Όργανο που παρέχει άμεσο προσανατολισμό προς σταθερές κατευθύνσεις, όπως είναι ο γήινος μαγνητικός άξονας ή ο άξονας περιστροφής της Γης. Η πυξίδα, που λέγεται και μαγνητική πυξίδα, βασίζεται στην ιδιότητα που έχουν οι μαγνητικές βελόνες να προσανατολίζονται σύμφωνα με τις δυναμικές γραμμές του γήινου μαγνητικού πεδίου και να διευθετούνται, επομένως, παράλληλα προς το επίπεδο του τοπικού μαγνητικού μεσημβρινού. Η πυξίδα χρησιμεύει για τον προσανατολισμό πλοίων και αεροσκαφών, ακόμη όμως και οχημάτων ή πεζών που κινούνται σε περιοχή άγνωστη στην οποία δεν υπάρχουν διακριτικά σημεία. Ο τόπος και ο χρόνος ανακάλυψης της πυξίδας παραμένουν άγνωστοι. Το ίδιο άγνωστος είναι ο τόπος και ο χρόνος τής πρώτης εφαρμογής αυτών των ανακαλύψεων στη ναυτιλία. Πιθανότερο φαίνεται η πυξίδα να ανακαλύφθηκε από τους Κινέζους, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν ήδη γύρω στο 1100 μ.Χ.. Οι ναυτικοί της δυτικής Ευρώπης και οι Άραβες άρχισαν να χρησιμοποιούν την πυξίδα περίπου έναν αιώνα αργότερα. Η πρώτη ναυτική πυξίδα πιθανώς απαρτιζόταν από μαγνητισμένη βελόνα στερεωμένη σε κομμάτι ξύλου ή καλαμιού, που επέπλεε σε δοχείο γεμάτο με νερό. Αργότερα, η βελόνα προσαρμόστηκε σε μια βάση στερεωμένη στον πυθμένα του δοχείου. Τον 13ο αιώνα προσαρμόστηκε στη βελόνα ένας δίσκος με ζωγραφισμένο ανεμολόγιο, στον οποίο ο θαλασσοπόρος μπορούσε πλέον εύκολα να διαβάζει τον προσανατολισμό του. Κατά τον 15ο αι. έγινε αντιληπτό, πιθανώς από τον Χριστόφορο Κολόμβο, ότι η βελόνα της πυξίδας δεν καταδείκνυε τον αληθινό Βορρά από όλους τους τόπους, αλλά σχημάτιζε γωνία με τον τοπικό μεσημβρινό. Το φαινόμενο αυτό αποκαλείται απόκλιση. Πάντως, παρά την αναγνώριση της αξίας της, η μαγνητική πυξίδα ήταν για πολλά χρόνια ένα ευπαθές, προβληματικό και αναξιόπιστο όργανο. |