Η θρησκεία και η θρησκευτική ζωή

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Αρχική σελίδα

Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω

Οι ταραχές και η σύγχυση που συνδέονται με την εισβολή των Δωριέων και τις μετακινήσεις των ελληνικών φύλων επηρεάζουν τη λατρεία. Νέοι θεοί όπως ο Απόλλων, η Άρτεμις, η Αφροδίτη, εμπλουτίζουν το πάνθεο, ενώ πλήθος από τοπικές θεότητες βρίσκονται στο επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής. Οι θεότητες αυτές προοδευτικά και μέχρι τους κλασικούς χρόνους θα συγχωνευθούν με θεούς ισχυρότερους και θα γίνουν απλά προσωνύμιά τους όπως π.χ. η Ορθία στη Σπάρτη που ταυτίζεται με την Αρτέμιδα, η Αλέα στην Τεγέα που ταυτίζεται με την Αθηνά κ.λπ.

Από τις θρησκευτικές δοξασίες της μεταμυκηναϊκής εποχής θα προκύψει η θρησκεία των θεών του Ολύμπου, με κύρια χαρακτηριστικά τη μείωση του αριθμού των θεών, τον ανθρωπομορφισμό και τον πατριαρχικό χαρακτήρα που αντανακλά την οργάνωση της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Δίας κυβερνά από το παλάτι του στον Όλυμπο και συγκαλεί το συμβούλιο των θεών, όπως ο βασιλιάς στην ανθρώπινη κοινωνία το συμβούλιο των ευγενών. Οι θεοί παρεμβαίνουν και ρυθμίζουν τη ζωή και τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου θα αποτελέσει την επίσημη θρησκεία των Ελλήνων. Στο τέλος της αρχαϊκής εποχής ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, ο Απόλλων, ο Ποσειδών και οι υπόλοιποι θεοί του Ολύμπου λατρεύονται σ’ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Παράλληλα όμως με την επίσημη, η λαϊκή θρησκεία, που έχει ως αντικείμενο λατρείας τις πανάρχαιες χθόνιες (χθων = γη) θεότητες του θανάτου και της βλάστησης θα αποτελέσει τον άλλο πόλο της θρησκευτικής ζωής. Οι χθόνιες θεότητες που παρέχουν στους ανθρώπους τα αγαθά της γης έχουν βαθύτατες ρίζες στην ψυχή του λαού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ύπατος των θεών, ο Ζευς, θεός ουράνιος κατ' εξοχήν, λατρεύεται παράλληλα και ως χθόνιος.

Στην αρχαιότερη περίοδο της ελληνικής θρησκείας σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική ζωή έχουν οι οικογενειακές λατρείες. Οι θεοί που προστατεύουν την οικογένεια είναι η Εστία, βωμός της οποίας υπάρχει στο εσωτερικό του σπιτιού, και ο Έρκειος Ζευς (έρκος = φράχτης), βωμός του οποίου βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού και γύρω από αυτόν συγκεντρώνονται τα μέλη του οίκου για τη λατρεία. Ο Ζευς και η Ήρα είναι προστάτες του γάμου, για τον οποίο ιδιαίτερα ενδιαφέρεται η πόλη. Ευρύτερες συγγενικές ενώσεις όπως π.χ. οι φρατρίες έχουν τη δική τους εορτή (π.χ. στην κλασική Αθήνα την εορτή των Απατουρίων), κατά την οποία τα μέλη των φρατριών συναντώνται στη θυσία και στο θυσιαστήριο γεύμα. Μεγάλες ακόμα οικογένειες έχουν κληρονομικές λατρείες και μέλη τους αναλαμβάνουν την εκτέλεση ιερατικών καθηκόντων, προνόμιο το οποίο διατηρούν και στην κλασική εποχή (π.χ. Ευμολπίδες στην Ελευσίνα που τελούν τη λατρεία της Δήμητρας). Το γεγονός υποδηλώνει την υπεροχή των αριστοκρατικών οικογενειών, εκφρασμένη και σε θρησκευτικό επίπεδο.

Η ανάγκη της θεϊκής προστασίας δεν αφορά μόνο την οικογένεια αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πόλεις ιδρύονται γύρω από ένα ιερό που βρίσκεται συνήθως στην ακρόπολη και ο λατρευόμενος σ’ αυτό θεός γίνεται ο προστάτης της πόλης. Η συλλογική λατρεία του αποσκοπεί στην εξασφάλιση της προστασίας της κοινότητας. Ο Ζευς ως πολιεύς και η Αθηνά ως πολιάς διαφυλάσσουν την πολιτική υπόσταση της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό ότι δύο από τις επωνυμίες του Δία είναι βουλαίος, δηλαδή προστάτης της βουλής και αγοραίος, δηλαδή προστάτης της συνέλευσης του λαού. Ο Απόλλων, εξάλλου, ως οικιστής και αρχηγέτης, προστατεύει τις πόλεις που ιδρύονται, ύστερα από συμβουλή του μαντείου του.

Η ανάγκη προστασίας της κοινωνικής ζωής και της κοινωνικής συνοχής καθιστά τους θεούς φύλακες του άγραφου ηθικού νόμου σε εποχές που δεν υπάρχουν ακόμα γραπτοί νόμοι. Ο φόβος της θείας τιμωρίας και η κοινωνική αποδοκιμασία αποτελούν στοιχεία διατήρησης των κανόνων της κοινωνικής ζωής κυρίως σε εποχές αναστατώσεων και εντάσεων. Ίσως όμως τη χαρακτηριστικότερη έκφραση της σχέσης της θρησκείας με την οργάνωση της κοινωνίας αλλά και με την ηθική αποτελεί ο θεσμός του όρκου, εγγυητές του οποίου εμφανίζονται οι θεοί και ιδιαίτερα ο όρκιος Ζευς. Ο φόβος των θεών εγγυάται την τήρηση των όρκων, καθώς κοινή είναι η πεποίθηση ότι ο επίορκος θα τιμωρηθεί. Συμμαχίες και συνθήκες μεταξύ κρατών, οικονομικές δραστηριότητες και συναλλαγές πάσης φύσεως, δικαστικές διαδικασίες κ.λπ. στηρίζονται στον όρκο για να έχουν κύρος και ισχύ. Πολλές φορές οι όρκοι συνοδεύονται με θυσίες και τελετουργικές πράξεις. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο ότι στην περίοδο των κοινωνικών αναστατώσεων και εντάσεων της αρχαϊκής εποχής οι πολιτικοί άνδρες (νομοθέτες) που επιδιώκουν να φέρουν τη γαλήνη στην κοινωνία, θέτουν τους νόμους τους υπό την εγγύηση των θεών.

Μέχρι τα τέλη του 5ου π.Χ. αι., θρησκεία και πολιτεία συνδέονται με ισχυρούς δεσμούς. Οι θεοί προστατεύουν την πόλη και η πόλη αποδίδει την οφειλόμενη τιμή στους θεούς. Τη στενή αυτή σύνδεση των θεών με την ανθρώπινη κοινότητα και την πεποίθηση ότι είναι οι προστάτες της δικαιοσύνης και της ηθικής τάξης αποκαλύπτει η θρησκευτική έξαρση των Ελλήνων μετά τα Μηδικά. Η νίκη τους οφείλεται στη θεία συνδρομή και δικαιοσύνη και είναι νίκη της Αθηνάς και των άλλων θεών. Οι θεοί δεν είναι αδιάφοροι απέναντι στο κακό και οι άνθρωποι μπορούν να τους εμπιστεύονται. Η πατροπαράδοτη λατρεία (συμμετοχή στις θυσίες και λοιπές λατρευτικές εκδηλώσεις) είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη και την ευτυχία της πόλης, άρα και των πολιτών. Ο σεβασμός της επομένως από τους πολίτες είναι επιβελημένος και συνιστά το περιεχόμενο της ευσέβειας.

Ο χώρος της λατρείας του θεού (ιερόν) οριοθετείται για να διακριθεί από το χώρο των ανθρώπων (βέβηλον). Η οριοθέτηση γίνεται με πέτρες ή με πέτρινο τοίχο στο ύψος του ανθρώπου, στον οποίο αφήνεται μία είσοδος. Το ιερόν επομένως σχετίζεται με το τέμενος, ένα σαφώς καθορισμένο τμήμα γης που ανήκει στο θεό. Το σημαντικότερο μέρος του τεμένους ή του ιερού είναι ο βωμός, που συνήθως είναι καλοχτισμένος, με βαθμίδες στη μία πλευρά οι οποίες επιτρέπουν στον ιερέα να κάνει σπονδές ή να τοποθετεί τα καθαγιασμένα κομμάτια κρέατος της θυσίας. Οι συμμετέχοντες στη θυσία στέκονται γύρω από το βωμό και είναι ισότιμοι στη λατρεία. Μετά το τέλος της θυσίας, αφού προσφέρουν στους θεούς τα κόκαλα και τα λιπαρά μέρη, παρακάθονται στο θυσιαστήριο γεύμα. Ο βωμός χρησιμοποιείται, συνήθως, για τη λατρεία των ουράνιων θεών, ενώ για τους χθόνιους υπάρχει ένας λάκκος προσφορών στον οποίο χύνεται το αίμα της θυσίας. Ουράνιοι επομένως και χθόνιοι θεοί διαφοροποιούνται ως προς τον τρόπο της λατρείας.

Ήδη από την ομηρική εποχή ο ναός θεωρείται τόπος κατοικίας (ναίω) της θεότητας, δηλαδή του λατρευτικού της αγάλματος. Η ύπαρξη ιερού δεν συνεπάγεται απαραίτητα την ταυτόχρονη δημιουργία ναού. Τα περισσότερα ιερά είναι παλαιότερα από τους ναούς που ανεγέρθηκαν στο χώρο τους, ενώ μερικά παρέμειναν χωρίς ναό. Η ανέγερση του ναού (ιδρύειν) και η τοποθέτηση του αγάλματος λαμβάνουν πανηγυρικό χαρακτήρα. Συνοδεύονται δηλαδή από προσφορές για τα θεμέλια, θυσία, σπονδές και θυσιαστήριο γεύμα.

Η αρχαία ελληνική θρησκεία, όπως περιγράφεται στην επική ποίηση, δεν έχει δόγμα και κατά συνέπεια ούτε ιερατείο με την έννοια της κλειστής ομάδας που προϋποθέτει συγκεκριμένη παράδοση, παιδεία και ιεραρχία. Την τέλεση των λατρευτικών εκδηλώσεων καθορίζει ο νόμος, δηλαδή το έθιμο, και μπορεί να την αναλάβει, προκειμένου για τις οικογενειακές τελετές ο αρχηγός της οικογένειας. Για τις δημόσιες τελετές, κατά την περίοδο της βασιλείας, ο μονάρχης ήταν ο αρχιερέας, δηλαδή ο θεματοφύλακας της θρησκευτικής τάξης. Με την κατάργηση όμως της βασιλείας, η επίβλεψη της λατρείας και τα θρησκευτικά καθήκοντα του βασιλιά πέρασαν προοδευτικά στα όργανα της πόλης-κράτους, αφού περιορίστηκαν ή καταργήθηκαν τα θρησκευτικά προνόμια των αριστοκρατικών οικογενειών που δέσποζαν στη θρησκευτική ζωή. Η ενίσχυση δηλαδή της δύναμης του κράτους και η δημοκρατική οργάνωσή του εξασφάλισε σε κάθε πολίτη ισότητα θρησκευτικών δικαιωμάτων και δυνατότητα πρόσβασης στη λατρεία.

Στις μεγάλες λατρευτικές εκδηλώσεις υπεύθυνος για τη διεξαγωγή τους είναι τώρα ο εκλεγμένος άρχοντας της πόλης. Στην Αθήνα είναι ο άρχων και ο βασιλεύς (κατάλοιπο του παλιού θεσμού), ενώ στη Σπάρτη, στην οποία ο θεσμός της βασιλείας επιβιώνει, οι 2 βασιλείς έχουν τα σχετικά καθήκοντα. Ένα πλήθος αξιωματούχων, οι ιερείς και οι ιέρειες, φροντίζουν για τις θυσίες στα διάφορα ιερά.

Το αξίωμα του ιερέως δεν αφορά τη λατρεία κάθε θεού και ιερού αδιακρίτως. Ο ιερεύς υπηρετεί έναν ορισμένο θεό και ένα συγκεκριμένο ιερό, όπως π.χ. ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος. Το ιερατικό αξίωμα, ανάλογα με το έθιμο, μπορούσε να διαρκεί ένα έτος, μία μεγαλύτερη περίοδο ή ακόμα να είναι και ισόβιο. Ο ετήσιος ιερεύς πολλές φορές μπορούσε να είναι επώνυμος και ο σχετικός κατάλογος στον οποίο καταγράφονταν αυτοί οι λειτουργοί, αποτελούσε τη βάση της χρονολόγησης, όπως π.χ. συνέβαινε με τον κατάλογο των ιερειών της Ήρας στο Άργος.

Οι ιερείς συνήθως εκλέγονταν ή κληρώνονταν. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις ήταν κληρονομικοί και προέρχονταν από μέλη οικογενειών στις οποίες, όπως έχει αναφερθεί, ανήκε αρχικά η λατρεία. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάληψη ιερατικών καθηκόντων ήταν η κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων, η υγεία και η αρτιμέλεια. Γενικά, το ιερατικό αξίωμα δεν διέφερε από τα άλλα δημόσια αξιώματα. Ήταν μια συνήθης λειτουργία την οποία μπορούσε να αναλάβει κάθε πολίτης.

Εκτός από τους ιερείς, για τη φύλαξη του ναού συναντάμε, πολλές φορές, τον νεωκόρον, καθώς και τους ιεροποιούς και τους ιεροταμίας, αξιωματούχους για την οργάνωση των θυσιών και την εποπτεία των οικονομικών αντιστοίχως.

Η συλλογική λατρεία των θεών εκφράζεται, κατά κύριο λόγο, με τις επίσημες εορτές που οργανώνονται με ευθύνη της πόλης και με καθορισμένο τυπικό, σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο.

Τα ημερολόγια των διαφόρων ελληνικών πόλεων είναι χαρακτηριστικά για τη θέση της εορτής στη ζωή τους. Τα ονόματα των μηνών του έτους προέρχονται όλα από ονόματα θεών και εορτών και είναι αποκαλυπτικά για την τοπική θρησκεία η οποία επηρεάζει τη ζωή της πόλης. Πράγματι, η γιορτή, πέρα από το θρησκευτικό χαρακτήρα της και την καλλιέργεια της θρησκευτικής ευαισθησίας των μετεχόντων, αποκτά ευρύτερη σημασία και σχετίζεται με ποικίλες πτυχές της πολιτικής, κοινωνικής και πνευματικής ζωής.

Κάθε γιορτή αποτελείται από τις εξής επιμέρους εκδηλώσεις:

- την πομπή, κληρονομημένη από τον κρητομυκηναϊκό πολιτισμό, κατά την οποία οι συμμετέχοντες συνοδεύουν το άγαλμα του θεού ή τα διάφορα ιερά αντικείμενα από ένα σημείο της πόλης ή από ένα ιερό σε άλλο,

- τη θυσία, που είναι η σπουδαιότερη πράξη κάθε θρησκευτικής εκδήλωσης,

- τους ύμνους, που συνοδεύουν τη θυσία,

- το θυσιαστήριο γεύμα, που ενώνει τους μετέχοντες και

- τους αγώνες, που μπορεί να είναι αθλητικοί (γυμνικοί), ιππικοί, μουσικοί και ποιητικοί, ακόμα και οινοποσίας.

Η γιορτή προσφέρει την ευκαιρία για ενίσχυση της συνοχής της κοινότητας, με τη συμμετοχή των μελών της σ’ αυτή.. Για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή, όλες οι συνηθισμένες δημόσιες δραστηριότητες, δικαστικές, στρατιωτικές, εκπαιδευτικές διακόπτονται. Αποκλείονται μόνο οι εναγείς, δηλαδή όσοι διέπραξαν ανόσιες πράξεις και μιάνθηκαν και οι άτιμοι, δηλαδή όσοι έχασαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Σε λίγες περιπτώσεις ακόμα αποκλείονται οι δούλοι, οι ξένοι και οι γυναίκες.

Οι εορτές συνδέονται επίσης με την πνευματική, καλλιτεχνική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητα. Με την ευκαιρία των μεγάλων εορταστικών συγκεντρώσεων, συγγραφείς και καλλιτέχνες βρίσκουν την ευκαιρία να επιδείξουν τα έργα τους. Με τις λατρευτικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Διονύσου συνδέεται ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του ανθρώπινου πνεύματος, η δημιουργία του θεάτρου. Οι δραματικοί αγώνες με τις παραστάσεις τραγωδιών, κατά την εποχή των μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα, αποτελούν κορυφαία έκφραση της πνευματικής ζωής και ένα πραγματικό “σχολείο” για την πνευματική και ηθική καλλιέργεια των πολιτών.

Οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες σχετίζονται επίσης με τις μεγάλες εορτές στις οποίες έμποροι συρρέουν για να διαθέσουν τα εμπορεύματά τους. Έτσι η εορτή, πέρα από το θρησκευτικό της χαρακτήρα, παίρνει και το χαρακτήρα εμποροπανηγύρεως. Ένας χαρακτήρας επίδειξης, τέλος, δεν λείπει απ’ αυτή. Η πόλη προβάλλει προς τα έξω τον πλούτο, τη δύναμη και γενικότερα τα πολιτιστικά της επιτεύγματα.

Συνδεδεμένοι με τις εορτές είναι οι αγώνες, σημαντικότεροι από τους οποίους είναι οι γυμνικοί, δηλαδή οι αθλητικοί, που εκφράζουν το αγωνιστικό πνεύμα και την επιθυμία για διάκριση. Πιστεύεται ότι οι αθλητικοί αγώνες έχουν ως αφετηρία επιτάφιες τελετές προς τιμήν ηρώων και, αργότερα, όταν η λατρεία των ηρώων αντικαταστάθηκε από τη λατρεία των θεών, προς τιμήν των τελευταίων. Ήταν πολύ φυσικό οι αθλητικοί αγώνες να γεννηθούν σε τόπους συναθροίσεων, όπως είναι οι τάφοι ηρώων και να ανανεώνονται κάθε φορά που η γιορτή του ήρωα συγκέντρωνε όσους τιμούσαν τη μνήμη του. Τέσσερα ιερά, του Δία στην Ολυμπία, του Απόλλωνα στους Δελφούς, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και του Δία στη Νεμέα, απέκτησαν πανελλήνια ακτινοβολία και οι αγώνες στα πλαίσια τους, ιδιαίτερα οι Ολυμπιακοί, συνετέλεσαν στη σφυρηλάτηση της ενιαίας εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.

Στους αγώνες ελάμβαναν μέρος μόνο Έλληνες οι οποίοι συγκεντρώνονταν από ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο της μητροπολιτικής Ελλάδας και των αποικιών. Οι βάρβαροι και οι δούλοι αποκλείονταν. Οι πόλεις έδειχναν την ευσέβειά τους με αφιερώσεις πολύτιμων αντικειμένων και οι νικητές αποκτούσαν φήμη τόσο οι ίδιοι, όσο και το γένος και η πόλη τους. Τα αγωνίσματα ήταν ο δρόμος, η αρματοδρομία, η πάλη, η πυγμαχία, το παγκράτιον, ο δίσκος, το ακόντιο κ.ά. Οι αγώνες είναι πηγή έμπνευσης για την ποίηση και για την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο Πίνδαρος με την ποίησή του ύμνησε τους νικητές, ενώ οι καλλιτέχνες δημιούργησαν αριστουργήματα με πρότυπα τους αθλητές των αγώνων.

Οι μυστηριακές λατρείες είναι μυστικές ιεροτελεστίες, οι οποίες προϋποθέτουν προσωπική μύηση των συμμετεχόντων. Πρόκειται για λατρευτικές εκδηλώσεις αυθόρμητες, με έντονο συγκινησιακό στοιχείο που αποβλέπουν σε προσωπική, βιωματική επαφή με το θείο. Εμφανίζονται κατά την αρχαϊκή εποχή, αλλά οι ρίζες τους είναι παλαιότατες και σχετίζονται με τις χθόνιες λατρείες. Οι κοινωνικές αναστατώσεις και τα προβλήματα της αρχαϊκής εποχής είναι ένας από τους λόγους που συντελούν στην καταφυγή των ανθρώπων σε λατρείες που ευαγγελίζονται την ευτυχία και πάντοτε συγκινούν τα λαϊκά στρώματα. ΄Ενας άλλος λόγος είναι και η πολιτική πολιτική των τυράννων που ευνοούν τις λαϊκές λατρείες, στην προσπάθειά τους να υπονομεύσουν τους ευγενείς, προσεταιριζόμενοι το λαό.Η μυστική λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα, τα Ελευσίνια μυστήρια, είναι η σπουδαιότερη από τις μυστηριακές λατρείες και σχετίζεται με πανάρχαιες αγροτικές γιορτές που απέβλεπαν στην εξασφάλιση της καρποφορίας του σιταριού. Οι γιορτές, συνδεδεμένες με το μύθο της Δήμητρας και της θυγατέρας της Περσεφόνης, την οποία η θεά ξαναβρίσκει, μετά την απαγωγή της από το θεό του Κάτω Κόσμου, αποκτούν βαθύτερο περιεχόμενο. Η μύηση μέσω τελετουργικών πράξεων που ήταν άρρητες, δηλαδή δεν έπρεπε να κοινολογηθούν, οδηγεί στη γαλήνη και την ευτυχία κατά την πέραν του τάφου ζωή. Η ίδια η θέα που ήταν ο πρώτος μύστης δείχνει το δρόμο μέσα από το πάθος της. Τη λύπη για την απώλεια της Κόρης διαδέχεται η χαρά της ανεύρεσης. Ταυτόσημο συμβολισμό έχει και ο κύκλος της βλάστησης και μάλιστα του σιταριού, κατά τον οποίο ο σπόρος χάνεται κάτω από τη γη, για να βλαστήσει αργότερα. Είναι, επομένως, εύλογη η σύνδεση των μύθων για το θάνατο και την ελπίδα μεταθανάτιας ευτυχίας, με τις αγροτικές εορτές και τον κύκλο της βλάστησης.

Οι τελετουργίες των μυστηρίων ξεκινούσαν με θυσία και καθαρμούς για όσους θα μετείχαν και τελείωναν με άρρητες τελετουργικές πράξεις στο τελεστήριον της Ελευσίνας, ως κατάληξη της επίσημης δημόσιας τελετής, δηλαδή της πομπής από την Αθήνα στην Ελευσίνα, μέσω της Ιεράς οδού. Η πομπή συνόδευε τα ιερά και οι συμμετέχοντες επικαλούνταν στη διάρκειά της τον Ίακχο, θεϊκό ον, πιθανώς επίθετο του Διονύσου ή ακόλουθο της Δήμητρας.

Όσοι για πρώτη φορά έπαιρναν μέρος στις τελετουργίες ονομάζονταν μύσται και είχαν ο καθένας τον μυσταγωγόν του. Οι μύστες προσέγγιζαν τον Κάτω Κόσμο που τον συμβόλιζε μια σπηλιά αφιερωμένη στον Πλούτωνα. Οι σημαντικότερες τελετουργικές πράξεις ήταν η επίκληση της Κόρης από τον ιεροφάντη, η αναγγελία της γέννησης ενός θεϊκού αγοριού και η επίδειξη ενός κομμένου σταχυού. Το κομμένο στάχυ συμβολίζει το τέλος της βλάστησης, δηλαδή της ζωής. Μέσα όμως σ’ αυτό υπάρχει εν δυνάμει η καινούρια ζωή που συμβολίζεται με τη γέννηση του αγοριού. Ο συσχετισμός του θεϊκού αυτού αγοριού με το στάχυ υποδηλώνει και την αφθονία, που απομακρύνει τη φτώχεια. Μ’ αυτές και άλλες τελετουργικές πράξεις οι μύστες οδηγούνταν απ’ το φόβο του θανάτου, που τους προκαλούσε η προσέγγιση του κάτω κόσμου, στην αγαλλίαση και την ελπίδα για μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή, που αποτελεί τον πυρήνα της μυστηριακής λατρείας.

Από τη μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια δεν αποκλειόταν κανείς, πλην των “βαρβάρων”. Ελεύθεροι και δούλοι, άνδρες και γυναίκες, πολίτες και μη, εφόσον μιλούσαν ελληνικά, μπορούσαν να συμμετέχουν στη λατρεία επιδιώκοντας την προσωπική σωτηρία.

Συνδεδεμένη με τις κοινωνικές μεταβολές της αρχαϊκής εποχής είναι η λατρεία των ηρώων. Ο ήρωας είναι ένας επιφανής νεκρός ο οποίος μπορεί να ασκήσει ευεργετική ή καταστρεπτική επίδραση και απαιτεί ανάλογη λατρεία. Η λατρεία αυτή έχει την αφετηρία της στη λατρεία των νεκρών, τελείται στον τάφο του και συνίσταται σε σπονδές και θυσίες, σύμφωνα με το τυπικό της λατρείας των χθόνιων θεοτήτων. Στη διάδοσή της σημαντικός είναι ο ρόλος των ομηρικών επών, που παρουσιάζουν έναν ιδανικό κόσμο ηρώων.

Ο ήρωας έχει δεσμούς με τον τόπο στον οποίο βρίσκεται ο τάφος του. Η ευεργετική του επίδραση αφορά τον τόπο αυτό, για την υπεράσπιση του οποίου έρχεται αρωγός των κατοίκων, συνήθως σε περίπτωση πολέμου, όπως π.χ. αναφέρεται για το Θησέα στη μάχη του Μαραθώνα. Είναι συνήθως ο γενάρχης του λαού ή ο ιδρυτής της πόλης.

Οι πόλεις που διαμορφώνονται κατά την αρχαϊκή εποχή ταυτίζουν την ιστορία τους με την ιστορία του ήρωα. Η ταύτιση αυτή νομιμοποιεί και κατοχυρώνει το δικαίωμα κατοχής ή διεκδίκησης των γεωργικών εκτάσεων της περιοχής ή των όμορων, που είναι ζωτικές για την επιβίωση της κοινότητας. Η λατρεία των ηρώων συμβάλλει στη διαμόρφωση της ιδιαίτερης ταυτότητας της πόλης και δημιουργεί δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της. Για τους νέους, οι ήρωες προβάλλουν ως πρότυπα και τους οδηγούν στη συνειδητοποίηση των υποχρεώσεών τους έναντι του συνόλου.

Η αρχαϊκή εποχή είναι η περίοδος κατά την οποία ακμάζουν τα προφητικά ιερά ή μαντεία. Η ανάπτυξή τους συνδέεται με την ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα το μέλλον και τα προβλήματα που τους απασχολούν. Τα θεϊκά σημεία που προδηλώνουν το μέλλον και με βάση τα οποία ο άνθρωπος μπορεί να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του είναι ποικίλα: το πέταγμα των πουλιών, το φύσημα του αέρα, τα σπλάχνα των ζώων της θυσίας, τα όνειρα κ.λπ. Όμως ο θεός μπορεί να φανερώσει το μέλλον ή τις λύσεις των προβλημάτων και μέσω ενός ανθρώπου που, ευρισκόμενος σε έκσταση, γεμάτος από το θεό, δηλαδή σε κατάσταση ενθουσιασμού, μεταφέρει τους λόγους του. Αυτό γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο λατρείας του θεού, το μαντείον ή χρηστήριον και οι λόγοι του θεού είναι ο χρησμός. Το αρχαιότερο από τα ελληνικά μαντεία είναι το μαντείο του Δία στη Δωδώνη. Γνωστά ακόμα είναι τα μαντεία της Εφύρας στη Θεσπρωτία, του Τροφωνίου στη Λιβαδιά κ.ά.

Το περιφημότερο όμως είναι το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, που απέκτησε τεράστια φήμη και έξω από τον ελληνικό χώρο. Σε αυτό προσέφευγαν πόλεις και ιδιώτες για σοβαρά δημόσια, αλλά και για καθημερινά, συνήθη ζητήματα. Είναι γνωστός π.χ. ο ρόλος του Μαντείου στον αποικισμό, με τις σχετικές συμβουλές που είχαν καθοδηγητικό χαρακτήρα, όπως και ο ρόλος του στην οργάνωση των πόλεων. Οι σπαρτιατικοί νόμοι π.χ. λέγεται ότι στηρίζονταν σε χρησμό του Δελφικού μαντείου, ενώ και η οργάνωση των φυλών στην Αθήνα από τον Κλεισθένη, στηρίζεται σε χρησμό. Το κύρος του Μαντείου προκύπτει από τις πολύτιμες προσφορές και αφιερώσεις των πόλεων του ελληνικού μητροπολιτικού και αποικιακού χώρου, ορισμένες από τις οποίες κτίζουν γύρω από το ναό μικρά κομψά οικοδομήματα, τους θησαυρούς.

Οι χρησμοί δίνονταν με ένα συγκεκριμένο τυπικό. Η ιέρεια του θεού, η Πυθία, αφού πλενόταν με το νερό της ιερής πηγής, της Κασταλίας και πρόσφερε θυσία, εισερχόταν στο άδυτον του ναού. Καθισμένη σε τρίποδα η Πυθία έπεφτε σε έκσταση και έδινε τους χρησμούς, τους οποίους οι ιερείς κατέγραφαν. Η αμφισημία και, πολλές φορές, η ασάφεια των χρησμών έδωσαν στον Απόλλωνα την προσωνυμία Λοξίας.

Σχετικές με τη μαντική είναι και οι λατρευτικές εντολές που προέρχονταν από το μαντείο των Δελφών και καθόριζαν τη σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, αλλά και γενικότερα την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι εντολές αυτές, κοινές για όλους τους ανθρώπους, διαμόρφωναν μια γενική ηθική και ένα κοινό μέτρο συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι έπρεπε να σέβονται τους πατροπαράδοτους θεούς, να τηρούν το μέτρο, δηλαδή να μην είναι υπερφίαλοι, να γνωρίσουν τον εαυτό τους, δηλαδή τα όρια τους, να εξαγνίζονται για φόνο που διέπραξαν. Το τελευταίο, που υποδηλώνει την ατομική ευθύνη του ανθρώπου και απομακρύνει από την αντίληψη της ευθύνης του γένους, αποτελεί μια σημαντική πρόοδο στην πορεία της κοινωνίας. Ο δρόμος λοιπόν που έδειχνε ο θεός δεν σχετιζόταν μόνο με την εκτέλεση τυπικών καθηκόντων αλλά και με ηθική συμπεριφορά.

Μετά τα Μηδικά το κύρος του Μαντείου άρχισε να μειώνεται, ίσως επειδή δεν είχε προβλέψει τη νίκη των Ελλήνων. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν συνδέονταν πλέον με την έγκρισή του. Στο εξής περιορίστηκε να χρησμοδοτεί για ιδιωτικά ζητήματα και ο ρόλος του δεν ήταν πλέον σημαντικός.

Η μυστική λατρεία της Δήμητρας στην Ελευσίνα, τα Ελευσίνια μυστήρια, είναι η σπουδαιότερη από τις μυστηριακές λατρείες και σχετίζεται με πανάρχαιες αγροτικές γιορτές που απέβλεπαν στην εξασφάλιση της καρποφορίας του σιταριού. Οι γιορτές, συνδεδεμένες με το μύθο της Δήμητρας και της θυγατέρας της Περσεφόνης, την οποία η θεά ξαναβρίσκει, μετά την απαγωγή της από το θεό του Κάτω Κόσμου, αποκτούν βαθύτερο περιεχόμενο. Η μύηση μέσω τελετουργικών πράξεων που ήταν άρρητες, δηλαδή δεν έπρεπε να κοινολογηθούν, οδηγεί στη γαλήνη και την ευτυχία κατά την πέραν του τάφου ζωή. Η ίδια η θέα που ήταν ο πρώτος μύστης δείχνει το δρόμο μέσα από το πάθος της. Τη λύπη για την απώλεια της Κόρης διαδέχεται η χαρά της ανεύρεσης. Ταυτόσημο συμβολισμό έχει και ο κύκλος της βλάστησης και μάλιστα του σιταριού, κατά τον οποίο ο σπόρος χάνεται κάτω από τη γη, για να βλαστήσει αργότερα. Είναι, επομένως, εύλογη η σύνδεση των μύθων για το θάνατο και την ελπίδα μεταθανάτιας ευτυχίας, με τις αγροτικές εορτές και τον κύκλο της βλάστησης.

Οι τελετουργίες των μυστηρίων ξεκινούσαν με θυσία και καθαρμούς για όσους θα μετείχαν και τελείωναν με άρρητες τελετουργικές πράξεις στο τελεστήριον της Ελευσίνας, ως κατάληξη της επίσημης δημόσιας τελετής, δηλαδή της πομπής από την Αθήνα στην Ελευσίνα, μέσω της Ιεράς οδού. Η πομπή συνόδευε τα ιερά και οι συμμετέχοντες επικαλούνταν στη διάρκειά της τον Ίακχο, θεϊκό ον, πιθανώς επίθετο του Διονύσου ή ακόλουθο της Δήμητρας.

Όσοι για πρώτη φορά έπαιρναν μέρος στις τελετουργίες ονομάζονταν μύσται και είχαν ο καθένας τον μυσταγωγόν του. Οι μύστες προσέγγιζαν τον Κάτω Κόσμο που τον συμβόλιζε μια σπηλιά αφιερωμένη στον Πλούτωνα. Οι σημαντικότερες τελετουργικές πράξεις ήταν η επίκληση της Κόρης από τον ιεροφάντη, η αναγγελία της γέννησης ενός θεϊκού αγοριού και η επίδειξη ενός κομμένου σταχυού. Το κομμένο στάχυ συμβολίζει το τέλος της βλάστησης, δηλαδή της ζωής. Μέσα όμως σ’ αυτό υπάρχει εν δυνάμει η καινούρια ζωή που συμβολίζεται με τη γέννηση του αγοριού. Ο συσχετισμός του θεϊκού αυτού αγοριού με το στάχυ υποδηλώνει και την αφθονία, που απομακρύνει τη φτώχεια. Μ’ αυτές και άλλες τελετουργικές πράξεις οι μύστες οδηγούνταν απ’ το φόβο του θανάτου, που τους προκαλούσε η προσέγγιση του κάτω κόσμου, στην αγαλλίαση και την ελπίδα για μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή, που αποτελεί τον πυρήνα της μυστηριακής λατρείας.

Από τη μύηση στα Ελευσίνια μυστήρια δεν αποκλειόταν κανείς, πλην των “βαρβάρων”. Ελεύθεροι και δούλοι, άνδρες και γυναίκες, πολίτες και μη, εφόσον μιλούσαν ελληνικά, μπορούσαν να συμμετέχουν στη λατρεία επιδιώκοντας την προσωπική σωτηρία.

Η αρχαϊκή εποχή είναι η εποχή της ακμής των προφητικών ιερών ή μαντείων. Η ανάπτυξή τους συνδέεται με την ανάγκη που έχουν οι άνθρωποι να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικότερα το μέλλον και τα προβλήματα που τους απασχολούν. Τα θεϊκά σημεία που προδηλώνουν το μέλλον και με βάση τα οποία ο άνθρωπος μπορεί να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του είναι ποικίλα: το πέταγμα των πουλιών, το φύσημα του αέρα, τα σπλάχνα των ζώων της θυσίας, τα όνειρα κ.λπ. Όμως ο θεός μπορεί να φανερώσει το μέλλον ή τις λύσεις των προβλημάτων και μέσω ενός ανθρώπου που, ευρισκόμενος σε έκσταση, γεμάτος από το θεό, δηλαδή σε κατάσταση ενθουσιασμού, μεταφέρει τους λόγους του. Αυτό γίνεται σε συγκεκριμένο τόπο λατρείας του θεού, το μαντείον ή χρηστήριον και οι λόγοι του θεού είναι ο χρησμός. Το αρχαιότερο από τα ελληνικά μαντεία είναι το μαντείο του Δία στη Δωδώνη. Γνωστά ακόμα είναι τα μαντεία της Εφύρας στη Θεσπρωτία, του Τροφωνίου στη Λιβαδιά κ.ά.

Το περιφημότερο όμως είναι το μαντείο του Απόλλωνα στους Δελφούς, που απέκτησε τεράστια φήμη και έξω από τον ελληνικό χώρο. Σε αυτό προσέφευγαν πόλεις και ιδιώτες για σοβαρά δημόσια, αλλά και για καθημερινά, συνήθη ζητήματα. Είναι γνωστός π.χ. ο ρόλος του Μαντείου στον αποικισμό, με τις σχετικές συμβουλές που είχαν καθοδηγητικό χαρακτήρα, όπως και ο ρόλος του στην οργάνωση των πόλεων. Οι σπαρτιατικοί νόμοι π.χ. λέγεται ότι στηρίζονταν σε χρησμό του Δελφικού μαντείου, ενώ και η οργάνωση των φυλών στην Αθήνα από τον Κλεισθένη, στηρίζεται σε χρησμό. Το κύρος του Μαντείου προκύπτει από τις πολύτιμες προσφορές και αφιερώσεις των πόλεων του ελληνικού μητροπολιτικού και αποικιακού χώρου, ορισμένες από τις οποίες κτίζουν γύρω από το ναό μικρά κομψά οικοδομήματα, τους θησαυρούς.

Οι χρησμοί δίνονταν με ένα συγκεκριμένο τυπικό. Η ιέρεια του θεού, η Πυθία, αφού πλενόταν με το νερό της ιερής πηγής, της Κασταλίας και πρόσφερε θυσία, εισερχόταν στο άδυτον του ναού. Καθισμένη σε τρίποδα η Πυθία έπεφτε σε έκσταση και έδινε τους χρησμούς, τους οποίους οι ιερείς κατέγραφαν. Η αμφισημία και, πολλές φορές, η ασάφεια των χρησμών έδωσαν στον Απόλλωνα την προσωνυμία Λοξίας.

Σχετικές με τη μαντική είναι και οι λατρευτικές εντολές που προέρχονταν από το μαντείο των Δελφών και καθόριζαν τη σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, αλλά και γενικότερα την ανθρώπινη συμπεριφορά. Οι εντολές αυτές, κοινές για όλους τους ανθρώπους, διαμόρφωναν μια γενική ηθική και ένα κοινό μέτρο συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι έπρεπε να σέβονται τους πατροπαράδοτους θεούς, να τηρούν το μέτρο, δηλαδή να μην είναι υπερφίαλοι, να γνωρίσουν τον εαυτό τους, δηλαδή τα όρια τους, να εξαγνίζονται για φόνο που διέπραξαν. Το τελευταίο, που υποδηλώνει την ατομική ευθύνη του ανθρώπου και απομακρύνει από την αντίληψη της ευθύνης του γένους, αποτελεί μια σημαντική πρόοδο στην πορεία της κοινωνίας. Ο δρόμος λοιπόν που έδειχνε ο θεός δεν σχετιζόταν μόνο με την εκτέλεση τυπικών καθηκόντων αλλά και με ηθική συμπεριφορά.

Μετά τα Μηδικά το κύρος του Μαντείου άρχισε να μειώνεται, ίσως επειδή δεν είχε προβλέψει τη νίκη των Ελλήνων. Οι πολιτικές αποφάσεις δεν συνδέονταν πλέον με την έγκρισή του. Στο εξής περιορίστηκε να χρησμοδοτεί για ιδιωτικά ζητήματα και ο ρόλος του δεν ήταν πλέον σημαντικός.

Η πνευματική ανάπτυξη και η καλλιέργεια του φιλοσοφικού στοχασμού και του ορθού λόγου οδηγούν σε αμφισβήτηση και κρίση τις παραδοσιακές θρησκευτικές αντιλήψεις, δηλαδή την επίσημη θρησκεία της πόλης. Τα σπέρματα της αμφισβήτησης βρίσκονται ήδη στην εποχή του θριάμβου της. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος π.χ. αρνείται την ανθρωπομορφική θρησκεία του Ομήρου και του Ησιόδου. Ο θεός του είναι ένας και δεν μοιάζει με τους ανθρώπους ούτε στη μορφή, ούτε στις ιδέες. Η αποφασιστική όμως αμφισβήτηση παρατηρείται περί το τέλος του 5ου π.Χ. αι., με την εμφάνιση των σοφιστών. Οι σοφιστές, ερμηνεύοντας τη θρησκεία με βάση τον ορθό λόγο, οδηγούνται στην απόρριψη των παραδοσιακών θρησκευτικών αντιλήψεων, ή στον αγνωστικισμό, τον οποίο εκφράζει ο Πρωταγόρας. Η παραδοσιακή θρησκεία είναι, κατά την άποψή τους, θεσμός ανθρώπινος και, ως έργο του ανθρώπου, μπορεί κανείς να την απορρίψει, αν δεν τη θεωρεί ορθή. Η αμφισβήτηση αυτή εκ μέρους των καλλιεργημένων κύκλων, είχε ως αποτέλεσμα πολλές δίκες ασεβείας. Είναι γνωστή η δίκη των Ερμοκοπιδών του 415 π.Χ., όταν ο Αλκιβιάδης και ο κύκλος του κατηγορήθηκαν για την κοπή των κεφαλών των Ερμών και για τη βεβήλωση των μυστηρίων, αλλά και η δίκη του Σωκράτη.

Η προοδευτική παρακμή των ελληνικών πόλεων είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της κρίσης. Η θρησκεία της πόλης ήταν φυσικό να παρακμάσει με την αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών όρων στους οποίους στηριζόταν. Το φαινόμενο είναι έντονο στην ελληνιστική εποχή, εποχή του ατομικισμού και του κοσμοπολιτισμού, και εκφράζεται στις νέες θρησκευτικές αντιλήψεις και στη λατρεία.

Η παραδοσιακή λατρεία εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά δεν είναι παρά εξωτερικός τύπος. Η λατρεία της Τύχης, αγάλματα της οποίας συναντούμε πολλά κατά την ελληνιστική περίοδο, είναι η έκφραση του σκεπτικισμού και της αμφιβολίας, η άρνηση της θείας πρόνοιας και η προσωποποίηση του τυχαίου που φαίνεται ότι κυβερνά τον κόσμο. Η λατρεία των ηγεμόνων, που αποκτούν θεϊκές ιδιότητες και σχετικά προσωνύμια (Σωτήρ, Επιφανής, Θεός), εκφράζει, με άλλο τρόπο, την αμφιβολία των ανθρώπων για το ρόλο των θεών στα ανθρώπινα. Οι θεοί, αν υπάρχουν, είναι απόντες, οι ηγεμόνες είναι ισχυροί και παρόντες. Οι ελπίδες των ανθρώπων επενδύονται στους τελευταίους. Η πίστη, ωστόσο και η ελπίδα της σωτηρίας δεν έχουν εξαφανιστεί. Εξακολουθούν να θερμαίνουν τα λαϊκά κυρίως στρώματα και παίρνουν άλλο περιεχόμενο. Όπως συμβαίνει σε εποχές αβεβαιότητας και ρευστότητας, πολλοί άνθρωποι στρέφονται σε εκστατικές και συγκινησιακές λατρείες, που εξασφαλίζουν στον πιστό μια άμεση και προσωπική επαφή με το θείο. Ανατολικές θεότητες που ευαγγελίζονται τη μετά θάνατον ζωή, όπως η Φρυγική Κυβέλη, ο Άτις και κυρίως οι αιγυπτιακές θεότητες Ίσις και Όσιρις, καθώς και ο Σάραπις, κάνουν τώρα έντονη την παρουσία τους στη λατρεία.