Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Κ. Π. Καβάφης (1863-1933), Άπαντα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1978

 

Η ΠΟΛΙΣ

Εἶπες· «Θά πάγω σ’ ἄλλη γῆ, θά πάγω σ’ ἄλλη θάλασσα.
Μιά πόλις ἄλλη θά βρεθεῖ καλλίτερη ἀπό αὐτή.
Κάθε προσπάθεια μου μιά καταδίκη εἶναι γραφτή·
κ’ εἶν’ ἡ καρδιά μου — σάν νεκρός — θαμένη.
Ὁ νοῦς μου ὥς πότε μές στόν μαρασμόν αὐτόν θά μένει.
Ὅπου τό μάτι μου γυρίσω, ὅπου κι ἄν δῶ
ἐρείπια μαῦρα τῆς ζωῆς μου βλέπω ἐδῶ,
πού τόσα χρόνια πέρασα καί ρήμαξα καί χάλασα».

Καινούριους τόπους δέν θά βρεῖς, δέν θἄβρεις ἄλλες θάλασσες.
Ἡ πόλις θά σέ ἀκολουθεῖ. Στούς δρόμους θά γυρνᾶς
τούς ἴδιους. Καί στές γειτονιές τές ἴδιες θά γερνᾶς·
καί μές στά ἴδια σπίτια αὐτά θ’ ἀσπρίζεις.
Πάντα στήν πόλι αὐτή θά φθάνεις. Γιά τά ἀλλοῦ — μή ἐλπίζεις—
δέν ἔχει πλοῖο γιά σέ, δέν ἔχει ὁδό.
Ἔτσι πού τή ζωή σου ρήμαξες ἐδῶ
στήν κώχη τούτη τήν μικρή, σ’ ὅλην τήν γῆ τήν χάλασες. 

 

ΣΟΦΟΙ ΔΕ ΠΡΟΣΙΟΝΤΩΝ

        Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἄνθρωποι δέ γιγνομένων,
        σοφοί δέ προσιόντων αἰσθάνονται.

        Φιλόστρατος, Τά ἐς τόν Τυανέα Ἀπολλώνιον, VΙΙΙ, 7

Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν τά γινόμενα.
Τά μέλλοντα γνωρίζουν οἱ θεοί,
πλήρεις καί μόνοι κάτοχοι πάντων τῶν φώτων.
Ἐκ τῶν μελλόντων οἱ σοφοί τά προσερχόμενα
ἀντιλαμβάνονται. Ἡ ἀκοή

αὐτῶν κάποτε ἐν ὥραις σοβαρῶν σπουδῶν
ταράττεται. Ἡ μυστική βοή
τούς ἔρχεται τῶν πλησιαζόντων γεγονότων.
Καί τήν προσέχουν εὐλαβεῖς. Ἐνῶ εἰς τήν ὁδόν
ἔξω, οὐδέν ἀκούουν οἱ λαοί. 

 

ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές—
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Πρό πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πώς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθείς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν πού ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἄλλ’ ὄχι
μέ τῶν δειλῶν τά παρακάλια καί παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις. 

 

Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ

Τί συμφορά, ἐνῶ εἶσαι καμωμένος
γιά τά ὡραῖα καί μεγάλα ἔργα
ἡ ἄδικη αὐτή σου ἡ τύχη πάντα
ἐνθάρρυνσι κ' ἐπιτυχία νά σέ ἀρνεῖται·
νά σ' ἐμποδίζουν εὐτελεῖς συνήθειες,
καί μικροπρέπειες, κι ἀδιαφορίες.
Καί τί φρικτή ἡ μέρα πού ἐνδίδεις
(ἡ μέρα ποῦ ἀφέθηκες κ' ἐνδίδεις),
καί φεύγεις ὁδοιπόρος γιά τά Σοῦσα,
καί πιαίνεις στόν μονάρχην Ἀρταξέρξη
πού εὐνοϊκά σέ βάζει στήν αὐλή του,
καί σέ προσφέρει σατραπεῖες, καί τέτοια.
Καί σύ τά δέχεσαι μέ ἀπελπισία
αὐτά τά πράγματα πού δέν τά θέλεις.
Ἄλλα ζητεῖ ἡ ψυχή σου, γι' ἄλλα κλαίει·
τόν ἔπαινο τοῦ Δήμου καί τῶν Σοφιστῶν,
τά δύσκολα καί τ' ἀνεκτίμητα Εὖγε·
τήν Ἀγορά, τό Θέατρο, καί τούς Στεφάνους.
Αὐτά ποῦ θά στά δώσει ὁ Ἀρταξέρξης,
αὐτά ποῦ θά τά βρεῖς στή σατραπεία·
καί τί ζωή χωρίς αὐτά θά κάμεις.

 

ΙΩΝΙΚΟΝ

Γιατί τά σπάσαμε τ' ἀγάλματά των,
γιατί τούς διώξαμεν ἀπ' τούς ναούς των,
διόλου δέν πέθαναν γι' αὐτό οἱ θεοί.
Ὦ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη,
σένα ἡ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη.
Σάν ξημερώνει ἐπάνω σου πρωΐ αὐγουστιάτικο
τήν ἀτμοσφαίρα σου περνᾶ σφρίγος ἀπ' τήν ζωή των·
καί κάποτ' αἰθερία ἐφηβική μορφή,
ἀόριστη, μέ διάβα γρήγορο,
ἐπάνω ἀπό τούς λόφους σου περνᾶ.

 

ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Ἐπέστρεφε συχνά καί παίρνε με,
ἀγαπημένη αἴσθησις ἐπέστρεφε καί παίρνε με—
ὅταν ξυπνᾶ τοῦ σώματος ἡ μνήμη,
κ’ ἐπιθυμία παληά ξαναπερνᾶ στό αἷμα·
ὅταν τά χείλη καί τό δέρμα ἐνθυμοῦνται,
κ’ αἰσθάνονται τά χέρια σάν ν’ ἀγγίζουν πάλι.

Ἐπέστρεφε συχνά καί παίρνε με τήν νύχτα,
ὅταν τά χείλη καί τό δέρμα ἐνθυμοῦνται... 

 

ΚΕΡΙΑ

Τοῦ μέλλοντος ἡ μέρες στέκοντ’ ἐμπροστά μας
σά μιά σειρά κεράκια ἀναμένα —
χρυσά, ζεστά, καί ζωηρά κεράκια.

Ἡ περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μιά θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων·
τά πιό κοντά βγάζουν καπνόν ἀκόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, καί κυρτά.

Δέν θέλω νά τά βλέπω· μέ λυπεῖ ἡ μορφή των,
καί μέ λυπεῖ τό πρῶτο φῶς των νά θυμοῦμαι.
Ἐμπρός κυττάζω τ’ ἀναμένα μου κεριά.

Δέν θέλω νά γυρίσω νά μή διῶ καί φρίξω
τί γρήγορα πού ἡ σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα πού τά σβυστά κεριά πληθαίνουν. 

 

CHE FECE … IL GRAN RIFIUTO

Σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔρχεται μιά μέρα
πού πρέπει τό μεγάλο Ναί ἤ τό μεγάλο τό Ὄχι
νά ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τὄχει
ἔτοιμο μέσα του τό Ναί, καί λέγοντάς το πέρα

πηγαίνει στήν τιμή καί στήν πεποίθησί του.
Ὁ ἀρνηθείς δέν μετανοιώνει. Ἄν ρωτιοῦνταν πάλι,
ὄχι θά ξαναέλεγε. Κι ὅμως τόν καταβάλλει
ἐκεῖνο τ’ ὄχι — τό σωστό —  εἰς ὅλην τήν ζωή του. 

 

ΤΕΙΧΗ

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αἰδώ
μεγάλα κ’ ὑψηλά τριγύρω μου ἔκτισαν τείχη.

Καί κάθομαι καί ἀπελπίζομαι τώρα ἐδῶ.
Ἄλλο δέν σκέπτομαι: τόν νοῦν μου τρώγει αὐτή ἡ τύχη·

διότι πράγματα πολλά ἔξω νά κάμω εἶχον.
Ἆ ὅταν ἔκτιζαν τά τείχη πῶς νά μήν προσέξω.

Ἀλλά δέν ἄκουσα ποτέ κρότον κτιστῶν ἤ ἦχον.
Ἀνεπαισθήτως μ’ ἔκλεισαν ἀπό τόν κόσμον ἔξω. 

 

Ο ΔΑΡΕΙΟΣ

Ὁ ποιητής Φερνάζης τό σπουδαῖον μέρος
τοῦ ἐπικοῦ ποιήματός του κάμνει.
Τό πῶς τήν βασιλεία τῶν Περσῶν
παρέλαβε ὁ Δαρεῖος Ὑστάσπου. (Ἀπό αὐτόν
κατάγεται ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ). Ἀλλ’ ἐδῶ
χρειάζεται φιλοσοφία· πρέπει ν’ ἀναλύσει
τά αἰσθήματά πού θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος:
ἴσως ὑπεροψίαν καί μέθην· ὄχι ὅμως — μᾶλλον
σάν κατανόησι τῆς ματαιότητος τῶν μεγαλείων.
Βαθέως σκέπτεται τό πρᾶγμα ὁ ποιητής.

Ἀλλά τόν διακόπτει ὁ ὑπηρέτης του πού μπαίνει
τρέχοντας, καί τήν βαρυσήμαντην εἴδησι ἀγγέλλει.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος μέ τούς Pωμαίους.
Τό πλεῖστον τοῦ στρατοῦ μας πέρασε τά σύνορα

.Ὁ ποιητής μένει ἐνεός. Τί συμφορά!
Ποῦ τώρα ὁ ἔνδοξός μας βασιλεύς,
ὁ Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Εὐπάτωρ,
μ’ ἑλληνικά ποιήματα ν’ ἀσχοληθεῖ.
Μέσα σέ πόλεμο — φαντάσου, ἑλληνικά ποιήματα.

Ἀδημονεῖ ὁ Φερνάζης. Ἀτυχία!
Ἐκεῖ πού τό εἶχε θετικό μέ τόν «Δαρεῖο»
ν’ ἀναδειχθεῖ, καί τούς ἐπικριτάς του,
τούς φθονερούς, τελειωτικά ν’ ἀποστομώσει.
Τί ἀναβολή, τί ἀναβολή στά σχέδιά του.

Καά νἆταν μόνο ἀναβολή, πάλι καλά.
Ἀλλά νά δοῦμε ἄν ἔχουμε κι ἀσφάλεια
στήν Ἀμισό. Δέν εἶναι πολιτεία ἐκτάκτως ὀχυρή.
Εἶναι φρικτότατοι ἐχθροί οἱ Pωμαῖοι.
Μποροῦμε νά τά βγάλουμε μ’ αὐτούς,
οἱ Καππαδόκες; Γένεται ποτέ;
Εἶναι νά μετρηθοῦμε τώρα μέ τές λεγεῶνες;
Θεοί μεγάλοι, τῆς Ἀσίας προστάται, βοηθῆστε μας.—

Ὅμως μές σ’ ὅλη του τήν ταραχή καί τό κακό,
ἐπίμονα κ’ ἡ ποιητική ἰδέα πάει κι ἔρχεται —
τό πιθανότερο εἶναι, βέβαια, ὑπεροψίαν καί μέθην·
ὑπεροψίαν καί μέθην θά εἶχεν ὁ Δαρεῖος. 

 

ΗΓΕΜΩΝ ΕΚ ΔΥΤΙΚΗΣ ΛΙΒΥΗΣ

Ἄρεσε γενικῶς στήν Aλεξάνδρεια,
τές δέκα μέρες πού διέμεινεν αυτοῦ,
ὁ ἡγεμών ἐκ Δυτικῆς Λιβύης
Ἀριστομένης, υἱός τοῦ Μενελάου.
Ὡς τ’ ὄνομά του, κ’ ἡ περιβολή, κοσμίως, ἑλληνική.
Δέχονταν εὐχαρίστως τές τιμές, ἀλλά
δέν τές ἐπιζητοῦσεν· ἦταν μετριόφρων.
Ἀγόραζε βιβλία ἑλληνικά,
ἰδίως ἱστορικά καί φιλοσοφικά.
Πρό πάντων δέ ἄνθρωπος λιγομίλητος.
Θἆταν βαθύς στές σκέψεις, διεδίδετο,
κ’ οἱ τέτοιοι τὄχουν φυσικό νά μή μιλοῦν πολλά.

Μήτε βαθύς στές σκέψεις ἦταν, μήτε τίποτε.
Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος ἄνθρωπος.
Πῆρε ὄνομα ἑλληνικό, ντύθηκε σάν τούς Ἕλληνας,
ἔμαθ’ ἐπάνω, κάτω σάν τούς Ἕλληνας νά φέρεται·
κ’ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του μή τυχόν
χαλάσει τήν καλούτσικην ἐντύπωσι
μιλῶντας μέ βαρβαρισμούς δεινούς τά ἑλληνικά,
κ’ οἱ Ἀλεξανδρινοί τόν πάρουν στό ψιλό,
ὡς εἶναι τό συνήθειο τους, οἱ ἀπαίσιοι.

Γι’ αὐτό καί περιορίζονταν σέ λίγες λέξεις,
προσέχοντας μέ δέος τές κλίσεις καί τήν προφορά·
κ’ ἔπληττεν οὐκ ὀλίγον ἔχοντας
κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.