Ο
κατά κόσμον Σωτήριος Κίσσης γεννήθηκε το 1882 στα Βελέγραδα (σημερινό Βεράτι της Αλβανίας). Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή
της Χάλκης το 1906, αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο "Περί της προελεύσεως του
μοναχικού βίου". Το 1917 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος
Συνάδων, Βοηθός Επίσκοπος
της Μητροπόλεως Δέρκων.
Το 1919 διορίστηκε Βοηθός Επίσκοπος της
Μητροπόλεως Ηρακλείας για το τμήμα Κεσσάνης και το 1920
και πάλι Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Δέρκων. Στις 18 Νοεμβρίου 1923 κατά την πρώτη προσπάθεια ανεξαρτητοποιήσεως της
Εκκλησίας της Αλβανίας τοποθετήθηκε Μητροπολίτης
Βελεγράδων, χωρίς να
αναγνωριστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τον Φεβρουάριο του 1929
παύθηκε. Μετά την δεύτερη αντικανονική ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Αλβανίας
το 1929 αναδείχθηκε Μητροπολίτης
Κορυτσάς τον Νοέμβριο του 1933. Ωστόσο δεν αναγνωρίστηκε από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ανακήρυξε την Εκκλησία της Αλβανίας
Αυτοκέφαλη το 1937. Στις 3 Απριλίου 1937 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Αρχιεπίσκοπος
Τιράνων και Προκαθήμενος
της Εκκλησίας της Αλβανίας. Στις 25 Δεκεμβρίου 1948 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από το Κομμουνιστικό καθεστώς της
Αλβανίας και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό. Βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του
(πιθανότατα δηλητηριασμένος) στις 17 Ιουνίου 1958. Το Οικουμενικό
Πατριαρχείο τον αναγνώριζε ως Κανονικό Προκαθήμενο της Εκκλησίας της
Αλβανίας μέχρι την κοίμησή του. |