|
|
|
|
|
|
Απάνθισμα: Σαν σήμερα πέθανε ο Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)· μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του (18-3-2012)
«Το μονόγραμμα», εκδ. Ίκαρος 1979
Θά πενθῶ πάντα - μ’ ἀκοῦς; - γιά σένα,
μόνος, στόν Παράδεισο.
Θά γυρίσει ἀλλοῦ τίς χαρακιές
Τῆς παλάμης, ἡ Μοίρα, σάν κλειδοῦχος
Μιά στιγμή θά συγκατατεθεῖ ὁ Καιρός
Πῶς ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀγαπιοῦνται οἱ ἄνθρωποι
Θά παραστήσει ὁ οὐρανός τά σωθικά μας
Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο ἡ ἀθωότητα
Μέ τό δριμύ τοῦ μαύρου τοῦ θανάτου.
ΙΙ.
Πενθῶ τόν ἥλιο καί πενθῶ τά χρόνια πού ἔρχονται
Χωρίς ἐμᾶς καί τραγουδῶ τ’ ἄλλα πού πέρασαν
Ἐάν εἶναι ἀλήθεια
Μιλημένα τά σώματα καί οἱ βάρκες πού ἔκρουσαν γλυκά
Οἱ κιθάρες πού ἀναβόσβησαν κάτω ἀπό τά νερά
Τά "πίστεψέ με" καί τά "μή"
Μιά στόν αέρα, μιά στή μουσική
Τά δυό μικρά ζώα, τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ ἀνέβουνε κρυφά τό ἕνα στό ἄλλο
Ἡ γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ἀνοιχτές αὐλόπορτες
Καί τά κομμάτια οἱ θάλασσες πού ἐρχόντουσαν μαζί
Πάνω ἀπ’ τίς ξερολιθιές, πίσω ἀπ’ τούς φράχτες
Τήν ἀνεμώνα πού κάθισε στό χέρι σου
Κι ἔτρεμε τρεῖς φορές τό μώβ τρεῖς μέρες πάνω ἀπό
τούς καταρράχτες
Ἐάν αὐτά εἶναι ἀλήθεια τραγουδῶ
Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
Στόν τοῖχο, τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
Τή γάτα πού μᾶς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά
Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
Τήν ὥρα πού βραδιάζει στῶν βράχων τό ἀπλησίαστο
Πενθῶ τό ρούχο πού ἄγγιξα καί μοῦ ἦρθε ὁ κόσμος.
ΙΙΙ.
Ἔτσι μιλῶ γιά σένα καί γιά μένα
Ἐπειδή σ’ ἀγαπῶ καί στήν ἀγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Ἀπό παντοῦ, γιά τό μικρό τό πόδι σου μέσ’ στ’ ἀχανῆσεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά - κι ἔχω τή δύναμη
Ἀποκοιμισμένη, νά φυσῶ νά σέ πηγαίνω
Μέσ’ ἀπό φεγγερά περάσματα καί κρυφές τῆς θάλασσαςστοές
Ὑπνωτισμένα δέντρα μέ ἀράχνες πού ἀσημίζουνε
Ἀκουστά σ’ ἔχουν τά κύματα
Πῶς χαϊδεύεις, πῶς φιλάς
Πῶς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "ἔ"
Τριγύρω στό λαιμό στόν ὅρμο
Πάντα ἐμεῖς τό φῶς κι ἡ σκιά
Πάντα ἐσύ τ’ ἀστεράκι καί πάντα ἐγώ τό σκοτεινόπλεούμενο
Πάντα ἐσύ τό λιμάνι κι ἐγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί ἡ λάμψη ἐπάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα, τό νερό πού κρυώνει
Πάντα ἐσύ τό πέτρινο ἄγαλμα καί πάντα ἐγώ ἡ σκιάπού μεγαλώνει
ἐξαργυρώνει:
Τό γερτό παντζούρι ἐσύ, ὁ ἀέρας πού τό ἀνοίγει ἐγώ
Ἐπειδή σ’ ἀγαπῶ καί σ’ ἀγαπῶ
Πάντα ἐσύ τό νόμισμα κι ἐγώ ἡ λατρεία πού τό
Τόσο ἡ νύχτα, τόσο ἡ βοή στόν ἄνεμο
Τόσο ἡ στάλα στόν ἀέρα, τόσο ἡ σιγαλιά
Τριγύρω ἡ θάλασσα ἡ δεσποτική
Καμάρα τ’ οὐρανοῦ μέ τ’ ἄστρα
Τόσο ἡ ἐλάχιστή σου ἀναπνοή
Πού πιά δέν ἔχω τίποτε ἄλλο
Μεσ’ στούς τέσσερεις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα
Νά φωνάζω ἀπό σένα καί νά μέ χτυπᾶ ἡ φωνή μου
Νά μυρίζω ἀπό σένα καί ν’ ἀγριεύουν οἱ ἄνθρωποι
Ἐπειδή τό ἀδοκίμαστο καί τό ἀπ’ ἀλλοῦ φερμένο
Δέν τ’ ἀντέχουν οἱ ἄνθρωποι κι εἶναι νωρίς, μ’ ἀκοῦς
Εἶναι νωρίς ἀκόμη μέσ’ στόν κόσμο αὐτόν ἀγάπη μου
Νά μιλῶ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ἀκόμη μέσ’ στόν κόσμο αὐτόν, μ’ ἀκοῦς
Δέν ἔχουν ἐξημερωθεῖ τά τέρατα, μ’ ἀκοῦς
Τό χαμένο μου αἷμα καί τό μυτερό, μ’ ἀκοῦς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μέσ’ στούς οὐρανούς
Καί τῶν ἄστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ἀκοῦς
Εἶμ’ ἐγώ, μ’ ἀκοῦς
Σ’ ἀγαπῶ, μ’ ἀκοῦς
Σέ κρατῶ καί σέ πάω καί σοῦ φορῶ
Τό λευκό νυφικό τῆς Ὀφηλίας, μ’ ἀκοῦς
Ποῦ μ’ ἀφήνεις, ποῦ πᾶς καί ποιός, μ’ ἀκοῦς
Σοῦ κρατεῖ τό χέρι πάνω ἀπ’ τούς κατακλυσμούςΟἱ πελώριες λιάνες καί τῶν ἡφαιστείων οἱ λάβες
Θά ’ρθει μέρα, μ’ ἀκοῦς
Νά μᾶς θάψουν κι οἱ χιλιάδες ὕστερα χρόνοι, μ’ ἀκοῦς
Λαμπερά θά μᾶς κάνουν πετρώματα, μ’ ἀκοῦς
Νά γυαλίσει ἐπάνω τούς ἡ ἀπονιά, μ’ ἀκοῦς
Τῶν ἀνθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μᾶς ρίξει, μ’ ἀκοῦς
Στά νερά ένα - ένα, μ’ ἀκοῦς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρῶ, μ’ ἀκοῦς
Κι εἶναι ὁ χρόνος μιά μεγάλη ἐκκλησία, μ’ ἀκοῦς
Ὅπου κάποτε οἱ φιγοῦρες, μ’ ἀκοῦς
Τῶν Ἁγίων
Βγάζουν δάκρυ ἀληθινό, μ’ ἀκοῦς
Οἱ καμπάνες ἀνοίγουν ἀψηλά, μ’ ἀκοῦς
Ἕνα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οἱ ἄγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω, μ’ ἀκοῦς
Ἤ κανείς ἤ κι οἱ δύο μαζί, μ’ ἀκοῦς
Τό λουλούδι αὐτό τῆς καταιγίδας καί, μ’ ἀκοῦς
Τῆς ἀγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε, μ’ ἀκοῦς
Καί δέν γίνεται ν’ ἀνθίσει ἀλλιῶς, μ’ ἀκοῦς
Σ’ ἄλλη γῆ, σ’ ἄλλο ἀστέρι, μ’ ἀκοῦς
Δέν ὑπάρχει τό χῶμα, δέν ὑπάρχει ὁ ἀέρας
Πού ἀγγίξαμε, ὁ ἴδιος, μ’ ἀκοῦς
Καί κανείς κηπουρός δέν εὐτύχησε σ’ ἄλλους καιρούς
Ἀπό τόσον χειμώνα κι ἀπό τόσους βοριάδες, μ’ ἀκοῦς
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο ἐμεῖς, μ’ ἀκοῦς
Μέσ’ στή μέση τῆς θάλασσας
Ἀπό τό μόνο θέλημα τῆς ἀγάπης, μ’ ἀκοῦς
Ἀνεβάσαμε ὁλόκληρο νησί, μ’ ἀκοῦς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ἀνθισμένους γκρεμούς
Ἄκου, ἄκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει - ἀκοῦς;
Ποιός γυρεύει τόν ἄλλον, ποιός φωνάζει - ἀκοῦς;
Εἶμ’ ἐγώ πού φωνάζω κι εἶμ’ ἐγώ πού κλαίω, μ’ ἀκοῦς
Σ’ ἀγαπῶ, σ’ ἀγαπῶ, μ’ ἀκοῦς.
V.
Γιά σένα ἔχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ ἀντάρτες ἀπόμαχους
Ἀπό τί να ’ναι πού ἔχεις τή θλίψη τοῦ ἀγριμιοῦ
Τήν ἀνταύγεια στό μέτωπο τοῦ νεροῦ τοῦ τρεμάμενου
Καί γιατί, λέει, νά μέλλει κοντά σου να ’ρθῶ
Πού δέν θέλω ἀγάπη ἀλλά θέλω τόν ἄνεμο
Ἀλλά θέλω τῆς ξέσκεπης ὄρθιας θάλασσας τόν καλπασμό
Καί γιά σένα κανείς δέν εἶχε ἀκούσει
Γιά σένα οὔτε τό δίκταμο οὔτε τό μανιτάρι
Στά μέρη τ’ ἀψηλά τῆς Κρήτης τίποτα
Γιά σένα μόνο δέχτηκε ὁ Θεός νά μοῦ ὁδηγεῖ τό χέρι
Πιό δῶ, πιό κεῖ, προσεχτικά σ’ ὅλο τό γύρο
Τοῦ γιαλοῦ τοῦ προσώπου, τούς κόλπους, τά μαλλιά
Στό λόφο κυματίζοντας ἀριστερά
Τό σῶμα σου στή στάση τοῦ πεύκου τοῦ μοναχικοῦ
Μάτια τῆς περηφάνειας καί τοῦ διάφανου
Βυθοῦ, μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
Μόνος νά περιμένω ποῦ θά πρωτοφανεῖς
Ψηλά στό δῶμα ἤ πίσω στίς πλάκες τῆς αὐλῆς
Μέ τ’ ἄλογο τοῦ Ἁγίου καί τό αὐγό τῆς Ἀνάστασης
Σάν ἀπό μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη ὅσο σέ θέλησε ἡ μικρή ζωή
Νά χωρᾶς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ἡφαιστειακή
Πού κανείς νά μήν ἔχει δεῖ καί ἀκούσει
Τίποτα μέσ’ στίς ἐρημιές τά ἐρειπωμένα σπίτια
Οὔτε ὁ θαμμένος πρόγονος ἄκρη-ἄκρη στόν αἀλόγυρο
Γιά σένα, οὔτε ἡ γερόντισσα μ’ ὅλα της τά βοτάνια
Γιά σένα μόνο ἐγώ, μπορεῖ, καί ἡ μουσική
Πού διώχνω μέσα μου ἀλλ’ αὐτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ἀσχημάτιστο στῆθος τῶν δώδεκα χρονῶ
Τό στραμμένο στό μέλλον μέ τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα ἡ μυρωδιά ἡ πικρή
Πού βρίσκει μέσ’ στό σῶμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χῶμα, νά τά περιστέρια, νά ἡ ἀρχαία μας γῆ.
VI.
Ἔχω δεῖ πολλά καί ἡ γῆ μέσ’ ἀπ’ τό νοῦ μου φαίνεταιὡραιότερη
Ὡραιότερη μέσ’ στούς χρυσούς ἀτμούς
Ἡ πέτρα ἡ κοφτερή, ὡραιότερα
Τά μπλάβα τῶν ἰσθμῶν καί οἱ στέγες μέσ’ στά κύματα
Ὡραιότερες οἱ ἀχτίδες ὅπου δίχως νά πατεῖς περνᾶς
Ἀήττητη ὅπως ἡ Θεά τῆς Σαμοθράκης πάνω ἀπό τά βουνάτῆς θάλασσας
Ἔτσι σ’ ἔχω κοιτάξει πού μοῦ ἀρκεῖ
Να ’χει ὁ χρόνος ὅλος ἀθωωθεῖ
Μέσ’ στό αὐλάκι πού τό πέρασμά σου ἀφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ἀκολουθεῖ
Καί νά παίζει μέ τ’ ἄσπρο καί τό κυανό ἡ ψυχή μου!
Νίκη, νίκη ὅπου ἔχω νικηθεῖ
Πρίν ἀπό τήν ἀγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε καί ἄς ἔχω ἐγώ χαθεῖ
Μόνος καί ἄς εἶναι ὁ ἥλιος πού κρατεῖς ἕνα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, καί ἄς εἶμ’ ἐγώ ἡ πατρίδα πού πενθεῖ
Ἄς εἶναι ὁ λόγος πού ἔστειλα νά σοῦ κρατεῖ δαφνό-φυλλο
Μόνος, ὁ ἀέρας δυνατός καί μόνος τ’ ὁλοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα τοῦ σκοτεινοῦ βυθοῦ
Ὁ ψαράς πού ἀνέβασε κι ἔριξε πάλι πίσω στούς καιρούςτόν Παράδεισο !
VII.
Στόν Παράδεισο ἔχω σημαδέψει ἕνα νησίἈπαράλλαχτο ἐσύ κι ἕνα σπίτι στή θάλασσα
Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Ἔχω ρίξει μέσ’ στ’ ἄπατα μιάν ἠχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί πού ξυπνῶ
Νά σέ βλέπω μισή νά περνᾶς στό νερό
καί μισή νά σέ κλαίω μέσ’ στόν Παράδεισο.
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί πως έγραψε το "Αξιον Εστί"
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του '48 με '51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος - δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα. Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο. Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ. Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγύριζαν μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα. Και αυτή, σκεπτόμουν, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλεψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη. Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές. Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία. Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ' άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις. Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου - η πρώτη ήτανε στην Αλβανία - που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου. Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα. Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να 'χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσαν. Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε! Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς έ; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους - και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου 'δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ' αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».