Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη εδώ
Το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Ακόμα; δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΝΟΥΜΑΣ στο τεύχος 82.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από το παραπάνω τεύχος. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.
Το λητρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια. Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά1 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδούλευαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα2. Ήταν μεσάνυκτα και κρύο.
Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονών, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι3 και πλατοβράκι4. Εφαινότουν ταραγμένος.
«Καλησπέρα Θοδόση»· του είπαν· «εβάρεσες κουνάδια5;»
«Καλησπέρα» αποκρίθηκε· «πού είναι ο Κούρκουπος;»
«Αυτού πέρα κοιμάται» έκανε ένας από τους δουλεφτάδες, άντρας μισόκοπος και που ήταν, καθώς λέγαν, του λητρουβιού ο καραβοκύρης. Κι επρόσθεσε: «Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφός σου.
Αλλά ο Κούρκουπος δεν εξυπνούσε· είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.
«Τι είναι· έκαμε μισοκοιμισμένος. «Τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κι όλας το αλλάγι6 μου;»
«Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει. Ήμουν για κουνάδια και την είδα».
Ο Κούρκουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι, μα το ανάβλεμμά7 του έδειχνε πολλήν καλοσύνη. Κι αυτός ήτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκοπη εργασία.
Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.
«Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.
Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους Ο Κούρκουπσς έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.
«Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.
«Πέρα στους Έρμονες» του απάντησε ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του οι πλάτες του επαγώναν· είχε χάσει την ομιλιά του.
Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος ήτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου8 έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κι εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε γιατί τα γόνατά του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν.
Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κι έφταναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κόσμου.
Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχασε μ’ ένα νόημα κι εμουρμούρισε: ― «Νάτην. Πάρε». Και του έβαλε το καρυοφύλλι στο χέρι.
Ένας ίσκιος τους επλησίαζε αναβαίνοντας το ρόβολο9. Μηχανικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρκουπος αναστέναξε βαθιά κι είπε αλαφρωμένος πιθώνοντας το όπλο.
«Είναι άντρας».
«Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα».
Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.
«Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει».
Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του ήτουν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη ήταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του.
Εκείνη ωστόσο εμάκραινε κι ήτουν έτοιμη να πάρει το γύρισμα του δρόμου.
«Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι», του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης· «μας εντροπιάσατε». Κι έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.
«Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κι εφώναξε αποφασισμένος· «Γυναίκα, στάσου· ειδεμή…»
Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μία στιγμή την έχασαν από μπρος τους.
«Είδες, είδες· φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης. Κι εριχτήκαν με μιας και οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.
Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα, την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε· «Στάσου, στάσου», ενώ ο άλλος του ‘λεγε: ― «Τράβα της· τέλειωνε!»
Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει, τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.
Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.
«Όχι εδώ» του ‘πε ο Θοδόσης, «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το τουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου.»
Κι ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο· και σήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.
Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύαν καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους· αυτός έκλεισε με βια την πόρτα.
Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κι εφοβηθήκαν κι οι δύο τους. Καθώς όμως ήτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνίστρα10, και με μιας έλαμψε το σπίτι.
Το πρόσωπο του Κούρκουπου ήταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσε11 η γυναίκα κι εκάθισε χάμου. Εφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε η χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κι ύστερα με βαθύν ανασασμό της είπε:
«Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού ήσουν;»
Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας12 που τον άδραξε αμέσως. Ευρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας· «Πού ήσουν; πού ήσουν;»
Κι όσο εκείνη από τρομάρα κι έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κι εκατάλαβε η άτυχη πως ήταν τώρα το τέλος της,
«Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι·» μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!
Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.
Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε.
Κι ο Θοδόσης που ‘χε παραμονέψει, εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κι είπε· «Ακόμα; ακόμα;»
Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα. ― «Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν! ― «Βοήθεια, βοήθεια! Α!»
Κι ύστερα άκρα σιωπή.
Τότες όμως ανοίχτηκαν τ’ άλλα σπίτια, κι εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι κι εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει· κι εφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα απ’ μέσα.
Ο Θοδόσης τους αποκρίθη· ― «Την εσκότωσε».
Καρουσάδες (Κέρκυρα) Γενάρης 1904
Λεξιλόγιο
[1] ζιφταριά = ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού
[2] λιόστα = τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου
[3] σεγκούνι = χοντρό, μάλλινο πανωφόρι
[4] πλατοβράκι = η βράκα
[5] κουνάδι = κουνάβι
[6] αλλάγι = η αλλαγή της βάρδιας
[7] ανάβλεμμα = εμφάνιση
[8] τράφος = χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς
[9] ρόβολο = ο κατήφορος/ανήφορος
[10] ογνίστρα = η γωνιά που είναι η φωτιά, λέγεται επίσης και αγουνίστρα
[11] λιγώνω –ομαι = πρόκληση λιποθυμίας από αηδία
[12] κόπιδας = μαχαίρι
Το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Αμάρτησε; δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ημερολόγιο Σκόκου στο τεύχος του 1913.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από το παραπάνω τεύχος. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.
Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγη ακόμα, και οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και εμπαίναν απ’ όλες τις πόρτες, οι ανθρώποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπι ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια επροσκυνούσαν τις εικόνες κι εσταμάταιναν απέκευ στη μέση της εκκλησιάς κι επαίρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόνταν μπουλούκια μπουλούκια με τις άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβητικές, στολισμένες και εμέναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.
Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.
Η θύρα του ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτισε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και κάνοντας το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια εκάμαν του σταυρού το σημάδι.
Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός· μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νήστειες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον εσεβόταν.
Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενότουν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφοκραζόταν με πίστη και από καρδιάς εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή η μεγάλη γιορτή εκείνης της μέρας.
Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.
Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή, και που εφαινότουν συγχυσμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευκόταν με ευλάβεια. Κι είπε ο παπάς με το νου του: «Εδώ θάναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό να τη εύρει ανάμεσα στις γυναίκες.
Κι εγιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι, που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ’ ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή εζητούσε από τα υπερκόσμια έλεος, κι ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέησή του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λιγώσει τη θέληση της παντοδυναμίας.
Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας· αλλά εδεότουν η καρδιά του στον ουράνιον πατέρα, άλλες έγνοιες τού ανησυχούσαν το νου. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;
Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της, ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ’ όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Τόχε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε, ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος από τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα! Τι θάκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;
Και η λειτουργία προχωρούσε: Με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, εβγήκε στο πρεσβυτέριο κι στάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε, γιατί κανένας δεν εσάλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις εταπείνωνε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβημένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, που ήταν οι γυναίκες σα νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτές στην ξεμολόηση.
Δεν ημπορούσε, της είχε ειπεί, να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησία, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς, κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. Όχι, δε θα την κοινωνούσε· αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του.
Και η λειτουργία επροχωρούσε. Είχε διαβάσει κιόλας το Βαγγέλιο και βιαστικά εψαλμούδιζε τώρα τους επίλοιπους ύμνους· κι όλο η καρδιά του εστενοχωριότουμ περσότερο. Θάθελε ο θεός να κάμει την αμαρτία; ή θάφηνε να χυθεί εξ αιτίας του αίμα στο χωριό του, να κλάψει κόσμος, και να χαίρεται ο πειρασμός στην άβυσσο; Ναι, εφοβότουν τώρα ο παπάς πως δε θα πετύχαινε εκείνο πούχε συμφωνήσει. Έβλεπε πως όσο η ώρα της κοινωνιάς εσίμωνε, τόσο περόστερο ανησυχούσε ο πατέρας, που ίσως θάθελε να ιδεί με τα μάτια του την κόρη του να κοινωνάει για να λάβει απόλυτη βεβαίωση.
Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, κι ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Της έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθειο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσό τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».
Καρουσάδες Κερκύρας 1912
Η νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Απελλής δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΝΟΥΜΑΣ στα τεύχη 144, 145 και 146.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από τα παραπάνω τεύχη. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.
Τ’ όνομα του Απελλή ήταν ξακουσμένο σ' εκείνα τα χρόνια παντού στην Ελλάδα, και στους επισημότερους και σεβαστότερους ναούς ήταν κρεμασμένες οι θιαμαστές ζωγραφιές του, ένα δωδεκάθεο στην Ολυμπία, ένας μανιωμένος Αίαντας στην Αίγινα, ο Τηλέμαχος με την Αθηνά σιμά του στα προπύλαια της Ακρόπολης στην Αθήνα, στην ίδια χώρα ο Θησέας με το Μινώταυρο και στα νησιά του Αιγαίου η Βροντή, η Αστραπή, η Κεραυνοβολία που δεν ήταν έργα λιγότερο αξιόλογα από τα επίλοιπα ιστορικά εικονίσματά του.
Κι εκατοικούσε τότες τα παραόρια της Έφεσος, όπου οι δυνάστες της πολιτείας έχτιζαν κι εστόλιζαν μι αριστουργήματα κάθε τέχνης το μεγαλόπρεπο ναό της Αρτέμιδας, που είκοσι έναν χρόνον οπίσω ο Ηρόστρατος, ζηλεύοντας άτιμη δόξα, τον είχε κάψει, ενώ την ίδια νύχτα εγεννιότουν ένας ήρωας, ο γιος του Φίλιππου της Μακεδονίας, ο Αλέξαντρος.
Για τούτο στην όμορφη και πάμπλουτη χώρα, το μαργαριτάρι της Ιωνίας, είχαν συναχτεί όλοι της Ελλάδας οι μεγάλοι τεχνίτες· ο Πραξιτέλης εσκάλιζε το βωμό, ο Κτησιφώνας αποτέλειωνε τα έργα του Σκόπα και του Χερσικράτη, και πλήθος αρχιτέχτονες και γλύφτες και ζωγράφοι ερχόνταν να δουλέψουν σ' εκείνο του κόσμου το θιάμασμα, διψώντας την Αθανασία και ξέροντας πως το χρυσάφι ήταν άφτονο στα πλούσια ταμεία των απόγονων του Κόδρου, που βασιλιάδες ονομαζόνταν στην Έφεσο, και των άλλων αρχόντων που εξουσίαζαν μαζί τους τη Νύφη του Αιγαίου, τη ρωταριά του Κάυστρου ποταμού.
Ήταν η αρχή του καλοκαιριού· και γιατί η ζέστα ήταν μεγάλη, ο Απελλής εκατοικούσε ένα επίδροσο μετόχι στον κάμπο του Κάυστρου όχι μακριά από τη χώρα, και που του τόχαν χαρίσει, οι άρχοντες της Έφεσος αναγνωρίζοντας έτσι την υψηλή του τέχνη και αναγκάζοντάς τον να μένει στον τόπο τους το περσότερο μέρος του χρόνου. Το μετόχι ήταν πανώριο, χτισμένο με τη μεγαλοπρέπεια δημόσιου χτίριου, με περιβόλια και ήμερα ρουμάνια τρογύρου, σε μέρος γελαστό και πρόσχαρο. Στην πρόσοψη της μπασιάς και πάνουθε από τες κολώνες των προπύλαιων ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: «Εδώ κατοικεί ο Απελλής ο ζωγράφος». Μέσα, έπειτα, από το θυρώνα, και δεξιά της περίστυλης αυλής ήταν το μεγάλο αργαστήρι, μία αίθουσα που η σκέπη της ακουμπούσε σε ψηλές μαρμαρένιες κολώνες, χρωματισμένη μ' ανοιχτό γαλάζιο χρώμα και καταστολισμένη με εικόνες, με αγάλματα, με μονοχρώματα σκέδια, με ατέλειωτα ιστορίσματα, που εδούλευε ο ζωγράφος, στημένα πάνου σε μεγάλα τριπόδια, με ανάγλυφα, όλα τούτα είτε δικά του έργα, είτε των τεχνητών της εποχής του, που του τάχαν χαρίσει από φιλία, είτε και παλαιότερα αριστουργήματα που τάχε αγοράσει ο ίδιος.
Και μάλιστα ένα ανάγλυφο χτισμένο μέσα στον τοίχο, ξάγναντα στη μπασιά, σε μέρος που καθένας έπρεπε να το προσέξει, μακρύ και μεγάλο, έργο του γλύφτη Λύσιππου, ετραβούσε το μάτι, προβοδώντας την υψηλήν απόλαψη, που μόνο η θεωρία του σκαλισμένου μάρμαρου μπορεί να δώσει, παρασταίνοντας την αγνότητα της μορφής χωρίς στολισμό από χρώματα. Ήταν η Ιστορία του Προμηθέα. Στο δεξί μέρος της εικόνας ο Τιτάνας μπρος σ' ένα ανθρώπινο σκέλεθρο, με το σφυρί και το σμιλάρι ακόμα στο χέρι, εκαθότουν πάνου σ' ένα βράχο συλλογισμένος, επιθυμώντας να δώσει ζωή στο πλάσμα του. Στα πόδια του ήταν πλαγιασμένη η Γης με το κέρατο της αφτονίας, ακουμπισμένη στον αριστερό της αγκώνα και κοιτάζοντας το νέο δημιουργό κατάματα· ένα άρμα με τέσσερα άτια εδιάβαινε στα ψηλά και μέσα ήταν ο Ήλιος με το αχτιδοστέφανό του. Η Αθηνά με την κουκουβάγια σιμά της εστεκόνταν ορθή πίσω από τον Προμηθέα κι άπλωνε το χέρι της πάνου στο σκέλεθρο. Μία πέτρινη γραμμή εχώριζε την πρώτη τούτη σκηνή από τη μεσινή όπου ένας άντρας και μία γυναίκα κατάγυμνοι εκοίταζαν ανήσυχοι τον ουρανό· ήταν τα καινούρια πλάσματα του Τιτάνα, που του συνόμοιαζαν στη μορφή, ζωντανεμένα από την τέχνη του και το βαθύ συλλογισμό του. Μα ήταν πλάσματα αδύνατα γεννημένα για τον πόνο, ανήμπορα για τη δύσκολη ζήση, που τους είχε ετοιμάσει στη γης των θεών η ζήλια· μπροστά τους εστεκότουν ο Τιτάνας μεγαλόπρεπος θέλοντας να βοηθήσει· κι εκρατούσε ένα στρυνάρι βγάζοντας σπίθες από κείνο· παραπέρα πάνου σ' ένα βωμό εκαιότουν η θυσία, έφεγγε η στια, η αιτία κάθε τέχνης, πιστή συντρόφισσα και φιλενάδα του ανθρώπου. Πάνου επετούσαν Νεράιδες και Νύφες κι εκοίταζαν με θαμασμό τον καινούριο κόσμο· στη μέση ήταν ο Δίας αγριεμένος με το φοβερό του αστραποπέλεκο στο χέρι· στην άκρη εκοίτοτουν το πρώτο πλάσμα του Προμηθέα νεκρό· γύρου στο λείψανο έκλαιγαν οι τρεις Μοίρες με σκεπασμένο πρόσωπο· και μικρά παιδιά ολόγυμνα· η ψυχή του πρώτου ανθρώπου βγαίνοντας από το νεκρό στόμα έπαιρνε το πέταμά της προς τον αιθέρα. Στην τρίτη σκηνή, την ύστερη, που όμοια μία πέτρινη γραμμή την εχώριζε από τη δεύτερη, ο Τιτάνας εφαινότουν δεμένος σ' έναν άγριο βράχο, με ορθάνοιχτο στόμα, μ' ένα όρνιο ματωμένο, που εβύθιζε το κεφάλι του στ’ αθάνατα σπλάχνα. Η ψυχή του πεθαμένου ανθρώπου ήταν σιμά του· πάνουθε από το βράχο οι Ωκεανίδες τον επαρηγορούσαν· από τον ουρανό θεοί πολλοί και θεές ετήραζαν την τιμωρία με βλέμμα σπλαχνιστικό και στο ύστερο ορθός και μεγάλος εφανερωνόταν ο Ηρακλής μ' ένα τεντωμένο δοξάρι σκοπεύοντας το φοβερό όρνιο για να λεφτερώσει τον τυραγνισμένον.
Η γης του αργαστηριού ήταν στολισμένη με μωσαϊκά και η ουρανία έλαμπε από το χρυσάφι. Στο βάθος της αίθουσας σ' έναν πορφυρένιο θρόνο εκαθότουν ο ζωγράφος ντυμένος με πλούσια ασκητικά φορέματα με χρυσή μίτρα στο κεφάλι, ξανθογένης, μπλαβομάτης, μεγάλος, πανώριος, μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας στο γλυκό στόμα. Μπροστά του είχε ένα μεγάλον πίνακα, την πομπή του Μεγάβυζου, του ευνούχου αρχιερέα της Αρτέμιδας που τον οδηγούσαν από τη Λυδία στο ναό της θεάς, όπου επρόσφερνε την πρώτη θυσία του. Κρατώντας τα χρώματα και τους χρωστήρες εζωγράφιζε αφοσιωμένος στο έργο του, ενώ στην ίδια αίθουσα οι χρωματοτρίφτες τού ετοίμαζαν τα χρώματα, εδούλευαν τα κεριά για άλλες εικόνες, νέοι σκλάβοι όλοι, όμορφοι και καλοκαμωμένοι ντυμένοι σε τρόπο που εύκολα εμαντευόνταν οι αγαλματένιες γραμμές του κορμιού τους. Κανένας τους όμως δεν εγελούσε, γιατί καθένας ένιωθε την αγιότητα του μυστήριου σ' εκείνο το ναό της τέχνης.
Ένας σκλάβος πλουσιοντυμένος εμπήκε χωρίς κρότο στ΄ αργαστήρι και στάθηκε σιμά στο ζωγράφο προσμένοντας, μη τολμώντας να τον ανησυχήσει. Ήταν ο πορτάρης. Σε καμπόσο ο Απελλής κοπιασμένος άφησε τα χρώματα, εσηκώθηκε για να παρατηρήσει την εικόνα, κι εχαμογέλασε ευχαριστημένος. Βλέποντας κιόλας το σκλάβο του τον ερώτησε: — «Τι είναι, Θεόπομπε;»
«Κύριε» αποκρίθηκε ο δούλος με σέβας «στο θυρώνα ένας ζωγράφος προσμένει ποθώντας να ιδεί το πρόσωπό σου· ήρθε από τη Ρόδο, λέει, τ’ όνομά του είναι Πρωτογένης».
«Είναι αγαπημένος απ’ όλες τες Μούσες, ας ορίσει» αποκρίθηκε ο Απελλής χαμογελώντας. Και με βαρύ περπάτημα ήρθε προς τη μπασιά, που την άνοιξε ο σκλάβος αφήνοντας να διαβεί ένας άντρας μισόκοπος ταπεινός στη ντυμασιά, που εφαινότουν όμως τεχνίτης. Ο Απελλής επρόβαλε το χέρι και ο άλλος σκύφτοντας λίγο τον εχαιρέτησε λέγοντας:
«Χαίρε νομοθέτη της τέχνης».
«Τους αιώνιους νόμους της τέχνης» απάντησε ο Απελλής «δεν τους ευρήκε κανένας ακόμα ούτε ο ίδιος εγώ. Η τέχνη είναι το μεγάλο μυστήριο· η τελειότητά της είναι άφταστη, το κατέχεις καλύτερά μου, Πρωτογένη. Αλλά κάθισε». Κι έτσι λέγοντας τον έβαλε να καθίσει σ' ένα ανάκλιντρο κάτουθε από το ανάγλυφο του Λύσιππου κι εκάθισε κι ο ίδιος σιμά του. «Η αξιάδα σου» ξακολούθησε σκεφτικός ο Απελλής «μικρότερη δεν είναι από τη δική μου, κι όμως δεν αποφασίζεις παρά με μεγάλη δυσκολία ν' απαφήκεις το χρωστήρα, όταν η εικόνα είναι τελειωμένη».
«Το ξάκουσμά μου το χρωστώ στη γενναιότητά σου, Απελλή, δε θέλω ποτέ να την αλησμονήσω. Εζωγράφιζα ακόμα καράβια στη Ρόδο, την Πάραλο, την Αμμονιάδα, όταν ήρθες για να εργαστείς στη χώρα μας. Θυμάσαι, μ' εζήτησες σπίτι μου δύο τρεις φορές κι έκαμες εκείνο το παιγνίδι με τες γραμμές, κι αγόρασες έπειτα τον αναπαυόμενο Σάτυρό μου. Τον επούλησες πενήντα τάλαντα· κι έβγαλες το γενναίο λόγο πως αγοράζεις τα έργα μου για να τα δίνεις για δικά σου· από τότες οι Ρόδιοι μ' ετίμησαν, μου χάρισαν παλάτια και σκλάβους, εζωγράφισα στην Αθήνα τον Ιάλυσο, κι είμαι πλούσιος, όσο δεν το αξίζω· απ’ όλη την Ελλάδα μου παραγγέλνουν πίνακες για τους μαρμαρένιους ναούς των θεών. Όμως εγώ επροτίμησα την Έφεσο ξέροντας πως και συ ο ίδιος εδώ ζωγραφίζεις, κι ήρθα, Απελλή, ύστερα από τόσα χρόνια να σ' ευχαριστήσω για τη θεοτική σου καλοσύνη, να θερμαθώ και να φωτιστώ στον Ήλιο της τέχνης σου και να τολμήσω με την άδειά σου να κρεμάσω και γω μίαν εικόνα στον περίκαλλο ναό της Αρτέμιδας».
«Μ' αρέσει» είπε ο Απελλής ευχαριστημένος «οι εικόνες μου νάναι σιμά στες δικές σου· ποιες θα προτιμήσουν οι κατοπινοί μας; θα βρίσκονται σκοτισμένοι αν μεγαλύτερος ήταν ο ζωγράφος της Κως από το Ρόδιο Πρωτογένη. Αλλά τώρα, φίλε, είναι η ώρα του φαγητού· οι ψαράδες του Έρμου μούφεραν καραβίδες και στα βουνά του Τμώλου οι άνθρωποί μου εκυνήγησαν ζαρκάδια, που τώρα είναι σπάνια, γιατί τάφαγαν όλα οι Μακεδόνες. Οι δούλοι μου είναι ομορφότεροι από τους σκλάβους των βασιλιάδων της Έφεσος, οι κόρες του γυναικωνίτη μου τραγουδούν και χορεύουν σα νάταν θυγατέρες του Ορφέα· μείνε να γεφτείς μαζί μου και μίλιε μου πάντα για τέχνη».
«Κάθουμαι» είπε «μ' όλο που δεν είναι ώρα για συμπόσια. Λίγο πριν σαν έφυγα από την Έφεσο ο κόσμος ήταν ανακατωμένος· ο λαός γυρεύει, ελεφτερίες και δικαιώματα ξέροντας πως ο Μακεδόνας θα τον βοηθήσει· αφού ενίκησε».
«Ενίκησε;»
«Ναι, τρεις μέρες είναι· στο Γρανικό ποταμό αντίκρισε στο αντίκρυ φρύδι το στρατό του βασιλιά της Ασίας· και καταφρονώντας του ποταμού το ρέμα και το απόγκρεμο κρεβάτι του, λέγοντας πως δε θα τον εμπόδιζε το μικρό εκείνο τραφούλι, αφού τόσο εύκολα είχε διαβεί τον Ελλήσποντο, ο ίδιος έδωκε το παράδειγμα και με τη βαριά λόγχη στα χέρι καβαλάρης όρμησε στο νερό. Οι άντρες του άφοβοι τον ακολούθησαν και συνταγμένοι ανέβηκαν γοργά το γκρέμισμα, σα να μην τους ήταν μπόδιο ουδέ το ψήλωμα ουδέ τα πυκνά αγριοκάλαμα ουδέ τα κοντάρια του εχτρού. Λίγες ώρες εβάσταξε η μάχη· ο ίδιος ο Αλέξαντρος εκιντύνεψε, μα ενίκησε· η μισή αφτοκρατορία του Ξέρξη είναι τώρα στα χέρια του· ο Κοδομανός έφυγε για την Περσία· ο σύμμαχός του ο Μέμνονας επήρε το δρόμο της Λυδίας και είναι οχυρωμένος στην Αλικαρνασσό· η Μίλητο έκλεισε τες πόρτες της κι ετοιμάζεται να πολεμήσει τον Αλέξαντρο· οι Λύκιοι, οι Ποσίδιοι, οι Παμφύλιοι αγαπούν κι αφτοί την ελεφτερία κι αδερφοποίησαν με τον Μέμνονα· οι άρχοντες στην Έφεσο θέλουν να του κλείσουν τη χώρα, μα ο λαός δεν ορέγεται τον πόλεμο· κι ο Αλέξαντρος εμήνυσε πως θα καταργήσει την αριστοκρατία, θα δώσει του λαού δικαιώματα, θα ευεργετήσει τη χώρα· κι έτσι οι Εφέσιοι διώχνουν τώρα τους άρχοντες και άμα φανιστεί θα του παραδοθούν».
«Κρίμας» παρατήρησε ο Απελλής «σκλαβώνει και τους ύστερους ελέφτερους».
«Αλήθεια» απολογήθηκε ο Πρωτογένης «μα και ο Αλέξαντρος είναι τόσο Ελληνικός. Μη δεν πολεμάει τον αιώνιον οχτρόν της Ελλάδας; Στον Όμηρο έμαθε να διαβάζει, δάσκαλός του είναι ο Αριστοτέλης».
Μία στιγμή ετσώπασαν. Οι χρωματοτρίφτες είχαν αφήσει το θέλημά τους κι αφοκραζόνταν και κείνοι τη συνομιλία. Έπειτα ο Απελλής ερώτησε πάλι:
«Και στην Έφεσο προδεύουν οι εργασίες;»
«Ναι, ο Πραξιτέλης δεν αναπαύεται ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ο ναός εσκεπάστηκε. Οι πετροπελεκητές δουλεύουν τες αρίφνητες κολώνες του χτίριου. Μ' όλα τα ανακατώματα, είναι όλοι σύμφωνοι να τελειωθεί το έργο. Κάθε ελέφτερος Έλληνας λατρεύει την τέχνη».
«Και οι Μακεδόνες;»
«Ο Φίλιππος και ο Αλέξαντρος βέβαια» αποκρίθηκε με συστολή ο άλλος. «Φοβάσαι μην ο στρατός που θα κατέβει, μεθυσμένος από τες νίκες του, σε κακοποιήσει, σ’ αρπάξει τες κοπέλες, γιατί ήσουν εχτρός του Μακεδόνα;»
«Δεν το πιστεύω» είπε ο Απελλής με σταθερότητα· «ο Αλέξαντρος εκήρυξε τον πόλεμο της Περσίας· έρχεται στην Έφεσο να βοηθήσει το δήμο· ν’ αναγνωριστεί εξουσιαστής. Τι τούκαμε η τέχνη; Η τέχνη με προστατεύει, είναι το άπαρτο καστρί μου. Κι έπειτα ξέρει πως εζωγράφισα δύο φορές τον πατέρα του για τους Δελφούς και για την Πέλλα· χάρις σ' εμένα η μορφή του Φίλιππου μένει ακόμα ολοζώντανη. Και, αν όταν ήμουνα στο πρυτανείο της Ελληνικής σοφίας, στην άγια χώρα της παρθένας Αθηνάς, όπου εζωγράφιζα τον Αττικόν ήρωα με το Μινώταυρο και με τες απελπισμένες κορασίδες, άκουα με συνέπαρση εκείνα τα χρυσά λόγια του Δημοστένη, που έρεαν από το στόμα του ρήτορα γλυκότερα παρά το μέλι, ζεστότερα παρά το λιωτό βολύμι, ξαστερότερα από το κρούσταλλο κι ορμητικά σαν αστραποπέλεκα, γιομάτα αίστημα κι άγιον ενθουσιασμό, γιομάτα από κείνη την αγάπη που πλημμυρούσε τα σπλάχνα του αθάνατου πατριώτη, του ερωτάρη της πολιτείας του, μη γι' αυτό ο Αλέξαντρος θα με κυνηγήσει, θα παραδώκει στην ιστορία τ’ όνομά του μαυρισμένο από τη δολοφονία ενού Λατρευτή της Μούσας; Δε φεύγω Πρωτογένη· έχω τόσα παιδιά εδώ». Κι έδειξε τες εικόνες του. «Πού να τα πάρω που να τ’ αποτελειώσω;» επρόστεσε.
«Έχεις τρόπο, α θέλεις· τα πλούτη σου είναι ακουσμένα σ' όλη την Ελλάδα».
«Ναι» εφώναξε με περηφάνεια «και δέκα «τερτήρεις» μπορώ ν' αρματώσω. Τα ζωγραφίσματά μου επουλιόνταν άλλη φορά και ογδοήντα τάλαντα το καθένα, και τώρα παζάρι δεν έχουν, και γι' αφτό τα χαρίζω. Εγιόμισαν οι θησαυροί μου, πούναι κρουμμένοι στα σπίτια μου, σ' όσες χώρες εκατοίκησα, για να βρίσκω ολούθες πλούτη· με χρυσά ψηφία έγραψαν τ’ όνομά μου σε μάρμαρο στην Ολυμπία, για να ξέρει ο Ελληνισμός πόσο ετιμήθηκε η τέχνη μου· η μισή Κω είναι δική μου. Αλλά και τίποτα α δε μούμενε τ’ όνομά μου είναι αρκετό για να με κάμει να ζήσω βασιλικά παντού· οι βασιλιάδες κι οι τύραννοι με καλούν στην αυλή τους. Όμως δε φεύγω· θα διασκεδάσω το στρατό, που θα σκίσει τη Λυδία χαρούμενος σα να μην ακολουθούσε παρά γιορτάσιμη λιτανεία του Βάκχου, ψάλλοντας καινούριους ύμνους στον επίγειο θεό, που εβουλήθηκε να γένει κοσμοκράτορας». Και συλλογισμένος επρόστεσε: «Κι έπειτα θέλω να ιδώ και τον Αλέξαντρο. Μοιάζει, λέγουν, του Απόλλωνα».
Αφτήν τη στιγμή ένας δούλος ειδοποίησε πως το γιώμα ήταν έτοιμο.
Ο Αλέξαντρος, παρόμοιος σ' ανοιξιάτικο ρούφουλα που διώχνει όλα τα σύγνεφα, διαβαίνοντας μόνο είχε σκορπίσει τα ασκέρια του Κοδομανού, είχε περνάσει τη Μυσία, είχε στρατοπεδέψει στους κάμπους του Κάυστρου, κι εβουλότουν να μπει στην Έφεσο, που θεληματικά τούχε υποταχτεί, όχι σαν οχτρός και καταχτητής, παρά σαν καλεσμένος ξένος, προσκυνητής της Αρτέμιδας. Και οι Εφέσιοι αναμένοντας τον ερχομό του ετοίμαζαν μεγαλόπρεπες θυσίες για να δοξάσουν την προστάτισσα της χώρας της, που, καθώς έλεγαν του καιρού οι μάντηδες, αγαπούσε το Μακεδόνα νικητή καλύτερα από το ναό της, αφού τον είχε αφήσει να καεί για να παραβρεθεί στην ελεφτεριά της Ολυμπιάδας. Ετοίμαζαν κιόλας κι άλλες δημόσιες γιορτάδες στα θέατρα και στα στάδια, και λαϊκές λιτανείες· κι εστόλιζαν με σημαίες με μυρτιές και με δάφνες την πολιτεία· και η χαρά εζωγραφιζότουν στα πρόσωπα όλου του κόσμου, που ευτυχισμένος εδοκίμαζε τους πρώτους καρπούς δημοκρατικής κυβέρνησης. Είχε περνάσει ένας μήνας από τη νίκη του Γρανικού, όταν ο Αλέξαντρος αφήνοντας το φουσάτο του στα δροσερά λιβάδια, εκίνησε με τους στρατηγούς του, τους ιερουργούς, τους σκλάβους, τες γυναίκες και μ' ένα κοπάδι ζωντανά βόδια, άλογα και πρόβατα, που έμελαν όλα να θυσιαστούν σε μία μέρα, για την Έφεσο· και μουσικές και κράχτες και τραγουδιστές ακολουθούσαν το στεφανωμένον ήρωα που έλαμπε, στα χρυσωμένα σκουτιά του και στην ομορφιά του νέου προσώπου του παρόμοιος σε σαρκωμένο θεό.
Ο δρόμος από τα Ύπαιπα στην Έφεσο επήγαινε στην ακροποταμιά του Κάυστρου κι έσκιζε χωριά και μικρές χώρες, που απλωνόνταν κάτασπρες στο πλούσιο λιβάδι και που εμαρτυρούσαν το βλοημένο έργο της Ελληνικής φυλής, και απ' όλα τα χωριά, καθώς εδιάβαινε ο Μακεδόνας νικητής της Ασίας, οι κάτοικοι έβγαιναν με γιορτάσιμα ρούχα και πάνδημα εμακάριζαν κι ευλογούσαν, καλωσορίζοντας το νέο μονάρχη.
Απάνου στον ίδιον εκείνο δρόμο ήτουν χτισμένο και του Απελλή το μετόχι, κι από μπροστά επερνούσε τώρα ο ήρωας και παρατήρησε πως οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες μα πουθενά δεν έβλεπε το ζωγράφο. Κι εσταμάτησε επίτηδες τη λιτή επιθυμώντας να ιδεί το βασιλιά της Ελληνικής τέχνης. Αλλά μαθημένος να πνίγει κάθε αντίσταση, υποψιάζοντας την ιδιότροπη περηφάνεια του τεχνίτη, και νιώθοντας από τες ανοιχτές πόρτες πως εκείνος ήτουν μέσα, αιστάνθηκε πείσμα στην καρδιά του και θυμωμένος λίγο εδιάταξε κάποιον υπασπιστή να φέρει με τα καλά ή στανικώς τον Απελλή στο δρόμο.
Ο ζωγράφος υπακούοντας στη βία επαρουσιάστηκε σε λίγο ντυμένος με την ασιατική του πορφύρα και με τη χρυσή μίτρα στο κεφάλι, αμίλητος και περήφανος· και ο Μακεδόνας, που μαθημένος ήτουν στην κολακεία, δεν επαραξενέφτηκε λιγότερο από το πρωτόφαντο φέρσιμό του. Κακοφανισμένος τούπε:
«Απελλή δε λογαριάζεις φαίνεται το νικητή του Δαρείου;»
«Αλέξαντρε» του αποκρίθηκε «στους άγιους τόπους της Ελλάδας οι ζωγράφοι ως τώρα εχαιρόνταν προνόμια, γιατί η Μούσα κατοικεί στα σπλάχνα τους. Θέλεις εσύ ν' αλλάξεις τους ευγενικούς νόμους της; Οι πόρτες του σπιτιού μου ήταν ορθάνοιχτες για να σε δεχτούν· για κάθε Έλληνα είναι ευτυχία να πατήσει το κατώφλι μου· γιατί και συ δεν έμπαινες».
Ο Αλέξαντρος εχαμογέλασε. Έβλεπε πως δεν εμπορούσε να λυγίσει το ανεξάρτητο φρόνημα του ζωγράφου· η γενναιότητα όμως εμίλησε στη μεγάλη καρδιά του και είπε: «Έχω άδικο· έρχομαι». Κι επήδησε από το Βουκέφαλο και μαζί με λίγους ακόλουθούς του εμπήκε στο σπίτι.
Σαν ήρθαν στ’ αργαστήρι, οι χρωματοτρίφτες επροσκύνησαν το νικητή του Δαρείου κι ο ίδιος ο ζωγράφος θιαμάζοντας την πανώρια μορφή του ήρωα, το καλοκάμωτο κουφάρι, τούπε· «Καταδέξου να καθίσεις».
«Όχι, η ώρα βιάζει· θα κοιτάξω».
Πρώτα πρώτα εσταμάτησαν τα μάτια του σε μίαν Άρτεμη, που δοξάρευε ένα αγρίμι· ο Προμηθέας του Λύσιππου τον έκαμε να σταθεί σκεφτικός καμπόσο κι εδιάβασε τ’ όνομα του γλύφτη στην άκρη του πίνακα· έπειτα εκοίταξε την πομπή του Μεγάβυζου, που της έλειπε λίγο για νάναι αποτελειωμένη, και παίρνοντας ύφος ανθρώπου που κατέχει τα μυστικά της τέχνης είπε· —«Τι είν' εδώ;»
«Η πομπή του Μεγάβυζου, του αρχιερέα της Αρτέμιδας» αποκρίθηκε ο Απελλής.
«Μου φαίνεται» παρατήρησε ο βασιλέας σοβαρός «πως οι αρμοί είναι πολύ χοντροί, πως το χρώμα είναι σκοτεινότερο απ’ ό,τι έπρεπε· φταίει ίσως το βερνίκι;»
«Είναι καθώς ταιριάζει» απάντησε ο τεχνίτης πειραγμένος. « Ο κόσμος ακόμα δεν είδε τέτοια ζωγραφιά· αλλά, ω Αλέξαντρε, θιαμαστός είσαι, γιατί τόσο γλήγορα ενίκησες το μεγάλο βασιλέα, μα δεν εσπούδαξες, φαίνεται, ακόμα την τέχνη μου. Πρόσεξε· μην όταν φύγεις γελάσουν οι χρωματοτρίφτες».
Ο Αλέξαντρος εχαμογέλασε· ο τραχύς τρόπος του ζωγράφου τον ευχαριστούσε τώρα· του απόδειχνε έτσι πως δεν εφοβούτουν, πως τον έπαιρνε για Έλληνα αδύναμον να κακοποιήσει έναν τεχνίτη. Εκοίταξε μίαν άλλη μικρή κέρινη ζωγραφιά, μία κοιμάμενη Αφροδίτη, κι είπε θιαμάζοντας: — «Μοιάζει της αγαπημένης μου Καμπάσπης».
«Είναι μία σκλάβα μου. Σου χαρίζω α θέλεις την εικόνα».
«Η Καμπάσπη είναι ακόμη ομορφύτερη».
«Πώς;» έκαμε ο Απελλής πειραγμένος. Πέντε χρόνια εργάστηκα παίρνοντας από χίλια κορμιά το ωραιότερο για να ζωγραφίσω μίαν Αφροδίτη· και στην Ιμέρα οι Σικελιώτισσες κορασίδες εγδύθηκαν μπροστά μου τα σκουτιά τους για να διαλέξω τες καλύτερες· και από τες ομορφότερες πέντε, διορθώνοντας με το νου μου του πάγκαλου κορμιού τους τα σουσούμια, εσύνθεσα την απέραντη ωραιότητα της ουράνιας Αφροδίτης. Μία σκλάβα Ολύνθια μου φάνηκε έπειτα και από την εικόνα μου ομορφότερη, κι εζωγράφισα τούτο το κέρινο κονισματάκι, που είναι από τα καλύτερα φιλοτεχνήματά μου· πώς η Καμπάσπη σου θάναι ομορφύτερη;»
«Ιδές την» είπε ο Αλέξαντρος· κι έκαμε νόημα σ' έναν υπηρέτη να φέρει μέσα την Καμπάσπη.
Ήταν μία Ελληνοπούλα, μία Θηβαία σκλάβα λυγερόκορμη, ψηλή, έως είκοσι χρονών, με περάμορφο μέτωπο, με ποιητική πίκρα στο πρόσωπο. Τα σουσούμια της αληθινά εθύμιζαν την Αφροδίτη του Απελλή, μα το κορμί της δεν ήτουν τόσο θρεμμένο, τα χείλια της δεν είχαν τη φλόγα της ζωγραφιάς, τα μάγουλά της δεν έδειχναν τον αχόρταγον πόθο· τα μαλλιά της ήταν ταπεινά δεμένα μέσα σ' ένα μαντήλι, λαμπρόξανθα. Και ο Απελλής κοιτάζοντάς την αιστάνθηκε μίαν ακράτητη επιθυμία, έναν απέραντο θαυμασμό για το πανώριο πρόσωπο, ο τεχνίτης και ο άνθρωπος εδιψούσαν ν’ απολάψουν εκείνο το πλάσμα, θέλοντας να καταστήσει αιώνιες και αθάνατες τις ομορφιές του σπάνιου κορμιού και θέλοντας να δοκιμάσει στον κόρφο της τα κατάβαθα μυστήρια της αγάπης.
«Αλήθεια» είπε «είναι ομορφότατη· θα ζωγράφιζα μίαν Αναδυομένην.»
«Καλά θα ήταν» του απάντησε ο Αλέξαντρος «άξιος ζωγράφος της ομορφιάς της μόνος εσύ, Απελλή, μπορείς νάσαι. Μα πώς να σου δείξω γυμνήν την αγαπημένη μου; Δεν εχόρτασα ακόμα την αγάπη της μόλο που την έχω στα χέρια μου ένα χρόνο.»
«Οι παρθένες της Ιμέρας» είπε ο Απελλής «δεν ήταν σκλάβες· ήταν αρχόντισσες όλες· και γω είδα την άχραντη γύμνια τους. Είναι σπάνια η ωραιότητα.»
Μία στιγμή ο Αλέξαντρος έμεινε συλλογισμένος και στο τέλος είπε: — «Έλα την άλλη δεκάδα του μηνός στην Έφεσο για να την ζωγραφίσεις· πενήντα τάλαντα δε θάναι λίγα για την εικόνα.»
«Ο Απελλής δεν πλερώνεται» αποκρίθηκε περήφανα «παζάρι δεν έχουν τα έργα του· τα χαρίζει.» Και ο Αλέξαντρος χαιρετώντας το ζωγράφο αναχώρησε με τους εδικούς του.
Σ' ένα παλάτι της Έφεσος, όπου ο Αλέξαντρος εκατοικούσε μελετώντας καινούριες νίκες, ήρθε τη διορισμένη μέρα ο Απελλής για να ζωγραφίσει την Αναδυομένη. Δύο σκλάβες, μαθημένες να τον βοηθούν, όταν εργαζότουν, τον είχαν ακολουθήσει, κι οι δούλοι του Αλέξαντρου τον έμπασαν αμέσως στο γυναικωνίτη, όπου η Καμπάσπη, ντυμένη με λευκό φόρεμα, με ένα χρυσόν τορκό στο κεφάλι, ανάμενε τρογυρισμένη από ένα πλήθος δούλες νέες όλες κι όμορφες παρόμοιες στης νυχτός τ’ αστέρια, που τρογυρίζουν το φεγγάρι.
Ο Απελλής εχαιρέτησε κοιτάζοντας μ' ασυνήθιστη συγκίνηση την ομορφιά της σπάνιας κοπέλας, ενώ οι δύο του δούλες άνοιγαν το τριπόδι, ετοποθετούσαν πάνου σ' ένα μαρμαρένιο τραπέζι τα κέρινα χρώματα, εστιούσαν το τάβλινον πίνακα, κι οι άλλες γυναίκες επαρατηρούσαν με περιέργεια τες ετοιμασίες. Η εικόνα δε θάταν μεγάλη πολύ· το μάκρος της ένας πήχας, μικρότερο το πλάτος.
Ο ζωγράφος είπε: — «Καμπάσπη, γδύσου.»
«Τη γύμνια μου» αποκρίθηκε ντροπιασμένη «δεν την είδε, ως τώρα, παρά ο Αλέξαντρος και με το στανιό κι εκείνος.»
«Και πώς λοιπόν θα σε ζωγραφίσω;»
Αλλά μαθημένος σε τέτοιες αντίστασες ο Απελλής εδιάταξε τες σκλάβες λέγοντας: — «Γδύσετέ την έτσι θέλει ο Αλέξαντρος.»
Και κείνες γελάμενες έβαλαν τα χέρια απάνου στη Θηβαία και παίζοντας με τα προφυλάματά της, ύστερα από λίγο εκατάφεραν να της βγάλουν το φόρεμα. Κι η Καμπάσπη χωρίς ούτε αφτή να το νοήσει, εβρέθηκε ολόγυμνη μπροστά στο ζωγράφο· τα χρυσά της μαλλιά εχυθήκαν σαν τράφος χρυσός πάνου στους ώμους της και πίσω στες πλάτες, κάνοντας έναν κάμπο χρυσό γύρου στο πανώριο πρόσωπο· έφερε αθέλητα τόνα χέρι στα στήθια και με τ’ άλλο έκρουψε το αιδοίο, και κατακόκκινη και ντροπιασμένη, ήθελε να πέσει στη γης, να κρουφτεί μέσα στα κύματα των μαλλιών της· μα οι δούλες την εμπόδιζαν.
«Η Κνίδια Αφροδίτη, όπως την είδε να λούζεται ο Πραξιτέλης» είπε ο Απελλής θιαμάζοντας. Κι εκοίταξε με πάθος το ολόλευκο κορμί, τες αρμονικές γραμμές, από τους ώμους στη ζώση, και από τη ζώση στα λαγγόνια, στα στρογγυλά παχιά μεριά, στες καλοκαμωμένες άτζες, στα μικρά απαλά ποδάρια και με τα μάτια του τεχνίτη εξετίμωνε τα πιθέματά της και τάβρισκε καλύτερα παρά ό,τι απαντύχαινε· μα και η ανθρώπινη καρδιά του δεν έμενε ξένη στη συγκίνηση· το μάτι του έβγανε μιαν αχτίδα επιθυμιάς· τα χείλη του ήταν ογρά και η καρδιά του ελάγκευε μέσα στα στήθια. Κι εκοίταζε πάντα με περσότερον πόθο, περιφέρνοντας με περιέργεια και μ' έγκαψη τα μάτια του από του κεφαλιού την κορφή, ως των ποδαριών την άκρη, κι επροσπαθούσε να συναπαντήσει με τη ματιά του το βλέμμα της Θηβαίας, που καρφωμένο στη γης δεν εκοίταζε τίποτες, ενώ αφτή εποθούσε με του κορμιού τα κινήματα να κρούψει, όσο εμπόρειε, τη γύμνια της και να προστατεφτεί από το αδιάντροπο βλέμμα του ζωγράφου. Τούτος ήρθε σιμά της ξελωλωμένος· άπλωσε οπίσω της ένα λουλακίσιο ρούχο και της είπε:
«Τώρα θα σε ζωγραφίσω· Καμπάσπη, μην τρέμεις. Αληθινά της Αφροδίτης το κορμί που το ζηλεύουν όλοι οι ουράνιοι από το δικό σου καλύτερο δεν είναι· της Ελένης ούτε κείνο δεν θάταν όμοιο.»
Και η Καμπάσπη βλέποντας κάθε αντίσταση περιττή υποτάχτηκε τέλος στην τύχη· και ο ζωγράφος εκάθισε σ' ένα χρυσό θρονί πάνου σε πορφυρένια μαξιλάρια, και κατακόκκινος, με ψιλόν ίδρο στο μέτωπο, εμάλαζε με τα δάχτυλα τα κέρινα χρώματα, τάπλωνε με το κήστρο και με το χέρι στον πίνακα, και εδούλευε ενθουσιασμένος, με γληγοράδα, κάνοντας να ρέει η ψυχή του στη ζωγραφιά, η ουράνια ωραιότητα της τέχνης και ο κατάκαρδος πόθος της επιθυμίας. Έμεινε ώρες αμίλητος· η εικόνα επρόδευε.
Έπειτα ο Απελλής σκεδιάζοντας τ’ ακροδάχτυλα της Καμπάσπης είπε με συνέπαρση· «Ανάφτεις καινούριες ελπίδες για την τέχνη μου, μου ανοίγεις έναν καινούριον κόσμο, κόρη, όταν ελογάριαζα πως είχα ανεβεί τα σκαλοπάτια όλα της ομορφιάς· πες μου ποιανού και πούθες είσαι, και πώς ο Αλέξαντρος, τρισμάκαρος, σ' έβαλε στο κλινάρι του, όχι λιγότερο ευτυχισμένος που κατέχει εσένα παρά που είναι ο μεγαλύτερος στρατηγός του κόσμου.»
Εκείνη αναστέναξε κι επλημύρισαν δάκρυα τα μάτια της· αλησμόνησε πως ήταν γυμνή και βρίσκοντας ευχαρίστηση ν' αλαφρώνει την πικραμένη καρδιά της, είπε· — « Απελλή, ξυπνάς στην ψυχή μου τη θύμηση του περασμένου καιρού, του θάνατου των αγαπημένων μου, που τους κλαίγω ακόμα, που με τα μάτια μου τους είδα να σκοτώνονται, όταν οι Μακεδόνες επήραν κι εκατάσκαψαν την χώρα μου τη ξακουστή Θήβα· ο Διόνυσος δεν εμπόρεσε να την προστατέψει σα να την επολεμούσε ένας θεός μεγαλύτερός του. Εγλίτωσα γιατί με λέγουν όμορφη· και παρθένα με πήραν μπρος στον εξουσιαστή μου, που μεθυσμένος από τη νίκη, ανυπόμονος και ξαγροικωμένος με υπόταξε σε μία στιγμή στην επιθυμιά του.»
Τα μάτια της έλαμψαν· του κορμιού της τα τριχάρια ορθωθήκαν σα νάχε φυσήσει απάνου της παγωμένος αγέρας και μηχανικά άπλωσε το χέρι προς το μπλάβο σκουτί, πούχε στήσει οπίσω της ο Απελλής κι ετυλίχτηκε με κείνο. Κι εξαναπήρε ευκολότερα το λόγο σα νάχε ζεσταθεί από το σκέπασμα, κι έλεγε: — «Ο Αρχύτας ήταν ο πατέρας μου, ένας πρόκριτος της Θήβας· έπεσε, ωιμέ, ο γέροντας με το σπαθί στο χέρι. Ο αετός της Μακεδονίας επολεμούσε πέρα τους Θράκες και τους Αγριάνες, όταν εσπάρθηκε λόγος πως είχε χαθεί με τ’ ασκέρια του σ' αγνώριστα λημέρια, θέλοντας να υποτάξει τους Υπερβόρειους και νάβρει της οικουμένης τες παγωμένες άκρες. Πολλές Ελληνικές πολιτείες εστοχαστήκαν πως είχε σημάνει της λεφτεριάς η ώρα, κι η Θήβα, που εθυμούτουν και τον Επαμεινώντα και τον Πελοπίδα, που εποθούσε ακόμα την αρχηγία της Ελλάδας, εσηκώθηκε γιομάτη ενθουσιασμό, γιομάτη μίσος· στα ελληνικά στήθια είχε ανάψει η φλόγα της ανεξαρτησίας. Εζητούσε ολούθες συμμαχία, και μηνυτές της έτρεχαν σ' όλες τες χώρες της Ελλάδας· κι ο κόσμος έπιανε τ’ άρματα· όταν, από μία μέρα στην άλλη, χωρίς κανείς να το προσμένει, ο Αλέξαντρος, περνώντας τα Θερμοπύλια, εφανίστηκε στους κάμπους της Βοιωτίας κάνοντας να προσκυνούν οι οχτροί του· η Θήβα μοναχή αντιστάθηκε· ο αδερφός μου, ο Διονυσόδωρος, εγνώριζε τρόπο να κάψει σε μία μέρα, χωρίς κίντυνο, το μακεδονικό στρατόπεδο κι είχε καταπείσει τους στρατηγούς να μην παραδώσουν τη χώρα. Μα ο ήρωας ακράτητος έδωκε τη ρίξη· οι μηχανές του Διονυσόδωρου δεν ηθέλησαν να δουλέψουν· —οι Μοίρες της Θήβας τες είχαν σκανταλίσει— και μία σαΐτα είχε λαβώσει το μηχανικό. Οι στρατιώτες εμπήκαν στη χώρα· εσκότωσαν· εσκλάβωσαν· έκαψαν· έκαμαν ό,τι ήθελαν. Και σε λίγες ημέρες και τ’ αγιαστήρι του Βάκχου, η Καδμεία, έπεσε στα χέρια του οχτρού κι εμολεφτήκαν μ' ανθρώπινο αίμα οι άγιοι βωμοί. Ο Αρχύτας εβρήκε αφτού το θάνατο· ο Περδίκας επήρε σκλάβο τον αδερφό μου, που τότες ακόμα επάλευε με το θάνατο, η μητέρα μου, η γριά αρχόντισσα, επουλήθηκε ξεφτελισμένα δεν ξέρω πού, κι εμένα μ' οδήγησαν στο κλινάρι του νικητή.»
Ο Απελλής άφηκε τα χρώματα αναστενάζοντας.
«Ο Απόλλωνας» ξακολούθησε η Ελληνοπούλα «ομορφήτερος δεν είναι από τον ήρωα· χίλιες γυναίκες από την Ευρώπη κι από την Ασία τον αγάπησαν και θα δυνόμουν κι η ίδια να τον αγαπάω, γιατί είναι μεγάλος· μα πώς να συμπαθήσω; Ο Διονυσόδωρος θλιμμένος και αγέλαστος, ντυμένος με λαμπρά ρούχα, κερνάει στη σκηνή του Περδίκα, όταν συνάζονται οι Μακεδόνες στρατηγοί, που μοιάζουν όλοι για βασιλιάδες της γης. Συχνά τον έβλεπα στο Γρανικό, όταν αντικρίσαμε τα φουσάτα του Κοδομανού, εμάς τους σκλάβους μας έβαλαν παράμερα· κι είχαν δώσει διαταγή στους φυλακάτορές μας να μας σκοτώσουν, αν εχανόταν η μάχη, μη μας έπαιρναν λάφυρο οι Πέρσες. Κι είδα τον Αλέξαντρο, λαμπρόν και περήφανον, να διαβαίνει καβαλάρης στο Βουκέφαλο του Γρανικού το ρέμα, με τη βαριά σπάθα στο χέρι· είδα τους Μακεδόνες να ρίχνονται με φιλοτιμία κατόπι του· τους είδα ν' ανεβαίνουν τ’ απόγκρεμο φρύδι· κι είδα τες λόγχες να σταυρώνονται, τα σπαθιά ν' ανεμίζονται, τ’ άλογα αφρισμένα να καταπατούν αθρώπινα κορμιά, να ρέει ένας αληθινός τράφος αιμάτου κοκκινίζοντας του Γρανικού τα νερά· άκουσα τη χλαλοή του κόσμου, την κλαγγή των αρμάτων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων· ένα φοβερό ανακάτωμα, μία συντρίμωση αιματερή ακολούθησε· και προς τ’ απόγιομα ο Κοδομανός ανεβασμένος στο βασιλικό του αμάξι, φοβισμένος, με την ψηλή τιάρα στο κεφάλι, κουκουλωμένος και ντυμένος με πορφυρά φορέματα επήρε το φύγι παραδίνοντας τη σωτηρία του στη γληγοράδα των ατιών του. Οι Μακεδόνες το νόησαν· μία κραυγή χαράς, ένας αλαλαγμός για τη νίκη ετάραξε όλον τον αγέρα· με ορμή εχυθήκαν απάνου στους βάρβαρους που έγερναν όλοι μαζί τες πλάτες σκιαγμένοι και δειλιασμένοι. Εσκοτωθήκαν πολλοί, ώσπου το βράδυ επλάκωσε· και οι Μακεδόνες κουρασμένοι από τη σφαγή κι από τον αγώνα, εβαλθήκαν να ψάλουν νικητήρια τραγούδια κι ύμνους για τον Αλέξαντρο το σαρκωμένο θεό.
Τότες μ’ εσίμωσε ο Διονυσόδωρος αχνός και λυπημένος. «Ενίκησε» μούπε «ο εχτρός μας, Καμπάσπη. Καινούριες δόξες, καινούριες νίκες τον αναμένουν· η Ασία τον προσκυνάει· ποιος θα γδικήσει τη Θήβα;» Έτρεμε. «Αδερφή μου» είπε κλαίοντας. — «Εσύ Καμπάσπη» ξακολούθησε μυστικά «εσύ που σ' ατιμάζει με τα φιλιά του, θυγατέρα του Αρχύτα, θυμήσου τους πρόγονούς σου τους Βοιωτάρχες· πάρε το μαχαίρι τούτο και σφάξε το νικητή του Κοδομανού· γράψε τ’ όνομά σου με χρυσά ψηφιά στην ιστορία της πατημένης Ελλάδας.»
Άλλο λόγο δεν επρόφερε κι έφυγε από σιμά μου αφήνοντάς μου το μαχαίρι. Κι ωστόσο έρχονταν η διαταγή να διαβούμε και μεις το ρέμα, και μ' οδήγησαν σκοτισμένην σε μίαν πανώρια σκηνή μεγάλη σαν παλάτι (τη σκηνή του Κοδομανού), οπού ο Αλέξαντρος μ’ εδέχτηκε με φεγγοβόλα μάτια, μ' εφίλησε και μούπε μ' αγάπη.
«Το καλύτερο βραβείο του πολέμου μου είσαι εσύ, ω Καμπάσπη, περσότερο παρά η νίκη μ' αρέσει η θωριά σου.»
Ίδρος κρύος έτρεχε σ' όλο μου το κορμί. Ο Διονυσόδωρος μ' είχε υποτάξει στη θέλησή του· τα φλογερά του λόγια εσήμαιναν ακόμα στ’ αυτιά μου, και μου φαίνονταν πως η πατρίδα μούδινε την κατάρα της. Η ζωή δεν άξιζε τίποτα για μένα· αιστάνθηκα πως η σκλαβιά μου την εμάραινε.
Στην αγκαλιά μου αποκοιμήθηκε ο λέοντας χορτάτος αίμα και χορτάτος έρωτα· η στιγμή είχε έρθει· η καρδιά μου είχε αποχτήσει αντρίκια γενναιότητα. Έπιασα το μαχαίρι. Μα στο λίγο φως της νυχτικής φωτιάς είδα τα μελανά μάτια του ήρωα να λάμπουν κοιτάζοντας με· το μαχαίρι μου ξέφυγε· κι ο Αλέξαντρος μ' έπιασε με το βαρύ του χέρι από τη ζώση, μ' έσφιξε απάνου του και μ' εφίλησε λέγοντας: — «Από το χέρι σου γλυκός είναι κι ο θάνατος, Καμπάσπη.» Εγώ έκλαψα.»
Ο Απελλής την εκοίταζε τρομασμένος. Η ομορφάδα της έφεγγε μ' όλη της τη λάμψη, σαν όταν ο ήλιος μεσημεριάζει· ένας ίδρος ψιλός έβρεχε το κορμί της και το στήθι της ελάγκευε, όπως των δοξαρών η χορδή, όταν φύγει η σαΐτα. Τα δάκρυα όγραιναν το αχνισμένο πρόσωπό της· και τα μαλλιά της έρχονταν μοναχά τους στο μέτωπό της. Ο ζωγράφος ελάτρεψε με το νου του την τρυφερή νέα και λησμονώντας τες άλλες σκλάβες είπε με ταπεινή φωνή, γλυκά γλυκά: — «Καμπάσπη, σ' αγάπησα.» Αφτήν την στιγμή εφανερώθηκε ο Αλέξαντρος.
«Σ' άκουσα» είπε με σοβαρότητα κοιτάζοντας το ζωγράφο και τον εσίμωσε. Αλλά εσταμάτησε μπρος στην μισοκαμωμένην εικόνα στατικός, και την εφαντάστηκε ξετελειωμένην μ' αδιήγητες ομορφιές, θάμασμα για τους αιώνες όλους. Έπειτα ετήραξε και την σκλάβα· και αφτήν την ώρα το αριστούργημα του κάστηκε ομορφήτερο από την πανώρια νέα, γιατί εστοχάστηκε πως η εικόνα παράσταινε έναν άσβηστον και αιώνιον τύπον ομορφιάς, που δεν έμελλε να γνωρίσει ούτε χάλασμα, ούτε γεράματα, ούτε θάνατο. Κι επροτίμησε να κατέχει τη ζωγραφιά περσότερο παρά το πρωτότυπο, ηθέλησε να δώσει δύναμη του τεχνίτη για να φανερώσει τα πανύψηλα και κατάβαθα μυστήρια της ψυχής του, που ο Αλέξαντρος τάβλεπε ή τα υποψίαζε, θωρώντας το πλατύ μέτωπο του ζωγράφου, τη θολή των ματιών του λαμπράδα. Ένα αίστημα τρυφερό επλημμύρισε την καρδιά του ήρωα, μία απέραντη ευτυχία, μία αδιήγητη συγκίνηση, και εκατάλαβε πως υψηλότερη ήταν η γενναιότητα και η αγάπη παρά η αντρειά, ο φόβος και τα αρματωμένα ασκέρια.
«Συμπάθησε» επαρακάλεσε δακρυσμένη η Καμπάσπη· «έσφαλε, μα τίποτα δεν εστάθηκε· ρώτα τες σκλάβες.»
Ο Αλέξαντρος εκούνησε το κεφάλι και τα μάτια του επηγαινοέρχονταν από την εικόνα στην Καμπάσπη κι έλαμπαν. — «Απελλή» είπε σε λίγο «ετόλμησες ό,τι κανένας δε θα αποκοτούσε· πάλι πίσω δεν εφοβήθηκες το νικητή του Δαρείου και μάλιστα τώρα τον έβρισες.»
Και ο Απελλής αποκρίθηκε ταραγμένος, κοιτάζοντας την εικόνα και την Καμπάσπη που έκλαιγε με δάκρυα θερμά: — «Είμαι παρέτοιμος να πεθάνω, Αλέξαντρε. Η σκλάβα αφτή δεν έφταιξε· αλλά άφησέ με να τελειώσω τ’ αριστούργημα· είναι κρίμα να χάσει ο κόσμος και τον Απελλή και το έργο.»
«Η τέχνη σου σε γλιτώνει «αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Αλέξαντρος κι εθάμαζε μέσα του το ζωγράφο, που ατάραχτος έβλεπε μπροστά του το θάνατο, αγαπώντας καλύτερα παρά τη ζωή του την τέχνη του. Κι εγεννήθηκε στην παλληκαρήσια ψυχή του ένας πόθος τρισεύγενος να προσπερνάσει το ζωγράφο στη δύναμη της ψυχής και στη γενναιότητα, ένας πόθος να θυσιάσει πολυτίμητους θησαυρούς για την τέχνη, το ίδιο του το είναι, το στεφάνι της νίκης, όλα τέλος κι αφτήν την καρδιά του. Συνεπαρμένος από τα φλογερά του αισθήματα είπε: — «Απλοϊκός ήμουν, αφού εστοχάστηκα πως θα ιδείς την Καμπάσπη γυμνήν χωρίς να την λατρέψεις. Τι ελαγάριασε ποτέ ανώτερο από την ομορφιά ο Ελληνισμός όλος;» Κι εχαμογέλασε· στο νου του ήρθαν οι βρισιές που ο Δημοστένης έδινε του Φίλιππου, του πατρός του, όλο το φέρσιμο της σκλαβωμένης Ελλάδας που τον είχε για βάρβαρο καταχτητή, για αλλόφυλο γίγαντα· για τύραννον ενού λαού αστενισμένου εξαιτίας της ιδανικής ζωής, της αγάπης για τα γράμματα και για την ανέβρετη καλλονή. Ο ίδιος ο Απελλής μπροστά του τόχε ξεστομίσει, όταν στανικώς τον έφεραν στην παρουσία του. Μα ο ήρωας εποθούσε ν' αποδείξει πως ήτουν Έλληνας και ο ίδιος, πως είχε γκαρδιωμένα τα αισθήματα της Ελληνικής φυλής, πως εσάρκωνε την ιστορία της και τα ιδανικά ενού Περικλή. Ήθελε ν’ αποδείξει του Απελλή πως εγνώριζε τι αξίζει η τέχνη.
Κακοφανισμένος επρόστεσε: — «Ο έρωτάς μου δε θάναι μικρή πλερωμή για το έργο σου· σου χαρίζω την Καμπάσπη, δεν εδούλεψες χάρισμα τον Αλέξαντρο.»
Ο ζωγράφος ανατρίχιασε. Είχε όρεξη να λατρέψει το βασιλέα, να μη δεχτεί το πολυτίμητο δώρο· οι σκλάβες εκοίταζαν σαστισμένες η μία την άλλην, και ο ήρωας ακολούθησε την ομιλία του: ― «Αλλά θα ζωγραφίσεις και μένα· και θα κρεμαστεί η εικόνα σου στο ναό της Άρτεμης· τ’ άγαλμά μου το χύνει ο Λύσιππος χαλκωματένιο, η τέχνη σου όμως θα με εικονίσει καλύτερα. Αφτή είναι η θέλησή μου.»
Κι έπειτα στρέφοντας προς τη σκλάβα είπε: — «Τώρα είσαι δική του. Στο σπίτι του βασιλιά της τέχνης θυμόσουν τον Αλέξαντρο που σ' ελάτρεψε· το σκήφτρο της Μακεδονίας τόχω λαμπρύνει με πολλά πετράδια αξετίμωτα, εσύ ήσουν το καλύτερο».
Αφιερώνεται με θαμασμό και με σέβας στην κ. ΕΙΡΗΝΗ ΔΕΝΤΡΙΝΟΥ για να θυμάται την Κορακιάνα.
Και ο Απελλής μη μπορώντας ακόμα να συνέρθει αποκρίθηκε: — «Με σκλαβώνεις και μένα, Αλέξαντρε. Αν η φλόγα καινούριας αγάπης μου θέρμανε ακόμα μία φορά τα φυλλοκάρδια, καθώς εζωγράφιζα τούτην την Αναδυομένη, που απ’ όλα μου τα έργα μικρά και μεγάλα το καλύτερο είναι, για τη δική σου την εικόνα ο ενθουσιασμός και ο θαμασμός θα κατέχει όλη μου την ψυχή, πανύμνητε ήρωα».
«Βασιλέα, κύριε μου» είπε η Καμπάσπη, «ας ήμουν άξια να μείνω δική σου για πάντα· οι άνθρωποι όλοι, και τούτος ακόμα που ξέρει να δώσει ζωή στην άψυχη σανίδα, είναι αληθινά μικρότεροί σου· συμπάθα α δεν εβρήκες με μένα τη θαράπαψη, που απαντύχαινε η φλόγα της νιότης σου, η πιθυμιά της ηρωικής καρδιάς σου. Δεν ήμουν για σένα». Κι εκοίταξε με σπλάχνος τον Απελλή.
Τόσο ευτυχισμένος, όσο σ' εκείνον το χρόνο, ο Απελλής δεν είχε σταθεί ποτέ του. Η καινούρια του αγάπη για τη Θηβαία ήτουν καινούρια άνθιση της ζωής του κι επαραδινότουν στο νέο πάθος του με τη δύναμη της πρώτης νιότης, απολαβαίνοντας όμως περσότερο. Και μαζί με τον έρωτα έφτασε στην υψηλότατην ακμή της και η τέχνη του. Σ’ ένα καλοκαίρι είχε τελειώσει δύο από τες καλύτερές του εικόνες: την Αναδυομένη, πούδειχνε όλη τη δύναμη της ομορφιάς όλο το βάθος της ερωτικής ευτυχιάς του, και την εικόνα του Μακεδόνα καβαλάρη, που ήταν φωτισμένη από τη φλόγα του ενθουσιασμού, εικόνα του μεγάλου ανθρώπου που μόνο ένας τεχνίτης μεγάλος μπορεί να τον νιώσει, γιατί βλέπει μέσα του ο ίδιος το αντικότισμα του μεγαλείου, την ίδιαν άσβηστη δίψα να βγει από τα στενά σύνορα της ζωής, στο μεγάλον κόσμο της ιδέας και της αθανασίας.
Ήταν οι πρώτες μέρες του χινόπωρου, που στα γλυκά κλίματα της Ιωνίας μοιάζει με δεύτερην άνοιξη. Ο Απελλής ηθέλησε να παρουσιαστεί στον Αλέξαντρο για να του πει πως τούχε τελειώσει την εικόνα. Από δύο μέρες είχε απλώσει απάνου στον πίνακα το μελανό βερνίκι που μετρίαζε τεχνικά τη ζωηρότη των ανοιχτών χρωμάτων κι έκανε να βγαίνουν τα στορίσματα πιαστά όξω από τον πίνακα.
Οι δύο άντρες τώρα εστεκόνταν μπροστά στη μεγάλη ζωγραφιά. Ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια του ήρωα που αναγνώριζε τον εαφτό του κι έβλεπε μπροστά του ένα δεύτερο βουκέφαλο, ομορφήτερον ακόμα από τ’ αγαπημένο του πολεμικό άτι, γιατί είχε την αιώνια σφραγίδα της τέχνης. Μα ξετάζοντας παρατήρησε στατικός στο ζωγραφισμένο πρόσωπό του μία βαθιά μυστικήν έκφραση, που ο ίδιος δεν την έβλεπε στον ασημένιο καθρέφτη, στο βλέμμα μία μελαγχολία απέραντου κι αχόρταγου πόθου, μία έγνοια για το άγνωστο μελλάμενο, που ο ίδιος δεν την ήξερε και που αρμόδια δεν του φαινότουν για το φωτεινό του χαραχτήρα. Κι όμως ένιωθε τη δεινή τέχνη του ζωγράφου· τα δάχτυλα έβγαιναν σαν ανάγλυφα και ένας φωτεινός κεραυνός που επετιότουν από το απλωμένο του χέρι, εφαινότουν να χύνεται πέρα μακράν από τον πίνακα με αληθινά τρομαχτική λάμψη. Τότες κοιτάζοντας με προσοχή είπε συλλογισμένος: —« Απελλή, μου φαίνεται τέτοιος δεν είμαι».
«Αλλιώτικος δεν είσαι στον υψηλόν κόσμο της τέχνης» αποκρίθηκε ο ζωγράφος μ' έμφαση· «τέτοιαν καταλαβαίνω την ψυχή σου· το μελλάμενό σου φανερώνεται εδώ μ' όλη την άχραντη δόξα του. Δεν ήθελα μόνο να δείξω του Ελληνικού κόσμου το πρόσωπό σου, μα και τα κρουμμένα μυστήρια της ψυχής σου· είναι η αποθέωσή σου, Αλέξαντρε».
Ο βασιλέας έμενε σκεφτικός και ο Απελλής επρόστεσε: — «Ας έρθουν οι φοράδες σου· θα σε καταπείσουν πως ξέρω να ζωγραφίζω· είναι κριτές ανώτεροι παρά ο κάθε ζωγράφος».
Κι έκαμε τους δούλους να στήσουν την καινούριαν εικόνα μπρος στη μπασιά του χτίριου, όπου εκατοικούσε ο Αλέξαντρος. Κι εδιάταξαν να φέρουν τες φοράδες από το στάβλο. Και τα μακεδονίτικα φαριά, που άλλοι σκλάβοι τα κρατούσαν από τα σαλιβάρια, βλέποντας τον ιστορισμένο βουκέφαλο εχλιμίντρισαν όλα, και ο Απελλής είπε, γελώντας για το θρίαμβο: — «Οι φοράδες εγνώρισαν το βουκέφαλο, ίσως κιόλας και τον Αλέξαντρο».
Ο τεχνίτης στο εξοχικό του μετόχι ετέλειωνε την πομπή του Μεγάβαζου. Οι χρωματοτρίφτες εδούλευαν τα χρώματα, καθώς πάντα· η ίδια σοβαρότητα εκυριαρχούσε στο αγιαστήρι εκείνο της τέχνης, μόνο σιμά στο ζωγράφο, που εφορούσε την ίδια βασιλική πορφύρα και την ίδια χρυσή μίτρα στο κεφάλι —ξανθός, μπλαβομάτης, μεγάλος, πανώριος— εκαθότουν η Καμπάσπη ντυμένη μ' ένα γαλάζιο λινό φόρεμα, μ' ένα χρυσό διάδημα στην κόμη, με πολυτίμητα τζοβαΐρια στα χέρια, στα στήθια, στο λαιμό και στ’ αφτιά, και παίζοντας μ' ένα σπουργίτη που της ετσιμπούσε τα ρόδινα ακροδάχτυλα. Εφαινότουν ευχαριστημένη. Ο ζωγράφος, που την ελάτρευε, ήταν τρυφερότερος, ανθρωπινότερος, ημερότερος από το γίγαντα, που περνώντας μόνο και σα παιγνιδίζοντας υπόταζε την Ασία.
«Καμπάσπη» είπε ο Απελλής αφήνοντας τα χρώματα κουρασμένος «ο Αλέξαντρος έκαμε να κρεμάσουν την εικόνα του στο ναό της Άρτεμης, που όσο πάει στολίζεται με αξετίμητους θησαυρούς τέχνης· και η χώρα εδέχτηκε το έργο μου αναγαλλιάζοντας· θα το ξέρεις βέβαια· στην Έφεσο σήμερα δε μιλούν παρά για μένα».
«Όπως σου πρέπει» εχαμογέλασε η Θηβαία.
«Και ξέρεις» επρόστεσε φαντασιασμένος «θέλει πάλι να τον ζωγραφίσω· οι φίλοι, του οι Αθηναίοι εψήφισαν να τον τιμήσουν για Αττικόν ήρωα, όμοια με το νικητή του Μινώταυρου· και να κρεμάσουν την εικόνα του στον Παρθενώνα. Τώρα, είπε, θέλει να τον ιστορίσω στη μάχη του Γρανικού».
«Αδύνατο δεν είναι» απήντησε η Καμπάσπη «η σκηνή της σφαγής είναι άξια για τα χρώματά σου».
Ο Απελλής εχαμογέλασε κι εκοίταξε μ' αγάπη τη σκλάβα. «Αύριο» της είπε «ή την άλλη μέρα θα προσφέρει στην Άρτεμη ευχαριστήριες θυσίες· αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στην Κιλικία και τούτες τες ημέρες ο στρατός φεύγει από τα Ύπαιπα προς τα Νότια μέρη, και ο ίδιος μελετάει καινούριες νίκες, καινούριες δόξες για του χρόνου».
«Αχ» αναστέναξε η Καμπάσπη και το πρόσωπό της εσυγνέφιασε «φεύγει για καινούριες νίκες, για καινούριες δόξες, για καινούριες αποθέωσες! Και ο αδερφός μου, ο πρόμαχος της Θήβας, ακολουθάει αντράποδο το νικηφόρο στρατό. Θα χαθεί στα βάθη της Ασίας ο μοναχός ζωντανός από το σόι του Κάδμου. Πώς ήθελα να τον ξαναϊδώ». Ένιωσε πως τα μάτια της ογραινόνταν· μα ξάφνως έλαμψαν με την αχτίδα της ελπίδας· — «Απελλή, καλέ μου Κύριε, ελεφτέρωσέ τον μπορείς α θέλεις», εδεήθηκε γονατίζοντας. «Και πεντακόσια τάλαντα θα σου πλέρωνε το καινούριο έργο, γιατί θέλει, το ξέρω, να λατρεφτεί στην Αθήνα για επιχώριος δαίμονας· τι είναι γι' αφτόν ένας σκλάβος; Ζήτησέ τον πλερωμή της τέχνης σου, θα γελάσει και ο ίδιος για τόσο λίγο που θα του ζητήσεις. Αληθινά ο Διονυσόδωρος είναι του Περδίκα κερνάτορας, μα τι αξίζει για κείνους, που σφάζουν και πουλούν χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα, ένας; Θα του δώκει δέκα άλλους για να σ' ευχαριστήσει».
Ο Απελλής της αποκρίθηκε συγκινημένος: — «Θα γένει το θέλημά σου». Κι εκάθισε τη σκλάβα, που εγελόκλαιε, στα γόνατά του, μπρος στην πομπή του Μεγάβαζου που τους εκοίταζε και κείνος από την εικόνα χαμογελώντας το χαμόγελο της δόξας.
Την άλλην αυγή δύο στρατιώτες Μακεδόνες έφεραν στο μετόχι του ζωγράφου το Θηβαίο σκλάβο και τον επαράδιναν του πορτάρη. Ο Διονυσόδωρος είχε πέδες στα πόδια και σίδερα στα χέρια κι ήταν ντυμένος με καινούρια κι αξιαζούμενη πορφύρα —καθώς είχε διατάξει ο Αλέξαντρος— μα ξεσκισμένην σ’ όλα τα μέρη.
«Τι τον θέλει αυτόν τον ακαμάτη» ερώτησε ένας από τους στρατιώτες το δούλο του Απελλή «κοίτα πως εκατάστησε το φόρεμά του στο δρόμο».
«Εγώ» είπε ο άλλος στρατιώτης «δε θάδινα ούτε ένα δίδραχμο για να τον αγοράσω· και αν έδινα κάτι θα τον έπαιρνα μόνο για να τον τυμπανίσω τη δεύτερη μέρα· τον Περδίκα τον ετυράγνισε· ο ανυπόταχτος».
«Βάρβαρε» είπε ο Διονυσόδωρος θυμωμένος κοιτάζοντας λοξά το στρατιώτη.
Ετούτος επρόστεσε: — «Ούτε το μαστίγιο δεν τον έστρωσε. Κακό σκοτωμό, Διονυσόδωρε, στ’ αργαστήρι του ζωγράφου». Κι εγέλασε.
Οι δύο στρατιώτες έφυγαν σε λίγο, και ο πορτάρης έμπασε το Θηβαίο στο αργαστήρι του Απελλή, που εδούλευε κατά το συνήθειο του την εικόνα του Μεγάβυζου. Ο Διονυσόδωρος εκοίταζε με περιέργεια γύρω του κι ο ζωγράφος εσήκωσε τα μάτια και τον είδε. Η μορφή του εφανέρωσε ξάφνως μία βαθιά συγκίνηση· ανανοήθηκε πως ο Διονυσόδωρος έμοιαζε της αδερφής του, μα πως ακόμα ανώτερη ήταν η αντρίκια ομορφιά του. Τον εξέταζε τώρα ξετιμώνοντας με γνώση του κορμιού τα πιθέματα: ήταν άντρας τριάντα δύο χρονών, σημειωμένος από την ατυχία. Τ’ αχτένιγα μαλλιά μακριά και σγουρά εκατέβαιναν μαύρα, σαν κοράκου φτερά, πάνου στον ώμο του κι εσκορπιζόνταν στο μέτωπο, που μαρτυρούσε βαθιές και κατάκαρδες έγνοιες. Τα μαύρα του μάτια ανήσυχα, στρογγυλά, είχαν της νύχτας το μυστήριο των άστρων την αναλαμπή, κι ήταν σκοταδερά και λυπημένα· τ’ όμορφο πρόσωπό του το στόλιζε μαύρο γένι πυκνό και σγουρό και τα χείλια του ήταν αχνοκόκκινα παχιά, και μαύρα, γιομάτα πιθυμίες, αγέλαστα. Κι είχε το τραγικό παράστημα του ήρωα· η πολυτίμητη χλαμύδα εκρεμότουν κουρελιασμένη από τους πλατιούς ώμους, κι άφηνε να φαίνεται αλάκερο το τριχωτό, αγαλματένιο κορμί, τα στήθια που φούσκωναν, καθώς έπαιρνε πνοή, την κοιλιά που έμπαινε μέσα, τα στρογγυλά μουσκουλωμένα μεριά του, που έδειχναν ασυνήθιστη δύναμη, τες σκληρές άτζες, και τα πόδια που ήταν καλοκάμωτα και που εκινιόνταν μ’ ευγενικιά περπατησιά σημαδεμένα από τις πέδες.
Ο Απελλής εκοίταζε αχόρταγος τον περήφανο Θηβαίο και τούπε: — «Μην ήσουν βασιλέας;»
«Όχι» αποκρίθηκε με τραχύτητα «ήμουν ελέφτερος Έλληνας, ήμουν Θηβαίος· και τώρα σκλάβος σου, ως λένε. Γιατί μ’ αγόρασες; Αλλά προτιμάω εσένα παρά τους βάρβαρους, που μ' εξουσίαζαν· θάμαι γλυκότερος μαζί σου».
Ο Απελλής εσυνήρθε τότες από τη συνέπαρσή του κι εθυμήθηκε την Καμπάσπη και την εφώναξε.
«Πώς» είπε ο Διονυσόδωρος με βραχνή φωνή και με σκοτεινό βλέφαρο «εδώ είναι η αδερφή μου; Έτσι καταφρονιέται και κείνη από αγκαλιά σ' αγκαλιά; Ω θεοί προστάτες της Θήβας, ω άδικες μοίρες της Ελλάδας!»
Και τώρα από μία πόρτα που έδινε στο γυναικωνίτη εφανίστηκε η Καμπάσπη, ντυμένη με σκουτιά ελέφτερης γυναικός, τρέμοντας από συγκίνηση και με χαμόγελο ευτυχίας στα χείλια. Ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του αδερφού της. Μα εσταμάτησε παγωμένη· τα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα, καθώς αναντράνιζε την αχνισμένην όψη του αδερφού της, το σκοτεινό και βαθύ ανάβλεμμά του. Μ’ αδιήγητη γλυκάδα στη φωνή, επρόφερε ταπεινά: — «Διονυσόδωρε, δύστυχε γιε της μάνας».
Ο Θηβαίος εσυγκινήθηκε. — «Ποιος τόλεγε» είπε σηκώνοντας μ' έμφαση το χέρι, αδιάφορος για τους άλλους που άκουαν «ποιος τόλεγε πως η γενιά του Κάδμου, το στόλισμα της Ελλάδας, θα υπόφερνε τέτοιον κατατρεμό; Σαν πρόστυχη εταίρα, Καμπάσπη, αλλάζεις αγκαλιά, βρίσκοντας ακόμα γλύκα στη ζωή, που για σένα δεν έχει παρά ντροπιάσματα. Γιατί στο Γρανικό δε σ' εσκότωσα με κείνο το μαχαίρι; —Αχ, γιατί έλπιζα πως έμελε να γδικήσεις η ίδια την τιμή σου, να γδικήσεις τη ρειπισμένη Θήβα, τη σκλαβιά της Ελλάδας, σκοτώνοντας το μισημένον τύραννο. Μα δεν ετόλμησες!» Και ακούοντας ο ίδιος τα βροντερά του λόγια άναφτε· και με βραχνότερη φωνή και με σοβαρότατο πρόσωπο ξακολούθησε: — «Ως και γω ζω, ως και γω σκλάβος είμαι· και τα κρέατά μου είναι σημαδεμένα από τα σκοινιά και από τα μαστίγια, μα η ψυχή μου είναι ελέφτερη και ανυπόταχτη· τ’ όνειρό μου είναι η εγδίκηση και η αποστασία. Για τούτο ζω. Κι ένα δαιμόνιο μιλεί μέσα μου και μου λέει πως είναι τρανή η τύχη μου και μεγάλη, πως οι σύχρονοί μου είναι αδύναμοι μοναχοί τους, πως θάμαι το βόηθειο του Ελληνισμού και ο εγδικητής του· για τούτο ελπίζω. Οι μηχανές μου θα δουλέψουν μία μέρα, και οι μυριάδες βάρβαροι, που επάτησαν την πατρίδα μου θ' αφανιστούν από το χέρι μου. Μα η ίδια πού βρίσκεις τη δύναμη;
Η Καμπάσπη έκλαιγε τρομαγμένη κι εκοίταζε τον Απελλή παρακαλώντας με τα λευκότατα χέρια της. Εδιψούσε να ορμήσει στον τράχηλο του αδερφού της, μα η μεγαλόπρεπη μιλιά του, η τραγική του στάση, η γιορτάσιμη έμφαση την εμπόδιζε. Μία στιγμή έμεινε αμίλητη παραμονεύοντας τα χείλια του ζωγράφου, που σαστισμένος εκοίταζε την καινούρια τιτανικήν ομορφιά του Θηβαίου, το κάλλος της ηρωικής ψυχής, τες φωτεινές σπίθες των ματιών του, και στο τέλος είπε με τρυφερότητα: — «Για να σ' ελεφτερώσει, σ' αγόρασε ο Απελλής, ο κύριός μου ο γλυκός».
Μ' αδιήγητη πίκρα ο Διονυσόδωρος έφερε τρογύρου το βλέμμα, εκοίταξε την αδερφή του κι έπειτα το ζωγράφο ρωτώντας, κι αφού τούτος δεν του απολογιότουν αμέσως, είπε, κάνοντας μορφασμό περιφρόνησης:
«Με θέλεις για πρότυπο. Δε θα σταθώ· η ψυχή μου είναι ελέφτερη· σκότωσέ με καλύτερα».
«Ελεφτέρωσέ τον» είπε η Καμπάσπη πέφτοντας στου ζωγράφου τα πόδια και βρέχοντας τη γης με δάκρυα πολλά.
Κι ετσώπασαν όλοι. Κι οι χρωματοτρίφτες άφηκαν το έργο τους κι εκοίταζαν σαστισμένοι. Και στην ησυχία, που ολομεμιάς εβασίλεψε, δεν ακουότουν παρά ο βροντερός ανασασμός του θυμωμένου σκλάβου, που ολόρθος και ακίνητος, παρόμοιος σ' άγαλμα, εκοίταζε ψηλά ρίχνοντας κεραυνούς από το βλέμμα του, και το λυγγιό του παράπονου της Καμπάσπης, ενώ ο ζωγράφος με καινούρια συγκίνηση στες φλέβες ετήραζε τον υπέρκαλο σκλάβο, εθιάμαζε, εποθούσε καινούρια τέρατα της τέχνης του, εφανταζότουν μίαν απόγκρεμη τραγικήν ωραιότητα, που ουδέ ο ίδιος δεν εμπορούσε να συλλάβει, που την υπόψιαζε όμως αφανέρωτην μπροστά του, και που ήθελε να την επιδείξει στην ανθρωπότητα, εξηγώντας έτσι τα τρίσβαθα μυστήρια της ζωής και της δημιουργίας. Κι εγευότουν μ’ αξαινόμενη συγκίνηση την τραγικήν απόλαψη, και ανακατώνονταν μέσα στο είναι του ιδέες μεγάλες, ασύστατες ακόμα, όνειρα για πλάσματα καινούρια και αφύσικα, για τόνους καινούριους κι ανεφάνταστους, για ολυμπιακές αρμονίες, που ποτέ δεν είχαν παρασταθεί· ο κάμπος της εικόνας ήταν η πλάση, η καλλονή της μουσική, η ομορφιά της, η τραγική αρμονία. Στο τέλος εφώναξε; — «Είμαι στον Όλυμπο. Είσαι Θεός, Διονυσόδωρε· μην αφανίσεις την τέχνη μου με την οργή σου. Ω, πόσο μεγάλος ήρωας είναι ο Αλέξαντρος, και στην Έφεσο αλαλάζοντας εθιάμασαν την εικόνα μου, και τ’ άλογα εχλιμίντρισαν χαιρετώντας το περήφανο άτι του καταχτητή· στο ζωγραφισμένο μέτωπο ο κόσμος εμάντεψε τους υπεράνθρωπους σκοπούς, τους άπατους πόθους του ήρωα, την αχορταγία για δόξα, την αμέτρητη ευτυχία του ανθρώπου, πούχει μέσα του τη φλόγα του θείου. Μα τι είναι η εικόνα μου μπροστά σ' ό,τι από μένα χαλεύει τώρα η τέχνη μου; Αχ, Διονυσόδωρε, ό,τι βλέπει σ' εσένα η ψυχή μου είναι το άπειρο· εσύ σαρκώνεις τον πόνο της ανθρωπότητας, πούναι σκλαβωμένη από την Ανάγκη, που ποθεί το ανεύρετο έλεος, που χτυπιέται μέσα στ’ άγνωστο, στο μελλάμενο, φοβισμένη, δίνοντας ακρόαση σε πλάνες ελπίδες. Διονυσόδωρε, είδα τον πόνο σου».
«Ελεφτέρωσε» εδεήθηκε σπλαχνιστικά η Καμπάσπη «η απελπισιά του μου ραγίζει την καρδιά».
Ο Απελλής της εχαμογέλασε, δίνοντας μ' ένα νόημα υπόσκεση, και η Καμπάσπη εσηκώθηκε κι εφίλησε το χέρι του ζωγράφου. Μα ο Διονυσόδωρος βλέποντας εγίνη κατακόκκινος, εχτύπησε με το πόδι τη γης, κι αφρός εβγήκε απ’ τα μισάνοιχτα χείλη του. Ωστόσο τα μάτια του ζωγράφου εκοίταζαν, το ανάγλυφο του Λύσιππου, τον τυραγνισμένον Προμηθέα· κι είπε: —«Είναι όμοιος του· να την η μεγάλη τραγωδία που η ψυχή μου υπόψιασε. Αφτός υπόφερνε για την ανθρωπότητα, την πατημένην την πονεμένην, την ανησύχαστην, και συ για τη σκλάβα σου πατρίδα, τη ρειπισμένη Θήβα, τον ξεπεσμένον Ελληνισμό· να την η τραγωδία στο πρόσωπό σου».
Κι εσηκώθηκε μεγάλος, περήφανος, πανώριος, κι απλώνοντας το χέρι είπε, διατάζοντας: «Θα σε ζωγραφήσω και χωρίς να θέλεις. Σου χαρίζω την αθάνατη ζωή της Τέχνης.»
Ο Διονυσόδωρος όμως αγρίεψε· οι φλέβες του λαιμού του και του προσώπου του εγιόμισαν αίμα· κι είπε θυμωμένος πολύ:— «Γιατί, Καμπάσπη, παρακαλείς τον ανάξιον αφτόν άνθρωπο, τον πουλημένο του τύραννου της Ελλάδας; Πώς μπορεί να μ' ελεφτερώσει, εμένα το μεγαλύτερον οχτρό, το μισητή της Δόξας, του θεριού που εσκλάβωσε την πατρίδα; Σκοτώσου εσύ, κι άφησέ με στην Τύχη μου».
Η Καμπάσπη τον εκοίταξε τρέμοντας: «Διονυσόδωρε» τούπε «μου λείπει η αντρίκια ψυχή σου. Μ' αρέσει η ζωή».
«Καταφρονεμένη» της αποκρίθηκε κι ετσώπασε.
Οι άλλοι σκλάβοι έτρεμαν· εγνώριζαν τον Απελλή ήμερο, μεγαλόψυχο, γενναίο, μα κι ευκολοθύμωτο, πώς θα βαστούσε τες σοβαρές βρισιές του Διονυσόδωρου; Και η Καμπάσπη η ίδια έτρεμε για τον αδερφό της. Ο ζωγράφος όμως δεν εταράχτηκε· δεν εκατέβηκε από το φιλδισένιο όνειρό του και χαμογελώντας είπε: — «Πάρτε τον, και κανείς ας μην τον πειράξει στο σπίτι μου, αλλά προσέχετε μη μου χαλάσει τις ζωγραφιές».
Ο Διονυσόδωρος τούριξε ένα βλέμμα μέψης, εβγήκε ακολουθώντας τους άλλους σκλάβους και μην αφήνοντας κανέναν να τον αγγίζει, με το μέτωπο ψηλά, παρόμοιος σε σκλαβωμένον Τιτάνα.
Ο Απελλής επήρε τότες στην αγκαλιά του την Καμπάσπη την εφίλησε γλυκά και της είπε: — «Αγάπη μου, πολλή δε θάναι η σκλαβιά του, θα τον ελεφτερώσω αφού τον ζωγραφίσω».
Και η Καμπάσπη ευχαριστημένη κατάκαρδα απάντησε κοιτάζοντας το ζωγράφο κατάματα: — «Με την άδεια σου πηγαίνω στην Έφεσο να προσφέρω ευχαριστήρια στην ελεφτερώτρα Άρτεμη και ν' αγοράσω φορέματα για το Διονυσόδωρο».
«Ναι» της αποκρίθηκε ο Απελλής χαμογελώντας.
Και άμα η Καμπάσπη αναχώρησε, τ’ αργαστήρι του Απελλή ετοιμάστηκε αμέσως για την καινούρια ζωγραφιά. Ένας μεγάλος πίνακας άσπρος εστήθηκε μπροστά στο θρόνο του, κι ένας ξύλινος βράχος, που προσομοίαζε σ' άγρια πέτρα στο βάθος της αίθουσας. Οι σκλάβοι έφεραν το Θηβαίο γυμνό, για να τον δέσουν απάνου στο ψεύτικο χαράκι και ο Απελλής σκεφτικός επαρακολουθούσε τες ετοιμασίες. Μα ο Διονυσόδωρος, μολονότι εφορούσε πέδες στα πόδια και στα χέρια, υπερασπιζότουν, όσο εμπόρειε, μη θέλοντας να υποταχτεί, κι εβαρούσε τους σκλάβους με τους αγκώνες, με το γόνα, με το κεφάλι, τους εδάγκανε, φωνάζοντας και μουγκρίζοντας. Και ο Απελλής εκοίταζε ατάραχος το πάλεμα και έβραζε στη φαντασία του το πάγκαλο όνειρό του. Στο τέλος βλέποντας πως η ώρα εχανότουν εδιάταξε: — «Φέρτε, τον εργάτη».
Και οι σκλάβοι, αφού υπάκουσαν, έδεσαν μακριά σκοινιά από τα χέρια και τα πόδια του Διονυσόδωρου, τούβγαλαν τες πέδες, έστριψαν της μηχανής τον τροχό, και εύκολα έτσι εκυρίεψαν το κορμί του και το κόλλησαν απάνου στον ξύλινο βράχο, αδιάφοροι για τες φωνές του.
Και ο Απελλής ντυμένος με την πορφύρα και με τη χρυσή μίτρα στο κεφάλι, εκάθισε στο θρόνο της τέχνης του, και συλλογισμένος ετήραζε το μεγαλόπρεπο, ολόγυμνο, κορμί του πανώριου Έλληνα, που σφιχτά κολλημένο πάνου στα ξύλα, με τα πόδια και τα χέρια τεντωμένα από τα σκοινιά κι ορθάνοιχτα, επάσκιζε μ' όλες του τες δύναμες να κόψει τα δεσμά, κι επρησκόνταν έτσι το στήθι του, τα θρεμμένα κι αντρίκια μούσκουλά του, κι ελάγγευε, κι εγδονότουν, κι έπεφτε με δύναμη πάνου στο ξύλινο λιθάρι.
Επήρε χρώμα κι άρχιζε να σχεδιάζει· κι ιστέριζε μ’ ενθουσιασμό που άξιωνε πάσα στιγμή, την Τιτανική κορμοστασιά του Θηβαίου, κι έρρεαν νέες αρμονίες από τα δάχτυλά του, εγεννιόνταν ιδέες μεγαλόπρεπες στο κεφάλι του, και η καρδιά του επλημμυρούσε αισθήματα σπάνια, άγνωρα γι’ αυτόν ως τώρα, μονομιάς φρίκη, σπλάχνος, πόνος και έλεος, σ' έναν απέραντο θαυμασμό μίαν καθολικήν αγάπη για τη δημιουργία ολάκερη.
Και οι ώρες εδιάβαιναν. Τώρα ο ζωγράφος ήθελε να εικονίσει του κεφαλιού την έκφραση, και ο χρωστήρας του εσταμάτησε. Το πρόσωπο του Τιτάνα έπρεπε να λέει τον ανώτατον πόνο του μαρτυρίου, ενώ του Διονυσόδωρου δε μολογούσε παρά πείσμα κι απέραντο πόθο λεφτεριάς· ο σκλάβος δεν υπόφερνε τόσο. Και ο Απελλής μολονότι εσυγκέντρωσε όλην τη δύναμη της ψυχής του, δεν εδινότουν να φανταστεί εκείνην τη μεγαλοπρέπεια του Τιτανικού πάθου. Τότες εστοχάστηκε πως η ίδια ήτουν η θέση του φίλου του του Πρωτογέννη, όταν εζωγράφιζε τον Ιάλυσσο, και δεν εμπόρειε να καταφέρει στο στόμα του σκυλιού τον αφρό· κι εχαμογέλασε ανανογιούμενος πως η τύχη είχε βοηθήσει, πως από το σβήσιμο του σφογγαριού εβγήκε η τελειότητα. Εθυμήθηκε πως ο Κυθνιός Τιμάνθης μεγαλοφάνταστα εβοηθήθηκε σε μίαν όμοια περίσταση, στην εικόνα του θυσιασμού της Ιφιγένειας, όπου, αφού μ' όλην τη δύναμη της τέχνης του ετύπωσε απάνου στα πρόσωπα, του Μενέλαου τον πόνο, του Κάλχα το μυστικόν ενθουσιασμό της θρησκείας, των σκλάβων, πούφερναν αγκαλιά την βασιλοπούλα, το σάστισμα, το σπλάχνος, το θαυμασμό, και στης ίδιας της Ιφιγένειας τη μορφή και τη στάση την απελπισία, — έπειτα εσκέπασε το πρόσωπό του Αγαμέμνονα, για να δώσει ελέφτερον αέρα στη φαντασία, εκφράζοντας έτσι περσότερα παρά ό,τι εζωγράφιζε. Ούτε άρμοζε, ούτε εμπορούσε ο Απελλής να μεταχειριστεί για τον Προμηθέα του παρόμοια μέσα. Το πρόσωπό του Τιτάνα έπρεπε να παρασταθεί σ' όλο του το μεγαλείο, στον ανώτατον πόνο του αιώνιου ψυχομαχημού, που δεv ελπίζει ούτε θάνατο.
Κι εσυλλογιότουν ο Απελλής με κατάνυξη.
Ξάφνως το Δαιμόνιο τις τέχνης εμίλησε στην καρδιά του. Είδε με το νου του τον πίνακα καμωμένον, μεγαλόπρεπον, πανώριον, ένα δεύτερο δράμα του μεγαλόστομου Αισκύλου ζωγραφισμένο. Το μάτι του έφεξε, η καρδιά του ανταριάστηκε στο μεγάλο του στήθι, και είπε με παράπονο του τυραγνισμένου σκλάβου: — «Σου χαρίζω την αθάνατη ζωή της τέχνης· άλλα πρέπει να σε σκοτώσω».
Και ο Διονυσόδωρος απολογήθηκε από το γκρεμό του με βραχνή φωνή και με κατάκαρδο μίσος: — «Το ξέρω. Γιατί μ' έδωκε σ' εσένα ο Περδίκας; Ήμουν καταδικασμένος να τυμπανιστώ, όταν μ’ εγύρεψαν για το καταραμένο σπίτι σου, κι ενόησα τότες την τύχη μου, απάνθρωπε. Ω Θήβα, ω Ελλάδα, πάει η ύστερή σου ελπίδα».
«Δε λες , αλήθεια»· του απάντησε ο Απελλής «κοίτα!» Και τα μάτια του Διονυσόδωρου έπεσαν απάνου στην ακέφαλην εικόνα, πούδειχνε και ακάμωτη αδιήγητο μεγαλείο· θιαμάζοντας ο ίδιος τον εαφτό του είπε δακρύζοντας:
«Αληθινά τέτοιος είμαι;»
«Ναι, δύστυχε» αποκρίθηκε ο Απελλής αναστενάζοντας. Κι ο σκλάβος εβάλθηκε τώρα να φωνάζει τρελός στην απελπισία του. Τα μαλλιά του ήταν ορθωμένα, το μάτι του κόκκινο, το στήθι του φουσκωμένο κι από τα χείλια του έβγαιναν κάπου κάπου, λόγια μεγάλα κι ασυνάρτητα: «Θήβα, Ελλάδα, λεφτεριά, αποστασία» σαν οι ύστερες λέξες των στοχασμών που ανακάτωναν τα σπλάχνα του, και ανασασμοί και βόγγοι και παράπονα.
Κι ως τόσο είχε έρθει το σούρουπο, και η Καμπάσπη εγύρισε στου ζωγράφου· κι ακούοντας τες φωνές του Διονυσόδωρου εμπήκε τρομασμένη στ’ αργαστήρι και βλέποντας το τεράστιο θέαμα έπεσε κλαίοντας στα γόνατα πιάνοντας τα χέρια του εξουσιαστή της, κι έλεγε: «Θα μου τον σκοτώσεις πριν τον ελεφτερώσεις;»
Και ο Απελλής που εμελετούσε την στιγμήν εκείνην την ψυχή του καταδικασμένου ετράβηξε τα χέρια του με βία και της είπε με σοβαρότητα: — «Ησυχία!» Κι εκοίταζε με πόθο το Διονυσόδωρο, που ξακολούθησε τες φωνές του.
Η Καμπάσπη είχε πέσει καταγής κι έκρουβε το πρόσωπο μέσα στα χέρια. Και τέλος ο Απελλής εδιάταξε τους δούλους να λύσουν τον αδερφό της, κι η ελπίδα εξανάφεξε στην καρδιά της· εσηκώθηκε γελοκλαίοντας και αγκάλιασε το ζωγράφο, ενώ οι δούλοι έπαιρναν το Διονυσόδωρο δειλιασμένον όξω.
«Απελλή» είπε «έφερα τα ρούχα· μούταξες τη λεφτεριά του».
Τότες στην καρδιά του τεχνίτη, που δεν την εκοίταζε, η τέχνη επάλεψε με την αγάπη και με το σπλάχνος. Ενόησε ο ίδιος το μεγάλο έγκλημα, που εμελετούσε, το μεγάλον καημό που ετοίμαζε της τρυφερής Καμπάσπης, ωρολογήθηκε κιόλας τ’ αριστούργημα, την αθανασία, την πρωτόφαντην ωραιότητα του Τιτανικού κορμιού, κι από το στόμα του αθέλητα εβγήκαν τούτα τα λόγια: — «Κοίτα, είναι ακάμωτος ακόμα, αλλά βλέπε πώς λάμπει ο Προμηθέας μου· αύριο ελεφτερώνεται, όμως την αυγή θα προφέρω θυσία, σ' ένα βωμό του Ήλιου, πάνου στην κορφή του Τμώλου· ο Θεός πρέπει να βοηθήσει το έργο».
Ήταν ακόμα νύχτα βαθιά, όταν ο Απελλής εσηκώθηκε. Ο Αυγερινός δεν είχε βγει ακόμα και η Πούλια εμεσουράνιζε. Οι δούλοι στον αντρώνα είχαν σηκωθεί και κείνοι κι ετοιμάζονταν για τη θυσία· ο ιερέας του Απόλλωνα είχε κοιμηθεί στο σπίτι του ζωγράφου· αποβραδίς είχαν αγοραστεί τα ζώα για τη θυσία, που τα φόρτωναν τώρα σ' ένα αμάξι. Και αφού όλα ήταν έτοιμα, σ' ένα δεύτερο αμάξι εκάθισαν οι δούλοι το Διονυσόδωρο, και μαζί του εμπήκαν τέσσεροι σκλάβοι, δύο Έλληνες από την Όλυνθο, μεγάλοι, όμορφοι, ντυμένοι με λευκά φορέματα, και δύο άλλοι Σαρμάτες, με γυναίκια στολή δυνατοί κι εκείνοι και μελαψοί. Σ' ένα τρίτο κάρο ήταν τα σύνεργα της θυσίας και αυτού ανέβηκε ο ιερέας, και σ' ένα τέταρτο που ήταν ζεμένο με τέσσερα μακεδονίτικα άτια εμπήκε μοναχός ο Απελλής, μεγαλόπρεπος, ντυμένος με την πορφύρα μ' ένα χρυσό στεφάνι στο κεφάλι, μ' ένα χρυσό σκήφτρο στο χέρι, μοιάζοντας έτσι του Δία του κοσμοκράτορα. Πολλοί σκλάβοι εκρατούσαν αναμμένα δαυλιά κι έμελλαν ν' ακολουθήσουν πεζοί, όπως και μερικές άλλες σκλάβες. Μόνο η Καμπάσπη δεν ήταν μαζί.
Η συνοδεία επήρε το δρόμο του Καϋστριανού κάμπου, προς τα Ύπαιπα, όπου τους εξημέρωσε, και έφτασε στην κορφή του Τμώλου σαν έβγαινε ο Ήλιος. Αφτού ο ιερέας επρόσφερε τη συνηθισμένη θυσία, και ο Απελλής εξέτασε έπειτα το βουνό. Η ράχη ήταν στην κορφή της στενόχωρη, εχυνότουν γλυκά από το μέρος της Έφεσος, μα ήτουν απόγκρεμη, ορθή, προς την Ασία, πέφτοντας σ' ένα βαθύ φαράγγι, που έσκιζε το βουνό πατόκορφα, κρεβάτι καποιανού ξεροπόταμου· οι πέτρες του γκρεμού ήταν σουβλερές, κι είχαν το χρώμα της σκουριάς· ένα στενό στρατί πατημένο από τ’ αγριόγιδα ετρογύριζε το βράχο, και τρογύρου εσηκώνονταν, φοβερίζοντας τ’ αστραποπέλεκα, άλλες κορφές ψηλότερες ή χαμηλότερες, άγριες, κόκκινες και κείνες, άκαρπες χωρίς δέντρο και χορτάρι. Αλλά αντίπερα από το φαράγγι και πολύ σιμά στην κορφή του βουνού, τόσο που τ’ αγριόγιδα εμπορούσαν να πηδήσουν το βάραθρο, ήταν ένα στενό σιάδι, η κορφή χαμηλότερης ράχης. Αφτού ο Απελλής έκαμε να στήσουν το μισοτελειωμένον πίνακα, το θρόνον του κι ένα σκιάδι για του ήλιου τες αχτίδες, κι αφτού ετοίμαζαν τώρα μερικοί σκλάβοι τα χρώματα.
Κι ο ζωγράφος με λυπημένο βλέφαρο εδιάταξε τους Έλληνες σκλάβους να δέσουν το Διονυσόδωρο που ως τότες δεν είχε βγάλει άχνα έχοντας απόφαση να τελειώσει τη τυραγνισμένη ζήση του, μα εκείνοι αρνήθηκαν λέγοντας: — «Πώς θα σκοτώσουμε έναν Έλληνα, έναν ομοαίματό μας:»
Και ο Απελλής θιαμάζαντας είπε: — «Τα ίδια λόγια επρόφεραν και ο Ήφαιστος με τον Ερμή, όταν εδενότουν ο Προμηθέας». Κι επρόστεσε αποφασισμένος κοιτάζοντας τους Σαρμάτες: — «Κράτος, και Βία, δέσετέ τον».
Ο Διονυσόδωρος εκοίταζε λυπημένος, ανήσυχος, αμίλητος, τους Σαρμάτες που του εφορούσαν τες πέδες στα χέρια και στα πόδια, η όψη του ήταν αχνισμένη από τα χτεσινά μαρτύρια, την αγρύπνια, τον κόπο του ταξιδιού, τη θωριά του θανάτου. Ήταν δεμένος μ' άλλα σκοινιά και δεν ημπόρειε ν’ αντισταθεί.
Ο Απελλής επήγε κι εκάθισε στο θρόνο της τέχνης του στο αντικρινό βουνό, και οι Σαρμάτες έλυσαν τα σκοινιά του Διονυσόδωρου, κρατώντας τον από τους μακρινούς άλυσους που ήταν κολλημένοι στες πέδες, αναμένοντας τη διαταγή του ζωγράφου. Και τούτος, αφού έριξε το βλέμμα στην τραγική σκηνογραφία του βουνού, που ορθωνόνταν απέναντι του, κρούβοντας τον περσότερον ουρανό, είπε: — «Κράτος και Βία, κρεμάστε τον».
Και οι Σαρμάτες, τραβώντας, έκαμαν να γλιστρήσει το κουφάρι του Θηβαίου πάνου στες μυτερές πέτρες του Τμώλου, που το λάβωσαν, κι έκαναν να τρέχει το αίμα βάφοντας τα κόκκινα χαράκια με κοκκινότερο χρώμα. Ο πόνος εζωγραφηθηκε στο πρόσωπο του Διονυσόδωρου, ένα ψιλό φωνητό εβγήκε από το λαρούγγι του, το κεφάλι του εγύρισε ανάποδα, τα μάτια του έλαμψαν ορθάνοιχτα, το στόμα του εζάβωσε. Και ο Απελλής είπε θιαμάζοντας, αλείφοντας χρώμα το χρωστήρα: — «Ναι τέτοιος ήταν».
Τα πόδια του Διονυσόδωρου είχαν πατήσει πάνου στο στενό δρομί, που ετρογύριζε το βάραθρο, και το βλέμμα του ήταν αγριεμένο μαρτυρώντας φρίκη· εσηκώθηκε ολόρθος κι εκοίταξε το ζωγράφο.
Αλλά ο Απελλής έκαμε ένα νόημα· οι Σαρμάτες ετράβηξαν τες σιδερένιες καδήνες, τα πόδια και τα χέρια του Θηβαίου άνοιξαν, και το κορμί του ήρθε κι εκόλλησε πάνου στο βράχο. Τέσσερα μεγάλα λιθάρια επλάκωσαν τους άλυσους και τους εβάσταζαν τεντωμένους. Και οι τέσσεροι σκλάβοι οι δύο Σαρμάτες και οι δύο Έλληνες εκατέβηκαν στο δρομί κι εστάθηκαν δεξιά κι αριστερά του μαρτυρημένου, που ελάγκευε τώρα από τον ανυπόφερτον πόνο. Μία άγρια φωνή εβγήκε από τα στήθια του, το πρόσωπό του έλαμψε, κι έπειτα, σα να μην αιστανότουν πλια τίποτα, άχνισε κι εκάρφωσε το βλέμμα πάνου στο δίσκο του ήλιου χωρίς να θαμπώνεται από τη λάμψη. Με βραχνή φωνή είπε, σα νάβλεπε φαντάσματα: — «Ω ρειπισμένη Θήβα, ω μητέρα Ελλάδα, ας είναι η θυσία μου για σωτηρία σας, μη με κοιτάτε πικραμένες».
Και ο Απελλής έβλεπε τώρα ζαλισμένος το μαρτύριο. Η ελέφτερη ψυχή του επαναστατούσε ζητώντας έλεος για τον άτυχο, κι όλο εζωγράφιζε, συνεπαρμένος από φρίκη, το πρόσωπο του μαρτυρημένου, που τώρα εφαινότουν λιγοθυμημένος κρατώντας ασάλεφτα τα μάτια.
Και τη στιγμήν αφτή έκαμε ο τεχνίτης, χωρίς ούτε ο ίδιος να το νιώσει, ένα αλαφρό νόημα με το κεφάλι, κι εφανερωθήκαν στου βουνού το χτένι τέσσερις ασπροντυμένες σκλάβες, που εκοίταζαν με περιέργεια πρώτα, σκύφτοντας, κι έπειτα με τρόμο, προς το βάραθρο, κι έβαλαν δυνατές φωνές, κι ετράβηξαν με σπλάχνος αληθινό τα μαλλιά τους. Κι εγίνηκε η φωνή τους μελωδική κι ακουστήκαν να ψάλλουν τούτα τα λόγια»:
Σιδηρόφρωντε κἀκ πέτρας εἰργασμένος,
ὅστις, Προμηθεῦ, σοίσιν οὐ ξυνασχαλᾷ
μόχθοις· ἐγώ γὰρ οὔτ' ἂν εἰσιδεῖν τάδε
ἔχρηζον, εἰσιδοῦσά τ' ἠλγύνθην κέαρ.
Και ο Διονυσόδωρος ακούοντας τη μουσική της Ελληνικής τραγωδίας, σηκώνοντας τα μάτια, έκλαψε μέσα στους πόνους του με καινούρια συγκίνηση, ευχαριστώντας εκοίταξε τες καινούριες Ωκεανίδες, που ήρθαν να παρηγορήσουν το μαρτύριο του και τους είπε: — «Ω κορασίδες ελληνοπούλες, ποιος θα γδικήσει το μαρτύριο του Διονυσόδωρου; Ο σκύλος που ζωγραφίζει της ψυχής μου το σάλαγο, ο δειλός σκλάβος του Αλέξαντρου, δεν είναι παρά όργανο του τύραννου. Σ' ένα υπόγειο του σπιτιού μου στη Θήβα είναι τα σκέδιά μου, είναι οι μηχανές μου, για λυτρωμό της Ελλάδας, για εγδίκηση της ρειπισμένης χώρας μου». Και κάνοντας μίαν ύστερη προσπάθεια να κόψει τους άλυσους εδείλιασε»
Κι ο Απελλής ωστόσο αντίγραφε πάντα μ' ενθουσιασμό τα θεοτικά του σκλάβου σουσούμια, κι όλο από μέσα του η φωνή της συνείδησης τού πρόσταζε το έλεος, τού πρόσταζε να γλιτώσει τον άνθρωπο όσο είχε ακόμα την πνοή. Kι ήρθε στο νου του η αγαπημένη του, η αδερφή του Διονυσόδωρου, που της ετοίμαζε την άδικη κι απέραντη πίκρα.
Μα η δείλια είχε νεκρώσει την όψη του τυραγνισμέννου· τα πιθέματά του είχαν μεγαλόπρεπη αταραξία, οι δύναμες του κορμιού του είχαν λιγώσει, και ο ζωγράφος δεν εμπορούσε ν’ αποτελειώσει το έργο. Τότες η Τέχνη ευρέθηκε πάλι αντιμέτωπη στο σπλάχνος και ενίκησε. Μ' ατάραχτη φωνή εδιάταξε: — «Ας έρθει ο αγιούπας».
Ένας σκλάβος ανατολίτης επαρουσιάστηκε στο στρατί, όπου ήταν δεμένος ο Διονυσόδωρος, κι έφερνε στο χέρι ένα μεγάλο, χαλκωματένιον, τετράποδον αγιούπα, πούχε το στόμα ανοιχτό και κοφτερό, έργο ενού μάγου της Χαλδαίας. Τα φτερούγια του όρνιου ήταν ορθάπλωτα και τα τέσσερα πόδια του αρματωμένα με νύχια ατσαλένια κοφτερά και γυρτά. Και ο ανατολίτης απίθωσε τη λαίμαργη μύτη του όρνιου στην κοιλιά του μισαπεθαμένου, κι αγγίζοντας ένα κρουμμένο ελατήριο, τόκαμε να φτερουγήσει να σκίσει με τα πόδια τες σάρκες και να δαγκάσει μπήγοντας το κεφάλι στα σπλάχνα. Και το τυραγνισμένο κορμί εξύπνησε από τη δείλια του, αναταράχτηκε, ελάγκεψε, ανακινήθηκε, εφώναξε, κι εζωγραφίστηκε ανυπόφερτος απέραντος πόνος στο μάτι και στο στόμα, τόσο που έφριξε κι ο ίδιος ο ζωγράφος, κι αναστέναξαν κι οι σκλάβοι ψυχοπονεμένοι.
Μία άλλη φωνή όμως ακούστηκε από την κορφή της ράχης, φωνή ψιλή κι απελπισμένη: — «Διονυσόδωρε, δύστυχε γιε της μάνας».
Το μηχανικό όρνιο του σπάραζε ακόμα τα σκώτια, και ο τυραγνισμένος δεν άκουσε· μα η Καμπάσπη εννόησε μ' ένα βλέμμα τη θέση, έτρεξε στα λιθάρια, τα κύλησε γλήγορα. Κι ο Διονυσόδωρςς ευρέθηκε ολόρθος και ματοκυλισμένος μπρος το βάρβαρο που εκρατούσε το γέρακα. Μ’ ένα χέρι τον εγκρέμισε.
«Ο Ηρακλής γυναίκα» εφώναξε ο Απελλής αφήνοντας τα χρώματα.
Και βλέποντας την Καμπάσπη, πούχε κατέβει ωστόσο στο στρατί, κι αγκάλιαζε τώρα το μαρτυρημένον, ανατρίχιασε. Μα η σκηνή όλη εστάθηκε γλήγορη, γιατί ήταν οι ύστερες δύναμες του πονεμένου, που, βαστώντας σφιχτά την αδερφή του από τη μέση, έπεσε χάμου νεκρός και χάνοντας τη γης, εβυθίστηκε μαζί της στο φαράγγι. Και ο Απελλής έσκυψε, βλέποντας τ’ αδέρφια αγκαλιασμένα να γκρεμίζονται κι «φώναξε: — «Καμπάσπη, Καμπάσπη». Τα μάτια του επλημμύρισαν δάκρυα. Τώρα η αγάπη ενικούσε στην καρδιά του την τέχνη, μα ο Προμηθέας ήταν έτοιμος.
Τρύγος 1904.