Σχολεία και… σχολεία!

1
1
« 1 της 6 »

Η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί αναγκαιότητα για τους σύγχρονους νέους

Από την Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ.

Γράφει η Κλαίρη Γαλανάκη.

«Σε έναν κόσμο που οι χώρες του καθίστανται όλο και περισσότερο αλληλεξαρτώμενες, και νέες τεχνολογίες έχουν εξαλείψει τα σύνορα και τις αποστάσεις, δεν μπορούμε πια να παραμένουμε μονόγλωσσοι. Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας έχει γίνει αναγκαία περισσότερο από ποτέ για τη σύνδεση με τον υπόλοιπο κόσμο. Η επιτυχία πλέον εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα του ατόμου να λειτουργήσει ως ένα μέλος ενός παγκόσμιου χωριού του οποίου τα μέλη ομιλούν μια ποικιλία γλωσσών. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών δεν αποτελεί πλέον ένα χόμπι, αποτελεί μια αναγκαιότητα για τους σύγχρονους νέους. Πως όμως η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας μπορεί να βοηθήσει στο να αντιμετωπίσουν οι νέοι τις προκλήσεις του σήμερα;

Σε μια περίοδο που το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων δυσκολεύεται να κατακτήσει μια θέση στην αγορά εργασίας ένα σίγουρο διαβατήριο για την θέση αυτή αποτελεί η γνώση ξένων γλωσσών. Η γλωσσομάθεια είναι απαραίτητη για πολλούς λόγους.

Καταρχήν σε προσωπικό επίπεδο μιας και ο νέος αποκτά μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση. Εάν βρεθεί για παράδειγμα σε μια ξένη χώρα θα καταφέρει να επικοινωνήσει με αλλόγλωσσους ανθρώπους πράγμα που σίγουρα τονώνει την αυτοπεποίθηση του νέου. Διευρύνει τον πνευματικό ορίζοντα, την κριτική του ικανότητα, δημιουργεί νέους τρόπους σκέψης, νέες νοητικές δεξιότητες.

Σε κοινωνικό επίπεδο μιας και η γλωσσομάθεια μπορεί να βοηθήσει τους νέους να ανακαλύψουν τον πολιτισμό της χώρας τους και να τον συγκρίνουν έπειτα με τον πολιτισμό άλλων χωρών. Διότι το να μιλούν μια ξένη γλώσσα σημαίνει πως υπεισέρχονται σ’ένα κόσμο ανθρώπων που σκέφτονται διαφορετικά, έχουν διαφορετικό τρόπο ζωής. Ανακαλύπτουν επίσης καινούριες ανθρώπινες συμπεριφορές, παύουν να έχουν προκαταλήψεις και επαναπροσδιορίζουν την στάση τους στην κοινωνία. Αρχίζουν να εκτιμούν την διαφορετικότητα. Η εκμάθηση γλωσσών συντελεί στην ανάπτυξη της ανεκτικότητας και της αμοιβαίας κατανόησης μεταξύ των λαών με διαφορετικό πολιτισμό.

Σε επαγγελματικό επίπεδο η γλωσσομάθεια αποτελεί «κλειδί» για την επαγγελματική επιτυχία. Ειδικά στην Ευρώπη η γνώση και η ευχέρεια σε περισσότερες από δυο γλώσσες αποτελεί σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι ξένες γλώσσες αποτελούν σημαντικό διαβατήριο προκειμένου να ενταχθεί κάποιος στην αγορά εργασίας. Η γνώση της αγγλικής γλώσσας αν και εξακολουθεί να κατέχει την πρωτοκαθεδρία δεν αποτελεί πλέον προσόν μιας και θεωρείται δεδομένη.

Σε μικρές αγγελίες του Τύπου παρατηρούμε πως από επιθυμητή έως απαραίτητη είναι πλέον η επαρκής, ακόμη και άριστη γνώση των ξένων γλωσσών.

Στην επαγγελματική σταδιοδρομία είναι δύσκολο να απορροφηθεί  κάποιος στην αγορά εργασίας, αν δεν γνωρίζει, όχι μόνο μια, αλλά τουλάχιστον δυο ξένες γλώσσες.

Η γλωσσομάθεια βοηθά στην συνεχή επιμόρφωση του εργαζομένου. Του επιτρέπει να συνεργάζεται με αλλόγλωσσους, διευρύνει το πλαίσιο συναλλαγών. Αυτό σε μια κοινωνία παγκοσμιοποιημένη και πολυπολιτισμική, όπως η δική μας, είναι ιδιαίτερα σημαντικό.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσφέρονται αρκετές ευκαιρίες για εργασία που χάνονται από την έλλειψη γλωσσικών γνώσεων. Ταυτόχρονα, όμως, οι επαγγελματικές απαιτήσεις έχουν αυξηθεί τόσο ώστε η γνώση ξένων γλωσσών κρίνεται απαραίτητη ακόμα και για τους πολίτες που θέλουν να εργάζονται στην χώρα τους. Η ανάπτυξη του τουριστικού τομέα στην Ελλάδα για παράδειγμα καθιστά αναγκαία την εκμάθηση μιας ή περισσοτέρων γλωσσών.

Στην ανώτατη εκπαίδευση η γνώση ξένων γλωσσών είναι απαραίτητη μιας και καμία ειδίκευση, εξειδίκευση, μεταπτυχιακό, ή εκπόνηση διδακτορικής διατριβής πρέπει να συνοδεύεται από την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Οι ερευνητές έχουν το πλεονέκτημα να καταρτιστούν αρτιότερα και να καταφύγουν στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Με την ξένη γλώσσα θα έρθουν σε επικοινωνία με τις ξενόγλωσσες λογοτεχνίες και με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Η συμμετοχή επίσης ενός φοιτητή σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητικού πληθυσμού, οι σπουδές στο εξωτερικό ή ακόμα και η εργασία εκεί δείχνει πως οι ξένες γλώσσες είναι απαραίτητες.

Ακολούθως, η εκμάθηση γλωσσών, είτε για μελέτη, είτε για επαγγελματικές ανάγκες, για τους σκοπούς της κινητικότητας, για ανταλλαγές, είτε για απλή προσωπική ευχαρίστηση είναι πλέον επιτακτική.»

«Πώς να ενισχύσετε την αυτοπεποίθηση ενός παιδιού»

Η αυτοπεποίθηση των παιδιών και το πώς θα μπορέσουμε να την ενισχύσουμε, απασχολεί συχνά τόσο τους γονείς όσο και τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων.

» Το παιδί που έχει υψηλή αυτοπεποίθηση είναι ικανό να αναλαμβάνει ευθύνες και υποχρεώσεις, να πηγαίνει στους άλλους χωρίς φόβο και δεν διστάζει να σηκώνει το χέρι του στο σχολείο. Επιπλέον, έχει δημιουργήσει θετική εικόνα για το μέλλον του και έχει καταφέρει να κυριαρχήσει τους φόβους του. Δεν αφήνει τον εαυτό του να καταρρεύσει μετά από μία αποτυχία και αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει. Πώς γίνεται ένα μικρό παιδί να έχει χτίσει μία τόσο καλή εικόνα για τον εαυτό του; Η απάντηση είναι πως οι γονείς έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο, ήδη, από τη στιγμή που γεννιέται το παιδί.

Το «χτίσιμο» της αυτοπεποίθησης ξεκινάει από τους πρώτους μήνες της ζωής του παιδιού, όταν το παιδί είναι απόλυτα εξαρτημένο από τους γονείς του. Φωνάζει και κλαίει, με το να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του, με το να του δώσουμε ζεστασιά και τρυφερότητα, το πείθουμε ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά και στις δικές του ικανότητες.

Το δεύτερο σημαντικό στάδιο για την απόκτηση αυτοπεποίθησης, τοποθετείται μεταξύ ενός και τριών ετών. Το παιδί ανακαλύπτει την απογοήτευσή, τον φόβο και την απομάκρυνση. Αυτή η περίοδος είναι δύσκολη καθώς οι γονείς δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν. Κάποιες συμβουλές είναι οι ακόλουθες: Πρώτον, μην κοροϊδεύετε ποτέ, είτε επειδή δεν προφέρει σωστά τις λέξεις είτε επειδή φοβάται τα τέρατα. Επίσης, μην το αφήσετε ποτέ να πιστέψει, ότι μπορεί να σταματήσετε να το αγαπάτε επειδή είναι κακό παιδί. Τρίτον, δώστε του καλύτερα τον τρόπο να «επανορθώσει» για ό, τι κακό έχει κάνει με ένα σφουγγάρι. Τότε, ειδικά όταν αντιμετωπίζει μία δυσκολία ή τη δυσφορία μας, είναι που μπορούμε να εγγράψουμε μέσα του ότι είναι άξιο να αγαπιέται σε κάθε περίπτωση για πάντα.

Σε αυτή την κρίσιμη περίοδο, το παιδί επιχειρεί να ανακαλύψει το περιβάλλον του και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εμπόδια και αποτυχίες. Αισθάνεται μικρό και ευάλωτο και έχει ανάγκη από υποστήριξη. Το παιδί για παράδειγμα προσπαθεί να ντυθεί ή να σκαρφαλώσει κάπου και μερικές φορές στεναχωριέται και εκνευρίζεται που δεν μπορεί να τα καταφέρει. Οι γονείς του πρέπει να το ενθαρρύνουν, ώστε να μην τα παρατάει. Η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας και της επιμονής, χωρίς την δική σας συμμετοχή, επιτρέπει στο παιδί να θριαμβεύει μόνο του νικώντας τις δυσκολίες. Το κάνει να αισθάνεται πιο δυνατό.

Στην ηλικία των πέντε χρονών το παιδί αναπτύσσει τα συναισθήματα ζήλιας και αντιζηλίας. Το παιδί έρχεται σε αντιπαράθεση με τους άλλους και δεν μπορεί να δεχτεί ότι η μαμά και ο μπαμπάς ενδιαφέρονται και αγαπούν και τα άλλα μέλη της οικογενείας (π.χ. την αδερφή του ή τον αδερφό του). Σαν γονείς μπορείτε να βοηθήσετε τα παιδιά σας με δύο τρόπους: α) Να ενθαρρύνεται τη συνεργασία περισσότερο από τον ανταγωνισμό, β) Να του δείξετε ότι είναι μοναδικό, όπως και η αγάπη που αισθάνεστε γι’ αυτό.

Τέλος, μεταξύ έξι και δώδεκα χρονών, το παιδί αντιπαρατίθεται με τους όμοιούς του και με τα μαθήματα του σχολείου. Έχει ανάγκη, για να αισθάνεται ικανό, να το βοηθούν οι ενήλικες και να το ενθαρρύνουν. Να του επιτρέπουν όμως και να επιβεβαιώνεται. Είναι στην ηλικία που μπορεί να εκφράσει τη γνώμη του για τον τρόπο που κάνει τα μαθήματά του, για το πώς εκμεταλλεύεται τον ελεύθερο χρόνο του, για την επιλογή των φίλων του. Σεβόμενοι τις ιδέες του και τις προτιμήσεις του –διατροφικές, ενδυματολογικές κ.λ.π.-, ή ακόμη βοηθώντας το να υλοποιήσει τα σχέδια που θα έχει το ίδιο επεξεργαστεί –π.χ. κατασκευή μίας καλύβας, συλλογή από καρτ ποστάλ – συνεισφέρετε στο να γίνει περισσότερο υπεύθυνο. Πρέπει, από τώρα, να το αφήσετε να ανταποκριθεί λίγο. Η αυτοπεποίθησή του βασίζεται στην ικανότητά του να δρα μέσα στον κόσμο…»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι γονείς ρωτούν Οι ψυχολόγοι απαντούν», της Anne Bacus.

Το κείμενο επέλεξε και επιμελήθηκε ο Ψυχολόγος-Οικογενειακός Σύμβουλος Γιάννης Ξηντάρας