ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΓΑΠΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ

ΣΧΕΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΛΟΥΚΑ ΓΕΡΑΛΗ

 

 

Πληροφορίες για τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο εδώ.

Η ψηφιοποίηση έγινε από το βιβλίο Αγάπη στο χωριό, εκδ. ΕΣΤΙΑ, 1910

 

Α'

ΜΟΥΡΗ Φόνια, μουρή! φώναξε η χήρα Κανούζενα τρίτη φορά τη θυγατέρα της, δίχως να κουνηθεί απ’ το στρώμα της κοντά στο τζάκι χάμου στο πάτωμα, που ήταν ξαπλωμένη.

Μα εκείνη δεν άκουε, κι η μάνα ανασηκώθηκε αρχινώντας να πεισμώνει.

«Μουρή Φόνια, μουρή!» φώναξε τώρα πιο δυνατά κι ανακάθισε στο στρώμα.

«Ουρίστι!» ακούστηκε μια φωνή απόξω.

«Να ουρίεις κι να χουρίεις!»

Η Φόνη παρουσιάστηκε τέλος στην πόρτα. Ήταν κοπέλα ως είκοσι χρονών, ψηλή, γιομάτη και

καλοφκιασμένη.

«Τι χουγιάεις;»

«Πού ήσ’να, μουρή, κι δεν αϊκούς π’ ξικιφαλιάσ’κα;»

«Στουν κήπου ήμ’να· βουτάν’ζα τα κ’κιά.»

«Ανήμερα τ’ Βαϊώνι σ’ έπιασ’ η προυκουμάρα: Δε λες τα ξιπάτουσις! Θα σι πιάσ’ κάνα κοιλιακό, μουρή. Τήρα τήρα· μ’ καθέτ’ ακόμ’ ανάλλαη!»

«Τι μι θέλ’ς;» ρώτησε απότομα η κόρη της.

«Σύμπα τ’ φουτιά, μουρή, κι βάλ’ του μπρίκ’· αυτό σι θέλου. Κι απέ άιντι κι συυρίσ γλήγουρα. Δε σ’λουέσι π’ θα να 'ρθ’ ου Φώτ’ς οπ’ κι αν είνι! Δε χτινίσ’κις ακόμα, μουρή;»

«Σαν τ’ αρέσου· σα δεν τ’ αρέσου...», μουρμούρισε η Φόνη σκύβοντας και συμπώντας βιαστικά τη φωτιά.

«Τι, ζουρλάθ’κις, θιουσκουτουμέν’; Καφέ σ’ χάλιψα, όχ’ αλ’σίβα. Σήκ’ απ’ αυτού, τσακίσ’! Τούνι φκιάνου μαναχή μ’.»

Κι η μάνα ζύγωσε στη γωνιά κι έσπρωξε τη θυγατέρα της.

Τούτη την κοίταξε θυμωμένα:

«Τι κάν’ς έτσ’; Τι σου ‘ρθι; Μι τα μπουρίνια σ’ μ’ ξύπνησις», φώναξε και σηκώθηκε.

«Βγάλ’ τουν κόρακα, στρίγλα!» Η μάνα πήρε να σιάζει τη φωτιά.

«Σ’ φταίν’ οι άλλ’ κι τ’ράς να ξιθ’μάν’ς σ’ ιμένανι», είπε η Φόνη γυρίζοντας την πλάτη και βγαίνοντας βιαστικά απ’ την πόρτα, ενώ η μάνα της έπαιρνε το καφοκούτι απ’ τη μπολίτσα, μια τρύπα τεσσεράγκωνη στον τοίχο δίπλα στη γωνιά:

«Κάμι πιδιά ν’ αναπαείς!» μουρμούρισε ξύνοντας με το κουταλάκι τη ζάχαρη που ήταν κολλημένη ανάκατα με καφέ στο σκέπασμα του καφοκουτιού.

Η Φόνη γύρισε σε λίγο μ’ έν’ χερόβολο κλήματα:

«Σήκ’ απ’ αυτού· άφ’σι να σ’ φκιάσου τουν καφέ καθώς ξέρου», είπε κι άδραξε με ορμή το καφοκούτι απ’ τα χέρια τις μάνας της.

Αυτή τραβήχτηκε κι η Φόνη της έκαμε τον καφέ.

«Άιντι φέρι μ’ νια στάλα νερό κι κόλλ’σι του στόμα μ’», είπε η μάνα εκεί που η κόρη της της έδινε στο χέρι το φλυτζάνι.

«Σ’ άναψαν τα ψάρια· ποιος ξέρ’ πόσα θα να ‘φαϊς ικεί π’ μο’ ‘κατσις μ’σαφίρ’σα του γιόμα»

«Όριξ’ για φαΐ μο’ ‘λ’πι μι του σικλέτ’ που ‘χα· μι του στανιό έκατσα, δε λες; Ντράπ’κα τς ν’κουκυρέους . Άιντι τώρα βγάλι μ’ ένα ζιβγάρ’ σκαλ’τσούνια κι ‘ν’ κινούρια μ’ 'ν τσίπα», είπε η μάνα ξαναδίνοντας της κόρης της το μαστραπά, με το νερό που της έφερε κι ήπιε.

«Μι σκότ’σις, του κατάλαβις; Πριμούρα για στολίδια, σ’ έπιασι σήμιρα», φώναξε η Φόνη.

Άφησε στη γωνία το μαστραπά, και παίρνοντας το μπρίκι, ρούφηξε τα κατακαθίδια του καφέ:

«Πώς κάν’ς κι 'ν πίν’ς τέτοια μιλάτσα, μουρ’ μάνα; Δε σο’ ‘ρχιτ’ αναγούλα;» είπε ζαρώνοντας τα μούτρα.

«Άι τώρα φέρι μ’ ικιά π’ σου ‘πα κι διάζουμι. Άει να ζήεις», παρακάλεσε η μάνα. «Σκιάζουμι θαν άνιαξι του καψόπιδου!»

«Ας μη μ’ παρακ’μόσ’να», μουρμούρισε η Φόνη και πάει στην άλλη κάμαρη.

«Σι τίπουτας βαφτίσα θα μ’ πας κι μ’ σκαλτσ’νόνισι;» ρώτησε γυρίζοντας σε λίγο και πετώντας της μάνας της εκείνα που της γύρεψε.

«Σ’ν αγρυπνιά λέου να πάου του βράδ’, μουρή. Τόσουν κιρό πάει, ξικκλησάσ’κα ντιπ», είπε η Κανούζενα και πήρε να ντυθεί.

Η Φόνη κάθισε στο γωνολίθι, ανασήκωσε το στρώμα, δίπλα του, πήρε μια φτερούγα που ήταν αποκάτω εκεί, κι άρχισε να σαρώνει τη γωνιά, αφού πρώτα ξεσπίθισε και μάζωξε τη φωτιά.

«Τι κάν’ς αυτού, μουρή; Άφ’σ’ τα σαρώματα, διάτανι, κι σύρι να ντ’θείς γλήγουρα κι ισύ, θα να ‘ρθ’ ου Φώτ’ς σου ‘πα.»

«Δεν πάει να ‘ρθ’ κι η Φώτινα.»

Η μάνα αναστέναξε:

«Δεν ξέρου τι να που μ’ ισένανι· τι σ’ έβαλ’ η αμαρτία σήμερα!»

Η Φόνη σα να μην την άκουσε.

«Για να σ’ που: σ’ του ξέκουψ’ αλήθεια ντιπ ου Γιώργ’ς για τα λιπτά;» γύρισε ξαφνικά σε λίγο και ρώτησε τη μάνα της.

«Δε μ’ του ξέκουψι ντιπ· σκιάζιτι, μου ‘πι μαναχά μη δεν μπουρέσ’ ναν τς κουνουμήσ’ κι τς χίλις δραχμές απόπασκα.»

«Κι ισύ τι του ‘πις:»

«Δε σου ‘πα τι του ‘πα: Πάλε να σ’ τα ματαλέου;»

«Δεν το ‘δ’νις νια φτ’σά στα μούτρα!»

«Τι λες, μουρή τσούπρα; Έτσ’ φέρνιτ’ ου κόσμους σ’ ικ’νούς πο’ ‘χ’ ‘ν ανάγκ’ τς; Τι λες, πιδί μ’, του ‘πα, μας παίρν’ς στου λιμό σ’· βγαίνουμ’ απού λόγου στου Φώτ’. Αυτήνους καρτιρεί ούλα τα λιπτά απόπασκα. Φτάν’ π’ τουνι γελάσαμι νια βουλά κι αλ’κουτίσ’κι ου γάμους, τώρα μι τι μούτρα ναν τ’ πούμι να καρτιρέσ’ ίσα μι του χ’νόπουρου π’ λες; Τι να σ’ κάνου, θεια, μου ‘πι, σαν κι είν’ απ’ του χέρ’ μ’ κι ιμένανι κι δεν τα δίνου; Σα δεν μπουρεί να καρτιρέσ’ ως του χ’νόπουρου π’ θα π’λήσου τα καπνά, ας πάρ’ τα μ’σά τώρα κι για τ’ άλλα τα μ’σα τ’ δίνου χαρτί...»

«Κι ισύ τουν άικ’σις, δίχους ναν τ’ πεις τίπουτα, ε;»

«Τι άλλου ναν του ‘λιγα, μουρή; Του λ’πήθ’κα κιόλας του πιδί, ήτανι κατασικλιτ’σμένου. Άιντι φέρι μ’ ένα μαντίλ’ παστρικό, κι απέ έλα δω να σ’ που ισένανι», είπε η μάνα δένοντας την τσίπα στο κεφάλι της.

Η Φόνη σηκώθηκε και πήγε και το ‘φερε.

«Στέκα δω να σ’ που τώρα.»

«Τι να μ’ πεις κι να μ’ ξιπείς;» είπε η Φόνη απότομα.

«Να τι θέλου να σ’ που· ιγώ θα πάου στα Κουλουστρατέικα τώρα· κι απέ του βράδ’ λέου να πάου να κάνου ‘να σταυρό σ’ν ικκλησά, καθώς σου ‘πα. Ισύ πάρι κι ντύσ’ τώρα π’ θα φύβγου...»

«Τι μ’ ντ’ μουλουγάς! Δε μ’ αφήν’ς κι ισύ!»

Κι η Φόνη έκαμε να φύγει.

«Τι θέλ’ς, μουρή, να σι βρει έτσ’ ου Φώτ’ς π’ θα να ‘ρθ’; Δεν μπουρεί να μην πιταχτεί ίσα μ’ ιδώ σήμιρα», είπε η μάνα και την κράτησε.

«Δεν πάει να μι βρει! Σα δεν τ’ αρέσου, ας πάει να βρει ‘ν καλύτερ’.»

«Τι λόγους είν’ αυτός, μουρή; Τι σ’ έπιασι σήμιρα; Για σ’λουήσ’ νια ψίχα!»

Η Φόνη θέλησε πάλι να φύγει.

«Άικ’σ’ ιδώ να σ’ που», ξακολούθησε η μάνα πιάνοντας το χέρι της «τήρα ψάριψέ τουν ιδώ π’ θα να ‘ρθ’ ου Φώτ’ς. Φέρ’ τουνι μι τρόπου, ρώτα τουνι μην του ‘πι τίπουτας ου Γιώργ’ς. Μι του χαρτί π’ σ’ δίν’ ου Γιώργ’ς, είσ’ ασφαλ’σμένους, πες τ’.»

«Ιγώ ναν τ’ που τέτοιου πράμα! Κάτσ’ ιδώ π’ θα να ‘ρθ’ κι πες τ’ του μαναχή σ’. Εγώ δεν τ’ λέου τίπουτας.»

«Για στέκα, μουρή, μην κάν’ς έτσ’· ιγώ τ’ του ‘λιγα, μα, γλεπ’ς, δεν αδειάζου να κάτσου. Κι απέ κιόλα καλύτερα θ’ αϊκούσ’ σαν τ’ του πεις ισύ.»

«Να ‘ταν άλλ’ βουλά καθόσ’να κι φύλαϊς μη λάχ’ κι μι βρει μαναχή κι μι φάει. Τώρα φέβγ’ς η αφιντιάσ’ κι μ’ αφήν’ς ιμένανι να βγάλου του φίδ’ απ’ ‘ν τρύπα», είπε η Φόνη και ξέφυγε.

«Καλά, πιδί μ’, καλά», μουρμούρισε η μάνα σκύβοντας το κεφάλι.

«Σα θέλ’ς, κάτσ’ ιδώ κι πες τ’ τα μαναχή σ’», ξανάπε η Φόνη.

«Πώς να κάτσου, μουρή; Δε στουχάζισι π’ μι καρτερεί η λιχώνα;»

«Τότινις ναν του ξέρ’ς, θα κλείσου κι ιγώ του σπίτ’ κι θα φύβγου», είπε η Φόνη θυμωμένα κι έκαμε κατά την πόρτα.

«Σα σ’λουϊόσ’να νια ψίχα, δε θα να ‘κανις έτσ’. Αυτήνου σ’ λέου μαναχά.»

Η Φόνη δεν απάντησε. Είχε μείνει ορθή στην πόρτα κοιτάζοντας όξω. Η μάνα της ξαναπήγε κοντά της:

«Έλα δώθινι, μουρή· έμπα παραμέσα, να μη μας ακούει ου κόσμους κάνι», της είπε σιγαλά.

Η Φόνη στάθηκε λίγες στιγμές εκεί κι έπειτα γύρισε κι είπε της μάνας της:

«Δεν μπουρού ναν τ’ που τίπουτας ιγώ· σ’ του ‘πα νια βουλά, μάνα.»

«Καλά, πιδί μ’, σα θέλ’ς να ματαντρουπιαστούμι στουν κόσμου. Σα δεν του στουχάζισι τι καλό θα να ‘χ’ς κι ισύ ν’ αλ’κουτ’στεί κι πάλε του στιφάν’. Απ’ του Γιώργ’ μαγάρ’ να ‘χει να λάβ’ κι άλλα τόσα· έτσ’ πες τ’ Φώτ’...»

«Γιατί δεν τ’ του λες μαναχή σ’;» φώναξε η Φόνη.

«Σ’ του ‘πα, άνιμι· δεν μπουρού να κάτσου γω, μι καρτιρεί η λιχώνα», θύμωσε κι η μάνα της.

«Τότινις θα πάρου του κλειδί κι ιγώ να φύβγου!»

Κι η Φόνη μπήκε με ορμή στην άλλη κάμαρη.

«Καλά, κάν’ όπους θέλ’ς», απάντησε η μάνα κι έφυγε κι εκείνη απ’ την άλλη πόρτα.

* * *

Η Φόνη έμεινε μια στιγμή στην άλλη κάμαρη κι έπειτα γύρισε γοργά κατά την πόρτα, όθε είχε φύγει η μάνα της, σα να ‘θελε να της φωνάξει. Μα εκείνη είχε στρίψει πια στο δρόμο κι η Φόνη στάθηκε λίγες στιγμές με τη ματιά σκυμμένη στο κατώφλι.

 

 

Άξαφνα σα να πήρε κάποια απόφαση, ξαναμπήκε βιαστικά μέσα τραβώντας ίσα στη διπλανή κάμαρη, ένα ξεπάτωτο, ξεταβάνωτο και σκοτεινό χώρισμα του σπιτιού, όπου μαζί με τον αργαλειό της Φόνης και το αμπάρι με το αλεύρι ήταν στοιβαγμένο όλο το μικρό νοικοκυριό της χήρας Κανούζενας.

Η Φόνη πέταξε από πάνω της σε μια άκρη το φουστάνι και το σάκο που φορούσε και ξεκρεμώντας από ένα καρφί στον στοίχο ένα άλλο φόρεμα κι ένα πολκάκι, τα φόρεσε γλήγορα και πέρασε στην άλλη κάμαρη. Φουστάνι και πολκάκι ήταν από το ίδιο ανοιχτόχρωμο, κλαρωτό τσίτι· το πρώτο με δυο φραμπαλάδες κάτω στο γύρο, το δεύτερο με πλατιές κακοσιδερωμένες πιέτες μπροστά στα στήθη· θηλυκώνοντας βιαστικά το πολκάκι της, η Φόνη στάθηκε μπροστά σ’ ένα μικρό θαμπό καθρέφτη κρεμαστόν στον τοίχο απάνω από ένα τραπεζάκι με άσπρο πλεχτό στρωσίδι, στολισμένον με πέντ’ έξι παγωνόφτερα κι άλλα τόσα μάτσα ξεθωριασμένο αμάραντο, και τριγυρισμένον από μερικές πιο ξεθωριασμένες φωτογραφίες δίχως κορνίζες. Αφού του κάκου πολέμησε μια στιγμή να στρώσει με την απαλάμη τις πιέτες μπρος στο στήθος της, πήγε στην άλλη κάμαρη κι έφερε από κει την τσάτσαρη. Σε λίγο η χωρίστρα στη μέση των μαλλιών της ήταν σιασμένη κι οι πλεξίδες κρεμασμένες πίσω στην πλάτη της.

Έριξε στερνή ματιά στον καθρέφτη και δίχως να σταθεί στιγμή έγειρε το παράθυρο του οντά, σύρτωσε την πόρτα του κατά το δρόμο και ξαναμπήκε στη σκοτεινή κάμαρη. Η πόρτα αυτής της κάμαρης έβγαζε στην αυλή στο πίσω μέρος του σπιτιού. Η Φόνη την άνοιξε και βαστώντας στο χέρι τα ψιδένια της μισοστίβαλα, βγήκε στην αυλή. Μικρή, στενή ήταν η αυλή και μια κούρνια με μια στοίβα ξερά κλήματα δίπλα της, κι ένα πηγάδι με σοφά λασπόχτιστο και χείλη μισογκρεμισμένα έπιαναν κοντά όλον τον τόπο. Μια γέρικη πλατιά μουριά, νιοφουντωμένη με την άνοιξη, τη σκέπαζε από πάνω κρύβοντας τα γειτονικά σπιτόπουλα, κι ένας πλεχτός φράχτης τη χώριζε απ’ τον κήπο, που πρασίνιζε στο βάθος.

Η Φόνη απίθωσε τα παπούτσια στο πεζούλι του πηγαδιού κι ανασήκωσε το φόρεμά της. Με την ίδια γληγοράδα πάντα έριξε το σίσκλο στο πηγάδι, τον ξανάβγαλε γεμάτον νερό, τον ακούμπησε στο πεζούλι και χύνοντας εκείθε, έπλυνε τα χέρια της, έφερε σμιχτές τις απαλάμες της δυο τρεις φορές στο πρόσωπο και σηκώνοντας το μεσοφόρι της, σκούπισε πρόσωπο και χέρια.

Κάποιος κρότος, σα να ‘πεσε πετραδάκι, σα να σείστηκε κλαδί, την ξάφνισε καθώς σκουπίζονταν και γύρισε πίσω. Δεν είδε τίποτες. Τα σπουργίτια τσιτσίριζαν μονάχα και σειούσαν ανάλαφρα από πάνω της κάποια ακρόκλαδα της μουριάς. Δίχως να προσέξει πιότερο, έχυσε στην αυλή τριγύρω της το νερό που της απόμεινε, ακούμπησε το σίσκλο στο σοφά του πηγαδιού και καθίζοντας εκεί, έσκυψε να ποδεθεί.

Μα άξαφνα δυο χέρια την αγκάλιασαν πίσωθε, κλείνοντας τα μάτια της.

«Ου Φώτ’ς είνι· σι κατάλαβα», είπε σιγαλά δίχως να κουνηθεί.

Μα τα χέρια δε λευτέρωσαν τα μάτια της.

«Έλα τώρ’· αφού σι γνώρ’σα. Θα μι καμ’ς να πέσου καημένε», είπε δυνατότερα, ακουμπώντας το ‘να χέρι στο σοφά και με τ’ άλλο πολεμώντας να λύσει τα δάχτυλα, που έκλειναν τα μάτια της.

Μα εκείνα την έσφιγγαν πάντα κι η Φόνη άρχισε να χάνει την υπομονή:

«Άφ’σι μι, σου ‘πα· θα μι σκάεις. Πιάσ’κ’ η ανάσα μ’· θα πέσου. Αφού σι γνώρ’σα, σών’ ντε.»

Αντίς απόκριση, δυο χείλια άγγιξαν πίσω το σβέρκο της καθώς έσκυβε, κι αυτό την πείσμωσε. Σα να βρήκε κάποια δύναμη χαμένη στην αρχή, μπόρεσε κι αναστύλωσε το κορμί και μ’ ένα γοργό του στρίψιμο, βρέθηκε λυμένη απ’ τα δεσμά.

«Τι λες πώς δε σι κάνου;» είπε ανοίγοντας τα μάτια και ψωμογελώντας.

Μα λόγος και χαμόγελο της κόπηκαν στα χείλη, σαν είδε ποιος στέκονταν αγνάντια της με τα χέρια τεντωμένα να την αγκαλιάσουν πάλι.

«Φέβγα! Να μη σι ιδούν τα μάτια μ’!» φώναξε πνιχτά σπρώχνοντάς τον και πισοδρομώντας.

«Αχά! Τι έπαθις; Σ’ κακουφάν’κι π’ δεν ήταν ου Φώτ’ς π’ σι φίλ’σι;» γέλασε εκείνος δίχως να ταραχτεί απ’ το λόγο της.

Ήταν νέος ίσα με εικοσιπέντε χρόνων, μελαχρινός, λιγνός, με μπόι μέτριο. Η φορεσιά του, από μαύρη γυαλιστερή τσόχα, έδειχνε το νοικοκυρόπουλο της επαρχίας· στο γιλέκι του κρέμονταν μια χοντρή ασημένια αλυσίδα· στο ‘να του χέρι, ζαρωμένο σαν από κάψιμο, πάσκιζαν να κρύψουν το ασκήμισμα δυο χρυσά δαχτυλίδια και κάτω από το στραβοφορεμένο μαλακό σταχτί καπέλο γυάλιζαν τα λαδωμένα μαύρα μαλλιά με την πλατιά χωρίστρα στο πλευρό. Τα χαλασμένα δόντια του ανάμεσα από το ψιλό αριό μουστάκι ασκήμιζαν την ωστόσο καλοσούσουμη όψη του, καθώς γελούσε τη στιγμή αυτή, προχωρώντας με ανοιχτή αγκαλιά κατά τη Φόνη.

«Φέβγα, φέβγα σου ‘πα!» ξανάπε τούτη πισοδομώντας πάντα κι αμπώχνοντάς τον με τα δυο της χέρια.

Ο νέος όμως κατάφερε να την αδράξει και να την καθίσει στο σοφά.

«Απόλα μι, απόλα μι, αλλιώς θα πέσου μέσα», φοβέριξε η Φόνη γέρνοντας το κορμί προς τα γκρεμισμένα χείλη του πηγαδιού από πίσω της.

«Νο μ’ ένα φ’λί κι σ’ απουλάου.»

«Απόλα μι κι θα χουγιάξου!»

Την άφησε:

«Τι έπαθις, μουρή; τι σου ‘ρθι σήμιρα;»

«Ψεύτ’! παλιάθρουπι!» είπε η Φόνη ρίχνοντάς του άγρια ματιά, ενώ σηκώθηκε κι έσιαξε το φόρεμά της.

«Γιατ’ είμι ψεύτ’ς; γιατί παλιάθρουπους;» ρώτησ’ εκείνος κάνοντας να την πιάσει με το καλό απ’ το χέρι.

Μα του ξέφυγε, άδραξε τα ποδήματά της και κάθισε στο πεζούλι του πηγαδιού να τα φορέσει.

«Για πού μι του καλό;»

«Στ’ θεια μ’ θα πάου, στ’ μάνα, σ’, ναν τς τα που ούλα», είπε η Φόνη ενώ ποδένονταν.

«Καλά, σύρ’ αφού θέλ’ς· στάσ’ πρώτα μαναχά να σ’ που ένα λόγου», της είπε ο νέος, σαν την είδε που σηκώθηκε:

«Φόνια!» Τη σίμωσε.

«Τι θέλ’ς;» ρώτησε αυτή σταματώντας.

«Δε μ’ αγαπάς άλλου; Αλήθεια;»

Της έπιασε το χέρι κι έκαμε να την κοιτάξει στα μάτια. Μα η Φόνη, αμπώχνοντάς τον, χύμησε και μπήκε στο σπίτι. Πριν όμως προφτάσει να κλείσει την πόρτα πίσω της, χώθηκε κι εκείνος μέσα.

«Γιώργ’, φέβγα, σου ‘πα! Έβγα όξου!» φώναξε η Φόνη και τον έσπρωξε.

«Σα μπουρείς, βγάλι μι!» είπ’ εκείνος κλείνοντας και συρτώνοντας την πόρτα πίσω του.

Η Φόνη σωριάστηκε χάμου κλαίοντας.

«Τι έπαθις, μουρή; τι κλαις; τι σου ‘ρθι σήμιρα;»

«Φέβγα! Μη μι ζ’γών’ς, μη μι μαλάεις!» τον άμπωξε πάλι η Φόνη, εκεί που έκαμε να της πάρει τα χέρια απ’ το πρόσωπο.

«Τι σο’ ‘καμα, μουρή; Ήθιλα να ξέρου!»

«Τι άλλου ήθιλις να μ’ κάμ’ς; Δε μι σκότουνις κάλλιου.»

«Τι σο’ ‘καμα; Δε μ’ του λες;»

«Να, τι είπις 'ν αυγή τς μάνας μ’;»

«Τι τς είπα:»

«Πως δεν τα δίν’ς τα λιπτά.»

«Πού ναν τα ‘βρου ναν τα δώκου;»

«Ίσα μι τα ιπρουψές πού θαν τα ‘βρισκις; Τι μου λίις ιμένανι; Ή ήταν μαναχά;» Δεν την άφησαν τα δάκρυα ν’ αποσώσει

«Του ‘ξιρις πούθι κατέρ’γα. Δεν μπουρού να δώκου μπιτχαβά του καλαμπόκ’. Είπα σας δίνου χαρτί.»

«Χαρτί δεν παίρν’ ου Φώτ’ς, του ξέρ’ς.»

«Ποτέ μη σώσ’ κι πάρ’· ας καρτιρέσ’ τότις ίσα μι του χ’νόπουρου.»

«Τι λες, μουρέ; Κι ιγώ τι θέλ’ς να γένου; Έτσ’ π’ μι κάν’ς, θα πέσου να πνιγού.» Ξανάσκυψε το πρόσωπο στα χέρια κλαίοντας.

«Θα ‘ρθείς στου νου σ’, μουρή; τι έπαθις;» Τη σκούντησε ο Γιώργης.

«Άφ’σι μι, φέβγα, σου ‘πα!»

Ο Γιώργης έσκυψε και της έπιασε

«Σα μ’ αγάπαϊς, Φόνια, δε θα μ’ έκανις έτσ’, γιατί σ’ αλ’κουτάου του γάμου ένα δυο μήνις· γιατί δεν απουφασίζου να σι χάσου νια ώρ’ αρχύτιρα.»

«Γι’ αυτήνου λοιπόν τουν αλ’κουτάς κι όχ’ π’ δε βρίσκ’ς τα λιπτά;» Γύρισε και τον κοίταξε αγριεμένη.

«Κι αυτήνου πώς το ‘χ’ς τάχα.;»

«Ίσα μ’ αυτού δεν του παντίχινα να φτάεις!»

«Τι λες πως είμι σαν τ’ ισένανι να διάζουμι να πέσου σ’ν αγκαλιά τ’ αλλ’νού;»

Η Φόνη τον κοίταξε δίχως ν’ απαντήσει.

«Τι μι τ’ράς;»

«Δε μι σκότουνις καλύτερα!» είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

Ο Γιώργης κάθισε κοντά της και της έπιασε το χέρι.

«Γλύσι μ’ απ’ του κακό, αδιρφούλ’ Γιώργ’! Θα μπουν υπουψίις τς μάνας μ’, σκιάζουμι. Μι πήρις στου λιμό σ’ π’ μι πήρις. Γιατί μι τυραγνάς έτσ’ τώρα;»

«Ιγώ σι τυραγ’νάου:»

«Ισύ, ισύ.»

Ο Γιώργης την αγκάλιασε:

«Πώς θέλ’ς να σ’ αφήκου να σι πάρ’ άλλους, μουρ’ Φόνια!»

«Γιατί μ’ αφήν’ς τότινις; Γιατί δε μι παίρν’ς ισύ;»

«Να ‘τανι στου χέρ’ μ’!»

«Στου χέρ’ σ’ είνι να φύβγουμι, να πάμ’ αλλού να ζήσουμι.»

«Μι τι να ζήσουμ’ αλλού, μουρή; Μι τ’ν τέχν’ π’ ξέρου; Τι νι ματαπιάν’ς αυτήν’ 'ν κ’βέντα, ή για να μι σικλιτίεις μαναχά;»

«Τότινις σκότουσέ μι, Γιώργ’· να πιθάνου απ’ του χέρ’ σ’ κάνι!»

Κι η Φόνη κρεμάστηκε απάνω του.

«Μ’ αγαπάς, Φόν’, στ’ αλήθεια;» ρώτησε ο Γιώργης θωρώντας την στα μάτια.

Δεν απάντησε.

«Δε μ’ αγαπάς· όχ’, δε μ’ αγαπάς!»

Αναστέναξε μονάχα.

«Άικ’σ’ ιδώ να σ’ που. Ξέρ’ς γιατί ήρθα δω τώρα;»

«Γιατί;» ρώτησε προσμένοντας.

«Ξέρ’ς, αύριου θα κάνουμ’ αρχνή να φ’τέψουμ· ήρθα να σι ρουτήσου αν ίρχεσ’ αργάτ’σσα.»

Η Φόνη αποχαϊλώθηκε.

«Ρίχ’κι ούλους ου κόσμους μιμιάς στου φύτιμα κι δε βρίσκου αργάτις. Μίνια κι ουγδουήντα πήγι του μιρουδούλ’. Δυο δραχμές πλιρόνου, φτάν’ να ‘βρισκα πιντέξ' νουμάτ’ς ακόμα. Τι λες, έρχισι; Αμ’ αϊκούσ’ δυο δραχμές η θεια, σ’ αφήν’ στου φτιρό.»

Η Φόνη δε μιλούσε.

«Κι αν είνι κι σ’ πέφτ’ μακριά, καθέσι κι κ’μόμαστ’ ικεί του βράδ’· θα κοιμ’θούνι κι άλλις. Έτσ’ βγαίν’ς κι απ’ τα μάτια τς μάνας σ’, π’ λες πως σκιάζισι.»

«Του λες στ’ αλήθεια, Γιώργ’;» ρώτησε τέλος η Φόνη, κοιτάζοντάς τον κατάματα.

«Μ τι ψέματα;»

«Γιατί μι τυραγνάς, μουρ’ Γιώργ’, γιατί;»

«Δε σ’ του ‘πα γω; Δε μ’ αγαπάς, του ξέρου», είπε ο Γιώργης και τραβήχτηκε απ’ το πλάγι της.

«Γιώργ’, αδελφούλ’ Γιώργ’! Γιατί θέλ’ς να μι πάρ’ς ουλότιλα στου λιμό σ’, να μ’ απουρίξεις στου γκριμό;» Σύρθηκε κοντά του πιάνοντάς τον.

«Έρχισ’ ή δεν έρχισ; Αυτήνου πες μ’.»

«Πώς θέλ’ς να ‘ρθου, μουρ’ Γιώργ’; Τι θα πει ου Φώτ’ς σαν τ’ αϊκούσ’ πως κ’μάμι νια βδουμάδα σπίτ’ σ’ δίχους τ’ μάνα μ’ κι δίχους να ‘νι κιόλας η θεια μ’ ικεί;»

«Γλέπ’ς, τι θα πει ου Φώτ’ς σι μέλλ’ μαναχά. Για μένανι δε σι μέλλ’», είπε και γύρισε εκείθε ο Γιώργης.

«Γιώργ’! Άικ’σ ιδώ, Γιώργ’», ξαναπαρακάλεσε η Φόνη.

«Θα να ‘ρθ’ς η όχ’;»

«Γιώργ’, αδιρφούλ’ Γιώργη, γιατί μι κάν’ς έτσ’; τι σο’ ‘φτιξα;»

«Ιπέρσ’ π’ δεν είχες του Φώτ’, κόσιβις στα Λ’βαδάκια στουν ξάδιρφου· ιπέρσ’ δεν 'ν ήθιλις τ’ μάνα σ’· σα λάχινι κι ρχόνταν η θεια σ’, τήραϊς πότι να φύβγ’ κιόλα. Τώρα ποχ’ς τουν αρριβουνιαστ’κό, για τα λιπτά τούνι θέλ’ς μαναχά τουν ξάδιρφου.»

Κι ο Γιώργης γέλασε κοιτάζοντάς την.

Η Φόνη τον κοίταξε κι αυτή δίχως να βγάλει άχνα.

«Του ‘βρατι του κουρόιδου κι εσύ κι η μάνα σ’. Τ’ράτι μαναχά να μ’ βάλ’τι του μαχαίρ’ στου λιμό για τα λιπτά. Σα σας χρειαστού τίποτας κι ιγώ, κά' τουν τοίχου του χουρό. Άικ’σ’ ιδώ, σα θέλ’ς έτσ’: αν δε ‘ρθεις να μι βουηθήεις στου φύτιμα, ναν του ξέρ’ς, μην καρτιρείτι τα λιπτά μούτι του χ’νόπουρο», είπε θυμωμένα ο Γιώργης, που είχε σηκωθεί στο μεταξύ.

«Καλά, Γιώργ’, σαν το ‘βαλις να μι χάεις, χάσι μι», είπε η Φόνη κι έσκυψε το κεφάλι.

«Θα πας να πνιγείς, θάρρου;» είπε ο Γιώργης.

«Όχ’, δε θα πάου να πνιγού· στ’ θεια μ’ θα πάου, στ’ μάνα σ’, ναν τς τα που ούλα», φώναξε η Φόνη και σηκώθηκε με ορμή.

«Δεν παίρν’ς τα μούτρα σ’! δεν κουπιάεις να πας!»

«Θα ιδείς αν πάου ή όχ’! Φταίχτρα είμι, κι ας μι σκουτώσ’.»

«Σα σ’ κουτάει, σύρι!»

«Τώρα, γλέπ’ς, α μ’ κουτάει!»

Κι η Φόνη έκαμε κατά την πόρτα της άλλης κάμαρης.

«Σι πνιού ιδωγιά στ’ στιγμή!» φώναξε ο Γιώργης κι έκαμε να την πιάσει.

Ότι όμως έβαζε το χέρι απάνω της, βρόντησε το τσεμπερέκι της πόρτας κατά την αυλή.

Ο Γιώργης πήδησε στην άλλη κάμαρη, τραβώντας προς την πόρτα κατά το δρόμο, ενώ η Φόνη έμεινε μια στιγμή τρομαγμένη στον τόπο της.

Ο βρόντος ξανακούστηκε στην πόρτα κι η Φόνη πήγε προς τα κει.

«Μέσα είσι, μουρ’ Φόνια;» άκουσε απ’ όξω μια φωνή.

Άνοιξε την πόρτα.

«Τι μ’ συρτώθ’κις, μουρή; Σκιάζισι μη σι φάει η Μούτα;» είπε μπαίνοντας με γέλιο μέσα η Βαρβάρα, μια γειτονοπούλα της.

«Του ‘χα να φύβγου κι σύρτουσα», μουρμούρισε η Φόνη πολεμώντας να συνέρθει. «Ότ’ ντύθ’κα να βγου, ήρθ’ ου ξάδιρφός μ’ ου Γιώργ’ς. Σπίτ’ τ’ του ‘χα να πάου, να ιδού τι κάν’ η θεια μ’· έχου να πάου απ’ τ’ Βαγγιλ’σμού», πρόστεσε ξαναβρίσκοντας τη φωνή της.

«Δεν ήρθα να σ’ αλ’κουτήσου· ‘ν πουτίστρα σ’ ήρθα να σ’ χαλέψου. Ξικόλλ’σι του χιρούλ’ απ’ τ’ θ’κή μας κι δε μπουρούμι να πουτήσουμι.»

«Να, δεν 'νι παίρν’ς, ικεί είνι.» Η Φόνη έδειξε σε μια άκρη.

«Πούν’ τους ου ξάδιρφός σ’, έφ’γι;» ρώτησε η Βαρβάρα.

«Ιδώ είμ’ ακόμα· δεν έφ’γα», ξάφνισε τη Φόνη πίσωθέ της η λαλιά του Γιώργη, που παρουσιάστηκε στη μεσιανή πόρτα:

«Η μάνα μ’ δεν είνι σπίτ’· άδ’κα θα κάμ’ τουν κόπου, είπα τς Φόνιας. Ιλάτι μέσα δω καλύτιρα. Αυτού δε γλέπ’ ου ένας τ’ αλλ’νού τ’ μύτ’.»

Η Βαρβάρα πέρασε στην άλλη κάμαρη.

«Κιρό έχου να σι ιδού. Άξ'νις, πάχ’νις, μόρφ’νις πλιότιρου», της είπε ο Γιώργης κοιτάζοντάς την και πιάνοντας το χέρι της.

Η Βαρβάρα γέλασε. Το σφίξιμο όμως του χεριού την πόνεσε κι έβγαλε φωνή μισή κλάμα, μισή γέλιο, χτυπώντας σύνωρα με την ανάποδη τ’ άλλου χεριού της το σαγόνι του Γιώργη.

«Κόρακας να σι κόψ’!» της φώναξε η Φόνη και την αγριοκοίταξε.

«Να σι κόψ’ κι να σι θιρίσ’! Μπα, κυρά μ’! Τ' ξάδιρφου σ’ ναν του πεις· μ’ τσάκ’σι τα δάχ’λα», της φώναξε κι η Βαρβάρα, πιάνοντας με το ζερβί την άκρη του δεξού χεριού της και θωρώντας το Γιώργη με γελούμενο θυμό.

Η Φόνη γύρισε αλλού το πρόσωπο.

«Μην 'νί ξισ’νιρίζισι· είνι σκανιασμεν’ π’ δεν ήρθ’ ου καλό τς σήμιρα», είπε ο Γιώργης και πήγε προς τα μέσα της κάμαρης, κλείνοντας το μάτι στη Βαρβάρα με χαμόγελο.

«Κι ισύ να ‘σ’να έτσ’ θα να ‘κανις να μην ήγλιπις 'ν αρριβουνιαστ’κιά σ’», είπε η Βαρβάρα.

«Γι’ αυτήνου δεν αρριβουνιάζουμι κι ιγώ· δε βαστάει η καρδιά μ’ του σκάνιασμα.»

Ο Γιώργης ξανάριξε περγελαστική ματιά στη Φόνη, που δε γύριζε να τον κοιτάξει.

«Χαχαχά!» γέλασε η Βαρβάρα· «ούλ’ έτσ του λένι όσου να ‘ρθ’ η τυφλουβδουμάδα. Έτσ’ πες τ’, μουρή, κι μην πεισμών’ς», είπε γυρίζοντας στη Φόνη και σκουντώντας την στον αγκώνα.

Εκείνη έκαμε κατά την πόρτα προς το δρόμο.

«Ιλάτι, κάτσ’τ’ ιδώ τώρα κάτ’ να σας που», φώναξε ο Γιώργης, παίρνοντας μια προσκεφαλάδα και καθίζοντας απάνω σ’ αυτή, δίπλα στη γωνιά.

«Τι θα μας πεις;» ρώτησε η Βαρβάρα.

«Ένα παραμύθ’.»

«Του χ’μώνα λεν τα παραμύθια», είπ’ εκείνη κι έκαμε κατά τη Φόνη, που έστεκε στην πόρτα.

«Χ’μώνας είν’ ακόμα. Δεν είδις τι χαλασμός κόσμ’ έκαν’ ίσα μι τα χτες;» είπε ο Γιώργης.

«Σκιάζουμι μη ματαρχ’νήσ’ ταχιά· ζουματάει ου ήλιους», είπε η Βαρβάρα, που ο ήλιος του δειλινού, καθώς έλαμπε στην πόρτα, τη χτύπησε στο πρόσωπο.

«Τότ’ έμπα μέσα γλήγουρα, μη σι μαυρίσ’», της φώναξε ο Γιώργης.

«Τέτοιου γυφτουτσούκαλου που ‘μι, τι να μαυρίσ’ απ’ τ’ ιμένανι!» απάντησε η Βαρβάρα δίχως να κουνηθεί απ’ τον τόπο της.

«Μάρτ’ έβαλις ωστόσου», της ξαναφώναξε ο Γιώργης.

«Ιγώ; Ποιος σ’ του ‘πι; Η Φόνια; Σι γέλασι. Γιατί του ‘πις ψέματα, μουρή;» γύρισε και σκούντησε τη Φόνη.

«Όριξ' έχ’ς, καημένε, για κ’βέντις», μουρμούρισε τούτη, χωρίς να την κοιτάξει.

«Δε μ’ του ‘π’ αυτήν’ άλλους μ’ του ‘πι», φώναξε ο Γιώργης από τη γωνιά.

«Ποιος; Κανένας δε σ’ του ‘πι· απού μαναχός σ’ του λες.»

«Έλα δω να σ’ του που ποιος μ’ του ‘πι.»

Η Βαρβάρα έκαμε ένα βήμα κατά κει.

«Πες μ’ του», είπε.

«Έλα κουντύτερα να σ’ του που.»

Η Βαρβάρα ξανάκαμε λίγα πατήματα και στάθηκε:

«Έλα, πες μ’ του.»

«Κουντύτερα έλα. Σκύψι να σ’ του που στ’ αυτί, να μην τ’ αγρικήσ’ η Φόν’», της μουρμούρισε ο Γιώργης, φέρνοντας την απαλάμη ορθή δίπλα στα χείλη.

«Άει απού κει, μι κουρουιδέβ’ς», φώναξε με θυμό τάχα η Βαρβάρα και του γύρισε γοργά την πλάτη.

«Ψτ! Βαρβάρα! Άικ’σ’ ιδώ να σ’ που κάτ’ άλλου», της φώναξε ο Γιώργης κι έκαμε να την πιάσει από το φόρεμα.

Μα εκείνη ξέφυγε και πηδώντας αλαφρά, απόδετη όπως ήταν, έφτασε ως τον αντικρινό τοίχο, όπου ήταν το τραπέζι κάτω απ’ τον καθρέφτη. Εκεί στάθηκε και γύρισε σ’ αυτόν το πρόσωπο, ακουμπώντας τα χέρια στο τραπέζι πίσω της:

«Πες μ’, τι μι θέλ’ς;» ρώτησε χαμογελώντας .

Ο Γιώργης την κοίταξε μια στιγμή στα μάτια κι έπειτα άλλη μια από πάνω ως κάτω.

«Τι μι τ’ράς;» τον ξαναρώτησε κοκκινίζοντας.

Ο Γιώργης δεν της απάντησε· χαμογέλασε μόνο βιασμένα.

«Θα μ’ πεις ή όχ’:»

«Αλλ’ βουλά σ’ του λέου», της μουρμούρισε κοιτάζοντάς την πάντα.

«Έχ’ς όριξ', γλέπου, για χωρατά κι ιγώ ήρθα δω για δ’λιά· θα μι σκουτώσ’ η μάνα μ’ π’ αργού», γέλασε η Βαρβάρα και γύρισε στη Φόνη, που στο μεταξύ είχε πάει στην άλλη κάμαρη και ξανάμπαινε μέσα τώρα:

«Θα μ’ 'νι δόεις, μουρή, ‘ν πουτίστρα σ’;»

«Ικεί είνι, πάρ’ ‘νι, σου ‘πα· τι θέλ’ς να σ’ νι δώκου κι στου χέρ’;» της απάντησε η Φόνη δείχνοντας στο κελάρι.

Η Βαρβάρα μπήκε εκεί.

«Ιχτές έβριχι κι θα πουτίστι κιόλα σήμιρα;» της είπε ο Γιώργης, σαν την είδε που ξανάρθε με την ποτίστρα στο χέρι.

«Είνι κάτ’ αβραγιές ούλου κιραμίδ’· στράγγ’σαν κιόλα σήμιρα μι τουν ήλιου.»

«Έχ’τι μπόλ’κου φιντάν’ φέτου; Σας πιρσέβ’ κι για μένανι, αν χρειαστού;»

«Να ρουτήσου τ’ μάνα μ’. Ξέρου πως πέντ’ αβραγιές τς καπάρουσ’ ου Δήμου Τσόλιας.»

«Είνι καλό του φιντάν’ σας; Το ‘χ’ τι να φτέψ’ τ’ αύριου;»

«Πού φιντάν’ να φ’τέψουμι; Δε γίν’κι ακόμα», απάντησε η Βαρβάρα έτοιμη να βγει απ’ την πόρτα.

«Για στέκα να σ’ που τότις», φώναξε ο Γιώργης και σηκώθηκε· «δεν έρχιστι σ’ ιμέναν’ αύριου αργάτ’σσις κι ισύ κι η μάνα σ’; Κι αν ξέρ’τι κι αλλ’ καμίνια στ’ γειτουνιά, πέστι τς κι αυ’νής να ‘ρθεί.»

«Να πάου να ρουτήσου τ’ μάνα μ’ κι ίρχουμι κι σ’ δίνου λόγου», είπε η Βαρβάρα κι έκαμε να φύγει.

«Η ξαδέρφ’ μ’ ιδώ δε θέλ’ να ρθεί», είπε ο Γιώργης σιμώνοντας τη Φόνη και χτυπώντας την στην πλάτη.

Η Φόνη έστριψε αλλού το πρόσωπο.

«Πού αδειάζ’ να ‘ρθ’ αυτήν’; Ποιος τ’ χάρ’ τς!» Η Βαρβάρα χαμογέλασε κι έκαμε πάλι να βγει στο δρόμο. Μα άξαφνα ξαναμπήκε μέσα λέγοντας της Φόνης: «Μουρή, ου Φώτ’ς ίρχιτι· παρ’γουρήσ’.»

Η Φόνη κοίταξε έξω, ενώ η Βαρβάρα γύρισε να φύγει από την άλλη πόρτα.

«Ας πάου κι ιγώ να μη σ’ κάνου χαλάστρα», είπε ο Γιώργης σιγαλά της Φόνης, τρέχοντας κατόπι στη Βαρβάρα.

«Πού είσι, Βαρβάρα! Ιδώ απόξου καρτιρού να μ’ πεις, αν έρχιστ’ αύριου. Άικ’σι, πού είσι! Ικεί θα σ’ που κι του λόγου, π’ δε σ’ τουν είπ’ απουλιώρα», της σφύριξε καθώς εκείνη έβγαινε στην αυλή.

«Θα να ‘ρθ’ς αύριου κι ισύ ή όχ’;» ρώτησε γυρίζοντας στην ξαδέρφη του, που είχε μπει κι αυτή στο κελάρι.

«Δε σ’ φτάν’ η μίνια;» του μουρμούρισε.

Ο Γιώργης κάτι θέλησε ν’ απαντήσει, μα η Φόνη τον έσπρωξε στην πόρτα και τη σύρτωσε πίσω του.

Την ίδια στιγμή έμπαινε στην άλλη κάμαρη ο αρρεβωνιαστικός της. Ψηλός, μαυριδερός, μουστακαλής, γιομάτος άντρας κοντά σαράντα χρόνων. Φορούσε σκούρο, μισότριβο κοστούμι, πουκάμισο κολλαρισμένο, μα χωρίς γιακά και λαιμοδέτη, και στο κεφάλι είχε χωμένο μαλακό, στενόγυρο καπέλο.

«Γεια σ’· μαναχή σ’ είσι;» είπε της Φόνης, που πέρασε στον οντά σαν τον άκουσε.

«Μαναχή μ’», απάντησε τούτη πολεμώντας να χαμογελάσει.

«Ικεί π’ ρχόμ’να, μ’ φάν’κι πως είδα κάποιουν άλλουνι σ’ν πόρτα.»

«Ήταν η Βαρβάρα τ’ Γιάνν’ Δαίμουνα κι ου ξάδιρφός μ’ ου Γιώργ’ς.»

«Κι έφ’γανι σα μ’ είδανι;»

«Όχ’ σα σ’ είδανι· πάνι να ιδεί του φιντάν’τς ου Γιώργ’ς, κι να ιδεί κιόλας αν παν αργάτ’σσις ταχιά η Βαρβάρα μι τ’ μάνα τς. Αϊκούς ικεί, μίνια ουγδουήντ’ ανέβ’κι του μιρουδούλ’. Δυο δραχμές πληρών’ ου Γιώργ’ς κι πού να βρει!»

«Κι τρεις να πληρώσ’, έχ’ αυτήνους· τουνι χουλουγέσι! Αλλιά απ’ τ’ ιμάς π’ πουλιμάμι να βγάλουμι του καρβέλ’ μι του στανιό», είπε ο αρρεβωνιαστικός καθίζοντας στον καναπέ, αγνάντια στην πόρτα, δίχως να βγάλει το καπέλο του.

«Καθώς τουν έδουσ’ ου θιος τουν καθινένανι», μουρμούρισε η Φόνη και κάθισε κοντά του.

«Ποιος θιος; Η τύχ’ τ’, πες, τ’ καθιμιανού. Σαν ήμ’να κι ιγώ πιδί τ’ Ν’κουλιού Χατζάρα, δε θα βασανίζουμ’να να πλιένου πουτήρια κι να κιράου τουν κόσμου», ξανάπε ο πρώτος βγάζοντας απ’ την τσέπη του καπνό και τσιγαρόχαρτο. «Ξέρ’ς, Φόνια», ξακολούθησε, στρίβοντας το τσιγάρο, «σκιάζουμι μην ανιμίνου δίχους κρασί τα Λαμπρόγιουρτα. Ίσα ίσα πες θα να ‘ρθου τ’ μιγάλ’ Παρασκιβή σι τούτου τ’ απόγειου. Τ’ν Κυριακή τς Λαμπρής είμι για ν’ ανοίξ’ αλλού. Ήβρα τς Μπουρμπ’λήθρινας εξ βαένια, ουγδουήντα φουρτώματα μ’ λέει κι καλό είνι… ψ’χούλα μπουγιά το ‘ρ’ξι παραπάν’ ανάθιμάτ’νι… φτ’νό μ’ του δίν’ κιόλας, μα 'ν έβαλ’ η αμαρτία να χαλέβ’ τα μ’σα τα λιπτά μπρουστά. Τς έ’στ’λα τουν Καραούλ’, μα δεν αγρικάει. Δε λες, μουρή, τ’ Γιώρ’ μπα κι μόδ’νι κάνα κατουστάρ’κου; Ήλιγα ναν του που τς μάνας σ’ να πάει ναν τ’ πει.»

Η Φόνη, που είχε σηκωθεί και πήρε το κουτί με τα σπίρτα από το τζάκι, άναψ’ ένα και του το ‘φερε μπροστά του τη στιγμή αυτή.

«Πού ‘νι τ’νι; Δεν είν’ ιδώ η γριά;» ρώτησε αφού άναψε το τσιγάρο του.

«Είνι στ’ λιχώνα· λιφτιρώθ’κι η Κουλουστρατόν’φ’ ιπρουψές τ’ νύχτα», απάντησε η Φόνη, πετώντας στη γωνιά το σβησμένο σπίρτο.

«Κι τι έκαμι;»

«Πιδί σιρκό» .

«Άιντι μας πάλε· τς έφιξι του δικάρ’κου τς Κανούζινας», είπε ο αρρεβωνιαστικός ρουφώντας το τσιγάρο του.

«Πού δικάρ’κου η καψαρή! Ας ήταν τάλαρου! Έτσ’ τα πιτάν αυτήν’ τα δικάρ’κα; Τς ξέρ’ς τι καρμίρ’δις είνι.» Ξανακάθισε κοντά του.

«Κι πότ’ λες να γυρίσ’ η μάνα σ’;»

«Σκιάζουμι κι θ’ αργήσ’ απόψι· το ‘χ’ να πάει απού κει ίσα σ’ν ικκλησά.»

«Τότινις τς του λες ισύ του βράδ’ π’ θα να ‘ρθ’, κι ταχιά, του γιόμα πιτιόμ’ ίσα με τα δω κι μ’ δίν’ χαμπέρ’.»

«Πότι κιόλας ταχιά του γιόμα! Πού ναν τουνι βρει του Γιώργ’; Θα νάνι ούλ’ την μέρα όξου.»

«Τότινις πώς θα γέν’; Ιγώ γι’ αυτήνου ήρθα τώρα. Κι άφ’κα κι τ’ απόγειου μαναχά μι του πιδί.»

«Γι’ αυτήνου ήρθις, του λες κιόλας, κι όχ’ πως σ’ πόνισι να μι ιδείς», είπε παραπονιάρικα η Φόνη και τον κοίταζε.

«Δεν είπα πως δε μ’ πόνισι να σι ιδού κι ισένανι», μουρμούρισε ο αρρεβωνιαστικός, κοκκινίζοντας λίγο, «μα κι για τ’ δ’λιά που ‘ρθα, η μ’σή θ’κή σ’ είνι. Αν τ’ράου να πιάσου κάνα λιπτό τούτις τς μέρις, κι για τς δυο μας του θέλου.»

«Κι ιγώ δε λέου πως του θέλ’ς για τουν ιαυτό σ’ μαναχά, μα μη μ’ του κρύβ’ς, ισένανι για τα λιπτά σι γνιάζ’ πλιότιρου πέρι για...» Η Φόνη χαμήλωσε τα μάτια παίζοντας με την άκρη του σιντονιού του καναπέ.

«Πέρι για τις άλλου;» ρώτησε ο αρρεβωνιαστικός.

«Να… πέρι για ‘ν αγάπ’», είπε η Φόνη δίχως να τον κοιτάξει.

«Μι ‘ν αγάπ’ μαναχά δε χουρταίν’ η κ’λιά, Φόνια! Έχ’ς δίκιου· δε σ’ μπήκαν ακόμα οι ψύλλ’ στ’ αυτιά· σι ταΐζ’ η μάνα σ’. Βάστα λίγου κι απέκ’ σ’ λέου.» Αναστέναξε, πετώντας το τσιγάρο του χάμου και πατώντας το με το πόδι.

«Δε μ’ αγαπάς, Φώτ’, του ξέρου», μουρμούρισε η Φόνη χωρίς να σηκώσει τα μάτια.

«Σα δε σ’ αγάπαγα, δε σ’ έπιρνα γ’ναίκα μι στιφάν’», είπ’ εκείνος κι έβγαλε να στρίψει άλλο τσιγάρο.

«Έλ’ άφ’σ’ τ’ αυτήνα κι πιτάξ’ βγάλι μ’ λίγου κρύου νιρό. Είχαμι του γιόμα γλανίδια στου νταβά μι του Μήτρου κι παράφαγα. Τ’ άφ’κι ου φούρναρ’ς κι παρασώθ’καν κιόλας κι γίν’καν λύσσα. Μ’ άναψ’ η δίψα ούλου του δειλ’νό. Άει βγάλι μ’ ψίχα κρύου νιρό, να ζήεις.»

Κι ο αρρεβωνιαστικός τη σκούντησε στην πλάτη.

«Να βάλου να σ’ φκιάσου κι έναν καφέ;» είπε η Φόνη, που σηκώθηκε.

«Πού αδειάζου για καφέδις τώρα! Του νιρού φέρι μ’ γλήγουρα, να φέβγου.»

«Ιγώ θα σ’ φκιάσου· δε σ’ αφήνου να φύβγ’ς.» Του άδραξε το καπέλο από το κεφάλι και πάει στην άλλη κάμαρη.

Σε λίγο γύρισε με το μαστραπά με το νερό και τον έδωσε του αρρεβωνιαστικού της.

Εκείνος ήπιε, σκούπισε με την ανάποδη του χεριού τα μουστάκια και γύρισε και κοίταξε τη Φόνη, που ξανακάθισε στον καναπέ.

«Ας φκιάσουμι νια τσ’γάρα κι να φέβγουμι. — Αχά, τι έπαθις; τι καθέσ’ έτσ’;» ρώτησε τη Φόνη, που ακούμπησε στο μαξιλάρι γέρνοντας το κεφάλι στο χέρι της.

Εκείνη δεν απάντησε.

«Τι έχ’ς; τι σου ‘ρθι;» ξαναρώτησε ο Φώτης σιμώνοντάς την.

«Τίπουτας· ικεί πο’ ‘σκυψα στου πηάδ’, μου ‘ρθι λίγου σα μπαϊλ’σά», μουρμούρισε η Φόνη.

Ο Φώτης σηκώθηκε και πήρε το μαστραπά: «Να, πιε λίγου νιρό.»

«Του ξίδ’ νο μ’ καλύτιρα.»

«Του ξίδ’; Πού το ‘χ’τι:»

«Μες του ντ’λάπ’, σι νια μπουτίλια μ’σουκάρ’κ’.»

Ο Φώτης πήγε εκεί και γύρισε ξεβουλώνοντας και μυρίζοντας μια μπουκάλα.

«Τούτην’ θα να ‘νι», είπε κι έβρεξε την άκρη από τα δάχτυλα του και τα ‘φερε στα ρουθούνια της αρρεβωνιαστικιάς, καθίζοντας σιμά της.

Αυτή αναστέναξε, ανασαίνοντας βαθιά:

«Βρέξι μ’ κι του κιφάλ’ νια ψίχα», παρακάλεσε.

Ο Φώτης το ‘καμε:

«Σ’ πέρασι νια ψ’χούλα;»

Δεν απάντησε.

«Τι είνι; πώς σο’ ‘ρχιτι;»

«Δείλια σ’ν καρδιά.»

«Θα ν’στέβ’ς να μιταλάβ’ς, θάρρου, ε; Απ’ αυτήνου θα να ‘νι.»

Η Φόνη κούνησε το κεφάλι.

«Πανάθιμά σας κι σεις! Σαν κι κάν’τι ν’σάφ’ κιόλας!» μουρμούρισε ο Φώτης αφήνοντας τη μπουκάλα στο πάτωμα.

Η Φόνη έκαμε ν’ ανασηκωθεί και να καθίσει καλύτερα.

«Πέσ’ απάν’, ξαπλώσ’», είπε ο Φώτης και σηκώθηκε, κάνοντας να τη βοηθήσει.

«Βγάλι μ’ τα παπούτσα.»

«Ακούμπα τ’ απάν’, μουρή. Τι, σκιάζισι μη λιρόεις του καναπλίκ’; Θαν του πλύν’ς π’ θαν του πλύν’ς για τ’ Λαμπρή.»

«Οχ’, οχ’», είπε η Φόνη και του άπλωσε το πόδι.

Ο Φώτης στάθηκε διστάζοντας.

«Βγάλι μ’ τα, να ζήεις· μι στινέβ’νι.»

Ο Φώτης έσκυψε και της έπιασε το πόδι. Το χέρι του έτρεμε.

«Δεν μπουρείς μουτ’ ένα παπούτσ’ να λύεις, καημένε.»

Ο Φώτης το κατάφερε τέλος κι η Φόνη ξαπλώθηκε στον καναπέ, ανασαίνοντας πάλι.

«Έλα, κάτσ’ ιδώ σ’μά μ’», τον παρακάλεσε, βλέποντάς τον να στέκει ορθός μπροστά της και να την κοιτάζει.

Ο Φώτης έκαμε να καθίσει, μα σταμάτησε, ρίχνοντας μια ματιά στην ανοιχτή πόρτα. Ένας κοντός τοιχάκης χώριζε την πόρτα αυτή απ’ το δρόμο και μια τριανταφυλλιά ανθισμένη και δυο τρεις κόκκινες βιολέτες σε κουτιά απάνω στον τοιχάκη μόλις μισόκρυβαν το μέσα του σπιτού απ’ τα περίεργα μάτια, που θα διάβαιναν στο δρόμο.

«Κλείσ’ εκειγιά 'ν πόρτα», είπε η Φόνη, που είδε τη ματιά του.

Ο Φώτης δεν κουνήθηκε.

«Άει, κι μο’ ‘ρχιτι πάλε κακά», ξαναπαρακάλεσε η Φόνη.

Ο Φώτης πήγε και την έκλεισε.

«Μύρ’σε μι λίγου ξύδ’ ακόμα», του γύρεψε η Φόνη, όταν γύρισε.

Εκείνος το ‘καμε.

«Βρέξι μι κι ιδώ νια ψίχα.» Άνοιξε ένα κουμπί απ’ την τραχηλιά της κι έκλεισε τα μάτια.

«Πώς σο’ ‘ρχιτι, μουρή; Να σ’ φέρου τίπουτας να πιεις; Να σ’ φκιάσου 'ναν καφέ; Να σ’ βράσου ψίχα ματζουράνα; Πού 'ν έχ’τι;» ρώτησε βιαστικά ο Φώτης, βρέχοντας με ξίδι το λαιμό της.

Η Φόνη αναστέναξε μονάχα κι έπιασε το χέρι του, μισοανοίγοντας τα μάτια:

«Κάτσι καλά· κάτσ’ ιδώ σ’μα μ’.»

«Σ’μα σ’ δεν καθέμι; Πώς να κάτσου;»

«Σα στ’ αγκάθια κάθισι. Θέλ’ς να φύβγ’ς. Σι καρτιρούν οι φίλ’ σ’ όξου.»

«Ποιοι φίλ’, μουρή; Δε σου ‘πα π’ άφ’κα μαναχό το πιδί στ’ απόγειου κι δε θα προυφταίν’ τουν κόσμου. Είνι ψίχα χαμινούλ’ κιόλας», είπε ο Φώτης κι έκαμε ν’ αφήσει το χέρι της.

Μα η Φόνη δεν τ’ άφησε και τον τράβηξε κοντύτερά της.

«Δε μ’ αγαπάς, Φώτ’.»

«Αρχίν’σις πάλε; Πώς έκαμι κι δε σ’ αγαπάου!»

«Σα μ’ αγάπαϊς, δε θα μ’ άφ’νις να φύβγ’ς», ξανάπε δακρύζοντας η Φόνη.

«Σαν κι έφ’γ’ ακόμα, μουρή; Δε σου ‘πα να σ’ φκιάσου ‘ναν καφέ, να σ’ βράσου ματζουράνα: Πού ‘ν έχ’τι;»

Κι έκαμε να ξανασηκωθεί ο Φώτης. Μα βλέποντας την να κλαίει, έμεινε.

«Τι έπαθις, μουρή; Τι κλαις;»

«Δε μ’ αγαπάς, Φώτ’.»

«Τι ‘ν’ ιτούτα πάλε σήμιρα;»

«Δε μ’ αγαπάς· σα μ’ αγάπαϊς, θα να ‘κανις κι ισύ καταπώς κάν’ ν’ ούλ’ οι αρριβουνιαστ’κοί…»

«Τι; πώς θα να ‘κανα;»

«Να— θα μι φίλ’γις νια βουλά κι ισύ, π’ δε μι φίλ’σις πουτέ σ’», είπε η Φόνη σκύβοντας τα μάτια.

«Πώς δε σι φίλ’σα; Δε θ’μάσι τς μιγάλις απουκρές του βράδ’ ιδώ απόξου; Σκιάζουμι, θα μας είδι κι η μάνα σ’.»

«Νια βουλά μαναχά.»

«Κι ‘ν αλλ’ τ’ αστό’ησις; Τ’ αη-Γιαννιού ‘ν αυγή, που ‘ρθα κι σ’ ήβρα μαναχή;»

«Ε, δυο βουλές ούλου ούλου, ουχτώ μήνις αρραβώνας».

«Κι μίνια τούτην’ τρεις», είπε ο Φώτης και τη φίλησε.

Η Φόνη τον αγκάλιασε.

«Δε μ’ αγαπάς, δε μ’ αγαπάς, Φώτ’.»

«Αγρίκα να σ’ που, Φόνια», της είπε πιάνοντας τα χέρια της· «δεν είνι πως δε σ’ αγαπάου, μα θέλου όπους μπήκα σπίτ’ σ’, έτσ’ κι να σι πάρου απού δω μέσα.»

«Τότινις γιατί δε διάζισι να μι πάρ’ς: Να μι γλυτώεις κι απ’ τα στόματα τ’ κόσμ’ π’ σι γλέπ’νι π’ μπαίν’ς κι βγαίν’ς.»

«Ιγώ δε διάζουμι: Ας κουνουμήσ’ η μάνα σ’ τα λιπτά κι ιγώ, του ξέρ’ς χαζίρ είμι.»

«Κι α δεν τα κουνουμήσ’ ούλα, κι μας δώκ’ τα μ’σα μαναχά, κι για τ’ άλλα τα μ’σά μας δώκ’ χαρτί ου Γιώργ’ς; Τι έχ’ς να χάεις;»

«Τι έχου να χάσου, λέει; Τ' είν’ αυτήνα; Άλλα μο’ ‘βγάλατι τώρα;» την έκοψε ο Φώτης αφήνοντας τα χέρια της και πετάχτηκε ορθός.

Η Φόνη έκαμε να τον κρατήσει:

«Άικ’σ’ ιδώ, Φώτ’, μην κάν’ς έτσι»

«Τι ν’ αϊκούσου; Ισύ ν αϊκούεις. Σας του ‘π’ απού νια τζαρχής. Δίχους ούλα τα λιπτά δε βάνου γω στιφάν’. Νέτα σκέτα. Κι γι’ αυτήνου π’ λες πως μπαίνου κι βγαίνου, σας κάνου τ’ χάρ’ κι δε ματάρχουμι. Είμι τίμιους άντρας ιγώ. Πού ‘νι του καπέλου μ’ να φύβγου κιόλας .»

Κι έψαξε με το μάτι γύρω να βρει το καπέλο του.

«Θα μ’ αφήκ’ς έτσ’ άρρουστ’ να φύβγ’ς;» μουρμούρισε η Φόνη κι ανασηκώθηκε.

«Θα στείλου του πιδί να πει τς μάνας σ’ να ‘ρθει.»

«Για του θιο, Φώτ’, μη στείλ’ς για τ’ μάνα μ’. Δεν ξέρ’ η κακουμοίρα τίπουτας απ’ αυτήνου π’ σου ‘πα. Ιμένανι μ’ του ‘π’ απουλιώρα ου Γιώργ’ς, π’ τουνι ρώτ’σα πότις θα κουνουμήσ’ τα λιπτά. Αν τύχ’ κι αλ’κουτ’στού για τα μ’σά, μου ‘πι, θα που τ’ Φώτ’ ναν τ’ δώκου χαρτί κι του σκουντάρ’ αυτήνους, σαν έχ’ ανάγκ’...»

«Ποιος παίρ’ χαρτί τ’ Γιώρ’, μουρή: Σαν κι έχ’ τίπουτας αυτήνους; Τα χτήματα είν’ τς μάνας τ’. Νο μ’ του καπέλου μ’ μαναχά να φύβγου. Πού το ‘κρυψις;»

Η Φόνη σηκώθηκε και τον σίμωσε:

«Σ’ του δίνου του καπέλου σ’· μην πεισμών’ς μαναχά κι μη στείλ’ς για τ’ μάνα μ’. Μη μι βάλ’ς σι ντράβαλα κι μ’ αυτήν . Δεν ξέρ’ τίπουτας. Ιγώ σ’ του ‘π’ απ’ του κεφάλ μ’. Του ‘χα πως του λέου μιανού π’ μ’ αγαπάει, π’ θα ζήσ’ ούλ’ τ’ ζουή τ’ αντάμα μ’», είπε πιάνοντάς τον.

«Νο μ’ του καπέλου μ’, σου ‘πα!» φώναξε και την άμπωξε.

Εκείνη τον έσφιξε περσότερο.

«Δε σ’ του ‘πα π’ δε μ’ αγαπάς, Φώτ’; Σα μ’ αγάπαϊς, θα μ’ αγρίκαϊς τι σ’ λέου. Δε θα πείσμουνις, δε θα να ‘κανις έτσ’ για τα λιπτά. Ίσα μι του χ’νόπουρου δε χαλάει ου κόσμους.»

«Για τ’ ιμένανι χαλάει. Πού ξέρ’ς τι δ’λειά είχα κι ιγώ στου νου μ’, τι σκουπό είχα, νια κι έβαλα βάσ’ στου λόγου τς μάνας σ’...;»

Κάποιος, που πέρασε έξω στο δρόμο, έριξε τον ίσκιο του από το μισογυρμένο παράθυρο. Η Φόνη λάγγεψε:

«Μη φουνάεις έτσ’· θα σ’ αϊκούσ’ν απόξου», είπε και σηκώθηκε.

Ο Φώτης γυρίζοντας είδε κι αυτός τον ίσκιο, που φάνηκε πως είχε σταθεί μια στιγμή και τώρα κινήθηκε πάλι. Το μάτι του έπεσε σύγκαιρα στην κλεισμένη πόρτα:

«Νο μ’ του καπέλου μ’ σου ‘πα», είπε κι έπιασε τη Φόνη με ορμή απ’ το χέρι.

Εκείνη πήγε και το ‘φερε απ’ την άλλη κάμαρη:

«Σα θέλ’ς να μι πάρ’ς στου λιμό σ’, Φώτ’, πάρι μι. Μα γω δε σο’ ‘φτιξα τίπουτας· ένα λόγου σου ‘πα», είπε δίνοντάς του το και κάνοντας να τον πιάσει από το χέρι.

Ο Φώτης το πήρε και τράβηξε στην πόρτα.

«Φώτ’, Φώτ’! Δε μι λ’πάσι; Δε μ’ δίν’ς μούτι του χέρ’ σ’ π’ φε'βγ’ς;» χύμησε η Φόνη κλαίοντας κοντά του.

«Ιγώ δε βγαίνου απού λόγου· είμι τίμιους άθρουπους. Διμούτι τα λιπτά κι σι στιφανόνουμι στ’ στιγμή», είπε ο Φώτης γυρίζοντας σ’ αυτή, ενώ φορούσε το καπέλο κι άνοιγε την πόρτα.

Β'

Είναι το απόγιομα της Λαμπρής· συγνεφιασμένο απόγιομα ύστερα από βροχερή αυγή. Οι καμπάνες ωστόσο χτυπούν ολοένα από τις εκκλησίες και στο δρόμο, μπροστά, από το ανοιχτό παράθυρο που κάθεται η Φόνη, οι άνθρωποι, παιδιά περσότερα, περνούνε γιορτοφορεμένοι και με τις λαμπάδες τους στο χέρι.

«Φτυχ’σμένους κόσμους!», στοχάζεται βλέποντάς τους και ρίχνει πάντα τη ματιά στο γύρισμα του δρόμου, σα να προσμένει κάποιον να φανεί εκεί, σα να φοβάται μη φανεί κανένας.

Ένα παιδί ήρθε σε λίγο τρέχοντας στο παραθύρι.

«Ε, τουν ήβρις;» το ρώτησε.

«Δεν είνι σπίτ’ τ’», απάντησε το παιδί σταματώντας.

«Κι τ’ μάνα μ’ ‘ν είιδις; Πού πάει;»

«Κατακείθινις έκανι, κατ’ τ’ θεια σ’ τ’ Χατζάρινα.»

«Άικ’σ’ ιδώ· κόσα τήρα σ’ν Παναΐα, μην είν’ ου Γιώργ’ς ικεί· αλλιώς φέρι νια γυρ’βουλιά στου παζάρ’· κάπ’ θαν τουνι βρεις. Να ‘ρθεί γλήγουρα, πες τ’, π’ τουνι θέλου. Άει, δυο αυγά θα σ’ δώκου.»

«Νο μ’τα μπρουστά, αλλιώς δεν πάου· απόστασα.»

Η Φόνη δίσταξε μια στιγμή, μα σηκώθηκε και πήγε και τα ‘φερε.

«Τήρα μη δεν τουνι βρεις· κι αϊκούς, μην αργήεις· έφτ’σα», είπε δίνοντάς τα.

Το παιδί έφυγε κι η Φόνη ξανακάθισε στο παράθυρο:

«Πάει στ’ θεια μ’ δίχους να μ’ του πει· κι ιψές αντάμουσι του Γιώργ’...»

Δεν πρόφτασε ν’ αποσώσει το στοχασμό της κι η φωνή της Βαρβάρας την ξάφνισε απ’ την πόρτα:

«Ξ’στός ανέστ’!»

«Αληθώς ανέστ’», μουρμούρισε ανόρεχτα η Φόνη, γυρίζοντας κατά κει.

Η Βαρβάρα για να μη φέρει μέσα λάσπες, ξεποδέθηκε στην πόρτα και μπήκε γελαστή σαν πάντα. Φορούσε το ίδιο κόκκινο φόρεμα, καθώς και την άλλη Κυριακή, σήμερα όμως είχε ένα χρυσό μενταλιονάκι στο λαιμό και στα πόδια φορεμένες άσπρες κάλτσες.

«Ήρθα μπρίτιρα κι κ’μόσαστι· σας είιδ’ απ’ τ’ χαραμάδα. Μ’ κακουνύχτ’σις σ’ν Ανάστασ’, κυρά. Γιατί δε μο’ ‘κρινις, μουρή, να ‘ρθού κι ιγώ;» είπε τραβώντας προς τη Φόνη και στέκοντας μπροστά της.

«Σαν κι πήγα γω; Ποιος σι γέλασι;» απάντησε σκουντουφλιασμένα πάντα η Φόνη.

«Η δούλα τς Κακαράτζινας μ’ του ‘πι πως σ’ είιδι.»

«Ίνουρου θα να ειδι.»

«Δε μ’ του ‘πις κ’ ισύ ιπρουχτέ πως του ‘χεις να πας;»

«Η μάνα μ’ του ‘χει να πάει, θα σου ‘πα.»

«Κι δεν πήγι;»

«Ήταν απουσταμέν’. ‘Νι ξύπνησα κι δεν μπόρ’σι να σ’κουθεί.»

«Κι ιγώ ήμ’ν’ απουσταμέν’, σαν αφιουν’σμέν’ έπισα στουν ύπνου· μάϊδι τς καμπάνις δεν αγρίκ’σα. Μας δίασ’ ου Γιώργ’ς ιψές κι τ’ απόβαλαμι ούλου του κατιβατό ν’ μπρουσ’νή μιριά. Κανανήμ’σ’ στρέμμα τ’ ανιμέν’ ακόμα πίσ’ απ’ του σπίτ’.»

«Έχ’ καλά φιντάνια;»

«Καλά λέει! Τα καλύτιρ’ απ’ ουλ’νούς. Αν τουνι βουηθήσ’ ου κιρός, βιο λιπτά θα πάρ’ φέτου.»

«Σι συνφών’σ’ αργάτ’σσα κι για του καλουκαίρ’;»

«Έτσ’ είπι τς μάνας μ’.»

«Τι λες; θα πας;»

«Σα μ’ αφήκ’ η μάνα μ’· αν αδειάζουμ’ απ’ τουνι θ’κόνι μας τουν καπνό, γιατί να μην πάου;»

Κι η Βαρβάρα κάθισε πλάι στη Φόνη, ρίχνοντας τη ματιά στο δρόμο:

«Ισύ, κυρά μ’, γλέπ’ς καλύτιρ’ απού δω. Ιμάς δε μας αφήν’ ικείν’ η παλιουτσιτζ’φιά μπρουστά στου παραθύρ’ μας. Κι να κράταει τσίτζ’φα κάνι!»

«Γιατί δεν ‘νι κόβ’τι;»

«Έλα ντε! Δε θέλ’ ου πατέρας ιμ’· σκιάζιτι μη βγαίνου κι τ’ράου τς λ’μουκουντόρ’ς απ’ του παραθύρ’. Πέρασανι, μουρή, πουλλές;»

«Γ’νικούλις, σαν κι πάντα.»

«Κυρίις δεν πέρασανι; Τ’ Μαριγώ δεν ‘ν είιδις; Τι φόρ’γι;»

«Του κανιλί τς του φόριμα.»

«Του ‘χει κι του καπέλου;»

«Λαμπρή σήμιρα, σ’ν ικκλησά πάει κι να μην του βάν’;»

«Κι η Μπασδικόν’φ’ πέρασι; Τι φόρ’γι;»

«Του κουζουκί τς φόρ’γι.»

«Κι ‘ν πράσ’ν’ τ’ στόφα, ε;»

«Δε ‘νι παρατήραξα στου φ’σταν’.»

«Του πράσ’νου θα να ‘χει· δεν έφκιασ’ άλλου. Θαν τα βγάλ’, λέει, τα παντισ’να. Θα καρτιρεί, θάρρου, τ’ αη-Κουσταντίν’, του γιουρτάσ’ τ’ αντρό τς, για να φουρέσ’ τα πούφια;»

«Τώρα στα ξικουρνιάσματα κι αυτήν’!»

«Αυτήν, λέει, δε θέλ’, μα ιπιμέν’ ου άντρα τς· ντρέπιτι, λέει, απ’ τς δικαστάδις π’ κουνέβ’νι σπίτ’ τ’ τώρα π’ καζάντ’σι. — Ποια ‘ν ικείν’ πο’ ‘ρχιτ’ ικεί, μουρ’ Φόνια; Η Κατραμού δεν είνι; Τήρα πώς κρέμιτι του φ’στ’αν’ τς! Κι του μιλτζανί πού πήγι κι του διάλιξι! Δεν τς πιάν’ ουλότιλας. Να ‘χ’νι λιπτά κι να μην ξέρ’νι να φουριθούνι! — Ξέρ’ς τι μου ‘π’ ου ξάδιρφός σ’ ου Γιώγ’ς, μουρή;»

«Τι σου ‘πι;» Γύρισε και την κοίταξε η Φόνη.

«Ικιό που ‘θιλι να μ’ πει ιδώ ‘ν αλλ’ ‘ν Κυριακή.»

«Τι; πες του!»

«Πως μ’ πιάν’νι τα κόκκινα κι ούλου κόκκινα να φουρού, λέει.» Κι η Βαρβάρα κοκκίνησε.

«Γι’ αυτήνου μ’ τα ματαφόρισις κι ισύ σήμιρα. Πώς δεν έβαλις κι κόκκινα σκαλτσούνια!» χαμογέλασε η Φόνη κοιτάζοντάς την στα πόδια.

«Άει απού κει! Σαν κι είχ’ άλλου φ’στάν’ να βάλου; Του ξέρ’ς», είπε η άλλη σκουντώντας την στον ώμο. «Κι απέ σαν κι ήξιρα πως θα να ‘ρθ’ ου Γιώργ’ς ιδώ; Ήρθι ‘ν αυγή; Δεν ήρθι;»

Η Φόνη δεν απάντησε.

«Τι δεν ήρθι να ιδεί τ’ αρνί σας;»

«Ήρθι, τού ειδι του θ’κό σας;»

«Άει να χαθείς! Τι μας έχ’ ιμάς να ‘ρθεί; Σ’ ισάς π’ σας έχ’ θ’κούς ιρχέτι. Θ’μάμι που ‘ρθ’ ιπέρσ’ κι τ’φέκαϊ. Πήγι να μας σκουτώσ’ τουν κόκουτου. — Ήτανι, μουρή, παχύ τ’ αρνί π’ σας έστ’λι;»

«Δε μας έστ’λ’ ου Γιώργ’ς καν αρνί. Ποιος σου ‘πι πως μας έστ’λι;»

«Δε μου ‘πι κάνας τίπουτας. Ήξιρα π’ σας έστ’λ’ ιπέρσ’. Σας έστ’λ’ ου Φώτ’ς φέτου:»

Η Φόνη δεν απάντησε.

«Ήτανι παχύ: Πού το ‘ψατι: Ιμάς μας τ’ αρρώστ’σ’ η βρουχή μι του μπάσι βγάλι. Κι απέ δεν ήτανι κι πουλύ παχύ κι ου πατέρας μ’ πήγι να σκάσ’ απ’ του κακό τ’. Ήρθι κι ου Σπύρου Φίδας κιόλας κι τουνι πείσμουνι. Λαγό σας ήφιρ’ ου άντρα σ’ να πασκάσ’τι, Γιάννινα, είπι τς μάνας μ’. Κι ου πατέρας ιμ’ ξιθύμανι σ’ ιμένανι, π’ δεν έπλυνα τάχατ’ς καλά ‘ν κ’λιά. — Ισείς πού το ‘ψατι; Δεν είιδα καπνό σ’ν αυλή σας. Κι τήραξα κιόλας κι ήθιλα να ‘ρθου να ιδού, μα δεν άδειασα· μ’ έβαν’ ου πατέρας ιμ’ κι γύρ’ζα.— Πού το ‘ψατι, μουρή;»

«Στου φούρνου.»

«Στου φούρνου!» είπε ξαφνισμένη η Βαρβάρα. «Πώς; δεν ήρθ’ ου Φώτ’ς ναν του ψήσ’;»

«Δεν άδειαζι.»

«Δεν ήρθι μούτι να φάει του γιόμα;»

Η Φόνη κούνησε το κεφάλι καταπάνω.

«Λαμπρή, κι σας άφ’κι μαναχές!»

«Δεν του ξέρ’ς, π’ δεν τς άρεσ’ τς μάνας μ’ να ‘ρχέτ’ ου γαμπρός; Κι μάιδι κι αυ’νού τ’ αρέσ’.»

«Μάιδι κι ισένανι θα μ’ πεις!» γέλασε η Βαρβάρα.

«Μάιδι κι ιμένανι· πως το ‘χ’ς!»

«Τότινις γιατί τουνι πήρατι τς μιγάλις απουκρές κι έφαϊ γιόμα βράδ’;»

«Τς μιγάλις απουκρές δεν είμαστι μαναχές ιγώ κι η μάνα μ’.»

«Ήτανι κι ου Γιώργ’ς θέλ’ς να πεις:»

«Ποιος Γιώργ’ς μουρή; Ούλου μ’ αυτήνουν έχ’ς να κάν’ς! Ήταν ου μπάρπας μ’ ου Θόδουρους.»

«Τι πεισμών’ς, μουρή; Σαν κι σου ‘πα τίπουτας ιγώ;»

«Μου ‘πεις πως θέλου να ‘ρχέτ’ ου Φώτ’ς ιδώ.»

«Κι δεν τουνι θε'λ’ς τάχατ’ς; Τι τουν άγιου θα μας κάμ’ς;»

«Σαν είμι μαναχή μ’, σου ‘πα, δεν τουνι θέλου να ‘ρχέτι.».

«Αλλού να πας ναν τα πεις αυτήνα. Δεν ήσ’να ισύ π’ μου ‘πεις ‘ν αλλ’ ‘ν Κυριακή πως τάχατ’ς θα πας στ’ θεία σ’, για να φύβγου απού δω, π’ τουν καρτε’ρ‘γις;»

«Ιγώ σου ‘πα, μουρή...;»

«Τι ιγώ κάνι; Κι απέ δεν είχεις πώς να μας διώειξ’ς απού δω ιμένανι κι του Γιώργ’.»

«Ιγώ σας έδιουξα, είτ’ ισύ έφ’γις π’λάλα να πας να ρουτήεις τ’ μάνα σ’ αν σ’ αφήν’ να πας αργάτ’σσα στου Γιώργ’, κι αυτήνους σι πήρ’ απουκουντά; Ή το ‘χ’ς π’ δεν τ’ άικ’σα τι σου ‘π’ ικειγιά σ’ν πόρτα:»

«Τι μου ‘πι; Δεν άικ’σα να μου ‘πι τίπουτας», μουρμούρισε κοκκινίζοντας η Βαρβάρα.

«Ιγώ όμους τ’ άικ’σα.»

«Τι άϊκ’σις; Τι μου ‘πι;»

«Να πας να σ’ πει του λόγου σου ‘πι.»

«Αυτήνου λες; Ιγώ σ’ του ‘πα μαναχή μ’. Αυτήνου, κυρά μ’, δε μ’ του ‘πι κρυφά, μ’ του ‘πι μπρουστά σ’ ούλις τς αργάτ’σσις. Τουνι ξέρ’ς του Γιώργ’ π’ τ’ αρέσ’νι τα χώρατα.»

«Κι ισένανι δε σ’ αρέσ’νι!»

«Ιγώ, κυρά μ’, δεν κάνου ‘ν άγια· δε λέου απ’ νια μιριά πως δε θέλου να ‘ρχέτ’ ου αρριβουνιαστ’κός μ’ κι απ’ ‘ν αλλ’ να κλειόμι μ’ αυτήνουν μέσα. Να σ’ του που, σαν του θέλ’ς.»

Η Φόνη κοκκίνησε:

«Ποιος κλειέτι μέσα;»

«Ικιός π’ λέει ποιος· ή λες πως δε σι γλε’π’νι;»

«Όποιους δεν έχ’ άλλ’ δ’λιά, καθέτι κι κρυφουτ’ράει μαναχά τς αλλ’νούς.»

«Δεν είμ’ ιγώ απού κιες π’ κρυφουτ’ράνι. ‘Ν πουτίστρα ήρθα να σ’ φέρου πίσου κι έκαμα να τ’ράξ' απ’ του παραθύρ’ αν είσι μέσα, κι άμα του είδα γυρμένου κι άικ’σα κι μουρμουρίσματα, κατάλαβα κι έφ’γα, δίχους να σταθού ν’ ακουρμαστού.»

«Δεν ακουρμαίνουσ’να! Τι θα ν’ άικ’γις! Δεν έμπινις μέσα κιόλας!»

«Τι δ’λιά είχα να μπου, αφού ήταν κλεισμέν’ η πόρτα;»

«Ξέρου τι θα βάν’ς μι νου σ’, μα ου Φώτ’ς δεν είνι τέτοιους.»

«Τι τέτοιους, μουρή; Άντρας είνι κι αυτήνους, σαν ουλ’νούς. Μη θα μας τουνι βγάν’ς άγιουν κι αυτήνουν;»

«Έτσ’ π’ να χάσου τ’ μάνα μ’, πρώτ’ βουλά π’ μ’ ήβρι μαναχή μ’ ου Φώτ’ς ήταν ιπρουχτέ ‘ν αλλ’ Κυριακή π’ λες.»

Η Βαρβάρα της έπιασε τα χέρια:

«Μην κάν’ς όρκου τ’ μάνα σ’, μουρή. Δε σκιάζισι μπα κι βριθεί αν’χτός ου ουρανός;»

«Δεν του π’στέβ’ς, ε; Ιγώ όμους σ’ λέου...»

Η Βαρβάρα δεν την άφησε πάλι να τελειώσει:

«Μη θέλ’ς να κρυφτείς κι απ’ τ’ ιμένανι, μουρ’ Φόνια. Τα ξέρ’ ου κόσμους τώρα...»

«Ποιος κόσμους; Τι ξέρ’ ου κόσμους;» αντίσκοψε βιαστικά η Φόνη.

«Πως τουνι μπάεις τ’ νύχτα ιδώ του Φώτ’, άμα λείπιτ’ η μάνα σ’.»

«Ψέματα, ψέματα! Να βγάλ’ τ’ φάουσα όποιους τα λέει!» φώναξε η Φόνη.

«Ας βγάλ’ κι του κακό του σπ’ρί, αν είνι ψέματα. Ιγώ τ’ άικ’σα κι σ’ του λέου· ήρθα κι ιπρουψέ του βράδ’ ιξιπιτούτου να σ’ του που, να σι προυφτάσου, μα ήταν η μάνα σ’ ιδώ. Τουν είιδαν απ’ τ’ γειτουνιά του Φώτ’, πο’ ‘ρχιτι τ’ νύχτα...»

«Ψέματα, ψέματα!» ξαναφώναξε η Φόνη.

«Μαγάρ’ να ‘νι· ιγώ θα σ’ που μαναχά τι άικ’σα. Δεν τ’ άικ’σα γω μαναχά, τ’ άικσαν κι οι άλλις οι αργάτ’σσις, π’ του ‘λιι η Θανάσινα...»

«Η παλιουΘανάσινα τι λέει; ‘Νι π’στέβ’ς αυτήν;»

«Ιγώ σ’ λέου μαναχά τι είπι. Πως είιδι του Φώτ’ π’ μπήκι τ’ νύχτα σπίτ’ σ’, είπι. Δυο βουλές κιόλας· νια βουλά σ’μα ‘ν Αηθουδώρουνι κι άλλ’ μίνια τς μπριάλλις, δυο μέρις μπριν τ’ Βαϊώνι. Βήκι, λέει, τα μισάν’χτα όξου γι’ ανάγκ’ τς κι καθώς έκανι να μπει πίσου μέσα είιδ’ έναν ίσκιου π’ απήδ’σι τ’ φράχτ απ’ τουν κήπου σας. Στου πρώτου έβαλι μι νου τ, μην είνι κάνας κι ήρθι να κλέψ’ κότις, κι στάθ’κι κι τουνι παραμόνιψι καθώς έκανι να μπει σ’ν αυλή σας...»

«Του Βαγγέλ’ τουν Κανάτα θα να ειδι, που ‘ρθι να πάρ’ τ’ μάνα μ’, π’ γένν’σ’ η γ’ναίκα τ’ ικείν’ τ’ βδουμάδα ‘ν Αηθουδώρουνι. Τι σου ‘ν’ αυτή ν’ η βρουμουγειτουνιά!»

«Πέταξ’ ου Βαγγέλ’ς χαλίκια στα κιραμίδια σας για να ξυπνήσ’ τ’ μάνα σ’; Τ’ ‘αν’ξατι του παραθύρ’ τ’ Βαγγέλ’ κι απήδ’σι μέσα; Έτσ’ έκανι, λέει, ου ίσκιους που είιδ’ η Θανάσινα. ‘Ν πρώτ’ βουλά δεν μπόρ’σι ναν τουνι γ’νουρίσ’ καλά που ‘ταν ου Φώτ’ς, λέει, μα ‘ν υστιρνή βουλά τουνι γνώρ’σι· μπήκι απ’ ‘ν πόρτα.»

«Ψέματα, ψέματα! Δεν ήταν ου Φώτ’ς... δεν ήτανι κανένας. Απού μέσα τς τα βγάν’, γιατί δεν τς δίνουμι νιρό απ’ του πηάδ’. Πλιέν’ τα σκ’τιά τ’ λουβιασμένουνι κι ήρθι ναν τα νιρουβγάλ’ σ’ν αυλή μας κι ‘ν έδιουξα κι πείσμουσι κι γι’ αυτήνου τ’ράει να μ’ βγάλ’ λόγια τώρα.»

«Είπι του ‘χι να ‘ρθ’ ναν του πει τς μάνας σ’ να σι φ’λάει, μα ‘νι ξέρ’, λέει, τ’ μάνα σ’ τι τσ’νουμύτα είνι, κι τι ‘νι γνοιάζ’ αυτήν, σ’λουίσ’ κ’ ύστιρα.»

«Δεν παίρ’ τα μούτρα τς να ‘ρθ’ να μ’ τα πει ιμέναν’ η παλιουσκρόφα!»

«Άικ’σ’ ιδώ, είπι κι αλλ’ ακόμα. Πως τάχα σ’ ήφιρι σ’ άλλ’ θέσ’ ου Φώτ’ς κι γι’ αυτήνου διάζιστι για του στιφάν’. Ιχτέ του ‘π’ αυτήνου. Κι γι’ αυτήνου, λέει, δε βγαίν’ς ντιπ όξου, δεν πήγις ιπρουχτέ στς ικκλησές, μούιδι τουν απιτάφιου να ν’σπαστείς δεν πήγις. Τι λες, μουρή, τς είπα γω; δεν άδειασι κι δεν πήγι· σιδέρουν’ ούλ’ την μέρα κι απόστασι. Σα θέλ’ς, έλ’ αύριου να ‘νι ιδείς π’ θα πάει τ’ νύχτα σ’ν Ανάστασ’, τς είπα —καθώς μου ‘χις πει—»

«Σου ‘πα γω, μουρή, π’ θα πάου σ’ν Ανάστασ’; Η μάνα μ’ σου ‘πα του ‘χι να πάει», την έκοψε θυμωμένα η Φόνη.

«Δε μου ‘πις η μάνα σ’· ισύ μούπις θα πας· τ’ αστό’ησις», είπε η Βαρβάρα κοκκινίζοντας.

«Δεν τ’ αστό’ησα τίπουτας· ή πας ισύ κι γιουμόεις τουν κόσμου, για ναν τ’ βάν’ς ιδέα», φώναξε η Φόνη.

«Ιγώ μουρή;» είπε η Βαρβάρα, αποπαρμένη. «Καλά· δεν φταις ισύ, φταίου γω π’ σ’ τα ‘πα για του καλό σ’ ό,τ’ άικ’σα, για να φ’λάγισι», πρόσθεσε και σηκώθηκε.

«Τουν ιαυτό σ’ τήρα να φ’λάξ’ς, τα θ’κά σ’ να φ’λάξ’ς!»

«Δεν έχου τίπουτας ιγώ να φ’λάξου· δεν έμπασα κανένανι σπίτι μ’ τ’ νύχτα.»

«Ισύ πας στα σπίτια ‘ν αλλ’νώνι, δεν καρτιρείς να ‘ρθούνι.»

«Σι ποια σπίτια πάου, μουρ’ παλιουβρόμα;»

«Τ' Μήτσινα σύρι ρώτα να σ’ πει· π’ αργατέβουσαστ’ αντάμα ιπέρσ’· π’ σ’ έπιασι π’ σι φίλ’γι ου Αντών’ς τ’ Μαργάρ’ πίσ’ απ’ τα βαντάκια.»

«Τουν κακό σ’ τουν κιρό.»

«Κι του Χρήστου τ’ παπά δεν τουν είιδαν π’ σι κ’βε’ντιαζι στ’ αυλάκ’;»

«Ιμένανι, μουρή; Ισύ ήσ’να πο’ ‘φαϊς τα σίδιρα για του Χρήστου τ’ παπά. Σ’ είιδα μι τα μάτια μ’ π’ το ‘κανις του νόημ’ απ’ του πηάδ’ σ’.»

«Κι αυτήνουν πο ‘βαλις τώρα στου μάτ’· άιντι κι καλά σι διουρθόν’ αυτήνους», φώναξε αγριεμένη η Φόνη και σηκώθηκε.

«Ποιονι, μουρή παλιουγαϊδούρα;»

«Τουνι ξέρ’ς ποιόνι· τα κόκκινα να φουρέεις κι μιθαύριου π’ θα πας· τ’ αϊκούς, μουρή;»

Η Βαρβάρα έτρεξε στην πόρτα για να φύγει:

«Τώρα, μουρή, κι απέ να ιδείς! Α δε γιουμόσου κι ιγώ τουν κόσμου, α δεν πιάσου κι τ’ μάνα σ’ ναν τς τα που», φώναξε ξέφρονη, σταματώντας στο κατώφλι.

«Πες μ’ τα ιμένανι καλύτιρα», γέλασε αποπίσω της ο Γιώργης, μπαίνοντας στην πόρτα, κι έκαμε να την πιάσει.

«Τι έχ’τι μουρές: τι σας ήρθι;» ρώτησε βλέποντας τη Φόνη που ήταν έτοιμη να χυμήσει στη Βαρβάρα και κοκάλωσε καθώς τον είδε.

«Ιτούτην ιδώ· ναν τς μάεις του στόμα, π’ τ’ άν’ξι κι δεν ξέρ’ τι λέει», φώναξε η Βαρβάρα με δάκρυα στα μάτια, ξεφέβγοντας το χέρι του και βγαίνοντας στο δρόμο.

* * *

«Τι το ’καμις, μουρή, τ’ κουρ’τσού κι πάει κλαίουντας;» ρώτησε ο Γιώργης σιμώνοντας τη Φόνη.

«Δεν πας ναν του παρ’γουρήεις!» απάντησε αυτή απότομα και κάθισε στο γωνολίθι.

«Τι τρόπους είν’ αυτός; Τίνους κρέν’ς έτσ’;»

«Ισένανι· ικεί π’ πας κι τς μαζόν’ς.»

«Ποιες μαζόνου;»

«Αυτήν’ αυτού κι τς άλλις κι δεν ξέρ’ν τι λένι.»

«Τι λες, μουρή; Δε σι καταλαβαίνου.»

«Απ’ τ’ ισέναν’, απ’ τ’ ισένανι τα τραβάου ούλα», μισόκλαψε η Φόνη.

«Τι τραβάς απ’ τ’ ιμένανι; Αρχίν’σις πάλε; Γι’ αυτήνου έστ’λις κι μ’ ήφιρις; Δεν είν’ ιδώ η μάνα σ’; πού πάει:»

«Όξου βήκι», μουρμούρισε η Φόνη, δίχως να τον κοιτάξει.

«Δεν πάει σ’ν ικκλησά;»

Η Φόνη μάζεψε τους ώμους.

«Πώς δεν πήγις κι ισύ;»

«Κουρόιδιψέ μι κιόλας.» Αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι.

Ο Γιώργης γέλασε.

«Γέλα· τι ανάγκ’ μο’ χ’ς ισύ! Χουρουμπούλ’ζις ούλ’ τ’ βδουμάδα μι ‘ν άλλ’.»

«Γιατί δεν ιρχόσ’να να χουρουμπουλίεις κι ισύ;»

«Σαν κι έχ’ς ντιπ αίστ’μ’ απάν’σ’!» Γύρισε και τον κοίταξε αγριωπά.

«Γι’ αυτήνου μ’ήφιρις ιδώ; Θα μ’ πεις τι μ’ ήθιλις ή να φύβγου;» είπε ο Γιώργης κι έκαμε κατά την πόρτα.

«Ιψέ ήρθι κι σ’ έσμ’ξ' η μάνα μ’· τι σου ‘πι;»

«Τίπουτας δε μου ‘πι.»

«Πώς τίπουτας; τι σ’ ήθιλι;»

«Τι μ’ ήθιλι! Ένα πιντίφραγκου μ’ χάλιψι, σα θέλ’ς να σ’ του που.»

«Κι δε σου ‘πι τίπουτας άλλου; Δε σου ‘πι τι τς παράγγ’λ’ ου Φώτ’ς;»

«Τι τς παράγγλι; Δε σ’ του ‘π’ ισένανι;»

«Μάιδι μ’ κρέν’ ουλότιλας ιμένανι. Μι τρώγιτι μαναχά απ’ ‘ν αυγή ους του βράδ’. Σκιάζουμι κι τς μπήκι κανιά ιδέα. Κι απέ είν’ κι ου κόσμους κιόλας. Δε ‘νι βαστάου άλλου αυτήν τ’ ζουή. Γιατί δε μι γλιτών’ς, μουρ’ Γιώργ’;» παρακάλεσε δακρύζοντας η Φόνη.

«Τι θέλ’ς να σ’ κάμου γω;»

«Να, να δώκ’ς τα λιπτά.»

«Πού ναν τα βρου ναν τα δώκου, μουρή;» φώναξε θυμωμένα ο Γιώργης.

«Τότινις γιατί τάταζις; ή για να γλιτώεις μαναχά, άμα σκιάχ’κις μη μαθιφτεί τίπουτας κι σ’ χαλάσ’ ‘ν άλλ’ τ’ δ’λιά;»

«Ποια δ’λιά;»

«Τ’ σ’μπιθιριά π’ σο’ ‘καν’ η μάνα σ’ μι τ’ν Καραμητρουπούλα· ή λες πως δεν του ξέρου κιόλας γιατί χάλασ’ ύστιρα: Έμαθαν π’ παίεις τα χαρτιά.»

«Ε, κι ύστιρα;» γέλασε ο Γιώργης.

«Κι ύστιρα γύρ’σις πάλε κι φουρτόθ’κις ιμένανι», είπε η Φόνη κι έσκυψε το κεφάλι.

«Κι ισύ γιατί μι δέχουσ’να; Τι λες πως δεν του ξέρου κι ιγώ γιατί μι δέχ’κις; Τ’ δ’λιά σ’ τήραξις να κάν’ς κι ισύ. Τ’ δ’λιά τ’ καθινένας.»

«Καλά, τ’ δ’λιά τ’ καθινένας. Όπους φέρνισι, ένα μ’ ανιμέν’ κι ιμένανι, σ’ του ‘πα κι ‘ν αλλ’ βουλά: θα σ’κουθού να πάου στ’ μάνα σ’ ναν τς τα που ούλα.»

«Κι ικείν’ θα σ’ ανοίξ' τ’ σακούλα τς!» χασκογέλασε ο Γιώργης.

«Ας μην ‘ν ανοίξ'! Ας αφήκ’ να γένουμι μπαίγνιου στουν κόσμου. Να ‘νι μιραστούμι κάνι ‘ν ντρουπή.»

«Του λες για να μι φουβιρίξ’ς, ε;»

«Κατά πως φέρνισι, θα φιρθού. Σα δε σ’λουέσι, σα δε σι μέλλ’ να σάεις του πράμα, σα μ’ αφήν’ς μαναχή τώρα, αφού μ’ έκανις όπους μ’ έκανις...»

«Ιγώ μαναχά, ή κι του κιφάλ’ σ’; Ποιος φουρτόθ’κι πρώτους τουν άλλουνι, μουρή, ή τ’ αστό'ησις, Φραγκουπαναγιά! Του ξέρ’ς π’ μι παρασκότ’σις;» την έκοψε ο Γιώργης με θυμό.

«Σι παρασκότ’σα, ε; Δε σκιάζισι τα μιγαλύτιρα, μουρέ; Δεν έχ’ς ντιπ ντρουπή; Ήθιλα να ξέρου μι τι μούτρα θα βγεις στ’ μάνα μ’ κι στ’ μάνα σ’ αν του μάθ’νι;»

«Σαν πας ισύ κι τς του προυφτάεις· σα δεν έχ’ς ισύ ντρουπή.»

«Κι α δεν τς του που ιγώ, θαν του μάθ’ν’ απ’ τουν κόσμου.»

«Απού ποιον κόσμου;»

«Να, ικιές π’ μαζόν’ς ικεί· αυτήνις τα λένι.»

«Ποιες, μουρή; Τι λένι;»

«Ικιό που είδανι λένι τ’ νύχτα, πο’ ’μπινις ιδώ.»

«Μ’ είιδαν ιμένανι;» είπε ο Γιώργης χλωμιαίνοντας.

«Σ’ είιδαν απ’ τ’ γειτουνιά. Ρώτα τς αργάτ’σσις σ’ να σ’ τα πούνι· τ’ Θανάσινα π’ σ’ είιδι.»

«Μ’ είιδ’ η Θανάσινα...;»

«Ναι, σ’ είιδι κι δε φτάν’ αυτήνου, μα αδ’κουβγάν’νι κι άλλουνι. Σι πήρι πως ήσ’να ου Φώτ’ς. Κι θαν του μάθ’ η μάνα μ’ κι θα τουνι φουρτουθεί άδ’κα τουν άνθρωπου.»

«Του Φώτ’ θα να είδαν, όχ’ ιμένανι· ιγώ δεν πάου σαν μπούφους», είπε ο Γιώργης ξαναβρίσκοντας το χρώμα του.

«Ποιο Φώτ’! Ου Φώτ’ς δε μπήκ’ ιδώ τ’ νύχτα.» Τινάχτηκε ολόρθη η Φόνη.

«Ισύ τι θα πεις! Κι στου Φώτ’ του ίδιου θα να ‘κανις. Σαν κι θαν του λιις αυ’νού πως ήρθα κι ιγώ τ’ νύχτα!» ξανάπε ο Γιώργης κοιτάζοντάς την με χαμόγελο.

«Ίσα μι τ’ αυτού θα φτάεις! Καλά. Δε φταις ισύ. Ένα σ’ λέου μαναχά: ου Φώτ’ς δε μπήκ’ ιδώ πουτές τ’ νύχτα.»

«Μπα μπα! Την μέρα μαναχά κλειέσ’ ιδώ μ’ αυτήνουν.»

«Ικείν’ η παλιουβρόμα σ’ του ‘πι, ε;» είπε κοκκινίζοντας η Φόνη.

«Δεν έχ’ ανάγκ’ να μ’ του πει κείν’· ου δρόμους έχ’ μάτια κι γλέπ’.»

Όξω από την πόρτα ακούστηκαν πατήματα κι η χήρα Κανούζενα μπήκε μέσα.

«Τ' είνι τούτου π’ μας έκανις, μουρέ; Μας πήρις στου λιμό σ’», φώναξε τραβώντας ίσα στο Γιώργη, άμα τον είδε.

«Τι σας έκανα, θεια;» ειπε τούτος κερώνοντας.

«Τι άλλου ήθιλις να μας καν’ς; Δεν είμαστι να ματαβγούμι σι κόσμου.»

Η Φόνη έσκυψε το κεφάλι και περίμενε χλωμή κι αυτή.

«Απ’ τ’ μάνα σ’ έρχουμι· έσκ’σι τα σκ’τιά τς σαν τ’ άικ’σι· πρώτ’ βουλά τ’ αγρικάει, λέει· αυ’νής για πιντακόσις δραχμές τς είπις πως θα δώκ’ αυτήν’ μ’ απουθήκ’ του σπίτ’. Για τς άλλις πιντακόσις τς είπις πως τς είχα γω. Ξηράθ’κα σαν τ’ άικ’σα. Τά ‘βανι μι τ’ ιμένανι π’ δεν τς του ‘π’ απού νια τζαρχής. Καλά να πάθου, μου ‘πι, σαν τα ‘κανα κρυφά. Κι ιγώ πού να ξέρου τίπουτας η δόλια! Τ' είν’ του κακό π’ μου ‘ρθι, πες. Πωπώ, πιδίμ’, τι μας έκανις!»

Ο Γιώργης ανάσανε:

«Δε σου ‘πα κι ιγώ, θεια, από νια τζαρχής να μην ανακατώεις τ’ μάνα μ’ σ αυτήν’ τ’ δ’λιά; Τώρα πήγις δίχους να μι ρουτήεις κι τ’ απουχάλασις», είπε.

«Πού ναν τα βάν’ ου νους ιμ τς καψαρής τέτοια κρυφά! Καλά ναν τα πάθου, για να μην τα ξιλαγαρίσου απ’ ‘ν αρχνή.» Κάθισε στον καναπέ έτοιμη να κλάψει.

«Πωπώ οι μαύρις, πωπώ! Δεν είμαστι να ματαβγούμι σι κόσμου.» Αναστέναξε χτυπώντας με τις απαλάμες τα γόνατά της.

«Άικ’σ’ ιδώ κι μην κάν’ς έτσ’, θεια», της είπε ο Γιώργης, πηγαίνοντας κοντά της.

«Τι ν’ αϊκούσου, τι ν’ αϊκούσου, π’ μας χαντάκουσις! Δε σ’λουιόσ’να πρώτα, μουρ’ πιδί, δε λ’πόσ’να κάνι τούτ’ ‘ν αρφανή. Αυτήν’ ισέναν’ έχ’ αδιρφό.» Έδειξε τη Φόνη, που είχε καθίσει ξανά στο γωνολίθι με σκυμμένο κεφάλι.

«Άικ’σ’ ιδώ, θεια», ξανάπε ο Γιώργης «‘νι ξέρ’ς τ’ μάνα μ’ τι τσιγγούνα είνι· αν τς ήλιγα για χίλις δραχμές, θα vα ‘βανι τς σκουσμούς· θα μου λιι: θέλ’ς να σκουρπίεις του βιο μ’ στς θ’κούς τ’ πατέρα σ’. Γι’ αυτήνου τς είπα πως για πιντακόσις δραχμές μαναχά θα μας βάν’ς του σπίτ’ απουθήκ’. Τς άλλις πιντακόσις λουγάριαζα ναν τς κουνουμήσ’ απ’ του καλαμπόκ’ π’ θα πούλ’γα, κι ναν τς που πως του πούλ’σα λ’γότιρου. Πού ναν του ‘ξιρα πως θανάπιφτ’ έτσ’ η τ’μή τ’; Ιγώ για καλό το ‘κανα. Α δεν το ‘τάζαμι τς χίλις, ου γαμπρός δε στρέγουντανι. Θαν έμιν’ η δ’λιά.»

«Κάλλιου ναν έμινι· σαν κι ‘νί πήραν, μπρουστά τα χρόνια; Τι σου ‘ρθι, πες, μουρέ πιδί, κι το ‘κανις έτσ’! Δε μι ρώταϊς κι ιμένανι αν τά ‘θιλα τέτοια κρυφά;»

«Τι να σι ρουτήσου ισένανι; Σας ξέρου ισάς τσι γ‘ναίκις πως τ’ ανακατών’τι τα πράματα, καθώς πήγις κι το ‘κανις τώρα. Τι ήθιλις να πας να πεις τς μάνας μ’; Αυτήν’ έχ’τ’ αίμα σας ή ιμένανι;»

«Τι να ‘κανα, μουρέ; Μι πήρ’ η μπούφλ’ απ’ τα μάτια. Δεν άικ’σις ιψέ π’ σου ‘πα πως ου Φώτ’ς δεν παίρ’ θ’κό σ’ χαρτί; Πώς θέλ’ ή τα λιπτά ή ‘ν απουγραφή τς μάνας σ’; Μι συνβόλιου κι μι ‘γγυητή κιόλας. Μαναχά τς μάνας σ’ δεν πιάνιτι· είνι γ’ναίκα· έτσ’ του ‘πι, λέει, ου δικηόρους· αυτήνου τ’ αστό’ησα να σ’ του που ιψέ.»

«Καλά, αφού μ’ του πις ιμένανι, τι ήθιλις να πας κι στ’ μάνα μ’; Δε σου ‘πα να ‘ν αφήκ’ς απάνι μ’ τ’ δ’λιά;»

«Αυτήνου μου ‘πις, μουρέ, ή έβγαλις να μ’ δώκ’ς του πιντίφραγκου για να μι ξιφουρτουθείς; Μι πέρασις κι για διακουνιάρα.»

Ο Γιώργης κοκκίνησε και χαμήλωσε το κεφάλι για να ξεφύγει τη ματιά της Φόνης, που με τα στερνά λόγια της μάνας της τον κοίταξε άγρια.

«Τι ήθιλις να κάνου κι ιγώ;» ξακολούθησε η Κανούζενα, «σι ποιόνι να πάινα να που τουν πόνο μ’; Λαμπρή μέρα σήμιρα κι να μη ρθει ου γαμπρός; Για έλα στ’ θέσ’ μ’. Τι θα λέει ου κόσμους, τι θα πει η γειτουνιά π’ δεν τουν είιδι να ‘ρθ’ σήριρα; Δε λες έβαλις φωτιά κι μας έκαψις;»

«Για στάσ’ να πάου ναν τουνι βρου κι ιγώ τουν κυρ Φώτ’ κι ναν τ’ που δυο λόγια. Δεν κάν’ν έτσ’ οι τίμιοι αθρώπ’ γιατίς απαρισιάσ’κι ένα μπόδιου· δε μπαίν’νι μέσα πρώτα, κι απέ...», είπε ο Γιώργης κι έκαμε να σηκωθεί.

Η Φόνη έκαμε ένα κίνημα εκεί που κάθονταν, μα η μάνα της την πρόλαβε:

«Όσου γι’ αυτήνου δεν μπουρούμι να πούμι τίπουτας. Ου Φώτ’ς δε μπήκε μέσα, σαν αλλ’νούς γαμπρούς· μάιδ’ αυτήνους, μάιδ’ η ξαδέρφ’σ’ ιδώ είνι τέτοια. Μούτι του χέρ’ λεν τς έπιασι. Δεν τς άφ’κα πουτές μαναχούς.»

«Ου κόσμους όμους τουν είιδι πο’ ‘μπινι· κανένας δεν του ξέρ’ αν τς άφ’κις ή όχ’ μαναχούς. Άφ’σ’ τα τώρ’ αυτήνα, θεια· είνι τ’ παλιού κιρού πράματα.» Ο Γιώργης σηκώθηκε.

«Μην πας, πιδί μ’, κι τ’ πεις τίπουτα κι αποχαλάσ’ του πράμα· ου Φώτ’ς είνι θ’μόδιους, δεν παίρ’ απού λόγια», είπε γλήγορα η πρώτη πιάνοντας τον ανιψιό της.

«Σύχασι, θεια, κι ξέρου γω πώς θαν τουνι κ’βιντιάσου.»

Κι ο Γιώργης έκαμε να φύγει. Μα η Φόνη πετάχτηκε άξαφνα και τον άδραξε με ορμή:

«Κάτσ’ ιδώ, μην πας π’θινά!» του είπε.

«Αχά! Τι έπαθες ισύ; Ισύ κάτσ’ ικεί π’ κάθισι· δεν έχ’ς λόγου σ’ αυτά τα πράματα», φώναξε ο Γιώργης σπρώχνοντάς την.

«Μην πας π’θινά· μην πας κι φουρτουθείς τουν άνθρωπου· δε φταίει αυτήνους τίπουτας!» ξανάπε η Φόνη κρατώντας τον.

«Πάρ’ ‘ν απού δω, θεια· αφήτι μ’ ιμένανι τ’ δ’λιά, ξέρου γω τι θαν τ’ που», είπε ο Γιώργης γυρίζοντας στη θεια του.

«Σαν είνι ναν τουνι πάρ’ς μι του καλό, τότινις σύρι· τήρα μαναχά μην τουνι θ’μόεις», μουρμούρισε τούτη.

«Δε θα πας π’θινά· δε σ’ αφίνου! Μην έχ’ς να κάμ’ς μι τουν άνθρωπου, σου ‘πα!» επίμενε η Φόνη.

«Άφ’σ’ τουνι, μουρή κι ισύ! Μι του καλό θα πάει», της φώναξε η μάνα της.

«Τι ισένανι θ’ αϊκούσουμι; θα μας κάμ’ς όπους θέλ’ς;» της αγρίεψε ο Γιώργης, ξαπολύθηκε από αυτή και τράβηξε κατά την πόρτα.

«Γιώργ’, Γιώργ’! Στουχάσ’ καλά τι κάν’ς, Γιώργ’!» έτρεξε κλαίοντας η Φόνη πίσω του.

* * *

Ο Γιώργης πήρε το δρόμο κατά το παζάρι. Σ’ ένα πλακόστρωτο στενό σοκάκι ήταν το υπόγειο, όπου είχε ο Φώτης το κρασοπουλειό του. Ο υπερέτης του ανέβαζε αυτή τη στιγμή από κάτω απ’ το υπόγειο μερικά σκαμνιά και τα ‘βαζε τριγύρω από δυο βρόμικα, αχρωμάτιστα μακρουλά τραπέζια, ακουμπημένα στον τοίχο τ’ αντικρινού σπιτιού. Ο δρόμος ήταν έρημος· μόνο μερικά παιδιά μαζεμένα παραπέρα έπαιζαν κορώνα ή γράμματα, φωνάζοντας και χερονομώντας.

«Κάτ’ είν’ αφέντ’ς σ’, μουρέ;» ρώτησε ο Γιώργης τον υπερέτη, σταματώντας στην κορφή σκάλας που κατέβαζε στο υπόγειο.

«Κάτ’ είνι», αποκρίθηκε το παιδί.

Ο Γιώργης κατέβηκε μερικά σκαλιά και ξαναστάθηκε στην πόρτα του υπόγειου. Το σκοτάδι από βαθιά τον θάμπωσε και μυρουδιά ρετσινιού σμιχτή με ογρή μούχλα και ξυνίλα τον χτύπησε στο πρόσωπο.

«Είνι κι άλλα σκαλιά· έχι του νου σ’ μη βαρέεις ψ’λά στου ματέρ’», του φώναξε από πάνω το παιδί, βλέποντάς τον που στάθηκε.

Ο Γιώργης κατέβηκε πάλι και σταμάτησε μπροστά σε μια αραδαριά βαγένια, πολεμώντας να ξεχωρίσει μέσα στο θαμπόφωτο του κατωγιού.

«Καλώς τουν κυρ-Γιώργ’», άκουσε άξαφνα μια φωνή από το βάθος και προχώρεσε εκεί.

Θολό φως, πέφτοντας από ένα στενό παράθυρο, θαμπόφεγγε τρεις ανθρώπους καθισμένους γύρο σ’ ένα μικρό τραπέζι.

«Μουρέ ισείς είσαστι: Το στρούσατι κιόλας; Απ’ ‘ν ικκλησά ίσα στουν πουτ’στή!» είπε, σαν τους γνώρισε πως ήταν τρεις αργατικοί, και στάθηκε μπροστά τους.

«Ήρθαμι να κάνουμι σιφτέ τ’ Φώτ’ στου νέου απόγειου· κάτσι να σι κιράσουμι», είπε ο ένας απ’ αυτούς.

«Όχ’, καημένι Τάσου, δεν είμι για να κάτσου· ήρθα κάτ’ να που τ’ Φώτ’ ιδώ», απάντησε ο Γιώργης γυρίζοντας κατά το Φώτη, που σίμωσε από το βάθος με το γιλέκι μονάχα και με μακριά ποδιά ίσα με κάτω.

«Ξ’στός ανέστ’», είπε τούτος, δίνοντάς του το χέρι, και πρόβαλε το στόμα.

«Αληθώς ανέστ’.» Ο Γιώργης έκαμε το ίδιο κίνημα.

Εκείνοι που κάθονταν στο τραπέζι, σαν τους είδαν που φιλήθηκαν, σηκώθηκαν και φιλήθηκαν κι αυτοί με το Γιώργη.

«Έχ’ς αδειά να σ’ που ένα λόγου;» ρώτησε τούτος το Φώτη ύστερα από μικρή σιωπή.

«Μιτά χαράς», αποκρίθηκε εκείνος και τράβηξε προς τα μέσα.

Ο Γιώργης τον ακολούθησε.

«Να πιάσου δυο κρασάκια;» ρώτησε ο πρώτος, άμα έφτασαν σ’ ένα τραπέζι μπροστά στον πάγκο, κι έδωσε ένα σκαμνί του Γιώργη.

«Δεν τ’ αφήν’ς καλύτιρα!»

«Να στείλου να μας φέρ’νι δυο καφέδις;»

«Ότ’ έπια. Κάτσι να σ’ που τώρα πο’ ‘χ’ς αδειά, μπριν έρθ’ ου κόσμους», ξαναπάντησε ο Γιώργης και κάθισε.

«Ας είν’ καλά του γ’νάτ’ σ’ τότις», χαμογέλασε ο Φώτης και κάθισε κι αυτός αγνάντια του.

«Ξέρ’ς τι ήρθα να σ’ που, Φώτ;»

«Τι; Λέι μ’.»

«Ιρχόμ’ ίσ’ απ’ τ’ θεια μ’· πήγα κι τς ήβρα κι τς δυο σι κακό χάλ’ π’ δεν πήγις σήμιρα. Δε μ’ λες, γιατί δεν πήγις;»

«Πώς να πάου; Τι να κάμου να πάου;»

«Λαμπρή μέρα κι τι να κάμ’ς να πας σ’ν πιθιρά σ’;»

«Ό,τ’ είχα ναν τς που, τς του παράγγ’λα μι τουν Καραούλ’.»

«Δε μι γνιάζ’ ιμένανι τι τς παράγγ’λις μι τουν Καραούλ’. Ιτούτου θέλου να μ’ πεις: Έτσ’ αφήν’ ου κόσμους ‘ν αρριβουνιαστ’κιά τ’ γιατί βρέθ’κι νια δυσκουλία;»

Ο Γιώργης τον κοίταξε.

«Ιγώ δεν αφήνου’ν αρριβουνιαστ’κιά μ’, δε βγαίνου απού λόγου· ας μ’ δώκ’ν τα λιπτά, είτ’ ας μ’ απουγράψ’ χαρτί η μάνα σ’.»

«Τι ‘νι μπιρδέβ’ς τ’ μάνα μ! Ιγώ θα σ’ δώκου τα λιπτά», είπε απότομα ο Γιώργης.

«Νο μ’ τα κι στιφανόνουμι ταχιά κιόλας.»

«Κι σα σ’ τα δώκου μι δυο μήνις, χάλασ’ ου κόσμους; Θέλ’ς να μι ζ’μιώεις χίλις δραχμές σών’ κι καλά; Να πάου να τζαναμπιτίσου του καλαμπόκ’ τούτ’ ‘ν απουχή;»

«Τι θέλ’ς ισύ πάλε, να χάσου γω τς πιντακόσις;» τον έκοψε ο Φώτης και γύρισε αλλού το πρόσωπο.

«Ισύ δεν τς χάν’ς, νια κι θαν τς πάρ’ς σι δυο μήνις. Τι δια τς έχ’ς;»

«Πώς δεν τς έχου δια! Μ’ αυτήνα τα λιπτά τ’ράου να πιάσου νια δ’λιά κι ιγώ, να βάλου νια σειρά να ζήσου. Να σ’ του που, σα θέλ’ς: Έχου κλείσ’ συνφουνία ν’ αγουράσου ‘να μαγαζάκ’ σι νια γειτουνια, ιφτακόσις δραχμές. Έταξα ναν τς δώκου τς δικαπέντι τ’ Μαγιού. Τώρα π’ αλ’κουτιέτ’ ου γάμους, χάνου κι του μαγαζί· μπουρεί να πάει ναν τ’ αγουράσ’ άλλους, κι που ναν ‘νι ματαβρού γω ‘ν πιρίστασ’;»

Δυο άνθρωποι κατέβηκαν τη σκάλα και κάθισαν σ’ ένα τραπέζι, διατάζοντας δυο κρασιά.

«Αμέσους!» φώναξε ο Φώτης, κόβοντας την ομιλία του και σηκώθηκε: «Έι, Στάθ’! τι στέκισι, μουρέ; Δεν αϊκούς ικεί; Άιντι πιάσι δυο φρέσκα γλήγουρα!» είπε στον υπερέτη του κάνοντας κατά κει δυο πατήματα.

Το παιδί έτρεξε, κι ο Φώτης γύρισε και ξανακάθισε.

«Έτσ’ π’ λες, Γιώρ’», ξακολούθησε, «ιγώ δε βγαίνου απού λόγου· είμι τίμιους άθρουπους. Ας μ’ δώκ’ν τα λιπτά, κι ‘ν Κυριακή στιφανόνουμε, καθώς του ‘χαμ’ ειιπεί κιόλας· ειδέ κι μη, μπουρού να καρτιρέσου ίσα μι τς δικαπέντι τ’ Μαγιού. Απουκείθινις κι πέρα...»

«Απουκείθινις κι πέρα τι;» ρώτησε γοργά ο Γιώργης.

«Απουκείθινις κι πέρα δεν πιάνουμι», απάντησε ο Φώτης ρουφώντας ήσυχα το τσιγάρο του.

«Τι δεν πιάνισι;» ξαναρώτησε απότομα ο πρώτος.

«Να... θα τ’ράξου τ’ δ’λιά μ’». Κι ο Φώτης έστριψε από τ’ άλλο μέρος, πετώντας το τσιγάρο του.

«Για γύρ’σ’ ιδώθινις να σ’ που», του μουρμούρισε ο Γιώργης.

Ο Φώτης γύρισε.

«Μη λες πως έχ’ς να κάμ’ς μαναχά μι τ’ χήρα ‘ν Κανούζινα; Αν ίσους σ’ πέρασ’ αυτήνου στου νου σ’, γλάσ’κις», του είπε ο Γιώργης θωρώντας τον στα μάτια.

«Ιγώ δε βγαίν’ άπου λόγου· ιγώ σας έδουκα διουρία, Γιώρ’, ένα μήνα. Τι άλλου θέλ’τι;» είπε ο Φώτης λίγο ξαφνισμένος.

«Διουρίις βάν’νι μπριν μπουν στα σπίτια τ’ κόσμ’!» ξανάπε με τόνο ο πρώτος.

«Ιγώ δε μπήκα μέσα, Γιώρ’ είμι τίμιους άθρουπους· τα ‘ξιρ’ αυτήνα κι φ’λάχ’κα», απάντησε ο Φώτης ήσυχα.

«Αλλού να πας ναν τα πεις αυτά, όχ’ ιμένανι», χαμογέλασε ο Γιώργης.

Ο Φώτης άρχισε να στενοχωριέται.

«Τούτου ήρθα να σ’ που μαναχά, ναν του ξέρ’ς: δε μπαίν’ν έτσ’ στα τίμια σπίτια, Φώτ’», πρόσθεσε ο Γιώργης κι έκαμε να σηκωθεί.

«Για στέκα· μπήκα μέσα γω; Πάμε να ρουτήσουμι τ’ θεια σ’, ‘ν ίδια ‘ν ξαδέρφ’ σ’, αν μπήκα πουτές μέσα δίχους νάνι κι η θεια σ’ παρών.»

«Δεν έχου κανιά ανάγκ’ να ρουτήσ’ αυτήνις ιγώ. Πάμι να ρουτήσουμι τ’ γειτουνιά, σα θέλ’ς.»

«Ποια γειτουνιά;» μουρμούρισε ο Φώτης.

«Ικ’νούς π’ καθέντι τρουγύρ’ απ’ τ’ θεια μ’.»

«Τι ναν τς ρουτήσουμ’ αυ’νούς; τι ξέρ’ν αυτήν;»

«Ικιό που είδανι ξέρ’νι.»

«Σήκου, πάμι!» είπε ο Φώτης και σηκώθηκε. «Ένα σ’ λέου μαναχά, Γιώρ’: Όποιους σου ‘πι πως είιδι τίπουτας απ’ τ’ ιμένανι, σι γέλασι»

«Δε φταις ισύ. Έπριπι, καημένε, να κουσέψου ‘ν Κυριακή π’ μας πέρασι να φέρου ίσα τουν παπά. Κι απέ να μ’ χάλιβις τς πιντακόσις δραχμές κι να μο’ βανις διουρίις», είπε ο Γιώργης κοιτάζοντάς τον κατάματα και σηκώθηκε κι αυτός.

«Ποια Κυριακή;» ρώτησε ο Φώτης μηχανικά.

«Τ' Βαγιώνι τ’ απόγιουμα, π’ μ’ κλείσ’κις μέσα μέρα μισ’μέρ’ κιόλας.»

Ο Φώτης μπερδέφτηκε.

«Τι λες πως για φουμιά τα ‘χ’ ου κόσμους τα μάτια;» του είπε ο Γιώργης σιμώνοντάς τον.

«Ε, τι να σ’ που τώρα, τι να σ’ που», μουρμούρισε ο Φώτης κουνώντας τα χέρια στενοχωρημένος.

«Αλλ’ βουλά τα ματαλέμι καλύτιρα· δεν είν’ ώρα τώρα· δε χρειάζιτι να μας αγρικήσ’ ου κόσμους», είπε ο Γιώργης δείχνοντας κατά τη σκάλα, όθε κατέβαιναν νέοι μουστερήδες. Κι έφυγε.

Ο Φώτης έμεινε αποχαηλωμένος.

Γ’

«Έλα, μουρέ πιδί· τι γίν’κις τόσις μέρις; Μας απαράτ’σις κι ισύ», είπε η χήρα Κανούζενα του Γιώργη, απαντώντας τον όξω στο δρόμο, εκεί που τούτος έρχονταν στο σπίτι της.

«Δεν άδειασα, καημένε θεια· μπουρού να λείψου τούτ’ ‘ν απουχή απ’ όξου; Δε μι γλέπ’ς; ίσ’ απού κει ‘ρχόμι», απάντησε ο Γιώργης κι έδειξε απάνω του τη βρώμικη λινή φορεσιά. «Τι μ’ ήθιλις;» πρόσθεσε βγάζοντας την πλατιά ψάθα που φορούσε και σκουπίζοντας το μέτωπο.

«Τι να σι θέλου! Να, να ‘ρθεις να τς πεις κι ισύ κάνα λόγου· πάει, το ‘βαλι να χαθεί. Κλαίει κι δε λαρών’· πιτσί κι κόκαλ’ ανέμ’κι· μάιδ’ ύπνους τ’ν κουλλάει, μάιδι χαψά πάει στου στόμα τς. Αλλιά απ’ τ’ ιμένανι τ’ χλιμέν’ μι του κακό π’ μ’ ήβρι!» Η Κανούζενα σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπό της. «Μην κλαις, θεια», της μουρμούρισε ο Γιώργης.

«Τι να μην κλαίου! Σαν κι είν’ αυτήνου μαναχά π’ ‘νι γλέπου κι ‘νι χλίβουμι, ή δεν έχου κι τουν κόσμου; Όποιους μι βρει, μι ρουτάει γιατί χάλασ’ η δ’λιά.»

«Δε χάλασι τίπουτας· δεν είνι στου χέρ’ τ’ Φώτ’ να ‘νι χαλάσ’ μαναχός τ’.»

«Τι δε χάλασι; Η διουρία π’ μας έβαλι μι τουν Καραούλ’ πέρασι.»

«Τι διουρία κι ξιδιουρία! Για ναν τουνι βρου κι ιγώ τουν Καραούλ’ κι στουν κ’βιντιάζου. Αυτήνους, μ’ φαίνιτι, τα κάν’ ούλα. Άσ’ τουνι μπλατσάσου π’θινά κι γλέπ’.»

«Μ’ αυτήνα, πιδί μ’, δε βγαίν’ τίπουτας. Τα λιπτά να κουνόμαϊς μαναχά, σ’ αυτήνου να σι βόηθαϊ ου θιος· να δ’νις του καλαμπόκ. Αλλιώτ’κα μας πήρι του πουτάμ’. Λέου να πάου μαναχή μ’ στου Φώτ’, ναν τ’ πέσου στα πουδάρια. Μι τα λόγια π’ του πις ισύ, πλιότιρου τουνι ρέθ’σις. ‘Ν Κυριακή τ’ Βαιώνι, π’ του πις, δε φταίει μάιδ’ αυτήνους, μάιδ’ η Φόνια. Ιγώ ‘ν έβαλα ‘ν καψαρή ναν τ’ πει δυο λόγια, μπα κι έπιρνι χαρτί απ’ τ’ ισένανι, καθώς μου ‘χεις πει.»

«Καλά, σαν είνι κι ‘ν έβαλις ισύ να κλειστεί μι του Φώτ’ μέσα, σα σ’ αρέσ’νι κι ισέναν’ αυτά, ιγώ δε ματαλέου τίπουτας», είπε ο Γιώργης κι έκαμε να φύγει.

«Στάσ’, μην πεισμών’ς κι ισύ, πιδί μ’. Μ’ αρέσ’ν, είπις; Άιντι, τι να σ’ που τώρα! Ας φύβγου μαναχά κι ας πάου π’ μι καρτιρούνι. Σύρ’ ισύ κι πες τς δόλιας τς ξαδέρφ’ς σ’ κάνα λόγου, παρ’γόρα ‘νι. Κι απέ θα ‘ρθου κι ιγώ γλήγουρα πίσου. Τρέμ’ η καρδιά μ’, σα λείπου κι ‘ν αφήνου καταμάναχ’», τον καλόπιασε η Κανούζενα.

«Πού ‘ν’ η Φόνια: τι κάν’;» ρώτησε ο Γιώργης.

«Όξου σ’ν αυλή είνι· πλιέν’ τα ρ’μάδια μας.»

Η Κανούζενα χωρίστηκε απ’ τον ανιψιό της, κοιτάζοντάς τον παρακαλεστικά, κι αυτός τράβηξε κατά το σπίτι της.

Αφού έκαμε κάμποσα βήματα, κοντοστάθηκε, σκύβοντας κάτω το κεφάλι. Μα πάλι ξανακίνησε και στο πρώτο με κοντά πατήματα, έπειτα ολοένα γοργότερα, έφτασε στην πόρτα και μπήκε μέσα.

Η Φόνη άκουσε από την αυλή το πάτημά του, όταν αυτός είχε περάσει τον οντά και μπήκε στο κελάρι. Δίχως να ξέρει ποιος είναι που έρχεται, παρουσιάστηκε στην πόρτα. Ήταν μόνο με το μεσοφόρι, ανασκουμπωμένη και ξυπόλητη. Μόλις είδε το Γιώργη, σταμάτησε στο κατώφλι.

«Καλ’ μέρα, Φόν’.»

«Καλ’ μέρα, Γιώργ’.»

«Θαν άχ’ς δ’λιά κι να φύβγου», είπε τούτος βλέποντάς την να μην μπαίνει μέσα.

«Όχ’, καλύτιρα που ‘ρθις· του ‘χα να ‘ρθου γω να σ’ έβρου. Άιντι μέσα νια στιγμή κι ‘ρχόμι.»

Ο Γιώργης πέρασε στην άλλη κάμαρη κι η Φόνη ξεκρέμασε γοργά το φουστάνι της και το φόρεσε.

«Τα στιβάλια σ’ τ’ αστόησις», της είπε με χαμόγελο ο Γιώρνης, όταν την είδε που ήρθε στον οντά.

Η Φόνη τράβηξε ίσα στον καναπέ, που είχε καθίσει εκείνος:

«Άφ’σ’ τα χώρατα, Γιώργ’· δεν είνι κιρός για χώρατα», του είπε παρακαλεστικά.

«Τι είνι; τι έπαθις πάλε;»

Η Φόνη κάθισε κοντά του.

«Δε βαστάου άλλου, Γιώργ’· ή θα μι πάρ’ς να φύβγουμι, ή θα πέσου να πνιγού», είπε κοιτάζοντάς τον δακρυσμένη.

«Πάλε τα ίδια αρχίν’σις; Ιμείς λέμι να σάσουμι του πράμα, κι ισύ...»

«Τι πράμα να σάσ’τι: Δε σάζ’ τώρα του πράμα.»

«To ‘χ’ς πως είνι στου χερ’τ να μη σι πάρ’;»

«Αυτήνου ήθιλα να σ’ που· δεν έχου στόμα ναν του που τς μάνας μ’: κι να μι πάρ’ τώρα, δεν τουνι παίρου.»

«Αν έχασις του μιλό σ’.»

«Όχ’, όχ’, Γιώργ’. Τέτοια ντρουπή δεν ‘νι κάνου τς μάνας μ’. Ή πάρι μι να φύβγουμι, ή θα πέσου να πνιγού, σου ‘πα.»

Κι η Φόνη έκαμε να πιάσει τα χέρια του.

«Θα να ‘ρθ’ς στου νου σ’, λέου γω; Θ’ αφήκ’ς τς παλαβουμάρις; Σα δεν τουνι ιδείς να σ’ τουνι φέρου τουν κυρ Φώτ’ ιδώ, να σ’ φ’λήσ’ του χέρ’ κιόλας», είπε ο Γιώργης, κουνώντας φοβεριστικά το δάχτυλο.

«Κι ναν τουνι φέρ’ς, δεν τουνι θέλου, σου ‘πα.»

«Σαν κι είνι στου χέρ’ σ’ κι ισένανι να μην τουνι θέλ’ς; Αυτήνου μας έλ’ψι τώρα. Πρώτα τ’ ανιούμ ‘ν πόρτα, κι απέ...»

«Αυτά ‘νι πράματ’ άτ’ μα!» φώναξε η Φόνη και στυλώθηκε μπροστά του.

«Ποια νι πράματ’ άτ’μα;»

«Δεν του παντίχινα ναν του φτάεις ίσα μ’ αυτού», ξαναφώναξε η Φόνη ολόχλωμη.

«Μη φουνάεις κάνι μ’ τ’ χάρ’· μη θέλ’ς να μαζουχτεί ιδώ ου κόσμους.»

«Ας μαζουχτεί κι ου ντουνιάς. Θαν τα χουγιάξου, ναν τα μάθ’ν ούλ!»

«Τι να χουγιάξεις; τι να μάθ’νι;»

«’Ν αλήθεια να μάθ’νι.»

«Ποιαν αλήθεια, μουρή; Ου κόσμους ‘νί ξέρ’ ‘ν αλήθεια. Θα κάμ’ς καλά μαναχά να σουπάεις. Φουβέρτις δεν περνάνι σ’ ιμένανι. Η γειτουνιά δεν είιδ’ ιμένανι...» είπε ο Γιώργης σιμώνοντάς την.

«Φέβγα, φέβγα! Να μη σι ματαϊδούν τα μάτια μ’!» πετάχτηκε με ορμή η Φόνη και τον άμπωξε.

«Θα σουπάεις, μουρή;» έκαμε να της κλείσει το στόμα ο Γιώργης.

«Φέβγ’ απού δω, όξ' απ’ του σπίτι μ’!»

Ο Γιώργης την άφησε κι έτρεξε στο παράθυρο.

«Μην κλεις του παραθύρ’! Άφ’σ’ τ’ αν’χτό, ν’ αϊκούσ’ ούλους ου κόσμους.» Ο Γιώργης γύρισε τρέχοντας και θέλησε πάλι να της βουλώσει το στόμα. Μα εκείνη αγρίεψε, και του ήταν αδύνατο να την κρατήσει.

«Όξου θα βγου, στου δρόμου, ναν τα ντιλαλήσου, να σι μάθ’ν ούλ’ ποιος είσι», φώναξε χυμώντας προς την πόρτα.

Μα ο Γιώργης, μπαίνοντας μπροστά της, την έκλεισε.

«Μην ‘νι κλεις, μην ‘νι συρτών’ς!» ξαναφώναξε η Φόνη.

«Σκασμό κι σ’ έπνιξα!» Την άδραξε από το λαιμό. «Μ’ αλλ’νούς σ’ αρέσ’ να μ’ συρτώνισ’ ιδώ. Στάσ’, σαν του θέλ’ς, να βγου γω ναν τα ντιλαλήσου μπρίτιρα. Κι τ’ θ’κή σ’ ‘ν πουμπή κι τς μάνας σ’ π’ σ’ έβαλι κι τα ‘κανις.»

«Έβγα ντε, σαν έχ’ς μούτρα! μη συρτώνισι!» φώναξε η Φόνη, μα το χέρι του ξαδέρφου της την άδραξε σφιχτότερα από το λαιμό.

«Λαρών’ς ή θα σι πνίξου!» Την τίναξε από τα μαλλιά.

Η Φόνη έσκουξε βραχνά κι έπεσε χάμου, πιάνοντας τα πόδια του. Ο Γιώργης βαστάχτηκε απ’ τον τοίχο για να μην πέσει απάνω της:

«Σκασμό, μη σι πατήσου!» είπε πνιχτά, τεντώνοντας το αυτί και ρίχνοντας ανήσυχη ματιά στην πόρτα.

«Πάτ’σε μι! Έτσ’ π’ μ’ έκανις...»

Την άδραξε απ’ τις πλάτες και την έσυρε ίσα με την πόρτα της άλλης κάμαρης.

«Σκότουσέ μι!» έκλαψε η Φόνη κι έκαμε ν’ ανασηκωθεί στα γόνατα.

«Κόρακα! Μάζουξις τουν κόσμου», μούγγρισε ο Γιώργης, σηκώνοντας το χέρι.

«Σκότουσέ μι!» ξαναφώναξε η Φόνη δίχως να φυλαχτεί απ’ το χέρι, που τη σώριασε χάμου… … …

Δεν έκλαιε πια, κι ο ξάδερφός της στάθηκε από πάνω της λίγες στιγμές κοιτάζοντάς την.

«Έλα, σήκ’ απού κει κι σύρι πιάσι γλήγουρα τ’ δ’ λιά σ’, μην έρθ’ κι σ’ έβρ’ ιδώ η μάνα σ’. Κι μην τ’ αστουχάς: Τ’ γειτουνιά θα π’στέψ’ ου κόσμους κι όχ’ ισένανι», της είπε σιγαλά κι έφυγε απ’ την πίσω πόρτα.

* * *

Η Φόνη έμεινε πεσμένη εκεί, κοιτάζοντας χαμένα προς την πόρτα, όθε είχε φύγει ο ξάδερφός της. Σα να μην μπορούσε να συλλογιστεί, σα να μη δούλευε άλλο ο νους της. Θέλησε να κλάψει κι έφερε στα μάτια τα χέρια της, μα δάκρυα δεν της έρχονταν. Έμεινε με το πρόσωπο κρυμμένο μερικές στιγμές ακόμα. Έπειτα, σα ν’ αποφάσισε κάτι, πετάχτηκε μεμιάς και τράβηξε ίσα στην αυλή. Μα δυο κεφάλια, το ένα της Βαρβάρας, που κρύφτηκαν πίσω από τον τοίχο, σαν την είδαν, την έκαμαν να στρίψει πάλε. Γύρισε μέσα στον οντά και στάθηκε, κοιτώντας φοβισμένα γύρω της. Έπειτα έπεσε στον καναπέ σωρός, κρύβοντας το πρόσωπο στα μαξιλάρια. «Άλλο δε μένει πια, άλλο δε μένει», μπορούσε και στοχάζονταν μονάχα. Ξανασηκώθηκε και τράβηξε στην άλλη κάμαρη, χυμώντας πάλι κατά την πόρτα της αυλής. Μα κάνοντας να βγει σ’ αυτή, σταμάτησε άξαφνα, σα ν’ αφοκράζονταν. Δεν τόλμησε να βγει· της φάνηκε πως άκουσε ένα γέλιο απόξω. Έκλεισε σπρώχνοντας με βια την πόρτα κι έμπηξε τα νύχια της στα μάγουλά της. Της ήρθε να ρεκάξει, μα έπνιξε τη φωνή, βουλώνοντας το στόμα. Γύρισε στον οντά τρικλίζοντας και βαστώντας με τα χέρια το κεφάλι, σα να ‘θελε να κρατήσει εκεί κάτι που γύρευε να φύγει. Τα δάκρυα της ήρθαν τέλος κι έπεσε κλαίοντας σε μια γωνιά. Πέρασαν έτσι κάμποσες στιγμές, όταν άξαφνα άκουσε το μάνταλο της πόρτας προς το δρόμο. Πετάχτητε ορθή, και στάθηκε τρέμοντας. Το μάνταλο ξαναβρόντησε και της φάνηκε πως άκουσε όξω από την πόρτα το μουρμουρητό της μάνας της. Έτρεξε εκεί, μα πάλι στάθηκε:

«Όχ’, μάνα, δε θα μι ματαϊδείς», είπε από μέσα της και χύμησε στην άλλη κάμαρη για να βγει στην αυλή.

Μα πριν να φτάσει εκεί, άνοιξε η πόρτα κι η μάνα της ήταν μπροστά της:

«Σ’ έδ’ρι, μουρή; Καλά να σ’ κάμ’· δε σι σκότουνι καλύτιρα, να μη σι βρου ζουντανή μι του κακό π’ μο’ ‘καμις, στρίγλα!» της φώναξε, καθώς την είδε, κι όρμησε απάνω της.

Η Φόνη δεν κουνήθηκε.

«Αυτήνα καρτέρ’γ’ απ’ τ’ ισένα, μουρή; Να μάθου ‘ν πουμπή σ’ στου δρόμου!»

Η Φόνη έπεσε στα πόδια της

«Πότι μ’ τουν έμπασις, μουρή; Αυτήνα μο’ ‘κανις, σκύλα, τς νύχτις πόλ’πα!» φώναξε πάλι η μάνα και την άδραξε από τα μαλλιά.

«Σκότουσέ μι, μάνα· μη φουνάεις μαναχά, μη μαζών’ς τουν κόσμου.» Η Φόνη αγκάλιασε τα πόδια της.

«Τώρα μ’ τουνι ντρέπισι τουν κόσμου. Σ’ ήθιλα ναν τουνι ντρέπουσ’να τότι π’ τα ‘κανις. Κι ικιός ου άτ’μους! Να μ’ κάμ’ του κακό κι να μ’ χαλέβ’ κι πανουπροίκια τώρα. Ή θα να ‘ρθ’ ου κιρατάς να σι στιφανουθεί απόψι, ή δεν τουνι βρίσκ’ η αυγή. Δε θαν τουν αφήκ’ ζουντανόν ου Γιώργ’ς!»

«Σώπα, μάνα! Άφ’σι μι να σ’ κρίνου, να σ’ τα που ούλα», παρακάλεσε ξανά η Φόνη κι έκαμε να πιάσει τα χέρια της.

«Τι να μ’ πεις, μουρή; Μ’ τα ‘πι μπρίτιρας ου κόσμους!» Την έσπρωξε η μάνα.

«Άικ’σι, μάνα.!»

«Δεν αϊκούου τίπουτας· φέβγ’ απού δω, μη μι μαλάεις, δε μ’ έχ’ς μάνα!»

«Σκότουσέ μ’ ιμένανι, μα μ’ ικιόν, μι του Φώτ’ μην έχ’ς να κάμ’ς' ικιός δε φταίει.»

«Π' να φτύστι κι οι δυο του αίμα! Ή θα να ‘ρθ’ να σι στιφανουθεί απόψι, σου ‘πα, ή μαναχή μ’ θα πάου ναν τουν ξαπλώσου», φώναξε αγριότερα η Κανούζενα.

«Μάνα, άικ’σ’, μάνα! Δε φταίει τίπουτας αυτός… ου Φώτ’ς δε φταίει. Δεν είνι μι του Φώτ’...», μουρμούρισε η Φόνη σκύβοντας το κεφάλι.

Η μάνα έμεινε σαν πετρωμένη:

«Τι; τ’ είπις, μουρή!;»

«Όχ’, όχ’, μάνα· ου Φώτ’ς δεν πάτ’σ’ ιδώ πουτές τ’ νύχτα.»

«Τι λες, μουρή; Τουν είιδ’ η γειτουνιά...»

«Δεν ήταν ου Φώτ’ς που είδανι.»

«Τι; Μ’ όχ’ς κι αλλ’νούς; Ιτούτου μο’ ‘λ’π’ ακόμα!» φώναξε η μάνα τρέμοντας.

Η Φόνη δε μίλησε.

«Ποιος ήτανι, μουρή; Κρίνι μ’ μουρή, κι σ’ έσφαξα, σι σκότουσα στουν τόπου!» ρέκαξε η πρώτη αρπάζοντας την πάλε από τα μαλλιά.

Η Φόνη δε μιλούσε.

«Ποιος ήτανι, μουρή; Σι ρουτάου! Δεν κρέν’ς, σκρόφα;» Κι άδραξε το αντί από τον αργαλειό εκεί δίπλα.

«Σκότουσέ μι, μάνα· δεν έχου στόμα ναν τουν που· σκότουσέ μι!»

«Θαν τουνι πεις, μουρή άτ’μ’; θαν τουνι μαρτ’ρήεις, μουρή π’τάνα;»

Και το σηκωμένο αντί έπεσε στο κεφάλι της Φόνης.

«’Ν τσούπα σ’, μουρ’ Παύλινα! Κάησα θα γέν’ς, μουρή;» φώναξε από την πόρτα η μάνα της Βαρβάρας χυμώντας στην Κανούζενα, ενώ μια άλλη γειτόνισσα, τρέχοντας πίσω από την πρώτη, σήκωνε τη Φόνη λιγοθυμισμένη.

* * *

Ο Φώτης κάθεται σ’ ένα τραπέζι του κρασοπουλειού του με το Μήτρο Καραούλη, μισόκοπο, ψηλό, σπανό, ξεραγκιανό φουστανελά. Είναι καθημερνή απόγιομα και τ’ άλλα τα τραπέζια μένουν άδεια. Έχουν κι οι δυο από ένα ποτήρι κρασί μπροστά τους.

«Κι ιγώ χαμένου το ‘χου· δεν ξέρου τι να που», είπε ο πρώτος ξακολουθώντας την κουβέντα του.

«Καθώς σου είπα γω να κάμ’ς, αγρίκα μι. Η διουρία πέρασι, ναν τς στείλ’ς του δαχ’λίδ’ πίσου.»

«Ναν τς στείλου του δαχ’λίδ’ πίσου! Ένας λόγους είν’ κι αυτός», μουρμούρισε ο Φώτης ρουφώντας το τσιγάρο του.

«Ουξόν αν σκιάζισι τς φουβέρις τ’ Γιώρ’.»

«Απού τέτοια δε μ’ ιδρών’ τ’ αυτί, μι ξέρς.»

«Ή πάλε αν είν’ αλήθεια ικιά π’λέει ου κόσμους.» ν

«Σ’ του ‘πα νια βουλά, είν’ ούλα ψέματα. Οι ουχτροί μ’ κι οι ουχτροί τς τα βγάν’νι. Κι τα πίστεψ’ ου ξάδιρφό τς κι μι φουρτώθ’κι.»

«Καλά ισένανι, μα κείν’ τ’ είχι κι ‘ν έδ’ρ’ ιχτέ; Πώς του ξηγάς αυτήνου, δε μ’ λες;»

«Μουρλόπιδο, καημένε· αγρικάει τα λόγια τ’ κόσμ’ κι δεν έχ’ πώς να ξιθ’μάν’.»

«Μα κι η μάνα τς πάλε γιατί ‘ν έδ’ρι;» ξαναρώτησε ο Καραούλης και τον κοίταξε.

«Ναν’ αλήθεια τάχα;»

«Αλήθεια;! Μαζώχ’ κι η γειτουνιά.»

«Ξέρου τι να που κι ιγώ; Να σ’ που ‘ν αλήθεια, του λ’πάμι του καψουκόρ’τσου.»

«Μην είιδανι κάναν άλλουνι, μουρ’ Φώτ, κι τουνι πήρανι για τ’ ισένανι;»

«Δεν τρέπισι! Του κουρίτσ’ δεν αϊκούσ’κι μπρίτιρα κι θα να ‘κανι τέτοια πράματα τώρα π’ αρριβουνιάσ’κι!»

«Κανιά βουλά. Ου διάουλους έχ’ πουλλά πουδάρια, Φώτ’.»

«Τι λες, μουρ’ Μήτρου, κι ισύ; Δε θα να ‘βλιπα ιγώ τίπουτας; Δεν είνι λόγια αυτήνα· οι ουχτροί τς τα βγάν’νι. Σ’ λέου ν’ αλήθεια, ‘νι λ’πόμι ‘ν κακουμοίρα», είπε ο Φώτης και γύρισε από τ’ άλλο μέρος.

«Σαν ‘νι λ’πάσι, τότινις πάρ’ ‘νι.»

«Ένας λόγους είν’ κι αυτήνους πάλε· δίχους να μ’ δώκ’ν τα λιπτά, πώς να ‘νι πάρου:»

Ο Καραούλης δε μίλησε κι ο Φώτης ξανάπε κοιτάζοντάς τον:

«Να πάρου χαρτί τ’ Γιώρ’, τι του θέλου; Τι ναν τ’ πάρου, σα δε μ’ δώκ’ν τα λιπτά του χ’νόπουρου;»

«Ιπίφουβους είν’ου Γιώρ’ς, σ’ του είπα», μουρμούρισε ο Καραούλης.

«Ιπίφουβους, μου ‘πι κι ου δικηόρους. Μπα μπα! Δεν του κάνου, δε γένιτι πουτές αυτήνου. Τού ‘βρανι του κουρόιδου!»

Κι ο Φώτης σώπασε μια στιγμή.

«Μα να χάσου πάλε, γαμού του γόνα τ’ ‘ν περίστασ’ μι του μαγαζί: Γλέπ’ς, δεν του θέλ’ η τύχ’ μ’ να πάου μπρουστά», ξανάπε, σα μονολογώντας, και πέταξε με θυμό το τσιγάρο του.

«Γι’ αυτήνου σου είπα ναν τς στείλ’ς του δαχ’λίδ’ πίσου κι να τιλιώεις ‘ν άλλ’ τ’ δ’λιά», είπε ο Καραούλης, χωρίς να κουνηθεί.

«Να παντριφτού πάλε μ’ ιφτακόσις δραχμές, μουρ’ Μήτρου;» γύρισε και τον κοίταξε ο Φώτης.

«Ιφτακόσις, μα στουν μπάγκου! Όχ’ χαρτιά κι διουρίις κι καλό να μοχ’ς!» Kι ο Καραούλης έκαμε με χτύπο στο τραπέζι το σημάδι της πληρωμής.

«Καλά, στουν μπάγκου· μα καθώς θαν τς πάρου, θαν τς δώκου κιόλας· ίσα ίσα ν’ αγουράσου του μαγαζί. Κάτ’ για τα μιριμέτια π’λέου ναν τ’ κάνου, κάτ’ για του γάμου, θα παν καναδυό κατουστάρ’κα πο’ ‘χου. Κι έτσ’ ανιμένου μι δίχους φαρδίν’. Μι τι να γυρίσου; Κι να ‘χου να ζήσου κι φαμιλιά.»

«Για του μαγαζί τς μ’σές θα δώκ’ς τώρα· ίσα μι του χνόπουρου έχ ου θιος για τς άλλις.»

«Τι λες, μουρ’ Μήτρου; Τέτις σκουτούρες δε βάνου στου κιφάλ’ μ’. Ιγώ θέλ’ ασφαλ’σμένα πράματα. Σαν ήταν, έπιρνα κι του χαρτί τ’ Γιώρ.»

«Ασφαλ’σμένα πράματα σ’ λέου κι ιγώ. Σα θέλ’ς, απουπλέρουσι με τς ιφτακόσις δραχμές του μαγαζί, κι ιγώ σ’ βρίσκου διακόσις, τρακόσις δραχμές να πάρ’ς δαν’κές για ‘να χρόνου. Ταχιά κιόλα, σα θέλ’ς», είπε ο Καραούλης κοιτάζοντάς τον.

Ο Φώτης έσκυψε το κεφάλι.

«Έλα νο μ’ του λόγου σ’ κι ιγώ σ’ βρίσκου», ξανάπε ο Καραούλης κι άπλωσε το χέρι του.

«Για στέκα, μουρ’ Μήτρου, μη διάζισι· άφ'σι μι ναν του σκιπτού του πράμα· πώς να σ’ του που, δε μο’ ‘ρχιτι καλά ναν τ’ αφήκου του κουρίτσ’», μουρμούρισε ο Φώτης διστάζοντας.

«Σαν κι τ’ αφήν’ς ισύ: Σα σο δ’ναν τα λιπτά, δεν τ’ άφ’νις.»

«Δεν τ’ άφ’να κιόλας. Μα δεν είν’ οι χίλις δραχμές μαναχά π’ μ’ δίν’ν ιτούτ’, σα μ’ τς δώκ’νι. Άμα πιθάν η γριά, τίνους θ’ ανιμείν’ του σπίτ’; Ιμένανι θ’ ανιμείν’, τς Φόν’ς δηλαδή, του ίδιου κάν’.»

«Τι σπ’τουλουγάς, μουρ’ Φώτ: Του σπίτ’ θαν του βαν’ απουθήκ’ για τς χίλις δραχμές η Κανούζινα.»

«Τι; χίλις δραχμές αξίζ’ μαναχά του σπίτ’ μι τρία στρέματα κήπου; Ου κήπους μπουρεί να κατιβάσ’ διακόσις ουκάδες καπνό, να μη σ’ που παραπάν’. Φτάν’ ναν τουνι λάβου στα χέρια μ’, κι σ’ του ξιχριόνου γω του σπίτ’ για δυο χρόνια.»

«Του μαγαζί θα τ’ρας, ή καπνουφύτ’ς θα μ’ γέν’ς; Έν’ απ’ τα δυο θα κάν’ς.»

«Καλά, ιγώ του μαγαζί· μα η Φόνια τι θα κάν’; Ξέρ’ς τι άξα είνι; Πινήντ’ αρμάθις μπιλουνιάζ’ την μέρα», είπε ο Φώτης κι άναψε άλλο τσιγάρο.

«Τι καθέσι τότινις; Σύρι κι πάρ’ ‘ν απόψι.»

«Ας μ’ δώκ’ν’ τα λιπτά να νι πάρου.»

Ο Καραούλης γέλασε. Ο Φώτης έσκυψε το κεφάλι δίχως να μιλήσει.

«Αγρίκα μένανι π’ σ’ λέου, Φώτ», είπε ο πρώτος γέρνοντας κατά το φίλο του· «μη βάν’ς μι του νου σ’ φούρν’ς μι καρβέλια. Του σπίτ’ δεν αξίζ’ μούτι χίλις δραχμές, κι γι’ αυτήνου δεν τς δίν’ η Χατζάρινα. Θαν του μαϊτάνουσι π’ του είπι κι όχ’ πως δεν τς έχ’. Αυτήν’ δεν τς έχ’! Έχ’ ν’ αγουράσ’ ικατό, σαν τ’ ισένανι κ’ ιμένανι. Κι τούτα π’ κάν’νι τώρα, τα φουβέρτα τ’ Γιώρ’ κι πως μπήκις μέσα τάχατ’ς είν’ ούλα για να σ’ μπιρδέψ’νι, να βάλ’ς ‘ν κληματσίδα μι τς πιντακόσις δραχμές, κι απέ άιντι χάλιβε τα ρέστ’ απ’ του Γιώρ’. Αγρίκα τι σ’ λέου γω.»

«Το ‘χ’ς πως δε μ’ πέρασ’ απ’ του νου κι ιμένανι; Μα τι να κάνου π’, γλέπ’ς, έντισα», είπε ο Φώτης.

«Τι έντισις; Αφού κι λες δεν τρέχ’ τίπουτας μι ‘ν τσούπα, ικιά δηλαδής π’ λέει ου κόσμους, αφού κι ισύ δε βγαίν’ς απού λόγου, ξιμπέρδιψι νιαν ώρ’ αρχύτιρα μι τς διμόν’ς π’ πήγις κι ανακατώθ’κις. Στείλ’ τς του δαχ’λίδ’ πίσου κι έλα να τιλιώσουμι ‘ν άλλ’ τ’ δ’λιά. Ικιό π’ σ’ τάζ’ν ιτούτιν’, σ’ του δίν’νι στου χέρ’ κιόλας.»

Ο Φώτης άκουε δίχως να μιλεί

«Κι άικ’σι να σου ειπού κι τ’ άλλου», ξακολούθησε ο Καραούλης, «ιγώ νάμ’να σαν τ’ ισένανι, ύστιρ’ απ’ αυτήνα π’ μεταχειρίσ’κανι, δεν τ’ απουφάσ’ζα να μπερδιφτού μ’ αυ’νούς. Κι για ‘ν τσούπα, π’ λες δε φταίει αυτήν’, τι να σου ειπού! Ου διάουλους έχ’ πουλλά πουδάρια, σου είπα. Κι ικείν’ π’ σ’ λέου γω, όχ’ που ‘νι τάχα αν’ψά μ , μα να ρουτήεις όποιουνι θέλ’ς απ’ του χουριό· ικεί να ιδείς τσούπα! σαν του κρύου νιρό· κι ντιπ χουριατουπούλα. Όχ’ σαν ιτούτινς ιδώ. Θαν τα χάεις, σα ‘νί ιδείς.»

Ο Φώτης έμενε συλλογισμένος.

«Τι κάθισι κι σ’λουέσι; Νο μ’ του χέρ’ σ’ σου είπα. Σήκου νο μ’ του δαχλίδ’ ναν τς του γυρίσου», ξανάπε ο Καραούλης και σηκώθηκε.

«Άφ’σι μι ναν του σ’λλουιστού καλύτιρα, μουρ’ Μήτρου, κι έλα ταχιά ‘ν αυγή να σ’ δώκου λόγου», είπε ο Φώτης κοιτάζοντάς τον δίχως να σηκωθεί.

«Τι να σ’λλουιστείς; Σ’λλουιέσ’ ένα μήνα τώρα.»

Ο Φώτης ξανάσκυψε το κεφάλι. Ο Καραούλης έκαμε ένα βήμα πέρα.

«Τς δίν’ν αλήθεια μιτρητές, ουρέ Μήτρου, τς ιφτακόσις;» ρώτησε ο Φώτης, σηκώνοντας άξαφνα το κεφάλι.

«Στου χέρ’, σου είπα· απάν’ στου στιφάν’.»

«Κι τς τρακόσις, που πις, μι τι τόκου θα μ’ τς βρεις;»

«Μι του δώδικα τς ικατό.»

«Σαν πουλύ δεν είνι, μουρ’ Μήτρου;»

«Τι πουλύ; Βρίσκ’ς π’θινά μι λ’γότιρου;»

Ο Φώτης έμεινε διστάζοντας.

«Άει, ιγώ χάνου τα δυο για ένα χρόνου. Έλα, νο μ’ του χέρ’ σ’», είπε ο Καραούλης προχωρώντας με απλωμένο το δικό του.

Ο Φώτης έκαμε να το πιάσει, μα πάλι δίστασε:

«Δίχους να ιδού πρώτα ‘ν τσούπα, μουρ’ Μήτρου;»

«Μι τ’ συνφουνία να σ’ αρέσ’ η τσούπα πρώτα», απάντησε ο Καραούλης με τεντωμένο πάντα χέρι. Μα του ξέρου π’ θα σ’ αρέσ’. Κι όσου για τς θ’κούς π’ θα κάμ’ς, τς ξέρ’ς. Στα χέρια θα σι κρατούνι, κι υποστήρ’ξ' όσου να πεις. Όχ’ φουβέρτα κι γιλάσματα.»

Ο Φώτης τον κοίταζε δίχως ν’ απαντά.

«Τι μι τ’ράς; Νο μ’ του χέρ’ σ’!» ξανάπε ο πρώτος.

«Τι να σ’ που, μουρ’ Μήτρου, σαν του θέλ’ς ισύ», μουρμούρισε ο Φώτης κι έδωσε το χέρι του και σηκώθηκε.

«Του καλό σ’ θέλου γω», είπε ο Καραούλης· «έλα, νο μ του δαχ’λίδ’ ναν τς του γυρίσου. Πού το χ’ς; Δεν του φουρείς;» πρόσθεσε κοιτάζοντας το χέρι του Φώτη.

Τούτος κοντοστέκονταν.

«Έλα, μην αργείς», τον σκούντησε ο άλλος.

Ο Φώτιος τράβηξε με βήμα αργό κατά τον μπάγκο κι άνοιξε εκεί πίσω ένα φορτσέρι.

«Να, πάρ’του», είπε γυρίζοντας μ’ ένα κουτάκι στο χέρι και δίνοντάς το του φίλου του. «Μα είπαμι, θα ιδούμι πρώτα ‘ν τσούπα.»

«Όπουτι θέλ’ς· πάμι ‘ν Κυριακή; Ναν τς στείλου χαμπέρ’;»

«Πού αδειάζου ‘ν Κυριακή; Μπουρού να κλείσου;»

«Τότινις πάμε μιθαύριγιου ‘ν Παρασκιβή· καβαλ’κέβουμι μπουνουρούλια κι πάμι» , είπε ο Καραούλης και τον χαιρέτησε.

«Έτσ’ μάλ’στα! Τι γ’ρούν’ στου σακί του ‘χις να μ’ π’λήεις;» μουρμούρισε ο Φώτης από μέσα του κοιτάζοντάς τον που ανέβαινε στη σκάλα.

* * *

«Μουρ’ Στάθ’ πιτάξ στουν καφινέ κι πες να μ’ φέρ’ν έναν καφέ», φώναζε σε λίγο ο Φώτης στον υπερέτη του.

«Μι λίγ’ ζάχαρ’, ε;» ρώτησε το παιδί σταματώντας στη σκάλα.

«’Ν κακή σ’ κι ‘ν ψ’χρή! Βαρύ γλυκό, διάουλι· μούιδι πώς πίνου τουν καφέ δεν έμαθις ακόμα;»

Το παιδί έφυγε κι ο Φώτης τράβηξε κατά τον μπάγκο, άνοιξε το συρτάρι, έβγαλε ένα μάτσο λιμοκοντόρους, τους μέτρησε, τους δίπλωσε πάλι και τους έβαλε στην τσέπη απ’ το γιλέκι του. Ύστερα άρχισε να μετρά και τις μπακίρες.

«Στέκα κει απόξου· πες τ’ καφιτζή να μ’ τουν αφήκ’ απάν’ τουν καφέ· θα να ‘ρθου κει ναν τουνι πγου», είπε του παιδιού που φάνηκε πάλε στη σκάλα, και ξακολούθησε το μέτρημα.

Το παιδί ξαναβγήκε στο δρόμο κι ο Φώτης, αφού τέλειωσε το μέτρημα, κλείδωσε το συρτάρι κι ανέβηκε κι αυτός απάνω, την ώρα που ο καφετζής του απίθωνε τον καφέ σ’ ένα από τα τραπέζια του κρασοπουλειού έξω στο δρόμο.

Ο Φώτης κάθισε σ’ ένα σκαμνί, ήπιε το νερό του, έφτυσε καταγής απανωτά κι έστριψε ένα τσιγάρο έτοιμος ν’ απολάψει τον καφέ του.

Μα εκεί που έκανε να πάρει την πρώτη ρουφηξιά, ξαγνάντισε το Γιώργη, που ξεκάμπισε στη γωνιά του δρόμου:

«Να πάρ’ ου διάουλους· πίσου ντράβαλα θα να ‘χουμι», στοχάστηκε κι άφησε το φλιτζάνι στο τραπέζι.

Για μια στιγμή του ήρθε στο νου να φύγει, να γλιτώσει, κι έκαμε ένα κίνημα. Μα πάλι συλλογίστηκε πού να κρυφτεί. Τον είχε δει πια ο Γιώργης και θα ‘ταν αργά τώρα να πήγαινε να τρυπώσει πίσω από τα βαγένια.

Όσο να το καλοστοχαστεί, ο Γιώργης ήταν μπροστά του. «Γεια σ’, Φώτ’.»

«Καλώς του Γιώρ’», μουρμούρισε ο Φώτης πολεμώντας να κρατήσει την καρδιά του.

«Απάν’ στουν καφέ σι βρίσκου. Σύρι πες τ’, μουρέ, να μ’ φέρ’ ένα βαρύ γλυκό κι ιμένανι», γύρισε κι είπε ο Γιώργης του παιδιού, που στέκονταν μπροστά στη σκάλα του υπόγειου, έπειτα κάθισε σ’ ένα σκαμνί αγνάντια στο Φώτη.

«Τι κινούρια ξέρ’ς;»

«Τι να ξέρου;» ξαναμουρμούρισε ο Φώτης.

«Σαν ανόριχτουν σι γλέπου.»

«Ψίχα κιφαλόπουνο ‘χου.»

«Θα παράπγις του γιόμα· θα ν’ άν’ξις κάνα φρέσκου», χαμογέλασε ο Γιώργης.

«Πού να πγού! Μουζόματα θα ν’ άνι», είπε ο Φώτης και τεντώθηκε.

«Ίσα κινίνου, μην τον λ’πάσι.»

Ο καφετζής έφερε σε λίγο τον καφέ.

«Έλα, φέρι κι νια τσ’γάρα τώρα, αν έ’χς», είπε ο Γιώργης, βγάζοντας μια κόλλα λαθραίο τσιγαρόχαρτο και σκίζοντας ένα φύλλο με το δάχτυλο.

Ο Φώτης του έδωσε καπνό.

«Άικ’σι τώρα να σ’ που, Φώτ’», ξακολούθησε ο Γιώργης, αφού άναψε το τσιγάρο του· ιπιμέν’ς λοιπόν στου λόγου σ’· χαρτί θ’κόμ’ δε θέλ’ς να πάρ’ς.»

«Δεν ‘ν αφήν’ς αυτήν ‘ν κ’βέντα, Γιώρ’! Ήταν καλά να μη φτάσ’ ίσα μι τα κει του πράμα», είπε ο Φώτης.

«Πού να φτάσ’;»

«Δε ‘ρχέσ’ απ’ τ’ θεια σ’;»

«Τι σι μέλλ’ πούθι ρχόμι! Ιτούτου π’σι ρουτάου, πες μ’.»

«Κι ιγώ σ’ λέου, στ’ θεια σ’ να σ’ πούνι· ιγώ δεν έχου να σ’ που τίπουτας.»

«Δε σι καταλαβαίνου· σ’ του ‘πα κι ‘ν αλλ’ βουλά· δεν έχ’ς να κάμ’ς μι τ’ θεια μ’· έ'χ’ς να κάμ’ς μι τ’ ιμένανι. Ιτούτου π’ σι ρουτάου, να μ’ πεις», είπε με τόνο απότομο ο Γιώργης.

«Τι να σ’ που; Ιγώ σας ίβανα διουρία»

«Τς διουρίις να πας ναν τς βάν’ς αλλού. Ιδώ πες μ’ ιμένανι: Καλά, δε θέλ’ς χαρτί θ’κό μ’, μη ντρέπισι να μ’ του πεις. Μα δε μ’λες πόσα σο’ ταξ' η πιθιρά σ’;»

«Τι τα θέλ’ς αυτήνα: Ήταν καλά να μη φτάσ’ ίσα μι τα κει του πράμα», ξανάπε στενοχωρεμένος ο Φώτης και κοίταξε από τ’ άλλο μέρος.

«Θα γρικήεις ιδώ; Πόσα σο’ ‘ταξ η πιθιρά σ’; Θα μ’ πεις;» ξαναρώτησε με θυμό ο Γιώργης.

«Του ξέρ’ς' τι να σ’ του που;» είπε ο Φώτης δίχως να γυρίσει.

«Ιδώθι τήρα· θέλου ναν τ’ αϊκούσ’ απ’ τ’ ισένανι.»

«Χίλις δραχμές.»

«Κι δε σ’ τς δίν’ τώρα;»

«Μκ, μκ!» έκαμε ο Φώτης κουνώντας το κεφάλι καταπάνω.

«Σ’ δίν’ τσι μ’σές θέλ’ς να πεις κι τς άλλις τσι μ’σές ίσα μι του χ’νόπουρου, ε;»

Ο Φώτης κούνησε το κεφάλι κατακάτω.

«Κι ισύ δε θέλ’ς χαρτί απτ’ ιμένανι, θέλ’ς να σ’ κάν’ η μάνα μ’ συνβόλιου;»

Ο Φώτης δεν απάντησε.

«Μι ‘γγυητή κιόλας, ε; Ναι ή όχ’; Πώς δεν κρέν’ς;»

Ο Φώτης ξανακούνησε το κεφάλι κατακάτω .

«Άιντι, σήκου πάμι να σ’ του κάν’ η μάνα μ’· να φκιάσουμι κι του προικουσύνφουνου κι όπουτι θέλ’ς να γέν ου γάμους κιόλας», είπε ο Γιώργης και σηκώθηκε.

«Σήκου, τι κάθισι;» πρόστεσε βλέποντας το Φώτη να μη σηκώνεται.

«Στέκα νια στιγμή· καρτέρα πρώτα», μουρμούρισε ο στερνός.

«Τι να καρτιρέσου; Ισύ ήσ’να π’ διάζουσ’να; Τι κάθισι τώρα;»

«Στέκα να πάου νια κουσή να βρου τουν Καραούλ’», μουρμούρισε πάλι και σηκώθηκε ο Φώτης.

«Ποιον Καραούλ’ να βρεις; Τι θα πιάεις του χέρ’ τ’ Καραούλ’ πρώτα;»

«Πρέπ’ ναν τουνι βρου —δεν μπουρού.— Απ’ τ’ θεια σ’ δε ρχέσι; Δεν τουν ήβρις στου δρόμου;»

«Τι; μ’ τουνι ματάστ’λις ικεί; Σα δεν ήμ’να κει, καημένε, ναν τουνι ντιροκόψου! Δε ντρέπισι να σι παίζ’ ου Καραούλ’ς κουτζά μ’ άντρα; Ή το ‘χ’ς πως δεν του ξέρ’ ου κόσμους;»

Ο Φώτης κάτι θέλησε να πει.

«Έλ’, άφ’σ’ τα λόγια τώρα», τον έκοψε ο Γιώργης· «ικιά π’ χάλιψις σ’ τα δίν’ νι. Πάμι στου συνβουλιουγράφου να δώκουμ’ τ’ σημείουσ’ να κάν’ του συνβόλιου. Αίντι, φόρισ’ του σουρτούκου σ’ γλήγουρα!»

Ο Φώτης κατέβηκε με κεφάλι σκυφτό στο υπόγειο.

* * *

«Έλα, θεια, σ’ φέρου τον πεισμουμένουνι», φώναξε ο Γιώργης μπαίνοντας αποβραδίς μαζί με το Φώτη στην πόρτα της Κανούζενας.

«Κουπιάστι, κάτσ’τι», είπε τούτη με σβηστή φωνή δίνοντας το χέρι στο γαμπρό της και πολεμώντας να χαμογελάσει.

«Να, ιδώ είνι κι η μάνα μ’. Μάνα, πες τ’ τα κι ισύ μαναχή σ’. Πήγαμι μπρίτιρα κι άφ’καμι τ’ σημείουσ’· αύριου η ώρα δέκα θα να ‘ρθ’ ου συνβουλιουγράφους σπίτ’, ναν τ’ απουγράψ’τι», είπε ο Γιώργης της μάνας του, ενώ ο Φώτης της έδινε το χέρι και κάθιζε σε μια καρέκλα.

«Αφού τα ‘πατι μαζί, τι άλλου να που γω;» μουρμούρισ’ εκείνη.

«Κι η Φόνια πούνι τ’νι;» ρώτησε ο Γιώργης ύστερα από μια στιγμή.

«Όξου σ’ν αυλή ‘νι κι θα να ‘ρθ’», είπε η Κανούζενα νωρίς να τον κοιτάξει.

«Πάου ναν τς κρίνου.» Ο Γιώργης έκανε κατά τη μεσιανή πόρτα.

Η Κανούζενα έτρεξε κοντά του.

«Άιντι γλήγουρα μέσα», του είπε σιγαλά, προφτάνοντάς τον στην άλλη κάμαρη.

«Άφ’σι, θέλου ναν τς που ένα λόγου.»

«Δεν έχ’ς ναν τς πεις τίπουτας», ξανάπε σιγά η θεια του και τον έσπρωξε μέσα.

Ο Γιώργης γύρισε στον οντά.

«Πότι λες να κάν’τι του γάμου;» ρώτησε στο αναμεταξύ η Χατζάρενα το Φώτη.

«Όπουτι θέλ’τι. Ιγώ χαζίρ είμι.»

«Έπιασις σπίτ’;»

«Αυτήνου ‘νι, π’ δεν έχου σπίτ’· αλλιώς τουν έκαναμι κι ‘ν Κυριακή π’ μας έρχιτι.»

«Σα μείν’ κι για ‘ν άλλ’ Κυριακή δε χαλάει ου κόσμους», είπε ο Γιώργης.

«’Ν αλλ’ ‘ν Κυριακή πέφτ’ τς Πιντικουστής. Διφτέρα, Τρίτ’ γιουρτές. Ήλιγ’ αυτές τς μέρις να ‘μι ξάδειαστους, μπα άν’γα κιόλα ίσα μι τότι του κινούριου μαγαζί», είπε ο Φώτης.

«Τότινις διάσ’ κι κάμ’ τουνι τούτ’ ‘ν Κυριακή», ξανάπε ο Γιώργης.

«Να ‘βρ’ σπίτ’ πρώτα· πώς να κάμ’ ου άνθρουπους;» τον έκοψε η μάνα του.

«Να ιδού, να πιταχτού ταχιά ίσα μι τ’ θεια μ’», είπ’ ο Φώτης· «αυτήν’ σαν κι κάπ’ ξέρ’ δυο καμαρούλις στ’ γειτουνιά τς· είνι φτ’νές κι σ’μά στου μαγαζί κιόλας. Τα σπίτια δε χάθ’κανι, τ’ άλλα να ‘νι χαζίρ μαναχά.»

«Ποια άλλα; Ούλα χαζίρ είνι· ισύ δεν έχ’ς να γνιαστείς για τίπουτας. Του ν’φιάτ’κου το ‘ταξα ναν του φκιάσου γω τς ξαδέρφ’ς μ’. Ίσα μι ‘ν Κυριακή του ράφτ’ν ή όχ’, μάνα;» ρώτησε ο Γιώργης την ώρα που η Φόνη έμπαινε μέσα με το δίσκο συνοδεμένη από τη μάνα της.

«Γι’ αυτήνου μας άργησ’ η κυρά· ήθιλι να μας φ’λέψ’ κιόλας», γέλασε ο ίδιος θωρώντας την.

Η Φόνη γύρισε ένα γύρο με το δίσκο και καθένας πήρε το ποτήρι του με το ρακί.

«Στην γεια σας! καλουρίζ’κα! Να σ’ ζήσ’νι, θεια!» ξανάπε ο Γιώργης, φέρνοντας το ρακογιάλι στο στόμα. «Πού ‘νι του θ’κόσ’, μουρή; Άει, τ’ αστό’ησα πως δεν πίν’ν οι τσούπις», πρόστεσε γυρίζοντας στη Φόνη.

Τούτη δεν απάντησε, δε σήκωσε τα μάτια.

«Δο τς του ρακουγιάλ’ ικεί, π’ καρτιρεί η τσούπα», του φώναξε η μάνα του κι απέ σήκ’, μην κάθισι· δεν του π’στέβου να γνιάσ’κις να βρεις του Χ’λιάρα για του κιαφουλόι· μας χρειάζιτ’ αύριου μπουνώρα, π’ θα να ‘ρθ’ν οι αργάτις για τ’ αμπέλ’. Τα δίν’ς πρώτα κι απέ δε γνιάζισι ναν τα ματασ’μάεις!»

«Καλά, καλά· τώρα θα φύβγου, μάνα· μη φουνάεις.»

Η Φόνη έφυγε με το δίσκο στην άλλη κάμαρη. Ο Γιώργης γύρισε τα μάτια κατά κει.

«Σήκ’, σου ‘πα, κι νύχτουσι», του ξαναφώναξε η μάνα του, βλέποντας τη ματιά του.

«Ας φύβγου, να γλιτώσ απ’ τ’ν γκρίνια σ’», είπε εκείνος και σηκώθηκε.

«Στέκα κι ιγώ θα να ‘ρθου· άφ’κα μαναχό το πιδί στ’ απόγειου ούλου του δειλ’νό», είπε ο Φώτης και σηκώθηκε κι αυτός.

Χαιρέτησαν κι οι δυο και τράβηξαν κατά την πόρτα.

«Φώτ’, για να σ’ που ‘να λόγου», είπε αγάλια σκουντώντας το γαμπρό της η Κανούζενα εκεί που τον συνέβναγε στην πόρτα.

Εκείνος γύρισε.

«Έλα, πες καλ’νύχτα τς αρριβουνιαστ’κιάς σ’», τον πρόλαβε η μάνα του Γιώργη και τον έφερε στη μεσιανή πόρτα, όπου στέκονταν η Φόνη στο σκοτάδι.

Ο Φώτης της έδωσε το χέρι.

Η Κανούζενα πήγε στο μεταξύ στο τραπέζι, άνοιξε το συρτάρι και γύρισε κι αυτή στο Φώτη.

«Πάρ’ ιτούτου δω· κι σα θέλ’ς, ματακάν’ τ’νι μ’ τέτοια ντρουπή», του είπε σιγαλά, δίνοντας του το κουτάκι με το δαχτυλίδι.

Ο Φώτης το ‘βαλε στην τσέπη του, καλονύχτισε και βγήκε.

Η Φόνη πήγε πάλι στο κελάρι.

«Κι ιγώ ώρα είνι να φέβγου τώρα», είπε σε λίγο της Κανούζενας η μάνα του Γιώργη.

Η πρώτη την κοίταξε θλιμμένα.

«Άικ’σι τώρα· ό,τ’ γίν’κι δεν ξιγένιτι· ας μην του μιλιτάμι. Τήρα μαναχά να γέν’ του στιφάν γλήγουρα. Ου Φώτ’ς, είπι, διάζιτι. Σπίτ’ τ’ράει να βρει. Κι σα δε βρει, καλά θα κάμ’ς ναν τς στιφανώεις ιδώ μέσα, κι ας κάτσ’ν ιδώ όσου να βρει.»

«Αυτήνου καλά· μα τ’ άλλου, τ’ άλλου αδιρφούλα μ’ πώς ναν του κάνου; Σκιάζουμι ντρουπές χιρότιρις», μουρμούρισε η Κανούζενα.

«Για τ’ άλλου ισύ ξέρ’ς καλύτιρ’ απού μένανι.»

«Τι ξέρου η άλαλ’! Δε μ’ έκουβ’ ου θιος πες...»

«Άφ’σ’ τα τώρα αυτήνα· ήτανι καλά να μη γένει, σου ‘πα. Άει, καλ’νύχτα.»

«Καλ’νύχτα», αναστέναξε η Κανούζενα και στάθηκε, κοιτάζοντάς την όσο χάθηκε στο σούρπωμα του δρόμου

* * *

Ο Φώτης ήβρε σπίτι κι ο γάμος έγινε την Κυριακή. Η Φόνη φέρθηκε κρατούμενη απ’ τον ξάδερφό της στην καινούρια κατοικιά της, όπου μια θεια του αντρός της την προσδέχτηκε στο κατώφλι, στο πόδι πεθεράς. Η φιγούρα, που έκαμε σα νύφη στους δρόμους που την πέρασαν, ήταν καλή. Τα κορίτσια, που μαζέφτηκαν στα παραθύρια γύρω να τη δουν και να της ρίξουν ρύζι, βρήκαν πως η ανάλαφρη χλωμάδα της θωριάς της ταίριαζε πιο όμορφα με τ’ άσπρο βέλο που της σκέπαζε τα μαλλιά.

Ως τα μεσάνυχτα βάσταξε το γλέντι στο σπίτι του γαμπρού. Ο Φώτης νύσταξε νωρίς, ο Μήτρος Καραούλης δεν είχε μεγάλη όρεξη για τραγούδι.

Η μαγιάτικη νυχτιά όξω δόλωνε με την αστροφεγγιά της, κι οι καλεσμένοι πήραν τα βιολιά και βγήκαν στη συνηθισμένη πατινάδα. Η θεια του Φώτη, αφού σήκωσε μαζί με τη Φόνη το τραπέζι, καλονύχτισε κι αυτή τους νιόπαντρους … … … … … …

«Πρώτ’ βουλά π’ μι παίρ’ ου ήλιους στου στρώμα», είπε ο Φώτης, πετιούμενος την αυγή κι ανοίγοντας το παράθυρο, που το χρύσωνε η ανατολή.

«Σι λ’πήθ’κα να σι ξυπνήσου», είπε σιγαλά η Φόνη.

«Κι δε σ’λλουιόσ’να π’ θα χασουμιράν οι μαστόρ’ στου μαγαζί;» φώναζε εκείνος και πήρε να ντυθεί.

«Να πάου τότινις να σ’ φκιάσου τουν καφέ.»

Η Φόνη πήδησε από το κρεβάτι, έριξε βιαστική κατιτίς απάνω της και βγήκε από την πόρτα. Σαν έπεσε η ματιά της στο κατώφλι απόξω και δεν είδε πια εκείνο που είχε ρίξει εκεί τη νύχτα, η καρδιά της στάθηκε. Πως η θεια του Φώτη θα ‘μεινε ευχαριστημένη, το βεβαιώθηκε περσότερο από τη φωτιά, που ήβρε αναμμένη στη γωνιά της άλλης κάμαρης. Ήταν βαλμένο και το μπρίκι κιόλα.

Πεταχτή, έκαμε τον καφέ και τον έφερε γοργά στον άντρα της.

«Ιγώ πάου τώρα», είπε τούτος, αφού τον ήπιε βιαστικά, γυρίζοντας στη γυναίκα του, που είχε ντυθεί κι αυτή κι έπιασε και συγύριζε την κάμαρη.

«Στου κινούριου μαγαζί θα πας;» τον ρώτησε εκείνη σιμώνοντάς τον.

«Πού αλλού; Μπα κι τ’ άν’γαμ’ ίσα μι τς Πιντικουστής», αποκρίθηκε και πήρε το καπέλο του και τράβηξε κατά την πόρτα.

Η Φόνη τον συνέβγαλε ως όξω:

«Του γιόμα θα να ‘ρθ’ς;» τον ρώτησε εκεί που κατέβαινε τη σκάλα.

«Θα να ‘ρθου, άμα σκουλάσ’ν οι μαστόρ’· π’στέβου, φαΐ ν’ ανέμ’κ’ απ’ τα ψε;» απάντησ’ εκείνος, γυρίζοντας μια στιγμή. Και πήδησε στο δρόμο.

Η Φόνη τον ακολούθησε με το μάτι όσο που χάθηκε. Έπειτα γύρισε και κοίταξε ένα γύρω την καινούρια γειτονιά της.

Μια γυναίκα βγήκε στην πόρτα του διπλανού σπιτιού και την καλημέρισε και την ευκήθηκε.

Η Φόνη την ευχαρίστησε και γύρισε για να μπει μέσα. Μα καθώς έστριβε, η ματιά της πήρε άξαφνα τρεις μορφές, που περνούσαν από το βάθος τ’ άλλου δρόμου. Της φάνηκαν σα γνώριμες και στάθηκε μια στιγμή και κοίταξε. Η μια απ’ τις τρεις σα να ‘ταν η Βαρβάρα. Και λίγα βήματα από πίσω πάγαινε ένας καβαλάρης. Απ’ το ψαρί άλογο, απ’ την άσπρη φορεσιά κι απ’ την πλατιά ψάθα, που είχε τούτος στο κεφάλι, η Φόνη γνώρισε ποιος ήταν.

Στάθηκε ακόμα μια στιγμή, όσο που χάθηκαν κι αυτοί στο μάκρος, κι ύστερα μπήκε μέσα και ξανάπιασε το σιγύρισμα της κάμαρής της.

 

Τ Ε Λ Ο Σ