ΟΧΙ ΣΤΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Το αίσθημα της ξενοφοβίας βρίσκεται σε άνοδο και συχνά γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης για δημαγωγικούς πολιτικούς σκοπούς. Μέρα με τη μέρα η διαβρωτική επίδραση της ξενοφοβίας υπονομεύει τα δικαιώματα των αμέτρητων θυμάτων.

Οι διακρίσεις μπορούν να λάβουν πολλές μορφές, κρυφές ή ολοφάνερες, δημόσιες ή ιδιωτικές. Μπορεί να πάρουν τη μορφή του θεσμοθετημένου ρατσισμού και να εκδηλώνονται με επεισόδια μισαλλοδοξίας και απόρριψης πέρα από κάθε έλεγχο. Θύματα των διακρίσεων είναι τα άτομα ή οι ομάδες ατόμων που θεωρούνται διαφορετικοί, λόγω της φυλής, του χρώματος, του φύλου, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, της περιουσιακής κατάστασης, του τόπου γέννησης, της αναπηρίας ή του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Τα άτομα με αναπηρία αποτελούν τη μεγαλύτερη και πιο μειονεκτούσα μειονότητα του κόσμου.

Οφείλουμε να καταπολεμήσουμε τη μισαλλοδοξία και τα στενά συμφέροντα που γεννούν τις διακρίσεις. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι έχουμε πετύχει αξιοσημείωτη πρόοδο, αλλά δεν θα πρέπει να σταματήσουμε εδώ. Οι διακρίσεις δεν εξαφανίζονται μόνες τους. Πρέπει να τις καταπολεμούμε εκεί που εμφανίζονται.

Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μας κάνει όλους πλουσιότερους. Αντίθετα, η υποβίβαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έχει συνέπειες για όλους μας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις σημερινές πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες μας. Όλοι, λοιπόν, οφείλουμε να σεβόμαστε τους συνανθρώπους μας, διότι όλοι έχουμε την ίδια ανάγκη για αγάπη, αποδοχή, φροντίδα, ίσες ευκαιρίες στη ζωή για ένα αξιοπρεπές μέλλον!

 

 

 

Εκπαίδευση και αναπηρία

Η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι μια κοινωνία ανισότητας, που δυσκολεύεται να αποβάλλει τις αρνητικές στάσεις και συμπεριφορές απέναντι στα άτομα με αναπηρία, τα οποία αντιμετωπίζει άλλοτε με εχθρότητα, άλλοτε με φόβο και άλλοτε με αδιαφορία. Η εκπαίδευση, όμως, μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός άμβλυνσης αυτών των ανισοτήτων, παρέχοντας σε όλους τους ανθρώπους με ή δίχως αναπηρία τη δυνατότητα να ολοκληρωθούν ως προσωπικότητες και να οδηγηθούν σε ατομική και κοινωνική πρόοδο.
Βέβαια, για να συμβεί αυτό προϋποθέτει μια εκπαίδευση δημοκρατική, που σέβεται τη διαφορετικότητα και την πολυμορφία, που απευθύνεται σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τα όποια νοητικά, σωματικά, κοινωνικά, συναισθηματικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους. Μια εκπαίδευση και ένα σχολείο για όλους που αντιμετωπίζει τη διαφορά ως δυνατότητα και όχι ως ελάττωμα, που θεωρεί την αναπηρία ως πρόκληση και πηγή δημιουργίας, που αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάθε μαθητή με αναπηρία ή όχι, να εξελίσσεται, να δημιουργεί και να χαίρεται τη ζωή.
Σήμερα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τη διάρθρωση των εκπαιδευτικού συστήματος μας η Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση παρέχεται:
? Σε γενικά σχολεία στα οποία εντάσσονται τα άτομα με αναπηρία.
? Σε Τμήματα ένταξης ή ομάδες που λειτουργούν μέσα στα γενικά σχολεία που εφαρμόζουν ειδικά προγράμματα.
? Σε αυτοτελή Ειδικά Νηπιαγωγεία και Ειδικά Δημοτικά Σχολεία Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.
? Σε Ειδικά σχολεία ή σε Τμήματα ένταξης που λειτουργούν ως παραρτήματα σε νοσοκομεία και κλινικές ή ιατροπαιδαγωγικά κέντρα ή θεραπευτικά καταστήματα ανηλίκων.
? Σε ειδικές επαγγελματικές σχολές Ε.Ε.Ε.Ε.Κ, ή σε ειδικά τμήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης μέσα σε γενικά σχολεία, καθώς και σε ειδικά επαγγελματικά εργαστήρια.
Παρ? όλα αυτά, όμως, οι διαπιστώσεις ένταξης αυτών των ατόμων δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτικές μιας κοινωνίας που θεωρεί την εκπαίδευση πολύτιμο αγαθό και δικαίωμα κάθε ανθρώπου, εφόδιο στην ατομική και κοινωνική του ανάπτυξη, μέσο για τη δημιουργία μιας ανθρωποκεντρικής και δημοκρατικής κοινωνίας. Τα προβλήματα και οι ανάγκες που προκύπτουν από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία για εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση είναι ζητήματα για τα οποία απαιτείται πολιτική συνεννόηση και κοινωνική συναίνεση. Σε μια δημοκρατική κοινωνία κανένας δεν περισσεύει, κανενός η προσφορά δεν υποτιμάται και δεν απορρίπτεται.
Γι αυτό, λοιπόν, απαιτείται διαρκής επαναπροσδιορισμός και επανασχεδιασμός της εκπαίδευσης των ατόμων με αναπηρία. Χρέος όλων μας, είναι να ενεργοποιηθούμε απέναντι στον αποκλεισμό αυτό, γιατί αν πραγματικά θέλουμε να είμαστε μέλη μιας ανθρωποκεντρικής πολιτείας, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία είναι ακριβώς τα ίδια με τα δικαιώματα του καθενός μας.

images (1)

ΙΑΤΡΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ

Ένα από τα σημαντικότερα σημεία αντιπαράθεσης στο χώρο των μελετών για την αναπηρία, αποτελεί αναμφισβήτητα ο τρόπος του προσδιορισμού της. Συγκεκριμένα, η έννοια «αναπηρία», παρά τις προσπάθειες να περιγραφεί με σαφήνεια συναντά πολλαπλά εμπόδια, καθώς πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο διαφοροποιείται τόσο ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις, όσο και με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου που τη φέρει. Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης πολυπλοκότητας είναι ότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνική ομάδα  κατανοεί με το δικό της τρόπο το άτομο με αναπηρία.

Οι διάφοροι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για την αναπηρία και οι οποίοι προσανατόλισαν ανάλογα την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε Πολιτείας και ευρύτερα του κοινωνικού συνόλου απέναντι στα άτομα με αναπηρία, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: εκείνη που κατανοεί την αναπηρία ως βιολογική κατάσταση και εκείνη που την αντιμετωπίζει ως κοινωνική κατάσταση. Αντίστοιχα, η πρώτη περίπτωση συνδέεται με τη διατύπωση ενός ιατρικού-βιολογικού μοντέλου, ενώ η δεύτερη αντικατοπτρίζεται στο κοινωνικό-οικοσυστημικό μοντέλο κατανόησης της αναπηρίας.

Με βάση το ιατρικό-βιολογικό μοντέλο, η αναπηρία κατανοείται μέσα από τη διάσταση της βιολογίας και επομένως το άτομο με αναπηρία θεωρείται ότι έχει ανάγκη από ιατρική αντιμετώπιση. Στόχος του συγκεκριμένου μοντέλου είναι η αποκατάσταση του «προβλήματος» που μπορεί να παρασχεθεί μόνο από τους ειδικούς. Στο πλαίσιο, λοιπόν αυτού του μοντέλου, το άτομο αντιμετωπίζεται ως άρρωστο ή ως «βεβαρημένο» με μια συγκεκριμένη κατάσταση -την αναπηρία- και μετατρέπεται σε έναν παθητικό δέκτη, που πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό του πρόβλημα προσαρμόζοντας τη ζωή του σε αυτό. Αποτέλεσμα της αντίληψης αυτής, είναι η δημιουργία ενός ειδικού σχολείου,  διαφορετικού από το γενικό σχολείο της γειτονιάς, το οποίο διακρίνεται κυρίως για το προνοιακό-θεραπευτικό και όχι τον παιδαγωγικό του προσανατολισμό.  Πρόκειται, δηλαδή, για την παροχή μιας εκπαίδευσης, στην οποία τον πρώτο ρόλο διαδραματίζει η εκάστοτε νοητική, σωματική, αισθητηριακή, ψυχική ή συναισθηματική δυσκολία του ατόμου, ενώ η προσωπικότητα του ατόμου τοποθετείται σε δεύτερο πλάνο.

medical-model

Αντιθέτως, το κοινωνικό-οικοσυστημικό μοντέλο κατανοεί την αναπηρία ως κοινωνική κατασκευή. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η αναπηρία εξετάζεται μέσα στο γενικότερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό της πλαίσιο, και προσδιορίζεται με όρους κοινωνικούς. Ειδικότερα, η αναπηρία δε θεωρείται ως ιδιαίτερο ατομικό χαρακτηριστικό, αλλά ως περιορισμός που επιβάλλεται από την κοινωνία, η οποία είναι ουσιαστικά εκείνη που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους, αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της πλήρους συμμετοχής τους στο κοινωνικοπολιτισμικό γίγνεσθαι. Επομένως, τα άτομα με αναπηρία, σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο, συνιστούν μια κοινωνικά, πολιτισμικά και εκπαιδευτικά περιθωριοποιημένη ομάδα τού κοινωνικού συνόλου, λόγω των  πρακτικών, των ιδεολογιών και πολιτικών που αυτό επιβάλλει. Για να γίνει μάλιστα περισσότερο σαφές ότι η αναπηρία αποτελεί προϊόν κοινωνικής δραστηριότητας, το συγκεκριμένο μοντέλο διαχωρίζει τη «βλάβη» από τη «αναπηρία». Συγκεκριμένα, η πρώτη έννοια αναφέρεται σε κάποιου είδους δυσλειτουργία, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στον περιορισμό που η δυσλειτουργία αυτή προκαλεί στη ζωή των ατόμων που τη φέρουν, επειδή η εκάστοτε κοινωνική οργάνωση δεν έχει λάβει καθόλου ή έχει λάβει ελάχιστη μέριμνα για τα άτομα αυτά, με αποτέλεσμα να τα αποκλείει από τις δραστηριότητές της.social-model