Τα παιδιά ανακαλύπτουν το κόσμο των Μαθηματικών από το Νηπιαγωγείο

Τα Μαθηματικά σύμφωνα με τo Διαθεματικó Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών για το Νηπιαγωγείο και τον Οδηγό Νηπιαγωγού (Δαφέρμου, Κουλούρη & Μπασαγιάννη, 2006) αφορούν σε ένα πλαίσιο δράσης και αλληλεπίδρασης, που συνδέονται με ένα πλήθος από ικανότητες και δεξιότητες, σημαντικές για την ολοκληρωμένη προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη του ατόμου. Ανάμεσα σε αυτές ιδιαίτερο ρόλο διαδραματίζουν οι ικανότητες να μπορεί κάποιος να σκέφτεται λογικά, να επιλύει προβλήματα και να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις ανάμεσα σε πράγματα και καταστάσεις. Τα παιδιά προτρέπονται να υιοθετούν στάσεις και να αναπτύσσουν στρατηγικές μάθησης που συμβάλουν στην προοδευτική συγκρότηση της αφηρημένης σκέψης και προωθούν τον επιστημονικό εγγραμ-ματισμό.

Σε αυτή την προοπτική αξιοποίησης των μαθηματικών εντάσσεται και η προσέγγισή τους στο νηπιαγωγείο, όπου κυρίαρχος στόχος είναι τα παιδιά να αρχί-σουν να σκέφτονται με τρόπους που χαρακτηρίζουν τη μαθηματική επιστήμη, συνειδητοποιώντας παράλληλα την κοινωνική τους διάσταση, το λόγο δηλαδή για τον οποίο τα χρησιμοποιούμε στη ζωή μας. Το νηπιαγωγείο, ως οργανωμένο περιβάλλον κοινωνικοποίησης και μάθησης, μπορεί να προσφέρει σε όλα τα παιδιά- ακόμη και σε αυτά που δεν την έχουν από το οικογενειακό τους περιβάλλον- την απαιτούμενη υποστήριξη για να συνειδητοποιήσουν την κοινωνική χρησιμότητα της απόκτησης μαθηματικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων, γεγονός που συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση κινήτρων για την ενασχόληση τους με τα μαθηματικά.

Σύμφωνα με τον Οδηγό Νηπιαγωγού, η συστηματική συμμετοχή των παιδιών σε οργανωμένες δραστηριότητες ενεργητικής μάθησης που έχουν νόημα γι’ αυτά και η διαμόρφωση στην τάξη ενός μαθησιακού κλίματος που τα ενθαρρύνει να αντιπαραθέτουν τις απόψεις τους αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους, τους δίνουν τη δυνατότητα να εξελίσσουν συνεχώς τη σκέψη τους και να επιτυγχάνουν σταδιακά τις μαθησιακές επιδιώξεις που τίθενται, δηλαδή να γίνονται προοδευτικά ικανά:

  • Να ομαδοποιούν, να διατάσσουν, να σειροθετούν και να ταξινομούν. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να ομαδοποιούν, να διατάσσουν ή/και να ταξινομούν πράγματα σύμφωνα με το χρώμα, το σχήμα, το μέγεθος ή άλλα τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή ιδιότητες και να εντοπίζουν αυτά που δεν ανήκουν σε μία συγκεκριμένη συλλογή. Επίσης, ενθαρρύνονται να επιμερίζουν μια συλλογή σε μικρότερες συλλογές στη βάση ενός ή περισσοτέρων κριτηρίων που η δυσκολία τους μπορεί να αυξάνεται, να αναγνωρίζουν στοιχεία που ανήκουν από κοινού σε δύο διαφορετικές συλλογές, να ενοποιούν δύο διαφορετικές συλλογές σε μια μεγαλύτερη.
  • Να κάνουν αντιστοιχίσεις. Η αντιστοίχιση αποτελεί μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την κατάκτηση της διατήρησης της έννοιας του αριθμού. Αντιστοιχίζοντας μεταξύ τους τα αντικείμενα δύο συλλογών, τα παιδιά συνειδητοποιούν προοδευτικά τη σχέση ανάμεσα στις ποσότητες και τους αριθμούς και ότι ο αριθμός της κάθε συλλογής δε συνδέεται με το μέγεθος των αντικειμένων και δεν αλλάζει όταν αλλάζει η διάταξη των αντικειμένων στο χώρο. Και πάλι η αξία των αντιστοιχίσεων γίνεται κατανοητή όταν τις χρησιμοποιούν προκειμένου να επιλύσουν
    καθημερινά προβλήματα. Αξιοποιώντας τις αντιστοιχίσεις μπορούν να προσθέτουν και να αφαιρούν πράγματα, ακόμη και να πολλαπλασιάζουν (αντιστοίχιση ενός προς πολλά) ή να διαιρούν (το να μοιράζουν ή να μοιράζονται μεταξύ τους πράγματα είναι πρακτική στην οποία τα μικρά παιδιά είναι συνηθισμένα).
  • Να συγκεντρώνουν, να οργανώνουν και να επεξεργάζονται δεδομένα με στόχο να ερμηνεύσουν, να κατανοήσουν, να παρουσιάσουν και να διαχειριστούν πληροφορίες. Σε αυτό το πλαίσιο τα παιδιά αναπαριστούν με διαφορετικούς τρόπους (δηλαδή με πίνακες διπλής εισόδου, απλά ιστογράμματα, εικονογράμματα κ.λπ.) δεδομένα που συγκεντρώνουν κατά τις εξόδους από την τάξη, π.χ. από την επίσκεψη στο ζωολογικό κήπο (τι ζώα είδαν), από μια έρευνα που πραγματοποίησαν στην τάξη π.χ. σχετικά με τα μεγέθη των παπουτσιών τους (ποιοι έχουν τα μεγαλύτερα και ποιοι τα μικρότερα πόδια) κ.λπ.
  • Να αριθμούν, να απαριθμούν και να μετρούν. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να απαριθμούν και να αριθμούν για να εξοικειωθούν με τα ονόματα και με τη σειρά της ακολουθίας των φυσικών αριθμών και να συνειδητοποιήσουν προοδευτικά ότι το καθετί αριθμείται μόνο μία φορά, ότι ο τελευταίος αριθμός στη σειρά αρίθμησης αναφέρεται στο πλήθος των αντικειμένων μιας συλλογής (και δεν είναι το όνομα του τελευταίου μέλους της συλλογής) και ότι τα αντικείμενα διαφορετικών συλλογών αριθμούνται με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το μέγεθος τους και τη διάταξη τους στο χώρο. Βάζοντας τα παιδιά μπροστά σε καταστάσεις όπου η απαρίθμηση είναι απολύτως απαραίτητη για να τις αντιμετωπίσουν, τα βοηθούμε να συνειδητοποιήσουν ότι πρόκειται για έναν ποσοτικό υπολογισμό απόλυτα χρήσιμο για την επίλυση προβλημάτων της καθημερινής μας ζωής.
  • Να αντιλαμβάνονται τη θέση αντικειμένων αλλά και του εαυτού τους στο χώρο και να προσανατολίζονται σε αυτόν, να αναγνωρίζουν τα σχήματα και τις σχετικές τους θέσεις στο χώρο και να αντιλαμβάνονται τις ιδιότητες τους. Η ανάπτυξη αυτής της ικανότητας συμβάλλει στο να γίνονται προοδευτικά ικανά να ελέγχουν το χώρο, ενώ επιπλέον ενισχύει την ανάπτυξη της αισθητικής τους αντίληψης (συμμετρίες, κανονικότητες). Παράλληλα, καθώς εξοικειώνονται με τα σχήματα, αναπτύσσουν την ικανότητα να «μοντελοποιούν», δηλαδή να αναπαριστούν φυ- σικά αντικείμενα και καταστάσεις με όλο και πιο αφηρημένες φόρμες, ικανότητα που ενισχύεται από την ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει σε αυτήν την ανάπτυξη. Π.χ. γίνονται ικανά να αποτυπώσουν την πόλη τους επινοώντας αναπαραστάσεις (αναπαριστούν με τετράγωνα τις γειτονιές, με κύκλους τις πλατείες, με ορθογώνια παραλληλόγραμμα τους δρόμους και τα γήπεδα κ.λπ.) και οργανώνοντας τις με κατάλληλο τρόπο στο διαθέσιμο χώρο.
  • Να κάνουν μετρήσεις: Τα παιδιά προτρέπονται να μετρούν διακριτές και μη διακριτές ποσότητες (π.χ. το βάρος, το μήκος, το χρόνο, τη θερμοκρασία, το εμβαδόν, τον όγκο) προκειμένου να επιλύσουν προβλήματα που συναντούν καθημερινά. Οι μετρήσεις δίνουν στα μικρά παιδιά την ευκαιρία να προσεγγίσουν τον κόσμο των αριθμών και της μαθηματικής γλώσσας.
  • Να κάνουν εκτιμήσεις: Εκτίμηση είναι μια ευφυής πρόβλεψη (δηλαδή μια τεκμηριωμένη προσπάθεια προσέγγισης της πραγματικότητας) για το μέγεθος μιας ποσότητας ή για το πλήθος των στοιχείων μιας συλλογής ή ενός συνόλου. Ενθαρρύνοντας τα παιδιά να κάνουν εκτιμήσεις επιδιώκουμε να τα βοηθήσουμενα συνειδητοποιήσουν την αξία των εκτιμήσεων και όχι να πάρουμε απαραίτητα τη σωστή απάντηση.
  • Να διατυπώνουν και να ελέγχουν υποθέσεις: Η διατύπωση και ο έλεγχος υποθέσεων αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της μαθηματικής σκέψης και είναι σημαντικό να δίνονται ευκαιρίες για την ανάπτυξη τους σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων που εντάσσονται στο πλαίσιο της μαθηματικής εκπαίδευσης, ξεκινώντας από το νηπιαγωγείο. Σε αυτό το πλαίσιο τα παιδιά ενθαρρύνονται να σκέπτονται τι θα μπορούσε να συμβεί σε υποθετικές περιπτώσεις, αλλά και να ελέγχουν τις συνέπειες της υπόθεσης τους σε σχέση με το πρόβλημα που συζητιέται κάθε φορά.
  • Να επιλύουν προβλήματα: Τα προβλήματα είναι καταστάσεις στις οποίες το παιδί καλείται να λάβει αποφάσεις για το πώς θα επεξεργαστεί κάποιες πληροφορίες ποσοτικού ή ποιοτικού χαρακτήρα, ώστε να οδηγηθεί σε κάποιο αποτέλεσμα, το οποίο στη συνέχεια θα ελέγξει για την ορθότητα του. Η επίλυση προβλημάτων τίθεται πλέον ως κύριος στόχος της μαθηματικής εκπαίδευσης σήμερα. Στο πλαίσιο του καθημερινού προγράμματος στο νηπιαγωγείο, όπως ήδη αναφέρθηκε, δίνονται πολλές ευκαιρίες για επίλυση προβλημάτων, με αξιοποίηση των γνώσεων που έχουν ήδη κατακτήσει τα παιδιά εντός ή εκτός σχολικού πλαισίου.
  • Να χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία για να επιλύουν μαθηματικά προβλήματα: Τα παιδιά μεγαλώνουν στην εποχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας. Η επαφή τους με αριθμομηχανές και ηλεκτρονικούς υπολογιστές στο νηπιαγωγείο τα βοηθάει να συνδέσουν τη μάθηση που πραγματοποιείται στο σχολείο με τις μαθηματικές εμπειρίες που έχουν βιώσει εκτός σχολείου, στον πραγματικό κόσμο.

Ανακτήθηκε από http://Infokids.gr

Η σημασία της ανάγνωσης στο Νηπιαγωγείο. Κανένα παιδί δεν εξαιρείται από την αναγνωστική διαδικασία

ΤΗΣ ΕΥΤΥΤΧΙΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ*

Στο εκπαιδευτικό σύστημα, η γλώσσα αποτελεί σημαντικό μέρος του σχολικού προγράμματος και κάθε θέμα που προσεγγίζεται, εξυπηρετεί στόχους ομιλίας, ανάγνωσης και γραφής. Μέσα από το σχεδιασμό και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων γλώσσας, δημιουργούνται οι συνθήκες και τα παιδιά έχουν ευκαιρίες να συζητούν, να διηγούνται, να επικοινωνούν, να εξηγούν και να ερμηνεύουν, να εμπλουτίζουν τον προφορικό τους λόγο, να ανταλλάσσουν απόψεις, να επιχειρηματολογούν, αλλά και να καταγράφουν, να αναγνωρίζουν οικείες λέξεις στο περιβάλλον και μέσα στα κείμενα, να παίρνουν πληροφορίες από διάφορες γραπτές πηγές, να υπαγορεύουν στην εκπαιδευτικό κείμενα, να αντιγράφουν λέξεις που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες, να φτιάχνουν καταλόγους, αφίσες, να γράφουν γράμματα, να παράγουν δικά τους κείμενα, να αναπαριστούν γενικά τις ιδέες τους με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Το σημαντικό είναι ότι οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται έχουν νόημα για τα παιδιά, με αποτέλεσμα να ενισχύονται τα κίνητρα για την κατάκτηση αυτών των δεξιοτήτων. 

Η ανάπτυξη του προφορικού λόγου αποτελεί θεμελιώδη λίθο για την επικοινωνία του ατόμου με τους άλλους, η οποία με τη σειρά της έχει ως αποτέλεσμα την ομαλή ψυχολογική εξέλιξη του ατόμου και την κοινωνική προσαρμογή του στο περιβάλλον. Μέσα από το λόγο, το παιδί αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις, εκφράζει συναισθήματα, συνεργάζεται με τους άλλους τηρώντας κανόνες και, τέλος, εντάσσεται ομαλά στην ομάδα των συνομηλίκων, της οικογένειας, του σχολείου και της ευρύτερης κοινωνίας. Το παιδί με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και Αναπηρίες υποστηρίζεται στην περιοχή του προφορικού λόγου με στοχευμένες δραστηριότητες μαθησιακής ετοιμότητας, με τις οποίες καλλιεργείται η ικανότητα αντίληψης και διάκρισης των ήχων, ώστε να μπορεί να διακρίνει και να χρησιμοποιεί στη συνέχεια τα στοιχεία του προφορικού λόγου και τελικά να είναι ικανό: α) να ακροάται και να αποκωδικοποιεί τις ακουστικές πληροφορίες, β) να συμμετέχει με επιτυχία στο διάλογο περιμένοντας τη σειρά του και γ) να εκφράζεται με σαφήνεια και ακρίβεια.

Αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να βοηθήσουν πολλές κατηγορίες παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, όπως παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή (δυσλεξία) που παρουσιάζουν δυσκολίες στην φωνολογική αντίληψη και διάκριση των ήχων, στην επεξεργασία του φωνολογικού επιπέδου της γλώσσας, στην επεξεργασία των πληροφοριών και στην κατανόηση του νοήματος μιας συζήτησης ή ενός κειμένου. Επίσης, δραστηριότητες στις οποίες το παιδί με παρορμητικότητα καλείται να συμμετάσχει στο διάλογο περιμένοντας τη σειρά του, μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των αυθόρμητων ενεργειών του μαθητή που συνήθως δημιουργούν προβληματικές καταστάσεις, τόσο στον ίδιο όσο και στα άτομα του περιβάλλοντός του.

Αυτές οι δραστηριότητες μπορούν να βοηθήσουν πολλές κατηγορίες παιδιών με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες, όπως παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή (δυσλεξία) που παρουσιάζουν δυσκολίες στην φωνολογική αντίληψη και διάκριση των ήχων, στην επεξεργασία του φωνολογικού επιπέδου της γλώσσας, στην επεξεργασία των πληροφοριών και στην κατανόηση του νοήματος μιας συζήτησης ή ενός κειμένου. Επίσης, δραστηριότητες στις οποίες το παιδί με παρορμητικότητα καλείται να συμμετάσχει στο διάλογο περιμένοντας τη σειρά του, μπορούν να βοηθήσουν στη διαχείριση των αυθόρμητων ενεργειών του μαθητή που συνήθως δημιουργούν προβληματικές καταστάσεις, τόσο στον ίδιο όσο και στα άτομα του περιβάλλοντός του.

Τα δομημένα διδακτικά προγράμματα αναγνωστικής ετοιμότητας, σύμφωνα με τις απόψεις που επικρατούν, περιλαμβάνουν δραστηριότητες οι οποίες αποβλέπουν στην ανάπτυξη της λογικής σκέψης, τον εμπλουτισμό των εμπειριών του παιδιού, την ανάπτυξη ενδιαφέροντος για τα βιβλία, την εξέλιξη της γενικής και λεπτής κινητικότητας, την προαγωγή της οπτικής και της ακουστικής διάκρισης, την ανάπτυξη του οπτικοκινητικού συντονισμού, την προαγωγή του προφορικού λόγου και τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου. Σε κάθε πρόγραμμα αναγνωστικής ετοιμότητας, οι στρατηγικές που χρησιμοποιούνται έχουν σκοπό:τη διεύρυνση και αξιοποίηση των καναλιών πρόσληψης πληροφοριών μάθησης,

  • τη διεύρυνση και αξιοποίηση των καναλιών πρόσληψης πληροφοριών μάθησης,
  • την καλύτερη αντιμετώπιση των δυσκολιών ανάγνωσης,
  • τη διαχείριση των πηγών άγχους και ανασφάλειας,
  • την αύξηση του θετικού αυτοσυναισθήματος.
  • την ανάπτυξη της αναγνωστικής αυτοεικόνας.

Ειδικότερα για το μαθητή με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και Αναπηρίες, επιδιώκεται να ακούει και να αντιλαμβάνεται σωστά ποικίλα ηχητικά ερεθίσματα. Το παιδί αναγνωρίζει ήχους που ακούει, βρίσκει την κάρτα που αντιστοιχεί σε κάθε ήχο, μιμείται και παράγει φωνές ζώων ή μουσικά όργανα, εκτελεί εντολές που ακούει.  Να συμμετέχει αποτελεσματικά στο διάλογο περιμένοντας τη σειρά του. Μέσα από ομαδικά παιχνίδια (παζλ, επιτραπέζια, κάρτες), το παιδί ονομάζει αντικείμενα με τυχαία ή ορισμένη σειρά. Ανακοινώνει τα νέα της ημέρας στους συμμαθητές του. Η επιτυχία των δραστηριοτήτων αυτών έγκειται στο να μπορεί το παιδί να περιμένει τη σειρά του για να μιλήσει, χωρίς να διακόπτει το συνομιλητή του. Να εκφράζεται προφορικά με ακρίβεια και σαφήνεια. Η σύνδεση λέξεων, προτάσεων και γεγονότων, η σωστή χρήση των χρόνων και των επιθέτων αποτελούν κριτήριο για την ακριβή και σαφή έκφραση. Δραστηριότητες με δραματοποιήσεις, φωτογραφίες, παραμύθια βοηθούν ως προς αυτή την κατεύθυνση με παιγνιώδη τρόπο.

Οι εκπαιδευτικοί στο νηπιαγωγείο δίνουν στα παιδιά ποικιλία ερεθισμάτων, ώστε να επιτεύξουν τους στόχους του προφορικού λόγου. Το παιδί ακροάται, δέχεται τις προφορικές πληροφορίες, τις επεξεργάζεται νοητικά, επενδύει συναισθηματικά στο προϊόν που παράγεται και εκφράζεται.

Υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στον προφορικό και γραπτό λόγο. Ο σύνδεσμος που δημιουργείται στο νηπιαγωγείο, ανάμεσα στην ανάγνωση και τη γραφή, επηρεάζει σημαντικά την εξέλιξη του παιδιού, καθώς και τα αποτελέσματα της μαθησιακής διαδικασίας. Η δόμηση μιας θετικής σχέσης με τον προφορικό και το γραπτό λόγο, είναι το κλειδί για κάθε μάθηση και για την ανάπτυξη των ικανοτήτων που συνδέονται με αυτήν. Η καλή συγκρότηση του προφορικού λόγου, ευνοεί την προσωπική ανάπτυξη και τη δόμηση συγκροτημένης κοινωνικής ταυτότητας.

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Edwards, C.P. (2002). Three Approaches from Europe: Waldorf, Montessori, and Reggio
Emilia.Early Childhood Research & Practice, Vol. 4, 1.

Griffiths, F. (2002). Communication Counts: speech and Language difficulties in the early years. London: Routledge Falmer.

Marcon, R.A. (2002). Moving up the Grades: Relationship between preschool Model and Later School Success. Early Childhood Research & Practice, Vol. 4, 1. Ηλεκτρονικό περιοδικό.Γαβριηλίδου, Ζ. (2003). Φωνητική συνειδητοποίηση και διόρθωση παιδιών προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας. Αθήνα: Εκδ. Τυπωθήτω- Δαρδανός

Πόρποδας, Κ. (2002). Η Ανάγνωση. Πάτρα:Εκδ. Συγγραφέα.

Χρυσαφίδης, Κ. (2004). Βιωματική –Επικοινωνιακή Μάθηση: η σύγχρονη εκδοχή της μεθόδου project. Ένθετο δραστηριοτήτων, Νο 10, τχ. 37. Σύγχρονο νηπιαγωγείο, τχ. 38, σελ. 65-71.

*Δημόσιο Νηπιαγωγείο Τραχωνίου, Λεμεσός, Κύπρος