ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη εδώ

 

 


 

Το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Ακόμα; δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΝΟΥΜΑΣ στο τεύχος 82.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από το παραπάνω τεύχος. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.

Ο ΝΟΥΜΑΣ ― 82, 8 Φεβρουαρίου 1904
ΡΩΜΕΪΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Το λητρουβιό άλεθε. Δυο φωτιές μαύρες εφέγγαν αδύνατα στην καπνούρα που ανάδινε η στια. Το λιθάρι έτριζε, η ζιφταριά1 εσούρωνε λάδι. Τρεις από τους συντρόφους εδούλευαν, δύο άλλοι εκοιμόνταν κατά γης απάνου στα λιόστα2. Ήταν μεσάνυκτα και κρύο.

Η πόρτα άνοιξε. Ένας κυνηγός εμπήκε με τα σκυλιά του, άντρας ως σαράντα χρονών, μεγάλος με αντρίκια αλλά ήμερην όψη, και που εφορούσε φέσι και σεγκούνι3 και πλατοβράκι4. Εφαινότουν ταραγμένος.

«Καλησπέρα Θοδόση»· του είπαν· «εβάρεσες κουνάδια5

«Καλησπέρα» αποκρίθηκε· «πού είναι ο Κούρκουπος;»

«Αυτού πέρα κοιμάται» έκανε ένας από τους δουλεφτάδες, άντρας μισόκοπος και που ήταν, καθώς λέγαν, του λητρουβιού ο καραβοκύρης. Κι επρόσθεσε: «Κούρκουπε, ξύπνα. Ο ξάδερφός σου.

Αλλά ο Κούρκουπος δεν εξυπνούσε· είχε βαρύν ύπνο· και ο Θοδόσης επήγε σιμά του και τον εσκούντησε με το πόδι.

«Τι είναι· έκαμε μισοκοιμισμένος. «Τώρα, τώρα επλάγιασα. Ήρθε κι όλας το αλλάγι6 μου;»

«Ξύπνα· η γυναίκα σου σε θέλει. Ήμουν για κουνάδια και την είδα».

Ο Κούρκουπος εσηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Ήτουν νέος ως εικοσιπέντε χρονών· όμορφος όχι, μα το ανάβλεμμά7 του έδειχνε πολλήν καλοσύνη. Κι αυτός ήτουν χωριάτικα ντυμένος, λιγδερός από τα λάδια, και με κορμί μαζωμένο λίγο από την άκοπη εργασία.

Οι δυο άντρες εβγήκαν αντάμα. Το χωριό εκοιμότουν. Η αστροφεγγιά εφώτιζε το δρόμο. Κάπου κάπου σκύλος τους αλυχτούσε.

«Τι τρέχει;» ερώτησε ο Κούρκουπος σκιασμένος.

Ο άλλος δεν απολογήθη. Σιωπηλά εφτάσαν βιαστικοί στη γειτονιά τους Ο Κούρκουπσς έτρεξε στο σπίτι του, αλλά εβρήκε την πόρτα μανταλωμένην απ’ όξω.

«Πού είναι;» ερώτησε ντροπιασμένος.

«Πέρα στους Έρμονες» του απάντησε ο Θοδόσης· και χωρίς άλλο λόγο εκίνησε προς τον κατήφορο. Ο άλλος ακολούθησε· κρύος ίδρος επερίχυνε τα μέλη του οι πλάτες του επαγώναν· είχε χάσει την ομιλιά του.

Εκατεβήκαν στο στενό μονοπάτι προς τη θάλασσα. Ο τόπος ήτουν έρημος. Τα βουνά ορθωμένα, ανακατωμένα και απόγκρεμα εφαίνονταν την ώρα εκείνη μαύρα· το νερό του τράφου8 έβραζε με τις πέτρες. Στο τρίστρατο του φουρκισμένου εσταθήκαν κι εκρυφτήκαν πίσω από ένα βράχο. Ο Κούρκουπος εκάθισε γιατί τα γόνατά του ετρέμαν, ο άλλος τον κοίταξε ζητώντας να μαντέψει την όψη του στο σκοτάδι. Ανάμειναν κι αφοκραζόνταν.

Οι φτερωτές των μύλων εγύριζαν άκοπα κι έφταναν στ’ αυτιά τους τα τραγούδια των μυλωνάδων, μαζί με τη βοή του νερού και με τα λαλήματα τα πρώτα του κόσμου.

Ξάφνως οι σκύλοι εμούγκρισαν, αλλά ο Θοδόσης τους ησύχασε μ’ ένα νόημα κι εμουρμούρισε: ― «Νάτην. Πάρε». Και του έβαλε το καρυοφύλλι στο χέρι.

Ένας ίσκιος τους επλησίαζε αναβαίνοντας το ρόβολο9. Μηχανικά ο Κούρκουπος επήρε το ντουφέκι και εσήκωσε το λύκο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα απάνου στον άνθρωπο, που τώρα εδιάβαινε βιαστικά σιμά τους. Οι σκύλοι δεν εσάλεψαν. Κι ο Κούρκουπος αναστέναξε βαθιά κι είπε αλαφρωμένος πιθώνοντας το όπλο.

«Είναι άντρας».

«Είναι αντρίκια ντυμένη· οι σκύλοι την εγνώρισαν. Χτύπα».

Δεν υπάκουσε, γιατί δεν ήθελε να πιστέψει.

«Είναι αντρίκια ντυμένη» του ματάειπε ανυπόμονα. «Την είδα να κατεβαίνει».

Και με τα λόγια τούτα του απόσβησε κάθε ελπίδα. Ο Κούρκουπος εκατάλαβε μέσα του, πως μελλάμενο του ήτουν να γένει φονιάς· και η σκέψη τούτη ήταν τρομερή τόσο για τον καλόν άνθρωπο που ενικούσε και την οργή και τη θλίψη του.

Εκείνη ωστόσο εμάκραινε κι ήτουν έτοιμη να πάρει το γύρισμα του δρόμου.

«Τι προσμένεις; Μας έφυγε. Αυτή είναι», του ‘πε με βραχνή φωνή ο Θοδόσης· «μας εντροπιάσατε». Κι έκαμε να του αρπάξει το ντουφέκι.

«Εσύ δε θα τη σκοτώσεις!» Κι εφώναξε αποφασισμένος· «Γυναίκα, στάσου· ειδεμή…»

Μα εκείνη εβάλθη να τρέχει όσο εδύνοτουν, και μία στιγμή την έχασαν από μπρος τους.

«Είδες, είδες· φεύγει η άτιμη» είπε ο Θοδόσης. Κι εριχτήκαν με μιας και οι δύο κατόπι της, και οι σκύλοι την εκυνήγησαν αλυχτώντας.

Αφού επροσπέρασαν το γύρισμα, την είδαν πάλι σιμά τους. Κι ο Κούρκουπος οργισμένος τώρα της εφώναξε· «Στάσου, στάσου», ενώ ο άλλος του ‘λεγε: ― «Τράβα της· τέλειωνε!»

Μα ο Κούρκουπος δεν άκουε τίποτις· ήθελε τώρα να μάθει, τη ντροπή του από το στόμα της· και, χωρίς να σταθούν, την εξάτρεξε ολόγυρα και την επρόφτασε τέλος προς τα έμπα του χωριού, και την άδραξε από τα μαλλιά και την έβαλε κάτου.

Εκείνη έριξε ψιλή φωνή.

«Όχι εδώ» του ‘πε ο Θοδόσης, «θα ξυπνήσει ο κόσμος. Δος μου το τουφέκι να μη βρεθεί στα χέρια σου.»

Κι ο Κούρκουπος υπάκουσε· του απάφησε το όπλο· και σήκωσε την τρομαγμένη γυναίκα στα δυο χέρια και την έσυρε στο σπίτι.

Άνοιξε η ίδια, γιατί είχε τα κλειδιά, με κρύαν καρδιά· και το αντρόγυνο εμπήκαν μέσα μοναχοί τους· αυτός έκλεισε με βια την πόρτα.

Έμειναν για μια στιγμή χωρίς φως, κι εφοβηθήκαν κι οι δύο τους. Καθώς όμως ήτουν μαθημένη έβαλε προσανάμματα στη στια που εκρουφόκαιγε στην ογνίστρα10, και με μιας έλαμψε το σπίτι.

Το πρόσωπο του Κούρκουπου ήταν συγνεφιασμένο· βλέποντάς τον ελίγωσε11 η γυναίκα κι εκάθισε χάμου. Εφαινότουν μικρή στ’ αντρίκια φορέματα που μολογούσαν το έγκλημά της· και κοιτάζοντάς την τον επαραπήρε η χολή, τα φρένα του εσκοτιστήκαν, μια στιγμή ακόμα ετσώπασε, κι ύστερα με βαθύν ανασασμό της είπε:

«Τέτοια ώρα, αντρίκια ντυμένη, στους Έρμονες. Σκύλα πού ήσουν;»

Εκείνη λόγο. Τότες επήρε τη μεγάλην απόφαση. Ανατρίχιασε· εξέταζε με το μάτι όλο το σπίτι ζητώντας· και του παρουσιάστη στην όψη ένας κόπιδας12 που τον άδραξε αμέσως. Ευρέθη σιμά της και της έλεγε φοβερίζοντας· «Πού ήσουν; πού ήσουν;»

Κι όσο εκείνη από τρομάρα κι έλεγχος δεν αποκρενότουν, τόσο η χολή του επέρσευε, τόσο την ετυραγνούσε· κι εκατάλαβε η άτυχη πως ήταν τώρα το τέλος της,

«Έλεος, έλεος» είπε· «αμαρτωλή είμαι·» μα είμαι έγκυα· δικό σου είναι το παιδί, μα το Θεό!

Έμεινε ο Κούρκουπος· εγίνη κίτρινος· ο λόγος της τον εξαρμάτωνε.

Η στια είχε πέσει, εκείνη έκλαιγε θερμά· όξω εξημέρωνε.

Κι ο Θοδόσης που ‘χε παραμονέψει, εχτύπησε μ’ ορμή βαριά την πόρτα· κι είπε· «Ακόμα; ακόμα;»

Και σαν απάντηση ακουστήκαν φωνές από μέσα. ― «Έλεος, έλεος, το παιδί σου. Απάνθρωπε, με σκότωσες!» και δυνατά όσο εδυνότουν! ― «Βοήθεια, βοήθεια! Α!»

Κι ύστερα άκρα σιωπή.

Τότες όμως ανοίχτηκαν τ’ άλλα σπίτια, κι εβγήκαν οι γειτόνοι άντυτοι, ανταριασμένοι κι εσυναχτήκαν μπρος στου Κούρκουπου το σπίτι, άντρες, παιδιά, ρωτώντας τι τρέχει· κι εφοκραστήκαν το πνιμένο ρουχαλητό που έβγαινε τώρα απ’ μέσα.

Ο Θοδόσης τους αποκρίθη· ― «Την εσκότωσε».

 

Καρουσάδες (Κέρκυρα) Γενάρης 1904

 

Λεξιλόγιο

[1] ζιφταριά = ξύλινο πιεστήριο λαδιού και κρασιού

[2] λιόστα = τα στερεά απόβλητα του ελαιουργείου

[3] σεγκούνι = χοντρό, μάλλινο πανωφόρι

[4] πλατοβράκι = η βράκα

[5] κουνάδι = κουνάβι

[6] αλλάγι = η αλλαγή της βάρδιας

[7] ανάβλεμμα = εμφάνιση

[8] τράφος = χαντάκι, λάκκος πετρώδης και βαθύς

[9] ρόβολο = ο κατήφορος/ανήφορος

[10] ογνίστρα = η γωνιά που είναι η φωτιά, λέγεται επίσης και αγουνίστρα

[11] λιγώνω –ομαι = πρόκληση λιποθυμίας από αηδία

[12] κόπιδας = μαχαίρι

 

αρχή

 


 

Το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Αμάρτησε; δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ημερολόγιο Σκόκου στο τεύχος του 1913.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από το παραπάνω τεύχος. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΚΟΚΟΥ, 1913
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

 

Ήτανε μια δροσερή απριλιάτικη αυγή: η αυγή της Λαμπρής. Ο ήλιος δεν είχε βγη ακόμα, και οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού εσημαίναν καλώντας τους πιστούς στη λειτουργία. Και εμπαίναν απ’ όλες τις πόρτες, οι ανθρώποι πολλοί τη φορά, καθαροί, χαρούμενοι, ντυμένοι με ρούχα καινούργια, και κατόπι ο ένας στον άλλο, με τάξη και ευλάβεια επροσκυνούσαν τις εικόνες κι εσταμάταιναν απέκευ στη μέση της εκκλησιάς κι επαίρναν θέση στα στασίδια. Και οι γυναίκες ερχόνταν μπουλούκια μπουλούκια με τις άσπρες μπόλιες τους στο κεφάλι με χρυσάφια στα στήθια, σεμνές, ευλαβητικές, στολισμένες και εμέναν όλες μαζί ξεχωριστά στο βάθος της εκκλησιάς, που δεν είχε γυναιτίκι.

Όλοι πρόσμεναν τώρα να αρχίσει η ακολουθία.

Η θύρα του ιερού άνοιξε, ακούστηκε ένας μικρός σάλαγος ανθρώπων που κινιώνται, ο παπάς αποτέλειωσε τα μυστικά του, εθυμιάτισε, εκοντόβηξε, έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και κάνοντας το σταυρό του αρχίνησε με ψιλή φωνή την ιεροπραξία. Όλα τα χέρια εκάμαν του σταυρού το σημάδι.

Ήταν γέροντας ο χρυσοφορεμένος λειτουργός· μικρός, με μεγάλα λευκά γένια, με μακριά μαλλιά ασημένια κι εκείνα, λιγνός με ζάρες στο γερασμένο μέτωπό του, με γαλανά μάτια, που τα γέρα και οι νήστειες τάχαν ξεθωριάσει. Όλο το χωριό τον εσεβόταν.

Με την ψιλή του φωνή που ολοένα εγενότουν σταθερότερη, ο γέροντας διάβαζε ψαλτά τες ευκές του, που τες ήξερε όλες απ’ όξω, και η ακολουθία προχωρούσε καθώς πάντα, επίσημη, κατανυχτική, μεγαλόπρεπη, και ο κόσμος, που κρατούσε αναμμένες λαμπάδες στα σταυρωμένα χέρια, αφοκραζόταν με πίστη και από καρδιάς εδεότουν, σα νάδινε μεγαλύτερη αξία στην προσευκή η μεγάλη γιορτή εκείνης της μέρας.

Μα ο παπάς ήταν ανήσυχος.

Την πρώτη φορά που επρόβαλε στη θύρα για να βλοήσει το σβησμένο του βλέμμα αναζήτησε κάποιον μέσα στον κόσμο, και με χτυποκάρδι ξεταστικά εκοίταξε ένα γέροντα που εστεκότουν στην πρώτη γραμμή, και που εφαινότουν συγχυσμένος κι εκείνος γιατί δεν έμνεσκε όπως ο άλλος κόσμος ακίνητος και δεν επροσευκόταν με ευλάβεια. Κι είπε ο παπάς με το νου του: «Εδώ θάναι κι εκείνη». Μα το βλέμμα δεν έλαβε καιρό να τη εύρει ανάμεσα στις γυναίκες.

Κι εγιόμιζαν τώρα την εκκλησιά οι ύμνοι, που τους έψαλαν καλόφωνοι ψάλτες, και η ευωδία του λιβανιού, και στην τρεμάμενη δέηση του ιερέα αποκρινότουν σα μ’ ένα στόμα η βοή του λαού, που με πίστη θερμή εζητούσε από τα υπερκόσμια έλεος, κι ήθελε ν’ ανεβάσει τη δέησή του ως του Θεού το θρόνο, ποθώντας να υποτάξει τα στοιχεία, και να λιγώσει τη θέληση της παντοδυναμίας.

Ο παπάς εδιάβαζε πάντα πότε με χαμηλή φωνή ψιθυριστά, πότε μεγαλόφωνα και ψάλλοντας, μα από στιγμή σε στιγμή η στενοχώρια του άξαινε και μηχανικά μόνο εδιάβαζε τα άγια τα ρήματα της θυσίας· αλλά εδεότουν η καρδιά του στον ουράνιον πατέρα, άλλες έγνοιες τού ανησυχούσαν το νου. Του ήταν μελλάμενο να αμαρτήσει;

Εκεί ήταν κι εκείνη. Την είχε ξαγναντήσει, όταν εθυμιάτισε το πλήθος σαν κρυμμένη ανάμεσα στις γυναίκες. Η ταραχή της, ο φόβος της, η συγκίνησή της, ήταν ζωγραφισμένη απάνω στ’ όμορφο το πρόσωπο της νέας. Ω η δύστυχη, ούτε αυτή δεν έφταιγε. Τόχε απαιτήσει ο πατέρας της, ο γέροντας που εστεκόταν ορθός στην πρώτη γραμμή και που δεν επροσευκότουν. Πώς είχε κλάψει προχθές στην ξεμολόησή της, όταν με συντριμμένη καρδιά του είχε μαρτυρήσει την άτυχη και απελπισμένη αγάπη της, το μεγάλο της φταίσμα μ’ έναν άντρα παντρεμένον. Εκείνη ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει τα θεία δώρα, μα ο πατέρας της την υποχρέωσε, ο πατέρας της ήθελε βεβαίωση, ήθελε ή νάναι περήφανος από τη θυγατέρα του ή να ξεπλύνει τη ντροπή του στο αίμα! Τι θάκανε η δύστυχη; Και πόσο είχε συγχυστεί ο παπάς ακούοντάς την, γιατί τον είχε αφήσει ο Θεός να ζήσει και στα ύστερά του χρόνια τον έριχνε σε τέτοια στεναχώρια; γιατί δεν εσπλαχνιζόταν τον κόσμο του, παρά τον άφηνε να αμαρταίνει και δεν εδέσμευσε ολότελα τη δύναμη του πειρασμού;

Και η λειτουργία προχωρούσε: Με το βασιλέα του κόσμου στα χέρια ανάμεσα σε δυο λαμπάδες, εβγήκε στο πρεσβυτέριο κι στάθηκε μπρος στο πλήθος. Άκρα σιωπή εβασίλευε, γιατί κανένας δεν εσάλευε. Ψιλόφωνα εδεήθηκε για τον κόσμο, μια ανατριχίλα εδιάβηκε απ’ όλα τα κορμιά και το κύριε ελέησον που βγήκε από όλα τα χείλη, έβγαινε από τα βαθύτατα του είναι, από φοβισμένες καρδιές που τις εταπείνωνε εκείνη τη στιγμή ο τρόμος της αδυναμίας τους. Μα ο γέροντας δεν είχε σα πάντα κατεβασμένο το βλέφαρο. Το σβημένο του βλέμμα εκοίταζε στο βάθος της εκκλησιάς, που ήταν οι γυναίκες σα νάθελε να ανταμώσει τη ματιά της και να της συστήσει ό,τι της είχε παραγγείλει προχτές στην ξεμολόηση.

Δεν ημπορούσε, της είχε ειπεί, να την κοινωνήσει. Όχι τέτοιαν αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του. Ας μην ερχότουν καλύτερα τη Λαμπρή στην εκκλησία, ας έβρισκε μια πρόφαση, όποιαν ήθελε, ας έκανε την άρρωστη. Μα αν πάλι δεν ημπορούσε να κάμει αλλιώς, κι αν έπρεπε να παρουσιαστεί για να κοινωνήσει, ας ερχόταν ανάμεσα στις άλλες γυναίκες και αυτός σκήμα μόνο θάκανε, πως της μεταδίνει τη σάρκα και το αίμα του Σωτήρα. Όχι, δε θα την κοινωνούσε· αυτή την αμαρτία δεν την χωρούσε ο νους του.

Και η λειτουργία επροχωρούσε. Είχε διαβάσει κιόλας το Βαγγέλιο και βιαστικά εψαλμούδιζε τώρα τους επίλοιπους ύμνους· κι όλο η καρδιά του εστενοχωριότουμ περσότερο. Θάθελε ο θεός να κάμει την αμαρτία; ή θάφηνε να χυθεί εξ αιτίας του αίμα στο χωριό του, να κλάψει κόσμος, και να χαίρεται ο πειρασμός στην άβυσσο; Ναι, εφοβότουν τώρα ο παπάς πως δε θα πετύχαινε εκείνο πούχε συμφωνήσει. Έβλεπε πως όσο η ώρα της κοινωνιάς εσίμωνε, τόσο περόστερο ανησυχούσε ο πατέρας, που ίσως θάθελε να ιδεί με τα μάτια του την κόρη του να κοινωνάει για να λάβει απόλυτη βεβαίωση.

Και η λειτουργία ήταν τώρα προς το τέλος. Είχαν ειπεί το «πιστεύω» και το «πάτερ ημών», οι ψάλτες έψαλλαν το κοινωνικό, κι ο τιμημένος γέροντας χρυσοφορεμένος επρόβαλε στη μεσινή θύρα καλώντας τους πιστούς να μεταλάβουν. Τα χέρια του έτρεμαν σαν νάταν πάρα βαρύ το ασημένιο ποτήρι. Της έριξε μια ματιά και άρχισε να κοινωνάει τον κόσμο, που κατά το συνήθειο ήταν πολύς αυτή την ημέρα. Κι εκοινωνούσαν πρώτοι οι γέροντες, που έστρεφαν πρώτα προς το λαό ζητώντας συγχώρηση, και κατόπι οι επίλοιποι οι άντρες και τέλος οι γυναίκες. Και ανάμεσό τους ήταν κι εκείνη. Κάθε τόσο ο παπάς την εκοίταζε. Μα έβλεπε κιόλας πως κι ο γέροντας πατέρας όλο ανησυχούσε περσότερο, βλέποντας να αφήνει να διαβαίνουν άλλες μπροστά της, τον είδε να παρατηρεί προσεχτικός την κόρη του και να ζυγώνει σιμά της. Κι αυτή ωχρή τότες, με δειλό βήμα και σαν αλαλιασμένη, έβαλε το πόδι της στο πρώτο σκαλί. Ο πατέρας σιμά της εκοίταζε. Και με αναγαλλίασή του είδε τον άγιο γέροντα να της βάζει ατάραχος τώρα, τη λαβίδα με την κοινωνία στο στόμα, ενώ με την ψιλή του φωνή επρόφερνε τα τυπικά: «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωή αιώνιον».

 

Καρουσάδες Κερκύρας 1912

 

 

αρχή

 


 

Η νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Απελλής δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΝΟΥΜΑΣ στα τεύχη 144, 145 και 146.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από τα παραπάνω τεύχη. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.

Ο ΝΟΥΜΑΣ 144 ― 17 του Απρίλη 1905

A'

Τ’ όνομα του Απελλή ήταν ξακουσμένο σ' εκείνα τα χρόνια παντού στην Ελλάδα, και στους επισημότερους και σεβαστότερους ναούς ήταν κρεμασμένες οι θιαμαστές ζωγραφιές του, ένα δωδεκάθεο στην Ολυμπία, ένας μανιωμένος Αίαντας στην Αίγινα, ο Τηλέμαχος με την Αθηνά σιμά του στα προπύλαια της Ακρόπολης στην Αθήνα, στην ίδια χώρα ο Θησέας με το Μινώταυρο και στα νησιά του Αιγαίου η Βροντή, η Αστραπή, η Κεραυνοβολία που δεν ήταν έργα λιγότερο αξιόλογα από τα επίλοιπα ιστορικά εικονίσματά του.

Κι εκατοικούσε τότες τα παραόρια της Έφεσος, όπου οι δυνάστες της πολιτείας έχτιζαν κι εστόλιζαν μι αριστουργήματα κάθε τέχνης το μεγαλόπρεπο ναό της Αρτέμιδας, που είκοσι έναν χρόνον οπίσω ο Ηρόστρατος, ζηλεύοντας άτιμη δόξα, τον είχε κάψει, ενώ την ίδια νύχτα εγεννιότουν ένας ήρωας, ο γιος του Φίλιππου της Μακεδονίας, ο Αλέξαντρος.

Για τούτο στην όμορφη και πάμπλουτη χώρα, το μαργαριτάρι της Ιωνίας, είχαν συναχτεί όλοι της Ελλάδας οι μεγάλοι τεχνίτες· ο Πραξιτέλης εσκάλιζε το βωμό, ο Κτησιφώνας αποτέλειωνε τα έργα του Σκόπα και του Χερσικράτη, και πλήθος αρχιτέχτονες και γλύφτες και ζωγράφοι ερχόνταν να δουλέψουν σ' εκείνο του κόσμου το θιάμασμα, διψώντας την Αθανασία και ξέροντας πως το χρυσάφι ήταν άφτονο στα πλούσια ταμεία των απόγονων του Κόδρου, που βασιλιάδες ονομαζόνταν στην Έφεσο, και των άλλων αρχόντων που εξουσίαζαν μαζί τους τη Νύφη του Αιγαίου, τη ρωταριά του Κάυστρου ποταμού.

Ήταν η αρχή του καλοκαιριού· και γιατί η ζέστα ήταν μεγάλη, ο Απελλής εκατοικούσε ένα επίδροσο μετόχι στον κάμπο του Κάυστρου όχι μακριά από τη χώρα, και που του τόχαν χαρίσει, οι άρχοντες της Έφεσος αναγνωρίζοντας έτσι την υψηλή του τέχνη και αναγκάζοντάς τον να μένει στον τόπο τους το περσότερο μέρος του χρόνου. Το μετόχι ήταν πανώριο, χτισμένο με τη μεγαλοπρέπεια δημόσιου χτίριου, με περιβόλια και ήμερα ρουμάνια τρογύρου, σε μέρος γελαστό και πρόσχαρο. Στην πρόσοψη της μπασιάς και πάνουθε από τες κολώνες των προπύλαιων ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα: «Εδώ κατοικεί ο Απελλής ο ζωγράφος». Μέσα, έπειτα, από το θυρώνα, και δεξιά της περίστυλης αυλής ήταν το μεγάλο αργαστήρι, μία αίθουσα που η σκέπη της ακουμπούσε σε ψηλές μαρμαρένιες κολώνες, χρωματισμένη μ' ανοιχτό γαλάζιο χρώμα και καταστολισμένη με εικόνες, με αγάλματα, με μονοχρώματα σκέδια, με ατέλειωτα ιστορίσματα, που εδούλευε ο ζωγράφος, στημένα πάνου σε μεγάλα τριπόδια, με ανάγλυφα, όλα τούτα είτε δικά του έργα, είτε των τεχνητών της εποχής του, που του τάχαν χαρίσει από φιλία, είτε και παλαιότερα αριστουργήματα που τάχε αγοράσει ο ίδιος.

Και μάλιστα ένα ανάγλυφο χτισμένο μέσα στον τοίχο, ξάγναντα στη μπασιά, σε μέρος που καθένας έπρεπε να το προσέξει, μακρύ και μεγάλο, έργο του γλύφτη Λύσιππου, ετραβούσε το μάτι, προβοδώντας την υψηλήν απόλαψη, που μόνο η θεωρία του σκαλισμένου μάρμαρου μπορεί να δώσει, παρασταίνοντας την αγνότητα της μορφής χωρίς στολισμό από χρώματα. Ήταν η Ιστορία του Προμηθέα. Στο δεξί μέρος της εικόνας ο Τιτάνας μπρος σ' ένα ανθρώπινο σκέλεθρο, με το σφυρί και το σμιλάρι ακόμα στο χέρι, εκαθότουν πάνου σ' ένα βράχο συλλογισμένος, επιθυμώντας να δώσει ζωή στο πλάσμα του. Στα πόδια του ήταν πλαγιασμένη η Γης με το κέρατο της αφτονίας, ακουμπισμένη στον αριστερό της αγκώνα και κοιτάζοντας το νέο δημιουργό κατάματα· ένα άρμα με τέσσερα άτια εδιάβαινε στα ψηλά και μέσα ήταν ο Ήλιος με το αχτιδοστέφανό του. Η Αθηνά με την κουκουβάγια σιμά της εστεκόνταν ορθή πίσω από τον Προμηθέα κι άπλωνε το χέρι της πάνου στο σκέλεθρο. Μία πέτρινη γραμμή εχώριζε την πρώτη τούτη σκηνή από τη μεσινή όπου ένας άντρας και μία γυναίκα κατάγυμνοι εκοίταζαν ανήσυχοι τον ουρανό· ήταν τα καινούρια πλάσματα του Τιτάνα, που του συνόμοιαζαν στη μορφή, ζωντανεμένα από την τέχνη του και το βαθύ συλλογισμό του. Μα ήταν πλάσματα αδύνατα γεννημένα για τον πόνο, ανήμπορα για τη δύσκολη ζήση, που τους είχε ετοιμάσει στη γης των θεών η ζήλια· μπροστά τους εστεκότουν ο Τιτάνας μεγαλόπρεπος θέλοντας να βοηθήσει· κι εκρατούσε ένα στρυνάρι βγάζοντας σπίθες από κείνο· παραπέρα πάνου σ' ένα βωμό εκαιότουν η θυσία, έφεγγε η στια, η αιτία κάθε τέχνης, πιστή συντρόφισσα και φιλενάδα του ανθρώπου. Πάνου επετούσαν Νεράιδες και Νύφες κι εκοίταζαν με θαμασμό τον καινούριο κόσμο· στη μέση ήταν ο Δίας αγριεμένος με το φοβερό του αστραποπέλεκο στο χέρι· στην άκρη εκοίτοτουν το πρώτο πλάσμα του Προμηθέα νεκρό· γύρου στο λείψανο έκλαιγαν οι τρεις Μοίρες με σκεπασμένο πρόσωπο· και μικρά παιδιά ολόγυμνα· η ψυχή του πρώτου ανθρώπου βγαίνοντας από το νεκρό στόμα έπαιρνε το πέταμά της προς τον αιθέρα. Στην τρίτη σκηνή, την ύστερη, που όμοια μία πέτρινη γραμμή την εχώριζε από τη δεύτερη, ο Τιτάνας εφαινότουν δεμένος σ' έναν άγριο βράχο, με ορθάνοιχτο στόμα, μ' ένα όρνιο ματωμένο, που εβύθιζε το κεφάλι του στ’ αθάνατα σπλάχνα. Η ψυχή του πεθαμένου ανθρώπου ήταν σιμά του· πάνουθε από το βράχο οι Ωκεανίδες τον επαρηγορούσαν· από τον ουρανό θεοί πολλοί και θεές ετήραζαν την τιμωρία με βλέμμα σπλαχνιστικό και στο ύστερο ορθός και μεγάλος εφανερωνόταν ο Ηρακλής μ' ένα τεντωμένο δοξάρι σκοπεύοντας το φοβερό όρνιο για να λεφτερώσει τον τυραγνισμένον.

Η γης του αργαστηριού ήταν στολισμένη με μωσαϊκά και η ουρανία έλαμπε από το χρυσάφι. Στο βάθος της αίθουσας σ' έναν πορφυρένιο θρόνο εκαθότουν ο ζωγράφος ντυμένος με πλούσια ασκητικά φορέματα με χρυσή μίτρα στο κεφάλι, ξανθογένης, μπλαβομάτης, μεγάλος, πανώριος, μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας στο γλυκό στόμα. Μπροστά του είχε ένα μεγάλον πίνακα, την πομπή του Μεγάβυζου, του ευνούχου αρχιερέα της Αρτέμιδας που τον οδηγούσαν από τη Λυδία στο ναό της θεάς, όπου επρόσφερνε την πρώτη θυσία του. Κρατώντας τα χρώματα και τους χρωστήρες εζωγράφιζε αφοσιωμένος στο έργο του, ενώ στην ίδια αίθουσα οι χρωματοτρίφτες τού ετοίμαζαν τα χρώματα, εδούλευαν τα κεριά για άλλες εικόνες, νέοι σκλάβοι όλοι, όμορφοι και καλοκαμωμένοι ντυμένοι σε τρόπο που εύκολα εμαντευόνταν οι αγαλματένιες γραμμές του κορμιού τους. Κανένας τους όμως δεν εγελούσε, γιατί καθένας ένιωθε την αγιότητα του μυστήριου σ' εκείνο το ναό της τέχνης.

Β'

Ένας σκλάβος πλουσιοντυμένος εμπήκε χωρίς κρότο στ΄ αργαστήρι και στάθηκε σιμά στο ζωγράφο προσμένοντας, μη τολμώντας να τον ανησυχήσει. Ήταν ο πορτάρης. Σε καμπόσο ο Απελλής κοπιασμένος άφησε τα χρώματα, εσηκώθηκε για να παρατηρήσει την εικόνα, κι εχαμογέλασε ευχαριστημένος. Βλέποντας κιόλας το σκλάβο του τον ερώτησε: — «Τι είναι, Θεόπομπε;»

«Κύριε» αποκρίθηκε ο δούλος με σέβας «στο θυρώνα ένας ζωγράφος προσμένει ποθώντας να ιδεί το πρόσωπό σου· ήρθε από τη Ρόδο, λέει, τ’ όνομά του είναι Πρωτογένης».

«Είναι αγαπημένος απ’ όλες τες Μούσες, ας ορίσει» αποκρίθηκε ο Απελλής χαμογελώντας. Και με βαρύ περπάτημα ήρθε προς τη μπασιά, που την άνοιξε ο σκλάβος αφήνοντας να διαβεί ένας άντρας μισόκοπος ταπεινός στη ντυμασιά, που εφαινότουν όμως τεχνίτης. Ο Απελλής επρόβαλε το χέρι και ο άλλος σκύφτοντας λίγο τον εχαιρέτησε λέγοντας:

«Χαίρε νομοθέτη της τέχνης».

«Τους αιώνιους νόμους της τέχνης» απάντησε ο Απελλής «δεν τους ευρήκε κανένας ακόμα ούτε ο ίδιος εγώ. Η τέχνη είναι το μεγάλο μυστήριο· η τελειότητά της είναι άφταστη, το κατέχεις καλύτερά μου, Πρωτογένη. Αλλά κάθισε». Κι έτσι λέγοντας τον έβαλε να καθίσει σ' ένα ανάκλιντρο κάτουθε από το ανάγλυφο του Λύσιππου κι εκάθισε κι ο ίδιος σιμά του. «Η αξιάδα σου» ξακολούθησε σκεφτικός ο Απελλής «μικρότερη δεν είναι από τη δική μου, κι όμως δεν αποφασίζεις παρά με μεγάλη δυσκολία ν' απαφήκεις το χρωστήρα, όταν η εικόνα είναι τελειωμένη».

«Το ξάκουσμά μου το χρωστώ στη γενναιότητά σου, Απελλή, δε θέλω ποτέ να την αλησμονήσω. Εζωγράφιζα ακόμα καράβια στη Ρόδο, την Πάραλο, την Αμμονιάδα, όταν ήρθες για να εργαστείς στη χώρα μας. Θυμάσαι, μ' εζήτησες σπίτι μου δύο τρεις φορές κι έκαμες εκείνο το παιγνίδι με τες γραμμές, κι αγόρασες έπειτα τον αναπαυόμενο Σάτυρό μου. Τον επούλησες πενήντα τάλαντα· κι έβγαλες το γενναίο λόγο πως αγοράζεις τα έργα μου για να τα δίνεις για δικά σου· από τότες οι Ρόδιοι μ' ετίμησαν, μου χάρισαν παλάτια και σκλάβους, εζωγράφισα στην Αθήνα τον Ιάλυσο, κι είμαι πλούσιος, όσο δεν το αξίζω· απ’ όλη την Ελλάδα μου παραγγέλνουν πίνακες για τους μαρμαρένιους ναούς των θεών. Όμως εγώ επροτίμησα την Έφεσο ξέροντας πως και συ ο ίδιος εδώ ζωγραφίζεις, κι ήρθα, Απελλή, ύστερα από τόσα χρόνια να σ' ευχαριστήσω για τη θεοτική σου καλοσύνη, να θερμαθώ και να φωτιστώ στον Ήλιο της τέχνης σου και να τολμήσω με την άδειά σου να κρεμάσω και γω μίαν εικόνα στον περίκαλλο ναό της Αρτέμιδας».

«Μ' αρέσει» είπε ο Απελλής ευχαριστημένος «οι εικόνες μου νάναι σιμά στες δικές σου· ποιες θα προτιμήσουν οι κατοπινοί μας; θα βρίσκονται σκοτισμένοι αν μεγαλύτερος ήταν ο ζωγράφος της Κως από το Ρόδιο Πρωτογένη. Αλλά τώρα, φίλε, είναι η ώρα του φαγητού· οι ψαράδες του Έρμου μούφεραν καραβίδες και στα βουνά του Τμώλου οι άνθρωποί μου εκυνήγησαν ζαρκάδια, που τώρα είναι σπάνια, γιατί τάφαγαν όλα οι Μακεδόνες. Οι δούλοι μου είναι ομορφότεροι από τους σκλάβους των βασιλιάδων της Έφεσος, οι κόρες του γυναικωνίτη μου τραγουδούν και χορεύουν σα νάταν θυγατέρες του Ορφέα· μείνε να γεφτείς μαζί μου και μίλιε μου πάντα για τέχνη».

«Κάθουμαι» είπε «μ' όλο που δεν είναι ώρα για συμπόσια. Λίγο πριν σαν έφυγα από την Έφεσο ο κόσμος ήταν ανακατωμένος· ο λαός γυρεύει, ελεφτερίες και δικαιώματα ξέροντας πως ο Μακεδόνας θα τον βοηθήσει· αφού ενίκησε».

«Ενίκησε;»

«Ναι, τρεις μέρες είναι· στο Γρανικό ποταμό αντίκρισε στο αντίκρυ φρύδι το στρατό του βασιλιά της Ασίας· και καταφρονώντας του ποταμού το ρέμα και το απόγκρεμο κρεβάτι του, λέγοντας πως δε θα τον εμπόδιζε το μικρό εκείνο τραφούλι, αφού τόσο εύκολα είχε διαβεί τον Ελλήσποντο, ο ίδιος έδωκε το παράδειγμα και με τη βαριά λόγχη στα χέρι καβαλάρης όρμησε στο νερό. Οι άντρες του άφοβοι τον ακολούθησαν και συνταγμένοι ανέβηκαν γοργά το γκρέμισμα, σα να μην τους ήταν μπόδιο ουδέ το ψήλωμα ουδέ τα πυκνά αγριοκάλαμα ουδέ τα κοντάρια του εχτρού. Λίγες ώρες εβάσταξε η μάχη· ο ίδιος ο Αλέξαντρος εκιντύνεψε, μα ενίκησε· η μισή αφτοκρατορία του Ξέρξη είναι τώρα στα χέρια του· ο Κοδομανός έφυγε για την Περσία· ο σύμμαχός του ο Μέμνονας επήρε το δρόμο της Λυδίας και είναι οχυρωμένος στην Αλικαρνασσό· η Μίλητο έκλεισε τες πόρτες της κι ετοιμάζεται να πολεμήσει τον Αλέξαντρο· οι Λύκιοι, οι Ποσίδιοι, οι Παμφύλιοι αγαπούν κι αφτοί την ελεφτερία κι αδερφοποίησαν με τον Μέμνονα· οι άρχοντες στην Έφεσο θέλουν να του κλείσουν τη χώρα, μα ο λαός δεν ορέγεται τον πόλεμο· κι ο Αλέξαντρος εμήνυσε πως θα καταργήσει την αριστοκρατία, θα δώσει του λαού δικαιώματα, θα ευεργετήσει τη χώρα· κι έτσι οι Εφέσιοι διώχνουν τώρα τους άρχοντες και άμα φανιστεί θα του παραδοθούν».

«Κρίμας» παρατήρησε ο Απελλής «σκλαβώνει και τους ύστερους ελέφτερους».

«Αλήθεια» απολογήθηκε ο Πρωτογένης «μα και ο Αλέξαντρος είναι τόσο Ελληνικός. Μη δεν πολεμάει τον αιώνιον οχτρόν της Ελλάδας; Στον Όμηρο έμαθε να διαβάζει, δάσκαλός του είναι ο Αριστοτέλης».

Μία στιγμή ετσώπασαν. Οι χρωματοτρίφτες είχαν αφήσει το θέλημά τους κι αφοκραζόνταν και κείνοι τη συνομιλία. Έπειτα ο Απελλής ερώτησε πάλι:

«Και στην Έφεσο προδεύουν οι εργασίες;»

«Ναι, ο Πραξιτέλης δεν αναπαύεται ούτε μέρα ούτε νύχτα. Ο ναός εσκεπάστηκε. Οι πετροπελεκητές δουλεύουν τες αρίφνητες κολώνες του χτίριου. Μ' όλα τα ανακατώματα, είναι όλοι σύμφωνοι να τελειωθεί το έργο. Κάθε ελέφτερος Έλληνας λατρεύει την τέχνη».

«Και οι Μακεδόνες;»

«Ο Φίλιππος και ο Αλέξαντρος βέβαια» αποκρίθηκε με συστολή ο άλλος. «Φοβάσαι μην ο στρατός που θα κατέβει, μεθυσμένος από τες νίκες του, σε κακοποιήσει, σ’ αρπάξει τες κοπέλες, γιατί ήσουν εχτρός του Μακεδόνα;»

«Δεν το πιστεύω» είπε ο Απελλής με σταθερότητα· «ο Αλέξαντρος εκήρυξε τον πόλεμο της Περσίας· έρχεται στην Έφεσο να βοηθήσει το δήμο· ν’ αναγνωριστεί εξουσιαστής. Τι τούκαμε η τέχνη; Η τέχνη με προστατεύει, είναι το άπαρτο καστρί μου. Κι έπειτα ξέρει πως εζωγράφισα δύο φορές τον πατέρα του για τους Δελφούς και για την Πέλλα· χάρις σ' εμένα η μορφή του Φίλιππου μένει ακόμα ολοζώντανη. Και, αν όταν ήμουνα στο πρυτανείο της Ελληνικής σοφίας, στην άγια χώρα της παρθένας Αθηνάς, όπου εζωγράφιζα τον Αττικόν ήρωα με το Μινώταυρο και με τες απελπισμένες κορασίδες, άκουα με συνέπαρση εκείνα τα χρυσά λόγια του Δημοστένη, που έρεαν από το στόμα του ρήτορα γλυκότερα παρά το μέλι, ζεστότερα παρά το λιωτό βολύμι, ξαστερότερα από το κρούσταλλο κι ορμητικά σαν αστραποπέλεκα, γιομάτα αίστημα κι άγιον ενθουσιασμό, γιομάτα από κείνη την αγάπη που πλημμυρούσε τα σπλάχνα του αθάνατου πατριώτη, του ερωτάρη της πολιτείας του, μη γι' αυτό ο Αλέξαντρος θα με κυνηγήσει, θα παραδώκει στην ιστορία τ’ όνομά του μαυρισμένο από τη δολοφονία ενού Λατρευτή της Μούσας; Δε φεύγω Πρωτογένη· έχω τόσα παιδιά εδώ». Κι έδειξε τες εικόνες του. «Πού να τα πάρω που να τ’ αποτελειώσω;» επρόστεσε.

«Έχεις τρόπο, α θέλεις· τα πλούτη σου είναι ακουσμένα σ' όλη την Ελλάδα».

«Ναι» εφώναξε με περηφάνεια «και δέκα «τερτήρεις» μπορώ ν' αρματώσω. Τα ζωγραφίσματά μου επουλιόνταν άλλη φορά και ογδοήντα τάλαντα το καθένα, και τώρα παζάρι δεν έχουν, και γι' αφτό τα χαρίζω. Εγιόμισαν οι θησαυροί μου, πούναι κρουμμένοι στα σπίτια μου, σ' όσες χώρες εκατοίκησα, για να βρίσκω ολούθες πλούτη· με χρυσά ψηφία έγραψαν τ’ όνομά μου σε μάρμαρο στην Ολυμπία, για να ξέρει ο Ελληνισμός πόσο ετιμήθηκε η τέχνη μου· η μισή Κω είναι δική μου. Αλλά και τίποτα α δε μούμενε τ’ όνομά μου είναι αρκετό για να με κάμει να ζήσω βασιλικά παντού· οι βασιλιάδες κι οι τύραννοι με καλούν στην αυλή τους. Όμως δε φεύγω· θα διασκεδάσω το στρατό, που θα σκίσει τη Λυδία χαρούμενος σα να μην ακολουθούσε παρά γιορτάσιμη λιτανεία του Βάκχου, ψάλλοντας καινούριους ύμνους στον επίγειο θεό, που εβουλήθηκε να γένει κοσμοκράτορας». Και συλλογισμένος επρόστεσε: «Κι έπειτα θέλω να ιδώ και τον Αλέξαντρο. Μοιάζει, λέγουν, του Απόλλωνα».

Αφτήν τη στιγμή ένας δούλος ειδοποίησε πως το γιώμα ήταν έτοιμο.

Γ'

Ο Αλέξαντρος, παρόμοιος σ' ανοιξιάτικο ρούφουλα που διώχνει όλα τα σύγνεφα, διαβαίνοντας μόνο είχε σκορπίσει τα ασκέρια του Κοδομανού, είχε περνάσει τη Μυσία, είχε στρατοπεδέψει στους κάμπους του Κάυστρου, κι εβουλότουν να μπει στην Έφεσο, που θεληματικά τούχε υποταχτεί, όχι σαν οχτρός και καταχτητής, παρά σαν καλεσμένος ξένος, προσκυνητής της Αρτέμιδας. Και οι Εφέσιοι αναμένοντας τον ερχομό του ετοίμαζαν μεγαλόπρεπες θυσίες για να δοξάσουν την προστάτισσα της χώρας της, που, καθώς έλεγαν του καιρού οι μάντηδες, αγαπούσε το Μακεδόνα νικητή καλύτερα από το ναό της, αφού τον είχε αφήσει να καεί για να παραβρεθεί στην ελεφτεριά της Ολυμπιάδας. Ετοίμαζαν κιόλας κι άλλες δημόσιες γιορτάδες στα θέατρα και στα στάδια, και λαϊκές λιτανείες· κι εστόλιζαν με σημαίες με μυρτιές και με δάφνες την πολιτεία· και η χαρά εζωγραφιζότουν στα πρόσωπα όλου του κόσμου, που ευτυχισμένος εδοκίμαζε τους πρώτους καρπούς δημοκρατικής κυβέρνησης. Είχε περνάσει ένας μήνας από τη νίκη του Γρανικού, όταν ο Αλέξαντρος αφήνοντας το φουσάτο του στα δροσερά λιβάδια, εκίνησε με τους στρατηγούς του, τους ιερουργούς, τους σκλάβους, τες γυναίκες και μ' ένα κοπάδι ζωντανά βόδια, άλογα και πρόβατα, που έμελαν όλα να θυσιαστούν σε μία μέρα, για την Έφεσο· και μουσικές και κράχτες και τραγουδιστές ακολουθούσαν το στεφανωμένον ήρωα που έλαμπε, στα χρυσωμένα σκουτιά του και στην ομορφιά του νέου προσώπου του παρόμοιος σε σαρκωμένο θεό.

Ο δρόμος από τα Ύπαιπα στην Έφεσο επήγαινε στην ακροποταμιά του Κάυστρου κι έσκιζε χωριά και μικρές χώρες, που απλωνόνταν κάτασπρες στο πλούσιο λιβάδι και που εμαρτυρούσαν το βλοημένο έργο της Ελληνικής φυλής, και απ' όλα τα χωριά, καθώς εδιάβαινε ο Μακεδόνας νικητής της Ασίας, οι κάτοικοι έβγαιναν με γιορτάσιμα ρούχα και πάνδημα εμακάριζαν κι ευλογούσαν, καλωσορίζοντας το νέο μονάρχη.

Απάνου στον ίδιον εκείνο δρόμο ήτουν χτισμένο και του Απελλή το μετόχι, κι από μπροστά επερνούσε τώρα ο ήρωας και παρατήρησε πως οι πόρτες ήταν ορθάνοιχτες μα πουθενά δεν έβλεπε το ζωγράφο. Κι εσταμάτησε επίτηδες τη λιτή επιθυμώντας να ιδεί το βασιλιά της Ελληνικής τέχνης. Αλλά μαθημένος να πνίγει κάθε αντίσταση, υποψιάζοντας την ιδιότροπη περηφάνεια του τεχνίτη, και νιώθοντας από τες ανοιχτές πόρτες πως εκείνος ήτουν μέσα, αιστάνθηκε πείσμα στην καρδιά του και θυμωμένος λίγο εδιάταξε κάποιον υπασπιστή να φέρει με τα καλά ή στανικώς τον Απελλή στο δρόμο.

Ο ζωγράφος υπακούοντας στη βία επαρουσιάστηκε σε λίγο ντυμένος με την ασιατική του πορφύρα και με τη χρυσή μίτρα στο κεφάλι, αμίλητος και περήφανος· και ο Μακεδόνας, που μαθημένος ήτουν στην κολακεία, δεν επαραξενέφτηκε λιγότερο από το πρωτόφαντο φέρσιμό του. Κακοφανισμένος τούπε:

«Απελλή δε λογαριάζεις φαίνεται το νικητή του Δαρείου;»

«Αλέξαντρε» του αποκρίθηκε «στους άγιους τόπους της Ελλάδας οι ζωγράφοι ως τώρα εχαιρόνταν προνόμια, γιατί η Μούσα κατοικεί στα σπλάχνα τους. Θέλεις εσύ ν' αλλάξεις τους ευγενικούς νόμους της; Οι πόρτες του σπιτιού μου ήταν ορθάνοιχτες για να σε δεχτούν· για κάθε Έλληνα είναι ευτυχία να πατήσει το κατώφλι μου· γιατί και συ δεν έμπαινες».

Ο Αλέξαντρος εχαμογέλασε. Έβλεπε πως δεν εμπορούσε να λυγίσει το ανεξάρτητο φρόνημα του ζωγράφου· η γενναιότητα όμως εμίλησε στη μεγάλη καρδιά του και είπε: «Έχω άδικο· έρχομαι». Κι επήδησε από το Βουκέφαλο και μαζί με λίγους ακόλουθούς του εμπήκε στο σπίτι.

Σαν ήρθαν στ’ αργαστήρι, οι χρωματοτρίφτες επροσκύνησαν το νικητή του Δαρείου κι ο ίδιος ο ζωγράφος θιαμάζοντας την πανώρια μορφή του ήρωα, το καλοκάμωτο κουφάρι, τούπε· «Καταδέξου να καθίσεις».

«Όχι, η ώρα βιάζει· θα κοιτάξω».

Πρώτα πρώτα εσταμάτησαν τα μάτια του σε μίαν Άρτεμη, που δοξάρευε ένα αγρίμι· ο Προμηθέας του Λύσιππου τον έκαμε να σταθεί σκεφτικός καμπόσο κι εδιάβασε τ’ όνομα του γλύφτη στην άκρη του πίνακα· έπειτα εκοίταξε την πομπή του Μεγάβυζου, που της έλειπε λίγο για νάναι αποτελειωμένη, και παίρνοντας ύφος ανθρώπου που κατέχει τα μυστικά της τέχνης είπε· —«Τι είν' εδώ;»

«Η πομπή του Μεγάβυζου, του αρχιερέα της Αρτέμιδας» αποκρίθηκε ο Απελλής.

«Μου φαίνεται» παρατήρησε ο βασιλέας σοβαρός «πως οι αρμοί είναι πολύ χοντροί, πως το χρώμα είναι σκοτεινότερο απ’ ό,τι έπρεπε· φταίει ίσως το βερνίκι;»

«Είναι καθώς ταιριάζει» απάντησε ο τεχνίτης πειραγμένος. « Ο κόσμος ακόμα δεν είδε τέτοια ζωγραφιά· αλλά, ω Αλέξαντρε, θιαμαστός είσαι, γιατί τόσο γλήγορα ενίκησες το μεγάλο βασιλέα, μα δεν εσπούδαξες, φαίνεται, ακόμα την τέχνη μου. Πρόσεξε· μην όταν φύγεις γελάσουν οι χρωματοτρίφτες».

Ο Αλέξαντρος εχαμογέλασε· ο τραχύς τρόπος του ζωγράφου τον ευχαριστούσε τώρα· του απόδειχνε έτσι πως δεν εφοβούτουν, πως τον έπαιρνε για Έλληνα αδύναμον να κακοποιήσει έναν τεχνίτη. Εκοίταξε μίαν άλλη μικρή κέρινη ζωγραφιά, μία κοιμάμενη Αφροδίτη, κι είπε θιαμάζοντας: — «Μοιάζει της αγαπημένης μου Καμπάσπης».

«Είναι μία σκλάβα μου. Σου χαρίζω α θέλεις την εικόνα».

«Η Καμπάσπη είναι ακόμη ομορφύτερη».

«Πώς;» έκαμε ο Απελλής πειραγμένος. Πέντε χρόνια εργάστηκα παίρνοντας από χίλια κορμιά το ωραιότερο για να ζωγραφίσω μίαν Αφροδίτη· και στην Ιμέρα οι Σικελιώτισσες κορασίδες εγδύθηκαν μπροστά μου τα σκουτιά τους για να διαλέξω τες καλύτερες· και από τες ομορφότερες πέντε, διορθώνοντας με το νου μου του πάγκαλου κορμιού τους τα σουσούμια, εσύνθεσα την απέραντη ωραιότητα της ουράνιας Αφροδίτης. Μία σκλάβα Ολύνθια μου φάνηκε έπειτα και από την εικόνα μου ομορφότερη, κι εζωγράφισα τούτο το κέρινο κονισματάκι, που είναι από τα καλύτερα φιλοτεχνήματά μου· πώς η Καμπάσπη σου θάναι ομορφύτερη;»

Ο ΝΟΥΜΑΣ 145 ― 24 του Απρίλη 1905

«Ιδές την» είπε ο Αλέξαντρος· κι έκαμε νόημα σ' έναν υπηρέτη να φέρει μέσα την Καμπάσπη.

Ήταν μία Ελληνοπούλα, μία Θηβαία σκλάβα λυγερόκορμη, ψηλή, έως είκοσι χρονών, με περάμορφο μέτωπο, με ποιητική πίκρα στο πρόσωπο. Τα σουσούμια της αληθινά εθύμιζαν την Αφροδίτη του Απελλή, μα το κορμί της δεν ήτουν τόσο θρεμμένο, τα χείλια της δεν είχαν τη φλόγα της ζωγραφιάς, τα μάγουλά της δεν έδειχναν τον αχόρταγον πόθο· τα μαλλιά της ήταν ταπεινά δεμένα μέσα σ' ένα μαντήλι, λαμπρόξανθα. Και ο Απελλής κοιτάζοντάς την αιστάνθηκε μίαν ακράτητη επιθυμία, έναν απέραντο θαυμασμό για το πανώριο πρόσωπο, ο τεχνίτης και ο άνθρωπος εδιψούσαν ν’ απολάψουν εκείνο το πλάσμα, θέλοντας να καταστήσει αιώνιες και αθάνατες τις ομορφιές του σπάνιου κορμιού και θέλοντας να δοκιμάσει στον κόρφο της τα κατάβαθα μυστήρια της αγάπης.

«Αλήθεια» είπε «είναι ομορφότατη· θα ζωγράφιζα μίαν Αναδυομένην.»

«Καλά θα ήταν» του απάντησε ο Αλέξαντρος «άξιος ζωγράφος της ομορφιάς της μόνος εσύ, Απελλή, μπορείς νάσαι. Μα πώς να σου δείξω γυμνήν την αγαπημένη μου; Δεν εχόρτασα ακόμα την αγάπη της μόλο που την έχω στα χέρια μου ένα χρόνο.»

«Οι παρθένες της Ιμέρας» είπε ο Απελλής «δεν ήταν σκλάβες· ήταν αρχόντισσες όλες· και γω είδα την άχραντη γύμνια τους. Είναι σπάνια η ωραιότητα.»

Μία στιγμή ο Αλέξαντρος έμεινε συλλογισμένος και στο τέλος είπε: — «Έλα την άλλη δεκάδα του μηνός στην Έφεσο για να την ζωγραφίσεις· πενήντα τάλαντα δε θάναι λίγα για την εικόνα.»

«Ο Απελλής δεν πλερώνεται» αποκρίθηκε περήφανα «παζάρι δεν έχουν τα έργα του· τα χαρίζει.» Και ο Αλέξαντρος χαιρετώντας το ζωγράφο αναχώρησε με τους εδικούς του.

Δ'

Σ' ένα παλάτι της Έφεσος, όπου ο Αλέξαντρος εκατοικούσε μελετώντας καινούριες νίκες, ήρθε τη διορισμένη μέρα ο Απελλής για να ζωγραφίσει την Αναδυομένη. Δύο σκλάβες, μαθημένες να τον βοηθούν, όταν εργαζότουν, τον είχαν ακολουθήσει, κι οι δούλοι του Αλέξαντρου τον έμπασαν αμέσως στο γυναικωνίτη, όπου η Καμπάσπη, ντυμένη με λευκό φόρεμα, με ένα χρυσόν τορκό στο κεφάλι, ανάμενε τρογυρισμένη από ένα πλήθος δούλες νέες όλες κι όμορφες παρόμοιες στης νυχτός τ’ αστέρια, που τρογυρίζουν το φεγγάρι.

Ο Απελλής εχαιρέτησε κοιτάζοντας μ' ασυνήθιστη συγκίνηση την ομορφιά της σπάνιας κοπέλας, ενώ οι δύο του δούλες άνοιγαν το τριπόδι, ετοποθετούσαν πάνου σ' ένα μαρμαρένιο τραπέζι τα κέρινα χρώματα, εστιούσαν το τάβλινον πίνακα, κι οι άλλες γυναίκες επαρατηρούσαν με περιέργεια τες ετοιμασίες. Η εικόνα δε θάταν μεγάλη πολύ· το μάκρος της ένας πήχας, μικρότερο το πλάτος.

Ο ζωγράφος είπε: — «Καμπάσπη, γδύσου.»

«Τη γύμνια μου» αποκρίθηκε ντροπιασμένη «δεν την είδε, ως τώρα, παρά ο Αλέξαντρος και με το στανιό κι εκείνος.»

«Και πώς λοιπόν θα σε ζωγραφίσω;»

Αλλά μαθημένος σε τέτοιες αντίστασες ο Απελλής εδιάταξε τες σκλάβες λέγοντας: — «Γδύσετέ την έτσι θέλει ο Αλέξαντρος.»

Και κείνες γελάμενες έβαλαν τα χέρια απάνου στη Θηβαία και παίζοντας με τα προφυλάματά της, ύστερα από λίγο εκατάφεραν να της βγάλουν το φόρεμα. Κι η Καμπάσπη χωρίς ούτε αφτή να το νοήσει, εβρέθηκε ολόγυμνη μπροστά στο ζωγράφο· τα χρυσά της μαλλιά εχυθήκαν σαν τράφος χρυσός πάνου στους ώμους της και πίσω στες πλάτες, κάνοντας έναν κάμπο χρυσό γύρου στο πανώριο πρόσωπο· έφερε αθέλητα τόνα χέρι στα στήθια και με τ’ άλλο έκρουψε το αιδοίο, και κατακόκκινη και ντροπιασμένη, ήθελε να πέσει στη γης, να κρουφτεί μέσα στα κύματα των μαλλιών της· μα οι δούλες την εμπόδιζαν.

«Η Κνίδια Αφροδίτη, όπως την είδε να λούζεται ο Πραξιτέλης» είπε ο Απελλής θιαμάζοντας. Κι εκοίταξε με πάθος το ολόλευκο κορμί, τες αρμονικές γραμμές, από τους ώμους στη ζώση, και από τη ζώση στα λαγγόνια, στα στρογγυλά παχιά μεριά, στες καλοκαμωμένες άτζες, στα μικρά απαλά ποδάρια και με τα μάτια του τεχνίτη εξετίμωνε τα πιθέματά της και τάβρισκε καλύτερα παρά ό,τι απαντύχαινε· μα και η ανθρώπινη καρδιά του δεν έμενε ξένη στη συγκίνηση· το μάτι του έβγανε μιαν αχτίδα επιθυμιάς· τα χείλη του ήταν ογρά και η καρδιά του ελάγκευε μέσα στα στήθια. Κι εκοίταζε πάντα με περσότερον πόθο, περιφέρνοντας με περιέργεια και μ' έγκαψη τα μάτια του από του κεφαλιού την κορφή, ως των ποδαριών την άκρη, κι επροσπαθούσε να συναπαντήσει με τη ματιά του το βλέμμα της Θηβαίας, που καρφωμένο στη γης δεν εκοίταζε τίποτες, ενώ αφτή εποθούσε με του κορμιού τα κινήματα να κρούψει, όσο εμπόρειε, τη γύμνια της και να προστατεφτεί από το αδιάντροπο βλέμμα του ζωγράφου. Τούτος ήρθε σιμά της ξελωλωμένος· άπλωσε οπίσω της ένα λουλακίσιο ρούχο και της είπε:

«Τώρα θα σε ζωγραφίσω· Καμπάσπη, μην τρέμεις. Αληθινά της Αφροδίτης το κορμί που το ζηλεύουν όλοι οι ουράνιοι από το δικό σου καλύτερο δεν είναι· της Ελένης ούτε κείνο δεν θάταν όμοιο.»

Και η Καμπάσπη βλέποντας κάθε αντίσταση περιττή υποτάχτηκε τέλος στην τύχη· και ο ζωγράφος εκάθισε σ' ένα χρυσό θρονί πάνου σε πορφυρένια μαξιλάρια, και κατακόκκινος, με ψιλόν ίδρο στο μέτωπο, εμάλαζε με τα δάχτυλα τα κέρινα χρώματα, τάπλωνε με το κήστρο και με το χέρι στον πίνακα, και εδούλευε ενθουσιασμένος, με γληγοράδα, κάνοντας να ρέει η ψυχή του στη ζωγραφιά, η ουράνια ωραιότητα της τέχνης και ο κατάκαρδος πόθος της επιθυμίας. Έμεινε ώρες αμίλητος· η εικόνα επρόδευε.

Έπειτα ο Απελλής σκεδιάζοντας τ’ ακροδάχτυλα της Καμπάσπης είπε με συνέπαρση· «Ανάφτεις καινούριες ελπίδες για την τέχνη μου, μου ανοίγεις έναν καινούριον κόσμο, κόρη, όταν ελογάριαζα πως είχα ανεβεί τα σκαλοπάτια όλα της ομορφιάς· πες μου ποιανού και πούθες είσαι, και πώς ο Αλέξαντρος, τρισμάκαρος, σ' έβαλε στο κλινάρι του, όχι λιγότερο ευτυχισμένος που κατέχει εσένα παρά που είναι ο μεγαλύτερος στρατηγός του κόσμου.»

Εκείνη αναστέναξε κι επλημύρισαν δάκρυα τα μάτια της· αλησμόνησε πως ήταν γυμνή και βρίσκοντας ευχαρίστηση ν' αλαφρώνει την πικραμένη καρδιά της, είπε· — « Απελλή, ξυπνάς στην ψυχή μου τη θύμηση του περασμένου καιρού, του θάνατου των αγαπημένων μου, που τους κλαίγω ακόμα, που με τα μάτια μου τους είδα να σκοτώνονται, όταν οι Μακεδόνες επήραν κι εκατάσκαψαν την χώρα μου τη ξακουστή Θήβα· ο Διόνυσος δεν εμπόρεσε να την προστατέψει σα να την επολεμούσε ένας θεός μεγαλύτερός του. Εγλίτωσα γιατί με λέγουν όμορφη· και παρθένα με πήραν μπρος στον εξουσιαστή μου, που μεθυσμένος από τη νίκη, ανυπόμονος και ξαγροικωμένος με υπόταξε σε μία στιγμή στην επιθυμιά του.»

Τα μάτια της έλαμψαν· του κορμιού της τα τριχάρια ορθωθήκαν σα νάχε φυσήσει απάνου της παγωμένος αγέρας και μηχανικά άπλωσε το χέρι προς το μπλάβο σκουτί, πούχε στήσει οπίσω της ο Απελλής κι ετυλίχτηκε με κείνο. Κι εξαναπήρε ευκολότερα το λόγο σα νάχε ζεσταθεί από το σκέπασμα, κι έλεγε: — «Ο Αρχύτας ήταν ο πατέρας μου, ένας πρόκριτος της Θήβας· έπεσε, ωιμέ, ο γέροντας με το σπαθί στο χέρι. Ο αετός της Μακεδονίας επολεμούσε πέρα τους Θράκες και τους Αγριάνες, όταν εσπάρθηκε λόγος πως είχε χαθεί με τ’ ασκέρια του σ' αγνώριστα λημέρια, θέλοντας να υποτάξει τους Υπερβόρειους και νάβρει της οικουμένης τες παγωμένες άκρες. Πολλές Ελληνικές πολιτείες εστοχαστήκαν πως είχε σημάνει της λεφτεριάς η ώρα, κι η Θήβα, που εθυμούτουν και τον Επαμεινώντα και τον Πελοπίδα, που εποθούσε ακόμα την αρχηγία της Ελλάδας, εσηκώθηκε γιομάτη ενθουσιασμό, γιομάτη μίσος· στα ελληνικά στήθια είχε ανάψει η φλόγα της ανεξαρτησίας. Εζητούσε ολούθες συμμαχία, και μηνυτές της έτρεχαν σ' όλες τες χώρες της Ελλάδας· κι ο κόσμος έπιανε τ’ άρματα· όταν, από μία μέρα στην άλλη, χωρίς κανείς να το προσμένει, ο Αλέξαντρος, περνώντας τα Θερμοπύλια, εφανίστηκε στους κάμπους της Βοιωτίας κάνοντας να προσκυνούν οι οχτροί του· η Θήβα μοναχή αντιστάθηκε· ο αδερφός μου, ο Διονυσόδωρος, εγνώριζε τρόπο να κάψει σε μία μέρα, χωρίς κίντυνο, το μακεδονικό στρατόπεδο κι είχε καταπείσει τους στρατηγούς να μην παραδώσουν τη χώρα. Μα ο ήρωας ακράτητος έδωκε τη ρίξη· οι μηχανές του Διονυσόδωρου δεν ηθέλησαν να δουλέψουν· —οι Μοίρες της Θήβας τες είχαν σκανταλίσει— και μία σαΐτα είχε λαβώσει το μηχανικό. Οι στρατιώτες εμπήκαν στη χώρα· εσκότωσαν· εσκλάβωσαν· έκαψαν· έκαμαν ό,τι ήθελαν. Και σε λίγες ημέρες και τ’ αγιαστήρι του Βάκχου, η Καδμεία, έπεσε στα χέρια του οχτρού κι εμολεφτήκαν μ' ανθρώπινο αίμα οι άγιοι βωμοί. Ο Αρχύτας εβρήκε αφτού το θάνατο· ο Περδίκας επήρε σκλάβο τον αδερφό μου, που τότες ακόμα επάλευε με το θάνατο, η μητέρα μου, η γριά αρχόντισσα, επουλήθηκε ξεφτελισμένα δεν ξέρω πού, κι εμένα μ' οδήγησαν στο κλινάρι του νικητή.»

Ο Απελλής άφηκε τα χρώματα αναστενάζοντας.

«Ο Απόλλωνας» ξακολούθησε η Ελληνοπούλα «ομορφήτερος δεν είναι από τον ήρωα· χίλιες γυναίκες από την Ευρώπη κι από την Ασία τον αγάπησαν και θα δυνόμουν κι η ίδια να τον αγαπάω, γιατί είναι μεγάλος· μα πώς να συμπαθήσω; Ο Διονυσόδωρος θλιμμένος και αγέλαστος, ντυμένος με λαμπρά ρούχα, κερνάει στη σκηνή του Περδίκα, όταν συνάζονται οι Μακεδόνες στρατηγοί, που μοιάζουν όλοι για βασιλιάδες της γης. Συχνά τον έβλεπα στο Γρανικό, όταν αντικρίσαμε τα φουσάτα του Κοδομανού, εμάς τους σκλάβους μας έβαλαν παράμερα· κι είχαν δώσει διαταγή στους φυλακάτορές μας να μας σκοτώσουν, αν εχανόταν η μάχη, μη μας έπαιρναν λάφυρο οι Πέρσες. Κι είδα τον Αλέξαντρο, λαμπρόν και περήφανον, να διαβαίνει καβαλάρης στο Βουκέφαλο του Γρανικού το ρέμα, με τη βαριά σπάθα στο χέρι· είδα τους Μακεδόνες να ρίχνονται με φιλοτιμία κατόπι του· τους είδα ν' ανεβαίνουν τ’ απόγκρεμο φρύδι· κι είδα τες λόγχες να σταυρώνονται, τα σπαθιά ν' ανεμίζονται, τ’ άλογα αφρισμένα να καταπατούν αθρώπινα κορμιά, να ρέει ένας αληθινός τράφος αιμάτου κοκκινίζοντας του Γρανικού τα νερά· άκουσα τη χλαλοή του κόσμου, την κλαγγή των αρμάτων, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων· ένα φοβερό ανακάτωμα, μία συντρίμωση αιματερή ακολούθησε· και προς τ’ απόγιομα ο Κοδομανός ανεβασμένος στο βασιλικό του αμάξι, φοβισμένος, με την ψηλή τιάρα στο κεφάλι, κουκουλωμένος και ντυμένος με πορφυρά φορέματα επήρε το φύγι παραδίνοντας τη σωτηρία του στη γληγοράδα των ατιών του. Οι Μακεδόνες το νόησαν· μία κραυγή χαράς, ένας αλαλαγμός για τη νίκη ετάραξε όλον τον αγέρα· με ορμή εχυθήκαν απάνου στους βάρβαρους που έγερναν όλοι μαζί τες πλάτες σκιαγμένοι και δειλιασμένοι. Εσκοτωθήκαν πολλοί, ώσπου το βράδυ επλάκωσε· και οι Μακεδόνες κουρασμένοι από τη σφαγή κι από τον αγώνα, εβαλθήκαν να ψάλουν νικητήρια τραγούδια κι ύμνους για τον Αλέξαντρο το σαρκωμένο θεό.

Τότες μ’ εσίμωσε ο Διονυσόδωρος αχνός και λυπημένος. «Ενίκησε» μούπε «ο εχτρός μας, Καμπάσπη. Καινούριες δόξες, καινούριες νίκες τον αναμένουν· η Ασία τον προσκυνάει· ποιος θα γδικήσει τη Θήβα;» Έτρεμε. «Αδερφή μου» είπε κλαίοντας. — «Εσύ Καμπάσπη» ξακολούθησε μυστικά «εσύ που σ' ατιμάζει με τα φιλιά του, θυγατέρα του Αρχύτα, θυμήσου τους πρόγονούς σου τους Βοιωτάρχες· πάρε το μαχαίρι τούτο και σφάξε το νικητή του Κοδομανού· γράψε τ’ όνομά σου με χρυσά ψηφιά στην ιστορία της πατημένης Ελλάδας.»

Άλλο λόγο δεν επρόφερε κι έφυγε από σιμά μου αφήνοντάς μου το μαχαίρι. Κι ωστόσο έρχονταν η διαταγή να διαβούμε και μεις το ρέμα, και μ' οδήγησαν σκοτισμένην σε μίαν πανώρια σκηνή μεγάλη σαν παλάτι (τη σκηνή του Κοδομανού), οπού ο Αλέξαντρος μ’ εδέχτηκε με φεγγοβόλα μάτια, μ' εφίλησε και μούπε μ' αγάπη.

«Το καλύτερο βραβείο του πολέμου μου είσαι εσύ, ω Καμπάσπη, περσότερο παρά η νίκη μ' αρέσει η θωριά σου.»

Ίδρος κρύος έτρεχε σ' όλο μου το κορμί. Ο Διονυσόδωρος μ' είχε υποτάξει στη θέλησή του· τα φλογερά του λόγια εσήμαιναν ακόμα στ’ αυτιά μου, και μου φαίνονταν πως η πατρίδα μούδινε την κατάρα της. Η ζωή δεν άξιζε τίποτα για μένα· αιστάνθηκα πως η σκλαβιά μου την εμάραινε.

Στην αγκαλιά μου αποκοιμήθηκε ο λέοντας χορτάτος αίμα και χορτάτος έρωτα· η στιγμή είχε έρθει· η καρδιά μου είχε αποχτήσει αντρίκια γενναιότητα. Έπιασα το μαχαίρι. Μα στο λίγο φως της νυχτικής φωτιάς είδα τα μελανά μάτια του ήρωα να λάμπουν κοιτάζοντας με· το μαχαίρι μου ξέφυγε· κι ο Αλέξαντρος μ' έπιασε με το βαρύ του χέρι από τη ζώση, μ' έσφιξε απάνου του και μ' εφίλησε λέγοντας: — «Από το χέρι σου γλυκός είναι κι ο θάνατος, Καμπάσπη.» Εγώ έκλαψα.»

Ο Απελλής την εκοίταζε τρομασμένος. Η ομορφάδα της έφεγγε μ' όλη της τη λάμψη, σαν όταν ο ήλιος μεσημεριάζει· ένας ίδρος ψιλός έβρεχε το κορμί της και το στήθι της ελάγκευε, όπως των δοξαρών η χορδή, όταν φύγει η σαΐτα. Τα δάκρυα όγραιναν το αχνισμένο πρόσωπό της· και τα μαλλιά της έρχονταν μοναχά τους στο μέτωπό της. Ο ζωγράφος ελάτρεψε με το νου του την τρυφερή νέα και λησμονώντας τες άλλες σκλάβες είπε με ταπεινή φωνή, γλυκά γλυκά: — «Καμπάσπη, σ' αγάπησα.» Αφτήν την στιγμή εφανερώθηκε ο Αλέξαντρος.

Ε'

«Σ' άκουσα» είπε με σοβαρότητα κοιτάζοντας το ζωγράφο και τον εσίμωσε. Αλλά εσταμάτησε μπρος στην μισοκαμωμένην εικόνα στατικός, και την εφαντάστηκε ξετελειωμένην μ' αδιήγητες ομορφιές, θάμασμα για τους αιώνες όλους. Έπειτα ετήραξε και την σκλάβα· και αφτήν την ώρα το αριστούργημα του κάστηκε ομορφήτερο από την πανώρια νέα, γιατί εστοχάστηκε πως η εικόνα παράσταινε έναν άσβηστον και αιώνιον τύπον ομορφιάς, που δεν έμελλε να γνωρίσει ούτε χάλασμα, ούτε γεράματα, ούτε θάνατο. Κι επροτίμησε να κατέχει τη ζωγραφιά περσότερο παρά το πρωτότυπο, ηθέλησε να δώσει δύναμη του τεχνίτη για να φανερώσει τα πανύψηλα και κατάβαθα μυστήρια της ψυχής του, που ο Αλέξαντρος τάβλεπε ή τα υποψίαζε, θωρώντας το πλατύ μέτωπο του ζωγράφου, τη θολή των ματιών του λαμπράδα. Ένα αίστημα τρυφερό επλημμύρισε την καρδιά του ήρωα, μία απέραντη ευτυχία, μία αδιήγητη συγκίνηση, και εκατάλαβε πως υψηλότερη ήταν η γενναιότητα και η αγάπη παρά η αντρειά, ο φόβος και τα αρματωμένα ασκέρια.

«Συμπάθησε» επαρακάλεσε δακρυσμένη η Καμπάσπη· «έσφαλε, μα τίποτα δεν εστάθηκε· ρώτα τες σκλάβες.»

Ο Αλέξαντρος εκούνησε το κεφάλι και τα μάτια του επηγαινοέρχονταν από την εικόνα στην Καμπάσπη κι έλαμπαν. — «Απελλή» είπε σε λίγο «ετόλμησες ό,τι κανένας δε θα αποκοτούσε· πάλι πίσω δεν εφοβήθηκες το νικητή του Δαρείου και μάλιστα τώρα τον έβρισες.»

Και ο Απελλής αποκρίθηκε ταραγμένος, κοιτάζοντας την εικόνα και την Καμπάσπη που έκλαιγε με δάκρυα θερμά: — «Είμαι παρέτοιμος να πεθάνω, Αλέξαντρε. Η σκλάβα αφτή δεν έφταιξε· αλλά άφησέ με να τελειώσω τ’ αριστούργημα· είναι κρίμα να χάσει ο κόσμος και τον Απελλή και το έργο.»

«Η τέχνη σου σε γλιτώνει «αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Αλέξαντρος κι εθάμαζε μέσα του το ζωγράφο, που ατάραχτος έβλεπε μπροστά του το θάνατο, αγαπώντας καλύτερα παρά τη ζωή του την τέχνη του. Κι εγεννήθηκε στην παλληκαρήσια ψυχή του ένας πόθος τρισεύγενος να προσπερνάσει το ζωγράφο στη δύναμη της ψυχής και στη γενναιότητα, ένας πόθος να θυσιάσει πολυτίμητους θησαυρούς για την τέχνη, το ίδιο του το είναι, το στεφάνι της νίκης, όλα τέλος κι αφτήν την καρδιά του. Συνεπαρμένος από τα φλογερά του αισθήματα είπε: — «Απλοϊκός ήμουν, αφού εστοχάστηκα πως θα ιδείς την Καμπάσπη γυμνήν χωρίς να την λατρέψεις. Τι ελαγάριασε ποτέ ανώτερο από την ομορφιά ο Ελληνισμός όλος;» Κι εχαμογέλασε· στο νου του ήρθαν οι βρισιές που ο Δημοστένης έδινε του Φίλιππου, του πατρός του, όλο το φέρσιμο της σκλαβωμένης Ελλάδας που τον είχε για βάρβαρο καταχτητή, για αλλόφυλο γίγαντα· για τύραννον ενού λαού αστενισμένου εξαιτίας της ιδανικής ζωής, της αγάπης για τα γράμματα και για την ανέβρετη καλλονή. Ο ίδιος ο Απελλής μπροστά του τόχε ξεστομίσει, όταν στανικώς τον έφεραν στην παρουσία του. Μα ο ήρωας εποθούσε ν' αποδείξει πως ήτουν Έλληνας και ο ίδιος, πως είχε γκαρδιωμένα τα αισθήματα της Ελληνικής φυλής, πως εσάρκωνε την ιστορία της και τα ιδανικά ενού Περικλή. Ήθελε ν’ αποδείξει του Απελλή πως εγνώριζε τι αξίζει η τέχνη.

Κακοφανισμένος επρόστεσε: — «Ο έρωτάς μου δε θάναι μικρή πλερωμή για το έργο σου· σου χαρίζω την Καμπάσπη, δεν εδούλεψες χάρισμα τον Αλέξαντρο.»

Ο ζωγράφος ανατρίχιασε. Είχε όρεξη να λατρέψει το βασιλέα, να μη δεχτεί το πολυτίμητο δώρο· οι σκλάβες εκοίταζαν σαστισμένες η μία την άλλην, και ο ήρωας ακολούθησε την ομιλία του: ― «Αλλά θα ζωγραφίσεις και μένα· και θα κρεμαστεί η εικόνα σου στο ναό της Άρτεμης· τ’ άγαλμά μου το χύνει ο Λύσιππος χαλκωματένιο, η τέχνη σου όμως θα με εικονίσει καλύτερα. Αφτή είναι η θέλησή μου.»

Κι έπειτα στρέφοντας προς τη σκλάβα είπε: — «Τώρα είσαι δική του. Στο σπίτι του βασιλιά της τέχνης θυμόσουν τον Αλέξαντρο που σ' ελάτρεψε· το σκήφτρο της Μακεδονίας τόχω λαμπρύνει με πολλά πετράδια αξετίμωτα, εσύ ήσουν το καλύτερο».

Ο ΝΟΥΜΑΣ, 146 ― 1 του Μάη 1905

Αφιερώνεται με θαμασμό και με σέβας στην κ. ΕΙΡΗΝΗ ΔΕΝΤΡΙΝΟΥ για να θυμάται την Κορακιάνα.

Και ο Απελλής μη μπορώντας ακόμα να συνέρθει αποκρίθηκε: — «Με σκλαβώνεις και μένα, Αλέξαντρε. Αν η φλόγα καινούριας αγάπης μου θέρμανε ακόμα μία φορά τα φυλλοκάρδια, καθώς εζωγράφιζα τούτην την Αναδυομένη, που απ’ όλα μου τα έργα μικρά και μεγάλα το καλύτερο είναι, για τη δική σου την εικόνα ο ενθουσιασμός και ο θαμασμός θα κατέχει όλη μου την ψυχή, πανύμνητε ήρωα».

«Βασιλέα, κύριε μου» είπε η Καμπάσπη, «ας ήμουν άξια να μείνω δική σου για πάντα· οι άνθρωποι όλοι, και τούτος ακόμα που ξέρει να δώσει ζωή στην άψυχη σανίδα, είναι αληθινά μικρότεροί σου· συμπάθα α δεν εβρήκες με μένα τη θαράπαψη, που απαντύχαινε η φλόγα της νιότης σου, η πιθυμιά της ηρωικής καρδιάς σου. Δεν ήμουν για σένα». Κι εκοίταξε με σπλάχνος τον Απελλή.

Στ’

Τόσο ευτυχισμένος, όσο σ' εκείνον το χρόνο, ο Απελλής δεν είχε σταθεί ποτέ του. Η καινούρια του αγάπη για τη Θηβαία ήτουν καινούρια άνθιση της ζωής του κι επαραδινότουν στο νέο πάθος του με τη δύναμη της πρώτης νιότης, απολαβαίνοντας όμως περσότερο. Και μαζί με τον έρωτα έφτασε στην υψηλότατην ακμή της και η τέχνη του. Σ’ ένα καλοκαίρι είχε τελειώσει δύο από τες καλύτερές του εικόνες: την Αναδυομένη, πούδειχνε όλη τη δύναμη της ομορφιάς όλο το βάθος της ερωτικής ευτυχιάς του, και την εικόνα του Μακεδόνα καβαλάρη, που ήταν φωτισμένη από τη φλόγα του ενθουσιασμού, εικόνα του μεγάλου ανθρώπου που μόνο ένας τεχνίτης μεγάλος μπορεί να τον νιώσει, γιατί βλέπει μέσα του ο ίδιος το αντικότισμα του μεγαλείου, την ίδιαν άσβηστη δίψα να βγει από τα στενά σύνορα της ζωής, στο μεγάλον κόσμο της ιδέας και της αθανασίας.

Ήταν οι πρώτες μέρες του χινόπωρου, που στα γλυκά κλίματα της Ιωνίας μοιάζει με δεύτερην άνοιξη. Ο Απελλής ηθέλησε να παρουσιαστεί στον Αλέξαντρο για να του πει πως τούχε τελειώσει την εικόνα. Από δύο μέρες είχε απλώσει απάνου στον πίνακα το μελανό βερνίκι που μετρίαζε τεχνικά τη ζωηρότη των ανοιχτών χρωμάτων κι έκανε να βγαίνουν τα στορίσματα πιαστά όξω από τον πίνακα.

Οι δύο άντρες τώρα εστεκόνταν μπροστά στη μεγάλη ζωγραφιά. Ένα χαμόγελο ανέβηκε στα χείλια του ήρωα που αναγνώριζε τον εαφτό του κι έβλεπε μπροστά του ένα δεύτερο βουκέφαλο, ομορφήτερον ακόμα από τ’ αγαπημένο του πολεμικό άτι, γιατί είχε την αιώνια σφραγίδα της τέχνης. Μα ξετάζοντας παρατήρησε στατικός στο ζωγραφισμένο πρόσωπό του μία βαθιά μυστικήν έκφραση, που ο ίδιος δεν την έβλεπε στον ασημένιο καθρέφτη, στο βλέμμα μία μελαγχολία απέραντου κι αχόρταγου πόθου, μία έγνοια για το άγνωστο μελλάμενο, που ο ίδιος δεν την ήξερε και που αρμόδια δεν του φαινότουν για το φωτεινό του χαραχτήρα. Κι όμως ένιωθε τη δεινή τέχνη του ζωγράφου· τα δάχτυλα έβγαιναν σαν ανάγλυφα και ένας φωτεινός κεραυνός που επετιότουν από το απλωμένο του χέρι, εφαινότουν να χύνεται πέρα μακράν από τον πίνακα με αληθινά τρομαχτική λάμψη. Τότες κοιτάζοντας με προσοχή είπε συλλογισμένος: —« Απελλή, μου φαίνεται τέτοιος δεν είμαι».

«Αλλιώτικος δεν είσαι στον υψηλόν κόσμο της τέχνης» αποκρίθηκε ο ζωγράφος μ' έμφαση· «τέτοιαν καταλαβαίνω την ψυχή σου· το μελλάμενό σου φανερώνεται εδώ μ' όλη την άχραντη δόξα του. Δεν ήθελα μόνο να δείξω του Ελληνικού κόσμου το πρόσωπό σου, μα και τα κρουμμένα μυστήρια της ψυχής σου· είναι η αποθέωσή σου, Αλέξαντρε».

Ο βασιλέας έμενε σκεφτικός και ο Απελλής επρόστεσε: — «Ας έρθουν οι φοράδες σου· θα σε καταπείσουν πως ξέρω να ζωγραφίζω· είναι κριτές ανώτεροι παρά ο κάθε ζωγράφος».

Κι έκαμε τους δούλους να στήσουν την καινούριαν εικόνα μπρος στη μπασιά του χτίριου, όπου εκατοικούσε ο Αλέξαντρος. Κι εδιάταξαν να φέρουν τες φοράδες από το στάβλο. Και τα μακεδονίτικα φαριά, που άλλοι σκλάβοι τα κρατούσαν από τα σαλιβάρια, βλέποντας τον ιστορισμένο βουκέφαλο εχλιμίντρισαν όλα, και ο Απελλής είπε, γελώντας για το θρίαμβο: — «Οι φοράδες εγνώρισαν το βουκέφαλο, ίσως κιόλας και τον Αλέξαντρο».

Ζ'

Ο τεχνίτης στο εξοχικό του μετόχι ετέλειωνε την πομπή του Μεγάβαζου. Οι χρωματοτρίφτες εδούλευαν τα χρώματα, καθώς πάντα· η ίδια σοβαρότητα εκυριαρχούσε στο αγιαστήρι εκείνο της τέχνης, μόνο σιμά στο ζωγράφο, που εφορούσε την ίδια βασιλική πορφύρα και την ίδια χρυσή μίτρα στο κεφάλι —ξανθός, μπλαβομάτης, μεγάλος, πανώριος— εκαθότουν η Καμπάσπη ντυμένη μ' ένα γαλάζιο λινό φόρεμα, μ' ένα χρυσό διάδημα στην κόμη, με πολυτίμητα τζοβαΐρια στα χέρια, στα στήθια, στο λαιμό και στ’ αφτιά, και παίζοντας μ' ένα σπουργίτη που της ετσιμπούσε τα ρόδινα ακροδάχτυλα. Εφαινότουν ευχαριστημένη. Ο ζωγράφος, που την ελάτρευε, ήταν τρυφερότερος, ανθρωπινότερος, ημερότερος από το γίγαντα, που περνώντας μόνο και σα παιγνιδίζοντας υπόταζε την Ασία.

«Καμπάσπη» είπε ο Απελλής αφήνοντας τα χρώματα κουρασμένος «ο Αλέξαντρος έκαμε να κρεμάσουν την εικόνα του στο ναό της Άρτεμης, που όσο πάει στολίζεται με αξετίμητους θησαυρούς τέχνης· και η χώρα εδέχτηκε το έργο μου αναγαλλιάζοντας· θα το ξέρεις βέβαια· στην Έφεσο σήμερα δε μιλούν παρά για μένα».

«Όπως σου πρέπει» εχαμογέλασε η Θηβαία.

«Και ξέρεις» επρόστεσε φαντασιασμένος «θέλει πάλι να τον ζωγραφίσω· οι φίλοι, του οι Αθηναίοι εψήφισαν να τον τιμήσουν για Αττικόν ήρωα, όμοια με το νικητή του Μινώταυρου· και να κρεμάσουν την εικόνα του στον Παρθενώνα. Τώρα, είπε, θέλει να τον ιστορίσω στη μάχη του Γρανικού».

«Αδύνατο δεν είναι» απήντησε η Καμπάσπη «η σκηνή της σφαγής είναι άξια για τα χρώματά σου».

Ο Απελλής εχαμογέλασε κι εκοίταξε μ' αγάπη τη σκλάβα. «Αύριο» της είπε «ή την άλλη μέρα θα προσφέρει στην Άρτεμη ευχαριστήριες θυσίες· αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στην Κιλικία και τούτες τες ημέρες ο στρατός φεύγει από τα Ύπαιπα προς τα Νότια μέρη, και ο ίδιος μελετάει καινούριες νίκες, καινούριες δόξες για του χρόνου».

«Αχ» αναστέναξε η Καμπάσπη και το πρόσωπό της εσυγνέφιασε «φεύγει για καινούριες νίκες, για καινούριες δόξες, για καινούριες αποθέωσες! Και ο αδερφός μου, ο πρόμαχος της Θήβας, ακολουθάει αντράποδο το νικηφόρο στρατό. Θα χαθεί στα βάθη της Ασίας ο μοναχός ζωντανός από το σόι του Κάδμου. Πώς ήθελα να τον ξαναϊδώ». Ένιωσε πως τα μάτια της ογραινόνταν· μα ξάφνως έλαμψαν με την αχτίδα της ελπίδας· — «Απελλή, καλέ μου Κύριε, ελεφτέρωσέ τον μπορείς α θέλεις», εδεήθηκε γονατίζοντας. «Και πεντακόσια τάλαντα θα σου πλέρωνε το καινούριο έργο, γιατί θέλει, το ξέρω, να λατρεφτεί στην Αθήνα για επιχώριος δαίμονας· τι είναι γι' αφτόν ένας σκλάβος; Ζήτησέ τον πλερωμή της τέχνης σου, θα γελάσει και ο ίδιος για τόσο λίγο που θα του ζητήσεις. Αληθινά ο Διονυσόδωρος είναι του Περδίκα κερνάτορας, μα τι αξίζει για κείνους, που σφάζουν και πουλούν χιλιάδες ανθρώπους κάθε μέρα, ένας; Θα του δώκει δέκα άλλους για να σ' ευχαριστήσει».

Ο Απελλής της αποκρίθηκε συγκινημένος: — «Θα γένει το θέλημά σου». Κι εκάθισε τη σκλάβα, που εγελόκλαιε, στα γόνατά του, μπρος στην πομπή του Μεγάβαζου που τους εκοίταζε και κείνος από την εικόνα χαμογελώντας το χαμόγελο της δόξας.

Η'

Την άλλην αυγή δύο στρατιώτες Μακεδόνες έφεραν στο μετόχι του ζωγράφου το Θηβαίο σκλάβο και τον επαράδιναν του πορτάρη. Ο Διονυσόδωρος είχε πέδες στα πόδια και σίδερα στα χέρια κι ήταν ντυμένος με καινούρια κι αξιαζούμενη πορφύρα —καθώς είχε διατάξει ο Αλέξαντρος— μα ξεσκισμένην σ’ όλα τα μέρη.

«Τι τον θέλει αυτόν τον ακαμάτη» ερώτησε ένας από τους στρατιώτες το δούλο του Απελλή «κοίτα πως εκατάστησε το φόρεμά του στο δρόμο».

«Εγώ» είπε ο άλλος στρατιώτης «δε θάδινα ούτε ένα δίδραχμο για να τον αγοράσω· και αν έδινα κάτι θα τον έπαιρνα μόνο για να τον τυμπανίσω τη δεύτερη μέρα· τον Περδίκα τον ετυράγνισε· ο ανυπόταχτος».

«Βάρβαρε» είπε ο Διονυσόδωρος θυμωμένος κοιτάζοντας λοξά το στρατιώτη.

Ετούτος επρόστεσε: — «Ούτε το μαστίγιο δεν τον έστρωσε. Κακό σκοτωμό, Διονυσόδωρε, στ’ αργαστήρι του ζωγράφου». Κι εγέλασε.

Οι δύο στρατιώτες έφυγαν σε λίγο, και ο πορτάρης έμπασε το Θηβαίο στο αργαστήρι του Απελλή, που εδούλευε κατά το συνήθειο του την εικόνα του Μεγάβυζου. Ο Διονυσόδωρος εκοίταζε με περιέργεια γύρω του κι ο ζωγράφος εσήκωσε τα μάτια και τον είδε. Η μορφή του εφανέρωσε ξάφνως μία βαθιά συγκίνηση· ανανοήθηκε πως ο Διονυσόδωρος έμοιαζε της αδερφής του, μα πως ακόμα ανώτερη ήταν η αντρίκια ομορφιά του. Τον εξέταζε τώρα ξετιμώνοντας με γνώση του κορμιού τα πιθέματα: ήταν άντρας τριάντα δύο χρονών, σημειωμένος από την ατυχία. Τ’ αχτένιγα μαλλιά μακριά και σγουρά εκατέβαιναν μαύρα, σαν κοράκου φτερά, πάνου στον ώμο του κι εσκορπιζόνταν στο μέτωπο, που μαρτυρούσε βαθιές και κατάκαρδες έγνοιες. Τα μαύρα του μάτια ανήσυχα, στρογγυλά, είχαν της νύχτας το μυστήριο των άστρων την αναλαμπή, κι ήταν σκοταδερά και λυπημένα· τ’ όμορφο πρόσωπό του το στόλιζε μαύρο γένι πυκνό και σγουρό και τα χείλια του ήταν αχνοκόκκινα παχιά, και μαύρα, γιομάτα πιθυμίες, αγέλαστα. Κι είχε το τραγικό παράστημα του ήρωα· η πολυτίμητη χλαμύδα εκρεμότουν κουρελιασμένη από τους πλατιούς ώμους, κι άφηνε να φαίνεται αλάκερο το τριχωτό, αγαλματένιο κορμί, τα στήθια που φούσκωναν, καθώς έπαιρνε πνοή, την κοιλιά που έμπαινε μέσα, τα στρογγυλά μουσκουλωμένα μεριά του, που έδειχναν ασυνήθιστη δύναμη, τες σκληρές άτζες, και τα πόδια που ήταν καλοκάμωτα και που εκινιόνταν μ’ ευγενικιά περπατησιά σημαδεμένα από τις πέδες.

Ο Απελλής εκοίταζε αχόρταγος τον περήφανο Θηβαίο και τούπε: — «Μην ήσουν βασιλέας;»

«Όχι» αποκρίθηκε με τραχύτητα «ήμουν ελέφτερος Έλληνας, ήμουν Θηβαίος· και τώρα σκλάβος σου, ως λένε. Γιατί μ’ αγόρασες; Αλλά προτιμάω εσένα παρά τους βάρβαρους, που μ' εξουσίαζαν· θάμαι γλυκότερος μαζί σου».

Ο Απελλής εσυνήρθε τότες από τη συνέπαρσή του κι εθυμήθηκε την Καμπάσπη και την εφώναξε.

«Πώς» είπε ο Διονυσόδωρος με βραχνή φωνή και με σκοτεινό βλέφαρο «εδώ είναι η αδερφή μου; Έτσι καταφρονιέται και κείνη από αγκαλιά σ' αγκαλιά; Ω θεοί προστάτες της Θήβας, ω άδικες μοίρες της Ελλάδας!»

Και τώρα από μία πόρτα που έδινε στο γυναικωνίτη εφανίστηκε η Καμπάσπη, ντυμένη με σκουτιά ελέφτερης γυναικός, τρέμοντας από συγκίνηση και με χαμόγελο ευτυχίας στα χείλια. Ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του αδερφού της. Μα εσταμάτησε παγωμένη· τα μάτια της επλημμύρισαν δάκρυα, καθώς αναντράνιζε την αχνισμένην όψη του αδερφού της, το σκοτεινό και βαθύ ανάβλεμμά του. Μ’ αδιήγητη γλυκάδα στη φωνή, επρόφερε ταπεινά: — «Διονυσόδωρε, δύστυχε γιε της μάνας».

Ο Θηβαίος εσυγκινήθηκε. — «Ποιος τόλεγε» είπε σηκώνοντας μ' έμφαση το χέρι, αδιάφορος για τους άλλους που άκουαν «ποιος τόλεγε πως η γενιά του Κάδμου, το στόλισμα της Ελλάδας, θα υπόφερνε τέτοιον κατατρεμό; Σαν πρόστυχη εταίρα, Καμπάσπη, αλλάζεις αγκαλιά, βρίσκοντας ακόμα γλύκα στη ζωή, που για σένα δεν έχει παρά ντροπιάσματα. Γιατί στο Γρανικό δε σ' εσκότωσα με κείνο το μαχαίρι; —Αχ, γιατί έλπιζα πως έμελε να γδικήσεις η ίδια την τιμή σου, να γδικήσεις τη ρειπισμένη Θήβα, τη σκλαβιά της Ελλάδας, σκοτώνοντας το μισημένον τύραννο. Μα δεν ετόλμησες!» Και ακούοντας ο ίδιος τα βροντερά του λόγια άναφτε· και με βραχνότερη φωνή και με σοβαρότατο πρόσωπο ξακολούθησε: — «Ως και γω ζω, ως και γω σκλάβος είμαι· και τα κρέατά μου είναι σημαδεμένα από τα σκοινιά και από τα μαστίγια, μα η ψυχή μου είναι ελέφτερη και ανυπόταχτη· τ’ όνειρό μου είναι η εγδίκηση και η αποστασία. Για τούτο ζω. Κι ένα δαιμόνιο μιλεί μέσα μου και μου λέει πως είναι τρανή η τύχη μου και μεγάλη, πως οι σύχρονοί μου είναι αδύναμοι μοναχοί τους, πως θάμαι το βόηθειο του Ελληνισμού και ο εγδικητής του· για τούτο ελπίζω. Οι μηχανές μου θα δουλέψουν μία μέρα, και οι μυριάδες βάρβαροι, που επάτησαν την πατρίδα μου θ' αφανιστούν από το χέρι μου. Μα η ίδια πού βρίσκεις τη δύναμη;

Η Καμπάσπη έκλαιγε τρομαγμένη κι εκοίταζε τον Απελλή παρακαλώντας με τα λευκότατα χέρια της. Εδιψούσε να ορμήσει στον τράχηλο του αδερφού της, μα η μεγαλόπρεπη μιλιά του, η τραγική του στάση, η γιορτάσιμη έμφαση την εμπόδιζε. Μία στιγμή έμεινε αμίλητη παραμονεύοντας τα χείλια του ζωγράφου, που σαστισμένος εκοίταζε την καινούρια τιτανικήν ομορφιά του Θηβαίου, το κάλλος της ηρωικής ψυχής, τες φωτεινές σπίθες των ματιών του, και στο τέλος είπε με τρυφερότητα: — «Για να σ' ελεφτερώσει, σ' αγόρασε ο Απελλής, ο κύριός μου ο γλυκός».

Μ' αδιήγητη πίκρα ο Διονυσόδωρος έφερε τρογύρου το βλέμμα, εκοίταξε την αδερφή του κι έπειτα το ζωγράφο ρωτώντας, κι αφού τούτος δεν του απολογιότουν αμέσως, είπε, κάνοντας μορφασμό περιφρόνησης:

«Με θέλεις για πρότυπο. Δε θα σταθώ· η ψυχή μου είναι ελέφτερη· σκότωσέ με καλύτερα».

«Ελεφτέρωσέ τον» είπε η Καμπάσπη πέφτοντας στου ζωγράφου τα πόδια και βρέχοντας τη γης με δάκρυα πολλά.

Κι ετσώπασαν όλοι. Κι οι χρωματοτρίφτες άφηκαν το έργο τους κι εκοίταζαν σαστισμένοι. Και στην ησυχία, που ολομεμιάς εβασίλεψε, δεν ακουότουν παρά ο βροντερός ανασασμός του θυμωμένου σκλάβου, που ολόρθος και ακίνητος, παρόμοιος σ' άγαλμα, εκοίταζε ψηλά ρίχνοντας κεραυνούς από το βλέμμα του, και το λυγγιό του παράπονου της Καμπάσπης, ενώ ο ζωγράφος με καινούρια συγκίνηση στες φλέβες ετήραζε τον υπέρκαλο σκλάβο, εθιάμαζε, εποθούσε καινούρια τέρατα της τέχνης του, εφανταζότουν μίαν απόγκρεμη τραγικήν ωραιότητα, που ουδέ ο ίδιος δεν εμπορούσε να συλλάβει, που την υπόψιαζε όμως αφανέρωτην μπροστά του, και που ήθελε να την επιδείξει στην ανθρωπότητα, εξηγώντας έτσι τα τρίσβαθα μυστήρια της ζωής και της δημιουργίας. Κι εγευότουν μ’ αξαινόμενη συγκίνηση την τραγικήν απόλαψη, και ανακατώνονταν μέσα στο είναι του ιδέες μεγάλες, ασύστατες ακόμα, όνειρα για πλάσματα καινούρια και αφύσικα, για τόνους καινούριους κι ανεφάνταστους, για ολυμπιακές αρμονίες, που ποτέ δεν είχαν παρασταθεί· ο κάμπος της εικόνας ήταν η πλάση, η καλλονή της μουσική, η ομορφιά της, η τραγική αρμονία. Στο τέλος εφώναξε; — «Είμαι στον Όλυμπο. Είσαι Θεός, Διονυσόδωρε· μην αφανίσεις την τέχνη μου με την οργή σου. Ω, πόσο μεγάλος ήρωας είναι ο Αλέξαντρος, και στην Έφεσο αλαλάζοντας εθιάμασαν την εικόνα μου, και τ’ άλογα εχλιμίντρισαν χαιρετώντας το περήφανο άτι του καταχτητή· στο ζωγραφισμένο μέτωπο ο κόσμος εμάντεψε τους υπεράνθρωπους σκοπούς, τους άπατους πόθους του ήρωα, την αχορταγία για δόξα, την αμέτρητη ευτυχία του ανθρώπου, πούχει μέσα του τη φλόγα του θείου. Μα τι είναι η εικόνα μου μπροστά σ' ό,τι από μένα χαλεύει τώρα η τέχνη μου; Αχ, Διονυσόδωρε, ό,τι βλέπει σ' εσένα η ψυχή μου είναι το άπειρο· εσύ σαρκώνεις τον πόνο της ανθρωπότητας, πούναι σκλαβωμένη από την Ανάγκη, που ποθεί το ανεύρετο έλεος, που χτυπιέται μέσα στ’ άγνωστο, στο μελλάμενο, φοβισμένη, δίνοντας ακρόαση σε πλάνες ελπίδες. Διονυσόδωρε, είδα τον πόνο σου».

«Ελεφτέρωσε» εδεήθηκε σπλαχνιστικά η Καμπάσπη «η απελπισιά του μου ραγίζει την καρδιά».

Ο Απελλής της εχαμογέλασε, δίνοντας μ' ένα νόημα υπόσκεση, και η Καμπάσπη εσηκώθηκε κι εφίλησε το χέρι του ζωγράφου. Μα ο Διονυσόδωρος βλέποντας εγίνη κατακόκκινος, εχτύπησε με το πόδι τη γης, κι αφρός εβγήκε απ’ τα μισάνοιχτα χείλη του. Ωστόσο τα μάτια του ζωγράφου εκοίταζαν, το ανάγλυφο του Λύσιππου, τον τυραγνισμένον Προμηθέα· κι είπε: —«Είναι όμοιος του· να την η μεγάλη τραγωδία που η ψυχή μου υπόψιασε. Αφτός υπόφερνε για την ανθρωπότητα, την πατημένην την πονεμένην, την ανησύχαστην, και συ για τη σκλάβα σου πατρίδα, τη ρειπισμένη Θήβα, τον ξεπεσμένον Ελληνισμό· να την η τραγωδία στο πρόσωπό σου».

Κι εσηκώθηκε μεγάλος, περήφανος, πανώριος, κι απλώνοντας το χέρι είπε, διατάζοντας: «Θα σε ζωγραφήσω και χωρίς να θέλεις. Σου χαρίζω την αθάνατη ζωή της Τέχνης.»

Ο Διονυσόδωρος όμως αγρίεψε· οι φλέβες του λαιμού του και του προσώπου του εγιόμισαν αίμα· κι είπε θυμωμένος πολύ:— «Γιατί, Καμπάσπη, παρακαλείς τον ανάξιον αφτόν άνθρωπο, τον πουλημένο του τύραννου της Ελλάδας; Πώς μπορεί να μ' ελεφτερώσει, εμένα το μεγαλύτερον οχτρό, το μισητή της Δόξας, του θεριού που εσκλάβωσε την πατρίδα; Σκοτώσου εσύ, κι άφησέ με στην Τύχη μου».

Η Καμπάσπη τον εκοίταξε τρέμοντας: «Διονυσόδωρε» τούπε «μου λείπει η αντρίκια ψυχή σου. Μ' αρέσει η ζωή».

«Καταφρονεμένη» της αποκρίθηκε κι ετσώπασε.

Οι άλλοι σκλάβοι έτρεμαν· εγνώριζαν τον Απελλή ήμερο, μεγαλόψυχο, γενναίο, μα κι ευκολοθύμωτο, πώς θα βαστούσε τες σοβαρές βρισιές του Διονυσόδωρου; Και η Καμπάσπη η ίδια έτρεμε για τον αδερφό της. Ο ζωγράφος όμως δεν εταράχτηκε· δεν εκατέβηκε από το φιλδισένιο όνειρό του και χαμογελώντας είπε: — «Πάρτε τον, και κανείς ας μην τον πειράξει στο σπίτι μου, αλλά προσέχετε μη μου χαλάσει τις ζωγραφιές».

Ο Διονυσόδωρος τούριξε ένα βλέμμα μέψης, εβγήκε ακολουθώντας τους άλλους σκλάβους και μην αφήνοντας κανέναν να τον αγγίζει, με το μέτωπο ψηλά, παρόμοιος σε σκλαβωμένον Τιτάνα.

Ο Απελλής επήρε τότες στην αγκαλιά του την Καμπάσπη την εφίλησε γλυκά και της είπε: — «Αγάπη μου, πολλή δε θάναι η σκλαβιά του, θα τον ελεφτερώσω αφού τον ζωγραφίσω».

Και η Καμπάσπη ευχαριστημένη κατάκαρδα απάντησε κοιτάζοντας το ζωγράφο κατάματα: — «Με την άδεια σου πηγαίνω στην Έφεσο να προσφέρω ευχαριστήρια στην ελεφτερώτρα Άρτεμη και ν' αγοράσω φορέματα για το Διονυσόδωρο».

«Ναι» της αποκρίθηκε ο Απελλής χαμογελώντας.

Θ'

Και άμα η Καμπάσπη αναχώρησε, τ’ αργαστήρι του Απελλή ετοιμάστηκε αμέσως για την καινούρια ζωγραφιά. Ένας μεγάλος πίνακας άσπρος εστήθηκε μπροστά στο θρόνο του, κι ένας ξύλινος βράχος, που προσομοίαζε σ' άγρια πέτρα στο βάθος της αίθουσας. Οι σκλάβοι έφεραν το Θηβαίο γυμνό, για να τον δέσουν απάνου στο ψεύτικο χαράκι και ο Απελλής σκεφτικός επαρακολουθούσε τες ετοιμασίες. Μα ο Διονυσόδωρος, μολονότι εφορούσε πέδες στα πόδια και στα χέρια, υπερασπιζότουν, όσο εμπόρειε, μη θέλοντας να υποταχτεί, κι εβαρούσε τους σκλάβους με τους αγκώνες, με το γόνα, με το κεφάλι, τους εδάγκανε, φωνάζοντας και μουγκρίζοντας. Και ο Απελλής εκοίταζε ατάραχος το πάλεμα και έβραζε στη φαντασία του το πάγκαλο όνειρό του. Στο τέλος βλέποντας πως η ώρα εχανότουν εδιάταξε: — «Φέρτε, τον εργάτη».

Και οι σκλάβοι, αφού υπάκουσαν, έδεσαν μακριά σκοινιά από τα χέρια και τα πόδια του Διονυσόδωρου, τούβγαλαν τες πέδες, έστριψαν της μηχανής τον τροχό, και εύκολα έτσι εκυρίεψαν το κορμί του και το κόλλησαν απάνου στον ξύλινο βράχο, αδιάφοροι για τες φωνές του.

Και ο Απελλής ντυμένος με την πορφύρα και με τη χρυσή μίτρα στο κεφάλι, εκάθισε στο θρόνο της τέχνης του, και συλλογισμένος ετήραζε το μεγαλόπρεπο, ολόγυμνο, κορμί του πανώριου Έλληνα, που σφιχτά κολλημένο πάνου στα ξύλα, με τα πόδια και τα χέρια τεντωμένα από τα σκοινιά κι ορθάνοιχτα, επάσκιζε μ' όλες του τες δύναμες να κόψει τα δεσμά, κι επρησκόνταν έτσι το στήθι του, τα θρεμμένα κι αντρίκια μούσκουλά του, κι ελάγγευε, κι εγδονότουν, κι έπεφτε με δύναμη πάνου στο ξύλινο λιθάρι.

Επήρε χρώμα κι άρχιζε να σχεδιάζει· κι ιστέριζε μ’ ενθουσιασμό που άξιωνε πάσα στιγμή, την Τιτανική κορμοστασιά του Θηβαίου, κι έρρεαν νέες αρμονίες από τα δάχτυλά του, εγεννιόνταν ιδέες μεγαλόπρεπες στο κεφάλι του, και η καρδιά του επλημμυρούσε αισθήματα σπάνια, άγνωρα γι’ αυτόν ως τώρα, μονομιάς φρίκη, σπλάχνος, πόνος και έλεος, σ' έναν απέραντο θαυμασμό μίαν καθολικήν αγάπη για τη δημιουργία ολάκερη.

Και οι ώρες εδιάβαιναν. Τώρα ο ζωγράφος ήθελε να εικονίσει του κεφαλιού την έκφραση, και ο χρωστήρας του εσταμάτησε. Το πρόσωπο του Τιτάνα έπρεπε να λέει τον ανώτατον πόνο του μαρτυρίου, ενώ του Διονυσόδωρου δε μολογούσε παρά πείσμα κι απέραντο πόθο λεφτεριάς· ο σκλάβος δεν υπόφερνε τόσο. Και ο Απελλής μολονότι εσυγκέντρωσε όλην τη δύναμη της ψυχής του, δεν εδινότουν να φανταστεί εκείνην τη μεγαλοπρέπεια του Τιτανικού πάθου. Τότες εστοχάστηκε πως η ίδια ήτουν η θέση του φίλου του του Πρωτογέννη, όταν εζωγράφιζε τον Ιάλυσσο, και δεν εμπόρειε να καταφέρει στο στόμα του σκυλιού τον αφρό· κι εχαμογέλασε ανανογιούμενος πως η τύχη είχε βοηθήσει, πως από το σβήσιμο του σφογγαριού εβγήκε η τελειότητα. Εθυμήθηκε πως ο Κυθνιός Τιμάνθης μεγαλοφάνταστα εβοηθήθηκε σε μίαν όμοια περίσταση, στην εικόνα του θυσιασμού της Ιφιγένειας, όπου, αφού μ' όλην τη δύναμη της τέχνης του ετύπωσε απάνου στα πρόσωπα, του Μενέλαου τον πόνο, του Κάλχα το μυστικόν ενθουσιασμό της θρησκείας, των σκλάβων, πούφερναν αγκαλιά την βασιλοπούλα, το σάστισμα, το σπλάχνος, το θαυμασμό, και στης ίδιας της Ιφιγένειας τη μορφή και τη στάση την απελπισία, — έπειτα εσκέπασε το πρόσωπό του Αγαμέμνονα, για να δώσει ελέφτερον αέρα στη φαντασία, εκφράζοντας έτσι περσότερα παρά ό,τι εζωγράφιζε. Ούτε άρμοζε, ούτε εμπορούσε ο Απελλής να μεταχειριστεί για τον Προμηθέα του παρόμοια μέσα. Το πρόσωπό του Τιτάνα έπρεπε να παρασταθεί σ' όλο του το μεγαλείο, στον ανώτατον πόνο του αιώνιου ψυχομαχημού, που δεv ελπίζει ούτε θάνατο.

Κι εσυλλογιότουν ο Απελλής με κατάνυξη.

Ξάφνως το Δαιμόνιο τις τέχνης εμίλησε στην καρδιά του. Είδε με το νου του τον πίνακα καμωμένον, μεγαλόπρεπον, πανώριον, ένα δεύτερο δράμα του μεγαλόστομου Αισκύλου ζωγραφισμένο. Το μάτι του έφεξε, η καρδιά του ανταριάστηκε στο μεγάλο του στήθι, και είπε με παράπονο του τυραγνισμένου σκλάβου: — «Σου χαρίζω την αθάνατη ζωή της τέχνης· άλλα πρέπει να σε σκοτώσω».

Και ο Διονυσόδωρος απολογήθηκε από το γκρεμό του με βραχνή φωνή και με κατάκαρδο μίσος: — «Το ξέρω. Γιατί μ' έδωκε σ' εσένα ο Περδίκας; Ήμουν καταδικασμένος να τυμπανιστώ, όταν μ’ εγύρεψαν για το καταραμένο σπίτι σου, κι ενόησα τότες την τύχη μου, απάνθρωπε. Ω Θήβα, ω Ελλάδα, πάει η ύστερή σου ελπίδα».

«Δε λες , αλήθεια»· του απάντησε ο Απελλής «κοίτα!» Και τα μάτια του Διονυσόδωρου έπεσαν απάνου στην ακέφαλην εικόνα, πούδειχνε και ακάμωτη αδιήγητο μεγαλείο· θιαμάζοντας ο ίδιος τον εαφτό του είπε δακρύζοντας:

«Αληθινά τέτοιος είμαι;»

«Ναι, δύστυχε» αποκρίθηκε ο Απελλής αναστενάζοντας. Κι ο σκλάβος εβάλθηκε τώρα να φωνάζει τρελός στην απελπισία του. Τα μαλλιά του ήταν ορθωμένα, το μάτι του κόκκινο, το στήθι του φουσκωμένο κι από τα χείλια του έβγαιναν κάπου κάπου, λόγια μεγάλα κι ασυνάρτητα: «Θήβα, Ελλάδα, λεφτεριά, αποστασία» σαν οι ύστερες λέξες των στοχασμών που ανακάτωναν τα σπλάχνα του, και ανασασμοί και βόγγοι και παράπονα.

Κι ως τόσο είχε έρθει το σούρουπο, και η Καμπάσπη εγύρισε στου ζωγράφου· κι ακούοντας τες φωνές του Διονυσόδωρου εμπήκε τρομασμένη στ’ αργαστήρι και βλέποντας το τεράστιο θέαμα έπεσε κλαίοντας στα γόνατα πιάνοντας τα χέρια του εξουσιαστή της, κι έλεγε: «Θα μου τον σκοτώσεις πριν τον ελεφτερώσεις;»

Και ο Απελλής που εμελετούσε την στιγμήν εκείνην την ψυχή του καταδικασμένου ετράβηξε τα χέρια του με βία και της είπε με σοβαρότητα: — «Ησυχία!» Κι εκοίταζε με πόθο το Διονυσόδωρο, που ξακολούθησε τες φωνές του.

Η Καμπάσπη είχε πέσει καταγής κι έκρουβε το πρόσωπο μέσα στα χέρια. Και τέλος ο Απελλής εδιάταξε τους δούλους να λύσουν τον αδερφό της, κι η ελπίδα εξανάφεξε στην καρδιά της· εσηκώθηκε γελοκλαίοντας και αγκάλιασε το ζωγράφο, ενώ οι δούλοι έπαιρναν το Διονυσόδωρο δειλιασμένον όξω.

«Απελλή» είπε «έφερα τα ρούχα· μούταξες τη λεφτεριά του».

Τότες στην καρδιά του τεχνίτη, που δεν την εκοίταζε, η τέχνη επάλεψε με την αγάπη και με το σπλάχνος. Ενόησε ο ίδιος το μεγάλο έγκλημα, που εμελετούσε, το μεγάλον καημό που ετοίμαζε της τρυφερής Καμπάσπης, ωρολογήθηκε κιόλας τ’ αριστούργημα, την αθανασία, την πρωτόφαντην ωραιότητα του Τιτανικού κορμιού, κι από το στόμα του αθέλητα εβγήκαν τούτα τα λόγια: — «Κοίτα, είναι ακάμωτος ακόμα, αλλά βλέπε πώς λάμπει ο Προμηθέας μου· αύριο ελεφτερώνεται, όμως την αυγή θα προφέρω θυσία, σ' ένα βωμό του Ήλιου, πάνου στην κορφή του Τμώλου· ο Θεός πρέπει να βοηθήσει το έργο».

Ι’

Ήταν ακόμα νύχτα βαθιά, όταν ο Απελλής εσηκώθηκε. Ο Αυγερινός δεν είχε βγει ακόμα και η Πούλια εμεσουράνιζε. Οι δούλοι στον αντρώνα είχαν σηκωθεί και κείνοι κι ετοιμάζονταν για τη θυσία· ο ιερέας του Απόλλωνα είχε κοιμηθεί στο σπίτι του ζωγράφου· αποβραδίς είχαν αγοραστεί τα ζώα για τη θυσία, που τα φόρτωναν τώρα σ' ένα αμάξι. Και αφού όλα ήταν έτοιμα, σ' ένα δεύτερο αμάξι εκάθισαν οι δούλοι το Διονυσόδωρο, και μαζί του εμπήκαν τέσσεροι σκλάβοι, δύο Έλληνες από την Όλυνθο, μεγάλοι, όμορφοι, ντυμένοι με λευκά φορέματα, και δύο άλλοι Σαρμάτες, με γυναίκια στολή δυνατοί κι εκείνοι και μελαψοί. Σ' ένα τρίτο κάρο ήταν τα σύνεργα της θυσίας και αυτού ανέβηκε ο ιερέας, και σ' ένα τέταρτο που ήταν ζεμένο με τέσσερα μακεδονίτικα άτια εμπήκε μοναχός ο Απελλής, μεγαλόπρεπος, ντυμένος με την πορφύρα μ' ένα χρυσό στεφάνι στο κεφάλι, μ' ένα χρυσό σκήφτρο στο χέρι, μοιάζοντας έτσι του Δία του κοσμοκράτορα. Πολλοί σκλάβοι εκρατούσαν αναμμένα δαυλιά κι έμελλαν ν' ακολουθήσουν πεζοί, όπως και μερικές άλλες σκλάβες. Μόνο η Καμπάσπη δεν ήταν μαζί.

Η συνοδεία επήρε το δρόμο του Καϋστριανού κάμπου, προς τα Ύπαιπα, όπου τους εξημέρωσε, και έφτασε στην κορφή του Τμώλου σαν έβγαινε ο Ήλιος. Αφτού ο ιερέας επρόσφερε τη συνηθισμένη θυσία, και ο Απελλής εξέτασε έπειτα το βουνό. Η ράχη ήταν στην κορφή της στενόχωρη, εχυνότουν γλυκά από το μέρος της Έφεσος, μα ήτουν απόγκρεμη, ορθή, προς την Ασία, πέφτοντας σ' ένα βαθύ φαράγγι, που έσκιζε το βουνό πατόκορφα, κρεβάτι καποιανού ξεροπόταμου· οι πέτρες του γκρεμού ήταν σουβλερές, κι είχαν το χρώμα της σκουριάς· ένα στενό στρατί πατημένο από τ’ αγριόγιδα ετρογύριζε το βράχο, και τρογύρου εσηκώνονταν, φοβερίζοντας τ’ αστραποπέλεκα, άλλες κορφές ψηλότερες ή χαμηλότερες, άγριες, κόκκινες και κείνες, άκαρπες χωρίς δέντρο και χορτάρι. Αλλά αντίπερα από το φαράγγι και πολύ σιμά στην κορφή του βουνού, τόσο που τ’ αγριόγιδα εμπορούσαν να πηδήσουν το βάραθρο, ήταν ένα στενό σιάδι, η κορφή χαμηλότερης ράχης. Αφτού ο Απελλής έκαμε να στήσουν το μισοτελειωμένον πίνακα, το θρόνον του κι ένα σκιάδι για του ήλιου τες αχτίδες, κι αφτού ετοίμαζαν τώρα μερικοί σκλάβοι τα χρώματα.

Κι ο ζωγράφος με λυπημένο βλέφαρο εδιάταξε τους Έλληνες σκλάβους να δέσουν το Διονυσόδωρο που ως τότες δεν είχε βγάλει άχνα έχοντας απόφαση να τελειώσει τη τυραγνισμένη ζήση του, μα εκείνοι αρνήθηκαν λέγοντας: — «Πώς θα σκοτώσουμε έναν Έλληνα, έναν ομοαίματό μας:»

Και ο Απελλής θιαμάζαντας είπε: — «Τα ίδια λόγια επρόφεραν και ο Ήφαιστος με τον Ερμή, όταν εδενότουν ο Προμηθέας». Κι επρόστεσε αποφασισμένος κοιτάζοντας τους Σαρμάτες: — «Κράτος, και Βία, δέσετέ τον».

Ο Διονυσόδωρος εκοίταζε λυπημένος, ανήσυχος, αμίλητος, τους Σαρμάτες που του εφορούσαν τες πέδες στα χέρια και στα πόδια, η όψη του ήταν αχνισμένη από τα χτεσινά μαρτύρια, την αγρύπνια, τον κόπο του ταξιδιού, τη θωριά του θανάτου. Ήταν δεμένος μ' άλλα σκοινιά και δεν ημπόρειε ν’ αντισταθεί.

Ο Απελλής επήγε κι εκάθισε στο θρόνο της τέχνης του στο αντικρινό βουνό, και οι Σαρμάτες έλυσαν τα σκοινιά του Διονυσόδωρου, κρατώντας τον από τους μακρινούς άλυσους που ήταν κολλημένοι στες πέδες, αναμένοντας τη διαταγή του ζωγράφου. Και τούτος, αφού έριξε το βλέμμα στην τραγική σκηνογραφία του βουνού, που ορθωνόνταν απέναντι του, κρούβοντας τον περσότερον ουρανό, είπε: — «Κράτος και Βία, κρεμάστε τον».

Και οι Σαρμάτες, τραβώντας, έκαμαν να γλιστρήσει το κουφάρι του Θηβαίου πάνου στες μυτερές πέτρες του Τμώλου, που το λάβωσαν, κι έκαναν να τρέχει το αίμα βάφοντας τα κόκκινα χαράκια με κοκκινότερο χρώμα. Ο πόνος εζωγραφηθηκε στο πρόσωπο του Διονυσόδωρου, ένα ψιλό φωνητό εβγήκε από το λαρούγγι του, το κεφάλι του εγύρισε ανάποδα, τα μάτια του έλαμψαν ορθάνοιχτα, το στόμα του εζάβωσε. Και ο Απελλής είπε θιαμάζοντας, αλείφοντας χρώμα το χρωστήρα: — «Ναι τέτοιος ήταν».

Τα πόδια του Διονυσόδωρου είχαν πατήσει πάνου στο στενό δρομί, που ετρογύριζε το βάραθρο, και το βλέμμα του ήταν αγριεμένο μαρτυρώντας φρίκη· εσηκώθηκε ολόρθος κι εκοίταξε το ζωγράφο.

Αλλά ο Απελλής έκαμε ένα νόημα· οι Σαρμάτες ετράβηξαν τες σιδερένιες καδήνες, τα πόδια και τα χέρια του Θηβαίου άνοιξαν, και το κορμί του ήρθε κι εκόλλησε πάνου στο βράχο. Τέσσερα μεγάλα λιθάρια επλάκωσαν τους άλυσους και τους εβάσταζαν τεντωμένους. Και οι τέσσεροι σκλάβοι οι δύο Σαρμάτες και οι δύο Έλληνες εκατέβηκαν στο δρομί κι εστάθηκαν δεξιά κι αριστερά του μαρτυρημένου, που ελάγκευε τώρα από τον ανυπόφερτον πόνο. Μία άγρια φωνή εβγήκε από τα στήθια του, το πρόσωπό του έλαμψε, κι έπειτα, σα να μην αιστανότουν πλια τίποτα, άχνισε κι εκάρφωσε το βλέμμα πάνου στο δίσκο του ήλιου χωρίς να θαμπώνεται από τη λάμψη. Με βραχνή φωνή είπε, σα νάβλεπε φαντάσματα: — «Ω ρειπισμένη Θήβα, ω μητέρα Ελλάδα, ας είναι η θυσία μου για σωτηρία σας, μη με κοιτάτε πικραμένες».

Και ο Απελλής έβλεπε τώρα ζαλισμένος το μαρτύριο. Η ελέφτερη ψυχή του επαναστατούσε ζητώντας έλεος για τον άτυχο, κι όλο εζωγράφιζε, συνεπαρμένος από φρίκη, το πρόσωπο του μαρτυρημένου, που τώρα εφαινότουν λιγοθυμημένος κρατώντας ασάλεφτα τα μάτια.

Και τη στιγμήν αφτή έκαμε ο τεχνίτης, χωρίς ούτε ο ίδιος να το νιώσει, ένα αλαφρό νόημα με το κεφάλι, κι εφανερωθήκαν στου βουνού το χτένι τέσσερις ασπροντυμένες σκλάβες, που εκοίταζαν με περιέργεια πρώτα, σκύφτοντας, κι έπειτα με τρόμο, προς το βάραθρο, κι έβαλαν δυνατές φωνές, κι ετράβηξαν με σπλάχνος αληθινό τα μαλλιά τους. Κι εγίνηκε η φωνή τους μελωδική κι ακουστήκαν να ψάλλουν τούτα τα λόγια»:

Σιδηρόφρωντε κἀκ πέτρας εἰργασμένος,

ὅστις, Προμηθεῦ, σοίσιν οὐ ξυνασχαλᾷ

μόχθοις· ἐγώ γὰρ οὔτ' ἂν εἰσιδεῖν τάδε

ἔχρηζον, εἰσιδοῦσά τ' ἠλγύνθην κέαρ.

Και ο Διονυσόδωρος ακούοντας τη μουσική της Ελληνικής τραγωδίας, σηκώνοντας τα μάτια, έκλαψε μέσα στους πόνους του με καινούρια συγκίνηση, ευχαριστώντας εκοίταξε τες καινούριες Ωκεανίδες, που ήρθαν να παρηγορήσουν το μαρτύριο του και τους είπε: — «Ω κορασίδες ελληνοπούλες, ποιος θα γδικήσει το μαρτύριο του Διονυσόδωρου; Ο σκύλος που ζωγραφίζει της ψυχής μου το σάλαγο, ο δειλός σκλάβος του Αλέξαντρου, δεν είναι παρά όργανο του τύραννου. Σ' ένα υπόγειο του σπιτιού μου στη Θήβα είναι τα σκέδιά μου, είναι οι μηχανές μου, για λυτρωμό της Ελλάδας, για εγδίκηση της ρειπισμένης χώρας μου». Και κάνοντας μίαν ύστερη προσπάθεια να κόψει τους άλυσους εδείλιασε»

Κι ο Απελλής ωστόσο αντίγραφε πάντα μ' ενθουσιασμό τα θεοτικά του σκλάβου σουσούμια, κι όλο από μέσα του η φωνή της συνείδησης τού πρόσταζε το έλεος, τού πρόσταζε να γλιτώσει τον άνθρωπο όσο είχε ακόμα την πνοή. Kι ήρθε στο νου του η αγαπημένη του, η αδερφή του Διονυσόδωρου, που της ετοίμαζε την άδικη κι απέραντη πίκρα.

Μα η δείλια είχε νεκρώσει την όψη του τυραγνισμέννου· τα πιθέματά του είχαν μεγαλόπρεπη αταραξία, οι δύναμες του κορμιού του είχαν λιγώσει, και ο ζωγράφος δεν εμπορούσε ν’ αποτελειώσει το έργο. Τότες η Τέχνη ευρέθηκε πάλι αντιμέτωπη στο σπλάχνος και ενίκησε. Μ' ατάραχτη φωνή εδιάταξε: — «Ας έρθει ο αγιούπας».

Ένας σκλάβος ανατολίτης επαρουσιάστηκε στο στρατί, όπου ήταν δεμένος ο Διονυσόδωρος, κι έφερνε στο χέρι ένα μεγάλο, χαλκωματένιον, τετράποδον αγιούπα, πούχε το στόμα ανοιχτό και κοφτερό, έργο ενού μάγου της Χαλδαίας. Τα φτερούγια του όρνιου ήταν ορθάπλωτα και τα τέσσερα πόδια του αρματωμένα με νύχια ατσαλένια κοφτερά και γυρτά. Και ο ανατολίτης απίθωσε τη λαίμαργη μύτη του όρνιου στην κοιλιά του μισαπεθαμένου, κι αγγίζοντας ένα κρουμμένο ελατήριο, τόκαμε να φτερουγήσει να σκίσει με τα πόδια τες σάρκες και να δαγκάσει μπήγοντας το κεφάλι στα σπλάχνα. Και το τυραγνισμένο κορμί εξύπνησε από τη δείλια του, αναταράχτηκε, ελάγκεψε, ανακινήθηκε, εφώναξε, κι εζωγραφίστηκε ανυπόφερτος απέραντος πόνος στο μάτι και στο στόμα, τόσο που έφριξε κι ο ίδιος ο ζωγράφος, κι αναστέναξαν κι οι σκλάβοι ψυχοπονεμένοι.

Μία άλλη φωνή όμως ακούστηκε από την κορφή της ράχης, φωνή ψιλή κι απελπισμένη: — «Διονυσόδωρε, δύστυχε γιε της μάνας».

Το μηχανικό όρνιο του σπάραζε ακόμα τα σκώτια, και ο τυραγνισμένος δεν άκουσε· μα η Καμπάσπη εννόησε μ' ένα βλέμμα τη θέση, έτρεξε στα λιθάρια, τα κύλησε γλήγορα. Κι ο Διονυσόδωρςς ευρέθηκε ολόρθος και ματοκυλισμένος μπρος το βάρβαρο που εκρατούσε το γέρακα. Μ’ ένα χέρι τον εγκρέμισε.

«Ο Ηρακλής γυναίκα» εφώναξε ο Απελλής αφήνοντας τα χρώματα.

Και βλέποντας την Καμπάσπη, πούχε κατέβει ωστόσο στο στρατί, κι αγκάλιαζε τώρα το μαρτυρημένον, ανατρίχιασε. Μα η σκηνή όλη εστάθηκε γλήγορη, γιατί ήταν οι ύστερες δύναμες του πονεμένου, που, βαστώντας σφιχτά την αδερφή του από τη μέση, έπεσε χάμου νεκρός και χάνοντας τη γης, εβυθίστηκε μαζί της στο φαράγγι. Και ο Απελλής έσκυψε, βλέποντας τ’ αδέρφια αγκαλιασμένα να γκρεμίζονται κι «φώναξε: — «Καμπάσπη, Καμπάσπη». Τα μάτια του επλημμύρισαν δάκρυα. Τώρα η αγάπη ενικούσε στην καρδιά του την τέχνη, μα ο Προμηθέας ήταν έτοιμος.

Τρύγος 1904.

 

 

αρχή

 


 

Το διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Οι δυο αγάπες δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο ΝΟΥΜΑΣ στα τεύχη 387, 388, 389 και 390.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι αντλημένο από τα παραπάνω τεύχη. Κατά τη μεταγραφή έγινε ορθογραφική προσαρμογή στο μονοτονικό και στους σημερινούς ορθογραφικούς κανόνες. Διατηρήθηκε το φαινόμενο της κράσης μόνο στις περιπτώσεις των ρημάτων.

Ο ΝΟΥΜΑΣ, 387 ― 11 του Απρίλη 1910

«Τα χρώματα ακριβαίνουν, η ζωή ακριβαίνει, και τη δουλειά την πλερώνει ο κόσμος όλο και λιγότερο».

Έτσι εσκεφτότουν ο αγιογράφος (Αργύρης Σπαθάρος ήταν τόνομά του) καθισμένος σιμά σ’ ένα τραπέζι και μ’ ένα λιανό πινέλο διορθώνοντας τα μικρά μάτια στο πρόσωπο ενού Αη-Νικόλα, που την αυγή του τον είχαν φέρει γιομάτον καπνιές για να τον ξανακαινουργώσει. Κι όλο χρωματίζοντας έλεγε με το νου του:

Ο Θεός ας έχει δόξα! την ανάγκη δε τήνε εγνώρισα· μα άλλες φορές ο κόσμος μου κάζεται έδινε περσότερο· κι όμως η τέχνη μου είναι καλύτερη»!

Εκοίταξε οπίσω του. Στον τοίχο εκρεμόνταν πολλά κονίσματα, κι ανάμεσα σ’ εκείνα εδιάκρινε τα δικά του, και κουνώντας το κεφάλι εβεβαίωσε το στοχασμό του. «Δίχως άλλο» είπε από μέσα του «η τωρινή μου η τέχνη είναι πολύ ανώτερη».

Τώρα απίθωσε στο τραπέζι το πινέλο του, επήρε στο ζερβί του χέρι την εικόνα και ετέντωσε το μπράτσο του: — «Είναι πες έτοιμη» εσκέφτηκε τηράζοντάς την ξεταχτικά. Αν έχει και κανένα ψεγάδι θα το διορθώσουμε απέκι. Κι έπειτα δεν είναι καινούργια, η δουλειά μου αξίζει βέβαια την κότα που μούφεραν».

Εσηκώθηκε κι εβάλθηκε να προβατεί μέσα στο σπίτι. Δεν εφορούσε ποδεμούς και τα βήματά του πάνω στο πάτωμα ακουόνταν λίγο. Ήταν ψηλός, λιγνός, λίγο σκεβρωμένος, και τα μακριά μαλλιά που τούπεφταν απάνου στες πλάτες ήταν άσπρα. Ήταν χωριάτικα ντυμένος, αλλά στο σπίτι δεν εφορούσε παρά ένα άσπρο ποκάμισο ολάνοιχτο στο στήθος, μία παλιά πλατιά βράκα με μπαλώματα πολλά, και σκαλτσούνια δίχως φτέρνες.

«Είναι ενωρίς ακόμα» ανανοήθηκε ο ζωγράφος σταματαίνοντας «ας δουλέψουμε λιγάκι στο μεγάλο το στόρισμα».

Με τη ράχη του ζαρωμένου χεριού του εχάιδεψε το χαμηλό του μέτωπο κι εκοίταζε τρογύρου του. Στους άσπρους τοίχους της ανταβάνωτης κάμαρας εκρεμόνταν ολούθε κονίσματα αγίων, άλλα παλιά, άλλα πλιο καινούργια, άλλα τέλεια νωπά. Και στα πλιο παλιά το χρώμα ήταν ξεθωριασμένο, οι γραμμές αδέξιες, η δουλειά χοντρή κι αμελημένη, γιατί ο ζωγράφος που τάχε κάμει είχε γεννηθεί σε χρόνια σκοτεινά, όταν η σπουδή της τέχνης ήταν δύσκολη και καλοί δάσκαλοι ή δεν ήταν στον κόσμο, ή ήταν σπάνιοι πολύ. Τώρα ήταν χρόνους πολλούς πεθαμένος, περσότερο από δυο αιώνες ο παλιός ο ζωγράφος· τώρα τα κόκαλά του δε θάταν παρά στάχτη μέσα στο κοιμητήριο του χωριού όπου αυτός ο προσπάππους του προπάππου τ’ Αργύρη, είχε γυρέψει καταφυγή, κυνηγημένος στην Ήπειρο από τους Τούρκους, βασανισμένος από τη δυστυχία, μην έχοντας μαζί του παρά τα παλιά του ρούχα και χέρια αδέξια για τη δουλειά της γης...

Κι έπειτα εκρέμονταν εκεί άλλα στορίσματα καλύτερα, κι άλλα πάλι καλύτερα ακόμη και πλιο καινούργια, όλα εικόνες αγίων, ασκητάδων, μαρτύρων, αποστόλων, που τους είχαν ζωγραφίσει τα παιδιά και τα ‘γγόνια του πρώτου, κι ήταν εκεί κι ένας μικρός Αη-Βασίλης, το πρώτο κόνισμα πούχε κάμει ο Αργύρης σαν ήταν παιδί κι εμάθαινε από τον πατέρα του την τέχνη. Και τον εκοίτα πολλή ώρα ο ζωγράφος, και μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη εθυμήθηκε τη νιότη του, εθυμήθηκε την παντρειά του, εθυμήθηκε του πατέρα, που τώρα πλια δεν ήταν σε τούτον τον κόσμο, τα λόγια, καλοσύνη γιομάτα, θρησκεία γιομάτα και πίστη στου θεού την καλοσύνη, κι εθυμήθηκε κιόλας ότι ο πατέρας του τούλεγε για της φάρας τους την τέχνη, που (καθώς κι αυτός από τον πατέρα του και τον πάππου του είχε ακούσει) ο παλιός ο πρόγονος την είχε φέρει μαζί του από την Ήπειρο στο μικρό Κορφιάτικο χωριό, όταν οι Τούρκοι αγριεμένοι είχαν πάρει απόφαση να σβήσουν από τον κόσμο τη χριστιανοσύνη. Ήταν ένας μάρτυρας της θρησκείας και της τέχνης ο παλιός ο πρόγονος. Αλλά δεν ήταν παρά ένα αθώο θύμα και οι Τούρκοι και η οργή τους δεν ήταν παρά το όργανο της θεϊκιάς δικαιοσύνης. Το ρειπισμένο κι ερημαγμένο Τουρκομερίτικο χωριό είχε αμαρτήσει, κι ο θεός εβουλήθηκε, για παράδειγμα, να το αφανίσει από το πρόσωπο της γης.

Κι εχαμογέλασε πάλι ο ζωγράφος τηράζοντας της τέχνης του τα πρώτα δοκιμάσματα, κι εθυμότουν πως τα εδούλευε στο πλευρό του πατέρα του, που όλο δουλεύοντας κι εκείνος τον ορμήνευε και τον οδηγούσε. Και το χαμόγελο που έφεγγε απάνου στα χείλια του εγίνηκε ολομεμιάς σαν ανοιχτόκαρδο γέλιο, γιατί εσυλλογίστηκε πως αν εζούσε τώρα ακόμα ο μακαρίτης θα μπορούσε αυτός ο ίδιος να τον ορμηνεύει. Ναι η τέχνη του του φαινότουν ανώτερη πολύ. Κι έριξε τώρα τα μάτια του σ’ ένα άλλο μέρος της κάμαρας, σε μίαν από τες αγκωνές, σιμά στο ένα παράθυρο, όπου στημένο εστεκότουν το μεγάλο στόρισμα, που το δούλευε ακόμα ο ζωγράφος, και που ήταν κοντά τελειωμένο. Επαράσταινε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκος. Τα χρώματα ήταν χλωρά κι εγυάλιζαν· το πρόσωπό του λευκοντυμένου αρχάγγελου, που ανάερος έκλειε με τα φτερούγια ορθάνοιχτα και με τον ώριο λευκό κρίνο στο χέρι ήταν παράκαλο, και το κόκκινό του χείλι εφαινότουν σα να μιλούσε· κι η Θεοτόκο γονατιστή και σκυμμένη ταπεινά κάτουθε από έναν ολόχρυσο θόλο, μικρή, ντυμένη από το μέτωπο στα πόδια μ’ ένα μπλάβο φόρεμα, εφαινότουν σα ν’ αφοκραζότουν αληθινά τον αρχαγγελικό χαιρετισμό. Μα το πρόσωπο του αρχάγγελου έμοιαζε στο πρόσωπο ενού παιδιού που συχνά ερχότουν στο σπίτι του ζωγράφου, και η Παναγιά σε μια κορασιά της γειτονιάς του· ο ζωγράφος, μοναχός του στο χωριό, είχε βρει έτσι το μυστικό της τέχνης που οι παλιοί του, ακολουθώντας τα πατροπαράδοτα, δεν τόχαν καταλάβει.

Αλλά έξαφνα το πρόσωπό του εσυγνέφιασε. Εκούνησε πικρά το κεφάλι και είπε όλο κοιτάζοντας την εικόνα του. «Μα θάμαι ο ύστερος ζωγράφος στο χωριό;»

Κι εθυμήθηκε του πατέρα του το λόγο, που τούχε παραγγείλει να μάθει την τέχνη κι εκείνος στα παιδιά του και τα παιδιά του στα παιδιά τους, όπως είχε γένει από την πρώτη αρχή στο σόι τους, κι αναστέναξε. Και σε λίγο ακολούθησε το στοχασμό του.

«Οι άλλοι στο χωριό δε μπορούν να γένουν ζωγράφοι· φυσικό δεν τους είναι. Από πατέρα σε γιο σκάφτουν τη γης και σκαφτιάδες πρέπει να μείνουν· γι’ αυτό τους εδιόρισε ο θεός. Αλλά εμείς; πάντα ζωγράφοι, από την αρχή του κόσμου. Ζωγράφος έπρεπε νάναι και ο γιος· κρίμα που είναι μονάκριβος. Μα την τέχνη ούτε τη στοχάζεται· το καθισιό δεν τ’ αρέσει· τα χρώματα μήτε τα ξεχωρίζει· αχ έμοιασε της μάνας σ’ αυτό!»

Και εξανακούνησε το κεφάλι. Κι άδραξε τώρα ένα δεμάτι πινέλα και τη χρωματόταβλα και εστάθηκε μπρος στην εικόνα. Ανακάτωσε τα χρώματα και άρχισε πάλι να δουλεύει. Προσεχτικός άγγιζε τα σουσούμια του αρχάγγελου, βάζοντας φως όπου έπρεπε, διορθώνοντας τη χτεσινή του εργασία και επάσκιζε να βαστάει το νου του καρφωμένον στο έργο του. Αλλά ο νους του δεν τον άκουε σήμερα· η καρδιά του είχε πικραθεί. Ο γιος δεν αφοκραζότουν τα διδάγματά του, δεν ήθελε της φάρας το έργο.

«Αχ» είπε πάλι ο ζωγράφος ακολουθώντας τον πρώτο του στοχασμό. «Έμοιασε αλλού· κι όχι σ’ αυτό μοναχά, μα και σ’ άλλα μοιάζει στους μπαρμπάδες του» και πικρά αναστέναξε.

Ήταν μεσημέρι. Στη σκάλα του σπιτιού, που ετέλειωνε στην κάμαρη όπου εδούλευε ο ζωγράφος, ακούστηκαν βαριά πατήματα, κι αμέσως επρόβαλε χαμηλά το κεφάλι της γυναικός του Αργύρη. Τα μαλλιά της ήταν άσπρα κάτω από τη μουντή της μπόλια και το πρόσωπό της είχε ζάρες πολλές αλλά δεν ήταν άσκημο· τα μάτια της έλαμπαν κάτου από το κουρασμένο της μέτωπο.

«Τι είναι, Ευτυμιά» ερώτησε ο ζωγράφος δίχως να αφήσει τα χρώματα και χωρίς να την τηράξει.

«Κόπιασε» του απάντησε η γυναίκα «σήμερα αλησμόνησες τέλεια πότε είναι ώρα για γιώμα».

Ο Αργύρης εχαμογέλασε. Απίθωσε κατά γης τη χρωματόταβλα και τα πινέλα, έκαμε δύο βήματα προς τα οπίσω, εκοίταξε πάλι την εικόνα του κι ευχαριστημένος εκούνησε το κεφάλι. Κι από τη σκάλα η γυναίκα που τον έβλεπε αμίλητη, έσιαξε πρώτα τη μπόλια της απάνου στο κεφάλι κι εσταυροκοπήθηκε, και τέλος είπε σαν κάθε μέρα·

«Παναγία Δέσποινα, είσαι ολοζώντανη».

Τώρα ο Αργύρης ένιβε τα χέρια του σε μίαν άκρη της κάμαρας, μέσα σε μίαν ακάθαρτη πήλινη λεκάνη. Κι ενώ επλενότουν την ερώτησε.

«Και ο γιος σου;»

«Γιατί μιλείς έτσι, άνθρωπε του Θεού» του αποκρίθηκε με παράπονο «μη δεν είναι και δικός σου;»

«Γιατί έμοιαοε αλλού» είπε αναστενάζοντας· «θάμαι ο ύστερος ζωγράφος στο χωριό· σήμερα ούτε χρώματα δε μούτριψε».

«Α δεν είναι καλός για την τέχνη» είπε η γριά πειραγμένη κατεβαίνοντας ένα σκαλί είναι δουλευτής όμως· κι έχει το χτήμα του, και το συγυρίζει, και θα ζήσει μ’ εκείνο. Και πού όλοι ζωγράφοι στον κόσμο. Ο παντοδύναμος ξέρει τι κάνει!»

«Μ' αυτά τα λόγια, μ’ αυτά τα χάιδια, μου τον εχάλασες» είπε αναστενάζοντας. «Η τέχνη θέλει καθισιά και κόπο· μα έτσι μου ήτουν μελλάμενο».

Η γυναίκα δεν του απολογήθηκε για να μην τόνε συγχύσει την ώρα του φαητού· κι ο ζωγράφος που εσφούγγιζε τώρα μ’ ένα σκισμένο πανί τα χέρια του, ερώτησε έπειτα από μια στιγμή.

«Τι εμαγείρεψες σήμερα;»

«Για μας» του αποκρίθηκε ταπεινά «πασκαλινό όπως το κράζει η μέρα. Η αφεντιά σου όμως που νηστεύεις για τη χάρη της» κι έδειξε το κόνισμα «θα γευτείς ψωμί κι ελιές».

«Καλά» της απάντησε ευχαριστημένος. Κι έπειτα ερώτησε πάλι. «Kι ο γιος είναι κάτου;»

«Nαι» τούπε «μας ακούει.»

«Τα λόγια μου κακό δεν του κάνουν» αποκρίθηκε χαμογελώντας

Εκατέβηκαν κι οι δύο στο κατώγι. Στην αράδα στον τοίχο της πόρτας ήταν στημένα στα σκαριά τους τρία ανόμια βουτσιά, γιομάτα κρασί, και δίπλα τους ορθά δύο λαυριά λιπαρά απ’ έξω, το ένα με λάδι τάλλο μ’ ελιές. Στον αντικρινό τον τοίχο, και ξάγναντα στην ανοιχτή την πόρτα ήταν ένα τραπέζι και μπρος του και οπίσω του δύο παγκάρια μακριά όσο το τραπέζι, κι απάνου του ένα πιάτο μονάχο μ’ ελιές κι ένα ολόκληρο καρβέλι ψωμί χαμηλό και καστανό. Δίπλα στην αγκωνή, κάτου από ένα φιογό έκαιε η φωτιά με φλόγα μεγάλη και πάνω στη σιδερένια πυροστιά ένα χαλκωματένιο αγγειό κατάμαυρο εχόχλαζε κι ετραζότουν. Παραστιάς ήταν κουκουνιασμένος, καθιστός απάνω σε μία προύσα, ο γιος του ζωγράφου και με μία κουτάλα ανακάτωνε προσεχτικά το φαητό, προσμένοντας τους γονέους του· κι ωστόσο τόχε δοκιμάσει αν ήταν καλό στ’ αλάτι, κι ολοένα εμασούσε τη μπουκιά του. Ήταν νέος είκοσι δύο χρονών με μαύρο ψιλό μουστάκι, κι εφορούσε φράγκικα ρούχα, καθώς όλοι οι νέοι του χωριού

«Καλώς τον αφέντη» είπε μ’ ένα χαμόγελο στρέφοντας το κεφάλι προς τη σκάλα.

«Γειά σου Γιώργη» του αποκρίθηκε γλυκά ο πατέρας καθίζοντας μπρος στο τραπέζι και κάνοντας αργά αργά το σταυρό του.

Και παρευτής ο Γιώργης εκένωσε σε μια μεγάλη σκουτέλα το γιώμα, κι ενώ ο γέροντας έκοβε το καρβέλι που μέσα ήταν κίτρινο σαν το χρυσάφι και σπειρωτό, τόφερε στο τραπέζι και εκάθισε αγνάντια στο γέροντα· η μάνα εκάθισε σιμά του φέρνοντας ένα μεγάλο μαστραπά γιομάτον νερωμένο κρασί κι ένα μόνο ποτήρι. Το φαγητό ήταν κόκκινο από το πιπέρι, κι αχνοβολούσε κι εκαλομύριζε. Μάνα και γιος έκαμαν το σταυρό τους κι επήραν ο καθένας ένα κομμάτι από το ψωμί πούχε μοιράσει ο πατέρας, και οι τρεις τους άρχισαν τώρα να γεύονται.

Ο γέροντας εμασούσε σιγά με τα χαλασμένα του δόντια το ψωμί του και τες ελιές· οι άλλοι, πότε η μάνα πότε ο γιος, με το ίδιο κουτάλι έπαιρναν από τη βαθιά σκουτέλα, κι εβουτούσαν στο κόκκινο ζουμί το ψωμί τους.

«Αφέντη» είπε ο νέος, σαν είχε πραΰνει η πρώτη του πείνα «δε γεύεσαι από το δικό μας;»

«Όχι παιδί μου» του αποκρίθηκε «φάτε κι έγνοια σας για μένα. Τι θα καταλάβω, αν καταλύσω τώρα; σαν ήμουνα νέος μ’ άρεσε η καλοζωία, μα ετάχτηκα της Δέσποινας, προσκυνώ τόνομά της να νηστέψω ως που να την ιστορήσω, και η Παρθένα θα με βοηθήσει, και θ’ αποτελειώσω γλήγορα το κόνισμα· κι αυτό θα κάνει θιαμάσματα για τους χριστιανούς.»

«Θα τα κάμει» είπε ο Γιώργης με πίστη κατεβάζοντας το βλέφαρο «όλοι το λένε στο χωριό μας, και παράξενο δεν είναι».

«Με τέτοια κατάνυξη που δουλεύει τ’ άγιο κόνισμα» είπε η γριά σφουγγίζοντας τ’ αχείλι της με την άκρη του μάλλινου τραπεζομάντηλου «τι άλλο θα γένει; Και θαρρώ πως είδε τη Θεοτόκο στ’ όνειρό του, γιατί στην εικόνα της είναι ολοζώντανη. Μα» έσμιξε έπειτα από μια στιγμή «σκιάζομαι πως τα τυράγνια του είναι μεγάλα· κι είναι γέροντας τώρα».

«Ναι» είπε σοβαρός ο ζωγράφος χύνοντας πιοτό στην κούπα «θα κάμει θιαμάσματα, και θα τη σέβεται ο κόσμος στ’ αλήθεια, (όχι όπως τα κονίσματα που τα πουλούνε κι οι Οβριοί, ανάθεμά τους στη χώρα) και τόνομά μου θα μείνει αθάνατο στο χωριό και θάρχονται ξένοι να προσκυνούν το στόρισμα και να δέονται της Θεοτόκος».

«Είναι αλήθεια όσα λες» τούπαν με ευλάβεια «μα δε θα φροντίσεις και για την υγειά σου;»

«Τι πειράζει» απολογήθηκε «κι α ζήσω δέκα μέρες ή και ένα χρόνο λιγότερο; Τώρα τόφαγα το ψωμί μου. Μα εικόνες τέτοιες ούτε οι παλαιοί μου δεν έκαμαν, κι ας στέκουν τα έργα τους σ’ όλες τες εκκλησίες του νησιού, από το Σιδάρι στ’ Αλεύκι, κι αλλού ακόμα στην ξενιτιά.» Και φέρνοντας την κούπα στ’ αχείλι επρόσθεσε σε μια στιγμή. — «Στην υγειά σας» κι έπιε.

Ξακολούθησαν κι οι τρεις τους το γιώμα. Κι έπειτα από λίγο ο γέροντας ξανάειπε. — «Καλά πάνε όλα, όμως η καρδιά μου με θλίβει· όχι γιατί προσμένω θάνατο, μα γιατί είμαι ο ύστερος ζωγράφος στο χωριό.» Κι εκοίταξε με παράπονο τον υγιό που τώρα κι εκείνος είχε χύσει κρασί στο ποτήρι και που εχαιρέτισε τους γονέους του, λέγοντας. «Την ευκή σας, γονέοι.»

«Στην υγειά σου» του αποκρίθηκαν κι οι δύο.

Κι ο Γιώργης, αφού έπιε και την ύστερη δράξα είπε του πατέρα με κατεβασμένο βλέφαρο. «Δεν της μπορώ της τέχνης· πατέρα δε φταίω».

«Γιατί σου μπορούν άλλα πράματα» του αποκρίθηκε γλυκά «οι κοπέλες...»

«Νιος είναι κι έχει δίκιο» είπε η μάνα θέλοντας να τον προστατέψει «θα παντρευτεί, όπως και του λόγου σου,»

«Νιος ήμουνα και γω» έκαμε ο γέροντας κουνώντας τάσπρο του κεφάλι «κι εζούσε τότες ο σχωρεμένος ο πατέρας μου· το θυμάσαι Ευτυμιά; κι ήμουν στην υπακοή του, κι εδούλευα στην τέχνη· κι επήρα την ευκή του. Κι ήταν Κυριακή μια βολά τη βδομάδα, κι Απόκρηες μία βολά το χρόνο· κι εχαραμπουλεύαμε μαζί μ’ όλο το χωριό...»

«Μπορείς νάχεις παράπονο από τον υγιό; μη δε δουλεύει το χτήμα του;»

«Σκαφτιάς» είπε ο γέροντας με καταφρόνια.

«Θα ζήσει καλά και περίκαλα με το φτωχικό του» είπε η μάνα.

«Άλλη δουλειά δεν ξέρω» είπε ο γιος αναστενάζοντας,

«Σ’ ήθελα αλλιώτικα» τούπε ο πατέρας «το όξω δε μ’ αρέσει. Πού τρογυρίζεις όλη μέρα; Το χωριό μας εγίνηκε τώρα σαν τα Σόδομα.»

«Πάντρεψέ τον» είπε η μάνα «θα σπιτωθεί και θα ησυχάσει. Γιατί επαντρέφτηκες και του λόγου σου;»

«Κι εγώ επαντρέφτηκα ναι, μα με του γονιού το θέλημα. Κι εγώ έχω την έγνοια να του βρω κοπέλα καθώς του πρέπεται. Ας έχει λίγη υπομονή. Από την αρχή εσυμπεθερεύαμε με παπάδες και με προύχοντες».

«Αλλιώτικα δε θα κάμει ούτε ο Γιώργης μας» είπε η μάνα με περηφάνια ρίχνοντας μία κρουφή ματιά στο παιδί της.

Μα ο Γιώργης εκοκκίνιζε τώρα. Κάθε μέρα, κάθε στιγμή ο γέροντας τον εβάραινε με τες ορμήνειες του και με τα παράπονά του. Τι έφταιγε αν καμωμένος δεν ήταν για την τέχνη, αν τα χέρια του ήταν αδέξια να πιάσουν τα πινέλα, ν’ ανακατώνουν τα χρώματα και να φτιάνουν τα σουσούμια των αγίων; Ας τούχε δώσει ο Θεός αυτό το χάρισμα και θα τόκανε. Μα το εναντίο ήξερε πως τον τραβούσε και τον εσκλάβωνε η ζωή στον ανοιχτόν αέρα, το κυνήγι, η δουλειά η χοντρή με το τσαπί, με το φτυάρι, με το άλατρο, ο αγώνας, ο κόπος, ο ίδρος, το κάλεμα με τη γης που στανικά μονάχα ανοιγότουν στον αδρό το χτύπο, σα να επιθυμούσε η ίδια το βιασμό για να χαρίσει τον πλούτο της. Εθιάμαζε σαν εφύτρωνε ο σκαρμός, σαν το ημέρωμα ελιβάδιζε με χλωρή πρασινάδα, κι έπειτα από καρδιάς εχαιρότουν ότα στα θρεμμένα καλάμια του σταριού επρόβαλλαν ορθά και χοντρά τα αστάκια, κι έπειτα όταν λαβώνοντάς τα με το νύχι έβγαζεν το γάλα που έμελλε να γίνει το γλυκό το ψωμί, κι ελόγιαζε πως ο καρπός της γης ήταν του χεριού του το έργο. Mη δεν ήταν και η τίμια δουλειά του, η δουλειά που εμπορούσε να θρέψει και τον εαυτό του και τους γερόντους του, άλλο τόσο άγια όσο και η ζωγραφική του πατέρα; Και μη δεν ήταν για τον κόσμο και πλιο χρήσιμη; Χωρίς ζωγράφους όλα τα χωριά ζουν, μα χωρίς χερομάχους κανένα. Και η αβασάνιστη ζωή του δουλευτή δεν ήταν ομορφότερη και πλιο εύκολη από τα παθιάσματα του αγιογράφου. Κι έπειτα το κλείσιμο στο σπίτι, η μυρωδιά των χρωμάτων, όλες οι ψιλοδουλιές που έκαναν να πονούν τα μάτια, να μουδιαίνει ο νους, να σκοτίζεται το πνέμα, α όλα αυτά δεν ήταν καμωμένα για ένα νέο που ήθελε να μεθάει από τη νιότη του.

Όξω στ’ ανοιχτά το καλοκαίρι, όταν στην κάψη του ήλιου στα λιβάδια και στ’ αμπέλια εφαινότουν ο αέρας ο ζεστός να τρέμει, ή κάτου από τες μεγάλες ελιές που εφλίφλιζαν ή κι εφιλιούνταν, χτυπώντας αλλήλους τους τους βαριούς τους κλώνους, σαν τους ανατάραζε ο άνεμος, και το χινόπωρο στ’ αμπέλια, που ήταν φορτωμένα σταφύλια κάτω από τον ξάστερο μπλάβον ουρανό, και το χειμώνα στα κρύα και την άνοιξη όταν ευώδιαζε η πλάση από όλα τα λουλούδια, εκεί ήταν η ζωή, εκεί ήταν η χαρά της καρδιάς του!

Κι απέκει των κοπελών τα τραγούδια μέσα στους ελαιώνες, όταν επεριδιάβαινε όλο το σύνορο με το ντουφέκι σκοτώνοντας τα πουλιά, και το βράδυ έπειτα από τη βαριά δουλειά η συντροφιά των φίλων και οι χοροί και τα τραγούδια και τα πανηγύρια και το κρασί στου χωριού τα αργαστήρια, α πώς ύστερα απ’ όλα αυτά θα μπορούσε να κλειστεί στη μοναξιά, στο μπαχό, ν’ ανακατεύει τα χρώματα που εβρομούσαν, να φτιάνει αγιούς και να μη συλλογιέται παρά συναξάρια, ενώ όξω τον έκραζε η ζωή και η ευτυχία.

Kι αγαναχτισμένος άκουε τώρα πάλι του πατέρα τες ορμήνιες, κι ήξερε ο νέος πού ο γέροντας εσημάδευε, κι ήξερε πως και κάτι άλλο επίκραινε το ζωγράφο. Μα εσυλογίστηκε πως οι άνθρωποι, πούχαν του πατέρα του τα χρόνια, ήταν αλλιώτικοι από την τωρινή νεολαία, και φυσικό ήταν τούτο, γιατί εκείνοι είχαν αναθρεφτεί με άλλη κυβέρνηση και με άλλους νόμους, και είχαν μάθει να σέβονται πράματα που τώρα πλιά δεν είχαν πέραση καμία ή και που οι νέοι κι οι μισόκοποι άνθρωποι τα περγελούσαν. Για την παντρειά οι νέοι δεν έκαναν πλιά ότι ήθελαν οι γονιοί τους, μα έπαιρναν την κοπέλα που τους άρεσε, κι οι άλλοι τους επαινούσαν. Και στο νου του Γιώργη έρχονταν τώρα τόσοι και τόσοι φίλοι, συνομόλικοί του ή μεγαλύτεροί του, πούχαν πάρει κοπέλα της αρεσιάς τους και που με δίκιο δεν είχαν γνοιαστεί για τη γνώμη του πατέρα τους και της μάνας τους, γιατί εκείνοι οι ίδιοι, κι όχι οι προεστοί, έμελλαν να ζήσουν με τες γυναίκες τους.

Ο ΝΟΥΜΑΣ, 388 ― 18 του Απρίλη 1910

Τώρα ο Γιώργης είχε το λόγο στο στόμα, μα δεν ετολμούσε να τον προφέρει, μόνο είπε, ύστερα από ώρα καμπόση·

«Μην έχεις κανένα παράπονο, αφέντη, μαζί μου. Σου τόπα: της τέχνης δεν της μπορώ: άφησέ με να ζήσω κατά πώς θέλω. Δουλευτής είμαι, το βλέπεις, κι είμαι άξιος να βγάλω το ψωμί μου· να σας δώσω και σας και να θρέψω και τη φαμελιά μου σαν παντρεφτώ.»

«Για παντρειές είμαστε εφέτος!» είπε γελώντας πειραχτικά ο γέροντας «μας έπνιξαν βλέπεις τα πλούτη· οι αγοραστάδες δε χωράνε στο σπίτι μας· και το κλαρί μας κοντεύει, μα το ναι, να τσακιστεί από την πολυκαρπία! Εξήντα ψωροτάλαρα θα δώσουν για την εικόνα οι επιτρόποι της Βαγγελίστρας!»

«Δε λογαριάζεις» είπε ταπεινά και σα φοβισμένος ο νέος «πως τα κασούνια είναι γιομάτα γέννημα· και πως η μάνα έχει στην κασέλα της ένα σκαλτσούνι με τάλαρα.»

«Είναι δεκάρες κι όχι τάλαρα» είπε παραπονετικά ο γέρας.

«Φτωχοί κατά πως μιλείς δεν είμαστε, δοξασμένος νάναι ο Θεός» είπε η μάνα· «ο Γιώργης είναι εικοσιδυό χρονώ, κι εγώ εγέρασα τώρα. Το παιδί έχει δίκιο· γυναίκα μας χρειάζεται εδώ μέσα, πρέπει να τούβρεις μία, όποια σε φωτίσει ο Θεός.»

Ο γέροντας εγέλασε πάλι κι εκούνησε το κεφάλι αμίλητος. Μα ο Γιώργης ανυπομονούσε τώρα:

«Μάνα» είπε «τη γυναίκα θα την εύρω εγώ, θα πάρω μία που να μ’ αρέσει.»

«Τα ξέρουμε» είπε αμέσως ο ζωγράφος σουφρώνοντας το ζαρωμένο μέτωπό του· «προβατείς σε δρόμο κακό. Εύρηκες δύο, ποιάνε θα διαλέξεις;»

Ο Γιώργης εκοκκίνησε κι εκατέβασε ντροπαλός το βλέφαρο.

«Τι λέει ο πατέρας σου» είπε η μάνα ανήσυχη.

«Άκουσε, Γιώργη» είπε ο γέροντας πάλι «μην αφήνεις την αμαρτία να σε κυριέψει· από τες δυο δε μ’ αρέσει καμία, κι η μία δεν είναι ελεύτερη· τι θέλεις κι έμπλεξες μ’ εκείνηνε;»

«Την κοπέλα θέλω! η άλλη μεσιτεύει.»

«Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα;» του παρατήρησε σοβαρός ο πατέρας. «Μου λες ψέματα και δεν κράζεις καλά· αρμενίζεις σε θολά νερά. Για το καλό που σου θέλω μη ματαπάς μ’ εκείνες.»

«Η κοπέλα μου αρέσει» αποκρίθηκε παίρνοντας θάρρος.

«Δε θα φέρεις εδώ μέσα την τυχαία, θα μ’ αρέσει κι εμένα η γυναίκα σου.»

«Έχει δίκιο» είπε η μάνα κουνώντας στριφτά το κεφάλι και σιάνοντας την μπόλια της «θα μας αρέσει και μας! Θέλουμε γυναίκα να μας γεραματίσει, κι όχι για να μας βάλει αποκάτου από τη γης πριν της ώρας. Α δε μη δε σου δίνει το θέλημα!»

«Τι λες μάνα» είπε άσκεφτα ο Γιώργης θυμούμενος τους φίλους του «με την Αγγλία ήταν αυτοί οι νόμοι, τώρα κάθε νέος κάνει ό,τι του καστεί.»

«Αυτά σου λεν οι κουμέσιοι στ’ αργαστήρια» είπε ο γέροντας ανάβοντας «έχεις κακό στο νου σου, μα, φυλάξου, θα σου αφήσω την κατάρα μου.»

«Όχι» είπε σκιασμένη η μάνα «μην καταραστείς το μονάκριβο παιδί μας. Το λόγο σου ο Θεός τον ακούει.»

«Αντίς να μου τρίβεις τα χρώματα» είπε πάλι ο γέροντας παραπονεμένος αντίς να μαθαίνεις την πατροπαράδοτη τέχνη, κυνηγιέσαι με τα βρωμογύναικα! Αυτή την αναθροφή σούδωκα; αυτό είναι το φυσικό σου;»

Ο Γιώργης ετσώπαινε.

«Έχει δίκιο» είπε η μάνα,

«Εγώ σου βρίσκω γυναίκα» είπε ο γέροντας.

«Όχι» αποκρίθηκε με τόλμη «θα πάρω μιάνε που αγαπάω».

«Σ’ έχουνε και οι δυο στα δίχτυα τους» είπε ο γέροντας θυμωμένος.

«Το χωριό μας εκατάντησε τώρα σαν τα Σόδομα. Αλλά ψηλά τη γούνα σου. Οι γυναίκες δεν είναι στον κόσμο μοναχές τους, έχουν αδέρφια και δικούς που γνοιάζονται για την τιμή τους, Σ' είδανε· πράζεις κακά και μας ντροπιάζεις.»

Ο Γιώργης εκοκκίνισε. Πώς ήξερε ο πατέρας όλα του τα μυστικά; Ο γέροντας τον εκοίταζε ξεταστικά και η μάνα άκουε τώρα περίεργη και ανήσυχη.

«Τάμαθα όλα» ξανάπε ύστερα από μια στιγμή ο ζωγράφος. «Θέλεις να μου κρουφτείς. Μα δεν πράζεις καλά· γελάς την κοπέλα για νάχεις την παντρεμένη και να λέει ο κόσμος πως σε μεσιτεύει.»

«Την παντρεμένη» είπε ο νέος κοκκινίζοντας περσότερο.

«Ναι» τούπε ο πατέρας «αλησμόνησες και μένα και του θεού τη στράτα και τρογυρίζεις με τες γαϊδούρες!»

«Για ποιάνε μιλείς» είπε με κατεβασμένο βλέφαρο πολεμώντας να διαφεντευτεί «η Μαρία του Θοδόση φτωχιά είναι μα τίμια.»

«Α δεν ήταν παρά κείνη, δε θάλεγα τίποτα. Μα ωστόσο έχεις αγαπητικιά την άλλη. Δε θέλω να πω τόνομά της· μα θα τάβρεις ζαβά!»

Ο Γιώργης αναστέναξε ανυπόμονα.

«Τι πράματα κάνεις;» τούπε η μάνα ανήσυχη.

«Μην ακούς» της απάντησε «ο πατέρας βάνει υποψίες άδικες».

Μα η ταραχή του ήταν φανερή. Εσηκώθηκε από το τραπέζι, έκαμε καμπόσα βήματα στο σπίτι, εκάθισε παραστιάς στην κρούσα, εξανασηκώθηκε σε μία στιγμή, και τέλος εξεκρέμασε από τον τοίχο το ντουφέκι του και εκίνησε προς την πόρτα.

«Στο κυνήγι κοπιαίνεις πάλι» τούπε περγελαστικά ο γέροντας.

Αλλά ο Γιώργης έκαμε πως δεν άκουσε. Βιαστικά επετάχτηκε όξω. Κι ο γέροντας, πούχε ωστόσο αποτελειώσει το φτωχό του το γιώμα, εσταυροκοπήθηκε, εσηκώθηκε και κείνος κι έστρεψε προς τη σκάλα για να ανεβεί στα κονίσματά του. Μια στιγμή όμως εστάθηκε κι είπε της γριάς που σα μαρμαρωμένη εστεκότουν αχνή στον τόπο της:

«Τα βλέπεις, Ευτυμία; Το αίμα νερό δε γίνεται· τα που εκάμαν τα αδέρφια σου, τα κάνει και τούτος, πώς θα τελειώσουν αυτές οι ιστορίες;»

«Ποια είναι η άλλη;» ερώτησε η γριά χαμηλόφωνα.

«Δεν τη λέω» της αποκρίθηκε· «ο Θεός ας του δώσει φώτιση. Ορμήνευέ τονε.»

Κι ο γέρος δεν επρόσμεινε άλλο λόγο· αλλά βαριά ανέβηκε στην απάνου κάμαρη, θέλοντας να αποτελειώσει γλήγορα τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκος.

Βιαστικά ο Γιώργης, κρατώντας στον ώμο το ντουφέκι, εβγήκε τρέχοντας από τον κήπο, του ροβολητός εκατέβαινε το πλάι της ράχης, εσταμάτησε μία στιγμή αναποφάσιστος, και εκοίταξε ολόγυρά του μ’ ένα βαθύν ανασασμό, σα να ‘χε τώρα ελευτερωθεί από βαρύ ονειροπλάκωμα. Τώρα αγρικιόταν ελεύτερος. Μπροστά του σε μια λακιά, που απλωνόταν στενή ανάμεσα στη ράχη του χωριού και στην απέναντι, τα όψιμα ποτιστικά γεννήματα εσάλευαν τα πλατιά τους φύλλα, χλωρά ακόμα και πανώρια. Ξάγναντα οι ράχες αργυροπράσινες από τες ελιές, που τες εσκέπαζαν, λουσμένες στο μεσημεριάτικον ήλιο εφαινόνταν από μακριά σιγαλές και ακίνητες σα να τον εκαλούσαν. Χωρίς να το στοχαστεί έριξε το ντουφέκι του στον άλλο νώμο και ακολούθησε ένα γνωρισμένο του μονοπάτι, που περνώντας πρώτα κοδιλωτό στο πλάι της ράχης του χωριού κι ίσιο απέκει ανάμεσα στα χλωρά γεννήματα και σε καπνοχώραφα τον έβγαλε στο ριζό της απέναντι ράχης, κι εμπήκε μέσα στον ελαιώνα.

Αργοπόρησε το βήμα του, έφερε το ντουφέκι δίπλα μπρος στο στήθος, κρατώντας το με τα δυο του χέρια, κι όλο προχωρώντας εκοίταζε τρογύρω τάψήλου. Εξέταζε ανάμεσα στα φύλλα των δέντρων, μήπως ξαγναντούσε κανένα πουλί, κι ανέβαινε το ρόβολο παγαίνοντας από ελιά σ’ ελιά, κι ωστόσο ο νους του εδούλευε:

«Ο πατέρας ήταν θυμωμένος, κι είχε δίκιο. Είχε δίκιο, μα είχε άδικο. Τον ήθελε ζωγράφο· κι ο Θεός δεν τον είχε προικίσει με τη χάρη πούχε χαρίσει σ’ όλο του το σόι. Λοιπόν τι έφταιγε ο ίδιος; Ώστε σ’ αυτό, ο πατέρας του ήταν στ’ άδικο. Γιατί κιόλας α δεν ήταν καμωμένος για ζωγράφος, κι αν τον επείραζε των χρωμάτων η μυρωδιά, κι α δε βαστούσε πάντα κλεισμένος στο σπίτι με τη χρωματόταβλα και με τα πινέλα στα χέρια, αν ήξερε πως καλός δεν ήταν να ξεχωρίσει τα διάφορα τα χρώματα (τα κόκκινα, τα πράσινα, τα γαλάζια, τα κίτρινα και ξέρω γω πόσα άλλα) δεν ήταν τάχα προτιμότερο να παραδοθεί στη δουλειά που του ταίριαζε, στον πόλεμο με τη γης που την εσκλάβωνε και που την αγαπούσε;»

Μα από τους στοχασμούς του τον ετράβηξε το τσούρισμα ενού πουλιού που έκραζε δειλά απάνου σ’ ένα δέντρο από τη δεξιά μεριά. Εγύρισε με προφύλαξη κατά το κελάδημα. Κι εξέταζε προσεχτικά με το βλέμμα ανάμεσα στα φύλλα για να ιδεί πού το πουλί εκρυβότουν, και γάλι γάλι, σιγά σιγά, με το κεφάλι και με το μισό στήθος προς τα απάνου και με λυγισμένα τα γόνατα, ετρογύρισε το δέντρο. Το πουλί ετσούρίξε πάλι πάνου από το κεφάλι του· κι ο Γιώργης έκαμε ανάλαφρα ένα πάτημα προς τα οπίσω· είδε φύλλα να σαλεύουν κι εσταμάτησε κρατώντας και την πνοή του. Το πουλί ετσιμπούσε τα πράσινα σπυριά της ελιάς· κι ο Γιώργης είδε τώρα το μικρό του κεφάλι. Έκαμε να σηκώσει το λύκο· μα το πετούμενο άκουσε τον κρότο· ενόησε τον οχτρό κι απέταξε τσουρίζοντας, ανεβαίνοντας πρώτα ψηλά, και χαμηλώνοντας απέκει καμπυλωτά σ’ ένα άλλο δέντρο της ίδιας ράχης προς τον ανήφορο.

«Αχ, είπε με το νου του σουφρώνοντας το μέτωπο και κακοφανισμένος «κακό χερικό· τα πουλιά είναι εφέτος πολύ πονηρά. Και πώς να μην είναι; Και τα παιδιά του σκολειού, βυζανταρούδια ακόμα, έχουν τώρα σκεπέτο στο χωριό μας».

Κι έτσι λέγοντας ανέβαινε τώρα πάλι το ρόβολο προς το μέρος όπου είχε πετάξει η κίχλα με κρουφή ελπίδα να την ξαναϊδεί και να τηνε βαρέσει. Κι όλο ανεβαίνοντας, πάλι ο νους του, που σήμερα δεν ήθελε να συλλογιστεί το κυνήγι μονάχα, επετούσε από σκέψη σε σκέψη θυμίζοντάς του τα περιστατικά που τον ανησυχούσαν.

«Η μάνα γεράζει» έλεγε «οι δουλειές είναι πολλές, στο σπίτι χρειάζονται βέβαια μια γυναίκα. Μα γυναίκα μου χρειάζεται κι εμένα ίσως ακόμα περσότερο... Με πολιτική, μ’ όμορφους τρόπους ο πατέρας θα μ’ άφηνε να πάρω όποιανε θέλω· και στο χωριό είναι τόσες κοπέλες, και τώρα μου φαίνονται όμορφες όλες, θα μπορούσα να διαλέξω... Μα δεν εδιάλεξα;»

«Ποιάνε;» τον ερώτησε μία φωνή βαθιά στα σπλάχνα του. Μη δεν είναι αλήθεια ό,τι λέει ο πατέρας; γελάς την κορασιά για νάχεις αγαπητικιά την άλλη!»

«Τη Μαρία εδιάλεξα» απολογήθηκε ο στοχασμός του «ή γιατί είναι φτωχιά θα την απαραιτήσω αλήθεια και θα ζηλέψω αλλού που νάχει προικιά περσότερα και δικούς πλιο επίσημους; Τη Μαρία, λέω, εδιάλεξα, τη Μαρία μοναχά, και μ’ αγαπάει κι αυτή, το ξέρω, και την αγάπη μας την ξέρουν κι άλλοι».

«Και την παντρεμένη» τούπε η φωνή στα σπλάχνα του «τι θα την κάμεις;»

«Μ' αυτήνε, κι αν εξεφάντωνα» αποκρίθηκε με απόφαση «θα τήνε λησμονήσω! Τι θέλω να κοιτάζω ξένες που δικές μου τέλεια ποτέ δε θα γίνουν;»

Κι έπειτα από μία στιγμή, αφού εσκέφτηκε πάλι το κυνήγι του και τα πονηρά τα πετούμενα είπε με το νου του.

«Εδώ κάπου θάναι η Μαρία, μου τόπε εψές πως θα με προσμένει εδώ με τα ζα της...»

«Μα θάναι εδώ και η άλλη» τούπαν τα σπλάχνα του, χωρίς να το θέλει «αυτή τώρα είναι ολούθε όπου βρίσκεται η Μαρία...»

«Κι αν είναι» απάντησε «θα τήνε ξεμπουρίσω μία φορά για πάντα, δε θα την τηράξω πλια.»

«Γιατί» τον ερώτησε πάλι η βαθιά φωνή· «είναι όμορφη, είναι εύκολη, θέλει· κι α σ’ αρέσει την κοιμάσαι κι απόψε. Δεν έχει παρά αυτό στο νου της.»

«Όχι!» αποκρίθηκαν τα χείλη του «ο αμαρτωλός στοχασμός ας μένει· γιατί να ρέπει η ψυχή μου πάντα στο κακό; Η Μαρία θα γένει γυναίκα μου.

«Και τι μποδίζει» τον αντίσκοψε πάλι η φωνή «να φιλάς τη μια και να πάρεις την άλλην απέκει»

«Αχ» έκαμε βαρύθυμος «η νιότη είναι αψιά και κακός συβουλάτορας...»

Αλλά καθώς ο νους του εσυλλογιότουν τούτα τα λόγια, άκουσε πάλι του πουλιού το κελάδημα ανάμεσα στα κλαδιά και στα φύλλα της ελιάς, που από κάτου της εδιάβαινε. Εκοίταξε προσεχτικά στο δέντρο σηκώνοντας δίχως κρότο του ντουφεκιού το λύκο· και το πουλί τώρα δεν έφυγε, γιατί κυριεμένο από την πείνα ανήσυχα και βιαστικά ετσιμπούσε τα σπυριά της ελιάς, ταράζοντας το κλαρί, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά. Ο Γιώργης το σημάδεψε και σε μια στιγμή ακούστηκε της ντουφεκιάς ο βρόντος. Το πουλί έπεσε κυλώντας στον αέρα μπροστά στα πόδια του Γιώργη, κατά γης τσουρίζοντας από τον πόνο και σπαρταρώντας. Ο κυνηγός αδιάφορος για τον πόνο του πετούμενου έσκυψε ακουμπώντας στο ντουφέκι του, τ’ άδραξε με τόνα του χέρι και στραγγουλίζοντάς του το λαιμό με τα δυο του τα δάχτυλα τόχωσε στην τσέπη του.

Χωρίς να θέλει εκοίταξε τρογύρου του.

Όχι μακριά προς τον ανήφορο, τα βράχλα εσάλευαν ανακατωμένα, αρνιά που ήταν δεμένα από κάτου από μίαν ελιά είχαν σκιαχτεί τη ντουφεκιά και ξαφνιασμένα έτρεχαν αλωνιστά γύρω στο δέμα τους.

«Μπα» έκαμε ο Γιώργης ενώ εξαναγιόμιζε το ντουφέκι «κάπου εδώ σιμά θα είναι.» Κι όλο στοιβάζοντας με τη βέργα το στουπί που ‘χε μπήξει στο σιδερένια κανούλι εξέταζε με το βλέμμα ολούθε.

Στη ρίζα μιανής ελιάς εκαθότουν η κοπέλα και οι ματιές τους ανταμώθηκαν κι εχαμογέλασαν κι οι δύο. Ο Γιώργης έβαλε το ντουφέκι στον ώμο εκίνησε κατά πάνου της, κι ενώ την εσίμωνε της έκραξε.

«Καλή μέρα, Μαρία».

Εκείνη τούγνεψε με τα δάχτυλα.

«Τι κάνεις» την ερώτησε σαν ήρθε τέλεια σιμά της.

«Μπαλώνω» του αποκρίθηκε, ανασηκώνοντας αδιάφορα τες πλάτες και δείχνοντάς του τα παλιά ρούχα που εκρατούσε απάνου στ’ απλωμένα της πόδια. Και τον ερώτησε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο. Τι εβάρεσες;»

«Κίχλα» της απάντησε βάζοντας το χέρι στην τσέπη.

«Τόσο πρώιμα ήρθαν εφέτος» τούπε «μα είναι σπάνιες ακόμα».

«Πάρ’ την» της απολογήθηκε ο Γιώργης βγάζοντας το πουλί από την τσέπη και κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπό της από ένα ποδάρι.

«Γιατί μου το δίνεις» τον ερώτησε ντροπαλά.

«Γιατί σ’ αγαπάω» της απάντησε «το ξέρεις».

Η κόρη εσούφρωσε το μέτωπο χωρίς ν’ απλώσει το χέρι για να πάρει το σκοτωμένο πουλί, και τούπε:

«Γιώργη, τι έχω εγώ από την αγάπη σου; Την κατηγόρια του κόσμου, και δεν τη βαστάω».

Ποιος τόμαθε» την ερώτησε ανήσυχος.

«Δεν ξέρω» αποκρίθηκε πιάνοντας λυπημένη τη μπόλια της «μα το χωριό όλο μιλεί· και τώρα δεν τολμάω να διαβώ από το φόρο και ντρέπομαι τ’ αδέρφια μου και τους γονέους μου, και τους φοβάμαι»,

«Παράξενο» είπε ο Γιώργης μ’ ένα μορφασμό· κι εσυλλογίστηκε.

«Η άλλη πρέπει να κάνει τα ανακατώματα».

«Τα φιλιά σημαδεύουν», του απολογήθηκε σοβαρά.

«Πώς;» της είπε γελώντας.

Μία στιγμή δεν του αποκρίθηκε, κι απέκει σηκώνοντας τα μαύρα της μάτια και κοιτάζοντάς τον τούπε αναστενάζοντας.

«Αν είσαι τίμιος, πρέπει να με πάρεις, κι έτσι τελειώνει όλη η κακολογία· κι έτσι δεν πικραίνονται οι εδικοί μου».

«Ναι» της απάντησε κουνώντας το κεφάλι σα για να βεβαιώσει το λόγο του «θα σε πάρω».

«Πότε;»

«Όταν στρέξει ο πατέρας».

«Θα συγκλίνει;»

«Η μάνα σε σέβεται· γλήγορα θα το θελήσει κι ο γέροντας.

«Πάρε.» Κι έτσι λέγοντας άφησε να πέσει η κίχλα απάνου στο σκουτί που η κορασίδα εμπάλωνε.

Κι έμειναν πάλι καμπόση ώρα αμίλητοι σα να μην ήξεραν τι έπρεπε να κάμουν. Έπειτα εκοιταχτήκαν κι εχαμογέλασαν. Κι ο Γιώργης εστηρίχτηκε στο ντουφέκι του κι εκάθισε διπλοπόδι κατά γης σιμά της.

Η κόρη εκοίταξε τότες τριγύρω της. «θα μας ιδούν» τούπε χαμογελώντας «κι απέκει τι θα γίνω;.. Μα» επρόσθεσε στοχαστική «α με διώξουν από το σπίτι μου έρχομαι και σε βρίσκω σπίτι σου!»

«Δεν είδα κανένανε» της απάντησε κοιτάζοντάς την κατάματα «πόση ώρα είσαι εδώ;»

«Από την αυγή, μα ψυχή δεν απέρασε»,

«Ποιος θάρθει τώρα μεσημεριάτικα;» το πάθος της αγάπης, και κατακόκκινη, τον εφιλούσε με πόθο μεγάλο, και του επαρέδινε στα χάδια όλο το κορμί της. Κι ήταν τόση η γλύκα της ώρας εκείνης που ελησμονούσαν και οι δυο τους τον κόσμον όλο και τον καιρό που επερνούσε, και δεν εσκεφτόνταν παρά την αγάπην τους.

Μα δεν απέρασε πολύ. Ένας τριβασμός σιμά τους, στα χόρτα, τους εξάφνισε και τους ετρόμαξε. Ο Γιώργης εσηκώθηκε με μίας ορθός, κι η Μαρία αχνή και σκιασμένη έριξε τη μπόλια της μπροστά σα νάθελε να τη διορθώσει, κι έκρυψε το πρόσωπό της.

Ήταν μια γυναίκα ως είκοσι οχτώ χρονών, μεγάλη, ωραία, παχιά λίγο, με στήθη πολλά, κι ήταν ξυπόλητη και ξεμανίκωτη. Το πρόσωπό της ήταν αχνό και συγνεφιασμένο. Εστάθηκε μπροστά της, όχι τέλεια σιμά και εβάλθηκε σαρκαστική να γελάει δυνατά όσο εδυνόταν.

Ακούοντας η Μαρία εφοβήθηκε τώρα περσότερο γιατί υπόψιασε πως με τα γέλια της θάρχονταν κι άλλοι ανθρώποι, που ίσως με κείνους τα ‘χε προμιλήσει η κακή γυναίκα, εξεκούκλωσε το κεφάλι της και είπε του Γιώργη με φωνή τρεμάμενη χωρίς να σηκώσει το βλέμμα.

«Τώρα μας είδαν φανερά, πάρε με στο σπίτι σου.»

«Έχε υπομονή» της είπε «ας ιδούμε πρώτα τι θέλει!» Και το πρόσωπό του εσυγνέφιασε.»

Εκείνη εγελούσε πάντα κι άρχιζε μέσα στα γέλια της να τους βρίζει θυμωμένη:

«Τα μπαίγνια! τα σούρτελλα! τα χαμένα! ξακρίζονται στους ίσκιους για να φιλιούνται!»

Ο ΝΟΥΜΑΣ 389 ― 25 του Απρίλη 1910

«Γιατί κάνεις έτσι, Βασιλική» της είπε τρέμοντας η Μαρία.

«Δε βαστούσες πλιο τη ζήτια σου» της αποκρίθηκε μ’ άγριο βλέμμα «άντρα ήθελες ε! κι άντρα εύρηκες! Τέτοια είσαι!» Και σηκώνοντας τη φωνή: ― «Ε, Μαρία του Θοδόση, με τον υγιό του αγιογράφου, ε! μεσημεριάτικα, αποκάτου από τις ελιές, ε!»

«Τι σε μέλει» την ερώτησε τρομαγμένη· «για την αγάπη του Θεού Βασιλική, μη φωνάζεις έτσι». Και κοιτάζοντας με βλέμμα θολό το Γιώργη επρόσθεσε: — «Έλα, Γιώργη, πάμε· πάρε με».

Μα ο Γιώργης δεν εσάλεψε· σα μαρμαρωμένος εκοίταζε την άλλη αναποφάσιστος. Τέτοιαν αποκοτιά δεν την είχε λογαριάσει. Και η Μαρία αθέλητα εστοχάστηκε: — «Για να κάνει έτσι αυτή η παλιογυναίκα θάχει βέβαια κάποιαν αφορμή».

Μα η Βασιλική εφώναζε ωστόσο πάλε: ― «Τέτοια είσαι, ε μωρή Μαρία του Θοδόση! κι ο κόσμος σε λέει άγιανε, και θάπαιρνε κοινωνιά από το χέρι σου το βρομερό!»

«Γιατί βρίζεις» είπε η Μαρία γροικώντας πως έπρεπε να διαφεντευτεί «ποιος σ’ επείραξε; κι εκοίταξε και το Γιώργη σα να του χάλευε βοήθεια.

Τα μάτια της Βασιλικής ελαμπύρισαν, η χολή της άψιωσε, το πρόσωπό της εκοκκίνισε, επέταξε χάμου το γιάδημά της κι είπε:

«Θα σε πάρει, λες, τσακάλω, γελιέσαι· ποτέ· γιατί εγώ δεν τον αφήνω».

«Πώς δεν τον αφήνεις» της απάντησε κοιτάζοντας πάλι πικρά το Γιώργη.

«Σας ακούνε όλες οι ράχες» έκαμε εκείνος φοβισμένος «αμέτε η καθεμιά στη στράτα της· ησυχάστε· έτσι που κάνετε, εβουρδουλιστήκαμε και οι τρεις μας».

«Άτιμε» τούπε με χολή η Βασιλική δείχνοντάς του τ’ αφρισμένα της δόντια και βάζοντας τους γρόθους της στα κουφά της «έχεις μούτρο ακόμα να μιλείς! Μ' εγέλασες, και τώρα πάσκεις να ξεγελάσεις κι αυτήν την κουκουβάγια, και της τάζεις την Άρτα με τα Γιάννενα, όλο ψευτιές, ενώ ξέρεις καλά που από όσα της λες τίποτα δε θα γίνει! Κι όλοι να θέλουν, εγώ δε θ’ αφήκω...»

«Μη φωνάζεις» την αντίσκοψε παρακαλώντας ο Γιώργης.

Αλλά η Μαρία αγροίκησε τώρα μέσα της ένα θάρρος που δεν το εγνώριζε στον εαυτόν της. Δεν είχε μαλώσει ποτέ της· αλλά ο θυμός την εσυνεπήρε τώρα: —«Με ποιο δίκιο» εσκέφτηκε «εμιλούσε έτσι η παντρεμένη γυναίκα και ποια δύναμη είχε να της χαλάσει την ευτυχιά της;»

«Τι σε μέλει, τι σου παίρνω αν αγαπάω τον υγιό του αγιογράφου» εφώναξε και τα μάγουλά της εκοκκίνισαν· «του λόγου σου γυναίκα παντρεμένη, γιατί δεν κοιτάζεις την κακομοιριά σου; Θάκανες καλά να κλαις τη μοίρα σου, κι όχι να χαλάς από φτόνο κι από ζήλια τη χαρά των αλλουνών! Τι σου φταίμε α σ’ επαράτησε ο άντρας σου;»

«Είδες γλώσσα το πουτανέλι!» είπε η άλλη χτυπώντας το μηρί της με την απαλάμη «πού εσπούδαξε αυτήν τη ρητορία; Α πύξια και δήξια, το χωριό το ξέρει, του αντρός μου τούφυγα εγώ πρώτη, γιατί μ’ ετυραγνούσε, γιατί είχε μορόζες, όσο που έφυγε κι αυτός στα τσακίσματά του και στα δεκοχτώ κομμάτια. Μα εσέ θα σε κάμω να σκάσεις από τον καημό σου· τα σίδερα να τρως δεν παίρνεις το Γιώργη!»

«Έχασες κάθε ντροπή, Βασιλική» είπε ο Γιώργης πούχε χάσει τώρα την όψη του «θέλεις να κάμεις φονικά στο χωριό σου. Δεν καταλαβαίνεις πως μας ακούν απ’ όλα τα μέρη; έτσι στ’ ανοιχτά μιλούν οι γυναίκες;» Και στρέφοντας προς τη Μαρία της είπε: ― «Έλα Μαρία, σύμμασε τα ζα σου και δώσε τόπο τσ’ οργής· αυτή έχασε τα μυαλά της σήμερα».

«Για να μιλεί έτσι» τούπε η Μαρία «κάποιο δίκιο θάχει. Μα εγώ τι της έκαμα;» Κι έτσι λέγοντας ελυούσε δακρυσμένη τα σκοινιά των αρνιών της κι ετοιμαζόταν να φύγει. Πριν κινήσει όμως είπε της αλληνής: «Τόνομά σου είναι ακουσμένο σ’ όλο το σύνορο· εβάλθηκες να κάνεις την κακή γυναίκα και να ξεπλανεύεις και να βρομάζεις τα παιδιά, κυράτσα Βασιλική!»

«Κερί και λιβάνι» της αποκρίθηκε κακότροπα· «αυτά τα λες γιατί ζηλεύεις· ο Γιώργης είναι δικός μου, δε σου τον αφήνω και θα σε παραιτήσει, σκάσε, σκάσε, σκάσε!» Κι έτσι λέγοντας εβάλθηκε να κοπανίζει με το δεξιό της το γρόθο τη ζερβιά της απαλάμη. Κι επρόσθεσε: ― «Θα περνάσει ο καιρός που διορίζει ο νόμος, θα πάρω χωρισιά από αυτόν το χαντακωμένο· και θα παντρευτούμε· κι εσύ θα μείνεις στον άσο, με τη ντροπή και θα μας βλέπεις και θα μαραίνεσαι. Σκάσε, σκάσε!» Κι ακολούθησε να κοπανάει το χέρι της.

«Ας τελειώνουμε» είπε ο Γιώργης αποφασιστικά «Βασιλική, άκουσε. Έχεις κακά στο νου σου· γυρεύεις να κάμεις φονικά· δε σε θέλω· δε θέλω ποτέ μου να σε ανταμώσω. Ό,τι εγίνηκε αναμεταξύ μας πρέπει να το λησμονήσεις· γιατί τυραγνάς την κοπέλα;»

Μα η Μαρία εκούνησε τώρα το κεφάλι περίλυπη. «Λοιπόν» είπε «όσα λέει είναι αλήθεια; την είχες και την εγέλασες; τέτοιος είσαι;» Κι ένα παράπονο βαθύ της εσάλεψε το στήθι. Και κινώντας για το χωριό τούκραξε, ρίχνοντάς του μια ματιά φλογερή. «Απατεώνα! Δε θα με ξαναϊδείς πλιο, ζήσε με τις δημόσιες σου». Και τραβώντας με χολή τ’ αρνιά της εροβολούσε γοργά τον κατήφορο.

«Βρομοθήλυκο» της έκραξε η άλλη πούθελε νάχει τον ύστερο λόγο «μηδά είσαι εσύ καλύτερη; Δε σ’ εύρηκα από τώρα που σ’ εφιλούσε ο Γιώργης εδώ αποκάτου από την ελιά; Πάρε τώρα στο χωριό τα μούτρα σου· τάκουσαν απόδω τα εγκώμια σου· για να τα ακούσουν σου τα φώναξα!»

«Σπυρί μυαλό δεν έχεις» της είπε ο Γιώργης «δε θα ησυχάσεις σήμερα· γιατί θέλεις να με πάρεις στο λαιμό σου, κι εμένα κι αυτήν την κοπέλα;» Κι έτσι λέγοντας ηθέλησε να ξεκινήσει για ν’ ακλουθήσει τη Μαρία. «Το καλύτερο, όπως ήρθαν τώρα τα πράματα» είπε με το νου του «είναι να πάρω αμέσως τη Μαρία στο σπίτι μου. Έτσι θα ησυχάσει τούτος ο Άρειος και δε θα ανταριαστεί το χωριό».

Μα η Βασιλική κουνώντας το κεφάλι σα να τον εκαμάρωνε περιγελαστικά τούπε φράζοντάς του το δρόμο: —«Πού θα πάει ο κυρ-Γιώργης;» Κι έπειτα αψιώνοντας έσμιξε: — «Δε μούταξες πως θα την απαρατήσεις για την αγάπη μου; Δε μούταξες έτσι; Έγειρες τώρα τη γνώμη σου; Αλλά γελιέσαι αν αλήθεια λες πως θ’ αφήσω να σου περάσει η όρεξή σου. Τόχω απόφαση τώρα, θα σας τρέξω κατόπι και θα σας τα φωνάζω όσο δύναμαι. Άκουσες;»

Η Μαρία ωστόσο έφευγε τρέχοντας, βιάζοντας τ’ αρνιά της. Ο νους της ήταν αλαλιασμένος· το κεφάλι της την επονούσε· τα μάτια της ήταν πλημμυρισμένα. Τώρα κάπου κάπου τα δέντρα της ράχης την έκρυβαν και σε λίγο δεν εφάνηκε πλια. «Αχ» αναστέναξε ο Γιώργης κατεβάζοντας το βλέφαρο και βλέποντας στη γης το πουλί που λίγο πριν της είχε χαρίσει «Ούτε την κίχλα δεν επήρε η δύστυχη».

«Βέβαια! και κανίσκια της έπρεπαν» τούπε η άλλη περγελώντας.

«Άφησέ με» της είπε θυμωμένος «δε σε θέλω πλια, γυναίκα χαμένη!»

«Εσύ μ’ έκαμες τέτοιανε και τώρα βρίζεις κιόλα! Ποιος σούπε να με γελάσεις! τι σου χρωστούσα στην καταφρόνια μου;»

Μα τι σου χρωστούσε το ξένο το θηλυκό;»

«Θα σ’ έπαιρνε! Κάλλιο να σκοτωθούμε κι οι τρεις μας· για να τάκούσει όμως ο κόσμος τα φώναξε. Και το κατάφερα. Κοίτα!» Και με το δάχτυλο τούδειξε ανάμεσα στα δέντρα την κορφή της ράχης.

«Φόνισσα!» της είπε με πνιγμένη φωνή δαγκάνοντας δυνατά το χείλι, του και κοιτάζοντας εκεί μερικές γυναίκες και κάποιο παιδί πούχαν έρθει ν’ ακούσουν το μάλωμα και που προσεχτικά τους εκοίταζαν, κι αφοκραζόνταν, μιλώντας κρυφά αναμεταξύ τους. «Τι εκέρδισες τώρα;» της ξανάειπε περίλυπος.

Κι έτσι λέγοντας και συλλογιούμενος με τρομάρα πως το χωριό όλο θάξερε σε μια στιγμή το ντρόπιασμα, εβάλθηκε να κατεβαίνει βιαστικά τον κατήφορο.

«Δε θα σε χαίρεται ούτε η άλλη» του φώναζε «και μη στοχαστείς πως θα σας αφήσω ορνικούς!»

Μα ο Γιώργης τώρα έφευγε βιαστικότερα πάντα και δεν εσταμάταινε. Η ντροπή τον είχε κυριέψει. Γιατί δεν είχε αφοκραστεί του πατέρα του τα λόγια; πώς θα παρουσιαζότουν στο σπίτι του και στο χωριό;

Την άλλη μέρα ο ζωγράφος άμα εσηκώθηκε, κι εδιαβάστηκε σαν οι παπάδες, εκάθισε από ενωρίς μπροστά στην εικόνα του και πριν το μεσημέρι την είχε τελειώσει. Τώρα από μακριά την εκοίταζε κρατώντας ακόμα τα πινέλα του στο χέρι.

Το πρόσωπό του ήταν αχνό πολύ, τα μακριά μαλλιά του ξεχτένιστα (γιατί η γυναίκα του δεν του τάχε συγυρίσει σαν κάθε μέρα) τα κόκκαλα στα μάγουλα και στα σιαγόνια εδιακρινόταν όλα, το βλέμμα του ήταν θολό. Αλλά στο στόρισμα τα νωπά χρώματα εγυάλιζαν. Η Παναγία μικρή και πανέμνοστη, μ’ ένα μπλάβο φόρεμα που την έντυνε από το μέτωπο στα πόδια σκεπάζοντάς της και τα χέρια, εστεκόταν γονατιστή με βλέμμα χαμηλωμένο, με σκυφτό κεφάλι, κάτου από έναν ολόχρυσο θόλο και ξέγναντά της ανάερα ο αρχάγγελος με ορθάνοιχτες φτερούγες, κάτασπρος και λαμπρός, εφαινόταν να της έλεγε με τα σεμνά του χείλη το «χαίρε» και στο χέρι του εκρατούσε τον αγνό λευκόν κρίνο, και το αθώο πρόσωπό του ήταν σοβαρό, και το βλέμμα του γιομάτο σέβας για τη Θεοτόκο.

Και εξέταζε προσεχτικά ο ζωγράφος το μεγάλο το στόρισμα· την κάθε πινελιά, την κάθε γραμμή, την κάθε δίπλα στα φορέματα, το αντιφέγγισμα στα ξανθά μαλλιά του αγγέλου, και τους φωτεινούς αγιάθωνες γύρω στα δυο κεφάλια, και αθέλητα το βλέμμα του έπεφτε κάπου κάπου στις άλλες εικόνες που εκρεμόνταν στους τοίχους και που οι άνθρωποι από το σόι του τις είχαν ιστορίσει, κι εύρισκε συγκρίνοντας ο νους του πως η δική του ήταν απ’ όλες η ανώτερη.

Κι εχαμογέλασε. Μα το χαμόγελο του εσβήστηκε μεμιάς. Η όψη του, που από τη δουλειά, την εγκράτεια και τις νηστείες, είχε λιγνύνει, ήταν σήμερα πάρα πολύ σοβαρή· το νου του τον εβασάνιζε η έγνοια.

Ο μονάκριβος ο γιος του που επαράκλινε από τα πατροπαοάδοτα συστήματα της φάρας τους, και που ήταν τώρα του χωριού το διήγημα, και που βέβαια τον οχτρευόνταν για τα κακά του θελήματα οι περισσότεροι, και που τον εμελετούσαν όλοι με καταφρόνια, γιατί να μην είχε μοιάσει στο σόι του, στους καλούς παππούνους του, στους τιμημένους ανθρώπους, πάρεξ αλλού, γιατί να δουλεύει ο νους του στο κακό; Και πού να ήταν τώρα; Μην ίσως η ζωή του εκιντύνευε; Αλλά τι να του κάμει ο αδύναμος γέροντας;

Ανήσυχος ετήραξε ο ζωγράφος την Παναγία κι ένα δάκρυ ζεστό εκύλησε στο ζαρωμένο μάγουλό του: —«Βοήθησέ τον» είπε παρακαλεστικά και αναστενάζοντας.

Τώρα χωρίς να το θέλει αφοκραζότουν τι εγινότουν τριγύρω του. Καθώς πάντα από το παράθυρο έμπαιναν οι ομιλίες των ανθρώπων που εκάναν όξω το θέλημά τους και που ο ζωγράφος ποτέ δεν τις επρόσεχε. Αλλά σήμερα του εκαζότουν πως ο κόσμος όλος ονομάτιζε τον υγιό του και πως τον εκακολογούσε. Αναστέναξε πάλι κουνώντας πικρά το κεφάλι. Από τους συνηθισμένους κρότους ένιωθε πως η γυναίκα του εσιγύριζε το σπίτι, κι άκουε και το συνηθισμένο μουρμουρητό της, γιατί η γριά είχε σύστημα από νέα να λέει ό,τι εστοχαζότουν. Ως κι εκείνη είχε να κάμει με το Γιώργη υποψιασμένη και ανήσυχη. Κι ανανοήθηκε ο ζωγράφος πως κι η μάνα αγροικούσε στην καρδιά της την ίδια του την πίκρα. Απίθωσε στο τραπέζι τα πινέλα του, κι έσκυψε στο παραθύρι. Στο δρόμο, κάτου από τα σπίτι, μερικοί άνθρωποι εκουβέντιαζαν αδιάφοροι χωρίς να σηκώνουν το κεφάλι. Στα μαγαζιά ακουόταν η καθημερνή βαβούρα. Ο γέροντας εκοίταξε δεξιά ζερβιά, εξαναμπήκε στο σπίτι, έκαμε στην κάμαρα λίγα πατήματα κι έπειτα εβγήκε στο παράθυρο που έδινε στον κήπο κι εξανακοίταξε τρογύρου. Κι αφού δεν είδε ό,τι εχάλευε ξανάρθε να καθίσει μπρος στην εικόνα του.

«Δεν έρχεται ακόμα» είπε με το νου του· «από τα χτες δεν τον είδε καμιά ψυχή. Ντρέπομαι τον κόσμο.» Κι έπειτα από μια στιγμή εσυλλογίστηκε σα να τον εβάραινε η συνείδηση: —«Να τόξερα πως θάρθουν έτσι τα πράματα, θα τα προλάβαινα όλα. Μα πού να φανταστεί κανείς πως θάβγαινε τέτοιος! Ο όξω-απώδες τον εκαβαλίκεψε μεμιάς! Η οργή του Θεού τον εκυρίεψε. Ας έπαιρνε τη Μαρία κι ας ησύχαζε· τι να κάμω, θα τούδινα και γω το λόγο μου. Αλλιώτικα αληθινά τον επιθυμούσα, αλλιώς τον ήθελα, μα στο ύστερο κακό δεν ήταν, ας είχε πάρει τη Μαρία. Ας έκανε ό,τι ήθελε· ας έλιωνε με το τσαπί, μα ας ήταν ήσυχος στο σπίτι του με τη φαμιλιά του, για να γεροκομίσει κι εμένα και να γεραματίσει και την άμοιρη τη γριά μου!... Τώρα ο Θεός φυλάξει, μπορεί να μείνουμε έρημοι κι άκλεροι, α χρειαστεί. Είναι κακός τώρα ο κόσμος και σκιάζομαι, σκιάζομαι πολύ! Μοναχά δεν μπορώ να καταλάβω πως η Μαρία δε θέλει να γίνει γυναίκα του.»

Αφοκράστηκε πάλι. Η γριά εμιλούσε στο κατώγι με κάποιον.

«Ανέβα» έλεγε «αιδεσιμότατε.»

Και σε μια στιγμή ο γέροντας είδε να προβάλει στη σκάλα τον παπά του χωριού. Η όψη του εξάνοιξε λίγο και το χείλι του εχαμογέλασε.

«Καλημέρα την αγιοσύνη σου» είπε κινώντας για να φιλήσει του παπά το χέρι· «Καλώς μας όρισες.»

«Καλημέρα, Αργύρη» αποκρίθηκε δίνοντας του το χέρι ο μαυροφορεμένος, που ήταν άντρας ψηλός και όμορφος με μακριά γένια ξανθά και ξεβαμμένα κομμάτι· «τι μαντάτα;»

«Όλο ανησυχίες» απολογήθηκε πικρά· «Κάθισε παπά μου.»

Και οι δυο ήρθαν μπροστά στην εικόνα, κι ο παπάς αθέλητα έβγαλε το σκούφο του, εσταυροκοπήθηκε, εμουρμούρησε ψαλτά μια προσευκή κι ερώτησε όπως και οι άλλοι που έβλεπαν το στόρισμα:

«Μην είδες στον ύπνο σου, Αργύρη, την Παναγία και τον άγγελο;»

«Η χάρη της μ’ εφώτισε» είπε ταπεινά ο ζωγράφος «έβαλα όλη μου τη μπόρεση, όλη μου την αγάπη, όλη μου την πίστη· κι η Παναγία άκουσε τα παρακάλια μου.»

«Στην εκκλησία» είπε ο παπάς φορώντας πάλι το σκούφο του και καθίζοντας σ’ ένα σκαμνί έφεραν σήμερα το δεπόζιτο για το στόρισμα, και τόστησαν, κι είναι πολύ ωραίο· και το χωριό λέει πως η εικόνα σου θάναι θαματουργή· όσοι την είδαν σαστίζουν και τρομάζουν κι αρρώστοι της είναι ταμένοι από τα τώρα. Mε τόρτσες και με φλάμπουρο θα λιτανέψουμε το στόρισμα από το σπίτι σου στην εκκλησιά, για αγιασμό του χωριού, όταν θα το πάρουμε να το στήσουμε. Την άλλη Κυριακή ε, για να στεγνώσει πρώτα;»

«Αν έτσι το θέλει το χωριό» είπε ντροπαλά ο ζωγράφος με κρυφό καμάρι.

«Το χωριό» είπε ο παπάς χαϊδεύοντας τα ξανθά ξεβαμμένα γένια του «το θέλει και το προσμένει· το χωριό αγαπάει το προσκυνητάρι του, που θα μένει όσο υπάρχει κόσμος, λογιάζω, καταφυγή και σκέπη και δέηση για κάθε χριστιανό.» Κι έπειτα από μία στιγμή ξακολούθησε με δισταγμό: — «Μόνο δύο τρεις φαυλόβιοι αντιστέκονται.»

«Αντιστέκονται;» ερώτησε ο γέρος αχνίζοντας και κατεβάζοντας το μουδιασμένο του βλέμμα «γιατί;»

«Εξαιτίας του γιου σου» του αποκρίθηκε χαμηλόφωνα.

«Μα το κόνισμα τι τους έκαμε;» ξανάειπε λυπημένος. «Στα γεράματα μ’ επίκρανε τώρα αυτός ο γιος· έχει όλα τάδικα, μα τι να κάμω, παπά μου;» Και με το δάχτυλο εσφούγγισε ένα δάκρυ που εκατέβαινε σιγά σιγά από την κώχη του ματιού του. Κι ερώτησε: — «Είναι πολλοί; Τι έχουν στο νου τους;»

Αυτήν τη στιγμή ανέβηκε απάνου η γριά φέρνοντας σ’ ένα μπρούτζινο δισκάρι ένα φλιτζάνι γιομάτο μαύρον καφέ, ένα γυαλί ρακί κι ένα ποτήρι νερό, συγνεφιασμένη, κι εκείνη κι αχνή, κι ήρθε μπροστά στον παπά· κι ωστόσο τούτος αποκρινόταν:

«Δεν ξέρω νάχουν τίποτα στο νου τους· μόνο δε θέλουν τη δόξα του σπιτιού σου. Από τα ψες είδα αντάμα τ’ αδέρφια της Μαρίας με τους δικούς της Βασιλικής· αυτοί δεν είχαν ποτέ παρέα· αλλά η ντροπή βέβαια τους έκαμε να ομογνωμήσουν.»

Ο γέροντας εκούνησε πικρά το κεφάλι. Κι η γριά θυμωμένη, βγάζοντας τη μπόλια της από το κεφάλι και στρίφοντάς την στα χέρια της, είπε: —«Η κυράτσα Bασιλική, την κατάρα της νάχει (κι έδειξε μι το κεφάλι της την εικόνα) αυτή τα κάνει όλα! αυτή αντάριασε το χωριό· έβαλε στο νου της να μας ορφανέψει.»

«Μα ο γιος σας ήταν άταχτος» είπε ο παπάς με μία χερονομία.

«Μα δεν ήταν ο πρώτος» είπε ο ζωγράφος χωρίς να σηκώσει το βλέμμα.

«Εκείνη» είπε η γριά ζαβώνοντας το στόμα της «παραδίνεται του καθεμιανού σαν τη σκύλα· εμόλεψε όλο το χωριό· την είδανε τόσες και τόσες φορές· όλες oι γειτόνισσες το λένε· μη πρέπει να πλερώσει ο γιος μου τις αμαρτίες της;

Μία στιγμή ετσώπασαν κι οι τρεις τους. Ο παπάς ερουφούσε τώρα με υπομονή τον καφέ του, η γριά έσιαζε πάλι τη μπόλια της στο κεφάλι, ο ζωγράφος εκοίταζε πικρά το κόνισμα.

«Αργύρη» είπε ο παπάς έπειτα από λίγο παίρνοντας στο χέρι το ρακογυάλι «επήγα εκεί που μ’ έστειλες».

«Και τι είπαν» ερώτησε ανήσυχος.

«Ο Θοδόσης είναι λιωμένος από τη ντροπή του κι από τη λύπη του· οι γιοι του είναι αγριεμένοι· θέλουν όλοι να ξεμπουρίσουν τη Μαρία από το σπίτι της, η μάνα της τη δέρνει κάθε στιγμή· την έχουν σαπίσει στο ξύλο. Μα του κάκου. Τον υγιό σου δεν τόνε θέλει. Είναι πάρα διαστρεμμένος λέει.»

«Αυτό τ’ όνομα έχει ο γιος μας;» είπε με πόνο ο πατέρας κατεβάζοντας πάλι ντροπιασμένος το βλέφαρο.

«Όλα θα διορθώνονταν, μούπε ο Θοδόσης» έτσι ξακολούθησε ο παπάς συλλογισμένος «μα η θυγατέρα μου, λέει, φυσικό δεν έχει να μπει σ’ αυτό το αρχοντόσπιτο· και μεις, λέει, τύχη δεν έχουμε να συμπεθερέψουμε, λέει, με τον άγιον άνθρωπο που κάνει τα θαματουργά κονίσματα, και θα μας μείνει για πάντα, λέει, η ντροπή. —Ας κρίνουμε όμως ίσια: η Μαρία έχει κάποιο δίκιο.» Και σηκώνοντας το ρακογυάλι τους είπε: ― «Στην υγειά σας!»

«Ευλόγησε, δέσποτα» του αποκριθήκαν λυπημένοι χωρίς να τον κοιτάξουν.

«Και τώρα;» έκαμε η γριά κοιτάζοντας το ζωγράφο.

«Και τώρα;» της απολογήθηκε κουνώντας το κεφάλι.

«Υπομονή» είπε ο παπάς «όλες οι δοκιμασίες έρχονται από Θεού· μην αναστενάξεις εναντίο του· γραμμένο δε σου ήταν, Αργύρη, να γευτείς απίκραντος τη δόξα. Υπομονή.»

«Η πύξια κι η δήξια» είπε η γριά «έβαλε το κακό στο νου της.»

Για καμπόση ώρα ετσώπασαν πάλι κι οι τρεις. Ο ζωγράφος ακούμπησε στο χέρι του το κεφάλι κι έμεινε σκεφτικός, ο παπάς κι η γριά τον εκοίταξαν προσμένοντας το λόγο του.

«Θα ξεμακρύνω το γιόκα» είπε τέλος ο γέροντας δαγκάνοντας τα αχνά του χείλη «εδώ μπορεί να μου τόνε σκοτώσουν.»

«Ορθή σκέψη» είπε ο παπάς μ’ ένα χαμόγελο· «η Παναγία σούδωκε βαγγέλια· θα λείψουν από το χωριό μας τα ντράβαλα και θα πάψει η αντάρα.»

«Αν δεν προλάβουν» είπε σκιασμένος ο γέροντας.

«Την Κυριακή οχτώ λιτανεύουμε τη χάρη της» είπε πάλι ο παπάς.

«Όπως θέλει το χωριό» απολογήθηκε ο ζωγράφος.

Ο παπά σηκώθηκε να φύγει· «Σας αφήνω την υγειά» είπε δίνοντάς τους το χέρι.

«Στο καλό, αιδεσιμότατε» του απάντησαν «και σπολάιτή σου για τη χάρη.»

Και κατεβαίνοντας τη σκάλα είπε ακόμα ο παπάς: «Να μισέψει!»

Τώρα οι δύο γερόντοι ήταν μονοί: — «Μας ορφάνεψε» είπε ο γέροντας με πόνο.

«Αυτή η μπομπή του χωριού» αποτέλειωσε η μάνα κλαίγοντας. «Μα πού είναι ο Γιώργης; από τα χτες δεν τον είδαμε.»

«Κύριος οίδε που προβατεί· θα κάμει ίσως κι άλλο σημείο! Αχ, μου φαρμάκωσε τη ζωή και τη δόξα μου· γιατί εδιάλεξε τούτην τη στιγμή; Μα πήγαινε τώρα στο καλύβι, γύρισε όλο το σύνορο για να τον εύρεις· μην καθίσεις ούτε στιγμή· να δώσουμε τόπο τσ’ οργής μην ιδούμε πράματα μεγάλα. Εγώ δε με βαστούν τώρα πλια τα πόδια μου.»

«Ναι» του αποκρίθηκε «πηγαίνω».

Κι εκατέβηκε κι εκείνη τη σκάλα, κι εβγήκε όξω, κι εκίνησε κατά το ρόβολο του κήπου. Κι ο ζωγράφος εσυλλογιότουν τώρα μοναχός του και ανήσυχος καθισμένος ασάλευτος στο σκαμνί του, και κάπου κάπου αναστέναζε. Κι ωστόσο ο ήλιος είχε δύσει, και το φως είχε λιγοστέψει. Αλλά η Ευτυμία δεν εγύριζε. Δεν τον είχε εύρει ακόμα.

Ο ΝΟΥΜΑΣ 390 ― 2 του Μάη 1910

Ήταν νύχτα. Κι ο Γιώργης ήταν τώρα μοναχός του στην κατοικιά του, ένα καλύβι από πλοκό και καλάμια σοβαντισμένο με λάσπη από μέσα και απόξω. Από τη χτεσινή μέρα δεν είχε φανεί στο χωριό, κι εκρουβότουν σ’ έρημα μέρη, απόπερα από το σύνορο του χωριού και μόνο σύσκοτα τη νύχτα ερχόταν να κοιμηθεί στην κατοικιά του. Εσκεφτόταν και κείνος να φύγει. Για τούτο όμως η μάνα του που τον είχε ζητήσει ως το σούρουπο δεν τον είχε βρει πουθενά. Τώρα του καλυβιού η πόρτα ήταν κλειστή και μανταλωμένη· η φωτιά εκρουφόκαιγε μέσα στις στάχτες σε μιαν αγκωνή και τα δαυλιά ανάδιναν καπνούς προς την κατάμαυρη καλαμένια σκέπη. Ήταν σκεφτικός, κι ήταν ανήσυχος, κι όλο εσυλλογιόταν πώς να μηνύσει στους γονιούς του την απόφασή του, γιατί ο ίδιος εντρεπόταν να τους ξαγναντήσει. Αλλά ωστόσο γιατί η ώρα ήταν περασμένη, ετοιμαζότουν να πλαγιάσει.

Μα κάποιος έκρουσε ανάλαφρα την πόρτα απόξω, και τα μαλλιά του ανασηκωθήκαν. Χωρίς να θέλει εκοίταξε προς το ντουφέκι του που τόχε κρεμάσει σιμά στο κρεβάτι του, αλλά απόκριση δεν έδωκε.

«Γιώργη, Γιώργη» τούπε χαμηλά μια φωνή ξανακρούοντας την πόρτα «κοιμάσαι; Ξύπνα.»

Ο Γιώργης εγνώρισε τη φωνή κι ανατρίχιασε. Ήταν η Βασιλική, «Αχ» εστοχάστηκε βαρύθυμος με δυνατό χτυποκάρδι «τι θέλει πάλι!» Μα απάντηση δεν έδωκε.

«Ξύπνα» του ξανάειπε δυνατότερα «ξύπνα κι άνοιξε· για το καλό σου έρχομαι.»

Δεν απολογήθηκε και δεν εταράχτηκε ελπίζοντας πως η γυναίκα θάλεγε το καλύβι κλειδωμένο απ’ όξω και πως θάφευγε.

Μα εκείνη του ξαναφώναξε τινάζοντας την πόρτα: —«Δε θέλεις ν’ ακούσεις; δε θέλεις ν’ ανοίξεις; ξέρω πως είσαι μέσα, βλέπω το φως, βλέπω τον καπνό της ογνήστρας από τις χαραμάδες· άνοιξε σου λέω· πρέπει να σε ιδώ!»

«Τι θέλεις πάλι» της αποκρίθηκε «δε σου φτάνουν τα ανακατώματα;»

«Άνοιξε» επρόσταξε.

«Όχι» της απάντησε με απόφαση.

«Σου βάζω φωτιά» τούπε αποφασιστικά.

«Κακούργα!» της αποκρίθηκε ερχόμενος στην πόρτα.

«Έτσι μ’ έκαμες» τούπε «θέλω να μ’ ανοίξεις! μη χάνεις καιρό!»

Την υπάκουσε. Κι η γυναίκα εμπήκε αμέσως μέσα κι εμαντάλωσε πάλι την πόρτα. Ο Γιώργης εκάθισε αμίλητος μπρος στην ογνήστρα, ανασάλεψε τα δαυλιά, έριξε κλαρί πάνου στα καρβουνιασμένα ξύλα κι εφύσησε, ώσπου βγήκε μια ξάστερη φλόγα.

«Γιατί δεν άνοιγες τόση ώρα;» τον ερώτησε άγρια και σκληρά.

Δεν της απάντησε κι ούτε την εκοίταξε συμπώντας πάντα τη φωτιά του.

«Σου φαίνεται» τούπε πάλι ερχόμενη σιμά του «πως θα σας αφήσω; Σου περνάει από το νου πως θα πάρεις τη Μαρία;»

«Δεν άκουσες» της απάντησε απελπισμένος «πως δε θέλει πλια να με ιδεί.»

«Της εστείλατε προξενιά τον παπά σήμερα πάλι» τούπε «με τον καιρό μπορεί να συγκλίνει.»

«Στο χωριό δεν επήγα από την ώρα που μ’ εντρόπιασες.»

«Θα γένει τέλος απόψε! Πρέπει αντάμα να φύγουμε σ’ άλλον κόσμο.»

«Μαζί σου;» της είπε τρομαγμένος.

«Αν αγαπάς τη ζωή σου!» του απάντησε αμέσως.

«Όχι» της είπε αποφασιστικά.

«Τότες απόψε θα μας σκοτώσουν» του απάντησε. «Και για μένα ο χαμός είναι μικρό κακό, γιατί τη ζωή πόχω δεν τη βαστάω πλιο· είμαι ντροπιασμένη και καταφρονεμένη· μα εσύ τάφταιξες όλα.»

«Εγώ;» είπε κι εσηκώθηκε από την ογνήστρα του όπου έκαιε τώρα μια μεγάλη φλόγα· «ο κόσμος όλος ξέρει πως δεν ήμουν ο πρώτος· εσύ ήσαν πάντα ακουσμένη στο κακό.»

«Γιατί πάντα ευρεθήκαν ανθρώποι όμοιοί σου που μ’ εγέλασαν. Μα μη χρονοτριβάς, οι δικοί μου σε λίγο θάναι εδώ.»

«Τι έκαμες πάλι;» της είπε σιμώνοντάς την και σηκώνοντας το χέρι σα νάθελε να τη χτυπήσει· «γιατί ήρθες εδώ αυτήν την ώρα;»

«Εσύ τάκαμες όλα» του αποκρίθηκε ατάραχτη· «αν άφηνες τη Μαρία δε θα γενόταν αντάρα καμία, δε θα μάθαινε κανένας τίποτα· θα περνούσαμε ζωή χαρισάμενη· μα ηθέλησες και συ να με γελάσεις· και δε βαστούσα πλιο· πάμε, σου λέω!»

«Όχι» της ξανάειπε αποφασισμένος «δε φεύγω μαζί σου· δε σε θέλω. Γιατί ήρθες;»

«Α» έκαμε εκείνη αχνίζοντας και ανοίγοντας τα μάτια της «θα χαθούμε! Να τους έβλεπες πως έκαναν σήμερα! Σε γυρεύουν παντού· θέλουν το θάνατό σου· κανένας τους δε μου μιλεί· θα ξεπλύνουν λέει όλες τις ντροπές που τους εφόρτωσα μεμιάς· θα σκοτώνουν και τους δυο μας. Οι δικοί μου είναι ανταμωμένοι με τ’ αδέρφια της Μαρίας. Και είναι όλοι αγριεμένοι! Πάμε, πάμε!»

«Μαζί σου όχι, σούπα, δε θέλω να γελάσω τη Μαρία.»

«Α, την αγαπάς εκείνηνε! μα με το πείσμα σου θα χάσεις τη ζωή σου!»

«Αν ήσουν αλλιώτικη κάνε! Μα σκέψου πόσα έκαμες! Κι είσαι πάντα στο κακό ακουσμένη, κι είσαι γυναίκα αλλουνού, και ο άντρας σου θα μας έχωνε στη φυλακή και τους δύο όταν θα τάρεσε.»

«Πάμε» παρακάλεσε «έρχονται».

Στο φως της φωτιάς που έκαιγε στην αγκωνή σπιθιρίζοντας εφαινότουν κίτρινη, κι εκοίταζε τρογύρου της μ’ ανησυχία. Όσο η ώρα περνούσε τόσο ο κίντυνος εγενότουν μεγαλύτερος και το φύγι δυσκολότερο.

«Πάμε» του ξανάειπε δακρύζοντας «αν αγαπάς τους γονέους σου, πάμε! Θα μας εύρουν· μα τον ουρανό, σου λέω την αλήθεια.» Και σε μια στιγμή αψιώνοντας επρόσθεσε: ― Οι καταραμένοι με κυνηγούν! Χαλεύουν τώρα την τιμή τους, αφόντις οι ίδιοι τάκαμαν! Εκείνοι μ’ έδωκαν του αντρός που δεν αγαπούσα, όταν ήμουν δεκάξι χρονώ· νήπιο ακόμα. Και τώρα που μ’ απαράτησε αυτός ο αφορισμένος, θέλουν να ζω μοναχή κι απροστάτευτη, και να μην αγαπάω κανένανε, σαν το έρημο το πουλί! Α κόσμε κακέ!» Και τούτα λέγοντας έπιασε από το χέρι το Γιώργη και τον ετράβηξε προς την πόρτα. Κι «πρόσθεσε ανήσυχη: —«Φεύγα, φεύγα… και μοναχός σου, α θέλεις!... Για ύστερη φορά εδοκίμασα να ‘χω την αγάπη σου. Συμπάθησε· μ’ έπνιξε η ζήλια κι έκαμα τα σκάνταλα. Μα φεύγα· η ώρα κλει!»

Ο Γιώργης την εκοίταζε στατικός και εδάκρυσε χωρίς να το θέλει.

«Ο Θεός» της είπε «πολλά θα σου συμπαθήσει, γιατί η καρδιά σου είναι καλή. «Και εστάθηκε μία στιγμή σιωπηλός και αναμετριότουν τι έπρεπε να κάμει.

«Φεύγα» του ξανάειπε εκείνη σπρώχνοντάς τον προς την πόρτα.

Τώρα ακούστηκαν σκυλιών αλυχτίσματα. «Έρχονται!» είπε η Βασιλική χάνοντας τα φρένα· «φεύγα αμέσως.»

«Είναι αργά!»

«Είναι καιρός ακόμα!» του απάντησε ανοίγοντας την πόρτα «πάρε τον κατήφορο, και ανέβα στο χωριό από την άλλη ράχη· κρούψου σπίτι σου απόψε, και μίσεψε αύριο για την ξενιτιά. Για μένα μη γνοιαστείς· δεν τους σκιάζομαι.»

Μία στιγμή έμεινε αναποφάσιστος στην πόρτα. Μα εκείνη τον άμπωσε μ’ όλη τη δύναμή της όξω

«Θα κρουφτώ εδώ σιμά» της εμουρμούρισε βγαίνοντας «ώσπου να φύγουν, α θελήσουν να σου κάμουν κακό θα φανερωθώ αμέσως.» Κι έτσι λέγοντας εροβόλησε κατά τον ελαιώνα.

Ωστόσο τα αλυχτίσματα ακολουθούσαν, κι ακουόταν τώρα χλαλοή και ποδοβολημός, και η αντάρα εγενότουν κάθε στιγμή μεγαλύτερη, οι ανθρώποι εσίμωναν βιαστικά στο καλύβι. «Επλάκωσαν» είπε με το του της η Μαρία πετώντας θυμωμένη κατά γης τη μπόλια της και ακουμπώντας το νώμο της στον ορθό της πόρτας «εδώ θα τους προσμένω!»

Και σε λίγο τους είδε· ήταν μια δεκαριά όλοι όλοι· μερικοί εκρατούσαν στα χέρια τους φανάρια κι άλλοι ήταν αρματωμένοι με μαγκούρες και με ντουφέκια.

«Επιάκαμε και τους δυο» εφώναξε, βλέποντάς την στο φως που έβγαινε από την πόρτα, ο αδερφός της ο Κώστας που εφαινόταν πως οδηγούσε τη σκάθρα «ζώστε το καλύβι μη μας φύγουν I»

Οι άλλοι τον υπάκουσαν βιαστικά.

«Τι ζητάτε» τους ερώτησε άγρια η Βασιλική.

Τρεις ανθρώποι, τα δύο αδέρφια της Μαρίας κι ένας δικός της ξάδερφος ήρθαν καταπάνου της.

«Πού είναι ο Γιώργης» της είπε με βραχνή φωνή ένας από τους πρώτους.

«Μην της μιλείς» του πρόσταξε ο ξάδερφός της.

«Δεν ξέρω» αποκρίθηκε η Βασιλική «εδώ δεν είναι» κι επαραμέρισε λίγο αφήνοντας ελεύτερο το διάβα.

Οι τρεις νέοι εμπήκαν μέσα κι εκοίταξαν ολούθε προσεχτικά· κι αφού δεν ευρήκαν κανέναν εβγήκαν πάλι όξω.

«Κι εσύ» της είπε ο ξάδερφός της «τι κάνεις εδώ τέτοιαν ώρα;»

«Εδώ μ’ έφερε η τύχη μου» του απολογήθηκε άφοβα. «Αδέρφια σας έχω· μα για αδέρφια δε σας γνωρίζω· εσείς εκάματε όλα τα σκάνταλα από την αρχή· σας τόπα κι άλλες φορές, εσείς, εσείς οι καταραμένοι I»

«Τι θα κάμουμε με δαύτηνε;» ερώτησε ο αδερφός της Μαρίας.

«Ποιος θα χάσει τη ζωή του και την ψυχή του γι’ αυτή τη δημόσια;» εφώναξε ο Κώστας από μακριά «θα τη στείλω αύριο στη χώρα, για να κάνει εκεί την επιστήμη της.»

«Καλά λες» του αποκρίθηκαν δυο τρεις από τους άλλους.

«Και τώρα» ερώτησε πάλι κάποιος.

«Πάμε να τόνε βρούμε.»

«θα κρούβεται στο λόγγο!»

«Θα ξέρει η Βασιλική.»

«Πού είναι τος, Βασιλική;»

«Θάναι σπίτι του.»

«Πάμε να ιδούμε!»

«Δε μας λέει!»

«Πάμε από το σπίτι του» είπε ο Κώστας «α δεν τόνε βρούμε, είναι μέρα κι αύριο· δε θα μας γλυτώσει!»

«Πάμε» αποκρίθηκαν οι περσότεροι.

Κι εξεκίνησαν.

«Στου Θεού την κατάρα!» τους εφώναξε η Βασιλική μπαίνοντας στο καλύβι.

Το ίδιο βράδυ, την ώρα που ο αγιογράφος και η γυναίκα του εδειπνούσαν περίλυποι και αμίλητοι στο κατώγι, η Μαρία εχτυπούσε στην πόρτα του σπιτιού τους. Η Ευτυμιά επήγε να την ανοίξει, μα βλέποντας την κορασίδα την έκλεισε πάλι αμέσως με ορμή!

«Άνοιξε» είπε η Μαρία «πρέπει να σας μιλήσω!»

«Ποιος είναι;» είπε ο αγιογράφος αχνίζοντας.

«Είναι η Μαρία» του απολογήθηκε η γριά ανήσυχη.

«Και δεν της ανοίγεις, μπρε γυναίκα; όπως ήρθαν τα πράματα το καλύτερο είναι να την πάρει!»

Η γριά άνοιξε πάλι και εμπήκε μέσα η Μαρία αχνή και ταραγμένη.

«Πού είναι ο γιος σας» ερώτησε χωρίς να χαιρετήσει.

«Έχε υπομονή, θυγατέρα, καλώς εκόπιασες στο σπίτι μας, κανένας δε θα σε διώξει· ο Γιώργης θάρθει σε λίγο...» Έτσι είπε ο αγιογράφος και την εσίμωσε για να τήνε φιλήσει.

«Τόνε κυνηγούνε» είπε η Μαρία σταματαίνοντας με το χέρι το γέροντα· «απόψε θέλουνε να τόνε σκοτώσουνε!»

«Δυστυχιά μας» εχούγιαξε η μάνα χτυπώντας το κεφάλι της «πώς τόμαθες;»

«Και συ» της είπε ο ζωγράφος αναστενάζοντας και κοιτάζοντάς την γλυκά «δε χαίρεσαι για το κακό του, αφού σούκαμε κακό, μόνε ήρθες εδώ;»

«Σας λυπήθηκα τους ορφανούς» του απάντησε κλαίγοντας «και...τον αγαπούσα τόσο που μ’ επόνεσε πάλι η ψυχή. Μα πού είναι τος;»

«Δεν ξέρουμε» απολογήθηκαν μ’ ένα στόμα, κι ο ζωγράφος «πρόσθεσε υπομονητικά και κοιτάζοντας προς τον ουρανό: — «Το διορισμένο θα γένει, τι να του κάμω εγώ ο ανήμπορος γέροντας;»

«Μην είναι στο καλύβι» ερώτησε η Μαρία ενώνοντας απελπισμένα τα χέρια της.

«Δεν ήταν εκεί» είπε η γριά σκιασμένη «αλλά μπορεί να πήγε.»

«Αν είναι εκεί, είναι χαμένος» είπε η κόρη πικρά.

Η γριά εχούγιαξε πάλι.

«Μην κράζεις το κακό πρι γένει» της είπε ο ζωγράφος περίλυπος· «καιρό έχουμε για να κλάψουμε. Μα τώρα ας πάμε απάνου. Μαρία, ό,τι κι αν γένει, ή ζήσει ή πεθάνει, θάσαι πάντα θυγατέρα μου.»

Οι γυναίκες τον άκουσαν. Η γριά εξεκρέμασε το μαύρο λυχνάρι από τον τοίχο κι εκίνησε πρώτη για ν’ ανεβεί τη σκάλα, η Μαρία την ακολούθησε και ο ζωγράφος στερνός, ερχότουν κατόπι τους. Σαν ανεβήκαν απάνου, εσταθήκαν αθέλητα και οι τρεις μπρος στο μεγάλο το κόνισμα, εσταυροκοπηθήκαν και τα χείλια τους επρόφεραν μια μυστική προσευκή. Έπειτα οι γυναίκες έκλαψαν, κι ο ζωγράφος έμεινε σιωπηλός και στοχαστικός.

Ξάφνου όμως άκουσαν την πόρτα, που η γριά είχε λησμονήσει να την μανταλώσει, να ανοίγει μ’ ορμή και να ξανακλεί χτυπώντας κι άκουσαν κιόλας το βιαστικό σύρσιμο του μάνταλου.

«Είναι ο Γιώργης» είπε ο αγιογράφος μ’ ένα δειλό χαμόγελο.

«Ας έχει δόξα η Παναγία» είπε η Μαρία «δεν τον εύρηκαν.»

«Το παιδί μου» είπε η γριά κλαίοντας.

Σε μία στιγμή ο Γιώργης ευρέθηκε απάνου. Ήταν αχνός και λαχανιασμένος.

«Με κυνηγούνε» είπε ευτύς χωρίς να καλησπερίσει κι εκάθισε σ’ ένα σκαμνί· «επλάκωσαν, τι θα κάμουν δεν ξέρω!»

«Ω παιδί μου» τούπε η γριά «τι φαρμάκια μας δίνεις στα γεράματα.»

Ο γέροντας τον εκοίταξε περίτρομος, η Μαρία ήρθε σιμά του.

«Επλάκωσαν» ξανάειπε ο Γιώργης «μα η Μαρία τι θέλει;»

«Ήρθε να σε γλιτώσει, καταραμένε» τούπε ο ζωγράφος με βραχνή φωνή «τέτοια γυναίκα αληθινά δε σούπρεπε.»

«Δεν τόνε θέλω, είπε με απόφαση η κόρη «είναι πάρα πολύ άσωτος. Μόνο το θάνατό του δεν ήθελα· εγώ θα πάω σ’ ένα μοναστήρι να κλειστώ για πάντα, αφού δεν μπορώ κυρά πλιά να γυρίσω στο σπίτι μου.»

Η γριά ωστόσο έκλαιγε από τη σκιάξη της, και ανάμεσα στο παράπονο της έλεγε: — «Τι ξαφνικά μου μελλόνταν στα γεράματα» και ακράτητα εχούγιαζε τώρα.

Μα από τες φωνές της ανταριαζόνταν οι γειτόνοι, και των σπιτιών οι πόρτες ανοίγονταν τώρα κι έβγαινε στο δρόμο ο κόσμος για να μάθει τι είχε γίνει στο σπίτι του αγιογράφου, γιατί όλοι επρόσμεναν θετικά το σκοτωμό του Γιώργη εκείνο το βράδυ. Κι έβγαιναν οι γυναίκες στα παράθυρα και εκρεμούσαν φωτερά στα παραθυρόφυλλα θέλοντας να βλέπουν τι εγενότουν στο δρόμο ή και να αντικρίσουν το λείψανο του αδικοθάνατου, αν ήθελαν το φέρει από τον κάμπο. Κι εγινόταν τώρα, τη νύχτα, στο ήσυχο χωριό, βοή και βαβούρα και κάπου κάπου γυναίκα ακουόταν να κλαίει, και το πλήθος εγινότουν πάντα περσότερο.

Όλοι ερωτιόνταν τι έτρεχε.

Μα ξάφνου πάλι ακούστηκαν βιαστικά πατήματα και βραχνές φωνές θυμωμένες ανθρώπων αποφασισμένων. Κι ο κόσμος είδε την αρματωμένη σκάθρα, με τα ντουφέκια της και τα φανάρια της, που έτρεχε τώρα προς το σπίτι του αγιογράφου κι αμέσως όλοι εκατάλαβαν τι έμελλε να γένει. Μία στιγμή ο κόσμος ετσώπασε κι αναρίτσιασαν όλοι.

Μα οι αρματωμένοι είχαν έρθει τώρα σιμά, άμπωναν τους ανθρώπους, έβριζαν με φωνές το Γιώργη και τον εφοβέριζαν:.

«Απάνου είναι ο κερατάς» είπε ο Κώστας απλώνοντας το χέρι του κατά το σπίτι.

«Δεν πρέπει να γλιτώσει ο άτιμος» είτε ένα από τ’ αδέρφια της Μαρίας.

«Στάθη!» «Νικόλα!» «Πέτρο!» κι άλλα ονόματα ακουόνταν τώρα μέσα στη χλαλοή.

Μερικοί ηθέλησαν να τους σταματήσουν.

Αλλά από μέσα από το πλήθος εβγήκε τώρα μία φωνή, που πολλά στόματα παρευτύς την ξανάειπαν αντάμα:

«Έχουνε δίκιο! του πρέπει του άτιμου!»

Κι ο κόσμος υπακούοντας σε κάποιο αίσθημα που ήταν φωλιασμένο βαθιά στη συνείδησή του εσκίστηκε, κι άφηνε ελεύτερα να περάσουν οι αρματωμένοι.

«Απόψε πρέπει να πεθάνει» είπε άγρια ένας από τη σκάθρα.

«Ναι, ναι» είπαν καμπόσοι από τους συντρόφους του.

Ο κόσμος ανατρίχιασε. Οι γυναίκες, από τα παράθυρα, εβαλθήκαν να χτυπάν τα στήθια τους και να φωνάζουν.

Τώρα ήταν παρέτοιμοι να χαλάσουν την πόρτα του αγιογράφου και να χυμήσουν στο σπίτι και να τελειώσουν. Αλλά αυτήν τη στιγμή εφανερώθηκε στο παράθυρο η Μαρία κλαιάμενη, κι έκραξε τα αδέρφια της με τ’ όνομά τους τρέμοντας όλη.

«Βασίλη, Σπύρο, Πέτρο!»

«Ησυχία, παιδιά» είπε ο μεγαλύτερος από τ’ αδέρφια της στους συντρόφους του· καθίστε μία στιγμή να ιδούμε τι πρέπει να γένει· αλλάζουν βλέπετε τα πράματα.

«Πώς αλλάζουν» είπε ο Κώστας βαρώντας με την κάσα του ντουφεκιού του την πόρτα «θα γένει τέλος απόψε.»

«Βασίλη» εφώναξε πάλι από το παράθυρο η Μαρία.

«Καλά έκαμες» της αποκρίθηκε «επρόλαβες» είναι και η άλλη στο καλύβι· στέκα μέσα τώρα· είναι αυτού ο Γιώργης; σ’ εδέχτηκαν;»

«Ναι» είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι.

«Πάμε σπίτι μας, παιδιά» είπε πάλι ο Βασίλης «η αδερφή μας επαντρέφτηκε, είναι τώρα σε χαλά χέρια.»

«Πώς;» του απάντησε αγροικά ο Κώστας «εσείς θα κάμετε χαρές, και θάχουμε εμείς όλη τη ντροπή;»

«Η απόφαση είναι να σκοτωθεί απόψε!»

«Κι α δε γένει απόψε, αύριο!»

«Σύρτε στο σπίτι σας» είπαν πολλοί από τον κόσμο.

«Θα σκοτωθούνε τώρα συνατοί τους» είπαν μερικοί άλλοι.

«Αμέτε στο καλό, παιδιά» είπαν οι περισσότεροι.

«Ποιος θα κοτήσει να τον αγγίξει» είπε τώρα ο Βασίλης φοβερίζοντας.

Οι δύο φάρες εχωριστήκαν κι εσταθήχαν καταμέτωπα. Οι δικοί της Μαρίας ήταν οι περισσότεροι.

«Πάμετε να κοιμηθούμε, παιδιά» είπε πάλι ο ένας τους.

«Ναι, ναι, αμέτε στο καλό» εφώναξε όλος ο κόσμος.

«Θέλουμε την τιμή μας» είπε ο Κώστας.

Ο ζωγράφος εκοίταζε κι άκουε όλα από το παράθυρο. Κι αυτήν τη στιγμή εγύρισε προς την εικόνα και ύψωσε τα μάτια του στο στόρισμα και είπε:

«Τώρα, τώρα θέλω το θάμα, Παναγία, δεν πρέπει να γίνουν φονικά εξαιτίας του.»

Κι ωστόσο ο Βασίλης αποκρινόνταν θυμώνοντας:

«Το σόι σας ήταν άτιμο από την αρχή του· η Βασιλική είναι πουτάνα· το ξέρουν τα πέντε χωριά! Για μία δημόσια θα σκοτώσετε το γαμπρό μας;»

«Θα σε λιτανέψω» είπε πάλι ο ζωγράφος στο κόνισμά του.

Κάτου είχε αστράψει κιόλας ένα μαχαίρι, κι η βαβούρα του κόσμου ήταν τώρα πολλή.

«Μη, μη!» εφώναξε το πλήθος στο δρόμο κι οι γυναίκες από τα παράθυρα.

Kαι ξάφνου η πόρτα του σπιτιού του αγιογράφου άνοιξε διάπλατα. Mια στιγμή το μάλωμα έπαψε, κι εκοίταξαν όλοι τι θα γινότουν. Οι δικοί της Μαρίας αναμετριόνταν πώς να διαφεντέψουν τη μπασιά, οι δικοί της Βασιλικής πώς να χυμήσουν μέσα. Αλλά όλα τα μάτια είδαν στην πόρτα του σπιτιού το μεγάλο το κόνισμα, γιατί το φως απ’ όλα τα παράθυρα έπεφτε απάνου του. Ο λευκοντυμένος αρχάγγελος εφαινότουν πανώριος, σα νάφραζε τώρα εκείνος το διάβα προς το σπίτι του αγιογράφου. Η εικόνα έπιανε όλην την πόρτα.

Όλοι εσάστισαν. Αθέλητα οι θυμωμένοι έκρουψαν μπρος στον άγγελο τα μαχαίρια τους, και στη στιγμή κόσμος ερίχτηκε πολύς ανάμεσα στους μαλωμένους και τους εχώρισε.

«Τόπο, τόπο» εφώναξαν πολλοί «λιτανεύει το θαματουργό κόνισμα· φοβηθείτε το Θεό.»

Και το στόρισμα είχε διαβεί τώρα την πόρτα και σαλεύοντας δεξιά και αριστερά επροχωρούσε προς τον κόσμο. Κι όλοι οι άντρες αναρίτσιαιναν κι έβγαζαν το γιάδεμά τους κι εσταυροκοπιόνταν και οι γυναίκες προσευκιόνταν μυστικά από τα παράθυρα.

Κι άκρα σιωπή εβασίλεψε.

Και με αργά πατήματα εστράτεψε τώρα στο χωριό ο αρχάγγελος, κι κόσμος ακολουθούσε με κατάνυξη, και απ’ όλα τα στόματα εβγήκε αθέλητα η δέηση κι έψαλαν όλοι μ’ ένα στόμα φοβισμένοι και ευχαριστημένοι:

«Χαίρε χαριτωμένη,» και εβάδιζαν προς την εκκλησιά του χωριού.

ΤΕΛΟΣ

 

αρχή

 


 

Ο Κώστας Λάμπουρας εγύρισε σπίτι του εκείνο το βράδυ συγχυσμένος. Η όψη του ήταν κίτρινη, τα μάτια του ανήσυχα και γουρλωμένα, το χείλι του αχνό· και έτσι ήτουν άσκημη η μορφή του, και ασυνήθιστη και αγριεμένη. Το φέσι του ήταν στραβά απάνου στο κεφάλι του, το σεγκούνι του ριγμένο στον ώμο του, τα μανίκια του πομάμισού του ανοιχτά και λιγδιασμένα.

Μέσα στο σπίτι του η γυναίκα του εμαγείρευε το δείπνο· αυτός ήρθε κι εκάθισε παραστιάς, γιατί είχαν αρχίσει τότες τα κρύα του χινόπωρου. Δεν εχαιρέτησε· αλλά ανάσανε ανταριασμένος και κάπου κάπου εκουνούσε το κεφάλι φοβερίζοντας.

«Ευγενιά, τι μαγειρεύεις;» της είπε κακότροπα.

«Λάχανα» αποκρίθηκε κοιτάζοντάς τον υποψιασμένη· «τι τρέχε πάλε;»

«Μας εχαντάκωσε!» της απάντησε αναστενάζοντας και πεισμωμένος «το κοπάδι το ’δωκε του νοικοκύρη. Πώς θα ζήσουμε;»

«Μα, Κώστα» ετόλμησε να πει εκείνη γλυκά «ήταν ξένο πράμα· να πλερώσετε δεν είχετε και δεν ήθελες· πώς είχε να το βαστάξει;» κι εχαμογέλασε.

«Τι λες και συ» της είπε κοιτάζοντάς την λοξά «ποιος σου ’μαθε αυτά τα λόγια; τώρα δεν πλερώνει κανένας· τι είχε να φοβηθεί;»

«Ο νόμος είναι νόμος· θα σας έβαναν στη φυλακή· και τ’ αδερφού σου δεν τ’ αρέσει η χάψη.»

«Φυλακή για τέτοιες μικροδουλειές» απολογήθηκε περιγελώντας «κάθε μέρα βλέπεις φυλακώνουν τον κόσμο! Σου φαίνεται πως εξανάρθε ο παλιός καιρός! Πάνε τώρα αυτά, καθένας κάνει ό,τι θέλει. Γιατί ψηφίζομε βουλευτάδες; - Για να ’χομε τις ευκολίες μας. Ποιος εζήτησε χάρη και δεν του γίνηκε; - Κάθε μέρα ακούονται σκοτωμοί, μα δε μου λες πόσο παιδεύονται οι ανθρώποι; Μήνες. Και ο κυρ-αδερφός μου εσκιάχτηκε· τι θα μας έκαναν; Κατάσκεση; - Αν αφήναμε πρώτα. – Μα θα τόνε διορθώσω εγώ τον κυρ-αδερφό μου».

Κι ετσώπασε· και η όψη του αγρίεψε περσότερο· τώρα εσυλλογιζότουν μοναχός του: - «Ο αδερφός του τον είχε αδικήσει ναι, ήταν αδικία να του πάρει το κοπάδι και να το παραδώκει τώρα το χειμώνα που δεν είχαν άλλη πόρεψη. Μα τι τον έμελλε τον αδερφό του· ήταν ανύπαντρος, άτεκνος, ανέγνοιαστος, ποιον είχε να θρέψει; - Το κουφάρι του μονάχα· όταν η φτώχεια τούς εκυρίευε, εκείνος θα μπορούσε να φύγει και να τον αφήσει στα κρύα να χτυπιέται με την πείνα, με τη ζόρκια· όπου κι αν επήγαινε θα ζούσε, γιατί δεν εβαριότουν τη δουλειά. Μα τότες τι θα ’κανε ο ίδιος; πώς θα ’ζουνε τον εαυτό του και τη φαμιλιά; Ήταν πάντα του αδούλης· οι ελιές λάδι δεν έδιναν εκείνα τα χρόνια· μοναχά το κοπάδι θα τους κυβερνούσε όλον το χρόνο και ο αδερφός του από κουταμάρα ή από κακοσύνη επήγαινε να το παραδώσει του νοικοκύρη. Αχ, είχε κάμει αληθινά σαν οχτρός!».

Η Ευγενιά ανακάτωνε τα λάχανα στο τσουκάλι, τα δοκίμασε, εσηκώθηκε κι έφερε ψωμί από μιαν κρεμασμένη κάνιστρα και κοιτάζοντας τον άντρα της στα μάτια είπε ταραγμένη: «- Το φαΐ είναι έτοιμο».

«Δεν πεινάω» αποκρίθηκε αγροικά κι εξακολούθησε τους πικρούς στοχασμούς του:

«Μου ’φυγε χωρίς να υποψιάζω· ναι, μου το ’χε πει λίγες μέρες οπίσω, αλλά τον άφηνα να λέει· δεν πίστευα να τολμούσε. Α, αν το ’ξερα, δε θα τον άφηνα με κανέναν τρόπο· καλύτερα ή θα σκοτωθούμε, καλύτερα τον έσφαζα! Μα, μ’ εγέλασε. Κι εφανταζόμουνα πως μ’ ελογάριαζε, πως ήταν υποταγμένος στη θέλησή μου, πως τ’ άρεσε να δουλεύει για το σπίτι μας, για τη φαμιλιά! Μου ’ψαλλε κάθε μέρα πως παντρειά δεν ήθελε, κι ο κόσμος έλεγε όλος πως μ’ αγάπουνε· τώρα με μίας άσκωσε κεφάλι, έκαμε ό,τι του κατέβηκε στο μυαλό, ό,τι δεν ήθελα. Και δεν επρόβλεψε τη στενοχώρια που μας προσμένει, μ’ όλο που το ’ξερε πως θα υποφέρουμε, πως εγώ κι η φαμιλιά μου θα υποφέρει· γιατί αυτός βρίσκει και ζει όθε κι αν  πάει. Χαλάλι του όμως· μου ’φυγε, μου ’φυγε· περιττά να λέω, περιττά να συλλογιούμαι· το κοπάδι μου δεν ξανάρχεται, όχι· την τύχη μας την ξέρω· θα ψοφήσουμε το χειμώνα της πείνας! Το χειμώνα; - από αύριο ψωμί δεν είναι. – Μα πάντα του ήταν οχτρός. Πότε μ’ εμπόδιζε να πάρω την Ευγενιά – και την επήρα στο πείσμα του – πότε μ’ επαραμόνευε μην κλέψω τ’ αλλουνού το πράμα, με εφύλαε μην αδικήσω, μην κάμω αμαρτίες· πάντα μπόδιο, πάντα κακός για μένα. Γι’ αυτό δεν είχαμε ορνικό. Εγώ, παναπεί, τον έβριζα κάθε μέρα. Τώρα μου ’καμε αυτό· αύριο που ’ρχεται βλέπει! Ναι, αύριο του δείχνω. Μα δε θα ’ρθει, φυσικά θα με σκιάζεται· θα τα σκαπέτησε στην ξενιτιά· και καλύτερό του, γιατί θα μ’ έκανε να γένω…»

Τα μάτια του άνοιξαν, αναταράχτηκε κι ανατρίχιασε.

«Πάμε να κοιμηθούμε» του ’πε η γυναίκα του «μη χολεύεσαι[1] τόσο· είναι κρίμα, Κώστα».

Την εκοίταξε στατικός, σα να ξυπνούσε από ονειροπλάκωμα. «Πλάγιασε κι έρχομαι» της είπε ασυλλόγιστα. Αυτή δεν εκουνήθηκε.

«Κάη!» του ’πε μια φωνή μέσα του «τον αδερφό σου θα σκοτώσεις; Ας είναι κιόλας η αιτία του χαμού, είναι αδερφός, έζησε μαζί σου, εβγήκετε από την ίδια κοιλιά, εφάγατε το ίδιο γάλα, έχετε το ίδιο αίμα, τρώτε το ίδιο ψωμί, αντάμα αφ’ όντις είστενε στον κόσμο». Και αυτός αποκρίθηκε στη φωνή με το νου του: - «Μα πρέπει να τιμωρήσω, να χορτάσω, να γδικηθώ· του πρέπει· μ’ εφτώχυνε, μ’ εχαντάκωσε, μ’ αφάνισε». Κι η φωνή, που ’βγαινε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, του είπε οπίσω:

 «Κάη, δε σκιάζεσαι; Πώς τέτοιες σκέψες γεννιώνται στην καρδιά σου; Να χύσεις το ίδιο σου το αίμα, να γένεις άτιμος φονιάς;»

«Του πρέπει» εσυλλογίστηκε «ήταν κακός με μένα, θα ’μαι χειρότερος. Θηρίο, τίγρης ανημέρευτος· του πρέπει γιατί μ’ έχασε τώρα τελειωτικώς. Ο παρτσινέβελός του ας τόνε γλιτώσει, α μπορεί· θα ιδούμε». Και η φωνή του ’πε· «Δε σκιάζεσαι το θεό;» δε σκιάζεσαι τη φούρκα[2];» - «Φούρκα» εσυλλογίστηκε περγελώντας «φούρκα τώρα; γιατί είναι οι βουλευτάδες; το κόμμα θα ’νεργήσει και για  μένα, το κόμμα είναι παντοδύναμο. Ποιο δικαστήριο θα με δικάσει; κι αν με καταδικάσει, το κόμμα θα με ξεκρεμάσει. Αλί σ’ όποιον εχάθηκε. Είμαι χαμένος εγώ, ας χαθεί κι αυτός, ας χαθεί· κι ας με χαλάσουν στο ύστερο, μεγάλο κακό δε θα μου κάμουν. Μπορεί και να μη με πιάσουν».

Κι είπε της γυναικός του: - «Θα σκοτώσω».

Αυτή εσάστισε, ανασηκώθηκε, τον εκοίταξε θαμπωμένη, κι εκατέβασε αμέσως το βλέμμα, βλέποντας στο πρόσωπό του ζωγραφισμένην την άσπλαχνην απόφαση.

«Τι σου ’καμε» του ’πε «ο καλός σου αδερφός;»

«Καλός; γιατί καλός;» αποκρίθηκε κι εσηκώθηκε αγριεμένος «γιατί μ’ ελιμοχτόνησε; πώς; τού παίρνεις το μέρος, παλιογύναικο; θα σε σκοτώσω!»

«Τι μεγάλο κακό, θε μου» είπε κλαίοντας «θα σε φουρκίσουν, Κάη!»

Ο Κώστας Λάμπουρας εκοίταξε ολόγυρά του ανταριασμένος. Είχε ακούσει από το στόμα της γυναικός του εκείνην την ίδια φωνή που του μιλούσε από τα βαθύτατα σπλάχνα του, πώς ήξερε τώρα και κείνη της ψυχής του το σάλαγο, τους κρουφούς λογισμούς του; - Και ξάφνως η ανυπόταχτη φαντασιά του τον έκαμε να ιδεί μίαν τρομερήν εικόνα: - Είχε κάμει το φόνο· κι επερνούσε από τη μέση του χωριού του με το ματωμένο μαχαίρι στο χέρι, φεύγοντας τρεχατά, και ο κόσμος όλος τον εκοίταζε περίτρομος κι έστρεφε αλλού το πρόσωπο, προφέροντας με καταφρόνια το καταραμένο τ’ όνομα του πρωτότοκου γιου του πρωτόπλαστου: - «Ο Κάης, ο Κάης!» Από τα τώρα άρχιζε να τον κράζει έτσι η γυναίκα του. Μα ο κόσμος δεν ήξερε τι του ’χε κάμει ο κακός αδερφός· δεν εγνώριζε την αδικία· έβλεπε μοναχά το φόνο κι εκατηγορούσε. Κι ο Κώστας ήθελε να αποκριθεί: - «Ο αδερφός μου αγόρασε το θάνατό του· απόγραψε την καταδίκη του. Ας ήταν κι άλλοι στη θέση μου, το ίδιο θα σκότωναν και κείνοι, μαγάρι και τον πατέρα τους, αν ήταν τέτοιος αδικητής! Ποιος μ’ υποχρέωσε να γένω Κάης; Ο ίδιος ο αδερφός μου· ναι Κάης, αλλά εγδικητής, αλλά τιμωρητής, αλλά υπερασπιστής του δίκιου. Όχι, δε θέλω έπαινο· μα κοίταξε, κόσμε· κατάλαβε την πράξη μου. Με φτονάς, κόσμε, για το τόλμημά μου και σκιάζεσαι· ναι, με σκιάζεσαι και με το φόβο θα σ’ εξουσιάσω!»

Και τώρα το βράσμα του αιμάτου του έπεφτε. «Καλύτερα ήτουν» εσυλλογιότουν «κανείς να μην το μάθει και δε θα το μάθει· θα σκοτώσω κρουφά, στο σκοτάδι, στο μυστήριο, τη νύχτα. Δε μπορώ να μη σκοτώσω».

«Να κοιμηθούμε» είπε της γυναικός του ησυχασμένος· «στρώσε».

«Σε σκιάζομαι» του αποκρίθηκε τρέμοντας.

«Γιατί; Κακό δε θα σου κάμω· πάμε.»

Αιστανότουν μέσα του ευχαρίστηση· η καρδιά του είχε πάρει την απόφαση κι είχε σκληρύνει· ο νους του είχε συνηθίσει στον απάνθρωπο συλλογισμό· εκαταλάβαινε ο ίδιος πως εχόρταινε σκοτώνοντας, μία δίψα, μία ζήτια της ύπαρξής του, που μοναχά το αίμα εμπορούσε να τη θεραπέψει· του ήταν γλυκιά η παραδειγματική εγδίκηση που μελετούσε, η πλερωμή της αδικιάς.

Και γιομάτος μίσος, που το συντρόφιαζε μία καινούρια αναστάτωση του αιμάτου του και μία κόκκινη θωριά μπρος στα μάτια του, επλάγιασε σιμά στη γυναίκα του που εμαζευότουν όσο εμπόρειε στην άκρη της κι αποκοιμήθηκε ύπνον ανήσυχο, γιομάτον φοβερές κι αιματερές φαντασίες, μακηλιά, ξεκοιλιάσματα, μάχες, ντουφέκια, μαχαίρια, και συχνά έβγαινε βόγκος από τα στήθια του και ανατιναζότουν φοβισμένος.

Μα η ιδέα ωστόσο ώρμαζε στην τραχιάν καρδιά του.

 

Την άλλη μέρα, τ’ απόγιομα, ήρθε με το καΐκι (το Λευκοράκι μακριά δεν ήτουν από τη θάλασσα) ο Νικόλας Λάμπουρας. Στη χώρα είχε διορθώσει τις δουλειές του με το νοικοκύρη, του ’χε παραιτήσει το κοπάδι, είχε πλερώσει ό,τι χρωστούσε, κι έφερνε πίσω ένα σακί γιομάτο κάθε λογής φαγητά για τη φαμιλιά του αδερφού του και για τον εαυτό του, και λίγα λιανά που ’χε πάρει υπόλοιπο. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα και η Ευγενιά εδούλευε το κηπάρι. Ανήσυχη έτρεξε να τον ανταμώσει, πριν πατήσει το κατώφλι και του ’πε συγκινημένη λησμονώντας και το χαιρέτιο:

«Δυστυχισμένε, γιατί εγύρισες;»

«Τι τρέχει;» ερώτησε ανυποψίαστος περιφέρνοντας το αθώο βλέμμα του.

«Θα σε σκοτώσει· το ’χει απόφαση.»

«Ποιος;»

«Ο αδερφός σου.»

«Γιατί;» ερώτησε χαμογελώντας· «μην το πιστεύεις, νύφη· είναι καλός ο Κωνσταντής».

«Αχ» του αποκρίθηκε αναστενάζοντας «σε περικαλώ, για χάρη μου, σ’ ορκίζω στους απεθαμένους σου, Νικόλα, πάρε δρόμο· φεύγα· να μη σε ιδεί, γιατί θέλει να σε τελειώσει, δύστυχε, το ’χει απόφαση· τον είδα με κακό βλέμμα. Είναι ανταριασμένος που του πήρες το κοπάδι.»

«Το κοπάδι; μα δεν ήτουν δικό μας· τον είχα ’δοποιήσει προχτές· εμέ μου το ’χε δώκει ο νοικοκύρης τον καιρό που ο Κώστας έλειπε στη φυλακή και το ’δωσα πίσω· ναι, ο Κώστας ήθελε να το κρατήσω, μα δε μου ’πε και τίποτα· η χολή θα του περάσει σαν πάντα· για μας έχει ο θεός· ο χρόνος είναι στενοχωρημένος, αλλά θα περάσουμε όπως όπως· θα δουλέψουμε διαφορετικά.»

«Το ξέρω, δίκιο το ’χεις, Νικόλα, μα φεύγα, να ζεις, φεύγα· γλίτωσε και γλίτωσέ μας: είχε κακό βλέμμα σου λέω, και τώρα, όπου κι αν είναι, επλάκωσε· και σ’ εσκότωσε.»

«Μην το πιστεύεις, νύφη» της είπε χαμογελώντας πάλι· «έτσι φωνάζει· θέλεις ιδεί.» Κι εμπήκε στο σπίτι κι εκάθισε παραστιάς, εκεί που τ’ άλλο βράδυ είχε καθίσει ο αδερφός του.

Η Ευγενιά τον ακολούθησε ανήσυχα.

«Πεινάω» της είπε.

«Τρέμω και για τους δυο σας» του αποκρίθηκε.

«Άφησε το φόβο και δώσ’ μου ψωμί» είπε καλότροπα.

Τον άκουσε κι έπειτα εκάθισε συλλογισμένη στην άκρη της. Ο Νικόλας καθώς έτρωγε της έλεγε πως τον είχε δεχτεί ο καλός νοικοκύρης, πως είχαν λογαριαστεί, πως του ’χε χαρίσει κάτι περσότερο παρά το μερτικό, εξανάλεγε όσα λόγια είχαν μιλήσει αντάμα· έπειτα της έκρενε για τη χώρα, για τα ψώνια του, για το γιόμα του στην ταβέρνα, για τους ανθρώπους που ’χε ιδεί· και η ώρα περνούσε. Μα καθώς η ώρα περνούσε, η έγνοια εθέριζε της Ευγενιάς τα σπλάχνα· από μια στιγμή στην άλλη θα ’ρχότουν ο άντρας της και ποιος ξέρει τι θα γινότουν στο σπίτι τους. Τα λόγια του Νικόλα δεν τ’ άκουε, μόνο εδάκρυζε συχνά και συχνά αναστέναζε.

Είχε σουρουπιάσει όταν ο Κώστας εφανερώθηκε στο σπίτι· το βλέμμα του ήταν γιομάτο φαρμάκι, αλλά εκρατήθηκε κι εχαιρέτησε.

«Καλησπέρα σας» είπε «καλώς όρισες».

Η Ευγενιά εστοχάστηκε να πέσει στα πόδια του γυρεύοντας έλεος· μα εφοβήθηκε· είχε γνωρίσει το άσκημο βλέμμα του. Ο Νικόλας αποκρίθηκε γλυκά:

«Καλησπέρα, αδερφέ· οι δουλειές επήγανε καλά· έφερα αυτό το λίγο πράμα και λίγα λιανά».

«Πόσα;»

«Δέκα τάλαρα.»

«Τόσο άξιζε το κοπάδι;»

«Όχι· ο κόπος μας.»

«Ό,τι έκαμες, έκαμες» αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας πικρά και το μέτωπό του εσουφρώθηκε.

Κι έπειτα κανένας δεν εμίλησε παρά εκαθόνταν και οι τρεις του παραστιάς· ο Κώστας συλλογισμένος, ο Νικόλας νυστασμένος και η Ευγενιά εκοίταζε ανήσυχη πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Κι οι ώρες απερνούσαν. Τώρα ήταν νύχτα βαθιά.

Ξάφνως ο σκύλος αλύχτησε· και ο Κώστας εβιάστηκε να παρατηρήσει:

«Ο σκύλος του κοπαδιού που χάσαμε αλυχτάει.»

«Ναι» είπε ο Νικόλας ξυπνώντας «κάπου αποκρένεται.»

«Όχι, κάποιος διαβαίνει· πάω να ιδώ· ποιος να ’ναι τόσο παράωρα;» Κι εσηκώθηκε κι εβγήκε.

«Το είδες, νύφη» είπε ο Νικόλας γελώντας «χαλάζι ήτουνε κι επέρασε· αύριο όλα θα ’ναι μέλι και γάλα.»

«Μη φειδεύεσαι» του απολογήθηκε «το βλέμμα του δε μ’ αρέσει· η καρδιά του είναι μαύρη».

«Νικόλα, Νικόλα» ακούστηκε απ’ όξω η φωνή του Κώστα «αθρώποι χαλεύουν να τους βοηθήσουμε· έλα να τους γλιτώσουμε· είναι λαθρέμποροι· εδώ κάτω στο γιαλό, στο Καλάμι, θα χάσουν το πράμα τους γιατί τους κυνηγάει η αστυνομία».

«Μην πας, μην πας!» είπε η γυναίκα.

«Βλέπεις ίσκιους, νύφη· γιατί φοβάσαι τόσο; πώς να μην πάω να γλιτώσουν οι αθρώποι; άκου τα σκυλιά πώς κόβουνται· κάποιος αληθινά διαβαίνει.»

«Όχι, είναι τα κοπάδια σιμά· μην πας· μην πας.»

«Δε σ’ ακούω» της αποκρίθηκε κι εβγήκε.

Τότες η Ευγενιά άκουσε έναν κατάκαρδο πόνο.

Ήταν αφέγγαρη η νύχτα· μα τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό μυριάδες· ο αγέρας ήταν ήσυχος κι ακουότουν ο μονότονος βόγκος του πελάγου.

«Εκεί κάτου» έδειξε ο Κώστας «εκεί κάτου στο Καλάμι· πάμε γλήγορα·» κι εκίνησε βιαστικός. Ο Νικόλας τον ακολούθαε καταπόδι.

Στο δρόμο δεν έλεγαν λόγο και σε λίγο ήρθαν στο γιαλό.

«Πού είναι τοι;» ερώτησε τότες ο Νικόλας.

«Αυτού σιμά στο γκρεμό, στο σκάλωμα» αποκρίθηκε ο άλλος.

Του πελάγου το φρύδι ήταν γιομάτο χαλίκια και άμμο· το κύμα το χάιδευε γλυκά, κατάμαυρο σα μελάνι. Επροχωρούσαν με γλήγορα πατήματα προς το γκρεμό, που εσηκωνότουν ψηλός πάνουθ’ από τη θάλασσα κι εχώριζε απροσπέραστα το γιαλό του Λευκορακιού από τον άλλον, μα ούτε κει δεν εφαινόνταν ούτε καΐκι, ούτε ανθρώποι, και τότες ο Νικόλας ανησύχησε κι εθυμήθηκε το φόβο της γυναικός τ’ αδερφού σου. Ταραγμένος είπε:

«Πού είναι τοι;»

«Ποιοι… Σ’ έφερα δω για να σε σφάξω.»

Ο άτυχος τότες εκατάλαβε πως ήταν χαμένος· έβαλε μεγάλη φωνή κι εχύθηκε πάνου στον Κώστα για να του πιάσει τα χέρια κι εφώναξε: - «Κάη! Βοήθεια, βοήθεια.»

Μόνο ο αντίλαλος τ’ αποκρίθηκε. Ο Κώστας έκαμε ένα πάτημα στη θάλασσα, θυμωμένος από τη βρισιά που τον έβρισκε σα μαστίγιο και φοβισμένος από τα φωνατά που εμολογούσαν κιόλας το σκοπό του. Έβγαλε αμέσως ένα πιστόλι, και, αδειάζοντάς το στο κορμί τ’ αδερφού του, του ’πε:

«Δέξου το, απάνθρωπε, μας εδιακόνησες».

Ο Νικόλας εκύλησε στο κύμα φωνάζοντας πάντα:

«Κάη, Κάη, βοήθεια!» Δεν ήτουν παρά λαβωμένος. Οι φωνές του όμως αγρίευαν τον άθλιο που του ’πιασε τώρα το στόμα και που ετράβηξε από τη ζώση μια κάμα· στρέφοντας αλλού το κεφάλι για να μη βλέπει, του την εβύθισε πολλές φορές στες σάρκες ανοίγοντάς του θανατερές πληγές. Μα ο δυστυχισμένος δεν απέθαινε, γιατί οι μαχαιριές, βαρεμένες στα στραβά, δεν επλήγωναν ούτε το λαιμό, ούτε την καρδιά· ένας βόγκος κουφός έβγαινε από τα λαβωμένα στήθια και το τυραγνισμένο κουφάρι ανατιναζότουν μέσα στα μαύρα νερά.

Ξάφνως ακουστήκαν αλυχτίσματα και φωνές ανθρώπων που ερχόνταν προς το γιαλό· και ο Κώστας με πολλή γρηγοράδα εστοχάστηκε πως οι πιστικοί είχαν ακούσει του πιστολιού τον κρότο και τες φωνές κι ετρέχαν να βοηθήσουν· και φοβισμένος εβιάστηκε να κρουφτεί αφήνοντας τον αδερφό του μισοαπεθαμένον στο κύμα.

«Σκοτωμένε πού είσαι; σκοτωμένε πού είσαι;» ακουόνταν δυο φωνές· και τους αποκρενότουν ένα αδύνατο μούισμα του ετοιμοθάνατου.

Ο Κώστας ελογάριασε πως οι κοπαδιαρέοι ήταν τώρα σιμά στον αδερφό του κι εφοβήθηκε μην ο σκοτωμένος τον εμολογούσε κι επετάχτηκε από τον κρουψώνα του κι ερίχτηκε βιαστικός κι εκείνος. Οι κοπαδιαρέοι δεν είχαν ακόμα φτάσει στο γκρεμό· είχαν στα χέρια φανάρια· και τα σκυλιά τούς οδηγούσαν· το βόγκισμα ακουόταν ξάστερα μαζί με του κυμάτου το σάλαγο. Ετρέχαν όλοι αμίλητοι κι έφτασαν τέλος. Κι ο Κώστας βλέποντας πρώτη φορά το δύστυχο κουφάρι που το ’δερνε η κοκκινισμένη θάλασσα, έκρουψε τα μάτια με τα χέρια. Μα γλήγορα εσυνήρθε, κι έπεσε απάνου στο κορμί τ’ αδερφού του, που ’χε τώρα λιποψυχήσει, κι εδερνότουν κι έκλαιγε.

Οι πιστικοί εγνώρισαν το σκοτωμένον κι είπαν ο ένας του άλλου συγκινημένοι: - «Εγίνηκε φονικό· είν’ ο Νικόλας ο Λάμπουρας· κάμε καρδιά, Κώστα.»

«Αμέτε» τους είπε ο φονιάς κλαιάμενος «αμέτε στο χωριό, φέρτε κόσμο να τονε σηκώσουμε· παπά, αστυνομία· κάμετε ό,τι χρειάζεται· ζει ακόμα!»

Οι κοπαδιαρέοι υπάκουσαν κι έφυγαν τρεχατά αφήνοντας το φως, και τα δυο αδέρφια εβρέθηκαν οπίσω μοναχά τους.

Και τώρα η Φωνή εμίλησε πάλε από τα βαθύτατα σπλάχνα του: - «Κάη» του ’πε «το πες και το ’καμες· γέψου το έργο σου». Κι ο φονιάς εσυλλογίστη τρομασμένος πώς να γλιτώσει κι η πρώτη του ιδέα ήτουν να φύγει: ο αδερφός του ήταν ακόμα ζωντανός κι εμπορούσε να μολοήσει όλα· και τότες έβαλε βουλή να τον αποτελειώσει για μία και έτσι να γλιτώσει ο ίδιος από τη ντροπή και την τιμωρία. Έπιασε το μαχαίρι. Μα η ελεεινή θέα του λαβωμένου τον εμπόδισε να φέρει σε τέλος τη σκέψη του, και χωρίς να το θέλει έσβησε το φως. Αλλά τότες του φάνηκε πως οι πληγές που ο ίδιος τες είχε ανοίξει έφεγγαν· πως το αίμα, που έβαφε το κύμα, έφεγγε και κείνο, και το μαχαίρι του ’πεσε από τα χέρια.

Αυτήν τη στιγμή ο ετοιμοθάνατος αναστέναξε.

«Αδερφέ» του ’πε ο Κώστας «συμπάθησε».

«Κάη καταραμένε» τ’ αποκρίθηκε με σβησμένη φωνή «γιατί μ’ εσκότωσες; η φούρκα σε προσμένει».

«Όχι, όχι, μη με καταδιώκεις· είσαι καλός και καλό θα ιδείς στην ψυχή σου· και δε θα πεθάνεις· η γυναίκα μου θα σε βαϊλέψει· θα φέρω γιατρούς, θα πουλήσω ό,τι έχουμε, θα σε κοιτάξω ως να γιατρευτείς· μη μολοήσεις.»

Ο σκοτωμένος αναστέναξε οπίσω: - «Μ’ ετυράγνισες. Εμόλεψες τα χέρια σου μ’ αδερφικό αίμα. Τι μεγάλο κακό έκαμες στο σπίτι μας. Δεν εσυλλογίστηκες τον κόρφο της μάνας μας που μας έθρεψε και τους δυο μας, πως μας έσπειρε ένας πατέρας;» Κι έκαμε να σηκωθεί μα εξανάπεσε πονεμένος στο κύμα.

«Μετανιώνω, σου λέω· αν ήθελα σ’ αποτέλειωνα· και θα σ’ έκανα έτσι ποτέ άλλο να μη μιλήσεις· μα μου λείπει η καρδιά· μη μολοήσεις.»

«Πεθάνω δεν πεθάνω, δε μολογάω» του αποκρίθηκε ο λαχτισμένος κλαίοντας «γιατί να χάσω και τη φαμιλιά σου; - Κάη ο θεός ας σε κρίνει!» κι ελιγοθύμησε πάλι.

Κι ωστόσο ερχότουν από το χωριό κόσμος καμπόσος· κι εμοιρολογούσαν όλοι για το σκοτωμό του Νικόλα Λάμπουρα ξαφνισμένοι από το ανεπάντεχο φονικό.

 

Δειλιασμένον τον έφεραν σπίτι του· και η Ευγενιά, που δεν είχε ακόμα πλαγιάσει, εβγήκε ουρλιάζοντας στο δρόμο ξέροντας τι εσυνέβαινε. Με το βλέμμα εζήτησε τον άντρα της, ερίχτηκε απάνου του και του ’πε στ’ αυτί:

- «Κάη, το πες και το ’καμες.» Έπειτα οδήγησε τους ανθρώπους πού να βάλουν τον ετοιμοθάνατο.

Ο Κώστας εκάθισε όξω από την πόρτα του, γιατί δεν εμπορούσε να βλέπει το ψυχομάχημα· ένας μισόκοπος χωριάτης έπλυνε με κρασί και με ξύδι τες πληγές και τες έδεσε, αλλά εδήλωσε πως ως το πρωί ο Νικόλας θ’ απέθνησκε. Έπειτα ο κόσμος έφυγε για να κοιμηθεί. Όλη νύχτα ο Νικόλας έμεινε αμίλητος και μόνο το πρωί άνοιξε ακόμα τα μάτια. Η Ευγενιά τότες τον εσίμωσε και του ’πε:

«Νικόλα, να ιδείς καλή ψυχή, μη μολοήσεις, μη με χάσεις κι εμένα».

Ο σκοτωμένος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας όχι, της έπιασε το χέρι, κι ένα χαμόγελο πικρό τού στόλισε το μαραμένο χείλι. Έπειτα εζήτησε να κοινωνήσει.

Τέλος, όταν ο ήλιος ήταν όξω ήρθαν οι εξουσίες ν’ ανακρίνουν τον παθό και τους άλλους. Κι ο Κώστας τότες εφοβήθηκε οπίσω μην τον εκατάδινε, κι εμετάνιωσε πως δεν τον είχε αποτελειώσει στο γιαλό. Εστοχάστηκε πως εκεί κάτου ο αδερφός του σκιασμένος, του ’χε τάξει να τσωπάσει, αλλά πως τώρα μπορούσε να φανερώσει τα πάντα. Τότες ερίχτηκε στο σπίτι, έπεσε γονατιστός μπροστά στο μισοπεθαμένο κι έκλαιγε κι εμοιρολογούσε. Ο σκοτωμένος αποκρίθηκε στον κριτή, που τον ερώτησε αν είχε γνωρίσει το φονιά, ένα όχι με το κεφάλι και η Ευγενιά είδε το χαμόγελο της ευχαρίστησης απάνου στα χείλια του αντρός της και δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Μία σίχαση για τον δολερόν άνθρωπο της ανέβηκε από την καρδιά· μία φωνή από μέσα της της εχάλεψε εγδίκηση και δικαισοσύνη· ανανοήθηκε πως θα περνούσε τη ζωή της με το ανάξιο θηρίο και αποφάσισε εκείνη η ίδια την καταδίκη του. Ξάφνως εβάλθηκε να φωνάξει μπροστά στες εξουσίες:

«Κάη, καταραμένε· εσύ τον εσκότωσες· εσύ, κι όχι άλλος, που κλαις, δολερέ.»

Όλοι την εκοίταξαν σαστισμένοι κι εγύρισαν έπειτα προς τον άνθρωπο που αποθήνησκε και που είχε τα μάτια γιομάτα δάκρυα· κι ο κριτής κοιτάζοντάς τον ερώτησε: - «Είναι αλήθεια;»

Άκρα σιγή εβασίλεψε.

«Μην το κρούψεις» είπε η γυναίκα «αύριο θα με σκοτώσει και μένα γιατί εμαρτύρησα».

Ο ετοιμοθάνατος εκούνησε το κεφάλι λέγοντας ναι, και σε λίγο του βγήκε η ψυχή.

 

Κρασάδες, Οχτώβρης 1904

 

 

[1] θυμώνω

[2] 1. Ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα. 2. δοκός σε σχήμα T ή σταυρού. α. αγχόνη, κρεμάλα. β. η θηλιά της κρεμάλας.

 

 

αρχή

 



 

Ο Πέτρος Κλάδης, ένας νοικοκύρης χωριάτης από τες Ξαχεράδες, επρόσμενε εκείνο τ’ απόγιομα ανυπόμονος σπίτι του. Συχνά εκοίταζε από το παραθύρι τού χωριού το δρόμο, ξετάζοντας αν κανένας από τους σπάνιους διαβάτες ήταν εκείνος που εζητούσε, και ανάσανε μ’ ευχαρίστηση όταν εννόησε το Σπύρο Στράτη, ένα γέροντα συχωριανό του, να ’ρχεται και να μπαίνει στην πόρτα του. Τον εδέχτηκε χαμογελώντας.

«Καλώς τον, τον προξενητή» του ’πε αμέσως «τα κέρδισες τα παπούτσια· είπαν βέβαια ναι». Ο νιόφερτος εσούφρωσε το μέτωπο, έμεινε μια στιγμή σκεφτικός, κι αποκρίθηκε λυπημένος.

«Τι να σου κάμω, Πέτρο· είπα ό,τι εμπόρεσα μα δεν τα κατάφερα· η μισή ντροπή δική σου, κι η μισή δική μου.»

«Α, θέλεις να με πειράξεις» έκαμε ο άλλος κοκκινίζοντας· «ποια φαμιλιά στο χωριό θ’ αρνιότουν την κοπέλα της του γιου μου του μονάκριβου; όλοι ξέρουν πως είναι παιδί νοικοκυρεμένο, μικρό στα χρόνια, όμορφο».

«Είπαν όχι, μα την αλήθεια. Πίστευε α θέλεις· και μάλιστα η χαριτωμένη Μαργαρίτα, η ίδια, μου ’πε πως το παιδί σου είναι σα μαϊμού· δεν το παίρνει.»

Ο Πέτρος άκουσε την προσβολή κατάκαρδα κι εχόλεψε. «Πώς» εφώναξε «το παιδί μου μαϊμού; Καλύτερό της εκατό βολές· δεν του μοιάζει, ούτε στα φρόκαλά[1] του».

«Επήγα χτες, αφού μ’ έστειλες, στο σπίτι του Χαντρινού· του ’πα τι γυρεύω. Επήγα και σήμερα να πάρω την απάντηση. Ο πατέρας ήθελε, φωτιά, από τα χτες· η μάνα ακόμα περσότερο· μα η κοπέλα η χαντακωμένη ούτε να τον ιδεί, ούτε να τον ακούσει. Του κάκου της εμιλήσαμε κι οι τρεις· έμεινε στο πείσμα της, σαν ο  Οβριός στην πίστη του.»

«Τον υγιό μου ούτε να τον ιδεί, ε; Και τι κακό του γνώρισε;» είπε ο Πέτρος· και επρόστεσε με σαρκασμό: «Α, δε θέλει αυτή να παντρευτεί όπως πρέπεται με τιμές και με δόξες· θα φιληθεί πρωτύτερα από το γαμπρό και κατόπι λέει το ναι. Ό,τι ζητάει θα το ’βρει, μη σε μέλει. Έτσι είναι οι τωρινές κοπέλες. Μα δα εχαθήκανε οι γυναίκες· θα παντρέψω αλλού τον υγιό μου, καλά και περίκαλα.»

«Θετικά· και στείλε με όπου θέλεις· και στη χώρα.»

Ο Πέτρος δεν απάντησε· εσκέφτηκε μια στιγμή κι έπειτα είπε: - «Του λόγου σου, Σπύρο, δε φταις τίποτα αν είπαν όχι. Το θέλημα μου το ’καμες· πάρ’ τα τα παπούτσια σου  μια φορά που τ’ αγόρασα. Θυμήσου όμως που θα μου το πλερώσουν οι Χαντρινοί».

Ο γέρος επήρε το χάρισμα πολυχρονίζοντας, εκαλησπέρισε κι εβγήκε όξω με λυπημένο πρόσωπο. Κι ο άλλος μοναχός του τώρα εσυλλογιότουν, περπατώντας απάνου κάτου στο δωμάτιο, που ήταν το μοναχό του σπιτιού, μεγάλο κι ασπρισμένο μ’ ασβέστη, δίχως νταβάνι και τζάμια, και που άλλα έπιπλα δεν είχε παρά ένα μεγάλο κρεβάτι και δυο σκαλιστά κασούνια, ακουμπισμένα στον τοίχο.

«Ανόλπιστα μου την έφτιακαν» έλεγε με το νου του «οι κουτοπόνηροι, οι Χαντρινοί. Ανόλπιστα η κυράτσα η Μαργαρώ· και γω έλεγα πως είχα πάλι σταφνίσει[2] ένα μεγάλο καλό για το σπίτι μου. Εταίριαζε αληθινά του παιδιού μου αυτή η παντρειά· η κοπέλα έχει και κτήμα και σπίτι· κλερονόμα με τα σωστά της· κι είν’ ομορφούλα· κι εφαινότουν τόσο ταπεινή, τόσο αγαθή, τόσο τίμια. Μα τον άγιο, δεν καταλαβαίνω πλια τον κόσμο. Γιατί να μας αρνηθεί; - Τώρα πού να βρω άλλην όμοια· κι έπρεπε να το παντρέψω γλήγορα αυτό το παιδί, γιατί σκιάζομαι να μη μου φύγει από τον τόπο· η νεολαία χαλεύει[3] ταξίδια και λησμονάει εύκολα το χωριό της. Θα φροντίσω όσο μπορώ, αλλά απέκει. – Αν ο προξενητής μου λέει την αλήθεια, (και δεν έχει σκοπό να με γελάσει) η ίδια η κυρα-Μαργαρίτα δε θα καταδέχεται· οι γονέοι της θα ήθελαν· πού θα βρουν αλλού καλύτερα; - Δόξα ας έχει ο Παντοδύναμος, με τον κόπο μου, με την εξυπνάδα μου, με τους τροπολογισμούς μου, με το εμπόριο, κάτι απόχτησα στον κόσμο· δε θ’ αφήσω του γιου μου μοναχά ό,τι μ’ άφηκε ο πατέρας μου· τα χτήματα τα δούλεψα, τ’ αβγάτισα, τ’ άξιωσα· κι ένα κομμάτι ψωμί δε θα μου λείψει, κι ούτε του παιδιού. Οι Χαντρινοί το ξέρουν. Κακό κιόλας ποτέ δεν τους έκαμα. Η κοπέλα λοιπόν δε στέργει· αυτή χωρίς άλλο, η χαϊδεμένη, το ξευτέλισμα του κόσμου! Μα γιατί; Κοτζάμ κοπελιάρα μπορεί να μη θέλει παντρειά; Κάτι θα ’ναι στη μέση· κάποιος τα κατάφερε ξυπνότερα· εκατάφερε την ίδια κι όχι τους γονέους. – Να ’ξερα ποιος είν’ αυτός και να ’ξερα πως τα πράματα είναι αθώα και πως η τιμή της δεν είναι βλαμμένη, κάπως ίσως εμπορούσα να διορθώσω όλα και να τήνε φέρω εδώ μέσα. Καλύτερα όμως όχι. Τι θα καταλάβω να μπάσω σπίτι μου τέτοιους διαόλους που γλυκοκοιτάζουν τον έναν και τον άλλον. Αλίμονο από τες γυναίκες που σηκώνουν τα μάτια τους· για μέρος μου δεν τες ορέγομαι. – Μα πάλι τόση ντροπή να την αλησμονήσω; α, όχι· α μου πέσουν οι Χαντρινοί στα χέρια μου, ξέρω γω πώς θα τους παιδέψω. Θα μου τα πλερώσει όλα η κυρα-Μαργάρω. Να ’χα να λάβω από τον πατέρα της, θα τον έψενα στο δικαστήριο· ας έχω υπομονή για την ώρα».

Είχε βραδιάσει ωστόσο· οι διαβάτες εγενόνταν στο δρόμο περσότεροι: άντρες που εγύριζαν στο χωριό από τον κάμπο, μπουλούκια μπουλούκια, γυναίκες και κοπέλες, που γελώντας σύνατές του εκεντούσαν τα ζα τους· κι έμπαινε από το παράθυρο του Πέτρου, μαζί με τες τελευταίες κόκκινες αχτίδες η χλαλοή του κόσμου και οι φωνές των ζωντανών.

Ο Πέτρος έσκυψε οπίσω στο παράθυρο να ιδεί να ερχόνταν η φαμιλιά του, και ακούμπησε στο μάρμαρο τους αγκώνες του προσμένοντας. Σε λίγο εξαγνάντησε τες δυο κοπέλες του και τη γυναίκα του που εβάδιζαν και κείνες αργά, αργά, προς το χωριό· είχαν μαζί τους το ζευγάρι· δύο βόδια μαύρα, γυαλιστερά, δυνατά και θρεμμένα, που κάπου κάπου εμούγκριζαν, ή έστρεφαν μ’ ορμή το κεφάλι τους διώχνοντας με τα γυριστά κέρατα τες μύγες· τα πρόβατα, το γίδι τους, τα μοχτερά, κι ένα υποζύγι φορτωμένο με τ’ αλέτρι. Μαζί με τα δικά του ερχόνταν κι άλλα ζώα ξένα. Αλλά τα δικά του εχωριστήκαν από τα ξένα φτάνοντας και μαθημένα εσταμάτησαν όξω από το σπίτι, ενώ τ’ άλλα εξακολούθησαν το δρόμο τους. Τότες οι γυναίκες άνοιξαν αμέσως τες πόρτες των καλυβιών, που ήταν σιμά στο σπίτι, εστάθηκαν κι επαρακινούσαν τα ζώα να μπουν μέσα. Αυτά επέρνασαν ανέγνοιαστα το κατώφλι, πρώτα τα μεγάλα, οκνά, οκνά, έπειτα τα μικρά όλα μαζί αμπώνοντας το ’να τ’ άλλο, κι αφανιστήκαν όλα στο μέσα σκοτάδι. Οι γυναίκες απόθωσαν το γιομάρι τους, εξεφόρτωσαν το υποζύγι, επήγαν στο καλύβι να τα δέσουν, μιλώντας δυνατά, λέγοντας η μία της άλλης τι έπρεπε να κάμει και σε λίγο εβγήκαν οπίσω κι έκλεισαν την πόρτα. Οι κοπέλες επήγαν ν’ ανάψουν στια στο κατώγι, η μητέρα τους ανέβηκε απάνου. Ήταν μισόκοπη χωριάτισσα, ψηλή και χοντρή, άσκημη λίγο· μα εκείνο το βράδυ το πρόσωπό της έφεγγε με χαμόγελο καλοσύνης. Εκαλησπέρισε ταπεινά τον άντρα της κι εκάθισε απάνου σ’ ένα κασούνι, σφογγίζοντας το πρόσωπό της. Ο Πέτρος της αποκρίθηκε κουνώντας το κεφάλι και την εκοίταξε ντροπιασμένος· αυτή υποψιάζοντας τον ερώτησε με ανήσυχο βλέμμα. «Έφερε την απάντηση ο προξενητής;»

«Ο γιος σου μοιάζει της μαϊμούς» της αποκρίθηκε ο Πέτρος απότομα «έτσι λέγουν οι Χαντρινοί· η Μαργαρίτα δεν τόνε δέχεται».

«Αληθινά είπε όχι;» έκαμε η γυναίκα με θαυμασμό «α να χαθεί κι αυτή κι η προκοπή της». Κι έπειτα από μία στιγμή σκέψης ξακολούθησε: - «Αλλά το χειρότερο είναι πως τώρα δυο τρεις μέρες εγώ κι οι θυγατέρες μου όλο μιλούμε για την παντρειά του γιου μας. Το χωριό ξέρει πως επιθυμούσαμε να πάρει τη Μαργαρίτα, κι ο κόσμος θα γελάει όλος μαζί μας».

«Θα τα διορθώσουμε» της απάντησε σκεφτικός· «εσείς θα λέτε πως ήμουνα ενάντιος στην παντρειά, γιατί δεν ήθελα να βάλω στη ράχη μου τα χρέγια του πατέρα της. Όπου γελάσει ύστερος αυτός είναι ο πλιο άξιος. Ας αφήσουμε όμως τούτη την ομιλία· πες μου είναι τίποτε νέο από κάτου;

«Όχι» αποκρίθηκε λυπημένη «οι ανθρώποι εδούλεψαν στο χωράφι, εμείς εβόσκαμε τα ζα μας σιμά στο καλύβι του Χαντρινού, μάλιστα οι κοπέλες εμίλησαν της Μαργαρίτας, αλλά δε μου ’παν τίποτα. Ακόκει εδιάβηκε δυο φορές κι ο Δημήτρης ο Λάζος κι εστάθηκε να την κοιτάξει που εδούλευε. Έσπερνε λάχανα· μην έχει σεμπριές με δαύτον;»

«Όχι, όχι» είπε με ψιλή φωνή μία κοπέλα του Πέτρου, χωριατοπούλα δεκαπέντε χρονών μικρόκορμη και άπαστρη που ανέβηκε κείνην τη στιγμή απάνου «δεν αγαπάει το Δημήτρη· αυτός τήνε φορτώνεται· μου φαίνεται θέλει το Μάρκο Σαϊττά, είναι καιρός που ’χουνε πιάσει γνώρα· η ίδια μου το ’λεγε» «Το Μάρκο Σαϊττά» είπε χαμογελώντας ο Πέτρος· «αυτόν ποτέ της δε θα τόνε στεφανωθεί».

 

Ήταν Κυριακή της Αποκριάς. Οι εκκλησιές του χωριού είχαν σημάνει ενωρίς το σπερνό, γιατί τ’ απόγιομα θα χόρευε, όπως κάθε χρόνο, ο κόσμος. Έτσι κιόλας, έπειτα από τη σύντομη ακολουθία εσυναχτήκαν στο χορευταριό όλοι οι κάτοικοι, χώρια οι άντρες και χώρια οι γυναίκες. Αυτή την ημέρα ήταν όλοι χορτάτοι από φαΐ καλό, όλοι είχαν κρασί, ήταν όλοι χαρούμενοι κι είχαν λησμονήσει τες πίκρες της ζωής, τες φροντίδες, τους άγονους κόπους τους, για να ξεφαντώσουν. Οι γυναίκες φορώντας τα καλύτερα ρούχα τους και τα στολίδια τους – όσες είχαν – παστρικές, χτενισμένες, γελάμενες, εσυνομιλούσαν ταχτικά και χαμηλόφωνα και με τες χρυσοπλουμισμένες φορεσιές τους, με τα καθάρια σκουτιά τους, με το χρυσάφι τους και τες χαρούμενες μορφές τους, έδιναν του χωριού γιορτάσιμη κι ευτυχισμένην όψη, σα να μην είχε γνωρίσει ποτέ κανείς αυτού τη δυστυχία. Στη μέση του χορευταριού εστεκόνταν οι βιολιτζήδες και ο ταμπουρλής και ξάγναντα των γυναικών πολλοί άντρες· όχι όμως όσους είχε το χωριό, γιατί άλλοι πολλοί εσεριάνιζαν εδώ κι εκεί, άλλοι έμπαιναν στα μαγαζιά για να πίνουν και άλλοι εδιασκέδαζαν τραγουδώντας.

Τώρα εσήμαιναν των εκκλησιών οι καμπάνες, κι η χαρά και τα γέλια άξιωναν πάντα· κι εβρόντησε ρυθμικά το ταμπούρλο, καλώντας όσους ήθελαν να χορέψουν. Οι γυναίκες εσιάστηκαν, λαχταρώντας η καθεμία να την διαλέξει ο χορευτής για την πρώτη γραμμή του χορού, κι όλος ο κόσμος ανάμενε με πόθο ν’ αρχίσει η δημόσια διασκέδαση. Οι βιολιτζήδες άρχισαν να παίζουν το μονότονο σκοπό του συρτού βηματίζοντας στον ίδιον καιρό πότ’ ομπρός πότ’ οπίσω σύμφωνα με τα πατήματα του χορού. Όλοι επρόσεχαν, αλλά κανένας δεν εκουνιότουν μη τολμώντας ακάλεστος να πάρει τα πρωτεία και ν’ ανοίξει το χορό. Κι έτσι απέρασαν καμπόσες στιγμές. Έπειτα επρόβαλε ένας άντρας μισκόκοπος, μεγάλος κι όμορφος, με καινούργιο πλατοβράκι. Ήταν του χωριού ο πάρεδρος. Τα όργανα έπαψαν να σημαίνουν· οι γυναίκες αθέλητα εδοκίμασαν αν ήταν στέρεα καρφωμένα του κεφαλιού τους τα γιαδέματα, εσυγύρισαν τα φουστάνια τους, εκοίταξαν τα χρυσά στολίδια στο στήθι τους, και ακαρτερούσαν. Ο πάρεδρος επήγαινε προς απάνου τους· εκρατούσαν όλες ένα χρωματιστό μαντίλι στο χέρι· και ο άντρας εδιάλεγε όσες ήθελε, τες ομορφήτερες, τες πλιο στολισμένες, τες εδικές του, έπιανε τα μαντίλια, τα ’δενε το ένα με τ’ άλλο, τες έφερνε μία σιμά στην άλλη στη σειρά, κι επαράταξε έτσι μία δεκαπενταριά γυναίκες στη γραμμή, σε μία πλευρά του χορευταριού, ενώ πίσω από αυτές άλλες πολλές έδιναν τα μαντίλια τους στες πρώτες. Κι ο χορός ήταν έτοιμος να κινήσει. Η πρώτη χορεύτρα έκαμε να τεντωθούν τα δεμένα πανιά, οι άλλες απόθωσαν απάνου το χέρι τους· το βιολί ξανάρχισε το μονότονο σκοπό και το ταμπούρλο εβρόντησε. Κι ο χορευτής έπιασε στη μέση τα μαντίλια, έσυρε χορεύοντας δύο τρία βήματα τες γυναίκες κι έπειτα τες άφησε· αυτές ξακολούθησαν να βηματίζουν ρυθμικά, σοβαρές, αμίλητες, με κατεβασμένο βλέφαρο, κάνοντας λοξά πατήματα ομπρός και δύο μικρότερα πίσω, χορεύοντας πάντα με το ίδιο ποδάρι· κι όλες μαζί επήγαιναν κατόπι στο χορευτή, που επηδούσε μπροστά στην καθεμία από ένα άκρος στ’ άλλο του χορού, εστριφογύριζε, εσταύρωνε τα πόδια, έβαζε τα χέρια στη μέση επιδείχνοντας όλη του την τέχνη· σιμά του εχόρευαν τώρα στον ίδιο τρόπο κι άλλοι άντρες, που είχαν μπει στο χορό για να τον βοηθήσουν. Κι ερχότουν ο χορός γύρω στο χορευτατριό, πάντα μονότονος, κι εκινιόταν οι γυναίκες όλες μαζί σαν ένα κορμί βαστώντας αχάλαστη τη σειρά τους και το βλέμμα προσηλωμένο στης γης, με πειθαρχία και με τάξη. Σ’ ένα τέταρτο τα βιολιά και τα ταμπούρλα ετσώπασαν· όλοι εσταμάτησαν· ο πρωτοχορευτής, βγάζοντας το φέσι του εχαιρέτησε τες γυναίκες κι έπειτα επλέρωσε τα όργανα. Οι γυναίκες επήγαν στην άκρη τους, οι άντρες που εβοήθησαν, σ’ ένα μαγαζί για να ξιδρώσουν. Ο πρώτος χορός ήταν τελειωμένος, οι βιολιτζήδες εχούρδισαν για το δεύτερο τα βιολιά τους.

Τώρα ο Δημήτρης ο Λάζος ήρθε βιαστικός στες γυναίκες, φοβούμενος μην άλλος τον επρολάβαινε, κι εγύρευε μαντίλια. Ήτανε νέος μικρόσωμος και μαυροδερνός, με ανήσυχο βλέμμα. Έβρισκε μια πρώτη χορεύτρια, εξάνοιξε, κοιτάζοντας τρογύρου, αν η Μαργαρίτα του Χαντρινού ήταν αυτού, και αφού την είδε της εχάλεψε το μαντίλι. Αλλά η κορασιά του αρνήθηκε κάνοντας πως δεν τον έβλεπε κι αποτραβιούμενη λίγο. Ο Δημήτρης εκοκκίνισε και μία στιγμή την εκοίταξε άγρια· ήταν νέα δεκοχτώ χρονών, με όμορφα χρώματα στο πρόσωπο, με σπάνια πιθέματα κι ευγενικά, τα σκουτιά της ήταν απλά και καθάρια, αλλά στολίδια δεν εφορούσε καθώς όλες οι ανύπαντρες. Η θωριά της τον ησύχασε με μίας, έπιασε με αδιαφορία γυναίκες άλλες κι άρχισε το χορό.

Κι ο Πέτρος Κλάδης, που με τον άλλο κόσμο ετήραζε, ανανοήθηκε: - «Ω, ω, του αρνήθηκε· αλήθεια μου ’πε η θυγατέρα μου»· κι εκούνησε το κεφάλι καταλαβαίνοντας τη ζάλη του χορευτή. Τούτος, αφού εχόρεψε ένα χορό όμοιο με τον πρώτο, ήρθε κι εστάθηκε με κείνους που εκοίταζαν. Ο Πέτρος Κλάδης τον ακολούθησε με τα μάτια, τον εσίμωσε σιγά σιγά και τον εχαιρέτησε αδιάφορα. Τον τρίτο χορό τον έπιασε ένας νέος που ’χε όνομα στο χωριό για την τέχνη του· και τον τέταρτο ο γιος του Πέτρου· μα ούτε στον έναν, ούτε στον άλλον η Μαργαρίτα δεν έδωκε μαντίλι. Ύστερα ήρθε στες γυναίκες ο Μάρκος Σαϊττάς, ένας λεβέντης όμορφος και λυγερός, κι αυτουνού η Μαργαρίτα του ’δωσε το μαντίλι χαμογελώντας και την έστησε δεύτερη σιμά στην πρώτη χορεύτρα. Κι άρχισαν τα όργανα κι εκίνησε πάλι ο χορός.

Τότες ο Πέτρος Κλάδης είπε, γελώντας ειρωνικά, στ’ αυτί του Δημήτρη: «Δε σε θέλει, καημένε, κοίταξέ την πως χαμογελάει του Μάρκου, χάνεις τα κόπια σου».

Ο Μάρκος ωστόσο εχόρευε λεβέντικα, επιδέξια εσταύρωνε τα πόδια, εστριφογύριζε μπρος στες γυναίκες, έκανε ψηλά πηδήματα· αλλά όταν εβρισκότουν μπρος στη Μαργάρω τότες έβανε όλη την τέχνη του, τότες εγενότουν όσο μπορούσε χαριτωμένος, έκανε τα πλιο σπουδασμένα κινήματα. Κι ο Δημήτρης έβραζε από τη ζήλεια του.

Μα κι ο χορός αυτός ετέλειωνε. Στ’ αργαστήρια ο λαός έπινε κρασί κι ετραγουδούσε· στο χορευταριό οι θεατές επαινούσαν ή εκατηγορούσαν τες γυναίκες, τες  ντυμασιές τους, τα χρυσάφια, το πρόσωπο, το χόρεμά τους. Εγινήκαν ακόμα δυο τρεις χοροί και τώρα εσουρούπιαινε. Στα τελευταία ηθέλησε πάλι ο Μάρκος να πιάσει μαντίλια.

Και τότες ο Πέτρος Κλάδης εσφούριξε στ’ αυτί του Δημήτρη: - «Σου την επήρε από μπροστά σου· δε χορεύει παρά αυτός απόψε».

Κι ο Δημήτρης αψιωμένος επετάχτηκε προς τες γυναίκες, έπιασε τα μαντίλια που έδενε ο Μάρκος και του ’πε θυμωμένος: - «Εγώ θα χορέψω».

«Εγώ επρωτόπιακα» αποκρίθηκε ο Μάρκος με απόφαση.

«Θα σου τα πάρω!»

Οι δύο άντρες αγριοκοιταχτήκαν· οι γυναίκες άχνισαν όλες κι έκαμαν στα οπίσω, και το χωριό εκατάλαβε πως θα γενότουν καβγάς. Αλλά για τη στιγμή κανένας δεν εταράχτηκε από τη θέση του.

«Πώς» είπε ο Μάρκος θυμωμένος «άντρας είμαι και γω· εσένα του μασκαρά θα σου παίρνω πρώτα την άδεια για να χορέψω; Κι έσπρωξε το Δημήτρη με δύναμη.

Αλλά τότες οι γυναίκες άφησαν αμέσως τες σειρές τους κι εμάκρυναν φεύγοντας· ο κόσμος αναστατώθηκε· πολλοί ήρθαν σιμά στους άντρες που εμάλωνων, κάποιοι δίνοντας δίκιο του Δημήτρη, κι άλλοι του Μάρκου, και η χλαλοή εγενότουν κάθε στιγμή μεγαλύτερη. Οι φρονιμότεροι εκοίταζαν λυπημένοι κι επρόβλεπαν φονικά. Ο Πέτρος Κλάδης όμως βλέποντας πως τα πράγματα ήταν καθώς τα ’θελε, ήρθε κι αυτός στη μέση, και, γιατί ο κόσμος τον εσεβότουν, ετσώπασε για να τον ακούσει. Με δυνατή φωνή είπε διατάζοντας: - «Ας φύγουν τ’ όργανα δε θα χορέψει κανένας». Έπειτα έπιασε το Δημήτρη και του ’πε κι αυτουνού μαλώνοντάς τον: - «Έχεις άδικο· με τες ζήλιες σου, εσύ ανακατώνεις όλο το χωριό». Και γυρίζοντας προς το Μάρκο επρόστεσε: - «Εσύ άμε σπίτι της να κάμεις ό,τι θέλεις. Γιατί θα κοιτάζουμε στο φόρο τα νοήματά σας; Η Μαργάρω τα φταίει όλα, επήγε να κάμει φονικό».

Ο κόσμος όλος εσάστισε ακούοντας την ανεπάντεχη είδηση, κι ησύχασε ξάφνως· και καθένας εψιθύριζε περγελώντας τη θυγατέρα του Χαντρινού.

Μ’ αυτόν τον καβγά εδιαλύθηκε κι εκείνον το χρόνο στες Ξαχεράδες ο χορός της αποκριάς· κι ωστόσο είχε νυχτώσει· οι γυναίκες είχαν φύγει· πολλοί άντρες εμεθούσαν στ’ αργαστήρια, άλλοι ετραγουδούσαν στο φόρο· ο Μάρκος πουθενά δεν εφαινότουν· αλλά ο Πέτρος Κλάδης έμεινε ακόμα στο χορευταριό μαζί με το Δημήτρη, και του ’πε: «Πάμε σπίτι μου τώρα· θέλω να σε κεράσω απόψε».

«Όπως ορίζεις» αποκρίθηκε.

Και καθώς επήγαιναν σκίζοντας του χωριού το μεγάλο δρόμο, καλονυχτίζοντας τους ανθρώπους, ο Πέτρος εσυλλογίστηκε χαρούμενος: «Με το Μάρκο, ποτέ σου δε θα στεφανωθείς, Μαργάρω, και θα ντροπιαστείς όπως σου πρέπει» Και είπε του Δημήτρη: «Παραμόνεψέ τους, να τους ξεμασκαρέψεις».

«Ναι» αποκρίθηκε.

 

Ο χειμώνας είχε περάσει· και τα δέντρα εφούσκωναν από τους καινούργιους χυμούς, κι εξαναζούσαν θερμασμένα από τες αχτίδες του ανοιξιάτικου ήλιου. Στο χωριό οι δουλευτάδες εργαζόνταν τη γης, επαράδιναν μ’ ελπίδες την οψιμιά στον κόρφο της, εκλάδευαν τ’ αμπέλια, και από τον ολόμερο κάματο εξαναρχόνταν κάθε βράδυ κουρασμένοι. Στο σπίτι του Πέτρου Κλάδη δεν εμιλούσαν πλια για τον καβγά της αποκριάς, ουδέ για τη Μαργαρίτα και ο ίδιος ο Πέτρος εφαινότουν να ’χε λησμονήσει την προσβολή. Επήγαινε και κείνος κάθε μέρα με την εργατιά του στον κάμπο, κι εδούλευε τα χωράφια του. Αλλά η Μαργαρίτα εζούσε ανήσυχη. Της είχε βγει κακό όνομα από την ημέρα του χορού· οι γυναίκες την εκακομελετούσαν, ο κόσμος την εκοίταζε με υποψία. Και το καταλάβαινε· αλλά μέσα της την εθέριζε ένας πόθος αδάμαστος. Αγαπούσε μ’ όλην τη δύναμη της καρδιά της το Μάρκο κι ας ήταν φτωχός δουλευτής κι ας την εγύρευαν όλοι οι καλοστεκάμενοι του χωριού· κι ας αρνιούνταν οι γονέοι της να της τον δώσουν. Συχνά τον έβλεπε και συχνά έκλαιε μαζί του.

Ένα βράδυ, ήταν προς τες ημέρες του Βαγγελισμού, ανέβαινε στο χωριό με τα ζα της· τον αντάμωσε κι άχνισε· κι ο Μάρκος περνώντας σιμά της της είπε σιγαλά: - «Απόψε στο καλύβι σου».

Δεν αποκρίθηκε κι αναστέναξε βαθιά, τραβώντας στο πρόσωπο τη μπόλια της από ντροπή· τα μάτια της ογράθηκαν και τα μάγουλά της εκοκκίνισαν, όπως οι άκρες των βουνών που τες εφώτιζε τώρα ο καθούμενος ήλιος. Επήγαινε βιαστική και ζαλισμένη· και πάνου σε κάθε δέντρο τα πουλιά ευτυχισμένα ετραγουδούσαν χαράς αρμονίες, ετραγουδούσαν πάντα καινούριους έρωτες και στη γης το χορτάρι εκυμάτιζε από την ανοιξιάτικην αύρα που ερειπιζότουν από τα ψηλά του ουράνιου θόλου κι οι καθούμενος δίσκος του ήλιου επερίχυνε γύρω γύρω χρυσοκόκκινο φως παρέτοιμος να βουτήσει στο χρυσωμένο πέλαγο. Κι ήταν η φύση γιομάτη λιγούρα έτοιμη να παραδοθεί στην ανάπαψη, στ’ άγνωρα της νύχτας μυστήρια.

Η Μαργαρίτα επήγαινε· κι ωρολογιότουν απελπισμένη τι έμελλε να προέλθει από την γκαρδιωμένην αγάπη, που ’χε αθέλητα γεννηθεί στην καρδιά της και που τόσο τρανά είχε ριζοβολήσει μέσα της· με πίκρα εστοχαζότουν τους περασμένους καιρούς, τη χαμένην ησυχία της, τη χαμένη παρθενική αγνότη της ψυχής της. Και ταραγμένη από το κάλεσμα του αντρός που ’χε κάμει σκλάβους του το λογισμό της και την καρδιά της, διαβαίνοντας από τα σύσκοτα μονοπάτια, εσκιαζότουν. Εσκιαζότουν τον κόσμο όλο, γιατί υπόψιαζε πως όλοι κακόγνωμα την παραμόνευαν, πως όλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, εγνώριζαν το κατηγορημένο γκάρδιωμά της· εφοβούτουν, στη σκοτούρα της, και τα ίδια τα δέντρα και τες άψυχες πέτρες, γιατί, στην αψιωμένη φαντασία της, όλα είχαν τη μπόρεση ν’ αποχτήσουν της λαλιάς τη χάρη, για να μαρτυρήσουν το κατάκαρδο πάθος της, το γλυκό τυράγνιο της ψυχής της, που οι άνθρωποι το ’βλεπαν ανάντελο και ντροπερνό. Αθέλητα έφερε τα χέρια στες ακουές της· τα μικρά πετούμενα εκελαδούσαν πάντα απάνου στα δέντρα και τα εφαινόνταν πως από τες μελανές πρασινάδες εκατηγορύσαν και κείνα τον απαγορεμένον πόθο της.

 

Τη νύχτα αληθινά ο Μάρκος την επρόσμενε στην κατοικιά της. Δεν ήταν μακριά από το χωριό, σε μία κατάφυτη ράχη. Αυτή εφανίστηκε σε λίγο φοβισμένη από το κίνημά της. Στο σκοτάδι αφού τον εγνώρισε, για πολλή ώρα δεν του μίλησε, κι ούτε εκείνος ετολμούσε να της κρίνει. Τρογύρου ήταν ησυχία απέραντη, μόνο η φωνή των νυχτοπουλιών, που εκρυφόκρωζαν στη μακρότη, ακουότουν, άνεμος δε φυσούσε. Κι επαραδοθήκαν οι αγαπημένοι ολόψυχα, με την ορμή της νιότης, στην αγάπη τους κι έφευγαν με γληγοράδα οι σκοτεινές ώρες της νυχτός. Αργά, αργά, είδαν από τες χαραμάδες του πλοκού, που επερίκλουνε το καλύβι, να βγαίνει το χαλασμένο μισοφέγγαρο, κι ανανοηθήκαν με λύπη πως το ερωτικό τους οληνύχτιο έπρεπε να λάβει τέλος. Τότες ο Μάρκος της είπε με φωνή χαμηλή: - «Αγάπη μου, έφυγε κιόλας η νύχτα· πότε θ’ ανταμωθούμε πάλι;»

Αναστέναξαν κι οι δυο τους· αλλά η Μαργαρίτα δεν αποκρίθηκε· αυτός ξακολούθησε· - «Πάμε σπίτι μου καλύτερα, αμέσως σε στεφανώνω».

«Το κάνω γι’ αγάπη σου κι αυτό» απολογήθηκε δακρύζοντας «για σένα επάτησα τα πάντα· μα όχι απόψε· αύριο, να φέρω και τα ρούχα μου τουλάχιστο».

Το φεγγάρι είχε σηκωθεί καμπόσο, κι ακούστηκε τ’ αηδόνι να ψάλλει την αρμονικότατη μελωδία του. Αθέλητα την αφοκραστήκαν κι οι δυο τους με συγκίνηση· πόσο ήταν γλυκιά· απλή πρώτα πρώτα και λίγο λίγο ψιλότερη και στολισμένη· συργουλιστά υμνούσε τ’ ανοιξιάτικο τραγούδι του την ανάσταση της φύσης, τον πόθο που εφώλιαζε σ’ όλα τα πλάσματα, την επιθυμιά της δημιουργίας· κι ετρίλιζε κι εγουργουλούσε κι επαραπονιότουν· και οι αχοί που ανάδινε το μικρό λαρύγγι τούς εσάλευαν τα σπλάχνα, τούς έκαναν να λησμονούν το κορμί τους. Σε λίγο και τ’ άλλα πουλιά εβαλθήκαν να ψάλλουν· το χάραμα ερχότουν και οι αγαπημένοι εσηκωθήκαν να φύγουν.

Μα ένα γέλιο ακούστηκε όξω, γέλιο άσκημο και σαρκαστικό, που τους επάγωσε το αίμα στις φλέβες. Η Μαργαρίτα εκρούστηκε από το φόβο· ο Μάρκος ζαλισμένος της είπε: - «Πάμε σπίτι μου, Μαργαρίτα, αν μπορούμε, μας εκατάλαβαν». Και την έπιασε από το χέρι πηγαίνοντας προς του καλυβιού την μπασιά.

Στο φράχτωμα ο πλοκός ετρίβαζε σαν ένας να τον εχαλούσε· και μία φωνή τούς εφώναξε απ’ όξω σιμά τους πολύ: - «Εύγε σας, εύγε σας».

Ο Μάρκος εγνώρισε τη φωνή· ήταν του Δημήτρη· κι ετοιμάστηκε να παλέψει και να υπερασπίσει τη Μαργαρίτα. Μα στον ίδιο καιρό από την τρύπα, που γλήγορα είχε ανοίξει στο φράχτη, ξάγναντα στην πόρτα, ένας άντρας κρατώντας ένα φανάρι εφανερώθηκε· ήταν ο πατέρας της Μαργαρίτας.  Εστάθηκε μία στιγμή αμίλητος, με ορθάνοιχτα μάτια, κίτρινος από τη χολή κι από την ντροπή του, ποθώντας σκληρή τιμωρία. «Καταραμένοι, καταραμένοι!» τους είπε βραχνά.

Η θυγατέρα του έβγαλε ψιλή φωνή· αλλά ο Μάρκος ωστόσο είχε ανοίξει την πόρτα, την άδραξε από τη μέση, και μαζί της εβάλθηκε να τρέχει μέσα στον ελαιώνα, που ολοένα αχνοφωτιζότουν. Κι ο γέροντας από το καλύβι τους εκαταριότουν, ήθελε να τους κυνηγήσει. Κι ακούστηκε οπίσω η φωνή του Δημήτρη, που έλεγε εγδικητικά: - «Εντροπιαστήκατε».

 

Την αυγή το χωριό όλο άκουσε σαστισμένο τι είχε συνέβει τη νύχτα· και σ’ όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά εβουρδούλισαν τη θυγατέρα του Χαντρινού. Ενωρίς επήρε ο ίδιος ο Δημήτρης την είδηση στον Πέτρο Κλάδη, που ακούοντας τον εκοίταξε κατάματα μη πιστεύοντας στην αρχή, πως τόσο γλήγορα είχε σημάνει η ώρα της πλερωμής. Μία στιγμή έμεινε σκεφτικός κι εχαμογέλασε δαιμονικά. Έπειτα έκραξε τες γυναίκες του, που ετοιμαζόνταν με τα ζα να κατεβούν στον κάμπο, έκαμε το Δημήτρη να διηγηθεί άλλη μία φορά τα πάντα χωρίς να κρούβει τη χαρά του, και στο ύστερο επρόστεσε: - «Έπαθε, ό,τι της έπρεπε. Αλλά στεφάνι ποτέ της δε θα γνωρίσει. Θα ζήσει για πάντα στην αμαρτία. Ο Σπύρος ο Στράτης το ξέρει και μου το ’πε· τους εβάφτισε ένας νούνος· και θα το μολοήσει, γιατί είναι χριστιανός καλός και φοβάται τον αφορεσμό της εκκλησίας».

 

Κρασάδες, Νοέμβρης 1904

 

 

αρχή