιά της. Ήτανε πλια τόσο βέβαιη μέσα της πως οι ελπίδες της ήταν όνειρα πλάνα και πως μόνο ο πόθος της έκανε να φέγγει ομπρός της τη γλυκιά παρηγοριά του λυτρωμού!… Της συφοράς η φοβέρα, μιας συφοράς που την ανάμενε πικρά όλη τη ζωή της, είχε πάλι βρεθεί τόσο σιμά της!… Εκοίταζε τριγύρω της μην ξέροντας τι να κάμει, εκούνησε το κεφάλι, το σήκωσε για κάμποσες στιγμές προς τον ουρανό και τα μάτια της επλημμύρισαν από ένα ποτάμι δάκρυα θερμά, ενώ το στήθος της εσηκωνότουν σ’ ένα αναφιλητό που δεν ελάβαινε τέλος…

Έπιασε τα χέρια της Ευλαλίας, της χαμογέλασε γλυκά χωρίς να πάψει να κλαίει, την εφίλησε στο μέτωπο κι έπειτα έσκυψε στο κρεβάτι του γιου της, εκοίταξε για πολλή ώρα τη βασανισμένη του όψη και τον εφίλησε και κείνον στο ιδρωμένο μέτωπο.

Κι ο Άλκης έλεγε ωστόσο παραμιλώντας:

― Στον κόσμο της Αλήθειας!… δεν βλέπει κανείς από εδώ τη γη μας!…

― Περίεργον παραλήρημα, είπε ο γιατρός… Δε συνήρθε ακόμη από τη θρησκευτική παράνοια των ετοιμοθανάτων… Η επιστήμη έχει εξηγήσει και αυτό το φαινόμενο… είναι αποτέλεσμα της εγκεφαλικής αναιμίας…

 Κι εκοίταξε αυτήν τη στιγμή κι ο Άλκης σα σαστισμένος και χωρίς να μιλήσει.

Εκείνη εδάκρυσε πάλι, εχαμογέλασε, έσμιξε παρακαλεστικά τα χέρια πάνω στο στήθος της και του ξανάπε: «Ω ζήσε!…»

Κι ο άρρωστος της χαμογέλασε, έκλεισε τα μάτια και παραδόθηκε σ’ έναν ύπνο βαθύ…

Και σε λίγη ώρα ο γιατρός αποχαιρέτησε ευχαριστημένος τες τρεις κυρίες. Γελαστός έσφιξε το χέρι της μητέρας, προφέροντας κάποιον παρήγορο λόγο, γεμάτον ελπίδα, έριξε μίαν παράξενη ματιά της Ευλαλίας, έσκυψε το κεφάλι του μπρος στη γριά αρχόντισσα κι εβγήκε από την κάμαρα κουνώντας ιδιότροπα το κορμί του.

Και η κυρία Φωτεινή εσήκωσε τότες τη λάμπα στα χέρια κι έκαμε τες δύο άλλες γυναίκες να την ακολουθήσουν στο μικρό σαλονάκι…

Εκεί η νευρική ταραχή της, η εντύπωση από τόσες στιγμές μαύρης αγωνίας και απελπισμένης λύπης την ανάγκαζαν να μην ησυχάσει ακόμη, να μη μείνει σιωπηλή, σαν να ’πρεπε να συνηθίσει το νου της στην ανέλπιστη και μεγάλη ευτυχία. Ήθελε να δείξει στες δύο γυναίκες, που την αγαπούσαν, γιατί υπόφερνε, όσα ήταν στην καρδιά της, να μη βαστάξει μυστικό κανένα από τα περιστατικά της μακρινής ζωής της και μάλιστα απ’ όταν είχε γεννηθεί ο άρρωστος γιος της, στο στόμα της ερχόνταν τώρα παρέτοιμα όλα τα λόγια, για να ξηγήσουν τες παλιωμένες εικόνες που εζωντάνευαν στη μνήμη της. Κι εθυμότουν έτσι όλα ξάστερα, όσα είχε ιδεί, όσα είχε ακούσει, όσα είχε πράξει η ίδια… σα μία μία όλες τες μέρες της ζωής της…

Εγύρισε δεξιά κι αριστερά, έπιασε κάτι απάνω στο τραπέζι, ξανασυλλογίστηκε μ’ έναν αναστεναγμό τες άσκημες στιγμές, που ’χαν περάσει πλια, μα που δεν είχαν ακόμη σβήσει στη μεγάλη χαρά που την εφόβιζε κι άρχισε να μιλεί γλήγορα και να λέει χωρίς σειρά και τάξη ό,τι της ερχόνταν στο νου, δακρύζοντας συχνά, χαμογελώντας συχνά, αναστενάζοντας κάποτε και κοιτάζοντας κάθε τόσο, ανήσυχη, την κάμαρη όπου ο άρρωστος γιος της εκοιμότουν τώρα βαθιά…

 

2

 

Από μικρός ο Άλκης ήταν αδύνατος. Το χρώμα του ήταν άσκημο πάντα∙ ήταν υπερβολικά λιγνός∙ αρρωστούσε συχνά∙ άντεχε λίγο στους κόπους∙ το μυαλό του αρνιότουν πολλές φορές να δουλέψει∙ κι είχε ένα παράξενο ύφος παιδιού που εκοιμότουν με ανοιχτά τα μάτια. Μόνο τα χρόνια τον είχαν αλλάξει. Πρώιμα μέσα στην καρδιά τού αδύνατου παιδιού είχε ανάψει άσβηστη μία δίψα για μάθηση, που κάθε του ασθένεια εφαινότουν να τη μεγαλώνει, τροχίζοντας κιόλας την ορθή του την κρίση, σα ν’ αποχτούσε γοργότερα έτσι την πείρα της ζωής και του εαυτού του.

Κι ο πατέρας του ο Αγησίλαος Σωζόμενος δεν άφηνε να μαραθεί εκείνος ο ζήλος της σπουδής στην καρδιά του γιου του και δεν ελογάριαζε καθόλου τες φυσικές αδυναμίες του, γιατί είχε μέσα του την πεποίθηση πως το τέκνο του θα γινότουν αληθινά ένας άνθρωπος, καθώς τον ονειρευότουν η φωτισμένη ψυχή του.

Μα η κυρία Φωτεινή έτρεμε, όταν άκουε τον άντρα της να της μιλεί τόσο σκληρά… Κι όμως ο Αγησίλαος Σωζόμενος ήταν τόσο καλός! Μία μεγάλη ψυχή με γλυκούς και ταπεινούς τρόπους, ανώτερους πολύ απ’ ό,τι εφαινότουν. Ταπεινά και μετρημένα είχε ζήσει τη ζωή του, μέσα σ’ ένα δημόσιο γραφείο∙ μα, όταν ήταν νέος, είχε σπουδάσει στην Ιταλία κι ήξερε άπειρα γράμματα. Κι όλη του τη ζωή εδιάβαζε βιβλία δύσκολα σε γλώσσα βαθιά, που τόσες φορές η κυρία Φωτεινή τα ’χε ανοίξει χωρίς να καταλάβει ποτέ της ούτε ένα γρυ και που την έκαναν ν’ απορεί ως τα τώρα πώς εβρισκόνταν άνθρωποι στον κόσμο, για να τα γράφουν χωρίς όφελος και σκοπό και γιατί τα εδιάβαζαν άλλοι. Κι ήξερε μόνο η γριά κυρία πως τα βιβλία εκείνα τα ονόμαζαν φιλοσοφικά και πως μέσα στες σκοτεινές γραμμές τους αυτά έγραφαν ενάντια στη θρησκεία, πασκίζοντας να την αποδείξουν άχρηστη και βλαβερή για τον άνθρωπο και για την επιστήμη.

Τώρα και ο Άλκης εδιάβαζε συχνά μέσα σ’ εκείνα∙ κι αυτός τα καταλάβαινε βέβαια∙ μα για το γιο της, όλη αυτή η φιλοσοφία ήταν σαν καπνός!… Το ’ξερε η κυρία Φωτεινή… δεν του ’χαν σαλέψει ποτέ το νου του… κι ας μην επήγαινε ούτε εκείνος ποτέ στην εκκλησία του… ο Άλκης δε θα ’ταν παιδί της, αν δεν επίστευε ορθόδοξα κι ας είχε καθίσει για χρόνια στα ξένα. Γι’ αυτό ο Άλκης δεν είχε ακούσει βέβαια τον πατέρα του που ήθελε να τον οδηγήσει στα νερά του, που ήθελε να τον κάμει σαν τον εαυτό του…

Έτσι έλεγε η μητέρα. Κι ωστόσο τρυφερά εθυμότουν πως ο Αγησίλαος Σωζόμενος μ’ όλες τες παράξενες ιδέες του, μ’ όλα τα τρομερά λόγια που επρόφερε κάποτε σπίτι του, όταν ήξερε πως κανείς δεν τον ακούει, μ’ όλους τους ενθουσιασμούς του τους κρυφούς για τους επαναστάτες, τους γιακωβίνους, τους καρνοβάρους και ο Θεός ήξερε για ποιους άλλους αιρετικούς, ήταν ένας άνθρωπος άγιος. Τίμιος στη δουλειά του, ήσυχος στο σπίτι του, αφοσιωμένος στη γυναίκα του και στο παιδί του, στο πρώτο πρωτύτερα και στον Άλκη κατόπι, εφύλαγε για τον εαυτό του τες παράξενες ιδέες του, δεν ακουόταν ποτέ στον κόσμο για τίποτα, δεν είχε ποτέ του ανακατευτεί σε πολιτικά ζητήματα, ως την ημέρα που πέθανε. Και μόνο στον Άλκη, όταν του μεγάλωσε, εξεμυστηρευότουν τους κρυφούς στοχασμούς του, τες γλυκές ελπίδες του, την πίστη του σε μίαν ονειρεμένη εποχή, που θα ερχότουν, αδελφοσύνης, ευτυχίας και καλοσύνης. Μία φυσική ταπεινότητα, μία δειλή αγαθότητα, ο φόβος μην εδυσκόλευε τη ζωή της οικογένειάς του, τον έκαναν να περιορίζεται και να σωπαίνει. Αισθανότουν κιόλας τον εαυτό του ξένον σ’ έναν τόπο που τον είχε δεχτεί και που του παραχωρούσε χωρίς δυσκολία μίαν άνετη ζωή και δεν αναγνώριζε για τούτο στον εαυτό του το δικαίωμα να κηρύχνει κάθε του γνώμη, αν και ο ίδιος είχε γεννηθεί σ’ εκείνην τη χώρα, που την αγαπούσε και η μητέρα του ήταν ντόπια γυναίκα, με κάποιο μικρό εξοχικό χτήμα στο νησί.

Αληθινά όμως ο γέρος Σωζόμενος, ο Επαμεινώνδας, ο πεθερός της κυρίας Φωτεινής, ήταν ξένος. Τώρα ήταν κι αυτός πεθαμένος από πολλά, πολλά χρόνια, αφού και η ίδια η κυρία Φωτεινή δεν τον είχε βρει ζωντανόν στο σπίτι του ανδρός της. Πεθερά μόνο είχε γνωρίσει. Μίαν αγίαν, θεοφοβούμενη γυναίκα που την εθυμότουν πάντα με μία λύπη γλυκιά. Ο Επαμεινώνδας Σωζόμενος ήταν, καθώς το ’ξερε όλος ο κόσμος, από την Κύπρο. Τυφλή τύχη τον είχε φέρει, σ’ εκείνον τον τόπο, μία φορά που γύριζε από κάποιο ταξίδι του στην Ιταλία. Εκεί μίαν ημέρα είχε μάθει την καταστροφή του: οι Τούρκοι του ’χαν αρπάξει ό,τι είχε στο νησί του και τον είχαν καταδικάσει σε αιώνια εξορία, γιατί έτσι μόνο θα μπορούσε να ξεφύγει το θάνατο. Ήταν έμπορος πρώτα κι έξαφνα είχε φτωχύνει. Αλλά ήταν και γερά σπουδασμένος στα βαθιά ελληνικά, που τα ’ξεραν τότες λίγοι μόνο στον τόπον, όπου θα κατοικούσε, μα που εχρειαζόνταν πολύ, γιατί ίσια ίσια τότες είχε φυσήσει κάποιος απόμακρος αέρας λευτεριάς και η ντόπια Κυβέρνηση είχε κηρύξει επίσημη γλώσσα του κράτους την ελληνική, ανάμεσα στες άλλες αλλαγές που ’χε κάμει.

Τότες λοιπόν ο Επαμεινώνδας Σωζόμενος είχε ξεμείνει σ’ εκείνο το ήσυχο μέρος. Είχε παντρευτεί εκεί πρώτη και δεύτερη φορά, δεν είχε κάμει παρά ένα μόνο παιδί, τον Αγησίλαο, τον άντρα της κυρίας Φωτεινής και χάρις στους διπλούς συγγενείς του και στα ελληνικά γράμματα, αφού για κάμποσο καιρό έκαμε το δάσκαλο σε δικαστές, δικηγόρους και βουλευτές, διορίστηκε τέλος διευθυντής του Κυβερνητικού Τυπογραφείου. Ήταν τότες καλοί οι μισθοί και η φτήνια μεγάλη. Και εμπόρεσε έτσι ο Επαμεινώνδας να επιμεληθεί την ανατροφή του γιου του και να τον στείλει να σπουδάσει στην Ιταλία τη νομική επιστήμη κι αυτά τ’ άλλα τα σκοτεινά μαθήματα, που τα φοβότουν η κυρία Φωτεινή και που τα ονόμαζαν φιλοσοφία.

Εκεί ο Αγησίλαος εγνώρισε τους νέους που μελετούσαν ένα γενικό ξεσηκωμό και την Ένωση, ως έλεγε, όλης της Ιταλίας. Στο νου της κυρίας Φωτεινής, όμως, τα κινήματα εκείνα καθώς και κάθε παρόμοιο που εμπορούσε να σαλέψει την τάξη, ήταν αξιοκατάκριτα, ήταν ένας ολέθριος χαλασμός κόσμου κι ήταν για κείνην ένα μυστήριο πώς ο άντρας της, άνθρωπος τόσο άγιος, τόσο φρόνιμος, τόσο τίμιος, μπορούσε να ’ναι φίλος στενός με κείνους τους άταχτους και να τους θυμάται ως το τέλος της ζωής του με απεριόριστον ενθουσιασμό. Η κυρία Φωτεινή επροτιμούσε να μην το σκέφτεται. Ήθελε μόνο να θυμάται πως για τούτο ο γιος της ο Άλκης είχε μάθει σύντομα την ιταλική γλώσσα κι είχε ζυμωθεί πρώιμα με τα γράμματα εκείνου του έθνους.

Ήταν ακόμη μικρός κι αρρωστιάρης ο γιος τους, όταν ο Αγησίλαος άρχισε να του ξηγά τα αδρά ποιήματα του Δάντη που τα γνώριζε απ’ όξω. Πώς βροντούσε η φωνή του, όταν τα ’λεγε! Πώς άστραφτε πάντα το μάτι του και πώς ο γιος με το αποκοιμημένο, αλλά βαθύ βλέμμα του, εκρεμότουν τότες από τα χείλη του πατέρα του, σα θαμπωμένος από την απέραντη ομορφιά που ξεσκεπαζότουν ομπρός του!… Το θυμότουν ακόμη η κυρία Φωτεινή… εθυμότουν ακόμη και μερικά από κείνα τα ποιήματα, γιατί νέα τότες τα ’χε μάθει ως κι εκείνη… κι έβρισκε πως έμοιαζαν στα βιβλία της εκκλησίας και τα πίστευε… κι επίστευε σ’ όλες τις φριχτές τιμωρίες του κάτου κόσμου και στες αδιήγητες ευτυχίες των αγαθών ψυχών μέσα στον ουράνιο παράδεισό τους… Και η ίδια εγνώριζε λίγη μουσική κι έπαιζε στο παλιό τους το πιάνο, τότες που δεν ήταν ακόμη χήρα, κάτι τραγούδια του καιρού της, κάτι σκοπούς που δεν εσυνηθίζονταν πλια τώρα, μα που ο Άλκης ήξερε ακόμη να τους κακοσφυρίζει, γιατί ο γιος της εκείνος δεν είχε καθόλου αυτί, και να τους κακοτραγουδεί χαμηλόφωνα, γιατί δεν είχε φωνή.

Ως και ο Αγησίλαος Σωζόμενος ήταν υπάλληλος του Κράτους. Η κυρία Φωτεινή έπαιρνε ακόμη μια μικρή σύνταξη. Νέος, μόλις είχε γυρίσει από την Ιταλία, με το ωραίο δίπλωμά του, είχε διοριστεί αμέσως, αφήνοντας κατά μέρος τες ανήσυχες ιδέες του που άσφαλτα θα τον εζημίωναν, γιατί ο φρόνιμος κόσμος κι οι πλιο φρόνιμοι κυβερνήτες του τόπου θ’ αγαναχτούσαν, αν άκουαν τες θεωρίες του, όπως και η κυρία Φωτεινή τες ετρόμαζε, αν και τον αγαπούσε τόσο τον άντρα της, τον πατέρα των παιδιών της… Κι έτσι ο Αγησίλαος εφύλαξε για τον εαυτό του τες ιδέες του, το πολύ καμία φορά για το σπίτι του, όταν ξένος κανένας δεν τον άκουε. Κι ο κόσμος όλος τον εθεωρούσε για τούτο σαν έναν από τους πολλούς∙ κι εχαιρότουν την υπόληψη ανθρώπου εργατικού και τίμιου νοικοκύρη, γι’ αυτό κι ο πατέρας της κυρίας Φωτεινής δεν είχε διστάσει ούτε στιγμή να την παντρέψει μ’ εκείνον, αν και καθόλου δεν τον εγνώριζε πρώτα. Αλλά ωστόσο μαζί του είχε περάσει θεάρεστα τη ζωή της και ποτέ της δεν είχε γνωρίσει καμία στενοχώρια…

Συχνά η κυρία Φωτεινή αναθυμότουν με γλύκα τη συζυγική ζωή της και τα παιδικά τα χρόνια του γιου της και το παιδί εκείνο στα πρώτα της νιάτα, που μίαν ημέρα είχε αποκοιμηθεί μ’ ένα χαμόγελο στην αγκαλιά του θανάτου, αφήνοντας τόσο έρημο, τόσο σιωπηλό και τόσο θλιβερό το σπίτι τους, όπου μολοντούτο τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κι είχε πάρει τότες έναν άλλο ρυθμό η ζωή της, ως που η χαρά ξανάφεξε στην καρδιά της, ξετοπίζοντας τη βουβή της λύπη, όταν της εγεννήθηκε ο Άλκης…

Μα ήταν τόσο περίτρομη πάντα η μητρική καρδιά της… Επαραμόνευε τους ύπνους του μικρού παιδιού, βυθισμένη σε μίαν ανήσυχη δέηση, που επλημμυρούσε από στοργή το είναι της όλο, από έναν φλογερόν πόθο να προφυλάξει τον εαυτό της και το παιδί της από την άγρια φοβέρα μίας νέας συμφοράς!… Ήταν όλη γεμάτη τρυφερές φροντίδες, για το μικρό εκείνο πλάσμα, που στα μάτια της άξιζε περισσότερο παρά όλος ο άλλος κόσμος… και υστερότερα η αδύνατη υγεία του τέκνου της, οι συχνές του αρρώστιες, έκαναν να πληθαίνουν οι ασίγαστες φροντίδες της. Τρυφερά πάλι εθυμότουν πώς το ’χε βυζάξει η ίδια και πώς όταν είχε μεγαλώσει, το αποκοιμούσε η ίδια σιμά της μουρμουρίζοντας τραγούδια παλαιά, λέγοντάς του παλαιά παραμύθια κι εθυμότουν πόσο το παιδί εχαιρότουν ν’ ακούει ιστορίες για χρυσοντυμένα βασιλόπουλα, για περίκαλες αρχόντισσες, για όλον εκείνον τον ξωτικό και φανταστικό κόσμο, που ζει και κινιέται μέσα σε σφαίρες όπου αδύνατο δεν είναι το ακατόρθωτο για την ανθρώπινη αδυναμία.

Κι έπειτα πάλι η μητέρα φοβισμένη από τες συχνές του αρρώστιες δεν ήθελε να το βάλει πλιο ενωρίς στα γράμματα, αλλά μόλις πατήσει τα έξι χρόνια, ο άντρας της, που δύο γενεών πείρα του ’χε διδάξει πόσο άξιζαν εκείνα για τη ζωή, επήρε άλλην απόφαση, δεν ηθέλησε να παραδεχτεί καμία της αντιλογία και της εδήλωσε αλύγιστος πως προτιμούσε να μην έχει καθόλου τέκνο, παρά να μην επιμεληθεί, όπως ο ίδιος ήξερε, την ανατροφή του.

Στο σπίτι τους, μ’ όλους τους καλούς του τρόπους, ο άντρας της ο Αγησίλαος εκυριαρχούσε. Η απόφασή του δεν εγνώρισε καμία αναβολή και η αδυναμία του γιου του δεν τον έκαμε ν’ αλλάξει γνώμη. Από τες πρώτες ημέρες εγίνηκε ο ίδιος δάσκαλός του και μ’ αφοσιωμένη επιμονή εβάλθηκε να νικήσει τη φυσική νωθρότητα του παιδιού ευκολαίνοντάς του όσο μπόριε το μάθημα.

Κάθε τόσο κάποια ανημπόρια τον εσταμάταινε στο έργο, αλλά ο Αγησίλαος δεν απελπιζότουν∙ επάσκιζε με την επιμέλεια να κερδίζει τον χαμένον καιρό, και παρατήρησε με ανείπωτη χαρά πως κάθε φορά που το παιδί αρρωστούσε, ξαναρχότουν στη ζωή σαν προικισμένο με καινούρια χαρίσματα, με νέο ζήλο για τα μαθήματα, σα να τροχιζότουν το μικρό μυαλό του με τους πόνους και σα να μεγάλωνε άξαφνα η παιδική ψυχή του…

Η κυρία Φωτεινή εμιλούσε ακόμη όταν το ρολόι της χώρας εσήμανε τες εννέα. Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο μικρό σκοτεινό σαλονάκι ο Πέτρος Αθάνατος. Ήταν ένας νέος άσκημος, μαυριδερός, αλλά με όμορφα και ζωηρά μάτια. Τα ρούχα του ήταν αμελημένα κι επήγαινε σκυφτός και σκεβρωμένος κρατώντας στα δυο του χέρια το μαλακό του καπέλο. Μπαίνοντας μέσα παρατήρησε τες δύο ξένες κυρίες, τες αναγνώρισε αμέσως κι εκατέβασε ομπρός τους ντροπαλός το βλέμμα. Εχαιρέτησε έπειτα αδέξιος, κι ερώτησε ανήσυχος:

― Τι κάνει;

― Εγλίτωσε! του αποκρίθηκε με χαρά η μητέρα ευχαριστώντας τον με το βλέμμα. Τώρα κοιμάται…

Ο Πέτρος έσκυψε περισσότερο το μεγάλο ξεχτένιστο κεφάλι του, έμεινε μία στιγμή αμίλητος, το στόμα του εχαμογέλασε σαρκαστικά, σα να μετανοούσε για την αδυναμία του, κι έπειτα σα να ’θελε να δικαιολογηθεί είπε πάλι:

― Μ’ έστειλαν εδώ ο κύριος και η κυρία Βαρσάμη… Όχι!… η κυρία κι ο κύριος Βαρσάμης, εδιορθώθηκε αναστενάζοντας και τονίζοντας κάθε κατάληξη. Τρέχω τώρα αμέσως να τους το ειπώ… Α, δεν αρέσει της κυρίας Βαρσάμη να περιμένει… Κι εγέλασε το άσκημο γέλιο του.

Η κυρία Φωτεινή τον εκάλεσε να καθίσει σιμά της, μα αυτός αρνήθηκε κουνώντας το κεφάλι και πριν προφτάσουν οι τρεις κυρίες να του ειπούν άλλο λόγο, εβγήκε βιαστικός από την κάμαρα και τον άκουσαν να κατεβαίνει με βροντερά πατήματα τη σκάλα…

Τώρα οι τρεις γυναίκες έμειναν πάλι σιωπηλές για καμπόσες στιγμές. Κι έπειτα η κυρία Φωτεινή εσηκώθηκε, άνοιξε λίγο την πόρτα που επήγαινε στην κάμαρα του αρρώστου και γυρίζοντας στο μικρό σαλονάκι είπε μ’ ένα χαμόγελο:

― Κοιμάται ήσυχα! Κοιμάται ακόμη!

Η κυρία Οφιομάχου εχαμογέλασε και κείνη κι είπε σε μία στιγμή:

― Ο καημένος ο Πέτρος! ξέρει τόσα γράμματα κι είναι τόσο φτωχός και δεν έχει καμιά δουλειά!

― Η κυρία Βαρσάμη τον συμπονεί, είπε η κυρία Φωτεινή κατεβάζοντας το βλέφαρο, έχουν κάποια συγγένεια… γιατί είναι κι αυτός από καλό σπίτι!

― Η κυρία Βαρσάμη, η κυρία Βαρσάμη! είπε η άλλη γριά δαγκάνοντας λίγο το χείλι της. Κι εκοίταξε τη θυγατέρα της, που εκαθότουν αμίλητη σε μίαν άκρη από πολλήν ώρα και που με τα μάτια ανοιχτά εφαινότουν βυθισμένη σε κάποιο της όνειρο.

Κι εσώπασαν πάλι για κάμποσες στιγμές.

Αλλά σε λίγο η κυρία Φωτεινή ξανάρχισε πάλι νευριασμένη τα ιστορικά της. Τώρα όμως τα λόγια της ήταν σκοτεινά, σα να μην τα καταλάβαινε πλια ούτε η ίδια κι ήξερε μόνο πως ο Άλκης της είχε πλια μεγαλώσει και πως η ψυχή του είχε τότε αλλάξει…

Τον έβλεπε η μητέρα ανήσυχη βυθισμένον για ώρες στη σπουδή του, τον άκουε να μιλεί σοβαρά με τον άντρα της, να ρωτά πράματα, που εκείνη δεν εκαταλάβαινε και συχνά τον έβρισκε μοναχόν και συλλογισμένον, στη σιωπή του σπουδαστηρίου του ή τον απαντούσε στο δρόμο με σβησμένο το βλέμμα, με την όψη ωχρή, με μισοανοιγμένο το στόμα, παραδομένον στους στοχασμούς του, σα να ξάτρεχε αδιάκοπα ένα όνειρο, που ήθελε να του ξεφύγει… Και παρατηρούσε η μητέρα πως στον ίδιον καιρό η καρδιά του εγινότουν τρυφερότερη∙ τον εσυγκινούσε βαθιά ο ανθρώπινος πόνος, η δυστυχία όπου κι αν την έβλεπε κι αισθανότουν πάντα περισσότερο τη μητρική στοργή της∙ συχνά τον έβλεπε να καρφώνει με κατάνυξη απάνω της το βλέμμα του και να λησμονιέται έτσι σε μία σιωπηλή λατρεία. Είχε πάψει πρώιμα τα παιδικά παιγνίδια και κάποια φυσική δυστροπία του, μια αθέλητη δειλία, τον βαστούσε μακριά από πολυάριθμες συντροφιές∙ ο θόρυβος και τα γέλια των ομοίων του τον εζάλιζαν χωρίς να μπορούν να τον διασκεδάζουν. Έτσι άξαινε ο Άλκης σαν κλεισμένος μέσα στον εαυτό του, σαν απομονωμένος από την κοινωνία που ήταν τριγύρω του. Μόνο στο σπίτι των Οφιομάχων επήγαινε συχνά και τα παιδιά του Οφιομάχου ερχόνταν και τον έβρισκαν∙ κι εμαθήτευε μ’ εκείνα σ’ ένα σκολειό κι ήξερε η κυρία Φωτεινή πως από τότες εκείνα τον αγαπούσαν. Μα τα δύο σπίτια εγνωριζόνταν από πολύ πρωτύτερα, πολύ πριν ακόμη γεννηθούν τα παιδιά τους.

Κι έπειτα είχαν τελειώσει τα μαθητικά χρόνια κι ο Γιώργης Οφιομάχος, ένας από τους γιους της αρχόντισσας, είχε φύγει για τη Γαλλία κι ο Άλκης είχε μείνει καιρούς σπουδάζοντας στη Γερμανία. Μα πριν φύγει είχε πάει ν’ αποχαιρετήσει τους Οφιομάχους στο παλιό τους το σπίτι και με κάποια ρομαντική μεγαλορρημονία τους είχε υποσκεθεί πως ποτέ δε θα τους λησμονούσε κι είχε κοιτάξει δακρυσμένος την Ευλαλία, που συγκινημένη και κείνη του ’χε σφίξει το χέρι… Και η θύμηση της καλής κορασίδας, που στα ξένα την εφανταζότουν έπειτα γυναίκα πλια, εβαστάχτηκε πάντα ζωηρή και αγνή μέσα στη νέα ψυχή του και τόσο που ύστερα από χρόνους, όταν ξανάρθε στον τόπο, η παλιά γνωριμία τους ανανεώθηκε σα να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα χωρισμού. Μα η Ευλαλία δεν ερχότουν τώρα πλια να παίζει μαζί του, η ηλικία είχε κάμει τα πράγματα ν’ αλλάξουν. Ο Άλκης ήταν τότες άντρας πλια.

Κι έπειτα ο Αγησίλαος Σωζόμενος νικημένος από την πάλη με τη ζωή, είχε κατεβεί στον τάφο κι εκείνη η πρώτη λύπη είχε σταθεί μία δοκιμασία φοβερή για τον Άλκη, που εκατάλαβε αμέσως πως έπρεπε ν’αγωνιστεί από τα τότες για την ύπαρξη. Ο Αγησίλαος είχε πεθάνει φτωχός, αφήνοντας μόνο του γιου του αμόλευτο τ’ όνομά του.

Και τώρα ο Άλκης εζούσε μόνος με τη μητέρα του. Εζούσαν για την ώρα από τη μικρή σύνταξή της κι εξόδευαν τες φτωχές οικονομίες τους. Η ζωή ήταν δύσκολη. Αλλά ο Άλκης επίστευε σ’ έναν ιδανικόν κόσμο, σ’ έναν Αιώνα ευτυχίας για το ανθρώπινο γένος, που θα ερχότουν και που τίποτα δε θα μπορούσε να τον σταματήσει∙ οι σπουδές, που ποτέ δεν τες είχε αμελήσει, μ’ όλες τες σωματικές αδυναμίες του, άρχιζαν τώρα να δίνουν τον καρπό τους. Κάποιες ιδέες εφώτιζαν την ψυχή του. Αλλά τότες πάλι, του ’χε λείψει η σωματική δύναμη, σα να μην ήθελε η σάρκα να τον ακολουθήσει στο ψηλό πέταγμά του και να δώσει φτερούγια στη φαντασία του… Κι ήταν τότες που ο Άλκης είχε αρρωστήσει…

Ήταν παράωρα πλια. Ο Άλκης εκοιμότουν ακόμη ήσυχα στο λευκό του κρεβάτι κι ο γέρος Αλέξανδρος Οφιομάχος είχε έρθει τώρα κι εκείνος στο σπίτι της κυρίας Φωτεινής, για να συνοδέψει τη γυναίκα του και την Ευλαλία.

Ήταν ένας γέρος ροδοκόκκινος μικρόσωμος, αδύνατος, με άσπρα κοντά γένια, με κόκκινα χοντρά χείλη όπως όλοι οι Οφιομάχοι∙ σκεβρωμένος λιγάκι και ντυμένος με μία παλιά τριμμένη ρεδιγκότα που του κατέβαινε παρακάτω από τα γόνατα.

Εχαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο την κυρία Φωτεινή σα να φοβότουν να ρωτήσει κι ανάμεινε αμίλητος ν’ ακούσει τι θα ’λεγαν οι γυναίκες.

― Ο Άλκης… ο Άλκης! του ’πε τρέμοντας η γυναίκα του μ’ ένα δάκρυ.

Την εκοίταξε άξαφνα τρομαγμένος και με πόνο στην καρδιά του κι εκοίταξε, μην ξέροντας τι να ειπεί, την κυρία Φωτεινή που ήσυχη τον αντιχαιρετούσε. Κι ολομεμιάς αιστάνθηκε πως εθύμωνε πάλι με τη γυναίκα του κι άγρια κι απότομα, της είπε, στυλώνοντας χάμου το ανήσυχο βλέμμα του:

― Εσύ πάντα κράζεις το κακό, ως και στο σπίτι! Πάντα, πάντα!… Και σε μια στιγμή της ξανάπε με μίσος: -Εσύ!

― Εγλίτωσε! του ’πε εκείνη μ’ ένα ιλαρό χαμόγελο και μ’ άλλο ένα τρυφερό δάκρυ… Εγλίτωσε!…

Κι ηθέλησε να πιάσει τον άντρα της από το χέρι. Μα εκείνος ετραβήχτηκε ένα βήμα οπίσω, αναστέναξε ευχαριστημένος, την αγριοκοίταξε πάλι με θυμό, ξαναχαμήλωσε το βλέφαρο και σα να ’βγαζε από την καρδιά του ένα βάρος μεγάλο της ξανάπε, σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του σα να εκρύωνε:

― Πάντα, πάντα!… Αυτός είναι ο τρόπος σου!… Σκιάζεις πρώτα τον άνθρωπο με τα λόγια του, με τα δάκρυά σου, με τα καμώματά σου, σα να ’βγαινε το καλό από την κόλαση!… Ουφ! ουφ!…

Η Ευλαλία εχαμογέλασε ευτυχισμένη. Στο νου της δεν είχε τώρα καμίαν άλλη ιδέα, δεν εσκεφτότουν ούτε τι θα γινότουν, ούτε τον εαυτό της∙ η μητέρα της εκούνησε το κεφάλι κοιτάζοντας τρυφερά τον άντρα της, η κυρία Φωτεινή έκανε πως δεν επρόσεχε στη φιλονικία. Τέλος η κυρία Οφιομάχου του ξανάπε μ’ έναν αναστεναγμό δείχνοντας την άλλη μητέρα:

― Ο Θεός εσπλαχνίστηκε την καλοσύνη της!… τη χήρα γυναίκα!

― Ο Θεός… ο Θεός, εψιθύρισε ο γέροντας πεισμωμένος μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο κοιτάζοντας ψηλά σα με φόβο… Ο Θεός!… ουφ!… ουφ!…

Και τότες εχαιρέτησαν κι οι τρεις τους την κυρία Φωτεινή κι εβγήκαν από την κάμαρη.

Εκείνην την νύχτα η κυρία Φωτεινή εκοιμήθηκε βαθιά, στη μεγάλη πολυθρόνα της, σιμά στο προσκέφαλο του γιου της. Και ξυπνώντας την άλλη αυγή είδε ανοιχτά τα μάτια του Άλκη, που τρυφερά την εκοίταζαν. Τον καλημέρισε με χαρά, του ’πιασε το χέρι και μ’ ένα δάκρυ στο μάτι τού το φίλησε τρέμοντας.

Και ο Άλκης την ερώτησε αμέσως, σα σκοτισμένος ακόμη από τον πολύωρον ύπνο του και από τ’ ανήσυχα όνειρά του:

― Ποια ήταν εκείνη;

― Η Ευλαλία, παιδί μου, του απάντησε χαμογελώντας… Δεν την εγνώρισες;

― Ναι, έκαμε ο Άλκης με το κεφάλι κι έκλεισε πάλι τα μάτια του μ’ έναν αναστεναγμό…

 

3

 

Ήταν απόγιομα. Ο κόντες Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος, γερασμένος, σκυφτός, μικρότερος, αλλά με άσπρα μακριά γένια, με χοντρά ροδοκόκκινα χείλη, όπως όλοι οι άνθρωποι του γένους του, επερπατούσε ανήσυχα απάνω κάτω στο γραφείο του, τυλιγμένος μέσα σ’ ένα τρίπαλιο πανωφόρι, που το φορούσε από χρόνια πολλά για το σπίτι το χειμώνα. Εκείνην την ημέρα δεν έκανε όμως κρύο.

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο, σ’ ένα αρχαίο, άφεγγο σπίτι, μέσα στα στενά της χώρας∙ είχε τέσσερα μεγάλα παράθυρα, όλα στον ίδιον τοίχο, ήταν όμως σκοτεινό, σα να κλειούσε μέσα του σταχτή, σκονισμένον αέρα, γιατί άλλα νεόχτιστα σπίτια πολύ εστενοχωρούσαν τώρα απ’ όλες τες μεριές το παλιό αρχοντικό των Οφιομάχων, που στα παλιά χρόνια υψωνότουν μονάχο και περήφανο ανάμεσα σε φτωχικά μόνο χαμόσπιτα.

Κιτρινισμένες κουρτίνες και ξεθωριασμένοι χρωματιστοί μπερντέδες εσκοτείνιαζαν ακόμη περισσότερο εκείνο το δωμάτιο και ο αέρας ήταν εκεί μέσα βαρύς και υγρός και τα χάρβαλα πατώματα ανάδιναν μία μυρωδιά από μούχλα παλιά, από κλεισούρα κι από σκόνη. Ξεθωριασμένοι, άπαστροι, γδαρμένοι και νοτεροί ήταν κι οι κίτρινοι τοίχοι και τα έπιπλα παλιωμένα κι αμελημένα, αγυάλιστα από καιρούς και μολογούσαν ως κι εκείνα τον ξεπεσμό της αρχοντικής φαμελιάς.

Ξάγναντα στα παράθυρα, ακουμπούσαν στον τοίχο δύο μεγάλα κάρυνα αρμάρια, γεμάτα μουχλιασμένα βιβλία∙ και στη μέση, πες, της κάμαρας, μπρος σε μία χαμηλή, μικρή, τετράγωνη πολυθρόνα ήταν ένα τραπέζι από ξύλο άσπρο, με μαυρισμένα πόδια, στρωμένο όλο με χοντρό γαλάζιο χαρτί και καταφορτωμένο με σκονισμένα χαρτιά, διπλωμένα του μάκρους και δεμένα πολλά μαζί με σπάγγους∙ και ανάμεσα στα χαρτιά ήταν ένα μικρό, κατηφορητό, κινητό γραφείο, που το ρούχο του μελανιές γεμάτο δεν ήταν πλια πράσινο από χρόνια, κι ένα στρογγυλό, τζίγκινο καλαμάρι με δυο τρεις πέννες καρφωμένες τριγύρω. Ένα άλλο αρμάρι, ένα άλλο τραπέζι στους πλαγινούς τοίχους και μερικές καρέκλες παλιές και περίεργες, αυτά ήταν τα έπιπλα της κάμαρας, όπου περνούσε τες περισσότερες ώρες του ο γέροντας Οφιομάχος.

Στους τοίχους εδώ κι εκεί εκρεμόνταν οι οικογενειακές τους εικόνες, μαυρισμένες από την πολυκαιρία κι από την υγρασία, μέσα σε μαύρες ή σε χρυσωμένες κορνίζες, θαμπές ως κι εκείνες: οι παλαιοί Οφιομάχοι, άρχοντες με δύναμη μεγάλη στον τόπο και που τώρα εκοιμούνταν ήσυχα και λησμονημένοι στο χώμα. Κάποιοι ήταν ξυρισμένοι και με λευκές περούκες στο κεφάλι, άλλοι εφορούσαν χρυσοκέντητες στολές, κάποιος παλαιότερος μία σιδερένια αρματωσιά∙ κι ήταν κιόλας εκεί μερικές γυναικείες μορφές, ωραίες και περήφανες, με αρμονικά χαμόγελα πάνω στα χοντρά τους χείλη και μία άλλη παράξενη ζωγραφιά, που παράσταινε ένα φανταστικό δέντρο, με φύλλα σπάνια, με αφύσικους στριφτούς κλώνους κι όλο γεμάτο μικρούς μπλάβους κύκλους, όπου ήταν γραμμένα μ’ άσπρο χρώμα ονόματα μόνο∙ ήταν το γενεαλογικό δέντρο των Οφιομάχων.

Μέσα στο σπίτι εβασίλευε ησυχία. Κι από το δρόμο ερχότουν μόνο ο θόρυβος ενού μαραγκού που ερουκάνιζε σανίδες…

Επερπατούσε εκείνο το απόγιομα πάλι ο γέρος ανήσυχος, εκάπνιζε αδιάκοπα χοντρά σιγάρα, που τα τύλιγε ο ίδιος και που τα δάγκανε ως τη μέση και κάθε τόσο έριχνε ένα βλέμμα στο χρυσό ρολόι της τσέπης, που το κρεμούσε πάντα από ένα καρφί στον τοίχο, πάνωθε από την πολυθρόνα του και κάθε τόσο εσταματούσε κι έριχνε ένα άλλο βλέμμα σ’ ένα μεγάλο κατάστιχο που ήταν ανοιχτό πάντα στα σκονισμένα χαρτιά του και κάθε τόσο εκουνούσε πικρά το κεφάλι. Κάποιον επρόσμενε.

«Θα ’ρθει… δεν μπορεί παρά να ’ρθει… είναι η ώρα του!» είπε με το νου του. «Και πού να βρεθούν τώρα τα χρήματα… τόσα χρήματα!…» Κι έφερε το χέρι στο μέτωπο σα να ’θελε να διώξει τες βαριές φροντίδες που του ερχόνταν στο κεφάλι και για εκατοστή φορά έμεινε κάμποσες στιγμές σκυφτός απάνου στο μεγάλο βιβλίο, σα να το σπούδαζε με προσοχή.

«Χίλια πεντακόσια φράγκα σήμερα!» αναστέναξε «και πού είν’ τα;… που είν’ τα;… Και να ’ταν αυτά μονάχα!… Μα δεν είναι ούτε τρεις βδομάδες ακόμη που ανανέωσα το άλλο το χαρτί και να πάλι σήμερα ένα άλλο… και σ’ ένα μήνα κι άλλο!… Και πού να τά βρω, πού;  και σήμερα και τότες για να πλερώσω;… Αχ, εχαλάστηκα!… Πάει πλια!» Και λέγοντας έτσι εσημείωνε με το δάχτυλο γραμμές και κολώνες στο ανοιχτό το βιβλίο.

«Ε βέβαια!…» ξανάπε ξαναρχίζοντας τον περίπατό του και σα να ’θελε να ξεφύγει τη φροντίδα της στιγμής εκείνης, που τον στενοχωρούσε το περισσότερο∙ «ουδέ τότες δε θα ’χουμε λεφτά!… Από πού; Για το Θεό!… Λάδι εφέτος δε γίνεται ουδέ στάλα!… Οι χτηματίες δε θ’ αλείψουν ούτε τα μαλλιά τους!… Ουφ! αυτό το λάδι… Όταν δεν έχει κανείς κι άλλα εισοδήματα… Όλο μ’ αυτό το λάδι!… Μα και πεπόνια να γίνουν οι ελιές, πού να ξελυτρώσω!… Αχ, μας μελλότουν στο πρόσωπό μου να ντροπιαστούμε ως κι εμείς οι Οφιομάχοι!»

Κι εκοίταξε με πίκρα κοκκινίζοντας άξαφνα το γενεαλογικό τους δέντρο∙ κι έπειτα μία μία τες εικόνες των προγόνων του, τες αρχόντισσες από το σπίτι του, με το περήφανο κι ευγενικό χαμόγελο, με τα πλούσια γυμνά τους στήθη, το σιδεροαρματωμένον πολεμιστή που με τους Βενετούς είχε πολεμήσει στο Μωριά και στην Κρήτη τους Τούρκους, τους άντρες με τες χρυσοκέντητες στολές, με τες λευκές περούκες, που όλοι τον εκοίταζαν αδιάφοροι μέσα από τες θαμπές χρυσωμένες ή μαύρες κορνίζες τους, και τους εφώναξε θυμωμένος, χωρίς να ξέρει τι έλεγε: «Φταίτε εσείς!»

Και ξακολούθησε έπειτα από μία στιγμή, κάνοντας μία χειρονομία και γυρίζοντας απότομα τες πλάτες του στες εικόνες: «Καλά βαστάχτηκα ως τα τώρα!… Ως τα τώρα;… Ε, ας πω ως τα τώρα… Μα τώρα κι η γυναίκα μου αρχίζει και μυρίζεται… Δεν είμαι πλια καλός να της κρύψω τες στενοχώριες… Κι ωστόσο δεν επούλησα ακόμη τίποτα… Τίποτα σημαντικό… τίποτα που να μπορεί ν’ ακουστεί… ας πούμε τίποτα!… Μα ωστόσο τα σπίτια μου, και τούτο εδώ ακόμη είναι χαμένα… ας τα ξεγράψω… τα βαρύνουν δύο τρεις υποθήκες το καθένα… και οι ελιές μας εκεί όξω;… Όχι αυτές είναι άγγιχτες… αυτές τουλάχιστο, όπως μου τες άφηκε ο πατέρας μου… Μα το σπίτι γκρεμίστηκε… πάει! Και κάνω ακόμη τον περήφανο και λέω που τ’ άφηκα επίτηδες να πέσει, γιατί δε μ’ αρέσει η εξοχή, και κάνω τον καλόνε με τους χωριάτες και τους αφήνω να μου ξαγοράζουν τα βάρη που μου πλερώνουν, να αγοράζουν τα λιόδεντρα που πλησιάζουν τες κατοικίες τους… Τώρα ως κι αυτοί με μυρίστηκαν… Κι όλα αυτά για τα καθημερινά έξοδα… Τον άλλο μήνα εξέκαμα τα αγριώματα… ένα λιβάδι ολάκερο… Τα ’καμα ανταλλαγή τάχα… Έβγαλα το μάτι μου, για να κάμω τάχα χάρη, να ευεργετήσω, ξωθειό μας! Τον κουμπάρο, που ’ναι άνθρωπος του σπιτιού παλαιόθε και μου δουλεύει κι ο ίδιος χρόνια και γι’ αυτό κακούς πάντα χρόνους να ’χει! τον αγαπάω!… Κι επήρα έτσι σε χρήμα τα ρέστα… Τρέχα γύρευε πώς την πιστεύουν την καλοσύνη μου όλοι αυτοί οι πονηροχωριάτες και ο παμπόνηρος ο κουμπάρος!… Τι πιστεύουν, τι δεν πιστεύουν δεν με μέλει!… Τότες τουλάχιστο εδιόρθωσα πάλι κάποιες δουλειές… τες εμπάλωσα… Αμή τώρα; Εδώ σε θέλω!… Και τι να πω στη γυναίκα μου, τη σιόρα Μαρία; Ουφ, κι αυτή είναι δυστυχισμένη!… Θα λέει ο κόσμος: έχει έναν άντρα τόσο άσωτο!… Απ’ όξω από το χορό πολλά τραγούδια γίνονται! Κι οι θυγατέρες μου; Ω οι κακομοίρες! Κι οι γιοι μου; Ποιος ξέρει αυτοί πώς θα τα καταφέρουν μία μέρα… Μα ως κι αυτοί… ως κι αυτοί…»

Κι επερπάτησε καμπόσο απάνω κάτω στην κάμαρα, αναμασώντας στο νου του με στενοχώρια τους ίδιους στοχασμούς κι έπειτα είπε πάλι φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο, σα για να στεγνώσει τον ίδρο του: «Έγραψα όξω… έκαμα ό,τι μπόρεσα! Δεν άφηκα τίποτα ακάμωτο!… Κανένας ούτε απάντηση… μα κανένας! ούτε ένα γρυ!… Τώρα να πλερώσει ο χωριάτης… Τι ιδέα! Δε θα ’τανε παρά κουτός… Ο νόμος ο ελληνικός υποστηρίζει αυτόνε!… η κυβέρνηση είναι δική του και κάνει ό,τι θέλει… Ναίσκε, ό,τι θέλει!… Μία φορά κι έναν καιρό ο νόμος τον υποχρέωνε και πάλι εκακοπλέρωσε… Τώρα ο διάολος τον επήρε για μία!… Σολιάτικα1, μερίδια, παλιά χρέη… αυτά λησμόνησέ τα… Αντίο!… Η φυλάκιση εκόπηκε… τα δικαστήρια τρόμος και φόβος για την ακρίβεια τους… και το ύστερο η απόφασή τους, άγραφο χαρτί… Πώς να κυνηγήσει ο χτηματίας το χωριάτη;… Με τούτο το βασίλειο θα μας φάνε αγάλι αγάλι και τα ελεύτερα… Αυτό ας το προσμένουμε… χάρις στο γενικόν ψήφο… Τι να γίνει…»

Μ’ αυτούς και μ’ άλλους παρόμοιους στοχασμούς εδιασκέδαζε πάντα χωρίς να το θέλει την πίκρα του… κι αυτοί τον έκαναν να θυμάται πάντα με νοσταλγία την Αγγλική προστασία, που την είχε γνωρίσει σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια τον καιρό που ήταν νέος. «Τότες» έλεγε «ήμαστε και μεις οι παλαιοί ψωροαρχόντοι κάτι, κι ας ήμαστε πνιγμένοι στα χρέη!… Ένα γράμμα του πατέρα μου το ’τρεμε τότες ένα χωριό… Ήτανε καλύτερα τότες χίλιες φορές!… Κι εδαιμονιστήκαμε να διώξουμε τους Άγγλους… εκείνον τον κόσμο τον ξευγενισμένο… εκείνην την Κυβέρνηση!… Καλά τα παθαίνουμε τώρα με το ελληνικό… Καλά, πολύ καλά!… Μα ωστόσο ο ξεπεσμός είχε αρχίσει από τότες… από τότες που ακρίβυνε η ζωή και που μας περιόρισαν, οι φιλελεύθεροι, τα προνόμια… Ανάθεμα να ’χουν!»

Κι εθυμήθηκε πως ο πατέρας του, που μ’ ένα του γράμμα έκανε να τρέμει ένα χωριό, εζούσε εκείνα τα χρόνια με αφάνταστη μεγαλοπρέπεια κι εξόδευε τόσο λίγο… κι ημπορούσε κιόλας να σπαταλά στην πολιτική το χρήμα του, χωρίς να φτωχαίνει!… αλλά ωστόσο, όταν είχε πεθάνει γέρος πολύ και του ’χε αφήκει μίαν καλή περιουσία που θα μπορούσε και πάλι, αν ο ίδιος την επιμελιότουν, ν’ ανθίσει, αλλά και ένα δυνατό χρέος, που ο γέρος δεν είχε προφτάσει ποτέ να το σβήσει και που την εβάραινε∙ αυτό είχε σταθεί η πρώτη αιτία του οικονομικού κλονισμού.

Μα ωστόσο ο Αλέξανδρος Οφιομάχος δεν είχε σταθεί και τόσο κουτός. Είχε καταφέρει μ’ επιτηδειότητα να πάρει μίαν πλούσια κληρονόμα ενός παλαιού σπιτιού, (πλούσια για κείνον τον καιρό!) ένα κορίτσι αθώο τότες, χωρίς θέληση και απαίτηση καμία… Κι είχε πλερώσει από την προίκα της του πατέρα το χρέος. Με φρόνιμη οικονομία θα μπορούσε βέβαια τότες πάλι να διορθώσει τες ζημιές, αλλά και παντρεμένος ο Αλέξανδρος Οφιομάχος ξακολούθησε να ζει με τις πατροπαράδοτες συνήθειές του. Έπαιζε συχνά κι έχανε∙ είχε πάντα δύο ή τρία άλογα στο στάβλο του, που κάθε λίγο τα ξάλλαζε, φυσικά με ζημία του πάντα, γιατί πότε του αρρώσταιναν, πότε έπειτα από μήνες τα εβαριότουν, ζηλεύοντας κάποιο καλύτερο και ολοένα ωστόσο η οικογένεια επέρσευε και τα έξοδα εγενόνταν ολοένα μεγαλύτερα. Και μίαν ημέρα είχε βρεθεί χωρίς χρήμα. Ανυπομόνησε, εταράχτηκε, στενοχωρήθηκε κι εδανείστηκε τότες για πρώτη φορά στη ζωή του. Κρυφά κι όχι από τράπεζες, για να μην ακουστεί τ’ όνομά του, παρά έκραξε ένα γνωστό του μεσίτη, που πρόθυμα του ’φερε την ίδια στιγμή όσα του ζητούσε, και που του πρόσφερε μάλιστα περσότερα, μυρίζοντας από τότες ο άνθρωπος τα κέρδη που θα ’μπαιναν σιγά σιγά στην τσέπη του. Ο μεσίτης δεν εκιντύνευε τίποτα∙ ήξερε μάλιστα πως οι κόποι του θα πληρωνόνταν διπλοί και τρίδιπλοι, αν μόνο ήξερε να ωφεληθεί από την περίσταση, γιατί η περιουσία του Οφιομάχου ήταν ζωντανή κι ακλόνητη!

Αυτή ήταν η αρχή του χαλασμού του Οφιομάχου. Κι άμα εμπήκε μία φορά σε χρέη, εγλίστρησε έπειτα όλον τον κατήφορο. Το πρώτο εκείνο συνάλλαγμα το πλέρωσε ταχτικά στη λήξη του, αλλά σε μίαν άλλην στενοχώρια του, όταν είχε υποχρεωθεί ν’ αλλάξει κάποιο άλογό του, που το ’χε ακριβά αγορασμένο για το δίτροχο αμαξάκι του, αν και είχε πληροφορηθεί πως δεν επήγαινε στο αμάξι, γιατί είχε και τη μανία να γυμνάζει τ’ ανυπόταχτα ζώα, εδανείστηκε πάλι άλλα περσότερα χρήματα, που ο μεσίτης του τα προμήθευε με την ίδια ευκολία, μα που δεν μπόρεσε ωστόσο να τα πλερώσει και πάλι στη λήξη τους. Ο άνθρωπος, μυρίζοντας τότες σιμότερα το κυνήγι του, του πρόσφερε πρόθυμα να ανανεώσει το συνάλλαγμα, και μάλιστα, μαντεύοντας τη στεναχώρια του Οφιομάχου, του πρότεινε κι άλλα χρήματα, λέγοντας πως στη σοδειά, με την άνεσή του, ο άρχοντας παίζοντας θα του τα ξοφλούσε. Το όλο του χρέος τότες δε θα ’ταν ούτε ένα καρφί του παπουτσιού του. Ωστόσο τ’ άλλα του εισοδήματα έφευγαν με τα καθημερινά έξοδα. Και οι χρόνοι έπειτα είχαν έρθει ανάποδοι. Η γης εφαινότουν καταραμένη. Η αγροτική περιουσία δεν έδινε για καιρούς τίποτα∙ και το χρέος του Οφιομάχου αυγάτισε. Έγινε διπλό, τρίδιπλο, πεντάδιπλο∙ και με τα άφορα χρόνια όλο εγεννούσε. Κι ωστόσο ο άρχοντας εγέραζε, χωρίς να θελήσει να θυσιάσει καμία του συνήθεια, κανένα του ελάττωμα, ξεπέφτοντας όμως πραγματικά από χρόνο σε χρόνο, φροντίζοντας μόνο να μην πουλεί τα χτήματά του, πασκίζοντας να μη φανεί και να μην ακουστεί ο χαλασμός του.

Μα ωστόσο και τα παιδιά του είχαν μεγαλώσει. Δύο νέοι και δύο νέες, που κανένας τους δεν εκέρδιζε και που όλοι τους εχρειαζόνταν χρήματα. Μάλιστα ο πρώτος, ο Γιώργης που είχε στείλει στα Παρίσια είχε σκορπίσει αδικαιολόγητα αμέτρητο χρήμα. Και τώρα δεν είχε ούτε αυτός έργο κανένα, καθώς ούτε κι ο δεύτερος, ο Σπύρος, ένας νωθρός και βαρύσκοπος νέος, που μετά βιας είχε βγάλει το γυμνάσιο και που δεν είχε θελήσει ούτε κόσμο να ιδεί ούτε να σπουδάξει επιστήμη. Και οι δύο του οι κόρες ήταν τώρα σ’ ηλικία γάμου, ήθελαν έξοδα κι εκείνες και αύριο μεθαύριο, που θα τες γύρευε κάποιος, θα ’ταν κι αυτές αιτία από μεγάλη στεναχώρια, γιατί ο γέρος δε θα μπορούσε να τες προικίσει.

Όλες αυτές οι φροντίδες του ετάραζαν το νου και τον ερέθιζαν. Κι επερπατούσε έτσι συλλογισμένος, απάνου κάτου, στο θλιβερό του γραφείο, που ανάδινε ως κι εκείνο τη μυρωδιά του ξεπεσμού. Εκοίταξε πάλι την ώρα, αγρίκησε ένα ρίγος στες πλάτες του, με τα χέρια του έσιαξε το τρίπαλιο πανωφόρι του, σα να ’θελε να ζεσταθεί, κι αυτήν τη στιγμή άκουσε το κουδούνι της οξώπορτας δειλά να σημάνει. Μαντεύοντας ποιος ήταν, επήγε ο ίδιος ν’ ανοίξει. Εβγήκε από το γραφείο, εκατέβηκε τα λίγα σκαλιά της ξύλινης υγρής σκάλας, μία στιγμή έμεινε αναποφάσιστος σηκώνοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας απάνου, σα φοβισμένος μην τον έβλεπε κανένας, έσιασε πάλι το παλιό του πανωφόρι και τέλος άνοιξε.

― Γεια σου, είπε σοβαρά και περήφανα ο Οφιομάχος στον άνθρωπο που έμπαινε μέσα, ξανακλειώντας χωρίς κρότο την πόρτα.

― Σε προσκυνώ, αφέντη! του αποκρίθηκε ταπεινά και σκύφτοντας εκείνος.

Ήταν ένας άνθρωπος πενήντα χρόνων, γερασμένος πλια, ψηλός, λιγνός, ξερακιανός, κίτρινος, με φρύδια αναγριεμένα, με μάτια που δεν είχαν βλέμμα, με μεγάλη γυρτή μύτη, φαλακρός και με κομμένα και κακοβαμμένα μαυροκόκκινα μουστάκια. Τα χέρια του ήταν μεγάλα∙ τα πόδια του ζαβά, κοκαλιάρικα και γεμάτα κόμπους. Κι ήταν ντυμένος με μαύρο σακάκι και με μαύρο λαιμοδέτη και μ’ ένα βρωμερό, φαγωμένο, σταχτί πανταλόνι.

    -Πάμε απάνω! του ξανάπε σιγά ο Οφιομάχος με κατεβασμένο βλέφαρο και ξανασιάνοντας νευρικά το παλιό πανωφόρι του, σα να κρύωνε.

Κι εκείνην τη στιγμή ακούστηκε από το ψηλότερο πάτωμα η φωνή της γριάς αρχόντισσας που ’λεγε:

― Ε, πού είσαι; (έτσι έκραζε πάντα τον Οφιομάχο η γυναίκα του, γιατί εντρεπότουν απ’ όταν ήταν νέα να τον πιει με τ’ όνομά του). Ποιος είναι;

― Κανένας, της εφώναξε από κάτου κοκκινίζοντας από το θυμό του.

― Πώς κανένας;

― Κανένας για σας και ξαναφώναξε σφίγγοντας τα λίγα του χαλασμένα δόντια… Ήρθε για με ο σιόρ Μίμης ο Χαντρινός, θέλει να με κουβεντιάσει, εμέ κι όχι εσάς… Κανέναν από σας.

Ανέβηκαν και οι δύο στο γραφείο και χωρίς προοίμια ο γέρος, αφού εκλείδωσε την πόρτα και αφού έβαλε τον άλλον να καθίσει σιμά του μπρος στο τραπέζι, τον ερώτησε σοβαρός:

― Τι θέλεις;

Ο άλλος του ’ριξε με την άκρη του ματιού του μίαν ειρωνική ματιά κι εχαμογέλασε σαρκαστικά κάτω από το κακοβαμμένο μουστάκι του.

― Αφέντη, του ’πε, δεν το ξέρεις; Αύριο ξεπέφτει ένα χαρτί σου κι ήρθα να πάρω αυτά τα λίγα τα χρήματα… Δεν είναι ούτε μία πρόκα του παπουτσιού σου… Μικροπρέπειες!… Ήρθα να τα πάρω σήμερα, γιατί δε θέλω ν’ ακούεσαι!…

Κι έτσι λέγοντας έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού του το χέρι του κι έκαμε πως ήθελε να τραβήξει κάτι από μέσα. Μα ο άρχοντας δεν του απαντούσε αμέσως∙ εφάνηκε μία στιγμή σκεφτικός∙ έχασε λίγο το ροδοκόκκινο κι ωραίο χρώμα του και τέλος ντροπαλά και χαμηλόφωνα του αποκρίθηκε:

― Δεν τα ’χω, μωρέ, σήμερα, μα την αλήθεια!

Ο Χαντρινός επρόσμενε βέβαια αυτήν την απάντηση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η συνομιλία τους άρχιζε έτσι. Έβγαλε άδειο το χέρι από την τσέπη, εκοίταξε με απορία το γέροντα, που βαστούσε τώρα κατεβασμένο το βλέφαρο και του ’πε σκληρά, κάνοντας τον κακοφανισμένο.

― Αφέντη, το ξέρεις, εγώ είμαι άνθρωπός σου, εγώ αγαπάω το σπίτι σου, εγώ έχω καλή καρδιά, μα πάρα πολύ καλή και κάθε μέρα χάνω γι’ αυτή την καλοσύνη μου… Ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!… Αφέντη, τα θέλουν!

― Κι αφού δεν τα ’χω! ξαναπολογήθηκε ο γέρος στενοχωρημένος. Σφάξε με λοιπόν!

― Τι λόγος, αφέντη!

― Είναι χίλια πεντακόσια αυτήν τη φορά… πού να τά ’βρω; Έκαμα αυτές τες μέρες είκοσι γράμματα έξω… μη λες που δεν εφρόντιζα! Μα οι χωριάτες! ω τώρα οι χωριάτες… παίρνουν μα δε δίνουν… Κι είμαι σε κακά νερά… και η σοδειά αργεί ακόμη!

― Δεν το ανανεώνουν, αφέντη!

― Δεν τα ’χω, σου λέω! Δε με πιστεύεις;

― Εγώ; διαμαρτυρήθηκε ο τοκογλύφος μ’ ένα ταπεινό χαμόγελο∙ εγώ, αφέντη;… Μα πώς να κάμουμε;… Με θλίβει η καρδιά, ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!

Κι εσταύρωσε τα χέρια του και με περίλυπον ύφος σα να στενοχωριότουν αληθινά ξακολούθησε:

― Γιατί είπαμε, αφέντη, η καρδιά μου έχει πάρα πολλή καλοσύνη, είναι χρυσή… Και μου πονεί εμένα ακόμα πλιότερο να σε βλέπω σε στενόχωρες ώρες… Μα δε φταίω εγώ… Γι’ αγάπη σου, αφέντη, εγώ θα πάω λοιπόν να περικαλέσω να το αναβάλουμε για έξι μήνες, μα δεν πιστεύω να μου γίνει η χάρη. Θα πλέρωνες έτσι, αφέντη, μονάχα, τα διάφορα…

― Σήμερα ούτε αυτά, είπε ο περίλυπος ο γέρος. Δεν έχω να σου δώκω τίποτα…

― Μήτε τα διάφορα; μήτε κι αυτά; Μα λοιπόν τότες δεν κάνομε τίποτα!… Ω Θεέ μου!

― Μήτε ένα όβολο! του ξανάπε ο Οφιομάχος μ’ έναν απελπισμένον αναστεναγμό. Κι εσκέφτηκε με φρίκη τον τρομερό κατήφορο που τον έπαιρνε, τη βέβαιη καταστροφή που ολοένα εσίμωνε και που επεριτριγύριζε το αρχαίο του σπίτι. Και ο άλλος ωστόσο τον εκοίταζε σοβαρός και σα να τον εσυμπονούσε στ’ αλήθεια και διστάζοντας του ξανάπε δειλά:

― Αφού είναι έτσι τα πράματα, αφέντη, ας έχω συμπάθειο, πρέπει ν’ αρχίσεις να πουλείς!

Ο γέρος άλλαξε χρώμα∙ οι φλέβες του προσώπου του εφούσκωσαν∙ άκουε άξαφνα το θυμό να βράζει μέσα του, αλλά ημπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό του. –Να πουλώ; του ’πε πικρά. Κι ο λόγος αυτός τον έκανε να πονεί καθώς του ’βγαινε από το στόμα, σα να ’ταν βεργιά απάνω στο κρέας του. Το ’χε βέβαια συλλογιστεί και ο ίδιος πως έπρεπε τέλος να φτάσουν εκεί τα πράματα, αφού, για την ώρα τουλάχιστο, δεν επρόσμενε από πουθενά αλλού βοήθεια∙ μα η λέξη στο στόμα του τοκογλύφου τον ατίμαζε, εξυπνούσε μέσα του ένα αίσθημα αγάπης για την πατρική του κληρονομιά, που ήθελε να τη φυλάξει από κάθε αρπαγή, να τη διατηρήσει αλιγόστευτη και ολόκληρη, ένα αίσθημα στοργής για το παλιό ρειπισμένο σπίτι στη μακρινή εξοχή, όπου οι πρόγονοί του είχαν ζήσει σαν εξουσιαστές και αφέντες και που η ανέχεια του τον είχε κάμει να το αφήκει ελεεινά να χαλάσει∙ για το χτήμα τέλος που τόσους αιώνες ήταν της φαμιλιάς του και που είχε το χρέος να το αφήκει κι αυτός στα παιδιά του, όπως το ’χε λάβει από τον πατέρα του…

Όχι, δεν ήθελε, δεν μπορούσε ο δύστυχος να πουλήσει… όχι, σήμερα τουλάχιστο δεν ήθελε να αποφασίσει, κι ας ήξερε πως η ανάγκη θα ερχότουν πάλι εξουσιάστρα. Αχ, το ’βλεπε!… Τα υποθηκιασμένα σπίτια του μετά βιας επλέρωναν τους τόκους απ’ όσα τα εβάραιναν, ήταν σαν πουλημένα από τα τώρα… Θα ερχότουν βέβαια και η αράδα από τ’ άλλα τα χτήματα, θα τα ’παιρναν οι χωριάτες, οι δούλοι του, θα κομματιαζόνταν τα περήφανα ποστατικά του… Ναι βέβαια όλα αυτά θα γενόνταν έτσι… αλλά τουλάχιστο όχι σήμερα!… Όχι…

― Δεν πουλώ! είπε με απόφαση.

― Και τότες; έκαμε ο άλλος με μία χειρονομία και ζαρώνοντας το ωχρό μέτωπό του.

― Ω, αν ήθελες εσύ! του απάντησε γλυκά ο Οφιομάχος. Έπειτα απ’ όσα εκέρδισες εδώ μέσα από τα χέρια μου… ω, θ’ ανανέωνες αυτό το καταραμένο το χαρτί ως κι από την τσέπη σου! Δε θα ’χες να χάσεις τίποτα από με. Και ποιος ξέρει τι γίνεται αύριο… τι δρόμο παίρνουν τα πράματα… κι άξαφνα η τύχη μας ανεβάζει πάλι εκεί που είμαστε πρώτα! Μα εσύ μου φέρνεις αντίς, δυσκολίες!

Ο τοκογλύφος απόμεινε ολομεμιάς σαν πεθαμένος. Εκοίταξε με τα μάτια του που δεν είχαν βλέμμα τον άρχοντα και του ’πε:

― Η καρδιά μου πάει, σβήνεται, αφέντη. Ναι μα την αλήθεια που είναι ο Θεός. Λιώνει από την καλοσύνη της. Δε θα το ’κανα, λες, εγώ και χωρίς να μου το πεις; Μα δε με ξέρεις ακόμα, αφέντη; Μόνο που δεν έχω ούτε γω ο φτωχός! Λες που εμείς οι μικροί άνθρωποι έχουμε την κατάστασή σας; Τι να σου κάμω, που δεν έχω! Και φυσικό είναι… για να ’χει κανείς πρέπει να ’ναι αδικητής, να μην είναι τίμιος… και γω αντίς… μα τα ’παμε τόσες φορές… είμαι ο τύπος, εγώ, τση τιμής και τση δικαιοσύνης! Ο τύπος… ναι, μα την αλήθεια…

Ο γέρος τούτη τη φορά δεν εγέλασε με την αντρόπιαστη φλυαρία του τοκογλύφου και του αποκρίθηκε στενοχωρημένος:

― Να σας γράψω και τον τόκο!

― Τον τόκο… τον τόκο, αφέντη; Αλλά και με τι ασφάλεια;

― Ασφάλεια; Μ’ εκείνην που είχατε, μωρέ, ως τα σήμερα. Με την υπογραφή μου! Τι άλλο; (Και τον εκοίταξε με περίεργη περηφάνεια). Σας γράφω δύο χιλιάδες! Σου γράφω όσα θέλεις… Φτάνει να τελειώσει αυτή η ιστορία!

Κι εθύμωνε.

― Δύο χιλιάδες, αφέντη;

― Μα ναι, παλιάνθρωπε! Θέλεις και περσότερα; Λέγε το… λέγε το γλήγορα!

Ο τοκογλύφος εχαμογέλασε ταπεινά. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί και του το ’δωκε να το υπογράψει. Ο Οφιομάχος αναστέναξε, το ξεδίπλωσε περίλυπος, έπιασε την πέννα, έγραψε λίγα ψηφία, κι επαράδωκε τέλος ντροπιασμένος το χαρτί στον τοκογλύφο, που το κοίταξε καλά, το δίπλωσε και το ξαναφύλαξε ευχαριστημένος.

Η τελευταία πράξη της καταστροφής είχε αναβληθεί…

Μα ο σιόρ Μίμης δεν έφυγε αμέσως κατά τη συνήθεια του. Αφού ετελείωναν οι δουλειές, ελέγαν πάντα οι δυο τους αναμεταξύ τους κι άλλες κουβέντες. Ο γέρος, που δεν εδιάβαζε ποτέ του εφημερίδες, γιατί δεν καταλάβαινε καλά τη γλώσσα τους, ήθελε να μαθαίνει τα νέα τα ντόπια και τα γενικά από τους ανθρώπους που μιλούσαν μαζί του και ο μεσίτης, που ήταν πάντα καλά πληροφορημένος, ήξερε κάθε φορά να του λέει κάτι που του κινούσε την περιέργεια.

Ο Οφιομάχος τον ερώτησε τώρα ησυχασμένος και αδιάφορος:

― Ξέρεις, μωρέ, κανένα νέο;

― Λένε, αφέντη, του αποκρίθηκε ανοίγοντας μεγάλα τα θολά του μάτια, λένε πως ούλα τα βασίλεια συντάζονται πάλι για να κάμουν τον πόλεμο τση Ρουσίας!

― Σα στον καιρό της Κριμαίας! απόρησε κακοφανισμένος ο άρχοντας, που ο πατέρας του τον καιρό της αγγλικής Προστασίας ήταν από το ρούσικο κόμμα και που εσυμπαθούσε πάντα τους Ρούσους, γιατί δεν είχαν σύνταγμα. Ναι, μα ο Ρούσος αυτήν τη φορά θα τους φάει όλους! Στο λέω εγώ. Δεν είναι σαν και τότες.

Κι έπειτα από μία στιγμή επρόσθεσε πάλι σα φοβισμένος: -Ναι, ναι! Αλλά κακό που βρήκε τον κόσμο! Θα ’ρθουν κι άλλες ακρίβειες. Αυτός ο πόλεμος της Κριμαίας ήταν η αρχή κάθε κακού. Και τι θ’ απογίνουμε;

― Και λένε, ξανάπε σοβαρά ο τοκογλύφος πως κι η χαϊδεμένη η Κυβέρνησή μας, στην Αθήνα, θα σηκώσει την εφεδρεία. Γενική επιστράτεψη πάλι… γιατί έχει σκοπό να κάμει κάποιο κούνημα στα σύνορα!… Άλλες σκοτούρες… άλλες αντάρες… γι’ αυτό κι όποιος έχει τα λεφτά τα φυλάει.

― Δε μας αφήνουν ήσυχους, λέω εγώ! είπε ο γέρος κοκκινίζοντας από το θυμό του. Τι τους χρωστάμε, μωρέ, εμείς να μας παίρνουν, όταν τους καπνίσει, τα παιδιά μας; Δε βγάζουν μοναχοί τους οι Ρωμιοί τα μάτια τους; Άλλοι εκείνοι κι άλλοι εμείς! Οι συνθήκες μάς είχανε κηρύξει ουδέτερους και η Ελλάδα δεν είχε κανένα δικαίωμα να σηκώνει από δω στρατιώτες! Μα οι νόστιμοι οι βουλευτάδες μας δεν είπανε ποτέ τους λόγο, εφοβούντανε, βλέπεις, στην Αθήνα το ξύλο!… και κάτι άλλο κιόλας… Την Ένωση, μωρέ, δεν ήπρεπε να την είχαμε κάμει ποτέ!… μα ποτέ! Τουλάχιστο ας την υπογράφανε οι αναθεματισμένοι με όρους. Δε θα ’χαμε κάθε δυο και τρεις αυτά τα ντράβαλα∙ ανάθεμα το Δεσπότη που ήτανε η αιτία και το πρώτο μελέτιο!

― Ανάθεμά τους όλους! αναστέναξε ο τοκογλύφος. Καιροί στενοί, αφέντη! Στην Αθήνα, λένε, θα ρίξουνε την Κυβέρνηση οι αξιωματικοί, οι γαλονάδες… δεν τη βρίσκουν αρκετά δραστήρια, δεν τους αρέσει ούτε τούτη… Το βασίλειο το ελληνικό είναι πολύ ρέμπελο όμως!

Ο γέρος δεν αποκρίθηκε. Οι φροντίδες του τώρα δεν τον άφηναν να μιλήσει. Άλλες φορές εθυμότουν πάντα κάποιο ανάλογο περιστατικό της εποχής του, ήξερε να διηγηθεί κάποια δόξα παλαιά του σπιτιού του, κάποιο πολεμικό κατόρθωμα του σιδεροαρματωμένου προγόνου του, που ’χε πολεμήσει, σε βενέτικη δούλεψη, στο Μωριά και στην Κρήτη τους Τούρκους και που τον εκοίταζε ως και τώρα περήφανα μέσαθε από τη χρυσή του κοκκινισμένη κορνίζα. Άλλες φορές θα ’ξερε να αναφέρει τους κακόβουλους λόγους κάποιου Άγγλου Αρμοστή, που τον είχε γνωρίσει και που είχε προειπεί τη δυστυχία του τόπου ή τέλος θα ’παιρνε αφορμή για να ξεσκάψει κάποιο παλαιό σκάνταλο, που ’χε κάμει κρότο στον καιρό του∙ μα σήμερα δεν εμιλούσε.

― Κι ολοένα, ξανάπε σοβαρά ο τοκογλύφος σα να ’χε κάτι στο νου του, τα χρήματα γίνονται πιο σπάνια!… Ας κατέχει μόνο ο τόπος μας χάρη στους ξένους πλούσιους πόρχονται κάθε μέρα εδώ και ξοδεύουν το δικό τους και χτίζουνε σπίτια και βρίσκουνε τόσοι μαστόροι δουλειά και τρέχει κάτι λίγο χρήμα… αλλιώς θα ’χαμε σίγουρα την επανάσταση! Όπως με βλέπεις και σε βλέπω, αφέντη! Αλίμονό μας! Ωστόσο ζούμε πάντα μ’ αυτόν το φόβο, γιατί φτάνει, δα, να γνωρίσει ο λαός τη δύναμή του για να μας χορέψει στο ταψί! Μόνο ο Θεός δεν τον αφήνει να ομογνωμήσει, κι έτσι την περάσαμε κουτσά στραβά ως τα σήμερα… Τώρα έχει και δασκάλους που του φέρνουνε τα μαθήματα από την Ευρώπη έτοιμα, και που βγαίνουνε στα χωριά, για να διδάξουν όλες αυτές τες κατεργαριές στους χωριάτες και να τους ενώσουνε… Μα ο Θεός ως τα τώρα βοηθάει εμάς, αφέντη, βάνει πάντα το χέρι του, γιατί όλοι αυτοί είναι εχθροί του, είναι άθεοι, και τόνε μάχονται και τους μάχεται και κείνος. Μαζί τους είναι κι αυτός ο φίλος του γιου σου, ο Άλκης ο Σωζόμενος…

Ο Οφιομάχος τον εστραβοκοίταξε. Αγαπούσε τον Άλκη∙ ήταν νέος όπως του άρεσε∙ δεν ήθελε ν’ ακούσει για κείνον κακό κανένα, ούτε το ελάχιστο… Ό,τι του ’λεγαν από ζήλεια, από φθόνο, από κακοσύνη για τον Άλκη αυτός δεν ήθελε να το πιστέψει∙ και δεν ήταν κανένας κουτός εκείνος ο νέος κι ήταν διαβασμένος και ταξιδεμένος και θα γινότουν χωρίς άλλο άντρας προκομμένος πολύ, αν ο Θεός μονάχα του χάριζε ζωή… Πώς λοιπόν ένας τέτοιος άνθρωπος θα ξέφευγε από τον ίσιο δρόμο, που τον είχαν χαράξει τόσοι αιώνες ανθρώπινης ιστορίας;

― Είναι τόσο καλός νέος! εδιορθώθηκε αμέσως ο τοκογλύφος καταλαβαίνοντας πως είχε πάρει σφαλτό δρόμο∙ χρυσάφι άδολο! Το μόνο πόχει κανείς να του κατηγορήσει είναι η υγεία του. Δεν είναι καλά, είναι αδύνατος… και πάει και βάζει τόσες έγνοιες στο μυαλό του… και δεν κάθεται στ’ αυγά του να ζήσει με το φτωχικό του ή να πάρει μία θεσούλα σαν τον πατέρα του… Η περιουσία του είναι μικρή∙ πρέπει να δουλέψει, αν θέλει να ζήσει… εχάλασε πολλά λεφτά στα ταξίδια… Και το ξέρεις, αφέντη, τι στοιχίζουνε τα παιδιά στον όξω κόσμο! Κι εσπούδαξε μία επιστήμη που τη σηκώνει λίγο ο τόπος… Τι να την κάμει τη φιλοσοφία του… δεν μπορεί να γίνει παρά δάσκαλος… κουτσοδάσκαλος, για να χτικιάζει με τα παιδιά του κόσμου και ν’ απογίνεται.

Ο Οφιομάχος τον ξανακοίταξε παράξενα και του ’πε απότομα, σα να ’θελε να του κλείσει το φλύαρο στόμα:

― Ο Άλκης είναι από τα σπάνια παιδιά.

― Μα ποιος λέει όχι; εφώναξε αμέσως ο άλλος∙ τόνε καμαρώνω ως και γω, όπως καμαρώνω και τ’ αρχοντόπουλά σου, που είναι σα δικά μου, αφού παιδιά δεν έχω. Εγώ, αφέντη, σας αγαπάω όλους, ναι, μα την αλήθεια, που είναι ο Θεός! Κι είμαι άνθρωπος του σπιτιού σου από την αρχή κι έχω μία καρδιά χρυσή… ναι, μα την αλήθεια! Μου λες εμέ για τον Άλκη; Δεν το πρωτόπα; Χρυσάφι άδολο. Και ποιος είπε πως έχει ανάγκη; Μοναχός του άνθρωπος είναι, με μία μάνα γριά… δύο ψυχές… ζούνε και με λιγότερα… Μα εγώ, στη θέση του, θα ’μενα καλύτερα ανύπαντρος, εχτός αν μου λάχαινε κανένα προικιό από κείνα… για ν’ αλλάξω μαλλί. Μα αυτές είναι τύχες σπάνιες, σαν τες άσπρες μύγες!

― Τι θέλεις να πεις, τον αντίσκοψε με κακόν τρόπο ο Οφιομάχος που άρχιζε πλια να βαριέται την τόση πολυλογία του… Γιατί μου τα λες αυτά;

― Συμπάθησέ με, αφέντη, του αποκρίθηκε ταπεινά. Το ξέρεις πως εγώ σας αγαπάω όλους, ναι μα την αλήθεια, ξέρεις την καρδιά μου και ξέρεις πως είμαι άνθρωπος δικός σου. Δε θέλω να ’μαι παρά δικός σου! Κι αν οι δουλειές σου πάνε καλά, είναι και καλό δικό μου… Πάει που πάει… Όχι; Και σου μιλώ, γιατί κάτι άκουσα… κάτι και γω ο μικρός ο άνθρωπος… και βλέπω που είναι αλήθεια και το χαίρομαι… Η κυρία Ευλαλία, ε, η χρυσή σου η αρχοντοπούλα που να μας ζήσει, έχει λοιπόν κάποια ιδέα για τον Άλκη! Θα τόνε πάρει βέβαια… Και σου μίλησα, για να σε συχαρώ για το συνοικέσιο… Ας έχω, αφέντη, συμπάθεια. Να σου ζήσουν!

Κι έτσι λέγοντας εκατέβασε το βλέφαρο κι εκοίταζε ντροπαλά το πάτωμα. Ο Οφιομάχος τον εκοίταξε περήφανα, εκοκκίνησε κι είπε έπειτα από μία στιγμή:

― Η θυγατέρα μου δε θα κάμει άλλο από εκείνο που θέλω εγώ! Κι αλλάζοντας άξαφνα ύφος ξακολούθησε μη μπορώντας να κρατήσει το μυστικό του: Ξέρω και γω, μωρέ, πώς τα κατάφεραν… Είναι ως φαίνεται κάποια ιδέα του γιου μου, του κυρ Γιώργη! Κι αυτός κάτι κρυφοσφύριξε της μάνας του… κι η μάνα του μου ’πε κάτι μισόλογα… ούτε δεν τα θυμούμαι… Κι εθύμωσα εγώ κατά τη συνήθειά μου με τη γυναίκα μου. Κι είχα βέβαια άδικο! Δεν πιστεύω, μωρέ, να γένει τίποτα… Όλο λόγια, όλα στον αέρα! Δουλειές του σιόρ Γιώργη! Ίσως λέει με το νου του ο Άλκης πως η Ευλαλία παίρνει καλή προίκα! Μα αν το σκέφτηκε, είναι γελασμένος! Τι να της δώκω εγώ τούτην τη στιγμή, σ’ αυτήν τη στενοχώρια; Και δεν ξέρεις πόσο τον ντρέπομαι! Να τα παντρέψω απροίκιστα τα καημένα τα κορίτσια μου! Αχ, τα κατασπατάλησα όλα, και χωρίς να καταλάβω τίποτα! Χωρίς να το θέλω τα φτώχυνα! Και πικραμένος ακούμπησε το κεφάλι στα δύο του χέρια.

― Οι κακοί χρόνοι, αφέντη, του ’πε αναστενάζοντας ο άλλος. Κι έμειναν καμπόσες στιγμές σιωπηλοί κι οι δύο…

Σε λίγο ο τοκογλύφος του ξανάπε χαμηλόφωνα:

― Εγώ, αφέντη, είμαι μικρός άνθρωπος και αγράμματος. Δεν πρέπει λοιπόν να ’χω γνώμη σ’ αυτά τα ιδιαίτερα… Μα η αγάπη με φέρνει να σου ειπώ κι εγώ κάτι, σαν άνθρωπος δικός σου που είμαι. Πάρε με όπως θέλεις∙ την καρδιά μου την ξέρεις! Εγώ λοιπόν δε σου δίνω τη γνώμη μου, αφέντη, όχι για τίποτα άλλο, παρά γιατί έχω κάτι άλλο στο νου μου για την κυρία Ευλαλία, ένα μεγάλο καλό!

― Ω αυτές οι παντρειές! είπε αγαναχτισμένος άξαφνα ο γέρος. Εφέτος δεν έχω να παντρέψω!

― Άκουσέ με, του αποκρίθηκε υπομονετικά ο τοκογλύφος… Κι αν ο γαμπρός ήταν ένας πλούσιος, ένας πάμπλουτος; Αν ήταν ένας περίφημος νέος, μέσα σ’ ένα παλάτι του βασιλιά; Αν ήταν μία καρδιά σαν τη δική μου, τύπος κι αυτός τση τιμής και τση δικαιοσύνης; Αν ήταν σαν το… αν ήταν ο ίδιος ο γιατρός ο Αριστείδης Στεριώτης;… Και λέγοντας αναστέναξε βαθιά, σα να ’χε βγάλει ένα μεγάλο βάρος από την καρδιά του.

― Αυτός; είπε περιφρονητικά και θυμώνοντας ο Οφιομάχος. Αυτός; Ο γιος του Δήμου, μωρέ, τη θυγατέρα μου!

― Έχει πλούτη αμέτρητα, αφέντη! απάντησε χαμογελώντας παράξενα και κλειώντας τα θολά του τα μάτια. Πλούτη! Ποια τη χάρη της! Τα πλούτη είναι σήμερα το παν! Δεν είναι έτσι, αφέντη; Δε λέω, παναπεί, ούτε η ιδέα περνά από το νου μου, πως οι θυγατέρες σου δεν είναι αρχοντοπούλες καλές και άξιες κι ευγενικές και μοσκοαναθρεμμένες και μάλιστα φρόνιμες και σπιτίσιες, όπως δε βρίσκει κανείς δύο άλλες σήμερα… Πού είναι παρόμοιες κοπέλες;  Α πουθενά! Το λέω εγώ! Μα μπρος στα πλούτη… προσκυνούνε σήμερα τα πάντα… Τα πλούτη, αφέντη, σκεπάζουνε ούλα τα ψεγάδια! Κι έπειτα τι μπαίνει εδώ ο κυρ Δήμος, ο μακαρίτης, ο πατέρας του γιατρού; Τι μπαίνει; Ο κύριος Αριστείδης είναι ή δεν είναι νέος καθώς πρέπει, τίμιος, καλός, και… και… Μα και τίποτα άλλο να μην είχε παρά την επιστήμη του και πάλι με την πελατεία πόχει, θα ζούσε πλουσιοπάροχα!… Πώς; Μα φυσικά απ’ όσα σου λέω εδώ μέσα, αφέντη, δεν ξέρει όμως τίποτα! Η ιδέα είναι μόνο και μόνο δική μου. Μου ’πε μάλιστα να μη σου κάμω λόγο καθόλου. Μα πώς να βαστάξει μυστικό η καρδιά μου ό,τι είναι το καλό σας; Και τέτοιο καλό; Μου ’πε μόνο πως είδε την κυρία Ευλαλία κάπου και του ’καμε εντύπωση… κι αυτός θέλει να ’ναι ευτυχισμένη. Και στ’ αλήθεια είναι τόσο όμορφη η νέα! Και μου παραπονέθηκε ο άνθρωπος πως εβαρέθηκε τη μοναξιά, πως δεν του νοστιμίζει πια η ξεφάντωση όξω από το σπίτι του. Τα χρόνια περνάνε, βλέπεις… άνθρωπος είναι κι αυτός και καλός σαν κι εμάς! Τώρα θέλει κιόλας να φαμιλέψει, να κάμει κανένα παιδί, για να του αφήκει τα τόσα καλά του! Εβαρέθηκε πλια να τρέχει από δω κι από κει. Εδιασκέδασε όμως γερά κι αυτός τη ζωή του… περσότερό σου ίσως, αφέντη.

Κι αναγέλασε κουνώντας για ώρα το άσκημο κεφάλι του.

― Είναι άσωτος, ε; είπε σκεφτικός ο Οφιομάχος.

― Και ναι και όχι! Όπως το πάρεις, αφέντη… Τώρα, πάει πια, έπηξε το μυαλό του… ας στερεώσει μονάχα η δουλειά και η κυρία Ευλαλία σου γίνεται μία βασίλισσα! Ναι μα την αλήθεια που είναι ο Θεός! Θα λέει για με, αφέντη, κάθε ώρα και στιγμή: «Καληώρα του!» Η κυρία Ευλαλία του αρέσει, μου ’πε… Έχουνε τες φαντασίες τους οι πλούσιοι… και αφού μπορούνε και τες έχουν, καλά κάνουν! Σκέφτεται βέβαια κιόλας πως έτσι θα συγγενέψει με τα καλύτερα σπίτια… λόγος σπουδαίος… ριζοβολά έτσι στον τόπο… κι ούτε δε ζημιώνεται σε τίποτα, γιατί κερδίζει ίσια ίσια εκείνο που δεν έχει… δείχνεται και σ’ αυτό φρόνιμος άνθρωπος, όπως σ’ όλα του… Και δεν είναι κανένα παιδόπουλο, αφέντη… μα άντρας μία φορά με μυαλό, γιατί θα ’ναι βέβαια τώρα σαραντάρης…

Ο γέρος τον άκουε συλλογισμένος από πολλήν ώρα και περίλυπος. Κι ωστόσο δεν ετολμούσε να του απαντήσει. Κάποτες εθύμωνε με τα λόγια του τοκογλύφου, κι η καρδιά του του ’λεγε να διώξει από μπρος του τον αντρόπιαστον άνθρωπο, αλλά εκρατιότουν ζυγίζοντας την πράξη του, κι αναστέναζε∙ κάποτες κουρασμένος εκοίταζε ολόγυρά του και το βλέμμα του έπεφτε απάνου στο γενεαλογικό του δέντρο: τα ονόματα που ήταν γραμμένα στους μικρούς γαλάζιους κύκλους ήταν τα ονόματα των ανθρώπων της γενιάς του, που για τόσους αιώνες είχαν σταθεί οι πρώτοι του τόπου, οι πρώτοι από τους πρώτους!… και τώρα αυτός ο ίδιος, ένας απόγονός τους, έπρεπε να δοκιμάσει κάθε λογής ξεπεσμό… έπρεπε να κάθεται ν’ ακούει με υπομονή έναν τοκογλύφο που του μιλούσε για τες θυγατέρες του! Κι έπειτα εκοίταζε τες παλαιές μαυρισμένες εικόνες που εκρεμόνταν στους τοίχους: το σιδεροαρματωμένον πολεμιστή, τες ωραίες ξεστήθωτες αρχόντισσες που εχαμογελούσαν περήφανα μέσαθε από τες χρυσές κορνίζες τους, τους αρχόντους με τες λευκές περούκες και τες χρυσοκέντητες στολές και του φαινότουν πως όλος εκείνος ο πεθαμένος κόσμος αισθανότουν κι αυτός την προσβολή, ελυπιότουν μαζί του, κι οι εικόνες εμαύριζαν περσότερο, σα να ’θελαν να αφανιστούν, ακούοντας τ’ αζύγιστα και παράτολμα λόγια του χαμένου ανθρώπου, που τον είχε ακόμη εκεί μπροστά του και που αυτός, ένας Οφιομάχος, ήταν αναγκασμένος να τον ακούει, γιατί είχε πέσει στα χέρια του, γιατί εκείνος ημπορούσε να τον παίζει όπως ήθελε…

Αναστέναξε όμως στο τέλος κι εκοίταξε τον άλλον με το άγριο βλέμμα του ανθρώπου που επαναστατεί με την άδικη τύχη του∙ κι ενώ ο τοκογλύφος εμιλούσε ακόμη, ο γέρος εσυλλογίστηκε πικρά: «Πόσο είχαν αλλάξει οι καιροί! Ο γιος του Δήμου Στεριώτη, που ’χε έρθει με μισό τσαρούχι από την Ήπειρο κι επουλούσε ψητό κοκορέτσι με το ταψί του στους δρόμους και που έπειτα είχε ανοίξει ένα μικρό μπακάλικο και το μεγάλωσε σιγά σιγά κι εδάνειζε χρήματα στη φτωχολογιά με τη βδομάδα και με υπέρογκο τόκο, για να γίνει γλήγορα πλούσιος… ο γιος εκεινού του Δήμου, ένας άσωτος, ένας ξιπασμένος, ένας ψωροπερήφανος γιατρός, εζητούσε να γίνει γαμπρός του! Όλη η περηφάνεια της παλαιάς φυλής του ανάβραζε τώρα μέσα του… Αναθυμήθηκε με μίσος το πρόσωπο του γιατρού με το σουβλερό ξανθό γενάκι που όλο εξεθώριαζε και δεν ήθελε ν’ασπρίσει, με το ατάραχο και νεκρό βλέμμα, με το πλατύ το στόμα και τα ρουθούνια που αδιάκοπα ανοιγοκλειούσαν… όλα τα πιθέματά του εμαρτυρούσαν την άπειρη φιλοδοξία του ανθρώπου, που ήθελε κι αυτός ν’ αναδειχτεί και να τυραννήσει τους άλλους!… αναθυμήθηκε την άσκημη ξενική προφορά του, τα πρόστυχα κινήματα του κορμιού, που εθύμιζαν αδιάκοπα τη λερή φουστανέλα του Δήμου κι εσύγκρινε με το νου του όλα του εκείνα τα ψεγάδια, με την αρχοντική ομορφιά, με τη νεανική κι ευγενικιά χάρη της Ευλαλίας…

Κι ο τοκογλύφος ωστόσο μαλακά και ταπεινά ξακολουθούσε, σα να ’χε μαντέψει τους κρυφούς στοχασμούς:

― Αλλάξανε, αφέντη, οι καιροί. Τι να κάνουμε; Τώρα ο κόσμος εξύπνησε και ο άρχοντας που δεν έχει χρήμα, χάνει και τη θέση του και του κόσμου την υπόληψη. Έτσι είναι. Άκουσέ με εμένα, αφέντη, που ’μαι άνθρωπός σου… μην αρνηθείς… θα ’τανε σε κακό σου!

Και πάλι δεν του αποκρίθηκε αμέσως. Ούτε ο Άλκης, εσυλλογίστηκε, δεν ήταν κανένας μεγάλος κι ούτε βέβαια θα γενότουν ποτέ του μεγάλος… ούτε και πλούσιος… μα τέλος πάντων δεν ήταν Στεριώτης! Δεν ήταν ούτε ο Άλκης ο γαμπρός που ’χε ονειρευτεί για τες θυγατέρες του… Μα οι καημένες δεν είχαν τύχη! Αληθινά όμως στον τόπο δεν έβλεπε κανέναν άξιον να πάρει την Ευλαλία του… Μα τέλος πάντων… ο Άλκης ήταν άνθρωπος… τον εγνώριζε από παιδί, είχε ωραίο ανάστημα, καλούς τρόπους, καλοσύνη κι ευγένεια καρδιάς. Ήταν άλλο πράμα. Βέβαια θα μπορούσαν να ’χαν λάχει άλλοι καλύτεροι… ένας ξένος αριστοκράτης, ας πούμε, με πολλά εκατομμύρια, όπως εκατό χρόνους οπίσω είχε βρεθεί για μια θεια του παππού του ένας Βενετός άρχοντας… κι αυτός ο ίδιος δε θα ’χε παντρευτεί στον τόπο, αν είχε λείψει η νέα και πλούσια κληρονόμα ενού αρχοντικού σπιτιού, αυτή που σήμερα ήταν η ηλικιωμένη αρχόντισσά του… Μα τώρα ως και τα πλούτη της τα ’χε ρουφήσει η καταβόθρα… μα ωστόσο όλος ο κόσμος εμιλούσε ακόμη και θα μιλούσε για πάντα για την τιμή της και για την καλοσύνη της…

 -Θα ’ναι για κακό του σπιτιού σου, ξανάλεγε ωστόσο ο Χαντρινός χαμηλόφωνα και σουφρώνοντας τη γυρτή του τη μύτη. Εγώ που ’μαι άνθρωπός σου, εγώ στο λέω… Ο γιατρός εσυμπάθησε την Ευλαλία, θέλει την ευτυχία της∙ και φυσικά δε θέλει το χαλασμό σου… Ο γιατρός είναι αυτός πόχει στην τσέπη του τες περσότερες υπογραφές σου… Άκουσέ με… μην του πεις όχι, όταν σου τη ζητήσει.

― Τι; είπε θυμώνοντας ολομεμιάς και κατακόκκινος ο Οφιομάχος. Τι; Με βάζει λοιπόν στη στρέβλα2; Αυτός, αυτός… Τώρα θα μας τυραννήσουν ως κι εμάς αυτοί οι ξένοι που επλούτισαν με το αίμα του φτωχού; Έτσι ε; Μα ας μου πάρει καλύτερα και το κουτάλι που τρώγω, εγώ δε σκύφτω. Ποιος τον εκάλεσε, για να ανακατωθεί στες κακομοιριές μου; Ποιος του το ’πε; Εσύ, μωρέ, είσαι ένας ψεύτης! Σ’ έστειλε αυτός, και δεν το λες! Και θέλει να με βιάσει, εμέ ο γιος του Δήμου, που ο πατέρας μου δεν τον εκαταδεχότουν ούτε για δούλο του! Θα τόνε θυμάσαι κι εσύ, μωρέ, το Δήμο με το ταψί του!

    -Όπως ορίζεις, αφέντη, του αποκρίθηκε ατάραχος ο τοκογλύφος, που εγνώριζε καλά τους άκακους θυμούς του Οφιομάχου και που ήξερε πως το χρήμα ήταν εκείνο που είχε την αληθινή δύναμη. Όπως ορίζεις, αφέντη! Αλλά καλύτερο είναι να τα σκεφτείς αυτά με την υπομονή σου. Ανάγκη δεν είναι να δώσεις ευτύς αμέσως την απάντηση… Κι έπειτα το βλέπεις, αφέντη, τα διάφορα εγινήκανε πολλά και δυσκολεύεσαι να τα πλερώνεις ταχτικά και σήμερα, όπως είναι τα πράματα, είναι αδύνατο να σβήσεις τα χρέη και να ξελυτρώσεις, ως κι αν αποφάσιζες να πουλήσεις… Θα μέναμε πάντα ναυαγισμένοι… Σου μιλώ με καλή καρδιά… ναι, μα την αλήθεια που είναι ο Θεός!

― Ωχ! έκαμε ο γέρος πιάνοντας το πανωφόρι του, σα να εκρύωνε και φέρονοντας περίλυπος το χέρι του στο μέτωπο: Ας τα πουλήσω λοιπόν όλα! Αυτό θα γίνει μίαν ημέρα.

― Μα οι αγοραστές δε βρίσκονται μία στιγμή και το ξέρεις, αφέντη. Κι αντίς, αν συγγενέψετε, ο κυρ Αριστείδης, που θα μπει εδώ μέσα, θα ιδεί, θα ξετάσει, θα σου δώκει καιρό, θα σου φτιάκει αυτός όλες τες δουλειές… Μα εγώ δε βλέπω, στην αλήθεια, αφέντη, πού είναι η ζημία σου.

― Μα, είπε τώρα ησυχασμένος ο Οφιομάχος και βρίσκοντας πως ο άνθρωπος δεν του ’δινε κακή ορμήνεια, δεν είμαι εγώ αυτός που θα τόνε πάρω!

― Φρόνιμος λόγος! είπε αμέσως χαρούμενος ο άλλος και βάζοντας το μακρύ, γυρτό δάχτυλό του στο μέτωπο. Η κυρία Ευλαλία είναι όμως μία κυρά γνωστικιά και σπουδασμένη, πώς δε θα συγκλίνει ως κι εκείνη; Όλα γίνονται για το καλό της… Πώς μπορεί τέτοιαν τύχη που παρουσιάζεται να την καταφρονήσει; Κάμε, αφέντη, ό,τι μπορέσεις, για να σε ακούσει… Στην εποχή που ζούμε, πρέπει μα την αλήθεια να γίνεται και κάποια θυσία! Ας την ιδεί κι η ίδια τη διαφορά… Ο Άλκης φτωχό παιδί, ο κυρ Αριστείδης πλούσιος! εκείνος θα ’παιρνε, ο κυρ Αριστείδης δίνει!… εκείνος σάψαλος, ο κυρ Αριστείδης στρυνάρι3 Τέλος πάντων και οι Σωζόμενοι δεν είναι από τα βασιλόπουλα, όπως εσείς! και βασιλόπουλα άλλα δεν μας έρχονται τόσο εύκολα από ξένα μέρη! Ας μετρηθεί λοιπόν η ίδια… και κάμετε όπως θέλετε… Μα ακούστε με εμέ, που σας αγαπάω, γιατί έχω καλή καρδιά, μα δεν ξέρεις, αφέντη, πόσο καλή.

Ο Οφιομάχος είχε τώρα ξεθυμώσει τέλεια. Αισθανότουν με πόνο πως το χρήμα τον εσύντριβε κι αναστέναξε θλιβερά. Λυπημένος είπε με χαμηλή φωνή και με υποταγμένο ύφος:

― Θα πασκίσω.

Ο άλλος τότες του χαμογέλασε ευχαριστημένος∙ έτριψε τα μεγάλα του χέρια, εσηκώθηκε, επροσκύνησε ταπεινά τον άρχοντα κι εβγήκε από την πόρτα, ενώ ο Οφιομάχος ξανάρχισε πάλι να σιργιανάει μέσα στο θλιβερό του γραφείο που ανάδινε τη μυρωδιά του ξεπεσμού…

 

4

 

Τώρα, έλεγε με το νου του ο Οφιομάχος, μας ορίζουν ως κι εμάς εκείνοι. Οι πλούσιοι! Είναι αυτοί κι όχι εμείς που κάνουν ό,τι θέλουν!

Άξαφνα εσταμάτησε τον περίπατό του κι αφοκράστηκε. Στη σκάλα άκουσε πατήματα και σε μία στιγμή είδε να ανοίγει η πόρτα και να μπαίνει στο δωμάτιο η γυναίκα του, μεγάλη, σοβαρή, με κάτασπρα καλοχτενισμένα μαλλιά, με το μακρύ, μονοκόμματο φόρεμά της, που ήταν παλιωμένο λιγάκι κι είχε χάσει κάπως το τζιτζιφί του χρώμα και με το μάλλινο σάλι στες πλάτες της, που το ’χε πλέξει η ίδια. Το βλέμμα της ήταν τώρα υποψιασμένο και ανήσυχο∙ έκλεισε δίχως κρότο πίσωθέ της την πόρτα, εκάθισε σε μία καρέκλα σιμά στο τραπέζι και ερώτησε χαμηλόφωνα αλλά αποφασιστικά τον άντρα της, που ξακολουθούσε σιωπηλός τον περίπατό του, σα να ’θελε να ξεφύγει τη συνομιλία.

― Πού είσαι; (έτσι τον έκραζε πάντα, γιατί δεν ήξερε πώς να τον πει με τ’ όνομά του) Τι ήθελε αυτός;

Την εκοίταξε άγρια παρέτοιμος να μαλώσει και της αποκρίθηκε απότομα:

― Τίποτα!

― Πώς τίποτα; του ξανάπε κοιτάζοντάς τον ανήσυχη… Τόσες ώρες τίποτα;

Εκείνος την αγριοκοίταξε πάλι με περιέργεια μη ξέροντας τι να της απαντήσει. Γιατί, εσυλλογιζότουν, δεν ησύχαζε σήμερα η κυρία παρά ξακολουθούσε επίμονα να ρωτάει; Ως τα τώρα είχε υποφέρει σιωπηλά όλες του τες σπατάλες, όλες του τες απιστίες, υποταγμένη χωρίς παράπονο στη θέλησή του. Αυτή τη φορά λοιπόν είχε σωθεί η υπομονή της; Τώρα, που δε θα μπορούσε πλια τίποτα να διορθώσει, τώρα είχε ξεχειλίσει η καρδιά της;

― Πώς τίποτα; του ξανάπε πάλι. Κάθε δύο και τρεις τόνε βλέπω εδώ μέσα και ξέρω πως κάθε μέρα κάτι μας αρπάζει! Μα γιατί έτσι;… Δεν εκατάλαβα, λες, από καιρό πως πήραμε τον κατήφορο; Ή γιατί δε μιλώ; Δεν ξέρω, λες, πως τόσοι λογαριασμοί μένουν απλέρωτοι και πως από μέρες τώρα δεν έχεις ούτε ένα λεφτό; Αχ!… και τα μάτια της εδάκρυσαν.

― Ως και του λόγου σου, της απάντησε με κακοσύνη σταματώντας μπροστά της, ως και του λόγου σου θα μας κάμεις τώρα στα γεράματα τη νοικοκυρά εδώ μέσα; Κλερονόμα, βλέπεις, κι από τέτοιο σπίτι… πώς να μη γνοιαστείς και η ίδια για τα αγαθά σου; Μα ξέρεις, ξακολούθησε αλλάζοντας ύφος και θυμώνοντας άξαφνα, όσο που ζω ο νοικοκύρης είμαι εγώ! Το λέει κι ο νόμος! Σαν πεθάνω άλλο πράμα… Τότε κάμετε ό,τι θέλετε! Για την ώρα δεν έχω να δώκω λογαριασμό ούτε στην αφεντιά σου, ούτε στα παιδιά σου! Μ’ ακούς;

― Στα παιδιά μας! τον εδιόρθωσε με παράπονο∙ στα παιδιά μας, που τα καταστρέφεις!

Ο θυμός του έπεσε για μία στιγμή, γιατί αναμετρήθηκε άξαφνα πως έπρεπε και η ίδια να μάθει τη θέση τους, αν ήθελε να την έχει βοηθό στη δουλειά της Ευλαλίας και της είπε με παράπονο:

― Είναι, Μαρία, κάμποσος καιρός που με σταυρώνετε, τον άτυχο! Τώρα ολομεμιάς εξυπνήσατε; Γιατί δεν το κάνατε στην αρχή; Θα ’χε τότες σκοπό!

Και αψιώντας πάλι επρόσθεσε:

― Σου το ξαναλέω για τρίτη φορά: δεν ήθελε τίποτα, τίποτα, τίποτα! Τουλάχιστο από σας! Εγύρευε εμέ… Στον πάτο της γραφής, αφού το θέλεις, θα σου ειπώ τι μ’ ήθελε! Τα ξέρεις, είπες, όλα… Ε, λοιπόν θα ξέρεις και πως του χρωστάω λεφτά. Μ’ εκατάλαβες; Του χρω-στά-ω.

― Το ’ξερα, του απάντησε πικρά. Μα αυτόν έβρηκες, που αυτός εκατάστρεψε τόσες οικογένειες; Ω, συφορά… στα χέρια του έμπλεξες;

― Αυτουνού κι αλλουνώνε. Δε σας αρέσει; Ε, δε σας αρέσει! Χαίρομαι… ποιος ξέρει πώς έπρεπε να σας συντηρώ τόσα χρόνια άκαρπα; Ποιος ξέρει; Ο ένας σου γιος εχάλασε αυτός μοναχός του χιλιάδες για να μας φέρει από τα Παρίσια ένα στρατσόχαρτο, που τώρα το ’χει τόσον καιρό άχρηστο σε κάποιο συρτάρι. Ακούς στο συρτάρι! Ο άλλος σου ο γιος μού βάζει κάθε τόσο χρέη και του τα πλερώνω κάθε τόσο εγώ για να μην πάει στη φυλακή και ντροπιαστούμε όλοι μαζί… και δεν είπα ποτέ τίποτα… κι όλο ξοδεύει, κάνοντας το μεγαλοσάνο, για να μπορεί να κυνηγήσει την κοπέλα του Αστέρη… μα θα μείνει κι αυτός με το δάχτυλο βυζάνοντας… Εδώ είμαστε, κυρά Μαρία, και θα το ιδείς! Κι έπειτα τα καθημερινά του σπιτιού δεν είναι λίγα… και οι μιστοί των ανθρώπωνε, εδώ και όξω… και το άλογο που ψοφάει κάθε τόσο κι εσείς οι γυναίκες που σπαταλάτε.

― Ω, εμείς!

― Ναι, ναι, πούθε όλα αυτά; Και το κλαρί μας δεν καρπεί… και τα σπίτια ξενοίκιαστα, γιατί δεν έχω να τα φτιάκω!... Γιατί δεν έχω!… Αχ, μα εσυγχύστηκα σήμερα! Πρώτα αυτός ο καταραμένος ο Χαντρινός, κατόπι του λόγου σου! Μα ποτέ δεν ήσουνε έτσι! Τι θέλεις να κάμω; Πες μου, αν πιστεύεις Θεό! Έπεσα σε χρέη… Το ένα έφερε το άλλο… και πνίγομαι…

― Και τα χρήματά μου; Και το δικό μου; ανάκραξε η αρχόντισσα χλωμή από την ταραχή της και βλέποντας πως η καταστροφή ήταν μεγαλύτερη απ’ ό,τι την ελογάριαζε.

― Τα χτήματά σου, τα τάλαρά σου, τα καλά σου, όλο αυτά μελετάς! Από κείνους τους καιρούς. Λες κι ήτανε ατέλειωτα; Δεν ξέρεις που μ’ αυτά επλερώθηκε τότες το μεγάλο χρέος του πατέρα μου; Εμείνανε μοναχά τα παλιόσπιτά σου και τα ξυλοπάντουρά σου, μα τι δίνουνε κι αυτά τόσα χρόνια τώρα;

― Μου τα μάζευε ο πατέρας μου ένα ένα, τάλαρο τάλαρο, όλο ασημένια μέσα σε σακούλια από εκατό και μου τα φύλαγε σωρό στο αρμάρι του κι έτσι σου τα παράδωκε… Αχ, τα καημένα! (Και σταύρωσε τα χέρια της κουνώντας περίλυπα το κεφάλι.) Και χρωστούμε λοιπόν τόσα πολλά;

― Ούτε εγώ δεν ξέρω… Μα τα αυγατίζουνε οι τόκοι… Το χρέος, λέει ο Χαντρινός, είναι κάτι ζωντανό, που γεννάει μονάχο του… Πληθαίνει και καταποντίζει. Τώρα σας τα ’πα όλα… κι άφησέ με… Δεν ξέρω τι να κάμω!

― Αχ! του φώναξε μεγαλόφωνα η κυρία∙ συνείδηση δεν έχεις πού είσαι! Δεν εστοχάστηκες τα παιδιά μας, καλά τα αγόρια, μα τα αδύνατα μέρη, τα δυο κορίτσια, που θα τ’ αφήκεις ανύπαντρα στη ρούγα! Τόσον καιρό και να μην πεις λόγο… ούτε ένα λόγο… ούτε σε με, ούτε στα παιδιά, για να ξέρουμε κι εμείς πού βρισκόμαστε, παρά έπεσες στα νύχια εκείνου του αγιογδύτη που θα μας γδάρει! Μα θα τα ειπώ όλα στα παιδιά!

Την εκοίταξε οργισμένος:

― Θα μου κόψουνε το μιστό! της απάντησε κακότροπα. Και τους φοβούμαι, βλέπεις, εγώ τους γιους σου! Α ναι! Σου το ’πα, κυρά Μαρία, όσο ζω, ο νοικοκύρης θα ’μαι εγώ! Δε βάζω άλλονε πάνω από το κεφάλι μου! Άκου!

Η αρχόντισσα χλωμή κι απελπισμένη εβγήκε βιαστικά από το γραφείο και με γλήγορα πατήματα ανέβαινε τώρα τη σκάλα. Μα ο γέρος είχε θυμώσει περσότερο και ξεφρενιασμένος έτρεξε κατόπι της και της εφώναξε:

― Θα τα πω εγώ! Ναι εγώ! Δε σκιάζομαι κανένα σας, δε σκιάζομαι κανένα σας! Το νοικοκυριό μου δεν το αφήνω, κι ας είσαστε όλοι σας σύμφωνοι… ας είσαστε! Τ’ άκουσες; Τ’ άκουσες;

Εβρεθήκαν και οι δύο στο άλλο πάτωμα του σπιτιού, στη μεγάλη τραπεζαρία, πάνωθε από το γραφείο. Είχε κι εκείνη τέσσερα παράθυρα κι ήταν κι εκείνη επιπλωμένη με παλιωμένα κάρυνα έπιπλα: ένα μεγάλο, πολύ μακρύ και πλατύ τραπέζι στη μέση, πολλές καρέκλες γύρω σου, δύο βιτρίνες γεμάτες φαρφουρένια πιάτα, γυαλικά και φλιτζάνια∙ έναν πέτσινο καναπέ και δύο βαριές βαθιές πολυθρόνες  πέτσινες κι εκείνες. Στους τοίχους εκρεμόνταν κάποιες φωτογραφίες, ένα δύο εργόχειρα των θυγατέρων του Οφιομάχου και δύο παλαιές ζωγραφιές: η μία επαράσταινε ωραία μαύρα κι άσπρα σταφύλια ριγμένα πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι μαζί μ’ άλλα όμορφα φρούτα και η άλλη ένα ζευγάρι σκοτωμένες ξυλόκοτες κρεμαστές από τα πόδια.

Εκεί ήρθαν τώρα και οι δύο γιοι του Οφιομάχου που τους είχαν ανησυχήσει οι φωνές των γονιών τους.

― Ησυχάστε! είπε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο ο Γιώργης, εκείνος που ’χε σπουδάξει τα νομικά στο Παρίσι, ένας νέος εικοσιοχτώ χρόνων, που έμοιαζε πολύ του πατέρα του, αλλά που ήταν πολύ ψηλότερός του, λυγερός και καλοντυμένος, με καστανά σγουρά μαλλιά, με ζωηρά γλυκά καστανά μάτια και με μικροστό, κομμένο μουστάκι. Ησυχάστε! Ποτέ δε σας είδαμε έτσι∙ με τα μαλώματά σας έχει θέατρο κάθε τόσο η γειτονιά. Κι εχαμογέλασε.

― Φαρισαίε! του φώναξε ο πατέρας με μίσος, θυμωμένος περσότερο, γιατί τον έβλεπε πρόσχαρο∙ εσύ βέβαια θα την έστειλες τη μάνα σου κάτω! Τα δικά μου τρώγω, μωρέ! τα δικά μου! Μας κάνεις τώρα τον quamquam, γιατί σου φαίνεται πως κάτι είσαι, απ’ όταν εγύρισες ντοτόρος από τα Παρίσια! Άμε, λέω εγώ, καλύτερα να κουβεντιάζεις με κείνηνε που σε κάνει πετσί και κόκαλο! Άμε! Εσύ με τα έξοδά σου εκεί πέρα αφάνισες το σπίτι μας!… Έφαγες δώδεκα χιλιάδες τάλαρα, μωρέ! Σου τα ’χω λογαριάσει ένα ένα… Κι είδα την προκοπή σου… και τώρα μου δίνεις το σπολλάτη! Αλλά θα τα πουλήσω όλα, όλα, όλα!

Κι είχε κοκκινίσει κι οι φλέβες στο πρόσωπό του είχαν φουσκώσει, γιατί εφώναζε όλο και δυνατότερα κάνοντας μεγάλες και παράξενες χειρονομίες. Ο Γιώργης εσούφρωσε το μέτωπό του λυπημένος, μα δεν του απολογήθηκε.

― Τι τρέχει; ερώτησε τώρα κι ο Σπύρος, ο άλλος γιος του Οφιομάχου.

Ήταν κι αυτός εικοσιπέντε χρονών νέος κι έμοιαζε περσότερο της μάνας αλλά ήταν πλιο χαμηλός απ’ τον άλλον, πλιο μαυριδερός και πλιο χοντρός. Καλοντυμένος και κείνος είχε γλυκά πιθέματα, χοντρά χείλη, όπως όλοι οι Οφιομάχοι, και μάτια σαν αποκοιμισμένα λιγάκι.

Ο γέρος του ’ριξε κι εκείνου μια λοξή ματιά∙ αλλά κουρασμένος καθώς ήταν δεν ημπόρεσε αμέσως να βρίσει∙ κι η γυναίκα του ωστόσο του ’χε πάρει το λόγο:

― Ακούς, να μας βρίζει κιόλας! εφώναξε. Στο σπίτι, παιδιά μου, δεν υπάρχει ούτε μία πεντάρα πια! Ω Θε μου! Κι όλο υπογράφει χαρτιά για να πλερώνει τα διάφορα! Τι να κάμουμε τώρα; Σκεφτείτε και σεις… Μας έβαλε στο δρόμο!

― Α, αυτό είναι, είπε μ’ ένα αδιάφορο χαμόγελο ο Γιώργης και αναστενάζοντας. Το ξέρω από καιρό… Το πράμα δεν έχει διόρθωση, για την ώρα τουλάχιστο…

Ο γέρος ησύχασε λίγο κι εκοίταξε με απορία τον υγιό του, σα να τον έλεγχε τώρα η συνείδηση, γιατί τον είχε αδικήσει.

― Τι να γίνει, είπε κι ο άλλος ρίχνοντας μία ματιά του εαυτού του σ’ έναν μεγάλον καθρέφτη. Ποιος πάει να φορτωθεί τόσα μπερδέματα. Καλύτερα ας τα ξεμπλέξει ο ίδιος… Εγώ ή κουτσά ή στραβά θα μπαλωθώ, λέω… Τώρα η κόρη του Αστέρη μου δείχνει συμπάθεια… Είναι δύο τρεις μέρες που άρχισε… και μου φαίνεται κιόλας τώρα όμορφη… μου φαίνεται πως μπορώ να την αγαπήσω… Κι ο πεθερός που θα κάμω θα μου δώκει και προίκα και δουλειά στο κατάστημα… λίγη υπομονή ακόμη και σε λίγο δε θα σας δίνω κανένα βάρος… Το εναντίο… Κι εγέλασε ρίχνοντας άλλη μία ματιά στον καθρέφτη.

― Και το δικό μου; είπε πάντα απελπισμένη η μητέρα. Το δικό μου; Θα χαθεί λοιπόν; Μου τ’ άφηκαν οι γονέοι μου, οι καημένοι, για να μην έχω κανέναν ανάγκη… ούτε άντρα, ούτε γιους, ούτε θυγατέρες, ούτε νυφάδες, ούτε γαμπρούς, κι όχι για να ανεμοσκορπιστεί και να μου τα φάνε χάρισμα ο τοκογλύφοι… θα το χάσω λοιπόν;

Αυτή την στιγμή εβγήκαν στην τραπεζαρία και οι δύο θυγατέρες του Οφιομάχου φοβισμένες από το θόρυβο και από τα σοβαρά λόγια που ’χαν ακούσει στην κάμαρά τους, η Ευλαλία και η Λουίζα. Η Ευλαλία ήταν η ψηλότερη, μία νέα με πολύ ξανθά μαλλιά, πολύ άσπρη, με στρογγυλά μεγάλα φρύδια, με ζαφειρένια μάτια και με ροδοκόκκινα χείλη χοντρά λιγάκι και ωραία και που έμοιαζε στο χρώμα και στη μορφή με τον πατέρα της. Η Λουίζα αντίς, δεν έμοιαζε κανενός από τους δικούς της∙ είχε όμορφα μικρά χέρια, πολύ μικρά πόδια και στα πιθέματα του προσώπου μία χάρη δική της, κάτι το εξαιρετικό που άρεσε όλου του κόσμου.

Τώρα ο Σπύρος αποκρινότουν στην μητέρα του:

― Ό,τι μείνει το παίρνεις εσύ, μητέρα! Κι εκοίταζε πάντα τον εαυτό του στον μεγάλον καθρέφτη.

― Και τούτες; ω, Θε μου!… και τούτες; είπε η γριά κυρία δείχνοντας τες δύο νέες…

― Με το νόμο, είπε ο Γιώργης παίρνοντας το σοβαρό ύφος κάποιου καθηγητή του από τα Παρίσια, μπορεί η μητέρα να πλερωθεί και ν’ ασφαλίσει την προίκα της… αλλά η τιμή του σπιτιού θέλει να πάρεις ό,τι μείνει!… Αφού πλερωθούνε τα χρέη!

Ο γέρος τώρα είχε ησυχάσει τελείως. Εγνώρισε πως οι υποψίες του ήταν άδικες και πλάνες∙ με βλέμμα υγρό κοίταξε τον πρωτότοκό του σα να τον ευχαριστούσε και του ’πε με φωνή χαμηλή και γεμάτη καλοσύνη:

― Δεν είσαστε λοιπόν όπως σας έλεγα, παιδιά μου! Ως τα τώρα σας έκρυβα την αλήθεια, γιατί είχα το φόβο μη δεν εσυμφωνούσατε, μη δε μ’ αφήνατε να πλερώσω! Πρώτα τα χρέη, είπε ο Γιώργης. Μα αυτό θέλω και γω κι όχι άλλο… για να μη γραφτώ στα γεράματά μου με κόκκινα γράμματα στο Πρωτοδικείο… Ο Θεός έχει, παιδιά μου, για όλα τ’ άλλα! Το βλέπετε και σεις… ένας Οφιομάχος δε θέλει να φάει το ξένο χρήμα… Όχι! Πουλήστε τα όλα, αλλά πλερώστε… Πουλήστε και τ’ άλογο! Όλα, όλα!

― Θα πλερώσουμε εμείς οι δυστυχισμένες! είπε άξαφνα η Λουίζα μ’ έναν πικρόν αναστεναγμό. Θα γεράσουμε έτσι ανύπαντρες στο σπίτι μας, γιατί σήμερον χωρίς προίκα ποιος μας παίρνει;

Η Ευλαλία δεν εμίλησε, μα ήταν συγκινημένη. Επαινούσε από μέσα της την απόφαση που ’χαν πάρει τ’ αδέρφια της.

― Αχ, κακοκέφαλε! ξανάπε τέλος η κυρία Οφιομάχου κι εβάλθηκε να κλαίει, υποταγμένη πια τώρα στην καινούρια συφορά.

Λίγες στιγμές κανείς δεν εμίλησε. Ο γέρος έσιαξε πάλι το παλιό πανωφόρι του σα να εκρύωνε και ξαπλώθηκε ολομεμιάς στον καναπέ κουρασμένος και συλλογισμένος. Οι δυο νέοι εκάθισαν σιωπηλοί μπρος στο μεγάλο τραπέζι∙ η μητέρα ωχρή και σα φοβισμένη επήγαινε από δω κι από κει ανήσυχα, βρίσκοντας πάντα κάτι να συγυρίσει∙ οι δυο νέες έμειναν ορθές η μία σιμά στην άλλη κοιτάζοντας τον πατέρα τους.

Κι ο γέρος τέλος ξανάπε χαμηλόφωνα:

― Καλύτερα, λοιπόν, που τα πράγματα ήρθαν έτσι! Θα με βοηθήσετε όλοι, θα μου δώκετε τη γνώμη σας… ο Γιώργης μάλιστα σα νομικός που είναι!

― Θέλω το δικό μου! ξαναφώναξε η κυρία, καταλαβαίνοντας όμως πως όλα τα λόγια της ήταν χαμένα και σα να μοιρολογούσε.

Χωρίς να της δώκει απάντηση ο γέρος ξακολούθησε πάλι:

― Αν αρχίσω όμως να πλερώνω σήμερα, όπως είναι τα πράματα, ως και με ό,τι έχει η μάνα σας, δε θα μας μείνει βέβαια ούτε ένα ελιόφυλλο, γιατί εύκολα οι αγοραστές δε βρίσκονται κι ο δανειστής δε θέλει παρά χρήμα! Ας αφήσουμε κατά μέρος τη ντροπή… που δεν είναι κι αυτή μικρό πράμα και που μ’ έκαμε ως τα τώρα ν’ αναβάλω τη χρεοκοπία! Επρόσμενα, παιδιά μου, νά ’ρθουν οι σοδειές. Μ’ εγέλασαν… Κι οι στενοχώριες όσο πάει και αξαίνουν! Μα να που βρίσκεται ένας τρόπος, για να τα φτιάκω όλα!

Η γριά αρχόντισσα εστάθηκε ολομεμιάς ακίνητη, εσταύρωσε τα χέρια της, εδάγκασε τα χείλη της κα προσεχτική τον εκοίταξε.

― Στο χέρι σου κρέμεται, ξανάπε ο γέρος, εσέ Ευλαλία, όλο το σπίτι, αν θέλεις εσύ γλιτώνει. Ναι, γλιτώνει, αν θέλεις εσύ Ευλαλία.

― Εγώ; είπε η κόρη φοβισμένη…

Ο γέρος δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εκατέβασε το βλέμμα, έσιαξε το πανωφόρι του σα να κρύωνε, εκοκκίνισε, έβηξε, εκουνήθηκε και τέλος είπε συλλογισμένος:

― Ο Αριστείδης Στεριώτης, ο γιατρός… τόνε ξέρετε όλοι!

Κι εσώπασε πάλι για κάμποση ώρα.

― Ναι, ξακολούθησε έπειτα περίτρομος, αυτός έχει τα περσότερα χαρτιά μου στο συρτάρι του… Δεν ξέρω πώς τα απόχτησε… Αλλά δε θέλω να πω αυτό. Είναι πλούσιος… θα δώκει καιρό για να πλερώσω… φτάνει μόνο… Α, Ευλαλία, μου μήνυσε σήμερα… Ήρθε εδώ ο Χαντρινός, με κουβέντιασε πολλές ώρες… Άκουσέ με, Ευλαλία… σε θέλει γυναίκα του! Μπαίνει εδώ μέσα γαμπρός και μας φτιάνει τες δουλειές μας, όπως εκείνος ξέρει. Φυσικά δεν έδωκα λόγον κανένα… Α, Ευλαλία…

― Ποτέ! ανάκραξε η Ευλαλία, σταυρώνοντας τα χέρια της. Και το πρόσωπό της εγίνηκε κατακόκκινο.

― Όπως θέλεις, Ευλαλία, αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του… Το δίκιο είναι δικό σου, Ευλαλία. Εγώ να σε βιάσω, ω παιδί μου… Ποτέ… Αλλά… η ανάγκη, η περίσταση… Γι’ αυτό μιλώ… Τον ήθελα, λες, γαμπρό μου, Ευλαλία, το γιο του Δήμου; Εγώ! Αλλά πάλι είναι πολύ καλός νέος… Όχι; Τι να γίνει… Στα σημερινά τα χάλια, δε σας φαίνεται… θα ’πρεπε να δεχτούμε!

Η Ευλαλία εδάκρυσε τώρα από τη στενοχώρια κι έτρεμε:

― Όχι! είπε με σταθερή φωνή. Όχι.

― Η ανάγκη, είπε ο Σπύρος μ’ ένα χαμόγελο αδιαφορίας, κυβερνάει τον κόσμο… Θα ’θελα, λες, Ευλαλία, να προτιμήσω εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη… Μου αρέσουν καλύτερα άλλες… Κι όμως… γιατί πρέπει κανείς να ζήσει!

Τώρα κι η μητέρα άξαφνα χαμογέλασε μέσα στα δάκρυά της. Όλος εκείνος ο κόσμος, που ήταν τριγύρω της, την εγέμιζε ελπίδες… Σε μία στιγμή το βαρύ σκοτάδι της συμφοράς τους είχε λιώσει στην καρδιά της, εδιορθωνόνταν τα πάντα, οι φροντίδες της εχάνονταν… Της πέρασε από το νου η ιδέα πως η κόρη της η Ευλαλία θα σφάλιζε έτσι για πάντα τη ζωή της και σα να ονειρευότουν, την είδε ομπρός της πλουσιοντυμένην, ελεύτερη, ωραία, προσκυνημένην απ’ όλη τη χώρα!… Ο πλούσιος άνθρωπος, που επροσφερνότουν, ήταν τέλος πάντων ένας επιστήμονας κι είχε τη δύναμη να βοηθήσει αληθινά το ξεπεσμένο σπίτι, είχε τη δύναμη αυτός να μην αφήκει να χαθεί ολότελα το δικό της, που και για κείνο ελαχταρούσε κι ήταν παρέτοιμη για όλα τούτα να του συγχωρήσει και τα ελαττώματά του, αν είχε και να λησμονήσει τη χυδαία καταγωγή του!

Μα ο Γιώργης εκούνησε πικρά το κεφάλι κι είπε:

― Δεν είναι άδικο να θυσιαστεί για μας;

― Θα τον έπαιρνα εγώ! είπε με ζωηρή ελπίδα η Λουίζα.

Εκείνη αδιαφορούσε για τον άνθρωπο και για την καταγωγή του κι ήξερε μόνο πως ήταν φτωχή, πως με τα πλούτη του θα μπορούσε να ζήσει μέσα στον κόσμο που εχαιρότουν τη ζωή, χωρίς αγώνες, χωρίς αδιάκοπες φροντίδες, χωρίς στενόχωρες ανάγκες∙ ήξερε πως το χρήμα χαρίζει δύναμη σ’ εκείνους που το ’χουν, γι’ αυτό θα τον έπαιρνε εκείνη χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή, χωρίς να πολυσυλλογιστεί την πράξη…

― Καημένη Λουίζα, της είπε η μάνα μ’ ένα καινούριο τρυφερό δάκρυ∙ την Ευλαλία θέλει! Τώρα καταλαβαίνω, γιατί τόσον καιρό μας εκοίταζε… Δεν είχε σκοπό να γελάσει. Ω, Ευλαλία, άκουσέ με, εμέ τη μητέρα σου… μην καταφρονήσεις την τύχη σου! Σήμερα μάλιστα… Θα ’μαι ξέγνοιαστη για σένα, όταν θα κλείσω τα μάτια. Θα ξαλαφρώσεις ως κι εμάς!

― Ποτέ! αποκρίθηκε με απόφαση τώρα η Ευλαλία μπλέκοντας τα δάχτυλά της και κοιτάζοντας χάμου. Κι αισθάνθηκε πως η καρδιά της εφούσκωνε. Αισθάνθηκε πως ήταν άνθρωπος με δικαιώματα στη ζωή, πως άλλος κανένας δεν ημπορούσε και δεν έπρεπε να εξουσιάσει και να εμπορευτεί το κορμί της, να την υποτάξει στη θέλησή του, να ζητήσει από αυτήν τη θυσία της αγάπης της! Με ποιο δικαίωμα αυτή, για πράγματα αξιοπεριφρόνητα και με δυο νέους στο σπίτι που μπορούσαν, όσο ήθελαν, να δουλέψουν, με ποιο δικαίωμα θα επίκραινε τον άντρα που την αγαπούσε; Ω, ας μην είχε γνωρίσει την αγάπη!

Μα, ω πόσο θα ’ταν ευτυχισμένη, αν εκείνος τώρα την εζητούσε, εκείνος που όταν μιλούσε, που όταν θυμότουν τη φωνή του, έτρεμε! Πόση θα ’ταν η ευτυχία της, αν ό,τι έβλεπε στ’ όνειρό της εγινότουν αλήθεια!

― Ποτέ! ξαναφώναξε. Δεν παίρνω εκείνον τον άνθρωπο… Δεν μπορώ.

Τα ωραία της μάτια άστραψαν ασυνήθιστα κι ήταν υγρά∙ τα μάγουλά της ζεστά και κόκκινα, η καρδιά της ήθελε να σπάσει τα στήθη της. Οι δύο νέοι εκοίταξαν ανήσυχοι ο ένας τον άλλον, η Λουίζα εγέλασε σαρκαστικά ρίχνοντας ένα βλέμμα στον ένα κατόπι στον άλλον παραξενεμένη από τα λόγια και από την ταραχή της αδερφής της, η μητέρα είχε κατεβασμένο το βλέφαρο κι έμενε σιωπηλή και στενοχωρημένη∙ και τέλος ο πατέρας της είπε ντροπαλά, σιάνοντας πάλι το παλιό πανωφόρι του, σα να κρύωνε:

― Έχεις στο νου σου τον Άλκη;

― Ναι, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό, ενώ τα δάκρυα της έβρεχαν το πρόσωπο.

― Η καημένη, εμουρμούρισε η μάνα ρίχνοντάς της ένα βλέμμα συμπόνιας…

Κι εθυμήθηκε τα νέα της χρόνια. Ο κόσμος άλλαζε γοργά, γοργά… Κι όμως η ανθρώπινη καρδιά έμνησκε πάντα η ίδια! Έβλεπε τώρα πάλι μπροστά της ανανεωμένην την ιστορία της… Ως και η κυρία Οφιομάχου είχε αγαπήσει, όταν ήταν κόρη, αλλά άτολμα, κρυφά κι αμίλητα, φυλάγοντας μέσα στη ζέστη της παρθενικής καρδιάς της το αγνό εκείνο λουλούδι της νιότης της, που του μελλότουν να μαραθεί! Κι ο νέος που αγαπούσε ήταν τίμιος και καλός και ωραίος, αλλά δεν ήταν πλούσιος… Κι είχε πιστέψει πως μ’ εκείνον μονάχα θα ’βρισκε την ευτυχία… και μία στιγμή ενόμισε πως θα τον έπαιρνε… και της εφαινότουν τόσο φυσικό το να τον αγαπάει! Όταν ολομεμιάς οι γονέοι της την είχαν δώκει του Οφιομάχου, χωρίς ούτε να τη ρωτήσουν, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής… Τον είχαν προτιμήσει, γιατί ήταν πλούσιος και αριστοκράτης… Κι αυτή δεν είχε βρει ούτε τη δύναμη, ούτε τη θέληση ν’ αντισταθεί στην απόφασή τους και έτσι έμεινε για πάντα κρυφή η ταπεινή της αγάπη, θαμμένη μέσα στα φυλλοκάρδια της. Και ο νέος της αγάπης της ήταν ο πατέρας του Άλκη, ο Αγησίλαος Σωζόμενος, που ησυχοκοιμότουν τώρα μέσα στον τάφο του πρώιμα πεθαμένος, νικημένος και κείνος από τον αγώνα της ζωής. Κι ούτε εκείνος δεν είχε μάθει ποτέ από τα στόμα της την αγάπη της, ούτε τότες που ήταν ελεύθερη κόρη, ούτε έπειτα που ’χε πάρει τον Οφιομάχο, γιατί η ευγενική αρχόντισσα είχε ζήσει τιμημένα όλην την ασήμαντη ζωή της, κλεισμένη στο σπίτι της, έχοντας επιμέλεια για τον άντρα της μόνο και τα παιδιά της∙ και σιγά σιγά είχε συμμορφωθεί με την τύχη της. Είχε προστάξει της καρδιάς της να σωπάσει∙ είχε κλείσει τα μάτια∙ έκαμε δύναμη στον εαυτό της∙ και χωρίς παράπονο είχε υποφέρει όλες τες πικρές ώρες της ζωής κι έπειτα θανάτους και λύπες, όπως ήταν και τώρα παρέτοιμη να δεχτεί τη στενοχώρια της φτώχειας!

― Πώς θα ’μουν άπιστη; ξαναφώναξε η Ευλαλία έπειτα από μία μακρινή σιωπή.

― Δε μας ρώτησες, Ευλαλία, και για τούτο δεν είσαι δεμένη! είπε με σοβαρό ύφος ο Οφιομάχος στενοχωρημένος από τα δάκρυα που εχυνότουν τριγύρω του και που τα ’κανε εκείνος να στάζουν… Και γω, Ευλαλία, σου ζητώ σήμερα να θυσιαστείς για μας… και να μη μας ρίξεις στο δρόμο… Γιατί κλαις; Αυτό δεν είναι το κακό σου… Ω, φτάνει! Ω, φτάνει!

― Δε μας ελογάριασες! είπε χαμογελώντας αδιάφορα ο Σπύρος και βάζοντας στο νου του πως εύκολα αλλαξογνωμούν οι γυναίκες… Να ’χα πάρει τουλάχιστο εγώ τη θυγατέρα του Αστέρη, να ’χε πεθάνει τέλος κι ο κακόμοιρος ο Βαλσάμης κι έτσι να ’ταν κι ο Γιώργης ξέγνοιαστος… θα μπορούσαμε εμείς φυσικά να βοηθούσαμε… Μα έτσι; Αν ο γιατρός θυμώσει; Κι αν μας βγάλει στο δρόμο… Τότες… τότες… Έχετε γεια, ονείρατα χρυσά! Ο Αστέρης δε θα μου δώκει βέβαια τη θυγατέρα του, η Λουίζα δε θα παντρευτεί ποτέ, ο Γιώργης… ποιος ξέρει!… και μονάχα εσύ μπορείς να γλιτώσεις… κι ούτε συ ίσως, γιατί ο Σωζόμενος μπορεί και να μη σε θελήσει… γιατί έχει κακήν υγεία!

― Η καημένη! εμουρμούρισε πάλι αναστενάζοντας η μητέρα. Αργά ή γλήγορα η Ευλαλία θα πλερώσει τες κακοκεφαλιές σας. Μα ωστόσο θα περάσει, είμαι βέβαιη, καλά με το Στεριώτη. Ας έχει από τα τώρα την ευκή μου!

Κι ο Γιώργης, που ο αδερφός του είχε μελετήσει την παράνομη αγάπη του, εκατέβασε ντροπιασμένος το κεφάλι, συγκρίνοντας το πάθος του με την παρθενική τρυφερότητα της αδερφής του, που τώρα οι άλλοι ήταν παρέτοιμοι να τη θυσιάσουν στες κοινωνικές κι άδικες αδυναμίες τους. Κι είπε του αδερφού του:

― Γιατί ανακατεύεις εδώ τες δουλειές μας; Ας ιδούμε τι πρέπει να γίνει… Υπάρχει, λέω, κάποια διαφορά.

Κι εγέλασε σαρκαστικά.

Και με το νου του ξανάειδε ο Γιώργης το φίλο του λυπημένον, αποκαρδιωμένον, γιατί του ’παιζαν όλοι μαζί το παιγνίδι. Εμάραιναν, όλοι μαζί εκείνην την αθώα αγάπη πριν ριζοβολήσει, πριν απλώσει κλώνους και κλάδους θυσιάζοντάς την σε τόσες ταπεινές αδυναμίες. Το χρήμα ήταν τό που δηλητηρίαζε, που εσκότωνε εκείνην την ευτυχία! Κι ερωτούσε τώρα τον εαυτό του μη δεν ήταν καλύτερο ν’ αποδεχτούν τον πόλεμο του Στεριώτη, να περιορίσουν όλοι τα έξοδά τους και ν’ αρχίσουν μίαν καινούρια ζωή δημιουργίας… Ο γέρος βέβαια θα πέθαινε καλύτερα παρά να συγκλίνει στην ιδέα της χρεοκοπίας και μάλιστα τώρα, που ο πλούσιος γιατρός του πρόσφερνε ένα εύκολο τρόπο για να την ξεφύγει∙ κι η μητέρα ήταν από τα τώρα σύμφωνη μαζί του, έβρισκε ως κι εκείνη ορθή τη διόρθωση, που θεόσταλτη τους επαρουσιαζότουν… Ο γέρος δεν έκρινε βέβαια άξιον για τη θυγατέρα του έναν άνθρωπο που τον εθεωρούσε πρόστυχο και πολύ κατώτερό του, της τον έδινε μόνο, για να ελευτερωθεί από τ’ ανυπόφερτα βάρη, από φαρμακερές καθημερινές φροντίδες και για να μη διαλαληθεί περσότερο ο ξεπεσμός τους… Ο γιατρός με τα πλούτη του έπαιζε αυτήν τη στιγμή όπως ήθελε όλην την οικογένεια του Οφιομάχου κι αποχτούσε δικαιώματα, για να ονομαστεί σωτήρας της… Πικρά εσυλλογιζότουν κιόλας ο Γιώργης πως ο γέρος είχε φτάσει σ’ αυτήν την καταστροφή, σ’ αυτήν την ταπείνωση, χωρίς βέβαια να σπαταλήσει ούτε τα μισά απ’ όσα χρωστούσε, γιατί φυσικά τα διάφορα θα ’ταν περισσότερα… Και στ’ άνομα εκείνα κέρδη έπρεπε να θυσιαστούν ο Άλκης, η Ευλαλία, το αίσθημά τους, η ζωή τους! Μα ήταν αληθινά θυσία; Ή δεν ήταν κιόλας το λογικότερο και το καλύτερο και για τον Άλκη και για την Ευλαλία να τελεσφορήσει το συνοικέσιο εκείνο με το γιατρό και να λησμονήσουν κι οι δυο τους έναν έρωτα που δε θα μπορούσε ίσως να τους ευτυχίσει; Δεν έπρεπε τέλος πάντων κι εκείνοι να υποταχτούν σε κάποιες συνθήκες που κυριαρχούσαν στον κόσμο; Και δεν εχρειαζότουν και στον Άλκη μία ανεξάρτητη κοινωνική ζωή, μία ζωή που η Ευλαλία δε θα μπορούσε να του δημιουργήσει, αν ήθελε να προκόψουν οι ιδέες του και να βασταχτεί γερή η αδύνατη υγεία του;

Ζαλισμένος απ’ όλους αυτούς τους αντίθετους στοχασμούς του, ο Γιώργης εκοίταξε με αγάπη την Ευλαλία, που ’χε ανασηκώσει τώρα πάλι το λυπημένο της πρόσωπο κι εθαύμασε χωρίς να το θέλει την ομορφιά της αδερφής του.

― Είσαι ελεύτερη, της είπε.

― Τον αγαπά! απάντησε εκείνη περήφανα.

― Ας μη χαθούμε, ξανάπε παρακαλώντας ο Οφιομάχος. Και κουρασμένος εσηκώθηκε από τον καναπέ:

― Ένα ναι δικό σου διορθώνει τα πάντα, Ευλαλία! Έχω άσπρα τα μαλλιά, Ευλαλία… Δε θα μ’ αφήκεις να ντροπιαστώ. Ας πάω στον Άδη όπως έζησα!

Κι η μητέρα είχε συνέρθει τώρα από τη συγκίνησή της κι είχε συλλογιστεί πως κι αυτή σιγά σιγά είχε συνηθίσει με τον άντρα της… Έπειτα είχε αγαπήσει αληθινά τον πατέρα των παιδιών της και χωρίς τες πίκρες που της είχαν λάχει, η ζωή της είχε σταθεί όλη ήσυχη, τιμημένη κι όμορφη μέσα στο σπίτι των Οφιομάχων. Κι είπε:

― Δε βλέπω, Ευλαλία, τι κακό θα πάθεις, αν ακούσεις τον πατέρα σου… Μπορείς να αγαπάς τον Άλκη!… Η αγάπη του θα ’ναι για όλη τη ζωή σου μία γλυκιά θύμηση!

Τέτοια ήταν και η δική της η αγάπη. Ένα λουλούδι ξερό, φυλαμένο σε κάποιο βιβλίο του καιρού της… Λουλούδι που ’χε βαστάξει τόσους χρόνους την ταπεινή μοσκοβολιά…

― Ούτε ο Άλκης, ξανάπε, δε θα θελήσει τόση καταστροφή!

― Θα ιδούμε! είπε τέλος ο Γιώργης… θα ιδούμε…

Κι εκουβέντιασαν ακόμη για πολλήν ώρα κι ωστόσο είχε έρθει το βράδυ…

Κι ήταν αργά πλια, όταν ο Πέτρος Αθάνατος εφάνηκε στην πόρτα της τραπεζαρίας. Ήταν ένας νέος άσκημος, μαυριδερός, με μεγάλο κεφάλι, αλλά με ωραία, ζωηρά και μαύρα μάτια. Εφαινότουν άγριος πάντα∙ τα ρούχα ήταν παλιά κι αμελημένα κι επήγαινε σκυφτός και σκεβρωμένος κρατώντας στα δυο του χέρια το παλιό μαλακό του καπέλο, που δεν ήξερε τι να το κάμει.

Εσταμάτησε στην πόρτα, εχαιρέτησε αδέξια κι εκοίταξε περίεργος μέσα στην κάμαρα.

Ο γέρος Οφιομάχος εμιλούσε αδιάφορα με τους δύο γιους του καθισμένους στο βαθύ καναπέ, κι ο Πέτρος τους εκοίταξε με απαρατήρητη ειρωνεία. Τώρα είχαν σωπάσει κι οι τρεις τους κι ο γέρος έσιαζε από συνήθεια το παλιό πανωφόρι του σα να κρύωνε κι αντιχαιρέτησε έπειτα με χαρά τον Πέτρο, προσκαλώντας τον να καθίσει σιμά του.

Μα ο Πέτρος δεν εσάλεψε κι είπε μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο του Γιώργη χωρίς ούτε να τον κοιτάξει:

― Γιώργη, η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη με στέλνει να σου ειπώ πως απόψε σε θέλουν στο σπίτι… θα ’χουν, λέει, κάποιους ξένους.

Κι εγέλασε ένα άσκημο γέλιο.

― Καλά! του αποκρίθηκε ο Γιώργης σα ντροπιασμένος…

― Και ο Βαλσάμης τι κάνει; ερώτησε άξαφνα με περιέργεια ο Οφιομάχος σα να έβγαινε από ένα όνειρο…

― Ως και οι άρχοντες, είπε με το ίδιο γέλιο του ο Πέτρος, είναι σαν τους άλλους ανθρώπους… πεθαίνουν και κείνοι καθώς και οι φτωχοί! Διαφορές δεν ξέρει ο χάρος… τους παίρνει όλους το ίδιο… Ο Βαλσάμης; ε, ο Βαλσάμης πεθαίνει! Αυτό είναι βέβαιο… Μόνο που δε βιάζεται!… Και τι μ’ αυτό; Σαν ένα μυρμήγκι της γης! Καληώρα του… Δε θα βγάλει το καλοκαίρι… Φτυει το αίμα κάθε μέρα… ε, Γιώργη; Τι λες;

Κι εξαναγέλασε με κακοσύνη.

Ο Γιώργης δεν αποκρίθηκε, ταραγμένος από τον τρόπο του. Κι ο Πέτρος Αθάνατος ξακολούθησε τότες με τον ίδιο σαρκασμό, σα να μιλούσε μονάχα με τον εαυτό του:

― Το χρήμα, το χρήμα! Αυτό είναι η πηγή κάθε κακού! Χωρίς αυτό δε θα ’μουνα εγώ σήμερα στο σπίτι της Αιμίλιας ό,τι είμαι μονάχα: λίγος δούλος, λίγο φίλος, λίγο μεσίτης της.

Κι εξαναγέλασε θυμωμένος… Κι όλο γελώντας ακόμη εχαιρέτησε αδέξια ο παράξενος άνθρωπος και βιαστικά εβγήκε από την κάμαρα.

Τον άκουσαν να κατεβαίνει τη σκάλα βαριά. Εκοιταχτήκαν στα μάτια κι οι τρεις τους κι εγέλασαν∙ μα ο Γιώργης εφαντάστηκε πως ανάμεσα στα βαριά του πατήματα είχε ακούσει κι έναν αναστεναγμό.

 

5

 

Εκείνον το χρόνο, ο πλούσιος βιομήχανος Διονύσιος Αστέρης έδινε ένα μεγάλο χορό στο ωραίο του παλάτι, που το ’χε χτίσει ο ίδιος λίγα χρόνια πρωτύτερα, στο Γιαλό, ένα προάστιο της μικρής πολιτείας. Είχε καλέσει κόσμο πολύ.

Από τες δέκα το βράδυ οι άμαξες εσταματούσαν μπρος στη μεγάλη ορθάνοιχτη οξώπορτα, όπου ένας λακές, γνωστός σ’ όλον τον κόσμο, ψηλός, με μακριά καστανή γενειάδα, εκρύωνε μέσα στην ωραία στολή του, εδεχότουν τους καλεσμένους και τους έμπαζε στο φιλόξενο σπίτι. Μία όμορφη θερμή πνοή έβγαινε από τη μεγαλόπρεπη φωτολουσμένη μπασιά του. Το φως εχυνότουν άφθονο από δύο πολυκέρια που τα βαστούσαν στα χέρια τους δύο ξύλινα μισόγυμνα μαυρόπαιδα, γελαστά, με ζωηρά μάτια, με χρυσά σκουλαρίκια, μ’ ένα πανί χρυσό και κόκκινο γύρω στο κεφάλι και μ’ ένα άλλο γαλάζιο κι ασημένιο γύρω στη ζώση, στημένα από τη μια μεριά κι από την άλλη στο πρώτο μαρμαρένιο σκαλοπάτι.

Οι σταχτιοί τοίχοι και το πλακοστρωμένο έδαφος εφεγγοβολούσαν σαν καθρέφτες∙ τα κόκκινα στενά χαλιά εβούβαιναν τον κρότο από τα πατήματα, μεγάλες φοινικιές έβγαιναν από μεγάλες γλάστρες κι άπλωναν την όμορφη φυλλωσιά τους.

Ήταν τώρα έντεκα η ώρα κι ως το δρόμο ακουόταν η μουσική και ο ποδοβολητός του χορού. Στη μεγάλη τη σάλα, όπου έμπαινε κανείς, αφού περνούσε από δύο ομοίως πλούσια, ψηλονταβανωμένα και φωτολουσμένα σαλονάκια, κόκκινα το ένα, γαλάζιο το άλλο και γεμάτα κόσμο, που εδιασκέδαζε κουβεντιάζοντας ή που έπαιζε χαρτιά, ζευγάρια εχόρευαν μέσα σ’ ένα αχνόθωρο σύγνεφο από ψιλότατη χρυσή σκόνη. Η σάλα ήταν ένα δωμάτιο ευρύχωρο πολύ, με τέσσερα παράθυρα στολισμένα με κόκκινους κατιφένιους4 μπερντέδες, βαριούς και ριγμένους κάτω, και με τέσσερις δίφυλλες πόρτες άσπρες και χρυσοστόλιστες. Κι οι τοίχοι είχαν ένα βαθύ κίτρινο σκοτωμένο χρώμα, στολισμένοι και κείνοι με γυψένια κοσμήματα χρυσά και άσπρα και με ζωγραφιές μικρές και μεγάλες, μέσα σε πλατιές όμορφες, χρυσές κορνίζες, ολοκαίνουριες. Και μέσα σ’ όλες αυτές τες ζωγραφιές, στον τοίχο ξάγναντα στα τέσσερα παράθυρα εκυριαρχούσε μες στη μέση, ένας Χριστός, αντίγραφο του Χριστού του Ντύρερ, που ο κύριος Διονύσιος Αστέρης τον είχε αγοράσει στο Μόναχο, κατά το τελευταίο ταξίδι του και που εφαινότουν περιφρονητικά να κοιτάζει από την ψηλή του θέση, τη μεγάλη και πλούσια σάλα και τον κόσμο που εχόρευε. Και τριγύρω στο κόνισμα εγλυκοχαμογελούσαν τέσσερις ακουαρέλες ζωηρές και διάφανες, έργα ενός περίφημου ντόπιου τεχνίτη, πιστού οπαδού, όπως έλεγε ο ίδιος, της κανονικής ζωγραφικής και που πουλούσε σ’ αυλές κι επίσημους ξένους τες φωτογραφικές ζωγραφιές του.

Εκρεμόνταν κι άλλες εικόνες στους άλλους τοίχους, καθώς και μία πανοπλία από παλιά ανατολίτικα άρματα, που την έλεγαν πολύτιμη και που ήταν η καθαυτό αδυναμία του κυρίου Διονύσιου Αστέρη. Ένα μεγάλο μαρμάρινο τζάκι, που έκαιε ξύλα, και πάνωθέ του ένας θεόρατος καθρέφτης, δύο μεγάλα πολυκέρια αναμμένα, που εζωντάνευαν μ’ όλα τα χρώματα, και ολόγυρα στην κάμαρα τα χρυσωμένα βαριά της έπιπλα καναπέδες, πολυθρόνες, καρέκλες, τραπέζια, ντυμένα με μεταξωτά κόκκινα υφάσματα, όλα με γυρτά πόδια και με πλούσια σκαλίσματα, εχάριζαν σ’ εκείνην τη σάλα μία σπάνια μεγαλοπρέπεια.

Και τώρα εκαθόνταν σ’ εκείνους τους καναπέδες, σ’ εκείνες τες πολυθρόνες, σ’ εκείνες τες καρέκλες, κύριοι με τα μαύρα τους φράκα και με τα λευκά τους ποκάμισα, κυρίες με τα μεταξωτά πολυχρώματα ή μαύρα ξελαιμισμένα φορέματα, ενώ στη μέση της κάμαρας, ακολουθώντας το ρυθμό του βιολιού και του πιάνου, που έπαιζαν από μίαν άκρη, εβάλσιζαν πάνω στο κερωμένο πάτωμα μία δωδεκάδα ζευγάρια αγκαλιασμένα σφιχτά κι εσηκωνότουν αδιάκοπα μία ψιλότατη σκόνη που ελαμπύριζε γύρω στες ηλεχτρικές λάμπες, στα κρυσταλλένια πολυκέρια που εμαρμάριζαν κι εκείνα με τα χρώματα της Δόξας.

Από μίαν ανοιχτή πόρτα εφαινότουν φωτόλουστη η στρωμένη τραπεζαρία.

Ο κύριος Διονύσιος Αστέρης, ένας μεσόκοπος άντρας, με καστανά ακόμη μαλλιά που άρχιζαν μόνο ν’ ασπρίζουν, καλοθρεμμένος, όμορφος και καλότροπος, είχε δεχτεί μ’ αριστοκρατική χάρη όλους τους καλεσμένους του, κι ήταν πολλοί, προφέροντας για καθέναν έναν προστατευτικό λόγο ή ρίχνοντας ένα φιλικό βλέμμα ή ένα κολακευτικό χαμόγελο και το πρόσωπό του από την αρχή του χορού εφεγγοβολούσε, ευτυχισμένο από τη ζωηρότητα της γιορτής του.

Εχόρευε κι αυτός τώρα για πρώτη φορά με μίαν ξένη προξένισσα, που ετιμούσε το σπίτι του, μία γριά, ασπρομάλλα μικρή γυναίκα, που ’χε την αδυναμία να κοπελεύεται ακόμη και που ακουμπούσε όσο μπορούσε στον ώμο του. Κι ερχόταν κατόπι του ο Αρχάγγελος Δαφνοπάτης, ένας μεσόκοπος άντρας κι εκείνος, άνοστος, ίσιος, κι αλύγιστος, περίφημος στον τόπο για τες πολιτικές του αποτυχίες και που έσφιγγε δυνατά τη μέση της θυγατέρας τού πολιτικού αντιπάλου και νικητή του, μιανής νέας, λευκοντυμένης, όμορφης και ντροπαλής κόρης, που πρώτη φορά εκείνον το χρόνο, είχε ξεβγεί φοβισμένη στον κόσμο∙ και τους ακολουθούσε ο πατέρας της, ένας κύριος περασμένος στα χρόνια που εγινότουν κάθε τόσο υπουργός, ψηλός, μ’ αρχοντικό παράστημα, καλοχτενισμένος και γελαστός και που εβάλσιζε σα νέος με την κυρία Ευτέρπη Αστέρη, τη γυναίκα του σπιτονοικοκύρη, μία λαμπρή κυρία, ακόμη νέα, παχιά και όμορφη, και που εφορούσε ένα πολύ μακρύ ατλαζένιο φόρεμα, ουρανί στο χρώμα και ξελαιμισμένο πολύ στα στήθια και στες πλάτες, με πλήθος διαμάντια στ’ άφθονα καστανά μαλλιά της, με πλήθος μαργαριτάρια στον άσπρο τράχηλό της και χρυσά βραχιόλια με ζαφείρια και τοπάζια πάνω στα μακριά λευκά χερόχτια5 της. Κι έπειτα ερχόνταν οι τρεις Καλλέργηδες, ξεπεσμένοι αριστοκράτες και περήφανοι, που οι δυο τους εζούσαν από τες γυναίκες τους κι ο τρίτος από μια μικρή θέση που ’χε στο κατάστημα του Αστέρη και τούτος, νέος ακόμα με πολύ σουβλερό μουστάκι και μ’ άσχημα δόντια εβάλσιζε ζωηρά με μία θυγατέρα του σπιτονοικοκύρη, σα να επάσκιζε να την κάνει με το στανιό να τον αγαπήσει, μία νόστιμη κι ελαφριά μικρούλα, με μεγάλα ζωηρά μάτια και μ’ άσπρο φόρεμα δίχως κανένα στολίδι, ενώ οι δυο άλλοι πόμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, μικροί κι ασήμαντοι, μαυριδερός ο ένας, ξανθός ο άλλος και γερασμένος πριν της ώρας, είχαν πιασμένες δύο πλουσιοντυμένες μεγάλες κι ωραίες κυρίες, ξένες, παντρεμένες στον τόπο. Κι έπειτα εχόρευε με το Γιώργη τον Οφιομάχο η κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη, ξένη και κείνη και πλούσια, που εχαλούσε κάθε τόσο θησαυρούς για τη φτωχιά πολιτική του αντρός της και που δεν έδειχνε ούτε τα τριάντα της χρόνια, ντυμένη καθώς ήταν μ’ ένα λαμπρό θαλασσί μεταξωτό φόρεμα, ολόσπαρτο από μικρά ρόδα και μ’ ένα διαμαντένιο διάδημα στο κεφάλι. Κι ερχόνταν κατόπι κι άλλα ζευγάρια και τέλος εθριάμβευε εκείνο το βράδυ ο Σπύρος Οφιομάχος με την άλλη θυγατέρα του Αστέρη, τη νέα εκείνη που από καιρούς την κυνηγούσε, χωρίς να πετύχει ποτέ ακόμα ούτε ένα χαμόγελο, μίαν κόρη λιγνή, μ’ ανασκωμένη τη μύτη και με θολό το βλέμμα και που εφορούσε ένα ροδί απλό φόρεμα κι ένα ρόδο στα χοντρά μαύρα μαλλιά της.

Τραβηγμένη σε μίαν άκρη της σάλας η αρχόντισσα του Αλέξανδρου Οφιομάχου εκαθότουν σιωπηλή τώρα κι εκοίταζε σαν ανήσυχη γύρω της. Ο πολύς ο κόσμος της έκανε πάντα εντύπωση και δεν επήγαινε στα σαλόνια και στα ξένα σπίτια παρά μόνο, για να συνοδεύει τες θυγατέρες της, κάνοντας έτσι ένα χρέος που πολύ της εζύγιζε. Εφορούσε ένα μεταξωτό, μαύρο, κλειστό φόρεμα, που εφαινότουν πολλές φορές διορθωμένο, κι ένα αρχαίο διαμαντένιο διάδημα στα μαλλιά της, που το γνώριζε όλος ο κόσμος, τελευταίο λείψανο της δόξας των Οφιομάχων, και σιμά της ήταν μία άλλη ηλικιωμένη χήρα κυρία, όμοια ντυμένη και κείνη, μα χωρίς κανένα στολίδι απάνου της και που ’χε συνοδέψει και κείνη στο χορό κάποια της θυγατέρα, και η Ευλαλία, που δεν είχε χορέψει ακόμη εκείνο το βράδυ και που εφαινότουν ωχρή και σα στενοχωρημένη με το άσπρο κι απλό φόρεμά της.

Η αρχόντισσα παρακολούθησε καμπόσες στιγμές με το βλέμμα το δευτερότοκο γιο της που εφαινότουν να πετά ανάμεσα στ’ άλλα ζευγάρια κι είπε μ’ ένα δειλό χαμόγελο στην Ευλαλία:

― Ο Σπύρος μας διασκεδάζει περίφημα∙ ιδές τον!

Η Ευλαλία εσήκωσε αδιάφορα τες πλάτες.

― Πόση ξενούρα εδώ μέσα, είπε η χήρα κυρία δείχνοντας με τη βεντάλια της τον κόσμο.

― Έτσι ήταν και στον καιρό μας, αποκρίθηκε δειλά η κυρία Οφιομάχου∙ η κοινωνία πρέπει να ανανεώνεται… γιατί τα παλιά τα σπίτια ξεπέφτουν.

Κι αναστέναξε. Κι εσώπασε έπειτα για κάμποση ώρα κοιτάζοντας το χορό που ζωηρά περνούσε από μπρος της.

― Κι η Λουίζα; ξανάπε σε λίγο της θυγατέρας της.

― Δεν την είδα, αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο η Ευλαλία∙ κάπου εδώ θα ’ναι!

Η κυρία Οφιομάχου επερίφερε το βλέμμα σ’ όλην την κάμαρη ανάμεσα στα ζευγάρια που εχόρευαν. Κάτου από το Χριστό του Ντύρερ ήταν θρονιασμένη, σ’ έναν καναπέ σα βασίλισσα, μία εύρωστη μεσόκοπη κυρία, όμορφη ακόμη, ντυμένη μ’ ένα πλούσιο μεταξωτό, βαρύ, μαύρο φόρεμα και χωρίς κανένα στολίδι. Αυτή ήταν η κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη, γυναίκα ξακουσμένη στον τόπο. Δεξιά κι αριστερά της, ήταν καθισμένες με σέβας κι άλλες κυρίες και στη μέση τους, χωσμένος μέσα στα γυναικεία φουστάνια, ο τραπεζίτης Ανδρέας Αρκούδης, ένας μέτριος άντρας, φαλακρός, χλωμός, λιγνός, με σταχτί μυτερό γενάκι, με στραβά πόδια και που εστράβιζε λίγο, ενώ μιλούσε κλαψιάρικα, μ’ ένα άσκημο χαμόγελο, που επάσκιζε να φαίνεται χαριτωμένο, πότε με την κυρία Θεοφανώ δεξιά του, πότε με την άλλην αριστερά του, πότε πίσω από τες πλάτες της μιας ή της άλλης με κάποιαν που ήταν καθισμένη παρέκει, ζυγώνοντας όσο μπορούσε με το χλωμό του πρόσωπο τη συνομιλήτριά του και μυρίζοντας τ’ αρώματα που εχυνόνταν από τα μεταξωτά φορέματα.

Η κυρία Θεοφανώ ήταν ξένη και κείνη, μα ήταν πλούσια πολύ κι είχε αποχτήσει επιρροή μεγάλη στο μικρόν τόπο. Ο άντρας ήταν ένας χρεοκοπημένος τραπεζίτης, που ’χε αποτραβηχτεί τώρα από τες δουλειές κι εζούσε από την προίκα της. Εκατοικούσε πρωτύτερα η κυρία σε κάποια πολιτεία της Ευρώπης και σ’ ένα ταξίδι της είχε γνωρίσει έναν ντόπιον αριστοκράτη, που εταξίδευε και κείνος, τον είχε αγαπήσει παράφορα, χωρίς να χωριστεί για τούτο τον άντρα της, γιατί δεν την εμισούσε, τον είχε ακολουθήσει σ’ εκείνην τη χώρα, φέρνοντας μαζί της τον άντρα της και τα παιδιά της κι είχε ζήσει κάμποσα χρόνια ευτυχισμένη με τον αγαπητικό της. Αυτό ήταν, έλεγαν, το μόνο λάθος της ζωής της. Αλλά ο αγαπητικός της είχε πεθάνει και η κυρία Θεοφανώ δεν ημπόρεσε ποτέ να τον λησμονήσει∙ κι εφόρεσε από τότες για πάντα τα μαύρα∙ και τώρα ακόμη, αφού είχε παντρέψει τες θυγατέρες της εσπαταλούσε όλον της τον καιρό και το χρήμα της σε αγαθοεργίες για μνημόσυνο του αγαπημένου της κι έλεγε ο κόσμος πως για τούτο ήταν σαν αδερφάδες με τη βασίλισσα κι εστόλιζε κάθε μέρα από χρόνια με λούλουδα το μνήμα εκείνου που ’χε σταθεί ο μόνος έρωτας της ζωής της.

― Είκοσι οχτώ χιλιάδες εβδομήντα τρεις δραχμές και είκοσι οχτώ λεφτά, έλεγε με την κλαψιάρικη φωνή του ο τραπεζίτης στραβίζοντας επίτηδες όσο μπορούσε περισσότερο, γιατί ενόμιζε πως έτσι εγινότουν γλυκύτερος, και φέροντας όσο μπορούσε σιμότερα το πρόσωπό του σιμά στο πρόσωπο της κυρίας Θεοφανώς, έχει τώρα στην Τράπεζά μου το Ταμείο των ορφανών. Η φετινή χρήση του ταμείου των πρώτων βοηθειών αφήνει ένα σημαντικό περίσσευμα. Εγράψαμε ευεργέτρια του αγαθοεργού αυτού ιδρύματος την κυρία δούκισσα Καστελνουόβο για τη χιλιόδραχμη δωρεά της. Η κυρία δούκισσα αναχώρησε χτες.

― Σύμφωνα με το καταστατικό, αποκρίθηκε η κυρία Θεοφανώ σοβαρή και μ’ ένα αλαφρό αναστέναγμα, γιατί εκείνην τη στιγμή εμνημόνευε από μέσα της τον πεθαμένο.

― Και η φιλελεήμων εταιρεία «ο Άγιος Βαρθολομαίος», ξανάπε ο τραπεζίτης, φυλλομετρώντας ένα μικρό σημειωματάρι του, έχει στο ταμείο της δραχμές τετρακόσιες τριάντα πέντε και πενήντα. Νομίζω πως έπρεπε να συγχωνευτούν τα δύο αυτά ταμεία.

Παρέκει, σιμά στη μαρμαρένια θερμάστρα εκαθότουν μία άλλη κυρία. Μία ψηλή δυνατή γυναίκα, ωραία και μεγάλη, με ξανθά μαλλιά, μπλεγμένα σε ζαφείρια και διαμάντια, με χοντρά κόκκινα χείλη και αστραφτερά γαλανά μάτια και με άσπρο λαιμό σα μαρμαρένιον. Το μεταξωτό σειρωτό6 καστανό φόρεμά της άφηνε να φαίνεται μέρος από τες ωραίες πλάτες της κι από τον αλαβάστρινον κόρφο της. Ήταν η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη. Ανήσυχη κι ωχρή λίγο εκοίταζε το Γιώργη Οφιομάχο, που εκείνην τη στιγμή, ενώ εχόρευε με την Ουρανία Δαφνοπάτη της εψιθύριζε κάτι στ’ αυτί χαμογελώντας. Εχτύπησε ανυπόμονα το ρυθμό της μουσικής στο γόνα της με τη βεντάλια της, βρίσκοντας πως αργούσε να τελειώσει εκείνος ο χορός κι ανυπομονώντας εκίνησε τα χείλη της σα να ’θελε να πει κάτι, στρέφοντας το βλέμμα προς τον Πέτρο Αθάνατο, που ντυμένος μ’ ένα παλιό φράκο, εκαθότουν σκεβρωμένος σιμά της και λίγο πίσω της, χωρίς να τολμά να της μιλεί και που μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη εκοίταζε σκεφτικός, χωρίς να βλέπει, τα αγκαλιασμένα ζευγάρια που επερνούσαν, παραδομένα στου χορού την ευτυχία.

Εδώ κι εκεί κι άλλος κόσμος εκουβέντιαζε ή εγελούσε χαμηλόφωνα. Σε μίαν παρά πέρα κάμαρη, που δεν ήταν μεγάλη πολύ, μα που ήταν στρωμένη μ’ ένα λαμπρό περσικό χαλί, άσπρο, πράσινο και κόκκινο και που ’χε στα δυο της παράθυρα κίτρινους ανατολίτικους μπερντέδες ήταν καθισμένοι τέσσεροι κύριοι, γύρω σ’ ένα τραπέζι, προσηλωμένοι στο παιγνίδι τους. Από τη μία μεριά ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος σκυφτός, γερασμένος μέσα στο παλιό κοκκινισμένο φράκο του, που κάθε στιγμή το διόρθωνε απάνω του σα να κρύωνε, εκοίταζε περίλυπος τα πολλά χαρτιά του. Ξάγναντά του ήταν ο ξένος χρεοκοπημένος τραπεζίτης, ο άντρας της κυρίας Θεοφανώς, ένας γέρος και κείνος φαλακρός και λυγερός με λίγα μόνο άσπρα μαλλιά στο κεφάλι και με θολά μάτια πίσω από τα βαριά χρυσά ματογυάλια του, ενώ δεξιά του εκαθότουν ο Περικλής Βαλσάμης, ένας χλωμός, συμπαθητικός κύριος ακόμη νέος, μα που συχνά εκοντόβηχε και που εφαινότουν κουρασμένος από την απελπισμένη αρρώστια του, κι αριστερά του ένας άλλος γέρος που ’χε περάσει τώρα τα εβδομήντα του χρόνια, με κάτασπρα μαλλιά, με κάτασπρα μακριά γένια, με χρυσά ματογυάλια όμορφος ακόμη, καθαρός, γέρος και μεγάλος και που ’χε φορέσει με περηφάνια τη λιβρέα της βασιλικής αυλής…

Το ρόμπερ εκείνην τη στιγμή ετελείωνε κι άρχισε άξαφνα μία αψιά συζήτηση για το παιγνίδι.

― Ατού ήταν το παιγνίδι! είπε στο σύντροφό του θυμωμένος, γιατί έχανε, ο Οφιομάχος, και πετώντας το τελευταίο χαρτί του.

― Όχι, κύριε! του αποκρίθηκε ο χρεοκοπημένος τραπεζίτης χωρίς να ταραχτεί κι εβάλθηκε να του αναλύσει το παίξιμό του, αποδείχνοντας πως οι αντίπαλοι, ενώ εκέρδιζαν, είχαν κάμει το λάθος.

Ο γέρος που ’χε φορέσει τη βασιλική λιβρέα ανάλυσε και κείνος όλο το παιγνίδι χωρίς να δώκει κανενός ούτε δίκιο ούτε άδικο κι ο Περικλής Βαλσάμης, χωρίς να πάρει μέρος στη συζήτηση εβάλθηκε να λογαριάζει τους πόντους.

Στη σάλα του χορού ωστόσο το βαλς είχε τελειώσει. Οι βιολιτζήδες εδοκίμαζαν τες χορδές του βιολιού τους. Ο Γιώργης Οφιομάχος είχε συνοδέψει την κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη στο κόκκινο σαλονάκι κι έμενε λίγες στιγμές ακόμη μαζί της και η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη είχε κοκκινήσει πρώτα, είχε ανυπομονήσει, είχε θυμώσει, είχε γελάσει με τον εαυτό της, είχε κοιτάξει τη γριά αρχόντισσα του Οφιομάχου που εκαθότουν πάντα στη θέση της αδιάφορη στην άλλη άκρη του σαλονιού κι είχε δαγκάσει παραπονεμένη το κόκκινο χείλι της, μη βλέποντας να ’ρχεται πάλι σιμά της εκείνος.

― Πήγαινε, είπε τέλος πικρά στον Πέτρο Αθάνατο στρέφοντας μόλις το κεφάλι της κι ας έρθει αμέσως εδώ ο Γιώργης!

Κι ο Πέτρος, χωρίς να της αντιλογήσει, την εκοίταξε μία στιγμή με το θολό του βλέμμα, σα να ελάτρευε μίαν εικόνα, εσηκώθηκε παρευτύς, επέρασε σκυφτός το φωτολουσμένο σαλόνι κι εσίμωσε στην άλλη κάμαρη τον νέον Οφιομάχο, που τώρα τον είχαν σμίξει οι δύο κυρίες Καλλέργη κι ο Γουλιέλμος Αρκούδης, ο γιος του περίλυπου τραπεζίτη, ένας νέος είκοσι δύο χρόνων με μακριά πόδια, με άχαρα πιθέματα, με ξυρισμένο πρόσωπο και που με την ξερή του στάση, με το ασυγκίνητο βλέμμα του, με το αγέλαστο στόμα του, εκαμάρωνε για την αγγλική ανατροφή του.

― Σε θέλει! είπε σιγαλά ο Πέτρος στον Οφιομάχο κατεβάζοντας το βλέφαρο.

Όλος ο τόπος εγνώριζε τώρα πλια κι επαραδεχότουν τον έρωτα του Γιώργη Οφιομάχου και της Αιμίλιας Βαλσάμη. Η ωραία κυρία δεν ημπορούσε ν’ αγαπά τον άρρωστον άντρα της, δεν τον είχε ποτέ της αγαπήσει και την αγάπη την είχε γνωρίσει μοναχά στην αγκαλιά του νέου Οφιομάχου. Είχε καρδιά τρυφερή και παράφορη∙ και η αγάπη την τυραννούσε, την έκανε να υποφέρει, την ανησυχούσε αδιάκοπα, της έδινε βαριές φροντίδες, εκύριευε όλη τη ζωή της. Κάθε αυγή, όταν ξυπνούσε στην κάμαρά της, όπου εκοιμότουν μονάχη της, εθυμότουν, μεθυσμένη ακόμη από τον ύπνο, πρώτον εκείνον ξάστερα ανάμεσα στες χίλιες εικόνες που παρουσιάζονται εκείνες τες στιγμές στο νου του ανθρώπου. Ο νέος της εφανερωνότουν ομπρός της με το ωραίο του ανάστημα, με το ευγενικό του χαμόγελο, με τα όμορφα μάτια του, μ’ εκείνο το σαρκερό χείλι των Οφιομάχων κι εκείνη η φαντασία αναζωογονούσε και ξαναζωντάνευε όλες τες στιγμές που επαραδινότουν τρέμοντας στον αγαπημένον άντρα, λησμονώντας σιμά του και τον εαυτό της και τον κόσμο, μέσα στα φλογερά φιλήματα, που την έπνιγαν μέσα στο βαρύ αγκάλιασμα, που το αισθανότουν ακόμη σαν έναν πόνο ηδονικό σ’ όλο το τρυφερό κορμί της, σ’ όλα της τα κόκαλα.

Και την άδραξε άξαφνα κατόπι μία πικρή, τυραννική στενοχώρια. Τι έκανε την ώρα εκείνη ο Γιώργης; Ήταν μόνος; Πού ήταν όλες τες ώρες που δεν τον έβλεπε; Τες περσότερες ώρες της νύχτας και της μέρας; Και κείνη τον ήθελε αυτές πάντα σιμά της, ήθελε να τον βλέπει στο πλευρό της, ήθελε ν’ αναπνέει και κείνος τον ίδιο αέρα, ήθελε να αισθάνεται απάνου της βαριά τη ματιά του, να ξέρει κάθε στιγμή την πικρή στενοχώρια του.

Κι έπειτα, όταν εσηκωνότουν από το κρεβάτι αργά, μία ανυπόφερτη ανυπομονησία τη συνέπαιρνε, έβαζε άνω κάτω το μυαλό της, την εξουσίαζε, ώσπου ερχότουν τέλος η διορισμένη ώρα, που ο Γιώργης εφανερωνότουν στο σπίτι της… Κι ήταν όμως η ποθητή εκείνη στιγμή πάντα πικρή για κείνην, γιατί ποτέ δεν ερχότουν εκείνος όπως τον επερίμενε, ποτέ με τη μανία και την τρυφερότητα που εκείνη αισθανότουν, δεν έβλεπε, αχ, δακρυσμένα και χαρούμενα τα μάτια του, δεν είχε υποφέρει εκείνος, δεν είχε ονειρευτεί εκείνος, δεν εποθούσε να παραδοθεί σύγκορμος στην αγάπη της!

Και κάθε μέρα οι ίδιες ιδέες, οι ίδιοι στοχασμοί, ο ίδιος φλογερός πόθος! Και παρόμοια άξαινε από στιγμή σε στιγμή η ανυπομονησία της, παρόμοια κάθε μέρα επερνούσε από τη γλυκιά θύμηση, από τη γλυκύτερη ελπίδα, σε μία μαύρη ανέλπιδη ταραχή κι ο νους της αχαλίνωτος τότες την έκανε να στοχάζεται μίαν εκδίκηση σκληρή, μία τρομερή τιμωρία, τον παντοτινό χωρισμό, την καταστροφή της για αφορμές φανταστικές και πλάνες ή την ορμήνευε να λησμονήσει την αδυναμία της αγάπης της, για να τον κάμει να δοκιμάσει της ζήλιας τα φαρμάκια ή και καλύτερα ακόμη, με μίαν αδιόρθωτη πράξη να τον βυθίσει σε μία ζοφερή πίκρα που θα βαστούσε για πάντα στην καρδιά του…

Και μ’ αυτούς τους στοχασμούς επηγαινοερχότουν στην κάμαρά της, ανάμεσα στα πολλά τα έπιπλα, νευρική, ωχρή, παρέτοιμη να κλάψει… Κάτι έκανε ν’ ανεβαίνει σαν ένα κύμα το αίμα της από την άκρη των ποδιών της ως το κεφάλι… Τι ήταν ο κρότος που άκουε στες σκάλες, στο διάδρομο, έξω από την πόρτα της; Κάποια υπηρέτρια που ανέβαινε, κάποιος που εζητούσε το Βαλσάμη… κάποιος άλλος ήταν… τι την έμελε ποιος! Α, ήταν τα πατήματά του; Τέλος τον έβλεπε στο μικρό σαλονάκι της, που ήταν δίπλα στην κάμαρά της κι ολομεμιάς αφανιζότουν κάθε στενοχώρια της καρδιάς της, κάθε τρεμούλα του κορμιού της, κάθε λαχτάρα… Ολομεμιάς εσπαρταρούσε από τη χαρά της, ελησμονούσε όλα τα πικρά τα λόγια που ’χε την απόφαση να του ειπεί, την εκδίκηση που εμελετούσε, την κακοσύνη που εγεννιότουν τότες μέσα της… όλα εχανόνταν, εσβηνόνταν σαν όνειρο, μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, που αρχινούσε τότες… μα που αχ! δε βαστούσε παρά τόσο λίγες στιγμές…

Και η ζωή της, έτσι δεν ήταν παρά αδιάκοπος κι αχόρταστος έρωτας, ένας άσβηστος πόθος, που δεν την άφηνε ούτε ώρα ούτε στιγμή να σκέφτεται ψύχραιμα κάτι που να μην είχε σκέση με την αγάπη της. Την αρρώσταινε αδιάκοπα, την εσύγχυζε η φοβερή υποψία πως ο Γιώργης, αχάριστος, έβλεπε ίσως κι άλλες γυναίκες, εδοκίμαζε κι από κείνες τη γλύκα πόβρισκε μαζί της, εσπαταλούσε μ’ αυτές τα φιλιά του… τες ευτύχιζε! Ω, θα μπορούσε να τον μισήσει θανάσιμα, αν εβεβαιωνότουν, θα πέθαινε καλύτερα, αφού δεν είχε σταθεί άξια να βαστάξει σιμά της έναν άνθρωπο με την τόση δύναμη που ’χε η αγάπη της! Κι ίσως ωστόσο ο Γιώργης το ’κανε, χωρίς αυτή να ξέρει! Η ντροπή, η αξιοπρέπεια, η κοινωνική της θέση δεν την άφηναν να τρέχει κατόπι του, να βεβαιώνεται τι έκανε ο Γιώργης, πώς εφερότουν, κι αχ! δεν είχε τη δύναμη να διαβάζει μέσα στην καρδιά του, όλα του τα σφάλματα. Έπρεπε να πιστεύει όσα της έλεγε, ανάμεσα στα φιλήματα, όσα ήθελε να της λέει και ποιος ήξερε πότε της έλεγε την αλήθεια!

Με τέτοιο πάθος η κυρία Βαλσάμη αγαπούσε τον Οφιομάχο και το πάθος της δεν έβρισκε την ίδια ανταπόκριση στην καρδιά του. Αυτή δε θα φχαριστιότουν, παρά αν και κείνος υπόφερνε τα ίδια μαρτύρια, παρά αν τον έβλεπε ν’ αψηφά γι’ αγάπη της τον κόσμο, κάθε συνήθειο, το νόμο, για να την έχει δική του, εκείνην την ωραία και νέα γυναίκα, που ήθελε να σπαρταρά από αγάπη, που ήξερε να παραδοθεί ολόκληρη στες παραδεισιακές στιγμές μιανής μέθης που αφάνιζε τον εαυτό της. Ο νους εσβηνότουν τότες και δεν εμιλούσε πλια από τα βάθη της καρδιάς της παρά  ο πόθος και ο έρωτας! Τα μάτια έβγαζαν ασυνήθιστες φλόγες, τα ρουθούνια ερουφούσαν σαν έναν άλλον ζωογόνον αέρα, το στόμα έκαιε κι εφιλούσε παράφορα, το κορμί ανατριχιασμένο ελαχταρούσε μέσα σε μία θάλασσα απέραντης ευτυχίας!

Κι ήταν αντίς η θλίψη δυνατή σαν αψύ φαρμάκι κι έμοιαζε η αναμονή της σε παράφορη τρέλα, όταν οι ώρες περνούσαν, στιγμή στιγμή, ατελείωτες, πικρές, μακρινές, γεμάτες συντριβή κι αμφιβολία! Γιατί το έκανε; Τι τον εμπόδιζε; Πότε θα τον ξανάβλεπε; Και δεν ήξερε να δώκει απάντηση στον εαυτό της, παρά μόνο υπόφερνε, εβασανιζότουν, εκαταριότουν τον τρελόν έρωτά της, που δεν είχε τη δύναμη να τον ξεριζώσει από την καρδιά της, που δεν ημπορούσε τουλάχιστο να τον κρύβει για να υποτάξει τον αχάριστο νέο!

Έτσι εβασανιζότουν συχνά η κυρία Βαλσάμη κι αυτό την έκανε να επιθυμεί, χωρίς κι η ίδια να το θέλει, το γλήγορο θάνατο του ανθρώπου που ήταν άντρας της και που ήταν το μόνο αληθινό εμπόδιο στην ερωτική ζωή της, γιατί έτσι μόνο ο Γιώργης θα μπορούσε για πάντα να ’ναι δικός της! Το μόνο εμπόδιο ήταν αυτός! Η τύχη ήθελε να μην προοδεύει αρκετά γλήγορα η αρρώστια του ανθρώπου εκείνου, που όμως είχε όλες τες καλοσύνες μαζί της, που προσπαθούσε να σβήνεται μπροστά της, μπροστά στη θέλησή της, αναγνωρίζοντας ο δόλιος πως δεν είχε πλια δικαιώματα στη ζωή, πως έφταιγε κείνος για τες συμφορές του! Και την άφηνε ελεύθερη κοιτάζοντας με καρτερική συμπάθεια την ορμή του νέου της πάθους, τη ζωοδότρα δύναμη που η αρρώστια του την αρνιότουν και με γλυκύπικρη υπομονή ανάμενε το τέλος…

Κι είχε αποδεχτεί η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη τη σκοτεινή εκείνη θυσία, την ταπεινή αυταπάρνηση του ανθρώπου που ήταν διορισμένος του θανάτου και που έβλεπε τη ζωή μέσα από έναν κόσμο όχι πλια δικόν του. Μα εκείνο που την εφόβιζε, ήταν η αβέβαιη υποψία πως το μαρτύριο της αγάπης μπορούσε να λάβει τέλος και κείνο, πως η ίδια της η αγάπη θα μπορούσε με τον καιρό να χάσει την πρώτη της φλόγα, ν’ αδυνατίσει, να λιγώσει, να σβήσει και να μη γεννά πλια τον ακράτητον πόθο που μεθά την ψυχή και συναρπάζει όλο το είναι!

Μα τώρα εκεί στο χορό, αυτήν τη στιγμή που τον ήξερε στη συντροφιά μιανής άλλης, που τον εφανταζότουν αλλιώς ευχαριστημένον, εδοκίμαζε πάλι σκληρές στενοχώριες, άκουε πάλι την καρδιά της ν’ ανησυχεί και να χτυπά, καταλάβαινε πως τα μάτια της έπαιρναν την ασυνήθιστη λάμψη τους και κάπου κάπου λησμονούσε πως εβρισκότουν ανάμεσα σε τόσον κόσμο ανάμεσα σε μάτια παρέτοιμα να την παρατηρήσουν. Κι ο νους της εδούλευε ωστόσο: Πώς ήταν δυνατό η καρδιά της να φλέγεται από το πάθος, η σκέψη της να ’ναι γεμάτη από τον εαυτό του κι εκείνος αντίς, να την ξεφεύγει, να βρίσκει ξεφάντωση με άλλες κυρίες ή να επιθυμεί ίσως κιόλας καινούριες αγάπες; Πώς μπορούσε να θέλει να διασκεδάζει αλλού παρά εκεί όπου ήταν η ίδια, αλλιώς παρά με το στοχασμό της παρά με τη μία την καθολική σκέψη της αγάπης της; Και γιατί ήταν ο έρωτας άδικος; Γιατί δεν εμοίραζε το χέρι του ζυγιασμένην ίσια την αγάπη, δίνοντας σε δυο καρδιές όμοιον τον πόθο, όμοιαν τη δίψα, όμοιαν τη θέληση της θυσίας, αλλά αντίς, από τους δύο ερωτευμένους ο ένας πάντα αγαπούσε κι ο άλλος αγαπιότουν μονάχα, ο ένας υπόφερνε κολασμένα κι έμενε λίγο μόνο λαβωμένος ο άλλος, έχοντας νου και γνώση για κάθε ενέργεια, για κάθε σκέψη, για κάθε αγώνα, γιατί για τούτον η αγάπη δεν ήταν παρά ένας συντελεστής του όλου μιανής αρμονικής ζωής μέσα σ’ έναν αρμονικόν κόσμο! Γιατί ο έρωτας ήταν άδικος τόσο;

Αυτή η σκέψη εγέννησε μέσα στην καρδιά της έναν κρυφόν πόνο, που την ανάγκασε να δαγκάσει το χείλι της και ν’ ανοιγοκλείσει τα ματόφυλλά της. Θα ’ρχότουν τέλος πάντων ή όχι; είπε με το νου της θυμώνοντας. Ω, θα ’ρχότουν βέβαια κι όλην εκείνην τη νύχτα θα ’ξερε αυτή πώς να τον τιμωρήσει! Όλο διώχνοντάς τον από σιμά της, δε θα τον άφηνε να της ξεφύγει, δε θα τον άφηνε πλια να χορέψει και θα ’ξερε βέβαια να του χαλάσει κάθε στιγμή χαράς. Κι ανυπομονούσε πάλι: Γιατί δεν ερχότουν λοιπόν γλήγορα; Θα ’πρεπε η ίδια να σηκωθεί μπροστά σ’ όλον εκείνον τον κόσμο; Μα γιατί δεν ξαναρχότουν τουλάχιστο αμέσως ο Πέτρος; Ή μήπως ο Γιώργης έπαιρνε από κείνο το βράδυ την απόφαση να μην της υποτάσσεται πλια, μην την εζήλευε τη λευτεριά του, παρέτοιμος ίσως τώρα ν’ αρχίσει κάποιο άλλο ειδύλλιο και τ’ άρεσε ίσως η όμορφη η γυναίκα του Αρχάγγελου Δαφνοπάτη, που δεν ήταν στον πρώτο της έρωτα;

Με αφηρημένο ύφος αποκρίθηκε σ’ έναν κύριο, που μ’ ευγένεια την προσκαλούσε να χορέψει, ένα όχι ξερό, χωρίς και να μπορέσει να του χαμογελάσει τουλάχιστο, γιατί αυτήν τη στιγμή το βλέμμα της όλο εκοίταζε την πόρτα του μικρού κόκκινου σαλονιού. Εκεί, εμάντευε, εκεί πίσω από αυτήν την πόρτα ήταν ο Γιώργης! Ας τολμούσε να ’ναι άπιστος! Ας εξακολουθούσε να χαρίζει δεξιά αριστερά χαμόγελα σε κυρίες και κορίτσια! Ας ετολμούσε!

Μα τώρα ο Γιώργης είχε φανεί! Ήταν γελαστός κι αδιάφορος. Εμιλούσε ήσυχα με τον Πέτρο. Τι έλεγαν αναμεταξύ τους οι δύο νέοι; Μια στιγμή η κυρία Βαλσάμη ενόμισε πως ο Γιώργης ήταν πάλι παρέτοιμος να πιάσει την ίδια κυρία, που ’χε τώρα φανεί κι εκείνη σιμά τους, και να ριχτεί μαζί της στο χορό! Το αίμα της ανέβηκε στο κεφάλι∙ των ποδιών τα νεύρα έκαμαν ένα κίνημα, που το αγρίκησε σαν πόνο, θέλοντας να τη σηκώσουν από τη θέση της, μα μπόρεσε να βασταχτεί κι ανανοήθηκε μόνο με πικρό παράπονο πως εκείνο το βράδυ πρώτη φορά ο Γιώργης της εσήκωνε επανάσταση, πρώτη φορά έβλεπε πόσο λίγη ήταν η αγάπη του…

Μα η μουσική άρχιζε κιόλας να παίζει. Πολλά ζευγάρια αγκαλιασμένα είχαν βαλθεί ρυθμικά να χορεύουν και η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη είδε ολομεμιάς πως η άλλη γελώντας επιανότουν στο χορό με τον Πέτρο Αθάνατο κι είδε το Γιώργη να ’ρχεται αφρόντιστα σιμά της.

Εχαμογέλασε κρυφά.

― Χορεύουμε; της είπε καλότροπα ο Γιώργης σιμώνοντας και χαμογελώντας κι εκείνος.

― Όχι! του αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον στα μάτια, αλλά κάθισε εδώ σιμά μου! Και του ’δειξε μίαν καρέκλα.

Ο Γιώργης δεν της αποκρίθηκε και την υπάκουσε χωρίς δυσκολία. Την εκοίταξε έπειτα κι εκείνος κι εχαμογέλασαν και οι δύο βλέποντας ο ένας του άλλου τον ίσκιο μέσα στα μάτια τους. Είχε καλή όρεξη ο Γιώργης∙ και της εδιηγήθηκε αμέσως τα νέα που ’χε ακούσει εκείνο το βράδυ και που εσυγκινούσαν όλην τη χώρα: ένας γάμος είχε κλείσει κι οι γαμπροί εχόρευαν εκείνο το βράδυ αντάμα.

Μα η κυρία Βαλσάμη έκαμε πως δεν άκουσε. Τον εκοίταξε πάλι με ανήσυχο βλέμμα και του ’πε:

― Μα γιατί και μ’ εκείνην; Ω, δε θέλω… δε θέλω!

Και το μάτι της έλαμψε.

Ο Γιώργης την εκοίταξε σα με παράπονο.

Από τρία χρόνια τον εβαστούσε σκλάβο σιμά της και τα δεσμά του εγενόνταν τώρα ολοένα σφιχτότερα… και δεν έχει τη δύναμη να επαναστατήσει ενάντια σ’ εκείνην τη σκλαβιά κι ας μην ήταν εκείνη ούτε η πρώτη, ούτε η μόνη του αγάπη. Τον εβαστούσε με την ασυνήθιστη ομορφιά της, με την ορμή του πάθους της, με την αχόρταγη, θερμή και δυνατήν αγάπη της, με τα μάγια του κόκκινου και υγρού χειλιού της, που ήταν πάντα παρέτοιμο να φιλήσει, με το θεϊκό της παράστημα, με τα ξανθά μαλλιά της, με το μαρμαρένιο λαιμό της… και η δυνατή της θέληση τον εκυβερνούσε, τον είχε κάμει δικό της, χωρίς βούληση ελεύθερη και συχνά χωρίς λογικό. Κι αυτήν την εξουσιάστρα θέλησή της την έβλεπε παντού ολόγυρά της, στον άρρωστον άντρα της που επαραδεχότουν χωρίς παράπονο την αξιοδάκρυτη τύχη του, σα να ’ταν έτσι το φυσικό, σα να μολογούσε, ο δόλιος, μπρος σ’ όλον τον κόσμο πως έφταιγε εκείνος μόνο για τη συφορά του, στον Πέτρο Αθάνατο, τον παράξενον άνθρωπο που μέσα στο μυαλό του εξενύχιζε τα πλιο βαθιά προβλήματα της ανθρώπινης διάνοιας και που επαραδεχότουν ως κι εκείνος σαν κάτι ανώτερο από μίαν ανθρώπινη θέληση το βαρύ ζυγό της, μόνο και μόνο, για να μπορεί με θαυμασμό να κοιτάζει το αρχαγγελικό κορμί της και να αναπνέει το μύρο που εχυνότουν από το σώμα της, ζητιάνος της αγάπης που εμηδένιζε το είναι του χωρίς ελπίδα, και τέλος σ’ όλην την κοινωνία, σε φτωχούς και σε πλούσιους που εσεβόνταν όλοι το πάθος της, εσυχωρούσαν εύκολα σ’ αυτήν ό,τι θα ’ταν σφάλμα βαρύ για τους άλλους κι εκοίταζαν με συμπάθεια την ωραία γυναίκα, χωρίς να τολμά κανείς να την κατακρίνει, σα να αναγνώριζαν όλοι πως αληθινά εκείνη ήταν το ανώτερο πλάσμα που ανάγκη δεν είχε να παρακολουθεί τους παραδεγμένους ηθικούς νόμους ή να υποτάσσεται στην ψεύτρα υποκριτική αρετή που εσκλάβωνε όλους τους άλλους.

Αναστέναξε ο Γιώργης∙ και κείνη που ’χε ησυχάσει τώρα, γιατί ήταν σιμά της, του ’ριξε μία χαϊδευτική ματιά και του χαμογέλασε με την άκρη του υγρού χειλιού της. Οι ματιές τους ανταμώθηκαν. Μία στιγμή για τον Γιώργη δεν ήταν παρά εκείνη, σ’ όλο το μεγάλο σαλόνι∙ όλοι οι άλλοι αφανιζόνταν. Το αίμα του ανέβηκε θερμό από τα νύχια των ποδιών ως το κεφάλι και το μάτι του εδάκρυσε από τον πόθο που μέσα στην καρδιά του εκοιμότουν δυνατός τόσο, όσο την πρώτη φορά που ’χε γρικήσει σιμά του τη μαγεύτρα ζέστη του πανώριου κορμιού της.

Κι αυτή τον εκατάλαβε.

Και τώρα του ’πε γλυκά:

― Εγώ έστειλα το Γουλιέλμο Αρκούδη να χορέψει τη Λουίζα.

Και του ’δειξε με τη φιλντισένια βεντάλια της τους δύο νέους που ζωηρά εστριφογύριζαν.

Και ξακολούθησε:

― Θα τον παρουσιάσουμε έπειτα στη μητέρα σου. Είναι περίφημος… περίφημος για τη Λουίζα! Μα η Ευλαλία, γιατί κάθεται στην άκρη;

― Ο Άλκης, της απάντησε σκεφτικός και φχαριστώντας την με το βλέμμα, δεν είναι ακόμα εδώ… κι είπε πως θα ’ρθει. Στενοχωριέται πολύ, γιατί ο γιατρός επιμένει κι αυτή δεν μπορεί να πειστεί.

― Πρέπει να τον πάρει! του αποκρίθηκε κουνώντας πικρά το κεφάλι. Ας μην πάθει κι αυτή με τον Άλκη ό,τι και γω με το Βαλσάμη.

Κι ο Γιώργης εσυλλογίστηκε πως αληθινά η Αιμίλια Βαλσάμη τον αγαπούσε, με αγάπη χωρίς διάφορο κανένα. Έπαιρνε μέρος στες στενοχώριες όλες του σπιτιού του που τες υποψίαζε, χωρίς ποτέ να του μιλεί για κείνες∙ εφρόντιζε, χωρίς να φαίνεται, για την ξεπεσμένη φαμίλια του, τον ελάτρευε τον ίδιον. Τι περισσότερο ήθελε από την αγάπη μιας γυναίκας και μιας τέτοιας γυναίκας; Γιατί δεν της επαραδινότουν κι αυτός χωρίς δισταγμό και χωρίς βάρος στη συνείδηση του; Γιατί εθεωρούσε πάντα πρόσκαιρον εκείνον το δεσμό; Και τι θα ’κανε άλλο καλύτερο; Ήταν τώρα είκοσι οχτώ χρόνων κι άχρηστα είχε σπαταλήσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής του, ακολουθώντας τυφλά μία φυσική και κληρονομική αηδία για κάθε έργο προσοδοφόρο, για κάθε επάγγελμα που θα του ’δινε υποχρεώματα και φροντίδες. Κι έτσι έμενε άχρηστο και λησμονημένο σε κάποιο συρτάρι το ωραίο δίπλωμα, που ’χε φέρει από τη Μητρόπολη της ανθρώπινης σοφίας, όπου είχε σπουδάσει, όπου είχε διασκεδάσει με νέους και με νέες όχι λίγο, βοηθώντας σ’ αυτόν τον τρόπο κι αυτός τον ξεπεσμό του σπιτιού του. Μα όλες εκείνες τες τρελές περιπέτειες τες εθυμότουν πάντα με συμπάθεια κι εύκολα τες εσυχωρούσε μακρόθυμος στον εαυτό του. Πέντε χρόνους είχε μείνει στα ξένα κι είχε γυρίσει με μεγάλα όνειρα καταχτητή, που γλήγορα όμως είχαν διαλυθεί μπροστά του και που τώρα πλια δεν του ερχόνταν μήτε στο νου του, γιατί η τύχη τον είχε σταματήσει στα πρώτα του πατήματα. Από το χαραχτήρα του έλειπε η δραστήρια ενέργεια… Ήταν τότες μαθημένος ακόμη από το ρυθμό της ζωής της μεγάλης πολιτείας κι εστενοχωριότουν στο μικρό του τον τόπο, που τες ομορφιές του τα μάτια του είχαν ξεσυνηθίσει να τες βλέπουν κι αυτήν την κρίσιμη στιγμή της ζωής του είχε γνωρίσει από σιμά την Αιμίλια Βαλσάμη και η ομορφιά της τον είχε αμέσως μαγέψει. Την έβλεπε στο δρόμο με τον άντρα της, που από τότες ήταν άρρωστος, χλωμός και σκεβρωμένος και με τον Πέτρο Αθάνατο, που επήγαινε μαζί της κι εκείνος, μόνο και μόνο για να αναπνέει το βάλσαμο του κορμιού της, κι από τότες του ’χαν κάμει εντύπωση βαθιά τα υγρά της χείλη, το αρχαγγελικό της παράστημα και τα χρυσά μαλλιά της κάτω από το φτεροπλούμιστο καπέλο της. Κι από τότες είχε ακούσει πως δεν είχε ποτέ της αγαπήσει τον άρρωστο άντρα της και πως διψώντας μία βαθιά και αληθινή αγάπη, είχε κιόλας γελαστεί περισσότερες φορές κι είχε διώξει έναν έναν τους άντρες που δεν ήξεραν ή δεν ήθελαν να την αγαπήσουν.

Και την είχε απαντήσει σ’ ένα δείπνο του πολιτικού που εγινότουν κάθε τόσο υπουργός και που ήθελε να συγκεντρώσει γύρω του τους μορφωμένους νέους του τόπου. Τον είχαν βάλει να καθίσει σιμά της. Εφορούσε εκείνο το βράδυ το μαύρο βελουδένιο της φόρεμα, που ο Γιώργης δεν το ’χε ποτέ λησμονήσει και που άφηνε να φαίνεται ως τον κόρφο ο μαρμαρένιος λαιμός της∙ μία διαμαντένια στηθοβελόνα το βαστούσε όσο έπρεπε κλειστό και τα χρυσά μαλλιά της ήταν και τότες πλουμισμένα, όπως απόψε, με μπλάβα ζαφείρια και μ’ αστραφτερά μπριλάντια.

Το δείπνο όμως εκείνο είχε τελειώσει σαν ένα όργιο αρχαίο. Όλα ήταν αναμμένα από το κρασί κι από τες ευφρόσυνες ομιλίες. Κι ο σπιτονοικοκύρης, χωρίς να χάσει την ψύχραιμη όψη του, χωρίς να πάψει τες χαριτωμένες κουβέντες του, είχε βάλει στα γόνατά του το πόδι της κυρίας που εκαθότουν σιμά του, αρχίζοντας έτσι ένα καινούριο και πρόσκαιρο ειδύλλιο. Κι αυτή ήταν η κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη, η γυναίκα του πολιτικού του αντιπάλου, που από τότες ήταν κιόλας περίφημος για τες εκλογικές αποτυχίες του και τη νωθρότητά του και που ήταν κι αυτός καθισμένος στο ίδιο τραπέζι κι ερωτοτροπούσε μακάρια με του σπιτιού το κορίτσι, μίαν παιδούλα ζωηρή, δεκαπέντε χρόνων, που ’χε κιόλας συνηθίσει σ’ εκείνην τη βαριά ατμόσφαιρα. Η σπιτονοικοκυρά ξάγναντά του, μία σαραντάρα λιανή γυναίκα, εκουβέντιαζε ελεύτερα με τον όμορφο γέρο, που ’χε φορέσει τη βασιλική λιβρέα κι έκανε πως άκουε προσεχτικά κάποιο σκάνταλο της αυλής, που χαμηλόφωνα, πονηρά και μ’ ελεύτερη γλώσσα, εκείνος της ιστορούσε, ενώ ο αδερφός του ανδρός της, ένας γερασμένος κύριος με ξεθωριασμένες φαβορίτες, που ’χε δοκιμάσει κι αυτός την αγάπη της κυρίας Ουρανίας και που καταλάβαινε, την εκοίταζε με ζηλότυπο βλέμμα. Κι ήταν εκεί και δύο τρεις άλλες κυρίες κι ο άρρωστος Βαλσάμης, που σιωπηλά εφιλοσοφούσε, και ο Πέτρος Αθάνατος με το εκστατικό και περίλυπο βλέμμα του κι ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης, που σπάνια εκατάφερνε να λέει και κείνος το λόγο του∙ μα η Αιμίλια ήταν σαν η θεά μέσα σ’ εκείνο το δείπνο, μεγάλη, περήφανη, λαμπρή, λατρεμένη απ’ όλους και μοιάζοντας σ’ ένα άγαλμα της Δημόσιας Αφροδίτης.

Αυτός ο ίδιος ο Γιώργης είχε καταλάβει τα πάντα με αγανάχτηση, γιατί είχε σκύψει μια στιγμή να σηκώσει την πετσέτα, που επίτηδες η κυρία Αιμίλια την είχε αφήκει να της πέσει χάμου κι είχε κοιτάξει, μην πιστεύοντας τα μάτια του, ολόγυρά του. Όλος εκείνος ο κόσμος εζούσε και ανάπνεε αυτήν την στιγμή κυριεμένος από μία δυσκολοκράτητη επιθυμία, από μία δίψα έρωτα που εμεταδινότουν από τον έναν στον άλλον και που εφαινότουν σ’ όλα τα μάτια. Η κυρία του σπιτιού του ’ριξε μία παράξενη ματιά, σα να ’θελε να του ειπεί πως ήξερε και κείνη τι εγενότουν κι από κείνην τη στιγμή ο Γιώργης δεν άκουε πλια τους παράξενους λόγους πόλεγε ο σπιτονοικοκύρης πλέκοντας τον πανηγυρικό της τελευταίας υπουργίας του, όταν είχαν αγοραστεί τα λαμπρά καράβια που έμελλαν να καταστήσουν το αξιοθρήνητο βασίλειο την κυριότερη ναυτική δύναμη της Ανατολής, εκοίταξε κατάματα την κυρία Αιμίλια, που ακουμπούσε σιωπηλή κι αδιάφορη στην καρέκλα της και που του απάντησε μ’ ένα θαρρυντικό χαμόγελο, κι αισθάνθηκε μίαν ανατριχίλα στο κορμί του, γιατί ο πόθος τον ενικούσε και κείνον. Άρχισε μαζί της μία ζωηρή συνομιλία, το γόνα του άγγιξε το δικό της και μια ανατριχίλα εδιάβηκε πάλι από το σώμα του. Λίγο λίγο επήρε περισσότερο θάρρος κι εκείνο το βράδυ, σ’ εκείνο το σπίτι, εκατάλαβε πως η ωραία γυναίκα, αργά ή γλήγορα, έπρεπε να γίνει ίσως για πάντα δική του.

Κι έπειτα ακολούθησε ένας καιρός αναμονής κι ελπίδας. Ο έρωτάς της τον είχε κυριέψει. Δεν εζούσε παρά για κείνην, δεν έβλεπε παρά εκείνην μονάχα στον κόσμο. Αλλά τέλος μίαν ημέρα στο σπίτι της η κυρία Αιμίλια Βαρσάμη είχε παραδώκει το φλογερό κορμί της, ανάμεσα σε χτυποκάρδια, δάκρυα κι αναστεναγμούς, νικημένη ως κι εκείνη από τον έρωτα.

Κι είχαν περάσει από τότες τρία ολάκερα χρόνια!

― Ας τον πάρει, ξανάπε στον Γιώργη η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη∙ οι πλούσιοι μόνο μπορούν να κάνουν ό,τι θελήσουν.

Κι αυτήν τη στιγμή ήρθε σιμά τους η κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη, μεγαλόπρεπα κάνοντας να τρίζει το μεταξωτό φόρεμά της. Δύο άλλες κυρίες την είχαν ακολουθήσει.

― Θα λάβετε μέρος, είπε, στο μπαζάρ του Βρεφοκομείου; Αρχίζει την άλλη Κυριακή. Οι κυρίες εδώ είναι της επιτροπής.

Η κυρία Βαλσάμη εσήκωσε τες γυμνές της πλάτες, μη λέγοντας ούτε ναι ούτε όχι κι έπειτα από μία στιγμή η κυρία Θεοφανώ καθίζοντας σιμά της και κοιτάζοντας πότε το Γιώργη και πότε εκείνην, την ξαναρώτησε με προστατευτικό ύφος:

― Κι απόψε πώς δε χορεύετε;

― Ίσως έπειτα από το δείπνο, της απάντησε η κυρία Βαλσάμη, ρωτώντας μ’ ένα χαμόγελο το Γιώργη. Είχα ένα μικρό βάρος στο κεφάλι, αλλά πέρασε τώρα.

Η μουσική είχε σταματήσει κι ο χορός είχε διακοπεί. Μαυροντυμένοι κύριοι, γελαστοί κι ιδρωμένοι λιγάκι, εσιργιάνιζαν στο μεγάλο σαλόνι, δίνοντας το χέρι σε πλουσιοντυμένες κυρίες∙ κι ο Πέτρος Αθάνατος ξαναβρέθηκε τότες σιμά στην κυρά του, ταπεινός, λυπημένος, ντροπαλός, προσμένοντας μόνο το χαμόγελό της.

― Στο κόκκινο σαλονάκι, είπε, είναι και ο Άλκης.

― Α, ήρθε! του απάντησε η κυρία Βαλσάμη, πλερώνοντάς τον τέλος μ’ ένα χαμόγελο που τον έκαμε να κατεβάσει τα μάτια.

Ο Γιώργης εσηκώθηκε, της εξήγησε πως έπρεπε να σμίξει το φίλο του κι εκείνη τον άφηκε να φύγει χωρίς δυσκολία.

― Είναι μία ατυχία, ξανάπε σε μία στιγμή της κυρίας Θεοφανώς η Αιμίλια Βαλσάμη∙ είναι μία ατυχία… η Ευλαλία, η αδερφή του έχει μεγάλον έρωτα για τον Άλκη, μα δε θα τον πάρει.

― Δε θα τον πάρει; είπε πάλι προστατευτικά η κυρία Θεοφανώ∙ και γιατί παρακαλώ; Υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες; Μα αυτές είναι οι μόνες που διορθώνονται, αρκεί να θέλει σοβαρά ο Άλκης. Σε λίγο ο αγαπητός μας συμπολίτης και φίλος μας ξαναγίνεται υπουργός και δε θ’ αδικήσει βέβαια τον Άλκη. Το κράτος, φωνάζουν όλη μέρα αυτοί οι κύριοι, έχει ανάγκην από καλούς υπαλλήλους σ’ όλους τους κλάδους. Μα τώρα θα μπορούσα ν’ αναλάβω εγώ αυτήν την υπόθεση, αρκεί να θελήσει.

― Είναι κι άλλα προβλήματα, αποκρίθηκε η κυρία Βαλσάμη συλλογισμένη.

Και άξαφνα ο Πέτρος Αθάνατος εγέλασε σαρκαστικά με το άσκημο γέλιο του.

― Ο Άλκης! Ο Άλκης, είπε. Μα ας μη σαλευτούν μόνο τα παραδεγμένα. Δε θα κάμει ούτε αυτός ό,τι θέλει, δε θά ’βρει τη δύναμη! Όπως ούτε και γω, ό,τι μου ’λεγε ο νους μου! Ω, Αιμίλια! χα, χα ο νους! Μα ο νους δεν είναι παρά παράσιτο μέσα σ’ έναν οργανισμό καμωμένον από πρώτα. Δεν είναι ο νους η ζωή. Η ζωή είναι κάτι μωρότερο, κάτι πλιο αληθινό, που ποθεί κι υποφέρει. Μας λείπει η δύναμη και λείπει το χρήμα και περνά έτσι ο καιρός κι η ζωή μας! χα, χα!

Η κυρία Θεοφανώ ανησύχησε με την ιδιότροπη ομιλία του κι εσηκωνότουν για να φύγει. Μα η Αιμίλια Βαλσάμη την εσταμάτησε, πιάνοντάς της το χέρι.

― Ξανάρχισες; του ’πε γελώντας και μαλώνοντάς τον. Δεν ξέρεις πως ομιλίες τέτοιες δε γίνονται μπρος στον καλόν τον κόσμο; Δε σου το είπα; Αλλά μίαν άλλη φορά δε θα σ’ αφήκω να με συνοδέψεις.

Ο Πέτρος κατέβασε λυπημένος το βλέμμα του κι εσώπασε. Ο χορός είχε ξαναρχίσει∙ η μουσική έπαιζε σε γοργό ρυθμό και τα ζευγάρια επερνούσαν στροβιλίζοντας από μπρος τους κι έτριζαν τα μεταξωτά φορέματα κι ακουόνταν τα πόδια που εγλιστρούσαν στο κερωμένο πάτωμα κι άστραφταν στο φως τα πετράδια. Και οι δύο κυρίες είδαν εκείνην τη στιγμή να ’ρχεται προς το μέρος τους ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης που από μακριά τους χαμογελούσε ιδιόρρυθμα το κορμί του.

Η κυρία Βαλσάμη φιλικά τον εχαιρέτησε και τον έβαλε να καθίσει σιμά της. Κι έπειτα του ’πε:

    -Θα λάβετε μέρος, γιατρέ, στο μπαζάρ της κυρίας Χρυσοσπάθη;

― Κάτι επρόσφερα και γω! είπε χαμογελώντας ντροπαλά ο γιατρός και κοιτάζοντας με το άτονο βλέμμα του το νταβάνι.

Η κυρία Θεοφανώ εκούνησε φιλικά το κεφάλι βεβαιώνοντας την αλήθεια.

― Ωραία! τ’ αποκρίθηκε πάλι η κυρία Βαλσάμη, βλέποντας πως επρόσμενε τον έπαινο∙ και σε μία στιγμή τον ξαναρώτησε:

― Τόσο γλήγορα σας εκούρασε ο χορός; Και του χαμογέλασε.

― Χορεύω λίγο, της είπε σα με παράπονο∙ και η κυρία Ευλαλία… θα ξέρετε βέβαια. Μου επρόβαλε κατηγορηματικά την άρνησή της. Τι θα γίνει; Σ’ αυτόν τον κόσμο πρέπει κανείς να οπλίζεται με υπομονή. Ο δυνατότερος είναι εκείνος που κερδίζει. Έχει βέβαια δίκιο ο Δαρβίνος.

― Είναι αδιάθετη τώρα, είπε βιαστικά η κυρία Αιμίλια∙ είναι κάμποσες μέρες πόχει χάσει την όρεξη.

Ο Πέτρος Αθάνατος εγέλασε πάλι.

― Μα θα χορέψει, είπε σιγά της κυρίας Θεοφανώς χωρίς να τον ακούσουν οι άλλοι. Θα την ιδείτε.

Η κυρία Βαλσάμη του ’ριξε μία ματιά θυμωμένη, που τον έκαμε να σωπάσει. Κι ο γιατρός ωστόσο της απαντούσε, χαϊδεύοντας το γενάκι του που δεν ήθελε ν’ ασπρίσει, ενώ με το άτονο βλέμμα του εκοίταζε πονηρά τον Πέτρο.

― Ο σύζυγός της θα της δώκει αμέσως φαιδρότητα, ο σύζυγός της, που δε θα είναι βέβαια επαίτης! Οι ωραίες γυναίκες οφείλουν να είναι ο στολισμός του σπιτιού του πλούσιου αντρός. Σ’ αυτόν τον τρόπο μόνον εξευγενίζεται μία οικογένεια… και μάλιστα η ωραία γυναίκα δεν παθαίνει καμία ζημία από αυτήν την προτίμηση, αφού ο σκοπός της ζωής δεν είναι βεβαίως άλλος παρά η ευδαιμονία και τα εβδομήντα πέντε εκατοστά τής ευτυχίας αποτελούνται από την οικονομικήν ακμή, που είναι το προνόμιο των ολίγων.

― Και που συχνότατα δεν το αξίζουν, είπε πειραχτικά ο Πέτρος.

― Η κοινωνία, είπε ο γιατρός κοιτάζοντάς τον ατάραχος και μ’ ένα σαρκαστικό χαμόγελο, η κοινωνία, ετόνισε, είναι ευτυχώς πολύ σταθερά θεμελιωμένη. Οι κοινωνικοί νόμοι είναι νόμοι φυσικοί και κανένα βέβαια παραλήρημα δεν τους σαλεύει. Ας παρατηρήσομε τι γίνεται: στη φύση, που είναι ο μεγάλος διδάσκαλος. Είναι άδικη με τα άτομα και όχι μόνο με τους ανθρώπους και τα επίλοιπα μαστοφόρα αλλά και με όλα τα άλλα ζώα και με τα φυτά… ως και με τα μόρια της ανόργανης ύλης. Τίς οίδε, ποιοι είναι οι νόμοι που κυβερνούν ό,τι ονομάζεται τύχη!

Κι εγέλασε.

― Έχει πολύ δίκιο! επαίνεσε η κυρία Θεοφανώ που ήταν γνωστή για τα συντηρητικά της φρονήματα.

Ο Γουλιέλμος Αρκούδης, ο γιος του τραπεζίτη, ο νέος με το ξυρισμένο πρόσωπο που επρόδινε την αγγλολατρία του, ήρθε αυτήν τη στιγμή σιμά τους και αφού εχαιρέτησε ταπεινά τες κυρίες είπε με δύσκολη παραλλαγμένη προφορά:

― Κυρία Βαλσάμη, μην το λησμονάτε∙ θα με παρουσιάσετε απόψε στην κυρία Οφιομάχου. Μου το υποσχεθήκατε!

― Αμέσως, του απάντησε μ’ ένα χαρούμενο χαμόγελο κι εσηκώθηκε από την πολυθρόνα της. Εχαιρέτησε με το κεφάλι το γιατρό, εχαμογέλασε της κυρίας Θεοφανώς κι εκίνησε προς την άκρη της κάμαρας, όπου εκαθότουν ακόμη ταπεινά αποτραβηγμένη η κυρία Οφιομάχου, μιλώντας κάπου κάπου με τη χήρα κυρία για τα πράματα του καιρού τους, που τώρα ο νέος κόσμος ήθελε να τα λησμονήσει και μαζί με την Ευλαλία που δεν εμιλούσε. Τώρα ήταν εκεί και η Λουίζα που μια στιγμή πρωτύτερα είχε χωριστεί από το Γουλιέλμο Αρκούδη.

Ο Πέτρος Αθάνατος τότες εμπήκε στο κόκκινο σαλονάκι κι εκείνος και ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης ξακολούθησε να κουβεντιάζει με την κυρία Θεοφανώ.

Τώρα η κυρία Βαλσάμη εχαιρέτησε με σέβας τη γριά αρχόντισσα, που την αντιχαιρέτησε φιλικά, σα να ’βρισκε φυσική ως κι εκείνη τη σκέση της με τον υγιο της και σα να την ευχαριστούσε για την προστασία της. Και της είπε:

― Εδώ είναι, κυρά μου, ο Γουλιέλμος Αρκούδης, ο γιος του τραπεζίτη, ένα νέος καθώς πρέπει, πολύ πολύ καλός.

― Τον έχουμε ακούσει, αποκρίθηκε η γριά κυρία μ’ ένα χαμόγελο, δείχνοντάς του μίαν καρέκλα σιμά στη Λουίζα, ενώ ο Αρκούδης έσκυφτε βαθιά το κεφάλι. Οι γιοι μου τόνε γνωρίζουν. Καθίστε, κύριε Αρκούδη, κάθισε Αιμίλια.

Εκάθισαν κι οι δύο κι άνοιξαν αμέσως κουβέντα.

Η Λουίζα εμιλούσε τώρα κατά μέρος με το Γουλιέλμο, η γριά αρχόντισσα ερωτούσε την Αιμίλια για κάποιον κύριο που εδιάβαινε από μπρος τους και που τον εγνώριζαν.

Σε λίγο ήρθε βιαστικός σιμά τους και ο Σπύρος Οφιομάχος, κοιτάζοντας γύρω του:

― Μην είδατε, ερώτησε αμέσως ανήσυχος την Ανδρομάχη; (Έτσι έλεγαν την άσκημη θυγατέρα του Αστέρη.)

― Όχι! του αποκρίθηκε με συστολή η μητέρα του, ενώ η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη εβάλθηκε να γελάει. Όχι, αλλά κάθισε λίγο μαζί μας.

― Δεν ξέρω πού κρύβεται! ξανάπε εκείνος παρέτοιμος να ξαναφύγει και σα να ’χε θυμηθεί κάτι, ξανάπε: Στο κόκκινο σαλονάκι ο γέρος Ιουστινιάνης, εξετρέλανε στην κουβέντα τον Άλκη. Δεν τον αφήνει να του φύγει. Κι εγέλασε κι εκοίταξε γύρω του αναζητώντας ακόμη την άσκημη θυγατέρα του Αστέρη.

― Α, ήρθε! είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο η Ευλαλία, κάνοντας ένα κίνημα σα να ’θελε να σηκωθεί από την καρέκλα της.

― Και ο πατέρας σου, Σπύρο; ερώτησε η μάνα ανήσυχη.

― Παίζει! της αποκρίθηκε γελώντας και ρίχνοντας πάλι τριγύρω τα μάτια του.

― Θα χάσει, θα χάσει, είπε η αρχόντισσα μ’ ένα σύγνεφο στο μέτωπο, ενώ ο Σπύρος έφευγε τώρα.

Η μουσική δεν έπαιζε πλια κι εσιργιάνιζαν πάλι στο σαλόνι κυρίες και κύριοι ζευγάρια ζευγάρια. Και από την άλλην κάμαρα εβγήκαν οι τέσσεροι που είχαν βαρεθεί το παιγνίδι τους. Ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος μικρός, σα κρύωνε, μέσα στα παλιωμένα κοκκινισμένα μαύρα του ρούχα και μ’ ένα χαμόγελο πικρό στα χοντρά κόκκινα χείλη του, ο όμορφος και καθαρός γέρος με τη μεγάλη γενειάδα, που ’χε φορέσει περήφανα τη βασιλική λιβρέα, ο χρεοκοπημένος τραπεζίτης Χρυσοσπάθης κι ο Περικλής Βαλσάμης, ωχρός, κουρασμένος, άρρωστος, με βαθουλωμένο στήθος και μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χλωμά του χείλη.

Εστάθηκαν όλοι μπρος στον καναπέ, όπου, κάτω από το Χριστό του Ντύρερ, ήταν πάλι θρονιασμένη μεγαλόπρεπα η κυρία Θεοφανώ. Σιμά της ήταν τώρα η κυρία Ευτέρπη Αστέρη κι οι δύο κυρίες Καλλέργη και απέναντί της εκαθότουν ο αριστοκρατικός υπουργός κι ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης.

Ο άντρας της την εκοίταξε περήφανος και της χαμογέλασε χαρούμενος.

― Η ρωσσοτουρκική διαφορά, έλεγε μ’ ένα χαμόγελο ο κύριος υπουργός, θα φέρει εις πολύ δύσκολον θέσιν την Κυβέρνησιν, η οποία δεν θα θελήσει ν’ απολύσει την εφεδρείαν. Θα έχομεν σοβαράς προστριβάς με τας Δυνάμεις. Εκ του άλλου ο τόπος έχει ανάγκην ησυχίας, έχει ανάγκην Κυβερνήσεως σοβαράς και στιβαράς. Ο βασιλεύς θα ζητήσει βεβαίως την παραίτησιν του υπουργείου και θα καλέσει αναμφιβόλως ημάς εις την Κυβέρνησιν της χώρας, οπότε, φυσικώ τω λόγω, θα επέλθει η διάλυσις της Βουλής! Και σας ερωτώ, κύριε Στεριώτη, δέχεσθε να είσθε υποψήφιός μου;

― Λαμπρά εκλογή, επαίνεσε η κυρία Θεοφανώ.

Οι άλλες κυρίες εκούνησαν χαμογελώντας το κεφάλι, όχι χωρίς να σκεφτούν τους άντρες τους.

― Θα ίδωμεν! είπε ο γιατρός Στεριώτης πασκίζοντας να κρύψει τη χαρά του που εξεχείλιζε.

― Μόνο εμέ δε θ’ ανακαλέσει ο Μεγαλειότατος, είπε με πικρό παράπονο ο γέρος που ’χε φορέσει τη βασιλική λιβρέα. Κι εκάθισε σιμά στες δύο κυρίες Καλλέργη κι άρχισε να τους διηγείται χαμηλόφωνα το σκάνταλο που τον είχε κάμει να φύγει από το παλάτι.

― Τυχερός ο κατσούτσης! εσκέφτηκε χωρίς να το θέλει ο Αλέξανδρος Οφιομάχος, θυμούμενος το Δήμο με το ταψί του και κοιτάζοντας πρώτα το γιατρό και κατόπι τη γυναίκα του. Κι εκατάλαβε πως κι εκείνη τον εκοίταζε σα να τον επερίμενε κι εξεκίνησε διορθώνοντας το φράκο του, σα να κρύωνε, προς την άκρη της κάμαρης οπού εκαθότουν η αρχόντισσα με τες θυγατέρες της.

― Εμέ, ξανάπε με το νου του, η τύχη η άτιμη με κατάτρεξε. Κι αναστέναξε.

Ο χρεοκοπημένος τραπεζίτης τον ακολούθησε, ενώ ο Περικλής Βαλσάμης επήγαινε κι εκείνος στο κόκκινο σαλονάκι.

― Πώς πήγε το παιγνίδι; ερώτησε τον Οφιομάχο η γριά κυρία πασκίζοντας να χαμογελάσει.

― Έχασε! είπε ξεκαρδισμένος στα γέλια και χαιρετώντας ο τραπεζίτης Χρυσοσπάθης∙ έχασε διακόσιους πενήντα πόντους!

― Η τύχη! είπε ο Οφιομάχος περίλυπος.

    Η γριά του ’ριξε μία πονεμένη ματιά, λογαριάζοντας αμέσως, πως ένα εικοσιπεντάρικο είχε πετάξει από το άδειο πουγκί τους, αλλά κάνοντας την αδιάφορη ερώτησε μ’ ένα μικρό χαμόγελο:

― Και ποιος τους κερδίζει;

― Φυσικά εγώ! είπε περήφανα ο Χρυσοσπάθης. Το μπριτζ είναι παιγνίδι δύσκολο… χα χα! Αύριο η κυρία Θεοφανώ μπορεί να κάμει μίαν ελεημοσύνη.

Κι εγέλασε.

Ωστόσο ο Γουλιέλμος Αρκούδης είχε πιάσει ιδιαίτερη κουβέντα με τη Λουίζα και χαμηλόφωνα της έλεγε τώρα κοιτάζοντας χάμου με πλαστή ταπεινότητα:

― Έπρεπε και τώρα να ’ταν όπως την εποχή του Δάντη και του Πετράρχη. Κάθε πολιτισμένος νέος θα ’πρεπε να έχει το είδωλό του, τη Βεατρίκη του ή τη Λάουρά του!

― Τίποτα δεν εμποδίζει, του απάντησε γελώντας η Λουίζα. Και σε μια στιγμή ξανάπε κοιτάζοντάς τον με προσποιημένη συγκίνηση: Ίσως και να υπάρχουν Πετράρχες και Λάουρες, αλλά δεν είναι όλοι ποιητές για να ξέρουν να ψάλουν τόσο καλά τα αισθήματά τους.

Και η συνομιλία τους ξακολούθησε σ’ εκείνον τον τόνο, στρεφόμενη πάντα γύρω στον έρωτα.

Τώρα ακουόταν ως εκεί η φωνή του γιατρού Στεριώτη που εσυζητούσε ζωηρά με κάποιους κυρίους:

― Η ζωή, έλεγε, είναι και αυτή πόλεμος. Bellum omnium contra omnes7, είπε κάποιος Άγγλος φιλόσοφος. Είναι αγών επικρατήσεως. Το φαινόμενον της σκοπιμότητος είναι μόνον αποτέλεσμά του. Αυτό δεν αποδείχνει καθόλου σκέψη στη δημιουργία, είναι κάτι που δε θα μπορούσε να λείπει από καμία δημιουργία χωρίς να επέλθει και η παντελής καταστροφή. Είναι το μηχανικόν αποτέλεσμα των φυσικών δυνάμεων. Αυτό το απέδειξαν δύο νεώτερες επιστήμες, η βιολογία και η κοινωνιολογία, που είναι κλάδος της και το απέδειξαν και αι έρευναι της σχολής των Παρισίων και της Λίλλης, του Λεδαντέκ και λοιπών.

 

6

 

Στο κόκκινο σαλονάκι εδημηγορούσε από πολλήν ώρα δαιμονισμένα ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης, ένας γέρος αριστοκράτης, δυνατός και μικρόσωμος, κατακόκκινος στο πρόσωπο, με χρυσά ματογυάλια, με καστανά ξεθωριασμένα μαλλιά και με μικρά γένια. Ερητόρευε κάνοντας πολλές χειρονομίες, πιάνοντας από το χέρι ή από τον ώμο τους ακροατές του, τινάζοντάς τους, σπρώχνοντάς τους, κινούμενος όλος, σαν ενεργούμενο.

― Η πατρίδα μας, έλεγε, ξακολουθώντας κάποια ομιλία του, η πατρίδα μας, που τη θαυμάζουν οι ξευγενισμένοι λαοί, αυτό το νησί μας, το δύστυχο νησί μας, το προπύργιο του πολιτισμού… Κι ούτε ένας από σας τους νέους δε θέλει πλια να φροντίζει, για την πατροπαράδοτη ιστορία, για τη φωτεινή ιστορία αυτού του δοξασμένου τόπου, δε θέλει να θυμάται τα λαμπρά εκείνα χρόνια, τα μεγάλα χρόνια του Βένετου.

― Μη φωνάζεις τόσο, του παρατήρησε, κοιτάζοντας σα φοβισμένος γύρω του, ένας άλλος ασπρογένης γέρος, ψηλός, χοντρός και παχύς, ποιητής περίφημος, που ’χε τονίσει σ’ όλους τους ρυθμούς πατριωτικά μόνο και αυλικά τραγούδια και που εφορούσε ένα ελληνικό παράσημο, γιατί ο τρυφερός πατριωτισμός του υπόφερνε πάντα, όταν άκουε να κακολογούν την Ελλάδα του.

― Εσέ, του απάντησε σαρκαστικά ο Μαρκαντώνιος, φέροντας το χέρι στην κομπότρυπα του φράκου του, θα σου το κάμουν σε λίγο χρυσό. Και βέβαια… ε! Μα η ιστορία δεν έχει μυστικά.

Κι εγέλασε τότες κι ο Γιώργης Οφιομάχος, που ήταν εκεί σιμά τους και που συχνά τον εδιασκέδαζαν τα λόγια του αλλόκοτου γέρου, κι ο Πέτρος Αθάνατος έκαμε έναν παράξενο μορφασμό, αντικρατώντας το άσκημο γέλιο του και γυρίζοντας προς το μέρος όπου από ώρα εβρισκότουν ο Άλκης.

Αυτός εκαθότουν σαν κουρασμένος σε μία κατιφένια πλατιά πολυθρόνα με απανωτά τα πόδια του κι εχάιδευε εκείνην τη στιγμή σκεφτικός τα μαλλιά του∙ ένα χαμόγελο ήταν απάνω στα χείλη του και το βλέμμα του, που δεν εκοίταζε, ήταν ισκιασμένο από τες μακριές βλεφαρίδες του. Ήταν ακόμη ωχρός από την τελευταία αρρώστια του και αδύνατος λίγο, μα αισθανότουν γερό τον εαυτό του και μέσα στην καρδιά του ζωογόνο το κύμα της καινούριας υγείας.

Τα λόγια των άλλων του ερχόνταν στ’ αυτιά του κι επάσκιζε να μην τα προσέχει, γιατί τον εβύθιζαν πάντα σε μία απαισιόδοξη διάθεση, που εκείνην την ώρα ήθελε να την ξεφύγει. Αλλά δεν το κατόρθωνε. Ο απομωραμένος γέρος όλο μιλώντας συχνά τον εκοίταζε, σα να ’θελε να ξακολουθήσει με κείνον την ανυπόφερτη φλυαρία του. Δεν είχε έρθει για κείνον σ’ αυτόν το χορό, αλλά για την Ευλαλία μόνο, που τόσην ώρα θα τον επερίμενε βέβαια, εκεί δίπλα, στο μεγάλο σαλόνι! Μόνο γιατί ο πολύς κόσμος τον εζάλιζε, είχε σταματήσει στο κόκκινο σαλονάκι, με τους γνώριμους ανθρώπους, που είχε ιδεί ομπρός του, ως να λάβει την απόφαση να βρεθεί κι εκείνος μέσα στο πλήθος. Τώρα έκρινε πλια πως ούτε κείνη τη δυσάρεστη εντύπωση δε θα μπορούσε να την ξεφύγει κι εσηκώθηκε τέλος από την πολυθρόνα του, σιάνοντας το φράκο του, τινάζοντας τα πόδια του και σφίγγοντας από μια ακατανίκητη στενοχώρια τα χέρια του. Κι αυτή τη στιγμή άκουσε δυνατά ολόγυρά του τα γέλια κι είδε το Μαρκαντώνιο Ιουστινιάνη που φώναζε ασυνάρτητα και περίεργα κάνοντας χειρονομίες μεγάλες πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι του.

Επήγε προς την πόρτα του σαλονιού κι εκοίταξε μέσα ζαλισμένος. Η μουσική έπαιζε∙ πολλά ζευγάρια εχόρευαν ρυθμικά∙ έφερε τριγύρω το βλέμμα κι είδε έναν έναν όλους εκείνους τους ανθρώπους. Τους εγνώριζεν όλους.

 Κι ερώτησε άξαφνα τον εαυτό του, γιατί ήταν κι αυτός εκεί, γιατί ήταν εκεί και η Ευλαλία εκείνην τη νύχτα, ανάμεσα σε τόσον κόσμο που άλλο πρόγραμμα ζωής δεν είχε παρά τη χαρά και την εύκολη διασκέδαση, ό,τι αποχτιότουν χωρίς κόπους και χωρίς προσπάθειες, γιατί εβρισκότουν εκεί κι εκείνος που η ζωή του είχε άλλο σκοπό, ένα δυσκολόφταστο ιδανικό, τη δημιουργία καινούριας ομορφιάς; Δεν είχε πιστέψει πως είχε γιατρεφτεί για τούτο από τη βαριά του αρρώστια; Και δεν είχε κάμει το τάμα εκείνο στον εαυτό του, που άλλο δεν ήταν παρά η ξακολούθηση του σκληρού αγώνα με τη φυσική του αδυναμία; Μα τώρα είχε υψωθεί ομπρός του αντιμέτωπη η ζωή μ’ όλη της τη σοβαρότητα, μ’ όλες της τες ανάγκες. Και του ζητούσε να συμμορφώσει κι αυτός την ύπαρξή του με τη ζωή των άλλων ανθρώπων, να παίρνει πρόθυμα ό,τι του πρόσφερνε η στιγμή, να μετριάζει τον πόνο, τη λύπη και το πάθος, αν δεν ήθελε να τον ξεγράψει εκείνη από των ζωντανών το βιβλίο. Κι όλες αυτές τες απαίτησες τες είχε στοχαστεί με τον εαυτό του, κι είχε έβρει την αντίσταση αδύνατη, μα κι αδύνατη την καρδιά του ν’ απαρνηθεί τους δεσμούς της αγάπης, αν μονάχη η θυσία τους ημπορούσε να του διατηρήσει την ανεξάρτητη θέση του, η θυσία της Ευλαλίας! Κι είχε έρθει σ’ εκείνον το χορό, γιατί είχε καταλάβει πως έπρεπε να σκύψει κι εκείνος.

Δεν είχε κάμει το ίδιο κι ο πατέρας του; Δεν ήταν νους φωτισμένος εκείνος και δεν είχε υποχρεωθεί να θάψει βαθιά στην καρδιά του τα ιδανικά που ελάτρευε, να κλειδώσει το αγαθό του το στόμα και να υποταχτεί στην ανάγκη, μη μπορώντας άλλο να κάμει παρά να περιφρονεί τον άθλιο αγώνα της ζωής και τους ταπεινούς σύγχρονούς του, φυλάγοντας για τον εαυτό του μόνο τη χρυσήν ελπίδα κάποιου μακρινού θριάμβου; Δεν έπρεπε και ο ίδιος τώρα ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα και το στάδιό του και να ζητήσει τη μόνη δυνατή ευτυχία, την ευτυχία της αγάπης μέσα σ’ ένα ολόκλειστο σπίτι, όπου όμως η ειρήνη θα βασίλευε;

Τον εθυμότουν πάντα με τρυφερό σέβας τον πατέρα του∙ αυτός και η μητέρα του ήταν οι μόνες χαρές του μέσα στη θλιβερή παιδική του ηλικία, που του ’χε αφήκει πικρή την εντύπωση από τες σκληρές της αρρώστιες. Εθυμότουν συχνά πως ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί του περίπατο και του μιλούσε αδιάκοπα, κι αδιάκοπα τον εδίδασκε και πολλές φορές, όσο ήταν μικρός, δεν καταλάβαινε τα λόγια που του ’λεγε∙ αλλά τα λόγια εκείνα ετυπωνόνταν μέσα στο νου του κι ήξερε σήμερα πως ήταν όλα γεμάτα ευγενικές ιδέες κι ασυνήθιστα νοήματα.

Κι εθυμότουν μάλιστα έναν από τους περιπάτους εκείνους. Ήταν τότες δεκάξι χρόνων κι ήταν άνοιξη τότες. Στην παιδική καρδιά του είχε ξυπνήσει άξαφνα ένας ανήσυχος πόθος. Με τον πατέρα του είχαν βγει από τη χώρα ακολουθώντας το ήμερο καταπράσινο περιγιάλι κι είχαν φτάκει έτσι στα παλαιά χαλάσματα ενός βενέτικου κάστρου, που εκαθρέφτιζε το χρυσάφι των ρειπισμένων πύργων του μέσα στο ηλιόλουστο πέλαγο. Παντού τα δέντρα, παντού τα χόρτα ανθούσαν κι εβαλσάμωναν τη δροσερή αύρα, που κατέβαινε από το βουνό. Και παντού εβλάσταιναν τρυφερές πρασινάδες κι εκυνηγιόνταν από κλάδο σε κλάδο κι από δέντρο σε δέντρο τα πουλιά κελαδώντας, υπάκουα και κείνα σ’ ένα κρυφό πρόσταγμα που αδιάκοπα εφανέρωσε τη θέληση της δημιουργίας! Και μέσα στο ρημασμένο κάστρο και απάνου στους πύργους του είχαν φυτρώσει δέντρα και δέντρα κι εβγαίναν πράσινοι οι κλάδοι από τα χαλασμένα παράθυρα, και περικοκλάδια, ρουφώντας ζωή από την καταστροφή του και ο κισσός επερίπλεκε το κάστρο ολόκληρο και το περίσφιγγε, σα να ’θελε να κρύψει το θάνατο μέσα στο πράσινο αγκάλιασμά του. Και οι κορυδαλλοί είχαν χτίσει τες φωλιές τους μέσα στες άχρηστρες πολεμίστρες του και ο καθάριος αέρας το τύλιγε σα μέσα σ’ ένα σάβανο λησμονιάς και σιωπής!

Και το ερείπιο τον είχε βυθίσει σε μία λύπη βαριά και κατάκαρδη τόσο, που δεν άκουε πλια τι του ’λεγε ο πατέρας για τες περασμένες κι αξέχαστες δόξες εκείνου του φρουρίου, που το ’χαν πολεμήσει τόσες φορές και Φράγκοι και Τούρκοι και τα δάκρυα του ’χαν έρθει στα μάτια. Κι έπειτα όλο το βράδυ εκείνο και την άλλη μέρα ολάκερη και μέρες πολλές κατόπι δεν ημπορούσε να λησμονήσει την πικρή εντύπωσή του, μα η παιδική του ακόμη φαντασία του το ’φερνε αδιάκοπα μπρος στα μάτια κι έκανε να δουλεύει ο νους του∙ και γάλι γάλι μέσα από τες ανθισμένες πρασινάδες, που ολομεμιάς εγινόνταν άφαντες είδε να υψώνεται ξαναφτιασμένο το παλαιό κάστρο, μεγάλο και παράξενο χτίριο, στημένο εκεί χωρίς σκοπό και ωφέλεια πάνωθε από το γαλάζιο καθρέφτη του πελάγου.

Και τώρα η θύμηση από το ξύπνημα εκείνο, ανάσταινε μέσα του ένα όνειρο λευτεριάς και δικαιοσύνης, το όνειρο που ’χε λατρέψει κρυφά ο πατέρας του, ο παλιός καρβονάρος. Και τώρα ακόμη του φανερωνότουν ομπρός του ξανακαινουργωμένο το αρχαίο βενέτικο φρούριο∙ μα ήταν βαρύ, τρομερό, πελώριο∙ φυλακή μαζί και προμαχώνας. Τα στημένα κανόνια του εφοβέριζαν ένα δούλο λαό, τους σκλάβους του νησιού του, τόσες γενιές ανθρώπων που ’χαν ζήσει σκοτεινά, ποτίζοντας με τον ίδρο τους μία γη που δεν ήταν δική τους, μέγα πλήθος ψυχές που τες τυραννούσε αδιάκοπα και τες έσκιαζε ο δυνάστης!

Η αμάθεια οδηγούσε στην υποταγή και στη δουλοφροσύνη εκείνα τα τέκνα της γης κι εβαστούσε ακόμη αλυσσόδετον ένα ολόκληρον κόσμο∙ μέσα σε καρδιές ταπεινές, μικρές και αδύνατες κανένας πόθος λυτρωμού δεν ημπορούσε ν’ ανθίσει. Κι ωστόσο εθυμότουν ο Άλκης πως άξαφνα και χωρίς να ξέρει πώς και γιατί, του φάνηκε δυνατή και σύντομη η λύτρωση, καθολική για το ανθρώπινη γένος. Μέσα στο χάος των περασμένων καιρών πολλά δεσμά είχαν σπάσει κιόλας, σοφά σφυρηλατημένα από τους δυνάστες των αιώνων. Και τώρα στη Δύση άγρια εσηκωνότουν μία τρικυμία δημιουργικής καταστροφής, καινούριες δύναμες αλογάριαστες ξυπνούσαν κι εφώτιζε στην τρομερή καταχνιά αγνό το φως της Ιδέας. Κι η παρήγορη μα φοβερή πνοή του σάλου εκείνου, έφτανε ως το μικρό νησί του, που ήταν δημιουργημένο σαν ένα γεφύρι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Ως κι εκείνο έπρεπε τώρα ν’ αρχίσει να σειέται κι εφαντάστηκε τότες πως εκείνος ο ίδιος, το αστενικό παιδί που ’χε παλαίψει όλη του τη ζωή με το θάνατο, ήταν προορισμένος να σημάνει μίαν ημέραν τη σάλπιγγα του σηκωμού ή να σκολουθήσει με αλύγιστη καρδιά και με ακατανίκητο θάρρος το Λυτρωτή που θα την εσήμαινε.

Και η συναρπάχτρα Ιδέα είχε φυσήσει στην καρδιά του τόση ακράδαντα πίστη, που του φάνηκε κιόλας εύκολη η πραγματοποίησή της. Ποιος από τους καταδυναστεμένους δε θ’ άκουε πρόθυμα το Ευαγγέλιο της καινούριας αγάπης; Και ποιος από τους παιδικούς του φίλους θ’ αρνιότουν ν’ ακολουθήσει; Μην όχι οι δύο γιοι του Οφιομάχου; Μην όχι ο Πέτρος Αθάνατος, που ετυραννούσε το νου του, παράξενος και μοναχικός, για να ξεδιαλύνει μεγάλα προβλήματα; Μην όχι ο πλούσιος Βαλσάμης, που ελάτρευε κάθε ομορφιά κι εδιάβαζε αδιάκοπα τα ποιήματα των αρχαίων; Και μην έλειπαν στον τόπο οι ηλικιωμένοι σοφοί ποιητές, για να ψάλλουν και κείνοι τη γέννηση της νέας λευτεριάς; Πώς θα ’μενε ξένη η ψυχή τους στο μεγάλο αγαθό έργο, που θα ’βλεπαν ομπρός;

Ήταν όλοι τους τώρα εκεί, στο χορό, κι οι Οφιομάχοι κι ο Πέτρος Αθάνατος κι ο άρρωστος Βαλσάμης, που έσερνε το κουρασμένο κορμί του ανάμεσα στους γερούς ανθρώπους, μα ποιος απ’ όλους θα ’ταν παρέτοιμος να ξεχάσει τον εαυτό του, τες ασήμαντες ωφέλειες της ζωής, για να αφοσιωθεί σ’ ένα σκοπό όπου μόνο η Ιδέα βασιλεύει και υπάρχει;

Και το βλέμμα του έπεσε τότες απάνω στην Ευλαλία, που εκαθότουν ακόμη σιμά στη μητέρα της. Η θωριά της αναζωογονούσε άξαφνα μέσα του τες νεανικές του ελπίδες, έκανε να φαίνεται πλιο πιαστό κάθε του όνειρο. Σα μία βρύση ζωής ανάβλυζε πάλι από την ομορφιά της, από τα χείλη της μία πηγή αθάνατου νερού, που το δρόσισμά του τον είχε κιόλας ξυπνήσει από το βαθύν ύπνο της λησμονιάς και του θανάτου.

Τι θα ’ταν αδύνατο στον άντρα που θα ’ταν βέβαιος από την αγάπη της, που θα την είχε σύντροφο της ζωής του στες μέρες της χαράς ή του πάθους;

Κι ενώ έκανε τούτην τη σκέψη, είδε πάλι τον εαυτό του μικρόν, μοναχόν, αδύνατον μέσα σε όλον εκείνον τον κόσμο, που καμία φροντίδα, καμία ταραχή δεν τον ανησυχούσε. Πώς θα βρισκότουν εκεί μέσα ο άνθρωπος, που θα ’χε τη δύναμη του γίγαντα, την αντρεία του ήρωα, τα χαρίσματα ενού ισόθεου προφήτη, για ν’ αρχίσει το έργο; Και μη δεν ήταν η Ιδέα παρά μια παράλογη μανία, προορισμένη μόνο να δίνει αφορμή σε περγέλια και μυχτηρισμούς; Δεν έβλεπε καθαρά πως έλειπαν ολότελα ανάμεσα σ’ εκείνον τον κόσμο οι αφοσιωμένοι συνεργάτες; Ω, αν είχε τέτοιους, θα ’ξερε να αναποδογύρει κάθε εμπόδιο, θα το ποδοπατούσε και θα ’ξερε να μεταχειριστεί, αν εχρειαζότουν, και την εξαίσια βία. για να τον λυτρώσει από την άκαρπη βαρβαρότητα! Θα ήταν κι εκείνη μαζί του! Η αδιάκοπη πάλη με το θάνατο θα έκανε τόπο σ’ έναν άλλον αγώνα, που θα του χάριζε, μαζί με την πίστη στη νίκη, τη δύναμη και την υγεία κι ένα θάρρος καινούριο και ζωογόνο. Ας εφαινότουν παράλογο το όνειρο, ας μην εδιακρινόνταν ξάστερα οι τρόποι και οι αιτίες που θα το πραγματοποιούσαν, η ζωή ήταν αλογάριαστη στ’ αποτελέσματά της: από τες πλιο ζυγισμένες ενέργειες των ανθρώπων δεν έβγαινε πάντα κάτι ανυπολόγιστο και ολότελα αντίθετο στους σκοπούς τους, σα να εκυβερνούσε πραγματικά τον κόσμο μία Πρόνοια, που να μεταχειριζότουν τον ανθρώπινο στοχασμό, για να φέρει σε τέλος τα κρυμμένα της σκέδια;

Και άξαφνα πάλι όλο εκείνο το οικοδόμημα της φαντασίας και του λογισμού του εφαινότουν κάτι αστήριχτο κι αθεμελίωτο, κάτι που μία πνοή δισταγμού το μεταμόρφωνε αμέσως σ’ ένα σωρό άχαρα ερείπια∙ το αφάνιζε η σκληρή πραγματικότητα. Αυτός ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας από τους μικρούς ανθρώπους που έβλεπε τριγύρω του και πλιο αδύνατος μάλιστα, κι αστενικός κι ανήμπορος, κι αν ήταν έτσι ούτε η ζωή του δεν είχε σκοπό, ούτε εκείνος δικαίωμα στες χαρές της.

Επερίφερε πάλι τριγύρω το βλέμμα του. Οι άντρες κι οι γυναίκες εχόρευαν, εκουβέντιαζαν, εχαιρόνταν, χωρίς καμίαν άλλη φροντίδα στο νου, χωρίς καμίαν έγνοια στην καρδιά τους. Και του εφάνηκε όλος εκείνος ο κόσμος τόσο μηδαμινός και τόσο ασήμαντος, που αισθάνθηκε κατάβαθα πως η ψυχή του, μ’ όλες της τες ατέλειες, μ’ όλους τους δισταγμούς της, ήταν ασύγκριτα ανώτερη∙ αυτή τουλάχιστο έβλεπε ένα φως μακρινό μέσα στο χάος, όπου οι άλλοι επλανώνταν, ακολουθώντας ασυνείδητα τες πατροπαράδοτες συνήθειες και δίνοντας έτσι όλοι μαζί ένα ρυθμό στην κοινωνία που εκυβερνούσαν. Και ο λαός τυφλός και ανεξέταστα τους ακολουθούσε όπου τον έπαιρναν σ’ έναν άδοξο δρόμο υποταγής, χαραγμένον από τη σκλαβιά και τη στέρηση, από νόμους ανάγκης! Πώς από τόσες θέλησες που δεν απόβλεπαν σε κανέναν κοινό σκοπό, από τόσα άτομα που δεν τα ένωνε ιδέα καμία, πώς απ’ την όλην αυτή την απειθάρχητη κίνηση ημπορούσε ακόμη να βγαίνει σα μία αρμονική τάξη στο σύνολό της, και τέτοια που εφαινότουν ακατάλυτη, σα να την είχε νομοθετήσει και κείνην ο Νους που την είχε δημιουργήσει;

Είδε το γιατρό Στεριώτη, που αυτήν τη στιγμή είχε ξανασιμώσει τον αριστοκρατικό υπουργό κι εμιλούσε μαζί του. Του γιατρού το πρόσωπο, αχτινοβολούσε ακόμη από τη μέθη της επιτυχίας. Το βλέμμα του εκοίταξε θριαμβευτικά ολόγυρά του, σα να ζητούσε κάποιον ανάμεσα στο πλήθος κι εσταμάτησε μ’ ένα χαμόγελο χαράς στο πρόσωπο της Ευλαλίας, που όμως δεν τον εκοίταξε.

Και ο Άλκης εσκέφτηκε με εγκάρδια πίκρα πως ίσως και τον έρωτά του τού μελλότουν να θυσιάσει, νικημένος στην κοινωνική πάλη από το σύνολο που την νομοθετούσε. Για τη μικρότητα του εαυτού του κανένας νόμος ανάγκης δε θα εσάλευε και δεν ήταν ανώτερος από τες περίστασες πόπρεπε να αντιμετωπίσει, γιατί του ’λειπαν τα υλικά μέσα, ενώ οι άλλοι τα ’χαν περίσσια στα χέρια για να δημιουργήσουν την ευτυχία τους.

Έτσι εσκεφτότουν ακόμη, όταν εκατάλαβε πως ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης ήταν πάλι σιμά του και του φώναζε τώρα βάζοντάς του το χέρι στον ώμο και τινάζοντάς τον.

― Πού έχεις το νου σου αυτές τες ώρες, αυτές τες στιγμές, αυτές τες στενόχωρες στιγμές! Από σας, από σε περιμένει ακόμη κάτι τούτος ο τόπος, αν δεν είναι γραμμένος του χαμού! Γιατί εσπούδαξες τόσα πράγματα, γιατί εγύρισες τόσους τόπους ξευγενισμένους, γιατί είσαι προικισμένος με τόσα προτερήματα; Α, για να κάμεις και συ σαν τους άλλους, για ν’ ακολουθάς τες ιδέες, τες κατεργαριές, που έχουν τώρα πέραση και να λησμονάς ως και συ την ιστορία, την ιστορία τη δοξασμένη του νησιού μας! Ακούς, ακούς; Και μου είναι ακριβός αυτός ο τόπος, περισσότερο από το σπίτι μου, περισσότερο από τον εαυτό μου. Και είμαι πικραμένος κατάκαρδα, γιατί βλέπω να σβήνουν οι άνθρωποι σαν εμένα και τον βλέπω να ξεπέφτει κάθε μέρα και να λησμονά κάθε ευγένεια και δεν ωφελιέται έτσι παρά η χωριατιά, οι εχθροί του καλού. Κι αυτά τα κάνει η καθολική ψήφο, η γενική στρατολογία, οι επιστρατείες, οι μεγάλες ιδέες, οι ψευτοφιλοπατρίες και δεν ξέρω πόσα άλλα πράματα, που μου χτυπούν στ’ αυτιά σα ραγισμένες καμπάνες. Κοιτάζει μόνο ο καθένας να ωφεληθεί από την κατάσταση: ο πολιτικός κολακεύει την ελεεινή χωριατιά για την ψήφο, ο έμπορος και ο βιομήχανος πλουταίνουν, ο άλλος θέλει παράσημα, ο καθένας κοιτάζει τη δουλειά του. Κι ωστόσο… κι ωστόσο…

Εμιλούσε σα θυμωμένος κάνοντας μεγάλες χειρονομίες, αναμμένος από τες ομιλίες που δεν τον εχόρταιναν, με πάθος αληθινό και κοιτάζοντας έναν κατόπι στον άλλον τους συνομιλητές του. Τώρα είχε άξαφνα σιωπήσει κι επερίμενε ν’ ακούσει από κάποιο στόμα τον έπαινο, παρέτοιμος ν’ αντικρούσει πάλι κάθε αντιλογία. Μα ο Άλκης δεν του απάντησε, παρά τον εκοίταξε μια στιγμή σα να τον εσυμπονούσε και μόνο ο γέρος ποιητής του αποκρίθηκε, κατεβάζοντας το βλέφαρο και πειραγμένος από την τελευταία αποστροφή του.

― Δεν μπορεί ν’ αρνηθεί κανείς πως ο τόπος προοδεύει, μόνο ο ρυθμός είναι κάπως αργός κι αυτό, γιατί το κράτος είναι μικρό κι έχει μεγάλα υποχρεώματα.

Ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης εγέλασε δυνατά κι εθύμωσε:

― Ναι, ναι, του είπε μ’ ένα μορφασμό. Παραμύθια για τα μικρά παιδιά, για να μην αποκοιμιώνται.

― Τι ωραία μαλώνουν! είπε σαρκαστικά στο Γιώργη Οφιομάχο κατά μέρος ο Πέτρος Αθάνατος. Μα ας μη λησμονούμε πως της κυρίας Αιμίλιας δεν της αρέσει να περιμένει. Και λέγοντας έτσι έριξε από την πόρτα ένα βλέμμα στη σάλα του χορού και ησύχασε:  

― Έχει καλή συντροφιά, ξανάπε.

Τραβηγμένοι από τες φωνές του Μαρκαντώνιου είχαν έρθει τώρα στο κόκκινο σαλονάκι ο αριστοκρατικός υπουργός, που ’χε ανάψει ένα χοντρό ακριβό τσιγάρο, ο τραπεζίτης Αρκούδης και ο Περικλής Βαλσάμης, ωχρός, λιγνός, μέσα στα πλατιά του ρούχα, με βαθουλωμένα μάτια, με τα προμηνύματα του θανάτου στο άσαρκο μέτωπο.

― Τα κοινωνικά ζητήματα, είπε ο Βαλσάμης μ’ ένα πικρό χαμόγελο, δεν ημπορεί να τα δημιουργήσει ούτε να τα λύσει καμία ατομική προσπάθεια. Παρουσιάζονται μόνα τους και βρίσκουν μόνα τους μια λύση με την τριβή μέσα στα πλήθη. Για τούτο το άτομο δεν ημπορεί να κάμει τίποτ’ άλλο παρά να καλλιεργεί τον εαυτό του με τη μάθηση και την τέχνη. Κι είναι τόσα τα προβλήματα της ζωής και του θανάτου και τόσο μεγάλα, που κι η πλιο πολύχρονη ανθρώπινη ζωή δεν είναι αρκετή παρά για να τα ακροεγγίξει, όχι και για να τα εξετάσει. Η σπουδή τους όμως χαρίζει στην ψυχή την καλύτερη γαλήνη. Κι από αυτή τη γαλήνη έχουμε εμείς τη μεγαλύτερη ανάγκη!

Και εκούνησε το κεφάλι με το ίδιο πικρό του χαμόγελο.

    Ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης ηθέλησε αμέσως να του απαντήσει και τον εκοίταξε κατάματα θυμωμένος, αλλά το ωχρό του θώρι του γέννησε στην ψυχή ένα αίσθημα τέτοιο συμπόνιας και λύπης, που δεν ημπόρεσε άλλο να κάμει παρά να σηκώσει τες πλατιές δυνατές πλάτες του και να ρίξει ένα απελπισμένο βλέμμα στον Άλκη, που είδε το μάτι του παράξενου γέρου υγρό από τη συγκίνηση πίσω από τα χρυσά ματογυάλια του.

Αυτήν τη στιγμή επρόβαλε βιαστικός στην πόρτα ο Σπύρος Οφιομάχος αναζητώντας ακόμη την άσκημη θυγατέρα τού Αστέρη κι εχαιρέτησε όλους μ’ ένα χαμόγελο, κι ωστόσο ο τραπεζίτης Αρκούδης, με την κλαψιάρικη φωνή του και με το πλιο θλιβερό του χαμόγελο, έλεγε στραβίζοντας όσο μπορούσε:

― Η μόνη προκοπή που μπορεί να δημιουργηθεί με νομοθετικά μέτρα είναι μία κάποια οικονομική ακμή ενός τόπου. Και είναι άξια θαυμασμού βέβαια η συνετή πολιτική του μεγάλου συμπολίτη μας, που έλαβε μεγάλες φροντίδες, για να υποστηρίξει τη βιομηχανία γενικά στο κράτος και ειδικά στον τόπο μας… χάρις στες ενέργειές του ακμάζει σήμερα εδώ το μεγαλύτερο εργοστάσιο της Ανατολής, που κάνει τιμή στον τόπο και στη μεγαλοφυΐα του κυρίου Αστέρη, του φιλόξενου οικοδεσπότη.

Εκοίταξε γύρω του ευχαριστημένος από την όμορφη φράση του και ξανάπε σε μία στιγμή παίρνοντας πάλι το περίλυπο ύφος του:

― Η οικονομική ακμή είναι πολιτισμός!

― Ποιος λέγει όχι; είπε άξαφνα ο Σωζόμενος που εκείνην τη στιγμή αιστάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει. Η οικονομική ακμή είναι πολιτισμός, αλλά και τα οικονομικά ενός λαού ακμάζουν, όταν πολιτίζεται. Αλλά είναι ποτέ δυνατό μία τόσο ψυχρή προσπάθεια ν’ αντικαταστήσει την αιώνια πίστη κι είναι ωφέλιμο η Ιδέα να χάσει κι αυτή τη δύναμή της, γιατί η εφαρμογή είναι για έναν καιρό δύσκολη, απαιτεί θυσίες ή κιόλας μας φαίνεται σήμερα παράλογη στη σύλληψή της.

Ο αριστοκρατικός υπουργός εχαμογέλασε πονηρά, κρύβοντας έτσι το πείραγμά του. Σαν αστραπή επέρασε αμέσως από το νου του η σκέψη πως, αν ακουόταν που ευνοούσε ένα πρόγραμμα θυσιών ή και φιλοπόλεμο ίσως, δε θα δυνάμωνε βέβαια η δημοτικότητά του∙ και ξακολουθώντας το χαμόγελό του είπε με το αδιάφορο ύφος του:

― Αι θυσίαι ενός λαού είναι δύο ειδών: θυσίαι αίματος και θυσίαι χρήματος. Ποίος αμφιβάλλει διά την γενναιότητα του ελληνικού στρατού; Αλλά διά να θυσιασθεί χρήμα πρέπει να υπάρχει ή τουλάχιστον να υπάρχει οικονομική πίστις εις τας ξένας αγοράς. Η πολιτική του κόμματός μας δεν αθετεί ποσώς τα εθνικά όνειρα, τα περιορίζει μόνον εις το πραγματοποιήσιμον και αναβάλλει την εκτέλεσίν των διά μίαν γενεάν. Σας ερωτώ όλους υμάς, δεν είναι άθλον αρκετόν διά την γενεάν μας να είναι αύτη πλουτοπαραγωγική και να κληροδοτήσει εις την αμέσως επομένην τα οικονομικά μέσα τα οποία θα της εξασφαλίσουν τους στρατιωτικούς θριάμβους; Προς το παρόν η χώρα έχει ανάγκην απολύτου ηρεμίας!

Ο γέροντας ποιητής του εχαμογέλασε επαινώντας τον, του ’κλεισε το ένα μάτι σα για να του δείξει πως καταλάβαινε περίφημα την εφταλαγαριασμένη τακτική του κι έδωκε τέλος μίαν άλλη ματιά στο παράσημό του, σα να ’θελε να του θυμίσει τον εγκάρδιο πόθο του.

Κι ο τραπεζίτης εκούνησε το κεφάλι συμφωνώντας, κι είπε χαμηλόφωνα:

― Βεβαιότατα, δεν υπάρχει παρά αυτός ο τρόπος, αν πρέπει να προκόψει οικονομικώς ο τόπος!

Και ο Άλκης άξαφνα αισθάνθηκε μέσα του απαραίτητη την ανάγκη να διαμαρτυρηθεί, αυτός τουλάχιστο, για το αδιάκοπο ψέμα που ήταν στο στόμα όλων εκείνων όσοι εκυβερνούσαν αυτήν τη νωθρή κοινωνία, βοηθώντας έτσι τον ξεπεσμό της, μόνο και μόνο για να χορταίνουν τα μικρόπρεπα πάθη της ψυχής τους και με μίαν άστοργη αδιαφορία για την τύχη ενού ολόκληρου κόσμου που μωρά τους εμπιστευότουν. Αισθάνθηκε πως η ψυχή του ολομεμιάς εμεγάλωνε και πως ενικούσε τη φυσική δειλία του χαρακτήρα του και την άρρωστη ιδιοσυγκρασία του, που ίσα εκείνην τη στιγμή του θύμιζε την αδυναμία του. Το μάτι του έλαμπε, το πρόσωπό του επήρε μία επίσημη σοβαρότητα, είδε τους φίλους του που τον εκοίταζαν με περιέργεια πρώτα και κατόπι μ’ ένα παράξενο πάθος κι εκατάλαβε πως κι η ψυχή των ανθρώπων εζητούσε να ελευθερωθεί, εζητούσε ένα στήριγμα στο αίσθημά του και στη σκέψη του, για να του παραδοθεί και να γίνει δική του. Και την ίδια στιγμή εχύθηκε ένα αφύσικο φως μέσα του, του εφάνηκε πως οι ερχόμενες μέρες δεν έκρυβαν πλια κανένα μυστήριο, ένας σωρός σαν προφητικά συμπεράσματα εκατάκλυζαν το νου του, βγαίνοντας με γληγοράδα αταίριαστη το ένα από το άλλο, αναγκάζοντάς τον να πιστεύει, δημιουργώντας ένα φανταστικόν κόσμο, που δεν μπορούσε παρά να ’ναι η αυριανή αλήθεια, γιατί τον εγεννούσε η ίδια η ανάγκη των πραγμάτων.

Άρχισε με χαμηλωμένο βλέμμα και με σιγανή φωνή κι έλεγε:

― Μία δίψα βέβαια πολιτισμού ανώτερου είναι εκείνη που κάνει και μιλεί ο φίλος μας ο Μαρκαντώνιος∙ κι είναι αυτή που τον κάνει να ρίχνει καιρούς και να οργίζεται, γιατί δεν μπορεί να τη σβήσει κι όχι άλλη ιδιοτέλεια αταίριαστη και στην ηλικία του και στην κατάστασή της!

― Ω, εκείνοι οι καιροί! εκείνοι οι καιροί! εφώναξε ο Μαρκαντώνιος, χωρίς να μπορεί να ξακολουθήσει, γιατί ήταν πια κουρασμένος.

― Γιατί να το κρύβομε; ξανάπε ο Άλκης. Ο τόπος μένει οπίσω και μία βαριά προγονική κληρονομία ζυγίζει απάνου του: η αρχαία Ελλάδα, που το φως της έσβησε και ο σκοτεινός μεσαίωνας, που πασκίζει να τον βλέπει σαν όνειρο Παλιγγενεσίας, όχι βέβαια απραγματοποίητο.

Ο αριστοκρατικός υπουργός έκαμε ένα μορφασμό δυσαρέσκειας κι εκοίταξε προς την πόρτα, σα να’ θελε να ξεφύγει μίαν άσκοπη συζήτηση, αλλά είδε πως κι άλλοι άντρες έμπαιναν στο κόκκινο σαλονάκι, για να καπνίσουν κι άκουαν προσεχτικά τον Άλκη, κι έκρινε πως έπρεπε να μείνει, για να υπερασπίσει, αν ήταν ανάγκη, το πολιτικό του πρόγραμμα∙ για την ώρα όμως αρκέστηκε να χαμογελάσει με καλόβουλη κι αφρόντιστη δυσπιστία, κι εκοίταξε τον γέροντα ποιητή, που του ’κλεισε αμέσως το μάτι και που εκούνησε τ’ όμορφο κεφάλι του, σα να ’θελε να ειπεί πως κι εκείνος στα ποιήματά του άλλο δεν είχε ψάλει παρά μίαν Ελλάδα μεγάλη, φωτισμένην από το άχραντο φως του αρχαίου, ονειρεμένου κόσμου της.

Ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάτης εθύμωσε πάλι τόσο, που ο θυμός του δεν τον άφηκε να αρθρώσει ούτε μία λέξη κι εγίνηκε πάλι κατακόκκινος κι εφούσκωσαν οι φλέβες του προσώπου του κι εσήκωσε το χέρι κουνώντας το ένα του δάχτυλο σα να φοβέριζε.

Ο Πέτρος Αθάνατος άνοιξε μεγάλα τα μάτια του, εγέλασε με το άσκημο γέλιο του κι εφώναξε αγαναχτισμένος.

― Με αυτά δεν ξεγελιέται πλια ο λαός. Τα εθνικά όνειρα είναι απάτη, γιατί αλλού είναι η αλήθεια. Εκεί που την είδε ο Καρλ Μαρξ από την εξορία του.

Και τέλος ο Περικλής Βαλσάμης εχαμογέλασε γλυκά κι είπε ανάμεσα σ’ ένα σπαραχτικό βήξιμο:

― Για το φιλόσοφο το τώρα είναι ό,τι και το περασμένο, τα εξετάζει με την ίδια αδιαφορία, μακριά αυτός από την πάλη, μόνο σα φαινόμενα της ζωής.

― Μα για τούτο, ξακολούθησε αμέσως ο Άλκης, βασιλεύει στον τόπο η Πλάνη και η Πρόληψη. Η επιστήμη δεν έχει σκοπό την αλήθεια, η γραμματική θέλει να εξουσιάζει την τέχνη και η κρατική θρησκεία μαραίνει την Πίστη.

― Ω! εφώναξε φοβισμένος ο αριστοκρατικός υπουργός, ενώ πολλοί άλλοι εκοιταζόνταν στα μάτια.

― Αλλά, ξακολούθησε ο Άλκης, τόσο οπίσω ο τόπος τούτος δεν ημπορεί να μένει για πάντα κι ούτε μπορεί να περιμένει το φυσικό και αργό ξετύλιγμα, για τούτο το ξύπνημα πρέπει να ’ναι και σύντομο και γλήγορο. Αλλά τι ωφελεί το να στρέψει κανείς τα μάτια στα οπίσω, θαμπωμένος από μία παράλογη αγάπη για μία μικρή γωνία της γης μας, ή ν’ αδιαφορεί κανείς για όλα, με πατροπαράδοτη απαισιοδοξία, όταν οι καιροί μας στενεύουν απ’ όλα τα μέρη κι αποζητούν μίαν κοινή προσπάθεια, μίαν κοινή εργασία σπουδαία και μεγάλη, ένα έργο λυτρωμού; Σε μία στιγμή σαν τούτη, όταν τα σύγνεφα τρικυμίας σηκώνονται σ’ όλα τα μέρη, πάνωθε από ένα γερασμένον κόσμο, πώς θα μπορεί να μείνει ο τόπος τούτος αδιάφορος; Το κράτος, μικρό, φτωχό, αλύτρωτο, ανοικονόμητο, μοιάζει σ’ αμόρφωτο χάος, όπου τα πάντα πρέπει να δημιουργηθούν και ποιος θα ’ναι ο άνθρωπος που θ’ αρχίσει τη Δημιουργία, που θα μεταχειριστεί και την εξαίσια βία, για να οδηγήσει ένα λαό κι αθέλητά του στο δρόμο του λυτρωμού του;

Εμιλούσε με πίστη και με συνέπαρση με μία δύναμη λόγου που δεν εγνώριζε στον εαυτό του κι επαρατηρούσε πως τα λόγια του έμπαιναν βαθιά στην καρδιά των ανθρώπων που τ’ άκουαν, τους ελύγιζαν τη θέληση, τους ξυπνούσαν κάποιες ιδέες που εκοιμούνταν μέσα τους ή τους έκαναν να οργίζονται και να κοκκινίζουν. Μόνο ο αριστοκρατικός υπουργός εκοίταζε τον Άλκη μ’ ένα προσποιητό χαμόγελο αδιαφορίας, αλλά κι αυτός δεν κατάφερνε να κρύβει την ανησυχία του.

― Η Ελλάδα, ξανάπε ο Άλκης, θα γίνει σε λίγο στρατόπεδο!

― Θα πλερώσει λοιπόν ο λαός τους πολέμους με τον ίδρο του και το αίμα του! εφώναξε ο Πέτρος Αθάνατος γελώντας με το άσκημο γέλιο του.

― Τους πολέμους! έκαμε γελώντας ειρωνικά ο κύριος υπουργός, ενώ ο γέρος ποιητής τού κλειούσε γελώντας κι εκείνος το μάτι.

― Δεν υπάρχει τρόπος άλλος, ξανάπε ο Άλκης, δεν υπάρχει άλλος, παρά ο πόλεμος και η Επανάσταση!

Μία στιγμή απόμειναν όλοι σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, σα να ’χε πέσει κεραυνός στη μέση της κάμαρας, κι αμέσως εμίλησαν όλοι μαζί χειρονομώντας, λησμονώντας πού εβρίσκονταν, ανοίγοντας τα μάτια, αποδοκιμάζοντας οι περισσότεροι τον Άλκη∙ και κάποιος εγέλασε. Και το γέλιο ολομεμιάς εγενικεύτηκε κολλώντας από τον έναν στον άλλον, ηχηρό, ξάστερο, χαρούμενο. Μα ο αριστοκρατικός υπουργός είχε κοκκινίσει αγαναχτισμένος κι είχε ριχτεί ωστόσο στου χορού το σαλόνι για να μην ακούσει περισσότερα, κι ανάμεσα στα γέλια των ανθρώπων μια φωνή ακούστηκε να λέει: «Είμαστε συνταγματικό βασίλειο. Το σύνταγμα δεν προβλέπει επανάσταση.»

Τέλος ησύχασαν. Ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης είχε γυρίσει τες πλάτες του Άλκη κι εδημηγορούσε πάλι δαιμονισμένα σ’ εκείνους που ήταν σιμά του, βρίζοντας την Ελλάδα, τη γαλλική επανάσταση και κάθε ιδέα ανταρσίας, προβλέποντας για τον τόπο πενία και συμφορές∙ ο Πέτρος Αθάνατος εχαμογελούσε σαρκαστικά, αλλά ευχαριστημένος από την ιδέα ενός λαϊκού σηκωμού, που ίσως θα ’παιρνε δρόμον άλλον από κείνον που θα του ’διναν οι οργανωτές του∙ ο Περικλής Βαλσάμης έβηχε σε μίαν άκρη, κοιτάζοντας με βλέμμα συμπάθειας όλους εκείνους τους ανθρώπους που οι ιδέες και ο λόγος είχαν τη δύναμη να τους αναστατώσουν∙ ο τραπεζίτης και ο ποιητής είχαν ακολουθήσει τον κύριο υπουργό στο μεγάλο σαλόνι. Μα κάποιοι νέοι κιόλας, και μαζί τους ο Γιώργης Οφιομάχος, εχτύπησαν τα χέρια φωνάζοντας:«Ναι! ναι!» μ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας απάνου στα χείλη. Και τώρα αυτοί μόνο έμειναν γύρω στον Άλκη∙ ήταν μια δεκαριά, πολύ νέοι ακόμη, που μέσα στα αγνά μάτια τους εφαινότουν μια αλλόκοτη χαρά σα μια δίψα δημιουργίας.

Ο Άλκης ήταν συγκινημένος, το χείλι του έτρεμε, ένας ίδρος ψιλός του ’βρεχε το μέτωπο και ανατριχίλες εδιάβαιναν το κορμί του.

― Η επανάσταση, τους ξανάπε χαμηλόφωνα, που θα καθαρίσει τον τόπο, που θα καταδικάσει τον παλαιό κόσμο, που με σωτήριο φοβέρισμα θα κατασιγάσει κάθε αντίδραση!

― Ναι, ναι! του απολογήθηκαν οι νέοι.

Και ο Άλκης είδε ξάστερα με το νου του πως η επανάσταση, που την εκήρυχνε εκείνο το βράδυ, ερχότουν κιόλας και σύντομα ενικούσε κάθε αντίσταση. Εδειχνότουν μέσα στη γενική δυσαρέσκεια, μέσα στη γενική απογοήτευση και την αδιαφορία, μέσα στες ελπίδες εκείνων που έριχναν νοσταλγικό το βλέμμα τους σε περασμένες εποχές κι εκείνων που επερίμεναν από τους ξένους κάποιαν άκαρπη διόρθωση. Της εχρειαζόνταν μόνο λίγοι εργάτες γενναίοι και μεγαλόψυχοι, που στην καρδιά τους η άρνηση θα γινότουν πίστη, η απόγνωση ελπίδα, η λύπη μια ένθεη μανία κι απόστολοι εκείνοι μιας Ιδέας κι αναστηλωτές μιας θρησκείας θα κατόρθωναν άσφαλτα να μεταδώσουν τη φωτιά του ενθουσιασμού τους σ’ άλλες καρδιές, θα ενωνόνταν όλοι σε μίαν αδιάσπαστη προσπάθεια και χωρίς μεγάλες δυσκολίες τέλος η επανάσταση θα νικούσε και θα ’ρχιζε μια νέα εποχή, η εποχή που θ’ άνοιγε δρόμο σ’ έναν καινούριο πολιτισμό!

― Ποιος θα μας οδηγήσει; ξανάπε σκεφτικός και χαμηλόφωνα ο Άλκης.

― Εσύ, εσύ! του φώναξαν με χαρά όλα τα στόματα.

― Όχι, όχι! απάντησε με τρόμο και η όψη του εκιτρίνισε. Εγώ είμαι τεχνίτης.

Έκαμε αλαλιασμένος δύο βήματα στα οπίσω κι ωστόσο ο νους του εδούλευε. Δεν ήταν βέβαια αυτός ο άνθρωπος που ημπορούσε να βάλει σε δρόμο μια τόσο μεγάλη ενέργεια, δεν ήταν ο άνθρωπος που ημπορούσε να αναλάβει μίαν ευθύνη τόσο τεράστια, να φέρει σε τέλος μίαν πράξη, που το βάρος της θα τον επλάκωνε. Αυτός δεν ημπορούσε παρά να ακολουθήσει, παρά να αφιερώσει τη μικρή του δύναμη στο απέραντο έργο, πιστός αλλά ασήμαντος εργάτης μόνο μιας Μεγάλης Ιδέας!

― Εσύ, εσύ! του ξαναφώναξαν με χαρά όλα τα στόματα.

Εθυμήθηκε την αδύνατη υγεία του, τα περασμένα του χρόνια που ήταν όλα μία πάλη με το θάνατο, εθυμήθηκε τον έρωτά του και τες πίκρες που εδοκίμαζε για την Ευλαλία, εσυλλογίστηκε την άδικη δύναμη του πλούτου, κι ανανοήθηκε πως κάθε μέρα εκείνος έχανε κάτι από τον εαυτό του κι από την ευτυχία του.

― Όχι, όχι! ξανάπε τρομαγμένος ακόμη.

Κι έστρεψε το κεφάλι προς το σαλόνι∙ και το βλέμμα αγνάντησε το βλέμμα της Ευλαλίας, που έδειχνε την ανυπομονησία της. Βιαστικά επέρασε την πόρτα. Τ’ αυτιά του εβοούσαν, το κεφάλι του εγύριζε και οι νέοι επροσπαθούσαν ακόμη να τον κρατήσουν, απλώνοντας τα χέρια τους και φωνάζοντάς του πάλι:

― Εσύ, εσύ!

Καθώς έμπαινε στου χορού το σαλόνι, όλα τα βλέμματα εκαρφώθηκαν απάνω του κι εκατάλαβε πως όλος εκείνος ο κόσμος εμιλούσε αναστατωμένος για κείνον. Ο αριστοκρατικός υπουργός ήταν σε μίαν άκρη κι εκουβέντιαζε ακόμη ζωηρά με τον τραπεζίτη Αρκούδη, κάνοντας ασυνήθιστες χειρονομίες.

Τώρα τους είχαν σμίξει κιόλας ο γιατρός Στεριώτης, ο άντρας της κυρίας Θεοφανώς και ο όμορφος γέρος, που ’χε φορέσει τη βασιλική λιβρέα, κι όλοι μαζί εκατάκριναν αυστηρά κάθε επαναστατική ιδέα, κάθε κίνημα, που ημπορούσε να σαλέψει την τάξη.

Πλιο πέρα, κάτω από το Χριστό του Ντύρερ, η ίδια η κυρία Θεοφανώ, καθισμένη στον καναπέ της και τριγυρισμένη από ένα πλήθος κυρίες, ήταν ανταριασμένη, σα να ’χε ξεσπάσει κιόλας στους δρόμους το κίνημα και σα να κιντύνευαν οι βασιλικοί θεσμοί, που τους εθεωρούσε τη μόνη κοινωνική εγγύηση, γιατί ήταν σαν αδερφάδες, έλεγε, με κάποια βασίλισσα. Μαζί της εκαθότουν και η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη, που περίμενε ανυπόμονα, παίζοντας νευρικά με τη βεντάλια της και μελετώντας τα σκληρά λόγια που θα κεραυνοβολούσαν σε λίγο τον αγαπητικό της, αφού εκείνος είχε προτιμήσει ν’ ακούει τόσες ώρες τες ανούσιες παλάβρες του Άλκη παρά τη συντροφιά της. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Οφιομάχος εκαθότουν λυπημένος και άλαλος σιμά στη γυναίκα του, προσπαθώντας να μην προσέχει στα λόγια του Μαρκαντώνιου Ιουστινιάνη, που εστεκότουν τώρα ομπρός του, κατακόκκινος και θυμωμένος, και που του μιλούσε με πάθος, πασκίζοντας ν’ αποδείξει καθαρή και κακόβουλη τρέλα όλες εκείνες τες τολμηρές ουτοπίες, όλες εκείνες τες ανήκουστες ιδέες, κι ενθουσιασμένος μονάχα για τες παμπάλαιες δόξες του τόπου του.

Κι η μουσική έπαιζε ωστόσο και πολλά ζευγάρια εχόρευαν ένα γλήγορο χορό, κι ο Σπύρος Οφιομάχος, ολομόναχος μέσα σ’ όλον εκείνον τον κόσμο, επαρατηρούσε σα σαστισμένος την άσκημη θυγατέρα του Αστέρη, που εχόρευε κι εκείνη, παραδομένη μακάρια στην αγκαλιά ενός νέου φερμένου τώρα από τα ξένα κι ανιψιού της κυρίας Θεοφανώς Χρυσοσπάθη, γιατί εκείνο το βράδυ είχε ακουστεί ο λόγος πως οι δύο νέοι θα αρραβωνιαζόνταν.

Και ο Άλκης αναμμένος ακόμη από την ομιλία του, συγκινημένος και σκοτισμένος, επήγε βιαστικός προς την Ευλαλία, κι ερωτούσε τον εαυτό του αν αληθινά η καρδιά του επίστευε πως όσα είχε πει εκείνο το βράδυ θα γενόνταν μια μέρα πραγματικότητα.

Είχε ζυγώσει πλια τους Οφιομάχους. Η Ευλαλία ωχρή τον εκοίταζε με το ίδιο ανυπόμονο χαμόγελο. Ένα κύμα ευτυχίας ανέβηκε στην καρδιά του∙ τα μάτια του έλαμψαν, τα μάγουλά του ερόδισαν. Εχαιρέτησε όλους μ’ ευγένεια κι έμεινε ορθός μπροστά στην Ευλαλία. Μια γαλήνη παρήγορη εχύθηκε μέσα του, σαν που τη δοκιμάζει ο ναύτης, όταν ρίχνει την άγκυρα σε απάνεμο λιμάνι. Εζητούσε λόγια για να μιλήσει και δεν έβρισκε κι όλο εκοίταζε κατάματα την Ευλαλία. Κι άξαφνα του πέρασε από το νου θλιβερή η ιδέα πως η Ευλαλία δεν ήταν προορισμένη για κείνον, αλλά πως σε λίγο ένας άλλος, ο γιατρός Στεριώτης, θα του την έπαιρνε∙ και η σκέψη αυτή του ήταν ανυπόφερτη.

― Άλκη, του είπε η γριά αρχόντισσα μ’ ένα χαμόγελο σαν αόριστης ελπίδας, ο καλός υπουργός μας έλεγε, λίγο πριν έρθει μέσα, πως ευχαρίστως θα σε έβλεπε σ’ ένα δημόσιο αξίωμα. Εμείς θα χαρούμε!

Ο Άλκης εχαμογέλασε χωρίς ν’ απαντήσει. Κι απλώνοντας τα χέρια εκάλεσε μ’ ένα κίνημα του κεφαλιού την Ευλαλία να χορέψει.

Εκείνη εβρέθηκε αμέσως σιμά του. Κι εριχτήκαν μαζί στο χορό, κι εστροβίλισαν με το ρυθμό της μουσικής που τους συνέπαιρνε, ανάλαφροι, σα φτερωμένοι, ακούοντας μέσα τους μιαν ελεύτερη χαρά, σα να ’ταν πουλιά που πρωτοπετούσαν από τες φωλιές τους και σα να ’ρχιζε αυτήν τη στιγμή μια καινούρια ζωή για τους δυο τους.

― Άλκη! του ψιθύρισε η Ευλαλία σα λιγωμένη από μίαν πρωτοδοκίμαστη ηδονή.

― Θα ’σαι δική μου! της απάντησε σφίγγοντάς της ανάλαφρα τη μέση.

Εκείνη εσυλλογίστηκε σα σε όνειρο τον πατέρα της, το σπίτι της, το γιατρό Στεριώτη, τη φοβερή καταστροφή που τους εφοβέριζε κι άκουσε κάποιο δάκρυ να της ανεβαίνει στα μάτια. Κι εχόρευε, βαστώντας τώρα δυνατότερα το χέρι του Άλκη, σα να ζητούσε την προστασία του, κι εκείνος όλο της έσφιγγε τη μέση, σα να μην ήθελε να την αφήκει να του ξεφύγει. Του Άλκη η καρδιά εχτυπούσε και το κορμί της ανάτρεμε μέσα στα χέρια του και το στήθος της εφούσκωνε πλημμυρισμένο από ασυνήθιστη τρυφερότητα. Εκείνος αιστάνθηκε τότες μία αγνή και μεγάλη χαρά στην καρδιά του. Το είναι του εμεγάλωνε∙ αισθανότουν πως σιμά της ήταν γιατρεμένος από κάθε αρρώστια, πρωτοανάπνεε ένα ζωογόνον αέρα που του χάριζε δύναμη καινούρια κι ελεύτερη θέληση κι ενέργεια κι επίστεψε πως εκείνο, που χωρίς το στήριγμά της του φαινότουν αδύνατο, εκείνο που λίγο πριν τον είχε φοβίσει, εκείνο που του ’χαν ζητήσει οι νέοι και που θα ’ταν η μεγάλη πράξη της ζωής του, δεν ήταν πλια ούτε μία άπιαστη χίμαιρα, ούτε ένα βάρος δυσκολοβάσταχτο τόσο που θα τον ελύγιζε. Με την ίδια άδολη χαρά είδε ομπρός του καθάρια τες πλιο σημαντικές στιγμές της ζωής του: τον πατέρα του που του ’δειχνε το παλιό βενέτικο κάστρο, σ’ εκείνον τον έρημο γιαλό, την τελευταία του αρρώστια, τη νεκρανάστασή του, τον έρωτά του για την Ευλαλία και τέλος την αποψινή βραδιά που τον είχε συνταράξει. Και η αξία που αποχτούσε η ζωή του τον έκανε ν’ αψηφά κάθε συνέπεια. Η Ευλαλία έπρεπε να ’ναι δική του… όλα τ’ άλλα ήταν ασήμαντα, αξιοκαταφρόνητα, αδιάφορα… τότες μόνο θα μπορούσε ν’ αρχίσει…

Μα εκατάλαβε άξαφνα πως σε μια στιγμή η μουσική θα έπαυε. Έσφιξε πάλι τη μέση της Ευλαλίας και πασκίζοντας να την ιδεί με την άκρα του ματιού της ξανάπε με πάθος. 

― Ω, θα ’σαι δική μου!

Κι εκείνη αναστέναξε δειλά, ενώ μία αδιήγητη ευτυχία της επλημμυρούσε τα στήθη και σα να επαραδινότουν για πάντα στα χέρια του, του αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο, κλείνοντας τα δακρυσμένα της μάτια:

― Ναι, όταν θελήσεις… όπως θελήσεις… 

 

Λεξιλόγιο

1 γαιοπρόσοδος, έσοδο από τη γη

2 στρέβλη∙ όργανο βασανιστηρίου

3 στρυνάρι· η τσακμακόπετρα (στουρνάρι)· μεταφορικά, άνθρωπος με γερή κράση

4 από κατιφέ, είδος βελούδου

5 χειρόκτια, γάντια

6 με κορδέλες

 

 

αρχή

 



 

 

1

 

Ήταν ακόμα πρωί. Κι αυτήν την ημέρα ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος, γερασμένος, σκεβρωμένος, λιγνός και τυλιγμένος στο τρίπαλιο πανωφόρι του, που το φορούσε πάντα το χειμώνα για το σπίτι, εκατέβηκε ανήσυχος πάλι στο γραφείο του. Ο νους του ήταν σκοτισμένος∙ η πραγματικότητα του φαινότουν απίστευτο νειροπλάκωμα, ένα βάρος μεγάλο τόσο, που έκανε να σκύφτει το αδυνατισμένο γέρικο κορμί του.

Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του πριν πως η ζωή ημπορούσε να λάβει για κείνον τόση τραγικότητα, ξεφεύγοντας άξαφνα από τον κανονικό ρυθμό της. Εφανταζότουν σκληρή την τύχη μαζί του, γιατί είχε φτάκει κιόλας στην άκρη του δρόμου της ανθρώπινης ζωής, χωρίς να υποψιαστεί ποτέ του πως στιγμές τέτοιες θα μπορούσαν να τον περιμένουν. Τον κόσμο δεν τον είχε ποτέ του αληθινά γνωρίσει ο γέρος∙ δεν είχε θελήσει να τον γνωρίσει στην ουσία του∙ και ως τότες με μικρές προσπάθειες είχε κατανικήσει κάθε δυσκολία. Αλλά τώρα οι δυσκολίες, που εσηκωνόνταν εμπρός του, καταντούσαν σαν ένα αδιάβατο βουνό, κάτι ασάλευτο και τεράστιο, που τον έσκιαζε, που εμηδένιζε τη μικρή του θέληση, και σήμερα πάλι, έπειτα από τόσες αναβολές, έπειτα από τόση σκέψη, δεν είχε κάμει ούτε ένα βήμα στα εμπρός∙ η θυγατέρα του δεν έστεργε στο γάμο της με το γιατρό Στεριώτη, ο Περικλής Βαλσάμης δεν αποφάσιζε να παραιτήσει σύντομα τούτον τον κόσμο, ο γιος του ο Σπύρος δεν επιτύχαινε ακόμη τίποτε με την άσκημη θυγατέρα του Αστέρη κι ούτε ο Γουλιέλμος Αρκούδης, ο γιος του τραπεζίτη, δεν εφαινότουν αρκετά ερωτεμένος από τη θυγατέρα του τη Λουίζα κι ας είχε αλλιώτικη γνώμη η γυναίκα του.

Κι ωστόσο η τωρινή στιγμή ήταν τρομερή. Δεν έδινε καθόλου καιρό. Τα χρήματα έλειπαν, το σπίτι του στην εξοχή, που το αγαπούσε, του ’χε γκρεμιστεί, τ’ άλογά του εψοφούσαν, όλα του ερχόνταν ανάποδα. Και ο γιατρός Στεριώτης θ’ άρχιζε να βαριέται από τες αναβολές του και η Ευλαλία, που έβλεπε όλην αυτή τη δυστυχία, είχε βάλει ένα πείσμα ανεξήγητο να μην υποταχτεί στην ανάγκη! Δεν ήθελε ούτε να τον ακούσει! Δεν είχε ούτε κείνη συνείδηση, για να βλέπει τι έκανε με το πείσμα της. Και οι ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες!

Εσυλλογίστηκε αθέλητα τες δύο παλιές του ερωμένες. Τες είχε ακόμη και τες δύο. Ήταν περασμένες στα χρόνια και γρινιάρες και οι δύο, μα δεν είχε λάβει τη δύναμη να τες αποχωριστεί. Αλλά τες είχε αμελήσει αυτόν τον ύστερο καιρό και δεν τες έβλεπε παρά σπάνια και λίγο, γιατί ως κι εκείνες τώρα του ’διναν πάρα πολλές πίκρες… Τες εφοβότουν ο γέρος! Εφοβότουν την κακή τους όρεξη, τες βρισιές τους! Είχαν καταλάβει κι αυτές πως τώρα πλια είχε φτωχύνει κι εγινόνταν και οι δύο κάθε μέρα απαιτητικότερες, σα να ’χαν συμφωνήσει αναμεταξύ τους, μολονότι δεν εγνωριζόνταν καν, εκατοικούσαν σε ξεχωριστές γειτονιές κι εμισούσε η μία την άλλη. Ήθελαν να περιμαζέψουν αυτές τα τελευταία λείψανα του ναυαγίου. Τον εκατηγορούσαν και οι δύο με τα ίδια σκληρά λόγια, εθύμωναν και τον εκατηγορούσαν, γιατί επρόβλεπαν, έλεγαν, πως έπρεπε να πεθάνουν στην ψάθα και δεν είχαν θυσιάσει γι’ αυτό την τιμή τους και δεν είχαν σπαταλήσει γι’ αυτό τη ζωή τους και δεν είχαν γι’ αυτό προτιμήσει έναν άνθρωπο γέροντα… είχαν δώκει πίστη σ’ έναν πλούσιο, για να γλιτώσουν ίσια ίσια από τη σκληρή καταφρόνια, που άσφαλτα τες επερίμενε! Τι συνείδηση είχε αυτός ο Οφιομάχος τότες που ήταν πλούσιος; Γιατί δεν τες ασφάλιζε τότες, όπως μπορούσε; Ας τους έδινε τώρα ένα σπίτι, ένα χτήμα, αν δεν είχε χρήματα! Κι ωστόσο όλος ο κόσμος ήξερε πως και οι δύο ετόκιζαν χρήματα στους φτωχούς, που τα χρωστούσαν μόνο στη γενναιοδωρία του!

Το αίσθημα της στενοχώριας, που τον έπνιγε, του ’φερε όπως πάντα στο νου τους χωριάτες του. Εκείνοι τον είχαν καταστρέψει, γιατί δεν επλήρωναν. Κι εθύμωσε άξαφνα με κείνους. Τον είχαν στο λαιμό τους… έφταιγε η καλοσύνη του! Αυτοί του ’τρωγαν όλα τα εισοδήματα, ό,τι εγεννούσε η γης του, τα προγονικά του τα χτήματα. Αυτοί ήταν οι αληθινοί κληρονόμοι του πατέρα του… μόνο αυτοί! Και οι άδικοι οι νόμοι τους επροστάτευαν! Μα έπρεπε με κάθε τρόπο να τους κυνηγήσει τους χωριάτες, κάποιος τουλάχιστο για παραδειγματισμό. Με τα πρώτα χρήματα που θα ’πιανε θα τους έδειχνε! Κι ας ήταν ακριβά, πολύ ακριβά τα δικαστήρια!

Ωστόσο για να κάμει κάτι, σα να ήθελε από τα τώρα να ετοιμάσει τες δίκες, εκατέβασε από ένα ράφι ένα μεγάλο κατάστιχο, το άνοιξε απάνω στο τραπέζι, εκάθισε ομπρός του κι άρχισε να το φυλλομετρά και να το διαβάζει. Εδιάβαζε ονόματα απάνω σε ονόματα, έκανε λογαριασμούς με τα δάχτυλά του, εσημείωνε αριθμούς σ’ ένα χαρτί. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους εγνώριζε, κάποιους από τα μικρά του χρόνια, άλλους τους είχε ιδεί να γεννηθούν και να γίνουν άντρες, άλλοι είχαν γεράσει μαζί του… Εγνώριζε του καθενού την ιστορία, την οικογένεια και την κατάσταση∙ κάποιους τους είχε φίλους, τους εθεωρούσε αφοσιωμένους του ανθρώπους και τίμιους, είχε κάμει χάρες σε πολλούς, είχε περάσει πολλές ώρες της ζωής του στη συντροφιά τους, τους είχε βοηθήσει στες ανάγκες τους, και δεν εμισούσε κανέναν απ’ όλους. Οι χωριάτες αυτοί του χρωστούσαν τα μαλλοκέφαλά τους, αληθινούς θησαυρούς, και μάλιστα οι πλιο πλούσιοι εφαινόνταν σε κείνο το βιβλίο οι λιγότερο φερέγγυοι. Να μπορούσε να εισπράξει τα μισά ή το τέταρτο, θα γλίτωνε! Μα ποιος θα μπορούσε να του κανονίσει όλους αυτούς τους λογαριασμούς… πώς θα ’βαζε μπροστά τόσες δίκες… πώς θα ξεδιάλυνε τόσα μπερδέματα; Αυτός δεν είχε εργαστεί σοβαρά ποτέ του… θα ’πρεπε να βρεθούν και ν’ αντιγραφτούν παλαιά συμβόλαια, δικαστικές απόφασες, βαφτιστικά, διαθήκες… θα ’πρεπε να ανανεωθούν οι εγγραφές και οι υποθήκες… ένας σωρός δουλειές που ποτέ του δεν είχε φροντίσει να τες κάμει, γιατί είχε ευχαριστηθεί να δέχεται μόνο ό,τι του ’φερναν κι όλη του τη ζωή δεν είχε λάβει ποτέ τη δύναμη να φανεί σκληρός με κανέναν, παρά μόνο όταν εθύμωνε. Μα κι ο θυμός του δε βαστούσε πολύ. Και τώρα ανανοήθηκε πως από κείνα τα χρέη που ελογάριαζε τα περισσότερα ήταν παραγραμμένα, γιατί πολλά χρόνια είχαν κιόλας περάσει σ’ αυτήν την απώλεια.

Τότες ο γέρος Οφιομάχος εθύμωσε με τον εαυτό του, όπως συχνά του συνέβαινε. Εσηκώθηκε από το τραπέζι, σπρώχνοντας οπίσω με βία την καρέκλα του, βρίζοντας τον εαυτό του σε δεύτερο πρόσωπο:

― Μωρέ Αλέξανδρε, έλεγε, παλιόγερε, παλιάνθρωπε! Έπρεπε να σου βγάλω τα μάτια, να σε ψοφήσω, παλιόσκυλο! Βλέπεις πού τα κατάφερες; Είναι πράματα αυτά, ν’ αφήκεις να χαθεί έτσι το δικό σου; Πού το ’χες το μυαλό σου τόσα χρόνια;

Κι εβάλθηκε να περπατεί άνω κάτω, θυμωμένος, στη μεγάλη την κάμαρη κι εβλαστημούσε σ’ αυτόν τον τρόπο την καλοσύνη του, την νωθρή ζωή του, την πατροπαράδοτη αμέλειά του, εκείνην τη φυσική αδυναμία, που δεν τον άφηνε να ’ναι εργατικός και δραστήριος, όπως τόσοι άλλοι, που τους ζήλευε, όπως οι καταραμένοι οι δανειστές του τώρα, που τον είχαν χάσει από κόσμο! Τι θα ’κανε; Όλα τα φύλλα του μεγάλου κατάστιχού του ήταν άσπρα, τόσα χρόνια τώρα, οι άνθρωποί του, εκατό, διακόσιοι άνθρωποι, δεν του ’χαν φέρει τίποτα και δεν είχε μιλήσει… κι αυτόν οι δανειστές τον εστενοχωρούσαν, τον ετρομοκρατούσαν, απαιτούσαν να πουληθεί ζωντανός αυτός, να τους πουλήσει τα παιδιά του, για να μην αρνηθεί την οικογενειακή του τιμή, το αριστοκρατικό τ’ όνομά του…

Αυτοί οι στοχασμοί τον έκαμαν σαρκαστικά να γελάσει. Κάπου κάπου εσταματούσε κι εκοίταζε ψηλά, σα να ’θελε να ρωτήσει τον ουρανό, που ήταν η θεία δικαιοσύνη, γιατί έβρισκε αληθινά άδικα όλα τα βάσανα εκείνα που τον κατάτρεχαν, κατόπι από μια ζωή γεμάτη μακροθυμία κι ελεημοσύνη για τόσους μικρούς ανθρώπους, που, αν το ’χε θελήσει άλλοτε, θα τους είχε καταστρέψει και κείνος. Ήταν δικαιολογημένο λοιπόν ένα τέτοιο τέλος;

Η απελπισία τον εκυρίεψε. Το στόμα του ήταν πικρό και φρυμένο, μέσα στο στήθος του γρικούσε μια στενοχώρια, που του δυσκόλευε την πνοή, ανατριχίλες εδιάβαιναν το κορμί του∙ ήρθε στο παράθυρο κι εκοίταξε μέσα από τα μουντά τζάμια μια στιγμή το δρόμο, ξανάρθε στο γραφείο του, εσταμάτησε άλλη μία στιγμή, ζητώντας από το νου του να στοχαστεί κάποια ιδέα που θα μπορούσε να βοηθήσει, ξανακοίταξε έπειτα το δρόμο από τ’ άλλο παράθυρο κι όλο αισθανότουν μέσα του την ταραχή να περισσεύει… Δεν ημπορούσε βέβαια να μείνει άπραχτος, άνεργος σε μια τέτοια στιγμή… Κι εκατέβασε τότες απ’ όλα τα ράφια κάμποσες χοντρές δεσμίδες, δεμένες με επιμέλεια μέσα σε χοντρά χαρτόνια, σκονισμένες όλες και γεμάτες παλαιά συμβόλαια, δικαστικά έγγραφα κι άλλα δικόγραφα. Τες ετίναξε αναστενάζοντας και κοιτάζοντας ολόγυρά του, τες έλυσε μία μία κι άρχισε να μελετά τα χαρτιά ένα ένα, βλαστημώντας κι αναθεματίζοντας τα ονόματα των πεθαμένων, που εδιάβαζε σε εκείνα.

Η εργασία όμως τον εκούρασε γλήγορα. Τρομαγμένος ανανοήθηκε πόσο ήταν άσκοπη, γιατί η ανάγκη δε θα περίμενε βέβαια. Πού θα βρισκόνταν τα κεφάλαια για ν’ αρχίσει τες δίκες; Πού; Κι αν εβρισκόνταν, τα δικαστήρια θ’ αργούσαν μήνες, χρόνια ίσως, για να βγάλουν την απόφασή τους… έτσι εδούλευαν τώρα τα δικαστήρια! Κι αν έβγαινε τέλος η απόφαση, θα ’μενε ανεχτέλεστη, όπως τόσες άλλες, που ’χε στα χέρια του, άσπρο χαρτί, που κανένας χωριάτης δεν το εφοβότουν. Εσταύρωσε τότες τα χέρια απάνω στο στήθος του κι έμεινε ακίνητος μια ώρα κοιτάζοντας στο καπνισμένο νταβάνι τα σοβαντισμένα δοκάρια. Η καρδιά του έκλαιγε…

Τι έπρεπε λοιπόν να κάμει; Μα ας έκανε τέλος πάντων κάτι, ας εκινιότουν, ας έβρισκε κάτι να κάμει! Κάτι που να τον εγλίτωνε… Γιατί δεν τον εβοηθούσαν τώρα τα παιδιά του, γιατί δεν εμιλούσε πλια η γυναίκα του; Όλοι λοιπόν τον είχαν παραιτήσει; Όλοι;

Εχτύπησε ρυθμικά για κάμποσες στιγμές με το πόδι του το πάτωμα κυριεμένος από τη στενοχώρια και με την παλάμη του δυνατά το ξύλο της πολυθρόνας του κι εζάβωσε το στόμα του, σα να τον πονούσε κάποιο σπλάχνο. Κι ολομεμιάς θυμωμένος με τους δικούς του, γιατί εκείνοι ήταν ήσυχοι, γιατί δεν εσκεφτόνταν παρά τον εαυτό τους, ενώ αυτός εμαρτυρούσε βυθισμένος σε τόσες απελπισίες, αποφάσισε να μη γνοιαστεί πλια για τίποτε, να ησυχάσει, να λησμονήσει τα πάντα… Δε θα εδεχότουν πλια τον τοκογλύφο… ποτέ πλια… κι ας έτρεχαν τα πράγματα μόνα τους, όπου ήθελαν, όπως ήθελαν, όσο ήθελαν… Ας επήγαιναν κατά διαβόλου! Αυτός τόσο και τόσο δεν μπορούσε να κάμει τίποτα!

Μα την ίδια στιγμή εκείνη η απόφαση δεν τον ευχαρίστησε. Δεν ήταν διόρθωμα αυτό, μα ασυλλόγιστη πράξη που τες συνέπειές της ίσια ίσια ήθελε να τες ξεφύγει! Μα πώς; Και πάλι πώς;

Κι η στενοχώρια του ξανάρθε, παίρνοντάς του το νου, κάνοντάς τον να γυρίζει από δω και από κει το κεφάλι. Μα πώς; Μα πώς; Δεν ημπορούσε να βρει ησυχία, δεν ήξερε ούτε ο ίδιος τι ήθελε κι οι βαριές φροντίδες δεν ήθελαν να φύγουν από το μυαλό του πλια, δεν ήθελαν να τον αφήκουν να ησυχάσει!  Πώς θα ησύχαζε, όταν χαλασμός τέτοιος εκρεμότουν στο κεφάλι του; Και η Ευλαλία, η Ευλαλία ήταν αδιάφορη! Ανήκουστο πράμα! Απίστευτο! Εκείνη έπρεπε να κάμει την αρχή! Δεν ήταν καμιά άλλη σωτηρία! Δεν ήταν!

Και χωρίς να ξέρει τι κάνει εχτύπησε με τα δυο του χέρια δυνατά το κεφάλι του. Κι επόνεσε. Κι εσκέφτηκε πως σε στιγμές τέτοιες έπρεπε να πονεί και το κορμί του, καθώς κι η ψυχή ήταν συγχυσμένη, βυθισμένη σ’ εκείνο το σκότος της απελπισίας του. Έμπηξε τα νύχια του στες παλάμες του, αντικράτησε την πνοή του, εδοκίμασε να κομματιάσει τη σάρκα του μηριού του και ξαναχτύπησε με τον ένα γρόθο του πάλι το κεφάλι του… Καλύτερος ο θάνατος, εσκέφτηκε, παρά το ντρόπιασμα, που τον επερίμενε… όχι δε θα το περίμενε εκείνος… δε θα το περίμενε!

Άξαφνα έσπρωξε οπίσω του μ’ όλη του τη δύναμη την πολυθρόνα του κι εβρέθηκε ορθός. Κάποια ιδέα, που δεν την ομολογούσε στον εαυτό του, είχε φέξει αυτήν τη στιγμή στο σκοτεινό μυαλό του. Χωρίς να καταλαβαίνει καλά τι έκανε, έβγαλε το τρίπαλιο πανωφόρι του, εφόρεσε την τριμμένη ρεδιγκότα του, επήρε το καπέλο του κι εβρέθηκε στο δρόμο. Ήταν ωχρός, κουρασμένος και λαχανιασμένος∙ και εκρύωνε.

Τα βήματά του τον έφεραν στη μεγάλη δεντροφυτεμένη πλατεία. Εξάλλαξε κάμποσα χαιρέτια με κάποιους γνώριμούς του, που εσεργιάνιζαν αυτήν την ώρα στη χειμωνιάτικη ακόμη λιακάδα, μα η ανησυχία του δεν εσταματούσε. Δεν ημπορούσε ν’ ανοίξει ομιλία με κανέναν, όπως έκανε κάθε μέρα απ’ όταν ήταν νέος. Τα πόδια του τον έπαιρναν μόνα τους. Ακολούθησε τον πλατύ το δρόμο, που εκατέβαινε μακρύς μακρύς ως τη θάλασσα, κοιτάζοντας τα μαγαζιά που εγνώριζε, αντιχαιρετώντας τους εμπόρους που τον καλημέριζαν με σέβας. Σ’ εκείνον το δρόμο ήταν το σπίτι του Άλκη. Εκεί επήγαινε, εκεί τον είχε οδηγήσει η απελπισία του. Θα του μιλούσε! Θα του ’λεγε ν’ αφήκει αυτός την Ευλαλία, θα του εξηγούσε όλες τες πικρές του φροντίδες, θ’ απαιτούσε από αυτόν ν’ αφήκει την Ευλαλία, να του γλιτώσει μ’ εκείνην την θυσία το σπίτι του! Έτσι θα του ’λεγε… θα του ’λεγε… θα ’βρισκε αυτό το θάρρος τουλάχιστο! Κι ας μολογούσε σ’ αυτόν τον τρόπο, πως δεν εξουσίαζε αυτός ο ίδιος το σπίτι του… Δεν έπρεπε να ντραπεί! Δε θα ντρεπότουν ούτε να μολογήσει που ήξερε πως η θυγατέρα του εσυμπαθούσε τον Άλκη! Η ώρα η σκληρή είχε φέρει όλα τα πράματα ανάποδα. Κι έπειτα τώρα τα κορίτσια έβρισκαν μονάχα τους τον άντρα που θα ’παιρναν!

Αυτήν τη στιγμή αντάμωσε τους δύο γιους του, που επήγαιναν μαζί καλοντυμένοι και που τον εσταμάτησαν. Ο Γιώργης τον ερώτησε ανήσυχος και κοιτάζοντας το πονεμένο του πρόσωπο τι είχε. Κι ο γέρος του απάντησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο, που μολογούσε τες βαριές του φροντίδες κι εκοίταξε κατάματα τους δύο νέους, σα να ζητούσε από αυτούς παρηγοριά κι ελπίδα. Μα εκατάλαβε πως αυτοί είχαν αποφασίσει να ’ναι αδιάφοροι σ’ ό,τι συνέβαινε σπίτι τους. Κι ερώτησε το Γιώργη με γλυκύπικρο ύφος:

― Πώς είναι σήμερα ο άντρας της; Κι εχαμογέλασε μ’ ένα άσκημο χαμόγελο.

― Δεν ξέρω! του απάντησε πειραγμένος. Αλλά από κει κανείς ας μην περιμένει.

― Πώς! του ’πε ανοίγοντας τα μάτια. Στην αρχή είχα θυμώσει μαζί σου. Δε μ’ άρεσε αυτό το μπέρδεμα, δε μ’ άρεσε αυτή η γυναίκα, μα, αφού τα πράματα ήρθαν καθώς ήρθαν, είπα και γώ πως εσύ τουλάχιστο εγλίτωσες! Κι ολομεμιάς σα να ’χε φέξει μία άλλη σκέψη στο νου του εκοίταξε συλλογισμένος το Γιώργη κατάματα, ενώ το πικρό του το στόμα χαμογελούσε παράξενα και του ’πε χαμηλώνοντας το πρόσωπο: Ποιος ξέρει… Ίσως κάνεις καλά, παιδί μου. Ποιος θα πει το εναντίο;

Μα ο Σπύρος τώρα εγέλασε περγελώντας. Εκοίταζε ανήσυχος γύρω του. Το μωρό του το πρόσωπο είχε μίαν αλλόκοτη όψη αυτήν την ημέρα, γιατί κι η καρδιά του, που συνηθισμένη δεν ήταν να αισθάνεται, ήταν κι αυτή πικραμένη. Κι ο πόνος τού ήταν ανυπόφερτος, κάτι που θα ’θελε με κάθε θυσία να ξεφύγει. Η μικρή του η ψυχή καταδίκαζε αυτήν τη στιγμή την απόφαση του αδερφού του, που μπορούσε να περιφρονήσει τόση ευτυχία, την ησυχία μιας ζωής πλούσιας και χωρίς φροντίδες, ενώ την ίδιαν ώρα αυτός επονούσε, γιατί έβλεπε διαλυμένο πλια εκείνο τ’ όνειρο που τον είχε γεμίσει ελπίδες, που τόσον καιρό είχε αγωνιστεί για κείνο!

Κι ο Γιώργης τον εκοίταξε, συμπονώντας τη λύπη του κι είπε του πατέρα τους. 

― Ως κι ο Σπύρος βρίσκεται σήμερα σ’ άσκημα νερά. Η θυγατέρα του Αστέρη, την είδαμε στο αυτοκίνητο, πηγαίνει στην εξοχή. Μαζί της και η κυρία Ευτέρπη, η μητέρα της, κι ο ξένος νέος, ο ανιψιός της κυρίας Θεοφανώς, που τον έφερε επίτηδες, αφού του συμφώνησε πρώτα το γάμο…

― Έτσι, έτσι, είπε ο γέρος σαν αποβλακωμένος και τηράζοντας πότε τον έναν πότε τον άλλον υγιό του… Ήταν λοιπόν το τυχερό να διαλυθούν όλα σε μια μέρα!

Κι εσκέφτηκε φοβισμένος, αν δεν του φύλαγε η μοίρα και καμίαν άλλη συφορά μέσα σ’ εκείνο το γενικό ναυάγιο, που άλλαξε όλους τους όρους της ζωής τους.

Και δεν τους είπε πλια καμιά άλλη λέξη, παρά τους εγύρισε τες πλάτες και χωρίς να συλλογιστεί περισσότερο εβάδισε προς το σπίτι του Άλκη κι εμπήκε αποφασιστικά στην πόρτα.

Μάνα και γιος εκαθόνταν στην ίδια κάμαρη. Η κυρία Φωτεινή εδούλευε σιωπηλή και σκυμμένη με τα μεγάλα ματογυάλια της στη μύτη μπρος στο παράθυρο, εκείνος συλλογισμένος εδιάβαζε σ’ ένα βιβλίο. Μάνα και γιος μ’ αληθινή χαρά εκοίταζαν τον Οφιομάχο και η κυρία Φωτεινή τον ερωτούσε μ’ ένα χαμόγελο, για τη γυναίκα του, για τα παιδιά του και για τον εαυτό του.

Κι ο γέροντας που ’χε μπει σ’ εκείνο το σπίτι αποφασισμένος να μιλήσει, εβρέθηκε άξαφνα πάλι άνοπλος μπρος στο φιλικό χαμόγελο του Άλκη και της μητέρας του. Του φαινότουν πως είχε λησμονήσει κάθε πρωτύτερη σκέψη και σκοτισμένες οι ιδέες του παρουσιαζόνταν στο νου του χωρίς συνοχή. Εκοίταζε σαν απομωραμένος πότε την κυρία Φωτεινή και πότε το γιο της και τους απαντούσε μηχανικά με τη φυσική του ευγένεια, μα ανήσυχος και λυπημένος. Και εκοίταζε ολόγυρά του τα καθαρά έπιπλα της κάμαρας, τους ανοιχτόχρωμους μπερντέδες, τες μικρές εικόνες που εστόλιζαν τον πρασινωπό τοίχο, το μεγάλο γραφείο, τα ομορφοδεμένα βιβλία στην καινούρια βιβλιοθήκη κι επάσκιζε να ξανάβρει την πρώτη του απόφαση κι ήξερε ωστόσο πως ούτε δε θα τολμούσε να προφέρει τ’ όνομα της θυγατέρας του κι εκαθότουν στενοχωρημένος στην καρέκλα του, παιδεύοντας τα ρούχα του, σαν ντροπιασμένος εκεί μέσα, ζητώντας τώρα πάλι την ευκαιρία για να φύγει, χωρίς να κάμει τίποτα, γιατί η καρδιά του του ’λεγε πως εκείνο που ’χε μελετήσει να κάμει ήταν από τα πράματα που δεν εγινότουν και πως έπρεπε να ’βρει άλλον τρόπο, για να επιβάλει την πατρική του εξουσία στο σπίτι του, χωρίς να φορτώνεται εκείνους που δεν τον είχαν ενοχλήσει. Θα ’ταν αλλιώς βέβαια, αν ο Άλκης πρωτομιλούσε, αν του ζητούσε ή αν έστελνε να του ζητήσει την Ευλαλία! Ω, τότες θα ’ξερε ν’ απαντήσει. Μα τώρα τι θα ’λεγε;

Κι ωστόσο η κυρία Φωτεινή του ’λεγε καλότροπα και μ’ ένα γλυκύ χαμόγελο, βγάζοντας τα ματογυάλια της και φυλάγοντάς τα μ’ επιμέλεια:

― Πώς να τες λησμονήσω, τόσες καλοσύνες σ’ εκείνες τες φοβερές στιγμές! Η Ευλαλία μάς τον ανάστησε από τον τάφο!

Ο Άλκης εγέλασε. Ο γέροντας αναστέναξε θλιβερά. Μία άσκημη ιδέα, που τον εστενοχώρησε, επέρασε αθέλητα από το νου. Την απόδιωξε με φρίκη κι εκοίταξε ανυπόμονα ολόγυρά του, σα φοβισμένος μην οι άλλοι την είχαν διαβάσει στο μέτωπό του που εκοκκίνισε και στην ταραχή του ενόμισε μια στιγμή πως τώρα θα ’βρισκε τέλος τη δύναμη να μιλήσει. Μα ο λόγος δε βγήκε από τα χείλη του. Απάντησε μόνο μ’ ένα δειλό χαμόγελο. Κι εθύμωσε με τον εαυτό του, γιατί εθυμήθηκε πόσο εκείνη η παράξενη μικροψυχία, που τον έκανε τραχύ κι ευκολοθύμωτο, γιατί τότες μόνο η γλώσσα του ελυότουν, τον είχε βλάψει σ’ όλη την ζωή του. Πόσες φορές αυτή τον είχε κάμει να χάσει τα δίκια του ή να φανεί κατώτερος από τους άλλους. Και τώρα ακόμη το ίδιο εκείνο ελάττωμα τον εσυνόδευε όπου κι αν επήγαινε, θα το ’χε πάντα μαζί του ώσπου θα τέλειωνε η ζωή του!

Και η κυρία Φωτεινή ξακολουθούσε ωστόσο:

― Ποιος θα το ’λεγε τότες! Και τώρα εχόρεψαν κιόλας μαζί, τα παιδιά μας! Α, εδιασκέδασε όλος ο κόσμος περίφημα στο χορό του Αστέρη! Τι σπίτι πλούσιο. Τι φιλόξενοι εκείνοι οι άνθρωποι…

Άξαφνα ο Οφιομάχος εκατέβασε το βλέμμα του, εσούφρωσε το μέτωπό του και κοιτάζοντας γύρω του κι ανοίγοντας τα μάτια του ολομεμιάς εξεστόμισε τούτα τα λόγια, σα να ελευτερωνότουν από ένα βάρος μεγάλο:

― Γι’ αυτό ήρθα!

Και το βλέμμα του ανήσυχο εσταμάτησε απάνου στον Άλκη για μια μόνη στιγμή.

― Τι τρέχει; του ’πε γλυκά ο νέος, καταλαβαίνοντας πως χτυπούσε ασυνήθιστα η καρδιά του.

― Τι τρέχει! ξανάπε ο Οφιομάχος, με την ίδια πάλι στενοχώρια και κουνώντας το κεφάλι του. Τι τρέχει! Πρέπει αχ! να μιλήσω και δεν ξέρω πώς να πω, γιατί να, εδώ μέσα, κάτι δεν αφήνει να βγαίνουν τα λόγια από το λαιμό μου. Έρχονται ως εκεί και πρέπει πάλι να τα καταπιώ. Πάντα μου ήμουνα έτσι… δειλός, κακομοίρης! Και πρέπει ωστόσο να μιλήσω… εγώ το ξέρω! Γιατί διόρθωση άλλη δεν υπάρχει. Καμία άλλη. Και μην πείτε πως δεν εξουσιάζω εγώ το σπίτι μου, α όχι… εγώ μονάχα ορίζω εκεί μέσα, εγώ έκαμα πάντα ό,τι ήθελα, κανένας δε μου αντιστέκεται… το είδα και σε τούτην την περίσταση… μόνο ο λόγος μου περνάει… το πιστεύετε ε; Μα γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Γιατί δεν μπορώ να πω εκείνο που πρέπει να πω… δε ξέρω τι έχω… μα πρέπει ν’ απαντήσω σε κάτι που δεν το ρωτήθηκα… σε κάτι που η γνώμη μου δεν εζητήθηκε. Ναι, Άλκη! Τα ξέρω όλα, τα ξέρω! Από την ημέρα εκείνη, που σ’ ανάστησε, λες, σα το Λάζαρο… ναι, όλα… Και γι’ αυτό ήρθα εδώ, γι’ αυτό! Αχ, άφησέ την ήσυχη, Άλκη. Πικραίνεται περισσότερο και μου κλαίει… από την ημέρα του χορού έχουμε πάλι τα ίδια. Κι όταν αυτή κλαίει, εγώ θυμώνω και γίνομαι κακός και τυραννώ όλο το σπίτι. Κι ακούω τότες εδώ μέσα, στα στήθη μου, όπως και τώρα που σου μιλώ, κάτι να σπάει… μέσα εδώ βαθιά, στη μέση της καρδιάς. Ναι, όπως τώρα, γιατί μου πονεί, δεν ξέρεις πόσο… μου πονεί να υποφέρει, να βασανίζει τη ζωή της και να μη μπορώ να τη φχαριστήσω! Να μη μπορώ! Ναι, αυτός είναι ο σωστός ο λόγος. Και τώρα υποφέρω, γιατί θα τη λυπήσω πάλι, Άλκη. Ναι, λέω, τα ξέρω όλα, όλα! Μα δεν μπορεί να γένει… Δεν μπορεί να γένει τίποτα. Άκουσέ με μια στιγμή και μου μιλείς κατόπι. Μου λες και συ όσα θέλεις. Έχε την υπομονή μια στιγμή, αλλιώς δε θα βρω πλια τα λόγια… Μια στιγμή ακόμα. Δε μπορεί να γένει… αυτός είναι καθαυτό ο λόγος! Και τώρα που το λέω, πάλι αυτό το κάτι κόβεται εδώ μέσα και με λιγώνει! Το ξέρω, το ξέρω καλά, πολύ καλά. Θα ’τανε ευτυχισμένη μαζί σου, ευτυχισμένη στο σπίτι σου, στο ωραίο σου σπιτάκι, εδώ μέσα, σιμά στη μητέρα σου και γώ ευτυχισμένος να σας βλέπω και να σας βλογάω, σαν παιδιά μου, κάθε ώρα και στιγμή… Αχ! γιατί έπρεπε να τελειώσει έτσι ένα πράγμα τόσο καλό! Ευτυχισμένος θα ’σουνε, Άλκη, ως και συ, γιατί έχει καρδιά χρυσή η Ευλαλία μου, ολόχρυση καρδιά! Και ξέρει ν’ αγαπάει αυτή,  η καλύτερη κι από τα τέσσερα παιδιά μας! Σου το λέω εγώ, Κι είσαι κι εσύ, Άλκη, καλός, το ξέρω, καλός όπως εκείνη. Μα τι να κάμω; Μη ρωτάς περσότερα. Δεν πρέπει σου ’πα. Αυτός είναι καθαυτό ο λόγος!

Κι έβγαλε το μαντήλι του κι εσφούγγιζε τα μάτια του.

Η κυρία Φωτεινή τον εκοίταζε ανήσυχα, ωχρή και λυπημένη. Εφοβότουν μήπως ο γέροντας είχε χάσει τα φρένα. Ο Άλκης ήθελε κάθε στιγμή να του μιλήσει, ήταν ωχρός και κείνος κι η ψυχή του αναστατωνότουν, γιατί ο γέρος ήθελε να σβήσει τες πλιο γλυκιές του ελπίδες, ανίσως αλήθεια ήταν αυτό το νόημα στα λόγια του. Μία λύπη βαριά τον εκυρίευε ολοένα∙ ο κόσμος όπως τον είχε δημιουργήσει με τον έρωτά του εσάλευε συθέμελος, εσυλλογίστηκε πως έπρεπε ν’ αρχίσει έναν καινούριον αγώνα με τη ζωή κι αισθανότουν τον εαυτό του αδύνατον και κουρασμένο.

Ο γέρος δεν εμιλούσε πλια σα να ανάμενε κιόλας την απάντησή του και τον εκοίταζε ανήσυχος πάντα και κατακόκκινος κι έριχνε κάπου κάπου παρακαλεστικό ένα βλέμμα στην κυρία Φωτεινή, σα να της εζητούσε συχώρηση.

― Πώς; Πώς; τον ερώτησε ο Άλκης.

Ο γέρος δεν του ’δωκε καιρό να ειπεί περσότερα και του απάντησε με την ίδια συγκίνηση:

― Αυτό ήρθα να σου ειπώ… αυτό… να το ειπώ και της κυρίας μητέρας σου. Όσο ακόμη τα πράματα βρίσκονται στην αρχή τους, άφησέ το το κακότυχο κορίτσι, άφησέ το, σου λέω, γιατί χανόμαστε όλοι!

― Μα γιατί; Μα γιατί; είπε τώρα ο Άλκης με πόνο, αφήνοντας την καρέκλα του και σιμώνοντας το παράθυρο.

Όξω η ζωή ακολουθούσε το ρυθμό της. Στο μικρό καφενείο άνθρωποι συνομιλούσαν, σαν πάντα∙ ένα πουλί εκελαδούσε στον κλάδο της πασκαλιάς που επερίμενε κιόλας την άνοιξη, ένας αμαξάς εχτυπούσε κι εφώναζε τ’ άλογό του. Και ο Άλκης παρατηρούσε με πικρή μελαγχολία αυτή την αδιαφορία της δημιουργίας για κάθε πόνο και για το θάνατο του ατόμου. Αυτός ημπορούσε να υποφέρει, ημπορούσε να μην κοιμάται, ημπορούσαν οι στοχασμοί του να είναι μαύροι και πικροί, μα σε τι άλλαζαν το αρμονικό σύνολο που τον περιτριγύριζε. Η φύση θα του αποκρινότουν πάντα με τη σιωπή της ή με το φαιδρό γέλιο της ζωής που δεν έπαυε να ξαναγεννιέται!

― Γιατί; είπε κι η μητέρα κουνώντας το κεφάλι της.

Ο γέρος τους εκοίταζε φοβισμένος και το χείλι του εβάλθηκε να τρέμει.

― Κύριε Αλέξανδρε, του ’πε τώρα με σεβασμό σιμώνοντας ο Άλκης, έσφαλα ίσως που δεν τη ζήτησα ακόμη∙ αλλά δεν είχα άλλο στο νου μου, σας το ορκίζομαι! Και το κάνω τώρα εδώ με τον επισημότερον τρόπο. Όχι, μητέρα;

Η κυρία Φωτεινή εσφούγγισε ένα δάκρυ κι έπιασε τα χέρια του γιου της μ’ ένα χαμόγελο.

― Μα αυτό είναι εκείνο που δεν πάει! ξαναφώναξε ο γέρος στενοχωρημένος. Αυτό μονάχα δεν πάει, γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να σου το ειπώ, μονάχα γι’ αυτό! Όχι, Άλκη, δε θα μείνεις στην απόφασή σου. Δε θα θελήσεις να με βυθίσεις, εμέ τον πατέρα της! Δεν είναι έτσι; Πώς να σου τα πω όλα αυτά; Έχω και γω αίμα στο πρόσωπο, έχω ντροπή που μου κλει το στόμα, με σφίγγει εδώ στο λαιμό, μου μαζεύει τες πλάτες, μου χαμηλώνει το κεφάλι, όταν θέλω να μιλήσω γι’ αυτά, ως κι όταν είμαι μονάχος και τα σκέφτομαι. Πώς να τα λέω μπρος στους ξένους; Τέλος πάντων, αυτό είναι, πώς να στο πω; Δε θα θελήσεις την καταστροφή μας! Όχι, Άλκη. Έτσι δεν είναι; Η Ευλαλία, ω, η Ευλαλία, η καλή μου, κι αυτή σ’ αγαπάει, το ξέρεις πόσο! Αυτή θα κάμει ό,τι θελήσεις! Μα δε θα θελήσεις εκείνο που είπες, εκείνο που θα μ’ ευχαριστούσε κι εμέ, που θα το ηθέλαμε όλοι και μεις και σεις! Δε θα το θελήσεις, για μας τους άλλους, για μέ το γέροντα. Εσύ θα μπορέσεις να βρεις μίαν άλλην, όποια θελήσεις, σου ζητώ κι εσέ μία θυσία!

Κι εσώπασε, γιατί του ’λειπε τώρα η πνοή. Τα μάτια του ήταν θολά, το πρόσωπό του έγινε ωχρό και τα χοντρά του χείλη δεν έπαυαν να τρέμουν. Τα δάχτυλά του επαίδευαν πάντα τα ρούχα του και συχνά έσιανε την παλιά ρεδιγκότα του σα να εκρύωνε.

    Το πρόσωπο του Άλκη εσκοτείνιαζε. Τι θυσία ήταν εκείνη που του ζητούσε ο γέρος; Μία θυσία ανώτερη από τη δύναμή του, μία θυσία του εαυτού του, με ό,τι πλιο βαθύ, πλιο ριζωμένο, πλιο δικό του ήταν μέσα του, με ό,τι έκανε για τον εαυτό του, τον κόσμο του, το εγώ του, την πίστη του! Μία θυσία που δεν ημπορούσε να γίνει όσο εκείνος εζούσε, μία από κείνες που ποτέ δεν εγινότουν. Εκοίταζε με πικρή περιέργεια τον ελεεινό γέροντα, που περίμενε αμίλητος και περίφοβος την απάντησή του και που ’χε τώρα καρφωμένο χάμου το βλέμμα κι ανοιγοκλειούσε ρυθμικά τα δυο του γόνατα.

Χίλιες ιδέες επέρασαν από το μυαλό του Άλκη κι ερωτούσε αδιάκοπα τον εαυτό του τι εδηλούσαν όλες αυτές οι πικρές ομιλίες του Οφιομάχου. Τι ήθελε να κρύψει ο γέρος μέσα σε τόσα λόγια; Και ποιο ήταν πραγματικά το αληθινό εμπόδιο, που τον εφόβιζε τόσο;

― Μα γιατί; ξανάπε ζωηρά του γέρου, κοιτάζοντας τη μητέρα του, μη δεν είμαι άξιος, εγώ για την Ευλαλία; Εκείνη όσο θα ζω θα ’ναι η μόνη φροντίδα μου, η ευτυχία της θα ’ναι η δική μου! Δεν μπορώ να σκεφτώ αλλιώς!

― Και γιατί, είπε η κυρία Φωτεινή μ’ έναν αναστεναγμό, να συντριφτεί έτσι μία ζωή καρποφόρα, που αρχίζει μ’ ένα χαμόγελο της τύχης! Ο Άλκης πλούσιος δεν είναι, το ξέρουμε… αλλά είναι σπουδασμένος… Δεν είναι κι αυτό περιουσία; Και τι αξία μπορούν να ’χουν όλα τ’ άλλα τα πράματα μπρος στην αγάπη; Οι άρχοντες, τα πλούτη, η μεγάλη ζωή; Εκείνοι που αγαπούν δε γυρίζουν ούτε να τα κοιτάξουν.

Ο Άλκης ευχαρίστησε μ’ ένα βλέμμα τη μητέρα του. Αυτή με την αγάπη της του υπεράσπιζε κάτι πολύτιμο, που ήθελαν να του πάρουν, που εφοβότουν μην το ’χανε από μπρος του και χωρίς δικό του κανένα, χωρίς δικό του κρίμα, μόνο και μόνο γιατί τυφλή η Τύχη τον καταδίκαζε. Και μία στιγμή εσυλλογίστηκε με τρόμο τη γυναικεία αδυναμία και την τρυφερή καρδιά της Ευλαλίας. Ίσως εκείνη δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί ως το τέλος και γι’ αυτό θα την έχανε!

Το ωχρό του πρόσωπο έδειξε εκείνην τη στιγμή μία βαθιάν οδύνη, που δεν εξέφυγε το ανήσυχο βλέμμα της κυρίας Φωτεινής. Ήταν συγκινημένη και κείνη και γεμάτη φροντίδες για την υγεία του γιου της κι ο Οφιομάχος ωστόσο έμενε λυπημένος ολόγυρα και αναστενάζοντας πικρά, σα να τον ανασήκωσε δυο φορές το κεφάλι λέγοντας:

― Όχι, όχι! χωρίς να προφέρει άλλη λέξη.

Αλλά τώρα πάλι εμιλούσε η μητέρα ανήσυχη.

― Από κείνο το βράδυ, έλεγε, από κείνο το βράδυ, που τον ανάστησε, εγώ το είδα πως έτσι θα τέλειωνε. Το είδαμε όλοι, θαρρώ, εκείνο το βράδυ! Τον Άλκη της έγραφε το Τυχερό της! Κι αφού τον αγαπάει και κείνη, γιατί δε θα τον πάρει; Εγώ ξέρω τι ζητά ο Άλκης από τη ζωή, γι’ αυτό και του πρέπει η καλύτερη κόρη!

― Η ζωή! είπε ο Άλκης πικρά, κατεβάζοντας το βλέμμα και πηγαίνοντας πάλι προς το παράθυρο.

Κι εσκέφτηκε: Η ζωή! Αυτή ήταν το μεγάλο μυστήριο∙ αυτήν ο άνθρωπος ήθελε να νικήσει! Ένα μυστήριο γεμάτο πόνους που επάσκιζε αδιάκοπα να τους κρύβει, μια θέληση που δεν έστεργε τον αφανισμό, κάτι αιώνιο και αθάνατο μέσα σ’ ένα χάος, μέσα σε μια πάλη ακατάπαυστη και τυχαία, σαν ένα σύστημα βγαλμένο από την καθολική αναρχία!

Κι ωστόσο η κυρία Φωτεινή ξακολουθούσε έπειτα από μία σιωπή:

― Είμαι η γριά του μητέρα και θέλω να του αφήκω σιμά του έναν άνθρωπο, που να τον αγαπήσει όπως εγώ! Κι εγνώρισα την Ευλαλία, ναι, την εγνώρισα. Περιμένουμε μόνο το λόγο σου. Μόνο το λόγο σου, κύριε Αλέξανδρε!

― Όχι! ξανάπε λυπημένος ο γέρος. Κι άκουσε τώρα μέσα του μίαν ανάγκη να ξεμυστηρευτεί, να τους μολογήσει τέλος όλα τα μυστικά του σπιτιού του, σα να ’χε το χρέος να ξευτελίσει τον εαυτό του μπροστά στην καλοσύνη εκείνων των ανθρώπων. Η ταραχή του του ’δινε τώρα το θάρρος και συγχυσμένος άρχισε να μιλεί, χρωματίζοντας με τα ζοφερότερα χρώματα την οικονομική του απελπισία, την καταστροφή του, την ανάγκη της μαύρης στιγμής. Δεν έβλεπε από πουθενά καμία δυνατή βοήθεια. Δεν τον αγαπούσε πλια κανένας. Οι γιοι του, η γυναίκα του, η Λουίζα τον κακόβλεπαν κι είχαν δίκιο. Μόνη η Ευλαλία, η πικρή του Ευλαλία, ήταν διαφορετική. Κι ούτε ο θάνατός του δε θα διόρθωνε τίποτα. Μόνο που θα ’μνησκαν τα κορίτσια του στο δρόμο κι η γριά γυναίκα του απροστάτευτη.

Κι έτσι η μόνη σωτηρία που επαρουσιαζότουν ήταν ακόμη ο γιατρός Στεριώτης, αν ίσως μόνο η Ευλαλία δεν έμενε ακλόνητη στην άρνησή της. Γι’ αυτό είχε έρθει, γι’ αυτό παρακαλούσε τον Άλκη, γι’ αυτό μόνο δεν του την έδινε… Ας μην επέμενε ούτε εκείνος… δεν είχαν χαθεί από τον κόσμο οι γυναίκες, ούτε εκεί, ούτε αλλού, όπου ήθελε. Ας άφηνε μόνο την άτυχη Ευλαλία ελεύτερη, γιατί τότες βέβαια εκείνη θα καταλάβαινε πως είχε το χρέος να κάμει αυτήν τη θυσία, όσο κι αν ήταν σκληρή, όσο κι αν έπρεπε να πονέσει!

Ενώ ο γέρος μιλούσε, μέσα στο στήθος του Άλκη η καρδιά του αναστατωνότουν. Τέτοια ήταν η κοινωνική κατάσταση του τόπου, της εποχής του, που τόσοι νόμοι την εθέσπιζαν και την επροστάτευαν και την οργάνωναν και που η ασυνείδητη θέληση τόσων καταπιεσμένων ανθρώπων, τόσων καταδυναστεμένων, τη βαστούσε ορθή μ’ όλη την πολυποίκιλη τυραννία της! Τρεις άντρες ήταν μέσα σ’ εκείνο το σπίτι κι άλλο δεν έβρισκαν διόρθωμα παρά την απάνθρωπη θυσία της Ευλαλίας, καταδικασμένοι κι οι τρεις τους από μίαν ταπεινή πρόληψη σε μίαν ανούσια κι οκνηρή ζωή που τους ξευτέλιζε. Κι έπρεπε σύμφωνα με τους λόγους του γέρου και ο ίδιος ο Άλκης να υποταχτεί, για να μη παρασαλέψουν από την κοινωνική τους παράδοση οι Οφιομάχοι! Ο ξετρελαμένος γέρος είχε φανταστεί πως τα εσεβότουν όλα αυτά κι ο Άλκης… αυτός που εκήρυχνε κι εποθούσε ολόψυχα το σηκωμό και την επανάσταση, τον ελευτερωμό και την ανεξαρτησία, την περήφανη ύπαρξη κάθε ανθρώπου… και δεν του ζητούσε λιγότερο τίποτε παρά τη θυσία της Ευλαλίας και ολόκληρου του εαυτού του… Μα αυτήν τη θυσία, δεν είχε τη δύναμη κι ούτε τη θέληση να την προσφέρει. Κι εφώναξε τώρα, ακούοντας τ’ όνομα εκείνου που με τον πλούτον του επιβουλευότουν έτσι την ευτυχία του:

― Ο γιατρός Στεριώτης; Μα αυτός δεν είναι πλια νέος, μα αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που θ’ αγαπήσει την Ευλαλία!

Ο Οφιομάχος κουρασμένος από τες πολλές ομιλίες του δεν του ’δωκε τώρα απάντηση παρά εκούνησε το κεφάλι, σα να ’λεγε στον Άλκη πως δεν ήταν λόγος για ευτυχία και για αγάπη παρά για θυσία. Η Ευλαλία δεν ήταν παρά το αθώο θύμα, γιατί τα πλούτη ημπορούσαν να καταπατήσουν τα δικαιώματα της αγάπης κι είχαν τη δύναμη να στηθούν αντιμέτωπα μπρος σε κάθε ανθρώπινο αίσθημα και να το μαράνουν.

Καμπόσες στιγμές έμειναν σιωπηλοί και οι τρεις τους. Κι έπειτα ο γέρος ξαναμίλησε πάλι με ταπεινή φωνή, με κατεβασμένα μάτια. Ξανάλεγε πάντα τα ίδια, με άλλα λόγια, με παράπονο, με παρακάλια. Και ο πόνος και η ανυπομονησία εκύριευαν την καρδιά του Άλκη. Η όψη του όλο εσκοτείνιαζε κι ίδρος κρύος του μούσκευε τα χέρια. Δε θα παραδεχότουν ποτέ ο ίδιος την καταδίκη του. Και μέσα σ’ αυτήν την ταραχή της ψυχής του, εθυμήθηκε πάλι τον πατέρα του μπρος σ’ εκείνο το παλιό βενέτικο κάστρο στον έρημο γιαλό, το πρώτο εκείνο ξύπνημα σε μίαν ανώτερη ζωή, που την έβλεπε τώρα χαραγμένη εμπρός του και τη θαυματουργημένη νεκρανάστασή του και τέλος την ένθεη μανία, που μ’ ένα κύμα χαράς του φανέρωνε μια δύναμη σπάνια της ψυχής, μίαν πίστη στον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους και που τον έκανε να ποθεί τη λύτρωση μέσαθε από έναν αγώνα κοινής δημιουργίας.

Η βεβαιότητα της αγάπης της Ευλαλίας τον είχε κάμει να πιστεύει στο θρίαμβο. Και τώρα πώς θ’ απαρνιότουν με την αγάπη του τα πάντα; Πώς θ’ απόμνησκε μία ραγισμένη ψυχή κι αδύνατη πλια για κάθε ενέργεια; Ένας αρρωστιάρης άνθρωπος, παραμερισμένος, χωρίς δικαιώματα στη ζωή και στην ευτυχία, ένας νους ανισόρροπος που ’χε συλλάβει για μια στιγμή ένα όνειρο απραγματοποίητο;

Για καμπόσες στιγμές πάλι κανένας δεν εμίλησε. Η μητέρα προσεχτικά τον εκοίταζε περίλυπα. Ο Οφιομάχος επερίμενε ανυπόμονα την απάντησή του∙ μα η ψυχή του ήταν αλαφρωμένη, γιατί είχε πλια ξοδέψει όλη της την ενέργεια. Τώρα ο Άλκης εστεκότουν εμπρός του και του ’λεγε με απόφαση:

― Όχι! δεν τη θυσιάζω! Κι έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα λύπης στο γέροντα που τον απέλπιζαν τόσο μικρόπρεπες φροντίδες.

Η κυρία Φωτεινή ήρθε σιμά στο γιο της∙ του ’βαλε το χέρι στον ώμο ανήσυχη, γιατί εφοβότουν την μεγάλη συγκίνηση για την αδύνατη καρδιά του και εκοίταξε παρακαλεστικά το γέροντα.

Αυτός έτρεμε, χλωμός μέσα στη φυσική κοκκινάδα του. Είχε καταβασμένο το βλέφαρο∙ εμαζευότουν όσο μπορούσε στην παλιά ρεδιγκότα του. Η ντροπή τον εκυρίεψε. Στο βάθος της ψυχής του η συνείδησή του τον κατηγορούσε πως αυτός ο ίδιος ήταν ο αίτιος της συφοράς του και του ’λεγε πως ο Άλκης είχε δίκιο. Και τώρα πάλι δεν έβρισκε πλια ξανά τη φωνή του. Ενόμισε πως η ζωή του θα τέλειωνε αυτήν τη στιγμή, σ’ εκείνην την πολυθρόνα, όπου εκαθότουν από ώρα∙ αλλά ημπόρεσε να βιάσει τον εαυτό του και να σηκωθεί και με κατεβασμένο κεφάλι εβγήκε από την πόρτα ψιθυρίζοντας μετά βίας ένα χαιρέτιο και αναστενάζοντας πονεμένα.

― Δεν την αφήνει! Δεν την αφήνει! τον άκουσαν να μουρμουρίζει σαστισμένος, μάνα και γιος.

Κι όταν είχε φύγει πλια, ο Άλκης είπε της μητέρας του:

― Φοβούμαι… η Ευλαλία δε θα μπορέσει να βαστάξει!

― Η ζωή, Άλκη, δεν είναι σα στα παραμύθια, του αποκρίθηκε μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Γένεται πάντα μόνο ό,τι μπορεί να γένει. Σκέψου! Όλοι οι Οφιομάχοι προσμένουν την σωτηρία τους από την Ευλαλία. Είναι κρίμα, μα τι μπορεί να κάμει…

Και του χάιδεψε πάλι τρυφερά τον ώμο. Αυτή δεν είχε άλλην αγάπη από τον γιο της κι έβλεπε τη ζωή καθώς ήταν κι έβρισκε μέσα της τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει κάθε ατυχία.

― Άφησέ με, μητέρα, της ξανάπε λυπημένος ο Άλκης κατάκαρδα.

― Ξεχνιώνται, λες, εκείνες οι άσκημες στιγμές; Δε θέλω μόνο να μου αρρωστήσεις…

Ο Άλκης την εκοίταξε με τρυφερό βλέμμα κι εσίμωσε πάλι το παράθυρο. Στο μικρό καφενείο άνθρωποι συνομιλούσαν σαν πάντα κι εδιασκέδαζαν, κάποια άμαξα εδιάβαινε, ένα πουλί εκελαδούσε στο κλωνάρι που ανάμενε κιόλας την άνοιξη. Ως κι αυτήν την ώρα τα πάντα ήταν γεμάτα ζωή κι ούτε μια στιγμή δεν είχε σταματήσει ο αδιάφορος ρυθμός της δημιουργίας…

 

2

 

Όταν ο Οφιομάχος εβρέθηκε στο δρόμο, έφερε το χέρι του στο κεφάλι κι εκοίταξε τον ουρανό. Αισθανότουν το λογικό του να φεύγει. Η συνείδησή του ήταν βαριά, τα λόγια του Άλκη εβούιζαν στ’ αυτιά του κι έβλεπε εμπρός του τη θλιμμένην όψη της κυρίας Φωτεινής.

Επήγαινε τώρα με χαμηλωμένο βλέφαρο σ’ έναν στενό δρόμο. Δεν έβλεπε κανέναν από τους διαβάτες, δεν καταλάβαινε πως κάποιοι τον χαιρετούσαν και άξαινε πάλι η στενοχώρια του, γιατί δεν ήξερε τι να κάμει. Ήξερε μόνο που η Ευλαλία δε θα πειθότουν στο λόγο του κι ήξερε τώρα πως κι ο Άλκης θ’ αντιστρατευόταν στα σκέδιά του και θα ’βρισκε τέλος τον τρόπον να καταφέρει τους σκοπούς του. Ήταν τόσο εύκολο να τον απατήσουν εκείνον τον ίδιον, δεν ήτουν  παρά ένας αδύνατος γέροντας και μάλιστα αφού θα βοηθούσε την Ευλαλία κι η μητέρα της… Ω, η μητέρα της αυτή πάντα ήταν εκεί, για να αντιστέκεται σε κάθε του θέληση, για να βοηθεί την επανάσταση των παιδιών της. Εκείνη από την αρχή τα ’χε κακοσυνηθίσει τόσο, που το σπίτι του δεν ημπορούσε πλια να κυβερνηθεί. Άλλοι δεν ήταν οι φταίχτες σ’ εκείνην την καταστροφή!

Μα την τελευταία τούτη σκέψη την έψεγε μία βαθιά φωνή μέσα από τη συνείδησή του και του κάκου επροσπάθησε να καταπείσει τον εαυτό του πως είχε σκεφτεί το σωστό.

Κι ωστόσο επροχωρούσε στο στενόν το δρόμο. Και χωρίς να το καταλάβει τα πόδια του τον έφεραν μπρος στο σπίτι του γιατρού Στεριώτη. Εσήκωσε το κεφάλι του, εκοίταξε προσεχτικά τη γελαστή πρόσοψη της όμορφης κατοικίας, τα όμορφα και περιποιημένα δέντρα, που την επεριτριγύριζαν, τα σιδερένια κάγκελα, τη μαρμαρένια σκάλα κι ανανοήθηκε πως τον είχε οδηγήσει εκεί η καρδιά του, για να κάμει ακόμη μίαν ανέλπιδη δοκιμή.

Ο γιατρός Στεριώτης! Αχ, αυτός είχε την τύχη τους στα χέρια του∙ αυτός τους έπαιζε όλους όπως ήθελε, μα είναι καμία φορά οι πλιο μακρόθυμοι άνθρωποι, εκείνοι που λιγότερο το ελπίζει κανείς! Τέλος πάντων άνθρωπος ήταν κι ο Στεριώτης… σπουδασμένος άνθρωπος… δεν είχε να ειπεί τίποτα πως ήταν του Δήμου γιος, μα τίποτα! Το εναντίο, ημπορούσε κι αυτός να παρασυρθεί από μία γενναία ορμή της καρδιάς του και μάλιστα αν αγαπούσε την Ευλαλία, ημπορούσε ν’ αποτραβηχτεί κι ωστόσο να μην τους αφήκει αβοήθητους.

Αυτήν την αισιόδοξη κι αβάσιστη σκέψη έκανε, όταν εχτύπησε την πόρτα. Μα ο γιατρός δεν ήταν εκεί. Κι ο γέρος εχάρηκε μία στιγμή γι’ αυτήν την αποτυχία, βάζοντας στο νου του πως για σήμερα τουλάχιστο εξέφευγε έτσι κάποιες πικρές στιγμές. Μα άξαφνα, χωρίς να το θέλει αποφάσισε να περιμένει. Δε θ’ αργούσε πολύ ο γιατρός, γιατί το μεσημέρι ήταν περασμένο. Έτσι του είχε πει μία καλοντυμένη υπηρέτρια, που τον έμπασε στο φωτεινό γραφείο και που τον έβαλε να καθίσει σε μια πέτσινη αναπαυτική πολυθρόνα.

Κι εξέταζε τώρα με βλέμμα θαυμασμού ο Οφιομάχος τα βαριά καινούρια έπιπλα της κάμαρας, το πλούσιο γραφείο, το χνουδωτό κόκκινο χαλί, τα χρυσόδετα βιβλία μέσα στες όμορφες θήκες τους, τες ζωγραφιές που εκρεμόνταν στους τοίχους μέσα στες ακριβές κορνίζες τους, την ωραία λάμπα που κατέβαινε από το ψηλό νταβάνι, τα χίλια πράματα που ήταν τοποθετημένα εδώ και κει και που μαρτυρούσαν την αφθονία του σπιτιού εκείνου κι εσύγκρινε με τον πλούτο που ’χε εμπρός του το θλιβερό του γραφείο στο παλιό του το σπίτι, με τα παλιά τα έπιπλα, που ανάδιναν τη μυρωδιά του ξεπεσμού.

Πόσοι, εσκεφτότουν, θα μακάριζαν την Ευλαλία, πόσες θα τη φθονούσαν, πόσες θα τη ζήλευαν στη λαμπρή της τύχη! Τι θα της έλειπε εκεί μέσα, για να είναι ευχαριστημένη; Πού αλλού θα ’ταν καλύτερα; Και δεν είχε δίκιο ο Χαντρινός, ο τοκογλύφος, όταν τον εβεβαίωνε πως τα πλούτη του γιατρού, η σημερινή κοινωνική του θέση, η μόρφωσή του αντιζύγιζαν με το παραπάνω τη χυδαία καταγωγή του; Η Ευλαλία έκανε ένα άδικο στον εαυτό της, το ’βλεπε καλά αυτός που ήταν πατέρας, αλλά δεν έφταιγε… είχε χάσει πλια το μυαλό της…

Έτσι εσυλλογιζότουν τώρα ο γέροντας κι ο γιατρός δεν άργησε να ’ρθει. Εμπήκε γελαστός στο γραφείο του, κουνώντας παράξενα το κορμί του και τον εχαιρέτησε με σπουδασμένη ευγένεια, χωρίς να δείξει πως δεν επερίμενε τον ερχομό του∙ εκάθισε αμέσως στην στρογγυλή πολυθρόνα του μπρος στο βαρύ γραφείο, τρίβοντας τη φαλάκρα του, του πρόσφερε ένα ακριβό τσιγάρο κι άρχισε να του μιλεί αδιάφορα, με ζητημένη φλυαρία, κοιτάζοντάς τον με το άτονο βλέμμα του και προσπαθώντας να τον βλέπει στα μάτια, που ο Οφιομάχος τα κρατούσε με πείσμα χαμηλωμένα.

Ερχότουν, του ’λεγε, από το σπίτι του κυρίου υπουργού. Ο κύριος υπουργός ήθελε να τον κρατήσει στο τραπέζι του, μα αυτός δεν ηθέλησε να μείνει, γιατί αμέσως έπειτα από το φαγητό εδεχότουν τους πελάτες του. Ως και το καλοκαίρι, γιατί δεν εκοιμότουν ποτέ την ημέρα. Ήταν θετικό τώρα πως ο κύριος υπουργός θα του ’βγαζε την κάλπη του κι ήταν θετική και η επιτυχία, γιατί ο κόσμος είχε βαρεθεί ν’ ακούει επιστρατείες κάθε τόσο και πολέμους… ήθελαν όλοι φυσικά την ησυχία. Και η εκλογή δε θα του στοίχιζε τίποτα… το ’χε βάλει όρο στον κύριον υπουργό. Τίποτα, πες! … τα έξοδα της κάλπης, της περιοδείας και κάτι άλλα τιποτένια πράματα. Δεν ήξερε αυτός τι θα ξόδευαν οι άλλοι. Μα κι η επιτυχία δεν τον εσκότιζε πολύ, ίσως και καθόλου. Ήθελε μόνο το καλό του τόπου. Αυτός θα ζημίωνε, αν επήγαινε στη Βουλή, θα του ’φευγε πολλή πελατεία. Και τέλος πάντων ανάγκη δεν είχε από δόξες πολιτικές, αυτός ήταν επιστήμονας. Και τώρα μάλιστα είχε έρθει από το Παρίσι ένας ξένος γιατρός, μαθητής του Παστέρ, για να σπουδάξει κάποιες αρρώστιες της Ανατολής. Ήθελε μαζί του ν’ ανοίξει ένα μικροβιολογικό εργαστήρι, μα κάτι τέλειο στο είδος του, γιατί κι αυτός ο ίδιος είχε να κάμει διάφορα πειράματα, απάνω σε γουρούνια, όχι σε κουνέλια και μοσκοποντίκια, αυτός δεν επαραδεχότουν αυτήν τη μέθοδο. Καθόλου! Ως και οι αρχαίοι Έλληνες, οι σοφοί πρόγονοί μας, είχαν παρατηρήσει πως απ’ όλα τα ζώα το πλιο όμοιο με τον άνθρωπο είναι το γουρούνι! Μάλιστα το γουρούνι. Αυτό το λέγει ο Γαληνός ή ο Αριστείδης, δεν εθυμότουν ακριβώς ποιος από τους δυο…

Έτσι λοιπόν, αν δεν επήγαινε στη Βουλή, τόσο το χειρότερο για τον τόπο. Ο ίδιος δεν ήθελε βέβαια να αρνηθεί καμίαν υπηρεσία στον τόπο, όπου είχε γεννηθεί και ανατραφεί, στον τόπο όπου είχε τη μικρή του περιουσία, τα μικρά του συμφέροντα, όπου εζούσε η κοινωνία που αυτός εγνώριζε. Ήταν αδιάφορος που τον έλεγαν ξένον! Ήξερε πως ήταν περισσότερο ντόπιος κι από τους πλιο ντόπιους. Αυτός ήταν άνθρωπος συντηρητικός, πλιο συντηρητικός κι από τους παλιούς αριστοκράτες, συντηρητικές αρχές είχε και το κόμμα του. Φυσικά κάποια ελαστικότητα με τους χωριάτες ήταν αναγκαία, αλλιώς το κόμμα δε θα εβαστιότουν στην αρχή. Εξέφευγε έτσι από το αγροτικό ζήτημα. Τέλος πάντων αυτοί οι εξαιρετικοί νόμοι ωφελούσαν σημαντικά τα πλήθη, δεν έβλαπταν παρά μερικά άτομα, πολύ λίγα κι ασήμαντα κι έδιναν την απαιτούμενη δύναμη στην Κυβέρνηση, για να εφαρμόσει το πρόγραμμά της.

Ο Οφιομάχος άκουε προσεχτικά τες ομιλίες του. Για μία στιγμή είχε λησμονήσει το σκοπό, που τον είχε φέρει στο σπίτι του γιατρού και του χαμογελούσε αφρόντιστα. Και τώρα του απάντησε με χαμηλή φωνή και με χαμηλωμένο βλέμμα πως αυτός φυσικά ήταν πάντα με το κόμμα του κυρίου υπουργού, του μεγάλου ανθρώπου, που ετιμούσε κι εδόξαζε το νησί τους. Ως κι αυτός φυσικά ήταν συντηρητικότατος άνθρωπος, είχε σταθεί μια φορά ενάντιος στην ένωση, ενάντιος στην καθολική ψήφο, ενάντιος στη γενική στρατολογία, στο χωρισμό από τα Πατριαρχεία, δεν αγαπούσε καθόλου την αναρχία, ούτε εκείνα πόλεγαν τώρα λαϊκές ελευτερίες. Αυτές ήταν νέα πηγή κακού. Δεν ήθελε να τ’ ακούει αυτά τα πράματα, γι’ αυτό επροτιμούσε την ξένη προστασία, για τούτο και για άλλα ακόμη. Ο λαός έπρεπε να ’ναι στη θέση του, να δουλεύει και να υποτάζεται, μόνο βέβαια το ψωμί δεν έπρεπε να του λείπει. Μόνο ο γιος του ο Γιώργης, γιατί ήταν φίλοι με τον Σωζόμενο, και ο άλλος του ο γιος ο Σπύρος, γιατί άκουε τον αδερφό του, δεν ήταν από το κόμμα του κυρίου υπουργού. Μα αυτό του ήταν πολύ δυσάρεστο, όπως και τόσα άλλα πράματα που του συνέβαιναν!

Και τα λόγια αυτά, που επρόφερε τώρα, τον ξανάφεραν στην πραγματικότητα. Του θύμισαν το σκοπό του∙ μα δεν ήξερε πώς να αρχίσει. Εσώπασε. Η ψυχή του εσυνταράχτηκε πάλι, εθυμήθηκε τη θυσία της θυγατέρας του, την ομιλία του με τον Άλκη, την κυρία Φωταινή. Τώρα πάλι τον εσυγκινούσε εκείνη η μητέρα, που ’θελε να δώκει ένα στήριγμα στον υγιό της, που έδειχνε τόση αγάπη για τη θυγατέρα του κι ο νους του εσκοτίστηκε άξαφνα. Εκοίταξε ολόγυρά του αλαλιασμένος∙ κι εκατάλαβε μόνο πως ο γιατρός Στεριώτης τον εκοίταζε ερευνητικά με θλιβερή περιέργεια και του χαμογελούσε, σα να ’θελε να του δώκει θάρρος. Και τον άκουσε τέλος να του λέει τη στιγμή που καθόλου δεν το περίμενε, με την ίδια μελετημένη ευγένεια και με σοβαρότητα:

― Δεν ερώτησα ακόμα σε τι χρωστώ την τιμή που σας βλέπω στο σπίτι μου.

Ο Οφιομάχος εσάστισε. Εκατάλαβε πως έπρεπε ή να μιλήσει ή να φύγει, γιατί ήταν αργά πλια∙ το πρόσωπό του άλλαξε πολλά χρώματα∙ τα χείλη του πάλι κάτι εψιθύρισαν, που δεν τ’ άκουσε μήτε ο ίδιος∙ εβάσταξε κάμποσα δευτερόλεφτα την πνοή του∙ άνοιξε υπερβολικά τα γερασμένα μάτια του, τα ξανάκλεισε και τέλος παίρνοντας μίαν απόφαση, σαν την απόφαση εκείνου που μ’ ένα πήδημα ρίχνεται στο άδειο, του ’πε με τρεμάμενη φωνή:

― Ήρθα… ήρθα… γιατί… ναι… γιατί ο Χαντρινός… ξέρεις γιατρέ μου, αυτός… (κι έκαμε με το χέρι ένα κίνημα σιμά στο πρόσωπό του, για να δείξει το σχήμα της μύτης του τοκογλύφου) αυτός, ξέρεις, μου μίλησε. Και μου μίλησε σαν απ’ όνομά σου… Δεν ξέρω αν του είπες εσύ τίποτα… όχι καθαυτό απ’ όνομά σου… μα ας πούμε έτσι, σε κάποιον τρόπο… σαν πώς; Κι εγώ δεν ξέρω. Και μου τα ’πε όλα. Κι ήρθα… Μεγάλη η τιμή… μεγάλη η καλοσύνη σου… και μου είπε αυτός ο Μίμης πως μας έχεις σκλαβωμένους του λόγου σου… πως εγώ ο Αλέξανδρος Οφιομάχος, που με βλέπεις εδώ, σου χρωστώ καπιτάλια! Μας έχεις στα χέρια σου και μας κάνεις ό,τι θέλεις! Μα…

Ο γιατρός τον αντίσκοψε χαμογελώντας.

― Ο σκοπός της ζωής είναι η ευδαιμονία! Και ο σκοπός της ζωής μου θα ’ναι η ευτυχία της Ευλαλίας… Δηλαδή ο κύριος σκοπός, ο πρώτος σκοπός… Και φυσικά θα είναι για μέ ευκολοπραγματοποίητος, αφού ακραδάντως πιστεύω ότι θα είμαι ευτυχής μαζί της… Δώσετέ μας μόνο την ευχή σας… Ιδέτε, κύριε Οφιομάχε, ομιλώ, επειδή σεις μου ομιλήσατε!

Και λέγοντας έτσι, μ’ ένα χαμόγελο περηφάνειας, του άνοιξε μία δίφυλλη πόρτα και του έδειχνε το μεγάλο καινούριο σαλόνι με τα χρυσωμένα έπιπλα που άστραφταν, με τους πλούσιους καθρέφτες και το μεγάλο μαύρο πιάνο∙ τον επροσκάλεσε έπειτα στον πλατύν εξώστη και του ’δειξε απόκει, μέσα από τα τζάμια τη διπλή ωραία κρεβατοκάμαρη, όπου κιόλας τα κρεβάτια ήταν στρωμένα, αν και κανείς ακόμα δεν την εκατοικούσε, του ’δειξε κατόπι το λουτρό και την τραπεζαρία, κουνώντας τα έπιπλα, επαινώντας τους άξιους μαστόρους που τα είχαν κάμει, εξηγώντας το ύφος τους, λέγοντας πού είχε βρεθεί το πρωτότυπο και τέλος, όταν έβαλε πάλι τον Οφιομάχο να καθίσει στην πλατιά πέτσινη πολυθρόνα του γραφείου, του ξανάπε γελώντας:

― Δε νομίζετε και ο ίδιος πως στο υλικό τουλάχιστο η ευτυχία μας είναι ασφαλισμένη; Δώσετέ μας λοιπόν την ευχή σας!

― Την ευκή μου; εψιθύρισε ο γέρος μην ξέροντας πάλι πώς να αρχίσει. Την ευκή μου τη δίνω εύκολα… αυτή δε μου στοιχίζει τίποτα! Αλλά και τι αξίζει; Τι αξίζει χωρίς την Ευλαλία… Και η Ευλαλία, γιατρέ μου… Ω, η δύστυχη! Αυτή δεν είναι η γυναίκα που σου πρέπει, εσέ, εδώ μέσα… αυτή δεν είναι στα συγκαλά της, κι ας φαίνεται φρόνιμη. Γι’ αυτό μετρήσου καλά τι θα κάμεις. Μα αν την αγαπάς, μην τη θελήσεις, γιατρέ μου… Άφησέ τηνε… δεν είναι στο νου της! Σου δίνω την άλλη, τη Λουίζα μου. Θυγατέρα μου είναι κι αυτή και πλιο όμορφη… και πλιο νέα. Όχι; Όπως θέλεις. Μα η Ευλαλία μου, να σου πω το μυστικό, αγαπούσε, πριν φανερωθείς του λόγου σου, από τα μικρά της χρόνια άλλονε. Η Λουίζα μου όχι… είναι ελεύτερο πουλί. Πολύ πριν φανερωθείς… άφησέ την…

― Τον Άλκη! του ’πε μ’ ένα σκληρό χαμόγελο, το Σωζόμενο. Όχι;

― Πώς εμάντεψες; του αποκρίθηκε φοβισμένος ο γέροντας. Α ναι, ο Χαντρινός, αυτός ο Μίμης… αυτός (και έδειξε πάλι με το δάχτυλο τη μύτη του τοκογλύφου), αυτός σου το ’πε. Το ’ξερε βλέπεις κι εκείνος, απ’ όταν έρχεται σπίτι μου. Ο καθένας, βλέπεις, η κάθε κοπέλα έχει κι από μια λόξα! Της Ευλαλίας η λόξα είναι ο Άλκης! Τι να της πω; Δικαίωμά της, λέει… έχει, βλέπεις, κι αυτή τη θέλησή της. Αυτή είναι που θα παντρευτεί. Θέλει, λέει, τον Άλκη. Τι να κάμω; Μα εσύ, γιατρέ, παίρνεις τη Λουίζα μου, αν θέλεις… την άλληνε, είπαμε. Αυτή δυσκολίες δεν κάνει! Ω, είσαι μεγαλόψυχος άνθρωπος… το ξέρω… γι’ αυτό είσαι και άξιος να ’χεις τόσα πλούτη… και δε θα με σφίξεις εμένα το δύστυχο γέροντα. Ό,τι χρωστώ θέλω να το πλερώσω, με τον καιρό ή με συμβιβασμό. Δε θα καταστρέψεις μίαν οικογένεια, που είναι σκλάβα στα χέρια σου! Είσαι συντηρητικός άνθρωπος, είπες… θα σεβαστείς λοιπόν την παλαιά τη δόξα της. Και δε θα βιάσεις ούτε τη θέληση της Ευλαλίας!

― Η ζωή, του απάντησε ο γιατρός πειραγμένος και παίρνοντας το ασυγκίνητο ύφος της επιστήμης του, είναι ένας ακατάπαυστος πόλεμος!  Bellum omniumcontra omnes! Αυτό το βλέπουμε παντού, σ’ όλην τη φύση στα ψυχωμένα και στ’ άψυχα. Παντού ανταγωνισμός… Ο δυνατότερος νικάει! Γιατί θα ’ταν αλλιώς στον ανθρώπινον έρωτα; Τον Άλκη εγώ τον εγιάτρεψα με πόνους και μόχθους. Αλλά σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπός μου. Γιατί δεν πρέπει να θέλω τη νίκη; Όση δύναμη έχω στα χέρια μου θα τη μεταχειριστώ! Και πρέπει! Δεν πιστεύω να περιφρονήθηκε η πρότασή μου… αλλιώς θα αισθανόμουν την προσβολή και σαν άνθρωπος και σαν άντρας! Όχι βέβαια! Και λοιπόν σας δηλώνω πως δεν αποσύρομαι… Όχι! Τώρα ξέρω πως η κυρία Ευλαλία δεν αισθάνεται σήμερα τη συμπάθεια, που εγώ τρέφω γι’ αυτήν. Θα ήθελα να μην ήταν έτσι. Είναι βέβαιο! Μα είναι ομοίως βέβαιο πως θα την αποχτήσει κατόπι… Γιατί τάχα δε θ’ αγαπηθώ από μία γυναίκα, αφού εγώ θα της είμαι αφοσιωμένος;

― Ας ήσουν μεγαλόψυχος, γιατρέ, του ’πε πάλι τρέμοντας ο Οφιομάχος, ας την άφηνες στην τύχη της κι ας έπαιρνες την άλλη!

― Θ’ αρνηθείτε λοιπόν; αποκρίθηκε σουφρώνοντας το μέτωπο. Θα προτιμήσετε τον Άλκη; Πολύ καλά! Όπως θέλετε! Ποιος μπορεί να σας βιάσει;

Και το πρόσωπό του έδειξε μίαν ψυχρή σκληρότητα τέτοιαν, που ο γέρος άξαφνα ανατρίχιασε φοβισμένος.

― Όχι! του ’πε. Επαρακάλεσα μόνο!

― Τότες, είπε θριαμβευτικά ο γιατρός μ’ ένα άτονο χαμόγελο, δε ζητώ παρά την ευκή σας! Δεκαπέντε μέρες μετά το γάμο θα μας ιδείτε εδώ… και ρωτήσετε τότες την Ευλαλία, αν είναι ευτυχισμένη! Θα σας πει το ναι, το ορκίζομαι!

Ο γέροντας τον εκοίταξε κατάματα υποταγμένος κι έσιαξε την παλιά ρεδιγκότα του. Ο άλλος του χαμογέλασε με γλυκάδα. Κι ο γέροντας εσκέφτηκε πάλι πως αυτό που έκανε ο γιατρός ήταν ίσως το μόνο δίκαιο, τουλάχιστο όμως επίστευε βέβαια στα λόγια του. Ήταν ο άνθρωπος που ’χε πίστη στον εαυτό του, στη δύναμή του και στη μοίρα του. Ένας από την καινούρια σειρά που εκυβερνούσε τώρα τον κόσμο. Πώς ημπορούσε ο γέρος ακόμη να του αντισταθεί; Ένα πικρό χαμόγελο εφάνηκε στα χείλη του και δύο δάκρυα κατέβηκαν στα μάτια του, εσηκώθηκε από τη βαθιά πολυθρόνα συγχυσμένος, έσφιξε το χέρι του γιατρού και τον αποχαιρέτησε κι έβλεπε τώρα ξάστερα με το αλαλιασμένο μυαλό του πως μόνο ο λόγος της Ευλαλίας ημπορούσε ακόμη να φέρει θεραπεία σ’ εκείνην την περίσταση…

 

Βιαστικός εγύριζε σπίτι του. Ο κουρασμένος νους του εγεννούσε κάθε λογής φαντάσματα. Ένας κόσμος εξ αιτίας του εχαλούσε κι ερήμαζε∙ και μέσα στα χαλάσματα οδυρότουν ετοιμοθάνατος κι εκείνος∙ κι ο γιατρός Στεριώτης εθριάμβευε κι εγελούσε μέσα από τη Βουλή των Ελλήνων και σιμά του ήταν η πουλημένη Ευλαλία μισόγυμνη, δεμένη από τα χέρια, κι αυτός ο ίδιος, ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος έφερνε πλήθος ανθρώπους ξένους στο παλαιό του το σπίτι, όπου η άλλη του η θυγατέρα τους επερίμενε για να διασκεδάσουν μαζί της…

Εκατάλαβε ότι ετρελαινότουν.

Το κεφάλι τού πονούσε, όταν εμπήκε πάλι στο θλιβερό του γραφείο. Εκοίταξε χωρίς να θέλει μία μία τες ζωγραφιές των προγόνων του, το σιδεροαρματωμένον πολεμιστή, τους ξυρισμένους άρχοντες με τες άσπρες περούκες τους, τες κυρίες με τα πλούσια στήθη και με το γλυκό κι όμορφο χαμόγελο κι εγέλασε σαρκαστικά. Κι έπειτα άξαφνα ένας αψύς θυμός τον εκυρίεψε. Όλες αυτές οι παλαιές δόξες δεν τον εβοηθούσαν σε τίποτα, δεν ήταν παρά ένα βάρος δυσκολοβάσταχτο στο χαλασμό, κάτι που του έκανε πικρότερη τη ζωή και που εμηδένιζε το άτομό του. Κι αγρίεψε κι εκοίταξε με οργή τες εικόνες και τες έφτυσε. Κι άνοιξε ένα μικρό αρμάρι, όπου ήταν φυλαμένα τα οικογενειακά χαρτιά του, μαζεμένα ένα ένα από γενεά σε γενεά, από πέντε αιώνες και τα πέταξε απάνου στο τραπέζι, διπλώματα καλλιγραφημένα σε περγαμηνές, γράμματα της βενέτικης Αυθεντίας στους προγόνους του, διορισμούς σε μεγάλα αξιώματα κι ένα ένα τα κοίταζε όλα εκείνα τα παλαιά κιτρινισμένα τεφτέρια και τα φτυούσε ως κι εκείνα και τα ’σκιζε και τα ποδοπατούσε τέλος θυμωμένος ολοένα περισσότερο. Κι ερίχτηκε στο μεγάλο βιβλίο, που το πρωί το ’χε φυλλομετρήσει και που ήταν ανοιχτό ακόμη στο τραπέζι απάνου, στα σκονισμένα δικόγραφα, και του ’σκιζε ένα ένα τ’ άχρηστα φύλλα του βλαστημώντας τα χωριάτικα ονόματα που ήταν σ’ αυτό γραμμένα. Όλα τα χαρτιά εκείνα ήταν άχρηστα, άχρηστα τέλεια σ’ εκείνην την κρίσιμη ώρα!

Είχε έρθει το απόγιομα και δεν είχε ακόμα γευτεί. Και τώρα τα παιδιά του ανήσυχα κατέβηκαν στο γραφείο του, για να ιδούν αν ήταν εκεί. Εμάνιζε ακόμη κι έσκιζε ακόμη χαρτιά μέσα από τες χοντρές δεσμίδες και τα πετούσε κομμάτια χάμου.

Μ’ ένα βλέμμα άγριας φοβέρας εσταμάτησε τους γιους του στην πόρτα, παρέτοιμος να τους βρίσει, ξακολουθώντας το έργο του, μουρμουρίζοντας ασυνάρτητα λόγια, κατακόκκινος και ιδρωμένος. Άξαφνα τους εφώναξε:

― Θα σας βάλω φωτιά εδώ μέσα!

Μα οι γιοι του τώρα ερίχτηκαν προς απάνου του παρέτοιμοι να του πιάσουν τα χέρια.

Αυτούς τους αγριοκοίταξε πάλι, τους πέταξε μία δεσμίδα χαρτιά στο κεφάλι, σκορπώντας τα, έφτυσε κατά πρόσωπο το Γιώργη κι εφώναξε μ’ όση δύναμη είχε στο στήθος:

― Εσείς μ’ εχαλάσατε! Τώρα θα πουλήσω και σας… όχι μόνο τα κορίτσια! Κι εσάς!

Οι δύο νέοι ήταν ωχροί κι έτρεμαν. Ο Γιώργης εκοίταζε ολόγυρά του σα να ζητούσε να βρει βοήθεια∙ το μωρό πρόσωπο του Σπύρου ήταν σαν αποβλακωμένο. Κι αυτήν τη στιγμή κατέβηκε στο γραφείο και η γριά αρχόντισσα, φοβισμένη από τες φωνές που ’χε ακούσει, ωχρή στο πρόσωπο και περίτρομη. Κι ο γέρος άξαφνα ησύχασε σα να ’χε ντραπεί τη γυναίκα του. Έκαμε με το πόδι του κάποιο κίνημα, σα να ’θελε να κρύψει κάτω από το τραπέζι τα σκισμένα χαρτιά, μα την αγριοκοίταξε ως κι εκείνην για μία στιγμή, σα να μελετούσε να χυθεί άξαφνα απάνω της. Η αρχόντισσα έριξε ένα βλέμμα περίλυπο απάνου στην καταστροφή, έβαλε μία ψιλή, φωνή κι έπεσε κλαίοντας στα χέρια των παιδιών της. Μα ο γέρος εβάλθηκε τώρα να τρέμει. Δύο δάκρυα χοντρά εκύλησαν στα μάγουλά του, εσίμωσε τη γυναίκα του, της εχάιδεψε δειλά και πονεμένα το κεφάλι κι ήρθε λιωμένος στην παλιά ξύλινη πολυθρόνα, μπροστά στο κινητό γραφείο κι έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Έκλαιγε… Ήταν σαν ορφανός σ’ αυτή τη γη! Από πού μπορούσε να περιμένει βοήθεια;

Κι ενώ έκανε αυτήν τη σκέψη, άκουσε τη φωνή της Ευλαλίας, που ’χε μπει τρέχοντας και φωνάζοντας σ’ εκείνο το γραφείο∙ εσήκωσε το κεφάλι του και την είδε. Έκλαιε απελπισμένη κι εβαστούσε με τα δυο της χέρια τα ξανθά μαλλιά της. Εκοίταξε μία στιγμή την καταστροφή.

― Ω, τόνε παίρνω! είπε άξαφνα σμίγοντας τα χέρια της μπρος στο στήθος μ’ ένα αναφιλητό… Δεν έχω τη δύναμη να σας βλέπω σε τόση συφορά!

Κι ο γέρος εσηκώθηκε τότες σιγά σιγά από την πολυθρόνα του, δακρυσμένος και τρέμοντας, ετυλίχτηκε μέσα στην παλιά ρεδιγκότα του, σα να κρύωνε, και με κατεβασμένο κεφάλι εσίμωσε τη θυγατέρα του. Της έπιασε τα δυο χέρια, της τα φίλησε πολλές φορές αμίλητος, σκύφτοντας μπροστά της, κι έπεσε τέλος γονατιστός στα πόδια της και εβάλθηκε πάλι να κλαίει.

Οι δύο γιοι του και η Ευλαλία τον εσήκωσαν αμέσως και σιμώνοντάς τον:

― Πού είσαι! Τον καιρό της δευτέρας παρουσίας θα σου θυμηθεί ο Θεός τη συντριμμένη καρδιά σου.

― Τον καιρό της δευτέρας παρουσίας, είπε ο γέρος σαν απομωραμένος κι εσηκώθηκε κι επήγε ησυχασμένος τώρα να ξαπλωθεί στον σκονισμένον καναπέ του… Τον καιρό της δευτέρας παρουσίας! ξανάπε κι εγέλασε σαρκαστικά.

 

Αργά το βράδυ ο τοκογλύφος Χαντρινός έμπαινε πάλι στην πόρτα του γραφείου. Ο Οφιομάχος επροσπαθούσε τώρα του κάκου να περισυνάξει τα σκισμένα χαρτιά, εσημείωνε τους αριθμούς από τα συμβόλαια και τα δικόγραφα, εκοίταζε περίλυπος τες κομματιασμένες περγαμηνές, μετανιωμένος πλια για ό,τι είχε κάμει, μα εκαταλάβαινε πως η δουλειά ήταν άσκοπη και πως τον εκούραζε.

Βλέποντας τον άνθρωπο επέταξε τα κομμάτια που ’χε στα χέρια του, σα να τον εντρεπότουν και νιώθοντας την πονηρή και περίεργη ματιά του, του ’πε με αδιαφορία, αφού τον καλησπέρισε:

― Έβαλα σήμερα λίγη τάξη στα χαρτιά μου κι εχάλασα όλα τ’ άχρηστα.

Κι έπειτα του χαμογέλασε κουνώντας του το κεφάλι και κλειώντας του το μάτι. Ο τοκογλύφος τον εκατάλαβε αμέσως.

― Α, είπε το ναι; του φώναξε ανοίγοντας τα μάτια του.

Ο Οφιομάχος του ξανακούνησε το κεφάλι.

Κι ο άλλος έτριψε τα χέρια του κι εβάλθηκε να γελάει, δείχνοντας τα μεγάλα του δόντια.

― Δεν ξέρεις, αφέντη, του ’πε, πόση χαρά έχει η καρδιά μου, γιατί είναι καλή, γιατί είναι χρυσάφι, ναι μα την αλήθεια που είναι ο Θεός! Η κυρία Ευλαλία θα ’ναι η πρώτη κυρά του τόπου! Τι πλούτη, αφέντη, τι σπίτια, πώς το χαίρομαι… Και το καλό αυτό, αφέντη, το χρωστά σ’ εμέ το μικρόν άνθρωπο, σ’ εμέ το μυρμήγκι.

― Ναι, του ’πε σοβαρά ο Οφιομάχος∙ και σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του, που δεν την είχε βγάλει όλη μέρα, επρόσθεσε με συστολή:

― Και τώρα; Τώρα χρειάζονται χρήματα! Θ’ απαντήσουμε τόσα έξοδα!

― Όσα θέλεις, αποκρίθηκε γελώντας ο Χαντρινός. Θα βρεθούνε όσα θέλεις, αφέντη. Τώρα οπίσω μας έχουμε ούλες τες τράπεζες… ούλες!… αφού η κάσα του γιατρού, του σιόρ Αριστείδη μάς είναι ανοιχτή και γι’ αγάπη στην κυρά Ευλαλία μας, θα κάμω τα δυνατά αδύνατα! Χα, χα!

Κι εγέλασε για πολλή ώρα.

 

3

 

Η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη είχε κοιμηθεί αυτήν τη νύχτα έναν ύπνον ανήσυχο κι είχε ξυπνήσει πρωί πολύ σε ασυνήθιστη ώρα. Άνοιξε τα κουρασμένα μάτια της, εγύρισε το κορμί της μέσα στα κόκκινα μεταξωτά παπλώματα, εσάλεψε το κατάλευκο προσκέφαλό της, εδιόρθωσε στο στήθος της τες βαριές της πλεξίδες κι άξαφνα ανανοήθηκε πως εκείνη τη στιγμή ξανάρχιζε γι’ αυτήν μία ολάκερη μέρα βαριάς στενοχώριας. Εκοίταξε το παράθυρο. Ο ήλιος ετρύπωνε από τες χαραμάδες και πάνου στον κατεβασμένον άσπρο μπερντέ εφαινόνταν ένα πλήθος κίτρινοι ωχροί ήλιοι, τόσοι ήλιοι μικροί χωρίς λάμψη. Μα το καντήλι έκαιε και κείνο ακόμη κάτου από την κόκκινη γυάλινη καμπάνα του.

Τώρα είχε ξυπνήσει ολότελα. Ο κόσμος ξαναγινότουν μέσα στο μυαλό της τέτοιος, καθώς είχε αφανιστεί τη στιγμή που ’χε παραδοθεί στον ύπνο. Ήταν στην κάμαρά της, έβλεπε το παράθυρό της, γρικούσε τη ζέστη του κρεβατιού της, το καντήλι της εσπιθήριζε. Ο άντρας της θα ’ταν κι ο ίδιος πλαγιασμένος αυτήν την ώρα, άρρωστος, στο κρεβάτι του… στην κάμαρά του… Δεν είχε ακουστεί αυτή τη νύχτα. Κι ο Γιώργης; Ναι, ο Γιώργης! Πού να ’ταν αυτήν την ώρα; Πού αλλού; Θα κοιμότουν βέβαια… ίσως… θα ’ταν χωρίς άλλο στο κρεβάτι του κι εκείνος… Την εσυλλογιζότουν αυτός, όταν ξυπνούσε; Ποιος το ’ξερε… κι αν ναι, πώς την εθυμότουν; Με αδιαφορία; Με αγάπη; Ποιες ήταν οι στιγμές εκείνες που του πρωτοερχόνταν στο νου του; Ποιες απ’ όλες; Εκείνες που το είναι τους εσβηνότουν χωρίς θέληση και νου, σε μίαν έκσταση της ψυχής, σ’ ένα σάστισμα του κορμιού της ή εκείνες που ένα μίσος ανταγωνισμού άναβε μεταξύ τους, σα μια μανία κακοσύνης, κάτι που ήθελε με βία να καταστρέψει, με βία ν’ αφανίσει το μυστήριο που τους είχε ενώσει; Εφαινότουν τότες πως κάτι έσπαε αναμεταξύ τους, κάτι που δε θα μπορούσε πλια ποτέ να διορθωθεί, ο θυμός τους εκυρίευε, τα λόγια εγινόνταν πικρά, φαρμακερά, αβάσταχτα… κι όμως έφτανε πάντα ένα βλέμμα που να θύμιζε την περασμένη γλυκάδα, σε μία στιγμή που η οργή επραϋνότουν, έφτανε ένα δάκρυ, ένας ανασασμός… και παρευτύς η παραφορά εκείνη ετελείωνε μ’ ένα αγκάλιασμα θερμό, φλογερό και που τους συνάρπαζε την πονεμένη ψυχή τους… Έτσι ετελείωναν πάντα αυτές οι σκηνές. Αλλά τώρα είχαν αποχτήσει μίαν ορμή ασυνήθιστη, η αγάπη της δεν κατόρθωνε να κυριαρχήσει, έμοιαζαν στην επανάσταση του σκλάβου που δε λογαριάζει τίποτα εμπρός του, ήταν συχνές και τα λόγια που έλεγαν τότες ο ένας του άλλου έμπαιναν καφτερά μέσα στα φυλλοκάρδια, εθύμιζαν κάποια τους πράξη που δεν ήθελαν να ’χε γίνει, ανακεφαλαίωναν πάλι όλα τα περασμένα, τα λησμονημένα, τα συμπαθημένα πειράγματα. Γιατί; Γιατί αυτός εκυνηγούσε τώρα κι άλλες γυναίκες… μίαν από τες δύο Καλλέργη… ω, αυτές επαραδινόνταν τόσο εύκολα!… ή την κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη! Δεν ήταν η πρώτη φορά στο χορό του Αστέρη που τον είχε υποψιάσει! Κι αυτές τες ημέρες που δεν ερχότουν σπίτι της, που δεν τον έβλεπε καθόλου θα μπορούσε να ’χε ξαναρχίσει! Ε βέβαια τέτοιες ήταν! Δεν αγαπούσε ως κι αυτός παρά τη γυναίκα… σαν εκείνους τους άλλους! Ω, γιατί τους εθυμότουν τώρα ως κι αυτούς τους καταραμένους!

Αισθάνθηκε ζέστη πολλή μέσα στο κρεβάτι της, ανατάραξε τα πόδια της, εσάλεψε το κορμί της, εσφούγγισε το στόμα της μ’ ένα μαντήλι κι εκοίταξε το φωτισμένο παράθυρο, αποδιώχνοντας τες εικόνες μιας περασμένης ζωής που της επλημμύρισαν ακράτητες το νου της, πλούσιες και γλήγορες και που ήθελε να μην τες θυμάται. Η καρδιά της εχτύπησε πλιο γλήγορα και πλιο δυνατά, τόσο που τ’ αυτί της την άκουσε μες στο προσκέφαλο. Ο Γιώργης πάλι της ξανάρθε στο νου… Ήταν μαλωμένοι, από δυο, από τρεις, από τέσσερις μέρες; Από μίαν αιωνιότητα! Ο Πέτρος Αθάνατος είχε ξεποδαριαστεί με το πήγαινε κι έλα. Δεν ερχότουν. Μα τώρα δε θα του μηνούσε πλια, ο Πέτρος θα καθότουν εκεί που ήταν, είχε κι αυτή φιλότιμο, ας μην ερχότουν ποτέ, αφού δεν ήθελε! Ας ξάτρεχε την κυρία Ουρανία ή μίαν από τες δύο Καλλέργη, θα ’βλεπε αν είχε να κερδίσει με την αλλαγή. Έτσι ήταν οι Οφιομάχοι όλοι τους. Αχάριστοι!… ναι, αχάριστοι!

Πώς είχε πιαστεί πάλι αυτός ο καυγάς; Για τίποτα… για ένα τίποτα… Μα δεν μπορούσε κιόλας αυτή να κάθεται ν’ ακούσει τες βρισιές του, την αδιάκοπη γρίνια του, ήταν πολύ μυγόγγιχτος αυτές τες μέρες! Τι του ’φταιγε τέλος πάντων αυτή, αν το σπίτι του ήταν άνω κάτω, τι του ’φταιγε; Και δεν μπορούσε να ’ναι κι αυτή τρελή, για να μη βλέπει πως ο γιατρός Στεριώτης ήταν χίλιες φορές προτιμότερος από τον Άλκη. Γιατί του κακοφαινότουν αυτό του Γιώργη; Ο γιατρός είχε πλούτη, είχε υγεία, είχε μία κοινωνική θέση. Ο άλλος δεν είχε τίποτα και μάλιστα ούτε την υγεία! Τουλάχιστο αυτή η ίδια, αν είχε πάρει το Βαλσάμη άρρωστο, είχε πάρει έναν άνθρωπο πλούσιο και πάλι επήγαν τόσο κακά… θα πήγαινε πολύ χειρότερα η Ευλαλία! Και της είχε αποκριθεί με μία αυθάδεια… Όλα τα δάχτυλα δεν ήταν όμοια… οι αδερφές του είχαν άλλην ανατροφή. Ανατροφή μια φορά στο σπίτι των Οφιομάχων! Στο μουχλιασμένο παλιόσπιτο! Φτώχια και περηφάνια! Α, μα δεν ήταν στο χαρακτήρα της να βαστάει προσβολές. Προσβολές, γιατί του παραδόθηκε, γιατί είχε λάβει την αδυναμία να τον αγαπάει… Κι έκανε ακόμα τον κακιωμένο… Μα ας μην ερχότουν… ας πήγαινε να βρει την κυρία Ουρανία και ας της έλεγε κι εκεινής όσα της είπε της ίδιας… (κι είχε να της ειπεί όσα ήθελε) θα ’βλεπε αν μπορεί μία γυναίκα, μία κυρία τέλος πάντων, να τα βαστάξει!

Τον είχε βρίσει φυσικά! Του ’χε πει κάποιο λόγο βαρύ, που τον άγγιξε βέβαια… ζητιάνο τον είχε πει… κι ακόμα κάτι άλλο… πως επερίμενε να τη στεφανωθεί για να πλουτίσει, αφού θα πέθαινε ο άντρας της, γιατί άλλη σωτηρία δεν είχε μπροστά του, αυτός και το χρεοκοπημένο σπίτι του! Αυτό ήταν το ιδανικό όλης της φαμελιάς του, γι’ αυτό η μάνα του της έκαμε χίλιες κολακείες! Όλοι τους οι Οφιομάχοι, του ’πε, ήταν άνθρωποι πονηροί, όπως τους κάνει η φτώχια τους ξεπεσμένους αρχόντους. Αυτή, του ’πε, ήταν η αγάπη του, αυτά τα μόνα ιδανικά του. Την παράσερνε βέβαια η οργή, μα είχε δίκιο… είχε και δίκιο… Τον είχε τέλος φοβερίσει πως θα τον έδιωχνε, γιατί ήταν ενοχλητική η ζητιανιά του. Κι αυτό όμως ήταν ψέμα, γιατί ποτέ του ο Γιώργης δεν έκανε ούτε κουβέντα για τα πλούτη της, δεν ήθελε ούτε αυτός να ξέρει την κατάστασή της, ούτε της ανάφερνε τες στενοχώριες τους ποτέ… ποτέ… Σ’ αυτό πάλι είχε άδικο… Κι ίσως είχε κάμει κάτι αδιόρθωτο, γιατί κι αυτός δεν έμεινε ανυπεράσπιστος… Τον είχε ιδεί να κιτρινίζει, ν’ αφρίζει, είχε ιδεί τα μάτια του να θολώνουν αλλιώτικα και την ευχαριστούσε ο θυμός του, την ευχαριστούσε το κακό που του ’κανε… το θυμότουν… έτσι είναι ο οργισμένος άνθρωπος! Χαλάει όλα σε μία στιγμή, χαντακώνει τους άλλους, χαντακώνει τον εαυτό του κι αυτή ήταν τόσο ευκολοθύμωτη, έτσι την είχε κάμει η πικρή ζωή της… αυτήν που όταν ήταν κόρη, είχε ιδεί αλλιώς τον κόσμο γεμάτον γέλια και χαρές… όχι βέβαια δίπλα στο κρεβάτι ενού αρρώστου!

Μα πόσα δεν της είχε πει κι ο Γιώργης. Με μίσος της ονομάτισε έναν έναν αυτούς που ’χε πρώτα… έναν έναν… τους ήξερε έναν έναν… πώς, τους ήξερε! Της είπε πως ποτέ δεν το ’χει βάλει στο νου του να την κάμει γυναίκα του, γιατί μ’ όλη του τη φτώχια ήθελε τ’ όνομά του τίμιο… της είπε τόσα πολλά κι έπειτα είχαν βριστεί με χοντρά και άκριτα λόγια κι εμιλούσαν κι οι δυο χαμηλόφωνα, για να μην τους ακούει το σπίτι, εκεί μέσα στο δίπλα σαλόνι… τι λόγια! που δεν τ’ ακούει κανείς ούτε στις ταβέρνες… ψιθυριστά όλα αυτά… και με πρόσωπο απαίσια γελαστό, γιατί δεν έπρεπε να τους καταλάβει κανείς θυμωμένους, αν έμπαινε στο σαλόνι. Και με μία τελευταία βρισιά της είχε φύγει ο Γιώργης οργισμένος, κι ως την ώρα ο Πέτρος δεν τον είχε καταφέρει να ξανάρθει!

Μα δεν άξιζε λοιπόν τίποτα η αγάπη της; Μα δε θα κατόρθωνε τέλος να κυριαρχήσει; Πώς αλλιώς ημπορούσε η δόλια να του τη φανερώνει παρά δείχνοντάς του όλες της τες αδυναμίες; Δεν ήξερε αυτός πόση ήταν η τρυφερότητά της, ο έρωτάς της; Ένα κάτι που της εχρειαζότουν περισσότερο από τη ζωή, σαν την πνοή, σαν την ζέστη της καρδιάς; Θα της ερχότουν τέλος σήμερα; Δε θα λησμονούσε λοιπόν ποτέ; Θα της τον έφερνε ο Πέτρος; Όχι; Ε, τότες θα πήγαινε αυτή σήμερα στο σπίτι του… για να μάθει… Και το βαριότουν τόσο όλο εκείνο το συνάφι των Οφιομάχων! Όλες αυτές τες γυναίκες! Τη γριά αρχόντισσα που ήταν περίτρομη πάντα, σα να μη μπορούσε ποτέ να περιμένει καλό από τη ζωή… κι ωστόσο τόσο σκληρή μπρος στη συφορά! Μία καρδιά βαμμένη στην ατυχία… και τόσο χωρίς κακοσύνη, που την ερέθιζε αυτήν την ίδια η υπομονή της! Κι έπειτα αυτή η Ευλαλία, μία άνοστη, μία υποταγμένη, ένας άγιος ξύλινος! Τι να περιμένει κανείς από αυτήν, έμοιαζε σε κάτι του πατέρα της. Μα σε τι; Αυτός ήταν θεότρελος, ο γέροντας, με τα ταπεινά χαιρέτια, που εκρύωνε πάντα μέσα στη ρεδιγκότα του! Και τέλος αυτή η Λουίζα, μία ανέμυαλη, που καθένας ημπορούσε να της σηκώσει το νου και που ενόμιζε πως αυτή ήταν στον κόσμο κι άλλος δεν ήταν, σαν τον αποβλακωμένο τον αδερφό της το Σπύρο. Ω, αυτός… ήταν για τα πανηγύρια… είχε πάθει μία περίφημη δουλειά με τη θυγατέρα του Αστέρη. Και πώς εμύριζε εκεί μέσα, σπίτι τους, ο ξεπεσμός… ω, το βαριότουν εκείνο το σινάφι κι όλες τις μωρολογίες που ελεγόνταν εκεί μέσα! Μα τι την έμελε για όλους αυτούς! Άλλος ήταν ο Γιώργης κι εκείνον δεν τον εβαριότουν ποτέ! Τον εμισούσε κάποτε μα και το μίσος της εγέμιζε την καρδιά όπως και η αγάπη! Εκείνο που ήθελε ήταν να’ ναι κι αυτός σαν εκείνην μα τέτοιος δεν ήταν ποτέ και τώρα θα ερχόνταν δύσκολες μέρες.

 Το καντήλι της που έκαιε ακόμα εσπιθήρισε αναβοσβήνοντας, αγκομαχώντας κι ένας αναστεναγμός εβγήκε από το στήθι της. Εκείνη η φλόγα η κόκκινη, που εχόρευε ρυθμικά την επείραζε. Ανακινήθηκε πάλι στο κρεβάτι της στενοχωρημένη και μια στιγμή την επρόσεξε, έπειτα εκοίταζε πάλι το φωτισμένο παράθυρο. Και ξακολούθησε τους στοχασμούς της.

Πολλές φορές έπλαθε φαντάσματα ο νους της… ο νους της που δεν έπαιρνε τη ζωή καθώς ήταν, καθώς ήταν πραγματικά! Μα αυτό το καντήλι τι είχε πάθει. τι ανυπόφερτο που ήταν!

Και χωρίς να ξέρει τι έκανε, εσηκώθηκε βιαστικά μ’ ένα πήδημα κι έσβησε το καντήλι∙ έπειτα έριξε γύρω της ένα βλέμμα, παραμέρισε το μπερντέ, άνοιξε ένα τζάμι και μια γρίλια κι εκοίταξε το δρόμο. Τα μάτια της ήταν ασυνήθιστα στο φωτισμό της αυγής και στη χαραχτηριστική ερημία, ως και ο ήλιος ήταν αδύνατος ακόμη κι ένα αέρι κρύο εφυσούσε. Η μέρα όμως θα ’ταν όμορφη. Ξανάκλεισε το παράθυρο κι ήρθε και ξαπλώθηκε στο κρεβάτι της πάλι, σιάνοντας τα κλινοσκεπάσματα και τα λευκά προσκέφαλα.

Όλες αυτές τες μέρες, εσκέφτηκε, ξυπνούσε πάντα τόσο πρωί! Και δεν εκοιμότουν ούτε τη νύχτα. Κι αυτές οι πρωινές ώρες ήταν οι χειρότερες… δεν έβρισκε πλια τον ύπνο της! Άλλες φορές οι στιγμές εκείνες ήταν από τες καλύτερες, η σκέψη κι η θέληση δεν είχαν καλά καλά τη δύναμη να σβήσουν τα πλάσματα της φαντασίας κι εφαινόνταν δυνατά τότες τόσα πράματα… τόσα πράματα ωραία… Ο νους δεν ερωτούσε το πώς, οι ερχόμενες μέρες της επαρουσιαζόνταν ρόδινες κάτου από το φως της καινούριας αγάπης, τότες που ’χε πρωτογνωρίσει το Γιώργη… Τι άλλο ζητούσε αυτή από τη ζωή παρά έναν άνθρωπο κι ένα μόνο, που σ’ αυτό θα μπορούσε ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα, αλλά και που θα ’ταν ολότελα δικός της; Κι αυτός δεν μπορούσε να ’ναι άλλος κανένας… εκείνος ήταν αυτός που έπρεπε να την αγαπά με πόνο ψυχής, με ζήλια καυτερή, με παραφορά! Αυτός έπρεπε να κρέμεται από την αγάπη της, από ένα κίνημα του ματιού της, από ένα χαμόγελο από έναν πικρό της λόγο! Η αγάπη της θα ’πρεπε να τον κάνει να δακρύζει εμπρός της, όπως την εγέμιζε αγαλλίαση κι εκείνην, όπως την εβύθιζε τώρα στη στενοχώρια, όπως την έκανε να μη σκέφτεται τίποτα άλλο!

Πρωτύτερα αυτές τες ώρες τον εσυλλογιζότουν με τόση γλύκα! Εθυμότουν τ’ ωραίο του πρόσωπο, την ευγένεια, που ’χε κάθε του κίνημα… ούτε στες στιγμές της παραφοράς δεν μπορούσε να λησμονήσει τον εαυτό του, αλλά τον εξουσίαζε πάντα! Κι εθυμότουν έπειτα τη χτεσινή μέρα και τες άλλες που της έμοιαζαν και ξανάφερε στο νου της κάθε φιλί, κάθε αγκάλιασμα, ζυγίζοντας όλες τες στιγμές, προσπαθώντας να προσδιορίσει ποια ήταν εκείνη που οι δυο τους ψυχές είχαν γίνει μία μόνη μεσα σ’ έναν κόσμο, που μπροστά τους αφανιζότουν! Μ’ αυτούς τους στοχασμούς μισοκλειούσε τότες τα μάτια και την έπαιρνε πάλι ο ύπνος… Κι όταν τ’ άνοιγε, ήταν η ώρα πλια. Εντυνότουν με βία, γιατί εσίμωνε η στιγμή που ο λατρεμένος άντρας θα ερχότουν!

Και σήμερα… Ω, σήμερα δεν είχε τίποτα να περιμένει! Σήμερα δεν ημπορούσε παρά να θυμάται αυτές τες περασμένες μέρες. Μα αληθινά δε θα ξαναγύριζαν πάλι; Αληθινά θα ’μενε ασάλευτος στην απόφασή του και μάλιστα τώρα που σε λίγο ο άντρας της θα πέθαινε; Ναι, θα πέθαινε τέλος ο δύστυχος! Είχε ζήσει περισσότερο απ’ ό,τι όλοι ελογάριαζαν. Ήταν ακόμη πάντα εκεί, ο θλιμμένος ο άρρωστος, που υπόφερνε με υπομονή, που δεν επρόφερνε ποτέ του παράπονο για ό,τι εγενότουν γύρω του… Τον ελυπότουν πάντα ο Γιώργης τον άτυχο άνθρωπο! Ποιος το ’ξερε αν η καρδιά του δεν επικραινότουν κάτω από την προσωπίδα της καρτερίας και της αταραξίας, που δεν την έβγαζε ούτε στιγμή. Κι ήξερε κι ο ίδιος πως είχε ζήσει περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε κι επρόσμενε μ’ υπομονή το θάνατό του. Τον ελυπότουν και η ίδια, γιατί η αγάπη της έσβηνε κάθε ζοφερό πάθος από την καρδιά… δεν ημπορούσε πλια να μισήσει κανέναν και μόνο όταν και η ίδια υπόφερνε, τον εσυλλογιζότουν βαρύθυμα! Τώρα η ώρα του εσίμωνε… Θα μπορούσε ν’ αρχίσει σε λίγο για το Γιώργη και για κείνην η καινούρια ζωή της αγάπης! Τότες θα ’παιρναν άλλην αξία ο κόσμος… όλα θα μπορούσαν να στολίσουν την ανέφελη ευτυχία τους, τη μαγεύτρα ομορφιά του έρωτά τους. Μα τώρα… στο τέλος τ’ όνειρο εκείνο εκιντύνευε!

Μία ανατριχίλα επέρασε από το κορμί της κι άνοιξε μεγάλα τα μάτια της. Τα ’κλεισε πάλι σα φοβισμένη κι εμαζεύτηκε μέσα στο κρεβάτι της. Τώρα ήταν αλλιώς! Την παραμελούσε… δεν ερχότουν… δεν ήθελε να ’ναι μαζί της… κι αυτή δεν είχε την τέχνη να τον βαστάξει σιμά της! Μα όχι, όχι! Δε θα τον άφηνε, δεν μπορούσε να τον αφήκει… δεν μπορούσε να μην τον θέλει δικό της… δεν μπορούσε!… δεν μπορούσε! Γιατί δεν του ’φτανε λοιπόν η αγάπη της; Τέτοια αγάπη… τόση αγάπη! Γιατί δεν ήθελε τόση ευτυχία;

Της το ’χε ειπεί το γιατί! Ο αριστοκρατικός υπουργός είχε σταθεί ο τρίτος… όχι, ο τέταρτος φίλος της, πριν από το Γιώργη. Είχε παίξει καλά το μέρος του κι εκείνος. Είχε μεταχειριστεί όλο του το γόητρο, όλες τες πονηριές της πολιτικής τέχνης. Τον είχε πιστέψει κι αυτόν, όπως είχε πιστέψει πρωτύτερα τους άλλους. Είχε πιστέψει πως αληθινά ήταν παρέτοιμος να θυσιάσει τ’ αξιώματά του, τες υπουργίες του για κείνην. Έτσι της έλεγε κι αυτή δεν το ’στεργε. Το αξίωμα δεν εμπόδιζε την αγάπη… και του ’χε παραδοθεί Και στον ίδιο καιρό εκείνος ξεκυνηγούσε κι άλλες γυναίκες και τους έλεγε τα ίδια και τον επίστευαν κι εκείνες. Και τον είχε διώξει… κι αυτός την είχε αφήκει γελώντας, γιατί ήξερε από την αρχή πως η σκέση τους δε θα βαστούσε, γιατί κιόλας τότες η όμορφη κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη ερωτοτροπούσε μαζί του. Κι είχαν βρεθεί όλοι σ’ ένα δείπνο στο σπίτι του… Και κείνο το βράδυ σιμά της ήταν καθισμένος ο Γιώργης Οφιομάχος∙ κι από τη θολή λάμψη των ματιών της κυρίας Ουρανίας κι από τα νευρικά της κινήματα κι από το αλλόκοτο γέλιο της την είχε καταλάβει κι είχε αφήκει να πέσει χάμω η πετσέτα της και το σκάνταλο έτσι είχε ξεσπάσει κι είχε κοινολογηθεί την άλλη μέρα σ’ όλον τον τόπο…

Μα ίσια ίσια εκείνην τη βραδιά, οργισμένη με τον απατεώνα και θέλοντας να του δείξει την αδιαφορία της, απάντησε μ’ ένα θαρρυντικό χαμόγελο στο Γιώργη Οφιομάχο, που την εκοίταζε πολλή ώρα κατάματα κι από τότες άρχισε ο έρωτάς τους. Ποτέ αλλού δεν είχε γνωρίσει την αγάπη. Ήταν κάτι άλλο απ’ όσα είχε δοκιμάσει ως τα τότες!

Της είχε πει το γιατί στο θυμό του. Εφοβότουν το φλογερό χαρακτήρα της, εφοβότουν την αποφασιστική θέλησή της, εφοβότουν τα πλούτη της… Της είχε πει στο θυμό του πως ηθικός δεσμός κανένας δεν τη σταματούσε… της είχε πει πως ο κόσμος εκοίταζε  κι εζύγιζε του καθενού τα καμώματα, πως εγνώριζε καλά και τον κύριο υπουργό και τον άλλο και τον άλλο, πως εγνώριζε κιόλας τον ξεπεσμό των Οφιομάχων και πως το καλό δύσκολα το επαραδεχότουν, δύσκολα τον έρωτα μέσα στα πλούτη, αλλά το εναντίο όλοι, για να μην τον κατακρίνουν, θα τον έλεγαν άνθρωπον έξυπνο, που ήξερε να καταφέρνει τη δουλειά του, κλειώντας όσο έπρεπε τα μάτια του… Έτσι της είχε πει… Κι είχαν ακολουθήσει οι τρομερές βρισιές με σιγαλή φωνή, με απαίσια γελαστό πρόσωπο, για να μην καταλάβει τίποτα, αν έμπαινε κανένας μέσα.

Μα αυτός ο καθάριος στοχασμός του εμαρτυρούσε πως ημπορούσε ακόμα να σκέφτεται, να ζυγίζει κάθε του πράξη… αυτό εδηλούσε πως πραγματικά η αγάπη του ήταν μετρημένη, μικρή, κάτι κοινό και ταπεινό και αξιοκαταφρόνητο μπρος στο δικό της πάθος, που της γέμιζε τη ζωή, που αυτό μόνο κυβερνούσε κάθε της πράξη!

Και πριν προφέρει την τελευταία βρισιά του, της είχε ειπεί κάτι χειρότερο ακόμη, σοβαρός, αδάκρυτος, με φωνή βραχνή μα σταθερή. Δεν ήταν ο άνθρωπος, κανένας άνθρωπος, ελεύτερος κι αναρχικός κι αυτεξούσιος, αλλά κοινωνική ψυχή∙ ο κόσμος εύκολα ημπορούσε να παραδεχτεί τη σκέση τους, γιατί εζούσαν κι άλλοι μέσα στην κοινωνία σ’ αυτόν τον τρόπο και την εσκέπαζε τ’ όνομα του ανδρός∙ αλλά αυτός με τ’ όνομά του δε θα ’θελε ποτέ να σκεπάσει τίποτα παρόμοιο στα περασμένα, δε θα μπορούσε να το κάμει χωρίς ντροπή, αυτός, ένας Οφιομάχος, ήθελε να ’ναι περήφανος για τη φτώχια του, ήθελε να μπορεί να τη διαλαλεί με το μέτωπο ψηλά κι αγέρωχα.

Και την είχε υποφέρει αυτήν την ταπείνωση η δύστυχη κι έπειτα από τη βρισιά ακόμη, όταν τον είδε να φεύγει, είχε μετανοήσει η ίδια κι είχε λησμονήσει αυτήν την ώρα τον περήφανο χαρακτήρα της, γιατί το χωρισμό δεν τον ήθελε… κι αυτός είχε μείνει ακλόνητος στην απόφασή του. Τι κίτρινη που ήταν η όψη του! Πόσο θολά τα μάτια του τότες! Κι είχε λάβει τη φοβερή δύναμη να περιφρονήσει την αγάπη της, να περιφρονήσει το κορμί της που τον αποζητούσε ως κι αυτήν την ώρα με την τρεμούλα του πόθου, να περιφρονήσει την ελπίδα της πως όλη εκείνη η πίστη της καρδιάς θα αφανιζότουν μέσα σ’ ένα φλογερό αγκάλιασμα! Αχ, λαβωμένα με αγιάτρευτη πληγή ήταν τα στήθη της.

Μα δε θα παραδινότουν, δε θα υποταζότουν χωρίς γογγυσμό στην σκληρή της τη μοίρα! Δεν ήταν γυναίκα τέτοια αυτή η Αιμίλια Βαλσάμη. Τον άπιστον άνθρωπο που θα την έκανε να υποφέρει με την αδιάφορη και κρύα σκέψη του… και πότε; Την ώρα που ήταν παρέτοιμη να του παραδώκει το είναι της, που ήθελε να γίνει η σκλάβα, η δούλα της αγάπης του… ω, η οργή της θα ’χε κι αυτή τη δύναμη να τον τιμωρήσει κι όσο θα της εγινότουν πιο ξένος, τόσο θα τον εμισούσε περσότερο. Δεν ήταν τώρα πλια η παιδούλα που την εγελούσαν οι ψεύτες, που την εξεμυάλιζαν με λίγη αγάπη! Τώρα θα ’ξερε να ρίξει κι εκείνη το χέρι της βαρύ, αποφασιστικό, ανήλεο. Θα μπορούσε να εκδικηθεί άλλο τόσο σκληρά, όσο ήξερε κιόλας φλογερά ν’ αγαπήσει.

Εγύρισε δυο τρεις φορές μέσα στα μεταξωτά σκεπάσματά της. Δεν έβρισκε αναπαυτική θέση καμία. Πότε ανατρίχιαζε, πότε εζεσταινότουν. Εσάλεψε ανήσυχη τα πόδια της κι έκρυψε το πρόσωπό της στο πουπουλένιο προσκέφαλο. Έκλαιγε!

Κι ωστόσο ο νους της εδούλευε. Πόση ώρα είχε βαστάξει εκείνη η θλιβερή μονομαχία με τον άνθρωπο που αγαπούσε; Πολύ! Πολλές ώρες! Δεν εθυμότουν πλια πόσο… εθυμότουν μόνο πως είχε ρίξει κάποια ματιά στον καθρέφτη και πως είχε ιδεί το πρόσωπό της άλλο. Τα μαλλιά της ήταν θαμπά, σα δίχως βλέμμα, αλλόκοτα, ανοιχτά και δίχως δάκρυ… τα ρουθούνια της ανοιγοκλειούσαν… τα χείλη της ήταν ωχρά και φρυμένα και τα μάγουλά της φλεγόνταν από την κοκκινάδα. Και τέλος είχε φύγει αυτός νικητής εκείνην την ημέρα…  κι είχε γίνει άξαφνα μέσα στην κάμαρα μία απαίσια ησυχία… τόση που άκουε τ’ αυτιά της να βουίζουν και σαν απομωραμένη τότες έφερνε τριγύρω το βλέμμα της, για να ιδεί, αν τα έπιπλα ήταν στη θέση τους, αν οι τοίχοι του σπιτιού δεν είχαν φύγει κι ο νους της σ’ αυτήν την απελπισμένη στιγμή δεν ήθελε πλια να δουλέψει, δεν της ορμήνευε πλια τίποτα και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά σα να ’θελε να ξεπηδήσει μέσα από τα στήθη της… κι έτρεμε το κορμί της περίφοβο! Ω! η ώρα του θανάτου δεν μπορούσε να ’ναι βαρύτερη… Μίαν ώρα τόσο πικρή, τόσο θλιβερή, τόσο απελπιστική δεν την είχε δοκιμάσει ακόμη. Και η αιτία ήταν αυτός ο ξένος άντρας… ο άκαρδος άντρας! μα αχ! και τόσο αγαπημένος!

Μα τι θα ’κανε τώρα… τι θα ’κανε σήμερα, αυτήν την ημέρα που άρχιζε με τόση στενοχώρια και που δε θα ’χαν οι ώρες της τέλος! Ο Πέτρος Αθάνατος θα ’ταν πάλι σ’ αδιάκοπη κίνηση. Θα τον έστελνε να μάθει τι θα ’κανε ο Γιώργης, πού θα πήγαινε, πού θα περνούσε τες ώρες του… και δεν θα τον άφηνε να της λέει λιγάκι σαρκαστικά, κατά τη συνήθεια του, δεν θα τον άφηνε να της λέει για την αδυναμία του πλούτου, που κάποιες φορές εγινόταν βαρύς ζυγός πάνω στους ώμους εκείνου που τον είχε καταστρέφοντάς του κάθε ευτυχία!

Τώρα αυτά τ’ αποφθέγματά του, εκείνο το γέλιο του την επείραζαν κι ήταν κάποιες στιγμές η καρδιά της παρέτοιμη να μισήσει τον αφοσιωμένον άνθρωπο, γιατί αγαπούσε μονάχα το Γιώργη. Θα τον επαρακαλούσε μόνο τον Πέτρο να βάλει τους φίλους του όλους να τον παρακολουθήσουν στο δρόμο, στο σπίτι του, σε ξένα σπίτια, στο θέατρο, (αν πήγαινε) για να μάθει τουλάχιστο αν υπόφερνε κι εκείνος, αν αδιαφορούσε, αν κυνηγούσε μίαν από τες δύο κυρίες Καλλέργη ή την Ουρανία Δαφνοπάτη ή αν ήθελε αλλιώς να διασκεδάζει. Τώρα αυτός θα μπορούσε να πηγαίνει ανεξέταστα όπου ήθελε, όσο ήθελε, ενώ εκείνη έλιωνε από τη λύπη που της είχε δώκει τόσο απάνθρωπα!

Θα καθότουν κι αυτή η ίδια, όπως και χθες, πολλές ώρες στο δρόμο, θα τον έβλεπε σήμερα ίσως! Ή θα ’ταν πάλι μάταιες οι ατελείωτες ώρες της αναμονής! Αυτή θα καθότουν μονάχη στο καφενείο κάτου από τα δέντρα που ’χαν αρχίσει πάλι να πρασινίζουν… θα περίμενε… Κι αυτός δε θα ’ρχότουν… Θα ’κανε πως διαβάζει κάποιο μυθιστόρημα ή κάποια εφημερίδα και το αυτί της θα παραμόνευε προσεχτικά μην άκουε πίσωθέ της τα βήματά του και το μάτι της θα ’παιζε κάθε στιγμή με την ελπίδα πως θα τον έβλεπε εμπρός της… θα τον περίμενε κι αυτός δε θα ’ρχότουν. Κι όσο θα περνούσαν οι στιγμές τόσο θα πάγωνε η καρδιά της… τόσο θα διάβαιναν πλιο συχνές και πλιο κρύες οι ανατριχίλες από το κορμί της… τόσο θα εγινότουν πλιο βαρύθυμη… τόσο πλιο μαύρη η θλίψη θα την περίσφιγγε… Κι αυτός δε θα ’ρχότουν… Θα ’ταν πάλι μαρτύριο!

Τη δεύτερη μέρα όμως έπειτα από τον καβγά τον είχε ιδεί. Ήταν με κάποιους άλλους… την είχε χαιρετήσει, γιατί τους είχε ντραπεί εκείνους και τον κόσμο που εσεργιάνιζε, αλλά τον είχε ιδεί πάλι μ’ εκείνο το θολό βλέμμα, που την είχε τρομάξει, που δεν ήταν το βλέμμα του. Τον είχε κράξει σιμά της∙ αυτός επήγε αμέσως, της έδωκε το χέρι χωρίς να της πιάσει το δικό της… κι αυτό το χαιρέτιο την είχε παγώσει ολόκληρη. Ήταν γελαστός, πολύ ευγενικός, εξουσιάζοντας τέλεια τον εαυτό του και η ίδια εκρεμότουν από τα χείλη του κι εκάρφωνε απάνου του παραπονεμένο το βλέμμα της, αλλά δεν είχε σηκώσει καθόλου τα μάτια του, δεν την είχε καθόλου κοιτάξει… κι αυτή ήθελε να κλάψει μπροστά του εκείνην την ώρα, να παρακαλέσει, να του θυμίσει κάθε στιγμή της αγάπης τους… Αλλά ήταν κόσμος τριγύρω και μόνο έτρεμε σύγκορμη. Αυτός είχε μείνει μονάχα μια στιγμή μαζί της και της είχε ζητήσει την άδεια ν’ ακολουθήσει με τους φίλους του μίαν ομιλία που ’χε αρχίσει. Ήταν κι ο Άλκης μαζί του. Της εφάνηκε πως αυτός ευχαριστιότουν. Δεν τον είχε ξαναδεί… Σήμερα ίσως αν την έβλεπε από μακριά θ’ άλλαζε δρόμο!

Ήταν κόλαση αυτή η στενοχώρια της μέσα στα μεταξωτά παπλώματα! Μα δε μπορούσε τέλος να παραδεχτεί κι αυτή τη συφορά; Δεν εβανότουν καλύτερα να γιατρέψει την άχαρη τρέλα της; Τι έλεγε; εσκέφτηκε μ’ ένα τρομερό γέλιο. Τι είχε ζητήσει από τον εαυτό της; Η ζωή ήταν σκοτάδι χωρίς την αγάπη του και τι άλλο ήταν ο πόνος εκείνος παρά αγάπη; Κάτι πολύτιμο μέσα στην καρδιά της… κάτι που ήταν περισσότερο από τη ζωή της… κάτι που την εξευγένιζε, που δεν την άφηνε να βλέπει τες ασκήμιες μόνο του ανθρώπου, σ’ έναν αδιάκοπο κι ακάθαρτο ξεπεσμό, αλλά με έλεος και συμπόνια τη δειλή ψυχή του και την προσπάθειά του, για να ξεφύγει τον πόνο και τον τρόμο του θανάτου. Η αγάπη της είχε κάπως την ηθική δύναμη της θρησκείας… και επίστευε η κυρία Βαλσάμη! Πώς θα ξαναγύριζε πάλι σ’ εκείνην την πρώτη πικρή ζωή της και στο άγριο μίσος που εφώλιαζε στην καρδιά της;

Και τώρα εσκέφτηκε πως ίσια ίσια εκείνη η ζωή της η πρώτη ήταν η αιτία της σημερινής συφοράς. Αν είχε βασταχτεί αγνή, αν ποτέ της δεν είχε ξεπέσει, αν ήταν η υπόληψή της ακηλίδωτη, θα ’ταν άξια σήμερα για κείνον, δε θα ’ταν κανένα εμπόδιο μπροστά της, θ’ άρχιζε τώρα η αληθινή της, η μεγάλη της ευτυχία!

Εξανάκρυψε το πρόσωπό της στο πουπουλένιο προσκέφαλο κι εβάλθηκε πάλι να κλαίει…

Κι άξαφνα εσηκώθηκε πηδώντας από το κρεβάτι. Ήταν αργά τώρα. Εφόρεσε τες παντούφλες της, επέρασε μια βαριά κόκκινη κατιφένια ρόμπα, εδιόρθωσε ανήσυχη μπρος σ’ έναν μεγάλον καθρέφτη τες πλεξίδες της κι αυτήν την ημέρα επήγε βιαστικά στην κάμαρα του αντρός της.

Ο Περικλής Βαλσάμης ήταν στο κρεβάτι του. Πάνω στ’ άσπρα προσκέφαλα εφαινότουν ακόμη πλιο ωχρό το κερένιο συμπαθητικό πρόσωπό του, με το καλό του χαμόγελο στα χείλη, με τα υπομονετικά του μεγάλα και όμορφα μάτια. Ο Πέτρος Αθάνατος ήταν μαζί του και του διάβαζε από ένα ομορφογραμμένο χειρόγραφο στίχους.

Την εδέχτηκε ο άρρωστος με αμίλητη χαρά ευχαριστώντας την με το βλέμμα κι ο Πέτρος Αθάνατος άφηκε το διάβασμα αμέσως, εσηκώθηκε κι άχνισε λίγο, όπως πάντα όταν την αντάμωνε. Εκείνη τους εχαιρέτησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο κι εσίμωσε το κρεβάτι. Ένα αίσθημα απέραντης συμπόνιας για τον άνθρωπο, που ήταν εκεί κατάκοιτος και που απαραπόνετα είχε περάσει την άρρωστη ζωή του σιμά της, επλημμύρισε την καρδιά της, που κι εκείνη υπόφερνε. Η καλοσύνη τώρα την ενικούσε. Έσκυψε μ’ ανάλαφρη τρεμούλα του κορμιού απάνου στον άρρωστο∙ ένα δάκρυ ήρθε στο μάτι της∙ και του φίλησε το διάφανο μέτωπο.

Εκείνος την εκοίταξε περίεργα∙ η χαρά επλημμύρισε το κερένιο πρόσωπό του, τα μάτια του έλαμψαν και της έπιασε και της έσφιξε τα δυο χέρια, και την εκοίταξε κατάματα με το άσβεστο χαμόγελό του. Αλλά ένα βήξιμο τραχύ του έσκισε τότες τα σπλάχνα.

Κι ο Πέτρος Αθάνατος είπε σαρκαστικά γελώντας με το άσκημο γέλιο του:

― Χα, χα! Υπάρχουν πράματα που δεν αγοράζονται ούτε με χρήμα. Το ένα είναι η αγάπη.

Η κυρία Αιμίλια τον εκοίταξε άγρια. Μα τον είδε ανήσυχον κι εκείνον. Όλο το σκεβρωμένο κορμί του εσάλευε μέσα στα παλαιά του ρούχα κι έφερνε το δάχτυλο στην άκρη του ματιού του.

― Κάποιο μπάμπαλο! είπε με κακία, μου μπήκε μέσα στο μάτι και μου το κάνει να δακρύζει! Θα φύγει όμως με λίγο νερό!

Και ξεκίνησε για να φύγει από την κάμαρα μουρμουρίζοντας:

― Το μάτι, το μάτι… δε δέχεται ούτε το παραμικρότερο! Κι ο κόσμος είναι γεμάτος μπάμπαλα… γεμάτος!

 

4

 

Χα, χα! Εγέλασε σαρκαστικά ο Άλκης Σωζόμενος στο μικρό του γραφείο κι είπε με το νου του: Η επανάσταση!… η επανάσταση! Σ’ αυτόν τον τόπο!… μ’ αυτόν τον κόσμο! Πώς θα ’ταν ποτέ δυνατή; Χα, χα! Ως κα η Ευλαλία λοιπόν είχε σκύψει μπρος στην ανάγκη! Είχε λιγοψυχήσει, τον είχε αρνηθεί, του ’χε αρνηθεί το στήριγμά της! Εκείνο που η καρδιά του σιμά της, πλημμυρίζοντας χαρά και ζωή, το ’βλεπε ν’ απλώνεται στο φως της δημιουργίας, εδιαλυότουν σαν ένα φάντασμα, που δεν είχε λάβει ποτέ του ύπαρξη, κάνοντας τόπο στην ασκήμια μόνο ενού πραγματικού κόσμου, άγονου και στείρου, άδικου και σκληρού που ή ίδια του η υπόσταση άλλο δεν ήταν παρά λύπη, πόνος, αρρώστια και θάνατος. Κι όμως ήταν αλήθεια! Αλλού, μία νέα πίστη οδηγούσε σήμερα το ανθρώπινο γένος μέσαθε από αγώνες βαριούς και δύσκολους… σε κάποια μέρη κιόλας εκορυφωνότουν εκείνος ο αγώνας. Φωτεινές ψυχές είχαν ιδεί δυνατή τη λύτρωση, σε λίγο θ’ αντηχούσε πρωτάκουστη μία κραυγή χαράς κι ελευθερίας! Κι είχε νομίσει ο Σωζόμενος πως ήταν μία από τες ψυχές εκείνες, οδηγητής των ομοίων του στο δρόμο του ελευθερωμού κι είχε βρει έτσι ένα νόημα στην ύπαρξή του, που εικόνιζε σε κάποιον τρόπο την πορεία της δημιουργίας. Η ζωή του όλη δεν ήταν παρά μία πάλη με την ασθένεια της σάρκας και με την αδράνεια της ψυχής κι είχε βγει νικητής κάθε πάθους και κάθε αδυναμίας, σα να τον προόριζε μία Πρόνοια να φέρει εμπρός τους μυστικούς σκοπούς της…

Μα τώρα κι αυτός δεν ήταν παρά ένας από τα πλήθη των καταδυναστεμένων! Ως κι αυτός που η ψυχή του ήταν λευτερωμένη! Και η δική του η σκλαβιά του έστυβε ίσια ίσια τη φλέβα της ζωής, τον εχώριζε από το πλάσμα, που του ήταν το πλιο αγαπημένο, από το πλάσμα εκείνο που τον είχε σηκώσει από τον τάφο, που τον είχε κάμει να ονειρευτεί μίαν ανώτερη ανθρωπότητα σ’ έναν αναγεννημένον κόσμο! Κι αχ! η μοίρα τον καταδίκαζε να ’ναι άνεργος μόνο θεατής και μάρτυρας μιας αρπαγής, που το είναι του όλο αναστατωμένο ήθελε να σηκωθεί για να την εμποδίσει! Κι ήταν αδύνατο!

Και η αδυναμία εκείνη, που την έβλεπε τόσο καθάρια ομπρός του, του αφαιρούσε τώρα το θάρρος, αρρώσταινε την ψυχή του, τον έκανε να βλέπει μάταια κάθε προσπάθεια, μάταια και τη ζωή και τους αγώνες της… και τον άφηνε σε μία θλίψη βουβή, σε μία μελαγχολική απάθεια, σε μίαν ασθενική αδιαφορία για ό,τι ήταν γύρω του, σε μία πικρή περιφρόνηση για ό,τι είχε σεβαστεί και θαυμάσει ως τότες, για την ανθρώπινη σοφία, για την ανθρώπινη τέχνη, για την ανθρώπινη αρετή!

Μέσα σ’ εκείνον τον κόσμο η αρετή ήταν μάταιος μόνο λόγος! Ούτε η Ευλαλία δεν ήταν η γυναίκα που ’χε πλάσει με τ’ όνειρό του, η γυναίκα η ανώτερη από κάθε δοκιμασία! Είχε σκύψει κι εκείνη και μόνο γιατί δεν ήταν γυναίκα, γιατί ήταν η ψυχή της αδύνατη… μόνο γιατί ο νους της δεν μπορούσε να συλλογιστεί κατάβαθα και να λογαριάσει την ποταπή, την άσκημη πράξη… Όχι δεν ήταν θυσία η δική της!… γιατί έπρεπε να ξέρει, έπρεπε να βλέπει πως η αδυναμία της θα την έριχνε στην αγκάλη του ξένου ανθρώπου, του γιατρού Στεριώτη και αυτή η ιδέα και μόνη έπρεπε να της φανερώνει σαν αδύνατη αυτήν τη θυσία, σα δυσκολότερη κι από το θάνατο, σαν ακατόρθωτη! Αχ! γιατί η σκέψη αυτή του ’δινε μόνο εκείνου τη θανάσιμη στενοχώρια, γιατί έκανε την καρδιά του να σαλεύει πρώτα με βία και ν’ αδυνατίζει κατόπι, σα να σταμάταινε, κάνοντας να περνά ένα σκοτάδι μπρος από τα μάτια του; Και γιατί υποταζότουν τόσο εύκολα εκείνη;

Τώρα εκατάλαβε πως ο νους του εγινότουν ασυνάρτητος∙ εικόνες χωρίς συνοχή περνούσαν σαν όνειρο από τη διάνοιά του και τα χείλη του εψιθύριζαν θλιβερά τ’ όνομά της… Έκλαιε η ψυχή του. Αχ! δεν την είχε οδηγήσει ο νους στη σωστή την πράξη κι είχε σεβαστεί πράματα μικρά, ταπεινά κι αξιοκαταφρόνητα που δεν έπρεπε να τη συγκινήσουν κι εθυσίαζε τ’ άλλα, τ’ αληθινά μεγάλα και άγια κι αρνιότουν μίαν πίστη που δεν ήταν αποκλειστική δική της, που του την εχρωστούσε, που την απαιτούσε αυτός από κείνην, που δε θα ’θελε ποτέ του να της την αφήκει. Αυτό που ήταν καθαυτό δικό του στον κόσμο το ’θελε, το ’θελε από την Ευλαλία που του την εστερούσε έτσι και του ’παιρνε ως και τον αέρα, που ανάπνεε, του απόπνιγε την ψυχή του, τη δόλια του την καρδιά που υπόφερνε. Δεν έπρεπε αντίς, να θυσιάσει η Ευλαλία κάτι για την αγάπη του ή και τα πάντα; Ναι, μόνο στην αγάπη! Αχ, πόση στενοχώρια, πόσες θλιβερές στιγμές είχε ζήσει από κείνην την ημέρα! Ήταν θλιβερές όλες οι στιγμές του! Και δεν είχε πάψει ακόμη η λύπη, βαριά και συγκλονίστρα, γιατί ήταν πλαστή, ήταν προσπάθεια μόνο, ήταν ξεγέλασμα μόνον, αυτή η αδιαφορία της ψυχής του! Και ήταν κι εκείνη πικρή κι εξέσπαγαν οι στενοχώριες, που δεν οδηγούσαν σε καμιά απόφαση, σε χίλιες απελπισίες που τον έκαναν να βλέπει μ’ επιθυμία το θάνατο και να σαρκάζει τη ζωή και τον εαυτό του και τον άνθρωπο μέσα στον εαυτό του, χωρίς να μπορεί να βρει ησυχία, γιατί η φροντίδα ανανέωνε αδιάκοπα τη λύπη κι η λύπη πάλι του γεννούσε καινούριες φροντίδες.

Κι αν ήταν τόσο μικρόψυχη, τόσο αδύνατη, τόσο άβουλη η Ευλαλία, τι ήταν όλες εκείνες οι άλλες γυναίκες, πόβλεπε ολόγυρά του; Δεν είχε παρά να ρίξει ένα βλέμμα στες δυο κυρίες Καλλέργη, στην Ουρανία Δαφνοπάτη, στην Αιμίλια Βαλσάμη, στη Λουίζα… Εζούσαν όλες εκείνες ο κυρίες στην πρώτη γραμμή, σ’ έναν τόπο που τες ετιμούσε, με τη διασκέδασή τους, με το γέλιο στα χείλη, ξεφεύγοντας όσο μπορούσαν τες δύσκολες ώρες, κι ήταν ανάμεσα σ’ εκείνες και η Ευλαλία! Η μία απ’ όλες εκείνες κι ας ήταν η καλύτερη! Είχε λιγοθυμήσει μπρος στη μικρόπρεπη απελπισία ενός ανθρώπου γέρου, αδύνατου κι άτολμου, που η πρώτη συφορά τον απομώραινε, του χτυπούσε τα μάτια και που δεν είχε στήριγμα κανένα σιμά του, γιατί κι οι δυο γιοι του του ’μοιαζαν, άνοπλοι μπρος στη ζωή, μικροί μπρος στην ατυχία, νικημένοι από την πρώτη στιγμή. Κι από το νου του επέρασαν όλες εκείνες οι άλλες μορφές που ’χε ιδεί στο χορό του Αστέρη: η κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη, περήφανη κι αλύγιστη, ο αριστοκρατικός υπουργός, δημαγωγός και ψεύτης, που εφοβότουν κάθε ελεύτερη γνώμη, κάθε καινούρια προσπάθεια και που την καταδίκαζε∙ ο Αρχάγγελος Δαφνοπάτης, αδύνατος και άβουλος αντίπαλός του, ο χρεοκοπημένος τραπεζίτης που δεν εντρεπότουν τα πλούτη της γυναίκας του, ο ύπουλος χρηματιστής, που εστράβιζε, πονηρός και φιλήδονος, ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης, ο παράφορος και παράλογος γέροντας, που γι’ αυτόν δεν άλλαξαν οι καιροί και που εζούσε με τη λατρεία μιας περασμένης κι άδοξης εποχής, γεμάτος εθελούσια αμάθεια και πρόληψη… Και τέλος οι φίλοι του, οι δυο Οφιομάχοι αδύνατοι κι άχρηστοι άνθρωποι, μέσα σ’ έναν ασήμαντον κόσμο!… κι ο Πέτρος Αθάνατος, ένα ζωντανό αίνιγμα, μια ψυχή χαμένη κι ανήσυχη∙ και ο άρρωστος Βαλσάμης, που υπομονετικά έπαιρνε το κορμί του μ’ ένα καλόβουλο χαμόγελο συμπάθειας για τους ανθρώπους. Μα σε τι ήταν καλός ως κι εκείνος; Κι απ’ όλους ύστερος του παρουσιάστηκε στο νου ο γιατρός Στεριώτης, ο άνθρωπος της νέας σειράς, καταχτητής μέσα σε μίαν κοινωνία, που ήταν στες ύστερες στιγμές της… Αυτός τώρα ενικούσε κι εκείνον τον ίδιον και του μηδένιζε τα όνειρά του και του ξερίζωνε μέσα από την καρδιά του τον έρωτα, αυτός που θα του ’παιρνε την Ευλαλία!

Πόσο διαφορετικός ήταν απ’ όλον εκείνον τον κόσμο ο πατέρας του, ο παλαιός καρβονάρος, με τη σεβάσμια μορφή του, με την ακλόνητη πίστη του. Κι εθυμήθηκε πάλι ο Άλκης με μίαν ανατριχίλα το παλιό βενέτικο κάστρο και τους λόγους, που του ’λεγε, όταν του το ’δειχνε. Από τότες οι καιροί είχαν αλλάξει, από τότες ο Άλκης είχε πιστέψει μία στιγμή στον ανώτερον προορισμό του, στην ευτυχία μιας αγάπης, που θα εστήριζε τη ζωή του, κι έβλεπε τώρα αυτές μπροστά του τες ελπίδες του αφανισμένες και περιττή κι ανώφελη όλην την ύπαρξη!

― Η επανάσταση… η επανάσταση! ξανάπε πικρά… μ’ αυτόν τον κόσμο… σ’ αυτόν τον τόπο!

Εσίμωσε στο παράθυρο κι εκούνησε το κεφάλι… Στο μικρό καφενείο άνθρωποι συνομιλούσαν σαν πάντα κι εδιασκέδαζαν… κάποια άμαξα εδιάβαινε, ένα πουλί εκελαδούσε στο κλωνάρι του, ανάμενε κιόλας την άνοιξη… ως κι αυτήν την ώρα τα πάντα ήταν γεμάτα ζωή κι ούτε μία στιγμή δεν εσταματούσε ο αδιάφορος ρυθμός της δημιουργίας.

Η μητέρα του τον έκραξε με γλυκιά φωνή κοιτάζοντάς τον ανήσυχη κι αναστενάζοντας.

― Άλκη! του είπε, στ’ άλλο το δωμάτιο σε προσμένει ο Οφιομάχος.

Άξαφνα η καρδιά του εσπαρτάρισε και τα μάτια του έλαμψαν. Κι απόρησε ο ίδιος με τον εαυτό του, γιατί μία λεπίδα παράλογη κι αξιογέλαστη ανάβλυζε μέσα του. Ο κόσμος του νησιού του δεν ήταν τέλεια όπως τον είχαν καταδικάσει πρωτύτερα οι στοχασμοί του, δεν ήταν ο νωθρός και φιλήδονος εκείνος κόσμος! Η Ευλαλία δεν επαραδινότουν κι ο γιατρός Στεριώτης δεν επαραδεχότουν τη θυσία, αλλά άνθρωπος αγαθός και γενναίος δεν ήθελε ούτε να βιάσει τον Οφιομάχο κι εδιορθωνόταν όλα και ξανάβρισκε ο Άλκης την Ευλαλία καθώς την είχε αφήκει και ξανάβρισκε και τον εαυτό του!

Αλλά τελειώνοντας αυτήν τη σκέψη του, εγέλασε σαρκαστικά, καταλαβαίνοντας πόσο ήταν αβάσιμη κι ακολούθησε τη μητέρα του στο μικρό σαλονάκι.

Ο Οφιομάχος επερίμενε ορθός ανάμεσα στα καθαρά γαλάζια έπιπλα, κρατώντας στο ένα του χέρι το ξεθωριασμένο καπέλο του και σιάνοντας με τ’ άλλο την παλιά ρεδιγκότα του, σα να εκρύωνε. Ένα πικρό χαμόγελο ήταν επάνω στα χοντρά του κόκκινα χείλη κι εκρατούσε τα μάτια προσηλωμένα στο πάτωμα, σαν ντροπιασμένος. Εχαιρέτησε εγκάρδια τον Άλκη, αλλά ανήσυχος και χωρίς ούτε να τον κοιτάξει,  εβυθίστηκε βαρύς σε μια πολυθρόνα που ήταν σιμά του αναστενάζοντας και δείχνοντας του νέου απέναντί του μια θέση επάσκισε να του χαμογελάσει.

Η κυρία Φωτεινή τους εκοίταξε, εκάθισε κι εκείνη σιμά και για κάμποσες στιγμές έμειναν σιωπηλοί κι οι τρεις τους.

Μάνα και γιος επερίμεναν ν’ αρχίσει. Αλλά ο Οφιομάχος δεν έβρισκε πάλι τα λόγια κι η στενοχώρια του εφαινότουν στο πρόσωπό του, στο χρώμα του, που άλλαξε, στην πνοή του, που ήταν δύσκολη, στο ανοιγόκλεισμα που έκαναν τα γέρικα μάτια του, στα κινήματα των χειλιών του… Και κάθε τόσο τον έβλεπαν μάνα και γιος να πιάνει την παλιά ρεδιγκότα του.

Ο Άλκης επάσκιζε ανήσυχος να μαντέψει του γέροντα τη σκέψη.

Άξαφνα ο Οφιομάχος εμίλησε ανοίγοντας μεγάλα τα μάτια του και κάνοντας μια μεγάλη χειρονομία.

― Άλκη, είπε, στο σπίτι μας είναι όλα άνω κάτω! Κι αναστέναξε, σα να ’χε βγάλει ένα βάρος μεγάλο από πάνω του.

Αλλά ξαναχαμογέλασε πικρά και ησυχάζοντας άξαφνα, ξανάπε, σα να μετάνιωσε:

― Τα έπιπλα, λέω, είναι όλα άνω κάτω. Οι γυναίκες εκουβάλησαν στην τραπεζαρία τους μπερντέδες, για να τους διορθώσουν κι είναι τόσο παλιοί που ρειπίζονται, λαδώνουν τα παλιά μου τα έπιπλα, τινάζουν σήμερα το χαλί το φυλαμένο… είναι ακόμα πολύ καλό το χαλί! Φασαρία μεγάλη! Πώς να το ειπώ; Είναι όλα άνω κάτω.

Κι εσώπασε ταραγμένος σα να μην ήξερε πλια τι να ειπεί κι εκοίταζε με τα μάτια ανοιχτά πότε την κυρία Φωτεινή και πότε το γιο της.

Κι ο Άλκης εκοίταξε θλιβερά το γέρο μ’ ένα βλέμμα που τον ελεεινολογούσε. Εκείνη η απομωραμένη στενοχώρια του, που εκαθρεφτιζότουν στην μικρότροπη πολυλογία του, εκείνη η ελεεινή αδυναμία που τον εξευτέλιζε τον Άλκη μέσα στην ψυχή του, τον έκανε να συλλογιστεί από πόσο μικρές και ταπεινές αιτίες ήταν κρεμασμένη η ευτυχία της ζωής του κι ο σκοπός της ζωής του κι εκείνο που θα ’ταν το αποτέλεσμα μιανής ζωής γεμάτης δραστήρια προσπάθεια κι ενέργεια. Ήθελε τώρα να μπορούσε να τινάξει τον αδύνατο γέροντα, να τον κάμει να αιστανθεί το δίκιο του και να του αλλάξει την άτολμη γνώμη, αλλά ήξερε πως έπρεπε για τούτο να τον κάμει κιόλας άνθρωπον άλλον κι ήξερε πως και αυτός ο ίδιος έπρεπε να ’ναι άνθρωπος άλλος, ένας που να παράσερνε κατόπι του χωρίς δισταγμό τες ψυχές των ομοίων του, ένας που σ’ αυτόν δε θα μπορούσαν οι άλλοι ν’ αντισταθούν, έπρεπε να ’ναι αυτός ο άρρωστος νέος, που έθρεφε μόνο μέσα του απέραντες επιθυμίες, χωρίς να ’χει τη δύναμη ν’ αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και να περνά πάνωθε απ’ όλα τα εμπόδια. Ήξερε ο Άλκης πως αν η καρδιά του ήταν δυνατή, θα ’χε πάψει πλια και να σκέφτεται εκείνον το χαμένον έρωτα, η ατυχία του θα ’ταν μικρή και δε θα τον σταματούσε.

Ανήσυχη πάντα τον εκοίταζε η κυρία Φωτεινή, πασκίζοντας να μαντέψει τη σκέψη του κι είπε τέλος χωρίς να πολυπροσέχει τι έλεγε και θέλοντας μόνο να ’βλεπε εκείνην τη σκηνή τελειωμένη:

― Τι σκοτούρες θα ’χει τώρα η κυρία σας! κι εχαμογέλασε.

― Ω, είπε ο Οφιομάχος ζαβώνοντας τα χείλη του, σα με περιφρόνηση, να βλέπατε τι χαρά έχει, να βλέπατε. Η κόρη της πήγε, λέει, καλά και περίκαλα! Ας είναι η ώρα η καλή, αφού το αποφάσισε. Δεν έχει να πάθει κακό, θα ’ναι το σπίτι της πλούσιο. Όλο έτσι λέει, όλο έτσι της λέει για να της δώκει το θάρρος. Το θάρρος είναι εκείνο που λείπει στο σπίτι μας. Δεν το ’χει κανένας κι αποφασίζουμε όλοι μας μονάχα, όταν θυμώνουμε και θυμώνουμε κάποτε επίτηδες. Ναι, κυρία Φωτεινή, έτσι μας έκαμε ο Θεός τους Οφιομάχους. Παλαιόθε εμείς το ’χαμε αυτό το ιδίωμα… Ναι, κυρία Φωτεινή. Και το ξέρει η γυναίκα μου, γιατί τόσα χρόνια τώρα ξέρει όλα τα οικογενειακά μας, σα να ’τανε κι αυτή από το σόι. Αλλά η δύστυχη έχει πολύ λίγο μυαλό… Ναι, δεν είχε ποτέ της πολύ! Και λέει κιόλας συχνά και δε βαριέται το στόμα της να μιλεί αυτές τες ώρες, λέει κιόλας ό,τι της κατέβει, έτσι για να κουβεντιάζει κάτι, χωρίς να ξέρει τι έχει ο άνθρωπος ο άλλος στο νου του… Κι αυτό με πειράζει εμέ, μάλιστα τώρα. Με ξέρετε… Γιατί, λέει, να περιμένουν οι κοπέλες ανύπαντρες; Ας φεύγουν γλήγορα από το σπίτι, ας έφευγε και η Λουίζα. Ας παντρεύονται μικρές. Δεν ξέρει κανείς πού μας παίρνει η ζωή… γεράζουν οι γονιοί, μπορούν και να πεθάνουν, πού μένουν έπειτα αυτές; Κι ωστόσο περνάει η ηλικία τους κι έπειτα δύσκολα τες κοιτάζει ο άλλος! Όλα τα λέει σωστά, όλα φρόνιμα, μα αδιάφορο το μυαλό της είναι μικρό! Και τώρα όλο καλοπιάνει το γιατρό, το γαμπρό της, για ν’ αγαπήσει την κόρη της, γιατί έτσι πρέπει, αφού θα ’ναι γυναίκα του!

― Γυναίκα του! έκαμε αηδιασμένος ο Άλκης και σηκώθηκε απότομα, πηγαίνοντας προς το παράθυρο.

Ο γέροντας έκαμε πως δεν εκατάλαβε. Εβάλθηκε να τρέμει περίφοβος, έσιαξε δύο τρεις φορές τη ρεδιγκότα του και καμπόση ώρα δεν εμίλησε.

― Φυσικό είναι, ξακολούθησε τέλος εκείνος∙ το ίδιο θα ’κανε κάθε μητέρα! Τόνε θεωρεί παιδί της, τόνε κράζει παιδί της! Εγώ όμως ποτέ μου. Κι εθυμήθηκε τώρα τες μεγαλοπρέπειες, εθυμήθηκε τι κουτή που είναι, τα στεφανώματα μας…και δουλεύει η ίδια όλη μέρα σα βαστάζος, σκουπίζει, ξεσκονίζει, ράφτει, μπαλώνει! Τη βοηθάνε οι θυγατέρες της και μία γυναίκα ξένη και ράφτουν και κόβουν και ράφτουν και κόβουν και πάλι ράφτουν όλη μέρα. Φασαρία, ο Θεός φυλάξει!

Κι εγέλασε δυνατά, σα με το στανιό, κοιτάζοντας πότε τον Άλκη, πότε τη μάνα του και σιάνοντας νευρικά την παλιά ρεδιγκότα του.

― Το φαντάζομαι! είπε καλόβουλα η κυρία Φωτεινή κοιτάζοντας περίεργη το γέρο.

Ο Άλκης αισθανότουν ν’ αυξάνει μέσα του ολοένα η αγανάχτηση.

Μα δεν καταλάβαινε λοιπόν εκείνος ο γέροντας τι έλεγε; Δεν καταλάβαινε το άπρεπο φέρσιμό του;

Ας τους άφηναν επί τέλους ήσυχους. Κανένας δεν τους ζητούσε το λόγο. Κι ωστόσο η καρδιά του τον έσπρωχνε να ρωτήσει για την Ευλαλία, αυτός ήθελε να ξέρει μόνο τι έκανε εκείνη, ήθελε να ξέρει αν ακόμα τον εθυμότουν, αφού τόσο ελεεινά τον είχε προδώσει.

Μα ο Οφιομάχος ξανάρχιζε πάλι την ανούσια ομιλία του:

― Εμέ όμως δε μ’ ενοχλούνε… Φυσικά δε θ’ άφηνα! Στο γραφείο δε μου βγάζουν ούτε τη σκόνη, τα χαρτιά δε μου τ’ ανακατεύει κανείς! Κι έρχονται τώρα βίζιτες, μία κατόπι την άλλη, όλη η χώρα! Τες βλέπω μέσα από τα τζάμια… τες ακούω ν’ ανεβαίνουν… Πού τες δέχονται μέσα εκείνη την ακαταστασία;

Κι εγέλασε σα με το στανιό κι εσηκώθηκε σα να ’θελε πλια να φύγει, στενοχωρημένος, γιατί δεν έβρισκε τη δύναμη να πει εκείνο που τον είχε φέρει στο σπίτι του Άλκη.

Μα η κυρία Φωτεινή τον ερώτησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο:

― Και η Ευλαλία;… η Ευλαλία;…

Ο γέρος ξανακάθισε στην καρέκλα του, άπλωσε τα πόδια του, σα να ’θελε να λιγοθυμήσει, έπαιξε με το καπέλο του κι είπε με σβησμένη φωνή:

― Γι’ αυτό ήρθα… μα… μα… Μ’ εκαταλάβετε; Η Ευλαλία, α, η Ευλαλία… μου βαραίνει την καρδιά, σα χοντρή πέτρα, γιατί φταίω εγώ… Εγώ την υποχρέωσα να πει εκείνο το ναι… την ετρόμαξα… Ποτέ της δε θα ’στεργε η δύστυχη. Και τώρα; Ω, τώρα, ούτε δε μου μιλεί! Μετά βιας μου μιλεί! Και την αγαπάω εγώ, ο γέρος ο πατέρας της, γιατί είναι απ’ όλα τα παιδιά μου η καλύτερη. Μα πώς να γένει; Και με κοιτάζει με περίφοβο βλέμμα, σαν εχτρό της κι αυτό δεν το υποφέρνω, γιατί αγαπούσε εσέ, παιδί μου, και το ’πε και το φώναξε!

Ο Άλκης του ’ριξε πάλι ένα βλέμμα πικρό κι άνοιξε το στόμα του, για να μιλήσει, μα ο Οφιομάχος δεν τον αφήκε:

― Δεν μπορούσε να γένει τίποτα άλλο! ξακολούθησε, το ξέρεις, Άλκη! Και πάλι καλά που η τύχη της είναι τόσο καλή… Το γιατρό δεν τον έλεγαν έτσι, μα είναι άνθρωπος φρόνιμος και τίμιος κι αυτό που θέλει το ξέρει κι είναι πλούσιος, μα πολύ πλούσιος… Αυτός ξέρει αλλιώτικα τι είναι η ζωή και ξέρει τι θέλει από τον εαυτό του, ορθά, κοφτά! Παράδειγμα εμείς. Μου κάνει εντύπωση αυτός ο άνθρωπος! Κι όμως η καρδιά της κλαίει και δε μου μιλεί… Κι αυτό δεν μπορώ να το βγάλω από το νου μου. Και η μάνα της γελάει μαζί μου. Αυτή τα παραδέχτηκε όλα και βλέπει μόνο σ’ ό,τι μας βρίσκει το καλό, όχι όπως εγώ, λέει, που δε βλέπω τώρα παρά το κακό! Κι είναι φαρμάκι η καρδιά μου… Φαρμάκι και της Ευλαλίας… και… και…

Κι εσώπασε πάλι, σφουγγίζοντας με το μαντήλι τα γέρικα μάτια του κι αμέσως, σα να ντρεπότουν αυτή την αδυναμία, το πρόσωπό του επήρε μία σκληρή όψη κι η φωνή του εγίνηκε βραχνή… «Και θέλω…» ξανάπε σε λίγο.

Ο Άλκης είχε σηκωθεί από τη θέση του και τον εκοίταζε πονεμένος. Μία στιγμή είχε ελπίσει πως ο γέρος είχε μετανιώσει και πως η Ευλαλία ήταν ελεύτερη πάλι κι ανυπομονούσε να το ακούσει από το στόμα του! Ανήσυχη τον εκοίταζε κι η μητέρα του. Κι αισθανότουν μίαν απέραντη συμπόνια για την κόρη που υπόφερνε εξ αιτίας του… Τώρα πάλι ήθελε να την ξέρει ευτυχισμένην εκείνην τουλάχιστο, αν κοινή δεν μπορούσε να ’ναι και για τους δυο τους η ευτυχία… Κι έβλεπε τον εαυτό του αδύνατον και άνοπλον και νικημένον από τη ζωή, ανίκανον πλια να παλέβει… Έμοιαζε τώρα κι ο ίδιος σε κάποιον τρόπο στον Οφιομάχο, που στη συφορά δεν ήξερε να προλάβει καμίαν αντίσταση, παρά εδεχότουν την πλιο πρόχειρη λύση, τη θυσία της Ευλαλίας κι ωστόσο έλεγε την αλήθεια πως αγαπούσε κι αυτός την Ευλαλία!

Και τον άκουσε πάλι να λέει:

― Και θέλω, Άλκη!

― Τι ζητάτε από τον υγιό μου; είπε ανυπόμονα κι ανήσυχη η κυρία Φωτεινή.

― Θέλω, ξανάπε ο γέρος, ν’ ακούσει από σε τον ίδιον πως τίποτ’ άλλο δεν μπορούσε να γένει κι όχι εξ αιτίας μου, Άλκη, αλλά θέλω να ησυχάσει η καρδιά της, να μην έχει βάρος μαζί μου… Κι έπειτα τη φοβούμαι κάθε στιγμή και φοβούμαι μη βαρεθεί ο γιατρός τους τρόπους της και ξανάρθουν τα πράματα στην πρώτη αρχή τους… Και, ω Θε μου, τώρα θα ’ναι χειρότερα, γιατί θα ’χει εκείνος το δίκιο.

― Γιατί να ’ρθει; είπε αμέσως με την ίδια ανησυχία η κυρία Φωτεινή κι εκοίταξε τον Άλκη, σα να ’θελε να τον ερωτήσει αν δεν έπρεπε η ίδια να δώκει απότομα ένα τέλος σ’ εκείνην τη σκηνή. Τώρα γι’ αυτήν η ιστορία ήταν τελειωμένη… η Ευλαλία δεν μπορούσε να πάρει το γιο της∙ ο γιος της έπρεπε να το πάρει απόφαση, όσο κι αν τον λυπούσε… τι εχρησίμευαν όλα εκείνα τα λόγια, όλοι εκείνοι οι γυρισμοί στα οπίσω; Δεν μπορούσαν παρά να ’ναι θλιβεροί στην υγεία του γιου της άλλο παρά να κρατούν ανοιχτή μίαν πληγή, που έπρεπε να κλείσει!

― Να μην έρθει! ξανάπε η μητέρα.

Κι ακολούθησε μία σιωπή μακρινή. Ο Άλκης εκοίταζε το γέροντα με την ίδια θλιμμένη περιφρόνηση κι εθύμωσε μαζί του. Τόσο πονηρά ημπορούσε να κρύβει ο ξεμωραμένος άνθρωπος την αληθινή αιτία της ανησυχίας του! Κάτω από τα τρυφερά του αισθήματα, κάτω από κείνην την περίεργη στοργή του, κάτω από την αλλόκοτη συγκίνηση, εδιαφαινότουν ο δειλός εγωισμός του, ο φόβος του οικονομικού ναυαγίου, που του ’παιρνε κάθε ανθρωπιά, κάθε αξιοπρέπεια και που δεν μπορούσε να συγκινήσει τον Άλκη και μάλιστα τόσο, ώστε να τον κάμει να αρνηθεί τον ίδιο τον εαυτό του! Αυτός ήξερε μόνο πως αγαπούσε! Ήξερε πως η καρδιά τον είχε πονέσει αβάσταχτα, πως η απελπισία και η στενοχώρια τον είχε πνίξει, όταν είχε μάθει την άρνηση της Ευλαλίας, ο νους του εκιντύνευε ακόμη, όταν την εσκεφτότουν κι ήξερε πως είχε απομείνει άνθρωπος άχρηστος, σαν παράλυτος και χωρίς ελπίδες, όταν μπρος στα μάτια του είχε σβήσει εκείνο το φως της αγάπης! Δεν την είχε λογαριάσει τόσο άτολμη! Κι είχε φανταστεί πικρά πως παραεύκολα είχε υποταχτεί κι εκείνη, χωρίς να προβάλει αντίσταση, σκύφτοντας ομπρός στην οικογενειακή θέληση, που την ήθελε να ’ναι το θύμα! Κι είχε ξεπέσει για τούτο στη συνείδησή του και την εσυλλογιζότουν για τούτο με σαρκαστική ειρωνεία, σα με πείσμα, που απόπνιγε κάποτε την αγάπη κι εσκλήραινε την καρδιά του, χωρίς όμως κιόλας να γλυκαίνει το πάθος! Και τώρα άκουε από το στόμα του γέροντα πως η απόφασή της δεν ήταν σταθερή κι αμετακίνητη, γιατί ίσως σε κάποια στιγμή ψυχικής ταραχής είχε δώκει τη συγκατάθεσή της, κι εμετανοούσε κι έκανε πάλι τον πατέρα της να φοβάται μην αθετούσε το λόγο της. Κι ο ξεμωραμένος άνθρωπος ημπορούσε στην απαραδειγμάτιστη απλότητά του, να πιστεύει πως οι αιτίες που τον οδηγούσαν είχαν μέσα τους τόση αλήθεια που ημπορούσαν πραγματικά να συγκινήσουν τον καθένα, είχαν λογική δύναμη τέτοια που κανείς δε θα μπόριε να τες αντικρούσει και φυσικά κι ο ίδιος ο Άλκης θα ’ταν έτσι αναγκασμένος να υποταχτεί στα ακολουθήματά τους. Έτσι μόνο μπορούσε να ξηγηθεί γιατί ήταν εκεί, γιατί εζητούσε ένα πράμα τόσο τεράστιο… Αλλά αυτός ο ίδιος δεν ήταν καθόλου υποχρεωμένος να τον ακούει κι ημπορούσε τέλος βέβαια να του ειπεί καθαρά όσα εσκεφτότουν για τες σκουριασμένες ιδέες του, για την ένοχη απαίτησή του… θα μπορούσε να του ειπεί για όλη τη γνώμη του και να τον ελέγξει όπως του ’πρεπε!

Η επαναστατημένη ψυχή του ήταν παρέτοιμη να δειχτεί εκείνην την ώρα και του ήρθε στο νου η σεβάσμια μορφή του πατέρα του και μαζί τ’ όνειρο ενού κόσμου ελευτερωμένου από την τυραννία του πλούτου… του ήρθαν στο νου εκείνοι οι νέοι που ήθελαν να τον ακολουθήσουν στο δίκαιον αγώνα και εξαναφαντάστηκε τη ζωή του, δραστήριαν, όμορφη, γεμάτην ιδανικά και όνειρα που ένα ένα επραγματοποιούνταν. Ο λαός του τόπου του, τα τέκνα της γης, παραιτούσαν τες αρχαίες πλάνες, έβγαιναν από τη σκοτεινή αμάθεια, που εστήριζε τη σκλαβιά τους, άνοιγαν τα μάτια σ’ ένα φως που τα ευτύχιζε… Ο ίδιος ο Άλκης δεν εφοβότουν πλια τες αρρώστιες του, το βάρος του έργου του δεν τον ετρόμαζε, γιατί μία απέραντη αγάπη επλημμυρούσε την καρδιά του, μία αγάπη για τα πλάσματα που υπόφερναν και που την άναβε στην καρδιά του ο έρωτας της Ευλαλίας.

Και να που τώρα πάλι εφώναζε μέσα του μία δειλή ελπίδα: η Ευλαλία δεν ήταν ακόμη οριστικά και για πάντα χαμένη… θα μπορούσε να την ξανάβρει… θα μπορούσε σε λίγο να της μιλήσει… ο ίδιος ο γέροντας του παρουσίαζε την ευκαιρία. Μία ανήσυχη χαρά τον εμέθυσε:

― Έρχομαι! είπε χαμηλόφωνα και η όψη του επάνιασε.

Κι ο Οφιομάχος επετάχτηκε τότες ορθός, τρέμοντας μ’ όλο το μικρό κορμί του, έσιαζε την παλιά ρεδιγκότα του, τα χείλη του εψιθύρισαν πάλι, εκοίταξε με υποψία τον Άλκη, εσάλεψε τες πλάτες του, σα να ’παιρνε αυτήν τη στιγμή την τελειωτικήν απόφασή του, εχαιρέτησε μ’ όλες τους τες ευγένειες την κυρία Φωτεινή που τους εκοίταζε ανήσυχη πάντα και του ’πε:

― Πάμε!

― Ωχ! έκαμε αναστενάζοντας η μητέρα.

Και οι δύο άντρες εβγήκαν από το σαλόνι.

 

5

 

Στο δρόμο επήγαιναν σιωπηλοί κι οι δύο ώσπου έφτασαν στο σπίτι των Οφιομάχων. Ο γέρος ανέβασε τον Άλκη στο θλιβερό του γραφείο, τον έβαλε να καθίσει κι άρχισε να περπατεί στενοχωρημένος στο μεγάλο δωμάτιο καθώς εσυνήθιζε. Ο Άλκης τον εκοίταζε ανυπόμονα. Ο γέρος ξακολούθησε τον περίπατό του κάμποση ώρα. Άξαφνα είπε:

― Πάω να την κράξω! κι εγίνηκε κατακόκκινος. Και χωρίς άλλο λόγο ξαναβγήκε από την κάμαρη.

Του Άλκη η καρδιά εχτυπούσε τώρα σα να ’θελε να ξεπεταχτεί από τα στήθη του∙ εσυλλογιζότουν με ανατριχίλα τη στιγμή που θα την έβλεπε εμπρός του, επάσκιζε μέσα στο νου του να βρει τα λόγια που θα της έλεγε, επροσπαθούσε να μαντέψει τι θα του απαντούσε εκείνη και μ’ ανήσυχη σκέψη εθυμότουν το πρόσωπό της. Τέλος η πόρτα άνοιξε∙ κι είδε να μπαίνει μέσα πρώτος ο Οφιομάχος με κατεβασμένο κεφάλι, με θλιβερή όψη και κατόπι του αργά αργά η Ευλαλία.

Ήταν ωχρή πολύ, κι ήταν σκεβρωμένο το λυγερό κορμί της και τα μάτια της, που τα κρατούσε κατεβασμένα, ήταν παρέτοιμα να κλάψουν. Έμεινε μία στιγμή ακίνητη στην πόρτα, σα να μην ήξερε τι να κάμει, κι εσταύρωσε έπειτα τα χέρια της στο στήθος κι εσήκωσε τα μάτια. Κι είδε τον Άλκη που την εκοίταζε. Μία ζάλη εκύριεψε άξαφνα το νου της, τα μάτια της εθόλωσαν, της εφάνηκε πως το πάτωμα έφευγε κάτω από τα πόδια της, κι εβαστάχτηκε μία στιγμή από την πόρτα για να μην πέσει. Έπειτα χωρίς να ξέρει τι κάνει όρμησε μέσα, σα να ’θελε να ριχτεί στην αγκαλιά του νέου, μα μπόρεσε να σταματήσει στη μέση της κάμαρας, ενώ ο πατέρας της τότες εκλείδωνε πίσωθέ της την πόρτα. Τώρα ο Άλκης ήταν ομπρός της ωχρός κι εκείνος και τα χείλη του έτρεμαν. Η φρυμένη του γλώσσα έμεινε ακίνητη μέσα στο στόμα του και η ταραχή της καρδιάς του δεν τον άφηνε να της μιλήσει. Εζούσε μία στιγμή ονείρου∙ χίλιες εικόνες επερνούσαν ζωηρές μέσα από το μυαλό του κι έφευγαν με γληγοράδα, χωρίς να μπορεί να τες παρακολουθήσει. Την εκοίταζε σαν απολιθωμένος. Καταλάβαινε πως εκείνην την ώρα αποφασιζότουν η ζωή του. Εκείνη βαστούσε πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Τέλος τα βλέμματά τους ανταμωθήκανε πάλι, μία τρεμούλα ανατάραξε το κορμί τους, τα μάτια τους εγιόμισαν δάκρυα. Της έδωκε τρέμοντας το χέρι και της βάσταξε πολλή ώρα το δικό της αμίλητος. Εκείνη έκλαιγε.

― Άλκη! Ω, Άλκη! του ’πε.

― Ευλαλία! της απάντησε αναστενάζοντας.

Και χωρίς να το θέλει εστράφηκε μία στιγμή προς τον γέροντα, που τους εκοίταζε αλαλιασμένος κι είδε πως τα δάκρυα του πλημμύριζαν κι εκείνου τα μάτια. Τον είδε που επροσπαθούσε να τα κρύψει στενοχωρημένος, γιατί τον είχε καταλάβει, τον είδε να κάνει μεγάλες κι άγριες χειρονομίες, να κουμπώνει και να ξεκουμπώνει την παλιά ρεδιγκότα του και τέλος να ανοίγει με βιάση την πόρτα και να βγαίνει από την κάμαρη.

Είχαν μείνει μόνοι∙ κι έμεναν κι οι δύο πολλή ώρα άλαλοι κι ασάλευτοι σαν καρφωμένοι πάλι στη θέση τους. Η καρδιά τους χτυπούσε γλήγορα, η πνοή τους ήταν συχνή κι ανήσυχη, μέσα στο νου τους εδούλευε η ίδια σκέψη. Τέλος τα μάτια τους ανοιγόκλεισαν την ίδια στιγμή και τα δάκρυά τους έτρεξαν ποτάμι. Και χωρίς να καταλαβαίνουν τι κάνουν, εβρέθηκαν ολομεμιάς αγκαλιασμένοι, τρέμοντας κι οι δύο∙ τα χείλη του εζήτησαν τα χείλη της σ’ ένα φιλί πολύωρο, μακρινό, όσο βαστούσε η πνοή τους, που έκανε να βράζει στην καρδιά και στο κεφάλι το αίμα, που έδινε στο κορμί ανατριχίλες, που έκανε να τρέμουν από τα μάτια θερμότερα τα δάκρυα της αγάπης. Κι εφιληθήκαν ακόμη κι ακόμη, λησμονώντας πού ήταν, παραδίνοντας ολόψυχα τον εαυτό τους.

Κάποιος κρότος, μικρός κρότος στο πόμολο της πόρτας τους ξάφνιασε, τους ξεχώρισε και τους έκαμε να συνέρθουν. Κι εσκέφτηκαν αθέλητα το γέρο, που βέβαια επαραφύλαγε απ’ όξω και που τους θύμιζε την παρουσία του.

Τώρα το πρόσωπο του Άλκη είχε γίνει σκυθρωπό και περίλυπο και τα μάτια του εκοίταζαν χάμου.

― Λοιπόν, εψιθύρισε μ’ έναν αναστεναγμό.

― Ω, έκαμε η Ευλαλία κυριεμένη από μία βαθιά συγκίνηση, ω, το ’ξερα εγώ πως η αγάπη είναι απολέμητη και πως εκείνη νικάει! Αλλά… Κι εκοίταξε γύρω της σα να ’κραζε τους τοίχους της κάμαρας για να μαρτυρήσουν.

Κι έπειτα από κάμποσες στιγμές ξανάπε παράφορα:

― Δεν ξέρω αν είναι αγάπη αυτό που ακούω στην καρδιά μου, αυτό που την κάνει να μην ησυχάζει! Δεν ξέρω τι μου ζητά που δεν μπορώ ούτε εγώ να το δώκω, ούτε ο πατέρας ο άχαρος, ούτε η μητέρα, μα όταν ακούω τ’ όνομά σου, αυτή αναπηδάει εδώ μέσα και δεν την ορίζω! Και μου φαίνεται τότες αδύνατο αυτό που θα γίνει, αδύνατο να ’μαι ενός άλλου ανδρός η γυναίκα και το μυαλό μου σκοτίζεται και βλέπω τόση δυστυχία εδώ γύρω μου! Δεν ξέρω αν η αγάπη είναι κάτι πλιο μεγάλο και πλιο άγιο, μα ωστόσο μ’ είχες κάμει να ιδώ στον κόσμο πράματα που δεν είχα ιδεί ποτέ μου κι ας ήταν πάντα ομπρός μου. Και τώρα; Και τώρα;

Έτρεμε σύγκορμη, ενώ μιλούσε∙ κι απορούσε με τον εαυτό της πώς έβρισκε εκείνα τα λόγια. Ένας ίδρος ψιλός της ύγραινε το μέτωπο και τα χέρια και τα μάτια της εκοίταζαν τρυφερά τον Άλκη, μουσκεμένα πάλι από τα δάκρυα.

Της είπε με φωνή σιγανή:

― Στο χέρι σου είναι!

Εκείνη εχαμογέλασε πικρά και κάμποσες στιγμές δεν εμίλησε σα φοβισμένη.

― Τι είναι στο χέρι μου; του απάντησε άξαφνα.

― Δεν το ’πες; είπε∙ και τι είναι εκείνο που θα εμπόδιζε την ευτυχία μας; Μα δεν το βλέπεις πως μια ζωή, η ζωή μου κρέμεται από τα χέρια σου… δε βλέπεις πως μόνο με σένα και από σένα έχω τη δύναμη ν’ αναπνέω και βρίσκομαι ακόμη σ’ αυτόν τον κόσμο; Ω, Ευλαλία! Κι αν ακόμη η καρδιά μου μπορεί να περιμένει κάτι από τη ζωή… θέλει, αν κάμει κάτι από τον εαυτό μου, πιστεύει και λατρεύει… μπορεί και το κάνει μονάχα, γιατί ελπίζει ακόμα, γιατί τρυφερά συλλογίζεται εσένα! Μα δεν το βλέπεις;

― Αχ! του αποκρίθηκε, γιατί να το πιστεύεις, Άλκη; Μια ζωή σαν τη δική σου πώς μπορεί να ’ναι στα χέρια μιας αδύνατης γυναίκας, ως κι αν αγαπά μ’ όλη της τη δύναμη, μ’ όλην της την ψυχή. Μια καταστροφή κατατρέχει την αγάπη μας, Άλκη! Ο γέροντας τρέμει κι απελπίζεται κι από με μόνο περιμένει την ύστερη βοήθεια. Θα του την αρνηθώ; Ο δρόμος ανοίγεται εμπρός σου… άφησέ με εμένα και ακολούθησέ τον μονάχος σου! Πήγαινε, πήγαινε!

― Δε σ’ αφήνω! της εφώναξε ο Άλκης∙ δε θα σ’ έχει κανένας σιμά του όσο εγώ έχω πνοή… δική μου, λες, είναι η αγάπη σου, δική μου θα ’σαι και συ! Γιατί όχι; Πώς θα ξεκάμω μιαν ευτυχία γεμάτη ενθουσιασμό, πώς θα ξεριζώσω από την καρδιά μου εκείνο που τη θερμαίνει και την κάνει να πιστεύει; Όχι, όχι! Και γιατί να φαντάζονται όλοι εδώ μέσα τη συφορά τόσο μεγάλη και παρέτοιμη είσαι και συ να θυσιάσεις εμένα… Κανένας τους δε θα πεθάνει, μην το φοβάσαι κι ας δουλέψουν, αν θέλουν τ’ αδέρφια σου κι ας τους δώκει ζωή η ανάγκη… Γιατί να τα περιμένουν όλα από μίαν αδικία, από τη θυσία τη δική σου, Ευλαλία… από ένα χαλασμό… Αρνήσου το λόγο σου… σου δέομαι, Ευλαλία!… σου δέεται η αγάπη μου… Κοίτα μέσα στα μάτια μου… κοίτα…ναι…έτσι… κοίτα με… Πάρε θάρρος… θα το ιδείς… θα ησυχάσουν όλα στερνότερα… η φαντασία του γέρου μεγαλώνει τα πράματα! Θα ιδείς θα σε δικαιώσουν όλοι, κι ο πατέρας σου ο ίδιος! Είναι αδύνατος ο καημένος ο γέροντας, θα τον δυναμώσουμε εμείς, με την ευτυχία μας, γιατί η ευτυχία χαρίζει και θάρρος και δύναμη και η ευτυχία η δική μας δεν είναι σαν όλες, Ευλαλία. Ω, κοίτα με ακόμη!

Είχε σηκωθεί ο Άλκης κι είχαν βρεθεί πάλι ο ένας σιμά στον άλλον κι εκοιταζόνταν κάμποσες στιγμές αμίλητοι με μια λαχτάρα που εκλόνιζε την καρδιά τους.

― Ω, ας ήταν έτσι! αναστέναξε με τα μάτια γεμάτα δάκρυα η Ευλαλία.

― Και δεν είναι; της απάντησε ο Άλκης με μίαν τρεμούλα στο κορμί του, δε σου το λέει η καρδιά πως είναι έτσι;

― Ω! έκαμε εκείνη παραδίνοντας τον εαυτό της.

Κι εβρέθηκαν πάλι αγκαλιασμένοι σφιχτά κι εφιλιούνταν για πολλήν ώρα χύνοντας ένα ποτάμι δάκρυα σα να ’θελαν να παραδώσουν ο ένας του άλλου την ψυχή του…

Μα η πόρτα άνοιξε τώρα σιγά σιγά∙ και μετά βιας έλαβαν τον καιρό να ξεχωριστούν και ν’ αφήκουν τα χέρια. Τώρα ο γέρος είχε έρθει μέσα και για μια στιγμή εστάθηκε στο κατώφλι κι ακούμπησε τον ώμο του στον παραστάτη της πόρτας. Το ρόδινο χρώμα του προσώπου του ήταν ωχρό και το κορμί του έτρεμε μέσα στην παλιά ρεδιγκότα του. Τους εκοίταξε δειλά. Και το βλέμμα του, σβημένο, το ντροπαλό, το ελεεινό του βλέμμα, εφάνηκε όλη η αγωνία της ψυχής του, όλος του ο τρόμος μην άκουε από το στόμα τους την καταδίκη του… ελαχταρούσε να μάθει τι είχαν ειπεί μονάχοι τους, οι δύο νέοι, την απόφασή τους κι η θλιβερή μορφή του τους ζητούσε δειλά το έλεος.

Εκοιταζόνταν και οι τρεις τους με μία συγκίνηση που άξαινε κάθε στιγμή και τέλος ο Άλκης της είπε με τρεμάμενη φωνή καταλαβαίνοντας πως αποφασιζότουν τότες η ζωή του:

― Ευλαλία, μίλησε εσύ του πατέρα σου!

    Αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε από τη θέση της και δεν άνοιξε το στόμα. Έτρεμε.

Η τραγική εικόνα εκείνου του γέροντα, η δειλή του απελπισία, εκείνη η ματιά του που ζητούσε τη χάρη της και το έλεός της, της έσβηνε κάθε θάρρος από την καρδιά της… Τον ξανάειδε με το νου της ξέφρονα, που έσκιζε τα οικογενειακά χαρτιά τους μέσα σ’ εκείνο το ίδιο θλιβερό δωμάτιο, συνεπαρμένον από μία μανία καταστροφής, τα μάτια της έχυσαν πάλι ένα ποτάμι δάκρυα… Όχι, δεν της ήταν δυνατό να του αρνηθεί τη βοήθεια που της ζητούσε, δεν της ήταν δυνατό να μην τον ελεήσει τον άτυχο τον ελεεινό γέροντα, που ήταν πατέρας της.

Κι ολομεμιάς επήρε την απόφασή της. Ωστόσο ο Οφιομάχος είχε έρθει στη μέση της κάμαρας προχωρώντας με δειλά πατήματα, κοιτάζοντας ακόμη περίτρομος πότε τον Άλκη και πότε την κόρη του, και χωρίς να πάψει η ταραχή του είπε χαμηλόφωνα και κατεβάζοντας το κεφάλι:

― Συμπάθησε, Άλκη, σ’ άφηκα πολλήν ώρα εδώ να περιμένεις, αλλά είχα κάποιο θέλημα… Έτσι είναι η ζωή! Ό,τι θέλει κανείς δεν το κάνει… αυτή είναι η ζωή!

    Και λέγοντας έτσι εκοίταξε πάλι περίλυπος την Ευλαλία με το ίδιο παρακαλεστικό και ταπεινό του βλέμμα.

― Ω, μίλησε! της ξανάπε ο Άλκης με πικρή στενοχώρια.

Εκείνη απάντησε όχι με το ξανθό της κεφάλι και δεν επρόφερε λέξη. Κι έπιασε χλωμή στην όψη το χέρι του γέροντα και του το φιλούσε και του το ’βρεχε με τα δάκρυά της.

Και ο Οφιομάχος τρέμοντας σύγκορμος μέσα στην παλιά ρεδιγκότα του, ανάγυρε το πρόσωπό του για να μην την βλέπει και εβάλθηκε να γελάει, ενώ δάκρυα χοντρά του κατέβαιναν από τα μάτια.

Στην καρδιά του Άλκη η πικρή στενοχώρια εμεγάλωνε. Τώρα δεν ήξερε πια πού εβρισκότουν. Έπιασε συγκινημένος το άλλο χέρι του γέρου κι επάσκισε ακόμη κάτι να ειπεί αλλά δεν ημπόρεσε. Μόνο εκοίταξε λυπημένος το κεφάλι της Ευλαλίας.

― Σας χωρίζω εγώ! του ’πε με αδύνατη φωνή ο Οφιομάχος σφίγγοντάς του το χέρι.

Τώρα όμως ο Άλκης ένιωθε πως έπρεπε να λάβει τέλος εκείνη η θλιβερή σκηνή. Τα πάντα ήταν χαμένα! Ήταν αργά. Κι αυτήν τη στιγμή η Ευλαλία σα να ’χε μαντέψει το στοχασμό του, εσήκωσε τα μάτια και του ’πιασε το χέρι και το κράτησε πολλή ώρα στο δικό της… Κι η λύπη εξεχειλούσε ωστόσο στην καρδιά του κι αισθανότουν πως του ’φευγε ο νους και τα στήθη του εφούσκωσαν∙ μία σκοτούρα εθόλωσε τα μάτια του, τ’ αυτιά του εβούιζαν. Κι ολομεμιάς σα να ’παιρνε άξαφνα μίαν τρομερή απόφαση άφηκε τα δυο χέρια κι όρμησε τρικλίζοντας προς την πόρτα. Εκεί εσταμάτησε κάμποσες στιγμές, εκοίταξε το θλιβερό γραφείο και την Ευλαλία που ’μενε ακόμα σιμά στον πατέρα της, άνοιξε με βία κι εβρέθηκε όξω…

Τώρα ήταν στην εξώπορτα κι εσταμάτησε μία στιγμή για να σφουγγίσει τα δάκρυά του. Και καθώς έβγαινε ταραγμένος είδε εμπρός του το Γουλιέλμο Αρκούδη, τον υγιό του τραπεζίτη που περνούσε αυτήν την ώρα, ίσιος ίσιος, με αδιάφορο βλέμμα, ξυρισμένος όλος, φορώντας ρούχα σταχτιά εγγλέζικης μόδας, παίζοντας με το βαρύ του μπαστούνι. Ηθέλησε να τον ξεφύγει, αλλά ο Γουλιέλμος τον εχαιρέτησε μ’ ένα άτονο χαμόγελο. Και του ’πε στραβώνοντας λίγο τα χείλη του:

― Τι ακούω; Αληθινά λοιπόν ο γιατρός Στεριώτης παίρνει την Ευλαλία;

― Ναι! του απάντησε δειλά ο Άλκης, πασκίζοντας να χαμογελάσει, ενώ το αίμα του ανέβαινε στο κεφάλι.

Ο άλλος εγέλασε δυνατά μ’ ένα άσκημο γέλιο, κοιτάζοντας παράξενα τον Άλκη:

― Α, α! του ’πε, μα αυτό δε θα το πάθω εγώ ποτέ μου! Α όχι! Πώς; Η Λουίζα θα ’ναι δική μου, όταν θελήσω, όσο θελήσω, όπως θελήσω! Πώς;

― Και πότε ο γάμος; του ’πε καλότροπα μ’ έναν αναστεναγμό.

― Πότε; Μα δεν το ξέρω! Ξέρω μόνο πως η Λουίζα θα ’ναι δική μου! Κι εγέλασε.

Ο Άλκης τον εκοίταξε μία στιγμή με θυμό και με περιφρόνηση. Ο κυνικός του τρόπος τον επείραζε και μάλιστα αυτήν τη στιγμή.

― Μπορείς, του ’πε, να ’σαι τόσο άτιμος!

Ο άλλος εκοκκίνισε, χωρίς όμως να χάσει την απάθειά του, εσήκωσε τες πλάτες του και για μία στιγμή δεν απάντησε. Εμιλούσε έτσι, γιατί ενόμιζε πως ο Άλκης θα ’φευγε θυμωμένος από το σπίτι των Οφιομάχων και θα ευχαριστιότουν με το κακό που αυτός είχε στο νου του. Εσυλλογίστηκε αν έπρεπε να γελάσει ή να θυμώσει ή να γυρίσει εκείνην τη βρισιά στο αστείο. Κι αποφάσισε το τελευταίο και ξαναγέλασε.

― Τουλάχιστο, είπε, δε μου φεύγουν οι γυναίκες από τα χέρια! κι εσφύριξε ένα ιδιαίτερο σφύριγμα.

Σε μία στιγμή ένα παράθυρο άνοιξε. Ο Άλκης ετραβήχτηκε κάτου από την πόρτα. Και ακούστηκε η φωνή της Λουίζας που αποκρινότουν σιγαλά:

― Έρχομαι… έρχομαι!

― Το βλέπεις! είπε θριαμβευτικά ο Γουλιέλμος Αρκούδης κι εξεκαρδίστηκε στα γέλια.

Ο Άλκης εβγήκε τότες από την πόρτα και περίλυπος επροχώρησε στο στενόν το δρόμο.

 

6

 

Δεν ήξερε πού τον έπαιρναν τα πόδια του. Πότε εγληγόρευε το βήμα, σα να ’παιρνε άξαφνα κάποια απόφαση, πότε αργοπορούσε ρίχνοντας στα οπίσω του το βλέμμα κι αναστενάζοντας. Τ’ αυτιά του εβούιζαν και το κεφάλι του ήταν βαρύ και πονεμένο. Του ξαναρχόνταν στο νου ένα ένα τα λόγια της Ευλαλίας, όλη η μέθη των φιλιών της, όλη η ταραχή της ψυχής της, την έβλεπε πώς εκλονιζότουν ομπρός του, πώς άλλαζε χρώμα το πρόσωπό της, πώς επλημμύριζαν δάκρυα τα μάτια της, πώς η καρδιά της, που αγαπούσε, του παραδινότουν συνεπαρμένη από μίαν πρωτοδοκίμαστη ευτυχία, που δεν είχε τη δύναμη να την απαρνηθεί∙ και του παρουσιαζότουν κιόλας ο ελεεινός γέροντας, φοβισμένος, αλαλιασμένος, χωρίς δύναμη να σκεφτεί, χωρίς θέληση ν’ αντισταθεί σε καμία συφορά του και που είχε καταφέρει ωστόσο να τους χωρίσει, χωρίς ούτε να ξέρει τι έκανε, μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό μεγάλο γραφείο, το γεμάτο χαρτιά και σκόνες με τα παλιωμένα έπιπλα και που ανάδινε τη μυρωδιά του ξεπεσμού…

Κι εσυλλογιζότουν πικρά πως ο γέροντας τούς είχε υποτάξει στην αδύνατη θέλησή του, πως αυτός ο ίδιος δεν είχε βρει τα λόγια που θα κατέπειθαν την Ευλαλία, που θα την εγλίτωναν ως κι εκείνην από τον εξευτελισμό, από το τρομερό πούλημα που το επαραδεχότουν… Γιατί είχε σταθεί τόσο αδέξιος; Γιατί δεν είχε μετρήσει τα λόγια του την ώρα που την είχε ομπρός του; Γιατί δεν είχε αφήκει την καρδιά του να κάνει ό,τι ήθελε, ενώ εκείνες τες στιγμές ίσια ίσια όλη η δυναμη του νου του έπρεπε να ’χε βοηθήσει το φλογερό του αίσθημα, έπρεπε να βρίσκει συλλογισμούς κι επιχειρήματα ακαταμάχητα, που θα εσίγαζαν κάθε δισταγμό της Ευλαλίας, που θα την έκαναν να αθετήσει την απόφασή της, εκείνην την απόφαση που τώρα τον απέλπιζε και τον εβύθιζε σε μία αδιήγητη πνοή, που δεν τον άφηνε να λυπηθεί όσο έπρεπε, να κλάψει όσο έπρεπε, να ειπεί στον εαυτό του το πάθος του ή να κοιτάξει, αν ημπορούσε ακόμη, να δοκιμάσει κάποια προσπάθεια. Αχ, γιατί δεν εδοκίμαζε τα πάντα όση ώρα ήταν σιμά της; Γιατί, μα γιατί;

Κάτι έσφιγγε την καρδιά του ανυπόφερτα, δεν έβλεπε τίποτα απ’ ό,τι ήταν τριγύρω του. Είχε έρθει στη μεγάλη δεντροφυτεμένη πλατεία και ανακατεύτηκε μέσα στον κόσμο, που αυτήν την ώρα εσεργιάνιζε ακόμα αδιάφορα, σα να μην είχε η ζωή πίκρα καμία. Η μέρα είχε τελειώσει και στα μικρά καφενεία τα φωτερά άναφταν.

Άξαφνα ο Άλκης εσταμάτησε, έμεινε μία στιγμή σκυφτός, ανοίγοντας τα μάτια του, χαϊδεύοντας με το ένα χέρι το σουβλερό γενάκι του κι εσυλλογίστηκε ταραγμένος: Έπρεπε να βρει τη διόρθωση… Δεν ήταν δυνατό να μην έβρισκε διόρθωση καμία, γιατί κι η ζωή θα ’ταν κάτι αδύνατο, δεν ήταν δυνατό να μην ελύγιζε τη θέληση της Ευλαλίας, γιατί κι η Ευλαλία τον αγαπούσε κι έφταιγε μόνο εκείνος που δεν της είχε μιλήσει με αποφασιστικότητα, γιατί, αν το ’χε κάμει, θα την έπειθε, το ’ξερε τώρα… δε θα μπορούσε να του αντισταθεί. Έφταιγε μόνο ο ίδιος, ας εγύριζε τώρα αυτός, ας ξαναδοκίμαζε, ας την ξανάβλεπε, ας της ξαναμιλούσε, έτσι δεν μπορούσε να χάσει τον έρωτά του, την αγάπη της, να την παραδώσει κι εκείνος σ’ έναν άλλον… Ας εγύριζε αμέσως…

Και κάνοντας αυτούς τους στοχασμούς εγύρισε πάλι, ακολουθώντας με σιγαλό βήμα το δρόμο που ’χε κάμει πρωτύτερα, αλλά ενώ επροχωρούσε, εκατάλαβε πως δε θα ’χε πλια τη δύναμη να χτυπήσει εκείνην την πόρτα, να ζητήσει την Ευλαλία, να βρεθεί μαζί της στο θλιβερό γραφείο του Οφιομάχου, κι ωστόσο επροχωρούσε και κάθε στιγμή κάποια καινούρια ελπίδα εφώτιζε μέσα στο στήθος, παράλογη και πλάνα: Θα απαντούσε στο δρόμο την Ευλαλία, γιατί θα ’βγαινε βέβαια εκείνο το βράδυ και θα την εζύγωνε και θα της μιλούσε με άλλο πάθος, με άλλη φλόγα και θα τον καταλάβαινε στο ύστερο ή τουλάχιστο θα ’βρισκε τον τρόπο να της ειπεί πως έπρεπε να τον αναμένει απόψε ή αύριο ή όταν ήθελε, για να τον ακούσει μια φορά ακόμα, γιατί βέβαια φυσικό δεν είναι να πετά κανείς μακριά του την ευτυχία του. Κι αν πάλι δεν την έβλεπε στο δρόμο, θα την αντίκριζε ίσως στο παράθυρο, γιατί θα το ’ξερε η Ευλαλία πως εκείνο το βράδυ αυτός θα περνούσε πάλι από το δρόμο της, γιατί δε θα μπορούσε ούτε η ίδια να το πιστεύει πως θα την άφηνε χωρίς αντίσταση, πως θα την παράδινε έτσι και ο ίδιος σ’ έναν άλλον άντρα, μία ματιά θα ’φτανε για να βρεθούν συνεννοημένοι, τη ματιά θα την ακολουθούσε ένα χαμόγελο και το χαμόγελο ένα καρδιοχτύπι και το καρδιοχτύπι μία απέραντη χαρά και θ’ ανοιγότουν ομπρός της πάλι ένας κόσμος γεμάτος χρυσές ελπίδες.

Ο νους του παραλογούσε. Έφτασε κάτω από το σπίτι των Οφιομάχων, εκρυφοκοίταξε τα παράθυρα, ήταν όλα κατάκλειστα. Στο δρόμο εβασίλευε άκρα ησυχία. Εβρέθηκε όξω από την πόρτα τους αλλά δεν έλαβε το θάρρος να σταματήσει κι ακολούθησε το στενόν το δρόμο, ως την άκρη∙ εκοίταξε ολόγυρά του προσέχοντας μήπως κινήσει την κοινή περιέργεια κι εγύρισε πίσω πάλι στενοχωρημένος κι αναποφάσιστος. Μα αυτήν τη φορά δεν εσήκωσε ούτε τα μάτια και ξαναπερνώντας κάτου από το σπίτι των Οφιομάχων εγληγόρεψε το βήμα. Η στενοχώρια άξησε στην ψυχή του, βλέποντας πως ήταν άσκοπη κάθε απόπειρα και του κάκου ερωτούσε πάλι τον εαυτό του τι έπρεπε να κάμει. Οι πλιο αλλόκοτες ιδέες περνούσαν από το μυαλό του. Έπρεπε να δώκει τέλος σ’ αυτήν τη ζωή! Ας μην επήγαινε πλια στο σπίτι του… ας έπαιρνε κανένα δρόμο προς την εξοχή… ας περπατούσε αδιάκοπα όλη νύχτα και την άλλη μέρα και την άλλην τη νύχτα, ώσπου θα τον έπιανε μία θανάσιμη κούραση. Τώρα πλια τι άλλο είχε να κάμει στον κόσμο! Τα όνειρα του εκείτονταν όλα χαλασμένα μπροστά του, αυτός ο ίδιος ήταν άνθρωπος τελειωμένος πλια!

Είχε περπατήσει καμπόσο, ακολουθώντας τον παραλιακό το δρόμο, έξω από τη χώρα. Η νύχτα είχε έρθει∙ οι διαβάτες ήταν σπάνιοι∙ η θάλασσα ήταν ήσυχη και στον καθρέφτη της αντιφώτιζαν κάποια αστέρια. Παρατήρησε πως κάτου από τα δέντρα στο συσκόταδο ήταν ακόμη τα καθίσματα ενού μικρού καφενείου κι επήγε κι εκάθισε σ’ ένα τραπέζι. Επαράγγειλε στο σαστισμένο υπηρέτη μία μπουκάλα δυνατό πιοτό κι εβάλθηκε να πίνει. Με τα πρώτα ποτηράκια ο νους του εσκοτίστηκε. Η καρδιά του αλάφρωσε ολομεμιάς∙ η λύπη αφανίστηκε∙ τον επλημμύρισε σιγά σιγά ακράτητη όρεξη να γελάσει… Εθυμότουν μόνο πως είχε ιδεί ένα άσκημο όνειρο και τ’ όνειρο τώρα είχε διαλυθεί κι ήταν τόσο ευτυχισμένος σ’ αυτήν την πραγματικότητα… Μόνο που το κεφάλι του εγύριζε κάπως κι εβούιζαν κάπως ασυνήθιστα τ’ αυτιά του, αλλά βέβαια κι αυτό σε μία στιγμή θα περνούσε, ήταν ολότελα καλά, δεν είχε κανένα φόβο για την υγεία του, δεν έκανε καθόλου κρύο εκείνο το βράδυ. Ας έπινε! Η Ευλαλία ήταν δική του, θα την έπαιρνε, αυτό του είχε ειπεί εκεί στο σπίτι της, τ’ άλλο που τον είχε ανησυχήσει που τον είχε βυθίσει στην παράλογη θλίψη του, δεν ήταν παρά το άσκημο όνειρο, το αφύσικο όνειρο, το αδύνατο ονειροπλάκωμα, που δε συμφωνούσε ούτε με το χαρακτήρα της Ευλαλίας, ούτε με την καλοσύνη των ανθρώπων! Ω, οι άνθρωποι ήταν όλοι αγαθοί… δεν τους άρεσε να βασανίζουν κανέναν… ο Οφιομάχος είχε μετανιώσει… είχε ιδεί πόσο ήταν άδικο αυτό που ζητούσε, είχε βλογήσει την αγάπη τους, ήταν κι εκείνος άνθρωπος τόσο αγαθός! Κι επιετα είχε φοβηθεί κι εκείνος ένα πράμα ανύπαρχτο… Καμία στενοχώρια δεν τον έσφιγγε, ημπορούσε να ζει όπως ήθελε, στο παλιό του το σπίτι, ευτυχισμένος κι εκείνος… ναι, ναι σ’ όλον τον κόσμο εβασίλευε μία αδιήγητη ευτυχία… μία άδολη χαρά… Τι ωραία που ήταν η ζωή! Ας έπινε!

Μα γιατί εγύριζε έτσι το κεφάλι του και μάλιστα όταν εκλειούσε τα μάτια…  και τα μάτια του όμως ήθελαν να κλείσουν… Μα από τ’ άλλο μέρος ποτέ δεν ήταν τόσο καλά σαν εκείνο το βράδυ. Ποτέ του! Και ποτέ δεν ήταν τόσο βέβαιος που δε θ’ αρρώσταινε πλια! Είχε δυναμώσει… είχε μία υγεία ακλόνητη… αυτή του εχρειαζότουν για το μεγάλο έργο του… Πώς επροόδευε κι εκείνο, ένας λαός εδιψούσε τη μόρφωση, όλοι οι νέοι του τόπου δεν είχαν άλλο ιδανικό, δεν είχαν άλλη φροντίδα, παρά να υψώσουν τη λαϊκή συνείδηση… Παντού αντηχούσε μια κραυγή χαράς, δεν έβρισκε πουθενά αντίσταση, σε λίγο αυτή θα εβασίλευε απάνω σ’ έναν τρισευτυχισμένον κόσμο! Ας έπινε!

Θα ήθελε τώρα κι αυτός να μιλήσει στα πλήθη… να τα κάμει να αιστανθούν τον ενθουσιασμό του… ω, θα ήξερε τι θα τους έλεγε! Τραγούδια… Δε θα γελούσαν… το νόημα ήταν αδιάφορο… και τα λόγια αδιάφορα… οι άνθρωποι θα καταλάβαιναν γιατί τους μιλούσε, ό,τι και να τους έλεγε… θα ετραγουδούσαν μαζί του… αυτό είχε να ειπεί επανάσταση… και θα εγελούσαν και θα επλημμυρούσαν τους δρόμους τρικλίζοντας από τα γέλια τους… Ας εγελούσε τώρα και ο ίδιος… Χα, χα! Η ζωή! Μα ποτέ δεν την είχε καταλάβει σ’ αυτόν τον τρόπο… Χα, χα! Ας έπινε!

Αυτήν τη στιγμή εδιάβαινε από το δρόμο μια συντροφιά λαϊκών ανθρώπων που ετραγουδούσαν. Κάποιο αδιάφορο τραγούδι. Τους άκουσε από μακριά κι επρόσεξε. Οι φωνές όλο εσίμωναν. Στ’ αυτιά του αντηχούσαν με ουράνιαν αρμονία, συμπληρώνοντας τη χαρούμενη διάθεσή του. Εχτυπούσε το ρυθμό με το πόδι και χαμηλόφωνα εσυνόδευε κι ο ίδιος το τραγούδι… Του φάνηκε πως εκείνοι οι λίγοι άνθρωποι ήταν αμέτρητο πλήθος… η καρδιά του αναπήδησε από τη χαρά του… το τραγούδι ήταν το νικητήριο τραγούδι της λευτεριάς… το πλήθος ήταν οι εργάτες του τόπου που εγύριζαν από τη νίκη τους… ήθελε να ’ναι μαζί τους… μα γιατί, ίσια ίσια τώρα το κεφάλι του εγύριζε τόσο και τα πόδια του δεν τον υπάκουαν; Ας επλέρωνε, γιατί έπρεπε κι αυτός να πάει μαζί τους… δεν ήταν αυτός ο αρχηγός; Δεν τον είχαν κηρύξει αρχηγό τους εκείνοι οι νέοι;… Ήταν εκεί κι αυτοί με τους εργάτες τώρα! Χα, χα, χα! Ας έπινε! Τους είχε καλά οδηγήσει ο ίδιος στη σημερινή νίκη! Θα έτρεχαν όλοι μαζί στης Ευλαλίας… θα έκλαιγε εκεί από τη χαρά του…

Ηθέλησε να τους φωνάξει για να τον αναμείνουν, μα η γλώσσα του εμπερδευότουν στα δόντια του∙ κι αυτό πάλι τον έκανε να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Έβρισκε πως κι αυτός ήταν αποτέλεσμα της σοβαρής χαράς του. Ήταν και πολύ σοβαρή εκείνη η χαρά του… γεμάτη αξιοπρέπεια! Φυσικά αυτός έπρεπε να δίνει το παράδειγμα. Εσηκώθηκε με κόπο από την καρέκλα του. Κι αυτό πάλι τον έκαμε να γελάσει, εκατάλαβε πως τα πόδια του εκινιόνταν δύσκολα και πως ετρίκλιζε περπατώντας, εκατάλαβε πως εριχνότουν από δέντρο σε δέντρο, πότε δεξιά πότε αριστερά, άρρυθμα και γλήγορα. Ως κι αυτό τον έκαμε να γελάσει κι εξήγησε στον εαυτό του πως τα ίδια τα πόδια του εβιαζόνταν, γιατί έπρεπε να σμίξει γλήγορα εκείνους τους εργάτες και τους νέους που ’χαν κιόλας περάσει… Επροχώρησε λιγάκι ακόμη στο συσκόταδο, χτυπώντας στα φανάρια, στους κορμούς των δέντρων, σκοντάφτοντας, γελώντας αδιάκοπα τώρα και τέλος γληγορεύοντας το βήμα του σα να ’θελε να τρέχει και σκύφτοντας, γιατί δεν μπορούσε πλια να βαστά ορθό το κεφάλι του, έπεσε μπρούμυτα απάνω στα χλωρά τα χόρτα, επροσπάθησε του κάκου να σηκωθεί πάλι κι έμεινε άξαφνα αναίσθητος βυθισμένος σ’ ένα βαρύ λήθαργο.

Την άλλη μέρα αργά εξύπνησε στο κρεβάτι του. Ο νους του ήταν θολωμένος, το κεφάλι του βαρύ, δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς είχε βρεθεί στην κάμαρά του. Επερίφερε τα μάτια του κι είδε πως η μητέρα του ήταν καθισμένη στα πόδια του κρεβατιού στη μεγάλη πολυθρόνα της. Εκατάλαβε πως είχε αγρυπνήσει σιμά του. Ένας αναστεναγμός εβγήκε από το στόμα του. Εντρεπότουν αυτήν τη στιγμή τον εαυτό του.

― Θα μισέψω, της είπε χαμηλόφωνα, αφού την καλημέρισε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

― Καλά θα κάμεις! του αποκρίθηκε σοβαρά και τον αγκάλιασε μ’ ένα δάκρυ.

 

7

 

Η άνοιξη ετελείωνε κι είχε αρχίσει η ζέστη κι ήταν ακόμη πρωί.

Σκεβρωμένος, άσκημος, μέσα στα λερά του ρούχα ο Πέτρος Αθάνατος ετριγύριζε αυτήν την ημέρα όλην τη χώρα. Κατέβαινε από τη δεντροφυτεμένη πλατεία στη θάλασσα, περνούσε τον παραλιακό δρόμο, την αγορά, το λιμάνι, εκοίταζε σ’ όλα τα καφενεία, ερωτούσε τους ανθρώπους του λαού που εγνώριζε και που συχνά τους συναναστρεφότουν σα φίλους, για δεύτερη φορά είχε ανεβεί του κάκου στο σπίτι των Οφιομάχων, ο Γιώργης δεν ημπορούσε πουθενά να βρεθεί, δεν τον είχε ιδεί κανένας και στο σπίτι δεν ήξεραν πού είχε πάει. Κι εσκύλιαζε ο παράξενος άνθρωπος.

Ξαναγύριζε τώρα πάλι στην πλατεία, όταν σ’ ένα κεντρικό δρόμο είδε μπροστά του το Σπύρο. Αποφάσισε να τον ρωτήσει κι εκείνον. Τον κοίταξε μία στιγμή κι εχαμογέλασε με πικρό σαρκασμό. Αυτός επήγαινε σα σκοτισμένος, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά κατά τη συνήθεια του, μ’ ένα απομωραμένο χαμόγελο στα χείλη, ντυμένος μ’ άσπρα ρούχα αψεγάδιαστα. Τον εσταμάτησε και τον εχαιρέτησε. Τον ερώτησε έπειτα για τον αδερφό του, ήταν ανάγκη να τον βρει αυτήν την ώρα. Αλλά ούτε ο Σπύρος δεν ήξερε τίποτα. Μαζί είχαν βγει από το σπίτι τους, αλλά πολλή ώρα πρωτύτερα, έπειτα τον είχε πάλι ανταμώσει στο δρόμο, αλλά δεν του ’χε πει βέβαια πού θα πήγαινε κι ο ίδιος φυσικά δεν τον είχε ρωτήσει. Στο σπίτι τους δε ρωτούσαν ποτέ… αυτό ήταν το σύστημα… ωστόσο θα ’κανε λίγα βήματα με τον Πέτρο, γιατί τώρα πλια δουλειά δεν είχε… Αυτό ο Πέτρος θα το ’ξερε. Το Γιώργη θα τον ήθελαν βέβαια στου Βαλσάμη, φυσικά γι’ αυτό τον εγύρευε ο Πέτρος… Α! τι έκανε αυτή η ψυχή; Αποφάσιζε τέλος πάντων να πεθάνει; Ο κόσμος έλεγε πως εχειροτέρευε σοβαρά… Α, η τύχη του Γιώργη εδούλευε καλύτερα από τη δική του… Κι ας ήταν κουτός ο Γιώργης, πόλεγε πως τη Βαλσάμη δε θα την έπαιρνε ποτέ γυναίκα του… Ποιος καταλάβαινε τίποτα! Μα ίσια ίσια η Τύχη κυνηγάει τους κουτούς… Χα, χα, χα!

Αυτά έλεγε κι εγελούσε, υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί το γοργό βήμα του Πέτρου που εβαρυνότουν τη φλυαρία του και που όλο πηγαίνοντας έριχνε το βλέμμα του μέσα στα μαγαζιά κι εκοίταζε τους διαβάτες έναν έναν. Άξαφνα το ανόητο χαμόγελό του έσβησε από τα χείλη του και το πρόσωπό του εσυγνέφιασε, μία λύπη, που δεν μπορούσε να παρακολουθήσει καμία σοβαρή σκέψη, περνούσε εις την ώρα σιμά στην καρδιά του.

― Το ’μαθες; είπε. Η θυγατέρα του Αστέρη αυτή που την ήθελα εγώ, στεφανώνεται αυτές τες μέρες με τον ξένο… τ’ άκουσες βέβαια!

― Όχι, του ’πε ο Πέτρος απότομα και ρίχνοντάς του μία περιφρονητική ματιά εγέλασε με το άσκημο γέλιο του.

― Κι όμως, επέμεινε ο Σπύρος, είναι έτσι! Το χρήμα πάει εκεί που είναι χρήμα! Ο Αστέρης μάς είχε μυριστεί, είμαι βέβαιος από τα μισόλογά του. Ο πατέρας μου βλέπεις έκαμε τόσο άχαρα τες δουλειές του… το κατάλαβαν όλοι πριν της ώρας πως είμαστε τσακισμένοι! Αυτό στο λέω εσέ, γιατί σε ξέρω. Κι έτσι επήγανε όλα κατά διαβόλου, μόνο και μόνο γιατί ο πατέρας μου δεν ήξερε να κρύψει λίγες μέρες ακόμη τα κατάντια μας. Λίγες μέρες μόνο!

Ο Πέτρος τον εκοίταξε πάλι με το ίδιο σαρκαστικό γέλιο του.

― Γελάς ε; του ξανάπε λυπημένος. Μα εγώ την έχασα από μέσα από τα χέρια μου!

― Και τι πειράζει; ξαναγέλασε ο Πέτρος.

― Πώς τι πειράζει; Το βράδυ του χορού τα ’λεγα όλα τελειωμένα, την έλεγα δική μου. Αχ, μα η κυρία Θεοφανώ! Πού να βρεθεί τώρα μία άλλη τόσο πλούσια!

― Μα τόσο φοβάσαι, άνθρωπε, τη φτώχεια; Χρειάζονται τόσο λίγα για να μην πεθάνει κανείς! Τόσο λίγα! Εγώ τα πολλά τι τα θέλω; Μα φυσικά εσείς οι Οφιομάχοι, εσείς είσαστε ανθρώποι περήφανοι, εσείς θέλετε να μη φαίνεται η ανέχεια… Φυσικά, φυσικά! Εγώ τους ξέρω τους παλαιούς αριστοκράτες, μα οι άλλοι κάτι κάνουν κιόλας, παίρνουν για να ζήσουν μία ψευτοθέση… αυτό θα μπορούσατε να το κάμετε και σεις! Ω εσείς! Ξέρετε καλά πώς να τη ζητήσετε και να κάμετε να τη ζητήσουν κι άλλοι για σας. Μην περιμένετε μοναχά από προικιά. Τώρα μάλιστα που γίνεται βουλευτής κι ο γαμπρός σας ο Στεριώτης! Η κυβέρνηση θ’ αλλάξει χωρίς άλλο και όσοι έχουνε θέση θα πάνε περίπατο. Να την η ευκαιρία! Ας απαιτήσει η Ευλαλία και για σε μία θέση, μία από κείνες που δίνουν στους ξεπεσμένους αρχόντους… ας πούμε στο Ενεχυροδανειστήριο…

Το μικρό πρόσωπο του Σπύρου έφεξε. Ένα χαμόγελο εφάνηκε κάτω από το λιανό του μουστάκι, εκούνησε με ζητημένη χάρη όλο του το κορμί κι εκοίταξε γύρω του. Η ιδέα τού άρεσε. Θα εκοίταζε να την πραγματοποιήσει. Θα εσυμβουλευότουν αμέσως το Γιώργη. Τώρα πλια δεν είχαν καμία αιτία, για να μην είναι με το κόμμα του κυρίου υπουργού μαζί μ’ όλους τους νοικοκυραίους του τόπου, αφού ο γαμπρός τους επολιτευότουν, τι διάβολο! Δεν μπορούσε να πει τίποτα ούτε ο Γιώργης. Θα ’ταν σύμφωνος κι αυτός. Τώρα μάλιστα που ο Άλκης δεν θα ’ταν πλια εκεί για να τον παρασέρνει…

Ο Πέτρος εβαριότουν ν’ ακούσει την ποταπή φλυαρία του. Του απαντούσε με μονοσύλλαβα, τον εκοίταζε άγρια, εγληγόρευε το βήμα του, σα να ’θελε να του φύγει. Εκοίταξε την ώρα κι είπε κάνοντας μία χειρονομία από στενοχώρια:

― Μα αυτός ο Γιώργης… αυτός ο Γιώργης! Σαν επίτηδες σήμερα! Και η κυρία Βαλσάμη δεν της αρέσει να περιμένει… θα τα βάλει μαζί μου… πρέπει τες έντεκα να ’μαστε εκεί…

Ήταν πάλι στην πλατεία. Κάτω από τα δέντρα εκαθόνταν κυρίες και κύριοι στον ίσκιο. Η κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη ανάμεσα στες δύο κυρίες Καλλέργη, σα βασίλισσα, εσυζητούσε για τ’ αγαθοεργά καταστήματα με τον Αρκούδη, τον τραπεζίτη με την περίλυπη όψη, που εστράβιζε για να φαίνεται χαριτωμένος… Παρέκει, ορθός μπρος σε μία συντροφιά από νέους, που όλην την ώρα εξεκαρδιζότουν, ερητόρευε πάλι, θυμωμένος, κατακόκκινος, με μεγάλες χειρονομίες ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης, βρίζοντας το ελληνικό έθνος, τα νέα συστήματα, τη χωριάτικη κακοήθεια κι υμνολογώντας την εποχή της βενέτικης κυριαρχίας. Εσιργιάνιζε κιόλας αυτήν την ώρα στην πλατεία ο παχύς γέρος με τα άσπρα γένια, με το ήρεμο πρόσωπο, ο περίφημος ποιητής που ’χε τονίσει σ’ όλους τους ρυθμούς πατριωτικά μόνο κι αυλικά τραγούδια και μαζί του επήγαινε ένας άλλος ηλικιωμένος άνθρωπος, μικρότερός του στο ανάστημα, άσκημος, κίτρινος στην όψη, με ζωηρά μάτια, με κοντό άσπρο γενάκι και λιγνός τόσο, που ήταν σαν άσαρκος μέσα στα μαύρα φορέματά του. Ήταν κι αυτός μία άλλη δόξα του τόπου, αλλά αυτόν ο λαός τον εμισούσε.

Τώρα τέλος ο Πέτρος Αθάνατος αντίκρισε από μακριά το Γιώργη. Τον είδε που εσυνομιλούσε μ’ ένα φίλο του, έναν άντρα ξανθό και μεγάλο, με γαλάζια ονειρεμένα μάτια, που έγραφε κι εκείνος, ενθουσιασμένος πάντα με την ελληνική πατρίδα, που έβλεπε πραγματοποιημένους κιόλας τους εθνικούς πόθους και που ανέμενε την ώρα και τη στιγμή του πολέμου για να ριχτεί κι αυτός στον αγώνα. Κι εχαιρέτησε το Σπύρο και βιαστικά τους εσίμωσε. Εκοίταξε παράξενα τον ονειροκόπο ποιητή, παρέτοιμος να ξεκαρδιστεί στα γέλια και μία στιγμή δεν εμίλησε περιμένοντας να τελειώσει εκείνος κάποια κρίση που έκανε για την πολιτική κατάσταση της Ευρώπης. Τα πράγματα άσφαλτα οδηγούσαν σε πόλεμο και παρουσιαζότουν έτσι μοναδική η ευκαιρία για να «διεκδικήσει» κι η Ελλάδα τα δίκαιά της, τα άγια και «απαράγραπτα» δικαιώματά της… Θα ’ταν λάθος θανάσιμο, αν αυτήν την ώρα δεν έβρισκε το θάρρος!

Τέλος ο Πέτρος είπε του Γιώργη κοιτάζοντάς τον με κακοσύνη:

― Σε ζητώ από ώρες! Πού κρύβεσαι; Επήγα και ξαναπήγα σπίτι σου… τριγυρίζω τη χώρα… μαζί με τον αδερφό σου… και δε σε βρίσκω παρά τώρα… κι ωστόσο μπορεί και να μας πέθανε ο Βαλσάμης… Η αλήθεια είναι πως αδυνάτισε πολύ. Πάει τώρα κι αυτός… Ώρα του καλή! Κι εμήνυσε του νοδάρου για σήμερα να του παραδώσει τη διαθήκη πόκαμε, αφήνει όλα, λέει, στην κυρία Αιμίλια, γιατί μία γυναίκα σαν εκείνη πρέπει να μείνει στη θέση της, γι’ αυτήν είναι πλασμένη. Ο νοδάρος τώρα θα ’ναι κιόλας στο σπίτι τους… επήγα εγώ και τον ειδοποίησα… κι ο Βαλσάμης σε θέλει εσένα για μάρτυρα…

― Εμένα; του απάντησε παράξενα ο Γιώργης.

Εχαιρέτησαν τον ποιητή που εγελούσε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο κι επήγαν αντάμα.

― Δε θα ζήσει λοιπόν; ξανάπε θλιβερά ο Γιώργης σε λίγο.

― Όχι, όχι, του απάντησε ο άλλος γελώντας σαρκαστικά… Και το χειρότερο είναι πως ποτέ του δεν ήξερε να ζήσει∙ θα ιδούμε τώρα αν ξέρει να πεθάνει… Είναι τέχνη κι αυτή, γιατί δολερά η φύση έβαλε στην ψυχή του ανθρώπου (κι είναι κτήνος ο άνθρωπος) μίαν παράξενη αγάπη ως και για τη ζωή, που μοιάζει σε θάνατο… Τι ήθελε αυτός να ζει στον κόσμο! Η κυρία Αιμίλια δεν ήταν γι’ αυτόν… δεν ήταν! Κι είχε δίκιο που δεν τον αγαπούσε… Μία τέτοια γυναίκα… Αλλά την βλέπω τώρα πικραμένην… Είναι κάμποσος καιρός κι είναι το μόνο που δεν μπορώ να βλέπω: την πίκρα της… το μόνο!… και δεν μπορώ να βοηθήσω! Πώς να βοηθήσω; Ξέρω μόνο πως είναι μία ψυχή που δεν πρέπει να πονεί, είναι πλασμένη για τη χαρά, για την ευτυχία… ας πονέσουν άλλοι για κείνην… το πράμα είναι ασήμαντο… Κι αχ, Γιώργη, δεν είδες ούτε συ ξάστερα τι αξίζει αυτή η ψυχή κι ας σου ’δωκε όλες τες χάρες της και δεν ξέρεις τι θησαυρούς έχει μέσα στην καρδιά της… Και η αγάπη δεν είναι σφάλμα, Γιώργη… ω, μην την κάνεις να υποφέρει.

Ο Γιώργης τον εκοίταξε με απορία, αλλά δεν του απάντησε. Ο παράξενος άνθρωπος ήταν και για κείνον ένα αξεδιάλυτο μυστήριο… Πώς έβρισκε τόση τρυφερότητα στην άγρια καρδιά του; Είχαν φτάσει κιόλας στο σπίτι του Βαλσάμη κι ανέβηκαν απάνου. Ο νοδάρος ήταν κι αυτός εκεί και η κυρία Αιμίλια τους επερίμενε μαζί του στο σαλόνι. Έτσι τους είπε η υπηρέτρια που τους άνοιξε την πόρτα.

Η κυρία Αιμίλια, καθώς τους είδε να μπαίνουν, έχασε το χρώμα, μια συγκίνηση, που δύσκολα την αντικρατούσε, εκυρίεψε την καρδιά της. Εσηκώθηκε από τον καναπέ όπου εκαθότουν και αισθανότουν πως το κορμί της έτρεμε. Μπρος στον άντρα που αγαπούσε, εσβηνότουν κάθε άλλη σκέψη και δεν έμενε στο νου της παρά η αγάπη της, εκείνη η αγάπη που αυτός τόσον καιρό τώρα την περιφρονούσε. Θα τους ένωνε τέλος εκείνος ο θάνατος, θα λησμονούνταν για πάντα οι άσκημες μέρες, οι θλιβερές στιγμές που είχαν περάσει; Έφερε το χέρι της στο μέτωπο, τον ετύλιξε ολόκληρον με το χάδι της ματιάς της και του ’πιασε το χέρι μ’ έναν αναστεναγμό.

Την εχαιρέτησε με σέβας κι ο Γιώργης, έσκυψε μ’ ευγένεια μπροστά της, αλλά δεν εσήκωσε τα μάτια. Η όψη του δεν επρόδινε κανένα κλονισμό και τα δάχτυλά του δεν έσφιγγαν τα δικά της. Αισθάνθηκε να σπαράζει η καρδιά της. Εκατάλαβε πως η ώρα ήταν κρίσιμη για την αγάπη της και πως έπρεπε κάτι να κάμει. Εκοίταξε την πόρτα.

Μα και ο νοδάρος είχε τώρα σηκωθεί παίρνοντας κάτου από το χέρι το μεγάλο βιβλίο του και η κυρία Αιμίλια ανανοήθηκε πως ο ξένος άνθρωπος δεν ημπορούσε να χάνει τον καιρό του κι οδήγησε τους τρεις άντρες στην κάμαρα του αντρός της.

Ο ήλιος έμπαινε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο κι έπεφτε απάνου σ’ ένα μεγάλο, κάρυνο τραπέζι, φορτωμένο χαρτιά και βιβλία στη μέση της κάμαρας. Και ο άρρωστος εκαθότουν δίπλα σ’ εκείνο το τραπέζι, σε μια μεγάλη πέτσινη πολυθρόνα, ξαπλωμένος και στραμμένος προς την πόρτα της ευρύχωρης κάμαράς της. Ήταν χλωμός, κατακίτρινος, άσαρκος, τόσο που τα κόκαλά του εφαινόνταν μέσα από τη διαφάνεια του πετσιού του και τα κουρασμένα μάτια του, που είχαν βυθιστεί βαθιά μέσα στες κόχες τους και που είχαν μεγαλώσει, εφαινόνταν σα να εποθούσαν την ανάπαψη∙ τα χείλη του εφαινόνταν μόλις, γιατί είχαν χάσει κάθε κοκκινάδα αλλά εχαμογελούσαν με μιαν αδιήγητη γλυκάδα∙ ένα κόκκινο σκέπασμα σαν από μετάξι ήταν ριγμένο στα γόνατά του∙ κανένα παράπονο δεν έβγαινε από το στόμα του κι όλη η κάμαρα είχε μίαν πρόσχαρην όψη με τες όμορφες εικόνες, που ήταν κρεμασμένες στους σταχτιούς τοίχους, με το κόκκινο χνουδωτό χαλί, που ήταν απλωμένο στο πάτωμα, με τα όμορφα έπιπλα που την εστόλιζαν, με το καθαρό μπρούτζινο κρεβάτι που εφεγγοβολούσε.

Ο Περικλής Βαλσάμης έδειξε τη χαρά του, όταν είδε τη γυναίκα του με τους τρεις άντρες στην καμάρα, ηθέλησε να σηκωθεί από την πολυθρόνα του, για να τους χαιρετήσει, αλλά μ’ ένα χαμόγελο επείστηκε στο λόγο της γυναίκας του, γιατί εκαταλάβαινε πως αυτή η προσπάθεια θα τον εκούραζε κι έτσι ήρθαν οι άλλοι σιμά του και του ’σφιξαν το διάφανο χέρι.

Η συμβολαιογραφική πράξη υπογράφτηκε γλήγορα και χωρίς καμιά συγκίνηση κι ο νοδάρος δεν έμεινε παρά λίγα λεφτά μαζί τους κι έφυγε, μουρμουρίζοντας κάποια ευκή για τον άρρωστο, οι άλλοι τρεις έμειναν καθισμένοι σιμά του.

Ο Περικλής Βαλσάμης τους εκοίταξε έναν έναν με την ίδια γλυκάδα και με το ίδιο χαμόγελο κι έμειναν όλοι σιωπηλοί για κάμποσες στιγμές…

Τώρα τα μάτια του Γιώργη έπεσαν απάνω σε κάποιο βιβλίο, που ήταν ανοιχτό στο τραπέζι και που φανερά ο άρρωστος το διάβαζε εκείνες τες μέρες∙ η περιέργεια του Γιώργη δεν ξέφυγε την προσοχή του: του χαμογέλασε ήμερα με τα χλωμά του χείλη και του ’πε με τη θλιβερή σβησμένη φωνή του:

― Είναι το ποίημα του Λουκρήτιου. Εμετάφραζα αυτόν τον καιρό το τρίτο βιβλίο, όπου μιλεί για την ψυχή! Είχα πάντα την αδυναμία να μεταφέρω στη γλώσσα μας, όσα εθαύμαζα στες ξένες, εδοκίμαζα μόνο και για τον εαυτό μου μονάχα, τόσο μόνο εστάθηκα ποιητής!

Κι εχαμογέλασε πάλι με το τραγικό του χαμόγελο και παίρνοντας ένα τετράδιο από το τραπέζι ξανάπε:

― Ακούστε.

Κι εβάλθηκε να διαβάζει με τη σβησμένη φωνή του:

«Λοιπόν ο θάνατος για μας δεν είναι τίποτα∙ ούτε καθόλου δεν αγγίζει μας, αφού είναι αποδειγμένη η ουσία του πνέματος θνητή…»

Και κλειώντας το τετράδιο ξακολούθησε, σα να ’χε προμελετήσει τα λόγια που θα ’λεγε τώρα:

― Έτσι μας λέει ο Λουκρήτιος∙ έτσι είπαν κι οι άλλοι και πριν και κατόπι κι είμαι καταπεισμένος κι εγώ γι’ αυτήν την αλήθεια κι ας μην υπάρχει ακαταμάχητη απόδειξη καμία… Κι όμως ενώ κι η σκέψη κι ο νους μου δίνουν αυτήν την πεποίθηση κι άλλες φορές και πριν, μα και τώρα, όταν ο θάνατος απλώνει προς εμέ το χέρι του, γεννιέται μέσα στα βάθη της ψυχής μου αθέλητα τ’ όνειρο ενός άλλου κόσμου… Κάτι μου λέει πως η ψυχή δεν πεθαίνει μαζί με το σώμα… Γιατί;

― Γιατί, του ’πε γελώντας το άσκημο γέλιο του ο Πέτρος Αθάνατος, ελπίζεις και θέλεις να ζεις ακόμα, αφού θα ’σαι πεθαμένος!

― Μα την αλήθεια, είπε χαμογελώντας ο άρρωστος, δεν το ελπίζω, αλλά το φοβούμαι∙ κι όχι εγώ παρά η ίδια η ψυχή μου! Και νομίζω πως κι αν ο άνθρωπος μπορούσε με μαθηματικόν τρόπο ν’ αποδείξει πως αλήθεια η ψυχή πεθαίνει μαζί με το σώμα ή και πριν, μολονότι η μαθηματική απόδειξη μας δίνει την ασάλευτη βεβαιότητα και πάλι η φωνή εκείνη που βγαίνει, φαίνεται, από τα βαθύτερα του είναι μας και πάλι δε θα εσίγαζε! Κι αν είναι έτσι και για τους άλλους ανθρώπους, πόσες ενέργειες της ψυχής έχουν την αρχή τους σ’ αυτόν το δισταγμό και πού αλλού οδηγεί ο δισταγμός εκείνος παρά στη θρησκεία;

― Τι δικαιώματα έχει ο άνθρωπος στην αιώνια ζωή; είπε ο Πέτρος.

― Δεν ξέρω, είπε, κι ούτε πιστεύω! Αλλά ακούστε, φίλοι. Και παιδί κι άντρας ακόμη, ντροπή μου, εφοβήθηκα πάντα τής νύχτας τη μοναξιά, κάποιους τόπους σκοτεινούς σιμά σε κοιμητήρια ή σε λείψανα πεθαμένων κι ο νους μου κι η σκέψη μου εχλεύαζαν πάντα, ως και την ίδια την ώρα που εγώ εφοβόμουν, τους παράλογους τρόμους της καρδιάς μου κι ημπορούσα με δυνατή θέληση να τους νικήσω αλλά όχι χωρίς δισταγμό. Και το ίδιο συμβαίνει και τώρα στην άθλια ψυχή μου, το ίδιο αρνιέται ο νους μου κάθε πίστη μεταφυσική, κάθε θρησκεία κι επροσπάθησα πάντα να δυναμώσω τη γνώμη μου στην άρνηση αλλά ωστόσο ο δισταγμός δε σιγάζει! Κι αποφάσισα τώρα για τούτο να υποτάξω το νου σ’ αυτόν το δισταγμό κι ήταν αυτό πολύ ευκολότερο, γιατί είμαι αδύνατος άνθρωπος! Και θέλω να πάρω από τη Ζωή το ομόλογό μου, καθώς λέει ο ποιητής και να της πληρώσω κάθε χρέος, γιατί έτσι θα ’μαι κερδεμένος, ω φίλοι, αν σε λίγο το δυνατό χτύπημα του θανάτου με ξυπνήσει σ’ έναν άλλο καλύτερον ή χειρότερον κόσμο.

Εσώπασε κουρασμένος και τους εκοίταξε έναν έναν με το άσβηστό του χαμόγελο, πασκίζοντας να μαντέψει του καθενού την εντύπωση. Κι έπειτα πάλι με πλιο αδύνατη φωνή ξακολούθησε, μελετώντας κάθε του λόγο.

― Κι ας πάρω λοιπόν άφεση για τα αδικήματά μου απ’ όλους, αρχίζοντας πρώτα από σας, ακριβοί φίλοι, κι από σένα μάλιστα Αιμίλια∙ κι ας κάμω κατόπι ό,τι κάνουν και οι άλλοι άνθρωποι στες τελευταίες στιγμές τους, γιατί κάτι κιόλας μου λέει πως πρέπει κι εγώ να πειθαρχήσω στα κοινωνικά παραγγέλματα.

Κι αναστέναξε και εκοίταξε για λίγες στιγμές την Αιμίλια, που εβαστούσε τώρα κατεβασμένο το χλωμό πρόσωπό της∙ κι είδε τον Πέτρο Αθάνατο να σηκώνεται από τη θέση του, να του ρίχνει μία χλευαστική αλλά θολωμένη ματιά και να πηγαίνει προς το παράθυρο του δρόμου, σα να ’θελε να κρύβει έτσι το πρόσωπό του∙ είδε τέλος και το Γιώργη Οφιομάχο που ακουμπούσε το μέτωπό του στον αγκώνα του κι εσκέπαζε με το χέρι τα μάτια του. Κι είπε πάλι:

― Θα βρεις εσύ, Αιμίλια, το δρόμο της ευτυχίας; Τον εζήτησες και με δίκιο! Μα εγώ από εκείνην τη στιγμή είδα αλλιώς τον κόσμο∙ εκατάλαβα πως έπρεπε να υποταχτώ χωρίς παράπονο σε μια Μοίρα που δεν όριζα να την αλλάξω, γιατί ήμουνα ο άρρωστος άνθρωπος, ο καταδικασμένος από τη ζωή, που δεν μπορούσε πλια να δεχτεί και να δώκει καμιά ευτυχία. Κι εξέδωκα την πίκρα της καρδιάς μου, με τη μελέτη της ίδιας ζωής κι ας μην εγνώρισα τίποτα, γιατί η ζωή έμεινε και για μένα το μεγάλο μυστήριο! Έτσι όμως είμαι σήμερα παρέτοιμος να μισέψω από τούτον τον κόσμο χωρίς βάρος, χωρίς λύπη, χωρίς στεναγμό. Θα σας ξαναϊδώ, ακριβοί φίλοι, σ’ αυτήν τη ζωή ή στην άλλη; Αλλά τώρα θέλω να μείνω μονάχος με τον εαυτό μου, όσο ακόμη ο νους μπορεί και δουλεύει, γιατί είναι γραμμένο από τους παλαιούς πως ο άνθρωπος πρέπει να πεθνήσκει μ’ ευλογίες.

Ο Γιώργης εδάκρυζε τώρα συνεπαρμένος από μία βαθιά συγκίνηση. Εστοχαζότουν πως ο ίδιος περσότερο απ’ όλους τους άλλους είχε αδικήσει εκείνον τον άνθρωπο, που ’χε πάρει τόσο λίγη θέση στον κόσμο και που τόσο ταπεινά επέθαινε, όπως είχε ζήσει. Η καρδιά του ήταν βαριά πλακωμένη, εκείνην τη στιγμή αισθανότουν μέσα του μίαν ασυνήθιστη γενναιότητα∙ θα ’δινε ευτύς και την ίδια τη ζωή του, για να γιατρέψει τον αδικημένον άνθρωπο, θα ’θελε τουλάχιστο να του πέσει στα πόδια και να του ζητήσει συχώρεση. Μα ο θάνατος που εσίμωνε τον αφόπλιζε. Κι είδε πως ο Περικλής Βαλσάμης τον εκοίταζε από την πολυθρόνα του σα να ’χε μαντέψει την έννοια της ταραχής του και πως του χαμογελούσε γλυκά με το σβησμένο του χείλι.

Τώρα όμως και η κυρία Αιμίλια τον εκοίταζε ανήσυχη. Ο άντρας της, η αρρώστια του, ο θάνατός του έχαναν κάθε σημασία μπροστά στην αγάπη της. Αυτή μόνο εζούσε, αυτή μόνο είχε δικαιώματα στη ζωή, δεν ήθελε να τη χάσει!

― Πάμε! είπε στους άλλους, ενώ εσηκωνότουν. Και οι δύο άντρες εχαιρέτησαν συγκινημένοι τον άρρωστο κι εβγήκαν κατόπι της από το δωμάτιο.

Είχαν φορέσει και οι δύο τα καπέλα τους. Και τους εκοίταζε εκείνη με μία στενοχώρια, που όλο άξαινε μέσα στην καρδιά της. Όχι δεν θα τον άφηνε να της φύγει, δεν μπορούσε να τον αφήκει, ήθελε τώρα να του μιλήσει, να του πει ό,τι ήταν μέσα της, να του προσφέρει τα πάντα και τη ζωή της, αν την εχρειαζότουν… Μα γιατί της έφευγε έτσι, πώς μπορούσε ακόμα να περιφρονεί την αγάπη της; Μα αχ! ήταν παρέτοιμοι να φύγουν, ήθελαν να τη χαιρετήσουν κιόλας… ω, ας έκανε κάτι, για να κρατήσει το Γιώργη σιμά της… ημπορούσε, αν έμενε, να ελπίζει πως θα εβρισκότουν κάποια διόρθωση. Και με τρεμούλα στη φωνή της κι ωχρή από μίαν άλλη συγκίνηση, του ’πε παρακαλώντας:

― Ω, μείνε εδώ, ως να γυρίσει ο Πέτρος τουλάχιστο… Δεν θέλω να είμαι μονάχη!

Ο Γιώργης την εκοίταξε με απορία, ανατρίχιασε μην ξέροντας τι να κάμει και την ακολούθησε στο μικρό σαλονάκι της σιμά στην κρεβατοκάμαρά της.

Κι εκάθισε στο μαλακόν καναπέ κι έμεινε εκείνη ομπρός του κυριεμένη από μία βαθιά συγκίνηση και τον εκοίταζε μ’ ανήσυχο πάθος ζητώντας του μια ματιά αγάπης, το έλεος ενού χαμόγελού του. Η καρδιά της υπόφερνε. Κι εκείνος βαστούσε χαμηλωμένο πάντα το βλέμμα κι έμενε σιωπηλός και βυθισμένος στη σκέψη του.

Τέλος της είπε μ’ ένα μικρό χαμόγελο:

― Αφήνει άσκημον ίσκιο κατόπι του!

― Η ζωή, του απάντησε φλογερά, δεν είναι θάνατος, γι’ αυτό δε φοβάται τους ίσκιους.

Κι άξαφνα εκάθισε σιμά του. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει κι η καρδιά της ήθελε τώρα να πετάξει από τα στήθη της. Τον εκοίταξε ακόμη… εβαστούσε αναγερμένο το κεφάλι, παραδομένος πάντα στη σκέψη του. Του ’πιασε το χέρι. Ηθέλησε να το τραβήξει σα φοβισμένος.

― Ω Γιώργη, του ξανάπε.

Κι έμειναν κάμποσες στιγμές σιωπηλοί και οι δύο και τον εκοίταζε σα φοβισμένη, με λαχτάρα στο πρόσωπο. Θα τον έχανε; Θα της έφευγε; Πώς θα τον έβρισκε πάλι; Γιατί με τόσο πείσμα εξέφευγε τη ματιά της; Δεν αισθανότουν λοιπόν τίποτα; Δεν καταλάβαινε;

― Ω Γιώργη, του ’πε πάλι με πάθος, γιατί μπορείς να πικραίνεις έτσι τον άνθρωπο που σ’ αγαπά περσότερο απ’ ό,τι υπάρχει στον κόσμο, απ’ όσους υπάρχουν στον κόσμο; Ω Γιώργη, πώς μπορείς;

Την εκοίταξε σαστισμένος. Από το μέτωπό του εδιάβηκε ένα σύγνεφο. Η αγάπη της γυναικός εκείνης τον εκλόνιζε, αδυνάτιζε τη θέλησή του, έμπαινε μέσα στην καρδιά του. Την αγαπούσε ίσως; Την αγαπούσε ακόμη; Αυτήν την ώρα του ’κανε μία βαθιά εντύπωση.

― Μα δε σου είπε; της αποκρίθηκε… Είναι μέσα!

― Πώς μπορείς! τον αντίσκοψε με το ίδιο πάθος. Εμέ, την αγάπη μου; Μα δε βλέπεις τι είναι για μένα αυτή η αγάπη… Και ρωτάει, σου φαίνεται, ποιος είναι μέσα και διαλέει, λες, την ώρα και τη στιγμή; Ω μην είσαι ο άκαρδος άνθρωπος. Σ’ ανάμενα εδώ, σε ανάμενα στο δρόμο, για να σου τα ειπώ όλα κι η γλώσσα τώρα δεν ξέρει να τα πει, δεν ξέρει να ειπεί πόσο μ’ έκαμε να υποφέρω η αγάπη. Η αγάπη καταφρονημένη; Μα γιατί έτσι… Μ’ απαρνιέσαι τόσον καιρό και βρίσκεις τη δύναμη και δε μ’ αφήνεις να σ’ αγαπώ όσο θα ’θελα∙ να μη βλέπω ομπρός μου παρά την ευτυχία σου! Ω Γιώργη! Μα γιατί, μα γιατί;

Την άκουε ζαλισμένος από το βάθος της αγάπης της, το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει και καταλάβαινε πως ήταν παρέτοιμος να παραδοθεί. Άξαφνα εθυμήθηκε τες περασμένες σκηνές μαζί της, την τραχιά περηφάνια της, που τώρα μόνο αφανιζότουν, τη βαθιά ταπείνωση εκείνου του αρρώστου, που ήθελε να σβήσει με μία προσευκή τον εαυτό του, κι ημπόρεσε ακόμα να προβάλει μία δειλή αντίσταση:

― Δεν σου το ’πα; της απάντησε. Θα ’πρεπε τώρα να τελειώσουν όλα!

― Όχι! του φώναξε σα λαβωμένη. Μιλείς, είπε, γιατί δεν ξέρεις τι είναι εδώ μέσα, εδώ βαθιά για σένα και μόνο για σένα, αυτήν τη στιγμή και πάντα. Δεν το βλέπεις, γιατί δεν αγαπάς! Κι αν δε μιλήσω τώρα, πού θα βρεθεί πλια η στιγμή; Μπορείς και με ξεφεύγεις, Γιώργη, γιατί δεν αγαπάς. Μα αν δεν αγαπάς, λυπήσου τουλάχιστο τη γυναίκα που σε λατρεύει, που σε κοιτάζει σαν κάτι άλλο παρά σαν άνθρωπο, σαν εξουσιαστή του εαυτού της. Τ’ ακούς, Γιώργη, τ’ ακούς;

Του μιλούσε γοργά με μία συγκίνηση που όλο άξαινε, με φωνή πόβγαινε βραχνή από το φρυμμένο της στόμα. Τα μάτια της έβγαζαν φλόγες. Το κεφάλι της επήγαινε εδώ κι εκεί∙ το κορμί της άλλαζε θέση. Ένα ποτάμι δάκρυα της επλημμύρισε άξαφνα το πρόσωπο και τ’ άφηκε να τρέξουν, γιατί δεν τα κατάλαβε στην ταραχή της. Εκείνος την άκουε περίφοβος. Τα λόγια της του ’σταζαν στην καρδιά λιωτό μολύβι∙ τον έκαναν να συμπονεί τη γυναίκα που υπόφερνε, που ημπορούσε μ’ ένα του λόγο να την ευτυχίσει, του ερχόνταν στο νου όλες οι στιγμές της κοινής αγάπης που ήταν οι πλιο γλυκιές της ζωής του κι αναμετρούσε την αγαλλίαση που θα δοκίμαζε η καρδιά του, αν της παραδινότουν τέλος νικημένος από το φλογερό της πάθος. Μα έκαμε αντίς, ένα κίνημα σα για να σηκωθεί και να φύγει∙ εκείνη του άδραξε το χέρι και τον εκράτησε με δύναμη και η απελπισία εζωγραφήθηκε στο ωχρό πρόσωπό της…

― Θα φύγεις λοιπόν; του ’πε περίτρομη. Μα πού θα πας; Πάνε λοιπόν χαμένα τα λόγια μου, χαμένη η συντριβή μου; Ω Γιώργη, μα δεν το βλέπεις λοιπόν πως σ’ αγαπώ εσένα μόνο στον κόσμο και μπορείς ακόμα και μου δίνεις τόσον πόνο; Ω, δε θα φύγεις!

Του τίναξε το χέρι και ξακολούθησε, σφουγγίζοντας τα μάτια της.

― Όχι, όχι δε θ’ αντισταθώ σε καμιά σου θέληση, δε θα κάμεις παρά ό,τι πρέπει… ένας άνθρωπος όπως εσύ δεν μπορεί να κάμει παρά ό,τι είναι σωστό, ό,τι προστάζει η καλοσύνη, αλλά δε θα πάψω ποτέ να σε λατρεύω, ω Γιώργη, όπως εγώ ξέρω, ω Γιώργη!

Κι έπεσε γονατιστή ομπρός του και του ’πιανε τα δυο χέρια και του τα φιλούσε μαζί και τα δυο και τα μόσκευε με τα δάκρυά της κι ανασήκωνε κάπου κάπου το πρόσωπό της, για να ιδεί μέσα στα μάτια του ίσως την αχτίδα της αγάπης!

Ολομεμιάς ο άλλος εσάλεψε από τη θέση του κι αναστέναξε. Εκείνη του ’ριξε τα χέρια γύρω στον τράχηλο. Της αγκάλιασε μ’ αγάπη το κεφάλι και το ’σφιξε απάνω στο στήθος του. Μία απέραντη γαλήνη απλωνότουν στην καρδιά του, μία άδολη χαρά τον εκυρίευε, έβλεπε την ώρα αυτή τιποτένιες τες αφορμές που τους είχαν χωρίσει, ανύπαρχτο ή ασήμαντο όλον τον άλλον κόσμο, που δεν ήταν η αγάπη τους. Την εσήκωσε. Την έβαλε να καθίσει σιμά του. Της αγκάλιασε τη μέση της. Εκείνη έτρεμε∙ έκλαιγε∙ εσπαρταρούσε ανάμεσα στα χέρια του, του τα φιλούσε ακόμη∙ κι ένα χαμόγελο χαράς είχε ανθίσει απάνου στα χείλη της. Του φιλούσε τώρα το μέτωπο και τα μάγουλα∙ την εφιλούσε κι εκείνος.

― Είναι αλήθεια; Είναι αλήθεια; Δεν είναι όνειρο; του ’λεγε. Είσαι πάλι σιμά μου, μαζί μου, καθώς πρώτα; Ω,ω!

Και δεν έπαυε να φιλεί το μέτωπό του, τα μάγουλά του, το στόμα του και την εφιλούσε κι αυτός μ’ ένα πάθος που όλο άξαινε, που ολοένα του επλημμύριζε την καρδιά του, του ’δινε φλογερά φιλιά στα βλέφαρα, τον έσφιγγε απάνου στο κορμί της και του ’λεγε λόγια ασυνάρτητα, που εμεθούσαν την ψυχή της και που έμπαιναν στην καρδιά του και τον εζάλιζαν…

Κι ολομεμιάς το αγκάλιασμά τους έγινε σφιχτότερο, τα φιλιά τους φλογερότερα, πλιο συχνά, πλιο δυνατά, μ’ ανοιχτότερα τα χείλη, η σάρκα τους που εσπαρταρούσε εγύρευε τη σάρκα μ’ έναν πρωτόγονο πόθο∙ οι καρδιές τους χτυπούσαν∙ το λογικό, η θύμηση, ο τόπος, η ώρα έχαναν πλια γι’ αυτούς τη σημασία τους και στον κόσμο δεν ύπαρχαν παρά οι δύο τους ψυχές που αγαπώνταν και που επιθυμώνταν.

Εκείνος ήταν πάλι βαρύθυμος. Εκείνη είχε καθίσει σιμά του και τον εκοίταζε μ’ ευγνωμοσύνη. Εκείνος εσυλλογιζότουν περίτρομος την πράξη που ’χαν κάμει και που ήταν αταίριαστη μ’ εκείνην την ώρα και με το φοβερό μυστήριο του θανάτου, που έπλεε απάνω σ’ εκείνο το σπίτι. Η Αιμίλια ήταν πάλι ευχαριστημένη από τη ζωή που ανοιγότουν ομπρός της, γεμάτη ελπίδες άδολης αγάπης και γαληνής ευτυχίας. Του ’ριξε τα χέρια γύρω στον τράχηλο και τρυφερά τον εφιλούσε. Επάσκισε να της λύσει τα χέρια. Εκείνη δεν τον άφηνε, του ψιθύριζε λόγια γλυκά, του χάιδευε το πρόσωπο με τα μάγουλά της και δεν έπαυε τα φιλιά της. Της είπε άξαφνα μ’ ανυπομονησία:

― Ο Βαλσάμης…

― Ω, του χαμογέλασε, η αγάπη δε φοβάται τους ίσκιους. Η ζωή είναι δική μας, όλη δική μας η ζωή. Και θα ’ναι για μας πάντα σαν τώρα!

Κι άξαφνα εθυμήθηκε την Ευλαλία και τον ερώτησε δίνοντάς του ακόμη ένα φιλί:

― Και η Ευλαλία; Στεφανώνεται;

― Ναι, γλήγορα, της απάντησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο.

― Αχ, είπεν εκείνη, δεν μπορεί να ’ναι ευτυχισμένη! Κι όμως ο Άλκης ήταν άνθρωπος άρρωστος!

― Θυσιάζεται! της αποκρίθηκε ο Γιώργης μ’ έναν αναστεναγμό.

Η Αιμίλια εκατέβασε τα μάτια, έμεινε συλλογισμένη μια στιγμή και ντροπαλά του είπε:

― Δεν ήμουν εγώ εδώ, για να βοηθήσω; Θα ’μουνα τόσο ευτυχισμένη. Μα ίσως είναι καιρός ακόμη…

Τα λόγια της έπεσαν σα μια δυνατή βεργιά απάνου στο πρόσωπο του Γιώργη. Εταράχτηκε, εσηκώθηκε κατακόκκινος από την ντροπή και της απάντησε πικρά:

― Τα χρήματά σου, το ξέρεις, είναι το μπόδιο στην αγάπη μας. Γι’ αυτό… γι’ αυτό…

― Ω, επέμεινε, ποτέ δε θα μάθαινε κανείς τίποτε! Θα μ’ άφηνες στην ανάγκη, αν εβρισκόμουν εγώ η φτωχιά μιαν ημέρα;

Δεν της απάντησε αμέσως παρά έμεινε συλλογισμένος. Εκείνη δεν ήξερε πλια τι να του ειπεί και τον εκοίταξε σα να του ζητούσε συμπάθειο. Της εχαμογέλασε τέλος και είπε πάλι πικρά:

― Εγώ φταίω που εμίλησα!

Ήθελε τώρα πάλι να φύγει από σιμά της, εστοχάστηκε πως κάθε μέρα τα πλούτη της γυναικός εκείνης θα τον εταπείνωναν, θα εζύγιζαν στη ζωή περισσότερο ίσως από την αγάπη της, ως κι η καλή της θέληση επρόσβαλλε την φιλοτιμία του, για τούτο το χρέος του ήταν να χωριστεί από κείνην! Το ’ξερε. Άξαφνα εσκέφτηκε πόσο η ζωή του θα ’ταν διαφορετική, πόσο η ευτυχία του θα ’ταν αληθινή, αν με τον ίδρο του μετώπου του την αγόραζε, αν η Αιμίλια Βαλσάμη δεν ήταν η πλούσια κυρία, που την εζήλευαν όλοι παρά μια νέα φτωχιά κι ανάκουστη σαν την Ευλαλία. Τέτοια ήταν η ζωή των περισσοτέρων ανθρώπων, η ζωή όλης της εργατιάς, ενού κόσμου αλλιώτικου που εβρύαζε8 γύρω του και που ημπορούσε να πιστεύει σ’ ένα καλύτερο αύριο. Εκοίταξε τότες, με περιφρόνηση, τα πλούσια μεταξωτά έπιπλα, τους κεντημένους μπερντέδες, το ακριβό χαλί, τες όμορφες ζωγραφιές που εκρεμόταν στους τοίχους κι εσυλλογίστηκε πόσο θλιβερά είχε ζήσει μέσα σ’ εκείνο το παλάτι ο άρρωστος άνθρωπος, που επέθαινε τώρα και που ήθελε να τελειώσει μ’ ευλογίες τη ζωή του, αφού είχε ζητήσει συχώρεση για τ’ αδικήματα που του ’χαν κάμει… κι η γυναίκα του ωστόσο εχόρταινε την άσβηστη δίψα της ζωής εκεί μαζί του∙ και του ξανάρθαν στο νου τα τελευταία λόγια του άτυχου που εστάζαν το μέλι της καλοσύνης!

― Ω, το χρήμα! ξανάπε σα με παράπονο.

Τον εκοίταξε εκείνη παράξενα, φοβούμενη μην είχε χάσει το λογικό του. Αυτή δεν καταλάβαινε πώς θα ημπορούσε ο άνθρωπος να δοκιμάσει ευτυχία στην ανέχεια… Πού θα ’βρισκε τότες καιρό να συλλογίζεται την αγάπη;

Κι ενώ συλλογιζότουν έτσι, εμπήκε ανήσυχος μέσα στην κάμαρα ο γέρος Οφιομάχος, σκυφτός, τυλιγμένος στην παλιά ρεδιγκότα του, με το πικρό χαμόγελό του στα χείλη. Εκοίταξε σαστισμένος ολόγυρά του σα να μην καταλάβαινε τι συνέβαινε, εχαιρέτησε με ζητημένη ευγένεια την κυρία Βαλσάμη κι είπε παράξενα:

― Ο γιος μου ο Σπύρος, αυτός μ’ έκανε να ανησυχήσω. Ήρθε βιαστικός στο σπίτι και σ’ εγύρευε, Γιώργη. Ήθελε να σου ειπεί πως έπρεπε γλήγορα να ’ρθείς εδώ πέρα κι ενόμισα πως κάτι είχε σταθεί… κι εβγήκα από το σπίτι κι ήρθα να ιδώ. Τι κάνει ο Βαλσάμης;

― Έκαμε μόνο τη διαθήκη του, είπε αδιάφορα η κυρία Αιμίλια. Είναι σαν χτες και προχτές, ίσως μάλιστα λίγο καλύτερα!

― Ω! είπε ο γέρος, έλεγα, έλεγα! Κι ήρθα να ιδώ. Κι εχαμογέλασε πικρά τηράζοντας γύρω του.

Ο Γιώργης τον άκουε με στενοχώρια κι εκοκκίνισε. Πίσω από τες πλάτες της Αιμίλιας του έκανε νόημα να σιωπήσει, αλλά η γλώσσα του γέρου είχε πάρει κατήφορο και δεν εσταματούσε.

― Είναι περιττά τόσα λόγια! του ’πε τέλος αγαναχτισμένος… Περιττό να σκοτίζεται… Ο νους σου αδυνάτισε, φαίνεται. Πάμε.

Τον άδραξε από το χέρι που του ’τρεμε, τον έκαμε να χαιρετήσει την Αιμίλια και τον έσερνε έξω με τρόπο. Μα ο γέροντας έλεγε ακόμη: - Έλεγα… έλεγα… και η κυρία Αιμίλια είναι τόσο πλούσια…

― Πάμε! του ξανάπε ανυπόμονα.

Εκατέβηκαν μαζί στο δρόμο κι επήγαιναν σιωπηλοί. Επερνούσαν τώρα από ένα στενό σοκάκι, παίρνοντας το δρόμο του σπιτιού τους. Κι άξαφνα από ένα ψηλό παράθυρο έπεσε κι έσπασε μπρος στα πόδια τους μία σάπια λεμονόκουπα κι οργισμένος ο Γιώργης εσήκωσε τα μάτια του κι είδε σ’ εκείνο το παράθυρο μίαν παχιά, άσκημη, μεσόκοπη, ξέπλεκη γυναίκα που εμάνιζε, προβάλλοντας το στήθι της και λέγοντας:

― Πάρε, μωρέ! Αυτό σου πρέπει! πάρε το! Είσαι φαλίδος9! Γι’ αυτό μας αφήνεις και ψοφούμε της πείνας! Ωραίος κόντες είσαι! Α, φτου σου! Φτου σου!

Κι εφτυούσε και με τα χέρια της εμούντζωνε το δρόμο.

Ο Γιώργης εκοίταξε θλιβερά τον πατέρα του. Ο γέρος είχε κρεμάσει το κεφάλι του. Είχε καταλάβει τη φωνή της γυναίκας κι έλεγε τώρα.

― Μα δεν κατοικεί εδώ αυτή η λάμια! Πρέπει να ’ρθε επίτηδες, γιατί θα ’ξερε αυτή πως διαβαίνω από τούτο το στενό! Κι αναστέναξε.

Η γυναίκα ήταν μία από τες δύο παλαιές ερωμένες του. Δεν της απάντησαν, παρά εγληγόρεψαν το βήμα και σε λίγες στιγμές εβρέθηκαν στο σπίτι.

 

8

 

Από το σπίτι του Περικλή Βαλσάμη ανεβοκατέβαιναν οι πρώτοι της χώρας. Κι επάσκιζαν όλοι να φαίνονται περίλυποι. Είχε πεθάνει. Μέσα στο σπίτι της η κυρία Αιμίλια ντυμένη κιόλας μ’ ένα μαύρο φόρεμα και μ’ ένα μαντήλι στο χέρι εδεχότουν στο μεγάλο σαλόνι της τον κόσμο. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά και στην κάμαρα ήταν χυμένο ένα θλιβερό σκοτάδι. Σιμά της εκαθότουν η γριά αρχόντισσα του Οφιομάχου, που δεν εμιλούσε, και η κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη, εκείνη που ήταν σαν αδερφάδες με κάποια βασίλισσα και που εσπαταλούσε τον καιρό της σε αγαθοεργίες για μνημόσυνο του πεθαμένου αγαπητικού της κι αυτή έγερνε τώρα το κεφάλι της προς τες δύο κυρίες Καλλέργη, που ήταν σιμά της και που μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη άκουαν προσεχτικές τα λόγια που τους εψιθύριζε. Ήταν κιόλας εκεί, μαυροντυμένες, η κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη, η γυναίκα του νωθρού πολιτευόμενου και η όμορφη κυρία Ευτέρπη Αστέρη κι άλλες πολλές που εκαθόνταν γύρω γύρω σιμά στους τοίχους της μεγάλης κάμαρας και η κυρία Φωτεινή, μητέρα του Άλκη, περίλυπη, μικρή, μαυροντυμένη, μ’ ένα άσπρο μαντήλι στο χέρι και που εκαθότουν σιωπηλή σιμά στην αρχόντισσα του Οφιομάχου, γιατί εκείνην εγνώριζε περισσότερο.

Ήταν απόγιομα κι έκανε ζέστη. Κι ερχόνταν οι άντρες μαυροφορεμένοι κι εσταματούσαν μία στιγμή μπροστά στην κυρία Αιμίλια. Άλλοι της έσφιγγαν το χέρι κλίνοντας το κεφάλι τους, προφέροντας κάποιον παρήγορο λόγο ή κάποιο εγκώμιο του πεθαμένου, άλλοι της το φιλούσαν κιόλας σιωπηλοί και δείχνοντας μίαν ασυνήθιστη συγκίνηση. Άλλοι επερνούσαν χαιρετώντας μονάχα. Κι οι στενοί φίλοι επήγαιναν κατόπι ν’ ασπαστούν το λείψανο, στη φωτεινή κρεβατοκάμαρη, που τα παράθυρά της ήταν όλα ανοιγμένα.

    Και το λείψανο ήταν κιόλας ξαπλωμένο μέσα στ’ όμορφο βαρύ σεντούκι του, σα θαμμένο μέσα στα ρόδα και μέσα στες πρασινάδες και μέσα σ’ άλλα χλωρά λουλούδια κι εφαινότουν λίγο μόνο το ξανθό κι άσαρκο κερένιο κεφάλι σα βυθισμένο σ’ έναν ύπνο ελαφρύ και χωρίς όνειρα. Το ψιλό του το στόμα εχαμογελούσε ακόμη με ατάραχη γλύκα, γιατί ο άνθρωπος είχε τελειώσει χωρίς αγωνία, σα να ’θελε να παραδοθεί σ’ αληθινή κι αιωνία ανάπαψη και το πρόσωπό του όλο είχε βαστάξει μία ασύγκριτη γαλήνη κάτω από το κίτρινο χρώμα του και την τρομερή διαφάνεια του πετσιού του.

Ένα χοντρό κερί ήταν αναμμένο σιμά του, ένα πλήθος κλαριά και στέφανα εγέμιζαν την κάμαρα, που ευώδιαζε όλη σαν ανθοστόλιστος κήπος. Κι επαράστεκαν το λείψανο ο Πέτρος Αθάνατος με το σαρκαστικό χαμόγελό του στα χείλη, σκεβρωμένος, ντυμένος με τα παλιά του και μαύρα ρούχα και ο Γιώργης Οφιομάχος σοβαρός και αληθινά λυπημένος.

Και ο κόσμος που έμπαινε στην κρεβατοκάμαρη, ερχότουν προς το Γιώργη, σα για να τον συλλυπηθεί κι εκείνον και του ’διναν κάποιοι το χέρι. Κι αυτό τον επείραζε.

Τώρα είχε έρθει μέσα κι ο περίφημος ποιητής, που ’χε τονίσει σ’ όλους τους ρυθμούς πατριωτικά μόνο κι αυλικά τραγούδια, ψηλός, παχύς, ασπρογένης, με γλυκό πρόσωπο∙ και σιμά του εφάνηκε ο άλλος γέρος με τα μεγάλα άσπρα γένια που ’χε φορέσει για χρόνους τη βασιλική λιβρέα, ο άσκημος κι άσαρκος άνθρωπος, που ήταν μία άλλη δόξα του τόπου, γιατί εφιλοσοφούσε κι εκείνος κι έκανε κάπου κάπου τραγούδια∙ και κατόπι τους ένα μεγάλο παιδί του σκολειού με την ωραία στολή του και μ’ άσπρα χερόχτια στα χέρια, βαστώντας ένα μικρό πολύφυλλο δάφνινο στεφάνι. Πολλές κυρίες είχαν έρθει κιόλας από το σαλόνι στην κάμαρη που ’χε γεμίσει και πολλοί κύριοι είχαν ακολουθήσει τον γέροντα ποιητή: ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος τυλιγμένος στην παλιά ρεδιγκότα του μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, ο κύριος Διονύσιος Αστέρης, ο πλούσιος βιομήχανος, ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης, ο τραπεζίτης Αρκούδης, που εκείνην την ώρα είχε κάμει τραγική την περίλυπη όψη του, σα να ’ταν αυτός που πενθούσε μόνος μέσα σ’ όλον εκείνον τον αδιάφορον κόσμο, ο Αρχάγγελος Δαφνοπάτης, ο νωθρός υποψήφιος, μαζί με τον πολιτικό του αντίπαλο, τον αριστοκρατικό υπουργό που η περήφανη όψη του έλεγε όλη του την αδιαφορία για ό,τι συνέβαινε και τέλος μαζί με τους τρεις αδερφούς Καλλέργηδες που οι δύο εζούσαν από τες γυναίκες τους και ο τρίτος εκυνηγούσε ακόμη μία θυγατέρα του Αστέρη, ο Σπύρος Οφιομάχος σαν κουρασμένος, κοιτάζοντας πάντα τριγύρω του, πασκίζοντας πάντα να βρει δύο όμορφα μάτια που θα μπόριαν να τον αγαπήσουν και ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης, ανήσυχος πάντα, παρέτοιμος πάντα να φωνάξει και που δεν επέρασε το κατώφλι, γιατί εφοβότουν τη θωριά του θανάτου.

Εμπήκε τώρα στην κάμαρη μαυροντυμένη η χήρα κι εστάθη σιμά στον πεθαμένον και τα μάτια της εκοίταξαν πικρά τη γελαστή κερένια μορφή του, μ’ ένα βλέμμα πόλεγε το παράπονό της και την αγιάτρευτη πληγή της καρδιάς της. Και ο γέροντας ποιητής εξερόβηξε, εκατέβασε θλιβερά το βλέφαρο, επήρε από τα χέρια του παιδιού το δάφνινο στεφάνι και το φόρεσε στο κρύο μέτωπο του νεκρού κι άρχισε έπειτα με δειλή φωνή ν’ απαγγέλλει ένα πένθιμο τραγούδι.

Και το τραγούδι έλεγε πως το στεφάνι ήταν καμωμένο από τες δάφνες του Ελικώνα και μάλιστα από κείνες που τες είχαν φυτέψει οι ίδιες οι Μούσες σιμά στην Κασταλία. Τώρα όμως οι Μούσες δεν ήταν πλια στον Ελικώνα, γιατί εσυνόδευαν την ψυχή του διαλεχτού τους λάτρη στα πόδια του Πλάστη της κι αυτήν τη στιγμή η μακάρια ψυχή εδεότουν στον Παντοδύναμο να χύσει από τα ύψη του ουρανού βάλσαμο παρηγοριάς στα στήθη μιας θλιμμένης κυρίας, να παρηγορήσει τόσους αγαπημένους φίλους, καταπείθοντάς τους πως ο χωρισμός ήταν εφήμερος και η τύχη της αξιοζήλευτη, γιατί είχε κληρονομήσει τον καλύτερον τόπο στην αιώνιαν ανάπαψη!

Μία βαθιά συγκίνηση είχε κυριέψει το ακροατήριο. Όλες οι γυναίκες έκλαιγαν, κάποια κιόλας ήταν παρέτοιμη να λιγοθυμήσει, οι άντρες ήταν ανήσυχοι και κείνοι και μόνο ο Πέτρος Αθάνατος εκοίταξε με το χλευαστικό χαμόγελό του το γέροντα ποιητή και κατόπι επερίφερε θυμωμένο το βλέμμα του σ’ όλη την κάμαρα ψιθυρίζοντας κάτι που κανένας δεν άκουσε.

Οι παπάδες είχαν έρθει ωστόσο∙ και η κυρία Βαλσάμη εφίλησε το μέτωπο του πεθαμένου χωρίς να δακρύσει κι εστάθηκε μια στιγμή ομπρός του και τον εκοίταξε συλλογισμένη μ’ ανήσυχο βλέμμα και τα χείλη της εψιθύρισαν τούτα τα λόγια:

― Μαζί σου στον τάφο!

Ήθελε να ειπεί αν αληθινά της έπαιρνε την ευτυχία της μαζί του. Μα ο κόσμος ακούοντας τα λόγια της ενόμισε πως έπρεπε να συγκινηθεί πάλι. Οι δύο κυρίες Καλλέργη την έπιασαν από τα χέρια, κάποια άλλη εθαύμασε την ηρωϊκή της αγάπη για τον άρρωστον άντρα της και μόνο ο Πέτρος Αθάνατος επερίφερε πάλι γύρω σαρκαστικά τα μάτια του.

Μα τώρα οι κύριοι εκατέβαιναν στο δρόμο, οι νεκροφόροι εσκέπαζαν βιαστικά το σεντούκι, οι παπάδες άρχιζαν τες μονότονες ψαλμουδίες τους και σε λίγο το λείψανο κατέβαινε με δυσκολίες τες πλατιές σκάλες του μεγάλου σπιτιού του…

Στον δρόμο είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή ο αριστοκρατικός υπουργός, σα να ’ταν αυτός ο πρώτος λυπημένος, γιατί κανένας δεν έστεργε να τον έχει πίσω του, ενώ όλοι θα ’θελαν να ’ναι σιμά του. Μαζί του από τη μια μεριά ήταν ο γιατρός Στεριώτης και δύο ή τρεις άλλοι κύριοι και από την άλλην ο τραπεζίτης Χρυσοσπάθης, ο άντρας της κυρίας Θεοφανώς και ο πολιτικός του αντίπαλος ο Αρχάγγελος Δαφνοπάτης. Εμιλούσαν πολιτικά. Ο υπουργός τους έλεγε αρκετά μεγαλόφωνα:

    -Δεν υπάρχει πλέον η παραμικροτέρα αμφιβολία ότι τα αποτελέσματα των εκλογών θα δικαιώσουν πληρέστατα τας προβλέψεις μας, διότι είναι αναμφίβολον ότι η Κυβέρνησις θα ηττηθεί εις την Βουλήν! Αλλά ερωτώ: Θα είναι δυνατόν να δεχθεί όπως σχηματίσει Κυβέρνησιν η Αντιπολίτευσις, δεδομένης της ανωμάλου εξωτερικής καταστάσεως με την γείτονα επικράτειαν; Η κατάστασις είναι πραγματικώς κρίσιμος! Η Αντιπολίτευσις έχει ως πρόγραμμα την πολιτικήν της ειρήνης. Αλλά, ερωτώ, θα ηδύνατο να το εφαρμόσει; Θα ηδύνατο να τηρήσει άμεμπτον στάσιν; Ως εκ τούτου γίνεται σκέψις εις τους κύκλους της αντιπολιτεύσεως όπως αύτη υποστηρίξει την νυν Κυβέρνησιν, εάν μόνον υποχωρήσει εις το ζήτημα των υπαλλήλων. Έχομεν δηλαδή παρ’ αυτής την απαίτησιν να διορίσομεν αριθμόν τινά αυτών ημετέρων!

― Θα ενθυμηθείτε βεβαίως, εξοχότατε, και τον γυναικάδελφόν μου, είπε ο Στεριώτης.

― Και υπάρχει αμφιβολία; του απάντησε ο υπουργός μ’ ένα χαμόγελο. Γνωρίζετε ότι τρέφω άπειρον εκτίμησιν διά την ιστορικήν οικογένειαν των Οφιομάχων! Γνωρίζετε ότι έχω ήδη φροντίσει.

Λίγο κατόπι ακολουθούσαν ο γέροντας ποιητής και ο κίτρινος κι άσαρκος άνθρωπος που ήταν η άλλη δόξα του τόπου και στην ίδια γραμμή ο Γιώργης Οφιομάχος κι ο φίλος του, ο ξανθός ποιητής που τα γαλάζια του μάτια ονειρευόταν αδιάκοπα απελευθερωτικούς πολέμους, που επίστευε ακράδαντα στην μεγάλη Ιδέα, στα Εθνικά Δίκαια και στη γλήγορη πραγματοποίησή τους και που ετοιμαζότουν ωστόσο για τους αιματηρούς αγώνες∙ και ο Μαρκαντώνιος Ιουστινιάνης, ο μικρός, δυνατός και κατακόκκινος γέρος, που ήταν ανήσυχος πάντα και που θυμωμένος εκοίταζε ολόγυρά του, παρέτοιμος να βρίσει το ελληνικό έθνος, τα νέα συστήματα, τη χωριάτικη κακοήθεια και να υμνολογήσει τες παλαιές βενέτικες δόξες. Κι ερχόνταν πάλι κατόπι άλλοι πολλοί κι ο Αλέξανδρος Οφιομάχος Φιλάρετος τυλιγμένος στην παλιά ρεδιγκότα του με το πικρό χαμόγελο στα χείλη. Σιμά του ήταν ο τραπεζίτης Αρκούδης με την τραγική του την όψη και που αυτήν τη στιγμή εξηγούσε σε κάποιους πλούσιους φίλους του την οικονομική κατάσταση του Κράτους.

― Η πτώσις του χρυσού, έλεγε με τραγικό παράπονο, είναι, φρονώ, φαινόμενον πολύ φυσικόν. Ο χρυσός είναι εμπόρευμα, αφού ισχύει η αναγκαστική κυκλοφορία και όχι νόμισμα, δηλαδή μέσον ανταλλαγής. Υπάρχει δε έλλειψις χαρτονομίσματος. Θα ίδομεν λοιπόν την χαρτίνην δραχμήν να υπερβεί την αξίαν του χρυσού φράγκου, αλλά παροδικώς μόνον… Και λέγω παροδικώς διότι η πολιτική κατάστασις είναι ασταθής. Πολλά νέφη θολώνουν τον διπλωματικόν ορίζοντα της Ανατολής και τα διπλωματικά γεγονότα δεν είναι δυνατόν παρά να ενεργήσουν χρηματιστικώς. Διά τούτο συμβουλεύω όλους τους φίλους μου να αποκτήσουν μεταλλικόν νόμισμα!

Και εγέλασε πικρότατα.

― Το εναντίον, ξακολούθησε αμέσως, το εμπόριον εξυγιαίνεται∙ ο τόπος αποκτά εμπορικήν ακμήν, σχετικήν εννοείται πάντοτε αλλά αρκετήν διά να μας εμπνέει θάρρος.

Και κοιτάζοντας με τα γκαβά του τα μάτια τον Οφιομάχο επρόσθεσε πλιο περίλυπα ακόμη:

― Ημείς, παραδείγματος χάριν, ο Οίκος Αρκούδης, Υιός και Σία, εβρισκόμεθα σήμερον εις την ανάγκην να ανοίξομεν υποκατάστημα εις το Λονδίνον. Φυσικώ τω λόγω θα αποστείλω εκεί διευθυντήν τον υιόν μου. Μάλιστα.

Και εγέλασε πάλι πικρά.

― Α, έκαμε κάποιος κουνώντας με θαυμασμό το κεφάλι.

Κι ένας άλλος είπε αδιάφορα:

― Είχε διαδοθεί ότι πρόκειται να παντρευτεί. Παίρνει λοιπόν μαζί του και την κυρία του; Λαμπρή τύχη έλαβαν οι…

Ο τραπεζίτης τον εσταμάτησε κοιτάζοντάς τον μ’ ένα βλέμμα, που ’χε γίνει σπαραχτικότερο:

― Οι γονείς, είπε, οφείλουν να ανοίξουν στάδιον στα τέκνα τους. Εάν ο υιός μου θέλει να νυμφευθεί, αυτός είναι ο ενδιαφερόμενος, ποιος θα τον εμποδίσει… Ο γάμος του κρέμεται μόνον από την θέλησίν του… Δεν θα τον βιάσω ποτέ, δεν θα του συμβουλεύσω ποτέ το εναντίον.

Κι εχαμογέλασε πάλι το θλιβερό του χαμόγελο.

Κι ο γέρος Οφιομάχος έσιαξε τη ρεδιγκότα του σα να κρύωνε και τον εκοίταξε με μίσος:

― Τι συφορά πάλι του ’χε προμελετημένη η Μοίρα;

Αναστέναξε βαθιά κι εκοίταξε εμπρός του το λείψανο, που το ’παιρναν οι τέσσεροι νεκροφόροι στον ώμο κι εκούνησε πικρά το κεφάλι:

― Ο άνθρωπος που ’χε μισέψει από τούτον τον κόσμο ήταν νέος, θα μπορούσε να ’ναι ευτυχισμένος, δεν του ’λειπαν τα οικονομικά μέσα. Μα είχε περάσει αντίς, κι εκείνος μία τυραννισμένη ζωή, δεν έβρισκε παρά τώρα την ανάπαψη! Η τύχη του έμοιαζε με τη δική του, μα γιατί αυτός ο ίδιος γέροντας κι αδύνατος εβαστιότουν ακόμα σ’ αυτόν τον κόσμο; Είχε κράση τόσο γερή μόνο για να βαστά να πίνει τόσο πολλά ποτήρια φαρμάκι; Τώρα πάλι η Λουίζα, μόλις είχε αρχίσει να γνωρίζει τον κόσμο κι έπρεπε να πικραθεί κι εκείνη, να γνωρίσει την περιφρόνηση. Πάλι κόλαση το σπίτι του, ακόμη αβάσταχτη, όταν έλεγε πως ημπορούσε να πάρει τέλος λίγη πνοή!

Αλλά τώρα τουλάχιστο θα ’φταιγε μόνο αυτή η Λουίζα, δεν ήταν εκείνος ο αίτιος, δεν την εμπόδιζε. Η ίδια τον είχε διαλέξει, η ίδια και μόνη της. Και στην αρχή αυτός είχε κλείσει τα μάτια, γιατί είχε πάλι φοβηθεί την ευθύνη, γιατί επίστευε πως ο ξιπασμένος νέος δε θα μπορούσε να τη γελάσει κι η Λουίζα εβιαζότουν, η δύστυχη, να φύγει από τη φτώχια του σπιτιού τους που την έπνιγε με τη βαριά μυρωδιά του ξεπεσμού του. Είχαν παραφτωχύνει τώρα ύστερα! Μα ό,τι κι αν συνέβαινε πάλι, θα του ξανάλεγαν πως μόνο ο ίδιος ήταν παραίτιος, γιατί είχε καταστρέψει την οικογένεια… Τι βάρος ήταν οι θυγατέρες… Ήθελαν παντρειά και σε τι στιγμή! Δεν έβλεπαν λοιπόν τίποτα άλλο μπροστά τους…

Άξαφνα ο γέρος παρηγορήθηκε. Τούτος ο θάνατος ήταν για τους Οφιομάχους ένα χαμόγελο της Τύχης! Ας εγινότουν τουλάχιστο πλούσιος ο Γιώργης! Γιατί τέλος πάντων δε θα την έπαιρνε την κυρία Βαλσάμη; Ο Γιώργης ήτανε νέος προκομμένος, άνθρωπος με γνώση, με υπόληψη στον τόπο, τώρα θα ’χε και τα πλούτη. Το σπίτι εσηκωνότουν πάλι. Η Ευλαλία είχε παρηγορηθεί κι αυτή, ημπορούσε να ελπίζει κάτι και για το Σπύρο, αν όχι σήμερα, σε λίγον καιρό… ήτανε τόσοι αρχοντομάχοι, τόσοι νιόφερτοι ξένοι που δεν ήξεραν πούθε βαστάει η γούνα τους και που ήθελαν ωστόσο να δώκουν τες θυγατέρες τους σε αρχοντικά σπίτια. Αλήθεια τάχα δεν άξιζαν τίποτα οι παλαιές δόξες, γιατί τες είχε καταργήσει το Ελληνικό σύνταγμα; Πιφ! Ας έφευγε, αφού το ’θελε ο ξιπασμένος νέος, ο γιος του κυρίου Αρκούδη, του κυρίου Αρκούδη. Ας πήγαινε όπου ήθελε! Τώρα θα βρισκόνταν κι άλλοι κι άλλοι για τη Λουίζα, μόνο ας έφευγε γλήγορα. Δεν την κυνηγούσαν τα γεράματα. Θα ειδοποιούσε όμως απόψε τη γυναίκα του. Κι ας μιλούσε εκείνη με τη Λουίζα.

Έφτασαν τώρα στην εκκλησία κι υποχρεώθηκε στην πόρτα να σταματήσει. Εκεί τον εσίμωσε ο γιος του ο Σπύρος και του ’πε με τη νυσταγμένη φωνή του και μ’ ένα χαζό χαμόγελο, πως ο γιατρός Στεριώτης, ο γαμπρός του, είχε κιόλας μιλήσει του κυρίου υπουργού για τη θέση του και μάλιστα για δεύτερη φορά εκεί στην κηδεία και ο κύριος υπουργός είχε δώκει το λόγο του. Δεν μπορούσε να λέει ψέματα ένα τέτοιο υποκείμενο, αφού ήξερε μάλιστα πως οι Οφιομάχοι είχαν κάποια επιρροή στην εξοχή τους και μάλιστα αυτός ο ίδιος ο Σπύρος, που οι χωριάτες τον αγαπούσαν!

Μα ο γέρος τον εκοίταζε σα να μην επίστευε. Δεν εχαιρότουν καθόλου από αυτήν την είδηση. Η ιδέα πως τα παιδιά του θα ’παιρναν θέση από ανάγκη δεν του άρεσε καθόλου. Η εργασία του φαινότουν καταβιβασμός∙ αλλά εσυλλογίστηκε πάλι πως οι εποχές είχαν αλλάξει και πως έπρεπε κανείς να συμμορφωθεί. Μόνο η θέση που εθήρευε ο γιος του δεν του άρεσε: ήταν πάρα μεγάλη η διαχείριση. Τετράδια, χρυσαφικά, πράματα πολύτιμα, πολύ εύκολη η κλοπή τους. Ημπορούσε ο Σπύρος να γελαστεί κάποια μέρα να δώκει εμπιστοσύνη σε κάποιον, ήξερε κανείς… κι ο χαρακτήρας του δεν ήταν ούτε πλιο δυνατός. Θα του τα ’λεγε αυτά του Σπύρου. Δεν θα ’πρεπε να δεχτεί τόσο βάρος! Μα ας έκανε πάλι ό,τι ήθελε!

Είχαν μπει στη φωτολουσμένη εκκλησία κι είχαν μείνει πατέρας και γιος σιμά και οι δυο τους. Ο Οφιομάχος ανέβηκε σ’ ένα στασίδι. Οι ψάλτες άρχιζαν τα μονότονα τροπάρια τους. Ο Σπύρος τον εκοίταζε περιμένοντας την απάντησή του, θέλοντας ίσως να φχαριστήσει τον υπουργό από μέρος του. Αλλά του εσήκωσε αδιάφορα τες πλάτες στραβώνοντας λίγο το στόμα του και κοιτάζοντάς τον κατάματα.

Έσκυψε έπειτα και τον έπιασε από τον ώμο, του ’δειξε με το κεφάλι τον τραπεζίτη Αρκούδη και του ’πε στ’ αυτί:

― Ο γιος του, ο κυρ Γουλιέλμος μας ξενιτεύεται, λέει, για την Αγγλία, θα πάει στη Λόντρα, λέει, να συστήσει κι εκεί ένα Γραφείο!

― Μπα! του ’πε ο Σπύρος. Μα εγώ το ξέρω από μέρες. Θα πάρει εκεί και τη Λουίζα.

― Πώς το ξέρεις; τον ερώτησε θυμώνοντας και ανοίγοντας τα μάτια του.

― Το ’γραψε της Λουίζας. Αυτή μου ’δειξε το γράμμα! Μα γιατί θυμώνεις μπροστά στον κόσμο; Είναι τόσο καλός ο Γουλιέλμος, τόσο τίμιο παιδί!

― Τώρα που θα πάμε σπίτι, τον εφοβέρισε χάνοντας ολομεμιάς το χρώμα του και θυμώνοντας ακόμη περισσότερο, γιατί δεν μπορούσε να ξεθυμάνει αμέσως, θα ιδείτε! Θα κάμω πράματα τεράστια. Νοικοκυραίοι εσείς ε! Πριν πεθάνω…ε…

Όλην την ώρα της ακολουθίας ήταν ανήσυχος. Ο κόσμος άρχιζε να τον κοιτάζει. Δεν μπορούσε να μείνει στη θέση του, ανυπομονούσε, εκοίταζε γύρω του, έσιανε ακατάπαυτα την παλιά ρεδιγκότα του. Εκείνο που δεν ημπορούσε να το υποφέρει, εκείνο που τον όργιζε, που τον έκαμε τρελό, που τον έκαμε κακόν άνθρωπο, που τον έκαμε να λησμονήσει κάθε αγάπη, κάθε του φταίξιμο, τη θέση του, την αξιοπρέπειά του, ήταν το να γίνεται κάτι στο σπίτι του χωρίς αυτός να το ξέρει! Αυτήν τη βραδιά, τώρα που θα πήγαινε σπίτι ή θα ξεθύμαινε ή θα ’σκαζε! Δεν ήξερε ούτε αυτός τι θα ’κανε!

Τέλος η ακολουθία ετελείωσε. Εβγήκε από την εκκλησία, ακολουθώντας τον επίλοιπον κόσμο, μα δεν ηθέλησε να συνοδέψει το λείψανο στο κοιμητήριο με την πρόφαση πως θα κουραζότουν κι επήγε βιαστικός στο σπίτι. Ήθελε να μιλήσει με τη γυναίκα του και με τη Λουίζα. Τι ήταν πάλι αυτά που του ’πανε!

Στο σπίτι δεν ήταν κανένας ακόμη. Δεν είχαν ξανάρθει από το ξόδι. Εβάλθηκε να περπατεί απάνω κάτω στο θλιβερό του γραφείο ρίχνοντας θυμωμένες ματιές στο σιδεροαρματωμένον πολεμιστή, τους αρχόντους με τες λευκές περούκες, στες ωραίες κυρίες που εγλυκοχαμογελούσαν μέσαθε από τες κορνίζες τους κι όλο έλεγε τα παράπονά του, όλο έκλαιγε τη σημερινή του τη φτώχια, τα φαρμάκια που ’χε δοκιμάσει και τον άλλον ξεπεσμό που τον επρόσμενε σήμερα με τη Λουίζα. Αυτός έπρεπε τώρα να λογαριάζει καλά κάθε δεκάρα πριν την ξοδέψει, γιατί ο γιατρός Στεριώτης που θα διαχειριζότουν την περιουσία του ως να πληρωθούν τόσα χρέη δε θα του περνούσε παρά ό,τι του ήταν ολότελα χρειαστό για τη συντήρησή τους. Η καταστροφή ήταν χειρότερη απ’ ό,τι την υπολόγιζε. Εχρειαζόνταν χρόνια, εργασία και καλή διαχείριση για να ’ρθουν τα πράματα στη θέση τους. Έτσι του ’χε πει ο γιατρός Στεριώτης. Κι είχε παραγγείλει καινούρια κατάστιχα, είχε αρχίσει να ειδοποιεί με γράμματα τους χωριάτες, είχε ανοίξει είκοσι δίκες χωρίς να λογαριάζει τα έξοδα και τον κόσμο που δυσαρεστούσε. Αυτός επήγαινε αποφασιστικά στο έργο, δεν είχε καμιά από τες αδυναμίες των Οφιομάχων, καμιά πατροπαράδοτη συμπάθεια για τους χωριάτες… Ήξερε καλά πως η ζωή είναι αγώνας και πως ο πλιο αδύνατος έπρεπε να σκύφτει μπροστά στον πλιο δυνατόν και να τον δουλεύει.

Τέλος άκουσε στες σκάλες τα πατήματά τους. Δεν εβιαζόνταν ν’ ανέβουν. Άκουσε τη φωνή της Λουίζας και το γέλιο της, άκουσε με αντιπάθεια έναν αναστεναγμό της γυναίκας του που την εκούραζαν οι σκάλες και θυμώνοντας πάλι εμούντζωσε με τα δυο χέρια την πόρτα. Φυσικά αυτή έφταιγε σήμερα. Πώς μπορούσαν αυτή κι η κόρη της να δώκουν τόση πίστη στα λόγια ενού νέου, που ήταν ακόμη παιδί και που βέβαια δεν είχε άλλη ιδέα στο νου του παρά να διασκεδάσει; Γιατί δεν είχε λίγο περισσότερο μυαλό αυτή η γυναίκα του; Και γιατί του βαστούσε μυστικά αυτήν τη σκέση της θυγατέρας του; Κι ηθέλησε να θυμηθεί με κακία όσα σκάνταλα ήξερε του σπιτιού της γυναίκας του, κάποιες θειες της, αδερφές του παππού της και της μητέρας της, που ’χαν η καθεμιά και την ιστορία της… Δεν είχαν λησμονηθεί με το θάνατό τους… Οι Άγγλοι αρμοστές, οι Άγγλοι αξιωματικοί κι άλλοι άνθρωποι ντόπιοι εγλεντούσαν περίφημα μ’ εκείνες. Τα ’ξερε όλα τα παλαιά ο γέροντας. Και σ’ αυτές τες γυναίκες επήγαινε να μοιάσει η Λουίζα, για να ανανεώνεται έτσι η παλαιά συνήθεια.

Ήταν αργά τώρα. Έκαμε ακόμη έναν περίπατο στο θλιβερό του γραφείο που εσκοτείνιαζε, για να τους δώκει τον καιρό ν’ ανεβούν απάνου και ν’αλλάξουν τα ρούχα τους κι επετάχτηκε τέλος βιαστικός στες σκάλες. Δεν εβαστιότουν πλια. Εμπήκε στην τραπεζαρία. Τώρα τες είχε μπροστά του στην εξουσία του, τώρα θα ’βλεπαν. Τα γέρικα μάτια του έβγαζαν σπίθες, καθώς τα ’στρεφε αποδώ κι αποκεί. Έσιαξε την παλιά ρεδιγκότα του, το στόμα του ήταν αφρισμένο στην άκρη, το κεφάλι του σκυμμένο περισσότερο.

Και οι δυο γυναίκες εκατάλαβαν πως κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε πάλι κι εκοίταξαν ανήσυχες η μία την άλλη κι εφοβηθήκαν μαζί κι οι δύο μην είχε τρελαθεί. Μα ωστόσο ο γέρος εφώναζε μπαίνοντας αμέσως στο θέμα:

― Τι είναι αυτά που κάνετε εσείς οι δύο, μάνα και θυγατέρα, χωρίς εγώ να τα ξέρω; Τι είναι αυτά; Αχ, αχ! Ποιος σας είπε να ντροπιάζετε τα μαλλιά μου τ’ άσπρα! Ναι τα γεράματά μου! Δεν είχα άλλο στον κόσμο παρά μια υπόληψη κι ήτανε στα χέρια σας και με κάνετε να κοκκινίζω. Μα ποιος σας το ’πε, ε;

― Τι έχεις; του ’πε σιγά, σα φοβισμένη, η μητέρα.

Δεν της απάντησε παρά εβάλθηκε να περπατεί στη μεγάλη την κάμαρα ανοίγοντας το βήμα του, μ’ ανήσυχη πνοή, κόκκινος στο πρόσωπο, με φουσκωμένες τες φλέβες στα μηλίγγια. Τώρα δεν ήξερε πάλι πώς ν’ αρχίσει, για να τους πει τες ντροπές τους, όλες τες ντροπές που του ’κρυβαν, σύμφωνοι όλοι εκεί μέσα! Τέλος εφώναξε τρομερός:

― Οι θυγατέρες σου, Μαρία, οι θυγατέρες σου έμοιασαν στες παλαιές σου! Εκείνης της θειας σου που ’καμε τη ντροπή με τον Αρμοστή και που την πήρε μαζί του στην Αγγλία, στες Ίντιες, Πέρσιες δεν ξέρω πού! Ε, αυτές τες δόξες θυμόσαστε εσείς ακόμη με καμάρι! Τα ξέρει ο κόσμος τα ιστορικά σας! Και τώρα πασκίζεις να βάλεις σ’ αυτόν το δρόμο τες θυγατέρες σου! Αχ, αχ!

― Έλα στα συγκαλά σου. Πού είσαι! του ’πε πειραγμένη κατάκαρδα η γυναίκα του. Μη φωνάζεις έτσι! Μην κάμεις χάρισμα ρεζίλι το σπίτι σου. Στο δρόμο περνάει κόσμος.

Κι η φωνή της έτρεμε και τα δάκτυλά της επλεκόνταν κι εξεπλεκόνταν πάνω στα γόνατά της.

― Να ζω ακόμα, ξαναφώναξε ο γέρος, και να λαβαίνουν ραβασάκια οι θυγατέρες μου και να μην το ξέρετε όλοι σας! Μα τι είναι αυτά; Και να τα δέχεσαι εσύ, Λουίζα! Μα γιατί, μα γιατί; Ποιος σου ’δωσε αυτήν την άδεια; Η μάνα σου; Μα χωρίς να με ρωτήσει! Λοιπόν εδώ μέσα δεν είμαι τίποτα; Χωρίς να μου ειπεί ένα λόγο; Μα γιατί έτσι; Γιατί με ντροπιάζετε;

Δεν του απάντησαν κι ο γέρος ξακολούθησε σηκώνοντας τη φωνή:

― Αφού είσαστε έτσι, να και γω τι θα κάμω! Ούτε μια κλωστή δε σου δίνω προίκα, γιατί ετόλμησε να σε πειράξει στο σπίτι μου, χωρίς εγώ να ξέρω, αυτό, ένα χωριατόπαιδο. Μας κάνει και τον Εγγλέζο ε! ε! ε! (Και μ’ όλο του το κορμί εμιμήθηκε τα κινήματα του Γουλιέλμου). Ας ξαναφέρει εδώ τα μούτρα του και να τον ιδείς, αν θα φύγει για τη Λόντρα. Τόνε συγυρίζω εγώ! Ο πατέρας του όμως δε σε θέλει. Τ’ ακούς; Γι’ αυτό τόνε στέλνει στη Λόντρα. Μα ας πατήσει εδώ και βλέπει! Θα περάσει καλά μαζί μου κι ας είμαι γέροντας. Αλλά δε θα σε πάρει κι αν τρως τα σίδερα! Ακούς;

Και τα τελευταία λόγια τα ’πε φωνάζοντας τόσο, που τα μέταλλα αντιλάλησαν σ’ εκείνην την κάμαρα. Ήθελε να φωνάξει κι άλλο, αλλά ολομεμιάς εκατάλαβε πως ο θυμός του δεν άφηνε να βγαίνει η φωνή από το λαρύγγι του κι αυτό τον απέλπισε. Η οργή του εγένηκε λύσσα.

Η Λουίζα ωχρή ομπρός του δεν του απαντούσε και φαινότουν να περιπαίζει τα λόγια του μ’ ένα της χαμόγελο, που ’λεγε πως ήξερε να κάνει ό,τι ήθελε, πως θα ’παιρνε το Γουλιέλμο Αρκούδη, αν ήθελε, πως εκείνη όριζε τον εαυτό της και πως τίποτα δεν την εμπόδιζε. Την εκατάλαβε. Ερίχτηκε καταπάνου της για να την αδράξει από τα μαλλιά, αλλά δεν επρόλαβε να την πιάκει, γιατί εύκολα του ’φυγε από τα χέρια κι επήγε κι εκλείστηκε στην κάμαρά της…

Κι ο γέρος έπεσε τότες ξεφρενιασμένος στον παλιό καναπέ. Τα μάτια του εγέμισαν δάκρυα κι ένα αναφιλητό εβγήκε από το στήθος του. Μα η γυναίκα του τώρα τον επλησίασε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη και μ’ ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού της και του ’πε γλυκά:

― Είναι περιττό, πού είσαι, να υποφέρνεις τόσο πολύ και να συγχύζεσαι τόσο… Δεν έχω τα μάτια εγώ ανοιχτά; Δεν εγίνηκε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα η Λουίζα. Της έγραψε. Δεν απάντησε και δε θ’ απαντήσει∙ γιατί θα σου ’κρυβα τα μυστικά του σπιτιού σου;

― Σε γελάει ως κι εσέ, της απάντησε αγριοκοιτάζοντάς την. Η Λουίζα έμοιασε στο αίμα σου. Θα τελειώσει κακά! Κι εσηκώθηκε συγχυσμένος, σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του, για να ξανακατεβεί στο γραφείο του.

― Πού είσαι; του αποκρίθηκε η κυρία του, πώς μπορείς κι είσαι τόσο άδικος;

 

Λεξιλόγιο

7 «πόλεμος όλων εναντίον όλων» (Τόμας Χομπς)

8 αυξανόταν

9 χρεοκοπημένος

 

 

αρχή

 



 

 

1

 

Είχαν περάσει μήνες πάλι∙ κι ήταν άνοιξη πάλι. Στο ωραίο παλάτι του γιατρού Στεριώτη, σε μία μικρή, ψηλή κι ολοκαίνουργη κάμαρη, η Ευλαλία εκαθότουν μπρος στο πιάνο κι έπαιζε. Κι ο Γιώργης Οφιομάχος βυθισμένος σ’ ένα χαμηλό σοφά, με μισόκλειστα μάτια, παρακολουθούσε προσεχτικά τον αρμονικό σκοπό, που ρυθμικά περιπλεγμένος ξετυλιγότουν αδιάκοπα. Από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε δροσερός μπαλσαμωμένος10 αέρας και ξάστερο φως. Ο νους τους ήταν αφοσιωμένος όλος στη μουσική εκείνες τες στιγμές, λησμονώντας τες καθημερινές φροντίδες.

Εφορούσε η Ευλαλία ένα ψιλό πράσινο φόρεμα και με πλατιά μανίκια, που άφηνε να φαίνεται ο αλαβαστρένιος λαιμός της και το νέο της πρόσωπο έλαμπε, ενώ τα δάχτυλά της γλιστρούσαν πάνου στα φιλντισένια τάστα, πότε αργά, πότε γοργά, πότε σμίγοντας μαζί, πότε ανοίγοντας, γεννώντας έτσι τη ρυθμική αρμονία και κάπου κάπου ένα πετράδι εσπιθίριζε. Η μεγάλη σονάτα που ’χε αρχίσει από έναν απλό σκοπό, με μία βαριά συνηχία11, είχε σηκωθεί άξαφνα τεράστια, παρόμοια σ’ ένα μεγάλο οικοδόμημα, μπλέκοντας ξεχωριστές μελωδίες σε μίαν αψιά και παθητική αρμονία, που ολόκληρα και αδιάκοπα υψωνότουν, τρέμοντας, φωνάζοντας, κλαίοντας κι ολομεμιάς ησυχάζοντας∙ κι αδιάκοπα εγενότουν πολυπλοκότερη, προσπαθώντας να ξεχειλίσει στην ανθρώπινη καρδιά, να την κυριέψει με το πάθος της, με την τραγική τρικυμία της, που ανάγκη δεν είχε από λόγια και μεγαλόπρεπη τέλος εκλειούσε έπειτα από μια βαρυσήμαντη σιωπή, με μία νεκρώσιμη ακολουθία, κυλώντας αργά αργά, ρωτώντας κι απαντώντας, οδηγώντας έτσι στην τελική καταστροφή, με πόνο κι έλεος, σα για να δείξει κι εκείνη σκληρή κι άσκοπη μέσα στον κόσμο την ύπαρξη.

― Πόσο είναι όμορφη αυτή η σονάτα! είπε ο Γιώργης ακούοντας ακόμα στ’ αυτιά του όλες τες μελωδίες της.

― Πώς άρεσε και του Άλκη! είπε ντροπαλά η Ευλαλία, ταραγμένη ακόμη από τη συγκίνηση κι αντικρατώντας μ’ ένα χαμόγελο έναν αναστεναγμό, που της ανασήκωνε το στήθος.

― Δε λησμονάς ακόμη; της είπε ο Γιώργης πικρά.

― Ακόμη! του αποκρίθηκε κι ακολούθησε μία μακρινή και θλιβερή σιωπή.

Έφερε στο νου της τα περασμένα. Πόσος καιρός είχε περάσει απ’ όταν είχε παίξει αυτήν την ίδια σονάτα του Άλκη! Ήταν στο σπίτι του πατέρα της, εκεί που τώρα αυτή δεν ήταν πλια, γιατί ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης ήταν άντρας της, άντρας της αληθινά! Κι αυτή η ιδέα της θύμιζε τόσα πράματα, που ήταν υποχρεωμένη να τα κάμει, που δεν ήθελε να τα κάμει… μία ολόκληρη ζωή ανυπόφερτης σκλαβιάς, που εβάραινε απάνου της, αλλά έπρεπε αδιάκοπα να παραδίνεται στον άντρα που δεν αγαπούσε, που δεν έμοιαζε με τον Άλκη, που δεν ήταν ο Άλκης. Αχ! της εφαινότουν τώρα πως εκείνος την είχε μάθει να νιώθει και να αισθάνεται τη γλώσσα εκείνης της μουσικής. Μία γλώσσα σαν άλλου κόσμου, που ανάγκη δεν είχε από λόγια κι ορισμένες έννοιες για να ξηγά τη ζωή, την αγάπη, τον πόθο, για να γεννά μέσα στην καρδιά το φόβο και το έλεος. Εσωμάτωνε η μουσική, σα σ’ ένα όνειρο, την αρμονία της αγάπης, που έλειπε από τη ζωή της, τη δίψα ενού έρωτα, που ξεσκέπαζε της ζωής τα μυστήρια, το θλιβερόν πόνο, που εγινότουν μία άλλη θλίψη, ένα αναθύμημα παρμένο από τούτον τον κόσμο, που εσβηνότουν στον άλλον που τον εδημιουργούσε τ’ όνειρο μιας απέραντης ευτυχίας!

― Γράφει ο Άλκης; ερώτησε άξαφνα κλειώντας τα μάτια.

― Είναι άρρωστος, της αποκρίθηκε ο Γιώργης, απ’ όταν έφυγε από το νησί μας. Τώρα γράφει κάποιο βιβλίο.

Ένα μαύρο σύγνεφο επέρασε μπρος στα μάτια της. Έμεινε κάμποσες στιγμές ακίνητη ακουμπώντας κλειστό στα γόνατά της  της μουσικής το βιβλίο, αναστέναξε, εκούνησε έπειτα το κεφάλι θλιβερά, εσήκωσε τους ώμους κι εστήλωσε το βλέμμα της σα να ονειρευότουν.

Τέλος απίθωσε πάλι ομπρός της το ανοιχτό εκείνο βιβλίο κι εχτύπησαν πάλι τα δάχτυλά της τα φιλντισένια τάστα. Ξανάπαιζε την ίδια σονάτα. Όλη η κάμαρη εγέμισε από τες παθητικές αρμονίες της, που έμπαιναν μέσα στην καρδιά της, συνταράζοντάς την, κάνοντας να ανατριχιάζει το κορμί της, συμφωνώντας μέσα στα βαθύτατα του είναι της με τη λύπη της, σα να της έδινε της μουσικής ο ρυθμός μίαν άλλη ζωή, σα να την έκαναν πλιο πιαστή τα μελωδικά παράπονα.

― Πόσο όμορφη που ’ναι η σονάτα! της ξανάπε ο Γιώργης. Και το τέλος πόσο σπαραχτικό…

Και σε μια στιγμή επρόστεσε με πικρό σαρκασμό:

― Το νεκρώσιμο μέρος έπρεπε να το ’χαν παίξει οι μουσικές στο ξόδι του Βαλσάμη! Αλλά δεν ήρθαν.

― Του Βαλσάμη; είπε πικρά η Ευλαλία.

― Ο άνθρωπος, είπε ο Γιώργης συλλογισμένος, ήταν ανώτερος απ’ ό,τι εφαινότουν στη δυστυχία της ζωής του. Αγαπούσε την Αιμίλια κι επαραδεχότουν ό,τι κι αν έκανε, χωρίς ούτε έναν αναστεναγμό. Την αγαπούσε.

― Μονάχα εκείνος; του ’πε χαμογελώντας. Μα δε βλέπεις πώς παίζει τον Πέτρο Αθάνατο, που τη λατρεύει; Τον έχει μεσίτη για τες άλλες αγάπες της. Και σένα… και σένα!

Αυτήν τη γυναίκα την εφοβότουν. Άκουε τώρα συχνά και τον άντρα της να την εγκωμιάζει. Ήταν γιατρός της. Την εθαύμαζε. Του φαινότουν γυναίκα με δύναμη χαρακτήρα, με τρομερή θέληση, σαν καμωμένη για να εξουσιάζει άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό της εσυμπαθούσε τα σφάλματά της, γι’ αυτό ενόμιζε πως δεν ήταν υποχρεωμένη και κείνη να υποτάζεται σ’ ό,τι ήταν το χρέος για τες άλλες γυναίκες. Είχαν, έλεγε ο γιατρός, αυτό το προνόμιο οι ανώτεροι άνθρωποι∙ και κείνοι μονάχα. Ενώ η Ευλαλία γροικούσε αντιπάθεια μόνο για τη γυναίκα, που ποδοπατούσε την αγάπη, πόκανε όποιον ήθελε να την αγαπήσει. Αισθανότουν μίαν ανίκητη αποστροφή για τη δύναμη του ωραίου κορμιού της και της δυνατής ψυχής της, δεν ήθελε να την ιδεί γυναίκα του αδερφού της, δεν ήθελε να τον φαντάζεται καταδουλωμένον και κείνον σαν τον Περικλή Βαλσάμη, δεν ήθελε να ακουστεί πως κι αυτός εκλειούσε τα μάτια μπρος σ’ όλα τα περασμένα, γιατί η κυρία Αιμίλια ήταν πλούσια! Και την ήξερε εκείνη τη γνώμη της ο Γιώργης.

― Και τώρα, του ξανάπε, τι θα γένει, αδερφέ;

― Τι θα γένει; της απάντησε αναποφάσιστος. Μα ποιος το ξέρει; Πάρε παράδειγμα τον εαυτό σου. Δεν είδες πως η θέλησή μας δεν καταφέρνει τίποτα; Τα πράματα τραβούν το δρόμο τους, δε μας ρωτούν, μας υποτάζουν στην ανάγκη και μας παν όπου θέλουν.

― Μα τι λογαριάζεις να κάμεις; του ’πε πάλι καθίζοντας σιμά του και πιάνοντάς του το χέρι.

― Η πολλή σκέψη κουράζει! της αποκρίθηκε. Ω, παίξε καλύτερα άλλο ένα κομμάτι, θα ξεδώσουμε έτσι κι οι δύο!

Του χαμογέλασε πικρά, τον άκουσε κι εσηκώθηκε χωρίς να ειπεί άλλο λόγο. Εκάθισε μπρος στο πιάνο, εγύρισε καμπόσα φύλλα από το μουσικό βιβλίο κι εχτύπησε την πρώτη συνηχία του καινούριου κομματιού. Αλλά σα να ’θελε ακόμα να ειπεί μίαν ύστερη σκέψη της, εγύρισε το κεφάλι και του ’πε χαμογελώντας πικρά:

― Είσαι σκλάβος της πάλι! Αυτή είναι η ιδέα μου!

Κι εξακολούθησε το παίξιμό της.

Ο Γιώργης δεν της απάντησε. Την εκοίταξε μ’ ένα βλέμμα αγάπης. Πόσο ήθελε να ’ναι στη ζωή της ευτυχισμένη εκείνη! Του μιλούσε, γιατί δεν ήξερε το πάθος της άλλης γυναίκας, γιατί η περασμένη ζωή της την έκανε εκείνην αξιοκατάκριτη στη συνείδηση θυσιασμένης γυναίκας! Την εκοίταζε σιωπηλός.

Η Ευλαλία έπαιζε μία μουσική φαντασία σπαρταριστή και γεμάτη ζωηρότητα. Έπαιζε, έπαιζε, έπαιζε. Τα δάχτυλά της πετούσαν πάνου στα τάστα και το πρόσωπό της χαμογελούσε κι έλαμπε από τη συγκίνηση. Τώρα πίσω από τες πλάτες της η πόρτα της κάμαρης άνοιξε σιγά και ο γιατρός Στεριώτης εμπήκε μέσα, κάνοντας νόημα του Γιώργη να μη μιλήσει κι έμεινε ορθός, μη θέλοντας να την ταράξει.

Ήταν καλοντυμένος, χαρούμενος, το πρόσωπό του εφεγγοβολούσε μ’ ένα χαμόγελο ανάμεσα στα ξανθά του μουστάκια και στα γένια του που δεν ήθελαν ν’ ασπρίσουν κι εφαινόνταν τα μεγάλα του δόντια. Επερίμενε τες ύστερες νότες κι άμα το πιάνο είχε σωπάσει, εγέλασε δυνατά, μ’ ένα πήδημα εβρέθηκε σιμά στο Γιώργη, έτριψε τα χέρια του, τον εχαιρέτησε κι είπε με την χοντρή φωνή του:

― Α,α! διασκεδάζετε εδώ μέσα περίφημα τα δύο αδέρφια!

Η Ευλαλία εγύρισε και τον εκοίταξε μ’ ένα χαμόγελο. Η καλοσύνη της έκανε πάντα εντύπωση. Κι εκείνος επρόστεσε συλλογισμένος:

― Εδώ είναι παράδεισος! Αλλά ο δύστυχος εγώ είμαι άνθρωπος της εργασίας, της επιστήμης και δεν έχω τον καιρό να χαρώ όσο θα ’θελα τη γλυκάδα της μικρής φωλιάς μου. Και την έχτισα εγώ!

Τα δύο αδέρφια εγέλασαν.

― Μα τώρα είμαι άνθρωπος άλλος, ξανάπε ο γιατρός.

― Πού ήσουνε, τον ερώτησε η Ευλαλία ρίχνοντάς του μία φιλική ματιά.

― Ωχ, έκαμε εκείνος, κατεβάζοντας τα μάτια και κοιτάζοντας κρυφά το Γιώργη, σα να τον εφοβότουν. Μου μήνυσε πάλι η Βαλσάμη, ωχ, αυτή η γυναίκα είναι υστερική… Τώρα φοβάται κι αυτή το θάνατο και θα  ‘θελε ολημέρα το γιατρό στο προσκέφαλο, για να τον διώχνει από σιμά της! Αλλά ήμουνα απ’ έξω κάμποση ώρα και σας άκουα. Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω. Αλλά τώρα, Ευλαλία, παίξε και για μένα κάτι! Τα βαθιά πράματα ξέρεις δεν μπαίνουν στο μυαλό μου. Και φυσικά η μουσική δεν είναι η δουλειά μου. Όχι βέβαια! Θέλω μόνο μα με διασκεδάζει έπειτα από την εργασία μου. Να με ξεκουράζει. Ω, παίξε μου κάποιο τραγουδάκι, ίσως από τη Μαντάμ Ανγκό12.

Και η Ευλαλία έκλεισε το βιβλίο που ’χε μπροστά της, εσήκωσε τες πλάτες κι άρχισε να παίζει απ’ έξω μία γνωστή μελωδία. Ο γιατρός την είχε πλησιάσει στο πιάνο και την εκοίταζε μ’ αληθινό θαυμασμό. Και μέσα του εσυχαιρόταν τον εαυτό του με περηφάνεια, γιατί αυτός ήταν ο άντρας εκείνης της νέας κι όμορφης γυναίκας! Άξαφνα εμουρμούρισε με την άθλια γαλλική προφορά του (δεν ημπορούσε να μάθει καμία ξένη γλώσσα), την τελευταία στροφή του τραγουδιού και ξαναγέλασε ξεκαρδισμένος τη στιγμή που το κομμάτι ετέλειωνε.

Εγέλασαν πάλι και τα δύο αδέρφια. Σε λίγο είπε ο Στεριώτης ευχαριστημένος από τον εαυτό του:

― Η συμφερότερη πράξη της ζωής μου ήταν σίγουρα ο γάμος μου! Σας το είπα. Εδώ μέσα είναι παράδεισος.

Κι έκλεισε ξανά τα μάτια. Κι έπειτα συνομίλησαν κι οι τρεις τους για πράματα αδιάφορα κάμποση ώρα.

Η Ευλαλία μία στιγμή είχε φύγει. Κι ο Γιώργης τον ερώτησε τότες ανήσυχος.

― Τι έχει η Βαλσάμη;

― Ω, τίποτα! του αποκρίθηκε μ’ ένα χαμόγελο κλειώντας του το ένα μάτι, της εδιόρισα λίγο μπρομούρο13… Κι έπειτα από μία στιγμή ξακολούθησε συλλογισμένος: Ωραία γυναίκα όμως! Ναι, μα την αλήθεια! Στον τόπο δεν είναι παρά δύο γυναίκες, η μία φυσικά είναι η δική μου, η άλλη είναι η Αιμίλια Βαλσάμη… Χα, χα!

Ο Γιώργης εγέλασε ένα γέλιο βιασμένο. Κι εγέλασε κι εκείνος ανοιχτόκαρδα κοιτάζοντας την Ευλαλία, που ξανακάθιζε στο πιάνο. Η μουσική ξανάρχισε κι οι δύο άντρες άκουαν σκεφτικά τώρα κι οι δύο.

Σε λίγο μία καλοντυμένη υπηρέτρια εμπήκε μέσα κι είπε πως στο γραφείο ο Μίμης Χαντρινός επερίμενε. Το πιάνο έπαψε.

― Ας έρθει εδώ, είπε ο γιατρός.

Κι όταν η υπηρέτρια είχε ξαναβγεί επρόστεσε:

― Μυστικό δεν είναι, θα μου μιλήσει για τες δουλειές σας, γιατί να με βγάλει από σιμά σας;

Η Ευλαλία τον εκοίταξε πειραγμένη, αλλά δεν επρόφερε λέξη.

Σε μια στιγμή ο Χαντρινός εχαιρετούσε με σέβας τα δύο αδέρφια κι έδινε φιλικά του γιατρού το χέρι κι αμέσως άρχισε την ομιλία του καθίζοντας σιμά του.

― Τα χαρτιά, σου τα ’φερα, του ’πε μ’ ένα άσκημο χαμόγελο βγάζοντας ένα μεγάλο πλίκο14 από τη μέσα τσέπη του, αλλά ξέρεις γιατρέ, η υπογραφή του κόντε έχει τώρα πέραση. Δεν κάνουν πλια καμιά συγκατάβαση οι δικαστές, από την ώρα που ’μαθε η πιάτσα πως του λόγου σου πλερώνεις.

― Τους αφήνουμε να κουβεντιάσουν, είπε τώρα πειραγμένος κι ο Γιώργης, κοκκινίζοντας όπως κι εκείνη. Θα προσμείνουμε στο σαλόνι.

― Καλά! τους είπε αδιάφορα ο γιατρός που δεν επρόσεχε τώρα παρά τα χαρτιά του. Καλά! θα σας κράξω.

Κι ενώ τα δύο αδέρφια έβγαιναν από την κάμαρα, τον άκουσαν να λέει σοβαρός του τοκογλύφου:

― Μη βάλεις στο νου σου πως έχεις να κάμεις και τώρα με τον πεθερό μου. Εμέ, Μίμη, δεν μπορείς να με γελάσεις και να θέλεις.

― Εγώ; είπε γελώντας ο άλλος∙ μα σ’ έχω σαν παιδί μου, Αριστείδη μου! Εγώ, εγώ είμαι ο τύπος τση τιμής και τση δικαιοσύνης. Μα τι να σου κάμω; Για τα τρία άλλα χαρτιά που εξέπεσαν θέλουνε όλους τους τόκους απάνου στο λεφτό, δε χαρίζουνε τίποτα!

― Φέρ’ τα! του ’πε αποφασιστικά, πρέπει αυτή η φασαρία να ’χει τέλος! Η αρχή ήταν κακή! Δεν έπρεπε να φορτωθώ τόσες σκοτούρες!

― Εδώ τα ’χω, αποκρίθηκε ο άλλος μ’ ένα δειλό χαμόγελο.

Ο γιατρός τα πήρε στα χέρια του, τα κοίταξε καλά ένα ένα, εκοίταξε έπειτα προσεχτικά τον άνθρωπο και του ’πε ψυχρά:

― Συμφωνάς, Μίμη, με τον πεθερό μου κάποια απάτη! Θα θέλει να ’χει λεφτά για να τα χαλάει… και τα φτιάνετε, φαίνεται, αυτά τώρα! Το μελάνι το βλέπω χλωρό!

Ο τοκογλύφος δεν εφάνηκε πειραγμένος από την προσβολή, εκατέβασε μόνο το βλέμμα και του αποκρίθηκε ήσυχα.

― Εγώ, Αριστείδη μου; Εγώ είμαι ο τύπος τση τιμής και τση δικαιοσύνης! Είμαι κουτός κι αγράμματος και θα ’πρεπε να ’χω την εξυπνάδα σου και τα γράμματά σου, για να μου κατεβαίνουν τέτοιες ιδέες. Ναι, μα την αλήθεια!

― Δεν πλερώνω άλλα, του ’πε αποφασιστικά ο γιατρός. Αυτά είναι όλα;

― Όλα.

― Πήγαινε τώρα! του ξανάπε. Θα τα λογαριάσω με υπομονή.

Κι ενώ ο τοκογλύφος ετοιμαζότουν να φύγει, άνοιξε την πόρτα κι έκραξε με μια φωνή το Γιώργη. Τα δυο αδέρφια ξανάρθαν στο μικρό σαλονάκι.

― Γιατί να φύγετε; τους είπε μ’ ένα χαμόγελο. Μυστικά δεν ελέγαμε. Τώρα όλα τα χαρτιά τα ’χω μαζεμένα στο πορτοφόλι μου. Τ’ αγόρασα με ξεπεσμό. Μα τι έκαμε αυτός ο γέροντας όλον τον καιρό! Θα σας κάμω ένα δάνειο με μακρινή προθεσμία, που θα πλερωθεί λίγο λίγο, θ’ αξήσουν και τα εισοδήματα, γιατί εγώ με το Μίμη θα κυνηγήσω τους χωριάτες όσοι χρωστούνε… έγνοια τους! Και θα φτιαστούνε τα πράματα γλήγορα.

Κι εγέλασε.

― Αυτά όλα, του ’πε με αδιαφορία ο Γιώργης, τα λες με τον πατέρα μου.

― Είδες, είδες, καλή καρδιά που ’χει ο γαμπρός σας; είπε ο Χαντρινός με ψεύτικη συγκίνηση, σαν τη δική μου, μα την αλήθεια. Και το καλό αυτό, αφέντη, μου το χρωστάτε εμέ του ζωύφιου. Ναι, μα την αλήθεια. Και τι κεφάλι τετραπέρατο, ε, ο κυρ Αριστείδης; Σοφό! Ανώτερο από του πατέρα του, που ’καμε την κατάσταση! Ο καλότυχος ο κυρ Αριστείδης έχει όλην την πιάτσα στο συρτάρι του κι έχει τόσες άλλες δουλειές στο νου του! Κι όλες πάνε ρολόγι!

Και λέγοντας έτσι εκουνούσε το ένα του χέρι με τα δύο πρώτα δάχτυλα ενωμένα, ενώ τα μάτια του ελαμπύριζαν μέσα στ’ ωχρό πρόσωπό του. Ο γιατρός ευχαριστημένος από την κολακεία εκοίταξε ολόγυρά του. Κι ο Χαντρινός τους αποχαιρέτησε κι εβγήκε βιαστικά από την πόρτα.

Τώρα κι ο Γιώργης ήθελε να φύγει.

― Δεν έρχεσαι μαζί μας; τον ερώτησε ο γιατρός.

― Όχι, είπε σκεφτικός∙ πρέπει σήμερα κάτι να αποφασίσω.

Και η Ευλαλία είπε:

― Θα ’χα όρεξη να μείνω κι εγώ στο σπίτι∙ έπειτα από τόση μουσική είναι βαριά η καρδιά μου.

― Μη δεν είσαι καλά; της είπε ανήσυχος ο άντρας της μ’ ένα χαμόγελο, απλώνοντας από συνήθεια το χέρι του για να της πιάκει το σφυγμό.

― Όχι καλά είμαι, του ’πε, αλλά θα προτιμούσα να μείνω στο σπίτι.

― Ω, πήγαινε ντύσου! της αποκρίθηκε μ’ ένα άλλο χαμόγελο, υποψιασμένος μην τα λόγια της έκρυβαν κάποια άλλην ιδέα. Δεν επήρα γυναίκα όμορφη κι αρχόντισσα για να την κρύβω από τον κόσμο! Εγώ θέλω να με ζηλεύουν. Πήγαινε ντύσου, Ευλαλία!

Ο Γιώργης την εχαιρέτησε κι εβγήκε από την πόρτα. Και η Ευλαλία δεν έκαμε πλια αντίσταση. Και σε λίγο το αντρόγυνο ανέβαινε στο μονόζυγο αμάξι τους, που ευτύς εξεκίνησε προς το δρόμο της ακροθαλασσιάς.

Ο γιατρός εκαθότουν μέσα περήφανα. Η Ευλαλία βαστούσε χαμηλωμένο το βλέμμα της. Κόσμος πολύς έκανε ξέγνοιαστα τον περίπατό του κι εχαιρότουν το ανοιξιάτικο βράδυ. Οι πρώτοι γνώριμοι που τους εχαιρέτησαν ήταν ο γέροντας ποιητής που ’χε τονίσει σ’ όλους τους ρυθμούς πατριωτικά μόνο κι αυλικά τραγούδια και που παχύς και δυσκολοκίνητος επερπατούσε σιγά με το χρεοκοπημένο τραπεζίτη, τον άντρα της κυρίας Θεοφανώς Χρυσοσπάθη. Και κατόπι σ’ ένα καφενείο είδαν καθισμένον τον τραπεζίτη Αρκούδη, που με το περίλυπο πρόσωπό του θλιβερά εχαμογελούσε κι εστράβιζε∙ ήταν καθισμένος ανάμεσα στες δύο κυρίες Καλλέργη και μαζί τους ήταν και η κυρία Ουρανία Δαφνοπάτη, που εκείνην τη στιγμή ζωηρά τους μιλούσε γελώντας. Κι έπειτα εχαιρέτησαν κι άλλους πολλούς. Κι είδαν ακόμη και το γέρο Οφιομάχο, που τυλιγμένος στην παλιά ρεδιγκότα του, μπρος, σκεβρωμένος, με το χαμόγελο στα χείλη, εγύριζε εκείνην την ώρα σπίτι του. Εσυνόδευε τη γριά του αρχόντισσα, που εκοίταζε περίφοβη γύρω της, σα να μην επρόσμενε τίποτα καλό ούτε αυτήν τη στιγμή και τη θυγατέρα του τη Λουίζα, που έριχνε κάπου κάπου μία ματιά οπίσω της, χωρίς όμως να γυρίζει και το κεφάλι. Ο Γουλιέλμος Αρκούδης με το ψάθινο καπέλο του στο χέρι, ντυμένος με ρούχα εγγλέζικης μόδας, τους ακολουθούσε από σιμά.

Και η Ευλαλία παρατήρησε με μίαν ανατριχίλα πως μία στιγμή ο Γουλιέλμος είχε ζυγώσει την αδερφή της και της άφηκε στο χέρι ένα χαρτάκι, που εκείνη το πήρε βιαστικά και το τρύπωσε μέσα στο χερόχτι της. Εκατάλαβε πως η αδερφή της γλιστρούσε γοργά προς την καταστροφή∙ μα αιστάνθηκε κιόλας πως η ίδια δεν είχε μέσα της τη δύναμη να τη σταματήσει, όπως δεν είχε λάβει τη δύναμη να λυτρώσει τον εαυτό της! Τους εχαιρέτησαν με το χέρι και μ’ ένα χαμόγελο.

Κι έπειτα ο γιατρός εχαιρέτησε πρώτος την κυρία Θεοφανώ Χρυσοσπάθη, εκείνην την ίδια που ήταν σαν αδερφάδες με κάποια βασίλισσα και που ’χε αφιερώσει όλην της τη ζωή στη φιλανθρωπία για μνημόσυνο του πεθαμένου αγαπητικού της. Ήταν σ’ ένα όμορφο αμάξι μαζί με την άσκημη θυγατέρα του Αστέρη και με τον ανιψιό της, που τον είχε φέρει επίτηδες από τα ξένα για να τον παντρέψει.

Και η Ευλαλία εθυμήθηκε πικρά τον άλλον αδερφό της και τες χαμένες ελπίδες του.

Κι έπειτα η άμαξα έφερε το γιατρό και την Ευλαλία έξω από το προάστιο, κυλώντας με γληγοράδα στον καλοστρωμένο δρόμο κι ακολουθώντας πάντα το χαμηλό ακρογιάλι. Η θάλασσα ήταν σαν ένας απέραντος καθρέφτης και ο ήλιος βασιλεύοντας εχρύσωνε τα βουνά σ’ ένα τελευταίο αγκάλιασμα κι έριχνε φως κόκκινο και μαβί και χρυσό στον ουρανό, στα δέντρα, στο πέλαγο. Μία τράτα ψαράδες μισόγυμνοι, πιλαρωμένοι ως το γόνυ ετραβούσαν ρυθμικά τα δίχτυα τους, τραγουδώντας ένα βαρύθυμο τραγούδι για να αλαφραίνουν τους κόπους της άχαρης δουλειάς τους. Και μία γλώσσα γης αντίκρυ είχε πάρει εκείνην την στιγμή πλήθια χρυσοκόκκινη λάμψη κι εκαθρεφτιζότουν γιγαντένια μέσα στη θάλασσα, βάφοντας όλα τα νερά που ανάλαμπαν, ξεκολλώντας μέσαθε από τη σειρά των βουνών που απλωνόνταν πίσωθέ της. Ήταν το παλιό βενέτικο ρειπισμένο κάστρο. Και η Ευλαλία αναθυμήθηκε με ανατριχίλα εκείνην την ώρα, που της μετάδινε τη μελαγχολία της, μ’ έναν πικρόν αναστεναγμό τον Άλκη Σωζόμενο και τα ονείρατα που ’χε κάμει κι εκείνος βλέποντας αυτό το ίδιο ερείπιο, λουσμένο ως και τότες από το ίδιο φως του ήλιου, που δοξασμένα εβασίλευε.

 

2

 

Η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη ήταν πάλι άγρυπνη ακόμη στο κρεβάτι της. Η απελπισία είχε ξεχειλίσει την καρδιά της. Όξω εξημέρωνε.

Ω! δεν μπορούσε να υπομείνει πλια εκείνο το ψυχομάχημα της αγάπης της, που εβαστούσε τώρα τόσους μήνες. Δεν το ’βλεπε λοιπόν πως δεν ήθελε πλια ο Γιώργης να την αγαπάει, πως της έκανε ό,τι μπορούσε να τα βαρεθεί κι η ίδια, πως όταν μιλούσε εξέφευγε το βλέμμα της, πως άδραζε κάθε ευκαιρία για να χύσει λίγο φαρμάκι ακόμη στην καρδιά της, για να την απονεκρώσει, αδιάφορος αυτός για τον πόνο που της προξενούσε; Και το ’ξερε πόσο τον αγαπούσε, ω, το ’ξερε.

Την επήραν τα κλάματα κι έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στο πουπουλένιο προσκέφαλο και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της θερμά κι ήθελε εκείνο το κλάμα να μην ελάβαινε τέλος, ήθελε να ’λιωνε σ’ όλην αυτή τη συφορά της!

Απ’ όταν είχε πεθάνει ο Βαλσάμης, πόσες φορές είχε έρθει; Δυο; Τρεις; Πέντε; Εμετρώνταν στα δάχτυλα. Κι εκείνη τον ήθελε, ω, πόσο τον ήθελε, σαν πρώτα, πάντα σιμά της! Και πώς μπορούσε λοιπόν να την αφήκει σ’ αυτήν τη δίψα, σ’ αυτήν την ταραχή χωρίς να τη λυπάται, χωρίς να ραγίζεται η καρδιά της; Γιατί; Γιατί;

Αφού είχε πεθάνει ο άλλος, για μέρες πάλι ο Γιώργης δεν είχε έρθει στο σπίτι της. Ίσως είχε κάποιο δίκιο τότες. Μα η στιγμή είχε περάσει, είχεν αγαπήσει, είχε μπορέσει και πάλι να νικήσει. Ναι, είχε εκεί ομπρός της μ’ ένα αίσθημα τρόμου στην καρδιά, που το φανέρωνε το ανήσυχο βλέμμα του, το ωχρό του μέτωπο, το παράξενο βιασμένο χαμόγελο στα χείλη του. Είχε έρθει σε μίαν ώρα που ήταν ακόμη κόσμος εκεί, βέβαιος πως δε θα βρισκότουν ο καιρός για να ’ναι μονάχος μαζί της, αλλά τον είχε βαστάξει και δεν είχε λάβει τη δύναμη να της φύγει, όπως βέβαια ήταν η απόφασή του. Τον έβλεπε πώς εκοίταζε με στενοχώρια ολόγυρά του, σα να εζητούσε κάποιον που δεν ήταν πλια εκεί, πώς εκοίταζε την πόρτα σα να ανάμενε να ιδεί από στιγμή σε στιγμή να μπαίνει κάποιος αφανέρωτος ίσκιος! Έτσι της είχε ειπεί ο ίδιος κατόπι.

Επερίμενε να βρει εκείνην την ημέραν σ’ εκείνο το σπίτι αλλαγμένα τα πάντα, να ιδεί τα φυτά μαραμένα στο μεγάλον το διάδρομο, να ιδεί τους τοίχους του σπιτιού παλαιωμένους, να ιδεί πένθιμες τες γελαστές εικόνες που εστόλιζαν το σαλόνι, να βρει τέλος αλλιώτικην κι αυτήν την ίδια. Κι αυτός είχε βρει ξαφνισμένος πως όλα εξακολουθούσαν να υπάρχουν, όπως ήταν πριν πεθάνει εκείνος κι ούτε η καρδιά της, η δόλια η καρδιά της, που τον αγαπούσε όπως πάντα με πόνο και με πόθο δεν είχε καθόλου αλλάξει.

Και τον είχε σύρει η ίδια στην κάμαρή της, για να του δώκει θάρρος και του ’χε παραδώκει παράφορα το κορμί της και την ψυχή της, όπως παραδινότουν πάντα κι αυτός δεν είχε λάβει τη δύναμη να της αντισταθεί, αχ! όχι γιατί η αγάπη τον επλημμύριζε, όχι γιατί η ψυχή του ήταν αδύνατη κι ευκολονίκητη, γιατί είχε συνηθίσει να μην της αντιστέκεται! Αλλά εντρεπότουν εκείνην την αδυναμία του και της είχε μιλήσει παράξενα έπειτα κι έλεγε πως περιφρονούσε τον εαυτό του, γιατί ίσια ίσια έκανε ό,τι δεν ήθελε, ό,τι δεν έπρεπε, ό,τι δεν ήταν σύμφωνο με τη σκληρή μα χρειαστή και δίκαιη απόφασή του. Τέτοια ήταν η αγάπη του! Τέτοια!

Τώρα σε μια στιγμή παραφοράς είπε με το νου της:

― Ας έκανε και κείνη ό,τι έπρεπε σε μία τέτοια μεγάλη και σοβαρή ώρα. Αχ! αρκετά είχε παρακαλέσει, αρκετά είχε ταπεινωθεί, αρκετά είχε δείξει την αδυναμία της. Αρκετά είχε ακούσει πως δεν ήθελε να την πάρει γυναίκα του, έπειτα που την είχε τόσον καιρό ερωμένη του, αρκετά είχε περιμείνει. Ας τον έδιωχνε λοιπόν! Ας δοκίμαζε να του δείξει το θυμό της, την περιφρόνησή της, είχε όλα τα δίκαια, ας του έδειχνε πως θα μπορούσε και να τον μισήσει. Μα θα το κατάφερνε; Θα ’χε τη δύναμη; Ω, τον αγαπούσε! Μα ναι, και για τούτο έτσι θα ’κανε, έτσι έπρεπε να κάμει. Και την επήραν πάλι τα κλάματα…

Τι ιδέες της ερχόνταν στο μυαλό; Τι εικόνες εγεννούσε η φαντασία της; Χωρίς σειρά, χωρίς λογική, σα να μην κυβερνούσε πλια ο νους την κουρασμένη κι άρρωστη σκέψη της!

Εκοίταξε το κόκκινο φως του καντηλιού που ετρεμόσβηνε, αναδίνοντας κάπου κάπου κόκκινες αναλαμπές, σαν την πνοή του ετοιμοθάνατου ανθρώπου κι εσύγκρινε με κείνο το ετοιμόσβηστο φως τον έρωτά τους! Τώρα έπρεπε λοιπόν κι αυτός να σβήσει; Κι όλα τα όνειρα που ’χαν κάμει και που τώρα ημπορούσαν να γίνουν αλήθεια, θα επήγαιναν λοιπόν στον άνεμο; Θα εκαταστρεφότουν λοιπόν έτσι η ζωή της; Όλη η ζωή της μέσα σ’ ένα άφεγγο σκοτάδι;

Και το καντήλι ανάδωκε τότες μία φωτεινότερη αναλαμπή, κάνοντας για μία στιγμή ν’ αχνίζουν οι χαραμάδες του παράθυρου, που εγλυκόφεγγαν από το φως της ημέρας. Έτσι θα ’σβηνε και η αγάπη, είπε με το νου της με μία στενοχώρια που της έσφιξε την καρδιά. Μα μία γυναίκα όπως ήταν η ίδια μία περήφανη, μία τολμηρή γυναίκα, θα παραδινότουν αληθινά άνοπλη στη θλίψη, στη λύπη; Όχι, όχι, αγαπούσε πάρα πολύ, για να μη θέλει στην απελπισία της να κάμει κακό, για να μη μισήσει! Όχι, δε θα ’χε την υπομονή! Αυτή δε θα υπόμενε με καρτερία την περιφρόνηση! Όχι, όχι! Αυτή θα ’καιε τριγύρω της, θα ’καιε, ναι, πολύ πλιο τρομερή από το μικρό καντήλι, που έτριζε τώρα, γιατί το γυαλί εραγιζότουν! Όχι δε θα κοίταζε ποια πρόσωπα θα ’βλαφτε, δε θα την έμελε για τες ανθρώπινες καρδιές που θα πάθαιναν… καλύτερα μάλιστα, αν θα επάθαινε κι εκείνος, δε θα την έμελε για τους πόνους που θα γεννούσε η εκδίκησή της. Τι την έγνοιαζε για τους άλλους, αφού η ίδια ήταν βυθισμένη στην πίκρα, αφού υπόφερνε τα πλιο μαύρα βάσανα, αφού εκαταφρονιότουν το κορμί της, η ψυχή της, ο πόθος της, η αγάπη της! Κι από ποιον; Από κείνον που ήταν το είδωλό της, που γι’ αυτόν θα ’ταν παρέτοιμη να θυσιάσει τα πάντα, ως και τη ζωή της, αν της την ζητούσε! Αν της την ζητούσε μ’ ένα βλέμμα αγάπης. Ω, πόσο τον αγαπούσε!

Κι εβάλθηκε πάλι να κλαίει μ’ ένα μικρό παράπονο. Τώρα πάλι η φαντασία της εδούλευε ακανόνιστα. Της παρουσίαζε σπαραχτικές εικόνες: φόνους, πυρκαγιές, καρβουνιασμένα χαλάσματα. Και η άρρωστη σκέψη της την ορμήνεψε άξαφνα πως έπρεπε να ’βρει τον τρόπο να  ‘χει έτοιμη κιόλας την εκδίκηση. Και ήθελε να τον τιμωρήσει το Γιώργη, τον αγαπημένον άνθρωπο, το μισημένον άνθρωπο, που την άφηνε στο μαρτύριό της, χωρίς έλεος! Ναι, ναι! Και ποια θα ’ταν εκείνη η τιμωρία; Πώς θα ’σπερνε αυτή την καταστροφή ολόγυρά της, καθώς εταίριαζε σε μία γυναίκα σαν εκείνην, περήφανην και ταπεινωμένην, περιφρονημένην στον έρωτά της, σ’ ό,τι ήταν μεγάλο κι αληθινό και σαν άγιο μέσα στην ψυχή της, που δεν έκρυβε, όχι, κανένα ψέμα, καμίαν ποταπότητα!

Και μέσα στην αγωνία της συνεπάρθηκε αυτήν την στιγμή από μίαν αγνώριστη ευχαρίστηση, η καρδιά της εχτύπησε δυνατά, τα μάτια της άνοιξαν. Η αντιπληρωμή της στενοχώριας της, του πόνου της, θα ’ταν μία γλύκα για τη βασανισμένη ψυχή της, η μόνη γλύκα, που θα μπορούσε να δοκιμάσει, αν δεν θα ’χε πλια την αγάπη του.

Κι η φαντασία της τής παρουσίασε πάλι μία μία τες περιπέτειες όλες κάποιου ονείρου, που εύκολα θα μπορούσε να γενεί πραγματικότητα, είδε μπροστά της όλα τα πρόσωπα που θα ’χαν μέρος σ’ ένα θλιβερό δράμα που θα τέλειωνε με μία γενική καταστροφή. Και τα πρόσωπα εκείνα ήταν ο άπιστος, αχ, ο σκληρός, ο αχάριστος, ο αγαπημένος, όχι, ο μισημένος άνθρωπος, που τώρα πλια είχε χορτάσει την αγάπη της, αφού της είχε πάρει όλη τη φλόγα της νιότης της και που θα την παραιτούσε τώρα, ζητώντας καινούριες περιπέτειες, άλλες αγάπες πλιο μικρές, πλιο ασήμαντες, πλιο εύκολες, αδιάφορος πλια για κείνην, που τον ελαχταρούσε και τώρα ακόμη, ενώ εμελετούσε τη σκληρή της εκδίκηση, γιατί η αγάπη του ήταν γι’ αυτήν μια ανάγκη της ζωής, μια στενοχώρια που της έσφιγγε την καρδιά κι εφοβέριζε να την πνίξει. Κι έπειτα η αδερφή του η Ευλαλία, αυτή που από την αρχή δεν την αγαπούσε, καθώς εβαριότουν κιόλας την οικογένεια του Γιώργη, αυτή, ναι, που την εθεωρούσαν όλοι το αγγελικό κι αθώο θύμα της κοινωνίας και που την εθύμωνε την κυρία Αιμίλια, γιατί επερνούσε τη ζωή της μέσα στο αγνό της μαρτύριο. Κι έπειτα ο άντρας της Ευλαλίας, ο δυνατός άνθρωπος, με το ξανθό γενάκι, ο άνθρωπος της μελέτης και της ενέργειας, που ήξερε πάντα τι ήθελε, που ελύγιζε όλα κάτου από τη θέλησή του, που υπόταζε τους άλλους και στο ύστερο ενικούσε. Και η σκέψη της άξαφνα εσταμάτησε, γιατί αναθυμήθηκε με στενοχώρια τη μορφή του ανθρώπου εκείνου, που στο μισοσκόταδο της κάμαρής της τής φάνηκε αδιόρθωτα άσκημη, αδριά, χοντρή, μεγάλη, χυδαία και την εσύγκρινε αθέλητα με το ευγενικό πρόσωπο του Γιώργη, με τη σπάνιά του χάρη. Κι εσυμπόνεσε την άτυχη Ευλαλία, που υποχρεωμένη ήταν να τον έχει πάντα σιμά της, να μοιράζει μ’ εκείνον το κρεβάτι της. Ω, αυτή η ίδια δε θα μπορούσε ποτέ της να το υποφέρει ένα πράμα τέτοιο. Το πρόσωπό του θα της κινούσε αδιάκοπα την αγανάκτησή της, δε θα μπορούσε ποτέ να συνηθίσει τους τρόπους του.

Τον έβλεπε τώρα συχνά, γιατί ήταν γιατρός της, γιατί της εχρειαζόνταν τα γιατρικά που της διόριζε, είχε ανάγκη από ησυχαστικά φάρμακα, από υπνωτικά, αλλιώς τα χαλασμένα της νεύρα θα ’σπαζαν, τόσο, της έλεγε, ήταν τεντωμένα. Τον έβλεπε κάθε μέρα, πες κάθε δεύτερη μέρα, δύο φορές τη βδομάδα τουλάχιστο. Επάσκιζε να δείχνεται ευτυχισμένος, ακόμη δεν έπαυε να εγκωμιάζει την Ευλαλία του, να κηρύχνει όλες τες χάρες της κι ωστόσο από τα ίδια του τα ενθουσιασμένα λόγια εφαινότουν πόσο ήταν εκείνη ψυχρή μαζί του, πόσο ήταν μάταιες οι προσπάθειες που έκανε, για να της βγάλει από το νου την αγάπη της την πρώτη, για να γένει τέλος πάντων δική του κι η ψυχή της γυναίκας του. Δεν είχε βέβαια παράπονο κανένα από κείνην, το εναντίο, αλλά την έβλεπε πάντα σα βαρύθυμη κι όταν εγελούσε κι όταν έπαιζε στο πιάνο τη σοβαρή μουσική της, είχε πάντα σαν ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, που εκείνο ο γιατρός ήθελε να της το σβήσει με τα πλούτη του, με την αγάπη του, με την αδέξια αφοσίωσή του. Α, ήταν τόσο κωμικός με το ξανθό του γενάκι, όταν της εξομολογιόταν με αλλόκοτον τρόπο αυτά τα μυστικά του, που δεν ήταν ακόμη πικρά. Καθισμένος σιμά της, σα να της εγύρευε μια συμβουλή της. Και πώς εγέλασε μέσα της η κυρία Αιμίλια, γιατί ούτε ο γιατρός ούτε η Ευλαλία δεν της κινούσαν τη συμπάθεια.

Την άφηνε κιόλας να ιδεί με τα εγκώμια που έκανε στην οικογένεια των Οφιομάχων, πως και κάποια άλλα ιδιαίτερα τον εψύχραιναν. Κανένας απ’ όλους τους, ούτε η Ευλαλία ούτε τ’ αδέρφια της ούτε ο γέρος ούτε και η αρχόντισσα δεν τον εθεωρούσαν όμοιό τους, όλοι τους επροσπαθούσαν να του κρύβουν πως είχε κολλήσει ακάλεστος στο σπίτι τους, γιατί είχαν ξεπέσει και η προσπάθειά τους αυτή εφαινότουν κάθε στιγμή και δεν μπορούσε να τον αφήνει αδιάφορον κι αναγκαζότουν να προσπαθεί και κείνος να τους δείχνεται ανώτερός τους, προικισμένος με χαρίσματα αληθινά, που δεν τα ’βλεπαν οι Οφιομάχοι μήτε στ’ όνειρό τους, γι’ αυτό είχε δεχτεί την υποψηφιότητα που του πρόσφερνε ο κύριος υπουργός, γι’ αυτό έκανε τόσα γιατρικά υπομνήματα στην Ακαδημία των Παρισίων, ήθελε να τους δείξει πως ο ίδιος δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας, ότι ήταν χρήσιμος στην κοινωνία, χρήσιμος στην επιστήμη, ανώτερος, πολύ ανώτερος απ’ όλους τους ντόπιους αριστοκράτες, απ’ όλους αυτούς τους ζητιάνους. Αυτός επεριφρονούσε τα μεγάλα ονόματα, έπρεπε να τον καταλάβουν οι Οφιομάχοι. Της μιλούσε συχνά για κάποια φυσιολογικά πειράματα που ήθελε να κάμει. Αυτή εβαρυνότουν τόσο τα λόγια του. Η μύγα, έλεγε, δείχνει τρομερή αντίσταση στα μικρόβια, στες τοξίνες, γιατί μ’ αυτά τρέφεται, το στόμα της είναι αληθινό απολυμαντήριο. Το ζήτημα είναι πώς μπορεί να μεταδοθεί αυτή η ανοσία στον άνθρωπο με κάποιον θεραπευτικόν ορό βγαλμένον από κείνην. Δεν είχαν τέλος αυτές οι ομιλίες του κι εγενότουν τόσο ενοχλητικός, ήταν τόσο ανυπόφερτη η συντροφιά του! Κι όμως, κι όμως… Αν έπρεπε αν εκδικηθεί το Γιώργη; Αν έπρεπε;

Η στενοχώρια της έσφιξε πάλι την καρδιά και την έκαμε να πονέσει και σε μία στιγμή πλιο μαύρης απελπισίας ακόμη, είπε παράφορα με το νου της. Και μ’ εκείνον! Και μ’ εκείνον!

Και αναταράχτηκε ανατριχιασμένη από αυτόν το στοχασμό, ανοίγοντας μεγάλα τα μάτια της, σφίγγοντας τα χέρια της, βαστώντας περίφοβη την πνοή της. Η σκέψη εκείνη ερχότουν βέβαια από την κόλαση, ήταν κάτι τρομερό, κάτι αδύνατο, που δε θα γινότουν. Η δόλια της καρδιά εδιψούσε μόνο την αγάπη! Ω, πώς θα φιλούσε εκείνην τη στιγμή, ίσια ίσια, το αγαπημένο στόμα του Γιώργη! Πώς θα ντρεπότουν μπροστά του γι’ αυτόν το στοχασμό της! Ας ήταν μονάχα σιμά της!

    Αλλά η σκέψη της ωστόσο ξακολουθούσε το δρόμο της απελπισμένα: -Και μ’ εκείνον! Και μ’ εκείνον! Αυτή, ναι, γιατί αγαπούσε, θα ’χε την αληθινή δύναμη ν’ ανάψει μίαν πυρκαγιά! Εχαμογέλασε πικρά κι εκούνησε μέσα στα προσκέφαλά της το κεφάλι. Ήταν κι εκείνη δυνατός άνθρωπος, δυνατός και στην αγάπη και στο μίσος. Μα απόδιωξε πάλι την ιδέα που ήθελε να την τυραννήσει, πασκίζοντας να ξαναφέρει στο νου της τες πλιο τρυφερές στιγμές του έρωτά της, την αγάπη της μάνας της, τες στιγμές του θανάτου του πατέρα της, ό,τι της ήταν πλιο τρυφερά αλησμόνητο. Ω,  η καρδιά της δεν ήταν σκληρή, ήταν έτοιμη πάντα ν’ αγαπήσει, πάντα να δακρύσει από αγάπη. Μα δεν μπορούσε, αχ, να παραδεχτεί τόση περιφρόνηση, τόσο άδικη κακία από μέρος εκεινού του ανθρώπου! Και για τούτο ήταν γλυκιά η εκδίκηση, για τούτο εγέμιζε κακία η καρδιά της, για τούτο ημπορούσε τώρα να πάρει αυτόν το γλιστερό κατήφορο. Τα πρώτα ποιήματα είχαν γίνει κιόλας, μόνο η αγάπη του πάλι θα την εγλίτωνε, ω ναι, η αγάπη του.

Κι εξακολούθησε να πλάθει φοβερά όνειρα. Επάσκιζε να μη βρίσκει τόσο άσκημη τη μορφή του γιατρού, επάσκιζε να θαυμάσει τη δραστήρια ψυχή του, το δυνατό χαρακτήρα του, τον πλούτο του, την επιστήμη του, το ανοιχτό στάδιο που ‘χε εμπρός του στην κοινωνία και στην πολιτική και τώρα εχαιρότουν η καρδιά της βλέποντας σε κείνο το όνειρο την πίκρα του Γιώργη που θα ζήλευε απελπισμένος, τη μετάνοιά του, γιατί είχε ξαπολύσει ο ίδιος τόσην καταστροφή απάνου στα θλιβερά χαλάσματα του σπιτιού του!

Κι άξαφνα η ιδέα της αποτυπώθηκε σε μια λιγόλογη φράση, που την επρόφεραν καθαρά τα φρυμένα της χείλη: -Θα τον έπαιρνε της Ευλαλίας! Θα κατέστρεφε, είπε, τους Οφιομάχους. Κι ετρόμαξε πάλι για την απόφασή της και σύγκορμη αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε! Πόσο άρρωστα εδούλευε ο νους της! Ένας ίδρος ψιλός και κρύος επερίβρεχε το σώμα της και τα μάτια της ορθάνοιχτα εκοίταξαν και ερευνούσαν μήπως άνθρωπος κανένας ή φάντασμα κανένα την είχαν ακούσει. Αλλά πάλι μέσα από τα βάθη της ψυχής της ξαναβγήκε τυραννικά ένα ρώτημα. «Πώς, πώς θα το κατάφερνε την ώρα της ανάγκης;» Κι εκατάλαβε πως αγάλι ωστόσο εσυνήθιζε σ’ εκείνην την ιδέα, γιατί ο νους της εβρέθηκε παρέτοιμος στο ακατανόμαστο έργο. Δύσκολο δε θα ’ταν. Ήξερε πως άρεσε η ίδια του γιατρού, ήταν όμορφη, ήταν νέα! Και θα ’ξερε να τον τραβήξει σιμά της και να τον βαστάξει μ’ όλες τες τέχνες του έρωτα, μ’ όλες, μ’ όλες… και θα τον έπαιρνε για πάντα της Ευλαλίας, θα επικραινότουν η Ευλαλία, ήταν αδιάφορο, αλλά οι Οφιομάχοι θα ’χαναν το στήριγμά τους, τα χρέη θα τους εκυρίευαν, θα ’πεφταν πάλι στη φτώχεια, θα ’χαν άσκοπα θυσιάσει την Ευλαλία! Αυτή θα ’ταν η εκδίκησή της. Καλά εσυλλογιζότουν ο νους της. Ναι, ναι!

Το στόμα της ήταν φρυμένο, το καντήλι είχε σβήσει, αναζήτησε με το χέρι του νερού το ποτήρι, που ήταν σιμά της και το χέρι της άγγιξε την κρύα μεριά του κρεβατιού κι ανατρίχιασε. Και την ίδια στιγμή στην κάμαρα έτριξε κάποιο έπιπλο και με φόβο υποψίασε πως άνοιγε σιγά σιγά η πόρτα και της εφάνηκε πως κάποιος έμπαινε μέσα εκείνην τη στιγμή κι αυτός ο κάποιος ήταν ο ίσκιος εκείνου κι εφαντάστηκε  τρομαγμένη από την εντύπωση πως ο ίσκιος επροχωρούσε, πως ήθελε να ’ρθει να πλαγιάσει σιμά της και το μισό της κορμί εκρύωσε και το αίμα επάγωσε μέσα στην καρδιά της. Δεν ημπόρεσε να βγάλει παρά μία μικρή μουγγή φωνή κι αναπετάχτηκε στη στιγμή κι έκαμε φως με το κερί της. Και το φως την ησύχασε αμέσως, εκοίταξε ολόγυρά της. Είχε ξημερώσει. Όλα τα έπιπλα ήταν στη θέση τους, το ρολόγι ακολουθούσε τον ατέλειωτο δρόμο του. Στο κρεβάτι της ήταν μονάχη, όπως είχε πλαγιάσει. Η πόρτα ήταν κλειστή.

Εχαμογέλασε ησυχασμένη.

Αλλά το ονειροπλάκωμα έδωκε άλλην τροπή στη σκέψη της. Το χαμόγελό της εγίνηκε πικρό. Κι είπε με το νου της, ενώ εξαναπλάγιαζε κουρασμένη: Εκείνος απέθανε! Κι εσυλλογίστηκε τον άτυχον άνθρωπο που ’χε σταθεί ο πρώτος της άντρας. Εθυμήθηκε την άχαρη ζωή του σιμά της και τον πρώιμο θάνατό του. Ηθέλησε να ξαναφέρει στο μυαλό της το γλυκό του το πρόσωπο, όπως το ’χε γνωρίσει τον πρώτο καιρό του γάμου τους, αλλά το ’χε λησμονήσει. Η αρρώστια τον είχε αλλάξει τόσο, που οι παλαιές του φωτογραφίες δεν του ’μοιαζαν πλια καθόλου. Δεν ήταν πλια ούτε όμορφος, ούτε γερός, ούτε πρόσχαρος σαν τότες. Της ήρθε στο νου η κίτρινη χλωμάδα του, η αδύνατη και διάφανη όψη του, η φωνή του, που μεταβιάς ακουόταν, τα βουλισμένα μάτια του που ο πυρετός τα θόλωνε κάθε βράδυ. Τον τελευταίο καιρό μάλιστα είχε καταντήσει σαν σκέλεθρο και όλα τα πιθέματά του ελέγαν τον πόνο της ψυχής του. Αχ! ως και η ίδια τον είχε κάμει να υποφέρει, και δεν της το ’δειχνε… Εθυμότουν πώς την εκοίταζε, σαν κάτι ανώτερο από τον εαυτό του, υποταγμένος χωρίς θυμό, χωρίς παράπονα κι έτσι είχε περάσει χρόνια σιμά της, περισσότερο πατέρας παρά άντρας της, θυσιάζοντας κάθε στιγμή κάτι από τον εαυτό του, παρέτοιμος πάντα να τη συνοδεύει παντού, σε χορούς, σε θέατρα ευτυχισμένος, όταν έβλεπε να βασιλεύει.

Η αρρώστια του όμως όλο δούλευε, όλο επροχωρούσε μέσα του, σαπίζοντας τα σπλάχνα του, λιώνοντας το σώμα του, βαθουλώνοντας τα μάγουλά του, που εφαινόνταν συχνά ροδοκόκκινα. Και έτσι εσβηνότουν σιγά σιγά ο μάρτυρας, που δεν είχε μπορέσει ποτέ ούτε ν’ αγαπήσει με πάθος ουδέ να μισήσει με πάθος και που έμνησκε σαν αδιάφορος στον πόνο δεχόμενος τη σκληρή τη μοίρα, καταπεισμένος πως αλλιώς δεν ήταν δυνατό να ζει κανείς, παρά κουβαλώντας μ’ υπομονή τον άθλιο σταυρό του. Και του εφαινόνταν οι γεροί άνθρωποι, όπως ήταν αυτή η ίδια, όπως ήταν ο Γιώργης, σαν πλάσματα άλλου κόσμου, με δικαιώματα απάνου στη ζωή και την ευτυχία, γιατί ήξεραν να υποτάξουν τη ζωή και να της πάρουν τα καλά της. Η κυρία Αιμίλια αναθυμότουν το υγρό του βλέμμα, που την παρακολουθούσε, όπου κι αν επήγαινε μέσα στην κάμαρα, βλέμμα ανθρώπου νικημένου, που δεν τολμούσε πλια να ζητήσει τίποτα, βλέμμα κρυφής αγάπης ίσως, γιατί παρόμοια εκοίταζε και το φίλο του, τον Πέτρο Αθάνατο, που εβρισκότουν όλες τες στιγμές στο προσκέφαλό του και που εγελούσε συχνά με το άσκημο γέλιο του. Κι είχε έρθει τέλος η μέρα του θανάτου του.

Ήταν άνοιξη κι ήταν απόγιομα. Ένας βήχας ξερός και μία στενοχώρια απαρηγόρητη τον είχε τυραννήσει όλην την περασμένη νύχτα και στες πρωινές ώρες εκείνη η στενοχώρια του είχε αξήσει τόσο, που ο άρρωστος περιμαζεύοντας τη λίγη δύναμή του επάσκισε για στερνή φορά να πεταχτεί από το κρεβάτι, προσπαθώντας ακόμη να ξεφύγει το θάνατο. Κι έπειτα προς το μεσημέρι είχε ησυχάσει πάλι, είχε ξαναπλαγιάσει στο κρεβάτι και το ιδρωμένο και διάφανο πρόσωπό του είχε πάρει μίαν αλλόκοτη ειδή που κανείς στη ζωή δεν του την είχε γνωρίσει. Από τ’ ανοιχτά παράθυρα έμπαινε στην κάμαρα ο ήλιος, ένας ήλιος ζεστός και κόκκινος. Και μία αχτίδα χρυσή του ’λουζε το κεφάλι πλέκοντας γύρω στα μαλλιά του σαν ένα φωτοστέφανο και ακουόνταν στα κλαριά των δέντρων, σιμά πολύ στα παράθυρα, δύο πουλιά που εκελαδούσαν και έμπαινε μέσα η μυρωδιά της άνοιξης από κείνα τα δέντρα που ολοένα ανθούσαν.

Κι ήταν γύρω στο κρεβάτι ο γιατρός Στεριώτης, που ήθελε να φύγει, βλέποντας που δεν είχε πλια να βοηθήσει κι ο Πέτρος Αθάνατος μ’ όψη σκληρή κι ασυγκίνητη και ο ίδιος ο Γιώργης Οφιομάχος κι εκείνη. Κι εγρικούσαν όλοι σε κάθε μακρινή αναπνοή του αρρώστου, ένα ρίγος στο κορμί τους, γιατί επερίμεναν από στιγμή σε στιγμή το θάνατο και δεν εμιλούσε κανείς τους και κανείς δεν εκοίταζε τον άλλον, παρά ήταν όλοι συγκινημένοι από την απλή και τρομαχτική μεγαλοπρέπεια εκείνης της ώρας. Ο άνθρωπος επέθαινε με κατάνυξη, καθώς το ‘χε προμελετήσει. Ο γιατρός Στεριώτης άλαλος του ‘δωκε το χέρι και τον εκοίταξε με περίλυπο βλέμμα και μ’ ένα πικρό χαμόγελο. Και ο ετοιμοθάνατος μη μπορώντας ν’ αποδώσει το χαιρετισμό εκούνησε ανάλαφρα ένα δάχτυλό του κι είπε με σβησμένη φωνή: «Αύριο υπογράφεις, γιατρέ, τη θανή μου!» Κι επικροχαμογέλασε κι εκείνος. Κι έριξε έπειτα ένα βλέμμα συμπόνιας κι ευγνωμοσύνης στον Πέτρο κι ένα δάκρυ χοντρό εκύλησε από τα μάτια του, ενώ τα χείλη του του ‘λεγαν: «Γεια σου!» Κι έφερε το βλέμμα του γύρω σα να ‘θελε ν’ αποχαιρετήσει ως και τα πράματα που αγαπούσε κι εκοίταξε τέλος πικρά αυτήν την ίδια με μία ματιά που εφανέρωνε έναν άπειρον πόθο αγάπης κι ένα χαμόγελο έφεξε στα χείλη του, το στερνό της ζωής του! Κι αυτήν τη στιγμή εταράχτηκε όλος κι εκοίταξε την πόρτα, σα να ‘θελε να ριχτεί όξω, σαν κάτι να τον έδιωχνε από κείνο το σπίτι. Κι εκείνη η ίδια ηθέλησε κάτι να ειπεί κι άρχισαν να κινιούνται τα χείλη της για να μιλήσουν, μα αυτήν τη στιγμή τα μάτια του Βαλσάμη εστυλωθήκαν κι εθόλωσαν μαζί με την αχτίδα του ήλιου που δεν έπεφτε πλια απάνου στα μαλλιά του.

Το κερί ήταν αναμμένο σιμά της, αλλά ήταν μέρα∙ και κουρασμένη η κυρία Αιμίλια από την ανησυχία όλης εκείνης της νύχτας, έκλεισε τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε.

 

 

Εξύπνησε προς το μεσημέρι κι έμαθε από την υπηρέτρια πως ο Γιώργης επερίμενε από ώρα στο σαλόνι∙ δεν είχε θελήσει εκείνος να την ξυπνήσουν.

Τον εδέχτηκε στο κρεβάτι. Ήταν σκοτάδι εκεί μέσα∙ το κερί χωνεμένο έκαιε ακόμη αλλ’ εφώτιζε λίγο την κάμαρη. Κι ο Γιώργης, θαμπωμένος από το φως της μέρας, άκουσε μόνο τη φωνή της που τον εχαιρετούσε και δεν είδε ευθύς αμέσως παρά τες μπρούτζινες κολώνες του κρεβατιού που το φως του κεριού τες έκανε να λάμπουν. Σιγά σιγά όμως εσυνήθιζε στο λίγο φως κι είδε το κεφάλι της με τες χοντρές πλεξίδες, μέσα από τα μεταξωτά σκεπάσματα και το λευκό γυμνό της χέρι που επρόβαλλε από το λευκό πλατύ ποκάμισο και που απλωμένο τον χαιρετούσε.

Τον εκάλεσε να καθίσει σιμά της σε καρέκλα, που ήταν δίπλα στο προσκέφαλο.

Την άκουσε. Της χαμογέλασε κοιτάζοντάς την και της έπιασε το χέρι.

― Τι νύχτα ήταν τούτη! του ‘πε κουνώντας τ’ όμορφο κεφάλι της η κυρία Βαλσάμη, ο νους μου απόψε, χωρίς να το θέλω, εδούλευε στο κακό, εμελετούσε καταστροφές μονάχα! Και ξέρεις γιατί; Είναι περίεργο, γιατί η καρδιά μου σ’ αγαπά πάρα πολύ. Μα εσύ δεν το βλέπεις.

Και του ‘σφιξε το χέρι∙ και τα μάτια της τον εκοίταξαν παράφορα ζητώντας το φιλί, που αργούσε να το δώκει. Γιατί αργούσε; Και μάλιστα εκείνην την ημέρα που έπρεπε να σβηστεί τόση στενοχώρια, που έπρεπε να λησμονηθούν τόσοι πικροί στοχασμοί, τόσες άσκημες ώρες;

Της χαμογέλασε σα φοβισμένος και της είπε σκεφτικός:

    -Οι τελευταίες στιγμές του ήταν τόσο θλιβερές!

― Ναι, του απάντησε αλλά η ζωή μένει δική μας! Και του τίναξε μ’ ένα άλλο χαμόγελο το χέρι και τον εκοίταξε ξεταστικά στο πρόσωπο. Ένα χαμόγελο της εφώτισε την όψη: Ερχότουν σήμερα εκεί ο Γιώργης μετανιωμένος ζητώντας πάλι την αγάπη της, θέλοντας να της ξηγήσει τη διαγωγή του; Η χαρά έκαμε να χτυπήσει γλήγορα η καρδιά της. Τον εκοίταξε τρυφερά.

Ο Γιώργης της φίλησε το χέρι που βαστούσε το δικό του και μια σιωπή ακολούθησε. Αλλά εκατάλαβαν πως για πρώτη φορά στη ζωή τους ο ένας εφοβότουν τον άλλον, ο ένας εκρυβότουν από τον άλλον. Κάτι ηθέλησε να του ειπεί που δεν εβγήκε από τα χείλη της και το λησμόνησε αμέσως, γιατί την κοίταξε κατάματα.

― Θα ‘σαι δικός μου; του ξανάπε με πάθος, καθίζοντας στο κρεβάτι της και ρίχνοντας πίσω τες βαριές της πλεξίδες, ω Γιώργη, ω Γιώργη!

Κάτου από τες δαντέλες του ποκάμισού της, ο κόρφος της έτρεμε. Έσιαζε μ’ ένα χέρι τα μαλλιά της και το μάτι της ακατάπαυτα τον εκοίταζε υγρό∙ με μία φλόγα προσπαθούσε να μπει στην καρδιά του. Και του ‘πε πάλι με το ίδιο πάθος:

― Πώς σ’ επερίμενα! Ω, δεν μπορείς παρά να ‘σαι δικός μου, δεν είναι αλήθεια; Το κατάλαβες και γι’ αυτό ήρθες. Δεν είναι αλήθεια, αγαπημένε;

Και ενώ επρόφερε τούτα τα λόγια αισθανότουν μια γλύκα αδιήγητη και μιαν αλάφρωση ωραία στην καρδιά της. Πόσο ήταν ευτυχισμένη εκείνην τη στιγμή, πόβλεπε πως ήταν ανάγκη να ‘ναι σκληρή, πως η ζωή της αυτή θ’ άλλαζε δρόμο από κείνην την ημέρα κι αυτή η άδολη χαρά που ησύχαζε έτσι την ταραγμένη ψυχή της εκαθρεφτιζότουν στο πρόσωπό της, στα ωραία της τα μάτια, στα σαρκερά της χείλη που χαμογελούσαν ακόμα.

Του χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι, τον εκοίταξε στα μάτια, έμεινε σιωπηλή κάμποσες στιγμές, σα να ρωτούσε αν αληθινά ήταν εκείνος σιμά της και ποθώντας ν’ ακούσει τη φωνή του. Και του ‘πε πάλι με καρδιοχτύπι:

― Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ! Δε σ’ αφήνω πλια να φύγεις από σιμά μου, μέσα από τα χέρια μου, ω Γιώργη, ω Γιώργη! Ω, μίλησέ μου!

Και του αγκάλιασε άξαφνα με το ένα της χέρι το λαιμό και του ‘σφιξε το αγαπημένο κεφάλι πάνω στο πλούσιο στήθος της κι επέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του κι ένας βαθύς αναστεναγμός εβγήκε μέσα από τα βάθη της καρδιάς της. Κι ο Γιώργης σα μεθυσμένος εκείνην τη στιγμή από τα χάδια της, συνεπαρμένος απ’ όλην εκείνη τη γυναικεία σάρκα, που εσπαρταρούσε τόσο σιμά του και που τον ετραβούσε με ανίκητη δύναμη, εφίλησε πρώτα το μπράτσο της Αιμίλιας που ‘χε γυμνωθεί, γιατί ένα κομπί είχε ξηλωθεί στο αγκάλιασμα κι εκατάλαβε πως κι εκείνην την ημέρα ο πόθος του για την όμορφη γυναίκα ήταν δυνατός τόσο, όσο και τες πρώτες μέρες της γνωριμίας τους. Εβρέθηκε στην αγκαλιά της. Τα φιλιά τους έπεφταν τώρα βροχή, δυνατά, φλογερά, χωρίς τέλος. Αυτές τες στιγμές ελησμονούσαν κι οι δυο τους τα πάντα. Τους στοχασμούς τους, τες πίκρες τους. Δεν εθυμότουν πλια ο Γιώργης τι είχε αποφασίσει να της πει εκείνην την ημέρα, δεν εθυμότουν πλια η Αιμίλια τους σκοτεινούς σκοπούς της, παρά το χέρι του έσφιγγε παράφορα τη μέση της, το στόμα της παράφορα εζητούσε το δικό του, το κορμί τους έτρεμε, τα ρουθούνια τους ανοιγοκλειούσαν και κάθε στιγμή το αγκάλιασμά τους εγινότουν σφιχτότερο και τα φιλιά φλογερότερα κι ο νους τους όλο εθολωνότουν σε μια μέθη αχόρταστης επιθυμίας.

Ήταν τώρα καθισμένος σιμά της και της είπε σα να αποτέλειωνε κάποιον συλλογισμό του:

― Ω, να μην ήσουν πλούσια!

Τον εκοίταξε παράξενα ανησυχώντας άξαφνα και του απάντησε μ’ ένα χαμόγλεο:

― Τι σκέση έχει αυτό με την αγάπη;

Και του αγκάλιασε πάλι το κεφάλι, σα να ‘θελε να μην τον αφήκει να μιλήσει.

― Είμαι πλούσια, του ξανάπε με το ίδιο χαμόγελο. Και για ποιον άλλον, παρά για σε; Για ποιον άλλον; Ποιος θα ‘ναι στον κόσμο ευτυχισμένος όπως εσύ;

Εμιλούσε σα μέσαθε από ένα όνειρο και σαν ευχαριστώντας τον για τες στιγμές της ευτυχίας. Πώς μπορούσε όμως εκείνος ο ίδιος άνθρωπος να συλλογίζεται ακόμη και να διστάζει; Πώς μπορούσε να μη βλέπει ομπρός του, όπως το ‘βλεπε εκείνη, πως στο χέρι τους ήταν να γίνει παντοτινή η ευτυχία τους;

― Αχάριστε! του ξανάπε με το ίδιο χαμόγελο.

Δεν της απάντησε. Τον εκοίταξε μ’ ένα βλέμμα θολό, γιατί της ξαναρχότουν στο νου η στενοχώρια της περασμένης νύχτας, όλη η λύπη του τελευταίου καιρού που την ετρόμαζε και που δεν ήθελε να ξαναρχίσει. Και τα μάτια της έλαμψαν. Του είπε με πάθος:

― Δεν αξίζει λοιπόν στα μάτια σου τίποτα ο έρωτας μιανής γυναίκας; Ο έρωτάς μου;

― Πώς, πώς! διαμαρτυρήθηκε ζωηρά.

Κι η φωνή εκείνη έβγαινε αθέλητα από το στόμα του. Αμέσως εστοχάστηκε όλην την αδυναμία του χαρακτήρα του. Ήταν κι αυτός γιος του πατέρα του. Είχε έρθει εκεί χωρίς να το θέλει, για να της εξηγήσει, έλεγε με τον εαυτό του, αυτό που ενόμιζε πως ήταν το χρέος του. Αυτή η φορά θα ‘ταν η ύστερη που επήγαινε στο σπίτι της, αφού εκείνη δεν ήθελε να ξακολουθήσει πλια η παράνομη σκέση τους. Ένα όμως ήταν βέβαιο, πως αυτός δεν ημπορούσε να πουληθεί στα πλούτη της. Η καρδιά του δεν το ‘στεργε, όσο ο νους του μπορούσε σωστά να δουλεύει δεν θα το ‘κανε, δεν έπρεπε ποτέ να το λησμονήσει αυτό. Όχι, αυτό δε θα το ‘κανε. Κι ήξερε ωστόσο πως ο χωρισμός του ήταν δύσκολος, γιατί κιόλας τον εσυγκινούσε η γυναίκα που αγαπούσε, γιατί δεν επιθυμούσε να την πικράνει κι έβλεπε πως τον επαράσερνε, πως έκανε στο τέλος εκείνη ό,τι ήθελε, έβλεπε πως έμενε ομπρός της βουβός ή εμιλούσε αλλιώς παρά όπως είχε αποφασίσει, κι εφοβότουν μήπως έπαιρνε αδιόρθωτα τον κατήφορο. Όχι, όχι, αυτό ήταν το μόνο πράγμα που δε θα ‘κανε αυτός ο Γιώργης Οφιομάχος.

― Λοιπόν; του ξανάπε ανήσυχη.

Της εχαμογέλασε κατεβάζοντας το βλέφαρο αθέλητα πάλι.

― Ω Γιώργη, του φώναξε με το ίδιο πάθος, μ’ αγαπούσες, το ξέρω. Μία γυναίκα ποτέ δε γελιέται κι ήσουν ο πρώτος, ήσουν εσύ που μ’ έκαμες να γνωρίσω τι είναι αγάπη, να ζήσω την ανησυχία της, πάντα μ’ ένα χτυποκάρδι, πάντα φοβισμένη μην την έχανα! Ω Γιώργη, το ξέρεις. Και η αγάπη μου δεν έσφαλε σε τίποτα.

― Όχι, της είπε συγκινημένος, σε τίποτα. Κι εκατέβασε το βλέμμα θυμώνοντας με τον εαυτό του, γιατί έδειχνε πάλι την αδυναμία του.

― Λοιπόν; του ξανάπε μ’ ελπίδα.

Εκείνος αναστέναξε βαστώντας χαμηλωμένο το πρόσωπο.

― Πόσους καιρούς είσαι μαζί μου! Ο κόσμος περιμένει το γάμο μας. Με ρωτούν για σένα, σα να ‘σουνε κιόλας άντρας μου… Δεν το βλέπεις πως ό,τι άλλο εγενότουν θα ‘ταν παράξενο;

Τα λόγια της όμως δεν τον ξαρμάτωσαν. Δεν ήταν εκείνα πόπρεπε να ειπεί αυτήν τη στιγμή. Τον έκαμαν αντίς, να βρει το θάρρος του και της είπε:

― Μιλούν έτσι κρίνοντας βέβαια από τον εαυτό τους!

Τον εκοίταξε κατάματα πειραγμένη από την περιφρόνηση. Ο θυμός τής ανέβαινε στο κεφάλι, αλλά εκρατήθηκε, θέλοντας ακόμη να βαστάξει ζωντανή την ελπίδα.

Της ξανάπε γλυκά:

― Αστόχαστη δεν είσαι, Αιμίλια. Μα κατάλαβε τέλος πως τα πλούτη σου είναι αδιόρθωτο εμπόδιο. Πώς να στο πω;

Τα ρουθούνια της ανοιγόκλεισαν, η όψη της αγαπούσε πάντα εκείνον τον άνθρωπο, που ήταν παρέτοιμη να τον μισήσει! Αχ, τον εκοίταξε κατάματα κι έβιασε τον εαυτό της να χαμογελάσει, ελπίζοντας ακόμη να νικήσει την αντίστασή του, παρέτοιμη τότες πάλι να πέσει στην αγκαλιά του, να σβήσει στην αγάπη της κάθε της κακία. Μα εκείνος της εμιλούσε πάλι, της εμιλούσε τόσο ψυχρά.

― Δε θα ‘θελα, Αιμίλια, να σε πικράνω. Μα κατάλαβε η ίδια! Φυσικά θέλεις να ‘σαι γυναίκα μου και λόγος δεν υπάρχει, τα πράματα να ξακολουθήσουν έτσι. Φυσικά, φυσικά… Αλλά, Αιμίλια, είμαι τόσο φτωχός κι είναι ανάγκες γεμάτο το σπίτι μου, το ξέρεις. Και ξέρεις πως ζούμε ανάμεσα σε κόσμο κι ο κόσμος έχει τα μάτια ανοιχτά. Τι άλλο θα ειπούν όλοι εκείνοι που σήμερα βρίσκουν φυσικό το γάμο μας, παρά πως ο φτωχός Οφιομάχος δεν είναι αρκετά τρελός για να περιφρονεί τόσο χρήμα!

Τον εκοίταξε θυμωμένη κι ο νους της εμελέτησε μία στιγμή την εκδίκησή της. Της ξανάπε συγκινημένος:

― Ω συμπάθησε, Αιμίλια, αν πικραίνω την αγάπη σου. Δε θα ‘μαστε πάντα φίλοι;

― Έτσι; Έτσι; του ‘πε πικρά, έτσι πλερώνουν οι άντρες την αγάπη; Δε μου λες όλην την αλήθεια, Γιώργη, και κρύβεις την πικρότερη σκέψη. Τι να συμπαθήσω; Αφού με σπρώχνεις στην απελπισία και στην τρέλα; Τι να συμπαθήσω;

Εκαθότουν στην καρέκλα, σιμά στο προσκέφαλό της, κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια του και δεν της απαντούσε. Εκείνη ήταν θυμωμένη κι ανήσυχη μέσα στο κρεβάτι της. Του ξεσκέπασε το πρόσωπο και τον υποχρέωσε να την κοιτάξει. Το βλέμμα της ήταν άγριο, ένα ανατρίχιασμα οργής εδιάβαινε το κορμί της. Μα ημπόρεσε ακόμη να βασταχτεί κι έβαλε στη φωνή της και στα λόγια της όση γλυκάδα μπορούσε ακόμη:

― Όχι, όχι, Γιώργη! Δε σ’ αφήνω να φύγεις, δεν μπορώ να σ’ αφήκω, θα μένεις δικός μου κι έτσι όπως ήσουν ως τώρα. Ας λέει ό,τι θέλει ο κόσμος. Πάρε μόνο καιρό και θα ιδούμε… Τίποτα, τίποτα δε μας βιάζει! Δε θα μου φύγεις!

Ο τρόπος της πάλι τον εκλόνιζε. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και τα μάτια της εδάκρυζαν και καθώς εμιλούσε με κείνο το πάθος, τα στήθη της εσάλευαν. Τον εκοίταξε πάλι κατάματα κι εσώπασαν λίγες στιγμές κι οι δυο. Εκείνη κάτι ανάμενε. Της εχαμογέλασε.

Εκατάλαβε τι εδηλούσε εκείνο το χαμόγελο, μα εφοβήθηκε πως τα λόγια της δε θα εσάλευαν περσότερο την απόφασή του∙ η περηφάνεια της εκυρίεψε άξαφνα όλην την καρδιά και του ‘πε σα λαβωμένη:

― Α, έτσι με θέλεις, ε;

Και τώρα άφηκε το θυμό της να ξεχειλίσει.

― Είσαι σκληρός, ως και συ! Δε μ’ αγαπούσες ποτέ! Μ’ απάτησες, ήθελες να διασκεδάσεις όπως όλοι! Ξέρω τι ήθελες, ξέρω. Να ‘χω πάντα έναν άντρα σαν το Βαλσάμη, αδύνατον, άρρωστον, που να μη θυμώνει, να μην ενοχλεί, για να γελάς εσύ μαζί του! Ήθελες έτσι να μ’ έχεις. Και ντρέπεσαι τώρα τα πλούτη μου τάχα, γιατί ντρέπεσαι εμένα. Δεν είναι έτσι; Λέγε! Λέγε!

Την εκοίταξε φοβισμένος, αλλά της είπε ψυχρά και με κακία:

― Ναι, Αιμίλια!

Εκείνη άλλαξε όλα τα χρώματα. Η αγάπη της λοιπόν δεν ήταν αρκετή για να την εξαγνίσει; Κι ετολμούσε ο άκαρδος άνθρωπος να προφέρει μ’ εκείνον τον τρόπο την αδιόρθωτη προσβολή του. Γι’ αυτό την εθεωρούσε κατώτερή του, ανάξια για κείνον, γι’ αυτό επεριφρονούσε τα πλούτη της; Γι’ αυτό δεν ημπορούσε να την αγαπήσει; Μα από την αρχή βέβαια δεν την αγαπούσε, την εγελούσε, την εγελούσε και μία στιγμή πρωτύτερα! Η αγάπη δε γνωρίζει κανένα εμπόδιο!

Ένα άλλο κύμα οργής της ανέβηκε στο κεφάλι.

― Ζητιάνε περήφανε! του ‘πε με περιφρόνηση. Δεν επούλησες την Ευλαλία;

Η βρισιά έκαμε το Γιώργη ν’ αλλάξει χρώμα. Εκατάλαβε πως εκείνη τη στιγμή κάτι εχαλιότουν αδιόρθωτα μεταξύ τους. Εκατάλαβε πως κι ο ίδιος εθύμωσε.

― Ας χωριστούμε, της είπε τρέμοντας και δίνοντάς της το χέρι, σαν άνθρωποι που αγαπήθηκαν.

Τα λόγια του την όργισαν περσότερο. Είχε ελπίσει πως θα εφοβότουν το θυμό της, πως θα ‘πεφτε ίσως γονατιστός ζητώντας την αγάπη της, επερίμενε τουλάχιστο ένα ξέσπασμα οργής από μέρος του, θα εδεχότουν τες βρισιές του, την αγανάχτησή του, τους άσκημους τρόπους του, γιατί ήξερε πως κάποιες στιγμές η αγάπη γίνεται διαβατάρικο μίσος στου ανθρώπου την καρδιά, που μαλάζεται έπειτα με τη μετάνοια.

Και τον έβρισε πάλι:

― Αχάριστε! ζητιάνε! παλιάνθρωπε!

Και τον έπιακε από το χέρι και τον εκουνούσε μ’ όλη της τη δύναμη γονατίζοντας στο κρεβάτι:

― Παλιάνθρωπε, Οφιομάχε!

Ο Γιώργης μ’ ένα κίνημα ελευτέρωσε το χέρι του. Η απόφασή του είχε δυναμώσει. Η ψυχή του ήταν αδιάφορη τώρα. Ήξερε πως δεν έπρεπε να της απαντήσει. Μα θέλοντας να δώκει τέλος στην άπρεπη σκηνή εσηκώθηκε κι εγύρισε προς την πόρτα, για να φύγει.

Εκείνη εμάνιζε, τον έβριζε πάντα κι εβγαίναν στριγγλές φωνές από το στόμα της. Άξαφνα εβρέθηκε ομπρός του, ντυμένη μόνο με το ποκάμισο. Τα μάτια της ήταν θολά από το θυμό κι είχε άσπρο αφρό στα χείλη.

― Θα μου φύγεις, ε; του φώναξε.

Και τον έπιασε από το χέρι κι από τον τράχηλο και χωρίς να ξέρει πλια τι κάνει έμπασε τα μακριά της νύχια στο κρέας του. Αυτός αναταράχτηκε από τον πόνο, αλλά δεν εμίλησε.

― Έτσι, ε; θα μου φύγεις!

Κι επάσκιζε να τον κρατήσει ακίνητον στη θέση του και τον ετάραζε σύγκορμον, ενώ σκυμμένος εκείνος επροχωρούσε δύσκολα προς την πόρτα, σέρνοντάς την κατόπι του, πασκίζοντας να της λύσει τα χέρια χωρίς να την κάμει να πονέσει. Και η Αιμίλια εκατάλαβε τώρα πως όλες της οι προσπάθειες ήταν χαμένες κι εβάλθηκε να τον χτυπάει στο κεφάλι και στες πλάτες, αδέξια και με τα δυο της χέρια, τρέχοντας κατόπι του. Και του φώναξε:

― Φύγε, φύγε λοιπόν! Φύγε από μπρος μου, ζητιάνε! Φύγε! Εγώ σας διορθώνω.

Εκείνος εβάλθηκε να γελάσει, ενώ έπιανε το πόμολο της πόρτας. Και το γέλιο του ερέθισε τρομερά την οργή της. Εμπόρεσε να τον σταματήσει κι εδίπλωσε απάνω τα χτυπήματα με λύσσα. Επάσκιζε να του σκίσει τες σάρκες, του ‘δειχνε τα δόντια, τον έσπρωξε με δύναμη στη μέση της κάμαρας κι έπειτα πάλι προς την πόρτα, δέρνοντάς τον αδιάκοπα κι ολομεμιάς του άνοιξε η ίδια, τον έφτυσε κατά πρόσωπο, τον έσπρωξε με τα δυο της χέρια κι εχτύπησε δυνατά την πόρτα κατόπι του.

Εκείνος απ’ όξω εγέλασε πάλι φεύγοντας και ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη θυμό και μίσος σ’ εκείνην την κάμαρα. Και η κυρία Αιμίλια κουρασμένη, απελπισμένη, χωρίς πνοή επερπάτησε κάμποσο στην κάμαρά της. Ο θυμός της δεν έπεφτε. Έπλεκε μαζί τα δάχτυλα των χεριών της, άκουε ένα βάρος στο στήθος της, τ’ αυτιά της εβούιζαν, η καρδιά της ήταν φαρμακερή, μέσα στο μυαλό της ετριγύριζε φοβερή η σκέψη πως όλα ήταν χαμένα και άναφτε η δίψα της αντιπληρωμής μ’ ανίκητο πάθος. Τέλος έπεσε πάλι στο κρεβάτι της κι εβάλθηκε πικρά να κλαίει.

 

Συγχυσμένος και βαρύθυμος ο Γιώργης δεν επήγε στο σπίτι του παρά προς το βράδυ. Εκεί ο πατέρας του εμάνιζε. Οι φωνές του ακουόνταν από μακριά στο δρόμο. Οι δύο γέροι ήταν μονάχοι στην τραπεζαρία. Η μητέρα εκαθότουν σιμά στο μεγάλο τραπέζι κι έκρυβε το πρόσωπό της στα χέρια της∙ ο Οφιομάχος, τυλιγμένος στην παλιά ρεδιγκότα του, επερπατούσε απάνου κάτου στην κάμαρα βάζοντας κάθε τόσο μία μεγάλη φωνή.

Καθώς είδε το Γιώργη να μπαίνει μέσα, εσταμάτησε, εκοκκίνισε, άνοιξε τα μάτια του και του φώναξε δυνατά:

― Έφυγε, έφυγε!

Κι η μητέρα του έβαλε κάτω τα χέρια της και με τα μάτια της, που ήταν πλημμυρισμένα δάκρυα, εκοίταξε περίλυπα τον υγιό της, σα να του ζητούσε την προστασία του.

― Ποιος; Ποιος; είπε ο Γιώργης σαν αποβλακωμένος κα κοιτάζοντας ολόγυρά του.

― Η Λουίζα! εφώναξε ο πατέρας μ’ όση δύναμη είχε στα στήθη, ενώ η μάνα αναλύθηκε σ’ ένα αναφιλητό.

Ο Γιώργης εσάστισε, το μυαλό του δεν είχε πλια δύναμη να σκεφτεί. Σήμερα λοιπόν ήθελε η τύχη ν’ αδειάσει απάνω του όλα όσα του ‘χε φυλαμένα; Τι άκουε πάλι;

― Η Λουίζα! εψιθύρισε ωχρός, πέφτοντας στο βαθύ καναπέ.

― Ναι! ξαναφώναξε ο γέρος ξακολουθώντας τον περίπατό του, ναι! Έμοιασε στο γένος της μάνας σας. Έμοιασε εκεί! Από το σπίτι μας δεν το ‘καμε ακόμη καμία. Είναι η πρώτη. Την κατάρα μου να ‘χει! Εντρόπιασε τ’ άσπρα μου τα γένια! Εντρόπιασε όλο το γένος της!

― Μα θα τη στεφανώσει βέβαια! είπε κλαίοντας σιγαλά η μητέρα, όχι Γιώργη; Ο Γουλιέλμος είναι τίμιο παιδί! Κι έχει τίμιον πατέρα.

― Εσύ τα ‘καμες όλα! της ξαναφώναξε ο γέρος. Και κρυφά μου! Κι εκλειούσες τα μάτια, γιατί έλεγες πως θα την έπαιρνε. Σου την επήρε! Το είδες; Το είδες; Αυτό το χωριατόπαιδο.

― Η καημένη! ξανάπε η μάνα. Ω δε βαστούσε πλια εδώ μέσα, στη γρίνια, στη στέρηση!

― Γι’ αυτό επροτίμησε την ατιμία! ούρλιαζε ο γέρος κοιτάζοντας ολόγυρά του, σα να γύρευε κάτι, για να το συντρίψει. Εσύ λοιπόν τα ‘καμες έτσι! Εσύ η μάνα! Και της παίρνεις τώρα τα δίκια της καταραμένης. Φταις εσύ, εσύ για όσα εγινήκαν εδώ μέσα.

― Θα της δώκω όλο το δικό μου, για να τη στεφανώσει, ξανάπε μ’ αγωνία η μητέρα. Ό,τι κι αν έχω ας το πάρει εκείνη, ας το χαίρεται με τον άντρα πόβρηκε. Ναι.

Και τα δάκρυα δεν την άφηναν να προχωρήσει.

― Μου ήταν γραφτό, είπε πάλι ο πατέρας ησυχάζοντας λίγο, μου ήταν γραφτό να δοκιμάσω ως κι αυτήν την πίκρα, ως κι αυτήν την ατιμία! Ω, Θεέ μου! Μα φταίω εγώ, γιατί εσυμπεθέρεψα μ’ ένα σόι άτιμο από την αρχή του! Άτιμο, άτιμο! το πλιο άτιμο της χώρας!

Και λέγοντας έτσι, χλωμός μέσα στη φυσική κοκκινάδα του, εκατέβηκε στο γραφείο αφήνοντας μάνα και γιο περίλυπους. Εκεί επερπάτησε απελπισμένος κάμποση ώρα. Οι εικόνες των προγόνων του τον εκοίταζαν μέσαθε από τες παλαιωμένες κορνίζες τους. Τους εκοίταζε κι εκείνος με μίσος. Το σιδεροαρματωμένον πολεμιστή, που ‘χε πολεμήσει με τους Βενετούς στο Μωριά και στην Κρήτη, τους αρχόντους με τες λευκές περούκες τους, τες ωραίες ξεστήθωτες κυρίες με το γλυκό τους χαμόγελο, τες εκατέβασε όλες από τους τοίχους τραβώντας τες με οργή, βρίζοντας κάθε πρόσωπο με τ’ όνομά του, φτυώντας και αναθεματίζοντας και τες εχαλούσε πατώντας τες και μ’ ένα σουγιά του γραφείου του, τους έβγαζε κατά γης τα μάτια κι έσκιζε τον παλαιό μουσαμά τους.

Τέλος κουρασμένος ακούμπησε στον παλιό καναπέ του κι εβάλθηκε να κλαίει με πικρό παράπονο κι ακουότουν κάθε τόσο η φωνή του, πόκραζε μ’ αναστεναγμούς τη θυγατέρα του ή που την εκαταριότουν.

― Λουίζα μου! Λουίζα μου! Ω καταραμένη!

Σε λίγο η γυναίκα του κι ο Γιώργης εκατέβηκαν στο γραφείο για να τον ιδούν. Τους εδέχτηκε με μία ματιά από μίσος. και η γυναίκα του, που ‘χε ακούσει το κλάμα του και το παράπονό του, του ‘πε μ’ έναν βαθύν αναστεναγμό.

― Στην άλλη ζωή, ο Θεός θα θυμηθεί τα πάθη σου και θα σου συμπαθήσει πολλές αμαρτίες, γιατί η καρδιά σου είναι γεμάτη πικραμένη αγάπη. Συμπάθησέ την.

― Ω ποτέ! εφώναξε κρύβοντας το πρόσωπό του και δείχνοντας με το δάχτυλο την πόρτα. Ω ποτέ! Κι εξακολούθησε να κλαίει.

 

3

 

Ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης εδιάβαζε συγκινημένος στο ωραίο του γραφείο το υπόμνημά του, που το ‘βλεπε τυπωμένο στο Δελτίο της γιατρικής Ακαδημίας των Παρισίων. Εδιάβαζε μ’ έμφαση, μεγαλόφωνα, θαυμάζοντας το ύφος του, την περίπλοκη και σοφή φρασεολογία του, τους κακόηχους και βάρβαρους επιστημονικούς όρους, που κάποιους τους είχε πλάσει ο ίδιος και κάθε τόσο εσταματούσε στην ανάγνωσή του συγκεφαλαιώνοντας στο μυαλό του τα διαβασμένα, ευχαριστημένος από την κανονική διατύπωσή τους, από τη λογική τους μέθοδο, από τον τρόπο του που εξονύχιζε όλα τα ζητήματα ως τα τελευταία καθέκαστα. Η Ακαδημία είχε καταλάβει τέλος πάντων πόσο σπουδαία ήταν εκείνη η μελέτη του, γι’ αυτό και την είχε τυπώσει ολόκληρη στο δελτίο της, χωρίς να την περικόψει καθόλου, όπως αυτός ο ίδιος την είχε γράψει σε γαλλική γλώσσα! Α την ήξερε κατάβαθα αυτήν την ωραία γλώσσα, τη μεταχειριζότουν σαν τη δική του, καλύτερα ίσως, γιατί εκφράζει πολύ ευκολότερα τες επιστημονικές ιδέες. Δεκαέξι σελίδες έπιανε το υπόμνημά του και αποκάτου η υπογραφή του, τ’ όνομά του φαρδύ πλατύ με κεφαλαία γράμματα, σε γαλλική γλώσσα. Ήταν ωραιότερο ακόμη, γιατί γαλλικά δεν εθύμιζε τίποτα. Τώρα σε λίγο θα ‘κραζε την Ευλαλία να της δείξει το Δελτίο, θα την άφηνε να το φυλλομετρήσει, χωρίς να της ειπεί τίποτα, θα παραμόνευε μόνο το πρόσωπό της για να ιδεί τι εντύπωση θα της έκανε η καινούρια αυτή δόξα πόπαιρνε τ’ όνομά του…Δόξα βέβαια! Ποιοι από τους ντόπιους επιστήμονες ετύπωναν υπομνήματα στο Δελτίο της γιατρικής Ακαδημίας των Παρισίων; Μάλιστα, των Παρισίων! Πόσοι από τους Έλληνες γιατρούς; Θα ‘θελε να της το ξαναδιαβάσει ο ίδιος της Ευλαλίας, θα τον ευχαριστούσε πολύ να της το διάβαζε, θα το θαύμαζε βέβαια κι εκείνη, αν το καταλάβαινε, θα εθαύμαζε τουλάχιστο όσα θα καταλάβαινε, ήταν τόσο πλούσιο σε ιδέες, σε επιστημονικούς νεωτερισμούς, γι’ αυτό ίσια ίσια θα ‘κανε θόρυβο και σε λίγο, χωρίς άλλο, θ’ άρχιζε να το συζητεί ο επιστημονικός κόσμος. Βέβαια η σοφή Γερμανία πρώτη. Και θα περνούσε τ’ όνομά του και στον καθημερινό τύπο, θα εσυζητούσαν την ανακάλυψή του στα τέσσερα άκρα της γης. Φυσικά κάτι θα ‘πρεπε να κάμει κι ο ίδιος, δε θ’ άφηνε έτσι τα πράματα, θα ‘στελνε αντίτυπα του Δελτίου στον αθηναϊκό τύπο, θα παρακαλούσε τους δημοσιογράφους που εγνώριζε κάτι να γράψουν, όσο για τα ντόπια φύλλα, λίγο τον έμελε για κείνα αλλά φυσικά θα του τύπωναν ό,τι ήθελε, όσους επαίνους ήθελε, εύκολα θα τον εκήρυχναν και κορυφή ακόμη της επιστήμης. Ο ίδιος όμως ήταν καταπεισμένος πως τον άξιζε αυτόν τον τίτλο, τόσο ήταν σημαντικό το υπόμνημά του. Οι άλλοι έπρεπε να τον αναγνωρίσουν και το μέσο ήταν ο τύπος!

Κι εξακολουθούσε την ανάγνωσή του, χαϊδεύοντας το ξανθό γενάκι του, στραβώνοντας το κεφάλι του, χαμογελώντας με τα ωχρά του χείλη. Το άτονο βλέμμα του έβγαζε κάποτε ασυνήθιστες λάμψεις και η άκρη του ματιού υγραινότουν από τη συγκίνησή του. «Το ζώο, άρχιζε το υπόμνημά του, που κατ’ εξοχήν είναι αρμόδιο για μικροβιολογικά και βιολογικά πειράματα είναι ο χοίρος. Πρώτο επειδή, όπως είπαν και οι παλαιοί Έλληνες, οι αθάνατοι πρόγονοί μας, είναι ομοιόστατο με τον άνθρωπο και δεύτερο επειδή έχει δυνατόν οργανισμό, που αντέχει σε τόσες τοξίνες και τόσες διάστασες, καθώς το αποδείχνουν οι πτωμαΐνες και οι άλλες ουσίες που το τρέφουν, φαρμακερές όλες για τον άνθρωπο και τα επίλοιπα μαστοφόρα∙ απόδειξη κιόλας η εγχείρηση του ευνουχισμού της θηλυκιάς γουρούνας, μια καθαρή λαπαροτομία, που γίνεται στα χωριά της Ελλάδας σ’ έναν τρόπο τελείως πρωτόγονο και χωρίς ανάγκη καμίας αντισηψίας…»

Φυσικά, αυτή η επιστημονική του δόξα θα τον εβοηθούσε περίφημα και στους άλλους σκοπούς του. Ο κύριος υπουργός θα μπορούσε να υπερηφανευτεί πως ο υποψήφιός του, ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης, δεν ήταν ο πρώτος τυχόντας, θα ημπορούσε να το βροντοφωνήσει στους χωριάτες ψηφοφόρους, μεθαύριο ως και στη Βουλή. Εκεί θα έμπαινε πλια σαν ξακουσμένος άνθρωπος, θα ‘χε βαρύτητα η γνώμη του, δε θα μπορούσε να αρνηθεί κανένας πως ο ίδιος ήταν μια από τες προσωπικότητες του τόπου και το καλύτερο απ’ όλα: δεν είχε ανάγκη κανέναν, γιατί ήταν κι αυτός πλούσιος. Κι όχι πλούσιος σαν τους άλλους, τους νωθρούς κι ανόητους ανθρώπους! Αυτός εδούλευε, ήταν χρήσιμος στην κοινωνία με την επιστήμη του, με την αγαθοεργία του, δεν έχανε τον καιρό του, ο μακαρίτης ο πατέρας του δεν είχε εργαστεί του κάκου τόσα χρόνια για να του αφήκει μιαν περιουσία! Με πόσους κόπους, με πόση στέρηση, με πόσα φαρμάκια είχε συνάξει εκείνος λίγα λίγα τα λεφτά του!

Μα ας έκραζε επί τέλους την Ευλαλία. Ήταν περίεργος να ιδεί το πρόσωπό της μπρος σ’ αυτήν την επιτυχία. Θα ‘μενε και τότες πάλι αδιάφορη; Τι αλλόκοτη γυναίκα ήταν κι αυτή η Ευλαλία! Κανένα πράμα δεν της έκανε εντύπωση. Κι ωστόσο το ωραίο τους το σπίτι δεν είχε εκείνην την ανυπόφερτη μυρωδιά του ξεπεσμού, που την εγνώριζε τόσο καλά εκείνη. Κι αυτός ο ίδιος μη δεν ήταν γεμάτος φροντίδες για την καλοπέρασή της, μη δεν εθυσίαζε αρκετές ώρες από τες μελέτες του, από τα πειράματά του, από την πελατεία του, για να ξανατρέχει όλα τα περιουσιακά μπερδέματα των Οφιομάχων; Δεν είχε βέβαια παράπονο κανένα από την Ευλαλία, κανένα, αλλά αισθανότουν πως δεν τον αγαπούσε όσο του άξιζε, όσο άξιζε σ’ έναν άνθρωπο σαν εκείνο, ίσως όμως τώρα θ’ αποχτούσε ομπρός της καινούριο γόητρο με τες μοναδικές του επιτυχίες και ο πάγος θα εραγιζότουν τέλος! Ας μην εσυλλογιζότουν κιόλας πάρα πολύ αυτή την ασήμαντη δυσαρέσκεια. Από τη γυναίκα ο άντρας έπρεπε να παίρνει ό,τι ημπορούσε να του δώκει. Ο Καρλάιλ πολύ σωστά έλεγε πως ο αισθηματισμός είναι η αρρώστια του αιώνα μας. Ο ανώτερος άνθρωπος έπρεπε να ‘ναι απαλλαγμένος από αυτές τες αδυναμίες, έπρεπε να ξέρει πως η γυναίκα ήταν πλάσμα με μικρό νου, με αλλόκοτη σκέψη και πως μαζί της η συνεννόηση ήταν αδύνατη. Το μόνο που ο άντρας ημπορούσε ν’ απαιτήσει από αυτήν ήταν η συζυγική πίστη κι αυτήν έπρεπε το κράτος με τους νόμους να την εξασφαλίζει, αφού αναγνώριζε σα θεμέλιο λίθο του την οικογένεια και αρχηγό της οικογένειας τον άντρα. Αλλά ο γιατρός ήταν βέβαιος πως από την Ευλαλία δεν είχε να κιντυνέψει. Ο Άλκης Σωζόμενος, η παιδική της αδυναμία δεν ήταν πλια εκεί, αυτόν τον είχε κατανικήσει ο γιατρός Στεριώτης, η μονομαχία τους δεν μπορούσε να τελειώσει παρά έτσι σύμφωνα μ’ ένα γενικό νόμο της βιολογίας, εκείνος έπρεπε να κάμει τόπο στον πλιο δυνατό… και πόσο ελεεινά είχαν ραπιστεί όλες του οι ουτοπίες, όλες του οι ανούσιες κι ανώφελες μεταρρυθμιστικές ιδέες, αυτές δεν ημπορούσαν ποτέ να πετύχουν σ’ αυτόν τον τόπο, που δεν τες εσήκωνε. Τι ήταν τώρα ο Άλκης: ένα ερείπιο σωματικό και ψυχικό, ένας ξενητεμένος που έπινε δυνατά πιοτά κι αυτά βέβαια δεν θα ‘χαν κανένα καλό αποτέλεσμα! Αλλά και στον τόπο να ‘χε μείνει ο Άλκης, θα ‘ξερε αυτός ο ίδιος να προστατέψει την τιμή του. Οι πόρτες του σπιτιού του ήταν κλειδωμένες για όλους τους νέους, έπρεπε να ‘ναι ήσυχος από κείνο το μέρος, για να μπορεί ν’ αφοσιωθεί στες σπουδές του κι είχε μπροστά του ένα καλό παράδειγμα τον Περικλή Βαλσάμη! Α, αυτός ο δύστυχος! Αλλά έφταιγε εκείνος, έπρεπε να ‘χε λογαριάσει καλά τη λίγη του δύναμη και την ασθένειά του, έπρεπε να γνωρίζει τι γυναίκα έπαιρνε!  

Μ’ αυτήν ο Γιώργης, ο αδερφός της γυναίκας του, είχε διασκεδάσει βέβαια περίφημα, σαν αγαπητικιά ήταν μοναδική, ήταν αξιοζήλευτη η Αιμίλια! Του άρεσε και του ίδιου αυτή η γυναίκα, την εγνώριζε καλά, τώρα την έβλεπε κάθε μέρα, εγνώριζε όλο το κορμί της! Οι γιατροί έχουν αυτό το προνόμιο! Και φυσικά αυτό ευκολαίνει όλες τες ερωτικές εργολαβίες. Ήταν πραγματικά μία ωραία γυναίκα η Αιμίλια Βαλσάμη και κανείς άλλος δε θα μπορούσε να ‘ναι τόσο ζώο, ώστε να τη χάσει από τα χέρια του, παρά αυτός ο Γιώργης! Στην κουταμάρα έμοιαζε κι αυτός του πατέρα του. Ήταν όλοι τόσο κουτοί οι Οφιομάχοι, αρσενικοί και θηλυκοί, εχάνονταν μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό, όλοι τους. Γι’ αυτό και η Ευλαλία δεν μπορούσε να ‘ναι ευτυχισμένη μαζί του, είχε κι αυτή τα μυαλά τους. Πόσο διαφορετική ήταν η κυρία Αιμίλια!

Τον εσυμπαθούσε φαίνεται από καιρό, άλλος τύπος γυναίκας εκείνη. Από καιρό αυτή ευχαριστιότουν για κάθε κοινωνική του επιτυχία. Είχε χαρεί ως και για το γάμο του ακόμη, ήταν ενθουσιασμένη για την υποψηφιότητά του, εθαύμαζε την επιστήμη του, τα υποδήματά του, την επιστημονική του εργασία. Τα λόγια της τον εκολάκευαν, επήγαιναν σα χάδι ως την ψυχή του. Γιατί τέλος πάντων δεν ήταν τέτοια και η Ευλαλία, παρά τον εμεταχειριζότουν πάντα μ’ εκείνη την αδιάφορη ψυχρότητα; Τέλος πάντων άνθρωπος ήταν κι εκείνος κι είχε ανάγκη από ένα στήριγμα στην εργασία του!

Πούθε θα περίμενε αυτήν την υποστήριξη; Από τους Οφιομάχους; Τώρα που τους εγνώριζε έβλεπε πως ήταν όλοι ζωντόβολα. Του εφάνηκε πως κάτι είχε κάμει, παίρνοντας με τόσες θυσίες, ακόμη και χρηματικές, την Ευλαλία! Φυσικά δεν εμετανοούσε για τίποτα, αλλά όχι πως δε θα βρισκότουν και καμία άλλη, που θα του ταίριαζε ίσως καλύτερα! Την υποστήριξη που ήθελε δεν την είχε από κείνην, ούτε από κανένα δικό της. Ο γέρος Οφιομάχος ήτανε τόσο αγράμματος, τόσο αστείος, ο απένταρος αριστοκράτης, τόσο πολυλογάς, το μυαλό του ήτανε χαλασμένο! Και τι μωρολογήματα έλεγε αδιάκοπα για τους παλαιούς του, για την καταγωγή της οικογένειάς του, για τα κατορθώματα του σιδεροαρματωμένου πολεμιστή, για τους αρχόντους με τες λευκές περούκες και τες ξεστήθωτες κυρίες, που εγλυκοχαμογελούσαν μέσα από τες κορνίζες τους! Όλο τέτοια ιστορικά, που αυτός ο ίδιος ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης εβαριότουν να τ’ ακούει και που τον επείραζαν, γιατί δεν ήξερε μήπως μ’ αυτά ο γέρος δεν ήθελε να του θυμίσει τη χαμηλή καταγωγή του. Το βέβαιο ήταν πως στο σπίτι των Οφιομάχων ο γιατρός ήταν πολύ ξένος! Ως και η γριά αρχόντισσα, που ήταν μία άγια γυναίκα και που τον εκοίταζε με συγκίνηση κι ευγνωμοσύνη για την ευεργεσία του, εφαινότουν να του λέει πως είχε γίνει γαμπρός τους, γιατί η Ευλαλία ήταν άπροικη κι είχαν υποχρεωθεί να κάμουν αυτήν τη θυσία. Αλλά φυσικά αυτό δεν μπορούσε να αρέσει του γιατρού, που ήξερε και απόδειχνε πως δεν ήταν κοινός άνθρωπος, πως το εναντίο, εκείνος τους είχε κάμει την τιμή να συγγενέψει μαζί τους.

Ο καλύτερος τους εκεί μέσα ήταν βέβαια ο Σπύρος, αυτός ο Σπύρος όλο επήγαινε ο κακόμοιρος σιμά του, σα να εζητούσε την προστασία του, ξέροντας πως ήταν ο δυνατός άνθρωπος, που ‘χε μία θέση από τα τώρα στην κοινωνία και που αύριο θα ‘χε πολύ σημαντικότερη, αυτός θα ήθελε ο δύστυχος να του κάνει όλα τα θελήματα, δεν είχε περηφάνεια, έμοιαζε στην αδυναμία του περισσότερο της μάνας του, τίποτε δεν τον ξευτέλιζε, αυτός ήταν καλός, αλλά τόσο βλάκας, ένας βλάκας που εγνώριζε τη μικρότητά του, όχι σαν το Γιώργη, α, αυτόν δεν τον εχώνευε, ήταν ο κουτότερος απ’ όλους, ο πλιο άχρηστος, κουτότερος ακόμη κι από τη Λουίζα. Τι είχε κάμει τώρα κι αυτή! Η φυγή της εμηδένιζε την επιτυχία τη δική του, φυσικά, αφού οι θυγατέρες του Οφιομάχου ημπορούσαν να φεύγουν με το πρώτο παλιόπαιδο! Κι ας ετέλειωνε τουλάχιστο καλά αυτή η ιστορία! Μα αυτός δεν το πίστευε. Και θα χαιρότουν βέβαια, αν ήταν οι Οφιομάχοι που ξευτελιζόνταν από κείνην την πράξη. Τους έπρεπε, μα την αλήθεια, γιατί αυτοί εθεωρούσαν όλους τους άλλους ανθρώπους κουνούπια μπροστά τους, ήταν φαντασμένοι που δεν εσεβόνταν ούτε τα μεγάλα αξιώματα, ούτε τα πλούτη, εμιλούσαν για όλα με τόση περιφρόνηση κι αυτό το ‘βλεπε κανείς στον εικοστόν αιώνα! Αλίμονο!

Έπρεπε αλλού να στραφεί. Κι εγνώριζε μία γυναίκα, μίαν γυναίκα, μίαν ωραία, καλή κυρία, που ήξερε να του δείχνει το θαυμασμό της. Την έβλεπε κάθε μέρα κι όταν αυτός δεν επήγαινε, εκείνη του μηνούσε. Είχε βέβαια και κάποια ατομική συμπάθεια για τον εαυτό του… τώρα ημπορούσε να μένει όσο ήθελε μαζί της, απ’ όταν ο Γιώργης είχε αδειάσει τη γωνιά. Α, τον είχε διώξει περίφημα. Έλεγε πως θα παιγνίδιζε ο βλάκας με την κυρία Αιμίλια, αλλά είχε έβρει τον άνθρωπο. Θα την έβλεπε λοιπόν και σήμερα, θα της έπαιρνε και το τυπωμένο υπόμνημα, το Δελτίο της Ακαδημίας των Παρισίων, η χαρά θα εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό της, θα τον εσυγχαιρότουν καθώς ήξερε εκείνη, ήταν μορφωμένη γυναίκα αυτή, θα καταλάβαινε όλα, δεν ήταν σαν τες άλλες, που δεν διαβάζουν παρά μυθιστορήματα γαλλικά και το πολύ κανένα ποίημα και τίποτε άλλο. Αυτός φυσικά δεν εδιάβαζε ποτέ του τέτοια πράγματα, τα ‘βρισκε κατώτερα από την επιστημονική του αξιοπρέπεια. Κι όταν ήταν μικρός, δεν του άρεσαν καθόλου τα παραμύθια. Αποκοιμιότουν αμέσως, όταν η μητέρα του άρχιζε τα παραμύθια.

 Γελοία πράματα όλα αυτά τα μυθιστορήματα! Μα η κυρία Βαλσάμη ημπορούσε ν’ ακούει και τα σοβαρότερα κι έπειτα τα ζητήματα που εξέταζε στο υπόμνημά του είχαν τόσην ποικιλία και ήταν ζωντανά τόσο για το ανθρώπινο γένος! Η λαπαροτομία της γουρούνας, που την έκαναν χωρίς καμία αντισηψία οι χωρικοί, απόδειχνε τρανά πως το ζώο παρουσίαζε σοβαρή αντίσταση σ’ όλους τους στρεπτόκοκκους και φυσικό ήταν ο ορός ενός τέτοιου ζώου, κατάλληλα εμβολιασμένου, να ‘ναι θεραπευτικός ή προληπτικός για κάθε μόλυνση στρεπτοκοκκική. Κι επειδή ο Μετζνικώφ15 είχε ανακαλύψει πως η γεροντική παρακμή ήταν το αποτέλεσμα από κάποια μικροοργανική δηλητηρίαση, θα ‘πρεπε να γίνουν στο ινστιτούτο Παστέρ πειράματα με τον ορό του κοράκου, που είναι το ζώο το πλιο μακρόβιο απ’ όσα γνωρίζουμε. Ως κι ο μύγες θα ‘πρεπε να τραβήξουν την προσοχή της επιστήμης. Οι πραχτικοί γιατροί της πατρίδος του που εγνώριζαν πριν από τον Καλμέτι16 το πότισμα για το δάγκαμα των φιδιών, εγιάτρευαν την καχεξία, ίσως και τη φθίση με τα μυγοχέσματα. Η μύγα δεν τρέφεται παρά από μικρόβια, από τες πλιο τρομερές τοξίνες, το στόμα της είναι αληθινό απολυμαντήριο. Το ζήτημα ήταν να βρεθεί τρόπος για να μεταδοθεί αυτή η ανοσία στον άνθρωπο. Αυτά έλεγε στο σπουδαιότατο υπόμνημά του.

Μα ας έκραζε τέλος πάντων την Ευλαλία, ήταν βέβαια χρέος της να χαρεί μαζί του κι αυτός τώρα ήταν τόσο ανυπόμονος ν’ ακούσει κάποιον έπαινο. Μα τώρα μόνο εθυμήθηκε πως η Ευλαλία ήταν υπερβολικά πικραμένη εξ αιτίας της Λουίζας. Υπερβολικά βέβαια! Σύμφωνα όμως με την αντίληψή του έπρεπε να χαρεί κι εκείνη για την επιτυχία του.   

Εσήμανε το ηλεχτρικό κουδούνι, σιμά στο κρυσταλλένιο καλαμάρι του, μία καλοντυμένη υπηρέτρια παρουσιάστηκε αμέσως κι εμήνυσε της Ευλαλίας πως την επερίμενε στο γραφείο. Εκείνη εκατέβηκε σε λίγο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα από τα κλάματα. Μία βαρυθυμία απέραντη επλημμύρισε την ψυχή της. Το μήνυμα του αντρός της εκείνην τη στιγμή της ήταν ανεπιθύμητο, στη θλίψη της εντρεπότουν εκείνον τον άνθρωπο, επροτιμούσε να βρίσκεται μονάχη, δεν της άρεσε ν’ ακούσει από κανέναν για τη Λουίζα, πολύ λιγότερο να της μιλεί για κείνην ο άντρας της. Αχ, έβλεπε πως μάταια την είχε θυσιάσει ο πατέρας της, μάταια την είχε χωρίσει από τον Άλκη. Το σπίτι της, δεν εσταματούσε στον κατήφορο που ‘χε πάρει, κανένας, ενόμιζε, δε θα ‘χε τη δύναμη να το λυτρώσει…

Την εδέχτηκε εκείνος μ’ ένα χαμόγελο θριάμβου, ορθός μπρος στο γραφείο του, κρατώντας με το ένα του χέρι το Δελτίο της γιατρικής Ακαδημίας των Παρισίων, ζητώντας με τα άτονά του μάτια να της κινήσει την περιέργεια. Της κούνησε τέλος περήφανος το κεφάλι και κάνοντας να πετάξουν απάνου στο δάχτυλό του, ένα ένα τα φύλλα του Δελτίου της είπε χαρούμενος:

― Ιδές, Ευλαλία.

― Τι είναι; έκαμε εκείνη ψυχρά κατεβάζοντας το βλέφαρο.

― Η εργασία μου, της είπε, που σου ‘χα μιλήσει γι’ αυτήν είναι τόσο καιρός τώρα, ιδές την! Ετυπώθηκε τέλος στο Δελτίο της γιατρικής Ακαδημίας των Παρισίων… των Παρισίων!

― Α! έκαμε εκείνη αδιάφορη μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη και χωρίς να το θέλει του έριξε μία ματιά γεμάτη αντιπάθεια.

Εκείνη έβρισκε το φέρσιμό του αχαραχτήριστο. Έβρισκε πως χωρίς να της μιλεί για τη λύπη της, έπρεπε να ξέρει πόσο βαθιά ήταν, έπρεπε να ξέρει να κρίνει, κατόπι από τη θυσία της, πόσο τρυφερά αγαπούσε την οικογένειά της και μάλιστα τον αδύνατο πατέρα της, έπρεπε να ξέρει πόση εντύπωση θα της έκανε η θλίψη του, η ντροπή του, η απελπισία του και κείνες τες στιγμές δεν έπρεπε να της μιλεί για κανένα πράμα, γιατί το μόνο που θα μπορούσε αληθινά να την παρηγορεί θα ‘ταν μία τρυφερή και βαθιά αγάπη, αλλά εκείνος δεν είχε τέτοια μέσα στην άδεια καρδιά του. Κι επαρουσιαζότουν αντίς, σ’ εκείνες τες ώρες θριαμβευτής πάλι μπροστά της, όπως τότες, όταν είχε βιάσει το λόγο της, όταν είχε απαιτήσει σκληρά τη θυσία της! Αχ τότες, μπορούσε να ‘χε δεχτεί το χέρι της Λουίζας, θα της εχάριζε κι εκείνης της ίδιας την ευτυχία και δε θα εγενόνταν όσα είχαν ακολουθήσει την άρνησή του. Αλλά καθώς ήταν τώρα εκεί ομπρός της ο άντρας της, της εφανερονότουν κάτου από την πλιο απαίσια όψη του, αδιάφορος για τον πόνο της, σκληρός καταχτητής της ευτυχίας… και η ζωή της, αχ, ήταν στα χέρια του, ενώ ο άλλος που την αγαπούσε, εκείνος, ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να την συγκινήσει και μάλιστα αυτές τες στιγμές της δοκιμασίας, επέθαινε ίσως κάπου μακριά της, καταδικασμένος από κείνην την ίδια!

Της είπε πάλι αδιάφορος:

― Και δε χαίρεσαι τον καινούριο μας θρίαμβο! Δε νιώθεις πόσο η επιτυχία αυτή μάς υψώνει στον τόπο;

― Ναι! του απάντησε αδιάφορα κι αναστέναξε.

Την κοίταξε μια στιγμή με το άτονο βλέμμα του χαϊδεύοντας το ξεθωριασμένο ξανθό γενάκι του και της είπε με απρόσεχτο ύφος, γελώντας ένα άσκημο γέλιο σαν πειραγμένος:

― Δεν έχεις άδικο, Ευλαλία… Το βλέπω, οι ανεμυαλιές της Λουίζας σ’ έχουν πληγώσει κατάκαρδα. Δεν είσαι βέβαια υπόλογη, Ευλαλία, αλλά πρέπει να το αναγνωρίσεις, ο άλλος κόσμος δεν μπορεί να ‘χει στο νου του μονάχα τη δική σου οικογένεια. Για μένα έξαφνα υπάρχουν και πράματα άλλα πολύ σπουδαιότερα.

Κι έτριψε τα χέρια του αφήνοντας απάνου στο γραφείο του το Δελτίο.

Η Ευλαλία δεν του ‘δωκε απάντηση καμία κι επήγε προς την πόρτα παρέτοιμη να φύγει. Αλλ’ αυτήν τη στιγμή ξανάμπαινε στο γραφείο η καλοντυμένη υπηρέτρια, φέρνοντας ένα γράμμα πάνω σ’ έναν ασημένιο δίσκο. Ο γιατρός το άνοιξε αμέσως, ενώ η υπηρέτρια ξανάφευγε, το διάβασε γλήγορα και αναπήδησε από τη χαρά του. Όλες οι ευτυχίες του ερχόνταν βροχή εκείνην την ημέρα, θα είχε να ειπεί πολλά, πολλά με την κυρία Αιμίλια Βαλσάμη.

Του έγραφε ο κύριος υπουργός, ο ίδιος ο κύριος υπουργός! Η Βουλή είχε διαλυθεί τέλος πάντων, όπως όλοι το ανέμεναν. Και τον επροσκαλούσε για το ίδιο βράδυ στο σπίτι του, για να συσκεφτούν για τον καταρτισμό του συνδυασμού. Ο κύριος υπουργός ήταν τελείως βέβαιος πως ο γιατρός Στεριώτης δε πρόβαλε πλια δυσκολίες για την υποψηφιότητά του.

― Διάβασε, είπε της Ευλαλίας πλημμυρισμένος από χαρά.

Εκείνη επήρε αργά αργά το γράμμα, το διάβασε ψυχρή και του το ξανάδωσε. Αυτές οι κοινωνικές επιτυχές του δεν είχαν καμία δύναμη να τη συγκινήσουν.

― Καλά, του ξανάπε αδιάφορη. Θα πας βέβαια! Εγώ θα περάσω το βράδυ στο σπίτι του πατέρα μου. Κι αναστέναξε.

Την άφηκε να φύγει κι έμεινε πάλι μόνος, συλλογισμένος κι ανυπόμονος. Οι μεγαλύτερες λοιπόν ευτυχίες δεν άξιζαν τίποτα για την Ευλαλία, βέβαια μονάχα γιατί δεν τον αγαπούσε. Δεν την αγαπούσε τέλος πάντων ούτ’ εκείνος. Ήταν δίκαιο. Δίκαιο μονάχα. Θα ‘βρισκε αυτός τον τρόπο για να ζήσει ευτυχισμένος, γιατί δεν ήταν κουτός κι αυτός σαν τους Οφιομάχους. Θα δημιουργούσε μίαν άλλην ευτυχία. Η ευδαιμονία φανερά ήταν ο σκοπός της ζωής, δεν του έλειπαν τα μέσα και η Τύχη ίσως θα του χαμογελούσε άλλη μία φορά, γιατί εγνώριζε την κυρία Αιμίλια Βαλσάμη!

Αυτήν τη στιγμή άνοιξε η πόρτα κι εμπήκε στο γραφείο ο Πέτρος Αθάνατος, ντυμένος με τα παλιά του ρούχα, σκεβρωμένος, λιγνός, άσκημος. Το μάτι του έλαμπε ασυνήθιστα και τα χείλη του έλεγαν την κατάκαρδη πίκρα του.

Χωρίς να χαιρετήσει του είπε με μίσος:

    -Η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη σε περιμένει!

Ο άλλος εγέλασε ευτυχισμένος.

― Η κυρία Αιμίλια, ξανάπε, το ξέρεις, τον έδιωξε πλια το Γιώργη. Και τώρα ζητάς εσύ να πάρεις τη θέση του. Και δε σου λέει τίποτα η συνείδησή σου; Μα εγώ σ’ ήξερα, σ’ ήξερα, από καιρούς, Αριστείδη.

Και πριν προφτάσει ο γιατρός ν’ απαντήσει επρόσθεσε:

― Αλλά εγώ δε θα μείνω πλια στο σπίτι της, εγώ όχι! Ο Βαλσάμης απέθανε τώρα!

Κι εβγήκε από το γραφείο.

 

4

 

Για πολλές μέρες κατόπι ο γέρος Οφιομάχος εφαινότουν ήσυχος, μόνο το χαμόγελό του ήταν ακόμη πικρότερο. Εκαθότουν τες περισσότερες ώρες της ημέρας στο θλιβερό του γραφείο, που τώρα εφαινότουν πλιο πένθιμο και πλιο ξεπεσμένο, χωρίς εκείνες τες ζωγραφιές των προγόνων του, χωρίς άλλο στολίδι στους μελανιασμένους τοίχους, όπου εφαινότουν λευκότερη η θέση τους. Ο γέρος δεν ανέβαινε στην τραπεζαρία παρά τες ώρες του φαγητού, κι άρχιζε τότες κι εδιηγότουν όπως πάντα αλλά με βιασμένη φλυαρία κάποιαν εύθυμη ιστορία του καιρού του, τους έρωτες μιας κυρίας που την είχε σηκώσει ένας Άγγλος αρμοστής, μιανής άλλης που ο άντρας της είχε βρει κάτου από το κρεβάτι τον ερωμένο της κι άλλες παρόμοιες, που ετελείωναν όλες μ’ ένα αφύσικο σαρκαστικό γέλιο του, βιασμένο και λυπηρό, που το ‘κανε να βαστάει πολλή ώρα, ενώ κανείς άλλος δεν εγελούσε και τα μάτια του εδάκρυζαν… Όλες αυτές τες ιστορίες τες ήξεραν όλοι, τες είχαν ακούσει συχνά και κανείς δεν τες επρόσεχε.

Κι όταν πάλι η γριά αρχόντισσα ήθελε ν’ ανοίξει το στόμα της και τον εκοίταζε παρακαλεστικά, εκείνος άνοιγε τα μάτια του κι έριχνε γύρω άγριο το βλέμμα του, φοβερίζοντας, παρέτοιμος να οργιστεί, αν άκουε ό,τι δεν ήθελε ν’ ακούσει. Και καταλάβαιναν οι άλλοι πως δεν έπρεπε ούτε να προφέρουν τ’ όνομα της Λουίζας ομπρός του, καταλάβαιναν πως όλο το αλλόκοτο φέρσιμό του δεν είχε παρά εκείνον το σκοπό, αν και δεν είχε τίποτα άλλο στο νου του παρά αυτήν τη θυγατέρα του.

Κι ούτε έβγαινε πλια από το σπίτι, ούτε εδεχότουν κανένα ξένο, κανένα χωριάτη, παρά μόνο τον τοκογλύφο, που ανεβοκατέβαινε τώρα τες σκάλες του σπιτιού. Εκλειόταν για ώρες μαζί του στο γραφείο, τον ήθελε σιμά του, εφλυαρούσε πρώτα ακατάπαυστα ομπρός του για τα πράματα τα πλιο αδιάφορα, ώσπου έπιανε ο κόπος κι εβυθιζότουν τότες σε μία μαύρη σιωπή. Εξέταζαν έπειτα κιόλας μαζί τα παλαιά συμβόλαια.

Ο τοκογλύφος είχε παρατηρήσει πως έλειπαν από τους μαυρισμένους τοίχους του γραφείου οι παλαιές εικόνες, δεν εζήτησε όμως να μάθει περισσότερα. Τους εγνώριζε κι εκείνος έναν έναν όλου αυτούς τους παλαιούς αρχόντους, γιατί απαντούσε συχνά τα ονόματά τους μέσα σ’ εκείνα τα παλαιά συμβόλαια, που τα εξέταζαν με υπομονή, τους εκοίταζε ή τους έδειχνε έναν έναν με το δάχτυλο και τους εχαμογελούσε, σα να εκουβέντιαζε μαζί τους, κάθε φορά που εδιάβαζε ένα όνομα στα κιτρινισμένα χαρτιά και τώρα, λησμονώντας πως εκείνοι δεν ήταν πλια εκεί, εξακολουθούσε να σηκώνει το κεφάλι του προς την άδεια θέση και του φαινότουν τόσο παράξενη εκείνη η απάτη, που το άσκημο στόμα του εχαμογελούσε.

Ο γέρος εφαινότουν πως εξέδινε με την εργασία. Αλλά η γριά γυναίκα του καταλάβαινε όλην τη θλίψη του. Τον εκοίταζε με ανησυχία περίφοβη. Πού θα ξεσπούσε κάποια στιγμή η πλαστή αυτή γαλήνη; Στα μάτια της ο άντρας της ήταν άνθρωπος τρομερός, οι κακοί του τρόποι, οι φοβέρες του, οι σκηνές που έκανε ακατάπαυτα είχαν σπρώξει τη Λουίζα στο απελπισμένο κίνημά της. Γιατί δεν ήταν βολικότερος κάπως αυτός ο άτυχος γέροντας; Δεν έβλεπε πως έτσι του ερχόνταν όλα ανάποδα; Δεν έβλεπε τι είχε καταφέρει με την αφροσύνη του; Η μόνη ευτυχία σ’ αυτήν την περίσταση ήταν πως ο Γουλιέλμος Αρκούδης αγαπούσε πάρα πολύ τη Λουίζα και θα την εστεφάνωνε βέβαια. Δεν θα την άφηνε ποτέ του. Αυτό ήταν φανερό. Τέτοιο πράμα δεν το ‘χε κάμει κανένας και δεν ήταν λίγες οι κοπέλες που είχαν φύγει από το πατρικό σπίτι, πολύ λιγότερο ο Γουλιέλμος που ήταν τόσο ερωτεμένος. Αν έμεναν ακόμη αστεφάνωτοι, θα ΄χαν τύχει βέβαια δυσκολίες που η γριά δεν τες εγνώριζε. Αυτό δεν την ευχαριστούσε φυσικά, δεν το ‘βρισκε ίσιο, αλλά ήξερε πάλι πως η θυγατέρα της ήταν τόσο όμορφη, πως ο Γουλιέλμος είχε ξετρελαθεί μαζί της! Τον έβλεπε πως την ξάτρεχε, πως την έπαιρνε πάντα από κοντά, πως ήταν πάντα κατόπι τους σε χορούς, σε απογευματινές, στο δρόμο… ερχότουν ως και στην εκκλησία… παντού, παντού! Γιατί θα τα ‘κανε όλα αυτά, αν δεν είχε σοβαρές ιδέες για τη Λουίζα; Πώς θα ‘χανε χωρίς αιτία τον καιρό του; Θα την εστεφάνωνε βέβαια, ίσως κιόλας αυτήν την ώρα! Κι αν ήταν έτσι, θα εσυλλογιζότουν ίσως η Λουίζα τη γριά της μανούλα μ’ ένα δάκρυ και θα ‘ξερε πως της έστελνε πάντα την ευκή της. Ναι μονάχα την ευκή της! Ας έκανε ο γέρος ό,τι ήθελε. Η ίδια θα ‘βρισκε τον τρόπο να μηνύσει της Λουίζας της πως ό,τι είχε ήταν δικό της, πως θα της το ‘γραφε αμέσως κι ίσως έτσι θα ευκολαινόνταν όλα, γιατί ο τραπεζίτης Αρκούδης δε θα ‘βρισκε πλια καμία αφορμή για να μη θέλει το γάμο, ο Γουλιέλμος θα μπορούσε να του αποδείξει πως έπαιρνε ωραία προίκα, ο πατέρας του θα ευχαριστιότουν έτσι και θα ετελειωνόνταν όλα όπως αυτή το επιθυμούσε! Τι επείραζε πως δε θα της έμενε τίποτα, αυτή δεν τα ‘χε χρεία πλια τα χτήματά της. Οι δύο γιοι της ήταν άντρες και η Ευλαλία της πλούσια και μεγάλη κυρία, οι ανάγκες της ήταν τιποτένιες, ένα κομμάτι ψωμί, θα της το ‘φερναν οι γιοι της, θα το ‘φερναν και του πατέρα τους, του δύστυχου! Η μόνη της φροντίδα ήταν η Λουίζα, αλλά θα την εστεφάνωνε βέβαια ο Γουλιέλμος και τότες κι ο γέρος θα ησύχαζε, θα ερχότουν ελεύτερα στο παλαιό της το σπίτι και η Λουίζα, όπως έκανε και η Ευλαλία, αυτή η τρικυμία της ζωής δε θα βαστούσε πάρα λίγο και θα γνώριζε ίσως η γριά αρχόντισσα κι άλλες καλύτερες μέρες. Και στην παραζάλη της η αρχόντισσα ξεχνούσε πως από τα αγαθά της τίποτα δεν είχε σωθεί από το ναυάγιο.

Κι εμιλούσε συχνά με τους υγιούς της για τη Λουίζα. Μα ο Γιώργης ήταν περίλυπος. Η φυγή της αδερφής του ίσια ίσια τη στιγμή που μία άλλη τρικυμία είχε κατακλύσει την ψυχή του, τον είχε βαθιά συνταράξει. Εγνώριζε αυτός τη Λουίζα. Ήξερε πόσο λίγη ήταν η ψυχική δύναμή της, ήξερε πως με τρομάρα έβλεπε εκείνη πάντα το χαλασμό του σπιτιού της και πως ήταν για τούτο από καιρό παρέτοιμη να παραδοθεί στον πρώτο που θα φανερωνότουν, αν επίστευε πως θ’ ασφάλιζε μίαν άνετη ζωή που στο σπίτι της δεν την είχε. Κι έπειτα έβλεπε ο Γιώργης σαν μίαν ειρωνεία της Τύχης σ’ όλην εκείνη τη θλιβερή ιστορία. Το σπίτι των Οφιομάχων γλιστρούσε τον κατήφορο του χαλασμού. Τίποτα δεν μπορούσε να το σταματήσει, μία μία εχανόνταν όλες οι ελπίδες κι ως τα τώρα ο χαλασμός δεν ήταν παρά οικονομικός μονάχα: οι δυσκολίες, που είχαν αρχίσει λίγο λίγο, είχαν μεγαλώσει, η χρεοκοπία για μια στιγμή εφαινότουν αξεφύγητη, μόνο η θυσία την είχε σταματήσει, αλλά ο γάμος εκείνος ήταν σαν το πρώτο βήμα του ηθικού ξεπεσμού τους, που τώρα τον εκορύφωνε η φυγή της Λουίζας. Τι τους είχε ακόμη φυλαμένο η Μοίρα; Και τι ημπορούσε να περιμένει η Λουίζα από τον άκαρδο νιο που ‘χε διαλέξει;

Ο Σπύρος αντίς, δεν έχανε ούτε τώρα την ψυχρή του απάθεια. Το νωθρό του μυαλό, που δεν ήθελε να δουλέψει, εξέφευγε κάθε θλίψη, κάθε προστριβή, κάθε συζήτηση, ό,τι μπορούσε να τον συνταράξει. Ήταν παρέτοιμος πάντα να συμφωνήσει με το συνομιλητή του, έπνιγε κάθε θλιβερή ιδέα σ’ ένα γέλιο, επάσκιζε μόνο να θυμάται τες γλυκές στιγμές της ζωής του, ευχαριστιότουν να χτίζει παλάτια στον αέρα, έβλεπε πάντα ομπρός του γελαστό το πρόσωπο της Τύχης. Τι θα ωφελούσε, αν εσυγχιζότουν ως και κείνος; Τα πράματα θα τραβούσαν το δρόμο τους, γιατί δεν είχε το χάρισμα να τα σταματήσει. Και η σκέψη αυτή παραλυούσε κάθε του ενέργεια. Δεν ετολμούσε να κατακρίνει την πράξη της Λουίζας, δεν ήξερε αν είχε σφάλμα, αν είχε κάμει σφάλμα θα το πλήρωνε φυσικά, αυτή μονάχα, γιατί ο ίδιος δεν είχε να χάσει τίποτα. Ως κι ο πατέρας του είχε μείνει γι’ αυτόν ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Από μικρός είχε συνηθίσει να φοβάται τες φωνές του και τες φοβέρες του και τώρα ακόμη, όταν ο γέρος εθύμωνε, έχανε το χρώμα του, ανησυχούσε, είχε κακές στιγμές και τον ελογάριαζε άνθρωπο δύστροπον, κακής καρδιάς και σπάταλον. Τη μητέρα του μόνο εσυμπαθούσε, γιατί του συγχωρούσε κι εκείνη κάθε αδυναμία.

 

 

Ήταν απόγιομα. Κι αυτήν την ημέρα ο σιόρ Μίμης ο Χαντρινός, ο τοκογλύφος, είχε έρθει από ενωρίς στο γραφείο του Οφιομάχου. Τον εχαιρέτησε όπως πάντα με σέβας, εκάθισε μπρος στο μεγάλο τραπέζι κι απίθωσε επάνω μία δεσμίδα χαρτιά. Έπειτα εσφούγγισε από συνήθεια με το μαντήλι τα χέρια του και το μέτωπό του κι άρχισε να διηγιέται στο γέροντα αδιάφορος τα νέα της ημέρας. Στη μικρή χώρα όλος ο κόσμος, φτωχοί και πλούσιοι, ήταν αναστατωμένοι. Η Κυβέρνηση είχε αποφασίσει, έλεγαν, τον πόλεμο κι είχε διαλύσει τη Βουλή, πριν μαζέψει όμως όλες τες ηλικίες, ερωτούσε τους ψηφοφόρους αν ήταν με τη γνώμη τους. Αλλά για να δώκει θάρρος στους χωριάτες, εκήρυχνε κιόλας το δικαιοστάσιο κι έλεγαν κάποιοι πως τους εχάριζε όλα τους τα παλαιά χρέη, τα ‘σβηνε όλα με μια πενιά. Δημοκοπικό μέτρο πρωτάκουστο, έλεγε ο γιατρός Στεριώτης, που ήταν αντικυβερνητικός υποψήφιος μαζί με τον κύριο Υπουργό, σοβαρότατο μέτρο που θα εσάλευε την εμπορική πίστη και την κοινωνία από τα θεμέλια της και τελείως αντισυνταγματικό. Αλλά τι άλλο ημπορούσε κανείς να περιμένει από ένα βασίλειο, όπως το ελληνικό, που είχε γεννηθεί από μία επανάσταση και που εσκάρωνε κάθε τόσο κι από μία επανάσταση για να μεγαλώσει∙ τι άλλο παρά το διωγμό του νοικοκύρη, του δύστυχου ανθρώπου, που επλέρωνε τους περισσότερους και βαρύτερους φόρους για το χατίρι της χωριατιάς. Ο γιατρός, φυσικά, ήταν να φοβάται τώρα. Το χρήμα του ήθελε βέβαια να το εισπράξει κι η κατάσταση ήταν τόσο θολή, ερωτούσε τον πεθερό του αν δεν ήθελε να κάμουν μια γενική ξεκαθάριση, πουλώντας όλα τα χτήματα που είχαν καταντήσει ανυπόφερτα, θα εκοίταζε αυτός να βρει τους αγοραστές, που θα καλοπλήρωναν, αλλά καλό ήταν να μιλούσε με το γαμπρό του κι ο ίδιος ο αφέντης, θα ‘βρισκαν τρόπο να συμβιβάσουν συγκαλογνώμως τα πάντα σα συγγενείς που ήταν . Ο αφέντης ήξερε πως ο γιατρός ήταν άνθρωπος ίδιος και με καλή καρδιά, τον είχε δοκιμάσει πλια τώρα κι άνθρωπος που προόδευε στην κοινωνία, η κυρία Ευλαλία ήταν πραγματικά τρισευτυχισμένη μαζί του. Κι ο γιατρός δεν είχε αλλάξει καθόλου γνώμη, ήθελε αληθινά να βοηθήσει, αλλά ως εκεί που μπορούσε, το περσότερο θα ‘ταν αμαρτία, δε θα το ‘θελε ούτε ο αφέντης γι’ αγάπη της Ευλαλίας. Κάτι άλλο όμως θα μπορούσε ακόμη να γενεί, τώρα που τα χρέη ήταν ξεκαθαρισμένα, ο ίδιος ο τοκογλύφος θα μπορούσε να μπει διαχειριστής στο χτήμα και θα πλέρωνε αμέσως του γιατρού το κεφάλαιο, ο τόκος μόνο θα εβάραινε λίγο περισσότερο τον άρχοντα, γιατί φυσικό ήταν να ‘ναι ακριβά τα χρήματα σε τέτοιες στιγμές. Αν εσκεφτότουν ο αφέντης όσα του ‘λεγε και ας του ‘δινε με την ησυχία του την απάντησή του.

Κι εκοίταξε ο τοκογλύφος το γέροντα, περιμένοντας πως θα θύμωνε, πως θα τον έβριζε, καθώς συνέβαινε πάντα, όταν συζητούσαν προβλήματα τέτοια και απορούσε πώς αυτήν την ημέρα έμενε τόσο αδιάφορος. Από πολλήν ώρα έκανε πως δεν τον άκουε κι εφανέρωνε την αδιαφορία του μ’ ένα ανυπόμονο κίνημα, μ’ ένα μορφασμό στα χείλη, μ’ ένα μουγγό επιφώνημα. Εφαινότουν να λέει πως τώρα του ήταν όλα αδιάφορα, πως δεν τον έγνοιαζε πλια ο οικονομικός χαλασμός του, ας ακουόταν έως τα πέρατα του κόσμου, δεν είχε πλια να φυλάξει την τιμή της οικογένειας. Οι θυγατέρες του!

Κι άξαφνα ο Οφιομάχος είπε:

― Ναι, ναι, κάμε ό,τι θέλεις! Ας πουληθούνε όλα! Θα ‘χω λιγότερες φροντίδες, μα ας βγει από μέσα πρώτα το προικιό της γυναίκας μου. Σήμερα έτσι πρέπει να γένει.

Και λέγοντας έτσι εχαμήλωσε το πρόσωπό του ως το τραπέζι κι έμεινε σιωπηλός κάμποσες στιγμές. Τέλος εσήκωσε πάλι πικρά την περήφανη γέρικη όψη του κι είπε:

― Ξέρεις τι ντροπή μ’ έβρηκε!

― Αφέντη, του ‘πε ο τοκογλύφος περίλυπος, δεν είσαι ο πρώτος, δε θα ‘σαι ο ύστερος! Ανεμυαλιά της κυρίας Λουίζας. Εκακοφάνηκε ως και του γιατρού, που βρίσκεται αυτήν την στιγμή μέσα στες δόξες του, άσκημα το ‘καμε αλλά όλα διορθώνονται. Ένα πράμα μόνο είναι το αδιόρθωτο. Ο θάνατος!

― Ο θάνατος, είπε ο Οφιομάχος κουνώντας πικρά το κεφάλι, μικρό πράμα ο θάνατος μπροστά στην ντροπή! Ο θάνατος λησμονιέται, μα αυτή μένει εις αιώνες αιώνων. Μου φαίνεται πως είμαι έρημος τώρα. Ποιος θα πάει λοιπόν να μιλήσει εκεινού του παιδιού και του πατέρα του, του τραπεζίτη, για τη λύπη μας εδώ μέσα, για τη συντριβή μας, για τη ντροπή μας; Το σκέφτηκα τόσο. Μόνο εσύ θα μπορούσες. Μόνο εσέ σου τα λέω όλα, γιατί ξέρεις και τες άλλες καταφρόνιες του σπιτιού μου, γιατί ήσουνε και με τον άλλο γάμο στη μέση. Τότες τα καταφέραμε με τιμή. Το γνωρίζεις ε, αυτό το παλιόπαιδο, αυτό το άτιμο παλιόπαιδο! Ω η πίκρα μου είναι τόσο μεγάλη! Τι του ‘καμα και μου ‘δωκε τόσο φαρμάκι; Ας μου τη ζητούσε, θα του την έδινα. Γιατί μου ‘καμε αυτήν την προσβολή που δεν μπορώ και δεν πρέπει ποτέ να του συγχωρέσω, γιατί το ‘καμε έτσι η Λουίζα, ανειδοποίητα, αναπάντεχα, μυστικά! Την εξεγέλασε, ωχ, ωχ! Και τι άλλο σκοπό μπορεί να ‘χε αυτό το παλιόπαιδο παρά να τη γελάσει, για να διασκεδάσει καμπόσο και να μου την αφήκει έπειτα στο δρόμο, έρημη και καταφρονεμένη; Δεν τους έφταιξα. Μα αχ, εγώ είμαι η αρχή του κακού. Και να, τι είναι αυτό που θέλω από σένα. Πήγαινε και βρες αυτό το παλιόπαιδο, το άτιμο παλιόπαιδο και πες του πόσο μας πίκρανε, εμέ ένα γέροντα κι έναν πατέρα και τη μάνα τη δύστυχη και τ’ αδέρφια της που δεν έχουν πρόσωπο να βγουν στο δρόμο. Πες του πως κρυβόμαστε όλοι εξ αιτίας του, ρώτησέ τον γιατί μας εβουρδούλισε χωρίς αιτία κι αφορμή, χωρίς να ‘χει κανένα πάθος μαζί μας. Πήγαινε και πες του όλα, καθώς τα βλέπεις εδώ μέσα (κι εκοίταξε κι έδειξε τη θέση όπου εκρέμονταν οι εικόνες). Πες του που η λύπη μας κρύβεται κάτου από μία πλαστή αδιαφορία, από ένα ψεύτικο και τρομερό γέλιο και πες του να διορθώσει την πράξη του το γληγορότερο, και θα του στείλω την ευκή μου και θα του στείλει κι η μάνα η δύστυχη τη δική της, γιατί την αγαπούμε τη Λουίζα μας, και μόνο το σφάλμα της μας θλίβει, την αγαπούμε, γιατί την ξέρουμε δυστυχισμένην. Πες του να διορθώσει το κακό που κάνει και του συχωριούνται όλα κι αν δεν του μιλήσουμε αμέσως, θα ‘ναι για τον κόσμο μόνο, μα αν το θέλει, πηγαίνω κι αμέσως στο σπίτι του, εγώ ο γέρος, εγώ που με ατίμασε, αν θα διορθώσει… Και θα τα διορθώσει κι ας είναι άτιμος, γιατί δεν μπορεί να μη λογαριάσει την κόρη μου. Ωχ, ωχ! Πες του τα έτσι, καθώς σου τα λέω. Θυμήσου τα ένα ένα. Καλύτερα χίλιες φορές να μου ‘χε πεθάνει! Και πες του πως ό,τι κι αν έχω, ως και το προικιό της γυναίκας μου, τους το δίνω, φτάνει μόνο να τους ιδώ στεφανωμένους. Ακούς; Όλα. Όλα. Κι ας μείνω αχτήμονας, στο έλεος των παιδιών μου! Στα ύστερα πάμε στο φτωχοκομείο, δεν πειράζει τόσο. Μόνο εκείνη, εκείνη. Μ’ ακούς;

Και κουρασμένος από την πολλή ομιλία έκρυψε μέσα στα χέρια του το γέρικο πρόσωπό του. Ο τοκογλύφος τον εκοίταξε με αληθινή συμπόνια. Εκείνος ο γέροντας, που για το Χαντρινό ήταν μόνο μια αγελάδα για άρμεγμα από τόσους καιρούς, του ‘κανε παράξενα λύπη. Ηθέλησε κάτι να ειπεί, μα ο Οφιομάχος τον εσταμάτησε με μια χειρονομία.

― Πλια ούτε λόγο, ξανάπε, γι’ αυτήν την καταραμένη! Θα φέρεις μόνο την απάντηση. Πλια ούτε λόγο!

Και τον εκοίταξε ανοίγοντας τα μάτια του σα να τον εφοβέριζε.

Ο τοκογλύφος όμως ήταν τώρα ανήσυχος, εκείνο το αίσθημα της συμπόνιας εγενότουν δυνατότερο στην καρδιά του, η παράξενη συγκίνησή του εμεγάλωνε, καταλάβαινε αυτήν τη στιγμή πως αγαπούσε πραγματικά τον γέροντα, πως για κείνον θα ‘κανε κάτι, ως κι αν έπρεπε να ζημιωθεί από την πράξη του. Κάμποσες στιγμές έμεινε άφωνος και τέλος είπε:

― Θα πάω!

Και του φάνηκε πως η καρδιά του είχε αλαφρωθεί από κάποιο βάρος. Και παραδομένος καθώς ήταν στην πρωτοδοκίμαστη εκείνη διάθεση, εθυμήθηκε άξαφνα κι άλλους ανθρώπους που εγνώριζε και που οι ψυχές τους υπόφερναν, την Ευλαλία που εζούσε πάντα ξένη μέσα στο πλούσιο σπίτι τ’ αντρός της χωρίς να μπορεί να συμμερίζεται κανένα του θρίαμβο, τον Άλκη Σωζόμενο που από καιρούς έλειπε στα ξένα κι υπόφερνε τώρα, γιατί δεν είχε κατορθώσει ίσως να θάψει εκείνην την αγάπη του. Κι είπε μ’ έναν αναστεναγμό παραξενεμένος πάλι από την αδυναμία της ψυχής του:

― Κι άλλη μία φαμελιά, αφέντη, δοκιμάζεται. Η καημένη η κυρία Φωτεινή… ο γιος της είναι άρρωστος στα ξένα κι έρχεται, ακούω, γιατί θέλει να πεθάνει εδώ πέρα. Τυχερή η κυρία Ευλαλία, που δεν τον επήρε, θα ‘χαμε τώρα κι άλλες λύπες κι άλλες φροντίδες. Από την αρχή η υγεία του ήταν αδύνατη.

― Τυχερή! εφώναξε χωρίς να ξέρει τι έλεγε ο Οφιομάχος. Τυχερή, πολύ τυχερή η Ευλαλία μου!

― Ο Άλκης, ξανάπε θλιβερά ο τοκογλύφος, είναι καταδικασμένος.

― Μα γιατί ξανάρχεται εδώ; είπε άξαφνα ανήσυχος ο Οφιομάχος. Γιατί; Με θλίβει η καρδιά μου για τον καημένο το νέο! Ναι. Και την αγαπούσε την Ευλαλία. Εσύ δεν ξέρεις πόσο, μα εγώ το είδα με τούτα τα μάτια μου! Και δεν τους λυπήθηκα κι εχρειάστηκε να τους χωρίσω για την τιμή του σπιτιού. Και τώρα θα πεθάνει ο Άλκης. Τι να ειπώ εγώ; Τόσο νέος ο δύστυχος, τόσο άξιος, τόσο καλός! Μα ας ησυχάσει. Ω, η ζωή, η ζωή! Ο δύσκολος αγώνας! Αλλά δεν έμενε εκεί πέρα ο δύστυχος, εκεί που είναι! Δεν επήγαινε εκεί κι η κυρία Φωτεινή; Άλλες έγνοιες πάλι για την Ευλαλία μου. Κι εγώ λέω πως τον αγαπάει ακόμη! Ω καημένη μου Ευλαλία, που μόνο αγαπάς!

Κι έκρυψε πάλι το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του κι έμεινε αμίλητος για κάμποση ώρα. Τέλος ξανασήκωσε το κεφάλι. Ήταν αργά και στο γραφείο του εγινότουν σκοτάδι. Είδε πως ο άλλος ήθελε να φύγει και του ‘πε ακόμη:

― Πότε θα ξανάρθεις;

― Αύριο! απάντησε εκείνος, κι αν όχι αύριο την άλλη μέρα ή σε δυο μέρες, όσο πλιο γλήγορα μπορώ.

― Ως να φέρεις απάντηση δε θα ‘χω ησυχία, να το ξέρεις. Πήγαινε τώρα.

Και του ‘δωκε αυτό το βράδυ το χέρι και τον εσυνόδεψε έως την πόρτα. Κι ο τοκογλύφος κοιτάζοντας το γέροντα αιστάνθηκε μία ανατριχίλα να διαβαίνει το κορμί του.

Σε λίγο ο Οφιομάχος ανέβηκε στην τραπεζαρία. Εκεί ο γιος του ο Σπύρος εμιλούσε με τη μητέρα του. Κι ο γέρος μπαίνοντας μέσα άκουσε τ’ όνομα της Λουίζας. Εθύμωσε αμέσως κι άνοιξε μεγάλα τα μάτια του φοβερίζοντας. Μάνα και γιος λοιπόν εμιλούσαν για κείνην πίσω από τες πλάτες του. Α, κάτι εμηχανευόνταν πάλι που δεν έπρεπε αυτός να το ξέρει. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι, εγένηκε μονομιάς κατακόκκινος από την οργή και για μια στιγμή η φωνή δεν του ‘βγαινε μέσαθε από το λαρύγγι. Τέλος είπε βραχνά:

― Α, α, α! Δεν το ‘πα πως τ’ όνομά της εδώ μέσα δε θ’ ακουότουν; Δεν το ‘πα; Δεν την έχω θυγατέρα μου! Δε θέλω να την ξέρω! Δε θέλω να την ακούω! Δε θέλω, δε θέλω!

Ο Σπύρος τον εκοίταξε περίτρομος∙ εκοίταξε και τη μητέρα του, σα να την παρακαλούσε κι εκείνη τώρα εχαμήλωσε το μέτωπο κι είπε στον Οφιομάχο:

― Μη μανίζεις έτσι, πού είσαι. Η οργή είναι θανάσιμη αμαρτία κι είμαστε γέροντες. Ο Θεός μας έχει στείλει την πληγή, κάμε λίγη υπομονή, γιατί κάτι πρέπει ν’ ακούσεις κι ας θλίβεται όσο θέλει η ψυχή σου!

― Δε θέλω, εφώναξε. Δε θέλω ούτε να ξέρω. Κι επέταξε κατά γης μίαν καρέκλα. Θα τα σπάσω όλα εδώ μέσα, δικά μου είναι.

Και σα να μετάνιωσε άξαφνα για τα λόγια του ξακολούθησε φωνάζοντας πάντα:

― Τι πρέπει ν’ ακούσω; Τι; Καλό βέβαια όχι από τα χείλη σου!

Και της έριξε ένα βλέμμα από μίσος. Κι η αρχόντισσα είπε τότες χαμηλόφωνα και με κατεβασμένο βλέφαρο:

― Επερνούσε κατά τύχη ο Σπύρος από το σπίτι τους. Είχε βγει για περίπατο σήμερα το πρωί. Εκεί όξω της ενοίκιασε ένα σπίτι μ’ ένα όμορφο περιβόλι και τον έκραξε εκείνη και τον εσταμάτησε κι ο Σπύρος εμπήκε μέσα!

― Εσταμάτησε; Εμπήκε μέσα; ξαναφώναξε ο γέροντας μανίζοντας. Μα ποιος του ‘δωκε την άδεια να της μιλεί; Μα γιατί της μίλησε και δεν εντρεπότουν; Γιατί, μωρέ, μα γιατί να ντροπιάζεται έτσι! Γιατί δεν συλλογίζεται κι εμένα;

― Εμπήκε μέσα, ξανάπε η γριά, χωρίς πλια να δίνει προσοχή στο θυμό του,  και του ‘πε αυτή πως γλήγορα θα τη στεφάνωνε, πως είναι ευτυχισμένη και πως ζητά την ευκή σου. Της ενοίκιασε, λέει, το σπίτι για ένα χρόνο. Κι έστειλε το Σπύρο και της έκαμε κάποιο θέλημα στη χώρα κι ήτανε χαρούμενη κι εγελούσε όλην την ώρα. Και στο γυρισμό τον ερώτησε αν θα μπορούσε να βοηθήσει τη στενοχώρια μας κι ερώτησε για τη μάνα της και θα ‘ναι, λέει, ευτυχισμένη τότες μόνο, όταν δε θα ‘μαστε πλια θυμωμένοι μαζί της!

― Τι της εψώνισες; είπε συλλογισμένος ο γέρος του γιου του.

― Μου ‘δωκε ένα εκατοστάρικο ολοκαίνουριο και της αγόρασα τσάι και βούτυρο και παξιμάδια.

― Και τα ρέστα; ξανάπε υποψιασμένος ο Οφιομάχος κι ανοίγοντας τα μάτια του.

― Μου τα χάρισε! είπε ο Σπύρος χαμηλώνοντας ντροπιασμένος τώρα το βλέμμα. Εμέ μου χρειάζονταν και τα βάσταξα.

Τώρα ο γέρος απόμεινε για μια στιγμή σαν απολιθωμένος∙ αιστάνθηκε πως το πάτωμα έφευγε άξαφνα κάτω από τα πόδια του κι ολομεμιάς, κυριεμένος από μια ακράτητη λύσσα ερίχτηκε πάνου στον υγιό του, τον έπιακε από τα χέρια, τον ετίναξε μ’ όλη του τη δύναμη, τον έκαμε να πέσει στον πέτσινο καναπέ, τον έφτυσε στο πρόσωπο πολλές φορές κι ενώ τα γέρικα μάτια του ήταν παρέτοιμα να πεταχτούν από τες κώχες τους, του φώναξε τέλος:

― Και δεν εντράπηκες τον εαυτό σου τουλάχιστο; Και δεν εντράπηκες εμένα, ρουφιάνε! Κι εβάσταξες εσύ εκείνα τα χρήματα που τα κερδίζει μωρέ, η αδερφή σου με το κορμί της! Ω να χαθείτε!

Τους γύρισε τρέμοντας και κλαίοντας τες πλάτες κι εκατέβηκε πάλι στο γραφείο κι εκλείστηκε μέσα.

Από πάνω τον άκουαν για πολλήν ώρα να μανίζει μονάχος του, σαν απελπισμένος.

― Με τα χρήματα που τα κερδίζει από το κορμί της, εφώναζε, θέλει να βοηθήσει το φτωχό πατέρα της! Ωχ, ωχ! Κι ο Σπύρος άρχισε κιόλας να τρώει από κείνην!

Τέλος ήρθε στο σπίτι κι ο Γιώργης. Και ο γέρος, που άκουσε τα πατήματά του στη σκάλα, άνοιξε την πόρτα του και τον έκραξε μέσα. Του διηγήθηκε με παράπονο και με θυμό όσα είχαν γίνει εκείνο το απόγιομα, του μίλησε και για τον Άλκη. Αυτός τον άκουε κατασυγχυσμένος λογαριάζοντας την άβυσσο του οικογενειακού ξεπεσμού τους, την ηθική αναιστησία του αδερφού του, το αδιόρθωτο γλίστρημα που όλο εγινότουν γοργότερο και δεν εσταματούσε και σε κανένα βάθος. Ήταν τώρα κι αυτός σαν απολιθωμένος και δεν εμιλούσε.

Και τέλος τώρα ο γέρος του ‘πε χαμηλόφωνα και σα να εντρεπότουν τον εαυτό του:

― Μα τέλος πάντων, παιδί μου, δεν αποφασίζεις και συ να την πάρεις;

― Την Αιμίλια; είπε ο Γιώργης γελώντας σαρκαστικά. Μα τώρα θα την έχει κιόλας ερωμένη του ο γιατρός, ο γαμπρός μας!

Μια στιγμή ο γέρος έμεινε πάλι άλαλος στη θέση του κι εβάλθηκε έπειτα να περπατεί στο γραφείο του, αναστενάζοντας, σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του σα να κρύωνε, πιάνοντας το κεφάλι του, ανεμίζοντας τα χέρια του, σηκώνοντας το βλέμμα του προς την άδεια θέση, όπου ήταν οι παλιές εικόνες και στο ύστερο εφώναξε απελπισμένος:

― Μα γιατί την άφηκες, Γιώργη! Ψέματά σου! Ψέματά σου! Αποφασίσατε λοιπόν όλοι σας να με πικράνετε θανάσιμα, εμέ ένα δύστυχο γέροντα! Ω πάρε την εσύ καλύτερα! Δε σεβόσαστε τ’ άσπρα μαλλιά μου! Κανείς σας, κανείς σας! Ψέματά σου. Αυτό δεν εγίνηκε. Ω το κεφάλι μου!

Τώρα εκατέβηκε κάτου και η γριά αρχόντισσα κι εμπήκε πάλι περίφοβη στο σκοτεινό γραφείο, που ένα μόνο αναμμένο φυτίλι μιας μπρούτζινης λάμπας του λαδιού το φώτιζε. Την είχε ανάψει μηχανικά και χωρίς να ξέρει τι έκανε ο ίδιος ο Οφιομάχος. Τον είδε να πηγαινοέρχεται ταραγμένος κι απελπισμένος κι εβάλθηκε αμέσως να κλαίει. Κι είπε πικρά του γέρου, μαντεύοντας πως κάποια καινούρια πίκρα τον είχε πλακώσει:

― Αποφάσισε λοιπόν ο Θεός να σε ποτίσει μ’ όλα του τα φαρμάκια. Μα θα σου το θυμηθεί την ημέρα της δευτέρας παρουσίας, θα σου το θυμηθεί!

 

Εκείνο το βράδυ στο ωραίο σπίτι του γιατρού Στεριώτη εμπαινόβγαινε ο κόσμος, όλες οι κάμαρες ήταν φωτολουσμένες, ως και στο δρόμο ακόμη πολλοί άνθρωποι εσταματούσαν κι εμιλούσαν ζωηρά αναμεταξύ τους κι εφώναζαν συχνά ζητωκραυγάζοντας και βρίζοντας. Ήταν οι παραμονές της ψηφοφορίας. Μα η Ευλαλία ήρθε κι εκείνην τη βραδιά στο παλιό το σπίτι του πατέρα της κι ανέβηκε στην τραπεζαρία κι εκάθισε σε μίαν καρέκλα και μαζί με τη μητέρα της έκλαψε…

 

5

 

Είχαν περάσει μέρες. Στο παλαιό το σπίτι ήταν πάλι ησυχία. Ο τοκογλύφος δεν είχε ξανάρθει και η φωνή του γερόντου δεν ακουότουν. Αλλά τώρα δεν έβγαινε πλια από το γραφείο του κι επερπατούσε εκεί ολημέρα σκεφτικός και ακούραστος. Μετά βιας άγγιζε το φαγητό του που του το κατέβαζε μεσημέρι και βράδυ η γυναίκα του. Της έριχνε κάποτε μία ματιά γεμάτη μίσος και δεν της μιλούσε. Κι είχε αδυνατίσει τόσο ως κι εκείνη, που εφαινότουν ακόμα πλιο περίφοβη∙ η όψη της ήταν χλωμή, τα μάτια της παρέτοιμα να κλάψουν, το κορμί της έτρεμε όλο κι έγερνε συχνά στα οπίσω το κεφάλι, σα να ανάμενε άξαφνα να ιδεί κάτι, ν’ ακούσει κάτι, κι εδούλευε μέσα στο σπίτι της από το πρωί στο βράδυ, γιατί έπρεπε να κάμει μόνη όλα τα θελήματα. Από καιρό δεν είχαν υπηρέτρια.

Μα ήταν τώρα κι ο Σπύρος ανήσυχος. Ο διορισμός του δεν είχε έρθει ακόμη. Ανεβοκατέβαινε είκοσι φορές την ημέρα τες σκάλες του σπιτιού του, ετριγύριζε τες κάμαρες σα να ζητούσε κάτι, έμπαινε για λίγη ώρα στο δωμάτιό του, έπαιρνε ένα βιβλίο σα για να διαβάσει, το φυλλομετρούσε για λίγα λεφτά, προσπαθώντας να κοιτάξει με προσοχή τες εικόνες ή να καταλάβει κάποια του φράση, το πετούσε γλήγορα στο τραπέζι του, ξαναπήγαινε στην τραπεζαρία, εκοίταζε σ’ όλες τες γωνίες, κάτω από τα έπιπλα, πίσω από τες ζωγραφιές, σα να ‘θελε να βρει κάτι, εξεσκόνιζε νευρικά κάποιο έπιπλο με το μαντήλι του, εδιόρθωνε στη θέση της κάποια στραβή κορνίζα, έτρεχε στο μαγερειό, εσίμωνε τη μητέρα του σα να ‘χε να της μιλήσει, εξέφευγε όμως το βλέμμα της, που περίφοβο τον ερωτούσε, δεν της έλεγε τίποτα και ξανάβγαινε πάλι ανήσυχος από το σπίτι, για να ξανάρθει σε λίγο και να ξαναρχίσει.

Κι η γριά αρχόντισσα καταλάβαινε πως του συνέβαινε κάτι κι ήταν ανήσυχη. Παρατηρούσε κιόλας πως κι ο άλλος ο γιος της, ο Γιώργης, ήταν πάντα σκεφτικός, σα να ΄χε τη βαριά προαίσθηση πως κάποια συφορά ήταν παρέτοιμη πάλι να ξεσπάσει και η Ευλαλία που ερχότουν κάθε βράδυ να τους βλέπει εμιλούσε πολύ λίγο και συχνά έκλαιγε άφωνα μαζί τους.

Ήταν απόγιομα. Ο τοκογλύφος ήταν κάμποση ώρα στο γραφείο. Είχε τη συνηθισμένη σοβαρή κι άσκημη όψη του∙ είχε χαιρετήσει με το συνηθισμένο του σέβας τον ξεπεσμένο άρχοντα, είχε καθίσει πάλι σε μια καρέκλα σιμά στο μεγάλο τραπέζι, είχε τραβήξει μέσα από τη τζέπη του ένα μεγάλο δέμα χαρτιά κι είχε κουβεντιάσει για κάμποση ώρα με τον Οφιομάχο για πράματα αδιάφορα και μάλιστα για την πολιτική του τόπου. Ο γιατρός Αριστείδης Στεριώτης ήταν τώρα βουλευτής∙ η Κυβέρνηση είχε κατατροπωθεί στες εκλογές∙ ο κύριος υπουργός ετοιμαζότουν να πάει στην πρωτεύουσα∙ αλλά το κόμμα του είχε αποφασίσει να υποστηρίξει προσωρινά κάποιο αχρωμάτιστο υπουργείο, που θα εξασφάλιζε πρώτα απ’ όλα την ειρήνη και που θα εφορτωνότουν και όλες τες αμαρτίες των νικημένων. Ο τοκογλύφος ήθελε να συχαρεί το γέρο για την εκλογή του Στεριώτη.

Κι ο γέρος τον άκουε αδιάφορος και σιωπηλός, περπατώντας απάνου κάτου στο γραφείο του αφήνοντας τον τοκογλύφο να πολυλογά για πολλήν ώρα, σα να εφοβότουν τη σοβαρότερη ομιλία του. Τέλος όμως ήρθε κι εκάθισε στην πολυθρόνα του, απέναντι στον άλλον σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του σα να εκρύωνε.

Ο τοκογλύφος εσώπασε. Έκαμε πως εκοίταζε προσεχτικά μέσα στα χαρτιά του, του ‘ριξε έπειτα μία ματιά από συμπόνια κι επάσκισε να του χαμογελάσει. Παρατήρησε πόσο η θλίψη είχε αλλάξει τη μορφή του γερόντου. Πόσο το πρόσωπο είχε γεράσει σε λίγον καιρό, πόσο ήταν θολή και σκοτωμένη η κοκκινάδα του, πόσο τ’ αυλάκια στο μέτωπό του είχαν βαθύνει, πόσο ήταν ξεθωριασμένα τα κόκκινα χείλη του που ‘χαν χάσει το πικρό χαμόγελό τους, πόσο τέλος το υγρό βλέμμα του ήταν θλιβερό και ανήσυχο, σα να εφοβότουν κάθε στιγμή κάποια άξαφνη ατυχία. Τον ελυπήθηκε και δεν ήξερε πώς να του μιλήσει.

Μα ο γέροντας αναστενάζοντας τον ερώτησε τώρα χαμηλόφωνα:

― Λοιπόν ποια είναι η απάντησή του;

― Καμία, του απάντησε χαμηλόφωνα, κι εκατέβασε το βλέμμα μη τολμώντας να τον πικράνει περσότερο. Καμία! του ξανάπε με μία χειρονομία∙ κι ανανοήθηκε πως όσα έπρεπε να ειπεί εκείνην την ημέρα του Οφιομάχου, ήταν όλα πικρά και πως του κάκου θα επάσκιζε με τρόπους να του κρύψει τες σκληρές αλήθειες, που ο γέρος έπρεπε να τες μάθει. Εσώπασε λίγες στιγμές και έπειτα του ‘πε δειλά:

― Δεν ήρθα γι’ αυτό, αφέντη! Και δε θα ‘ρχόμουν καθόλου, αν δεν είχα κάποια καλή απάντηση να σου φέρω. Γνωρίζεις, αφέντη, πόσο είναι αληθινά χρυσή αυτή η καρδιά μου, αλλά ωστόσο έβιαζε μία άλλη ανάγκη. Αχ, η ζωή, αφέντη, έχει πολλά βάσανα!

― Δεν τους είδες λοιπόν; του ‘πε ανοίγοντας τα μάτια του. Ή το παλιόπαιδο σου ‘πε το όχι;

― Άκουσέ με πρώτα, αφέντη! του ξανάπε γλυκά.

Ο γέρος εκατέβασε συγχυσμένος το πρόσωπο κι αισθάνθηκε πως ο θυμός του ανέβαινε στο κεφάλι αλλά εβαστάχτηκε, γιατί εσυλλογίστηκε πως ακόμη εχρειαζότουν εκείνον τον άνθρωπο και πως δε θα ‘βρισκε άλλον κανέναν στο σημερινό χαλασμό του. Έβιασε τον εαυτό του να υπομείνει κι επάσκισε μάλιστα να του χαμογελάσει. Και ο άλλος επήρε τότες θάρρος και μ’ ένα άλλο χαμόγελο του ‘πε πάλι.

― Αλλά έβιαζε μια άλλη ανάγκη!

Ο Οφιομάχος τον εκοίταξε ρωτώντας. Εκείνος ξακολούθησε:

― Ετοιμάζεται κι ο γιατρός, ο γαμπρός σου για την Αθήνα. Θα ξεκινήσει μαζί με τους άλλους νομοθέτες και δεν ξέρει πόσο θα λείψει και θα ‘θελε, λέει, πριν φύγει να ξεκαθαρίσει τες δουλειές του. Θα του μιλούσε και ο ίδιος, αλλά με τη σύγχυση…

Ο γέρος τον εκοίταξε αδιάφορος. Τώρα αυτές οι δουλειές του ήταν από καιρό αδιάφορες. Ο ξεπεσμός του δεν του ‘κανε πλια καμία εντύπωση κι είχε συνηθίσει σ’ αυτήν την ιδέα, οι άλλες έγνοιες του ήταν οι μεγαλύτερες. Του απάντησε:

― Πήγαινε βρες τον υγιό μου το Γιώργη και συμφώνησε μαζί του, θα σας υπογράψω ό,τι αποφασίσετε. Ας έχει τώρα αυτός όλες τες έγνοιες.

Κι έπειτα από μία στιγμή συλλογισμένη πάλι ξακολούθησε, γυρίζοντας με πείσμα σε μία ιδέα του που δεν ήθελε να την παραιτήσει:

― Τουλάχιστο αν αποφάσιζε τέλος ο Γιώργης να την πάρει, θα εγλίτωνε από τόσες σκοτούρες, θα είχαμε τα χέρια ελεύτερα, θα ‘ταν τουλάχιστο πλούσιος κι εκείνος! Κι ο πλούσιος δεν έχει να φοβηθεί καμία καταφρόνια. Μα την άφηκε, λέει.

― Η κυρία Αιμίλια, εγέλασε ο τοκογλύφος, πηγαίνει κι αυτή αυτές τες μέρες στην Αθήνα…

Ο Οφιομάχος έμεινε ασυγκίνητος, αλλά μέσα στα στήθη του τον έσφιξε με πόνο η καρδιά του.

― Α ναι, είπε μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο, είναι καιρός που μελετάει αυτό το ταξίδι η Αιμίλια, αφού έτυχε η ευκαιρία, θα τη συνοδέψει ο γιατρός ο γαμπρός μας. Φυσικότατο είναι! Πηγαίνει να τη δουν οι γιατροί. Υποφέρει η δύστυχη απ’ όταν απέθανε ο άντρας της. Ο θάνατός του της έκαμε μεγάλη εντύπωση, αφού έτυχε η ευκαιρία, φυσικότατο είναι!

Ο Χαντρινός εχαμογέλασε πονηρά κι εκούνησε το κεφάλι, δείχνοντας πως τον επίστευε. Κι ο άλλος τότες εβάλθηκε πάλι να περπατεί ανήσυχος μέσα στο γραφείο του, κοιτάζοντας τριγύρω του με ανήσυχο βλέμμα και σε κάμποση ώρα του ξανάπε τέλος ανυπόμονα:

― Τους είδες, την είδες, είμαι βέβαιος! Γιατί, μωρέ, δε θέλεις να μιλήσεις; Δε βλέπεις πως πρέπει να πάρω αλλιώς τα μέτρα μου;

― Τους είδα, αποκρίθηκε αναστενάζοντας.

― Και τι λέει; Τι λέει αυτός; απολογήθηκε ζωηρά ο Οφιομάχος, σταματώντας σιμά στο τραπέζι.

Ο άλλος τον εκοίταξε φοβισμένος.

― Λέει… λέει… είπε πως ο ίδιος δεν έχει για την ώρα καμιά ανεξαρτησία, πως ο πατέρας του πρέπει ν’ αποφασίσει. Μα ο πατέρας του θέλει αντίς, να τόνε στείλει αμέσως στη Λόντρα, γιατί άνοιξε κιόλας εκεί η Τράπεζά τους κι είναι τώρα πνιγμένη στες δουλειές αλλά σωστό δεν του φαίνεται να πάρει αμέσως εκεί και τη Λουίζα. Ας εδοκίμαζε λίγον καιρό μοναχός του.

― Α, έκαμε ο Οφιομάχος χωρίς να δείξει καμία συγκίνηση και κάτι εψιθύρισε ακόμη με τα ξεθωριασμένα χείλη του.

Κι ο τοκογλύφος παρατήρησε πως ο γέρος έτρεμε σύγκορμος. Εσκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τον συγχύζει κι ήταν πάλι παρέτοιμος να μιλήσει για πράματα αδιάφορα τέλεια. Μα ο Οφιομάχος είχε κιόλας ακούσει το χειρότερο. Του ξανάπε λοιπόν:

― Δεν τον αφήνει να την πάρει μαζί του στη Λόντρα και τον ορμηνεύει να μην τη στεφανώσει από τώρα, γιατί λέει στην ξενιτιά, νέος αυτός, δεν μπορεί να της είναι πιστός. Αλλά και δεν τον υποχρεώνει ν’ ακολουθήσει τη γνώμη του. Ο Γουλιέλμος μπορεί να κάμει ό,τι θέλει. Μόνο ο ίδιος σαν πατέρας είχε συλλογιστεί αλλιώτικον το γάμο του γιου του. Κι ο Γουλιέλμος λέει τώρα πως έβρηκε ωστόσο έναν τρόπο, για να βολέψει τα πράματα. Το σπίτι στο Γιαλό της το ‘χει νοικιάσει για ένα χρόνο, θα της άφηνε ό,τι της εχρειαζότουν και σ’ ένα χρόνο θα ξαναρχότουν να την πάρει στην Αγγλία, θα την εστεφάνωνε τότες, γιατί ο πατέρας ωστόσο θα μαλάκωνε κι αυτός θα ‘χε αποχτήσει άλλην ανεξαρτησία, για να μπορεί να κάνει ό,τι θα ‘θελε.

― Και η Λουίζα τι λέει; είπε μ’ έναν κόμπο στο λαιμό του ο Οφιομάχος.

― Τι να ειπεί; είπε ο τοκογλύφος σα φοβισμένος.

― Αυτή είναι η απάντηση;

― Είναι κι άλλη, αφέντη. Κι ο πατέρας λέει πως αν η κυρία Λουίζα ευχαριστημένη δεν είναι από την αναβολή, της δίνει αυτός μία χρηματική αποζημίωση, για να ‘ναι η ζωή της ασφαλισμένη. Θα μπορεί έτσι, αν θέλει, να ζει μοναχή της, χωρίς να ‘χει κανένα ανάγκη.

― Αυτή είναι η απάντηση, είπε ο γέρος που η όψη του είχε γίνει άξαφνα χλωμή σαν του πεθαμένου. Ο ρουφιάνος, εγέλασε τρομερά, ο ρουφιάνος, ο στράβλακας, θέλει να της πλερώσει την ατιμία τους! Ω Λουίζα, ω Λουίζα!

Κι έκαμε δύναμη, για να αντικρατήσει τα δάκρυά του και το θυμό του. Κι επερπάτησε πάλι συγχυσμένος απάνου κάτου στο γραφείο του. Η καρδιά του εχτυπούσε. Το κεφάλι του εγενότουν άδειο, εχάιδευε με το χέρι του τα μαλλιά του κι αναστέναζε.

― Δε μου μπήκε τέτοια υποψία, είπε άξαφνα. Ήμουν ελπίδες γεμάτος, αχ, δεν τους έλεγα και τόσο άτιμους! Σήμερα από μακριά την είδα και ‘γώ τη Λουίζα, επήγα ως εκεί, γιατί μ’ είχε πνίξει τόσες ημέρες αυτή η κλεισούρα. Δεν υπόφερνα πλια, ήτανε στο παράθυρό της κι είχε ομορφύνει κι ήτανε γελαστή και πρόσχαρη. Εκατέβασε τα μάτια, για να μην καταλάβει πως την είδα. Δεν υποψίασε βέβαια τι εμηχνευόντανε αυτοί οι δύο οι άτιμοι, πατέρας και γιος. Μα ποιος ξέρει; Αχ, αυτή παίρνει τα πράματα όπως έρχονται, δε δίνει βαρύτητα σε τίποτα και ξέρει να ‘ναι φχαριστημένη ως κι από μια καταφρονεμένη ζωή! Δε μοιάζει σε μας, αλλά στο γένος της μάνας της. Δεν έχει εδώ μέσα κάτι που έχω εγώ. Δεν έχει καρδιά!

Κι εσήκωσε το κεφάλι του, για να ιδεί τους παλιούς Οφιομάχους μα οι εικόνες δεν ήταν πλια εκεί. Αναστέναξε κι έμεινε σιωπηλός καμπόσες στιγμές. Έπειτα ξακολούθησε:

― Εβγήκα σήμερα για να ξεσκάσω, δεν πέρασα επίτηδες από το σπίτι της, καλά καλά ούτε ήξερα πού βρίσκεται, τα ‘φερε έτσι η τύχη. Και καθώς περνούσα, άνοιξε η πόρτα του δρόμου κι έπεσε γονατιστή μπροστά μου. Μα εγώ εκοίταξα αλλού κι εδιάβηκα από μπρος της θυμωμένος, δεν ξέρω πώς δεν την σκότωσα, μα αχ, εκείνην τη στιγμή εκατάλαβα αντίς, πως ήθελα να τη σφίξω στην αγκαλιά μου, γιατί ήταν τόσο δυστυχισμένη. Ω τι έκαμε, τι έκαμε, αυτή η καταραμένη! Κι είπα με το νου μου: Ζητά ίσως την ευλογία μου, γιατί θα τη στεφανώσει κι ήμουν παρέτοιμος να λησμονήσω το φαρμάκι. Μα όχι δεν το λησμόνησα ούτε στιγμή. Θα μένει για πάντα εδώ μέσα πικρό, γιατί αυτή μας εντρόπιασε για πάντα. Και τώρα; Και τώρα;

Εκοίταξε ολόγυρά του σαν απομωραμένος και σα να ζητούσε βοήθεια έκλεισε τα μάτια του κι εκάθισε πάλι μπρος στο γραφείο του. Η πίκρα της Λουίζας ήταν η μεγαλύτερη απ’ όσες είχε ως τώρα δοκιμάσει, αυτή ήταν η μεγαλύτερη φροντίδα του, μια σκέψη που τον ετρέλαινε, ένας στοχασμός που δεν του άφηνε ησυχία. Ελησμονούσε όλα τ’ άλλα: και την οικονομική καταστροφή του και την Ευλαλία και τον άντρα της και το Γιώργη και την Αιμίλια Βαλσάμη και τον Άλκη Σωζόμενο. Έκρυψε το πρόσωπό του κι είπε με απελπισμένη φωνή:

― Και θέλουν οι άτιμοι να την αποζημιώσουν! Ωχ, ωχ!

Κι έμεινε σιωπηλός πάλι κάμποση ώρα, αφήνοντας τέλος να τρέξουν θερμά τα δάκρυά του. Μα σε λίγο εσήκωσε το κεφάλι του κι εχτύπησε το μέτωπό του. Μια ασυνήθιστη αχτίδα είχε φέξει μέσα στο μυαλό του. Εκατάλαβε πως δεν έπρεπε να χάνει καιρό, πως αυτήν τη στιγμή δεν ωφελούσαν ούτε ο θυμός, ούτε οι βρισιές, ούτε οι φωνές, ούτε οι απελπισίες∙ έπρεπε κάτι να γένει. Κι άξαφνα άκουσε μέσα του μία σταθερή απόφαση. Έσιαξε την παλιά ρεδιγκότα του, εξεκρέμασε το καπέλο του, που ήταν κρεμασμένο σε μίαν άκρη κι εκοίταξε ανήσυχος τον τοκογλύφο.

― Πού θα πας, αφέντη; του ‘πε εκείνος φοβισμένος.

Έφερε το δάχτυλο στα χείλη του προστάζοντάς τον να σωπάσει.

― Και τα χαρτιά; ερώτησε πάλι ο τοκογλύφος.

― Περίμενε εδώ το Γιώργη και συμφώνησε μαζί του και πες του όλα όσα είπαμε απόψε.

Και λέγοντας έτσι εφόρεσε το καπέλο του κι εβγήκε από το γραφείο.

Απ’ όξω ο Σπύρος επερπατούσε άνω κάτω στο διάδρομο ανήσυχος, περιμένοντας κάτι. Τον εκοίταξε μ’ άγριο βλέμμα σα να τον εφοβέριζε και του ‘πε:

― Τι τρέχει;

― Α τίποτα! του απάντησε δειλά αλλά και με κάποια ελπίδα ο νέος και σα να ‘παιρνε άξαφνα μία φοβερή απόφαση επρόστεσε χαμηλώνοντας το βλέμμα: Θέλω μόνο να μιλήσω του Μίμη, για να προεξοφλήσει ένα μισθό μου, γιατί έχω ανάγκη από χρήματα, μεγάλη ανάγκη!

― Μέσα είναι, του ‘πε σκληρά και με ένα περιφρονητικό χαμόγελο εκατέβηκε τες σκάλες.

Ο Σπύρος εμπήκε στο γραφείο. Ο τοκογλύφος τον εκοίταξε περιφρονητικά κι εκείνος και δεν εσηκώθηκε, για να τον χαιρετήσει.

― Μην του ‘πες τίποτα; ερώτησε ο νέος ανήσυχος.

― Δε θα ‘χα την καρδιά, του απάντησε ο άλλος∙ κι έπειτα σε τι θα ωφελούσε;

― Και τι έκαμες;

― Τίποτα!

― Τίποτα; Και τώρα; Τι θ’ απογένει; Ω Θεέ μου! Ω Θεέ μου!

Κι έμεινε σαν απολιθωμένος σφίγγοντας τα νύχια του στες παλάμες του.

― Ποιος ετρελάθηκε, είπε πάλι σαρκαστικά ο τοκογλύφος να προεξοφλεί το μισθό ενού αδιόριστου υπαλλήλου; Και πού θα βρεθούνε τόσα χρήματα; Και ο γιατρός είναι θυμωμένος μ’ όλους σας και δε βάζει πλια υπογραφή σε κανένα συνάλλαγμα! Δε θέλει να σας βλέπει ούτε στα μάτια! Κι εμάλωσε γι’ αυτά και γι’ αυτά με την κυρία Ευλαλία και δεν μπορεί να κάμει τίποτα ούτε κείνη. Δεν πρέπει, λέει, να σας μάθει να του κάνετε αυτές τες κατεργαριές! Να του βάνετε εσείς, όταν σας καπνίσει την υπογραφή του, θέλει δε θέλει! Κι έχει δίκιο. Και φεύγει τώρα για την Αθήνα. Κι αύριο η τράπεζα θα διαμαρτυρήσει το πλαστογραφημένο συνάλλαγμά σου και θα το στείλει στον εισαγγελέα, αν το μεσημέρι δεν είναι πλερωμένο. Κι εμέ με πονεί για τον πατέρα σου.

Του Σπύρου οι πλάτες εκρύωναν, καθώς άκουε εκείνα τα λόγια, τα γόνατά του ελύγιζαν, μια ζάλη εκύριευε το μυαλό του, το πρόσωπό του είχε χλωμιάσει, τα χείλη είχαν χάσει το χρώμα τους, ένας κρύος ίδρος επερίβρεχε όλο του το σώμα.

― Από πουθενά λοιπόν καμία ελπίδα; ερώτησε τρέμοντας.

    -Από πουθενά! του απάντησε σκληρά.

Απελπισμένος ο Σπύρος εβγήκε από το γραφείο και ανέβηκε απάνου. Δεν ήξερε τι να κάμει. Η μητέρα του ήταν καθισμένη στον καναπέ. Μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο εφαινότουν μόνο λίγο. Ήταν βαρύθυμη και κείνη κι ακουμπούσε το κεφάλι της στο χέρι. Ο γιος της ήρθε κι εκάθισε αναστενάζοντας σιμά της, της έπιασε το χέρι κι αναλύθηκε σε δάκρυα.

Τον εκοίταξε λίγες στιγμές περίφοβη.

― Κι άλλη συφορά; τον ερώτησε μ’ ένα δάκρυ. Τι είναι πάλι, παιδί μου; Τι είναι, παιδί μου;

Εκείνος έτρεμε όλος∙ εκείνη εταράχτηκε.

― Παιδί μου! Παιδί μου! του ξανάπε τρυφερά και χαϊδεύοντάς του το κεφάλι.

Κι ο Σπύρος της είπε σα να ‘βγαινε από ένα ονειροπλάκωμα.

― Ω μητέρα, έκαμα ένα λάθος! Ένα λάθος βαρύ, ένα λάθος αδιόρθωτο. Ούτε πέντε μήνες μισθοί δε φτάνουν κι αν διοριστώ! Και πού να βρεθούνε τόσα χρήματα; Μόνο η Λουίζα θα μπορούσε να βοηθήσει. Εκείνη έχει τώρα, όσα θέλει. Μα ο πατέρας; Και το συνάλλαγμα εξέπεσε. Κι ο γιατρός, ο γαμπρός μας, αρνήθηκε την υπογραφή κι είχε δίκιο, γιατί δεν ήταν δική του, τώρα κι αυτός δε θέλει να μας ξέρει. Και η τράπεζα το στέλνει αύριο το μεσημέρι στην εισαγγελία. Τι να κάμω; Τι να κάμω; Κι είμαι χαμένος, γιατί πάω στη φυλακή μητέρα. Είμαι χαμένος!

Η μητέρα ανατρίχιασε τρομαγμένη.

― Ω παιδί μου! Κι άλλη συφορά κι άλλη ντροπή. Και πώς θα τη βαστάξει εκείνος ο μάρτυρας. Ω παιδί μου! Κι εκείνος εβάλθηκε να κλαίει.

― Και δεν έχω πλια τίποτα να σου δώκω να το πουλήσεις, ξανάπε σε λίγο, ούτε ένα ασημοκούταλο, ούτε μία καρφίτσα, ούτε τίποτα πλια! Μα γιατί δεν εμιλούσες πρώτα; Κι είναι τόσο πολλά, γιατί έκαμες αυτό το σφάλμα, παιδί μου! Θα πάω εγώ στο γιατρό!

― Περιττό είναι, της είπε απελπισμένος. Πόσα του ‘καμε η Ευλαλία. Περιττό είναι!

Έκλαιγαν αντάμα, εβαστιόνταν από τα χέρια, εζητούσαν και οι δύο μέσα στο μυαλό τους βοήθεια, κυριεμένοι από την ίδιαν απελπισία, από την ίδια τρομερή στενοχώρια. Και τέλος ο Σπύρος ξανάπε:

― Αύριο πρέπει να πάω στο χωριό τουλάχιστο, θα μείνω εκεί έως να βρεθεί κάποια διόρθωση. Μα τι διόρθωση; Για να βρεθεί χρήμα χρειάζεται καιρός. Εγώ εφρόντισα, μα ο Χαντρινός δε μου ‘καμε τίποτα. Δοκίμασε, αφού το θέλεις και με το γαμπρό μας. Αύριο που δε θα ‘μαι εδώ, θα ιδώ και τη Λουίζα. Τι να κάμω; Θα μείνω εκεί όξω σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού που να ‘χει ακόμη τη στέγη του. Θα μπορώ να κρυφτώ έτσι κάμποσες μέρες, για να μην πάω στη φυλακή.

Απελπισμένη η μητέρα δεν του ‘δωκε πλια απάντηση.

Είχε νυχτώσει. Μία αρχαία μπρούντζινη λάμπα του λαδιού, με αναμμένα τα δύο της φυτίλια, εφώτιζε λίγο την κάμαρα. Μάνα και γιος εκαθόνταν ακόμη στον καναπέ σα φοβισμένοι από τη σιωπή τους, όταν ο Γιώργης ανέβηκε απάνου σοβαρός, μελετώντας πάλι μέσα στο μυαλό του. Είχε μιλήσει με τον τοκογλύφο. Χίλια σκέδια περνούσαν από τη σκέψη του, μα για όλα εχρειαζόνταν χρήματα. Τους καλησπέρισε ανήσυχος. Κι η μάνα του ‘πε αναστενάζοντας:

― Ω Γιώργη. Να ‘χες αποφασίσει τότε να πάρεις την Αιμίλια.

― Αυτήν! της απάντησε με περιφρόνηση. Μα αύριο μισεύει κι αυτή για την Αθήνα με το γαμπρό μας. Ο Αριστείδης αποβλακώθηκε πλια.

Η γριά αρχόντισσα εσηκώθηκε ορθή, ξανακάθισε, έριξε εδώ κι εκεί το κεφάλι, πνιγμένη από τη συγκίνησή της. Έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της κι ένα αναφιλητό ετίναξε το κορμί της. Τέλος είπε μ’ έναν βαθύν αναστεναγμό:

― Τα κάνει αυτά η άτυχη, γιατί σ’ αγαπούσε πολύ! Τώρα ελησμόνησε και τον εαυτό της η Αιμίλια. Ω δύστυχη Ευλαλία!

Αυτήν τη στιγμή έμπαινε στο δωμάτιο ο γέρος Οφιομάχος, μικρός, σκεβρωμένος, σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του. Η όψη του ήταν σαν του πεθαμένου και τα πόδια έτρεμαν. Κατόπι του ερχότουν και η Λουίζα, γελαστή εκείνη, καλοντυμένη, όμορφη. Εστάθηκε σιμά στο τραπέζι και εκοίταζε έναν έναν με περιέργεια τους δικούς της, χωρίς ντροπή, χωρίς μετάνοια, στενοχωρημένη μόνο, γιατί κανείς ακόμα δεν της μιλούσε και γιατί έβλεπε ζωγραφημένη τη λύπη απάνου σ’ όλα τα πρόσωπα. Μ’ ένα ελεύτερο κίνημα έβγαλε από το κεφάλι της την ωραία καινούρια της ψάθα, την επέταξε απάνου στο μεγάλο τραπέζι, έσιαξε με τα δύο της χέρια τα μαλλιά της κι εξακολούθησε να μένει ορθή και σιωπηλή στη θέση της.

Κι η πικραμένη μητέρα εσηκώθηκε τέλος με τα μάτια πλημμυρισμένα δάκρυα, ένα ποτάμι λόγια και παράπονα της ανέβαιναν στα χείλη, αλλά η συγκίνηση δεν την άφηνε να μιλήσει, ήθελε να πάει σιμά της να την αγκαλιάσει και να κλάψει στον κόρφο της, αλλά εκατάλαβε πως τα πόδια της δεν την εβαστούσαν κι εξανάπεσε στον καναπέ κι έκρυψε πάλι στα χέρια της το πρόσωπό της.

Οι δύο νέοι εκοίταζαν αλαλιασμένοι πότε τους γέρους και πότε τη Λουίζα. Μα ο Σπύρος εσκεφτότουν περισσότερο τον εαυτό του βαρύθυμος. Ο γυρισμός της Λουίζας και το ταξίδι του γιατρού Στεριώτη τον εβύθιζαν στην πλιο μαύρη απελπισία.

Κι ο γέρος έλεγε τώρα μ’ ένα αναφιλητό που του κάκου επροσπαθούσε να το κρύψει:

― Την έφερα πάλι εδώ, την έφερα εδώ, για να μην καταφρονεθεί περσότερο. Κι αυτή δεν καταλαβαίνει ακόμη τίποτα, τίποτα, τίποτα!

Κι είδε πως όλοι ήθελαν να μιλήσουν, να ρωτήσουν και να μάθουν όσα συνέβησαν και μάλιστα η μάνα που ‘χε αρχίσει κιόλας χαμηλόφωνα κάτι να ψιθυρίζει μέσα στα δάκρυά της, ζητώντας με το βλέμμα απάντηση από τη θυγατέρα της. Εκείνη εχαμογελούσε πάντα.

Κι ο Οφιομάχος εθύμωσε άξαφνα, τα μάτια εκοκκίνισαν κι εφώναξε με την αδυνατισμένη φωνή του, χτυπώντας το ένα του πόδι:

― Ούτε λόγο κανένας! Δεν θέλω πλια ν’ ακούω τίποτα! Είναι όλα σαν πρώτα. Δεν έχει φύγει κανείς από δω μέσα. Κανείς! Είδατε ονείρατα και τα φοβηθήκατε! Ούτε λόγο πλια ούτε λόγο!

Κι εκοίταζε με βλέμμα μίσους τη γυναίκα του, που το αναφιλητό τής εσήκωσε πάλι το στήθος. Και του ‘πε η γριά μέσα στους θρήνους της, κουνώντας πικρά το κεφάλι:

― Στον καιρό της δευτέρας παρουσίας θα σου τα θυμηθεί ο Θεός όλα! Αυτός σου ‘δωκε τόσην ταπείνωση. Στον καιρό της δευτέρας παρουσίας.

Εκείνην τη στιγμή έμπαινε μέσα και η Ευλαλία. Εκοίταξε ολόγυρά της κι εβάλθηκε κι εκείνη να κλαίει. Και ο Οφιομάχος εκοίταξε θυμωμένος τα παιδιά του και τη γυναίκα του, έσιαξε πάλι την παλιά ρεδιγκότα του, σα  να κρύωνε, επέρασε μπρος στη Λουίζα κι έφτυσε κατά γης και σκεβρωμένος, λιγνός, κατακόκκινος, εβγήκε από την κάμαρα κι εκατέβηκε πάλι στο σκοτεινό του γραφείο.

Σε λίγο τον άκουσαν να περπατεί απάνου κάτου καθώς εσυνήθιζε, άκουαν κάπου κάπου μουγγή μια φωνή του…

 

6

 

Είχαν περάσει μέρες. Και η Ευλαλία εκαθότουν στο μικρό σαλονάκι της. Το πιάνο ήταν κλειστό. Πλήθιο φως έμπαινε από τ’ ανοιχτά παράθυρα που εφέρναν μέσα μία μυρόβολη πνοή κι έλαμπαν οι χρυσωτές κορνίζες και τ’ ανοιχτά χρώματα από τες ακουαρέλες που εστόλιζαν τους τοίχους. Η ίδια ήταν ντυμένη μ’ ένα τζιτζιφί φόρεμα του σπιτιού που άφηνε να φαίνονται τα μικρά της πόδια κι ένα μεταξωτό κορδόνι της έσφιγγε την όμορφη μέση. Εδιάβαζε τώρα καθισμένη στον καναπέ της ένα βιβλίο και κάθε τόσο άφηνε την ανάγνωση κι εκοίταζε μέσα από το παράθυρο τον καθάριον ουρανό, όθε κάπου κάπου επερνούσε γοργά ένα διαβατάρικο σύγνεφο. Ο νους της όμως ήταν γεμάτος φροντίδες και μετά βιας εξέδινε με το διάβασμα.

Πώς είχε περάσει σαν ένα απίστευτο όνειρο η ζωή της. Και πόσο διαφορετικά απ’ ό,τι την είχε λογαριάσει, απ’ ό,τι ημπορούσε καθένας να προβλέψει! Ήταν εκεί μέσα, γιατί το ‘χε θελήσει ένας μόνος άνθρωπος που ‘χε λάβει τη δύναμη να την κάμει ν’ αρνηθεί τον Άλκη, γιατί αυτός έπαιζε στα χέρια του μία ολόκληρη οικογένεια. Είχε απαιτήσει από αυτήν τη θυσία! Και την είχε προσφέρει η δύστυχη, μίαν τόσο περιττή, μίαν τόσο παράλογη θυσία. Κι αυτός ο ίδιος ο γιατρός Στεριώτης δεν είχε εύρει σιμά της την ευτυχία. Φυσικό ήταν. Η φιλοδοξία του είχε χορτάσει, είχε δοκιμάσει κι άλλες κοινωνικές επιτυχίες, η αγάπη του δεν ήταν έρωτας, δεν έμοιαζε καθόλου στη μαραμένη αγάπη της! Κι η ίδια δεν είχε θελήσει να του παραδώσει την ψυχή της, δεν μπορούσε ποτέ να λησμονήσει πως της είχε βιάσει το λόγο της κι ο μετρημένος άνθρωπος, ο στοχαστικός δουλευτής, ο περίφημος επιστήμονας δεν εχρονοτρίβησε πολύ μαζί της, τέλος ένα άγριο πάθος τον είχε κυριέψει, μία επιθυμία ακράτητη που δεν μπορούσε τίποτα να λογαριάσει. Έδειχνε φανερά πλια την αποστροφή του για κάθε τι που τον εχώριζε από κείνο που προτιμούσε το περισσότερο σ’ αυτόν τον κόσμο, είχε περιορίσει τες ώρες της μελέτης του, δεν ερχότουν πλια ν’ ακούσει το πιάνο της, όσες φορές εμιλούσε μαζί της δεν εκουβέντιαζε παρά για την Αιμίλια Βαλσάμη, που την εθαύμαζε με όλην την ψυχή του. Δεν ήταν μονάχα η ωραία γυναίκα που ήξερε να βαστάξει δικό της έναν άντρα της με τες χάρες του κορμιού της, με τες χάρες του φύλου της, αλλά αυτή είχε και μεγάλη ψυχή! Καμία αξία δεν επερνούσε απαρατήρητη μπροστά στα μάτια της. Πώς είχε δείξει τη χαρά της για τα υπομνήματά του, τι δεν επερίμενε από την επιστημονική του ικανότητα και πόσο είχε βοηθήσει στες εκλογές με το λόγο της και με το χρήμα. Πώς είχε φανεί ο ορθός νους της ως και σε κείνην την περίσταση. Ενώ στο σπίτι του, ήταν υποχρεωμένος ν’ αντιμετωπίζει μίαν παγωμένη αδιαφορία κάτι που ο χαρακτήρας του δεν μπορούσε να το βαστάξει για πολύν καιρό, και μάλιστα τώρα που μία γυναίκα άλλη έπαιρνε τόσο θερμά το μέρος του. Γιατί δεν το έκανε το ίδιο κι η γυναίκα του; Ας έβλεπαν τότες οι άλλοι, αν αυτός ημπορούσε ν’ αγαπήσει.

Αλά ήταν πλια αργά. Η Ευλαλία εκατάλαβε πως καθένας από τους δύο τους έπρεπε να τραβήξει το δρόμο του. Η ζωή την εχώριζε πάλι κι από κείνον τον άντρα. Της εφαινότουν τόσο ποταπή κι αξιοπεριφρόνητη εκείνη η κούφια φιλοδοξία του, όλοι του οι αγώνες για ν’ αποχτήσει μία πρόσκαιρη κι άδικη δόξα, της εφαινότουν τόσο αξιογέλαστο το νέο του πάθος για τη γυναίκα που λίγες μέρες πριν την είχε παρατήσει ο αδερφός της και που φανερά ενεργούσε μόνο από θυμό και από πείσμα σε κείνον τον τρόπο, που ερωτούσε συχνά τον εαυτό της, αν θα ‘πρεπε ν’ ακολουθήσει να ονομάζεται γυναίκα του και αν έπρεπε ν’ ακολουθήσει μπρος στον άλλον κόσμο να παίζει το μέρος της απατημένης γυναικός, δείχνοντας μίαν πλαστή αδιαφορία κι έχοντας πάντα στα χείλη ένα χαμόγελο που έπρεπε να φαίνεται ψεύτικο.

Σ’ αυτό λοιπόν την είχαν οδηγήσει όλες της οι θυσίες; Και σε τι είχαν ωφελήσει; Τώρα ο γιατρός κυριεμένος από τα φιλόδοξα πάθη του, είχε αμελήσει τελείως τες δουλειές των Οφιομάχων. Έδειχνε μάλιστα πως τες εβαριότουν, γιατί ίσως δεν ήθελε ν’ ακούσει η κυρία Βαλσάμη πως εκείνος υποστήριζε τον άνθρωπο που την είχε τόσο ελεεινά περιφρονήσει, εφαινότουν κιόλας βέβαιο πως η κυρία Βαλσάμη, διψώντας εκδίκηση, θα ‘κανε το γιατρό ν’ αντιπαθήσει ολόκληρη την άτυχη οικογένεια. Μία θέληση ανώτερη από την ανθρώπινη εφαινότουν να ‘χε αποφασίσει το χαλασμό τους αλλά και την ταπείνωσή τους στην ατιμία. Εκείνη η δύναμη οδηγούσε κάθε τους πράξη, κάθε προσπάθεια που έκαναν για να ξεφύγουν τη Μοίρα. Μυστήριο! Κάθε άτομο στην οικογένεια έπρεπε να ‘χει τη θλιβερή ιστορία του, έπρεπε άθελά του να παίξει το τραγικό του μέρος κι όλοι οι άνθρωποι όσοι τους είχαν πλησιάσει εβοηθούσαν εκείνην την καταστροφή. Ο γιατρός Στεριώτης, ο άντρας της, με την αμέτρητη φιλοδοξία του, η κυρία Αιμίλια Βαλσάμη, η γυναίκα με το φλογερό πάθος και που ημπορούσε να λησμονήσει τόσο τον εαυτό της και τον κόσμο, ο Άλκης Σωζόμενος, ο άνθρωπος με την αγνή καρδιά και με το ψηλοπέταχτο όνειρό του, που έχανε ίσως τη ζωή του σε μίαν τελευταία προσπάθεια δημιουργίας, όλοι τους δεν ήταν παρά σαν όργανα μόνο εκείνης της θέλησης, όλοι τους δεν ήταν παρά σαν όργανα μόνο εκείνης της θέλησης, όλοι τους χωρίς να το ξέρουν υπάκουαν σ’ εκείνην την αφανέρωτη δύναμη, που τους οδηγούσε με απάτη, για να εργαστούν την καταστροφή των Οφιομάχων!

Και ο αδύνατος γέρος είχε νομίσει πως με τη θυσία της ημπορούσε να σταματήσει εκείνο το παντοδύναμο χέρι και να ξεφύγει το χαλασμό και αντίς, δεν είχε κάμει άλλο με την πρώτη εκείνη προσπάθεια παρά να σιμώσει σ’ εκείνο το βάραθρο που ανοιχτό τον περίμενε. Η ίδια δεν ήταν παρά το πρώτο, το αθώο θύμα και μαζί της ο Άλκης, η πρώτη της η αγάπη, η αμάραντη, η αληθινή της η αγάπη! Τώρα καταλάβαινε την αξία της, όλην την αξία της ζωής σιμά στον αγαπημένον άνθρωπο! Πώς εμετανοούσε για την αδυναμία της! Πόσο καταλάβαινε εκείνος καλύτερα τον κόσμο! Γιατί να μην τον ακούσει; Δεν τον είχε ιδεί ποτέ πλια από κείνην την ημέρα, που της είχε δώκει τα πρώτα κι ύστερα φιλιά του. Κι ω, πώς εθυμότουν ακόμη τη θλιβερή τους γλυκάδα! Τι πόθους είχαν γεννήσει εκείνα στην καρδιά της, ανοίγοντας μπροστά της έναν κόσμο γεμάτον χρυσές ελπίδες. Και το εναντίο πόση αντίσταση έκανε πάντα η ψυχή της και το κορμί της στου αντρός της την αγάπη. Πόσο λίγη ήταν η ευχαρίστησή της σ’ εκείνο τ’ όμορφο παλάτι, όπου κάθε στιγμή εζωντάνευε ο πόνος του χωρισμού της από τον Άλκη κι όπου τώρα εζούσε μόνη και περιφρονημένη από τον άντρα που η ίδια δεν τον είχε διαλέξει. Κι ήξερε πως την εθυμότουν και κείνος. Ω ναι! Με την θλιβερή σκέψη με την ταπεινή σκέψη της αγάπης του, που έσκυφτε μπρος στην ανάγκην μονάχα, αλλά που δεν ελησμονούσε. Το ‘ξερε η Ευλαλία, γιατί την εμελετούσε πάντα με σκεπασμένη τρυφερότητα σ’ όλα τα γράμματα πόγραφε από την ξενιτιά του στη μητέρα του και στο Γιώργη. Με πόση συγκίνηση εδιάβαζε κάποτε τα γραφτά του. Εγνώριζε έτσι όλη τη ζωή του ξενιτεμένου, όλες τες πικρές στιγμές του.

Από την ημέρα που το δυνατό πιοτό τον είχε ζαλίσει, η αρρώστια είχε ξυπνήσει και την εσυνόδευε μία ψυχική αδυναμία, μία απαισιόδοξη αδράνεια, που τον έκανε άχρηστον για κάθε ενέργεια. Πριν από κάθε πράξη, επρόβαλλαν πάντα ομπρός του οι δυσκολίες της και ήταν αδύνατος να τες νικήσει. Και τα ονείρατα απόμειναν έτσι ονείρατα μόνο που του χαμογελούσαν κάποτε σαν από έναν άλλον απόμακρον κόσμο. Ήταν βαρύθυμος, έλεγαν τα γράμματά του κι έμενε ξένος από κάθε διασκέδαση. Η λύπη της καρδιάς του ανάδινε γύρω στον εαυτό του σαν μίαν πυκνή ατμόσφαιρα που αμαύρωνε το φως της χαράς. Κι επροσπαθούσε ν’ αφοσιωθεί ολόψυχα στη μελέτη, γιατί τώρα κάτω από το βαρύ χτύπημα της Τύχης, τον είχε κυριέψει μία ανάγκη δημιουργίας, σα να ‘θελε η ψυχή του να πάρει τα φτερά της φαντασίας για ν’ αναπνέει στον ελεύτερον αέρα της τέχνης. Έγραφε κάποιο βιβλίο.

Αλλά ήξερε η Ευλαλία πως κι εκείνη η προσπάθειά του ήταν άκαρπη. Ο Άλκης κουρασμένος από την πάλη με τον εαυτό του, νικημένος από τη λύπη του, που την έσερνε πάντα μαζί του, έσκυφτε το πικρό του κεφάλι, ζητώντας κι εκείνος τη λύτρωση και δεν ήταν πλια παρά ένα ερείπιο της ζωής που ο πρώτος βοριάς θα το εσάρωνε. Ερείπιο ονόμαζε ο ίδιος τον εαυτό του και εσκεφτότουν η Ευλαλία πως η ίδια είχε δώκει την αφορμή σε τόσο πάθος, σε τόσο χαλασμό, η ίδια, γιατί είχε προσφέρει την περιττή θυσία, όχι του εαυτού της μονάχα αλλά κι εκείνου του ανθρώπου, ενού τέτοιου ανθρώπου που την είχε αγαπήσει.

Εθυμήθηκε τώρα την κυρία Φωτεινή. Η δύστυχη η μητέρα έλιωνε κι αυτή από τον πόνο της θλιμμένης καρδιάς της. Επαρακαλούσε το γιο της να ξανάρθει, μη μπορώντας πλια να ‘βρει καμία ησυχία, ξέροντάς τον άρρωστον μακριά της! Είχε όλα τα δίκαια η κυρία Φωτεινή. Ω πώς θα ‘θελε να βρίσκεται κι η ίδια σιμά στον αγαπημένον άνθρωπο και να δοκίμαζε να του δώκει πάλι ζωή ως και με τη ζωή της ή θα του γλύκαινε τουλάχιστο τες πικραμένες ώρες της αρρώστιας. Δεν ήταν τέτοιο τάχα το χρέος της; Ο φαντασμένος άντρας της, μεθυσμένος απ’ όλες του τες δόξες, απ’ όλες του τες επιτυχίες, είχε ακολουθήσει μίαν άλλη γυναίκα. Ποιος δεσμός πλια τη συνένωσε με κείνον τον άνθρωπο, που του ‘χε θυσιάσει τα πάντα; Και το χρέος της για τον Άλκη δεν ήταν τάχα ανώτερο από τους γραμμένους νόμους, γιατί το δημιουργούσε η αγάπη;

Ένα παράπονο την ετίναξε σύγκορμη, τα δάκρυα εβγήκαν θερμά από τα μάτια της. Κι ωστόσο καταλάβαινε πως ο διαλογισμός της δεν την ευχαριστούσε. Ήξερε πως ύπαρχε κι ένας άλλος ηρωισμός, η υποταγή σε ασάλευτους κανόνες, σε νόμους που δεν εδεχόνταν καμίαν εξαίρεση. Τι την έμελε εκείνην τι έκανε ο άντρας της, τι έκανε η κυρία Βαλσάμη, πώς εκανόνιζαν κι εσυμβίβαζαν τη ζωή τους; Αυτή η ίδια έπρεπε ν’ ακολουθήσει ένα δρόμο, τον ίσιο δρόμο, αυτό της έλεγε μια φωνή στα βάθη του είναι της, έπρεπε να ξεφύγει κάθε πειρασμό, να προτιμήσει την ενάρετη ζωή κι ας ήταν μαρτυρική. Ας υπόφερνε με μαρτύρια. Δεν έπρεπε πλια να ιδεί τον Άλκη, ως κι αν ερχότουν πάλι στον τόπο, ως κι αν της έκραζε, ως κι αν έπρεπε να πεθάνει ο δύστυχος. Έπρεπε ναι, να βρει αυτήν τη δύναμη, να μη συμπαθήσει στον εαυτό της το πρώτο γλίστρημα, γιατί καταλάβαινε πως θα ‘ταν χαμένη!

Εκείνος ωστόσο θα της μιλούσε. Αν ερχότουν καμία φορά πίσω, η αγάπη του θα ξεχείλιζε, θα ‘ταν ζωγραφισμένη στ’ ωχρό πρόσωπό του, θα τη μολογούσε κάθε του λόγος. Τι θα ‘κανε; Τι θα ‘κανε; Θα της έλεγε πόσο είχε υποφέρει και πόσο υπόφερνε, θα της έλεγε πως μπορούσε εκείνη να θαυματουργήσει με την αγάπη της, θα της έλεγε πως η ζωή του ήταν στα χέρια της και πως το μόνο, αν ήταν αυτή σιμά του, θα γιατρευότουν!  Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε; Θα ‘μενε πάντα σκλάβος σ’ όλες τες παράλογες συνθήκες της ζωής, που την είχαν κάμει να καταστρέψει την ύπαρξή της και να θυσιάσει την αγάπη της; Θα ‘ταν πάντα αδύνατη να σηκώσει φανερή επανάσταση; Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε;

Μα άξαφνα άκουσε έναν ακατανίκητο πόθο στην καρδιά της. Όχι! Αν ήταν αλήθεια πως θα ερχότουν, όχι, δε θα μπορούσε, δε θα ‘χε τη δύναμη ν’ αντισταθεί να φύγει! Θα της ήταν ευκολότερο να αφήκει για πάντα τον κόσμο! Όχι! Αισθανότουν έναν ακατανίκητο πόθο να τρέξει σιμά του, να τον βοηθήσει, να τον αγκαλιάσει με τα χέρια της που τον αγαπούσαν και κείνα! Ναι, θα το τολμούσε! Και πώς θα ξυπνούσε τότες ολοζώντανη και κυρίαρχη, στην ψυχή της, στην καρδιά της, στο κορμί της, εκείνη η πρώτη αγάπη της, ο αληθινός της έρωτας, που ποτέ δεν είχε σβήσει, και μαζί μία ακράτητη δίψα να του παραδώκει τον εαυτό της, όλον τον εαυτό της, αφήνοντας ελεύτερο στην αγκαλιά του το περιορισμένο πάθος της. Ω, ας μην ήταν άρρωστος! Ή ας μπορούσε να νικηθεί κι εκείνη η αρρώστια, ας θαυματουργούσε και πάλι η αγάπη. Δε θα πάθαινε, όχι, ο Άλκης! Δεν ερχότουν για να πεθάνει, θα ‘ταν δικός της για πάντα. Θα ‘βρισκε τώρα το θάρρος, για να αντισταθεί σ’ όλα, για να φανερωθεί μπροστά σ’ όλον τον κόσμο τέτοια καθώς ήταν, μία γυναίκα που ήξερε ν’ αγαπήσει και που η αγάπη της ήξερε να θαυματουργήσει.

Κι ήταν βυθισμένη ακόμη σ’ αυτούς τους στοχασμούς, όταν η καλοντυμένη υπηρέτρια, που άνοιξε την πόρτα, της είπε χαμηλόφωνα πως αληθινά εκείνος ήταν εκεί και πως την εζητούσε. Ανατρόμαξε, ανατρίχιασε, έπιακε το κεφάλι της. Μπροστά στην πραγματικότητα εδείλιαζε πάλι. Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε; Αληθινά λοιπόν είχε έρθει; Αληθινά ήταν εκεί; Αληθινά την εζητούσε; Πώς θα τον ξέφευγε; Μα δεν ήξερε κι εκείνος πως δεν έπρεπε να ‘ρθει, πως δεν έπρεπε να τυραννεί μίαν αδύνατη γυναίκα, εκείνος ο Άλκης; Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε; Και η υπηρέτρια ήταν εκεί και την εκοίταζε περίεργα και ανάμενε την απάντηση κι ο άλλος επερίμενε απ’ όξω. Ο Άλκης! Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε; Μα δεν μπορούσε να τον διώξει. Μην δεν ήθελε να βρεθεί μοναχή μαζί του, εκεί στο σπίτι του αντρός της, του αληθινού αντρός της, του γιατρού Αριστείδη Στεριώτη; Τι θα ‘κανε, τι θα ‘κανε; Τ’ όνειρο λοιπόν είχε γίνει αλήθεια!

Εσηκώθηκε από τον καναπέ της τρέμοντας όλη, σφουγγίζοντας το μέτωπό της, έφερε το χέρι της στην καρδιά της που αδιάκοπα εχτυπούσε ολόγυρά της σα να εφοβότουν μην ήταν κανένας κρυμμένος στο μικρό σαλονάκι της και τα ωχρά της χείλη εψιθύρισαν κάτι που ούτε η ίδια δεν το εκατάλαβε, αισθάνθηκε μίαν αλάφρωση, όταν είδε την υπηρέτρια να φεύγει, γιατί η ματιά της την επείραξε, ήταν τέλος πάλι μόνη, ημπορούσε να σκέφτεται ό,τι ήθελε, να λέει ό,τι ήθελε με το νου της. Μα να, η πόρτα άνοιγε πάλι κι ήταν ο Άλκης που έμπαινε τώρα, ο Άλκης, η πρώτη της η αγάπη, η μόνη της αγάπη. Ήταν τώρα εκεί μπροστά της, περίτρομος κι εκείνος έπειτα από τόσον καιρό, αμίλητος κι εκείνος, έπειτα από τόσον καιρό. Ω δεν ήθελε να τον χάσει! Πόσο αχ! ήταν ωχρός και λιγνός, πόσο τα μάτια του ήταν βυθισμένα μέσα στες κώχες τους κι είχαν τόσο παράξενη λάμψη. Κι αληθινά τα φορέματά του έπλεαν απάνου στο στήθος του. Μα γιατί εστεκόνταν έτσι κι οι δύο σαν απολιθωμένοι; Γιατί ήταν τόσο χλωμός; Γιατί ίδρωναν τα χέρια της; Είχε σταματήσει τόσο σιμά της και το μικρό διάστημα που τους χώριζε ακόμα δεν ετολμούσε να το περάσει. Γιατί ήταν τόσο πικρό το χαμόγελο που του άνοιγε τα χείλη; Μα πότε τέλος θα μιλούσε; Αυτή η σιωπή τη στενοχωρούσε τόσο και η ίδια δεν είχε φωνή, για να βγάλει! Και τα μάτια του την εκοίταζαν με τόση αγάπη, αχ την έκαναν εκείνην να δακρύζει μα δεν ήθελε να κλαίει, γιατί θα καταλάβαινε την αδυναμία της. Μα αχ πόσο ήταν άρρωστος κι ωστόσο και την εμεθούσε η αγάπη του! Πώς πλημμυρούσε αυτήν τη στιγμή την καρδιά της!

Κι άξαφνα εβρεθήκαν αγκαλιασμένοι και το στόμα τους ενώθηκε σ’ ένα απέραντο φίλημα. Κι αγκαλιασμένοι ετήραζαν ακόμη ο ένας τον άλλον, τα μάτια τους είχαν πλημμυρίσει δάκρυα και το βλέμμα τους ομολογούσε μονάχα την αγάπη τους. Την έσφιγγε αυτός στην αγκαλιά του, της εφιλούσε μ’ έναν άσβετο πόθο τα χείλη, τα μάγουλα, τον τράχηλο, και τον άφηνε παραδομένη ολόψυχα στην αγάπη του, σα να εβουτούσε μέσα σ’ ένα ωκεανό ευτυχίας. Τα χέρια της του εχάιδευαν το κεφάλι, τα μάτια της έχυναν ένα ποτάμι δάκρυα κα τα χείλη της εφιλούσαν κι εκείνα όλο το πρόσωπό του.

Τα κορμιά τους έτρεμαν.

― Πόσο σ’ αγαπώ! της είπε. Πόσο καλό που μου κάνεις. Έπειτα απο τόσον καιρό μαζί, παλί μαζί!

― Ω Άλκη, ω Άλκη, του ‘πε ανατρομάζοντας, γιατί η φωνή του είχε μίαν απαίσια βραχνάδα.

Κι έμειναν ακόμη αγκαλιασμένοι κι εφιλιούνταν αδιάκοπα κι έχυναν ένα ποτάμι δάκρυα κι εκοιταζόνταν στα μάτια μ’ ένα βλέμμα που έλεγε όλην την αγάπην τους.

― Άλκη, Άλκη!

― Ευλαλία, Ευλαλία!

Εκείνη τώρα ανατρόμαξε πάλι. Είδε άξαφνα το βλέμμα του αγαπημένου της να θολώνει κι αιστάνθηκε το κορμί του να βαραίνει μέσα στα χέρια της. Φοβισμένη τον έφερε με κόπο ως τον καναπέ και μην έχοντας πλια δύναμη να τον βαστάξει τον άφηκε να πέσει. Τον εκοίταξε ανατριχιασμένη. Κι είδε με φρίκη πως ο Άλκης εκειτότουν εκεί ομπρός της κατακίτρινος κι ανάπνεε με δυσκολία, κρατώντας κλειστά τα μάτια του, ενώ το μισανοιγμένο στόμα του επλημμύρισε κόκκινον αφρό. Ετρόμαξε περισσότερο, θα της πέθαινε τάχα αυτήν τη στιγμή ο Άλκης, εκεί στο σπίτι του αντρός της! Ω πόσο, ω πόσο τον ελυπότουν! Έτρεμε σύγκορμη, του σφούγγισε με το μαντήλι της τα χείλη, ένα παράπονο της ανασήκωσε τα στήθη κι έπεσε γονατιστή ομπρός του με σταυρωμένα τα χέρια.

― Αχ! Είσαι τόσο άρρωστος! του ‘πε απελπισμένη.

Και του άδραξε το χέρι κλαίοντας και το ‘σφιγγε μέσα στα δικιά της φιλώντας το.

Εκείνος μισάνοιξε σε μία στιγμή τα μάτια και τα χείλη του επρόφεραν πάλι τ’ όνομά της.

― Ευλαλία! Και τα ξανάκλεισε σα να ‘θελε ν’ αποκοιμηθεί μέσα σ’ έναν ωκεανό ευτυχίας!

Η Ευλαλία ήταν πάντα κυριευμένη από τη συγκίνηση. Τώρα ο φόβος του άμεσου κινδύνου είχε περάσει, αλλά πώς ήταν εκεί ομπρός της ο αγαπημένος της, ένας άνθρωπος τελειωμένος πλια, που η ζωή ολοένα τον άφηνε! Του κρατούσε πάντα το χέρι ανάμεσα στα δικά της και το φιλούσε πάντα και τα μάτια της έχυναν αδιάκοπα ποτάμι τα δάκρυα.

Αυτός ανασηκώθηκε τέλος και την έβαλε να καθίσει σιμά του και την εκοίταξε πάλι μ’ ένα βλέμμα άπειρης αγάπης και γεμάτο στενόχωρη θλίψη. Ήθελε να της μιλήσει εκείνην τη στιγμή για ένα κόσμο πράματα, αλλά του ‘λειπε ακόμη η δύναμη κι έμενε αμίλητος και την εκοίταζε αδιάκοπα με το ίδιο βλέμμα της άπειρης αγάπης.

Τέλος της είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο και με τη βραχνή χαμηλή φωνή του.

― Τα ‘μαθα όλα, Ευλαλία, τα ‘μαθα όλα. Κι εσηκώθηκα από το κρεβάτι για να ‘ρθω σ’ εσένα. Εφοβήθηκα εκεί πέρα το τέλος χωρίς να σε ιδώ. Αλλά είμαι καλά, είμαι καλά τώρα, εδώ σιμά σου, πώς με γιατρεύει πάλι η αγάπη σου.

Και της έριξε γύρω στον τράχηλο τα χέρια και την αγκάλιασε πάλι, τρέμοντας από μίαν καινούρια συγκίνηση, μα εκείνη, απελπισμένη, εκατάλαβε πως τα μάγουλά του έκαιαν κι είδε πάλι με φρίκη τον κόκκινον αφρό μέσα στα χείλη του. Δεν εχαιρότουν πλια την αγάπη του.

― Ω είμαι τόσο καλά, Ευλαλία! της είπε σα να ‘χε καταλάβει την ανησυχία της.

Κι εσηκώθηκε χαμογελώντας κι επερπάτησε ελεύτερα μέσα στην κάμαρα, σα να ‘θελε να της δείξει πως είχε πλια γιατρευτεί σιμά της. Είχε σηκωθεί κι εκείνη κι είχε έρθει κοντά του τρέμοντας σύγκορμη. Αυτός εκάρφωσε πάλι απάνω της το βαθύ δακρυσμένο βλέμμα του, πόλεγε την άπειρη αγάπη του και η Ευλαλία εξανάπεσε στην ανοιχτή αγκαλιά του κι αιστάνθηκε μέσα της πως αυτήν τη στιγμή δε θα μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα, γιατί κι εκείνη ήταν σα μεθυσμένη από ένα κύμα αγάπης!

Αλλά σε λίγο η πόρτα άνοιξε και ο γέρος Οφιομάχος εμπήκε μέσα. Εφαινότουν πλιο λιγνός, πλιο σκεβρωμενος ακόμη, σαν άσαρκος μέσα στην παλιά ρεδιγκότα του. Εστάθηκε λίγες στιγμές ορθός στην πόρτα και τους εκοίταξε άλαλος. Κάποια κινήματά του εμαρτυρούσαν πως ήταν παρέτοιμος να θυμώσει, αλλά τους χαμογέλασε αντίς μ’ έναν αναστεναγμό, καταλαβαίνοντας πως η αγάπη δεν είχε ακόμη νικήσει. Κι είπε:

― Μα γιατί ήρθες εδώ, παιδί μου; Γιατί ήρθες, παιδί μου; Είσαι τόσο άρρωστος… Τόσο άρρωστος…

― Θα περάσουν όλα! απάντησε μ’ αδύνατη φωνή ο Άλκης Σωζόμενος, κοιτάζοντας μ’ ένα χαμόγελο την Ευλαλία. Και ξακολούθησε συλλογισμένος: Η ζωή είναι κάτι που δύσκολα χαλιέται. Γι’ αυτό βαστάει τόσο η αγωνία!

Κι αναστέναξε.

― Ναι, είπε ο Οφιομάχος μ’ άλλον έναν αναστεναγμό. Δεν χαλά μήτε η δική μου.

Κι έπειτα από μία στιγμή σιωπής ξανάπε: Άρρωστος, άρρωστος… Κι έφταιξα εγώ. Σας χώρισα και τότες κι είμαι εδώ για να σας χωρίσω και πάλι, γιατί το ‘ξερα πως θα ‘σαι εδώ. Το ‘ξερα, Άλκη. Αχ, δε θέλω να ντροπιαστεί η αγάπη σας η πρώτη. Δε θέλω να ντροπιαστώ ούτε εγώ περισσότερο, γι’ αυτό είμαι εδώ! Δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να ‘ρθεις και συ, Ευλαλία, ας μην τον δεχόσουν. Αυτό ήταν το χρέος σου.

Και λέγοντας έτσι εκάθισε σε μία καρέκλα σιμά σ’ ένα τραπέζι κι έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του.

― Ωχ, έκαμε με πόνο η Ευλαλία κοιτάζοντας μ’ αγάπη δακρυσμένη τον Άλκη.

Εκείνος της εκούνησε μ’ ένα πικρό χαμόγελο το κεφάλι και για πολλήν ώρα κανένας δεν εμίλησε. Τώρα πάλι η Ευλαλία ανατρόμαξε. Ο Άλκης ήταν μισοπλαγιασμένος στον καναπέ κατάχλωμος, ο κόκκινος αφρός του κοκκίνιζε τα χείλη και τα μάτια του είχαν πάλι θολώσει.

― Ω πατέρα! εφώναξε με στενοχώρια η Ευλαλία και εγονάτισε μπροστά στον άρρωστο και του σφούγγιζε τρέμοντας τα χείλη.

Εκατάλαβε με αγωνία πως ο πυρετός του είχε δυναμώσει και πως ένα ρίγος του ανατάραζε τα μέλη.

― Πάμε σπίτι σου, του ‘πε με πόνο ο γέρος, πρέπει να πας αμέσως στο κρεβάτι, παιδί μου.

Ο Άλκης εσήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

 

Πατέρας και κόρη ήταν τώρα πάλι σιωπηλοί στην ίδιαν κάμαρα. Εκείνη εκαθότουν σιμά σ’ ένα τραπέζι κι ακουμπούσε το ξανθό της κεφάλι στο χέρι. Τα δάκρυα της έτρεχαν ακράτητα από τα μάτια και μία λύπη πικρότατη επλημμύρισε την καρδιά της. Ο γέρος εφαινότουν ήσυχος τώρα και σαν ευχαριστημένος. Εφυλλομετρούσε το βιβλίο που η Ευλαλία εδιάβαζε πρώτα και που το ‘χε αφήκει ανοιχτό απάνου στον καναπέ της∙ κάπου κάπου εφορούσε για μία στιγμή τα ματογυάλια του κι εδοκίμαζε να διαβάζει μία φράση. Κάπου κάπου εσήκωνε τα μάτια και την εκοίταζε. Κάπου κάπου αναστέναζε.

Τώρα ο Γιώργης εμπήκε μέσα. Η όψη του ήταν κατάχλωμη και το βλέμμα του ανήσυχο και ταραγμένο. Εκοίταζε σα φοβισμένος ολόγυρά του στην κάμαρα και χωρίς να χαιρετήσει είπε:

― Σ’ εγύρευα, πατέρα.

Η φωνή του έτρεμε.

― Τι τρέχει; τον ερώτησε ανήσυχος και σιάνοντας την παλιά ρεδιγκότα του.

Ο Γιώργης εσήκωσε τες πλάτες.

― Θα ‘ρθεις μαζί μας, ξανάπε της Ευλαλίας. Απόψε η μητέρα σε χρειάζεται σιμά της!

― Τι τρέχει; τον ερώτησε ταραγμένη ως κι εκείνη και λησμονώντας για μία στιγμή τον Άλκη.

Καταλάβαινε πως κάποια σοβαρή αιτία είχε φέρει τον αδερφό της αυτήν την ώρα στο σπίτι της και το βλέμμα της επροσπαθούσε να μαντέψει τι ήταν εκείνο που τον ανησυχούσε τόσο και που ίσως ο γέρος δεν έπρεπε να το ξέρει. Έμεινε ακόμη μία στιγμή σιωπηλή και συλλογισμένη και τέλος είπε αναστενάζοντας:

― Πηγαίνω λοιπόν να ντυθώ.

― Η μητέρα σας! Η μητέρα σας! είπε ο γέρος με πικρή περιφρόνηση. Μα ας μείνει τότες η Ευλαλία καλύτερα εδώ. Η μητέρα σας φοβάται μόνη τον ίσκιο της.

Κι εγέλασε σαρκαστικά.

― Πήγαινε, της είπε ο Γιώργης, πήγαινε. Και την ακολούθησε στην κάμαρά της.

Σε λίγο ξανάρθαν και οι δύο στο μικρό σαλονάκι κυριεμένοι από την ίδια συγκίνηση. Η Ευλαλία μετά βιας εβαστούσε τους θρήνους. Ο κατάκαρδος πόνος της εζωγραφιζότουν στο πρόσωπό της∙ τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα από τα δάκρυα.

Τώρα ο πατέρας την εκοίταξε περίφοβος μη τολμώντας πλια να ρωτήσει, υποψιάζοντας κάποια καινούρια βαριά συφορά. Έσιαξε την παλιά ρεδιγκότα του σα να εκρύωνε κι εκοίταζε αναμένοντας τα παιδιά του να του μιλήσουν.

― Πάμε, του ‘παν με σβησμένη φωνή.

Εκείνος δεν έκαμε αντίσταση.

― Θα μιλήσεις εσύ της μητέρας, είπε ο Γιώργης της Ευλαλίας μ’ έναν αναστεναγμό.

 

Έφτασαν στο σπίτι. Πατέρας και γιος εμπήκαν στο σκοτεινό γραφείο. Η Ευλαλία έτρεξε κλαίοντας απάνω.

Ο γέρος Οφιομάχος εκοίταζε στενοχωρημένος το γιο του με την άκρη του ματιού του κι εβαστούσε χαμηλωμένο το πρόσωπο. Εβάλθηκε να περπατεί άνω κάτω στο μεγάλο δωμάτιο καθώς εσυνήθιζε, αναμένοντας ν’ ακούσει τι τον ήθελε ο γιος του. Αλλά αυτός δεν αποφάσιζε να μιλήσει. Τέλος ο γέρος εσταμάτησε σα θυμωμένος μπροστά στο Γιώργη, τον εκοίταξε με μίσος και του ‘πε με βραχνή φωνή:

― Λέγε! Δεν μπορώ πλια ν’ αναμένω.

― Ω πατέρα! του απάντησε μ’ ένα δάκρυ σταυρώνοντας τα χέρια του. Ο Σπύρος!

― Ο Σπύρος! εγέλασε σαρκαστικά ο γέρος. Α, κάτι θα ‘καμε πάλι! Θέλει χρήματα, ε; Πού θα βρεθούν; Έτσι ήτανε αυτός πάντα του. Έμοιασε κι αυτός της μάνας του. Δεν είχε ποτέ του ίσια σκέψη, όχι, η σκέψη του εδούλευε πάντα ανάποδα. Τι άνθρωπος, τι άνθρωπος! Ο Σπύρος ε; Και λοιπόν ο Σπύρος… Μα λέγε… Τι έκαμε πάλι…

Κι ήταν παρέτοιμος πάλι να κρύψει μέσα στο θυμό του τη λύπη.

    -Απέθανε! του ‘πε άξαφνα ο Γιώργης μ’ έναν αναστεναγμό και ανοίγοντας τα χέρια του, για να τον δεχτεί στην αγκαλιά του.

Μα ο γέρος τον εκοίταξε άγρια και του ‘δειξε τρομερός τα λίγα του δόντια. Κι εγέλασε θυμώνοντας:

― Χα, χα! Είσαστε σύμφωνοι, ε, μαζί του κι εσύ κι η μάνα σας. Θέλετε να με λυπήσετε πρώτα, για να μην αντισταθώ σ’ ό,τι μου ζητήσετε! Για ν’ αποφασίσω πάλι να πουλήσω, ε; Χα, χα! Κατεργαρέοι. Χρήματα σας χρειάζονται, ε; Μα δε σας έλεγα τόσο άτιμους.

Κι ολομεμιάς εκοίταξε με αγωνία κατά πρόσωπο τον υγιό του κι εκατάλαβε με κατάκαρδον πόνο πως ο Γιώργης δεν έλεγε παρά την αλήθεια και του ‘πε απελπισμένος:

― Στο όνομα του Θεού, μίλησε! Μίλησε ξάστερα!

― Απέθανε, του ξανάπε χαμηλόφωνα μ’ έναν αναστεναγμό.

Δύο τρεις φορές ο γέρος έριξε από δω κι από κει το κορμί του σα να ‘θελε να σωριαστεί καταγής∙ αλλά με μία προσπάθεια αντικράτησε την πικρή συγκίνηση που τον έπνιγε, έμεινε ορθός, εσήκωσε ψηλά το κεφάλι κι άνοιξε μεγάλα τα γέρικα μάτια του. Ήταν ξερά κι έλαμπαν ασυνήθιστα. Κι είπε με φωνή σταθερή σα να μην αισθανότουν κανέναν πόνο:

― Κάθε άνθρωπος γεννιέται με τη μοίρα του! Ποιος μπορεί να ξεφύγει το θάνατο, όταν έρθει η ώρα του; Πού τον έχετε;

Κι ωστόσο μέσα στην ψυχή του η πατρική αγάπη, που ξυπνούσε, του θύμιζε όλα τ’ άδικά του προς τον πεθαμένο υγιό, τες συχνές οργές του, τη λίγη τρυφερότητα πόδειχνε πάντα σ’ αυτό το αδύνατο παιδί του, τους σαρκασμούς του για κάθε του στενοχώρια, αυτός ο ίδιος ήταν ίσως η αιτία η αληθινή απ’ όλα τα λάθη του νέου, από τον ταπεινό και ποταπό χαραχτήρα του, απ’ όλες του τες ακολασίες. Κι άξαφνα εξέσπασαν από τα μάτια του τα δάκρυα. Ένα ατέλειωτο κλάμα, ένας χαμηλόφωνος θρήνος, ένα μουγγό παράπονο εβγήκε από τα στήθη του, μια λύπη βαριά τον εκύριευε, η αγάπη μιλούσε μέσα στη θλιβερή καρδιά του. Εθρηνούσε το νέο με τες χρυσές ακόμη ελπίδες. Η Τύχη, που τον είχε θανατώσει, θα μπορούσε να του ‘χει φυλαμένες ολόχαρες μέρες, η ζωή θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη ομπρός του!

― Ο γιος μου! Ο γιος μου! αναστέναξε σφουγγίζοντας τα μάτια του που έκλαιγαν. Πού τον έχετε; Θέλω να τον ιδώ αμέσως! Πού τον έχετε; Από τι μου πέθανε; Μίλησε, Γιώργη!

Ο Γιώργης τον εκοίταξε φοβισμένος. Εσκεφτότουν μην έπρεπε να κρύψει την αλήθεια στο γέρο, που τον έβλεπε τόσο κατάκαρδα λυπημένον, μα εκατέβασε αντίς, το δακρυσμένο βλέμμα του κι είπε μ’ έναν άλλον αναστεναγμένο:

― Στο χωριό, στο γκρεμισμένο σπίτι μας… εσκοτώθηκε μοναχός του!

Ο γέρος ανατινάχτηκε, εκοίταξε τον ουρανό σα να ‘θελε να φοβερίσει και τα μάτια του έβγαλαν μιαν αλλόκοτη λάμψη σαν από θυμό και μανία. Κι άξαφνα το βλέμμα του εθόλωσε βασιλεμένο.

― Πώς, πώς; εφώναξε τρέμοντας και φέρνοντας το χέρι του στο κεφάλι.

― Ω! του ξανάπε ο Γιώργης, πρέπει να το ξέρεις, γιατί είσαι ο πατέρας. Αχ, έπλεε στο αίμα του, ένα πιστόλι ήταν στο χέρι του, οι χωριάτες που έτρεξαν τον είδαν μέσα από ένα χαλασμένο παράθυρο. Αχ!

― Και γιατί; Και γιατί; ξανάπε θρηνώντας ο γέρος και μη κρατώντας πλια τη συγκίνησή του. Και γιατί; είπε καταλαβαίνοντας πως ολοένα του ‘φευγε ο νους.

Ο Γιώργης τον εκοίταξε με λύπη και του αποκρίθηκε:

― Επλέρωσε με τη ζωή του το σφάλμα του! Βοήθεια δεν εβρισκότουν από πουθενά, γιατί ήταν πολλά τα χρήματα, ο γιατρός, ο γαμπρός μας, είχε δηλώσει πως η υπογραφή δεν ήταν δική του!

― Αυτό έκαμε; είπε φωνάζοντας ο γέρος και κοκκινίζοντας από το θυμό του. Και δεν εντράπηκε ο καταραμένος τον εαυτό του και δεν εντράπηκε τ’ όνομά του κι εμέ;

Κι ολομεμιάς εβάλθηκε να γελάει μ’ ένα σπαραχτικό γέλιο:

― Χα, χα! Καλά έκαμε! Τους έφυγε έτσι! Πού να τον πιάσουν τώρα; Επέταξε από πάνω του τη ζωή, αυτό το αβάσταχτο βάρος, χα, χα! Καλά έκαμε! Έβρηκε το θάρρος! Μα το συνάλλαγμα… το συνάλλαγμα; Α, θα πλερωθεί. Πρέπει να πλερωθεί, όσο και αν είναι το χρήμα! Και χίλια φράγκα… Ας πουληθούμε όλοι… Ας ξαναπουληθεί κι η Λουίζα και τα κρεβάτια μας κι όλα. Το συνάλλαγμα… το συνάλλαγμα!

Ο Γιώργης ήταν συντριμμένος από το λυπηρό θέαμα. Ο γέρος έχανε το μυαλό του. Δεν ήξερε πώς να τον ησυχάσει. Και πάλι του ‘πε δακρύζοντας:

― Ας μη μάθει όμως τίποτα η μητέρα παρά μόνο πως πέθανε άξαφνα! Ω της φτάνει κι αυτό.

Τον εκοίταζε μ’ένα βλέμμα άγριο που μαρτυρούσε το μίσος του. Κι ολομεμιάς εθύμωσε πάλι. Έσφιξε τους γρόθους του, εσήκωσε ψηλά το κεφάλι του, έσιαξε την παλιά ρεδιγκότα του, εκοίταξε τον υγιό του κατάματα φοβερίζοντάς τον κι ερίχτηκε άξαφνα όξω και περπατώντας άνω κάτω στο διάδρομο εβάλθηκε να φωνάξει μ’ όση δύναμη είχε στα στήθη του:

― Εσκοτώθηκε, εσκοτώθηκε, εσκοτώθηκε!

― Μα τι κάνεις, πατέρα; επρόφτασε να του πει συντριμμένος ο Γιώργης.

Κι από πάνω ακουστήκαν μεγάλες φωνές… Μα ο γέρος εγύρισε στο γραφείο του μανίζοντας ακόμη. Το μάτι του ήταν γρυλλωμένο17, τα χείλη του έτρεμαν. Αλλά κουρασμένος εκάθισε στην πολυθρόνα του, έπιακε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια κι είπε:

― Ω, το κεφάλι μου, ω, μου φεύγει…

Κι εξανασηκώθηκε σε λίγο, μην ξέροντας πλια τι έκανε… Τα κινήματά του ήταν νευρικά, το αγριεμένο μάτι του δεν είχε βλέμμα, έριχνε από τη μια μεριά κι από την άλλη το κεφάλι του κι έκανε μεγάλες χειρονομίες. Άξαφνα εσίμωσε με μεγάλα βήματα ένα από τα παράθυρα κι εξεκρέμασε έναν από τους ξεθωριασμένους μπερντέδες τραβώντας τον, τον εξεσκόνισε μ’ επιμέλεια και τον εφόρεσε πάνου από την παλιά τριμμένη ρεδιγκότα του, έβαλε έπειτα στο κεφάλι το καλάθι όπου έριχνε τα σκισμένα χαρτιά του, επήρε στο χέρι το στρογγυλό χάρακα που ήταν απάνου στο γραφείο του, έφερε στη μέση της κάμαρας μίαν καρέκλα κι εκάθισε μεγαλόπρεπα στηρίζοντας το χάρακα πάνου στο ένα του γόνα. Κι εφώναξε:

― Εγώ είμαι βασιλέας! Ναι, βασιλέας! Ποιος δεν το πιστεύει; Εδώ είμαι με τη χρυσοΰφαντη χλαμύδα μου, με το χρυσό μου σκήπτρο, με τη διαμαντένια κορώνα μου! Χα, χα! Ποιος δεν το πιστεύει; Ας του κοπεί αμέσως το κεφάλι! Αμέσως! Θα προτάξω τώρα γενικό θάνατο, γιατί θέλω να χαλάσω τη ζωή. Αυτή είναι η αρχή του κακού. Θ’ αρχίσω από τον άνθρωπο, έπειτα βλέπουμε! Ο άνθρωπος είναι εκείνος που υποφέρει περσότερο. Οι μαμές θα στραγγαλίζουν όσα παιδιά γεννιώνται. Σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει πλια άνθρωπος, έπειτα βλέπουμε! Αυτός υποφέρει το περσότερο, γιατί έχει και το λογικό. Κι ο νους τον ορμηνεύει πάντα στραβά και τόνε φέρνει έτσι ο Θεός στα νερά του. Ναι, ναι… σε λίγα χρόνια δε θα υπάρχει πλια άνθρωπος, αυτή είναι η θέλησή μου κι είναι η θέλησή μου νόμος σ’ όλο μου το κράτος και το κράτος μου είναι η άχαρη η γη! Εκείνος άρχισε από τα τώρα. Καλά έκαμε. Τους ξέφυγε. Πρώτα λοιπόν ας θανατωθεί ο άνθρωπος μα πώς να χαλαστεί έπειτα τόση ζωή, τόσο πλήθος! Χάνεται ο νους στη γη, στη θάλασσα, στον αέρα! Πώς; Όλα είναι ζωντανά ως κι οι πέτρες ακόμη. Όλα, όλα! Η ζωή βρυάζει παντού! Τι νους ήταν εκείνος που δημιούργησε τόση ζωή, κάθε λογής ζωή. Κακόβουλος ήταν εκείνος ο νους! Ω τι έκαμε! Το κεφάλι μου, το κεφάλι μου!

Κι εσηκώθηκε κι επερπάτησε με βασιλική μεγαλοπρέπεια μέσα στο σκοτεινό γραφείο του κάνοντας να φουντώνει οπίσω του ο χρωματισμός μπερντές και κρατώντας ορθόν στο χέρι του το στρογγυλό χάρακα.

Ο γέρος είχε χάσει τα φρένα. Οι γυναίκες απάνω έκλαιγαν. Κι ο Γιώργης άκουε αλαλιασμένος όλον εκείνον το θρήνο.

 

[1] Γουρλωμένο

 

7

 

Η κυρία Φωτεινή ήταν στο μαγειριό της. Ήταν μία γριά κυρία που ‘χε περάσει κιόλας τους εξήντα χρόνους, μικρή στο ανάστημα, ντυμένη με απλά μαύρα φορέματα, με μίαν πάνινη γαλάζια ποδιά δεμένην στη μέση της, με ζαρωμένο το πρόσωπο, ωχρό και στεγνό πολύ, με βαθουλωμένα και ξεθωριασμένα μάτια υγρά από κάποιο δάκρυ.

Σε μία γωνία του μαγειριού εκαθότουν σε μία ξύλινη καρέκλα μία πλιο γριά ακόμη υπηρέτρια, που ακουμπούσε το κεφάλι της στο χέρι, εφαινότουν βαρύθυμη κι εκείνη και δεν εμιλούσε.

Ήταν απόγιομα αργά. Το παραθύρι ήταν ανοιχτό. Όξω ο ήλιος που εκόντευε να δύσει ερόδιζε στον ουρανό τα λίγα σύγνεφα. Ένας ανάλαφρος αέρας έμπαινε μέσα, υγρός και χλιαρός, ανοιξιάτικο φύσημα που ήθελε να σβήσει τα ύστερα χνάρια του χειμώνα…

Σ’ ένα μικρό χαλκωματένιο αγγειό η κυρία Φωτεινή εζέσταινε λίγο ζουμί. Τ’ ανακάτευε μ’ ένα ξύλινο κουτάλι, τα ‘φηκε να χοχλάσει, το τράβηξε από τ’ αναμμένα αθράκια, έσπασε μέσα δύο αυγά και φέρνοντας στο στόμα της την άκρη του κουταλιού για να το δοκιμάσει είπε με το νου της αναστενάζοντας:

― Τόσο κακά!  

Κι εγύρισε προς την πόρτα προσέχοντας μην άκουε κάτι. Κι εξανασυλλογίστηκε:

― Δε θα το φάει… Δεν παίρνει πλια τίποτα!

Εκούνησε πικρά το κεφάλι∙ στο πρόσωπό της εφάνηκε η κατάκαρδη στενοχώρια του άνοπλου ανθρώπου, που ο φόβος του παγώνει τα σπλάχνα και που θέλει ή δεν μπορεί να παραδεχτεί δυνατή τη συφορά του, αλλά που δε χάνει τη δύναμη ως το τέλος και από το νου της ωστόσο επέρασε σα μία απαίσια αστραπή η τρομερή ιδέα, που θα πιθυμούσε να την ξεφύγει:

― Θα ετελείωνε!

Ύψωσε απελπισμένα στον ουρανό τα μάτια της και τα χείλη της εβάλθηκαν να τρέμουν.

― Ο Άλκης μου! Ω, δε μπορεί, δε μπορεί! Ο Θεός δε θα το θελήσει. Γιατί; Μα γιατί να τιμωρήσει εμέ τη γριά τη χήρα; Αυτός είχε τη ζωή μπροστά του. Ω!

Και μηχανικά άδειασε το ζουμί μέσα σ’ ένα βαθύ πιάτο, εστάθηκε μια στιγμή μ’ ελπίδα και με τρόμο παραμονεύοντας μήπως άκουε κάτι και τέλος εβγήκε από το μαγειριό, κρατώντας με προσοχή στα δυο της χέρια το φαγητό του αρρώστου. Η γριά υπηρέτρια την ακολούθησε αμίλητη.

Ο ήλιος που επήγαινε να δύσει έμπαινε από το παράθυρο κι έχυνε όλο το χαρούμενο φως του στη μικρή καθάρια κάμαρα. Απ’ όξω ακουότουν το δειλό κελάδημα κάποιου πουλιού, που εκαθότουν στον κλώνο μιας ανθισμένης πασκαλιάς. Από το δρόμο ανέβαινε ο βρόντος μιανής άμαξας που εδιάβαινε και ο ήχος της ομιλίας των ανθρώπων, που εκαθόνταν στο απέναντι μικρό καφενείο αδιάφοροι. Κι όλα μέσα στην κάμαρα είχαν πάρει ένα χρώμα ροδί, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα σεντόνια, ως και το χλωμό, λιγνό και διάφανο πρόσωπο του αρρώστου, που εκειτότουν πλαγιασμένος ανάσκελα στο σιδερένιο κρεβάτι του, κάτου από τα ηλιόλουστα σκεπάσματά του.

Τέσσερα μαξιλάρια του βαστούσαν ψηλά το κεφάλι. Τα μάτια του ήταν βαθουλωμένα και μισάνοιχτα. Μαύρες κηλίδες εμελάνιαζαν το πλατύ και άσαρκο μέτωπό του. Τα μάγουλά του έμπαιναν μέσα στο στόμα. Τα ωχρά, ψιλά, φρυμένα χείλη του εχανόνταν ανάμεσα στες τρίχες του μαύρου μουστακιού του και του μικρού γενιού του. Κι όλο το πρόσωπό του ήταν αναμερισμένο λιγάκι κι απλωνότουν απάνω στη γλυκιά μορφή του η ειδή του πόνου κι ήταν η αναπνοή του κοντή και δύσκολη κι έμοιαζε σε αναστεναγμό και κάπου κάπου ανάγερνε από δω κι από κει το κεφάλι, για να ρουφήξει αέρα, ενώ τα ωχρά, μακρουλά και λιγνά δάχτυλά του όλο εζάρωναν τη δίπλα του λευκού σεντονιού του. Εφαινότουν μακρύς πολύ μέσα στο κρεβάτι του και νέος πολύ ακόμη, μ’ όλο που η όψη του έδειχνε σαν άκαιρα γερασμένη από την αρρώστια.

Σιμά στο προσκέφαλό του πάνω σ’ ένα μικρό τετράγωνο τραπεζάκι ήταν αραδιασμένα διάφορα μπουκάλια, ένα σβησμένο κερί και δυο ασημένια κουταλάκια∙ και στα πόδια του κρεβατιού ήταν μία μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα που τώρα ήταν άδεια.

― Άλκη! είπε η μητέρα, πασκίζοντας να χαμογελάσει και ζυγώνοντας το κρεβάτι… Άλκη, το ζουμί σου.

Ο άρρωστος δεν αποκρίθηκε. Εκείνη ακούμπησε το πιάτο στο μικρό τραπεζάκι, έβαλε κάτω από το πηγούνι του γιου της μια λευκή πετσέτα και επάσκισε με υπομονή να του βάλει στο στόμα μια κουταλιά. Μα ο άρρωστος δεν εκατάπινε. Ανοιγόκλεισε μια στιγμή τα βαθουλά του μάτια, το ζουμί εχύθηκε από την άκρη του χειλιού του, ένας βήχας τον ετίναξε και το στόμα του εγέμισε κόκκινον αφρό. Η κυρία Φωτεινή ξαναπόθεσε το πιάτο πάνω στο μικρό τραπεζάκι, εκοίταξε μία στιγμή ψηλά σα να εδεότουν, εκάθισε στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα στα πόδια του κρεβατιού κι εστράφηκε κουνώντας το κεφάλι πικρά προς τη γριά υπηρέτρια, που ‘χε καθίσει κι εκείνη.

Οι δύο γυναίκες έμειναν σιωπηλές για πολλήν ώρα. Η μητέρα εκοίταζε με θλιμμένη υπομονή τον άρρωστο. Ήταν πλιο ανήσυχος τώρα. Έριχνε με περισσότερη βία από δω κι από κει το κεφάλι, ανάδευε με τα πόδια του τα ρούχα του κρεβατιού κι ετυραννούσε πάντα με τ’ άσαρκα δάχτυλά του τη δίπλα του σεντονιού κι εβογγούσε μουγγά μουγγά. Μία κόκκινη αχτίδα του ήλιου, που εδυούσε, εφώτισε το μπρούντζινο πόμολο του κρεβατιού κι εκαθρεφτίστηκε στο ζαρωμένο πρόσωπό της, χρυσώνοντάς το∙ το δειλό κελάδημα ακούστηκε καθαρότερο, γιατί το πουλί είχε ανέβει ψηλότερα στον ανθισμένο κλώνο της πασκαλιάς, που εφαινότουν μέσαθε από τα κλεισμένα τζάμια, ο δρόμος αυτήν τη στιγμή ήταν γεμάτος ζωή…

Ο άρρωστος κάτι εψιθύρισε, μα δεν τον εκατάλαβαν.

― Δεν έρχεται ακόμη, είπε σε λίγο ανήσυχη η κυρία Φωτεινή.

― Ακόμη, είπε η άλλη γριά με πρόσωπο ατάραχο.

Κι έπειτα εσώπασαν πάλι κι οι δυο για πολλήν ώρα… Η μητέρα ξανασηκώθηκε τέλος, εζύγωσε το κρεβάτι, έπιασε σιγαλά το μέτωπο του αρρώστου, εκοίταξε τον ουρανό, αναστέναξε, εζήτησε κάτι πάνω στο κομό και ξανακάθισε στη θέση της, κρατώντας με το χέρι της κλειστά τα μάτια.

― Έχει πυρετό, εψιθύρισε απελπισμένα.

Κι εξακολούθησε έπειτα από μία θλιβερή σιωπή, κουνώντας πικρά το κεφάλι και δείχνοντας με το χέρι τον άρρωστο.

― Ω, καθένας το βλέπει. Κι ωστόσο μου φαίνεται πως θα μου τον αναστήσει. Ω η νύχτα, που ‘ναι τόσο μεγάλη, τόσο ατέλειωτη! Κλεισμένες οι δυο μας εδώ μέσα! Μου φαίνεται χρόνος!

Και λέγοντας έτσι, αναστέναζε κάθε τόσο και άγγιζε πότε με το ένα , πότε με το άλλο της χέρι τα καστανά καλοχτενισμένα μαλλιά της, που τα γεράματα τους είχαν μόνο σβήσει τη λάμψη… Ο βόγγος του αρρώστου την έκαμε άξαφνα να σιωπήσει. Εγύρισε προς το κρεβάτι, μα η αχτίδα του ήλιου έπεσε από το πόμολο στα μάτια της και δεν της άφηκε να ιδεί τον άρρωστο αμέσως… Του χαμογέλασε όμως κι έβαλε το χέρι στο μέτωπό της, κάνοντας ίσκιο κι εκοίταξε κατά το παράθυρο με στενοχώρια…

Κάτου στο δρόμο ένας αμαξάς βλαστημούσε με δυνατή φωνή τ’ άλογό του κι άλλοι άνθρωποι γελούσαν δυνατά και κείνοι. Μα το μάτι της είχε αντικρύσει το μικρό πουλάκι, που επηδούσε πάνου στα κλαδιά της ανθισμένης πασκαλιάς και που εκοίταζε τώρα  κι εκείνο σα με περιέργεια μέσα στην κάμαρη του αρρώστου, βγάζοντας κάπου κάπου από το μικρό του λαρύγγι ένα μονάχο άρρυθμο καλάδημα.

― Δεν έρχεται ακόμα, είπε πάλι σε κάμποσο.

― Ακόμα! αναστέναξε θλιβερά και η άλλη. Κι ακολούθησε μία μακρινή σιωπή.

Η γριά υπηρέτρια είχε έρθει τώρα σιμά της κι εκοίταζε θλιβερά τον άρρωστο. Η κυρία Φωτεινή εσφούγγισε ένα δάκρυ κι είπε θρηνητικά:

― Τρεις μέρες δεν επήρε τίποτα, ούτε έπιε, ούτε φάρμακο. Κι είναι φρυμένο το στόμα του και καμία νύχτα δεν επήρε ύπνο. Τρεις μέρες!

― Η αρρώστια! αναστέναξε η άλλη.

― Μεγάλο το όνομα του Θεού! είπε με φρίκη η κυρία Φωτεινή. Εκείνος ορίζει!

Κι εσώπασαν πάλι…

Τώρα ο ήλιος είχε δύσει πλια και το πρόσωπο του αρρώστου εφαινότουν μακρύ μακρύ και κίτρινο, σαν του πεθαμένου∙ η μύτη του είχε μεγαλώσει κι είχε λιανύνει και το μουστάκι του και τα γένια του εφαινότουν πλιο μαύρα, σκεπάζοντας τα κατάχλωμα χείλη του και τα βαθουλωμένα μάγουλά του∙ κι ωστόσο η ανησυχία του είχε περισσέψει και η αναπνοή του είχε γίνει δυσκολότερη. Του κάκου επροσπαθούσε να αναστενάξει∙ η προσπάθεια επνιγότουν στο λαιμό του κι ένας βόγγος βαρύς του εσάλευε όλο του το κορμί, τον έκανε να αναδεύει τα χέρια πάνου στο σεντόνι και τα πόδια κάτου από τα λευκά σκεπάσματα, που εφαινόνταν να του βαραίνουν το στήθος.

Και το φως της ημέρας ελιγόστευε πάντα∙ και τα έπιπλα της κάμαρας εβυθιζόνταν αδιάκοπα μέσα στες γωνιές που εσκοτείνιαζαν κιόλας∙ και ο αέρας εφαινότουν σα να ‘θελε σιγά σιγά να πήξει, σα να ‘θελε να γίνει κι εκείνος πιαστή και μαύρη σκόνη μέσα σ’ εκείνην την κάμαρα, όπου οι δύο γυναίκες περίφοβες επρόσμεναν από στιγμή σε στιγμή το θάνατο, χωρίς η μία να το μολογά της άλλης. Με την ημέρα που ετελείωνε τόσο πικρά, εσβηνόνταν κιόλα οι παρήγορες ελπίδες κι η μητέρα αισθανότουν στην καρδιά της ένα βαρύ πλάκωμα, που επέρσευε από στιγμή σε στιγμή, ζαλίζοντας το στήθος της…

― Ενύχτωσε κιόλας! είπε με στενοχώρια. Κι ακόμη!

― Ακόμη, της απολογήθηκε με υπομονή η γριά υπηρέτρια.

Τώρα οι φωνές στο δρόμο είχαν λιγοστύνει∙ δεν ακουόνταν παρά λίγο μόνο και σπάνιες σ’ εκείνην τη θλιβερήν ώρα του σούρουπου, που απλωνότουν απάνου στη δημιουργία. Και οι δύο γυναίκες ήταν πλιο βαρύθυμες σα μηδενισμένες αυτήν την ώρα κι εκοίταζαν μ’ ανησυχία του αρρώστου το κεφάλι, που έβγαινε μέσα από τα λευκά κλινοσκεπάσματα και που έμοιαζε σε ίσκιον άλλου κόσμου, γιατί δεν εφαινόνταν πλια παρά τα μαύρα μαλλιά του και τα μαύρα του γένια, που έβγαιναν από ένα πρόσωπο χαμένο μέσα στη μαυρίλα.

Η γριά υπηρέτρια, σέρνοντας τ’ αδύνατα πόδια της επήγε κι έφερε στην κάμαρα μίαν αναμμένη λάμπα. Την απίθωσε πάνου στον κομό∙ εστάθηκε έπειτα λιγάκι, αμίλητη, μπρος στο κρεβάτι, σταυρώνοντας τα χέρια της, εκούνησε το κεφάλι της χωρίς ελπίδα και με κατεβασμένο πρόσωπο επήγε πάλι κι εστάθηκε στην άκρη της αναστενάζοντας.

Τέλος σε κάμποση ώρα ο γιατρός εμπήκε στην κάμαρα του αρρώστου. Ήταν ένας άντρας σαράντα χρονών, ξακουσμένος στη χώρα για τη βαθιά του επιστήμη και τη γιατρική του θαυματουργία. Ήταν ακόμη ξανθός κι εκείνος με μικρό μυτερό γενάκι, είχε μάτια γαλανά κι ανήσυχα κι ήταν μέτριος στο ανάστημα με μαύρα καινούρια και καλοφτιασμένα ρούχα κι εκείνος.

Εσταμάτησε μία στιγμή στην πόρτα και το πρόσωπό του εσκοτείνιασε για μία στιγμή, έπειτα εχαμογέλασε και φιλικά εχαιρέτησε τη γριά κυρία.

― Γλίτωσέ μου τον! του ‘πε αμέσως η μητέρα σμίγοντας τα χέρια.

― Γλίτωσέ τον! παρακάλεσε κι η γριά υπηρέτρια.

Ο γιατρός εστάθηκε λίγες στιγμές σοβαρός μπρος στον άρρωστο, εκοίταξε μπρος στο φως της λάμπας ένα από τα μπουκάλια που ήταν απάνου στο μικρό τραπεζάκι , έκαμε με τα χείλη του ένα μορφασμό κι έπιασε το σφυγμό του αρρώστου.

Η κυρία Φωτεινή τον ετήραζε με μία ανησυχία που ολοένα εμεγάλωνε. Κανείς δεν εμιλούσε. Τέλος ο γιατρός άφηκε το χέρι του αρρώστου, έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό νικελένιο κουτί κι είπε σουφρώνοντας το μέτωπο:

― Θα του κάμω μίαν ένεση.

― Δεν μπορώ να βλέπω, είπε η μητέρα κρύβοντας με τα χέρια τα μάτια της. Κι ολομεμιάς εξεκίνησε προς την πόρτα. Η άλλη γριά την ακολούθησε.

Επήγαν στο σαλόνι. Η κυρία Φωτεινή άναψε αμέσως ένα κερί, εκάθισε μπρος σ’ ένα τραπέζι κι εβάλθηκε σιγαλά να κλαίει. Η άλλη έμενε ορθή σιμά της.

― Είναι σαν τότες, είπε σε κάμποσο η κυρία Φωτεινή μ’ ένα αναφιλητό.

― Είναι σαν τότες, ξανάπε θλιβερά η άλλη αναστενάζοντας.

Κι εσώπασαν πάλι, προσέχοντας κι οι δύο προς την κάμαρα του αρρώστου περίφοβες. Και σε λίγο ο γιατρός επρόβαλε στου σαλονιού την πόρτα, ανήσυχος εκοίταξε μέσα και τους είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο, που μολογούσε την αδυναμία του:

― Ελάτε.

Και οι δύο γριές τον ακολούθησαν σαν απομωραμένες στην κάμαρα του αρρώστου.

Ο Άλκης ήταν τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι χωρίς προσκέφαλα. Ο γιατρός σοβαρός ξαναβαστούσε το σφυγμό του. Η μητέρα μια στιγμή ενόμισε ανατριχιάζοντας πως είχε έρθει το τέλος κι ερίχτηκε για να φιλήσει το νεκρό παιδί της∙ ήταν παρέτοιμη να χτυπηθεί και να κλάψει μα ο γιατρός την εσταμάτησε μ’ ένα βλέμμα και με το ίδιο απελπισμένο χαμόγελο κι είπε χαμηλόφωνα:

― Ζει! Και σα να εδιόρθωνε τον εαυτό του επρόστεσε:Ακόμη ζει!

Η κυρία Φωτεινή αναστέναξε θλιβερά και σα να είχε θυμηθεί κάτι εκοίταξε ολόγυρά της κι είπε πονεμένη:

― Και δεν ήρθε!

― Δεν ήρθε! είπε και η άλλη μ’ έναν αναστεναγμό.

Ο γιατρός εχαιρετούσε για να φύγει. Η κυρία Φωτεινή δεν εδοκίμασε ούτε να τον κρατήσει. Ένας ίδρος ψιλός επερίβρεχε το μέτωπο του ετοιμοθάνατου που μετά βιας ανάπνεε γλήγορα και άταχτα. Τον εκοίταζαν οι δύο γριές με χτυποκάρδι∙ ο λαιμός του εκινήθηκε, άνοιξε μεγάλα τα μάτια του κι εβάλθηκε να βήχει αδύνατα κι ένα κόκκινο γαϊτάνι εβγήκε από τα χλωμά του χείλη.

Κι αυτή τη στιγμή ενώ ο γιατρός έφευγε, η πόρτα ξαναχτύπησε. Η κυρία Φωτεινή τινάχτηκε από την πολυθρόνα της. Στα δακρυσμένα μάτια της έφεξε μια ελπίδα που όμως σβήστηκε αμέσως, μα ωστόσο έκαμε κίνημα να ριχτεί προς την πόρτα. Εκοίταξε τον Άλκη. Η γριά υπηρέτρια αναστέναξε κι εβγήκε ακολουθώντας από σιμά την Ευλαλία. Ήταν τυλιγμένη με μαύρα κρέπια. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα, τ’ όμορφο κορμί της εταραζότουν νευρικά κι απότομα, η όψη της ήταν πολύ χλωμή και το βλέμμα της εκοίταζε περίφοβο τριγύρω.

Εσταμάτησε μπρος στο κρεβάτι, εκοίταξε με άπειρη αγάπη τον ετοιμοθάνατο κι εβάλθηκε πικρά να κλαίει πέφτοντας στην αγκαλιά της πονεμένης μητέρας.

― Θα μας πεθάνει! της εψιθύρισε εκείνη μ’ ένα αναφιλητό.

Κι ολομεμιάς ο Άλκης άνοιξε πάλι τα μάτια κι επερίφερε γύρω το βλέμμα κοιτάζοντας όλη την κάμαρα και το βλέμμα του αντάμωσε άξαφνα το βλέμμα της Ευλαλίας που τον εκοίταζε πονεμένα κι εχαμογέλασε με τα χλωμά του κι άσαρκα χείλη, ένα ύστερο χαμόγελο∙ θέλησε κάτι να ειπεί, αλλά δε μπόρεσε κι έκλεισε πάλι κουρασμένα τα μάτια.

― Ω Άλκη! του φώναξε πάλι η Ευλαλία πέφτοντας γονατιστή και σμίγοντας τα χέρια της απάνω στο στήθος.

    Οι δυο άλλες γριές εκοίταζαν σαστισμένες κι έκλαιγαν και μία προσευκή σαν του ανθρώπου που δε γνωρίζει καμία άλλη καταφυγή, βγήκε σιγαλά από το στόμα τους.

― Κι εγώ ήρθα για να ‘μαι κοντά μαζί σου! είπε μ’ ένα αναφιλητό η Ευλαλία.

― Άλκη! είπε με πόνο πάλι η μητέρα βλέποντας ν’ ανοιγοκλειούν θολωμένα τα μάτια του αρρώστου.

― Αύριο, είπε η γριά υπηρέτρια, δε θα υποφέρει πλια. Κι εβγήκε από την κάμαρα.

― Ακούει, είπε η Ευλαλία φοβισμένη.

Η μητέρα εκοίταζε γύρω της σαν απομωραμένη. Εκούνησε το κεφάλι της, το σήκωσε προς τον ουρανό και τα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα, ενώ τα στήθη της ανασηκώνονταν πάλι σ’ ένα αναφιλητό που δεν ελάβαινε τέλος. Εφίλησε το μέτωπο του γιου της κι εστάθηκε κάμποσες στιγμές σκυμμένη μπρος στο κρεβάτι κοιτάζοντας τη βασανισμένην όψη του ετοιμοθάνατου νέου. Ο άρρωστος εσβηνότουν. Ένας κόκκινος αφρός του ‘τρεχε αδιάκοπα από το στόμα, ένας βόγγος βαρύς έβγαινε από το στήθος του.

Οι δυο γυναίκες τώρα καρτερούσαν το τέλος κι ήταν βυθισμένες σ’ ένα βουβό πόνο που δεν είχε πλια λόγια να φανερωθεί. Εκαταλάβαιναν κι οι δύο πως δεν είχαν πλια τίποτα να πουν. Με το βλέμμα προσηλωμένο στη μορφή του Άλκη, στο νου καθεμιάς εγύριζαν όλα τα περασμένα. Στο δρόμο κάθε θόρυβος είχε πάψει. Η βουή της ζωής είχε σταματήσει εκείνην την ώρα.

Ο άρρωστος εχειροτέρευε… Ερχότουν το τέλος…

 

Λεξιλόγιο

10 που μύριζε βάλσαμο

11 συγχορδία

12 Η κόρη της κυρίας Ανγκό (1872), όπερα κωμίκ του Σαρλ Λεκόκ (Charles Lecocq)

13 εδώ το βρωμιούχο (γαλλ. bromure) κάλιο, κατευναστικό, ηρεμιστικό

14 φάκελο

15 Ellie Metchikoff (1845-1916) Ρώσος ζωολόγος και βιολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι.

16 Albert Calmette (1863-1933) Γάλλος γιατρός και βιολόγος, ερευνητής στο Ινστιτούτο Παστέρ

17 γουρλωμένο

 

αρχή