Ένα από τα σημαντικότερα σημεία αντιπαράθεσης στο χώρο των μελετών για την αναπηρία, αποτελεί αναμφισβήτητα ο τρόπος του προσδιορισμού της. Συγκεκριμένα, η έννοια «αναπηρία», παρά τις προσπάθειες να περιγραφεί με σαφήνεια συναντά πολλαπλά εμπόδια, καθώς πρόκειται για ένα πολύπλοκο φαινόμενο το οποίο διαφοροποιείται τόσο ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις, όσο και με τη συγκεκριμένη κατάσταση του ατόμου που τη φέρει. Αποτέλεσμα της προαναφερόμενης πολυπλοκότητας είναι ότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνική ομάδα κατανοεί με το δικό της τρόπο το άτομο με αναπηρία.
Οι διάφοροι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για την αναπηρία και οι οποίοι προσανατόλισαν ανάλογα την εκπαιδευτική πολιτική της εκάστοτε Πολιτείας και ευρύτερα του κοινωνικού συνόλου απέναντι στα άτομα με αναπηρία, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε δυο μεγάλες κατηγορίες: εκείνη που κατανοεί την αναπηρία ως βιολογική κατάσταση και εκείνη που την αντιμετωπίζει ως κοινωνική κατάσταση. Αντίστοιχα, η πρώτη περίπτωση συνδέεται με τη διατύπωση ενός ιατρικού-βιολογικού μοντέλου, ενώ η δεύτερη αντικατοπτρίζεται στο κοινωνικό-οικοσυστημικό μοντέλο κατανόησης της αναπηρίας.
Με βάση το ιατρικό-βιολογικό μοντέλο, η αναπηρία κατανοείται μέσα από τη διάσταση της βιολογίας και επομένως το άτομο με αναπηρία θεωρείται ότι έχει ανάγκη από ιατρική αντιμετώπιση. Στόχος του συγκεκριμένου μοντέλου είναι η αποκατάσταση του «προβλήματος» που μπορεί να παρασχεθεί μόνο από τους ειδικούς. Στο πλαίσιο, λοιπόν αυτού του μοντέλου, το άτομο αντιμετωπίζεται ως άρρωστο ή ως «βεβαρημένο» με μια συγκεκριμένη κατάσταση -την αναπηρία- και μετατρέπεται σε έναν παθητικό δέκτη, που πρέπει να αντιμετωπίσει το προσωπικό του πρόβλημα προσαρμόζοντας τη ζωή του σε αυτό. Αποτέλεσμα της αντίληψης αυτής, είναι η δημιουργία ενός ειδικού σχολείου, διαφορετικού από το γενικό σχολείο της γειτονιάς, το οποίο διακρίνεται κυρίως για το προνοιακό-θεραπευτικό και όχι τον παιδαγωγικό του προσανατολισμό. Πρόκειται, δηλαδή, για την παροχή μιας εκπαίδευσης, στην οποία τον πρώτο ρόλο διαδραματίζει η εκάστοτε νοητική, σωματική, αισθητηριακή, ψυχική ή συναισθηματική δυσκολία του ατόμου, ενώ η προσωπικότητα του ατόμου τοποθετείται σε δεύτερο πλάνο.
Αντιθέτως, το κοινωνικό-οικοσυστημικό μοντέλο κατανοεί την αναπηρία ως κοινωνική κατασκευή. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η αναπηρία εξετάζεται μέσα στο γενικότερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό της πλαίσιο, και προσδιορίζεται με όρους κοινωνικούς. Ειδικότερα, η αναπηρία δε θεωρείται ως ιδιαίτερο ατομικό χαρακτηριστικό, αλλά ως περιορισμός που επιβάλλεται από την κοινωνία, η οποία είναι ουσιαστικά εκείνη που καθιστά ανάπηρους τους ανθρώπους, αποκλείοντας τους από το δικαίωμα της πλήρους συμμετοχής τους στο κοινωνικοπολιτισμικό γίγνεσθαι. Επομένως, τα άτομα με αναπηρία, σύμφωνα με το κοινωνικό μοντέλο, συνιστούν μια κοινωνικά, πολιτισμικά και εκπαιδευτικά περιθωριοποιημένη ομάδα τού κοινωνικού συνόλου, λόγω των πρακτικών, των ιδεολογιών και πολιτικών που αυτό επιβάλλει. Για να γίνει μάλιστα περισσότερο σαφές ότι η αναπηρία αποτελεί προϊόν κοινωνικής δραστηριότητας, το συγκεκριμένο μοντέλο διαχωρίζει τη «βλάβη» από τη «αναπηρία». Συγκεκριμένα, η πρώτη έννοια αναφέρεται σε κάποιου είδους δυσλειτουργία, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στον περιορισμό που η δυσλειτουργία αυτή προκαλεί στη ζωή των ατόμων που τη φέρουν, επειδή η εκάστοτε κοινωνική οργάνωση δεν έχει λάβει καθόλου ή έχει λάβει ελάχιστη μέριμνα για τα άτομα αυτά, με αποτέλεσμα να τα αποκλείει από τις δραστηριότητές της.