Τύπος ιστιοφόρου πλοίου που έφερε, εκτός από τα παραδοσιακά τετράγωνα πανιά που είχαν όλα τα πλοία έως τότε, και ένα ή περισσότερα τριγωνικά πανιά, που ονομάζονταν λατίνια. Η καραβέλα, σύνθεση της ευρωπαϊκής και της αραβικής ναυπηγικής παράδοσης, πρέπει να ναυπηγήθηκε για πρώτη φορά κάπου στη Μεσόγειο, πιθανόν στην Πορτογαλία ή την Ισπανία, κατά τις πρώτες δεκαετίες του 15ου αι.. Οφείλει την ονομασία της, μάλλον, στην αγγλική λέξη carvel, η οποία δηλώνει το πλοίο που είναι κατασκευασμένο με λεία αρμολογία, δηλ. οι σανίδες των πλευρών του σκάφους εφάπτονται μεταξύ τους, χωρίς το ένα να υπερκαλύπτει μέρος του άλλου, δηλαδή να «πατάει» το ένα στο άλλο, όπως συνέβαινε στην παραδοσιακή αρμολογία των πλοίων έως τότε. Οι καραβέλες, μολονότι πιο εύκολες στο χειρισμό τους από τις προηγούμενες μορφές πλοίων, ήταν το ίδιο άβολες για το πλήρωμα. Γενικά, είχαν ένα μόνο κατάστρωμα, που η μεγάλη καμπυλότητά του επέτρεπε να φεύγουν γρήγορα τα νερά από τα κύματα που το σάρωναν. Ο πλοίαρχος είχε συνήθως τη σχετική πολυτέλεια μιας μικρής καμπίνας στην πρύμνη, αλλά το υπόλοιπο πλήρωμα –γύρω στους 30 με 40 άντρες– κοιμόταν όπου μπορούσε: στο κατάστρωμα τη ζεστή εποχή, κάτω από το κατάστρωμα με το φορτίο κατά τις φουρτούνες και τα κρύα. Τον περισσότερο χρόνο του το πλήρωμα τον περνούσε αντλώντας νερά από τα αμπάρια, βυθομετρώντας και μανουβράροντας τα πανιά. Μια τέτοια ζωή, αν και σκληρή και μερικές φορές επικίνδυνη, δεν ήταν ιδιαίτερα ανθυγιεινή. Στις πρώτες δεκαετίες της εποχής των εξερευνήσεων, τα ταξίδια σπάνια κρατούσαν πάνω από δύο μήνες και τα πλοία έμεναν συνήθως κοντά στις ακτές, κάνοντας συχνές προσεγγίσεις για ανεφοδιασμό. Εκτός από τις περιόδους καταιγίδας ή πολέμου, τα πληρώματα τρέφονταν αρκετά καλά, με φρέσκα τρόφιμα και νερό. Όταν όμως η διάρκεια των ταξιδιών μεγάλωσε, εμφανίστηκαν προβλήματα. Χρειάζονταν μέχρι 25 άντρες για να μανουβράρουν τις τεράστιες κεραίες της καραβέλας, ενώ τα ανοιχτά καταστρώματα πρόσφεραν ελάχιστη προστασία στο πλήρωμα και τα εφόδια. |