Σοφιστές » Πότε και ποιοι

 

 





Σοφιστές - Πότε και ποιοι

Στις ελληνικές πόλεις του 5ου π.Χ. αιώνα συναντάμε μια ομάδα λόγιων αντρών, που οι σύγχρονοί τους ονομάζουν σοφιστές. Σοφιστής σήμαινε αρχικά ο σοφός, από την εποχή όμως εκείνη η λέξη αρχίζει να παίρνει μια αρνητική σημασία, που διατηρείται ως και σήμερα: σοφιστής θεωρείται εκείνος που προσπαθεί να παραπλανήσει με σοφιστείες και σοφίσματα, δηλαδή με αληθοφανείς και κυρίως αναληθείς συλλογισμούς.
Η αρνητική αυτή εικόνα για τους σοφιστές ανάγεται στην οξεία κριτική του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Αυτοί κατηγορούσαν τους σοφιστές ως παραπλανητικούς και εριστικούς εμπόρους γνώσης, που έβλαπτε τους νέους.
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική.
Οι σοφιστές ήταν άνθρωποι από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι χωρίς να έχουν στέρεους δεσμούς με τον τόπο τους, ταξίδευαν σε όλες τις πόλεις και φυσικά την Αθήνα που ήταν όχι μόνο η ισχυρότερη πολιτικά και οικονομικά πόλη της Ελλάδας αλλά και το πνευματικό κέντρο της εποχής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ένας σοφιστής ήταν ο πρώτος κήρυκας της πανελλήνιας ιδέας (που αργότερα υλοποίησαν με τη δύναμη των όπλων ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος).
Το κύριο έργο των σοφιστών ήταν η διδασκαλία των νέων· για το έργο τους αυτό έπαιρναν χρηματική αμοιβή. Τους κατηγόρησαν γι' αυτό, πράγμα πολύ φυσικό σε μια κοινωνία που θεωρούσε υποτιμητικό για τον ελεύθερο να παίρνει χρήματα για προσφερόμενες σε άλλους υπηρεσίες. Όμως οι σοφιστές εισπράττοντας χρήματα διακήρυσσαν την πίστη τους στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας τους και στο γεγονός ότι μόρφωση μπορούσαν να αποκτήσουν όλοι και όχι μόνο οι γόνοι των αριστοκρατικών οικογενειών. Σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις άφηναν τους ίδιους τους μαθητές τους να καθορίσουν το ποσό που πίστευαν ότι άξιζε η διδασκαλία τους.
Η διδασκαλία τους είχε ως αντικείμενο πολλά διαφορετικά μαθήματα (όπως γραμματική, ιστορία, μουσική, φιλολογία, φυσικές επιστήμες), προπάντων όμως τη ρητορική. Γενική ήταν η πεποίθηση ότι μέσω της σοφιστικής μόρφωσης μπορούσε να αναπτυχθεί η ευβουλία, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε κανείς να χειριστεί καλά τόσο τις ιδιωτικές του όσο και τις δημόσιες υποθέσεις . Ο πολίτης του 5ου αιώνα συμμετείχε ενεργά στα δημόσια πράγματα και –μέσα στα πλαίσια του δημοκρατικού πολιτεύματος- όχι μόνο αποφάσιζε με την ψήφο του στις λαϊκές συνελεύσεις, αλλά μπορούσε και ο ίδιος να μιλήσει και να προτείνει λύσεις. Έγινε λοιπόν φανερό ότι θα έπρεπε ο πολίτης να μπορεί να πείσει και οι σοφιστές αναλάβανε τη διδασκαλία της ρητορικής τέχνης· δεν είναι τυχαίο ότι τον 5ο αιώνα η λέξη «Ρήτωρ» σήμαινε πολιτικός. Σε αντίθεση λοιπόν με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους οι σοφιστές είχαν μεταθέσει το κέντρο του ενδιαφέροντός τους από τη φύση στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος λοιπόν και οι θεσμοί της κοινωνίας (όπως η πολιτεία, το δίκαιο, η θρησκεία, η εκπαίδευση) ήταν τα βασικά αντικείμενα έρευνας και σκέψης των σοφιστών.
Όμως η διδασκαλία και η δράση των σοφιστών, που σύμφωνα με ένα σύγχρονο μελετητή (Θ. Βέικο) «αντιπροσώπευαν την αιχμή της φιλελεύθερης και δημοκρατικής σκέψης», προξένησαν την αντίδραση των συντηρητικών δυνάμεων της ελληνικής κοινωνίας. Κατηγορήθηκαν λοιπόν ότι ήταν υπεύθυνοι για τις αντικοινωνικές τάσεις και τη χαλάρωση των ηθών, που παρατηρήθηκε στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα.

 





 

Σχετικά κείμενα από τη συλλογή:


Μέτρο του καλού το ωφέλιμο (Πρωταγόρας)


 
Συνοπτικό κείμενο