Χρήση:
Το ρήμα have got σημαίνει έχω και χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για πράγματα που μας ανήκουν. Επίσης, το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε κάποιον, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά του.
π.χ. I have got three pencils.
Mary has got brown hair and brown eyes.