ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ


 

Πληροφορίες για τον Ηλία Βενέζη εδώ.

 

 


 

Το νησάκι που βρίσκεται στα βορινά της Λέσβου, ανάμεσα Πέτρα και Μόλυβο, είναι γυμνό κι έρημο. Δεν έχει όνομα, κι οι ψαράδες που δουλεύουν σ’ εκείνες τις θάλασσες το λένε απλά έτσι: «Το νησί». Δεν έχει μήτε ένα δέντρο, εξόν από θάμνους. Τρία μίλια μακριά, τα βουνά της Λέσβου συνθέτουν μια ήμερη αρμονία από γραμμή, από κίνηση και χρώμα. Πλάι σ’ αυτή τη σπατάλη το γυμνό νησί με την αυστηρή γραμμή του φαίνεται ακόμα πιο έρημο. Σαν να το είχε ξεχάσει ο Θεός, όταν έχτιζε τις στεριές κι έκανε τις θάλασσες στις εφτά πρώτες μέρες του Κόσμου.

Μα από τούτη τη γυμνή λουρίδα της γης μπορείς να δεις, το καλοκαίρι, τον ήλιο να πέφτει μέσα στο ατέλειωτο πέλαγο. Τότε τα χρώματα βάφουν τα νερά κι ολοένα αλλάζουν, κάθε στιγμή, σαν να λιώνουν μες στ’ αλαφρά κύματα. Όταν τα βράδια είναι πολύ καθαρά, μπορείς να ξεχωρίσεις τα βουνά του Άθω να βγαίνουν μέσα απ’ το πέλαγο και σιγά πάλι να σβήνουν μαζί με τη νύχτα που έρχεται. Αυτή την ώρα ο μπαρμπα-Δημήτρης, ο μοναχικός κάτοικος του έρημου νησιού, θα κάμει την τελευταία κίνηση που τον ενώνει με τους ανθρώπους και με τη ζωή: θ’ ανάψει το φως στο φάρο. Το φως θ’ αρχίσει ν’ ανάβει, να σβήνει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα αυστηρά, αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

 

Ο γερο-φαροφύλακας τράβηξε τη βάρκα στον άμμο. Τη σιγούραρε καλά, μην τυχόν τη νύχτα γυρίσει ο καιρός και φουσκώσουν τα νερά. Την κοίταξε για τελευταία φορά, πριν πάρει το δρόμο για το φάρο.

— Λοιπόν, πάει κι αυτό το ταξίδι..., λέει σιγά.

Το λέει μονάχος του και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στην αντικρινή στεριά, γίνεται μια φορά το μήνα. Πηγαίνει για τις προμήθειές του, για το αλεύρι, το λάδι και για τα γεννήματα που του χρειάζονται. Στην αρχή, σε κάθε ταξίδι, έμενε όλη τη μέρα στο χωριό. Μιλούσε με παλιούς του φίλους, μάθαινε νέα για τη χώρα, για τον κόσμο, αν οι άνθρωποι ήταν σε πόλεμο για είχαν ειρήνη.

Ο τελωνοφύλακας του έδινε το μισθό του.

— Λοιπόν, και τον άλλο μήνα με το καλό, μπαρμπα-Δημήτρη.

Ο γέρος κουνούσε το κεφάλι του κι ευχαριστούσε. — Με το καλό, αν θα ‘χουμε ζωή, παιδί μου.

Τις άλλες ώρες, ώσπου να γυρίσει στο «νησί του», τις περνούσε ανεβαίνοντας στη μικρή Παναγιά, στο βράχο με τα εκατό σκαλιά, να κάμει την προσευχή του. Σταύρωνε τα χέρια του μπροστά στο παλιό εικόνισμα, χαμήλωνε το κεφάλι και προσευχόταν για τα δυο αγόρια του, που χάθηκαν στην καταστροφή της Ανατολής, για τους άλλους ανθρώπους, τελευταία για τον εαυτό του.

— Αν ζούνε, προστάτευέ τα, παρακαλούσε για τα παιδιά του. Φύλαγέ τα από θυμό κι από κακή ώρα. Φύλαγέ τα απ’ το μαχαίρι...

Μουρμούριζε τους χαιρετισμούς, ό,τι άλλο ήξερε από προσευχή, και τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.

— Κι εμένα, καιρός πια είναι να ξεκουραστώ..., έλεγε και βούρκωναν τα μάτια του.

Κατέβαινε τα εκατό σκαλιά κάθε φορά με πιο αλαφρή καρδιά. Στο δρόμο στεκόταν και κοίταζε τα παιδάκια που παίζαν. Τον ξέραν όλα και σαν τον βλέπανε, βάζαν τις φωνές:

— Μπαρμπα-Δημήτρη! Μπαρμπα-Δημήτρη!

Τους αγόραζε φουντούκια και τους τα μοίραζε, κι εκείνα φωνάζαν χαρούμενα:

— Μην αργήσεις να ξανάρθεις, παππούλη! Μην αργήσεις!

 

Έτσι γινόταν σε κάθε ταξίδι κάθε φορά. Μα όσο τα χρόνια περνούσαν, τόσο ξεσυνήθιζε με τους ανθρώπους. Η ερημιά ολοένα τον κυρίευε, μέρα με τη μέρα, τον απορροφούσε, σαν να στάλαζε μες στην ύπαρξή του τη φοβερή της δύναμη. Σε κάθε ταξίδι λιγόστευε, όσο μπορούσε, τον καιρό που έπρεπε να μείνει στο χωριό για τις δουλειές του.

Έκοψε και το ανέβασμα στην εκκλησίτσα του βράχου.

— Συχώρεσέ με, γιατί πια δεν μπορώ, έλεγε στο Θεό, σαν να είχε κάμει αμαρτία. Παντού μπορώ να σε παρακαλώ, για να βλέπεις πόσο είμαι αδύναμος.

Κι όταν γύριζε στο νησί του, ύστερα από κάθε ταξίδι, έμενε πολύ αργά τη νύχτα, κάτω απ’ τα άστρα, να προσεύχεται.

 

Δε ρωτούσε πια νέα, τι γίνεται στον κόσμο. Δεν ήξερε τίποτα. Όλος ο κόσμος στένευε, μέρα με τη μέρα, γύρω στο έρημο νησί, κι έκλεινε με το βαθύ πέλαγο και με τα χρώματα, σαν έγερνε ο ήλιος.

Οι τελευταίοι σύντροφοι που άλλαζε πότε πότε καμιά κουβέντα μαζί τους ήταν ψαράδες που, σαν δεν τους έπαιρνε ο καιρός, άραζαν για λίγο στο νησί του. Μέναν εκεί στην ακρογιαλιά, όπου ερχόταν να σβήσει το κύμα, και λέγαν για τα βάσανά τους και για τη μοίρα τους. Πολλές φορές ξενυχτούσαν εκεί. Τότε, στις μακριές ώρες, ώσπου να χαράξει, όταν οι άλλες κουβέντες τέλειωναν, ερχόταν και η επίσημη ώρα για τα δυο παιδιά του.

— Ποιος το ξέρει..., του λέγαν οι ψαράδες. Μπορεί να ζούνε κι να ’ρθουν, μπαρμπα-Δημήτρη. Έτσι σαν τους γλάρους σου, που γύρισαν.

Δε μιλούσε, δε σάλευε, τα ήμερα μάτια του μένανε στυλωμένα στο βάθος της νύχτας.

— Ναι, μπαρμπα-Δημήτρη, σαν τους γλάρους σου. Έτσι μπορούν να γυρίσουν και να ’ρθουν. Μην απελπίζεσαι.

Οι ψαράδες τότε, μ’ αυτή την αφορμή, φέρναν την κουβέντα στους γλάρους του γέρου.

— Αλήθεια, του λέγανε, Πώς μπόρεσες να τους μερώσεις, μπαρμπα-Δημήτρη; Πουθενά δεν ακούστηκε να μερώνουν οι γλάροι...

— Έτσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. Όλα μερώνουν εδώ κάτου. Μοναχά ο άνθρωπος...

Τον ρωτούσαν να τους πει πάλι την ιστορία με τους γλάρους, μόλο που την ξέραν, όπως την ξέραν κι όλοι όσοι ζούσαν στην αντικρινή στεριά. Τα είχε βρει μικρά, μες στους βράχους, δυο γλαρόπουλα αμάλλιαγα ακόμα. Ήταν χειμώνας τότε, τα λυπήθηκε και τα κουβάλησε στο καλύβι του, πλάι στο φάρο. Τα κράτησε και τα μεγάλωσε, ταΐζοντάς τα μικρά ψάρια που έπιανε το δίχτυ του. Μια μέρα του ήρθε η ιδέα να τους βγάλει από ένα όνομα.

«Ε, λοιπόν, εσένα θα σε λέμε...»

Μες στις αναμνήσεις του, μες στην καρδιά του, κείνη την ήμερη ώρα τριγυρίζανε τα δυο παιδικά πρόσωπα, τον καιρό που ήταν πολύ μικρά και τα φώναζε.

«Λοιπόν..., εσένα να σε λέμε Βασιλάκη, είπε στο ένα πουλί. Κι εσένα να σε λέμε Αργύρη...»

Έτσι, από τότε άρχισε να τα φωνάζει με τα ονόματα των παιδιών του. Κι οι γλάροι σιγά σιγά τα συνηθίσανε.

Σαν μεγάλωσαν κι ήρθε η άνοιξη, ένα πρωί σκέφτηκε πως είναι αμαρτία να έχει σκλαβωμένα τα πουλιά. Αποφάσισε να τα λευτερώσει. Άνοιξε το μεγάλο καλαμένιο κλουβί κι έπιασε πρώτα το ένα πουλί. Το κράτησε μες στα δυο του χέρια, το χάιδεψε. Αισθανόταν την καρδιά του να είναι πολύ αλαφρή.

«Άιντε, λοιπόν, Βασίλη!» είπε στο πουλί και άνοιξε τα χέρια του, να το αφήσει να φύγει.

Το πουλί πέταξε, έφυγε.

Έβγαλε και το άλλο, το χάιδεψε σαν το πρώτο, το άφησε κι αυτό. Όλα ήταν ήμερα κείνη τη μέρα και η νύχτα που ήρθε ήταν ήμερη. Μονάχα που αισθανόταν να είναι ακόμα πιο έρημος.

Το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφριά χτυπήματα. Πλησίασε και κοίταξε. Δεν το πίστευε. Πετούσε απ’ τη χαρά του, σαν να ήταν τα παιδιά του που γύριζαν.

Άνοιξε την πόρτα να μπουν μέσα οι γλάροι.

Από τότε αυτό γινόταν: τα πουλιά φεύγαν το πρωί, ταξιδεύανε ως τις αντικρινές στεριές της Ανατολής, ως πέρα στο Σίγρι, και τα βράδια γύριζαν. Έκαναν κοπάδι μαζί με άλλους γλάρους και πολλές φορές πετούσαν πάνω απ’ το ρημονήσι. Αν ήταν χαμηλά, ο γέρος μπορούσε να τους ξεχωρίσει απ’ τα σταχτιά σημάδια που είχαν κάτω απ’ τις φτερούγες. Σαν έβγαινε με τη βάρκα κι αυτοί τριγύριζαν εκεί σιμά, χαμήλωναν και τσίριζαν από πάνω του. Τους είχαν μάθει κι σι άλλοι ψαράδες στα μέρη εκείνα. Και σαν τους βλέπανε, φωνάζαν γελώντας:

— Ε, Βασίλη!... Ε, Αργύρη!...

 

Έτσι περνούσαν οι μέρες στο ρημονήσι. Η μια, η άλλη, αυτή που πέρασε, αυτή που θα ’ρθει. Μια αδιατάραχτη σειρά από μέρες και νύχτες, που δεν είχαν τίποτα να περιμένουν, άλλο απ’ το θάνατο.

Μια βραδιά του καλοκαιριού έγινε κάτι ασυνήθιστο. Οι γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την άλλη μέρα φάνηκαν, μήτε την άλλη νύχτα.

— Μπορεί να ταξιδέψαν μακριά, συλλογίστηκε ο γέρος, για να ξεγελάσει την ανησυχία του.

Το άλλο πρωί, όπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζούλι του φάρου. Κοίταξε το πέλαγο. Μια στιγμή του φάνηκε πως η θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σαν να περνούσαν δελφίνια και παίζαν. Πολλές φορές έβλεπε στ’ ανοιχτά να περνούν δελφίνια. Τα παρακολουθούσε να γράφουν τις αργές κινήσεις τους όξω απ’ το νερό, πάλι να πέφτουν.

— Δελφίνια θα είναι και τώρα.

Μα σε λίγο είδε καθαρά πως δεν ήταν.

— Άνθρωποι είναι! είπε ξαφνιασμένος.

Κατέβηκε στο ακρογιάλι και περίμενε. Σε λίγο ξεχώρισε πως ήταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Κολυμπούσαν πλάι πλάι, με αργές κινήσεις, γεμάτες βεβαιότητα. Και το μικρό κύμα έκλεινε πάνω στο αυλάκι που άφηναν.

Τι να θέλουν;

Δε θυμόταν άλλη φορά να είχαν έρθει κατά κει για κολύμπι άνθρωποι. Κι ύστερα, δε φαινόταν εκεί γύρω καμιά βάρκα, απ’ όπου να είχαν πέσει.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει.

Τα δυο βρεμένα κορμιά τινάζουνται απ’ τη θάλασσα στ’ ακρογιάλι.

Το αγόρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μάτια και τεντώνει τα χέρια του ψηλά.

— Αχ! λέει παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τι καλά που ήταν!

Το κορίτσι κάνει την ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιο αργά:

— Τι καλά που ήταν!

Ύστερα τρέξαν προς το φαροφύλακα.

— Εσύ ‘σαι ο μπαρμπα-Δημήτρης; λέει το αγόρι.

— Εγώ είμαι, λέει με ταραχή. Μπας και σας έτυχε τίποτα;

— Α, μπα! βιάζεται να πει το αγόρι. Είπαμε χτες να κάνουμε αυτό το ταξίδι με τη φίλη μου, και να που ήρθαμε.

— Από πού; ρωτά ο γέρος με απορία. — Μα απ’ αντίκρυ, απ’ την Πέτρα.

 

Ο μπαρμπα-Δημήτρης δεν ξέρει τι να πει, μουρμουρίζει μονάχα πως δε θυμάται να του είχαν έρθει άλλη φορά ξένοι με τέτοιο ταξίδι.

Άρχισαν ν’ ανεβαίνουν προς το φάρο.

Περπατούσε πρώτος, τα παιδιά ακολουθούσαν. Δε θα ήταν το καθένα περισσότερο από δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονώ. Κι εκείνος βάδιζε μπρος, και τα χρόνια βάραιναν στους ώμους του, σαν να του ζητούσαν την ευθύνη, γιατί δεν τ’ άφηνε να ξεκουραστούν.

Κάθισαν στο πεζούλι του φάρου. Μπροστά τους το Αιγαίο ακύμαντο, ο ήλιος έτρεμε πάνω του.

— Από πού έρχεστε; ρώτησε ο γέρος.

— Σπουδάζουμε στην Αθήνα, είπε το κορίτσι. Εγώ σπουδάζω χημικός κι ο φίλος μου στο Πολυτεχνείο.

— Α, αλήθεια!... Μουρμουρίζει ο γέρος χωρίς να καταλαβαίνει.

— Έχεις πάει καμιά φορά στην Αθήνα, παππούλη; Ρωτά το κορίτσι.

— Όχι. Ποτές.

— Θα το ήθελες τώρα;

Η φωνή του είναι σιγανή, μόλις ακούεται:

— Όχι, παιδί μου. Τώρα είναι αργά.

— Θα είσαι πολύ μονάχος εδώ, παππούλη.

— Είμαι πολύ μοναχός, παιδί μου.

Σώπασαν. Πέρασε λίγη ώρα. Ψηλά πέρασε ένα κοπάδι γλάροι. Ο γέρος σηκώνεται και μπαίνει στο καλύβι να φέρει γλυκό. Απ’ το μικρό παράθυρο μπορεί να βλέπει τα δυο παιδιά, έτσι που είναι ξαπλωμένα. Στα κορμιά τους και στα πρόσωπά τους τρέμουν ακόμα στάλες απ’ τη θάλασσα. Ο ήλιος τα έχει ψήσει αλύπητα, είναι κει σαν δυο αγάλματα από μπρούντζο που τα ξέβρασε το πέλαγο — μια θεότητα της υγείας και μια θεότητα της νεότητας. Τα μαύρα μαλλιά του κοριτσιού πέφτουν πάνω στους ώμους του και στα μεγάλα μαύρα μάτια του σαλεύει βαθύ φως.

...Έτσι απλά και ήμερα είναι όλα στο ρημονήσι αυτή την ιερή ώρα. Έτσι ήμερα είναι και μες στην καρδιά του γέρου ανθρώπου. Είναι πλημμυρισμένος, τούτο το καλοκαιρινό πρωινό, είναι βουρκωμένος. Αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα που ήρθε να ταράξει την ερημιά του, τα ακίνητα νερά...

— Παππούλη, να ‘ρθουμε κι εμείς μέσα; του φωνάζει απ’ έξω το κορίτσι.

— Έρχουμαι εγώ, έρχουμαι! Λέει ταραγμένος.

Τους έφερε γλυκό, αμύγδαλα, κρύο νερό.

— Δεν έχω τίποτα άλλο..., μουρμουρίζει, σαν να θέλει να τον συχωρέσουν.

— Κάθισε, κάθισε, παππούλη, — τον πιάνει το κορίτσι απ’ το χέρι να καθίσει πλάι του.

Κάθισε.

— Ελάτε και αύριο, τους λέει δειλά. Θα ψαρέψω για σας τη νύχτα. Αύριο φεύγουμε, απαντά το κορίτσι με λύπη. Κρίμα, τόσες μέρες που ήμαστε εδώ να μην ερχόμαστε! Είσαι πάντα έτσι έρημος, παππούλη;

— Πάντα, παιδί μου.

— Α. τώρα καταλαβαίνω τι ήταν οι γλάροι..., μουρμουρίζει το αγόρι.

— Ναι, παιδί μου, αυτό είναι. Η ερημιά.

— Θα πρέπει να τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι το αγόρι σε λίγο. Αν ήξεραν, δε θα το έκαναν ποτέ.

Ο γέρος δεν καταλαβαίνει. Στέκει με απορία.

— Για ποιους λες, παιδί μου;

—Γι’ αυτούς που σκοτώσαν τους γλάρους σου λέω, μπαρμπα-Δημήτρη. Είναι φίλοι μας.

Καταλαβαίνει τα γόνατά του να τρέμουν, η καρδιά του χτυπά.

— Τους σκοτώσαν είπες;

— Α, δεν το ήξερες ακόμα;...

Το παιδί δαγκάνει τα χείλια του, μα είναι αργά. Του λέει την ιστορία: πως κυνηγούσαν, όλη η νεολαία, ύστερα κατεβήκαν στην ακρογιαλιά· οι δυο γλάροι χαμήλωσαν απ’ το άλλο κοπάδι, ο φίλος τους τράβηξε εκεί σιμά, γνώρισαν τις σταχτιές φτερούγες.

Ο γέρος ακούει, ακούει, — δεν είναι τίποτα, δυο γλάροι ήταν.

— Δεν ήξεραν, παππούλη..., λέει με θερμή φωνή το κορίτσι, συγκινημένο απ’ τη βουβή λύπη που βλέπει στο γερασμένο πρόσωπο. Δεν ήξεραν...

Κι εκείνος κουνά μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκατανεύοντας:

— Ναι, ναι, παιδί μου. Δε θα ξέραν...

 

Αρκετή ώρα πέρασε.

— Πρέπει να φύγουμε, λέει το αγόρι. Το κορίτσι σηκώνεται.

— Να φύγουμε.

Πηγαίνουν μπροστά, ο γέρος έρχεται λίγο πίσω τους. Φτάσαν στην ακρογιαλιά.

— Σε χαιρετούμε, παππούλη, λέει πρώτο το κορίτσι.

Πιάνει το χέρι του, σκύβει να το φιλήσει. Κι αυτός της χαϊδεύει τα μακριά μαλλιά.

— Να σας βλογά ο Θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος.

Έφυγαν. Παρακολουθεί πολλή ώρα το μικρό αυλάκι που κάνουν τα κορμιά τους στη θάλασσα. Ώσπου όλα σβήνουν απ’ τα μάτια του. Και το πέλαγο είναι πάντα έρημο Και ατελείωτο.

Νυχτώνει. Έχει καθίσει στο πεζούλι, σι ώρες περνούν. Όλα περνούν απ’ τα θολωμένα μάτια του: τα μικρά του τα χρόνια, τα παιδιά που μεγάλωσε και χάθηκαν, οι άνθρωποι που τον πικράνανε. Όλα περνούν κι όλα σβήνουν. Και τα δυο παιδιά κι ένα κοπάδι γλάροι που πετούν ψηλά. Δυο γλάροι έχουν σταχτιές φτερούγες. Κι αυτοί περνούν και χάνουνται. Δεν είναι πια να γυρίσει τίποτα. Έχει χαμηλώσει το κεφάλι και τα δάκρυα στάζουν στην ξερή γη. Από πάνω του το φως του φάρου ανάβει, πάλι, πάλι, στο ίδιο διάστημα, αυστηρά και αναπόφευχτα, όπως οι σκοτεινές δυνάμεις της ζωής, η μοίρα του ανθρώπου, ο θάνατος.

 

 

αρχή

 



 

Βράδιαζε. Τα σύννεφα πέρα απ’ τη Σαλαμίνα χάναν σιγά σιγά τα τελευταία χρυσά χρώματα, ολοένα γίνονταν σκούρα. Η μπουκαδούρα έφερνε μες στο λιμάνι λίγο κύμα. Οι ψαροπούλες μια μια σαλπάριζαν, άσπρες, κίτρινες, πράσινες – φιγούρες ανάλαφρες μες τα χρώματα του διαστήματος. Οι ψαράδες που δεν ήταν να ρίξουν τα δίχτυα ή τα παραγάδια τους σιγουρέρναν τον κάβο που ήταν δεμένες οι βάρκες στη στεριά, παίρναν τα κουπιά στον ώμο και τραβούσαν για τα καλύβια τους. Ένα τσούρμο μωρά ξυπόλητα παίζαν στην ακρογιαλιά, κυνηγιόντανε κάνοντας μεγάλο πατιρντί. Σκάλωναν πάνου στο καινούργιο σκαρί, το στημένο στον ταρσανά, το καΐκι του καπετάν-Μανόλη. Τρέχαν από πρύμη σε πλώρη, πέφταν, τσίριζαν. Ολοένα μερεμιτιζόταν το καινούργιο σκαρί. Θα γινόταν τρεχαντήρι. Ό,τι του είχαν περάσει το μίνιο. Ένας μικρός ξυλένιος σταυρός στην πλώρη του – να φωτίζει ο Χριστός τους μαστόρους, για να δώσουν καλό πλεούμενο στα κύματα. Μύριζε κατράμι και σάπιο φύκι γύρω.

Ένας άνθρωπος καθισμένος σε μια πέτρα, στ’ ακρογιάλι, κοίταζε. Είναι ψηλός, ξερακιανός, τα μαλλιά του πολύ πυκνά, γκρίζα, αχτένιστα. Το μούτρο του αυλακωμένο από χαρακιές έχει μεγάλα γένια, βρόμικα. Το ζερβί του αυτί είναι κομμένο. Για να το κρύβουν τα μαλλιά του κατεβαίνουν πυκνά εκεί και το σκεπάζουν. Δεν είναι ντυμένος σαν τους ψαράδες, φορά και μια λεκιασμένη παλιά ρεπούμπλικα. Είναι φαγωμένη απ’ το σκόρο, έχει τρύπες στο γείσο. Ο άνθρωπος φαίνεται σαν ξεστρατισμένος στο Τουρκολίμανο, όλα φωνάζουν απάνω του πως έχασε το δρόμο.

Μια γυναικεία φωνή:

- Έλα! Έλα πια! Τα μωρά απαντέχουν να φάμε!

Τίναξε λίγο το κεφάλι του σαν να γύριζε από το ταξίδι.

- Εμένα λες;

- Εσένα λέω! Νύχτωσε!

- Καλά, έρχουμαι.

Όμως πάλι δε σηκώθηκε. Εκεί, λίγα μέτρα μακριά του, είναι ο σταυρός που βοηθάει τους μαστόρους και το καινούριο σκαρί. Τα παιδιά που τρέχαν από πλώρη σε πρύμη φύγανε, η νύχτα ολοένα κατεβαίνει, δεν ξεχωρίζει πια καλά ο σταυρός, μπερδεύεται στο σκοτάδι. Μα είναι εκεί, αυτός τον ξέρει, τον βλέπει. Έτσι γίνεται πάντα με τα σκαριά που στήνουνται στον ταρσανά. Σιγά σιγά μεγαλώνουν, παίρνουν σχήμα, τα ξύλα γίνουνται αμπάρια. Ύστερα θα μπει ο στόκος, θα μπει η μπογιά, η πίσσα. Κι ύστερα τα ξύλα θα ταξιδέψουνε. Θα τα δείρουν τα κύματα, το μελτέμι και η τραμουντάνα. Τι άραγες είναι να φέρουν τούτα εδώ τα ξύλα - χαρά και πόνο; Ο ερημικός άνθρωπος που φαίνεται σαν να φουντάρισε στο Τουρκολίμανο ξέρει πια πως πλάι στη μοίρα των ανθρώπων είναι η μοίρα των πραγμάτων. Αυτή αποφάσισε την πρώτη φορά και βούλιαξε το καΐκι του. Το αποφάσισε και για δεύτερη φορά. Και για μια ακόμα, για τρίτη. Τρία καΐκια είναι πολλά για μια ζωή. Άλλοι δε βαστούν και πέφτουν στο πρώτο. Τούτος ρήμαξε στο τρίτο. Αποτραβήχτηκε τότες απ’ τη θάλασσα, καταστάλαξε με τη γυναίκα του και τα δυο μωρά του σ’ ένα καλύβι στο Τουρκολίμανο και ζει δουλεύοντας στους μύλους. Αλλά τώρα έχει λίγη δουλειά στους μύλους. Τον πιο πολύ καιρό τον περνά όξω απ’ τον ταρσανά, εκεί που στήνουνται τα καινούργια σκαριά. Τα παρακολουθά μέρα με τη μέρα που μεγαλώνουν, που σχηματίζονται και, όταν πια είναι έτοιμα, που πέφτουν στη θάλασσα. Ένα ένα φεύγουν τα καινούργια καΐκια, άλλα ξύλα που θα γίνουν καΐκια παίρνουν τον τόπο τους, οι μέρες περνούν, τα μαλλιά ασπρίζουν. Όμως δικό του άλλο καΐκι δε φαίνεται πια σίγουρο πως δε θα στηθεί. Τρία καΐκια που του πήρε η τραμουντάνα στο Αιγαίο είναι πολλά για μια ζωή. Έγινε ένας μίζερος άνθρωπος, ένας μονόχνωτος άνθρωπος. Τα παιδιά των ψαράδων που παίζουν στο μουράγιο τον έχουν για μπαμπούλα τους. Τα βλαστημά, δεν τους χαμογελά ποτές, τον πειράζει που τα βλέπει να παίζουν και να χαίρουνται. Ξέρει πως μέσα σ’ όλα τούτα τα παιδιά χτυπά μια ζεστή καρδιά θαλασσινών που αύριο μεθαύριο θα κινήσουν για το πρώτο καΐκι τους, να το κερδίσουν. Όλα θ’ αρχίσουν, όλα εδώ στο Τουρκολίμανο αρχίζουν και ξαναρχίζουν. Μονάχα αυτός τελείωσε. Στο Τουρκολίμανο ζουν ψαράδικα. Σήμερα πήγε καλά η θάλασσα, αύριο δεν πήγε καλά, μα την άλλη θα ξαναπάει. Δε γυρεύουν πολλά στο Τουρκολίμανο κι έτσι  δε χάνουν τίποτα. Αυτός γύρεψε τρεις φορές ανοιχτές θάλασσες όξω απ’ το Σαρωνικό. Πρέπει να πληρώσει.

 

Τους βρήκε στρωμένους στο χαμηλό τραπέζι να τον περιμένουν. Τη γυναίκα του και τα δυο μικρά αγόρια του.

Κάθισε. Άρχισαν να τρώνε την κακαβιά τους. Σωπαίνοντας. Η γυναίκα πρώτη γύρεψε να σπάσει τη σιωπή.

- Το αλάτι μάς τέλειωσε. Θέλουμε αλάτι, είπε.

Εκεινού ο νους, βέβαια, ήταν αλλού. Το αλάτι;… Είπε ωστόσο για το αλάτι:

- Ναι, όπου να ’ναι έρχεται καΐκι απ’ την Ανάβυσσο. Θα φέρει αλάτι.

Και την ίδια στιγμή, ο λόγος ο ειπωμένος για το καΐκι και για το αλάτι, τον φέρνει στο μοναδικό, στον ακατάλυτο κόσμο του:

- Αν πάρει γραίγος… Στην ανάγκη θα βγει απ’ τον κόρφο της Ανάβυσσος με το κουπί…

Τα μάτια του στυλώθηκαν κατά τη μισάνοιχτη πόρτα του καλυβιού σαν να ήταν ακουμπισμένος στο δοιάκι του και να κοίταζε μπροστά το πέλαγο, ψηλά τα άστρα, να μαντέψει τον αέρα.

Η γυναίκα του τρόμαξε:

- Αχ, Βασίλη! Κοίταξε κατά μας! Μην κοιτάς έτσι την πόρτα! Είναι άγρια…

- Πάλι άγρια είναι; έκαμε θυμωμένος αυτός, μη θέλοντας να το παραδεχτεί.

- Μα σου το είπα τόσες φορές. Πάντα, σαν κοιτάζεις όξω, κατά το γιαλό…

Κι ευθύς έπειτα, ικετεύοντας:

- Έλα πια να φύγουμε απ’ το λιμάνι. Η ζωή τώρα είναι ψηλά, στην πολιτεία μέσα, στους μύλους. Έλα να φύγουμε…

- Καλά αράξαμε εδώ, είπε αυτός κι έκοψε την κουβέντα.

Ακούστηκαν βήματα που πλησίαζαν.

- Χμ! Ο ανεπρόκοπος! μουρμούρισε μες στα δόντια του ο άντρας σαν να έβριζε.

- Τι του το λες και το ξαναλές του ανθρώπου; είπε η γυναίκα. Το βλέπεις: δεν πειράζεται! Λοιπόν, γιατί;

Ο «ανεπρόκοπος» που μπήκε ήταν ένας κοντός ανθρωπάκος, ίσαμε πενήντα χρονώ, με λιοκαμένο ψαράδικο μούτρο, ξυπόλητος, και με το ένα χέρι κομμένο απ’ την κλείδωση χαμηλά. Με το άλλο, το γερό χέρι, σήκωνε τα δυο κουπιά της βάρκας του.

Καλησπέρισε, πήγε κι απόθεσε τα κουπιά πλάι, στην άλλη κάμαρα του καλυβιού που τη βαστούσε αυτός.

- Έλα! τον φώναξε η γυναίκα. Μπαρμπα-Σταύρο, έλα!

Πήγε κοντά τους. Έκαμε να καθίσει, μα κοντοστεκόταν σαν να είχε κάτι άλλο να κάμει, κάτι να ήθελε να τους πει.

- Είναι τίποτα; ρώτησε η γυναίκα και τον κοίταξε.

Τον κοίταζαν και τα παιδιά. Γυάλισαν τα μάτια του, λίγο θολά αλλά πολύ ήμερα σαν τα μάτια των παιδιών.

- Κάτι έχω όξω…, λέει. Δεν ξέρω. Να το φυλάξω απόψε μέσα;

- Τι; τι; είπαν τα παιδιά κι ανασηκώθηκαν.

Τον κοίταξε κι ο καπτα-Βασίλης.

- Μπας κι ήβρες τη Γοργόνα; χαμογέλασε πικρά, με κακία.

- Η Γοργόνα δεν είναι για τον πάσα ένα, καπτα-Βασίλη, είπε ο μπαρμπα-Σταύρος. Εγώ μια φορά δε θα την αξιωθώ. Όμως όσο για ένα γλάρο…

- Τι γλάρο;… πετάχτηκαν χαρούμενα τα παιδιά.

- Ε… να… Στον τόπο του Τζανή που χάσαμε…

- Πού είναι τος; Πού είναι τος; αλάλαξαν τα παιδιά.

Βγήκε όξω, τον έλυσε και τον έφερε. Τον απόθεσε χάμου. Ο γλάρος έκαμε μια ταπ τις φτερούγες του να πετάξει. Λίγο σηκώθηκαν τα ποδάρια του απ’ τη γη, μα την ίδια στιγμή ξαναπέσαν πάλι. Ήταν ένα μεγάλο κάτασπρο πουλί, ανίκανο να πετάξει, γιατί του είχαν πάρει τα φτερά, του είχαν μαδήσει τις φτερούγες.

- Πόσο τα πούλησες; ρώτησε αδιάφορα ο καπτα-Βασίλης.

Ο άλλος δεν κατάλαβε.

- Για ποιο λες;

- Για τα φτερά είπα. Εσύ δεν ψαρεύεις με συρτή. Το λοιπόν τι να τα κάνεις; Πόσο τα ’δωσες; Τα μάτια του ψαρά με το κομμένο χέρι τον κοιτάζουν ήσυχα.

- Δε θυμάσαι τον Τζανή; είπε. Πουλούσα εγώ τα φτερά του; Αγόρασα στον τόπο του τούτον εδώ.

- Τον αγόρασες;

Ναι, μια βάρκα πασαλιμανιώτικη τον είχε ψαρέψει. Του πήραν τα φτερά για δόλωμα στη συρτή τους. Λέγαν, ύστερα, να τον αμολήσουν στη στεριά, στο Πασαλιμάνι. Εκεί θα τον πιλάτευαν και θα τον σκότωναν τα μπερμπαντόπαιδα. Τους λέει ο ψαράς με το κομμένο χέρι: «Αφήστε τον σ’ εμένα». «Τον θέλεις εσύ; Α, βέβαια, τον θέλεις για να ’χεις τα φτερά του σαν θα ξαναμεγαλώσουν. Θα μας τον πληρώσεις». «Δε θέλω τα φτερά του, είπε ο μπαρμπα-Σταύρος. Δεν ψαρεύω με συρτή». «Τότες θα τα πουλήσεις σ’ αυτουνούς που ψαρεύουν». «Δεν πουλώ εγώ φτερά! Όρκο παίρνω στο χέρι που μ’ άφησε γερό η κακιά ώρα». «Τότε τι θα τον κάνεις;» «Είχα μια φορά έναν άλλο γλάρο. Τον λέγανε Τζανή». Γέλασαν οι ψαράδες του Πασαλιμανιού. «Λοιπόν, γλάρους ψωμοτάιζες εσύ, μπάρμπα;». «Μου τον σκοτώσαν και τον φάγαν στον καιρό της πείνας, είπε ο μπαρμπα-Σταύρος. Αφήστε να πάρω τούτον. Μην τον τυραννάτε». «Όχι, όχι, είπαν οι ψαράδες που θέλαν κάτι να κερδίσουν κι από τούτη την αναπάντεχη δουλειά. Θα μας δώσεις μια οκά ψάρι για να σου τον δώσουμε». «Μα όλο κι όλο μια οκά είναι αυτό που έπιασα σήμερα!» «Θα μας το δώσεις. Αλλιώς δε γίνεται».

Τους έδωσε την οκά το ψάρι και πήρε το γλάρο με τα μαδημένα φτερά.

Ο γλάρος τριγυρίζει τώρα ανάμεσα στα πόδια των παιδιών, ολοένα κάνει ν’ ανοίξει τις φτερούγες του για να πετάξει, πάλι τις διπλώνει αδύναμες. Πηδά μοναχά, αλαφριά.

Ο καπτα-Βασίλης όλο γκρίνια λέει:

- Σαν δεν έχεις έγνοιες στον κόσμο τούτον τι να κάνεις; Μαζεύεις γλάρους!

- Ε, τι να γίνει! λέει καλοκάγαθα ο μπαρμπα-Σταύρος. Πρέπει κάτι να γίνει και με τους γλάρους που τους κόβουν τα φτερούγια.

- Και γιατί μωρέ να γίνει; Σε τι φελά;

- Ε! λέει ο μπαρμπα-Σταύρος. Έτσι… Εγώ το ’χω σε καλό να ταγίζω ένα γλάρο…

- Καλά σου λέει, συμφώνησε κι η γυναίκα. Θυμήσου τι έγινε σαν έσφαξες τον άλλο γλάρο του μπαρμπα-Σταύρου. Ως κι ο Άγιός μας…

Κόμπιασε κι ανατρίχιασε. Σταυροκοπήθηκε.

- Αϊ-Νικόλα μου… μουρμουρίζει. Πώς το ’καμες τότες και μας έφυγες; Κι από τότες κάθε μέρα πάμε σε χειρότερα…

- Έλα! Έλα τώρα! την αντίσκοψε ο άντρας της. Ποντίκι τον έφαγε τον Άγιο! Αυτό ήταν φανερό!

- Κάμε το σταυρό σου, άνθρωπε! φωνάζει η γυναίκα αγαναχτισμένα. Άγιε μου συγχώρεσέ τον, δεν ξέρει πια τι κάνει από τότες που τραβήχτηκε απ’ τη θάλασσα… Κι αν έφυγες απ’ το φτωχικό μας, όμως στέλνε μας τη χάρη σου…

Ο Αϊ-Νικόλας που «έφυγε» ήταν το πιο ψαράδικο, το πιο θαλασσινό εικόνισμα που έτυχε ποτές σε ναυτικό. Είχε κατεβεί κάποτες στο Τουρκολίμανο κι έμεινε κάμποσες βδομάδες ένας ψηλός νέος άντρας με βαθιά μαύρα μάτια, με δασά φρύδια, μ’ ένα παράξενο πρόσωπο καμωμένο με κοφτές γραμμές από θέληση και πάθος. Σαν έπιανε να βασιλεύει, τα μάτια του από μαύρα γίνουνταν πράσινα. Τριγύριζε στο μουράγιο που ήταν αραγμένες οι ψαρόβαρκες ή μάζευε βότσαλα ή σχεδίαζε σ’ ένα βιβλίο που είχε άσπρες κόλλες: σχεδίαζε καράβια, γοργόνες, νέγρους θερμαστές και ξερονήσια του Αιγαίου. Ανακάτευε τις πιο ανόμοιες φιγούρες πάνω στην ίδια κόλλα, σαν να γύρευε να πιάσει μιαν άλλη αρμονία, κάποια άλλου είδους σχέση στη σύνθεση των μορφών, μιαν αλήθεια νέα. Είχε νοικιάσει ένα καλύβι, εκεί πλάι, ήταν πολύ ήσυχος και μοναχικός. Αγαπούσε τα παιδιά του καπτα-Βασίλη, έπαιζε μαζί τους, και μια μέρα που είχε ανεβεί στην Αθήνα τούς έφερε ένα κουτί καραμέλες. Η μάνα τους τότε για να τον φχαριστήσει του έστειλε μια γλάστρα με γεράνια κόκκινα και το καβούκι από μια μεγάλη καβουρομάνα που της είχε φέρει κάποτε ο μπαρμπα-Σταύρος. Ήταν ένα καβούκι ασπρισμένο απ’ τον καιρό, γυαλιστερό. Ο ξένος άντρας πήρε φέτα ψωμί, το έλιωσε, το έκαμε ζύμη και το έστρωσε στη λεία εσωτερική επιφάνεια της καβουρομάνας. Εκεί απάνω έπειτα ζουγράφισε με δυνατά χρώματα έναν Αϊ-Νικόλα. Και τον έστειλε στο σπίτι του καπτα-Βασίλη. Η γυναίκα το πήρε με μεγάλη χαρά και το κρέμασε ψηλά στην κόχη της γωνιάς, το παράξενο εικόνισμα. Ήταν τον καιρό του μεγάλου πολέμου, στα 1941 που τα σιδερένια πουλιά έρχουνταν τις νύχτες απ’ το εχτρικό βασίλειο και ξερνούσαν φωτιά και θάνατο στις ακρογιαλιές της Ελλάδας. Πολλοί πάθανε, όμως το σπιτικό του καπτα-Βασίλη η συμφορά το άφησε ανέγγιχτο, μ’ όλον που πέρασε πολλές φορές πλάι του. Η γυναίκα ήταν σίγουρη: Σήκωνε τα μάτια της στον Άγιο της καβουρομάνας:

«Αϊ-Νικόλα μου, μεγάλο τ’ όνομά σου. Σ’ ευχαριστώ».

Μα τότες, τον καιρό του πολέμου, ήρθε ο λιμός. Τα ξένα βασιλικά καράβια τριγύριζαν στα πέλαγα που βρέχουν την Ελλάδα και δεν άφηναν κανένα πλεούμενο να φτάξει στα λιμάνια της. Τα φουσάτα του οχτρού είχαν πλημμυρίσει τη γη μας και παίρνανε στανικά τα λίγα γεννήματά της – τον καρπό και τα ζωντανά που έτρεφε. Πείνα φοβερή έπεσε στους Έλληνες. Οι άνθρωποι γύριζαν στους δρόμους, γυμνοί και σκελετωμένοι, τρώγοντας σκουπίδια, ψοφίμια και άγρια χορτάρια. Στο Τουρκολίμανο, όπου το ψάρεμα ήταν αυστηρά απαγορευμένο, οι ψαράδες, αφού φάγανε γάτες και σκυλιά, μη έχοντας τίποτα άλλο σήκωναν άγρια τα μάτια στον ουρανό και βλέπαν τους γλάρους. Λέγανε: «Ας μπορούσα να σε σκοτώσω εσένα! Ας μπορούσα να σε ψαρέψω!» Και γλείφανε τα πανιασμένα χείλια τους, να μην είναι πικρά.

Τον καιρό εκείνο ζούσε στο καλύβι του καπτα-Βασίλη και του μπαρμπα-Σταύρου, ο γλάρος με τα κομμένα φτερά που τον λέγανε «Τζανή». Ο μπαρμπα-Σταύρος που πέθαινε κι αυτός στην πείνα, έδεσε το πουλί του μ’ ένα σπάγκο στην αυλή του καλυβιού και καθόταν, ξαπλωμένος, ώρες πλάι του. Τις νύχτες το ’παιρνε μες στο καλύβι, κοντά του, γιατί φοβόταν μην το κλέψουν.

Μια νύχτα ξύπνησε τρομαγμένος. Απόξω πετροβολούσαν την πόρτα και μια άγρια φωνή ούρλιαζε:

«Δώσε μου να φάω! Δώσε μου να φάω το γλάρο…»

Ξύπνησε κι ο καπτα-Βασίλης κι η γυναίκα του. Στύλωσαν τ’ αυτιά τους κι άκουσαν:

«Δώστε μου να φάω!...» βογκούσε η φωνή της πείνας.

«Είναι η κυρα-Σταματούλα, η καημένη η κυρα-Σταματούλα», είπε η γυναίκα του καπετάνιου.

Η κυρα-Σταματούλα, η έρημη. Λίγες μέρες πριν ο άντρας της είχε πει:

«Δεν μπορώ πια να τα βλέπω» κι έδειξε τα σκελετωμένα παιδιά του που κείτουνταν στο στρώμα ανίκανα να σαλέψουν.

«Πού θα πας;» είπε αυτή.

«Θα γυρίσω, θα γυρίσω…» της αποκρίθηκε και βγήκε σέρνοντας το κουφάρι του.

Τη νύχτα δε γύρισε στο καλύβι τους. Η κυρα-Σταματούλα σκέφτηκε πως κάπου θα τριγυρίζει, στο βουνό του Προφήτη Ηλία, γυρεύοντας να τους φέρει ρίζες. Όμως όχι, δεν τριγύριζε στο βουνό, δεν είχε κουράγιο. Πήγε στο λιμάνι, μπήκε μες στην αραγμένη ψαρόβαρκά του, τη λέγαν «Σαλαμίνα». Φυσούσε μπουνέντες. Τα χρώματα είναι κίτρινα στα βουνά, στη γη, στα κύματα, είναι κίτρινα σαν φυσά μπουνέντες στο Σαρωνικό. Σκαμπανέβαζε η «Σαλαμίνα» πάνου στα κύματα, φύγαν τα χρώματα του μπουνέντε, ήρθε η νύχτα, η «Σαλαμίνα» έπαιζε, κοίμιζε το άθλιο φορτίο της. Το πρωί τον βρήκαν ξερό μες στη βάρκα του και της τον πήγαν τον άντρα της κυρα-Σταματούλας.

Το ίδιο βράδυ η πείνα πήρε και το ένα απ’ τα δυο μωρά της. Τότες, σαν τους έθαψε και τους δυο – τον άντρα και το παιδί στον ίδιο λάκκο με τα χέρια της – έσκισε με τα νύχια τα μάγουλά της, ξεγυμνώθηκε κι άρχισε να χορεύει πάνου στον τάφο τραβώντας τα μαλλιά της. Το δεύτερο μωρό της το ’θαψαν οι γειτόνοι οι ψαράδες σε λίγες μέρες, σαν το πήρε κι αυτό η πείνα. Αυτή καν δεν το κατάλαβε πως της έφυγε.

«Η κυρα-Σταματούλα είναι, είπε η γυναίκα του καπτα-Βασίλη, και πετροβολά. Μάτιασε το γλάρο σου, μπαρμπα-Σταύρο.»

Ο καπτα-Βασίλης γύρισε και είδε με άγριο μάτι το πουλί.

«Αυτό έλειψε τώρα να το πάρει η μουρλή!» είπε.

Και γυρίζοντας στο μπαρμπα-Σταύρο:

«Άφησε να το σκοτώσω, είπε. Δε βαστούμε άλλο».

«Όχι! Όχι! φώναξε ο μπαρμπα-Σταύρος. Τι θα μας κάνει ένα πουλί τόσα στόματα; Αύριο θα πεινάμε το ίδιο. Όχι!»

Μα τρεις μέρες ύστερα το μικρό αγόρι του καπτα-Βασίλη απόκαμε κι έπεσε. Ανοιγόκλεινε το στόμα του σαν καστροπούλι που ξεψυχά.

«Κοίταξέ το», είπε ο καπτα-Βασίλης στον κουλό ψαρά.

Αυτός είπε πάλι:

«Όχι, δεν το βαστώ να το σκοτώσω». Κι έφυγε.

Γύρισε αργά το βράδυ, ο κουλός ψαράς, στο καλύβι τους. Είδε τα φτερά του γλάρου να παίζουν με τον αγέρα στην αυλή. Κατάλαβε πως εδώ και λίγη ώρα θα τον σκότωσαν και θα τον μαδήσαν.

«Κι εγώ δεν το ήθελα, μπαρμπα-Σταύρο, είπε η γυναίκα του καπτα-Βασίλη, κλαίγοντας απ’ την πείνα. Όμως κοίταξέ το κι έδειξε το παιδί της.

Την ίδια εκείνη νύχτα έγινε το ανεξήγητο θάμα. Όταν η καπετάνισσα ξύπνησε το πρωί, την ώρα που όλοι οι άλλοι κοιμόνταν, πήγε κατά πως το συνήθιζε να κάνει μονάχη της στο εικονοστάσι την προσευχή της, για να τους λυπηθεί ο Θεός. Τότες, τρομαγμένη, είδε: ο Αϊ-Νικόλας της καβουρομάνας είχε χαθεί! Η καβουρομάνα έστεκε εκεί στην κόχη, κάτασπρη, χωρίς τα χρώματα της εικόνας, χωρίς κανένα αχνάρι απ’ τις φιγούρες που είχε ζουγραφίσει πάνου στο όστρακο ο ξένος με τα μαύρα μάτια.

Ξύπνησε τον άντρα της αναστατωμένη.

«Δες! Δες! είπε. Ο Άγιός μας έφυγε!»

«Τι λες; έκανε αυτός μουτρωμένος. Φεύγουν οι Άγιοι;»

«Δες το, λοιπόν, που έφυγε! Τι να του κάναμε άραγες για να μας αφήσει;»

Ξύπνησαν όλοι στο καλύβι, κατέβασαν την καβουρομάνα και κοίταζαν, απορώντας, το θάμα, ενώ μυστικός φόβος έδερνε την καρδιά τους.

«Αυτό είναι, έδωσε τέλος τη γνώμη του ο κουλός ψαράς. Είναι για την αμαρτία που γίνηκε χτες. Δεν έπρεπε να σκοτώσετε το γλάρο!»

Η γυναίκα άρχισε να τραβά τα μαλλιά της και να λέει απελπισμένη:

«Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνουμε, Αϊ-Νικόλα μου; Ποιος το ήθελε να δίνει στα μωρά τους σκοτωμένους γλάρους; Όμως εσύ το ξέρεις. Τι να κάνουμε;»

Μα ο καπτα-Βασίλης, αυτός που το είχε αποφασίσει μονάχος και τον σκότωσε με το χέρι του το γλάρο, καταλάβαινε πως είχε ανάγκη, για να μην τον πλημμυρίσει κι αυτόν ο φόβος, να βρει μιαν άλλη εξήγηση.

«Σωπάστε! είπε. Εδώ είναι σαν κάποιος να την έξυσε την καβουρομάνα! Σαν να την έγλυψε».

Και αργότερα είπε:

«Μπορεί να ’ταν κανένα ποντίκι. Ποιος ξέρει».

Τώρα πια η εποχή της πείνας είναι πίσω. Τώρα, απόψε, ο καινούργιος γλάρος τριγυρίζει ανάμεσα στα ποδάρια των παιδιών που τον τραβούν από δω κι από κει.

- Τα θα τον βγάλουμε τούτον, μπαρμπα-Σταύρο;

- Εσείς τι λέτε; ρώτησε και τα κοίταζε.

Αυτά είπαν το καθένα το δικό τους. Μα ο μπαρμπα-Σταύρος:

-      Όχι, είπε. Να τον βγάλουμε Τζανή. Στον τόπο του Τζανή που χάσαμε.

 

Ο μπαρμπα-Σταύρος καλιέρνει κοντά στην ακρογιαλιά, εκεί που ξέρει πως είναι το θαλάμι του χταποδιού. Το γερό του χέρι, το δεξί, κουμαντέρνει με σιγουριά το καμάκι. Το χτυπημένο χταπόδι αμολά τα πλοκάμια του και τα τυλίγει στο καμάκι με λύσσα. Στον πάτο το νερό θόλωσε. Ένας σπάρος βλέπει τη φασαρία, φεύγει βιαστικά. Απάνου, στον αφρό, φύσηξε μια σπηλιάδα, πέρασε.

Στην κουπαστή το καμακιασμένο χταπόδι σπαράζει.

Ο μπαρμπα-Σταύρος τυλίγει τσιγάρο και κάθεται να ξεκουραστεί. Ήσυχα που είναι γύρω, τώρα που φύσηξε μια ιδέα αγέρι και πάλι έπεσε· που ένα χταπόδι καμακιασμένο με σιγουριά σαλεύει στην κουπαστή. Ήσυχα που είναι όλα μέσα του, όπου το αγέρι φυσά όσο πάει λιγοστεύει… Είναι πολλά, πάρα πολλά τα χρόνια που πέρασαν. Σαν του πήρε το τορπίλι το χέρι, η μάνα του, που ζούσε ακόμα, του είπε:

«Άιντε πια. Για σένα η θάλασσα τέλειωσε. Κρίμας!»

Ήταν αμούστακο παλικαράκι ακόμα. Ό,τι άρχιζε τη ζωή της θάλασσας, αυτή που κάναν ο πατέρας του, οι παππούδες του.

«Όχι, μάνα, είπε. Δεν το μπορώ. Θα μείνω στη θάλασσα. Θα τα καταφέρω και με το ’να χέρι.»

Έμεινε. Το χέρι του το κόψαν εκεί στην κλείδωση. Δυσκολεύτηκε ίσαμε που να το κάνει να τον βοηθά. Ακουμπούσε το κουπί στο στήθος, το κλείδωνε ύστερα με το κομμένο χέρι, κι έτσι το δούλευε. Τυραγνίστηκε, μα με τον καιρό δεν άφησε το παραγάδι του, δεν άφησε το καμάκι του. Έτσι, δε χάλασε τη ζωή του. Γιατί τότες που ξεκινούσε γερός και με τα δυο του χέρια, δεν είχε φούμαρα, παλαβάδες. Ερχόταν από γενιά ψαράδες, ψαράς ήθελε να τη δουλέψει τη θάλασσα. Κι εδωνά γύρω, στους κάβους της πατρίδας του, στ’ αντικρινά νησιά, στην Αίγινα, στον Πόρο, στις Φλεβοπούλες, το πολύ ίσαμε την Ύδρα. Όχι φούμαρα για μεγάλα καΐκια, για μακρινές θάλασσες. Κι έτσι έμεινε: ψαράς. Βέβαια, την ψαροπούλα που λογάριαζε δεν την απόταξε. Ποτές δεν το μπόρεσε, μάλιστα σακάτης όπως ήταν. Μήτε άλλη προκοπή έκαμε. Ν’ αναστήσει σπίτι και παιδιά, μήτε αυτό δεν το μπόρεσε. Κι όμως! Τι ήσυχα που είναι εδώ στην πλώρη της βάρκας που το καμακιασμένο χταπόδι ακόμα σαλαγά, τώρα που η σπηλιάδα πέρασε πάλι σα σαγίτα πάνου στο νερό… Ήσυχα που είναι, τώρα που όσο πάει η ζωή ολοένα λιγοστεύει, αφού όλα γίνανε μες στο νερό, έτσι που το φώναζε το αίμα του, αφού όλα γίνανε μες στα σύνορα που είναι για τους ψαράδες, όχι όξω απ’ τα σύνορα.

 

- Έλα, Τζανή! Έλα! Έχεις ψάρι!

Ο γλάρος έχει μάθει τ’ όνομά του. Βλέπει το ψάρι που βαστά στο χέρι ο μπαρμπα-Σταύρος, τρέχει να το πάρει. Κάνει ν’ ανοίξει τις φτερούγες του, λίγο μονάχα σηκώνεται απ’ τη γη, πάλι τα ποδάρια του την αγγίζουν. Όμως και τώρα που είναι αναγκασμένος να πατά όλο στη γη, το καταλαβαίνει πως η ζωή του πέρασε στον αγέρα: Το κορμί του δεν πέφτει με βάρος στα ποδάρια του, θαρρείς πως είναι ανάλαφρο, η δύναμη που το τραβά για τα ψηλά του δίνει αυτή την κίνηση προς τα πάνου, την ανώφελη πια.

- Έλα, Τζανή!

Ο Τζανής τρώει το ψάρι και κοιτάζει με τα ψιλά μάτια του, τα τριγυρισμένα από κίτρινο κύκλο, τον ψαρά. Ο μικρός γιος του καπτα-Βασίλη λέει:

- Ξέρεις, μπαρμπα-Σταύρο: Ο Τζανής θα γίνει γάτος!

- Τι πα να πει αυτό; απορεί ο ψαράς.

- Ο Τζανής έφαγε σήμερα ένα ποντίκι! Θα γίνει σαν τους γάτους!

- Έφαγε ποντίκι; Δε γίνεται, Πετρή!

- Μα αφού έγινε, μπαρμπα-Σταύρο! Τον είδα που έτρωγε ποντίκι σαν το γάτο μας!

Τότε ο μπαρμπα-Σταύρος καταλαβαίνει να του έρχεται πολλή λύπη για το γλάρο του. Τούτος ο λόγος του μωρού τού δίνει πιο πολύ από κάθε άλλο να αιστανθεί τη μοίρα του σκλαβωμένου πουλιού του. Τώρα μάλιστα που τα συλλογίζεται ένα ένα, που τα βάζει κοντά, βλέπει πως αληθινά ο γλάρος πάει να γίνει σαν γάτος. Έμαθε να τρυπώνει κάτου απ’ τα παπλώματα, απ’ τα σκαμνιά, και να κοιμάται εκεί τη νύχτα· έμαθε να στέκεται να τον χαϊδεύουν· τώρα, λέει, έμαθε να τρώει και ποντίκια. Πάλι καλά που έχει ακόμα και κάτι άλλες ώρες: τις ώρες που τα παιδιά, παίζοντας κρυφτοπόλεμο πάνου στο καινούργιο σκαρί του ταρσανά, τον αφήνουν ήσυχο. Ανεβαίνει τότες πάνου στο φράχτη, που είναι γύρω στο καλύβι, τρία μέτρα πιο κει είναι η θάλασσα. Βλέπει τους συντρόφους του τους γλάρους που σκίζουν τον αγέρα να χύνουνται, να βουτούν το ψάρι απ’ τον αφρό και πάλι να ψηλώνουν. Στην αρχή έβγαζε, σαν τους έβλεπε, μια δυνατή κραξιά· μα ποτές, κανένας γλάρος δεν τον άκουσε δεν ήρθε κοντά του. Κι αυτός σταμάτησε να φωνάζει, μπορεί και να ξεσυνήθισε. «Γιατί άραγες δεν τον κοντεύουν οι άλλοι γλάροι;» αναρωτήθηκε τότες ο μπαρμπα-Σταύρος που μελετούσε όλα όσα γίνουνταν στο πουλί του. «Δε θέλουν να τον ξέρουν φαίνεται, συλλογίστηκε, επειδής κόλλησε στο χώμα. Και τι φταίει ο Τζανής γι’ αυτό; Βέβαια τι φταίει; Ό,τι του περνά ακόμα για να μην ξεχνά πως είναι γλάρος το κάνει. Δεν είχε χιμήξει μια μέρα στη θάλασσα; Πάλεψε με το λίγο κύμα, κολύμπησε απελπισμένα όσο μπόρεσε, ώσπου απόκαμε. Θα ’μενε εκεί, στη μέση του λιμανιού, ανίκανος να πετάξει και να παλέψει, και θα πνιγόταν αν μια περαστική ψαρόβαρκα δεν τον συμμάζευε. Όμως ο καιρός περνά και να ζεις όλο στη γη…

- Δεν τον είδες κι εσύ, μάνα; λέει το βράδυ ο μικρός γιος του καπτα-Βασίλη, όταν στο καλύβι είναι μαζεμένη όλη η φαμίλια κι ο μπαρμπα-Σταύρος μαζί τους.

- Τι; λέει η καπετάνισσα.

- Ο Τζανής δεν το κυνήγησε σήμερα και δεν το ’φαγε το ποντίκι; Ο μπαρμπα-Σταύρος δεν το πιστεύει!

- Αλήθεια! Αλήθεια! λέει η γυναίκα. Σαν γατί, μπαρμπα-Σταύρο!

Ο γερο-ψαράς απλώνει το χέρι του, πιάνει το γλάρο που σταλιάζει πλάι του, τον βάζει ανάμεσα στα ποδάρια του και κοιτάζει τις φτερούγες του. Τις ψάχνει.

- Μεγαλώνουν, λέει. Το καλό είναι που μεγαλώνουν γλήγορα…

- Για τις φτερούγες λες;

- Ναι.

- Κι ύστερα τι; λέει ο καπτα-Βασίλης που ίσαμε τότε άκουγε αμίλητος.

- Ύστερα … να… θα φύγει.

- Ασ’ τα πια αυτά, βρε ανεπρόκοπε, με τους γλάρους! φωνάζει ο καπετάνιος θυμωμένα. Να σου τον τώρα που μας κάνει τον πονόψυχο για το γλάρο! Ασ’ τον να μάθει να κάνει παρέα με τις γάτες!

- Και τι σε πείραξα εγώ με το πουλί μου; λέει ο κουλός ψαράς. Τι σε πειράζει που θα τ’ αφήσω να φύγει…

- Τι με πειράζει;… Τίποτα, βρε! Μα τώρα να κάθεσαι να γνοιάζεσαι που ο γλάρος θα συνηθίσει στη στεριά! Τι ψυχή, βρε, έχει ένας γλάρος, τι στιγμή που κι οι ανθρώποι…

- Ελάτε τώρα! μπήκε στη μέση η καπετάνισσα να τους μερώσει. Καΐκι να ’χατε να μοιράσετε δε θα κάνατε έτσι!

Τους έδωσε και ήπιαν καβουρντισμένο ρεβίθι. Πέρασε κάμποση ώρα. Ο αγέρας μες στο καλύβι μυρίζει ψαρίλα, ξεροχτάποδο. Η λάμπα κάνει μεγάλες σκιές στους τοίχους. Μια απόχη ακουμπισμένη στη γωνιά βαστά ακόμα μέσα της ένα πράσινο φύκι. Ξεράθηκε το φύκι, μοιάζει πια σαν στεριανό πράμα, σαν σκουλήκι.

- Έλα, μπαρμπα-Σταύρο, λένε τα παιδιά του καπετάνιου. Πες μας πάλι…

Τον τραβούν απ’ το μανίκι, του χαϊδεύουν το κουλό του χέρι.

- Πες μας για το θεριό της θάλασσας…

Ο γερο-ψαράς που το ζερβί του χέρι του το πήρε το τορπίλι, τους λέει τότες για το θεριό της θάλασσας. Ανακατεύουνται και μπερδεύουν παραμύθια που τ’ άκουσε όταν ήταν παιδί, ιστορίες που τις άκουσε σαν μεγάλωνε από θαλασσινούς που οργώναν τα μεγάλα πέλαγα, μνήμες κληρονομημένες μες στο αίμα του από γενιές θαλασσινούς πατεράδες και παππούδες. Ψηλά στο Αιγαίο, όξω απ’ τα νερά της Λήμνος, εκεί που βγάζει το μπουγάζι του Τσανάκαλε, εκεί είναι το λημέρι τους. Ζουν κοπάδια κοπάδια οι σκύλοι, τα θεριά της θάλασσας. Είναι μεγάλα, ίσαμε τρία μπόγια τ’ ανθρώπου, τα μάτια τους είναι σαν του βοδιού και το κορμί τους είναι σαν καπλαντισμένο με σίδερο – τόσο σκληρά είναι τα λέπια τους. Δε βγαίνουν στον αφρό, γιατί έτσι που είναι βαριά τριγυρνάνε μονάχα στο βυθό, στο βούρκο. Κάθουνται εκεί και παραμονεύουν μ’ ανοιχτό το τεράστιο στόμα τους. Ψάρια κάθε λογής, κυνηγημένα από άλλα μεγαλύτερα τους, τρέχουν να φύγουν και να γλιτώσουν. Μες στη σαστιμάδα τους δε βλέπουν, πέφτουν στ’ ανοιγμένο στόμα του θεριού. Πέφτουν μέσα και τ’ άλλα που τα κυνηγάνε. Μια φορά το χρόνο, μια χειμωνιάτικη νύχτα, στη χάση του φεγγαριού, βγαίνει στον αφρό το πιο μεγάλο απ’ όλα τα θεριά. Παγωμένος φυσά ο αγέρας και τ’ άστρα που λάμπουν σαν να πάγωσαν. Ο σκύλος, το θεριό, κάθεται στον αφρό και παραμονεύει, θέλοντας ν’ απαντήσει την κυρά μας, τη Γοργόνα. Θαρρεί πως θα την καταφέρει να την κάμει γυναίκα του και να την πάρει στο βούρκο μαζί του. Μα όσο, όσο και να την απαντέχει, η κυρα-Γοργόνα δε θα τον παντρευτεί. Γιατί αυτηνής η μοίρα δεν είναι στον πάτο, στις λάσπες. Αυτή πρέπει να ταξιδεύει ολοχρονίς στα κύματα και να ρωτά τους γεμιτζήδες μπας και μάθαν τίποτα για τον αδερφό της το Μεγαλέξαντρο.

- Μα πόσο θα γυρίζει η κυρα-Γοργόνα; λέει το μεγάλο αγόρι του καπτα-Βασίλη.

Ο μπαρμπα-Σταύρος δεν το είχε σκεφτεί. Έτσι το έμαθε, σαν ήταν μικρός, απ’ το γονιό του, έτσι το λέει σε τούτα τα ξένα παιδιά που τον ακούνε, έτσι θα το λένε αυτά σαν μεγαλώσουν στα παιδιά τους. Ναι, φαίνεται έτσι θα ’ναι: η Γοργόνα πάντα θα ταξιδεύει, πάντα θα ’χει να γυρεύει το χαμένο αδερφό της, κι εκείνος καταπώς φαίνεται θα βασιλεύει πάντα κάπου σ’ ένα βασίλειο μακρινό.

- Ναι, θα γυρίζει, όλο θα γυρίζει, γιε μου…, λέει ο μπαρμπα-Σταύρος. Μια φορά κι ήρθε στη θάλασσά μας η κυρα-Γοργόνα δεν μπορεί πια να φύγει…

Το λέει έτσι απλά, με τον απλό τρόπο που ζει στο στόμα του λαού η σοφία και το ένστιχτο.

- Κι είναι όμορφη, μπαρμπα-Σταύρο, η κυρα-Γοργόνα;

- Ου! Είναι όμορφη κι άγρια περισσά! Τα μαλλιά της είναι σαν τα φίδια, τα χέρια της είναι σαν τον μπρούντζο και στις πλάτες έχει χρυσά φτερούγια.

Όπου, μην μπορώντας πια να βαστάξει άλλο, ο καπτα-Βασίλης που από ώρα σώπαινε, πετάγεται με κακία:

- Βρε ανεπρόκοπε, πού είδες εσύ, βρε, τη Γοργόνα για να θέλεις κιόλας να μας τη ζουγραφίσεις; Πότε ξέφυγες εσύ από τούτα τα λιμνονέρια;

- Δεν την είδα, καπτα-Βασίλη, λέει ήμερα, λίγο πικραμένα ο μπαρμπα-Σταύρος. Όμως κι αν δεν τη είδα την ξέρω. Την έχω δω – κι έδειξε την καρδιά του. Την πήρα απ’ το γονιό μου, απ’ τον πάππο μου..

Στάθηκε λίγο, κι έπειτα:

- Εσύ, καπτα-Βασίλη, που ταξίδεψες όξω απ’ το μπουγάζι μας, την είδες;

- Δεν την είδα! λέει γινατωμένος ο άλλος. Τι να δω; Δεν έχει γοργόνες η θάλασσα! Δεν έχει τίποτα! Σκύλα είναι η ίδια!

Στάζει το φαρμάκι απ’ το στόμα του. Είναι φανερό πόσο το θέλει να το πιστέψει κι ο ίδιος πως μάγια είναι όλα αυτά, πως η θάλασσα που τον βασάνισε είναι νερό και τίποτα άλλο.

- Δεν έχει γοργόνες! Δεν έχει τίποτα! Τίποτα!

- Βασίλη! φωνάζει σιγανά η γυναίκα του τρομαγμένη και σταυροκοπιέται. Μη λες κακό για τη θάλασσα.

Και γυρίζοντας στον μπαρμπα-Σταύρο:

- Μην τον ακούς, λέει. Πικράθηκε πολύ, γι’ αυτό.

Ο μπαρμπα-Σταύρος είναι σίγουρος πως όχι, δεν είναι αυτό που λέει η γυναίκα. Όχι, ο καπτα-Βασίλης φαίνεται πως δεν ήταν παιδί της θάλασσας. Όσο και να σε βασανίσει, όσο και να χαροπαλέψεις στη δούλεψή της δεν την παρατάς άμα την έχεις μέσα σου. Δεν την αφήνεις, ακόμα κι αν σου πάρει το ένα χέρι, ακόμα κι αν σου πάρει τρία καΐκια…

- Έγινες πια σκέτος μυλωνάς, λέει ο μπαρμπα-Σταύρος και είναι λυπημένος για το φίλο του. Την έχασες τη θάλασσα.

 

Το τρεχαντήρι είναι πια έτοιμο στον ταρσανά. Πριν μπούνε οι λαδομπογιές, βαμμένο όλο το σκαρί με το μίνιο φάνταζε χτυπητά στο μουράγιο, μοναχικό και ασυντρόφιαστο. Τώρα, με το κίτρινο, το πράσινο και το γαλάζιο δέθηκε αρμονικά με τα χρώματα που ζουν στο Τουρκολίμανο. Πότε πότε οι ψαράδες κρεμάνε γύρω γύρω στο καΐκι τα δίχτυα τους απλωμένα να στεγνώσουν. Τότε το καΐκι είναι σαν άλογο στολισμένο με φλάμουρα. Απ’ το πλωρίσιο κοράκι του οι μαστόροι κατεβάσαν πια τον ξυλένιο σταυρό. Αντίς γι’ αυτό κάρφωσαν στο πρυμνήσιο ποδόσταμο ασημένια νομίσματα στο σχήμα του σταυρού, να φυλάγει ο σταυρός το τρεχαντήρι σ’ όλη του τη ζωή. Με κόκκινη μπογιά γράψανε και τ’ όνομά του. Το λένε:

« Ο ΑΓΙΟΣ ΚΗΡΥΚΟΣ»

Σήμερα, αύριο θα το ρίξουν στη θάλασσα.

Ο καπτα-Βασίλης, όσο έρχεται η μέρα που το καινούργιο τρεχαντήρι θα πέσει στο νερό τόσο γίνεται πιο αμίλητος και πιο στυφός. Μόλις γυρίσει απ’ τη δουλειά του στο μύλο, πάει και κάθεται κατάγιαλα, πλάι στον «Άγιο Κήρυκο». Όσο είναι ακόμα μέρα κάνει πως βλέπει αλλού – στις αραγμένες βάρκες, στις ψαροπούλες που φεύγουν να ρίξουν τα δίχτυα τους στα πράσινα φύκια που βγάζει ο γιαλός, στα σουπιοκόκαλα. Πίσω, στο τρεχαντήρι, ακούει τη ζωή που άρχισε κιόλας να γεννά το ξύλο. Όταν το ξύλο ζούσε στα ρουμανικά δάση είχε μια ιστορία που ήταν δική του, καταμόναχα: έπινε νερό, έβγαζε φύλλα, έριχνε φύλλα. Ύστερα, σαν το κόψαν οι άνθρωποι, άρχισαν πια αυτοί να ορίζουν τη μοίρα του: το ταξίδεψαν στο Δούναβη, στη Μαύρη Θάλασσα, στο Αιγαίο, και το φέραν στο Τουρκολίμανο. Όμως τώρα που τα μαδέρια μπλέχτηκαν το ένα στο άλλο και γινήκανε σκαρί, η τάξη αναποδογύρισε: τώρα αρχίζουν τα ξύλα να μπαίνουν στη ζωή των ανθρώπων.

Μια κοπέλα με κόκκινο φουστάνι λέει σε μιαν άλλη κοπέλα πλάι στο τρεχαντήρι:

- Ίσαμε τώρα δεν ήθελε να τ’ ακούσει. Τι λογής θα σε ζήσω, μου ’λεγε, αν σε παντρευτώ; Όμως τώρα τον πήρε με το τσούρμο του ο καπτα-Μάρκος. Θα φύγει με το τρεχαντήρι. Τη μέρα που θα το ρίξουν στο γιαλό το τρεχαντήρι θα παντρευτούμε. Να ’ναι καλά το τρεχαντήρι.

- Εμένα, λέει η δεύτερη γυναίκα, ο άντρας μου είχανε συμφωνήσει με τον καπτα-Μάρκο. Θα τον έπαιρνε στο τσούρμο. Γι’ αυτό παράτησε το Κουλουριώτικο ψαράδικο που δούλευε, θέλοντας να μπαρκάρει με το τρεχαντήρι. Όμως, ψες, πα στο πιοτό, μαλώσανε με τον καπετάνιο του. Λέγανε για την αρματωσιά του καϊκιού κι ο δικός μου δεν του άρεσε, είπε λόγο που πρόσβαλε τον καπετάνιο του. Κι αυτός, τότε, ο καπτα-Μάρκος, είπε στο δικό μου: «Στόματα σαν και σένα δε μου κάνουν. Δε σε παίρνω στο τρεχαντήρι». Γι’ αυτό το τρεχαντήρι θα φύγει χωρίς τον άντρα μου. Πολλή λύπηση μας έφερε το τρεχαντήρι.

Η καπετάνισσα του καπτα-Μάρκου που έρχεται σε λίγο στο μουράγιο να δει το καΐκι τους, φορά καινούργιο χρωματιστό φουστάνι και τα μαλλιά της που είναι κατάμαυρα γυαλίζουν πολύ. Είναι νιόπαντρη. Με το μελτέμι η θάλασσα στο Τουρκολίμανο δεν είναι γαλάζια, είναι πράσινη. Έχει πολλά φύκια πράσινα στο βυθό. Τα πράσινα μάτια της καπετάνισσας παίρνουν φως απ’ τα πράσινα φύκια.

- Με το καλό για πότε, κυρά; την τριγυρίζουν οι γυναίκες των ψαράδων.

- Αν θέλει ο Αϊ-Νικόλας, ο καπετάνιος μου λέει την Κεριακή.

- Το καλό το σκαρί! Να σας ζήσει, κυρά! Τι αρματωσιά, τι λαδομπογιές, τι γοργόνα στο δοιάκι του!...

- Να ’στε καλά, γειτόνισσες. Ο Αϊ-Νικόλας να μας το φυλάει.

- Να ’ναι καλότυχο, κυρά! Είναι καλότυχο, κυρά! Για πότε λογαριάζεις να λυτρωθείς, να κάνεις το γιο στον καπετάνιο σου;

- Είναι απ’ τον καιρό που βάλαμε τη λαδομπογιά. Σ’ έξη μήνες, λέει η καπετάνισσα και κοκκινίζει λίγο.

 

Ο καπτα-Βασίλης κάθεται εκεί κοντά στο καΐκι, κάνει πως σεργιανά τις ψαρόβαρκες που σαλπέρνουν και περιμένει να ’ρθει η νύχτα, να μείνει το καΐκι μονάχο. Τότε, σαν μείνει μονάχο με τ’ άστρα, ο καπτα-Βασίλης έρχεται κοντά του, ακουμπά σκληρά τα χέρια του πάνω του σαν να δοκιμάζει πόσο γερό είναι το μαδέρι, πόσο πυκνό στρώμα είναι η πίσσα, η λαδομπογιά. Μουρμουρίζει μες στα δόντια λόγια που δεν τ’ ακούει κανένας. Σαν να μιλά στο ξύλο. Καλό του λέει; Κακό; Τα μάτια του κοντά στο ξύλο που θα πρωτοταξιδέψει γυαλίζουν άγρια.

Η κυρα-Καλή, η γυναίκα του, τον παραμονεύει μια νύχτα, τον βλέπει να παραλογά με το στημένο καΐκι, εκεί κατά την πλώρη του. Πάει αυτή απ’ την πρύμη, περπατώντας στα νύχια της, φέρνει βόλτα τον «Άγιο Κήρυκο» κι έρχεται σιμά στον άντρα της.

Τον ακούει που μουρμουρίζει:

- Ας είσαι και γερό! Θα χαθείς! Κι εσύ θα χαθείς! Γι’ αυτό έγινες. Σαν τα δικά μου τα καΐκια…

Η κυρα-Καλή περπατά στα βότσαλα, ο καπετάνιος ακούει το λίγο θόρυβο.

- Ποιος είναι; λέει αγριεμένος, σαν να τον πιάσαν σε ώρα κακή.

Η κυρα-Καλή:

- Έλα, καπετάνιο μου. Έλα, Βασίλη, του λέει.

Είναι πολύ καιρός τώρα που ανάμεσά τους έχει μπει η αμέτρητη λύπη, τα ρημάδια απ’ τα τρία καΐκια που ξέβρασε το κύμα. Αυτός έγινε μίζερος και μονόχνωτος και άδικος. Μα εκείνη είναι απ’ τις γυναίκες του νησιού της, τις Αιγαιοπελαγίτισσες, που έχουν μάθει από μάνα σε μάνα να υποφέρουν, να υπομένουν στις πίκρες της θάλασσας και ν’ αγαπούν. Είναι καλή, είναι γεμάτη συμπόνεση. Μα δε φαίνεται. Γιατί δεν κάνει να φαίνεται τέτοιο αίσθημα: Ένας καπετάνιος, ένας άντρας δε θα μπορούσε να το βαστάξει από μια γυναίκα.

- Έλα, καπετάνιο, η ώρα πέρασε. Έλα.

Πόσο μπορεί να είναι δύναμη ακαταμάχητη ένας λόγος απλός, ειπωμένος σε τόνο χαμηλό κάτου απ’ τ’ άστρα, πλάι σ’ ένα καΐκι που θα πρωτοταξιδέψει.

- Έρχουμαι, είπε ο άντρας υπάκουα.

Ο κουλός ψαράς είχε κιόλα γυρίσει στο καλύβι. Καθόταν με τα παιδιά του καπετάνιου και καταπώς φαίνεται τους έλεγε κάτι πολύ χαρούμενο. Σ’ ολονών τα μάτια έλαμπε η χαρά.

- Καλώς τον καπτα-Βασίλη, χαιρέτησε τον καπετάνιο που έμπαινε.

- Καλησπέρα, λέει αυτός βαριά και κάθεται.

Ο κουλός ψαράς κοιτάζει επίμονα τον καπετάνιο με το συννεφιασμένο μούτρο. Σιγά σιγά αισθάνεται να έρχεται, ολοένα, να τον αναταράζει άγρια: Είναι η δύναμη της ευτυχίας που θέλει να ξεσπάσει βίαια κα εκδικητικά, για να δικαιώσει αυτόν που στάθηκε πάντα αδύναμος άνθρωπος, αντίκρυ στον άλλον που επειδή στάθηκε δυνατός η ευτυχία ξέφυγε και πάντα απ’ τα χέρια του.

- Εδώ λέμε με τα παιδιά για τ’ αυριανά μας, λέει ο κουλός ψαράς και κοιτάζει κατάματα τον καπετάνιο. Για τη χαρά που θα ’χει αύριο το λιμάνι… Στάθηκε λίγο. Κι έπειτα:

- Κι εμείς εδώ… Κι εγώ… πρόσθεσε.

Λίγη σιωπή έγινε. Πάλι ο ψαράς:

- Ποια χαρά, βρε; Τι τσαμπουνάς αυτού; σήκωσε αργά το κεφάλι του και τον κοίταξε ο καπετάνιος.

- Αύριο δεν είναι να ρίξουν στο γιαλό το καινούργιο καΐκι;

- Ε, και; Τι πάρε δώσε έχεις εσύ με το καΐκι;

- Εγώ με το καΐκι; Τίποτα! Όμως κοίταξέ τον!

Έδειξε πλάι σε μια κασόνα που βάζαν τα ψάρια. Είχε σταλιάξει εκεί που καθόταν ακούνητος ο γλάρος του.

- Ε, και; είπε πάλι ο καπετάνιος σαν να μούγκριζε.

- Σήμερα τον είδα που πέταξε ίσαμε το σαντάρδο, τόσο ψήλος! είπε θαμάζοντας. Τα φτερά του μεγάλωσαν πια. Το λοιπόν ταχιά…

Ναι. Λοιπόν ταχιά, λέει, αύριο θα τον ταξιδέψει. Θα τον πάρει με τη βάρκα του και θα τον πάει ίσαμε το νησί του Κουμουντούρου, στην πίσω μεριά. Και κει θα τον αμολήσει. «Άει στο καλό, Τζανή. Άει στο καλό κι εσύ»… Ναι, αυτό θα γίνει αύριο, μαζί με το καινούργιο καΐκι που θα πέσει στο γιαλό, μέρα σημαδιακή.

- Θα μας πάρει κι εμάς με τη βάρκα! φωνάζουν τα παιδιά χαρούμενα. Θα πάμε κι εμείς να τον μπαρκάρουμε τον Τζανή!

Ο καπετάνιος ακούει. Βλέπει κατάματα τον ψαρά, σκαλίζει τη χαρά που λάμπει στα μάτια του, ύστερα βλέπει τα παιδιά του, ύστερα τη γυναίκα του που στέκεται σωπαίνοντας σαν Μοίρα, ύστερα το πουλί, το γλάρο. Α, λοιπόν θα γίνει κι αυτό αύριο… Αύριο, λοιπόν, όλοι στο Τουρκολίμανο θα ’χουν χαρά και θα ξεπροβοδίζουν!...

Ο δαίμονας ταράζει μέσα του τα ένστιχτα, γεμίζει φωτιά τα μάτια του. Α, καλά, μουρμουρίζει μες στα δόντια.

Σωπαίνει, μην προδώσει τη σκοτεινή σκέψη που έδωσε τη φωτιά στα μάτια του.

Ακόμα δεν έχει φέξει. Ο καπτα-Βασίλης ανοίγει την πόρτα του καλυβιού. Βγαίνει στη στεριά, με προφύλαξη, σαν να μη θέλει να τον μυριστούν πως φεύγει.

Στην ακρογιαλιά όλα είναι έρημα. Ο «Άγιος Κήρυκος» βασιλιάς του χώρου, στέκεται εκεί στο σκοτάδι, περιμένοντας. Ο καπτα-Βασίλης προσπερνά το καΐκι που είναι να πέσει σήμερα στη θάλασσα, πάει απ’ την άλλη μεριά, στέκεται λίγο. Αργά ανοίγει τις χούφτες του. Σαν κάτι ν’ αφήνει μες στον αλαφρότατο άνεμο που φέρνει το πέλαγο.

- Ε, καπτα-Βασίλη! Εσύ είσαι; ακούει ξαφνικά μια φωνή πλάι του.

Τινάχτηκε τρομαγμένος σαν να τον πιάσαν σε ώρα κακή.

- Ποιος είναι; έκαμε.

Ο άλλος είπε τ’ όνομά του. Ήταν ένας ψαράς.

- Ακόμα δε χάραξε, είπε στον καπετάνιο. Τρέχει τίποτα;

- Τίποτα, είπε ο καπτα-Βασίλης κι έφυγε.

Πήρε το δρόμο του λιμανιού κατά τα δυτικά, ανέβηκε ύστερα στον ασφαλτοστρωμένο δημόσιο δρόμο κι έπεσε απ’ την άλλη μεριά, στη θαυμάσια αγκαλιά που είναι κατάντικρυ στο νησί του Κουμουντούρου. Κάθισε στα βότσαλα, ξάπλωσε ανάσκελα, σφάλιξε τα μάτια. Το λίγο κύμα έρχεται απ’ τ’ ανοιχτά, τον τυλίγει με τη βουή του.

Περνάν οι ώρες. Κάποτε ανοίγει τα μάτια. Ο ήλιος λάμπει ψηλά, κάμποσα μπόγια. Ο καπτα-Βασίλης ανασηκώνεται. Άραγες τι να γίνεται κει πίσω στο Τουρκολίμανο; Θα το ρίξαν πια το καΐκι στο γιαλό; Λέει πως θα το ρίξαν και τραβά σιγά, να γυρίσει εκεί. Από ψηλά, απ’ το δρόμο, βλέπει το πλήθος μαζεμένο στην ακρογιαλιά. Οι κοπέλες με τα χρωματιστά φουστάνια τους, τα παιδιά – ένας μεγάλος σαματάς. Ο παπάς ντυμένος τ’ άσπρα του άμφια. Με το παλάγκο ολοένα τον σέρνουν τον «Άγιο Κήρυκο» Λίγο ακόμα θέλει για να φτάξει η πλώρη του το γιαλό.

Ο καπτα-Βασίλης κάνει στην αρχή να γυρίσει πίσω – θέλει να την νικήσει την επιθυμία, ίσαμε το τέλος, να μην την πάρει κι αυτή τη μαχαιριά: να μην παρασταθεί σ’ ένα ακόμα καΐκι, ξένο καΐκι, που πέφτει πρωτοτάξιδο στη θάλασσα. Μα η δύναμη είναι ακαταμάχητη και τον σέρνει.

Κατεβαίνει τα σκαλιά. Προχωρεί προς τον ταρσανά. Λέει να χωθεί μες στο πλήθος, να χαθεί μέσα του.

Μα δεν πρόφταξε: Ο κουλός ψαράς ξεκόβει απ’ το λαό ξεπροβοδίζει τον «Άγιο Κήρυκο», έρχεται μπροστά του και τον σταματά. Τα μάτια του είναι πικραμένα, είναι θολά απ’ τη λύπη.

- Εσύ το ’καμες; λέει και κοιτάζει τον καπετάνιο κατάματα.

Ο καπετάνιος πολεμά μια στιγμή να ξεφύγει, να μη δώσει απόκριση. Μα ο κουλός ψαράς βρίσκει τη δύναμη να τον κρατήσει απ’ το μανίκι.

- Εσύ το ’καμες; ρωτά επίμονα.

- Ναι, βρε! Εγώ!

Ο ψαράς αφήνει να πέσει το γερό χέρι του που κρατούσε το μανίκι του αλλουνού. Είναι πολύ, πολύ λυπημένος.

- Ε, μωρέ καπτα-Βασίλη! λέει. Πού έφταξες μωρέ καπτα-Βασίλη! Πού έφταξες!

Πού έφταξε, του λέει. Να βγάλει τα φτερά από ένα πουλί, από ένα γλάρο που ήταν να φύγει!

- Και μ’ αυτό τι κέρδισες; Τι σε πείραζε που θα ’φευγε το πουλί; Κοίταξε το!

Γυρίζουν και κοιτάζουν. Ο «Άγιος Κήρυκος» τρίζοντας πάνου στα ξύλα ολοένα γλιστρά, ολοένα κατεβαίνει στη θάλασσα. Τα παλικάρια που δουλεύουν στο παλάγκο κρατούν το πάσο «Ε! ε! ε! Γεια! Ε! ε! ε! Γεια!» Η πλώρη του καϊκιού κοντεύει τώρα ν’ αγγίξει το νερό. Η ώρα του καλοκαιριού είναι γαλάζια. Τρέμει το φως στον αγέρα. Ανεβασμένα στην πλώρη του «Άγιου Κήρυκου», κάμποσα μωρά χοροπηδούν και αλαλάζουν όσο το σκαρί κοντεύει στη θάλασσα. Είναι εκεί πάνου και τα παιδιά του καπτα-Βασίλη. Πηδούν κι αυτά και φωνάζουν, έχοντας μαζί τους και το Τζανή. Ο γλάρος είναι σαν να τα ’χει χαμένα μες σ’ αυτό το πατιρντί. Στριφογυρνά μες στα ποδάρια των παιδιών, και για να μην τον πατήσουν κάνει να ξεφύγει πότε από δω πότε από κει. Κάποτε φτάνει ίσαμε την κουπαστή αποφασισμένος να πηδήξει στη γη και να γλιτώσει. Μα εκεί, γύρω στο καΐκι, μπροστά στην πλώρη του είναι ο λαός, είναι το τσούρμο που φωνάζει γυρίζοντας το παλάγκο, είναι κόλαση.

- Κοίταξέ το, μωρέ καπτα-Βασίλη! λέει ο μπαρμπα-Σταύρος πικραμένα. Κοίταξέ το! Το δίκασε να ρέβει πάλι στη στεριά. Τη στιγμή που θα μπορούσε τώρα να πετά…

Αυτά λέει και κάνει να πάει στο καΐκι, να πάρει το πουλί. Μα την ίδια στιγμή τον σταμάτησε η κραυγή:

- Ο γλάρος! Ο γλάρος! φώναζαν τα παιδιά.

Κι ευθύς αμέσως άλλη φωνή, πιο τρομαγμένη.

- Αχ!

- Πάει! Πάει ο γλάρος!

Ο καπτα-Βασίλης κι ο κουλός ψαράς βλέπουν τους ανθρώπους του τσούρμου να σκύβουν εκεί μπροστά στην καρένα, στην πλώρη του καϊκιού.  Το παλάγκο σταμάτησε. Δεν ακούγεται πια η φωνή «Ε! ε! ε! Γεια» Σταμάτησε.

Τι έγινε;

Σπρώχνοντας το λαό ο μπαρμπα-Σταύρος, πίσω του ο καπτα-Βασίλης τρέχουν να παν κοντά στον «Άγιο Κήρυκο» να δουν. Φτάνουν με δυσκολία. Σκύβουν και βλέπουν. Η καρένα του καϊκιού, γλιστρώντας πάνω στα ξύλα είχε πλακώσει το πουλί όπως έπεσε τρομαγμένο απ’ την πλώρη. Φαίνεται πως μπλέχτηκε πρώτα η φτερούγα του, το πουλί έκαμε να τιναχτεί και να ξεφύγει, μα ο «Άγιος Κήρυκος» με τη φόρα που είχε γλίστρησε κι έπεσε πάνου στο ένα ποδάρι του γλάρου.

- Πλάκωσε το γλάρο! Μαντζάκωσε το γλάρο!

- Αχ! Δέστε! Δέστε! τσίριζαν οι γυναίκες κι όλες στριμώχνουνταν για να δουν το πρωτόφαντο θέαμα.

Ο γλάρος με το φοβερό πόνο του πλακωμένου ποδαριού του ζούσε τις τελευταίες ώρες του. Κάπου κάπου το σώμα τιναζόταν, κινημένο απ’ το ένστιχτο, για να ξεφύγει· έκανε σαν λαχανιασμένος, σαν να ξεψυχούσε. Έβγαζε μια ψιλή φωνή και πάλι σώπαινε. Μονάχα τα μάτια του μένα αμέτοχα σ’ αυτή την οδύνη. Στέκαν έτσι, σαν αδιάφορα – κάθε τόσο μόνο σφαλνούσαν για ν’ αφήσουν τον κίτρινο κύκλο τους να δεθεί πιο δυνατά με το άσπρο χρώμα του λαιμού.

- Τι να γίνει; Τι να γίνει; ακούονταν φωνές από δω, από κει.

- Γίνεται να πάει το καΐκι πίσω; ρώτησε μια γυναίκα.

- Όχι! Δεν πάει το καΐκι πίσω! είπε ένας ναύτης. Δε θα ’ναι σε καλό! Το καΐκι θα πάει μπρος!

- Αλέστα! είπε ο καπετάνιος του «Άγιου Κήρυκου».

- Κρίμα είναι καπετάνιο μου, είπε η γυναίκα του. Είναι κρίμα ο γλάρος.

- Τραβήξτε τον! Κι ας μείνει το ποδάρι του! είπε νευριασμένος ο άντρας.

Ο κουλός ψαράς σκυμμένος πάνου απ’ το γλάρο του σαν να τα ’χει χαμένα. Δεν ξέρει τι να κάμει. Ακούει τις φωνές του πλήθους, γύρω του. Φέρνει το χέρι του και χαϊδεύει το πουλί του, αλαφρά, σαν να είναι φόβος αν το αγγίξει πολύ να βάλει κι άλλο πόνο στο αβάσταχτο μαρτύριό του.

- Τζανή, καημένε Τζανή… μουρμουρίζει. Τι να σου κάνω;

Τι να του κάμει; Ακούει από πάνω του τις φωνές των ανθρώπων που ολοένα γίνουνται πιο βιαστικοί.

- Άιντε! Άιντε! Να τελειώνουμε!

- Στέκα στην μπάντα! ακούει τη φωνή του καπετάνιου του καϊκιού. Στέκα να τον τραβήξω.

- Όχι! Όχι! τρέχει ο μπαρμπα-Σταύρος. Αν τον τραβήξεις, το μισό ποδάρι του θα μείνει κάτου απ’ την καρένα…

- Δεν πα να μείνει!

Τραβά το μαχαίρι απ’ τη μέση του. Είναι μια μικρή κάμα γυαλιστερή, το μανίκι είναι μαύρο. Ο καπτα-Βασίλης γονατίζει πάνου απ’ το γλάρο. Ατάραχα, αμίλητα καρφώνει το πουλί στο στήθος, κάτου απ’ το λαιμό.

Μονομιάς τα μάτια του πουλιού βασιλεύουνε. Το σώμα του δε σπαράζει πια. Το αίμα του που τρέχει πιτσιλά την καρένα. Ο καπτα-Βασίλης κόβει το πλακωμένο ποδάρι του γλάρου κι ύστερα αποθέτει το σκοτωμένο πουλί στον άμμο, ήσυχα, στα ποδάρια του μπαρμπα-Σταύρου. Κάνει τόπο με τα χέρια του μες στον κόσμο, τον παραμερίζει και φεύγει.

- Αλέστα! ακούγεται η φωνή του καπετάνιου του «Άγιου Κήρυκου» που προστάζει το τσούρμο του να βάλει μπρος το παλάγκο.

Τότε ο καπτα-Βασίλης, αμίλητος ίσαμε κείνη την ώρα, σαλεύει. Αργά. Πιάνει απ’ τον ώμο τον κουλό ψαρά και τον σηκώνει, τον παραμερίζει. Στα μάτια του ζει μια ανάκατη ώρα: ένας τόνος αυστηρός, σκληρός, ποτισμένος με πίκρα, αμίλητη πίκρα. Σκύβει.

- Είναι σε καλό! Είναι σε καλό! φωνάζουν οι γυναίκες έξαλλες. Το αίμα του γλάρου έβαψε την καρένα του! Σε καλό!

Από βαθιά, απ’ τους μυθικούς χρόνους της Ελλάδας έρχεται η μνήμη της σπονδής στους θεούς με αίμα ζεστό.

 

Απομεσήμερο. Ήσυχα που είναι στο Τουρκολίμανο! Τίποτα δε θυμίζει το πρωινό της ίδιας μέρας, όταν ο «Άγιος Κήρυκος» έπεφτε στο γιαλό. Τώρα όλα φαίνουνται σαν να κοιμούνται. Ο «Άγιος Κήρυκος», έχοντας σιάρει τα χρωματιστά σινιάλα του σαλεύει έρημος ράθυμος απ’ το λίγο κύμα. Στη μέση του λιμανιού ένας ψαράς δουλεύει με τη μακριά απόχη του, την τσουγκράνα, να βγάλει καραβίδες απ’ το βυθό. Καταπώς παίζει το κοντάρι ο ψαράς τεντώνει το κορμί του με μια επίμονη ρυθμική κίνηση, θέλοντας να δαμάσει την αντίσταση του νερού, την αντίσταση του βυθού. Είναι σαν μια κίνηση ερωτική. Από πάνου περνάν οι γλάροι. Λάμνει άσκοπα και σεργιανά ανάμεσα στις σαμαντούρες του  λιμανιού, απ’ ανατολή σε δύση, ο κουλός ψαράς.

Σ’ ένα μικρό χωμάτινο ύψωμα, πλάι απ’ την καλύβα του καπτα-Βασίλη καθισμένα τα δυο παιδιά του κάτι παίζουν, κάτι κάνουν. Τα είδε, πήγε κοντά του κι ο πατέρας τους. Κάτι τους ρώτησε. Του είπαν. Κάθισε. Δε μιλά.

Το ένα παιδί λέει:

- Εδώ ανέβαινε και κοίταζε το πέλαγο, τους άλλους γλάρους.

- Είπαμε πως εδώ θα ’ναι καλύτερα να τον θάψουμε, λέει το άλλο παιδί και σιάζει το χώμα, το μικρό τάφο οπού βάλανε το γλάρο.

Ο καπτα-Βασίλης δε μιλά. Είναι εκεί πλάι του βότσαλα. Ασυναίσθητα παίρνει ένα ένα τα βότσαλα, είναι σαν αφαιρεμένος, τα βάζει το ένα πλάι στ’ άλλο, πάνου απ’ το χώμα. Στην αρχή μια γραμμή, ύστερα άλλη, ύστερα δυο άλμπουρα, ύστερα τα πανιά, δυο μεγάλα, ύστερα οι φλόκοι – όλα γραμμές άγαρμπες, καμωμένες με βότσαλα πάνου στον τάφο του γλάρου.

- Για δες! Έγινε μπρατσέρα… λέει το ένα παιδί κοιτάζοντας το καραβάκι με τα βότσαλα.

Τι είπες, ανατινάζεται ο καπετάνιος και βλέπει ξαφνιασμένος το έργο του, σαν να το ανακαλύπτει μόλις.

Ήσυχα που είναι στο Τουρκολίμανο! Παίζουν τα χρωματιστά σινιάλα στον «Άγιο Κήρυκο». Οι γλάροι πετούν ψηλά, άσπρα σύννεφα ταξιδεύουν. Και ο ψαράς με τις καραβίδες δε σταματά – ολοένα ερωτεύεται.

- Πατέρα, λέει το παιδί. Μπρατσέρα δεν ήταν το στερνό καΐκι μας που μας το πήρε το πέλαγο;

Ο καπτα-Βασίλης δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το καΐκι του τάφου. Κρατά ακόμα στα χέρια του ένα βότσαλο. Σαν να αναρωτιέται: να το βάλει, να μην το βάλει…

- Μπρατσέρα ήτανε, λέει.

Φυσάει μπουνέντες. Στο Τουρκολίμανο όλα παίρνουν αλαφρό κίτρινο τόνο σαν φυσάει μπουνέντες. Και στα μάτια ενός πουλιού που αναπαύεται τώρα συντροφεμένο από μια μπρατσέρα καμωμένη με βότσαλα – έτσι ήταν, γύρω στα μάτια του, ένας κύκλος κίτρινος…

 

 

αρχή

 



 

Έβρεχε σιγανά. Οι δυο γυναίκες, η μητέρα της Καστοριάς και η αδερφή της Θήβας, κάθονταν εκεί κάτω από το δέντρο, λίγο πέρα απ’ τον κρεμασμένο. Άκουγαν τη βροχή στα φύλλα.

― Πόσες μέρες είπες είναι;

― Σήμερα είναι τέσσερες. Πόσο θα τον αφήσουν ακόμα;

Κάθε πρωί, λέει, έρχεται ένας Γερμανός στρατιώτης να βεβαιωθεί πως κανένας δεν άγγιξε τον κρεμασμένο, πως είναι εκεί. Και κάθε βράδυ. Στερεότυπα. Έρχεται, κοιτάζει, φεύγει. Χτες ήταν η πρώτη μέρα που τα κοράκια έκαμαν να κατεβούν στον κρεμασμένο. Γι’ αυτό η αδερφή τόλμησε να πλησιάσει το γερμανό το βράδυ, σαν ήρθε.

«Πότε;» του είπε κι έκλαιγε. «Πότε θα μας τον δώσετε να τον θάψουμε;»

Ο γερμανός δεν καταλάβαινε. Εκείνη του έκανε χειρονομίες, μια τα χέρια πήγαιναν στο κρεμασμένο σώμα, μια στο λάκκο του μικρού αδερφού.

Ο γερμανός σήκωσε τους ώμους «Δεν ξέρω!» είπε αδιάφορα κ’ έφυγε.

Βρέχει σιγανά. Ο λάκκος του μικρού αδερφού είναι μισόγεμος. Όταν το σώμα του εναποτέθηκε μέσα του, έπεσε πάνω του ένα ελαφρό στρώμα γη, πέντε-δέκα δάχτυλα. Δεν αφήσαν το μεγάλο αδερφό να ρίξει πιο πολύ. Ανυπομονούσαν. Έτσι ο λάκκος μένει, περιμένοντας το δεύτερο σώμα. Έπειτα πάλι γη. Έτσι: ένα σώμα, ένα γη· ένα σώμα, ένα γη.

Βρέχει. Η γη του λάκκου πήρε, πήρε νερό, πότισε το σώμα από κάτω, τώρα στέλνει πίσω το νερό. Το νερό κάνει μικρές-μικρές λακκούβες.

Πόση ώρα πέρασε; Σα να ’ναι αιώνας. Η γυναίκα της Καστοριάς αισθάνεται την κούραση να περνά στα μέλη της, στο αίμα, στα νεύρα. Σφάλιξε τα μάτια. Όλα σα να γίνονταν μακρινά, απίθανα.

«Πού είμαι;» μουρμουρίζει μέσα της. «Πώς βρίσκομαι εγώ πλάι σ’ ένα κρεμασμένο; Χτες ήταν ένας τρελός κι ένα λιοντάρι. Σήμερα είναι ένας κρεμασμένος. Τι γυρεύω εγώ;…».

Τίναξε απότομα το κεφάλι της, να διώξει την εγκατάλειψη.

― Τα παιδιά μου! είπε. Πρέπει να γυρίσω στα παιδιά μου.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις, το καταλαβαίνω. Τι ώρα να ’ναι;

― Μα το μεσημέρι θα πέρασε. Μπορεί να γύρισε ο οδηγός. Μπορεί να φύγουμε.

― Ναι, πρέπει να γυρίσεις. Εγώ θα μείνω ακόμα.

Θα μείνει ακόμα;

― Πού θα μείνεις; της λέει. Είναι έρημα. Είναι άγρια.

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν τα φτερά. Έρχονταν.

― Κοίταξε! είπε η αδερφή της Θήβας ανατριχιάζοντας, κι έπιασε με δύναμη το μπράτσο της άλλης γυναίκας. Κοίταξε εκεί! Να τα πάλι! Ήρθαν!

Ήταν δυο κοράκια. Κάθισαν στο ψηλό κλαδί του πεύκου, σα να θέλαν να βιγλίσουν τι γίνεται, να μυριστούν. Ταπ τα φτερά, πήδησαν στο χαμηλότερο κλαδί. Δειλά. Δισταχτικά. Ταπ. Το κρεμασμένο σώμα τα έσερνε, τα καλούσε.

Η αδελφή της Θήβας σκύβει, παίρνει πέτρα, τη ρίχνει στο πεύκο.

«Ξ-ξ-ξ-ξ!» φώναζε κι έκλαιγε. «Είδες; Είδες γυναίκα; Ξ-ξ-ξ-ξ!» ― και κουνούσε τα χέρια της να διώξει τα κοράκια να φύγουν.

Φύγαν. Πάλι η σιγανή βροχή.

― Εγώ θα πηγαίνω, λέει πάλι η γυναίκα της Καστοριάς. Σ’ αφήνω.

― Στο καλό. Εγώ θα μείνω. Ίσαμε που να ’ρθει η νύχτα.

Η Καστοριανή τώρα έτρεχε να φτάσει στο φορτηγό. Ξαφνικά της πέρασε η ιδέα πως το φορτηγό μπορούσε να είχε φύγει. Να την γυρέψαν μάταια, να μην τη βρίσκαν, και να φύγαν.

― Παναγία μου! Τι έκαμα κι απολησμονήθηκα; έλεγε κ’ έτρεχε.

Το φορτηγό ήταν πάντα εκεί, στη θέση του. Ο οδηγός ακόμα δεν είχε γυρίσει. Όλοι ήταν ζαρωμένοι μες στο φορτηγό, γιατί όξω έβρεχε. Τα παιδιά της χύμηξαν απάνω της.

― Τι έγινες και μας άφησες; Τι έγινες και μας άφησες; κλαίγαν και τη φιλούσαν.

― Μωρά μου, τι έγινα!... Σωπάστε. Είχα αποξεχαστεί. Σωπάστε.

― Μπας κι έφερες τίποτα; Δε βαστώ πια, είπε το μεγάλο και κοίταζε τα χέρια της.

― Μωρό μου, κάμε κουράγιο να ’ρθει η νύχτα. Τότες θα ’χουμε φτάσει σε πολιτεία. Θα μας δώσουν να φάμε.

Κανείς άλλος δε μιλούσε στο φορτηγό. Η γυναίκα της Θράκης είχε κουκουλώσει τα δυο παιδιά της, που ακουμπούσαν το κεφάλι στα γόνατά της. Αυτά είχαν ησυχάσει, τα είχε πάρει ο ύπνος. Απάνω τους αγρυπνούσαν τα μάτια της μάνας τους. Θολά, μεγάλα. Και η γριά της Θράκης σώπαινε. Κι αυτή με κλειστά μάτια. Δεν ήξερες αν κοιμόταν.

― Ο έμπορος;… Τι έγινε ο έμπορος; ρώτησε η Καστοριανή.

― Είπε πως μούδιασε. Είπε πως θα πάρει το δρόμο της Θήβας με τα ποδάρια. Θα μας περιμένει εκεί.

― Κι αν μας τύχει τώρα τίποτα; σκέφτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Γυναίκες καταμόναχες καθώς είμαστε…

― Τι να μας τύχει; γρύλισε βραχνά η γριά ανοίγοντας τα μάτια. Τι άλλο φοβάσαι εσύ να σου τύχει;

― Όχι για μένα. Λέω για τούτα, κι έδειξε τα παιδιά.

― Κι αυτά τι; Τι άλλο από πείνα έχουνε να φοβηθούνε; Την έχουν.

― Έτσι το ’πα.

Η ώρα περνά. Όξω η βροχή. Σιγά. Σιγά. Η νάρκη.

― Είναι ένας κρεμασμένος όξω, λέει η Καστοριανή, σα να πρέπει να ξομολογηθεί.

― Τι είναι είπες; τα παιδιά της τινάχτηκαν απ’ την ακαταμάχητη λέξη. Είπες είναι ένας κρεμασμένος; Είναι, αλήθεια, ένας κρεμασμένος;

― Πού είναι ο κρεμασμένος; ρώτησε ξαφνιασμένη κι η γυναίκα της Θράκης. Αλήθεια είναι κρεμασμένος;

― Πού είναι; Πού είναι; φώναζαν τώρα τα παιδιά και ξεσηκώθηκαν, ανυπόμονα να παν.

― Έτσι το ’πα, είπε μετανιωμένη η Καστοριανή. Έτσι το ’πα. Δεν είναι τίποτα.

― Ά!

Λίγη αναταραχή είχε γίνει. Πάλι έπεσε.

― Πότε θα γυρίσει ο οδηγός; Πότε θα γυρίσει να φύγουμε;

― Κι αν δε γυρίσει; Κι αν έρθει η νύχτα και δεν τα καταφέρει να σιάξει τη μηχανή και να γυρίσει;

― Όπως και να ’ναι θα γυρίσει.

Η σιγανή βροχή, το κρύο, η νάρκη. Ο ήλιος ολοένα θα χαμηλώνει πίσω από τα σύννεφα. Φαίνεται απ’ το φως της μέρας που σκουραίνει. Η ησυχία, η νάρκη. Τα αυτοκίνητα που ανεβαίνουν, που κατεβαίνουν το δρόμο, βρεμένα, κατάκλειστα, δε δίνουν καμιά αίσθηση ζωής· φεύγουν σαν φαντάσματα να χωθούν στο πούσι. Η νάρκη. Η γυναίκα της Καστοριάς θα ήθελε να κλείσει τα μάτια της, όλα να σβήσουν, όλα να είναι όνειρο. Ένα κατακόρυφο σχήμα κάτω από κλαδί πεύκου πίνει νερό απ’ τα φύλλα του πεύκου. Κι αυτό θα ’ναι όνειρο.

Ξαφνικά, ενώ τα χέρια της βάραιναν, το είδε. Πέρασε απ’ την πίσω μεριά του αυτοκινήτου, απ’ την ανοιχτή του μπούκα. Γράφτηκε μια στιγμή στον θολό αγέρα: ένα μαύρο πουλί. Πέρασε.

― Θε μου! είπε και τινάχτηκε η γυναίκα της Καστοριάς. Θα τραβά για κει.

― Τι είπες; λέει η γριά.

Η άλλη την κοίταξε επίμονα, ανάλγητα.

― Θα παραλογάς εσύ λέω! Δεν κατακάθεσαι πια; Δεν κατακάθεσαι;

Το κατακόρυφο σχήμα· το μαύρο πουλί· η μικρή αδερφή της Θήβας.

Η γυναίκα της Καστοριάς σηκώνεται.

― Θέλω να ξεμουδιάσω λίγο. Πάλι θα βγω λίγο.

― Πού θα πας; Πού θα πας; λένε τα παιδιά της. Να ’ρθουμε κι εμείς;

― Δεν βλέπετε; Βρέχει. Καθίστε εδώ. Μπορεί να σας φέρω τίποτα.

Κατεβαίνει. Στην αρχή περπατά με προφύλαξη, να μην τσαλαβουτά στους λάκκους με το νερό. Ύστερα τα βήματά της ανοίγουν ολοένα. Σε λίγο τρέχει σα να την κυνηγούν. Τρέχει. Στρίβει το δρόμο. Το πεύκο είναι εκεί, λίγο θολό μες στη βροχή. Τρέχει.

― Αχ!

Έπεσε πάνω στην αδερφή της Θήβας στενάζοντας με ανακούφιση. Έκλαιγε.

― Τι είναι; Λέει η κόρη.

― Τίποτα. Έλεγα πως δε θα ’σουν, πως κάτι θα σού ‘τυχε.

Τι να της τύχει; Έμενε πάντα εκεί. Κοντά στο μισόγεμο λάκκο του μικρού αδερφού, κοντά στο πεύκο του μεγάλου.

― Μπας κι ήρθε; Το είδα που πέρασε. Το κοράκι.

― Ήρθαν πάλι. Δεν ήταν ένα. Ήταν πολλά. Πάλι τα ’διωξα.

Τώρα πια η μικρή αδερφή δεν κλαίει. Φαίνεται κουράστηκε. Τα μάτια της είναι κόκκινα· μόνο που κάθε τόσο σκοτεινιάζουν, σα να δουλεύει πίσω τους η απόφαση. Σιγά. Σιγά.

Μουρμουρίζει. Μόλις ακούγεται.

― Λέω τη νύχτα… Τώρα που μάθανε… Τώρα αρχίζω να φοβάμαι τη νύχτα.

― Τι είναι τη νύχτα;

― Λέω μπας κι έρθουν τη νύχτα. Πετούν τα κοράκια τη νύχτα; Δεν ξέρω. Πάλι.

― Λες να πετούν τη νύχτα;

― Μπορεί.

Πάλι το σκοτεινό φως περνά απ’ τα μάτια σαν αστραπή. Η αδερφή της Θήβας δεν είναι πια η ίδια γυναίκα, αυτή που έκλαιγε, που μοιρολογούσε. Το πρόσωπό της έχει γίνει τραχύ, όσο πάει γίνεται πιο πολύ. Γυρίζει αργά τα μάτια δεξιά, ζερβά, σα να θέλει να μυρίσει τον αγέρα, ν’ ανιχνέψει τον κίνδυνο. Ησυχία. Ακόμα και τ’ αυτοκίνητα που περνάνε λίγο πέρα από κει, στο δρόμο, σα να ‘ναι φαντάσματα θολά. Διαβαίνουν, φεύγουν.

― Θ’ ανεβώ στο πεύκο, λέει σιγά.

Βγάζει το μαχαίρι απ’ τον κόρφο της. Αργά. Τα μάτια της δεν ξεκολνούν τώρα απ’ το σκοινί, απ’ το κεφάλι του κρεμασμένου.

― Τι είναι να κάμεις; Ρωτά η Καστοριανή.

Λέει ήσυχα:

― Θα τον θάψω.

― Κακόμοιρη! Τί μελετάς; λέει τρομαγμένη η άλλη, απροετοίμαστη ακόμα να το δεχτεί. Κι αν σε πιάσουν; Θα σβήσει πια μ’ εσένα ολάκερο το σπιτικό σας! Κακόμοιρη, τί μελετάς;

Η άλλη κάνει μια κίνηση με το χέρι:

― Μη με βαστάς. Το πήρα απόφαση.

Προχωρεί σιγά, χωρίς προφύλαξη, χωρίς ταραχή πια στο πρόσωπο, στα βήματα. Γαλήνη που είναι τώρα σ’ αυτό το πρόσωπο το στεφανωμένο με καστανά μαλλιά. 

― Τί πας να κάμεις; Τί πας να κάμεις;!

Η κόρη προχωρεί πάντα στο κορμό του πεύκου. Η άλλη, σα μαγνητισμένη, βλέπει τα βήματα που πορεύονται. Τα βήματα φωνάζουν. Διστάζει. Τα βήματα φωνάζουν. Αρχίζει να τ’ ακολουθά. Όμως αυτή, η Καστοριανή, τρέμει. Το νιώθει στα γόνατά της, στα χέρια, στην καρδιά. Κοιτά καταφοβισμένη γύρω της. Ωστόσο ακολουθά σαν υπνωτισμένη.

― Τί πας να κάμεις; Τί πας;…

Η αδερφή της Θήβας έφτασε στο πεύκο. Τα χέρια της δεν είναι λεύτερα, κρατούν το μαχαίρι. Βάζει το μαχαίρι στα δόντια της, το δαγκάνει. Τώρα τα χέρια της είναι λεύτερα. Αγκαλιάζουν το δέντρο. Αρχίζει να σκαρφαλώνει. Το δέντρο είναι υγρό, τα χέρια γλιστρούν. Ξαναρχίζει. Τώρα δεν υπάρχει ο κρεμασμένος, δεν είναι εκεί πλάι. Τώρα όλα είναι πυκνωμένα στον κορμό, δεν υπάρχει παρά ένας κορμός κ’ ένα κλαδί ψηλά. Ίσα! Ίσα! Τα χέρια, τέλος, φτάνουν στο σταυρό του δέντρου, εκεί που αρχίζουν τα κλαδιά. Τον κρατούν γερά το σώμα ανεβαίνει. Τώρα βιάζεται. Ακουμπώντας τα χέρια στα κλαδιά σκύβει, σέρνεται, γλιστρά. Λίγο ακόμα! Λίγο!

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει σιγανά η Καστοριανή από κάτω, ολοένα κοιτάζοντας δεξιά-ζερβά.

Τα χέρια, ψηλά, πιάνουν το σκοινί. Τα χέρια παίρνουν το μαχαίρι από τα δόντια. Η γυναίκα από κάτω βλέπει το μαχαίρι ν’ αρχίζει το έργο του στο σκοινί, ακούει τον ήχο του. Σε λίγο το κρεμασμένο σώμα, ελεύθερο, θα πέσει. Θα πέσει. Ασυναίσθητα η Καστοριανή ανοίγει τα χέρια της, αγκαλιάζει τα πόδια του κρεμασμένου να τον στηρίξει. Ρίγος την περνά βίαια καθώς αγκαλιάζει αυτό το γλιστερό, υγρό πράμα. Όπου, χραπ, , αυτό γλιστρά μες τα χέρια της, λευτερωμένο από το δέντρο, χαμηλώνει, αγγίζει με τα πόδια τη γη. Τα στήθια της τώρα ακουμπούν στα στήθια του. Είναι άγριο. Δεν τολμά να το κοιτάξει στο πρόσωπο. Τα μάτια της είναι στη γη.

― Γλήγορα! Γλήγορα! φωνάζει, ενώ ολοένα σφίγγει απάνω της να το στηρίξει, να μην της φύγει το κατακόρυφο νεκρό σώμα. Γλήγορα!

Η άλλη σέρνεται νευρικά στο δέντρο για να κατέβει. Βιαστικά αγκαλιάζει τον κορμό.

― Γλήγορα! Γλήγορα!

Τέλος η αδελφή της Θήβας πατά πάλι τη γη! Πιάνει το σώμα του νεκρού απ’ το κεφάλι. Η άλλη απ’ τα πόδια.

― Στο λάκκο! Γλήγορα!

Προχωρούν. Το σκοινί, ξεκινώντας απ’ τη θελιά του λαιμού, σέρνεται στη γη, σα να συνοδεύει το σώμα. Η βροχή έχει σταματήσει. Ο μισόγεμος λάκκος έχει λίγο θολό νερό. Κάτω απ’ το θολό νερό είναι θαμμένος ο μικρός αδερφός. Οι γυναίκες αποθέτουν τώρα στο λάκκο, πάνω απ’ τον μικρό αδερφό, τον άλλο, τον κρεμασμένο. Έκαμε πλαφ. Τα μάτια των γυναικών τεζαρισμένα άγρια. Η γυναίκα της Καστοριάς τότε μόνο βλέπει το πρόσωπο του νεκρού, που κοιτάζει τον ουρανό. Είναι μελαψό, απαίσιο.

― Γιε μου…, ψιθυρίζει

― Ρίχνε! Ρίχνε! φωνάζει η αδερφή σπρώχνοντας με τις χούφτες της το χώμα το στοιβαγμένο πλάι στο λάκκο.

Αρχίζει κι η άλλη να ρίχνει χώμα. Ήταν μαλακό, δεν αντιστεκόταν. Ρίχνουν πρώτα στα πόδια, στον κορμό. Το πρόσωπο μένει ακόμα άγγιχτο.

― Να βγάλω αυτό…, λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

Το είχαν ξεχάσει. Ανασηκώνει το κεφάλι, βγάζει τη θελιά απ’ το λαιμό. Το σκοινί είναι σαν ζωντανό βρεμένο πράμα, σιχαμερό. Το πετά πλάι. Βγάζει και την ταμπέλα με τα γράμματα απ’ το στήθος του. Η αδερφή της Θήβας βλέπει για τελευταία φορά το πρόσωπο. Τα μουσκεμένα μαλλιά πέφτουν στο μέτωπο, σκεπάζουν τα μάτια. Με τα λασπωμένα της δάχτυλα στρώνει τα μαλλιά, λευτερώνει τα μάτια. Τα δάχτυλα μένουν. Λίγο λάσπωσε το μέτωπο. Τα δάχτυλα το καθαρίζουν το χαϊδεύουν, μια. Ακόμα μια. Ύστερα αργά το σκεπάζουν με το χώμα.

Σηκώθηκαν όρθιες. Ο ιδρώτας έτρεχε απ’ τα αγριεμένα πρόσωπά τους. Ανάσαιναν βαθιά. Άξαφνα ακούστηκε, μες στη θολούρα, σκληρός, επίμονος κρότος. Ολοένα πλησίαζε.

― Αυτό είναι, λέει η κόρη της Θήβας. Έλα! Έρχεται ο γερμανός.

Η μοτοσυκλέτα ακουγόταν καθαρά, πλησίαζε. Άρπαξαν η μια την άλλη απ’ το χέρι, χύμηξαν απ’ την αντίθετη διεύθυνση προς το μέρος του φορτηγού. Έμεινε στο χώρο του πεύκου, έρημο, πάνω στον τάφο, το μαχαίρι που έκοψε το σκοινί. Γυάλιζε. Και το πεύκο κουνούσε τα φύλλα.

Πρόφτασαν να κρυφτούνε πίσω από ένα βράχο. Είδαν το γερμανό να κατεβαίνει απ’ τη μοτοσικλέτα, να προχωρεί στο πεύκο, ξαφνιασμένος να κοιτάζει: το πεύκο, τον τόπο γύρω. Είδε το κομμάτι του σκοινιού που είχε μείνει στο πεύκο να κρέμεται, Ύστερα είδε το λάκκο. Πλησίασε. Είδε το μαχαίρι, τη θελιά του σκοινιού, την ταμπέλα, αφημένα εκεί, όξω απ’ το λάκκο. Πήρε το μαχαίρι, ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα, έφυγε βιαστικά να πάει να δώσει το μαντάτο.

― Πάει να το πει! Ας φύγουμε! Ας φύγουμε γλήγορα από δω!

― Πού να πάμε; Πού λες να πάμε;

― Έλα στο φορτηγό μας! Έλα κι εσύ!

Φτάσαν λαχανιασμένες, αλλοσούσουμες στο φορτηγό. Τα παιδιά φώναζαν.

― Τι είναι; Γιατί είσαι έτσι; ρωτούσε η γυναίκα της Θράκης την Καστοριανή. Τι έπαθες;

― Τίποτα! Τίποτα!

― Ποια είν’ αυτή;

― Τίποτα. Είναι μια κοπέλα απ’ τα μέρη εδώ, απ’ τα μέρη της Θήβας.

Και στρέφοντας σ’ αυτήν:

― Έλα πάνω, της λέει, και τη βοηθά ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο.

― Χριστέ και Παναγία! Δε φαινόσαστε καλά! λέει η γυναίκα της Θράκης. Είσαστε καταλασπωμένες. Τι έγινε;

― Τίποτα. Τίποτα.

Τα παιδιά της Καστοριανής ρωτούσαν αν τους έφερε τίποτα να φάνε. Ήταν σα χαμένη, ο νους της γύριζε αλλού, έτρεμε. Η πράξη άρχιζε, τώρα μόλις, να κάνει το έργο της μέσα της, έχυνε το δέος κύματα-κύματα.

― Ναι…, ναι…, έλεγε στα παιδιά της να τα ησυχάσει. Σωπάστε τώρα. Το βράδυ θα φάτε. Το βράδυ.

― Εγώ λέω, εσύ κόρη μου είσαι για τα σίδερα, κάνει η γρια της Θράκης. Δεν κάθεσαι, λέω, να δεις τα μωρά σου; Τι κάνεις μ’ αυτά τα πάνε κι έλα; Και τούτη εδώ τι θέλει;

― Είναι από τη Θήβα. Θα την πάρουμε ίσαμε τη Θήβα

― Να δούμε τι λέει κι ο άνθρωπος που ορίζει το αυτοκίνητο! Τώρα κάνεις κουμάντο και στο ξένο πράμα;

― Όχι δεν κάνω κουμάντο. Όμως, πού είναι αυτός; Ακόμα δε φάνηκε;

― Ακόμα. Μου φαίνεται πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά.

Η ώρα περνά. Πάλι είναι ησυχία μες στο φορτηγό. Στο δρόμο έξω περνούν τ’ αυτοκίνητα, γλιστρούν, φεύγουν. Πάλι βρέχει λίγο.

― Θαρρώ πως θα ξενυχτήσουμε εδωνά…

Σιγά-σιγά η λέξη σχηματίζει κύκλους, τους μεγαλώνει, ολοένα. Να ξενυχτήσουν εκεί; Η αδερφή της Θήβας σα να συνεφέρνει, μόλις. Σα να είχε γίνει ένα κενό ανάμεσα σ’ αυτή και στο έργο της. Και τώρα, πάλι γυρίζει η μνήμη της να δεθεί με την πράξη.

«Να ξενυχτήσουν εκεί; Είπε να ξενυχτήσουν;»

― Τί είπε; Τί είπε; Λέει η γυναίκα της Καστοριάς.

― Είπε, μπας και δεν προφτάσει ο οδηγός να σιάξει την μηχανή πριν νυχτώσει. Μπας και μείνουμε τη νύχτα εδώ.

― Εδώ; Να μείνουμε εδώ; Πλάι σ’ αυτό;

Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει τη σκέψη της. Ένα κρότος επίμονος, βαρύς, ολοένα πιο ευδιάκριτος άρχισε να φτάνει απ’ το μέρος του δρόμου της Θήβας. Δεν ήταν αυτοκίνητο. Ήταν σαν εκείνον τον άλλο, τον γνώριμο, τον δεμένο με την άγρια πράξη τους. Μόνο που τούτος ήταν πιο δυνατός, πιο πυκνός.

― Ακούς;

― Ναι, λέει η Καστοριανή. Τί είναι;

― Άκουσε καλά!

― Ακούω! Ακούω! Λες να είναι…;

Λίγο στάθηκε:

― Λες να είναι αυτός, ο πριν;

Έξαλλη πετάχτηκε η κόρη:

― Είναι αυτός σου λέω! Δεν είναι αυτός μονάχα! Είναι πολλοί! Έρχουνται! Είναι πολλοί, κι έρχουνται!

Οι κρότοι από πολλές μοτοσυκλέτες που πλησίαζαν δεν άφηναν τώρα καμιά αμφιβολία.

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! Θα με πιάσουν!

Τα μωρά ξεσηκώθηκαν, οι Θρακιώτισσες, ρωτούσαν με αγωνία:

― Τί είναι αυτά που λες; Τί είναι αυτά; Τί γερμανοί λέει, και τί φοβάται;

― Έρχουνται οι γερμανοί! Πρέπει να φύγω! φώναζε η Θηβαία. Φύγε κι εσύ! φώναζε στην Καστοριανή. Φύγε!

Χύμηξε προς τη μπούκα του αυτοκινήτου.

Την ίδια στιγμή ένα άλλο φορτηγό φάνηκε να έρχεται απ’ τη Θήβα τραβώντας για τη Λιβαδειά. Ήταν σαράβαλο, αγκομαχούσε ν’ ανοίξει όσο γίνεται ταχύτητα.

― Τι καθόσαστε εδώ! φώναξε ο οδηγός στο σταματημένο φορτηγό. Έρχουνται οι γερμανοί! Θάψαν τον κρεμασμένο, κι έρχονται! Θα σας σκοτώσουν αν σας βρουν!

Είπε, χάθηκε.

Η αναστάτωση πια μες στο φορτηγό ήταν μεγάλη.

― Παναγία μου! Τί είν’ αυτά για κρεμασμένους και για γερμανούς; έλεγε η γυναίκα της Θράκης.

― Βιαστείτε! Βιαστείτε! φώναξε η αδερφή της Θήβας, κατεβασμένη κάτω. Κάντε γλήγορα!

― Έρχουμαι! Έρχουμαι! μάζευε τα παιδιά της η Καστοριανή.

Τους έβαζε από ένα μπόγο στο χέρι, αυτή πήρε δυο χράμια τους και το ταγάρι. Ασυναίσθητα, μηχανικά.

― Άιντε κ’ εσείς! φώναζε στις Θρακιώτισσες. Κάντε γλήγορα! Έρχουνται, κι είναι φόβος! Γλήγορα!

― Αχ, Παναγία μου, τί είναι πάλι τούτο; Τί είναι πάλι τούτο; έλεγε η γυναίκα της Θράκης κατεβάζοντας τα δυο παιδιά της.

Πήραν όλοι στα χέρια τους ό,τι ήταν πιο πρόχειρο, κατεβήκαν. Οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες ήταν πια κοντά. Όπου να ’ναι θα φτάναν στη στροφή του δρόμου.

― Από δω! Από δω!

Η Θηβαία, ξέροντας τα κατατόπια, έπεσε πρώτη μες στο χωράφι απ’ τα ζερβά του δρόμου. Το βρεμένο χώμα ήταν δύσκολο, κολνούσε στα πόδια τους.

― Ελάτε! Ελάτε!

Τρέχαν. Τρέχαν.

― Να προφτάσουμε να πάμε κει! Εκεί θα μας κρύψει ο βράχος. Να προφτάσουμε το βράχο!

Στο μικρό λόφο που υψωνόταν εκεί, ο μαύρος βράχος σφάνταζε. Η βροχή είχε σταματήσει, το πούσι αραίωνε. Και οι κρότοι απ’ τις μοτοσυκλέτες σώπασαν. Σίγουρα οι γερμανοί θα είχαν φτάσει στο τόπο του πεύκου. Τώρα θα εξέταζαν. Όπου να ’ναι θ’ άρχιζαν να κάνουν έρευνες γύρω.

Το μικρό κοπάδι των κυνηγημένων λαχανιασμένο έφτασε στο βράχο. Η γριά βλαστημούσε και καταριόταν.

― Α, που να σας πάρει ο τρισκατάρατος! Α, που να σας πάρει η κατάρα! έλεγε στις δυο γυναίκες. Σε τι μπελάδες μας βάλατε! Ξεβουλώστε το και πέστε μας: Τί έγινε; Γιατί φύγαμε;

― Μίλησε λοιπόν! Τί είναι; έλεγε και η άλλη, η γυναίκα της Θράκης. Πες μας τί είναι; Για τί κρεμασμένο έλεγε αυτός; Τί έλεγε;

― Κοιτάξτε κει! Κοιτάξτε! είπε η αδερφή της Θήβας.

Προστατεμένες πίσω απ’ το μεγάλο βράχο κοίταζαν. Ο δρόμος από κει θα ’ταν ίσαμε οχτακόσια-χίλια μέτρα μακριά. Οι γερμανοί, με τα όπλα στο χέρι, προχωρούσαν στο δρόμο, ψάχναν. Ένας- δυο άφησαν το δρόμο, μπήκαν λίγο μες στα πλαϊνά χωράφια, κοίταζαν τα χαντάκια, γύριζαν. Φτάσαν στο έρημο φορτηγό. Το τριγύρισαν. Ένας ανέβηκε μέσα. Κάποιος άλλος τράβηξε πηγαίνοντας πίσω, να ειδοποιήσει τον αξιωματικό τους. Γύρισαν με τον αξιωματικό. Κουβέντιαζαν. Φαίνεται πως παίρναν απόφαση. Ένας στρατιώτης ανέβηκε στο φορτηγό, κάτι κατέβασε, από κει. Ύστερα άρχισε να φέρνει βόλτα γύρω, κουνούσε τα χέρια του, κάτι έκανε. Σα να έριχνε κάτι στο φορτηγό.

― Τι κάνουν; Αναρωτιόταν στο βράχο, μη μπορώντας να ξεχωρίσουν καθαρά το τι γινόταν.

 Σε λίγο οι φλόγες τινάχτηκαν, τύλιξαν το φορτηγό.

― Θε μου!

― Βάλαν φωτιά! Βάλαν φωτιά!

― Το καίνε!

― Το καίνε! Χαθήκαμε!

Τα τελευταία υπάρχοντά τους καίγονταν μες στο φορτηγό. Ό,τι είχαν πάρει πριν από λίγο στη βιασύνη τους, το βλέπαν τώρα πως ήταν ασήμαντο.

― Είμαστε γυμνοί πια! Πάμε σε ξένο τόπο ολόγυμνοι!

― Θε μου, γιατί μας τυραννάς τόσο; Τι κάναμε, Θε μου;…

Ολοφύρονταν οι Θρακιώτισσες. Κλαίγαν τα παιδιά. Κοίταζαν τη φωτιά και κλαίγαν.

― Ά, εσύ διαολόπραμα! μούγκριζε η γρια στρέφοντας στην κόρη της Θήβας. Εσύ ’σαι ο αίτιος! Κανείς δε μου το βγάζει απ’ το μυαλό μου πως εσύ είσαι! Τί ήθελες, φίδι, και βρέθηκες στο δρόμο μας;

Χύμηξε απάνω της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, έσερνε τα νύχια της στα μάγουλά της.

―Διαολόπραμα! Κουτάβι! Ποια οργή σ’ έστειλε μπροστά μας;! Ποια κατάρα;

― Μη! Μη! χύθηκε να τη γλιτώσει η Καστοριανή. Μη, κι είναι κρίμα πια, έλεγε. Φτάνει η πίκρα της πια. Φτάνει, και ξεχείλισε! Εγώ το ’καμα. Εγώ.

Η κόρη της Θήβας κάθεται εκεί, με τα μαύρα της μαλλιά, με το χλωμό της πρόσωπο, ασάλευτη, να τη δέρνουν, να τη σκίζουν. Δεν έκανε καμία κίνηση να προφυλαχτεί. Τίποτα. Μόνο έκλαιγε σιγανά, τα δάκρυα τρέχαν στο ατάραχο πρόσωπο.

― Μη σου λέω! Μη! φώναζε έξαλλη η γυναίκα της Καστοριάς. Εγώ το ’καμα σου λέω! Εγώ φταίω! Εγώ τον ξεκρέμασα!

Ήταν απίθανο, αυτή η σιγανή, η ήμερη ύπαρξη, έτσι που ξαφνικά είχε στυλωθεί και πάλευε και φώναζε:

― Εγώ φταίω σας λέω! Εγώ τον ξεκρέμασα! Εγώ!

Τί είπε; Τον ξεκρέμασε είπε;

Τα χέρια της γριάς που χτυπούσαν την κόρη της Θήβας λύθηκαν, την άφησαν.

― Τον ξεκρέμασες είπες; Ποιον ξεκρέμασες;

Έβλεπε την Καστοριανή κατάματα.

― Τον ξεκρέμασα είπα! Αυτόν που κρέμασαν οι γερμανοί! Τον ξεκρέμασα και τον έθαψα. Κι οι γερμανοί θα σκοτώσουν αυτόν που τον έθαψε. Θα σκοτώσουν όποιον βρουν!

Χύθηκαν τα παιδιά της απάνω της.

― Μάνα μου! Μάνα μου!

― Το έκαμες αυτό; Το έκαμες αυτό; στεκόταν σα χαζή και την κοίταζε η γριά.

― Το έκαμα! Το έκαμα!

― Άχου τρισκατάρατη! Άχου δαιμονισμένη! Άχου, που να σε πάρει η κόλαση! Και τι σ’ ένοιαζε εσένα για κρεμασμένους;

― Τι καθόμαστε, λοιπόν; Τι καθόμαστε; φώναξε η γυναίκα της Θράκης. Πάμε να φύγουμε και θα μας φτάσουν! Πάμε να φύγουμε!

Με τον τρόμο στα μάτια, με χέρια που τρέμαν σήκωσαν τα λίγα πράματα που είχαν πάρει μαζί τους.

― Που να πάμε; Προς τα πού να πάμε;

Όλα τα μάτια ήταν γυρισμένα στην αδερφή της Θήβας. Ατάραχη πάντα, κοίταζε χαμηλά τον καπνό. Λίγο πέρα απ’ τον καπνό, τον τόπο του πεύκου. Σα να ήταν ξένη εκεί.

― Εσένα λέω! Πού να πάμε! Προς τα πού να πάμε;

― Από δω, είπε σιγανά.

Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό.

            Πάλι:

― Από δω είναι το βουνό μας.

Τότε όλοι σήκωσαν τα μάτια, το κοίταξαν. Στέρεη γραμμή, γυμνή, ατάραχη.

Ολοένα το βράδυ ερχόταν. Βάδιζαν σιωπηλοί. Μπροστά η αδερφή της Θήβας, πίσω τα πρόσωπα της Θράκης, τα πρόσωπα της Καστοριάς. Πλησίαζαν το βουνό. Στους βράχους του, στα φαράγγια του κάποτε είχε ακουστεί η σπαραχτική κραυγή. Ο τυφλωμένος Οιδίποδας πορευόταν για τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας χάθηκε. Όμως ο θρήνος μένει στο βουνό δεμένος με τους βράχους. Περιμένει.

 

 

αρχή