Home

«Αβουλία»

?Η αδυναμία του ανθρώπου να επιβάλει στον εαυτό του τη θέλησή του.
?Προέρχεται απ? το στερητικό -α + βουλή.
?Συνώνυμα: διστακτικότητα, αναποφασιστικότητα, απραξία, αδράνεια.
?Ο Γάλλος φιλόσοσφος Lalande A., διέκρινε την αβουλία σε δύο μορφές: Α) Στην αβουλία εκλογής, η οποία χαρακτηρίζει τα άτομα που δυσκολεύονται στο να πάρουν μια απόφαση-αναποφάσιστα-, βρίσκονται πάντα σε δίλημμα, ακροβατούν μεταξύ του «ναι και του όχι». Β) Στην αβουλία εκτέλεσης, όπου εδώ ο άβουλος μπορεί να πάρει μια απόφαση, αλλά δεν έχει το θάρρος να την εκτελέσει. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των ατόμων η απραξία κι η αδράνεια.
Γενικά τα άβουλα άτομα είναι κατά κάποιο τρόπο «καλοί-αγαθοί» άνθρωποι που ανέχονται τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. «Φαίνεται να υπάρχει μια βλάβη στη ρίζα της βούλησης των καλών ανθρώπων, κάτι που μοιραία οδηγεί στη νέκρωση του οργανισμού της ζωής-στην εγκληματική σκλήρυνση και στην θλάση των συνειδήσεων. Έτσι, δεν εξάπτεται το φιλότιμο της ύπαρξης και η μοίρα του κόσμου κρίνεται», παρατηρεί ο δοκιμιογράφος Κ.Τσιρόπουλος. Ο άβουλος άνθρωπος γίνεται έρμαιο των παρορμήσεων και των επιθυμιών της θέλησης των άλλων, καθοδηγείται απ? τους άλλους και παραμένει στη σκιά και στην αφάνεια.

«Αβουλία πολλά βλάπτονται άνθρωποι»

  • Εκτύπωση