Οι σφραγίδες- μήτρες ήταν κατασκευασμένες από ορείχαλκο, σίδηρο ή μπρούντζο. Μια μήτρα μπορούσε να παράγει από 10.000 έως 30.000 νομίσματα. Ειδικοί τεχνίτες χάρασσαν τις μή­τρες για την τύπωση των νομισμάτων. Η κατασκευή του αρχαίου νομίσματος γινόταν σε ειδικά κρατικά εργαστήρια, τα νομισματοκοπεία. Οι μεγαλύτερες πόλεις διέθεταν οργανωμένες εγκαταστάσεις. Στην ανασκαφή της αρχαίας Αγο­ράς της Αθήνας εντοπίστηκε και νομισματοκοπείο, που λειτουρ­γούσε από τα τέλη του 5ου αιώνα έως και τα χρόνια του Αυγούστου (27 π.Χ. ? 14 μ.Χ.).

Read more: Τεχνικές Κατασκευής

Στη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας συνάφθηκαν διάφορες στρατιωτικές συμμαχίες πόλεων ή εθνών, προ­κειμένου να αντιμετωπίσουν συλλογικά ένα προβλεπόμενο κίνδυνο (π.χ. Α? Αθηναϊκή Συμμαχία) ή να απαλλαγούν από άλλης μορφής υποτέλεια, όπως η αθηναϊκή ηγεμονία, που προά­σπιζε τα αθηναϊκά κυρίως συμφέροντα με δυσβάστακτο για τους λοιπούς Έλληνες τρόπο. Σε ορισμένες περιπτώσεις το κοινό νόμι­σμα αποτελούσε μέρος της ενιαίας τακτικής της συμμαχίας. Επίσης ιδρύθηκαν Συμπολιτείες και Κοινά, πολιτικό-στρατιωτικές και πολιτειακές ενώσεις των πόλεων σε διάφορες περιοχές, που μεταξύ των άλλων κοινής αποδοχής δεσμεύσεων, ήταν η έκδοση κοινού νομίσματος. Οι κοπές αυτές χαρακτηρίζονταν από περιορι­σμένη και τοπική κυκλοφορία.

Ευβοϊκή Συμπολιτεία.Συστάθηκε και ανέπτυξε τοπικό ρόλο τον 4ο αιώνα π.Χ. Καταρχάς υπό την επιρροή της Θήβας εντάχθηκε στο μέτωπο εναντίον των Αθηναίων και στη συνέχεια, σε ρήξη πλέον με τη Θήβα, οδηγήθη­κε σε προσωρινή προσέγγιση με την Αθήνα. Οι νομισματικές εκδόσεις της Ευβοϊκής Συμπολιτείας έχουν ως κύριες παραστάσεις την κεφαλή της νύμφης Εύβοιας και το μοσχάρι, το οποίο αποτελούσε τη σπουδαιότερη πηγή πλούτου του τόπου, καθιστό ή όρθιο. Οι παραστά­σεις αυτές εναλλάσσονται στις δύο όψεις των νομισμά­των, ενώ το βάρος τους ακολουθεί αρχικά τον αιγινιτικό, στη συνέχεια τον αττικό σταθμητικό κανόνα, ανάλογα με τη σφαίρα επιρροής στην οποία βρισκόταν η Συμπολιτεία.

Κοινόν των Βοιωτών.Υπήρχε ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Η περίοδος της μεγαλύτερης ανάπτυξης του συμπίπτει με κείνη της θηβαϊκής ηγεμονίας, 378-362 π.Χ. Στην πρόσθια όψη των στατήρων κυριαρχεί η παράσταση της βοιωτικής ασπίδας, το εθνικό έμβλημα των Βοιωτών. Στην άλλη συνα­ντάται ποικιλία παραστάσεων, συνήθως αυτή του κρατήρα.

Δελφική Αμφικτυονία. (336/5-334 π.Χ.) Ο θρησκευτικός αυτός οργανισμός περιελάμβανε δώδεκα αντιπροσώπους ελληνικών πό­λεων, που ανέλαβαν την ευθύνη του ιερού για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, αμέσως μετά το θάνατο του Φιλίππου Β? της Μακεδο­νίας. Εξέδωσε ξεχωριστής ποιότητας αργυρά νομίσματα, στατήρες και δραχμές. Η κεφαλή της Δήμητρας, πεπλοφόρου και με στεφάνι από στάχυα, εικονίζεται στην πρόσθια όψη των στατήρων ενώ στην άλλη, ο Απόλλων, η κυρίαρχη θεότητα των Δελφών, καθισμένος στον ομφαλό της γης, στηρίζεται στη λύρα του.

Κοινόν των Αιτωλών.Τέλη 4ου ? μέ­σα 2ου αιώνα π.Χ. Απέκτησε αξιόλο­γη υπόσταση και δράση κυρίως ύστε­ρα από την ανάδειξη των Αιτωλών σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη της κεν­τρικής Ελλάδας τον 3ο αιώνα π.Χ. Από τις νομισματικές εκδόσεις της Αιτωλικής Συμπολιτείας, τα τριώβολα (ημίδραχμα) κόπηκαν σε εξαιρετικά μεγάλες ποσότητες ιδίως στις τελευ­ταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, εξυπηρετώντας την κάλυψη ασταμά­τητων στρατιωτικών αναγκών. Στην πρόσθια όψη τους απεικονίζεται το κεφάλι της Αταλάντης με καυσία (κά­λυμμα κεφαλιού) και στην άλλη ο Κα­λυδώνιος κάπρος που τρέχει προς τα δεξιά. Στο κυνήγι του άγριου αυ­τού ζώου πρωταγωνίστησε η μυθική ηρωίδα Αταλάντη με τα βέλη της, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, που αποδόθηκε και στις παραστά­σεις των νομισμάτων.

Κοινόν των Ακαρνάνων.Έδρασε από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι το 167 π.Χ., ως αντίποδας του Κοινού των Αιτωλών, ασθενέστερος αλλά υπολογίσιμος. Στην πρόσθια όψη των στατήρων, που εξέδω­σε το Κοινό, κυριαρχεί η παράσταση του ανθρωπόμορφου ταύρου, προσωποποίηση του ποτάμιου θεού Αχελώου. Η προάσπιση του ποταμού, πηγής ζωής και ανάπτυξης της Ακαρνανίας, και της δια­τήρησης του ελέγχου του ως φυσικού συνόρου, υπήρ­ξε η πρωταρχική μέριμνα των Ακαρνάνων, στον συνε­χή ανταγωνισμό τους με τους Αιτωλούς. Στην οπίσθια όψη των στατήρων εικονίζεται καθιστός ο Απόλλων Άκτιος.

Κοινόν Ηπειρωτών(234/3-168 π.Χ.) Η δράση του συμπίπτει με τα κρίσιμα χρόνια της ιδιόμορφης και καταλυτικής εμφάνισης των Ρωμαίων στον ελλαδικό χώρο, 234/3-168 π.Χ. Η νομισματοκοπία του Κοινού, στατήρες και δραχμές κυρίως, αναπτύσσεται στις τε­λευταίες δεκαετίες του, ξεκινώντας πριν από το 180 π.Χ., ενώ τη μεγαλύτερη ακμή της παρουσιάζει το τελευταίο διάστημα, ειδικά τις παραμονές της τελικής αναμέτρησης με τους Ρωμαίους, το 168 π.Χ., που επεφύλασσε το βάναυσο τέλος της Ηπείρου. Οι συ­ζευγμένες κεφαλές του Δωδωναίου Δία με στεφάνι από φύλλα δρυός και της νύμφης Διώνης, στην πρόσθια όψη των στατήρων, θυμίζουν τη σύνθεση στα νομίσματα της Πτολεμαϊκής δυναστείας. Σε μια σύγχρονη περίπου πτολεμαϊκή κοπή εικονίζονται ενωμένες οι κεφαλές του Σαράπιδος και της Ίσιδος. Στην οπίσθια όψη απο­δίδεται επιτιθέμενος ταύρος, μέσα σε στεφάνι δρυός.

Κοινόν των Θεσσαλών.Ιδρύθηκε τον 2ο αιώνα π.Χ. και λειτούρ­γησε υπό ρωμαϊκή κηδεμονία μέχρι την εποχή του Αυγούστου. Στην πλούσια νομισματοκοπία του δεσπόζουν οι αργυροί στατή­ρες, με την κεφαλή του δαφνοστεφανωμένου Δία στην πρόσθια όψη και στην άλλη τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Ιτωνίας.

Αχαϊκή Συμπολιτεία(τέλη 3ου-2ος αι­ώνας π.Χ.). Μια από τις σπουδαιότερες συμμαχίες της ελληνιστικής περιόδου, συγκροτήθηκε προς τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και σύντομα ήλεγχε πολιτικά όλη την Πελοπόννησο. Μετά τις πρώτες εκδόσεις αργυρών τριωβόλων (ημιδράχμων) που είχαν κοινούς τύπους, κεφαλή Δία δαφνοστεφανωμένου στην εμπρό­σθια όψη και στην άλλη το μονόγραμμα ΑΧ της συμμαχίας μέσα σε στεφάνι, οι πόλεις-μέλη χάραξαν ενδεικτικά σύμβο­λα και μονογραφήματα, που δήλωναν την ταυτότητά τους. Τα νομίσματα αυτά χρησίμευαν για την πληρωμή του σιτηρέσιου των στρατιωτών αλλά και για άλλες συν­αλλαγές, όπως οι εμπορικές.


 

Μια νέα εποχή στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική δομή του αρχαίου κόσμου σηματοδοτήθηκε με το Φίλιππο Β?, βασιλιά της Μακεδονίας. Από το 359 ως το 336 π.Χ. κατόρθωσε να επεκτείνει τα όρια του κράτους του και να το καταστήσει τη σπουδαιότερη δύναμη στον ελλαδικό χώρο.

Έχοντας τον έλεγχο μεταλλείων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ιδι­αίτερα τα μεταλλεία χρυσού και αργύρου στην περιοχή του Παγ­γαίου, ο Φίλιππος ήταν σε θέση να εκδόσει νομίσματα σε μεγαλύ­τερες ποσότητες από ότι όλοι οι προκάτοχοί του και να ξεπεράσει τα έσοδα κάθε ελληνικής πόλης ? κράτους, με εξαίρεση ίσως την Αθή­να.

Ο Φίλιππος εξέδωσε νομίσματα και στα τρία μέταλλα, το χρυσό, τον άργυρο και το χαλκό. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συστήματός του ήταν ότι για τα νομίσματα από πολύ­τιμο μέταλλο ακολουθήθηκαν δυο διαφορετικοί σταθμητικοί κανόνες. Ο άργυρος κοβόταν καθόλη τη δι­άρκεια της βασιλείας του Φιλίππου ακολουθώντας ένα τοπικό σταθμητικό κανόνα, τον οποίο εφάρμοζαν για τις αργυρές νομισματοκοπίες τους το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο, η Άκανθος στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, και η Αμφίπολη κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου το τετράδραχμο είχε θεωρητι­κό βάρος 14,52 γραμ.

Ως εμπροσθότυπος των αργυρών  τετραδράχμων, επιλέχθηκε ?για πρώτη φορά στα νομίσματα των βασιλέων της Μακεδονίας? το κεφάλι του Δία. Για την άλλη όψη επιλέχθηκαν δυο τύποι: ο έφιππος άνδρας, που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι ο ίδιος ο Φίλιππος, και ο νεαρός ιππέας που κρατά κλαδί φοίνικα, και αποτελεί αναφορά στη νίκη του αλόγου του Φιλίππου στην Ολυ­μπιάδα του 356 π.Χ.

Η κοπή του χρυσού άρχισε γύρω στα 345 π.Χ., σύμφωνα με τον αττικό σταθμητικό κανόνα, όπου ο στατήρας είχε θεωρητικό βάρος 8,54 γραμμάρια. Στην πρόσθια όψη των στατήρων απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Απόλλωνα, ενώ η παράσταση της πίσω πλευράς, ένα άρμα που το σέρνουν δυο άλογα, σχετίζεται με ανάλογη νίκη του Φιλίππου στους Ολυμπιακούς αγώνες.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Φιλίππου συνέχισαν να εκδίδονται και μετά το θάνατό του το 336 π.Χ. και κυκλοφόρη­σαν ευρέως στον ελλαδικό χώρο, τη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Οι χρυσοί στατήρες και τα αργυρά τετράδραχμα, που διείσδυσαν στην Ευρώπη μέσω των Βαλ­κανίων, έγιναν σταδιακά αντικείμενο μίμησης από τους κελτικούς λαούς κατά μήκος του Δούναβη και οι απομιμήσεις αυτές επηρέα­σαν με τη σειρά τους τα νομίσματα της Γαλατίας και της Βρετανίας κατά τον 1ο αιώνα π.Χ.

 


Ο Μέγας Αλέξανδρος βασίλεψε από το 336 ως το 323 π.Χ. Συνέχισε το έργο του πατέρα του Φιλίππου Β? και δημιούργησε μια τεράστια αυτοκρατο­ρία, που εκτεινόταν από τη Μακεδονία μέχρι τα βάθη της Ανατολής. Η ρευστοποίηση μέρους από τα αμύθητα πλούτη των Αχαιμενιδών, που περιήλθαν στην κατοχή του, επέφερε σημαντικές αλλαγές στις οικονομικές συνήθειες του ελληνικού κόσμου. Ο Αλέξανδρος εφάρμοσε ενιαία νομισματική πολιτική στο αχανές κράτος. Επέβαλε την έκδοση των ίδιων τύπων από πολλά συγχρόνως νομισματοκοπεία ενώ για τα νομίσματά του σε ευγενή μέταλλα ακολούθησε τον αθη­ναϊκό σταθμητικό κανόνα που ήταν ευρύτατα αποδεκτός την εποχή εκείνη. Εντυπωσιακές ποσότητες αργυρών και χρυσών αλεξάνδρειων κοπών κατέκλυσαν τις αγορές της Ανατολικής Μεσογείου, και σε αυτό συνέβαλε και η επιστροφή των παλαιμάχων και των μισθοφόρων του Αλεξάνδρου στις πατρίδες τους.

Στην πρόσθια όψη των χρυσών στατήρων, απεικονίζεται η κεφαλή της θεάς Αθηνάς με κορινθιακό κράνος, πιθανόν εμπνευσμένη από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου του Φειδία στην Ακρόπολη. Η οπίσθια όψη αυτών των νομισμάτων φέρει την καθαρά συμβολική παράσταση της Νίκης και προβάλει την ιδέα ότι η Νίκη αποτελεί μια από τις ιδιότητες του Μακεδόνα βασιλιά.

Το κεφάλι του Ηρακλή, μυθικού προγόνου του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας, επιλέγεται ως εμπροσθότυπος των αργυρών και χάλ­κινων κοπών. Ο Δίας καθισμένος σε θρόνο να κρατά αετό και σκή­πτρο απεικονίζεται στις αργυρές κοπές, όπως τετράδραχμα, δραχ­μές αλλά και δεκάδραχμα. Οι συγκεκριμένοι τύποι είχαν γενική παραδοχή από τους Έλληνες. Ταυτόχρονα ήταν αποδεκτοί και από τους λαούς της Ανατολής οι οποίοι έβλεπαν σε αυτούς τους δικούς τους θεούς, όπως τον Βάαλ στη μορφή του Διός και τον Μελκάρτ ή τον Γκιλγκαμές στο πρόσωπο του Ηρακλή.

Νομίσματα με τους τύπους και το όνομα του Αλεξάνδρου συνέχισαν να παράγονται και να κυκλοφορούν μετά το θάνατο του βασιλιά από τους Διαδόχους, τους Επιγόνους και πολλές πόλεις μέχρι και το 2ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της αποδοχής των αργυρών νομισμάτων του είναι το γεγονός ότι πλήθος απομιμήσεών τους εκδόθηκαν από διάφορους λαούς και ηγεμόνες στις παρυφές του ελληνιστικού κόσμου.


Οι ελληνικές αποικίες στην Κάτω Ιταλία άρχισαν να κόβουν νομίσματα μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. Οι πρώτες κοπές χαρακτηρίζονται από την ιδιάζουσα κοιλόκυρτη τεχνική χάραξης των τύπων. Στα νομί­σματα αυτά παρατηρούμε ότι η σχεδόν όμοια παράσταση και των δυο όψεων προ­βάλλει έκτυπη στην πρόσθια και πρόστυπη στην οπίσθια όψη. Η ιδιόρυθμη αυτή νομισματοκοπία γνώρισε μεγάλη άνθηση στο τε­λευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα και υιοθετήθηκε από όλα τα κατωιταλικά νομισματοκο­πεία.

Όταν εγκαταλείπεται η κοιλόκυρτη τεχνική, οι κοπές χαρακτηρίζονται από μεγα­λύτερη ποικιλία εικονογραφικών τύπων. Η εικονογραφία αυτή δεν ξεφεύγει από τη φιλο­σοφία των πρώτων ιταλικών νομισμάτων: αναφέρεται άλλοτε στην πηγή πλούτου και άλλοτε στην προστάτιδα θεότητα της εκδότριας πόλης. Χαρακτηριστι­κό παράδειγμα της πρώτης κατηγο­ρίας αποτελούν οι στατήρες του Μεταποντίου, μίας από τις αποικίες των Αχαιών, όπου απεικονίζεται το στάχυ. Η δεύτερη περίπτωση πα­ρουσιάζεται στις κοπές της σπαρτια­τικής αποικίας του Τάραντα,όπου απεικονίζεται ένας έφηβος πάνω σε δελφίνι. Πρόκειται κατά μία ερμη­νεία για τον Φάλανθο, τον ιδρυτή της πόλεως για τον οποίο υπάρχει η παράδοση ότι διασώθηκε στη ράχη ενός δελφινιού.

Άλλη άποψη ταυτί­ζει τη μορφή με τον οικιστή ήρωα Τάραντα, που ήταν γιος του Πο­σειδώνα. Οι αποικίες στη Σικελίαάρχισαν να κόβουν νομίσματα από το β? μι­σό του 6ου αιώνα π.Χ. Οι Συρα­κούσες,αποικία της Κορίνθου, ήταν η πιο σημαντική πόλη του νησιού με σπουδαία νομισματοκοπία. Η πρόσθια όψη των τετραδράχμων των Συρακουσών φέρει τέθριππο άρμα και Νίκη που υπερίπταται, ενώ την άλλη όψη των κοπών αυτών κοσμεί η κεφαλή της τοπικής νύμφης Αρέθουσας. Οι νομισματικοί τύποι των Συρακουσών επη­ρέασαν και άλλες σικελικές πόλεις, όπως για παράδειγμα τα τετράδραχμα της Μεσσήνης και της Γέλας.

Στη Σικελία εργάσθηκαν πολλοί σημαντικοί χαράκτες σφραγίδων κοπής νομισμάτων. Αυτό είναι εμφανές στα ίδια τα νομίσματα, καθώς ορισμένα που εκδόθηκαν κατά τον ύστερο 5ο και πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ. θεωρούνται από τα πιο εντυπωσιακά του αρχαίου κόσμου από άποψη αισθητικής. Επιπλέον, οι ίδιοι οι χαράκτες αρχίζουν να υπογράφουν υπερήφανοι για τα έργα τους από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα π.Χ. και εξής. Συγκριτικά, ανάμεσα στο πλήθος των νομισμάτων που κόπηκαν στους αρχαίους χρόνους και που είναι δυνατόν να θεωρηθούν αριστουργήματα μικροτεχνίας, ελάχιστα είναι εκείνα που αναγράφουν το όνομα του καλλιτέχνη, αφού οι χαράκτες κρατούσαν την ανωνυμία.

Εξαίρετο παράδειγμα της καινοτομίας αυτής βλέπουμε σε ένα δεκάδραχμο των Συρακουσών, στην οπίσθια όψη του οποίου, κάτω από το λαιμό της Αρέθουσας διαβάζουμε το όνομα του φημισμένου χαράκτη Ευαίνετου. Η επίδραση των μεγάλων χαρακτών της Σικελίας διαδόθηκε σε πολλές κοπές περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας (Θεσσαλία, Αμφίπολη, Ρόδος κ.ά.) και της νότιας Μικράς Ασίας (Λυκία, Κιλικία).


Ο χώρος της Μικράς Ασίας απο­τέλεσε το γενέθλιο λίκνο του νομίσματος κατά τον ύστερο 7ο αι­ώνα π.Χ. και οι εκεί ελληνικές πόλεις παρήγαγαν στο πέρασμα των αιώ­νων μερικά από τα πλέον εξαιρετικά δείγματα νομισματοκοπίας. Τα πρώ­τα νομίσματα κόπηκαν σε ήλεκτρο. Σύντομα η πρακτική αυτή εγκαταλεί­φθηκε κατά τη διάρκεια του 6ου αιώ­να και παγιώθηκε η χρήση του αργύ­ρου, με εξαίρεση τις πόλεις της Κυζίκου, της Λαμψάκου, της Φωκαίας, της Μυτιλήνης και της Χίου που συ­νέχισαν και αργότερα να εκδίδουν νομίσματα ηλέκτρου.

Η νομισματοκοπία της Εφέσου συν­δέεται με τη λατρεία της Αρτέμιδος, της θεάς που κατεξοχήν λατρευόταν στην πόλη. Η μέλισσα, συχνή απει­κόνιση στην πρόσθια όψη των εφεσιακών νομισμάτων, ήταν σύμβολο της αρχαίας ασιατικής θεότητας της φύσης, την οποία οι Ίωνες ταύτισαν με την Άρτεμη. Έμβλημα της θεάς του κυνηγιού επίσης αποτελεί το ελά­φι, που εικονίζεται συνήθως στην άλ­λη όψη, ενώ ο φοίνικας δηλώνει το δέντρο κάτω από το οποίο σύμφωνα με τον μύθο γεννήθηκε η θεά.

Η ιωνική Φώκαιαείναι γνωστή από πρώιμες κοπές της που φέ­ρουν ως εμπροσθότυπο μία φώ­κια, το λαλούν σύμβολον (εικονι­στική απόδοση του ονόματος) της πόλεως. Γρήγορα εξελίχθηκε σε σημαντικό νομισματοκοπείο, όπου για δύο περίπου αιώνες (6ο ? 4ος αιώνας π.Χ.) επικράτησε η έκδοση μικρών κερμάτων από ήλεκτρο, ίσων με το 1/6 (έκτη) του στατήρα που φέρει κεφαλή νύμφης. Από τη νομισματική παραγωγή της Φωκαίας αξίζει να μνημονευθεί η περίσταση της εμπορικής σύμπρα­ξης με τη γειτονική Μυτιλήνη, όταν γύρω στα 394-390 π.Χ. απο­φασίστηκε η κοπή νομισμάτων εκ περιτροπής και η από κοινού λήψη μέτρων κατά των παραχαρακτών.

Η Κύζικος,αποικία της Μιλήτου στην Προποντίδα,εξέδιδε επί μακρόν στατήρες και υποδιαιρέσεις από ήλεκτρο. Χαρακτηριστικό εικονογραφικό στοιχείο που συνοδεύει την παράσταση της πρόσθιας πλευράς αποτελεί ο θύννος, το ψάρι γνωστό σήμερα ως τόνος. Συχνά ο τόνος λειτουργεί ως γραμμή εδάφους, όπως για παράδειγμα σε κυζικηνό νόμισμα όπου παριστάνεται Ηρακλής· παρομοίως σε κυζικηνές κοπές που φέρουν κεφαλή Αθηνάς, ο τόνος εμφανίζεται στο σημείο τομής του λαιμού. Η εμβληματική παρουσία του ψαριού αυτού συνδέεται με τη θέση της πόλης που συνιστούσε πέρασμα για αγέλες τόνων και συνακόλουθα καίριο σημείο για την αλίευση και την εμπορία ενός ιδιαίτερα προσοδοφόρου είδους διατροφής.

Η πόλη Ιστρίαή Ίστροςείχε ιδρυ­θεί κοντά στο δέλτα του Δούναβη από Μιλησίους αποίκους γύρω στο 625 π.Χ. Τα νομίσματα της πόλεως φέρουν στην πίσω πλευρά θαλάσ­σιο αετό πάνω σε δελφίνι. Την πρό­σθια όψη των εκδόσεων της Ιστρίας, κοσμούν δυο εκφραστικά ανδρι­κά κεφάλια, τοποθετημένα σε αντί­θετο άξονα: ίσως αποδίδουν τους Διοσκούρους, η λατρεία των οποίων ήταν διαδεδομένη στα παράλια του Ευξείνου.Κατά μια άλλη ερμηνεία οι δυο αντίρροπες κεφαλές συμβολίζουν τα δυο αντίθετα στόμια του Δούναβη, για τον οποίο πιστευόταν για μια περίοδο ότι εξέβαλλε τόσο στη Μαύρη Θάλασσα όσο και στην Αδριατική.

Η Ολβία,άλλη μια μιλησιακή αποικία, ιδρύθηκε γύρω στο 600 π.Χ. σε καίριο σημείο των παραλίων της σημερινής Ουκρανίας. Η πόλη ήταν για αιώνες σημαντικό εμπορικό κέντρο, γεγονός που εναρμο­νίζεται με την ευδαιμονία που υπονοεί το όνομά της. Η νομισματι­κή παραγωγή της Ολβίας παρουσιάζει ιδιοτυπίες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. οι Ολβιοπολίτες εξέδωσαν δελφινόσχημα χάλκινα νομίσματα. Έχει προταθεί η σύνδεση του δελφινιού ως συμβόλου με την τοπι­κή λατρεία του Απόλλωνος, αλλά η ερμηνεία της συγκεκριμένης νομισματικής σειράς παραμένει υπό συζήτηση. Κατά τον ύστερο 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. η πόλη επιδόθηκε στην έκδοση χάλκινων χυτών νομισμάτων μεγάλου βάρους, πριν προχωρήσει στην κοπή παιστών νομισμάτων, δηλ. κερμάτων προερχόμενων από χτύπημα μεταξύ σφραγίδων (παιστά).

Άποικοι από τη Μίλητο είχαν ιδρύσει και το Παντικάπαιον στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Κατέχοντας στρατηγική θέση στη χερσόνησο της Κριμαίας η πόλη αυτή θα ακμάσει στο διάβα των αιώνων. Οι χρυσοί στατήρες του Παντικαπαίου χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου αιώνα και αποτελούν έξοχα δείγματα μικρογλυφίας. Στην πρόσθια όψη τους παριστάνεται η κεφαλή του Πάνα, του θεού που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με το όνομα της πόλης, ενώ την άλλη πλευρά κοσμεί γρύπας.

 

 

Στα τέλη του 8ου και τις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, ένα ακόμα χρηστικό αντικείμενο, ο σιδερένιος οβελός (σούβλα ψησίματος) χρησιμοποιήθηκε ως μέσο συναλλαγής. Έξι οβελοί, όσοι δηλαδή χωράει να κρατήσει η παλάμη του ανθρώπου, είχαν αξία μιας δραχμής (δράττομαι = κρατώ, δράξ = παλάμη > δραχμή). Η χρήση των οβελών. Ο οβελός ως μέσο συναλλαγής, αποδίδεται από ορισμένους μελετητές στο βασιλιά τουΆργους Φείδωνα. Αυτός ήταν που καθιέρωσε τη χρήση του μετάλλου ως νομίσματος με τη μορφή οβελών.

Η χρήση των οβελών ήταν ευρύτατα διαδεδομένη για πρακτικούς λόγους και γι' αυτό επικράτησαν αμέσως και ως μέσο συναλλαγής. Ήταν ταυτόχρονα όργανα με χρήση πρακτική, αφού χρησίμευαν για το ψήσιμο των ζώων, αλλά και νομισματική, εφόσον αναπλήρωναν με επιτυχία τα προηγούμενα μέσα συναλλαγής. Το πάχος κάθε οβελού ήταν τόσο λεπτό, ώστε στο ένα του χέρι ήταν δυνατό να κρατήσει κανείς 6 οβελούς συγχρόνως. Από το «δράττω - δραξ» (= αδράχνω, πιάνω, κρατώ) προήλθε και η λέξη «δραχμή», που εξακολούθησε επί τόσους αιώνες να είναι η νομισματική μονάδα των Ελλήνων.

Στο νομισματικό μουσείο της Αθήνας φυλάσσεται το περίφημο αφιέρωμα οβελών του βασιλιά του Άργους Φείδωνα, όπως πιστεύουν ορισμένοι ερευνητές, προς τη θεά Ήρα. Οι οβελοί αυτοί βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των αμερικανικών ανασκαφών στο ιερό του αρχαίου Ηραίου του Άργους το 1894. Παρόμοιοι οβελοί έχουν βρεθεί και σε δυο αρχαίους τάφους μέσα στην πόλη του Άργους και φυλάσσονται στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Η χρήση των οβελών ως μέσων συναλλαγής συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο όρος δραχμή επιβίωσε ως την εποχή μας.

Ο Αριστοτέλης αναφέρει : ?ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων?.
 
Η επινόηση του νομίσματος ήταν θέμα χρόνου. Η εμπειρία του μετάλλου στις συναλλαγές και η τυποποίησή του σε διάφορα σχήματα οδήγησαν εύκολα στο νόμισμα. Το μικρό του μέγεθος επέτρεπε την εύκολη μεταφορά του. Σφραγισμένο από την υπεύθυνη αρχή, η αξία του ήταν συγκεκριμένη και δεν υπήρχε πια η ανάγκη του ζυγίσματος. Η γενικευμένη χρήση όμως του νομίσματος διαδόθηκε αργά.

Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στο βασίλειο της Λυδίας και στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, στην Ιωνία, περιοχές αναπτυγμένες εμπορικά και οικονομικά, στα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα. Το υλικό τους ήταν ο ήλεκτρος,κράμα χρυσού και αργύρου. Το σχήμα τους ήταν ωοειδές και στη μία πλευρά είχαν ακανόνιστα βαθουλώματα.

Το «θησαυρό» που βρέθηκε στα θεμέλια του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο το 1904/5 αποτελούσαν νομίσματα από ήλεκτρο, αλλά και κοσμήματα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Ο θησαυρός περιείχε νομίσματα από πόλεις της Λυδίας αλλά και ελληνικές των παραλίων της Μικράς Ασίας. Η απόκρυψη θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ 600-560 π.Χ. Το εύρημα αυτό βοήθησε στη χρονολόγηση των πρώτων νομισμάτων. Τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου γρήγορα έκοψαν ανάλογα νομίσματα.