[λύτρωση: (μεταφορικά) απελευθέρωση, αλύτρωτος: αυτός που είναι ακόμη υπόδουλος] Όρος που χρησιμοποιήθηκε για να δηλωθούν όλοι εκείνοι οι πληθυσμοί που εξακολουθούσαν να ζουν υπόδουλοι ενώ ομοεθνείς τους είχαν ήδη δημιουργήσει ανεξάρτητο εθνικό κράτος. Π.χ., οι Έλληνες ονόμαζαν αλύτρωτους τους ελληνικούς πληθυσμούς που ζούσαν, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830), στην Οθωμανική αυτοκρατορία. |