Ο Ηρακλής ή Αλκίδης (στην αρχ. ελλ. ?ρακλ?ς) ήταν αρχαίος μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των Ελλήνων ηρώων. Γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του Δία και της Αλκμήνης, απόγονος του Περσέα.
Η μητέρα του Αλκμήνη ήταν παντρεμένη με τον Αμφιτρύωνα, με τον οποίον κατέφυγαν στη Θήβα, επειδή ο Αμφιτρύωνας είχε δολοφονήσει τον Ηλεκτρύωνα κατά λάθος (πατέρα της Αλκμήνης και γιο του Περσέα). Ο Δίας πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα και κοιμήθηκε με την Αλκμήνη. Πριν γεννηθεί ακόμα ο Ηρακλής, ο Δίας ανήγγειλε στους Θεούς ότι θα γεννηθεί από την Αλκμήνη απόγονος του Περσέα, που θα βασιλεύσει στον Θρόνο των Περσίδων.
Όταν γεννήθηκε ο Ηρακλής, η Ήρα, η γυναίκα του Δία, η οποία τον ζήλευε για τις απιστίες του, έστειλε στην κούνια του δύο φίδια, αλλά το βρέφος τα στραγγάλισε. Ο θετός πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύωνας, ο οποίος ανέλαβε να τον μεγαλώσει, τον δίδαξε την τέχνη του ηνιόχου, ο Κάστορας του δίδαξε την οπλασκία, ο Αίλυκος την πάλη, ο Εύρυτος το τόξο, ο κένταυρος Χείρωνας τις Επιστήμες και ο Λίνος τη Μουσική.
Ο μύθος που σώθηκε από τον Ξενοφώντα, μας διηγείται το περιστατικό εκείνο, όταν ο Ηρακλής καθισμένος σε κάποιο σταυροδρόμι, είδε να περνούν από μπροστά του δύο πανέμορφες κοπέλες. Η μια του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη, η Αρετή, του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Έτσι ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή, προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη δόξα και την τιμή με τις καλές του πράξεις και την αρετή του.
Ως έφηβος προκάλεσε τον πόλεμο μεταξύ της Θήβας με το βασίλειο του Ορχομενού. Ως ανταμοιβή για τη νίκη του εναντίον του Ορχομενού, πήρε για γυναίκα του τη Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας, με την οποία απέκτησε τρία (κατ' άλλους περισσότερα) παιδιά. Η Ήρα όμως τον τρέλανε, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Όταν συνειδητοποίησε τι έκανε, αποφάσισε να πάει στο Μαντείο των Δελφών για να πάρει χρησμό, ώστε να μάθει με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εξαγνισθεί. Σύμφωνα με τον χρησμό, έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που θα του πρόσταζε εκείνος.
Στο πλαίσιο των άθλων, ο Ηρακλής σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας, σκότωσε τη Λερναία Ύδρα, έπιασε το γοργό ελάφι της Κερύνειας, σκότωσε τον Ερυμάνθιο Κάπρο, καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία, σκότωσε τις Στυμφαλίδες Όρνιθες, έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης, έκλεψε τα άγριαάλογα του Διομήδη, πήρε τη ζώνη της Ιππολύτης, έφερε τα βόδια του Γηρυόνη στον Ευρυσθέα, άρπαξε τα μήλα των Εσπερίδων, και τέλος έφερε τον Κέρβερο από τον Άδη.
Εκτός από τους άθλους, ο Ηρακλής πραγματοποίησε κι άλλα μυθικά κατορθώματα.
Ο Θησέας (αρχ. Θησεύς) ήταν Έλληνας βασιλιάς της Αθήνας στην ελληνική μυθολογία, γιος του Αιγέα και της Αίθρας, ο πιο δημοφιλής ήρωας στην αρχαία Ελλάδα μετά τον Ηρακλή.
Επειδή ο Αιγέας δεν είχε παιδιά παρά τις προσπάθειές του, πήγε στο Μαντείο των Δελφών και πήρε ένα δυσνόητο χρησμό. Επιστρέφοντας στην Αθήνα σκέφθηκε να περάσει από το φίλο του βασιλιά της Τροιζήνας Πιτθέα, ο οποίος τον φιλοξένησε. Ο Αιγέας του ανέφερε τον χρησμό, οπότε ο Πιτθέας, κατανοώντας το νόημά του, μεθά τον Αιγέα και τον ρίχνει στο κρεβάτι της κόρης του Αίθρας, αποσκοπώντας έτσι να γίνει παππούς του διαδόχου του αθηναϊκού θρόνου. Το πρωί, όταν ο Αιγέας συνήλθε από το μεθύσι του δίπλα στην Αίθρα, την έπεισε να του υποσχεθεί ότι αν αποκτούσε απόγονό του θα τον μεγάλωνε κρυφά στην πόλη. Ακόμα, έκρυψε κάτω από μεγάλο βράχο τα σανδάλια και το σπαθί του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν μεγαλώσει το παιδί του τόσο ώστε να μπορέσει να σηκώσει το βράχο, να το διέταζε να πάει στην Αθήνα και να του δείξει τα αντικείμενα. Στο μεταξύ, τη νύκτα που κοιμήθηκε με τον Αιγέα, η Αίθρα είδε σε όνειρο την Αθηνά, η οποία την καθοδήγησε να περάσει περπατώντας πάνω σε υφάλους στη νησίδα Σφαιρία, που είναι τόσο κοντά στην ακτή της Τροιζήνας, ώστε να μπορεί κάποιος να πάει σε αυτή με τα πόδια. Καθώς περπατούσε μέσα στη θάλασσα λέγεται ότι ο Ποσειδώνας τη γονιμοποίησε. Μετά λοιπόν από εννέα μήνες η Αίθρα γέννησε τον Θησέα πάνω στο δρόμο που πάει στο λιμάνι. Ο ήρωας επομένως είχε αβέβαιη πατρότητα, μοιρασμένη ανάμεσα στον Αθηναίο βασιλιά και στο θεό της θάλασσας.
Στο τέλος της εφηβείας του, ο Θησέας έμαθε από τη μητέρα του, Αίθρα, την καταγωγή του και μπόρεσε να σηκώσει το βράχο και να βρει τα πράγματα που είχε κρύψει ο Αιγέας. Αμέσως ξεκίνησε να πάει στην Αθήνα για να γνωρίσει τον πατέρα του, αλλά όχι με πλοίο όπως του συνέστησε η προσεκτική πριγκήπισσα. Θέλησε να πάει από την ξηρά, την οποία λυμαίνονταν διάφοροι ληστές, προκειμένου να μιμηθεί κατά κάποιο τρόπο τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο είχε ως πρότυπο, αλλά και να εκκαθαρίσει τον δρόμο ως την Αθήνα από τους εγκληματίες.
Πραγματικά, κοντά στην Επίδαυρο συνάντησε τον Περιφήτη, γνωστό και ως «Κορυνήτη» από το σιδερένιο ρόπαλο που χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει τους διαβάτες. Ο Θησέας κατόρθωσε να του το αρπάξει και να τον σκοτώσει με αυτό. Στη συνέχεια, στον Ισθμό της Κορίνθου, συνάντησε τον Σίνη τον «Πιτυοκάμπτη» (= αυτόν που λυγίζει τα πεύκα) ο οποίος έσχιζε στα δύο τα θύματά του δένοντάς τα ανάμεσα σε δύο λυγισμένα πεύκα. Ο Θησέας τον θανάτωσε με τον ίδιο τρόπο. Όχι πολύ μακριά από τον Ισθμό, στην Κρομμυώνα (Άγιοι Θεόδωροι), ο Θησέας σκότωσε την άγρια γουρούνα Φαία, η οποία έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή. Στις Σκιρωνίδες Πέτρες, τη σημερινή Κακιά Σκάλα, αντιμετώπισε τον ομώνυμο ληστή, τον Σκίρωνα, που ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια, οπότε καθώς εκείνοι ήταν σκυμμένοι τους κλοτσούσε και τους έριχνε στο γκρεμό, όπου τους έτρωγε μία τεράστια χελώνα. Ο Θησέας τον έριξε στο γκρεμό. Προχωρώντας στην Ελευσίνα, ο ήρωας πάλεψε με τον Κερκύονα, που σκότωνε τους διαβάτες πνίγοντάς τους με ένα ισχυρό εναγκαλισμό, και τον θανάτωσε χτυπώντας το κεφάλι του στη γη. Τέλος, στον Κηφισό στην Ιερά Οδό (κοντά στο σημερινό Δαφνί), εξόντωσε και τον Πολυπήμονα, τον πατέρα του Σίνη, γνωστότερο ως «Προκρούστη» επειδή εξαπατούσε τους ταξιδιώτες και τους παρέσυρε στο σπίτι του, όπου τους εξάρθρωνε τα πόδια ή τους τα έκοβε με πριόνι για να τους «ταιριάξει» στο κρεβάτι του. Μετά από όλα αυτά, ο Θησέας δέχθηκε κάθαρση από τους γιους του Φυτάλου στα νερά του Κηφισού για τις δολοφονίες όλων των ληστών, ώστε να αντικρύσει για πρώτη φορά τον πατέρα του ως εξαγνισμένος ήρωας.
Στην ελληνική μυθολογία ο Ιάσονας (Ιάσων) ήταν ο ήρωας που ηγήθηκε της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Ο Ιάσονας ήταν γιος του Αίσονα και της Πολυμήδης, της θείας του Οδυσσέα. Πάντως ως μητέρα του αναφέρεται και η Αλκιμήδη και, σύμφωνα με τους θεσσαλικούς μύθους, η Ροιώ. Ο Ιάσονας ήταν απόγονος του θεού Αιόλου. Ο Αίσονας, νόμιμος βασιλιάς της Ιωλκού, εκδιώχθηκε από τον ετεροθαλή αδελφό του, τον Πελία, ενώ άλλη εκδοχή λέει ότι ο Αίσονας εμπιστεύθηκε στον Πελία την εξουσία ώσπου να ενηλικιωθεί ο Ιάσων. Ο μικρός Ιάσονας ανατράφηκε στο Πήλιο από τον Κένταυρο Χείρωνα, που του δίδαξε και την Ιατρική.
Μόλις ενηλικιώθηκε, ο Ιάσονας πήρε τον δρόμο για την Ιωλκό. Στον δρόμο, καθώς επεχείρησε να περάσει ένα ποτάμι, έχασε το ένα του σανδάλι, οπότε εμφανίσθηκε στη γενέτειρά του «μονοσάνδαλος». Φορούσε το τομάρι ενός πάνθηρα και κρατούσε από μία λόγχηστο κάθε του χέρι. Φθάνοντας στο κέντρο της Ιωλκού τον είδε ο Πελίας, που εκείνη τη στιγμή τελούσε μία θυσία. Ο Πελίας τότε τρομοκρατήθηκε, επειδή ένας χρησμός του είχε πει να «φυλαχθεί από τον μονοσάνδαλο». Ο Ιάσονας έμεινε 5 ημέρες στο σπίτι του πατέρα του και στη συνέχεια πήγε στον Πελία και του ζήτησε την εξουσία. Μόλις ο Πελίας συνήλθε από τον φόβο του, ρώτησε τον Ιάσονα ποια τιμωρία θα επέβαλλε σε ένα σφετεριστή του θρόνου, οπότε ο Ιάσονας του αποκρίθηκε ότι θα τον έστελνε να φέρει το «Χρυσόμαλλο δέρας», την προβιά δηλαδή του φτερωτού κριαριού που είχε φυγαδεύσει τον Φρίξο και την Έλλη. Τότε ο Πελίας διέταξε τον Ιάσονα να εκτελέσει αυτή την αποστολή, άλλη παράδοση όμως αναφέρει ότι ο Ιάσονας πήρε μόνος του την απόφαση να πάει να φέρει το Δέρας: κατά τους ποιητές, η θεά Ήρα του ενέβαλε αυτή την ιδέα, με απώτερο στόχο να τιμωρήσει τον Πελία επειδή δεν την τιμούσε όπως εκείνη θα ήθελε.
Οι δώδεκα Θεοί του Ολύμπου είναι οι κύριοι θεοί της Ελληνικής μυθολογίας που κατοικούσαν στην κορυφή του Ολύμπου. Οι Ολύμπιοι θεοί κέρδισαν την εξουσία νικώντας τους Τιτάνες στην Τιτανομαχία. Στην πραγματικότητα οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν κάποιο συγκεκριμένο δωδεκάθεο, αλλά υπήρχαν μεγάλοι και μικρότεροι θεοί και άλλοι που λατρεύονταν τοπικά π.χ. ο Δίας, ο Ποσειδώνας και ο Άδης ήταν οι μεγαλύτεροι θεοί, ενώ ο Διόνυσος ήταν μικρότερος θεός. Το δωδεκάθεο είναι έννοια που σχηματίστηκε από δυτικούς λόγιους τον 16ο-17ο αιώνα και έχει εμφανιστεί με διάφορες συνθέσεις ανάμεσα σε 14 θεούς.
Επισηνάπτω και τα παρακάτω στοιχεία για τους θεούς του Ολύμπου: