ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ


 

Πληροφορίες για τον Γιάννη Βλαχογιάννης εδώ

 

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Η ΕΞΟΔΟ

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ…

ΤΟ ΣΚΛΑΒΟΠΟΥΛΟ

ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ

ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

TO ΣΟΥΛΙ

ΤΟ ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ

Η ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΑ

Η ΧΑΪΔΩ

ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ

ΣΤΑ ΖΑΛΟΓΚΑ

ΓΡΙΑ ΣΟΥΛIΩΤΙΣΣΑ

ΧΗΡΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ

ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΚΙ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

Ο ΓΕΡΟΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

ΤΟ ΣΟΥΛΙ

Τ’ ΑΡΜΑΤΑ

ΤΟΥ ΑΡΜΑΤΟΛΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΣ

ΓΙΑ Τ' ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ

ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ

ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ

ΠΡΩΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

ΤΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

Τ' ΑΡΜΑΤΑ

ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

ΟΧΤΡΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ

ΑΡΑΧΟΒΑ

Ο ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

Ο ΧΑΡΟΚΟΠΟΣ

ΚΑΤΑΡΑ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΚΑΝΑΡΗΣ

ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ Η ΠΛΗΡΩΜΗ

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

ΚΑΚΟΣΗΜΑΔIΕΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΑΣ

 

ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Η ΕΞΟΔΟ

 

Το Μεσολόγγι τώρα ετοιμάζεται να βγει με το σπαθί. Τοιμάζεται κι η χήρα Μάνθα, η Μεσολογγίτισσα να βγει κι αυτή. Ο Τούρκος αν νικήθηκε χίλιες φορές, της πείνας το θεριό είν’ ανίκητο. Έτσι ο λαός μαζί με τη Φρουρά πήρανε την απόφαση. Κι απόψε…

Νύχτα, σκοτάδι. Η χήρα στα τυφλά ψηλαφώντας ήβρε το δέμα με τα ρούχα τ’ άχαρα του μακαρίτη αντρός της. Η μπόμπα η τούρκικη τον έκοψε στα δυο, μόλις άρχιζε η πολιορκία. Κι αυτό μοναχά; Το βόλι, το σπαθί, της αρρώστιας η οργή, της πείνας η κατάρα θέρισαν κάθε δικό της, γύρω της.

Έρημη η χήρα, έρημη με την Ανθή την κόρη της, εφτά χρονών μικρούλα κι άρρωστη, στα βάσανα μπασμένη, από την πείνα αγνώριστη, φάντασμα ζωντανό κι ήμερο και ιλαρό, σαν άλλου κόσμου πλάσμα.

Η χήρα ντυμένη βρίσκεται με τη στολή, τη λεβέντικη και τη ματόβαφη τ’ αντρός της. Τη φύλαγε σαν άγιο λείψανο τόσον καιρό. Και τώρα πόσα γέλια θ’ άκουγε, μέρα έτσι να την έβλεπε κανείς! Τόσο είν’ άχαρη και τόσο κωμική. Κι έχει στη μέση της ζωσμένο το σπαθί. Και πρέπει να ’ναι τόσο τρομερή κι η όψη κι η ματιά της, που θα ’διωχνε ακόμη και του χωρατού τον ίσκιο από μπροστά της. Κι είναι τόσες άλλες, χήρες είτε ανύπαντρες, νιες και γριές, αντροντυμένες, έτοιμες να βγουν απόψε…

Την κόρη της σηκώνει από το στρώμα. Το χάδι της καρδιάς τραχύ της βγαίνει από το λαιμό. Μοιάζει σαν προσταγή και σα φοβέρα. Τη σέρνει από το χέρι, της κρυφομιλεί, μα στην αγκαλιά να τη σηκώσει δεν μπορεί. Τέτοια δύναμη κι η μάνα δεν την έχει!

Τραβούν αργά το δρόμο κατά τα προχώματα μαζί με τ’ άλλο ρέμα του κόσμου, που τραβά. Ζυγώνει η ώρα! Κανένας δε φωνάζει, κι όμως μια σύσμιχτη βοή ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Η χήρα σκύβει για στερνή φορά, κι άγρια και βραχνερά την άμοιρη μικρούλα θέλει να ορμηνέψει

― Ανθή μου, Ανθή, Ανθίτσα μου, εδώ που θα κινήσουμε, σφιχτά να μου κρατείς τη φουστανέλα. Τίποτ’ άλλο να μη βλέπεις και να μην ακούς! Τη φουστανέλα να μη χάσεις από τα χέρια σου! Ανθή μου, Ανθίτσα μου… Εδώ που πάμε, για να σε γλιτώσω, πρέπει να χτυπώ με το σπαθί, μ’ ό,τι μπορώ. Δε θα ’χω όλο το νου μου απάνω σου. Βαστάξου εσύ με τα χεράκια σου, με την καρδιά σου! Πιάσου…

Και κινήσανε. Μες στη θεοποντή που ανοίγαν και περνούσανε, χωρίς να γύρει πίσω, κάποτε ρωτούσε η χήρα:

― Πού είσαι, Ανθή;

― Εδώ είμαι, μάνα.

Μα κάποτε, και κει που πλάκωσε το κύμα το τρανό, και σάρωσε και σαρώθηκε, η χήρα ξέχασε την Ανθή, για μόνη μια στιγμή· ξέχασε και να τη ρωτήσει Κι άμα βρέθηκε σε μια βρουλιά κρυμμένη και πήρε αναπνοή, τότε είδε πως έλειπε η Ανθή της.

Δεν άργησε ύστερα στη μάχη απάνω να βρεθεί. Τότε γύρισε στον εαυτό της. Τότε ξύπνησε της θυγατέρας ο καημός μες στην καρδιά της.

― Ανθή!

Φώναξε και πάλι φώναξε.

― Ανθή! Ανθίτσα!

Του κάκου! Η Ανθίτσα πάει πια! Πάει και το Μεσολόγγι!

 

Σημ. του συγγραφέα

Δύσκολο, πολύ δύσκολο για κάθε συγγραφέα να περιγράψει ποιητικά ένα τόσο μεγάλο και τόσο ψηλό θέμα καθώς η Έξοδο του Μεσολογγιού. Και πόσο δυσκολότερο σε μια ιστορίτσα να κλείσει κανείς μια τόσο πλατιά εικόνα! Ο συγγραφέας εδώ αφήνοντας τα πολλά λόγια, προτίμησε να πάρει ένα απλό επεισόδιο, δυο αδύνατα πλάσματα, που κάνουν κι αυτά την Έξοδό τους μαζί με την τρομερή Φρουρά και τις χιλιάδες τ' άλλα γυναικόπαιδα, που χαθήκανε τα περισσότερα, σκοτωμένα ή σκλαβωμένα, εκεί που ζητούσανε να περάσουν ανάμεσα στους Τούρκους. Στο Μεσολόγγι θυμόνται ακόμα κάποιες γυναίκες που ζούσαν, και βγήκανε ντυμένες αντρικά και πολεμώντας με το σπαθί στο χέρι.

ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ…

 

― Παππού, σήκου, παππούλη! Σήμερα είναι μέρα πίσημη! Τι φυλάς το στρώμα και βογκάς; Όλο βογκάς, κι όλο μαλώνεις ― σώνει πια! Έβγα να ιδείς! Έλα ν' αλλάξεις και να βγεις στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα ― Σάββατο Λαζάρου!

Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, έφυγε κιόλα. Το ‘ξερε ο παππούς πως ήταν η τρανή Παραμονή, της Έξοδος η μέρα. Αχ, τέτοια μέρα δε θα ξαναρθεί ― μήτε ο Θεός να δώσει! Το ‘ξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από νύχτες συλλογιότανε. Ο πονεμένος νους του σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και την περίμενε τη μέρα αυτή, σα να ‘τανε να ‘ρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά―του κάκου!

Μα του μικρού τ’ αγγόνου οι χαρωπές φωνές του ξάφνισαν το νου. Και κει, να πάλι το τρελόπαιδο μπροστά του! Άφησε τις τρεχάλες για να ξαναρθεί και να του γίνει πειρασμός και πάλι.

― Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου γίνεις αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά!

― Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ άσε με να σήπωμαι...

― Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο!

Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο δρόμο, κρυφή τρεμούλα του ‘χυσε στα σωτικά· ο νους του σάλεψε άξαφνα.

― Έφτασα! Τ' άρματά μου!

Ορθός τινάχτηκε, σαν παλικάρι. Ανάλλαγος, ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.

Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα να ζητεί. Το κανόνι και το ντουφέκι γεμίζει όλη τη χώρα μ' αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ' άρματα κρατούν―και ρίχνουν!

Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να ζωντανέψει πάλι τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να ιδεί πώς ήτανε ― κι ο γέρος πάει να το πιστέψει.

Βρίσκεται με τ’ αγγόνι στης λιτανείας την ουρά, κι ακολουθούνε, Τέλος στους Τάφους έφτασαν. Εκεί χιλιάδες μαζωμένοι στέκονται κι ακούν έναν που βγάνει λόγο· μα ο λόγος είν' ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί ― σαν κάτι φαίνεται να καρτερεί.

― Ωρέ, δεν ήταν έτσι! κράζει με δυνατή φωνή.

Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί. Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και τραγουδεί. Λέει το τραγούδι το θλιμμένο, το μοιρολόγι του Μεσολογγιού.

Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα και δε μιλεί. Τέλος κόπηκε το τραγούδι.

― Να, ωρέ, έτσι ήτανε!

Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του και στον καημό του.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ο μικρός ο μαθητής, έτοιμος σε κάθε ωραίον ενθουσιασμό κατά την ηλικία του, αφού μάλιστα τόσα άκουσε και τόσα έμαθε για τη Μεγάλη Πολιορκία, βιάζεται να παρασταθεί και πάλι, όπως κάθε χρόνο, στο πατριωτικό πανηγύρι του Μεσολογγιού, και τρέχει να ιδεί τη μεγαλόπρεπη πομπή και ν' ακούσει τους λόγους των ρητόρων. Ο γέρος όμως δε θέλει πομπές και λόγια. Αυτά του φαίνονται κατώτερα από κείνα που είδε αυτός αληθινά κι άκουσε με τ' αφτιά του στη Μεγάλη Μέρα. Άξαφνα όμως ακούει το απλό τραγούδι του Μεσολογγιού, που περιγράφει την Έξοδο·

 

Θέλτε ν’ ακούστε κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια,

περάστε από το Κάρελι, το δόλιο Μεσολόγγι…

 

Κι ο πόνος αυτού του τραγουδιού βρίσκει τέτοιον πιστόν αντίλαλο στον πόνο του αγωνιστή του γέρου, που τον κάνει να πει: «Έτσι ήτανε...». Μ' άλλα λόγια: να, έτσι όπως το λέει το απλό και σύντομο τραγούδι με τη σπαραχτική του μουσική, έτσι ήταν η Έξοδο, κι όχι όπως τα λόγια των ρητόρων κι οι πομπές κι οι κρότοι. Και βέβαια, όποιος αξιώθηκε να ιδεί κάτι μεγάλο, την περιγραφή του θα τη βρει πολύ κατώτερη από την αλήθεια.

 

ΤΟ ΣΚΛΑΒΟΠΟΥΛΟ

 

Στ’ ακρολίμανο το χαμηλό είχε συντρέξει της χώρας το γυναικομάνι ανήσυχο. Το καΐκι πια είχε αράξει, και τα σκλαβόπουλα που γύριζαν απ’ την Αραπιά ξαγορασμένα, τα ‘χανε πάρει κι έφυγαν πασίχαρες οι μάνες τους, χήρες οι περισσότερες.

Ήταν πολλές όμως εκεί, που πρόσμεναν ακόμα. Και το πλεούμενο είχε αδειάσει το ζωντανό του φόρτωμα. Ένα παιδί μονάχα, πέντ' έξι χρονών αγόρι παχουλό, που το καλόθρεψε η σκλαβιά, περίσσευε· κι αυτό το σήκωσε στην αγκαλιά του ο καπετάνιος και τ’ απίθωσε στο χώμα.

Σαν πεινασμένες καρακάξες το τριγύρισαν οι άμοιρες γυναίκες. Το ψηλαφούσαν και το τάραζαν. Κουρέλι σα να ‘ταν το τραβούσαν. Το πνίγανε με τα ρωτήματά τους.

― Χάνετε τον κόπο σας, είπε ο καπετάνιος. Μην το πολυπειράζετε, γιατ' είν’ εύκολο στα κλάματα. Θα το ‘χε χαϊδεμένο η κυρά του, το μπεγόπουλο. Ξέχασε και τη γλώσσα του· αράπικα μονάχα ξέρει κάτι τι.

― Μα να ‘ναι Μεσολογγιτάκι τάχα; ρώτησε ένας απ’ τους άντρες που παραστέκανε σ' αυτή τη θλιβερή σκηνή.

― Αυτό είναι βέβαιο. Έτσι μου το παραδώσανε στην Πάτρα, που το φέρανε μαζί με τ' άλλα. Το λένε Γιώργο μάλιστα.

Στ' άκουσμα το τελευταίο μια γυναίκα, που καθισμένη παραπέρα αμέτοχη κοίταζε βλοσυρά, μα τίποτα δεν καταλάβαινε, τινάχτηκε προς το γυναικείον κύκλο. Άνοιξε τόπο, κι άρπαξε από τα δυο χέρια το παιδάκι. Γονάτισε μπροστά του.

― Γιώργο, Γιώργο μου... φώναξε βραχνά... είν' ο Γιώργος μου! είναι τα χρόνια του τα μάτια του, όλα τα σημάδια είναι δικά του... Καρδιά μου, μίλα μου. Ποιο είναι τ’ όνομά σου;

― Γιώργος είπα, φώναξε πάλι ο καπετάνιος. Κοτζάμ Γιώργαρος κει πέρα!

― Γιώργος ήτανε και το δικό μου το παιδί! φώναξε μια γυναίκα μέσ' από τις άλλες. Μπορεί να ‘ναι και το δικό μου...

Άρχισαν όλες να μαλώνουν και να θορυβούνε.

― Μικρό μου, χάιδι μου, έλεγε η πρώτη, πάντα γονατιστή και παρακαλεστή, μίλα μου, άνοιξε το στοματάκι σου... θυμήσου που μ' έλεγες θεια, γιατί άκουγες το μεγαλύτερο το ξαδερφάκι σου, και μάνα έλεγες τη θεια σου.

― Θεια... θεια, το μικράκι άρχισε να συλλαβίζει.

Και ξέσπασε στα κλάματα.

― Είναι το παιδί μου! Γνώρισε τη μάνα του!

Ορθή, κι άγρια τ' άρπαξε στην αγκαλιά της κι έσκισε τον κόσμο· κι έφυγε με το λάφυρό της. Και κανένας δεν τόλμησε να της αντισταθεί.

 

Σημ. του συγγραφέα

Πολλά από τα σκλαβωμένα παιδάκια του Μεσολογγιού που τα ‘χαν πάρει μαζί τους οι Αραπάδες του Ιμπραήμ πασά στην Αίγυπτο, όταν έπεσε το Μεσολόγγι, φρόντισε ο Κυβερνήτης Καποδίστριας με μέσα δυνατά και με πολλά χρήματα, και τα λευτέρωσε. ―Πρόσεξε και στον τρόπο που αναγνωρίζει η μάνα παιδί. Το παιδί ήτανε συνηθισμένο να λέει τη μάνα του θεια και τη θεια του μάνα, γιατί έτσι άκουγε το ξαδερφάκι του να λέει. Και τα μικρά μιμούνται τα μεγαλύτερά τους σ’ όλα.

 

ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΟΣ

 

Ο ξένος νύχτα έμπαινε στη χώρα. Τα φώτα ακόμα γεμίζανε την αγορά· κι ο δρόμος άδειος, γιατί ο κόσμος είχε τραβηχτεί, δεχότανε το κουρασμένο βήμα το συρτό του γέρου. Στο σταυροδρόμι δίστασε για μια στιγμή, και μπήκε σ’ ένα καφενείο. Ένας μονάχα εκεί πελάτης κάπνιζε το ναργιλέ του. Γέρος κι αυτός, στου μαγαζιού το βάθος καθισμένος, τίποτα δεν πρόσεχε.

Κάθισε ο ξένος άσειστος, στον καναπέ σωρός. Τέλος ο καφετζής βγήκε από κάπου· είδε τον άγνωστο, κι αργός, αδιάφορος πήγε κοντά του.

― Από πού, ψυχοπατέρα; Θέλεις μαστίχα; ρώτησε.

― Από μακριά πολύ, παιδί μου.

― Φαίνεσαι τουρκομερίτης...

Ο γέρος κοντοστάθηκε.

― Όχι, είμ' από δω, είπε τέλος.

― Μεσολογγίτης είσαι; Πώς σε λένε; Θα λείπεις πολλά χρόνια από δωπέρα...

― Δε με γνωρίζεις; είπε ο γέρος.

Και τα μάτια του στυλώνονταν ακίνητα.

― Πώς να σε γνωρίζω, χριστιανέ; Όχι που είμαι ξένος κι εγώ, φερτός σ' αυτό τον τόπο, αλλά πού να σε ξέρω; Πόσα χρόνια λείπεις από δω;

― Πενήντα χρόνια...

Ο καφετζής γέλασε δυνατά. Γύρισε κατά τον άλλο γέρο με το ναργιλέ και φώναξε·

― Δεν ακούς εδώ τι γίνεται, γέρο Μάνθο; Έλα σιμότερα. Να ένας Μεσολογγίτης, που λείπει πενήντα χρόνια από τον τόπο του!

Ο Μάνθος ξύπνησε από τ' όνειρό του. Ορθός, και με το ναργιλέ στο χέρι ήρθε κοντά και κοίταξε τον ξένο με θολή ματιά.

― Ποιος είσαι; τονέ ρώτησε.

― Ποιος ζει από τους Χαϊδούληδες;

―Απ’ τους Χαϊδούληδες;... κανείς... γιατί ρωτάς; Ο Γιώργος ο Χαϊδούλης χάθηκε στην Έξοδο. Ήταν αγαπημένος μου... Θιος σχωρέσ’ τονε. Τ’ άλλα τ’ αδέρφια πέθαναν. Ο Μήτρος ζούσε ίσα με πέρσι. Ρήμαξε το σπίτι τους...

Ο ξένος αναστέναξε βαθιά. Κάτι είπε, κι αναδάκρυσε.

― Ποιος είσαι; ο Μάνθος ξαναρώτησε.

...Μάνθο Αυγέρη, με γνωρίζεις; είπε ο γέρος.

Έκαμε να σηκωθεί και ξανάπεσε.

― Ποιος είσαι, ωρέ; ο Μάνθος ξαναρώτησε άγρια. Και τώρα ξύπναγε από του ναργιλέ τη ζάλη.

― Ο Γιώργος ο Χαϊδούλης…

Ο ναργιλές έφυγε απ’ τα χέρια του γερο-Μάνθου και συντρίφτηκε. Ο ίδιος έκαμε να πέσει.

― Ωρέ, είπε, ζεις ή πέθανες; Εσύ δε χάθηκες στην Έξοδο; Μαζί δεν ήμαστε; Δος μου σημάδια ξάστερα!

― Κει που πηγαίναμε να βγούμε, θυμάσαι, με το «πίσω» χωριστήκαμε. Δε μ' άκουσες εσύ, καλότυχε, και τράβηξες ομπρός. Και γύρισα και ξαναμπήκα με τους άλλους. Κλειστήκαμε στον Ανεμόμυλο. Δυο μέρες πολεμήσαμε· την τρίτη νύχτα βγήκαμε καμπόσοι. Και μας πιάσανε στη λίμνη... Σκλάβο με κρατήσανε στην Αραπιά... και τώρα γύρισα...

Τα δυο γερόντια αγκαλιασμένα κλαίγανε. Κόσμος πολύς συνάχτηκε. Τονέ σηκώσανε το Γιώργο και τον πήγανε στων Χαϊδούληδων το ρημόσπιτο.

Εκεί, σ' ένα παλιόστρωμα πεσμένος, έβλεπε τον κόσμο που μπαινόβγαινε. Κι έλεγε τα βάσανά του, και παραμιλούσε κάποτε.

 

Σημ. του συγγραφέα

Πόσοι σκλαβωμένοι από το Μεσολόγγι κι άλλα μέρη της Ελλάδας γύρισαν πίσω, ύστερ’ από πολλά χρόνια, ενώ τους θαρρούσε όλος ο κόσμος πεθαμένους, ή χαμένους για πάντα!

 

ΤΟΥ ΑΓΩΝΙΣΤΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

― Παιδιά, τα συχαρίκια μου!

Φώναξε από τη θύρα, πριν ακόμα μπει στο καφενείο το λιγοσύχναστο της γειτονιάς, ο Γιάννης ο Λογάς, που δεν άφηνε κίσσα στο κλαρί ακορόιδευτη.

― Πέθανε ο γέρο Χιονιάς!

Οι λίγοι που χαρτόπαιζαν, κι οι άλλοι που παράστεκαν, κι ο καφετζής ο ίδιος, που τον έφαγαν οι ξένες έγνοιες, όλοι τιναχτήκανε με μια φωνή, που έδειχνε πιο ξάφνισμα χαρούμενο, παρά λυπητερό.

― Τον κακομοίρη το Χιονιά! Κρίμα στα κατομμύρια!

― Πάει κι η σύνταξη που περίμενε απ' το βασιλιά. Πώς πέθανε;

― Στον ύπνο του κάτι του ‘ρθε. Τον πλάκωσαν τα κατομμύρια… όλο για το θησαυρό που θα ‘βρισκε παραλογούσε. Πέθανε μ’ αυτή την πετριά.

Τότε άξαφνα φάνηκε στη θύρα ο γείτονας, ο πίτροπος της εκκλησιάς. Κάτι θ' άρπαξε τ' αφτί του και τους κοίταξε όλους αυστηρά. Στο χέρι του βαστούσε ένα δισκάκι σταυρωμένο με δυο ψιλά κεριά και με λιβάνι σκόρπιο ανάμεσα. Πήρε σειρά τα τραπέζια κι έριχνε κι από κανένα λόγο.

― Λεημοσύνη, χριστιανοί, για τον Αγωνιστή. Πέθανε ο γέρο Χιονιάς... στην ψάθα πάνου πέθανε. Κατοχρονίτης και πολυβασανισμένος. Οι πληγές του ―όπου έκανε να σκύψει και μια πληγή ξετρύπωνε απ’ τα κουρέλια του. Με το σιδερένιο το παράσημο, ζητιάνευε. Όλο τη σύνταξη ‘νειρεύονταν, όλο αναφορές έστελνε στην κυβέρνηση. Μεθούσε, ο συχωρεμένος, για να σβήνει τα φαρμάκια του· κατάντησε τρελός. Έβλεπε τα νιάτα του, τα καλοπερασμένα· θησαυρούς ‘νειρεύονταν ―αυτό γελούσατε; Είχε κάποιο δίκιο μες στην τρέλα του ―κάτι ξέρω εγώ γι' αυτό.

―Τώρα θα μας αφήσει και μας ήσυχους. Δε θα ‘χουμε με ποιονε να γελάμε. Πάει κι η σύνταξη, πάνε κι οι κρυμμένοι θησαυροί! Πάει ο γέρο Χιονιάς, που μας γλεντούσε με τις φαντασιές του. Νηστικός, χαροκοπούσε τους χορτάτους. Πεθαμένος, θα μας χαρατσώσει τώρα... Λεημοσύνη για το θάνατό του!

Κι ο πίτροπος πικρογελούσε κι αυτός μέσα στη λύπη για το γερο-φίλο του.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ύστερ' από τον Ιερόν Αγώνα χιλιάδες αγωνιστές πεθάνανε στην ψάθα, και πολλοί σακάτηδες φτάσανε να ζητιανεύουν. Ο συγγραφέας εδώ θέλει να παραστήσει τον πόνο τον εθνικό για τη δυστυχία που είχαν καταντήσει τότε οι ελευθερωτές της Πατρίδας.

 

Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ

 

Ο κυρ-Άγγελος, ο γάιδαρος του μυλωνά του γερο-Παντελιού, βρέθηκε κι αυτός μαζί με τον αφέντη του στο Μεσολόγγι, όταν άρχισε η πολιορκία.

Σαν όλοι οι πολιορκημένοι, που μ’ αγόγγυστη καρδιά καθένας έκανε ό,τι παραγγέλνονταν, έτσι κι ο κυρ-Άγγελος, στρατιώτης ταπεινός, κι απ’ όλους ο ύστερος, ποτέ δεν έλειψε από το βαρύ το έργο, που ‘πεσε στο μερδικό του, και του ταίριαζε στο φυσικό.

Είχε δεν είχε ακόλουθο το γερο-Παντελιό, έπρεπε αυτός να κουβαλήσει τ' άλεσμα απ’ τον Ανεμόμυλο στους φούρνους και να χαιρετήσει και ν' αντιχαιρετηθεί στο δρόμο απ’ τα μπουλούκια τα πολεμικά.

Αδείλιαστος, που είναι και λίγο να τον πει κανείς, αφρόντιστος σαν ήρωας που ο ίδιος δεν το ξέρει, άμα δεν είχε να δουλέψει, έπιανε τη θέση του δώθε από το μύλο στην ακρολιμνιά, κι αγνάντευε το πέλαγο, τριγυρισμένο τελευταία από τα τούρκικα καράβια και καΐκια.

Ο αγώνας τότε όλο και χειρότερα τραβούσε. Τα κανόνια πολλές φορές σημάδευαν και τον κυρ-Άγγελο. Τις σφαίρες όμως και τις μπόμπες αυτός δεν τις ψηφούσε, κι ας χορεύανε τριγύρω του.

Τη νύχτα συνέβηκε πολλές φορές ένα παράξενο. Άμα οι Τούρκοι τοιμαζόντανε για έφοδο, το ‘ξερε αυτό ο κυρ-Άγγελος. Το ‘ξερε, και το διαλαλούσε! Η σάλπιγγά του χτύπαγε τους κουρασμένους, που λαγοκοιμόνταν· και ξυπνούσαν, κι άρχιζαν τον πόλεμο. Τότε σώπαινε ο κυρ-Άγγελος. Τραγική ήταν η σιωπή του, όσο κι η κραυγή του γαύρη.

Τέλος ο κυρ-Άγγελος άμα ξεφώνιζε, ήταν η ώρα του πολέμου. Το ‘ξεραν οι πολεμιστές αυτό. Κι όσο η πείνα, κι όσο ο πόλεμος θέριευε τους ανθρώπους, τόσο κι ο κυρ-Άγγελος γίνονταν αλλιώτικος, ανθρωπινός, ακόμα κι υπεράνθρωπος. Είχε καταντήσει αδύνατος σα φάντασμα, ίσκιος καρτερικός κι ανίκητος, ίδιο το πνέμα της αλύγιστης φρουράς, που χαρομαχούσε, και δεν παραδινότανε.

Μια νύχτα, από τις τελευταίες εκείνες, η κραυγή του κυρ-Άγγελου πια δεν ακούστηκε, άξαφνα. Το ρέκασμά του το πολεμικό, από φοβέρες χιλιάδες καμωμένο, το ξέσυρμά του το στριγκό έσβησε για πάντα. Ο γάιδαρος σφάχτηκε και φαγώθηκε από τους πεινασμένους. Δεν είχε πια να μοιράσει άλεσμα, και δεν είχε μήτε ο ίδιος τι να φάει. Και φαγώθηκε. Αυτό ήταν το χαμπέρι το πρωινό, και το πικρότερο. Τότε βαρυθύμησε η φρουρά, πρώτη φορά, σα να νικήθηκε.

Έπειτα ήρθε της Έξοδος η ώρα. Ο γερο-Παντελιός μάζεψε τα κόκαλα του φίλου του και τα ‘χωσε στον Ανεμόμυλο, να μην τα βρουν οι Τούρκοι. Κι όσοι ήτανε να περάσουν, πέρασαν και γλίτωσαν. Κι όσοι γύρισαν πίσω, και κλειστήκανε στον Ανεμόμυλο, βάλανε φωτιά και πήγανε στον αέρα. Τότε και τα κόκαλα του κυρ-Άγγελου ανεβήκανε στον ουρανό.

 

Σημ. του συγγραφέα

Η μικρή αυτή ιστορία είναι μια παιγνιδιάρα πινελιά πάνου στη μεγάλη ζωγραφιά της Πολιορκίας του Μεσολογγιού. Μας δείχνει πως κι ένα ταπεινό ζώο υψώνεται κι ηρωίζεται μέσα σε μια ηρωική σκηνή, και πως ένα αστείο επεισόδιο παίρνει δραματικό χαραχτήρα όταν το όλο περιβάλλον είναι δραματικό.

 

TO ΣΟΥΛΙ

ΤΟ ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟ

 

― Άντρα, ο γιος μας πια μεγάλωσε· τρέχει στα δεκαπέντε. Κι είν' απρόφταστος. Διψάει στον πόλεμο να ‘ρθεί. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ μου κλαίγεται το παλικάρι μου. Μπροστά σου, από ντροπή, κρατιέται και σωπαίνει. Όμως κάθε φορά που ξεκινάς, αυτό σπαράζει. Και πέφτει στην αγκαλιά μου και δέρνεται, σα να βυζαίνει ακόμα και σα να του αρνιόμαι το βυζί. Και φοβερίζει να κλέψει το καριοφίλι του παππού του, τ' άγγιχτο, κατά το λόγο σου, απ’ τον καιρό που τον έφαγε το βόλι το πικρό, και κείνον. Και θα πάει μοναχός του να κάμει με τους Τούρκους πόλεμο. Κι ο φόβος ο δικός σου μοναχά τονέ τρομάζει· αλλιώς, ποιος ξέρει τι θ' αποκοτούσε. Χάρη θα σου το γνωρίζω κι εγώ, κι αυτός θα είναι υποταγμένος σου, και δε θα σε βαρύνει. Στη θέλησή σου θα είναι πρόθυμος, σα σκλάβος σου. Έτσι μοναχά θα γλιτώσω από τις κλάψες του. Πάρ' τονε μαζί σου!

Η μάνα, η αμαζόνα, βλέπει το γέρο της παρακαλεστικά. Και κάποτε διανεύει πονηρά του γιου της. Αυτός σκυμμένο το κεφάλι του κρατεί. Και κρύβει την παρθενική την ταραχή του απ’ τη ματιά του γέρου, που αυστηρά τονέ θωρεί και δε μιλάει.

Και την αυγή το παλικάρι τ' άγουρο, με το ντουφέκι το βαρύ στον ώμο, με τ' αλαφρό το πάτημα, με το χαρούμενο το καρδιοχτύπι και με το φτερούγιασμα του νου, ακολουθεί το γέρο τον πολεμιστή και τον πολύπειρο. Κι ο πόλεμος αρχίζει. Και τ' άγριο το φαράγγι τον αντιλαλεί.

Ο γέρος τώρα δίνει όλο το νου του στο παιδί, και λησμονεί τον πόλεμο. Και μιλεί στο παλικάρι τ’ άπηχτο και τ’ οδηγάει.

― Εδώ, του λέει, που σ’ έφερα, δε θέλω να καμαρώσω την παλικαριά σου. Δείξε την άμα έρθει η ώρα σου. Όμως αψύς μου φαίνεσαι. Το αίμα σου δεν κρύβεται· κρατάει από πηγή τρελή ― τώρα θ’ ακούς! Να το κοτρόνι. Κρύβε τα ζερβά σου. Ο δέξιος ο άγκωνάς σου μην ξεπροβάλλει! Το ντουφέκι έτσι δεν το κρατούν― να, έτσι! Και δε δίνουν πρόσωπο γιομάτο στο σημάδεμα. Ο Αρβανίτης εκεί παραφυλάει. Και σου παίρνει και την τρίχα σου ― σκύψε ακόμα, παλαβέ! Αητός το μάτι σου! Αγρίκησες; Άδειο ακόμα το ντουφέκι σου; Κι ορθός ο λύκος του; Χαρά στον τον οχτρό σου αντίκρυ, που σε σκιάζεται! Έτοιμος; Το νου σου!

Όμως του κάκου οι πατρικές οι συβουλές! Παράφορο το Σουλιωτόπουλο, με το πρώτο κίνημά του, πριν ακόμα ρίξει την πρώτη ντουφεκιά, δείχνει το πρόσωπο άσκεπο στον Αρβανίτη. Και δέχεται το βόλι στο μεσόφρυδο.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ο μικρός αναγνώστης πρέπει να προσέξει στο σεβασμό που είχανε τα Σουλιωτόπουλα προς τον πατέρα, μάλιστα κάτι περισσότερο από σεβασμό, φόβο. Κι από τ' άλλο μέρος να καταλάβει πως η αγάπη του πατέρα και της μάνας στο παιδί δεν είχε τίποτ' από τα χάδια τα τρυφερά κι από τις βαρετές φροντίδες που χαλούν το χαραχτήρα των καλομαθημένων παιδιών της τωρινής μας κοινωνίας. Οι Σουλιώτες όλοι, μεγάλοι και μικροί, άντρες και γυναίκες, πηγαίνανε στον πόλεμο ή βοηθούσαν ο καθένας με τον τρόπο του· έτσι τα παιδιά πολύ πρώιμα γινόνταν άντρες.

 

Η ΣΟΥΛΙΩΤΟΠΟΥΛΑ

 

Στης μάχης τον καπνό, που πνίγει το λαγκάδι, ο Σουλιώτης όλα τα ‘χει λησμονήσει, πείνα και δίψα. Και το Σούλι πέφτει ξέμακρα, και σα λησμονημένο είναι και κείνο, τ' άχαρο.

Και κει που πολεμάει το παλικάρι, αγλύκαντο, μέρα και νύχτα, ακούει μια γνώριμη φωνή, που τον ξυπνάει. Λοιπόν το Σούλι δε χάθηκε, και ζει; Κι ήταν η Λάμπη, η αδερφή του νιου.

― Τι καλά μου φέρνεις, ωρή Λάμπη:

― Ζεστή κουλούρα, ωρ' αδερφέ, που σου τη ζύμωσα με τα χεράκια μου, κι η μάνα την έψησε στην αθρακιά, μονάχη. Έλα να φας μια ψίχα, και να ξαποστάσεις.

― Δε μπορώ, καημένη, να παρατήσω το ντουφέκι...

― Αυτό είν' η συλλογή σου, Νάση; Έρχομαι ‘γω και σου κρατώ τον τόπο σου... Να, σου ‘στρωσα! Και δος μου το ντουφέκι.

Χαμογελάει ο αδερφός, ο καπνισμένος. Και δεν έχει ανάγκη να μάθει την κορασιά πώς πιάνουν το ντουφέκι. Ο πόλεμος βαστούσε πάντα. Με χέρι σταθερό γιόμιζε κείνη και σημάδευε. Κι ο αδερφός της παραπέρα έτρωγε ήσυχος, και μοναχά την πείνα του άκουγε τη θεριεμένη μέσα του.

Κι ο πόλεμος βαστούσε. Και κει ένα βόλι ήρθε και πέτυχε κατάστηθα την κορασιά. Κι αυτή έκανε καρδιά και δε μιλούσε. Το αίμα πλημμύριζε τον κόρφο της. Η Λάμπη σημάδευε και ντουφεκούσε.

―Έφαγες, Νάση;

― Κοντεύω, ακόμα λίγο, Λάμπη.

Η κόρη ξαναρώτησε δεύτερα και τρίτα. Και τότε μ’ ένα πήδημα το παλικάρι βρέθηκε κοντά της. Άρπαξε το ντουφέκι, κι ήσυχο καθώς είχε τραβηχτεί, ξανάρχισε τον πόλεμο.

Αμίλητη η Σουλιωτοπούλα πήγε παραπίσω κ έπεσε.

Κι ο πόλεμος βαστούσε.

 

Σημ. του συγγραφέα

Πρόσεξε στ’ άγιο αίσθημα της φιλαδελφείας που είχαν οι Σουλιωτοπούλες εκείνον τον καιρό. Πώς λέει και το δημοτικό τραγούδι:

 

Ποιος ήταν οπού το ‘λεγε πως δεν πονούν τ' αδέρφια;

Τ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά όσο ν’ ανταμωθούνε…

 

Κοίταξε ακόμα, πως εκεί που πάει η κόρη να βοηθήσει το βασανισμένον αδερφό της, φέρνει μαζί με την κουλούρα και της μάνας την αγάπη, και την ευκή. Και σκέψου τώρα, πως αν οι σημερινές κοινωνικές ανάγκες και τα πολλά λεύτερα επαγγέλματα υποχρεώνουν τ' αγόρι και το κορίτσι να ξεκόβουν απ’ το σπίτι, το σπίτι όμως είναι σπίτι, άσυλο ιερό, που πρέπει κάθε ελληνόπουλο να το ‘χει δεύτερη εκκλησιά και σ' αυτή να προσκυνάει όσο ζει.

 

 

Η ΧΑΪΔΩ

 

Τρέμω σα συλλογίζομαι τη Χάιδω τη Σουλιωτοπούλα.

Δειλός στη θύμησή της, μοιάζω με τους Τούρκους που έτρεμαν και τ' όνομά της ίσα με του σπαθιού της τη λαβωματιά.

Θολή την έχω μπρος μου την παρθένα, ανταριασμένη κι άγνωρη, σαν τη μορφή τη χαλασμένη που δείχνει το λειψόγιομο φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα τρικυμιστό.

― Τι ήταν η Χάιδω, θεια; ρωτούσα την Πανάγιω, την παλιά Σουλιώτισσα.

― Η Χάιδω τι ήτανε; Μη με ρωτάς, δεν ξέρω! Δεν την έφτασα, έλεγε η θεια-Πανάγιω, κι έτρεμε το χείλος της. Ήτανε πλάσμα ανθρωπινό, ήτανε ξωτικό, κανείς δεν ξέρει. Κόρη, έτοιμη νυφούλα, όχι καμιά γριά. Κι όμορφη, σαν εικόνισμα! Μονάχα αυτό! Η μάνα μου τη γνώρισε, και δε μπορούσε άλλο να πει…

Και σώπαινε η Πανάγιω. Ύστερα ξανάρχιζε.

― Ποια ήταν του κορμιού της τα γνωρίσματα; Τα μάτια και τα χείλη της; Τα λόγια της και τα καμώματά της; Γέλασε ποτέ; Κι αγάπησε; Κανείς δε βρέθηκε να πει· κανείς δεν αποτόλμησε! Όλοι, Σουλιώτες και Σουλιώτισσες, ένα μονάχα ξέρανε, και τ' ορκιζόνταν: Η Χάιδω πήγαινε στον πόλεμο ολομόναχη! Κινούσε αθώρητη, ασυνόδευτη, και πήγαινε. Αντίκρυ οι Αρβανίτες, αφού μήνες κράτησαν τον πόλεμο, και σφίξανε στενά το Σούλι, άξαφνα δείλιασαν. Τους παίρναν οι Σουλιώτες άκοπα, με το ντουφέκι, όχι με το σπαθί. Συχνά τους βλέπανε να φεύγουν ακυνήγητοι, σαν τα ζαρκάδια που έχουνε το φόβο τους οχτρό μες στην καρδιά τους. Οι Σουλιώτες απορούσαν, κ ένιωθαν κι αυτοί μι' αλλόκοτη λαχτάρα μέσα τους. Φωνάζανε στους Τούρκους να γυρίσουνε.

― Σταθείτε να πολεμήσετε! Τι φεύγετε;

― Δε μας κυνηγάτε σεις, μας κυνηγάει η Χάιδω! έλεγαν. Και περιγράφανε μια φοβερή γυναίκα. Ήταν η Χάιδω. Κι όμως κανένας από τους Σουλιώτες δεν την έβλεπε. Το βράδυ άμα γυρίζανε στο Σούλι, η Χάιδω ήταν εκεί! Μοναχή κι αμίλητη· αγριωπή. Αγνώριστη, σα να ξεγύριζε απ’ αρρώστια φοβερή. Παραλλαγμένη, σα να ‘χε περάσει από δοκιμή θανατερή. Τέτοια ήταν η Χάιδω. Κάτι σαν άλλο πλάσμα παρ' ανθρωπινό (έλεγε η θεια-Πανάγιω). Και δεν είναι από τα λόγια μοναχά τα περασμένα που άκουσα και τη στοχάζομαι έτσι. Η ίδια η μάνα μου έλεγε συχνά·

― Η Χάιδω ήταν ένα φάντασμα, ίσως καμιά ψυχή τρισάγια, που ήρθε για να μας βοηθήσει, από τον ουρανό σταλτή. Κι ίσως η Παναγιά Παρθένα πήρε τη μορφή της. Τώρα όσο το συλλογίζομαι, και το πιστεύω πιο πολύ. Όμως και τότε που την είχαμε ολόσωμη μπροστά μας, που ζούσε και πολεμούσε για το Σούλι, και τότε κανείς δεν τηνέ νόμιζε τη Χάιδω αληθινή, με σάρκα κι αίμα. Η Χάιδω και ζωντανή, ήταν ένα φάντασμα θεόσταλτο!..

Τρέμω σα συλλογίζομαι τη Χάιδω τη Σουλιωτοπούλα!

 

Σημ. του συγγραφέα

Η περίφημη αυτή κόρη του Σουλιού είναι σχεδόν πρόσωπο μυθολογικό, γεμάτο μυστήριο, στην ιστορία τον Σουλιού. Φαίνεται πως ήτανε κόρη Τζαβελοπούλα. Τίποτ' άλλο δεν ξέρουμε. Σ' ένα μοναχά τραγούδι του λαού υπάρχει αυτός ο στίχος:

 

Σουλιωτισσώνε πόλεμο, λαβωματιά της Χάιδως.

 

Η στοματική παράδοση θέλει να πει πως η Χάιδω ήταν ένα θεόληπτο κορίτσι, είδος Jeanne d’ Arc του Σουλιού, και πήγαινε στον πόλεμο με τρόπο παράξενον, όπως κι η μικρή αυτή ιστορία θέλει να το παραστήσει. Αργότερα ο λαός του Σουλιού πίστευε πως στο πρόσωπο της Χάιδως κατέβαινε η Παναγία και πολεμούσε μαζί τους.

 

ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ

 

Νύχτα είχε σηκωθεί η Γιαννούσαινα. Ντύθηκε βιαστικά. Φωτιά δεν άναψε καθόλου. Έκαμε ένα σταυρό μονάχα κατά το εικονοστάσι, αφώτιστο.

Ο άντρας της είχε κι αυτός ξυπνήσει, και ντυνότανε. Με τ' άρματά του, αθώρητος, σάλευε στο σκοτάδι.

Έτοιμο ήταν, απ’ το βράδυ, το ταγάρι με τα μπαρουτόβολα και το ψωμί. Το ‘ριξε η γυναίκα ανάλαφρα στην πλάτη, και κινήσανε. Μπροστά του Ζέρβα η λεβεντόνυφη, του Ζάρπα κόρη, κι ο άντρας της από κοντά.

Στην άκρη του χωριού απαντήσανε και τ' άλλα παλικάρια, τα Σουλιώτικα. Ήτανε μαζί και κάμποσες γυναίκες. Και τώρα εμπρός! Δρόμο είχανε να πάρουνε πολύν, και να ξημερωθούνε στα Δερβίσανα.

Μέρες, βδομάδες οι Σουλιώτες κρατούσαν εκεί πέρα τον πόλεμο με του Αλήπασα τ' ασκέρι. Πόλεμο, μεροδούλι πια! Κι οι μαύροι οι μεροδουλευτάδες είχαν ανάγκη κι από λίγη ανάπαψη δεν ήταν καμωμένοι από πέτρα, οι μαύροι!

Μα να, τ' αδέρφια από το Σούλι νιόφερτα, θα πάρουνε τον τόπο τους ξαποσταμένα, κι αυτοί θα γείρουν πίσω στο χωριό.

Φτάσαν, κι ακόμα η νύχτα τους αγκάλιαζε. Πήραν οι άλλοι το δρόμο για το Σούλι ―κι η αυγή καλώς να ‘ρθει, κι οι Αρβανίτες!

Ξέρουν, κι η αυγή θα ‘ρθεί κι οι Αρβανίτες... Τα καριοφίλια ακουμπισμένα στα λιθάρια με τα στόματ’ ανοιχτά, προσμένουν. Τα σπαθιά γυμνά, στο χώμα ξαπλωμένα. Κι οι Σουλιώτες καρτερούν.

Ήσυχοι, σύντροφο έχουν την υπομονή. Ξέρουν, κι η αυγή θα ‘ρθεί κι οι Αρβανίτες. Η Γιαννούσαινα κόβει ψωμί, και τρώνε. Σπρώχνει τ' αγγειό με το νερό κατά τον άντρα της. Τονέ φροντίζει μ' έναν τρόπο, αμίλητη. Του στρώνει μαλακό το μετερίζι του. Στα χέρια του περνάει το καριοφίλι.

Αχνόφεγγο, και πέφτει η πρώτη ντουφέκια. Ο Γιαννούσας ρίχνει, κι η Γιαννούσαινα γιομίζει. Αυτό δε βάσταξε πολύ. Και κει που ο πόλεμος είχε ξανάψει, ακούστηκε φωνή·

― Γυναίκα, λαβώθηκα! είπε ο Γιαννούσας.

― Καρδιά, ωρέ Γιάννο, καρδιά λίγο και για το γιρούσι!

Άγρια η γυναίκα, του μιλεί σα να ‘καμε κακό· δειλός τάχα σα να ‘τανε τονέ μαλώνει. Μα ο Γιάννος άφωνος, ξαπλώθηκε στο πλάι· και δεν κινήθηκε. Και πόνου αχνό δεν έβγαλε.

Τράβηξε η γυναίκα τη φλοκάτα μ' ένα κίνημα γοργό, και τονέ σκέπασε. Κι άρπαξε το ντουφέκι.

Έριχνε, και μιλούσε κάποτε του Γιάννου, μες στη βροντοταραχή· κι ήθελε να του δώσει υπομονή. Μα δε γύριζε και πίσω της να ιδεί. Κι άμα οι Σουλιώτες πεταχτήκανε με τα σπαθιά, και πήρανε τους Τούρκους, ανέβηκε κι αυτή στο μετερίζι κι έσκουξε στριγκά.

Ύστερα συλλογίστηκε τον άντρα της. Έσκυψε, τον ήβρε ξυλιασμένο.

 

Σημ. του συγγραφέα

Εδώ η γυναίκα είναι ο αληθινός σύντροφος και παραστάτης του άντρα σ' όλα. Τα ονόματα της Μόσκως της Τζαβέλαινας και τόσων άλλων γυναικών του Σουλιού μας έρχονται στο στόμα με συγκίνηση.

 

ΣΤΑ ΖΑΛΟΓΚΑ

 

Τα χρόνια μου τα τρυφερά δεν τα ‘θρεψαν τα παραμύθια τόσο τα φανταστικά, όσο τα τρόμαξαν οι ιστορίες οι μαύρες, που περνούσαν των παραμυθιών τη φαντασιά. Βυζάστρες μου πικρές, κουνήτρες και παρηγορήτρες μου θλιμμένες, στάθηκαν οι Σουλιώτισσες γυναίκες, οι χαροκαμένες.

Τώρα τη θεια-Βαρσάμω θέλω να ξαναθυμηθώ. Αυτή δεν έλεγε άλλες ιστορίες, παρά τη δική της ιστορία μοναχά. Δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες, τις πολύπαθες και πρόθυμες να λένε τα δικά τους και των αλλουνών τα πάθη. Αλήθεια, την ιστορία της την απλή και τη μεγάλη, όσες φορές της ζήτησα, δεν την αρνήθηκε. Μικρός, δε χόρταινα να την ακούω. Μεγάλωσα, και την ξαναλέω μοναχός μου. Η θεια-Βαρσάμω ακόμα ζει, αθάνατη, μες στην ψυχή μου· ίσως και στο χωριό μου ακόμα ζει...

― Λοιπόν ήσουνα στα Ζάλογκα; ρωτούσα τη Βαρσάμω.

Κι άνοιγα τα μάτια μου μεγάλα. Κάθε φορά που θα περνούσα από την ξώθυρά της, ήθελα να τη ρωτώ.

― Ναι, παιδί μου, ήμουνα, έλεγε.

Καθισμένη στο πέτρινο θρονί της, έξαινε το λινάρι ολημερίς, χρόνια και χρόνια. Απ’ τον καιρό που τη θυμάμαι, έτσι την είδα πάντα της, να ξαίνει. Υπόφερνε και τα ρωτήματά μου σαν τη μοίρα της. Και τη δουλειά της δεν την έπαυε.

― Πώς έγινε αυτό, θεια-Βαρσάμω;

― Να, οι Τούρκοι μας κλείσανε στα Ζάλογκα...

― Ύστερα;

― Ο πόλεμος δε βάσταξε πολύ... Πέρασαν όσοι μπόρεσαν με το σπαθί. Γλίτωσαν και κάμποσες γυναίκες... Οι άλλες πιάσαμε την κορφή, κι άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι δώσαμε τα χέρια και πηδήσαμε...

― Και συ πώς ξέφυγες το θάνατο;

― Έπεσ' απάνου στ' άλλα τα κορμιά... Κορίτσι πράμα, και λιγόσωμη... μ' ήβραν οι Τούρκοι και με πήραν. Ύστερα λευτερώθηκα... εξήντα χρόνια πέρασαν. Και ζω.

Κι έξαινε το λινάρι της· και ζούσε... Ήτανε στα Ζάλογκα η θεια-Βαρσάμω! Κι άλλοι ήτανε στα Ζάλογκα, το ξέρω. Το πήδημα όμως δεν το γλίτωσε κανείς ― μονάχα η θεια-Βαρσάμω! Λοιπόν το θάμα ήτανε διπλό. Και το ‘δα εγώ αυτό το θάμα: Τη θεια-Βαρσάμω Ζαλογκίτισσα και ζωντανή!

Για μένα ήταν αυτή ένα πλάσμα αφάνταστο. Δε μπορούσα να τη δεχτώ σα μια κοινή γυναίκα. Ο νους της ψέμα δε χωρούσε. Κι όλοι ύστερα οι Σουλιώτες το ‘λεγαν, πως ήτανε στα Ζάλογκα. Και γλίτωσε! Λοιπόν ήτανε μια γυναίκα θεϊκή.

Κι έλεγε την ιστορία της ήσυχη, σα να ‘λεγε κάτι απ’ της χαμοζωής της τα συνηθισμένα. Ούτ' ένα στεναγμό, ούτ' ένα δάκρυ! Κι ύστερα; Πέρασε τόσα χρόνια ξαίνοντας λινάρι! Αυτό μονάχα όσο το συλλογίζομαι, πώς να πιστέψω τ' άλλο; Για να γνέσει εξήντα χρόνια το λινάρι της, ξέφυγε το χαμό; Κι ο θάνατος μαζί της έπαιξε, που δεν παίζει; Κι η δόξα ταπεινώθηκε στο πρόσωπό της υφάντρα να γενεί; Όχι, σας λέω! Η θεια-Βαρσάμω δεν ήτανε στα Ζάλογκα! Τώρα δεν το πιστεύω πια!

 

Σημ. του συγγραφέα

Έτσι στον πληθυντικόν αριθμό, κι όχι το Ζάλογκο, προφέρναν οι Σουλιώτες. Η λέξη, ως όνομα προσηγορικό, σημαίνει τόπο πολύ δασωμένο. Στη Ναύπαχτο που ζούσανε πολλοί Σουλιώτες, ήβρε ο συγγραφέας, Σουλιώτης και αυτός απ’ τη μάνα του, την παράδοση πως ένα μικρό κορίτσι είχε γλιτώσει απ’ το γκρεμό του Ζαλόγκου, εκεί που το ‘χε ρίξει η μάνα του, και πως έζησε έπειτα πολλά χρόνια και παντρεύτηκε. Σημείωσε και τ’ όνομα ο συγγραφέας, μα τη σημείωση δεν τη βρήκε πρόχειρη εκεί που τη ζήτησε. Αυτή τη μικρή, αλλά τόσο τραγική παράδοση έχει υπόθεση η σύντομη αυτή ιστορία. Ο συγγραφέας τη νομίζει τόσο απίστευτη, που δε θέλει τάχα να την πιστέψει.

 

ΓΡΙΑ ΣΟΥΛIΩΤΙΣΣΑ

 

Το Μεσολόγγι πια ήτανε κλεισμένο. Κι ο πόλεμος δεν έπαυε, άγρυπνος, νύχτα και μέρα. Κι η φωτιά έκανε μιαν αλυσίδα, συγκρατητή πέρα και πέρα.

Δύσκολα πια μπορούσε βοήθεια να περάσει ανάμεσα στους Αρβανίτες και στο Μεσολόγγι να καλωσοριστεί. Μα κάπου, εδώ και κει, χύνονταν και περνούσαν, όμοιοι στην ορμή με λυκαγέλη, όσοι μες στην καρδιά τους είχανε σα δίκοπο μαχαίρι των αδερφιών τη δυστυχία και το παράπονο.

Και μιαν αυγή, αξημέρωτην ακόμα, έφτασε στο Μεσολόγγι ο Γιώτη Γκιώνης, άβλαβος, με τους δικούς του. Και με το φως της μέρας, της χαρούμενης στις τόσες που περνούσαν άχαρες, Σουλιώτης με Σουλιώτη αλλάζανε φιλιά, κι έκαναν πανηγύρι.

Το ‘μαθε κι η Μαλάμαινα, η χήρα η καπετάνισσα, που βρέθηκε κι αυτή κλεισμένη με τους άλλους, και μοίραζε των αλλουνών τα βάσανα με τις δικές της πίκρες. Ξεσκούφωτη, έτρεξε στο Γιώτη Γκιώνη.

― Ώρα καλή και βλοημένη που ‘ρθες! του φώναξε από μακριά. Ο γιος μου πού ‘ναι;

― Τον άφησα στ' Απόκορο, θεια, μ' άλλο μπουλούκι. Έχουν ανεμικό ντουφέκι. Και βαρούν τους Τούρκους όπου τους αντέσουν.

― Και συ πώς ήρθες; Έχεις κανένα δικό σου δω στο Μισολόγγι;

― Όχι, για την πατρίδα, θεια-Μαλάμαινα.

― Λοιπόν, τ' αδέρφια του είναι δω, κι αυτός γυρίζει στα βουνά; Και την πατρίδα δεν τη συλλογάται; Και μένα μ' αφήνει να κοιτάζω σας και να σας ντρέπομαι;

Σκληρή κι αγριεμένη, σήκωσε τα χέρια πάνου.

― Μη, θεια, μη τον καταριέσαι!

― Την κατάρα μου!

Όλοι έφριξαν. Τρεις μέρες πέρασαν και τρεις νύχτες με τον πόλεμο που αγρίευε. Κι ένα πρωί, θεού χαρά, έγινε ανάπαψη. Αρβανίτης βγήκε αντίκρυ και ζήτησε τη γρια-Μαλάμαινα να ιδεί και να της μιλήσει. Έτρεξαν και την έφεραν απάνου στα προχώματα.

― Γρια-Μαλάμαινα, γυναίκα του Γιώργου του Μαλάμου, φώναξε ο Αρβανίτης, σε χαιρετάει ο γιόκας σου! Ήρθε να σε ιδεί! Κι ύψωσ’ ένα κοντάρι, μ' ένα κεφάλι ανθρώπου στην κορφή. Αναταράχτηκε η Μαλάμαινα.

...Παιδί μου! Πύλιο μου! έκραξε στριγκά. Την ευκή μου να ‘χεις, έτσι, παλικάρι σ’ ήθελα! Και συ, άπιστε, πρέπει να πληρωθείς, και συ!

Άρπαξε από κοντά της ένα καριοφίλι. Γονάτισε, σημάδεψε. Κι ο Αρβανίτης έπεσε μαζί με το κοντάρι. Έπεσε κι η γυναίκα σωριαστή στο χώμα.

 

Σημ. του συγγραφέα

Πρόσεξε πως εννοούσε η Σουλιώτισσα τα καθήκοντα του παιδιού της στην Πατρίδα και στον εαυτό της, τη μητέρα του. Δες και το φόβο που είχαν όλοι τότε στης μάνας την κατάρα.

 

ΧΗΡΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΣΣΑ

 

Ο γερο-αγωνιστής τελείωνε τη διήγησή του για του κάστρου την παράδοση.

― Βγήκαμε μ' όλες τις τιμές, έλεγε. Με τ' άρματα και με τα πράματά μας. Η συφωνία φυλάχτηκε πιστή απ’ τους Τούρκους. Μα δεν ήτανε γραφτό να τελειώσει έτσι αυτή της πολιορκίας η ολοΰστερη σκηνή. Είπα πως η συφωνία φυλάχτηκε πιστή; Λοιπόν κοντά σ' αυτή, τη γραφτή και σφραγισμένη, γίνηκε κι άλλη μια πιο παράξενη από την πρώτη.

Και την έκαμε μια απλή γυναίκα! Η Μάρω η Σουλιώτισσα, νιόνυφη και χηρεμένη. Όσο ζούσε ο άντρας της τη σεβότανε και την καμάρωνε η φρουρά. Μα η χήρα τώρα δε χωράτευε. Νόμιζες είχε πάρει τον αέρα εκείνου του παλικαριού. Κι η παρθενική της η σεμνότη μοναχά δεν άφηνε τη χήρα ν' αδράξει τ' άρματα.

Και τώρα βγαίνοντας από το κάστρο, η Μάρω ακολουθούσε αγριεμένη, άκλαυτη, άσκημη γιατί είχε σβήσει η πείνα κάθε ανθό από την όψη της, όπως είχε κάμει να στειρέψει και το στερνό της δάκρυ.

Άξαφνα η Μάρω, εκεί που πήγαινε σκυφτή, έβαλε μια φωνή. Κι είχαμε αδειάσει πια το κάστρο, κι οι Τούρκοι τοιμαζόντανε να μπούνε. Γύρισε η Μάρω πίσω σαν τρελή και στάθηκε στη σιδερόπορτα, ολόρθη με την παρδαλή μαντίλα της (αλί σου, Μάρω, χήρα νυφοστολισμένη, τα μαύρα τότε που να τα ‘βρισκες; ύστερα η ζωή σου πέρασε μαυροντυμένη).

― Σταθείτε πίσω! είπε. Κανένας δε θα μπει!

Παραξένεψε πολύ κι η όψη κι η φωνή της. Οι Αρβανίτες την πήρανε με το καλό.

― Σύρε! της είπανε. Σκλάβα θα κρατηθείς, αν μείνεις. Τι ζητάς;

― Στο κάστρο μέσα λησμονήθηκε άνθρωπος. Μπέσα για μπέσα!

― Μπέσα, της είπε ένας απ’ τους Αρβανίτες.

Η Μάρω χάθηκε, και ξαναφάνηκε σε λίγο κρατώντας στην ποδιά κρυμμένο κάτι. Και προχωρούσε να περάσει.

Οι Αρβανίτες τώρα την κυκλώσανε στενά να ιδούνε τι είχε μέσα και να της τ' αρπάξουν. Η ίδια η Μάρω είδε τον κίντυνο· Τράβηξε το χατζάρι από τον κόρφο της, που το ‘χε πάντα σύντροφό της.

― Πίσω! φώναξε. Τη μπέσα μην πατάτε!

Με το ένα χέρι, βαστώντας την ποδιά της ανοιχτή, έδειχνε τα κόκαλα (λιβανισμένα κόκαλα τ' αντρός της), και φοβέριζε με το μαχαίρι. Και τραβούσε μπρος.

Όταν από στόμα σε στόμα ακούσαμε και μάθαμε της Μάρως την αποκοτιά, δεν έμεινε μάτι να μη γλυκαθεί και χείλι να μην αχνογελάσει. Κι ήταν αυτό ένα ξαλάφρωμα στην πικραμένη συνοδειά μας, που προχωρούσε βαρυκίνητη στο μονοπάτι.

Ύστερα από δυο χρονώνε βάσανα ποιος είχε πια καρδιά τη Μάρω να θαμάσει;

 

Σημ. του συγγραφέα

Η πίστη της γυναίκας στον άντρα βαστάει όλη τη ζωή της.

 

 

ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΚΙ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ

 

Στο Μεσολόγγι το πικρό, που πολέμαγε νύχτα και μέρα, πρώτος από τους πρώτους ο Κίτσος ο Τζαβέλας βάσταγε τον πόλεμο. Μα ο Κίτσος είχε έναν αντίμαχο. Είχε τον Κιτσάκη, τ' όμορφο το Σουλιωτόπουλο, παιδί δεκάξι χρονών, ανίψι απ’ τη γενιά του.

Για τον Κιτσάκη παιγνίδι ήταν ο πόλεμος. Χαρές μονάχα και γλυκές λαχτάρες έβρισκε σ’ αυτόν. Ήταν αγνό το παλικάρι, κι ήταν άμαθο. Κι ήτανε γραμμένο να χαθεί από την αποκοτιά του, που περνούσε κάθε σύνορο, κι έφτανε την αψηφισιά τη θεία του χαρομαγεμένου.

Μες στο πολεμικό το μάνισμά του, τραβώντας ίσα στον οχτρό, μια μέρα βρέθηκε ολομόναχος ανάμεσα στους Αρβανίτες, που τον είχανε τρομάξει. Τότε ξύπνησε. Σαν πεινασμέν’ αγρίμια τον τριγύρισαν αυτοί. Και γελούσαν άσκημα. Μα η ομορφιά κι η τρέλα του έκοβε κάθε ορμή τους. Τα καριοφίλια γυρισμένα κατ' αυτόν σωπούσανε.

― Δεν είσαι συ του Ζυγούρη Τζαβέλα το παιδί; ρώτησε ο καπετάνος τους θαμάζοντάς τον.

― Πολεμάτε, εγώ είμαι! είπ’ ο Κιτσάκης, έτοιμος στο θάνατο.

― Ήτανε παλικάρι, ωρέ παιδί, μα εσύ θα τον περάσεις... Κάποτε με γλίτωσε απ’ το θάνατο· σύρε, γύρισε στη μάνα σου!

Ο Κιτσάκης όμως άναψε. Το ‘χε για ντροπή να του θυμάν τη μάνα του τέτοια στιγμή.

― Χτυπάτε, θα χτυπήσω! είπε. Και τοιμάστηκε.

― Σύρε! είπε ο Αρβανίτης.

Άνοιξαν τόπο να περάσει. Κι έφυγε ο Κιτσάκης ντροπιασμένος. Ποτέ δεν πίστευε πως θα ‘χε γι' αυτόν ο πόλεμος τέτοιο άξαφνο φαρμάκι. Να του χαρίσει Αρβανίτης τη ζωή! Δεν είχε ξεμακρύνει πολύ, κι ένα ντουφέκι ακούστηκε. Κι έπεσε σκοτωμένο τα παλικαρόπουλο.

Μανισμένος ο καπετάνος ο Αρβανίτης τράβηξε το σπαθί, κι άρπαξε απ’ τα μαλλιά τον άπιστο που ‘χε ρίξει.

― Γιατί το ‘καμες; άγριος τονέ ρώτησε.

― Έχασα και ‘γώ τον αδερφό μου...

― Πότε, κι από ποιον;

― Χτες... απ’ το μπάρμπα του, τον Κίτσο το Τζαβέλα. Με λύπη έβαλε πάλι ο Αρβανίτης τα σπαθί στη θήκη.

 

Σημ. του συγγραφέα

Οι Σουλιώτες ήταν Ε λ λ η ν α ρ β α ν ί τ ε ς. Τα οικογενειακά τους ονόματα είναι άλλα ελληνικά, κι άλλα αρβανίτικα. Τα εθνικό τους όμως, καθώς και το φυλετικό αίσθημα όλο φωτιά και γνήσιο ελληνικό. Όλοι οι τρομεροί τους πόλεμοι γίνηκαν πάντα με τους Τουρκαρβανίτες, και το μίσος που τους χώριζε απ’ αυτούς ήτανε θανάσιμο.

Οι Τουρκαρβανίτες και στην Επανάσταση του 1821 ήταν οι φοβερότεροι εχτροί των Ελλήνων. Οι μεγαλύτερες εκστρατείες, μάχες και πολιορκίες γίνηκαν από στρατεύματα τουρκαρβανίτικα, περίφημα για την παλικαριά και το φανατισμό τους. Τα ονόματα Τριπολιτσά, Μεσολόγγι, Αθήνα, Πειραιάς, Αράχοβα, Σκόδρα πασάς, Κιουταχής, Δράμαλης, και τόσα άλλα μας θυμίζουν δόξες ελληνικές κερδισμένες ενάντια, σε στρατεύματα τουρκαρβανίτικα. Πάντα όμως ας έχουμε στο νου πως το αίμα τα αρβανίτικο είναι αδερφικό με τα αίμα το ελληνικό. Κι ίσως μια μέρα, αν αφήσει ο Τουρκαρβανίτης το θρησκευτικό φανατισμό του, θα μπορέσει Έλληνας κι Αρβανίτης να βαδίσουνε μαζί το δρόμο τους, κι ίσως να γίνουν ένα τα δυο κράτη.

 

Ο ΓΕΡΟΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

 

Ο Γεροσουλιώτης μάζευε τον πόνο του πολύν καιρό. Σε κανέναν όμως δεν ξεμολογιόταν το σκοπό του. Χρόνια ήταν περασμένα, που τους ξέρασε το κύμα τ’ άδικο της μοίρας της σκληρής στο πράσινο ακρογιάλι των Κορφών. Κι ενώ οι άλλοι μ’ ανθοβότανα γελούσανε την πείνα και τη συφορά τους, κι ενώ βρίσκανε κάποια παρηγοριά στα κάλλη του φιλόξενου νησιού, ο Γεροσουλιώτης είχε άλλου το νου του. Ολημερίς αγνάντευε τα ξεροβούνια τ' αντικρινά. Κι ολονυχτίς ο πόθος του τον πολεμούσε.

Κάποτε, ένα βράδυ, γύρισε στο σπίτι χτυπημένος σαν από καινούρια συφορά.

―Ο άμοιρος εγώ, είπε, τι κατάρα μ' ήβρε! Ο Θεός μ’ οργίστηκε!

Έκαμε τους άλλους να τρομάξουν. Παιδιά κι εγγόνια τον τριγύρισαν. Ο γέρος, χτύπαγε τα στήθια του.

― Πάει το Σούλι, φώναζε. Πάει πια!

Έκλαψε, κι ύστερα σώπησε, βλοσυρός. Στα φιλικά τα λόγια ούτε και πρόσεξε. Οι Σουλιώτες οι άμοιροι συνήθιζαν με της πατρίδας το χαμό. Η ελπίδα μοναχά περίσσευε απ’ τα περασμένα τους. Ο γέρος έδειξε πιο ύστερα να μαλακώνει. Έφαγε γελαστός, και πλάγιασε. Και την αυγή δε βρέθηκε στο στρώμα του.

Με ψαροκάικο είχε περάσει στ' ακρογιάλι το στεριανό. Βαστούσε τ' άρματά του, σα για πόλεμο. Άδειος από κάθε άλλο φόρτωμα. Νηστικός, ποιος ξέρει πόσο πλανήθηκε και πού. Κάποτε νύχτωσε όξω από το Σούλι. Και μπήκε στο χωριό αθώρητος, αν ύπαρχε κι άλλη εκεί ζωή. Χαιρετάει το Σούλι ο γέρος και δεν αντιχαιρετιέται. Να τα σπίτια τώρα τα γειτονικά, όλα βουβά! Κι άδεια και νεκρικά. Γυμνές χάσκουν οι θύρες τους και τα παράθυρα.

Μισόπνοος και ζαλισμένος απ’ την κούραση, ο Γεροσουλιώτης θαρρεί πως βρίσκεται σ' άλλο Σούλι, φανταστικό. Στέκεται και φωνάζει κανένα γείτονα του.

― Γεια χαρά σου, καπετάν Λαμπρούση! Καλώς σας ήβρα κι όλους σας!

Απόκριση καμιά... Να και το σπίτι το δικό του! Να τος κι ο γεροπρίναρος ο φουντωτός, να και το ξεροπήγαδο στην πέτρινην αυλή. Όμως η θύρα είναι κλεισμένη... Ανοίγει, βλέπει στη γωνιά φωτιά ζωντανεμένη. Σα να ‘χασε το νου του μόνη μια στιγμή. Έπειτα όλα φανήκανε να ξαστερώνουν. Και το ξαστέρωμα ήταν η τρέλα του Γεροσουλιώτη. Μ' ανοιχτόκαρδη ματιά κοιτάζει γύρω. Στρωμένο το παραγώνι, κι η φωτιά λαμπρή τον κράζουν. Κι έτοιμο το τραπέζι, το φτωχικό. Κάθεται σταυροπόδι και τοιμάζεται να πέσει στο φαΐ, σα θεριό ολονήστικο. Και τότε θόρυβος ακούγεται από την αυλή. Τρεις Αρβανίτες μπαίνουνε στο σπίτι. Στέκονται ξαφνισμένοι. Και κρατούνε στα χέρια τ' άρματα.

― Τι είστε σεις; ρωτάει ο γέρος ήσυχα.

Δε συλλογιέται τίποτα κακό. Κι άξαφνα όλα τα φαντάζεται. Κι ορθός, και φοβερός σα σκιάχτρο, καθώς είχε γίνει από τους κόπους κι απ’ του νου του τον παραδαρμό, κράζει στους Αρβανίτες·

― Ωρέ, τι θέλετε στο Σούλι εσείς, σκυλιά; Το Σούλι ψέματα είναι πως το πήρατε! Το Σούλι ζει!

Κι ως να τραβήξει το σπαθί ο Γεροσουλιώτης, έπεσε νεκρός.

 

Σημ. του συγγραφέα

Εδώ θα ιδείς τη νοσταλγία που νιώθαν οι Σουλιώτες, όσο ζούσανε στα Εφτάνησα, για το Σούλι τ' αλησμόνητο. Κ ι ν τ έ ρ ι ήταν η λέξη η σουλιώτικη, που σήμαινε το βαθύν καημό του Σουλιώτη για το Σούλι. Τον πόνο αυτόν ωραία τον παράστησε ο ποιητής Μαρκοράς στο ποίημά του:

 

Ο ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ

 

Στην ξενιτιά πεθαίνω,

πατρίδα μου ακριβή·

θ’ αφήσω το κορμί

         σε χώμα ξένο.

 

Τον κάκου αυγή και βράδυ

ποθούσα να σε ιδώ·

Χριστέ! με τι καημό

         θα πάω στον Άδη!

 

Δείξε μου καν την έρμη,

τη δοξασμένη γη

με απάτη σπλαχνική,

         βαριά μου θέρμη!

 

Ξανοίγοντας τα μαύρα

του τόπου μου βουνά,

θα μου φανεί δροσιά

         του χάρου η λαύρα.

 

θα λέω πως είναι τότες

που πάλευαν συχνά

με αμέτρητη Τουρκιά

         λίγοι Σουλιώτες.

 

Τα παλικάρια εκείνα

θα ξαναπλάσει ο νους,

που ενίκησαν εχθρούς,

         δίψα και πείνα.

 

Θα να τα ιδώ στη μάχη,

στον κίνδυνον ομπρός,

ακλόνητα, καθώς

         του τόπου οι βράχοι.

 

Πώς οι βουνίσιοι θόλοι

βγάνουν πολέμου αχό,

πώς μ' έβρηκε θα πω

         τούρκικο βόλι.

 

Στο σκλαβωμένο στήθος

χείλη θ' ακούω θερμά,

και ξέπλεκα μαλλιά,

         και δάκρυα πλήθος.

 

Του κάκου! Ερμιά, σκοτάδι

έχω στα μάτια εγώ·

Χριστέ! με τι καημό

         θα πάω στον Άδη!

 

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

 

Η γριά Σουλιώτισσα είπε να πεθάνει πια. Ένιωσε το θάνατό της, σα να ‘χε το προμήνυμά του από καιρό. Κι αλήθεια, τα στερνά της έδειξαν πως ήταν έτοιμη ήσυχα να τον καλοδεχτεί.

Την τελευταία στιγμή ανησύχησε. Δείλιασε μ' έναν τρόπο. Κάτι έδειξε πως είχε λησμονήσει.

Γύρω της, θυγατέρες και γαμπροί την έκλαιγαν. Κι αυτή ανάλαβε άξαφνα. Ζήτησε το μικρό τον έγγονά της. Κι έβγαλε τους άλλους όξω. Την ολοΰστερή της τη βουλή θα του παράδινε, κι ήταν επίσημη η ετοιμοθάνατη. Κι ενώ άρχιζε το παραλογητό της, η ματιά της έφεγγε καθαρή.

― Σε σένα, γιε μου, είπε, θέλω ν’ αφήσω τη διαθήκη μου τη μυστική ― κανείς να μην τη μάθει! Η ευκή μου κι η κατάρα μου, να σηκωθείς να πας στο Σούλι. Πρώτα θέλω να σου μολογήσω πως το Σούλι θα λευτερωθεί! Και θα πας αντάμα με τους άλλους τους Σουλιώτες. Τότε, αφού γονατίσεις και φιλήσεις τ' άγιο χώμα του, να κάμεις κατοχή στο σπίτι. Θα το γνωρίσεις απ’ το δέντρο το μεγάλο στην αυλή... μπορεί να μην είναι όμως... και το σπίτι να γκρεμίστηκε, αλήθεια ― να το βρεις! Και να το ξαναχτίσεις στα παλιά του θέμελα. Ρωτώντας θα το μάθεις. Κάποιος παλιός θα μαρτυρήσει τ’ όνομά του· το δικό μας τ' όνομα! Να τ’ αγιάσεις πρώτα, και να κατοικήσεις. Οι Τούρκοι θα το μόλεψαν... νυφούλα ήμουν που τ' άφησα ― να πας!

Έπειτα να ζητήσεις τα χτήματά μας, που θ' αγρίεψαν τώρα και θα θέριεψαν. Αν τα ‘χει ξένος, θα τα πάρεις με το χέρι σου, με το σπαθί σου! θα ζητήσεις και το διάφορο τους τόσα χρόνια. Ακούς; Είναι η προίκα μου τα παλιοχώραφα, μα είν' ακριβά για σένα ― τέτοια είναι που είναι. Τον τόπο τονέ λεν Αστραπολάγκαδο. Απ' τ' όνομα θα τονέ γνωρίσεις. Θα καταλάβεις μοναχός σου. Και τα σημάδια θα σου τονέ δείξουν ολοφάνερα. Στην άκρη είναι το ρέμα, το Στειρόρεμα. Καταμεσής σηκώνεται ένας βράχος, Ανεμόβραχος.

Εκεί από κάτου στάλιζαν τα γίδια μας, που εγώ τα βόσκαγα κορίτσι. Τώρα ξένα θα ρημάζουν ― να τα διώξεις! Κι από πάνου άγρια μελίσσια φώλιαζαν. Εκεί σκαρφάλωνα μικρή, και τα τρυγούσα. Χιλιάδες οκάδες το μέλι θα ‘χει γίνει τώρα. Κι είναι δικό σου όλο το μέλι! Και το κερί! Όλα δικά σου θα ‘ναι! Με την ευκή μου σου τ' αφήνω. Και σ' αφήνω γεια... μη λησμονήσεις τίποτα... και σώπα...

Έπεσε ανάστομα και παραδόθηκε. Την τελευταία στιγμή σφράγισε με το δάχτυλο το στόμα της. Και χαμογέλασε. Ήτανε σημάδι στο παιδί. Τα μάτια της πια σ' άλλον κόσμο βλέπανε.

 

Σημ. του συγγραφέα

Παράξενη είναι η προφητική πεποίθηση της γριάς Σουλιώτισσας για το Σούλι, πως θα λευτερωθεί μια μέρα. Η μικρή αυτή ιστορία γράφτηκε και δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στα 1908 και δεύτερη στα 1912. Η τρίτη έκδοσή της βρίσκει λεύτερο το Σούλι! Ποιος να το πίστευε, εδώ και κάμποσον καιρό, πως τόσο γλήγορα, και τόσο ξαφνικά θα βλέπαμε τ’ άγια των αγίων του Ελληνισμού, το Σούλι, την Πάργα, τα Γιάννινα, το γέρο Όλυμπο, τ’ Άγιον Όρος, τη Θεσσαλονίκη λεύτερα!

 

ΤΟ ΣΟΥΛΙ

 

Παιδιά Μωραϊτάκια, περαστικά και ταξιδιάρικα, τραγουδούσανε μες στο κρασοπουλειό, ύστερ’ από φαγοπότι. Στάθηκα να τους ακούσω. Ήταν ένα τραγούδι που δεν το ‘ξερα. Τραγούδι του Σουλιού, από κείνα τα παλιά, που τα ‘σπειρε στα πέρατα η Δόξα η φτεροφόρα, η ίδια που έφερε στ’ αφτιά μου και τούτο τ’ απομεινάρι τ' ακριβό από του Μωριά την άκρη. Σαν αντίλαλος, από τα χρόνια τα βαριά φυλακωμένος που τον πλάκωναν, κι άξαφνα λευτερώθηκε, ήταν και τούτο το τραγούδι το κομματιαστό. Ρείπιο από κόσμο ξεχασμένον.

Αφού κόπηκε το τραγούδι, έμεινε η συντροφιά συλλογισμένη λίγο. Μπήκα τότε κ εγώ μέσα. Κάθισα σιωπηλός, ελπίζοντας του τραγουδιού τ απόσωμα ν' ακούσω. Ελπίδα γελασμένη! Με του τραγουδιού ακόμα τον αχό στ' αφτιά τους, οι χωριάτες μιλούσανε ψυχρά.

― Κατά πού πέφτει αυτό το Σούλι; ρώτησε ένας τους.

― Έχω ακούσει ένα χωριό, Σούλι, κάπου στο Μωριά, είπε άλλος.

― Κάπου βρίσκεται κατά τη Ρούμελη, τρίτος αποκρίθηκε.

― Το Σούλι γράφεται στην ιστορία, βρε παιδιά, είπ' ο λογιότατος της παρέας. Δεν το ‘χετ' ακουστά; Πού πέφτει δε θυμάμαι... Εσύ δεν ξέρεις να μας πεις πού βρίσκεται το Σούλι;

Ο λογιότατος ρωτούσε μένα.

― Χάρηκα το τραγούδι σας, ωρέ παιδιά, είπα ‘γώ. Τι ομορφιά γεμάτο και τι λεβεντιά! Να σας ρωτήσω, για πού είσαστε;

― Για την ξενιτιά, είπαν όλοι.

― Γειά σας, και καλή ώρα στο ταξίδι σας. Όσο θυμάστε το τραγούδι αυτό, δε θα χαθείτε. Και την πατρίδα δε θα τη λησμονήσετε.

― Ναι, αλλά δε μας είπες για το Σούλι...

― Το Σούλι, στο τραγούδι βρίσκεται... αλλού πια δε θα τ’ απαντήσετε. Ώρα καλή, μαύρα παιδιά, που λησμονήσατε το Σούλι! Καλά διάφορα στο μακρινό ταξίδι σας, παιδιά καημένα!

 

Σημ. του συγγραφέα

Εδώ ζήτησε ο συγγραφέας να πει τον πόνο του πως ο λαός ξεχνάει την εθνική του ιστορία, τις παραδόσεις του, αφήνει τον τόπο του και χάνεται στην ξενιτιά. Τα τελευταία όμως μεγάλα και τρανά κατορθώματα δείξανε πως ο λαός μας έχει πάντα το νου και την καρδιά του στην πατρίδα. Το μάθημα όμως που βγαίνει απ’ τη μικρή αυτή ιστορία είναι πάντα χρήσιμο, για τα παιδιά τα ελληνόπουλα.

 

Τ’ ΑΡΜΑΤΑ

 

ΤΟΥ ΑΡΜΑΤΟΛΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 

Απ’ το Καπετανάτο το παλιό τίποτα, πια δεν απομένει. Παν όλοι οι Αρματολοί, κι ο Καπετάνος πάει.

Ένας μονάχα γλίτωσε απ’ τον πόλεμο και την καταδρομή. Ένας, ο Γεροαρματολός. Ο Χάρος δε βαρέθηκε τα χρόνια του, όσο και κείνος διψούσε Τούρκους να σκοτώνει.

Παρηγοριά δε βλέπει ο γέρος πια τριγύρω του. Βοήθεια, πουθενά! Και το ψωμί του λείπει το ξερό, εκεί που σαν αγρίμι μες στα λόγκα σέρνεται. Οι φίλοι κι οι δικοί πια τον αρνήθηκαν. Και των βουνών τ’ απάτητα, κι αυτά τον αποδιώχνουν.

Δυο μένουν τώρα δρόμοι στην απελπισιά του. Ν’ αφήσει τα παλιά τα χώματα τ' αγαπημένα, ή να πέσει και να προσκυνήσει τον Πασά... ποιος είπε τέτοιο λόγο; Ο Αρματολός ουδέ στο νου του το ‘βαλε!

Κάπου, εδώ και κει, σαν το θεριό γυρίζοντας, σκοτώνει όπου απαντήσει κανέναν Τούρκο, οχτρό του που τον όμοσε πριν τονέ γνωρίσει. Όμως έτσι αν δε μπορεί το μίσος του τ' αγριεμένο να χορτάσει, πώς θα μπορέσει και την πείνα του τη θεριεμένη να γελάσει, που είν' αγέλαστη:

― Φάγε και πιε, παλιαδερφέ, συμπέθερε ακριβέ μου! Δικά σου και τα πρόβατα και τ' άλλα τα καλά. Μα ο Πασάς πολύ μας έσφιξε, να ξέρεις. Από μας γυρεύει τη ζωή σου. Και μας φοβέρισε προχτές με θάνατο. Κι όρκο μας πήρε να σε παραδώσουμε. Σε πέντε μέρες, σκοτωμένον ή δεμένο, να σε στείλουμε ― ήρθες σύγκαιρα. Και πες μας, πώς τον όρκο μας να μην πατήσουμε, και στην παλικαριά σου να μη φανούμε άπιστοι.

― Αδέρφια, τώρα που τ' αγαθά σας χάρηκα, κ έφαγα κι ήπια, τώρα θα σας πω. Τον όρκο σας, και στανικός αν είναι, πρέπει να τονέ φυλάξετε. Και μένα τη ζωή μου να τη ρίξετε στη μοίρα μου. Πολύ πια βαρυστέναξα και μοίρα και ζωή. Και τελευταία πικρά τα καταράστηκα. Και να τι σας αφήνω στερνή παραγγελιά. Φεύγω, όσο κι η αυγή ακόμα δε χαράζει. Και καθώς θα με σκεπάζει το σκοτάδι... ρίχτε μου τυχερά, χωρίς να με θωρείτε! Γιατί και το ψωμί που μου χαρίσατε είν' ιερό. Να το πατήσετε δεν πρέπει. Κι η προδοσιά στον ουρανό δε συμπαθιέται ― ρίχτε μου στα τυφλά! Κι αν με πιτύχετε, γεια και χαρά σας! Ο όρκος σας φυλάχτηκε. Αν όχι, πάλι ο όρκος σας απάτητος.

Και την αυγή, το αίμα που έδειχνε το δρόμο, σταλαχτό, του Αρματολού του γέρου, έφερε τους χωριάτες σε μια πατουλιά. Εκεί ο Αρματολός πεσμένος ήτανε.

 

Σημ. του συγγραφέα

Στη μικρή αυτή ιστορία παρασταίνεται η τρομερή καταδρομή που υποφέρναν οι Αρματολοί από τους Τούρκους πολλές φορές. Για να φτάσουνε στο σκοπό τους οι Τούρκοι κυνηγούσαν τους συγγενείς και φίλους των ανυπόταχτων Αρματολών, γιατί απ’ αυτούς παίρναν την τροφή τους. Βάνανε σ’ ενέργεια την προδοσιά, το χρήμα, το μολύβι και το μαχαίρι. Έτσι λοιπόν εδώ βλέπουμε τον τελευταίον από τ' αρματολικό σώμα, που γλίτωσε το θάνατο, να γυρίζει σα θεριό στους λόγκους. Το τέλος του είναι τραγικό· οι δικοί του που τον τρέφαν, αν και δώσαν όρκον αναγκαστικό, είναι υποχρεωμένοι να τονέ ξεφορτωθούνε, για να σώσουν τη δική τους τη ζωή. Κι αυτός δεν έχει τη δύναμη μήτε να τους φοβερίσει, αν τολμήσουνε να συλλογιστούνε προδοσιά, που νόμος είναι να πληρώνεται από τους Αρματολούς με θάνατο. Υποτάσσεται λοιπόν στη μοίρα του. Και το πιο τραγικό, που βρίσκει αυτός τον τρόπο για να βγάλει τους απλούς χωριάτες απ’ το πρόβλημα να πατήσουνε τον όρκο τους, και στανικός αν είναι, ή να προδώσουν τον παλιό τους φίλο και συγγενή.

 

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΕΝΟΣ

 

Τα έβγα του Μαρτιού, μέρα χαρά θεού, κι ο Καπετάνος των Κλεφτών κλεισμένος κάθεται μέσα στο σπίτι. Κανένας λόγος, ανάγκασμα κανένα δεν είν' άξιο να τον κάμει ν' αφήσει τη γωνιά. Έλιωσε από την κλεισούρα του χειμώνα, μαύρισε από την καπνιά, σα γύφτος τρεμουλιάρης έμοιασε ζώντας απάνου στη φωτιά, ένα χειμώνα ολάκερον. Αυτός που δέκα χρόνια πέρασε μακριά από κάθε σκέπη, από τη μέρα που άφησε τα κλέφτικα λημέρια, των βουνών τα ξέσκεπα παλάτια, κι ήρθε και προσκύνησε τον Τούρκο, και πήρε το ράι μπουγιουρδί1, ο Κλέφτης ο απροσκύνητος ως τότε, δέκα χρόνια ολάκερα, κλείστηκε από τη μέρα κείνη, μανταλώθηκε, ήλιο ουρανό δεν είδε! Μίσησε τ' αγέρι, το στελμένο απ’τα βουνά, σιχάθηκε τη μυρουδιά του ελάτου, που ανασταίνει, κι ακόμη των βουνών την ομορφιά αποστράφηκε, τη ζωγραφισμένη, ασάλευτη κι αιώνια, αντίκρυ από τη θύρα του σπιτιού του, απόμακρη!

Σκυφτός στο παραγώνι κάθεται και δε μιλεί, μερόνυχτο. Στο πλάγι του, γονατιστή μπρος στο σεντούκι, ψάχνει τάχα η Καπετάνισσα κάτι να βρει. Ψάχνει ενώ τον κρυφοβλέπει, και του μιλεί γλυκά και ταπεινά, σα να χαϊδεύει ένα παιδάκι.

― Σήκου πια, Καπετάνε μου, μαράζωσες κλεισμένος πέντε μήνες άσειστος, άνιφτος, αστόλιστος μέσα στο σπίτι! Τι ζωή είν' αυτή; Αρρώστησε η ψυχή σου πια και το κορμί απ’ αυτή τη φυλακή. Κάνεις σα να κρατείς το θάνατο κανενού ακριβού σου. Μίσησες τη μέρα του Θεού! Τον ήλιο, που ‘ναι τόσο όμορφος, κάνεις σα να τον ντράπηκες. Έβγα να ιδείς, ήρθε το καλοκαίρι! Ο κόσμος είναι τόσο όμορφος, σαν εκκλησιά! Κι είναι σαν προσευκή να τονέ χαίρεται κανείς!

Σκληρά τώρα ο Κλέφτης αποκρίνεται. Μαύρη είν' η ματιά του κι η όψη του τρελή.

― Ωρή γυναίκα, θα σ’ το πω! Άμα ζυγώνει αυτή η μαγκούφα η άνοιξη, με πιάνει ένα κακό... Γυρεύω τα βουνά! Τ' άγια τα θέμελα! Τ' άσυλα βουνά! Τούρκους να φάω θέλω... Τ' άρματά μου με καλούν, κι εγώ τα μάχομαι, θέλω να σφάξω ή να σφαγώ... Φοβάμαι και για σένα, μαύρη! Να βγω, ν' αγναντέψω τα βουνά, είν' ένας πόνος που δε ματαγίνηκε... Σήκου και φεύγα! Μη με παρακαλείς, και τίποτα μη μου θυμίζεις. Κοίτα μη χαθείς!

Όξω απ’ το σπίτι κάθεται και σιγοκλαίει η άμοιρη γυναίκα. Και μέσα ακούγεται βαρύ σα μοιρολόγι το τραγούδι το λεβέντικο και τ' αλαφρό, που λέει για τα βουνά.

Νυχτώνει. Μπαίνει απαλά στο σπίτι η Καπετάνισσα. Μαντεύει τώρα τι την καρτερεί. Από τον τοίχο λείπουν τ' άρματα, τα κρεμασμένα αντίκρυ από την πόρτα. Ο Κλέφτης καθισμένος πάντα στη γωνιά, μα τώρα και την καπότα του φορεί. Και σηκώνεται ήσυχα και βγαίνει από το σπίτι. Μες στο σκοτάδι, αθώρητος, παίρνει τον ανήφορο το μονοπάτι. Αθόρυβα η γυναίκα κλείνει την πόρτα κι ακολουθεί σαν ίσκιος πίσω του, από μακριά. Έτσι όλη τη νύχτα βάδισαν. Κι άμα με την αυγή ο ήλιος σκάζοντας χτύπησε τις θεόρατες κορφές απάνου, άστραψε το πρόσωπο του Κλέφτη, το νεκρόχλομο. Άπλωσε πλατιά το χέρι κι είπε·

― Γειά σας, ωρέ βουνά!

Κι ακολούθησε το δρόμο του.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ο Κλέφτης υποτάχτηκε και πήρε υπηρεσία κάτου από τους Τούρκους. Π ρ ο σ κ υ ν η μ έ ν ο ς λοιπόν ζει στο χωριό, στον κάμπο κάτου το μαραζιάρη. Γιομάτα είναι τα δημοτικά τραγούδια μας από τη νοσταλγία του Κλέφτη για τα βουνά.

 

ΓΙΑ Τ' ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙ

 

Ο πόλεμος, αδερφομάχος, βαστούσε ακόμα στα βουνά, δυο χρόνια τώρα. Αρματολός όπου απαντούσε Κλέφτη, και Κλέφτης όπου απαντούσε Αρματολό, φιλεύονταν το θάνατο. Κι ο Τούρκος, ο Πασάς ο δίβουλος, αφού τους χώρισε έτσι, τους άφηνε να φαγωθούν. Κι αυτός χαιρότανε τη νίκη του.

Τέλος του τόπου ο Προεστός, ο Γεροθύμιος ο καλόγνωμος και σεβαστός απ’ όλους, κατάφερε να πάψει αυτός ο χαλασμός. Όχι για πάντα, μόνο ως που να ιδούν, τυφλοί, και να νοιαστούνε το γκρεμό, που η μοίρα τους γοργά τους έσερνε.

Λαμπρή ερχότανε, κι οι αντίπαλοι, πρώτη φορά ήσυχοι και μερωμένοι, στο Τρανό χωριό και στ' άλλα πουθενά δε φάνηκαν. Τραβηγμένοι στα βουνά, σε δυο ρημοκλήσια χωριστά θα ‘καναν την ανάσταση. Κι υστέρα των Καπετάνων η απόφαση ό,τι θα ‘λεγε, αυτό θα γίνονταν.

Ανήμερα Λαμπρή. Έτοιμο το τραπέζι, στρωμένο μοναχά για τρεις, περίμενε αποκάτου στο πλατάνι, στη μέση του Τρανού χωριού. Περίμενε τους Καπετάνους για να δέσουν την αγάπη πια, στο πείσμα και του σκληρόκαρδου Πασά. Κι ο Γεροθύμιος πρόσχαρος ήταν εκεί, και τους περίμενε.

Να τοι πο ‘ρχονται! Από τις δυο άκρες του χωριού προβαίνουν ολομόναχοι, με τ' άρματά τους. Τι αντίκρισμα παράξενο ύστερ' από κείνα τ' άλλα τα ματόβρεχτα! Τα χέρια δίνουν και φιλιόνται αδερφικά, σα μια φορά που αλήθεια αδέρφια ήτανε. Φιλιόνται και γιατί το θέλει η μέρα. Ύστερα, με το Γεροθύμιο συντροφιά, κάθονται στο τραπέζι, τριγυρισμένοι απ’ το βουβό στεφάνι των χωριάτων.

Βαρυπρόσωποι είναι στην αρχή. Όμως με το κρασί, το γέλιο χάραξε στα πρόσωπά τους. Τέλος ξεθάρρεψαν και μίλησαν ελεύτερα. Και κει, γυρίζει ο Καπετάνος των Κλεφτών και λέει·

― Καλά φάγαμε κι ήπιαμε, ωρέ παλιέ μου σύντροφε. Μα τώρα έχουμε να πούμε κι ένα λόγο. Γι’ αυτό ανταμώσαμε, τι λες;

― Σωστό, είπε ο Αρματολός.

―Έτσι, να πάνε οι χωριανοί στα σπίτια τους να κάνουνε Λαμπρή. Και συ, σταυροπατέρα Γεροθύμιο!

Και τώρα οι δυο τους ολομόναχοι, ακόμα καθισμένοι στο τραπέζι, κεραστήκανε και πάλι μια και δυο. Κι ευχήθηκαν. Κι είπανε κι ένα τραγούδι. Όμως στο τραγούδι ανάμεσα και στις ευκές, δίκοπα λόγια αλλάζανε, σα λόγια αθώα τάχα.

― Θα μου δώσεις τ' Αρματολίκι, σταυραδερφέ; ρώτησε ο Κλέφτης.

―Το θέλω για την αφεντιά μου. Καλός είμαι και ‘γώ, είπε ο Αρματολός.

― Και τώρα πώς θα κάνουμε; Εδώ θα το μοιράσουμε με το σπαθί, ή αλλού, και πώς;

―Εδώ, και πιο καλά με το ντουφέκι.

Σηκωθήκανε. Με γέλια ανοίχτηκαν κι αρχίσανε τον πόλεμο. Κι ο ένας έπιασε τον πλάτανο, κι ο άλλος τ' αγκωνάρι της εκκλησιάς. Οι χωριανοί ακούοντας τα γέλια νόμιζαν πως ήτανε χωρατά. Κι άμα έπαψε το ντουφέκι κι έτρεξαν, τον ένα τονέ βρήκανε πεσμένον πίσω από τον πλάτανο, μα του αλλουνού ακολούθησαν το αίμα ίσαμε όξω απ’ το χωριό. Και δεν τον ήβρανε... Τότε στυλώσανε τ' αφτιά ―κούφια ντουφέκια ερχόσαντε από μακριά. Kι ο πόλεμος βαστούσε ακόμα στα βουνά!

 

Σημ. του συγγραφέα

Στη μικρή αυτή ιστορία ζωγραφίζεται ο αδερφικός σπαραγμός των Κλεφτών με τους Αρματολούς. Όταν ένας Καπετάνος Κλέφτης κέρδιζε την εύνοια της εξουσίας, έπαιρνε αμνηστία καθώς λέμε τώρα, δηλ. προσκυνούσε, και διοριζόταν Αρματολός. Έργο του ήτανε να φυλάει τ' Αρματολίκι, δηλ. μια ορισμένη περιφέρεια, από τους άλλους Κλέφτες. Οι άλλοι όμως Κλέφτες, οι αντίθετοι, κοιτούσαν πώς να χαλάσουν το σκοπό του, για να πάρουν αυτοί το αξίωμα και το μιστό. Έτσι καταντούσανε σε σπαραγμούς και καταστροφές. Οι Τούρκοι βάζανε τον Αρματολό να φάει τον Κλέφτη και το αντίθετο, για να λιγοστεύει η δύναμή τους κι ύστερα να τους δίνουν αυτοί το τελευταίο χτύπημα.

 

ΟΠΟΙΟΝ ΠΑΡΕΙ Ο ΧΑΡΟΣ

 

Οι Κλέφτες έχουνε μάζωξη. Στον Αηλιά, στον πλάτανο, στρώσανε το τραπέζι. Κι έφαγαν κι ήπιαν. Κι ύστερα πιάσανε και το τραγούδι. Και κλάψανε τα ντέρτια τους και τα παράπονά τους.

Και κει, στο ξάναμμα του τραγουδιού, πετιέται ορθός ο Καπετάνος. Τραβάει απ’ το σελάχι την πιστόλα, και μ' ένα πήδημα στη μέση βρίσκεται του τραπεζιού.

― Όποιον πάρει ο Χάρος! φωνάζει ο Καπετάνος.

Και με το λύκο σηκωμένον τοιμάζεται ν' αρχίσει το θανάσιμο χορό, κι ύστερα να ρίξει, στο σωρό. Κι όποιον πάρει ο Χάρος!... Είναι από τα κλέφτικα συνήθεια αυτό το φονικό παιγνίδι.

Κανένας δεν ταράζεται. Κι ενώ βαστιέται το τραγούδι, ακούγεται άλλη βροντερή φωνή. Μιλούσε ο δεύτερος της συντροφιάς. Κόπηκε τώρα το τραγούδι. Όλοι κοιτάζουν το λεβέντη, τον πιο αγαπημένο τους.

― Όποιον πάρει ο Χάρος; Ναι, τον καρτερώ! Καλώς να μ' έβρει, Καπετάνε!

Ο Καπετάνος είναι κίτρινος σαν το φλουρί. Τ' όπλο μένει άνεργο, βαρύ στο χέρι του.

Πώς το ξέρεις εσύ; λέει με φωνή ξαφνισμένη.

― Το θάνατό μου δε ζητάς; Δε με βάνεις μπροστά πάντα στον πόλεμο; Και θέλεις ή να σκοτωθώ ή να πέσω σκλάβος στα χέρια των οχτρών. Αντίπροχτε στο γιρούσι, που πήγαινα μπροστά, ένα βόλι από πίσω μου καψάλισε τα μαλλιά... Μου το ‘στειλες εσύ, το ξέρω! Θέλεις να με σβήσεις απ’ τα μάτια σου. Γιατ' είσαι φτονερός· κι είσ' άψυχος! Τα καλύτερα παλικάρια τα ‘φαγες εσύ! Θέλεις να φας και μένα ― εδώ είμαι!

Ορθό το παλικάρι, έχει το χέρι στο σπαθί και περιμένει. Ο Καπετάνος τον αντικρίζει με λύσσα μια στιγμή. Μπαίνουν πολλοί στη μέση και προλαβαίνουν το κακό. Και καθίζουν πάλι το Πρωτοπαλίκαρο στον τόπο του.

― Εμπρός! Και τη χαρά μας! Όποιον πάρει ο Χάρος! λέει ένας από τους συντρόφους πρόσχαρα.

Τώρα δυο τρεις φωνές υψώνονται βαριά και με κρυφό φοβέρισμα.

―Όποιον πάρει ο Χάρος, ναι!... Άλλα έναν απ’ όλους μονάχα δε θα πάρει. Αυτός είν' όξω από το θάνατο... Πρέπει να ζήσει!

― ...Αυτός που ξέρει ο Καπετάνος.

― Να κοιτάξει καλά... Μια τρίχα μην του πειραχτεί!

Ο Καπετάνος άφωνος, ασάλευτος, νεκρός ή ζωντανός, φέρνει σιγά στο σελάχι την πιστόλα. Τα μάτια του δεν πιστεύουν όσα βλέπουν. Νομίζει πως έχασε ακόμα και το νου του. Άπιστη λοιπόν η συντροφιά; Δεν τονέ θέλει Καπετάνο πια; Το πρωτοπαλίκαρο, αυτό τα κάνει όλα! Α!

Τραβάει το σπαθί και χύνεται απάνου στο λεβέντη. Ίσως θα μπορούσε να τον ξεδικηθεί κι αυτόν, και να γλιτώσει από τους άλλους φεύγοντας. Την ίδια στιγμή δέκα πιστόλες βρόντησαν. Κι ο Καπετάνος έπεσε πλατύς ανάμεσα στου τραπεζιού τα σκορπισμέν' απομεινάρια. Κι όποιον πάρει ο Χάρος!

Ύστερα οι Κλέφτες σιωπηλοί χαιρέτησαν τον καινούριον Καπετάνο τους.

 

Σημ. του συγγραφέα

Η φράση έγινε πια τώρα παροιμιακή και σημαίνει την τέλεια καταφρόνηση προς τον κίντυνο. Η αρχή της όμως είναι από το έθιμο τ’ αρματολικό, που την περιγραφή του τη βλέπετε δω σ' αυτή τη μικρή ιστορία. Στους χρόνους μας έλειψε αυτό το τρομερό έθιμο. Υπάρχει όμως στο λαό της Ρούμελης κι άλλη περιγραφή του ακόμα πιο φοβερή. Το πιστόλι το ‘βαζε ένας της συντροφιάς κάτου, στη μέση του τραπεζιού, και με το δάχτυλο στο σκαντάλι το ‘κανε να στριφογυρίσει γλήγορα ως που να πάρει φωτιά, κι οποίον πάρει ο χάρος! Τότε όμως κιντύνευε κι αυτός ο ίδιος.

 

Για το έθιμο «όποιον πάρει ο Χάρος» διάβασε και το διήγημα του Χρήστου Χρησοβασίλη: «Κι όποιον εύρει ο θάνατος»

 

ΤΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ

 

― Γιωργάκη, σύντροφε πικρέ, με τα γραμμένα φρύδια! Που σ' είχαμε κορώνα μας κι εικόνα στο κεφάλι... Κι είχαν κρυφή τα χείλη μας ελπίδα να σε πούνε, και να σ' ακούσουν τα βουνά στους μαύρους Κλέφτες πρώτον. Κι ήσουν γερός στα σίδερα, Γιωργάκη παινεμένε!... Τώρα πώς μας κατάντησες, σα χήρες να σε κλαίμε;... Αλήθεια, πιο φαρμακερό το δάκρυ μας θα σου ‘ναι, γιατ' οι πιστοί συντρόφοι σου ― κακό μας ήβρε! ― κι οι παλιαδερφοί σου τη ντροπιασμένη σου ζωή σου πήραμε ...

Τον Κλέφτη τονέ μάγεψαν. Και πάτησε τον όρκο του· και παράτησε τη συντροφιά του· και πρόδωσε της Κλεφτουριάς το νόμο, τον ιερό.

Σηκώθηκε ένα σύνταχο, με λίγους που τον ακολούθησαν, και πήγε στην τουρκεμένη χώρα και προσκύνησε το Μπέη και τον Προεστό τον τουρκολάτρη. Τάχα τ’ άσπρα τονέ γέλασαν; Τάχα τ' Αρματολού οι χάρες τονέ θάμπωσαν τον Κλέφτη; Ή μην του σήκωσαν το νου τα κάλλη της περδικόστηθης προεστοπούλας;

Και τώρα Αρματολός περήφανος, στ' ασήμι βουτηγμένος και στο μάλαμα, χαίρεται την ευτυχιά του σπίτι του. Μα σκύβει και στη γνώμη του πεθερού του τ’ άρχοντα και προσκυνάει τη γούνα του τύραννου του Τούρκου. Και πρέπει τώρα, με τη δική τους προσταγή, τους Κλέφτες να χαλάσει, αφού να τους μερώσει δε μπορεί.

Του κάκου γράφει γράμματα, και πότε τους χαϊδεύει, πότε φοβέρες τους λαλεί. Του κάκου τους τάζει και τ' Αρματολίκι. Οι Κλέφτες, οι προδομένοι κι ανυπόταχτοι, ένα μονάχα παράφορα παρακαλούνε: Να βγει ο παλιός τους σύντροφος να πολεμήσει!

Ο Καπετάνος βαρύκαρδος λαβαίνει αυτό το κάλεσμα. Κι αποφασίζει, σαν παλικάρι κι αυτός που είναι, να το δεχτεί. Καλές αντάμωσες λοιπόν! Τους Κλέφτες θα τους καρτερεί στα τούρκικα μνημούρια, στο ριζοβούνι χαμηλά. Και συνάζει τους δικούς του και ξεκινάει.

Ο πόλεμος δε βάσταξε πολύ, γιατ' ήταν άγριος. Το ντουφέκι γλήγορα βουβάθηκε. Και με το τράβηγμα του κλέφτικου σπαθιού, ο Αρματολός έμεινε μόνος, ασάλευτος στον τόπο του. Εκεί έπεσε, νεκρός όχι παραδομένος.

Τότε οι Κλέφτες, αφού πήραν την εκδίκησή τους, τριγύρισαν τον κακοθάνατο και κάθισαν και τονέ μοιρολογούσαν.

 

Σημ. του συγγραφέα

Εδώ οι Κλέφτες τιμωρούν την απιστιά του συντρόφου, κατά τα έθιμά τους, γιατί δεν έπρεπε ν' αφήσει τη συντροφιά του και να θελήσει να γίνει Αρματολός, κάνοντας δικό του σώμα χωρίς να λογαριάσει και τη γνώμη των αλλουνών.

 

ΠΡΩΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ

 

Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που το περήφανο τραγούδι βγήκε στον αέρα, δειλό πρώτα σαν τ' άπλερο πουλί, κι έκαμε φτερά και πέταξε ύστερα.

Όμως αυτό δεν ήτανε τραγούδι, ήταν αντρίκειο μοιρολόγι, πιο πικρό από κάθε άλλο μοιρολόγι· κι έσφιγγε την καρδιά, και το δάκρυ αίμα το ‘κανε να τρέχει. Οϊμέ! και κείνη η ολοΰστερη κραυγή του πόνου, που ακολουθεί του στίχου το βαθύ καημό, πώς έσφαζε! Οϊμέ!

Μεγάλη ήταν η ώρα κι η στιγμή, που βγήκε το πρωτόπλαστο τραγούδι απ’ το καλύβι στο χωριό, και πέταξε κι απλώθηκε τριγύρω και μακριά, μακριά! Πόνος τρανός, θανάτου απελπισιά, φοβέρα μαύρη πλάκωσε το χωριό από την αυγή χαράζοντας, που έφτασε το φριχτό χαμπέρι με τον αγωγιάτη από τα Γιάννινα κι έλεγε του Καπετάνου το χαμό. Α, τάχα να μην ήταν αληθινό τέτοιο άκουσμα! Μα ο πεζοδρόμος που ροβόλησε ύστερα κρυφοστελμένος, κι ο ταξιδιώτης ο περαστικός το λόγο το φαρμακωμένο στέριωσαν, κι έδιωξαν κάθ' ελπίδα.

Νύχτα· σκοτάδι στο καλύβι. Γύρω στη μισόσβηστη γωνιά, του Καπετάνου οι ορφανοί συντρόφοι, νιοι γερόντοι, κάθονται σταυροπόδι αμίλητοι. Πόσα δεν είπαν ολημέρα! Και τώρα καθένας έχει με τον πόνο του κρυφή μιλιά κι αμάχη. Τα περασμένα τα όμορφα, τα πανηγύρια των πολέμων, τραβούν το λογισμό τους, μόνο για μια στιγμή· μ' αυτός γυρίζει πάντα στο θάνατο του Καπετάνου, κι όλο τα ίδια, μονότονα, σπαραχτικά τους μολογάει. Με προδοσιά, μονάχο τονέ βρήκαν και τον έπιασαν, τον άμοιρο. Χώρι' από των παλικαριών του κάθε συντροφιά. Κι έτσι δεμένον, καβάλα τονέ πήγανε στα Γιάννινα. Μερόνυχτο περπάτησαν, χωρίς και να τον κατεβάσουν από τ’ άλογο, για μια στιγμή. Οϊμέ! Ο Κλέφτης, ναι, με προδοσιά πάντα του είναι γραμμένο να χαθεί· μα τέτοια μοίρα ποιος νους να τη χωρέσει; Οϊμέ!

Άξαφνα, μες στο σκοτάδι, και στη σιωπή τη σκοτεινή, ένας απ’ τους συντρόφους σείστηκε, βόγκησε βαθιά· έσκυψε κατά τη φωτιά, να κρύψει θέλησε την ταραχή του· μα ένα πνιγμένο κλάμα βγήκε από τα στήθια του. Όλοι ανατρίχιασαν. Ο ίδιος ο Καπετάνος έκλαιγε με το κλάμα του συντρόφου.

― «Τούρκοι, βαστάτε τ' άλογο... λίγο να ξαποστάσω...» έλεγε η φωνή. Κι άλλη ύστερα ακολούθησε·

― «Να χαιρετήσω τα βουνά... Οϊμέ!»

Έτσι, σιγά σιγά, του Κατσαντώνη το τραγούδι το περήφανο, με το σπαραχτικό του τσάκισμα σα σπάσιμο καρδιάς, γεννιότανε, για να μην πεθάνει πια.

 

Σημ. του συγγραφέα

Κοίταξε στο παράδειγμα τούτο πως βγαίνουν από την ψυχή του λαού τα τραγούδια―και γι’ αυτό είναι τόσο όμορφα κι αληθινά μαζί. Τα τραγούδι του Κατσαντώνη είναι ακόμα ένα από τα πιο αγαπημένα του λαού μας και τ' ακούει κανείς να τραγουδιέται και να παίζεται όχι μονάχα από τα βιολιά, μα κι ακόμα από τις λατέρνες στην Αθήνα και σε κάθε πόλη ελληνική.

 

ΤΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

 

Η μέρα κείνη ήταν πικρή. Κι οι Κλέφτες που χαλάστηκαν, πάντα θα τη θυμόνται.

Στα χέρια οι Κλέφτες σήκωσαν τον Καπετάνο, ασάλευτο, με τη σπαθιά κατεβατή στο πρόσωπο, και πολεμώντας ανηφόρισαν. Κι έπιασαν το καταράχι, και σταμάτησαν.

Οι Αρβανίτες δεν τους πήραν το κοντό, γιατί τρανός ήταν κι ο θρήνος ο δικός τους. Και μοναχά του Καπετάνου των Κλεφτών ο θάνατος, του ξακουστού τ' Αρματολού ―θάνατος που χρόνια τον παρακαλούσαν― έκανε το κλάμα τους σε γέλιο να ξεσπάσει· κι η σαλαγή του ν' αντηχεί, για νιο φοβέρισμα, στους Κλέφτες τους θλιμμένους.

Οι Κλέφτες όμως σώπαιναν. Τα μάτια τους στεγνά τον Καπετάνο αντίκριζαν τον ξαπλωμένο, που δεν έδειχνε ζωής σημάδι.

Η μέρα κείνη ήταν πικρή! Κι η μοίρα τους έτσι ήτανε γραφτή. Ο Καπετάνος είχε καλέσει τους Αρβανίτες σε πόλεμο για θάνατο και για ζωή. Και τώρα ο Αλιζόταγας, Δερβέναγας σκληρός, οχτρός του Καπετάνου, χαίρεται και καμαρώνει.

Κάποτε ο πληγωμένος ανασείστηκε. Στο πρώτο ανάβλεμμά του άλλη τρομάρα ζωγραφίστηκε.

― Ο Ψυχογιός μου που ‘ναι; είπε. Τ' άρματά μου... παν κι αυτά; Πόσοι απομείναμε;... Πεθαίνω...

― Καρδιά, πατέρα, και θα ζήσεις! είπ’ ένα από τα παλικάρια. Όσοι βαρέθηκαν, τους πήραμε. (Ήταν ψέμα θλιβερό).

― Κι ο Ψυχογιός;... Και τ’ άρματα;

― Μας λείπουν, κι άλλοι δέκα αντάμα.

― ... Όλοι στον τόπο;

― Μην το λες! Ξέκοψαν από μας εκεί που πάψαμε τον πόλεμο. Κανένας δεν τους είδε. (Ήταν αληθινό).

Τότε τροχάλισαν από κοντά πόδια σιδερωμένα. Κι ο Ψυχογιός σε λίγο, του Καπετάνoυ ο ακριβός, που ‘χε τη δόξα να φορεί του Καπετάνου τ' άρματα, ορθός στεκότανε τον Καπετάνο αντίκρυ, μαύρος και φοβερός, σα Χάρος φοβερός και μαύρος.

― Γεια και χαρά σου, Καπετάνε! φώναξε. Ξαγόρασα το αίμα σου ― ο Αλιζόταγας δε ζει! Τους βγήκα μπρος καρτέρι... Άμα σε πήραν οι συντρόφοι, δεν κρατήθηκα. Στο δρόμο τον πλατύ τους βγήκα, και τους πέσαμε με το σπαθί. Κι οι Αρβανίτες σκόρπισαν. Κι ο Αλιζόταγας γυμνός στο χώμα κείτεται!

― Ωρέ, σηκώστε με! φωνάζει ο Καπετάνος. Τι λέει αυτός εκεί; Τρομερή ήταν η ματιά του, στον Ψυχογιό ριχτή. Κι έτρεμε τώρα το Κλεφτόπουλο μπροστά του.

― Ωρέ, ποιος σου ‘πε να το κάμεις; ο Καπετάνος ρέκαξε. Αφού χαλάστηκα, πώς θέλησες εσύ να με ντροπιάσεις; Ο Αλιζόταγας έπρεπε να ζήσει, ανίκητος! ... Τι είναι που κρατάς;

― Είναι το καριοφίλι του και τ' άρματά του... Σου τα ‘φερα ...

― Πάρ' τα! πάρ' τα, μήτε να τα ιδώ!.. Τώρα, αφού έχεις άρματα, βγάλε τα τα δικά μου, που δε σου ‘πρεπαν... Τέτοια τιμή για σένα είναι μικρή ... Άλλα άρματα προτίμησες...

― Συμπάθα με, Καπετάνε! Ξέρεις αν κράτησα την πίστη στ' άρματά σου, κι αν τ' ατίμασα...

― Κι ο Αρβανίτης, αν σε σκότωνε και σένα, και σου τα ‘παιρνε;

― Δεν τα κρατούσα για γαμπρός! Τ' άρματα είναι για πόλεμο, και τα δοκίμασα!.. Μα κείνα του Αρβανίτη τα ‘χα ζηλέψει από καιρό ―για σένα, όχι για μένα, Καπετάνε. Και σου τα ‘φερα...

― Δικά σου! Δεν τα θέλω! Και βγάλε τα δικά μου... Δεν ακούτε σεις, ωρέ;

Το Κλεφτόπουλο, άγριο, έχει το χέρι στο σπαθί και περιβλέπει.

―Όποιος απλώσει, κράζει, τον περιμένει θάνατος! Τ’ άρματα που φορώ κανένας μην τ' αγγίξει! Του Καπετάνου τ’ άρματα!

Όλοι προσέχανε στ' αγριεμένο το Κλεφτόπουλο, κι ο Καπετάνος είχε σηκωθεί ολόρθος άξαφνα, κανείς δεν είδε πώς, με τη σπαθιά μεσόφρυδα, μεγάλος και ματόπνιχτος, και φάνταζε σα ν' αναστήθηκε.

― Ωρέ, είπε με μια φωνή που ράγιζε, τ’ άρματα τα δικά μου δεν τα καταφρονάς;... Θέλεις να τα φορείς ακόμα;

― Θέλω και θέλω! Είμαι ο Ψυχογιός σου εγώ!

Άπλωσε το χέρι ο Καπετάνος κι έδειξε το Κλεφτόπουλο. Κι έβγαλε ένα ροχαλητό.

― Προσκυνάτε, ωρέ, τον Καπετάνο σας!

 

Σημ. του συγγραφέα

Κατά τα Κλέφτικα έθιμα το Πρωτοπαλίκαρο έπαιρνε τον τόπο του Καπετάνου σε περίσταση θανάτου κλπ. Είναι όμως και παραδείγματα διάφορα, όπου ο αδερφός ή γιος ή ανιψιός του Καπετάνου έπαιρνε το αξίωμα. Στ' Αρματολικά όμως χρονικά συχνά το αξίωμα του Καπετάνου ήτανε κληρονομικό, άμα το σπίτι του Αρματολού δειχνότανε πιστό στην τούρκικη εξουσία. Εδώ όμως, στη μικρή αυτή ιστορία βλέπουμε εξαιρετικά τον Ψυχογιό, δηλ. τον τελευταίο στη σειρά να γίνεται Καπετάνος άξαφνα. Στα σημερινά ελληνόπουλα η τύχη του θαυμαστού Κλεφτόπουλου ας γίνει ευγενικό παράδειγμα. Κοιτάχτε όμως και πώς το τρυφερό αυτό αγόρι των είκοσι χρονών σέβεται τον αρχηγό, λατρεύει τ’ άρματα και γενικά μένει πιστό στα έθιμα των Αρματολών. Φιλοδοξία λοιπόν ως τα σύνορα του νόμου και της αρετής.

 

Τ' ΑΡΜΑΤΑ

 

― Μάνα, τι ήταν απόψε η σαλαγή; Τ' άρματα του πατέρα ποιος τα πείραζε; Κάποια τρομάρα μ' έκαμε να πεταχτώ στον ύπνο μου. Κι άκουσα με τ' αφτιά μου να σαλεύουν τ' άρματα. Κλέφτες θα μπήκανε στο σπίτι, μάνα...

― Παιδί μου, σαν απόψε πέθανε ο πατέρας σου. Άρρωστο, με προδοσιά τον πιάσανε. Στα Γιάννινα τον πήγανε ξαρμάτωτο, σα να ‘τανε ραγιάς, ο Καπετάνος ο περήφανος. Εκεί σκληρά τονέ, θανάτωσαν, τον προδομένο. Στάθηκε παλικάρι στα μαρτύρια τα φριχτά. Όμως τον πόνο το στερνό του ποιος δεν τονέ μαντεύει; Πέθανε άδοξος, ξαρματωμένος, ο άμοιρος...

Τ' άρματά του πήρανε τον πόνο του από κείνη τη στιγμή. Και τονέ λένε τέτοια νύχτα, σαν απόψε! Κλαίνε, και γυρεύουν τον αφέντη τους. Από τον κάτου κόσμο ακούνε το παράπονό του. Και φριμάζουνε σαν άτια, στη γνώριμη φωνή που τ' ανακράζει. Και μαλώνουν, και παλεύουνε συνατά τους, σα θεριά, μες στη σκλαβιά τους...

Παιδί μου, τ' άρματα βροντομαχούσαν, που άκουγες απόψε ― τ’ άκουγα και ‘γώ... Και περιμένω να μου μεγαλώσεις, και ν' αναστηθείς τρανός! Τ’ άρματα να μου φορέσεις, που τα τρόμαξαν οι κάμποι, τα βουνά! Και Καπετάνος να μου γένεις ξακουστός, και του πατέρα σου το θάνατο να ξαγοράσεις.― Τότε θα σ' ευκηθώ! Τότε και του πατέρα σου τον πόνο θα τον ξαλαφρώσεις, που τον ακούει η γη στα στήθια της και τρέμει. Που τον ακούνε και σπαράζουν τ' άρματα...

Τότε και τ' άρματα το βροντομάχημά τους θα το πάψουνε. Και θα χαρούνε γύρω στο κορμί σου, ανάλαφρα ...

― Μάνα, φοβάμαι...

― Τι φοβάσαι συ, του Καπετάνου γιε;

― Φοβάμαι τ' άρματά του!

― Κάλλιο να σ' έβλεπα νεκρό! Παιδί ανάξιο του πατέρα σου! Τ' άρματά του να σε φάνε!

 

Σημ. του συγγραφέα

Εδώ ο απόγονος του Κλέφτη δε μοιάζει το Κλεφτόπουλο της παραπάνω ιστορίας. Τα ιερά τότε άρματα του Αρματολού, που παίρνουνε σχεδόν ζωή στην οικογένεια που τα φυλάει, πρέπει τώρα, για τα μικρά ελληνόπουλα, ν' αντικατασταθούν από τη σημαία και τ' άγιο όνομα της Πατρίδας.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

ΟΧΤΡΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ

 

Στη χώρα μέσα, όταν πρωτάναψε το ντουφέκι ανάμεσα σε Τούρκους και Γραικούς, ένα παράξενο ακολούθησε.

Τούρκοι και Γραικοί αμέσως το κατάλαβαν, πως δε χωρούσε πια φιλιά κι αγάπη ανάμεσό τους.

Το ντουφέκι δούλευε και το σπαθί στη χώρα. Και τ' άψυχα δεν έμεναν αμέτοχα. Η ανεμοζάλη χόρευε ζευγάρι με την ανθρώπινη την ψυχοταραχή.

Σαν άσωτη κακούργα στρίγκλα η πυρκαγιά έσπερνε τον όλεθρό της όπου απλώνονταν. Οργή στον ουρανό και κάτου!

Δυο ανθρώπους μοναχά δε μπόρεσε να σύρει στην ορμή της η θεομανία αύτη. Ως τότε φίλοι αχώριστοι νομίζονταν απ’ όλους, κι ήτανε· φίλοι από χρόνια, ο Πανάγος κι ο Μεχμέτης, παλικάρια παντού γνώριμα, του λαού παιδιά και του πιοτού συντρόφια. Γύρω τους με τα δόντια τρώγονταν οι ομόφυλοι κι ομόπιστοί τους. Τα δυο ποτάμια τα αίματα έτρεχαν εμπρός τους αυτοί μαζί, στο σίφουνα που τους τριγύριζε!

Στην αρχή, πολλές φορές, ο ένας γλίτωσε τον άλλον απ’ το θάνατο. Κι έκανε σ' όλους σεβασμό και φόβο το παλικαρίσιο ταίρι τους, καθώς ατάραχα περνούσανε τους δρόμους, όπου το βόλι λούφαζε και ξεσπούσε. Όμως δεν άργησε η αγάπη τους να γίνει σ' αυτούς τους ίδιους καταδίκη και κατάρα απ’ όλους, Τούρκους και Γραικούς.

Και μια μέρα χάθηκαν από τη χώρα την τρικυμισμένη οι φίλοι, θέλησαν ίσως να ξεφύγουν απ’ το θάνατο, που θα τους χάριζαν οι δικοί τους οι ίδιοι με τα χέρια τους; Ή πήγαν κάπου κι ως το θάνατο χτυπήθηκαν, αφού ήταν αδύνατο να ζήσουν πια με την αγάπη τους, την τρανή και την ανίερη; Κάποιοι που θα ‘ξεραν καλύτερα, έτσι μάντεψαν.

Και μονάχα λίγες μέρες ύστερα βγήκε η αλήθεια από τη θάλασσα. Γιατί τους ξέρασε τους δυο, δεμένους χέρια πόδια και κορμιά μαζί, σα να τους έδεσε άλλος τους παλικαράδες, άθελά τους. Κι ο θάνατός τους, πιότερο απ’ τον πόλεμο, έκαμε να νιώσουν όλοι, Τούρκοι και Γραικοί, πως ήτανε στον κόσμο πια των αδυνάτων. Τούρκοι και Γραικοί μαζί να ζήσουν.

 

Σημ. του συγγραφέα

Και τα ιερότερα αισθήματα, σαν τη φιλία, γίνονται ανίερα μπροστά στο πανίερο αίσθημα του πατριωτισμού. Όλα πρέπει να υποχωρούνε στις Πατρίδας την ανάγκη!

 

ΑΡΑΧΟΒΑ

 

Οι πληγές του γέρου είχαν ανοίξει πάλι κι έτρεχαν. Τότε έπεφτε στις υποχοντρίες του, ο κακόμοιρος. Όλα του ‘φταιγαν. Κι οι θύμησες οι περασμένες έμοιαζαν και κείνες σαν πληγές που του πονούσαν. Όμως, ενώ πονούσε κι ενώ σπάραζε, ήθελε και να τις ανιστορεί. Κι έβρισκε σ' αυτό μια γλύκα, πώς να πω, φαρμακερή. Νόμιζες πως κι η ψυχή του μάτωνε κει που μιλούσε. Κι ο γέρος μια μιλούσε, μια αναστέναζε.

― Αχ, αυτή η πληγή!.. πού βρίσκει το τόσο αίμα;.. Τόσα χρόνια πάει αυλάκι... θα ‘κανε ποτάμι!... Από την ώρα που πληγώθηκα, σαράντα χρόνια αστείρευτα, σώνει πια! Πονώ... και τι κατάλαβα;... αίμα χαμένο σαν το ρέμα του νερού.

Βρέθηκα στην Αράχοβα... ποιος με ρωτάει; ―καλά με ρώτησε! Δεν ήμουν, όχι, στην Αράχοβα ―κι ας μου ‘φαγε τα στήθια εκεί το βόλι... Στάθηκα άτυχος, μωρέ παιδιά, γι’ αυτό βογκάω τώρα, όχι για τις πληγές. Αχ, και να μη ρίξω και ‘γώ ένα ντουφέκι, να μη φάω έναν Τούρκο και ‘γώ με το σπαθί!

Μες στο κυνήγι τ' ασυλλόγιστο, που κάναμε στους Τούρκους, εγώ ξένος στάθηκα, χωρίς να θέλω. Η μοίρα μου με καταράστηκε ... Ένα κεφάλι και ‘γώ αρβανίτικο δε μπόρεσα να πάρω. Ένα ―το ήβρα καταγής, το ντράπηκα κι αυτό. Γιατί; θα σας το πω, μωρέ παιδιά!

Ο Καπετάνος μ' έβαλε σκοπό: Εκεί να μείνω, μου ‘περίπου, να μην κουνηθώ... «Χάθηκες, και μας έχασες.» Είπε ο Καραϊσκάκης! Του ‘χω παράπονο τρανό ―δεν του το συμπαθάω... άγια τα κόκαλά του! Σκοτάδι και χιονούρα! Δεν έβλεπα μπροστά μου. Όλοι κοιμόντανε. Καμιά ντουφεκιά, να δείχνει πως είναι πόλεμος. Άξαφνα, μια ντουφεκιά... πληγώθηκα. Ήρθε από μακριά το βόλι· ήταν η μοίρα μου που το ‘στειλε. Στο χιόνι απάνου απλώθηκα σιγά. Ένιωθα το αίμα μου να τρέχει· ήθελα να φωνάξω ―ο Καπετάνος πρόσταζε άχνα να μη βγάλω. Λιγώθηκα κι αποκοιμήθηκα.

Τις αυγές ήρθα στο νου μου. Ακόμα νύχτωνε ―Τούρκοι χιλιάδες, μπρος στα μάτια μου, περνούσανε! Κοιμόνταν οι δικοί μας, παγωμένοι, στο χωριό. Ήθελα να φωνάξω, να σκίσω το λαρύγγι μου, κι ας πέθαινα ―δε μπόρεσα να βγάλω μήτε στεναγμό. Κι οι Τούρκοι ροβολούσαν... και γλιστρούσαν... κι έφευγαν το χιόνι τους βοηθούσε.

Κόπηκε η λαλιά του γέρου. Αγρίεψαν τα μάτια του. Με το χέρι τ' άσαρκο έδειχνε κατά τη θύρα.

― Ακούτε; ακούτε; Φεύγουν! φεύγουν! Ποτέ δεν ξαναστάθηκε τέτοια φυγή! Τους πήραν οι δικοί μας! Δε θα γλιτώσει ψυχή!

Μ' έξαψη τρομερή θέλησε ν' ανασηκωθεί, κι έπεσε πάλι. Τρέξαμε κοντά του· το αίμα πλημμύριζε το στρώμα του.

Άξαφνα τρομάξαμε και ‘μείς. Όξω από το σπίτι άγρια ανεμοζάλη μάνιζε και περνούσε ―χιλιάδες Τούρκοι φεύγανε! Και παν και παν!

 

Σημ. του συγγραφέα

Η μάχη της Αράχοβας είναι από τις πιο δοξασμένες του Ιερού Αγώνα. Η τιμή εκείνων που πολέμησαν στην Αράχοβα με τον Καραϊσκάκη ήταν η πιο μεγάλη για έναν αγωνιστή του Εικοσιένα. Ανατριχίλα έπιανε τους νέους όταν άκουγαν κανένα γέρο να λέει πως ήτανε στην Αράχοβα. Όλοι τονέ βλέπανε σα γίγαντα μπροστά τους. Έτσι και τώρα, θ’ ακούτε για τη μάχη του Σαραντάπορου, του Κιλκίς κλπ., εσείς παιδιά ελληνόπουλα, και θα θαυμάζετε και θα ζηλεύετε!

Ο συγγραφέας στη μικρή αυτή ιστορία προτίμησε να βάλει έναν απλό στρατιώτη, που δεν α ξ ι ώ θ η κ ε να λάβει μέρος στη μάχη της Αράχοβας ―κι αυτό είναι ο πόνος ο τρανός του. Έτσι χωρίς ρητορικές περιγραφές, νιώθουμε και ‘μείς, μαζί με τον άτυχο αυτόν Αγωνιστή, την ίδια ιερή συγκίνηση από την ανάμνηση της μάχης που νιώθει κι ο ίδιος αυτός Αγωνιστής, Πρόσεξε και στη φράση: είπε ο Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης ήταν ο αυστηρότερος στρατηγός του ιερού Αγώνα και πάντα το πολεμούσε με τα πιο πειθαρχικά στρατεύματα. Πιο μεγάλη η δόξα του γι’ αυτό.

 

Ο ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ

 

― Ήμουνα και ‘γώ στο Ναβαρίνο, εδώ που αρχίσαμε και δεν τελειώνουμε, μωρέ παιδιά! Ήμουνα στο Ναβαρίνο, και πολέμησα και ‘γώ―με την τρεχαντήρα μου, θιος σχωρέσ’ τηνε· βούλιαξε και χάθηκε, μα δεν ξαπλώθηκε στον άμμο να λιαστεί σα γαϊδουροκοκάλα. Ήμουνα στο Ναβαρίνο! έλεγε ο καπετάν Καλούμας.

Φορτώσαμε κρεμμύδι από τα Βάτικα2. Τρεις μέρες χωρίς άνεμο· μια θάλασσα πανάγαθη, που να τη βλαστημάς. Ο ναύτης προτιμάει την κακοσύνη της από μια τέτοια νεκρομάρα. Κι ως πότε θα βαστούσε; Κάτι θα ‘κρυβε και κάπου θα ξεσπούσε τέτοια της φύσης αποκάρωση―ξέσπασε στο Ναβαρίνο!

Τρεις μέρες άσειστοι, σαν καρφωμένοι στα νερά. Τη νύχτα έν’ αγεράκι ξέψυχο μας μετατόπιζε, λιγάκι, για να σβήσει στα πανιά μας την αυγή. Κι είχαμε το φόβο από τους Τούρκους, που τριγύριζαν. Την τρίτη αυγή βρεθήκαμε όξω από το Ναβαρίνο. Αντίκρυ μας ένας θεόρατος τριπόντες, με σημαία τούρκικη, μας έβλεπε και τονέ βλέπαμε και ‘μείς. Άσειστοι κι οι δυο σαν απολιθωμένοι. Κατά το μεσημέρι ήρθαν απάνου μας τρεις βάρκες αρματωμένες κι έτοιμες. Σήκωσα την ιωνική σημαία, έδιωξα τους ναύτες στο γιαλό με το βαρκάκι κι έμεινα μοναχός ―δεν άφηνα ‘γώ την τρεχαντήρα μου! Με τραβήξανε στο λιμάνι και μ' έδεσαν ανάμεσα σε δυο άλλα τούρκικα αραγμένα. Δε με πείραξαν, τη σημαία μοναχά μου πήρανε. Μ' αφήσανε να περιμένω την τύχη μου. Γέροντας, υπομονητικός ―και περίμενα.

Κι ήβρα την ώρα, τη μεγάλη! Πόσες μέρες πέρασαν;... Οι στόλοι είχανε μπει στο κορφολίμανο. Τα πρώτο κανόνι έπεφτε, και ‘γώ μέσα στ' αντάρεμα των όλων, έλυσα τα παλαμάρια, έριξα την αλυσίδα στο νερό, άπλωσα το πανί, έδεσα το τιμόνι ασάλευτο, κι άφησα το καΐκι να κυβερνηθεί. Χωμένος στο σωρό των κρεμμυδιών, αγνάντευα τον πόλεμο. Απόγειο φύσαγε, κι η τρεχαντήρα τραβούσε κατά την αγγλική τη ναυαρχίδα. Την έφτασε και τη φοβέριζε. Φωνές, κακό από τη ναυαρχίδα. Με πήρανε για πυρπολικό! Μια κανονιά μου σήκωσε στον αέρα το μισό κρεμμύδι ―εγώ δεν το κουνούσα!

Πέσαμε στ' απάνεμο, κι η τρεχαντήρα τα ‘στριψε, σα να ‘νιωσε τα δύσκολα. Τήραξε όμως! Έβαλε πλώρη απάνου στα πολεμικά τα γαλλικά. Εκεί, κανόνι πάλι! Μια μπάλα ήρθε κι έσπασε μες στα κρεμμύδια, και τα ‘καμε ν' αναπηδήσουνε και να μ' αποσκεπάσουν ―έκαμαν καλά! Δεύτερο κανόνι άρπαξε το μισό κατάρτι το πρυμιό. Άλλο χτύπησε την τρεχαντήρα στο μάγουλο ―δεν τηνέ βούλιαξε! Τότε η τρεχαντήρα τα χρειάστηκε... Μες στην απελπισιά της, κάνει ανάστροφα σα να κρατούσε το τιμόνι χέρι δυνατό, και βάνει πλώρη ίσα κατά τον τούρκικο το στόλο ―οι Γάλλοι πάψανε τις φωνές.

Στο βάθος τώρα ένα βουνό καράβι καίονταν. Ήταν εκείνο που μας έπιασε―η τρεχαντήρα τράβηξε ίσα καταπάνου του! Πήδησα στο νερό, και βγήκα κολυμπώντας. Από κει πια δεν αγνάντευα τον πόλεμο, έκλαιγα τα κρεμμύδια και την τρεχαντήρα. Γιατί πήγε, η παλαβή, και κόλλησε ίσα στ' αναμμένο και πήρε φωτιά κι αυτή. Και πήρε φωτιά το κρεμμύδι και φλόμωσε τον ουρανό. Οι Τούρκοι όμως χαθήκανε. Και το κρεμμύδι που ψηνότανε γίνηκε νεκρολίβανό τους...

 

Σημ. του συγγραφέα

Ό,τι είπαμε για τη μικρή ιστορία ο Σ ύ ν τ ρ ο φ ο ς έχει και δω τον τόπο του.

 

Ο ΧΑΡΟΚΟΠΟΣ

 

Ο γέρος, ενώ ψυχοπάλευε, φώναξε το παιδί του, τον ακριβό του κληρονόμο. Του είπε:

― Ο ήρωας ο παππούς σου πεθαίνοντας μου άφησε ένα θησαυρό, αυτόν που βλέπεις. (Και του ‘δειξε ένα κουτί χρυσόδετο). Μου άφησε τ' άγιο τ' όνομά του να λατρεύω, και να λιβανίζω το κουτί. Τώρα σου τ' αφήνω και τα δυο. Εγώ στο κουτί αυτό και στ’ όνομα δε μπόρεσα να βάλω τίποτ' άλλο παρά τους κόπους μου μονάχα για να στρώσω τη ζωή σου αναπαμένη κι ήμερη. Κοίταξε να ζήσεις και να χαρείς τα πλούτη σου ―όμως το κουτί να το ‘χεις φυλαχτό, και τ’ όνομα τιμή σου. Κατάρα σου αφήνω!

Και πέθανε ο γέρος. Κι ο νιος σε λίγα χρόνια σκόρπισε τ' αγαθά που απόχτησε άκοπα και λέρωσε και τ’ όνομά του, το πατρογονικό. Το κουτί όμως δεν το πείραξε, όχι σαν ιερό πράμα που ήταν, αλλά σαν καταφύγιο του στερνό που θα γινότανε μια μέρα.

Τέλος έσωσε τα λιγοστά λεφτά που του ‘μεναν. Έφτασε και στο κουτί.

Έπιασε τ’ άνοιξε μ' αντικλείδι. Κι ήβρε μέσα κόκαλα ξερά και τίποτ' άλλο. Λοιπόν αυτός ήταν ο ατίμητος ο θησαυρός; Η απελπισιά του ξέσπασε σ' οργή μεγάλη για του πατέρα του τον εμπαιγμό. Με τον παππού του δεν είχε κανένα λόγο να θυμώνει. Και τα κόκαλα τίποτα δεν του ‘λεγαν. Τον άλλον όμως, ήθελε να τον ξεδικηθεί. Και πώς;

Άξαφνα παρηγορήθηκε. Έκλεισε πάλι με φροντίδα το κουτί. Το πήρε και το πήγε σ' έναν τοκογλύφο.

― Σου φέρνω το ιερότερο κειμήλιο του σπιτιού μου, είπε· του παππού μου τα κόκαλα. Δάνεισε μου ένα κατοστάρικο.

Ο τοκιστής χωρίς ν' ανοίξει το κουτί, το κοίταξε απόξω με προσοχή.

― Το κουτί σου δεν αξίζει μεγάλα πράματα, είπε.

― Χάρισμα σου το κουτί! αποκρίθηκε το παλικάρι. Εγώ σου πουλώ τα κόκαλα, θέλεις;

Ο τοκογλύφος χαμογέλασε. Αμίλητος, έδωσε το κατοστάρικο. Άδειασε ύστερα τα κόκαλα στα σκουπίδια και κράτησε το κουτί.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ανάξιος απόγονος. Κοίταξε τι είπαμε πιο απάνου στη μικρή ιστορία Τ’ ά ρ μ α τ α.

 

ΚΑΤΑΡΑ

 

Οδοιπόροι μακροτάξιδοι φτάσαμε στο χωριό απομεσήμερο. Το βρήκαμε έρημο, σαν τουρκοπατημένο. Στον τρύγο είχανε πάει οι χωριανοί. Ο κάμπος πέρα απλώνονταν απέραντος, και το χωριό απ’ το ψήλωμά του κάθονταν και τον αγνάντευε. Κάμπος πολύκαρπος, ευτυχισμένος κι αρχοντοχώρι το χωριό.

Στον πλάτανο από κάτου το χιλιόκλωνο, που θα ‘σκεπε όλο του χωριού το ψυχομέτρι γιορτινό, εκεί καθίσαμε μονάχοι και χαιρόμαστε τον ίσκιο που μας χάριζε ήμερος. Πιο πέρα η βρύση πήγαινε κελαδώντας τα νερά της· έδινε και σε μας απ’ την πολύφωνη χαρά της, ενώ τρώγαμε λίγο ψωμί, και μας καλούσε να χαρούμε ύστερα και τη δροσιά της. Τότε μπροστά μας ήρθε και στυλώθηκε ένας γέροντας λεβέντης, του χωριού ο φύλακας και μόνος κάτοικός του. Ξαφνικό ήτανε για μας το φτάσιμό του, καθώς φάνταζε ψηλός, τραχύς, μ' ένα τρανό ραβδί και χωρίς άρματα.

Γαλήνιος μας αντίβλεψε, σα να μας είδε κι άλλη μια φορά. Χαιρέτησε, κι ορθός απόμεινε όσο τρώγαμε, κι όσο μιλούσαμε μαζί του.

― Βλογημένος είν' ο τόπος σας, του είπα, ύστερ' από κάμποσο που τονέ θάμασα γεροστεκούμενο. Λεβέντες θα ‘ναι οι συχωριανοί σου, και το λες εσύ. Τι προσήλιο, και τι ξάγναντο από δω! Και το νερό σας όποιος πίνει θάνατο δε θα πει. Τα γράμματα τα τούρκικα που ‘ναι στη βρύση την ιστορία της θα λένε· ξέρεις να μας την πεις εσύ; Μολόγα και για το χωριό σου.

― Ήμαστε σκλάβοι, πριν αρχίσει ο πόλεμος, μα τη σκλαβιά δεν την ακούγαμε βαριά. Ο Φερχάτης, αφεντικός αγάς, κυρίευε δω πέρα. Χωριό και κάμπος δικό του ήτανε ζευγολατιό, κι αυτός πλασμένος για να κάνει το καλό. Μα η προσταγή του ήτανε θάνατος· τον κάμπο στόλισε σα να ‘πε λόγο και να γίνηκε. Κι αλήθεια, ο λόγος του γεννούσε θάματα. Σε λίγα χρόνια ο κάμπος γίνηκε ένα περιβόλι. Οι πεινασμένοι χωριανοί ―παιδί εγώ τότε και δεν τ' αλησμονώ― τρέμανε στ' όνομά του. Με τον ίδρωτά τους πλούτιζαν τον αγά, μα χόρταιναν ψωμί και κείνοι.

Με τον καιρό, σιγά και χωρίς να το νιώσουν οι ίδιοι, σήκωσαν κεφάλι. Όσο γλύκαινε ο αγάς την κακοσύνη του, κι όσο τα γερατειά του γίνονταν πιο πονετικά, τόσο οι χωριανοί ρίχνανε τον πόθο τους όχι σε κείνο που τους έδινε, παρά στο που κρατούσε και το χαίρονταν ο ίδιος· δικό τους το ‘θελαν κι αυτό!

Παραμονές που το ντουφέκι θ' άρχιζε, κι ο αγάς είχε ξυπνήσει βλέποντας τον κίντυνο. Με λίγους Τούρκους συντροφιά, και με τους θησαυρούς του, κίνησε για τη χώρα, καθέδρα του πασά. Μπροστά του κι από πίσω του κοπάδι οι χωριανοί τονέ συντρόφευαν. Τονέ χαιρέτιζαν, και κακομελετούσαν: «Εδώ που πάει, δεν τονέ σκοτώνουμε;» Και κει τον έθαψαν.

Πεθαίνοντας, βαριά μας έριξε κατάρα. Κι έτσι με την κατάρα του, μπήκαμε στον πόλεμο. Γίνηκε ο κάμπος πέρα ως πέρα μια αγκαθιά, στάχτη και το χωριό! Μα ο πόλεμος τελείωσε, κι οι χωριανοί ξανάβραν την κληρονομιά τους, την πατρογονική. Κι ο σπόρος της κατάρας δούλευε βαθιά, και ξάνθισε και καρπολόγησε καθώς τονέ θωρείτε· ο κάμπος παραδείσεψε, και πάλι! Της κατάρας ο καρπός ήτανε του Θεού μια χάρη... τέτοια καλοσύνη έχουνε κάποιες κατάρες. Μα πήγε αδικοθάνατος ο αγάς ― και θιος σχωρέσ' τον...

 

Σημ. του συγγραφέα

Είπαμε πιο απάνου στη σημείωση για την ιστορία Ο χ τ ρ ο ί  κ α ι  φ ί λ ο ι, πως όλα πρέπει να υποχωρούνε μπροστά στης Πατρίδας το καλό. Οι χωριάτες αυτοί σκοτώσαν ένα δίκιον Τούρκο, γιατ' ήτανε της μοίρας του να τονέ φάει κι αυτόν το άδικο των αλλουνών Τούρκων. Γι’ αυτό κι η κατάρα του γίνηκε ευλογία στο χωριό που αμάρτησε.

 

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

 

ΚΑΝΑΡΗΣ

 

Η νύχτα ζώνει τους συντρόφους στην ακρογιαλιά. Ποιος ξέρει τι ώρα είναι; Τίποτα δε φαίνεται στον ουρανό και στο πέλαγο. Και το καράβι τ' αραγμένο, που περιμένει το ξεκίνημα, δε χαράζει πουθενά κι χυτό μες στα βαθιά σκοτάδια· ίσως και δεν υπάρχει ολότελα... Τα μάτια των συντρόφων του κάκου τ' αναζητούν. ―Νύχτα από την κόλαση βγαλμένη!

Απόγειος άνεμος φυσάει και μεγαλώνει αγάλι αγάλι. Βροχής φοβέρισμα κρέμεται στον ουρανό. Το παλαμάρι, το δεμένο απ’ το παλιό κανόνι, τρίζει αθώρητο, βογκάει και φοβερίζει· θέλει να λευτερωθεί. Μαντεύεται με τον τριγμό το τέντωμα της δύναμης και της οργής του.

Αρχίζει η θάλασσα βαθιά να μουρμουρίζει. Νομίζεις πως είναι το ρουχαλητό στοιχειού που αποκοιμήθηκε. Κι όμως τώρα είναι που ξυπνάει η θάλασσα. Κι είν’ άγριο το ξύπνημά της, όπως ο ύπνος της είναι βαρύς.

Ένα θρόισμα πιο δυνατό, κάτι σαν ανυπόμονων ψυχών ανάδεμα, σηκώνεται απ’ τους ίσκιους, που σβήνουν στο σκοτάδι, στην ακρογιαλιά. Φωνές σιγαλινές, πρώτα πνιχτές, σαν παρακάλια είτε παράπονα, ξεφωνητά ύστερα παράφορα, σα να φιλονικούν πολλοί ή να φοβερίζονται κι άξαφνα ένας χτύπος βροντερόφωνος, που φέρνει αμέσως τη γαλήνη στην τρικυμιά:

― Εμπρός! Κι όποιος θέλει ας έρθει!

Είδες, ύστερ' από τον κεραυνό, πώς μένει ο αγέρας σύντρομος σα να προσμένει κάτι, ίσως δεύτερο χτύπημα του θυμωμένου τ’ ουρανού; Έτσι, αφού έσβησε κι ο ήχος της κραυγής εκείνης, λούφαξε κάθ' ενάντιο μίλημα, σα να ‘θελε να ξανακούσει το τράνταγμά της. Όμως, σιωπή και βούβα πια! Κανείς δε θα τολμήσει να σύρει απάνου του εκείνης της ανθρώπινης βροντής το σκάσιμο μ’ ένα του λόγο.

Πρώτος, ήσυχος τώρα ο Καπετάνιος, αφού σκόρπισε κάθε λόγιασμα δισταχτικό ―κι όχι δειλών γανάτισμα― από τους συντρόφους, μπαίνει στη βάρκα. Κι αμίλητοι κι υπάκουοι μπαίνουν κι οι συντρόφοι.

Σε λίγο τους δέχεται το καράβι άφωτο, άλαλο. Σέρνουν τα παλαμάρια· απλώνουν τα πανιά. Και με το κίνημά τους ξεσπάει το βροχοχάλαζο. Αφού τους έδωσε κατακέφαλα κάμποση ώρα, έπαψε το κακό. Και τότε άρχισε ανεμοζάλη να τους δέρνει αφάνταστη. Τ' άγριο το κύμα τους ραπίζει πότε στα πλευρά, πότε στην πλώρη· πότε πλανερό ακολουθεί της πρύμης τους τ' αχνάρια.

Σιγά το κύμα αρχίζει και μερώνει. Κάποιον ανασασμό μοιάζει να παίρνει η τρικυμιά. Όμως ο ουρανός απάνου μένει πάντα σκοτεινός, αθώρητος ουρανός· άγνωστες φοβέρες κρύβει ακόμα μέσα του. Και πού τάχα θα φέρει τους νυχτοπόρους η απόφαση αυτή, η αλύγιστη, του Καπετάνιου;

Μένει ατάραχος αυτός κοντά στο δοιάκι. Ξέρουν οι συντρόφοι πως είναι κει, κι ας μην τονέ θωρούνε. Νιώθουν πως αγρυπνάει απάνωθέ τους. Η ματιά του είν' άξια να τρυπήσει τα τρισκότειδα της κόλασης και πέρα να περάσει. Κι όμως η νύχτα τούτη είναι τόσο φοβερή, που κάθε ναύτης θα ‘ταν έτοιμος να διώξει την ελπίδα απ’ την καρδιά, για ν' αγκαλιάσει όσα φαντάσματα φριχτά θα του ‘φερνε η φαντασιά του.

Άξαφνα μια φωνή απόκουφη, τρεμουλιαστή, ακούγεται κοντά στην πρύμη. Όλοι οι συντρόφοι, οι άτρομοι, βουβοί λουφάζουν, σκορπιστοί απάνου στο κατάστρωμα· κι ο πιο δειλός είναι τώρα κι ο πιο άφοβος απ’ τους γενναίους εκεί μέσα, αφού τολμάει στον Καπετάνιο αντίκρυ να σταθεί. Κι ο δειλός μιλεί! Κι οι συντρόφοι προσμένουν την απόφαση του Καπετάνιου.

― Είν' η γνώμη ολουνώνε μας, Καπετάνιε, να γυρίσουμε... Με στείλανε για τελευταία φορά να σου το πω. Με τέτοιον καιρό, με τέτοια νύχτα δε θα φέρουμε σε τέλος το σκοπό μας. Ή θα πέσουμε όξω να χαθούμε, ή θα βρεθούμε στα χέρια των οχτρών. Όπως είν' αραγμένοι βαθιά στον κόρφο, είν' ανέβρετοι, με τέτοια νύχτα... Και πώς θα βγούμε κείθε, αν μας πάρει η μέρα; Και τι μας αναγκάζει να μην καταπιαστούμε άλλη φορά ό,τι απόψε δε μπορούμε; Η παλικαριά μας δε μας άφησε. Και ξέρεις αν έχουμε το φόβο σύντροφό μας· το θάνατο δεν τονέ ψηφήσαμε ποτέ. Όμως είναι και παράλογο να τρέχουμε να τονέ ζητάμε... Αυτά λεν οι συντρόφοι.

― Εσύ τα λες αυτά, δειλέ! Δειλός κι όποιος συφώνησε μαζί σου! βροντάει η τρανταχτή φωνή. Εσένα τώρα σε πιστεύω, κι είσαι λεύτερος να φύγεις, αν μπορείς! Μα θέλω κι όποιος άλλος είναι με τη γνώμη σου, να ‘ρθει μπροστά μου, εδώ, και να το πει κι αυτός. Κι ας μην το βλέπω εγώ το πρόσωπό του! Κι ας γίνει αγνώριστη η φωνή του· να το πει, και να φύγει ύστερα!

Νέκρα στο κατάστρωμα! Πρέπει να ‘ναι τρομερότερη η ματιά του Καπετάνιου τη νύχτα παρά την ημέρα, και κανείς δε βγαίνει μπροστά της να σταθεί. Και το καράβι ακολουθεί το δρόμο του.

Τα κύμα ακόμα πέφτει και λαρώνει. Κι ο άνεμος την οργή του μαλακώνει. Κι η βροχή είχε πάψει ολότελα. Ο ουρανός απάνου ας φύλαγε την όψη του σκουντούφλη κι ακάθαρτη. Φαινότανε να ξεθυμώνει ο δαίμονας ο Τρικυμός. Αυτό το ξέρει ο Καπετάνιος· και ξέρει πως το καράβι τώρα ταξιδεύει μες στον κόρφο.

Και τώρα δαίμονας άλλος παραδέρνει στου Καπετάνιου την ψυχή. Ενώ με χέρι ασάλευτο οδηγάει το πλοίο ανάμεσα σε δυο ακρογιάλια απότομα, κι ενώ περνάει νησιά και ξερονήσια, δε βλέπει πουθενά κανένα φως που να του δείχνει τ' αραξοβόλι των οχτρών. Έπαθαν πολλά κι έμαθαν τώρα να φυλάγονται, οι Αγαρηνοί. Κι ήβραν τη νύχτα, βοηθή τους και προστάτρα τους.

Πού να βάλει πλώρη; Kαι πού να ριχτεί και να χτυπήσει; Η νύχτα που την καταφρόνεσε, τον ξεδικιέται. O ουρανός ο ράθυμος τον περιπαίζει, βαρύς σα δυνατός που είναι. Βράζει, φριμάζει ο Καπετάνιος. Βλέπει ζερβόδεξα, βλέπει μπροστά· σκοτάδια των σκοταδιών!

Ο δρόμος του καραβιού γίνεται πιο ήμερος, πιο αργός ακόμα. Η πλάση, κουρασμένη απ’ το μεθύσι της. έπεσε πάλι σε κάρωμα βαθύ· σε λίγο ολότελα θα κοιμηθεί. Κι η στρίγκλα θάλασσα θα παραλύσει. Και ο άνεμος, ο ξεφαντωτής, θα ξεψυχήσει· και τότε ξημερώνοντας, κακά την έχουν οι κουρσάροι!

Να ‘φεγγε κάπου! Μια χαραματιά... μι' αχτίνα μισοσβησμένη! Μια σπίθα μοναχή... και τ' άλλα είναι δουλειά του Καπετάνιου. Πλάγι του είναι το δαυλί σβηστό και περιμένει· κι αυτός θα κάμει το πλεούμενό του σε μια στιγμή φωτιά μεγάλη, που ν' απλώσει τα στριφτά γλωσσίδια της σαν τόσα φίδια στα μάτια των οχτρών.

Μι' αχτίνα! Μια σπίθα μοναχή... παρακαλεί και βρίζει ο Καπετάνιος· καταριέται τον ουρανό με τ' άστρα του. Θα ‘θελε, αν μπορούσε, να βάλει φωτιά ν' ανάψει γύρω τον αγέρα, να φλογίσει και τη θάλασσα που τον τριγυρίζει. Ο Καπετάνιος, τέτοια στιγμή, βγαίνει όξω από το λογισμό του· έχει κάτι από μια δύναμη θεοτική. Νιώθει τον εαυτό του άξιο να προστάξει ό,τι θέλει και να γίνει... μια σπίθα!

Παράφορος αρπάζει απ’ το ζουνάρι τα πρυόβολα. Θ' ανάψει το δαυλί, φωτιά θα βάλει στο πυρόσκαφο, κι ας γίνει ό,τι κι αν γίνει!

Εκεί κάπου θα φωλιάζει ο Τούρκος ήσυχα, ντυμένος τη νύχτα φυλαχτό του. Σίδερο και πυρολίθι σμίγουνε σε φίλημα σκληρό· σπίθες πετιόνται! Κι άξαφνα έλαμψε διάπλατος ο ουρανός· ο Θεός βοηθός! Είχε γίνει η προσταγή του Καπετάνιου! Μι' αστροβολίδα μεγαλόπρεπη έφεξε πίσω από τα σύννεφα, τα πέρασε σαν αργαλειού σαΐτα, κι έπεσε πέρα από τη ράχη.

Η θάλασσα αντιλάμπισε τη φλόγα τη θεϊκή! Λίγα μέτρα από την πλώρη του καραβιού μια ξέρα φάνηκε, που καρτερούσε να το συντρίψει. Κι αριστερά, και πιο βαθιά, σα να περίπαιζε τον κίντυνο και να τον προκαλούσε, κοιμόταν ήσυχη η Αρμάτα η εχτρική ―με χέρι σιδερένιο έστριψε το δοιάκι ο Καπετάνιος. Σκοτάδι πάλι είχε χυθεί· και το πυρόσκαφο σα φίλος γνώριμος πήγε και φίλησε το μάγουλο της τούρκικης φρεγάτας.

Σε λίγο τα νερά του κόρφου και γύρω τα βουνά πήραν κι ανάδωσαν τ' αντίφεγγο της φοβερής της πυρκαγιάς.

Η βάρκα με τους συντρόφους τρέχει μ’ αντρίκειο κωπηλάτισμα κατά το πέλαγο. Κοντά στο κανάλι το στενό του κόρφου έφτασε τους νικητές η μέρα, η μόνη που τους κυνηγούσε σα να ζήλευε το θρίαμβό τους. Κάποιος απ’ όλους έδειξε κοντά τους ένα κουφάρι πνιγμένου ν' αρμενίζει. Τότε είδαν πως έλειπε ένας απ’ αυτούς, εκείνος που δε θέλει κανένας τώρα να τον ονομάσει.

― Σταθείτε! φωνάζει ο Καπετάνιος. Δέστε τον απ’ το λαιμό. Kαι τραβάτε... είναι το λάφυρό μας.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ο συγγραφέας βρήκε στο στόμα του λαού μια σύντομη παράδοση, πως σ' ένα από τα κατορθώματα του τον Κανάρη τονέ βοήθησε ένας δ ι ά τ τ ω ν α σ τ ή ρ. Όμως και σ' ένα φυλλάδιο βρίσκεται τα ίδιο πράμα όχι σαν παράδοση, αλλά σα μαρτυρία ιστορική. Ο τίτλος του βιβλίου αυτού είναι «Ανασκευή της του Δ. Τσαμαδού ανασκευής υπό Ν. Κοτζιά. Αθήνησι, 1858», 63 σελ. Η λέξη α σ τ ρ ο β ο λ ί δ α είναι πλασμένη από το συγγραφέα, γιατί στο λαό φαίνεται βέβαιο πως δεν υπάρχει λέξη που να σημαίνει το διάττοντα αστέρα. Η λέξη πάλι π υ ρ ό σ κ α φ ο, ωραία πλασμένη για να σημάνει το παπόρι, ξέπεσε και λησμονήθηκε. Πρώτη φορά εδώ είναι βαλμένη για να πει το μπουρλότο, αφού το πυρπολικό δεν άρεσε στο συγγραφέα.

 

ΤΟΥ ΠΡΟΔΟΤΗ Η ΠΛΗΡΩΜΗ

 

Ο ντελάλης, ένας ξερακιανός στρατιώτης κορακοκέφαλος, περνούσε τα πόστα, ανέβαινε τις σφεντόνες των ταμπουριών, ή των κανονιών τα λέτα, κι έκραζε μεγαλόφωνα·

― Ακούστε, αδέρφια! Κάθε καπετάνος ν' αφήσει λίγα παλικάρια στο πόστο του, και να ‘ρθει με τους άλλους, σήμερα δειλινό, στην πιάτσα. Ο καπετάν Θανάσης έχει να μιλήσει.

Ο καπετάν Θανάσης, της χώρας ο πρωτόγερος, που ζώστηκε το σπαθί σαν παλικάρι, δε συνήθιζε λόγια πολλά κι όταν γύριζε τα ταμπούρια και βλογούσε παρά διάταζε, κι όταν στο τούρκικο κονάκι κάθονταν σα βόιβοντας καλόγνωμος, κι άκουγε τον καθέναν κι έδινε προσταγές. Και τώρα είχε να μιλήσει ο γέροντας! Πρώτη φορά ήταν που καλούσε τη φρουρά να τον ακούσει.

Μαζεύονται στην ώρα τα παλικάρια και προσμένουν. Οι αρχηγοί τους πήγαν ίσα με το κονάκι και γυρίσανε χωρίς τον καπετάν Θανάση. Στείλανε τονέ ζητήσανε στο σπίτι του, άλλα δεν τονέ βρήκαν ούτε κει.

Πέρασε λίγη ώρα ανήσυχα. Κι άξαφνα ο γέρος φάνηκε απόνα στενοδρόμι να ‘ρχεται μοναχός, σκυφτός, χλομός.

Τα παλικάρια, που ήτανε στρωμένα καταγής, τινάχτηκαν ορθά. Βρόντησαν τ' άρματά τους. Οι καπετάνοι βγήκανε μπροστά να τον καλοδεχτούνε. Βαθιά σιωπή βασίλευε. Με την παλάμη στο στήθος, μ’ άσκεπο κεφάλι, χαιρέτησαν τον αρχηγό πέρα και πέρα τα παλικάρια. Ανοίξανε δρόμο να περάσει κι έκλεισαν πάλι και πυκνώσανε τριγύρω του. Βαθιά σιωπή βασίλευε.

Τράβηξε ο αρχηγός ίσα προς το πεζούλι, που έζωνε το δέντρο του μεσοχωριού. Με κόπο, με πόνο ανέβηκε ο γέρος το πεζούλι. Και στάθηκε απάνου αμίλητος, με το πρόσωπο το σκαμμένο από τα βάσανα, θανάσιμα θλιμμένο κι άγριο μαζί, σα να ‘κρυβε φοβέρες.

Άξαφνα τα μάτια του, κάτου από τα πυκνά λευκόφρυδά του, βγάλανε φωτιές. Σείστηκε η γενειάδα του, σαν ανεμόδαρτη καλαμιά. Μ' ένα του χεριού του κίνημα πέφτει η φλοκάτα κρεμαστή στον ώμο του· βγάνει φωνή απόκουφη ο γέρος και μιλεί.

― Παιδιά μου! Κρυφός οχτρός ανάμεσό μας κρύβεται! Φίδι φαρμακερό μας φοβερίζει... Ως τώρα πολεμώντας είχαμε τα μάτια μπρος, κατά τους Τούρκους· τώρα πρέπει να βλέπουμε και κατά πίσω. Δικέφαλος ο κίντυνος που μας περιζώνει... φωτιά κι άπατη οι δύναμές του... Από της περασμένης νύχτας το παιγνίδι, που μας έπαιξαν οι Τούρκοι, και δε φτάσανε να κάμουν το σκοπό τους, είδα κι ένιωσα. Σήμερα έχω ξάστερα χαμπέρια!

― Τι χαμπέρια, Καπετάνε; κράζουν πολλοί ανυπόμονα. Κρίνε πλιο καθαρά!

― Κάποιος από μας, άπιστος σύντροφος, μας προδίνει στον Τούρκο γι' άσπρα. Μολεύει τον αγώνα μας· ντροπιάζει τ' όνομά μας. Άτιμα μας κιντυνεύει...

Μια μόνη φωνή μανισμένη πετιέται από τα στήθια των παλικαριών. Με θεριεμένο μάτι, με το χέρι στο σπαθί, κοιτάζει ένας τον άλλον, έτοιμος να σφάξει ή να σφαχτεί.

― Ποιος είναι; Ποιος;

Γι' άσπρα θανατώνει την πατρίδα του... παραδίνει στην κόλαση την ψυχή του... Πού κρύβεται όμως; Άσπρα γυρεύει; Καίγεται για τον παρά; Να, όσα θέλει άσπρα, κι ας ξαναγοράσει την πατρίδα του, που άναντρα, άτιμα την πούλησε! Άσπρα γυρεύει;... ας πάρει, ας πάρει!

Κι ο Καπετάνος ρίχνει πέρα τη φλοκάτα· κι είν' άγριος έτσι, φοβερός. Ένα κοντόγιομο σακούλι στο πλευρό του κρέμεται. Χώνει το χέρι ο Καπιτάνος και βγάνει χούφτες ασημένια γρόσια, και τα σκορπάει στα κεφάλι' απάνου των παλικαριών με κυκλωτό ένα κίνημα, σα γιωργός που σπέρνει.

Άγριο τρικύμισμα στη σύναξη, σα να την έδειραν άνεμοι εχτρικοί, σμιγμένοι σε φριχτήν ανεμοζάλη. Σα να ‘πεφτε καυτό μολύβι απάνου τους λιχνιστό, φυλάγονται τα παλικάρια να μην αγγιχτούν από τα μολεμένα γρόσια, του προδότη την πληρωμή. Και ποιος τολμάει να σκύψει και να πάρει; Θα ήταν αυτή η στιγμή ο θάνατός του. Μήτε κι απ’ το νου τους περνάει τέτοιος πειρασμός.

Άδειασε ο γέρος το σακούλι. Απόλυσε τη σύναξη· κατέβηκε με βήμα τρέμουλο. Κάθε καπετάνος έστειλε τα παλικάρια του στο πόστο. Ύστερα μπήκανε με το γέρο στο κονάκι και μιλήσανε κρυφά.

Νύχτωσε. Σκοτάδι γύρω στο κάστρο και σιωπή βαθιά. Ψίθυρος δεν αγρικιέται. Δε χαράζει φως. Οι κλεισμένοι άγρυπνοι στα πόστα τους καρτερούν.

Βουβό, μ' απόκουφο βουητό, κυλιέται προς το κάστρο κάτι σα σύννεφο και σα βουνό. Άξαφνα συγκρατητό έν' αστραπόβροντο περνάει του κάστρου το ζουνάρι. Κι αρχίζει πάλι ο πόλεμος, τυφλός μες στο σκοτάδι. Λοιπόν και πάλι γελάστηκε ο προδότης! Κι ο πόλεμος ολονυχτίς ακολουθεί.

Κι ενώ κάθε ψυχή στον πόλεμο δοσμένη στέκει αλύγιστη, ένας ίσκιος σέρνεται προς το πλάτωμα της χώρας μοναχός, φτάνει και περιβλέπει, σκύβει κι αναζητάει στο χώμα τα πεταμένα γρόσια, πληρωμή διπλή της προδοσίας που δεν πέτυχε και πάλι. Στρατιώτες εκεί κρυμμένοι γύρω φύλαγαν και τον έπιασαν. Αφού παιδεύτηκε μαρτύρησε ο προδότης. Και την αυγή κρεμασμένον τον αγνάντεψαν οι Τούρκοι όξω από το κάστρο.

 

Σημ. του συγγραφέα

Υπάρχει σύντομη παράδοση πως στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγιού κάποια προδοσιά τοιμαζόταν από κάποιον, που έμεινε άγνωστο τ’ όνομά του, και πως αυτή την προδοσιά τη χάλασε ο δημογέροντας του Μεσολογγίου Θανάσης Ραζηκότσικας. Όλα τ άλλα τα ‘πλεξε ο συγγραφέας για το σκοπό του.

 

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΚΛΕΦΤΗΣ

 

Ο ήλιος ήτανε ψηλά από το βουνό τρία ντουφέκια, κι άρχιζε η μέρα να πυρώνει ― πύρα του θεριστή. Κι ο σκοτωμένος Καπετάνος των Κλεφτών, ο ξακουστός ο Τάνταλος, σαράντα χρόνια Κλέφτης, κείτονταν απ' την αυγή, στον ήλιο ανάσκελα, κι οι μύγες τον περιπετούσαν. Κι όμως ο φονιάς ο σύντροφος, απ’ την αυγή χαράματα, που του ‘στειλε τ' ασημωμένο βόλι και τον έσβησε, τρέμει ακόμα και δε θέλει νεκρό να τον παραδεχτεί, τον Τάνταλο.

Τρέμει σα να τον έπιασε το κρύο του θανάτου. Άδειο το ντουφέκι, στα χέρια του έχει λησμονηθεί. Νομίζει ακόμα πως μπορεί ο Τάνταλος ν αναστηθεί· παίρνει μικρά λιθάρια και του ρίχνει. Του φωνάζει με πνιχτή φωνή.

― Καπετάνε! του φωνάζει, δεν ακούς; Εγώ είμαι, ο Μεϊντάνης... σήκου! Ακούς; Εγώ είμαι, ο σύντροφός σου, το ψοφίμι, έτσι δε μ' έλεγες; Εγώ είμαι!

Αφήνει το ντουφέκι καταγής. Σιγά, βγάνει και τ' άλλα τ' άρματα. Ξεσκούφωτος, σέρνεται με τα τέσσερα προς το νεκρό. Κι είν' έτοιμος, όχι πια να χτυπήσει, αλλά να φύγει σα λαγός, με πρώτο κίνημα.

...Ναι, τώρα είναι νεκρός ο Τάνταλος, και το πιστεύει. Όμως καμιά χαρά δε δείχνει η όψη του. Αναστενάζει τρίσβαθα. Κι είτε απ’ το φόβο που λυτρώθηκε, είτε απ’ αργό συμπόνεμα, μοιάζει να μέρωσε και να ξαστέρωσε η ψυχή του. Γονατιστός, μιλεί γλυκά και ταπεινά στο λείψανο· κι έχει πολλά να πει μαζί του. Κι έχει να πει τον πόνο του κλαυτά, με μια φωνή σπασμένη, και να τραγουδήσει μοιρολογιαστά.

― Καπετάνε!..ε, γερο-Μήτσο Τάνταλε, σταυροπατέρα!.. «Τα παλικάρια τα καλά συντρόφοι τα σκοτώνουν» ―ποιος τα φταίει αυτά; «Μήτσο μου, κάτσε φρόνιμα σαν Καπετάνος που ‘σαι· μην τα μαλώνεις τα παιδιά, τον κόπο μην τους παίρνεις, κι έβαλαν την κακή βουλή...» Βάλθηκες να φας τα παλικάρια σου, ένα ένα... Θέλησες να φας και μένα... «Ο γερο-Τόσκας λύσσαξε και τρώει τα παλικάρια...» ―εγώ τι σου ‘φταιξα; Πολεμήσαμε και χαλαστήκαμε, σου είπα. Πάει ο καιρός του Τούρκου πέρασε ο μπέης κι ο αγάς· πέθανε κι ο ντερβέναγας. Ήρθ’ ο ανακριτής, ο σαγγελέας. Ήρθ' ο Κακογιάννης ο λοχαγός! Πόλεμος απ' το χάραμα, ολημερίς... Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό. «Τι είν' το κακό που πάθαμεν εμείς οι μαύροι Κλέφτες;...» Πόλεμος ως το βράδυ, και σκοτωμένοι οι πλιότεροι... «Ανάρι' ανάρια τα ‘ριχναν οι Κλέφτες τα ντουφέκια, γιατ' είν' οι μαύροι λιγοστοί...» Μας πήρανε με το γιρούσι... μονάχα οι δυο γλιτώσαμε. Κι άρχισε το κυνήγι, με τον Κακογιάννη από κοντά. Τρεις μέρες δε μας άφησε να πάρουμε πνοή· το μάτι μας ύπνο δεν είδε... ψωμί, νερό σταλιά... Γιόμισ’ ο τόπος παγανιές, κι ο Κακογιάννης το σκυλί από πίσω μας! Καρτέρια στο νερό, σε κάθε στάνη· πιασμένα όλα τα διάσελα. Από την Παλιοβούνα στ' Άγραφα... «τριώ μερών περπατησιά την κάναμε μια νύχτα». Εδώ, εκεί μας έχει ο Κακογιάννης, έλπιζε να μη γλιτώσουμε ―μας έχασε!

Σου είπα: Καπετάνε, θα μας ξαναβρεί ο Κακογιάννης, και να φύγουμε... «Παιδιά μου, να σκορπίσουμε» ... Ο τόπος πια δε μας χωρεί, σου είπα. Μερέψανε και τα βουνά!... «και πού θα λιμεριάσουμεν εμείς οι μαύροι Κλέφτες;...» Φτάσαμε δω. Αντίκρυ είναι το τούρκικο, σου είπα· να διαβούμε, Καπετάνε! Για λίγο, για πολύ, για πάντα! Θυμάσαι; αυτό έλεγα. Δε μου μιλούσες... Έτρωγες ψωμί ξερό· νερό δεν είχες. ―Τότε τράβηξες το σπαθί, για κάτι τίποτα· για το σωστό το λόγο, που σου φάνηκε βαρύς. Αν σου θύμαγα τα παλικάρια, που χαθήκανε από πείσμα σου... Αν σου κατηγόραγα κείνους που χάλασες ο ίδιος με το χέρι σου... Δεν ξέρω τι ήταν που σου βαρυφάνηκε· τράβηξες το σπαθί... από τρίχα γλίτωσα το θάνατο και ‘γώ. Κρυμμένος, έπεσα να κοιμηθώ. Αργά σηκώθηκες και συ... Ποιος σου ‘πε να ‘ρθεις και να στρώσεις το γιατάκι σου κοντά μου; Ήταν η μοίρα σου! Πάντα εσύ το ‘θελες χώρια το γιατάκι σου, να μην το ξέρουν οι συντρόφοι... Σιμά σου, όλη τη νύχτα στάθηκα άγρυπνος... Με το ντουφέκι στα χέρια, καρτερούσα την αυγή... Τ’ ασημοκούμπι πο’ ‘χασες, θυμάσαι, και λυπόσουνα, το βρήκα και το φύλαξα· το βόλι δε σε πιάνει;―Να!

Γονατιστός αρχίζει και ξαρματώνει το κουφάρι. Του παίρνει το φυλαχτό από το λαιμό, και το φορεί· του βγάζει την ασημοτραχηλιά, της μέσης τα στολίδια, τ' άρματα τ' ασημοχρύσαφα, και τα φορεί κι αυτά. Έτσι καμαρωμένος περπατεί κι αστράφτει μες στον ήλιο. Περήφανα κοιτάζει γύρω του. Τα δέντρα, λέει, κι αυτά τονέ κοιτάζουν. Αλησμονεί και το νεκρό, γυμνό κατάχαμα. Γυαλίζεται με το μικρόν καθρέφτη του. Με τ' άρματα μιλεί και τα χαϊδεύει.

― Ε, ωρέ άρματα περήφανα, και ποιο κορμί τώρα σας χαίρεται; Να, καριοφίλι ψαλιδιάς με τα χρυσά παφίλια, «να κρούει ο ήλιος την αυγή, να κρούει το μεσημέρι». Να, γιαταγάνι, φούχτα μάλαμα, λεπίδα ―χτύπα μια και στου Θεού το δρόμο... Χάρμπα φαρμακερή... Πιστόλα πλουμιστή σαν πέρδικα... Γατζούδια και τοκάδες… Πώς μου πιάνουν, Καπετάνε; Για μένα εσύ τα φύλαγες, και μου ‘ρθανε χυτά... Και το κεμέρι σου, καλό κι αυτό... Μα δε μου φτάνουν όλ' αυτά· τι να τα κάμω, Καπετάνε, τ' άρματα και τα στολίδια σου; Πέθανε πια το Κλέφτικο! ―τι να τα κάμω; Σα λύκος να γυρίζω τα βουνά, μονάχος κι έρημος, χωρίς συντρόφους... Κάλλιο δραγάτης στο χωριό, κάλλιο σκαφτιάς... «Οι Κλέφτες προσκυνήσανε, γινήκανε ραγιάδες· άλλοι φυλάνε πρόβατα, κι άλλοι φυλάνε γίδια...» Τι να τα κάμω τ' άρματά σου, Καπετάνε; Θέλω άλλο χάρισμα να μου χαρίσεις, να το πάω στο σαγγελέα ―τότε μπορεί να με σχωρέσει. Το κορμί σου θα το φάνε τα τσακάλια, και ποιος θα ‘ρθει να δώσει για μένα μαρτυριά;... Θέλω από σένα, Καπετάνε, το κεφάλι σου!...

Ψάχνει και βρίσκει αλάτι στο ταγάρι· με το μαχαίρι, σκύβει, είν' έτοιμος... Για μια στιγμή, συλλογισμένος μνήσκει. Βλέπει στ’ μάτια το νεκρό. Διστάζει, γονατίζει πάλι. Κλαίει.

―Όχι, Καπετάνε, γερο-Μήτσο Τάνταλε, σταυροπατέρα, δεν το κάνω αυτό!... Αχ, πώς έγινες, κακόμοιρε!... «Στο μαύρο χώμα κείτεσαι, κορμί δίχως κεφάλι», Καπετάνε μου... «Μαύρα πουλιά σε τριγυρνούν κι άσπρα σε τραγουδάνε», Καπετάνε μου... Να, πάρε τ' άρματά σου!.. Να, και τα κιουστέκια σου ―και το κεμέρι! Δε θα πάω εγώ να προσκυνήσω... Προδότη να με πούνε, να πιστέψουν πως σε σκότωσα για το κεμέρι σου, για τ' άρματά σου...

Όχι, θα φύγω, θα πάω στην ξενιτιά, κανείς να μη με ξέρει... Φοβάμαι και το σαγγελέα και τον ανακριτή· κι αυτόν τον Kακογιάννη, το σκυλί...

Πιάνει και ξαναντύνει το νεκρό. Σα μάνα τον κρατεί στην αγκαλιά, τονέ στολίζει. Του πλένει με ρακί το πρόσωπο, τονέ χτενίζει· του κρύβει τη λαβωματιά. Στεγνά βλέπει τριγύρω του· ένα δέντρο γέρικο, έρημο στέκει στη ράχη, στην κορφή. Φέρνει εκεί πέρα το νεκρό. Μες στην κουφάλα τονέ στήνει. Παίρνει λιθάρια, τονέ χτίζει, ορθό μες στην κουφάλα, με το καριοφίλι στο πλευρό, με τ' άλλα τ' άρματά του.

― Εδώ θα μείνεις, Καπετάνε, μοναχός, του λέει. Εγώ σ' αφήνω γειά! Θα χαίρεσαι απ’ αγνάντια τα βουνά, μα Κλέφτες δε θα βλέπεις... «Θ’ ακούς τα πεύκα να βογκούν... και τα γιατάκια των Κλεφτών να βαριαναστενάζουν...» Κάποτε θα σε παίρνει το παράπονο, θα λες κάνα τραγούδι και θα κλαις... Εγώ σ' αφήνω γειά! «Μπεζέρησα, βαρέθηκα... της νύχτας το περπάτημα, τσ' αυγής το καραούλι...» Σκιάζομαι και το σαγγελέα και τον ανακριτή· εδώ σ’ αφήνω... ας έρθει ο Κακογιάννης να σε βρει!

Μια πέτρα μένει ακόμα για να βάλει. Σκύβει να ιδεί, στερνή φορά, το πρόσωπο του Καπετάνου· γυάλισαν τα μάτια του νεκρού, κι ορθά καρφώθηκαν απάνου του. Σαν ξαφνισμένο αγρίμι πήδησε πίσω ο Κλέφτης κι άρχισε να τρέχει.

 

Σημ. του συγγραφέα

Ο κατώτερος βαθμός της παρακμής του ηρωικού Αρματολισμού και της Κλεφτουριάς. Η ακμή στα χρόνια τα πριν από τα 1821. Αργότερα όμως, λεύτερη πια η Ελλάδα δεν είχε ανάγκη από Κλέφτες κι Αρματολούς. Ήταν όμως και πολύ δύσκολο να ξεσυνηθίσει ο βουνίσιος πληθυσμός της Ρούμελης και του Μωριά την αγάπη που ‘χε στ' άρματα, την αποστροφή στους φόρους, το μίσος στην εξουσία. Υποχρεωμένος τώρα να παραδώσει τ' άρματα, να πληρώσει φόρους και γενικά να υπακούσει στη νέα αρχή, μετάφερε το μίσος του και σε τούτον που ήταν αρχή της Πατρίδας του πια, κι όχι ξένη. Εννοείται, δε μιλούμε για όλο το λαό, μιλούμε για τους λίγους τους ανυπόταχτους, που μια φορά ξεθυμαίναν πιάνοντας το κλαρί και σκοτώνοντας Τούρκους. Αυτοί αργήσανε πολύ να καταλάβουν πως είχαν έρθει άλλοι καιροί πια, κι έτσι ο καινούριος Κλέφτης, με τ' άτιμο όνομα του ληστή, ξακολούθησε να πολεμάει για χρόνια και χρόνια την καινούρια τάξη, νομίζοντας τη τάξη τυραννική στα φιλελεύτερα, είτε στα κακοποιά ένστιχτά του. Μεγάλη είναι η ιστορία της ληστείας στην Ελλάδα από το τέλος του ιερού Αγώνα ίσαμε σήμερα. Στο τέλος όμως η πληγή αυτή έσβησε από το πρόσωπο της Ελλάδας που το ντρόπιαζε, κι ο Τ ε λ ε υ τ α ί ο ς Κ λ έ φ τ η ς αποθηριωμένος απ’ την καταδίωξη των αποσπασμάτων, σκοτώνεται με το χέρι του ασήμαντου συντρόφου του. Και τούτος πάλι, πριν αφήσει πια το Κλέφτικο, σέβεται και φυλάει ως την τελευταία στιγμή τα ωραία Κλέφτικα έθιμα, που τα ‘χε μάθει ζώντας με τους παλιότερούς του. Γιατί η Κλέφτικη παράδοση διατηρήθηκε ως τους τελευταίους ληστές σαν ιερό κειμήλιο.

 

ΚΑΚΟΣΗΜΑΔIΕΣ

 

Ο Καπετάνος τοιμάζεται για τον πόλεμο. Συνάζει τα παλικάρια του· συντάζει τ' άρματά του. Το χωριό έχει πανηγύρι την ετοιμασία του πολέμου. Σα σε γιορτή, όλοι χαρούμενοι στολίζονται και βάνουν τα καλά τους.

Μαύρα σύννεφα γυρίζουνε στο νου του Καπετάνου. Είναι η καρδιά του βουρκωμένη· κάποιας συφοράς το φοβέρισμα κρέμεται πάνωθέ του. Του πολέμου πια η σαλαγή δεν τονέ τραβάει· της νίκης το μάγεμα δεν του γελάει από μακριά. Έχασε την πολεμόχαρην ορμή, την περασμένη. Άνεργος, βαρύς, όλο και σπρώχνει την ώρα του ξεκινημού.

Ανήσυχη η γυναίκα του, ακολουθεί σαν ίσκιος κάθε κίνημά του. Φτερουγίζει περίφοβη η ματιά της γύρω του. Η ψυχή της λαχταράει για τον αγαπημένο της. Τώρα τον πόλεμο μ' αλάλητη τρομάρα κι αυτή τον περιμένει· αυτή που τόσοι άλλοι πόλεμοι σκληροί δεν της λύγισαν την αντρίκεια της παλικαριά.

Κακά σημάδια δείχτηκαν, μέρες πρωτύτερα, στο σπίτι του Καπετάνου. Τ' αρνιού η πλάτη είχε μαντέψει θάνατο. Άσκημο όνειρο είδε κι ο Καπετάνος· θολό ποτάμι διάβαινε... Μια όρνιθα λάλησε στη θύρα του σπιτιού σαν πετεινός· μάντεμα άλάθευτο για τις γυναίκες! Το σκυλί του αφέντη ούρλιασε παράξενα· το στριγκλοπούλι έσκουξε τη νύχτα στα κεραμίδια.

― Μακριά από τη ζωή του Καπετάνου κάθε κακό!

Τέλος έφτασε η ώρα! Παίζουν τα λαλούμενα και πέφτουν ντουφεκιές. Το χωριό συντροφεύει τα παλικάρια ως πέρα από τη ράχη· κι αρχίζουν οι πικρόγελοι χαιρετισμοί. Τα παλικάρια, θαρρείς, κινάνε για το γάμο· και τραβούνε μπροστά τα παλικάρια. Κι η αχολογή που αφήνει πίσω ο δρόμος τους φτάνει στο χωριό σαν αντιβούισμα πολέμου, που άρχισε κιόλα.

Μονάχος ο Καπετάνος μένει σιωπηλός στη θύρα της αυλής. Αδάκρυτος, με στεγνά λόγια αφήνει γεια στη γυναίκα του, που σπαράζει από τον πόνο· ίσως τονέ βλέπει και στερνή φορά. Κι όμως δεν τολμάει ν' αφήσει λεύτερο το κλάμα της.

― Μην πας! του λέει· αν θέλεις το καλό μου! Ας περάσει αυτήνη η μέρα χωρίς να πάθεις τίποτα. Ύστερα βόλι δε θα σ' αγγίξει! Κάθισε!

Και δε βαστιέται πια, η λιγόκαρδη γυναίκα. Θυμώνει ο Καπετάνος· τη βρίζει και τη διώχνει. Κάνει καρδιά στον εαυτό του, γιατί τα κλάματα κεινής του σφίγγουν το λαιμό. Του φαίνονται κι αυτά κακό σημάδι.

― Αφού με γράφεις πεθαμένον, κλάψε με από τώρα, της λέει μες στο θυμό του. Εγώ σ' αφήνω γειά.

Πηδάει στ' άλογο και τρέχει να φτάσει τα παλικάρια, που θα τον περιμένουν, κι ίσως γελούνε με τ' αργοκίνημά του. Τι πόλεμος ήτανε κείνος! Λιοντάρι δείχτηκε ο Καπετάνος· αχόρταστος, σα να πολεμούσε ύστερ' από καιρούς και χρόνια. Μ' απόφαση καινούρια ρίχτηκε στους Τούρκους σφάζοντας σα να γύρευε το θάνατο. ― Και δεν τον ήβρε!

Περήφανοι, από λάφυρα γιομάτοι, κάνουν οι νικητές τα πιστρόφια της χαράς τους. Φτεροπόδαροι λεβέντες απ' αυτούς τρέξανε να φέρουν της νίκης τ' άγγελμα στο χωριό. Και βγαίνει όλο το χωριό ν' απαντήσει τη νικήτρα συνοδειά. Κι η γυναίκα του Καπετάνου πρώτη απ’ όλες τρέχει ν' αγκαλιάσει τον αφέντη της, ακέριον, πιο ακριβόν και πιο όμορφον, όπως δεν τολμούσε να τον καρτερεί.

Από τ' αντίπερα βουνό φτάνει η αχολογή των δοξασμένων, που τραγουδούν οι ίδιοι της νίκης τη χαρά. Ξεχωρίζει απόμακρα το ροβόλημα των παλικαριών. Πρώτος προβαίνει ο Καπετάνος, κι ακολουθούνε στο μονοπάτι το στριφογυριστό τα παλικάρια. Χαιρετισμοί, με ντουφέκια και μαντίλια, κι ανακράσματα πάνε κι έρχονται. Κάτου βουίζει η ρεματιά, κλέφτρα κάθε αντίλαλου. Ο Καπετάνος περήφανος διανεύει με το χέρι· να, ξεχωρίζει τη γυναίκα του ανάμεσα στις άλλες! Πετάει η καρδιά του στο χωριό! Άξαφνα τ' άλογο τινάζεται πίσω φοβισμένο. Γυρίζει ο Καπετάνος από της χαράς του το ξεγέλασμα. Μεγάλο φίδι, ήμερο, γαληνό, περνούσε απ’ τόνα πλευρό του δρόμου στ' άλλο.

― Οχτρός! φωνάζει ο Καπετάνος.

Και σέρνει την πιστόλα. Σηκώνει τον πετεινό και σημαδεύει· το σερπετό είχε περάσει πια και κρύφτηκε. Ξαναβάνει την πιστόλα ο Καπετάνος στο ζουνάρι. Και δεν άργησε να λησμονήσει αυτό το συναπάντημα. Κακοσημαδιά παράκαιρη!

Βρίσκονταν πια όχι μακριά από το χωριό τους.

Άγριες αγκαλιές ανοίγονται να σφίξουν τους αγαπημένους τους. Και πρώτη χύνεται η Καπετάνισσα. Κι ο Καπετάνος ο περήφανος πηδάει ανάλαφρα από τ’ άλογο. Και κει, γλιστράει η πιστόλα από τη μέση του· παίρνει φωτιά, κι ο Καπετάνος πέφτει νεκρός στην αγκαλιά της Καπετάνισσας.

 

Σημ. του συγγραφέα

Εικόνα Κλέφτικη, που δείχνει, της προλήψεις που ζούσαν τότε στην ψυχή του λαού μας. Ο αναγνώστης δε θα πιστέψει πως οι προλήψεις αυτές βγήκαν αληθινές στο μικρό αυτό διήγημα, παρά πως η γυναικεία προαίσθηση βρίσκει τροφή στην πρόληψη, κι αυτή είν' εδώ που βγήκε αληθινή.

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΑΣ

 

Αυτό έγινε στα χρόνια της Τουρκιάς, όχι στα τωρινά μας. Πήγε ο Γιοβάνης και κάθισε κοντά στο Γιάννη. Χριστιανοί κι οι δυο, στου Τούρκου το ζυγό κι οι δυο, γιωργοί και μεροδούληδες, θα ζούσανε σα δυο καλοί γειτόνοι. Έτσι είπε ο Γιάννης, και το πίστεψε.

Δούλευε το χωράφι και τον κήπο του, και κοίταζε μονάχα το δικό του· έναν καρπό, ένα λάχανο, ένα σπυρί σιτάρι. Ο Γιοβάνης ―δεν του ‘φτανε να χαίρεται το έχει του, κάλλιο το τυχερό του· τη γη που του ‘λαχε σα χάρισμα, γιατί δεν είχε αντίδικο να τη ζητήσει (τότε όλα ήταν άρπαξε και κλέψε να ‘χεις). Όργωνε, σκάλιζε, κλαδολογούσε, κι η ματιά του έπεφτε στ' όργωμα του αλλουνού και στον καρπό του· έβλεπε το ξένο χτήμα και το βάσκαινε· το τρύγαε άγουρο, χωρίς να δει πως το δικό του, απ’ την κακία του, έρευε. Κι ύστερα έφταιγε όχι η δική του αναμελιά, έφταιγε η καλοτυχιά κι η προκοπή του γείτονα! Ο φράχτης, που όριζε το χτήμα του, δεν του ‘φτανε· και το καλύβι του ήτανε στενό. Κι η αρίδα του για ν' απλωθεί, θα ‘θελε να περάσει και το φράχτη...

Στην αρχή με το καλό, με το κακό, με το δειλό φοβέρισμα, με το παράπονο, που δεν πονεί, μα που γυρεύει σπλάχνο, άρπαξε από δω, από κει, κι αδικοπλούτησε. Από τον ένα γείτονα στον άλλον, ήρθε κι η σειρά του Γιάννη.

― Σήμερα, Γιάννη, η μέρα σου για να ποτίσεις· μα βλέπω, το νερό δεν τ' άγγιξες. Δάνεισέ μου το νερό, γιατί έχω ανάγκη...

― Με χαρά σου, είπε ο Γιάννης, να το πάρεις.

Ξέχασε ο Γιοβάνης να πει κι ένα σπολλάτη. Άλλη φορά, ήτανε του Γιοβάνη η μέρα για το πότισμα. Είδε ο Γιάννης το νερό να τρέχει αχρείαστο, είπε:

― Το νερό, Γιοβάνη... αν δεν το θέλεις, καλοσύνη σου να μου τ’ αφήσεις. Έσπειρα πρωιμιά, κι η γη μου το διψάει.

―Όχι, είπε ο Γιοβάνης. Η μέρα είναι δική μου· το νερό να πάει το δρόμο του. Νερό δικό μου δε μπορεί να δροσίσει ξένη γη.

― Καλά, είπε ο Γιάννης· όχι για το δίκιο μονάχα, που είναι δίκιο του Θεού, μα πρέπει να μη γίνει και το δικό σου θέλημα. Ξέρεις, μου χρωστάς ένα νερό και μένα ―δώσ' το μου πίσω!

― Το νερό είναι του Θεού! Έπειτα μου το ‘δωσες, ας μη μου το ‘δινες.

― Και τώρα τίνος είναι; Δεν είναι του Θεού;

― Τώρα το νερό είναι δικό μου.

Ο Γιάννης δεν κρατήθηκε. Τον έπιασε, του πάτησε ένα ξύλο, και τον έστειλε.

Φώναξε ο Γιοβάνης για τ' άδικο, έκλαψε και φοβέρισε, πήγε στον Κατή. Τον άκουσε ο Κατής, και χαμογέλασε.

― Φαίνεται πως έχεις άδικο, του είπε. Δεν το νιώθεις όμως· τέτοιος που είσαι, έπρεπε να τις φας για να το νιώσεις. Αν δεν το κατάλαβες και πάλι, πρέπει να τις ξαναφάς. Σύρε χάσου!

Άδικος ο κριτής, μα δίκια η κρίση.

Άφρισε ο Γιοβάνης απ’ τη λύσσα του. Πρωί την άλλη μέρα, στάθηκε κοντά στο φράχτη και φώναξε το Γιάννη.

― Τα δεντρικά σου, του είπε, απλώνουν τα κλωνάρια τους στον κήπο μου, κι ισκιώνουν τα δικά μου· τους χαλούνε τον καρπό. Να τα μαζέψεις!

― Και τα δικά σου, είπ' ο Γιάννης, τα κλαριά; Το ίδιο δε μου κάνουν;

― Τα δέντρα τα δικά μου δεν πειράζουν. Έπειτα τους παίρνεις τον καρπό, που πέφτει στην αυλή σου. Έτσι πληρώνεσαι.

― Και συ δεν παίρνεις τον καρπό από τα δικά μου; Δεν πληρώνεσαι;

― Ξένον καρπό δε γύρεψα ποτέ μου! είπε ο Γιοβάνης. Τα δέντρα σου έρχονται στο σύνορό μου και μου κάνουνε κακό. Να τα μαζέψεις! Αυτό ξέρω.

― Και, είπε ο Γιάννης, Έχεις δίκιο· θα το κάμω. Και τα ‘κοψε κοντά.

Ήρθε η σειρά να κάμει κι ο Γιοβάνης το ίδιο. Τίποτα!

Ο Γιάννης, όχι για το δίκιο μοναχά, που ήτανε δίκιο του Θεού, μα να μη γίνει και του αλλουνού το πείσμα, έπιασε και κλάδεψε τα δέντρα που πατούσανε το σύνορό του κι έριξε τα κλωνάρια τους με τον καρπό στου γείτονα τον κήπο. Γείτονας καλός, και φώναξε και χτύπησε τα στήθια του ο Γιοβάνης. Να τος λοιπόν, και πάλι στον Κατή, τον πιο τρανό.

― Μου χάλασε τα δέντρα μου! έσκουζε ο Γιοβάνης. Μ' έσβησε, με κατάλυσε!

― Τι άλλο; ρώτησε ο Κατής.

― Τα ορνίθια του πέφτουνε και μου τρώνε τη σπορά. Βόσκουνε στα χωράφια μου μέρα και νύχτα. Καρπό δεν αφήσανε ποτέ στα δέντρα μου. Τρώνε τα σκύβαλα από την αυλή μου. Πάνε να ψοφίσουνε τα ζωντανά μου...

― Και τα δικά σου, είπε ο Κατής, τι κάνουνε τα ορνίθια; Δεν πάνε στου αλλουνού; Τι ζωντανά είν' αυτά;

― Όλο στο σύνορό μου βρίσκονται, είπ' ο Γιάννης. Με ρημάζουν. Τα διώχνω και ξανάρχονται. Τι να τους κάνεις; Ζωντανά κουτά.

― Να τα σφάξετε κι οι δυο, και να λουφάξετε! είπε ο Κατής. Ή φαγωθείτε, να γλιτώνουμε.

― Δικαιοσύνη! φώναξε ο Γιοβάνης. Τα ορνίθια μου είν' αθώα· κακό δεν κάνουνε. Γνωρίζουνε το ξένο―να μάσει τα δικά του!

― Άκουσες την απόφασή μου, είπε ο Κατής, και δε βουβάθηκες; Το δίκιο απ’ τ’ άδικο δεν το χωρίζεις; Το ξύλο, αυτό μοναχά θα βάλει γνώση στο ξερό σου. Σύρε χάσου!

Άδικος ο κριτής, μα δίκια η κρίση.

Βγαίνοντας απ’ τον Κατή, ο Γιάννης σου τον πιάνει και τον κάνει για το στρώμα. Έκλαιγε ο Γιοβάνης.

― Τι σου ‘φταιξα; έλεγε. Ποτέ δε θέλησα κακό για σένα. Πάντα εσύ μ’ αδίκησες. Απ’ το θεό να το ‘βρεις, πια!

― Στάσου! είπ' ο Γιάννης. Αυτός είν' ένας άγιος λόγος· ας ρίξουμε το δίκιο μας στα πόδια του Θεού. Όποιος έχει, θα το λάβει.

― Ναι! είπε ο Γιοβάνης, έτσι να γίνει. Κι αν θέλεις να ιδείς πόσο καλό σου θέλω, να τι παρακαλώ, κι ο Θεός ας σου το δώσει: Μονό εγώ, διπλό εσύ να ιδείς και ν' απαλάψεις!

― Σύφωνοι! είπ' ο Γιάννης.

Ορκιστήκανε. Σε λίγες μέρες βγήκε ο Γιοβάνης στο φράχτη, κι έκραξε το Γιάννη. Ήτανε μ' ένα μάτι, κι έκλαιγε.

― Κοίταξε πως κατάντησα, έλεγε. Τώρα θυμήσου τι είπαμε: Μονό εγώ, διπλό εσύ να ιδείς και ν' απαλάψεις ―να βγάλεις και τα δυο σου. Ο Θεός κριτής! Αν θες, πάμε και στο Σουλτάνο.

― Περιττό, είπε ο Γιάννης. Ο θεός δικάζει για καλό, και δίκασε. Δίκιος κριτής, και δίκια κρίση. Τον όρκο σου το δολερό, γι' αληθινό τον πήρε. Να, τα δικά μου μάτια και τα δυο, κι απόμεινες με το ‘να.―Μονό δικό σου, διπλό δικό μου να ιδώ και ν' απολάψω.

 

Σημ. του συγγραφέα

Γραμμένο ύστερ' από τον πόλεμο με τους Βουλγάρους. Ο Γιοβάνης είν' ο Βούλγαρος που τα θέλει όλα δικά του, κι ο Γιάννης είν' ο Ελληνας που αγαπάει το δίκιο του όχι γιατί είναι δίκιο μοναχά, παρά γιατί είναι και δικό του δίκιο. Υπάρχει βουλγάρικο λαϊκό ανέκδοτο, πως ο Βούλγαρος ζήτησε από το Θεό να του βγάλει το ένα μάτι για να βγάλει και τα δυο του γείτονα. Το ανέκδοτο αυτό βρίσκεται εφαρμοσμένο και σ' άλλους λαούς.

 

Λεξιλόγιο

1 ράι μπουγιουρδί· συμφωνία παράδοσης και αμνηστίας

2 Βάτικα· η περιοχή από την νότια απόληξη του Πάρνωνα ως το ακρωτήριο Μαλέας· πήρε το όνομα της από τον αρχαίο βασιλιά Βοία