Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Ξαναδιαβάζοντας το «ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος» του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1987, σ. 256

 

ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

       Τό θέμα τῆς ζωγραφικῆς γιά μένα εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐπαφή τοῦ ἀνθρώπου μέ τά πράματα. Ἡ τέχνη διαιωνίζει ἀκριβῶς τίς στιγμές πού ὁ ἄνθρωπος ἑνώνεται μέ τά ἔξω ἀπό αὐτόν. Θέλουμε νά νικήσουμε τόν ἀντικειμενικό κόσμο, μά αὐτό πρέπει νά γίνει φυσικά κι ὄχι βεβιασμένα. (σ. 11)

       Ἡ ἀκεραιότητα ἑνός καλλιτέχνη σχετίζεται μέ τήν ἐπαφή του μέ τίς αἰώνιες δυνάμεις, πού δίνουν στούς λιγόζωους ἀνθρώπους τό αἴσθημα τῆς ἀθανασίας. (σ. 13)

       Τείνω μᾶλλον νά πιστέψω πώς ἡ νοστιμιά πού ἔχει τό ἀμύγδαλο, ἡ μελαχρινή σάρκα ἤ τά μαῦρα μαλλιά, ἴσως εἶναι οἱ ἰδέες πού ἔλεγε ὁ Πλάτωνας. (σ. 13).

       Προσωπικά πιστεύω πώς ὅσο πιό ἀθῶος εἶναι ἕνας ζωγράφος κι ὅσο πιό πολύ παθαίνεται γιά τή νοστιμιά τοῦ κόσμου, τόσο πιό πολύ εἶναι ἱκανός νά δημιουργήσει πλούσιες μορφές, πλούσιους συνδυασμούς χρωμάτων, πού εἶναι ἱκανά ν’ άπασχολήσουν γιά αἰῶνες πολλούς σχολιαστές καί σχολαστικούς. (σ. 14)

       Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τή δύναμη ν’ ἀλλάζει τά μάτια τοῦ ἄλλου κόσμου, ἄν ὁ ἴδιος πίστεψε μέ θέρμη στή δική του ὅραση. (σ. 15)

   Ἡ ἐπιπόλαια προσπάθειά μας σ’ αὐτά τά ἑκατό χρόνια νά γίνουμε εὐρωπαῖοι, κινδυνεύει νά μᾶς κάνει νά μήν εἴμαστε τίποτα. Τό κράτος ὄχι μόνο ἔδειξε ἀδιαφορία, ἀλλά σχεδόν πολεμᾶ τήν τέχνη, ἰδίως ὅταν θέλει νά τήν βοηθήσει. (σ. 16)

   Πολλές φορές ἀπογοητεύομαι καί ἀναρωτιέμαι ἄν ἔχω τό δικαίωμα νά λέγομαι ζωγράφος, ὄχι τόσο ἐπειδή ὑπῆρξε κάποτε ὁ Ραφαήλ καί ὁ Ρέμπραντ, ὅσο γιατί ὑπάρχουν τόσα ὡραῖα ἔργα ἀγνώστων μικρῶν ζωγράφων πού δέν ξέρουμε κάν τό ὄνομά τους, καί πού μᾶς γεμίζουν χαρά τήν ψυχή ὅταν τά συναντήσουμε στό παλαιοπωλεῖο ἤ σέ κάποιο σπίτι. (σ. 17)

Ο ΠΑΡΘΕΝΗΣ

       …ἡ δυσκολία δέν εἶναι τόσο στό νά καταλάβει κανείς τί παριστάνει ἕνα ἔργο, ἀλλά στό νά παραδεχθεῖ πώς αὐτό πού αἰσθάνεται ὁ ἴδιος εἶναι καί τό πλησιέστερο πρός τό νόημα τοῦ ἔργου.

       Ἄν οἱ ἄνθρωποι ἦταν σέ θέση νά παραδεχτοῦν τήν ἀξία τῶν αἰσθημάτων τους, θά μποροῦσαν νά καταλάβουν πολύ πιό εὔκολα τήν ἀξία τῶν καλλιτεχνικῶν ἔργων. Συνήθως ζητοῦνε κάτι παραπάνω ἀπ’ αὐτό πού τούς συγκινεῖ. Καί αὐτό μπλέκει τά πράγματα. (σ. 23-24)

       Ἦταν περήφανος (ενν. ο Παρθένης) ὅτι ἐδίδασκε τήν ἑλληνική Τέχνη. Πολλοί μαθητές νόμιζαν ὅτι ἐδίδασκε ὅ,τι πιό ἐπαναστατικό ὑπάρχει. Θυμᾶμαι, μάλιστα, ἕναν συλλέκτη πού, περιγράφοντας τό σπίτι τῶν ὀνείρων του, ἔλεγε: «Ἕνα μεγάλο χαλί, κανένα ἔπιπλο καί στόν τοῖχο κάτι πολύ τρελό: Ἕνα ἔργο τοῦ Παρθένη!» (σ. 30)

ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΗ, Ο ΕΡΩΤΑΣ, Η ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

       Ὁ Μάης τοῦ ’68 ἄλλαξε τή Γαλλία… Δέν ἦταν μιά ἐπανάσταση, ὅπως ἤλπιζαν οἱ Γάλλοι, μά ἄνοιξε ὅλων μας τά μάτια. Ἕνα πράγμα συνεκράτησα: Μόλις ὁ Ντέ Γκώλ ἔκοψε τή βενζίνα καθώς ἐπίσης τίς διακοπές καί τό τσιγάρο, ἡ ἐπανάσταση ἐξέπνευσε. Κατάλαβα, λοιπόν, ὅτι ὁ κίνδυνος εἶναι στό τσιγάρο, στίς συνήθειες, στήν πολυτέλεια τῶν διακοπῶν καί ἀκόμα περισσότερο στό νά ἐγγράφεσαι φοιτητής. Ἕνας φοιτητής προορίζεται γιά ὑπάλληλος τοῦ κράτους, ἤ μιᾶς ἐπιχειρήσεως πού τόν συντηρεῖ. Ἄρα καταδικάζεται νά ὑπηρετεῖ τό κράτος ἐπί μισθῷ ἤ νά τό συμβουλεύει καί ὄχι νά τό ἀντιστρατεύεται.

      Ὅλα αὐτά τά δωρεάν σπίτια, ἡ εὐμάρεια τοῦ φοιτητικοῦ βίου, οἱ οἶκοι τῆς κουλτούρας, οἱ ἰατρικές περιθάλψεις, πρέπει νά εἶσαι πολύ κουτός γιά νά μήν καταλάβεις πώς εἶναι πληρωμένα μέ τόν ἐξανδραποδισμό σου. Οἱ ταραχές στίς σχολές, δέν ἔχουν τήν ἴδια δύναμη πού θά εἶχε μιά συνειδητοποίηση τοῦ τί εἶναι κράτος καί σχολές καί μιά συστηματική ἀποχή ἀπ’ αὐτές τίς σχολές… (σ. 51)

       Εἶναι ὑποκριτικό νά λέει κανείς ὅτι στό Πανεπιστήμιο μαθαίνει. Τό γεγονός ὅτι δέν εἶμαι καθηγητής σήμερα, ὀφείλεται στό ὅτι δέν πιστεύω στό σχολεῖο. Τίποτα ὅμως δέν μ’ ἐμποδίζει νά διδάσκω δωρεάν ὅποιον θέλει καί μπορεῖ νά μάθει. Γιά μένα ἀληθινή ἐπανάσταση μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ὅταν ὁ νέος ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς μεγάλες πόλεις κι ὅλους τούς ὀργανισμούς πού τίς συντηροῦν καί νά γυρίσει στή γῆ. Στή Γαλλία ἦρθα σ’ ἐπαφή μέ ἐκλεκτούς ἀνθρώπους, γέρους καί νέους, πού μοῦ ἄνοιξαν τά μάτια καί μοῦ ἔδωσαν τήν εὐκαιρία νά συνειδητοποιήσω τά μεγάλα προβλήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ πολιτισμοῦ. (σ. 52)

       Δέν μπορῶ νά καταλάβω ἕνα καλύτερο μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, πού θά εἶναι ἄσχετο μέ τόν περιορισμό καί τόν ἔλεγχο αὐτοῦ πού ὀνομάζουμε σήμερα πρόοδο. Ἡ πρόοδος, συχνά, μοῦ φαίνεται σάν ἕνας κατήφορος ἀναπόφευκτος, ὅπου ὅλα κατρακυλοῦν. Γιά νά δεῖς τήν πρόοδο σέ μιά ἄνοδο, πρέπει νά σέ κρεμάσουν ἀνάποδα, νά σοῦ πλύνουν καλά τόν ἐγκέφαλο, κι ἔτσι θά γίνεις φανατικός προοδευτικός. Ὑπάρχει πρόοδος στά δηλητήρια, στά φονικά ὅπλα, σέ κάθε τι πού μικραίνει τή ζωή, παρατείνοντάς την.

      Ἕνα σωρό ἐφευρέσεις ὕποπτων ἀποζημιώσεων καί μαύρων παρηγοριῶν, ὅταν χάσεις τή ζωή σου. Ἄν θέλεις νά ζήσεις ἀληθινά, μέ τιμή καί ἐλευθερία, ἡ περίφημη πρόοδος λίγα ἔχει νά σοῦ δώσει. Ὅ,τι δίνει ἀληθινή εὐτυχία εἶναι παλιό. Ἡ καλλιέργεια τῆς γῆς, ὁ ἔρωτας, ἡ ποίηση, ἡ γυμναστική, γιά νά περιοριστοῦμε σ’ αὐτά τά λίγα. Αὐτά δέν ἔχουν νά κερδίσουν τίποτα ἀπό κανένα μηχάνημα, μᾶλλον ἔχουν νά χάσουν. Ἡ εὐλάβεια καί ἡ φιλοσοφία θἆταν ἀρκετά, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν τίς μεγάλες ἀποζημιώσεις μετά τή ζημιά, παρά νά κοπιάσουν ν’ ἀποφύγουν τή ζημιά.

       Ἐπιθυμῶ πολύ ἕναν διάλογο μέ τούς νέους Ἕλληνες. Ἀλλά δέν τόν βλέπω εὔκολο. Ὑπάρχει πολύ ἐπαρχιώτικος καθωσπρεπισμός. Μιά κανονική πλύση ἐγκεφάλου, καμωμένη ἀπό ἕνα ὕποπτο προοδευτισμό. Ἕνας ἐπικίνδυνος προσανατολισμός πρός τό μάρκετινγκ, αὐτά καί ἄλλα τέτοια εἶναι σοβαρά ἐμπόδια γιά νά μιλήσει κανείς ἐλεύθερα. (σ. 53) 

       Πιστεύω πώς κάθε ἐπαναστατική ἰδέα βρίσκεται σέ κρίση καί ὅτι καθῆκον κάθε ἀνθρώπου εἶναι νά ψάξει νά βρεῖ λύσεις γιά τά ἀληθινά προβλήματα τῆς ζωῆς, ἀδέσμευτος ἀπό ἰδεολογικές ἀποχρώσεις. Ἡ ἐπανάσταση δέν συντηρεῖται. Συνεχίζεται. Αὐτό ἰσχύει καί στήν τέχνη. (σ.55)

Ο ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

       Ἡ προσφορά τοῦ Κόντογλου εἶναι μεγάλη καί σέ πολλές περιοχές. Βίαιος καί ὑπερβολικός θέλησε νά βάλει στή θέση τους ἕνα σωρό πράγματα πού ἡ ἀμάθεια καί ἡ νωχέλεια καί ἡ βλακεία ἤθελε νά τ’ ἀφήσει σέ μιά καλλιτεχνική ἀκαταστασία. (σ. 57)

       Δέν ἔπαψα ποτέ νά κρίνω τή ζωγραφική του, ἀκόμα καί τίς ἰδέες του, μά δέν θά πάψω ποτέ νά λέω πώς ἕνα εἶδος «εἰς ἄτοπον ἀπαγωγῆς» στό ὁποῖο ὁδηγοῦσε ἡ φαντασία του μ’ ἔκανε νά  καταλάβω πολλά πράγματα.

       Ἡ ποιητική του ψυχή ἔχει κάθε δικαίωμα νά βρίσκεται σέ τόπο ἀναψύξεως ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα θλίψη καί στεναγμός. Πέρα ἀπό τό παράδειγμα τοῦ ἔργου του καί τίς τεχνικές γνώσεις, μερικές φράσεις του μοῦ ἄνοιξαν τεράστιες προοπτικές καί δυνατότητες. Αὐτές οἱ φράσεις πού λέμε σάν Σίβυλλες χωρίς νά τίς σκεπτόμαστε καί πού κλείνουν μέσα τους ὅ,τι καλύτερο ἔχουμε νά προσφέρουμε στόν ἄνθρωπο. (σ. 50)

ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Η ΜΟΝΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ

       Λυποῦμαι κάθε ἄνθρωπο πού ὑποφέρει. Καί θά ἔκανα ὅ,τι περνάει ἀπ’ τό χέρι μου νά μήν ὑποφέρει. Τά μόνα ὅπλα πού κατέχει ὁ ἄνθρωπος γιά τή μείωση τοῦ πόνου εἶναι τό πνεῦμα καί ἡ ἐπιστήμη. Δύο πράγματα, δηλαδή πού εἶναι σήμερα στήν ὑπηρεσία κατωτέρων συμφερόντων. Χωρίς ἠθική ἐπανάσταση καμιά ἀλλαγή συστήματος δέν μπορεῖ νά καλυτερεύσει τή ζωή μας. Σήμερα  ἐπιστήμη καί πνεῦμα εἶναι στήν ὑπηρεσία τοῦ κεφαλαίου. Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ τέχνη πού δουλεύουν γιά τόν ἄνθρωπο, περιφρονοῦνται. (σ. 61)

       Μελέτησα πάντοτε τό πρόσωπο τῆς πατρίδας μου. Μελετῶ καί τό σημερινό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδας καί μέσα ἀπ’ αὐτό μελετῶ τή διεθνῆ κατάσταση. Ἡ σημερινή μορφή τῶν προβλημάτων στήν Ἑλλάδα εἶναι συσκευασία ἑνός διεθνοῦς προβλήματος. Δέν ἀποκρύβω ὅτι πολλές φορές τρομάζω μπροστά σ’ αὐτά πού βλέπω στήν Ἑλλάδα. Γιατί ἐδῶ εἶναι πιό ὁρατά. Ἀλλά δέν θέλω νἄμαι ἄδικος. Τά ἴδια συμβαίνουν παντοῦ. Δέν κρίνω τήν Ἑλλάδα ὡς Παριζιάνος, ἀλλά σάν ἕνας φοβισμένος γιά τόν γενικό ξεπεσμό τοῦ ἀνθρώπου. Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή ἀπαιτητική γιατί μεγάλες εἶναι καί οἱ συμφορές πού περνᾶμε. Ἡ διεθνής παρακμή στήν ἀρχιτεκτονική στήν Ἑλλάδα παίρνει τραγική μορφή. Γιατί τό ντελικάτο τοπίο τῆς Ἀττικῆς δείχνει πιό ἔντονα τίς παρανομίες τῶν ἀρχιτεκτόνων καί τῶν ἰδιοκτητῶν. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς καταστροφῆς πού ἔκανε ἡ ἀρχιτεκτονική στήν Ἑλλάδα, ὀφείλεται στήν ἀνοχή τῶν συνταγματαρχῶν. Ἀλλά ἡ ἀδιαφορία γιά τό τοπίο καί ἡ ἀκαλαισθησία δέν μπῆκαν κι αὐτές στόν Κορυδαλλό μαζί τους. Τό ἀπαίσιο αὐτό στύλ τῆς πολυκατοικίας ἐπέζησε τῶν συνταγματαρχῶν ὅπως ἐπέζησε τό νεοκλασικό στύλ τοῦ Λουδοβίκου 16ου μετά τήν καρατόμηση. Καταλαβαίνετε πώς ἡ σύγκριση εἶναι εἰρωνική. Τό πιό φοβερό εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πάρα πολλοί Ἕλληνες λυσσασμένοι γιά κέρδος καί ἀδιάφοροι γιά τήν ἀσκήμια. Οἱ Πύργοι τῶν Ἀθηνῶν θά μείνουν αἰώνια μνημεῖα τῆς ἑπταετίας. Ὄχι μόνο κανείς δέν σκέφτηκε νά τούς γκρεμίσει, ἀλλά οὔτε κάν τό συλλογίστηκε. Ἐπιτρέπεται νά ὀνομάζεται Ἀθήνα αὐτή ἡ πόλη; Οἱ δύο μεγάλες πόλεις τῆς Ἑλλάδος, ἡ Θεσσαλονίκη καί ἡ Ἀθήνα πρέπει νά καθαριστοῦνε! Γιά νά μήν εἶναι ἡ Ἑλλάδα ὑποανάπτυκτη. Αὐτά ὅλα προϋποθέτουν μιά ἠθική ἐπανἀσταση καί μιά ἀλλαγή ἠθικῆς.

       Ἡ αὐστηρή κριτική εἶναι μιά μορφή αἰσιοδοξίας. Δέν εἶναι δυνατό νά μιλάει κανείς μέ τόση ἀπαισιοδοξία, ἄν δέν ἔχει ἐλπίδες. Οἱ Ἕλληνες εἶναι ἀπαισιόδοξοι καί μοιρολάτρες. Ὅταν γίνονται ἀπαισιόδοξοι ἐκφράζουν μέ λόγια ὅ,τι λένε τά μοῦτρα τους καί οἱ κοιλιές τους. Το αἴσθημα ἀνασφάλειας τό δικαιολογῶ, ἄλλωστε, αὐτό ὁδηγεῖ τούς Ἕλληνες να τρῶνε ὄχι ὅσο πεινᾶνε, ἀλλά ὅσο πεινάσανε οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου, τῆς Τριπολιτσᾶς, τῆς Κατοχῆς.  

   Μέρα μέ τή μέρα κινδυνεύω ἀπό ζωγράφος νά γίνω μουσικός! Ἡ ἑλληνική ζωγραφική παράδοση μέ διδάσκει πώς νά μετατρέπω τή ζωή σέ δυνατές ἀρμονίες πού παρηγοροῦν τόν ἄνθρωπο γιά κάθε συμφορά. Τά ἔργα μου εἶναι αἰσιόδοξα γιατί πιστεύω πώς μόνο δείχνοντας τί κινδυνεύει ἀπ’ τούς κακοποιούς τούς ἀδυνατίζω περισσότερο. Δέν θέλω νά δείξω τή δυστυχία, ἀλλά αὐτό πού θυσιάζεται. Εἶναι ἕνας τρόπος νά χτυπήσεις τόν κακοποιό. Ζῶ στό Παρίσι ὅπου, ὅπως συμβαίνει στίς περισσότερες δυτικές πρωτεύουσες, οἱ καλλιτέχνες ἐκφράζουν μέ τά ἔργα τους ἀπόγνωση καί ἀπαισιοδοξία, φθορά καί διάλυση. Ὅλα τά προβλήματα ἀνάγονται σ’ ἕνα πρόβλημα. Ἐπιτρέπεται πάντα νἄμαστε ἐλεύθεροι ἀδιαφορώντας γιά τίς κακές συνέπειες τῆς ἐλευθερίας μας;

     Μετά τήν ἐπιστήμη καί τήν τεχνική ἔρχεται ἡ σειρά τῆς ἐλευθερίας νά ἐλεγθεῖ κι αὐτή. Τό δικαίωμα τῶν ἀνθρώπων νά κάνουν μιά δίκαιη κριτική εἶναι ἀπαραίτητο στήν ἐποχή μας. Τό κράτος κάνει ὅ,τι μπορεῖ νά τούς ἀδυνατίσει. Τό κοινό μαθαίνει ἀργά τίς ἀλήθειες τους. Μιά ἀντιπολίτευση καλλιτεχνική, τεχνολογική, ἐπιστημονική πού θά δυναμώνει ἀπ’ τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ κόσμου, εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα. Πρέπει νά ἐνισχυθεῖ αὐτός πού ἀγωνίζεται γιά τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου, ἀδιαφορώντας γιά τό συμφέρον τοῦ κόμματος ἤ τῶν ἐπιχειρήσεων. (σ. 63-64)

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ

       Οἱ νέοι ἔχουν συνήθειες γεροντικές. Θέλουν τό χουζούρι τους. Μιλοῦν γιά τήν ἐλευθερία ὅπως οἱ γέροι τῆς παλιᾶς ἐποχῆς μιλοῦσαν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος ἐννοοῦντες κι αὐτοί τό χουζούρι τους...

   Κάθε φορά πού μιλῶ πρός ἕνα νέο, ἐγώ ὁ γέρος, καί τοῦ προτείνω μιά πράξη θαρραλέα ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, τόν βλέπω νά γίνεται ἀντιδραστικός. Ὑπάρχει μιά τυποποιημένη ἐλευθερία πού διδάσκεται στά Πανεπιστήμια καί στά σχολεῖα. Αὐτό συμβαίνει σέ διεθνῆ κλίμακα. Ὅταν ἕνας νέος κάνει μιά ἀληθινά ἐλεύθερη πράξη, εἶναι ὄχι ἴσος ἀλλ΄ἀνώτερος ἀπό τή γενιά τοῦ 30, γιατί σήμερα εἶναι πολύ πιό δύσκολο νά τήν κάνει. Ὑπάρχει μουσική γιά νέους, μόδα γιά νέους, ὅπως ὑπῆρχαν βιβλία γιά παιδιά στήν ἐποχή μου. Ὑπάρχει μιά προσπάθεια νά μακρύνει καί νά διαιωνιστεῖ ἡ παιδική ἀνευθυνότητα τοῦ ἀνθρώπου. (σ. 69)

   Τά καλά πράγματα πού ὑπῆρχαν καί πρίν τό ’68 καί τόν γέννησαν (ενν. το Μάη) κι αὐτοί πού θέλουν νά συνεχίσουν τόν ἀγώνα λιγότερο γραφικά καί περισσότερο οὐσιαστικά. Ἡ παιδεία, ὁ ἔρωτας, βρίσκονται στά ἴδια χάλια πού ἦταν πρίν τό Μάη. Οἱ ἄνθρωποι ξαναντύνονται τό ἴδιο θλιβερά καί μελαγχολικά. Ἀλλά καί αὐτοί πού ντύνονται ὅπως τόν Μάη, μού θυμίζουν παλαιούς πολεμιστές πού φοροῦν τά φυσεκλίκια ἑνός ἀγώνα χαμένου.

       Ὁ Μάης ζητοῦσε. Οἱ ἐπαναστάσεις γίνονται ἀπ’ αὐτούς πού δίνουν. Ἔτυχε νά μπῶ στή Σχολή Καλῶν τεχνῶν γυρεύοντας ἕνα τελάρο πού εἶχα δανείσει σέ κάποιον. Μέ πῆραν γιά ἀστυνομικό! Ἕνας Ἕλληνας πού μέ ἤξερε ἐξήγησε πώς ἤμουν ἀκίνδυνος. Ἔπιασα συζήτηση μαζί τους. Ἦταν περήφανοι πού κατέλαβαν τή σχολή τους. Στό τέλος ἀρχίσαμε νά μιλᾶμε. Τούς εἶπα πώς ὅ,τι καλύτερο εἶχε ἡ γαλλική ζωγραφική, ἀπέφυγε αὐτή τή σχολή! Ὁ Ματίς, ὁ Ρουώ, ὅλοι αὐτοί πέρασαν γιά μιά βδομάδα μόνο ἀπό δῶ καί σεῖς θέλετε νά τήν καταλάβετε γιά πάντα. Πρέπει νά τήν ἐγκαταλείψετε καί νά μήν ξαναγυρίσετε. Ὅποιος καταλαμβάνει μιά σχολή εἶναι πιό πιθανό νά γίνει ἀρτηριοσκληρωτικός καθηγητής παρά ἕνας ἀνανεωτής. […] Κατάλαβα ὅτι μέ τό νά κολλᾶς χαρτιά καί νά γράφεις συνθήματα μέ λαδομπογιά δέν ἀλλάζουν οἱ καταστάσεις. Πρέπει ν’ ἀλλάξουν τά μυαλά καί οἱ προκαταλήψεις.

       Ἄν τά σχολεῖα εἶναι κακά πρέπει νά μήν πηγαίνουμε σ’ αὐτἀ καί νά σκεφτόμαστε διαφορετικά ἀπ’ αὐτἀ. Ἄν μέσα σου γίνει μιά ἀληθινή ἐπανάσταση, μιλώντας σέ δύο μόνο φοιτητές στό πεζοδρόμιο, ἔξω ἀπό τή σχολή, μπορεῖ ν’ ἀλλάξεις τήν ὄψη τοῦ κόσμου γιά πολλούς αἰῶνες. Δέν μπορῶ νά βάλω στήν ἴδια μοίρα καί ἄνευ τίτλων τόν ξυπόλυτο Σωκράτη μέ ὅλους τούς καθηγητές τῶν πανεπιστημίων Ἀμερικῆς καί Εὐρώπης. (σ. 71-72)    

ΟΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

       Εἴτε στήν Ἑλλάδα ζεῖ ἕνας καλλιτέχνης, εἴτε στήν Εὐρώπη, εἴτε στήν Ἀμερική, εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχει συνείδηση τῶν παγκόσμιων προβλημάτων πού θέτουν οἱ αὐθεντικοί καλλιτέχνες.

       Στίς πιό ἀπομακρυσμένες ἐποχές, ὅταν δέν ὑπῆρχε συγκοινωνία, οἱ πιό μακρινοί γεωγραφικά καλλιτέχνες διαισθάνονταν καί συλλάμβαναν τό παγκόσμιο πνεῦμα μιᾶς ἐποχῆς. Εἶναι γιά μένα κάτι ἀνεξήγητο ὅσο καί πραγματικό. (σ. 74)
Όταν βρίσκομαι στό ἐξωτερικό, ὅλο την Ἑλλάδα ἔχω στό νοῦ μου, ὅ,τι καλύτερο ἔχει ἡ Ἑλλάδα. Ἀλλά ποτέ δέν θά θελήσω νά τά κάνω πλακάκια μέ τό ἀνθρωπάκι, μέ χατήρια καί ρουσφέτια, γιά νά τοῦ δώσω τήν ἱκανοποίηση ὅτι μέ ἔκανε σάν τά μοῦτρα του.

       Στό Παρίσι δέν ἦρθα γιά νά ἔχω ἐπαίνους παρισινούς, ἀλλά γιά νά βρῶ μοναξιά καί ἡσυχία. Γιά νά δώσω μέ τή δουλειά μου σ’ ἕνα ἰδῶδες κοινό πού ὀνειρεύομαι, τήν προσφορά μου, ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτή. Ἐπωφελοῦμαι ἀπό κάθε καλό πού μοῦ δίνει ἡ Ἑλλάδα. Ἀλλά δέν εἶμαι «κάτοικος Παρισίων» οὔτε «κάτοικος Ἀθηνῶν». Βρίσκομαι «στο πόστο μου».  Θέλω νά πῶ στό εργαστήριό μου. (σ. 75-76)

ΕΛΠΙΖΩ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

       Χάρισα εἰκοσιπέντε ἔργα μου στήν Πινακοθήκη, δηλαδή τά ἔθαψα - δέν τά ξαναεῖδα. Δέν κατηγορῶ κανέναν, ἀλλά στήν ἐποχή μας δέν εἶναι εὔκολο οὔτε νά χαρίσεις κάτι. (σ. 77)

   Οἱ Ἕλληνες μποροῦν νά μέ καταλάβουν καλύτερα. Παρόλο ὅτι πολλοί μέ κατηγοροῦν ὅτι φράγκεψα, οὔτε οἱ Γάλλοι, οὔτε οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι καταλαβαίνουν τί κάνω. Οἱ Εὐρωπαῖοι εἶδαν μόνο τίς ζωγραφικές μου ἀρετές καί ὄχι τήν αἰτία γιά τήν ὁποία τίς ἀνέπτυξα. Ἡ αἰτία αὐτἠ εἶναι ἡ κοινή ζωή σ’ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο, δηλαδή στήν Ἑλλάδα. Ὁ διεθνισμός στήν τέχνη εἶναι μιά ἀρλούμπα, πού ἀποφέρει μόνο στούς ἐμπόρους.

       Μεγάλος καί ὑψηλός σκοπός τοῦ καλλιτέχνη εἶναι νά ξυπνήσει μέσα στούς ἄλλους ἀνθρώπους τά αἰσθήματα πού τόν συγκλονίζουν. Ἡ ἐπαφή μέ τό κοινό εἶναι ἀπαραίτητη. Μερικοί ὑποστηρίζουν ὅτι εἶναι δονκιχωτισμός αὐτή ἡ ἐπιθυμία νά συνεννοηθοῦμε μέ τούς ἄλλους. Νομίζω ὅτι τήν ἔχουν ὅλοι οἱ καλλιτέχνες. Ἀλλιῶς γιατί δουλεύουν.        Γιά τόν καλλιτέχνη, ἀκόμη καί οἱ σνομπ, οἱ ἀγράμματοι καί οἱ ἐνοχλητικοί θαυμαστές εἶναι κι αὐτοί ἄνθρωποι. Ὁ ἀληθινός καί μεγάλος καλλιτέχνης πρέπει νά τούς ἐλευθερώσει καί νά τούς ἀποκαλύψει αὐτό πού ἀποφεύγουν.
Βέβαια, πολλοί ἀπ’ αὐτούς θέλουν νά τόν παρασύρουν, πληρώνοντάς τον ἤ δοξάζοντάς τον, γιά νά όν ἔχουν παρέα στή μικρότητά τους, στήν ὑποκρισία τους καί στό βόλεμά τους. Ἀλλά δέν μπορῶ νά γίνω καί ψυχίατρος! Αὐτό εἶναι ἀδύνατο…  (σ. 78-79)  

       Το κακό εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐξευρωπαΐζονται και ἐξαμερικανίζονται ἀπό την κακή πλευρά. Τώρα ὁ ρόλος μου εἶναι να τους θυμίζω ποιοι εἶναι. Ἀπό το 1821, το κράτος πολεμᾶ την ἐθνική μας παράδοση. Ἄλλοτε με την ἀδιαφορία του, σήμερα με κάτι πιο ἐπικίνδυνο: Το κακῶς ἐννοούμενο ἐνδιαφέρον του. κατατάσσει τα κτίρια σε διατηρητέα και μη διατηρητέα, ἐνῶ καταργοῦνται και διώκονται τα ἐθνικά αἰσθήματα τά ὁποῖα, ἄν ὑπῆρχαν ἀκμαῖα, τά μνημεῖα θα διατηροῦνταν αὐτομάτως και ἀπό μόνα τους. Ἔχουμε ἀνάγκη ἐλέγχου τῆς ἐλευθερίας μας. Ὁ ἔλεγχος αὐτός μπορεῖ νά γίνει μόνο ἀπό μέσα μας. (σ. 81)

Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΛΑΘΟΣ

       Ἡ μόδα εἶναι κάτι τό πολύ ἀνθρώπινο, ἀλλά γρήγορα γίνεται μιά ἀπάνθρωπη καί στείρα τυραννία. Ὅλοι τήν ἀκολουθοῦν καί στό βάθος κανείς δέν συμφωνεῖ μαζί της. Κάθε τί τό ὁμαδικό, ὑπό καθοδήγηση, τίς πιό πολλές φορές εἶναι ὕποπτο. Προτιμῶ τίς ὁμαδικότητες πού γεννιοῦνται ἀπό προσωπικές συνειδητοποιήσεις καί ἑνώνονται ἐκ τῶν ὑστέρων σέ ἕνα κοινό ἰδανικό. Ἡ μόδα εἶναι ἤ κάτι καλό καί αὐθόρμητο ἤ συνήθως βιασμός τῆς προσωπικότητας ἀπό συμφέροντα κάποιας ὁμάδας πού ἐνδιαφέρεται γιά τό κέδος. Ὅταν λέμε μόδα συνήθως ἐννοοῦμε τό κακό πρᾶγμα. Ὅταν λέμε «ντεμοντέ» ὑπονοοῦμε ὅτι ἕνα λαχεῖο ἔταξε πολλά κέρδη καί τελικά δέν ἔπεσε! Βεβαίως, «ντεμοντέ» δέν εἶναι ὅ,τι εἶναι ἁπλῶς παλιό ἤ ξεχασμένο… (σ. 83) 

       Σπανίως παίρνει κάποιος ἕνα βραβεῖο γιά τήν προσφορά του στόν ἄνθρωπο. Τό παίρνει, μᾶλλον, γιά τό συμφέρον αὐτοῦ πού τοῦ τό δίνει. Γενικά ἡ τέχνη βραβεύεται μόνο ἀπό τήν ἔκφραση τοῦ προσώπου πού τήν ἀγγίζει. Ὅλα τ’ ἄλλα εἶναι ὑψηλή ἤ χαμηλή πολιτική καί μᾶλλον κομματική. Συμβαίνει ὅμως πολλές φορές, ἄνθρωποι πραγματικῆς ἀξίας νά παίρνουν βραβεῖα. Εἶναι ἀπό τήν άνάγκη αὐτῶν πού τά δίνουν νά μήν χάσει τήν ἀξία του τό βραβεῖο. Βραβεύονται συνήθως οἱ ὑπηρέτες καί κάθε τόσο ἕνα ἀφεντικό γιά νά ψηλώνει ὁ ὑπηρέτης πώς πῆρε τό ἴδιο βραβεῖο μέ το ἀφεντικό. (σ. 86)

       Ὅλοι ἐξανίστανται ἐναντίον τῶν «ἰσχυρῶν τῆς γῆς», φωνάζουν καί ξεσπᾶνε ἀλλά κανένας δέν κάνει τό παραμικρό γιά νά πάψουν νά τόν προστατεύουν.

   Τά μουσεῖα μᾶς διδάσκουν πώς ὁ κόσμος ἦταν τό ἴδιο ἄγριος πάντοτε καί ὁ καλλιτέχνης προσπαθοῦσε νά λάβει συνείδηση ἑνός ἀνώτερου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. (σ. 87)

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

       Ἡ Ἀνάσταση μέσα μου συνδέεται πολύ περισσότερο μέ τήν αἰώνια ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί  τήν παντοτινά ἀγέραστη νεότητα τῆς φύσεως. Πάντα ὁ νοῦς μου πηγαίνει στόν Ἄδωνι καί στήν Περσεφόνη πού ἐπανέρχεται καί πάντοτε συνταυτίζεται μέσα μου ἡ Δήμητρα μέ τήν Παναγία. Πέστε με νεοκλασικό, ρομαντικό, εἰδωλολάτρη ἤ πανθεϊστή, ἔτσι σκέφτομαι, αὐθόρμητα. (σ. 89)
Προτιμῶ τή συντηρητικότητα ἀπό τή χυδαιότητα τοῦ δῆθεν ἐλεύθερου στοχαστῆ. Ἀπεχθάνομαι τίς περιττές ἐλευθερίες ὅσο μεγάλες καί ἄν εἶναι. (σ. 90)

       Ἄν ἕνας λαός δέν εἶναι σέ θέση νά διατηρήσει τό καλύτερο πρᾶγμα πού ἔχει, εἶναι ἄξιος τῆς μοίρας του.

       Ἀπεχθάνομαι κάθε τι πού εἶναι μόνο γιά νέους καί ἔχουν δικαίωμα νά τό περιφονοῦν οἱ μεγάλοι. Ἡ ἐποχή μας ἔχει μιά τάση νά διαιωνίζει τήν παιδικότητα καί τή νεανικότητα. Ὑπάρχουν κουστούμια γιά νέους, βιβλία γιά νέους, δίσκοι γιά νέους. Στόν καιρό μου, ὅταν ἔραψα τά πρῶτα μακριά παντελόνια ἦταν ὁλόιδια μέ τοῦ πατέρα μου. Μπορεῖ νά μήν ἦταν ὡραῖα οὔτε τοῦ πατέρα μου οὔτε τά δικά μου. Ἀλλά εἶχε ἕνα βαθύ νόημα αὐτό. Νά διδάσκουμε τόν ἑαυτό μας καί οἱ νέοι θά μᾶς ἀκολουθήσουν. (σ. 94-95)

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΡΑΜΑ ΣΗΜΕΡΑ

       Μέ τήν ἐνίσχυση τῶν θιάσων, κρατικῶν ἤ μή, πού παίζουν τραγωδία, κατεβαίνει τό ἐπίπεδο τοῦ Θεάτρου καί εὐθυγραμμίζονται μέ τούς κατασκευαστές τουριστικῶν ἐνθυμίων. Τό χειρότερο εἶναι ὅτι τά ἐνθύμια αὐτά εἶναι αίσθητικά ἄρτια, ὅπως πολλά ἀνάλογα ἐνθύμια, ἀλλά δέν προάγουν πολύ τό οὐσιαστικό μέρος τῆς Τέχνης. Στούς τουρίστες πρέπει νά προσφέρουμε πλάζ, ξενοδοχεῖα, τόπους γυμνασμοῦ, ἀλλά ὄχι νά δημιουργήσουμε μιά φτηνή Τέχνη πού νά τήν κατανοῦν τά στίφη τῶν ἀγραμμάτων. (σ. 97)

       Ἕνα πρᾶγμα φοβᾶμαι: Τόν «κρατικό προοδευτισμό», πού συμπίπτει πάντοτε μέ τήν σύγχυση καί τή δημαγωγία.

       Διεθνῶς ὅ,τι ἔχω δεῖ γιά τραγωδία, σκοπό ἔχει πολύ περισσότερο νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τό πνεῦμα τῆς τραγωδίας, παρά νά τό ἀποδώσει, ἔστω μέ μεγάλη ἐλευθερία. (σ. 98)

   Ὁ μεγάλος πλουραλισμός, ἡ μεγάλη καί συχνά περιττή ἐλευθερία εἶναι κάτι πού κάνει περήφανους καί εὐτυχεῖς πολλούς ἀνθρώπους στήν ἐποχή μας. Ἐμένα προσωπικά μέ ἐνοχλεῖ. Πιστεύω στή συγκέντρωση καί στό φιλτράρισμα. Γιά μιά στιγμή νόμισα ὅτι αὐτή ἡ ἐλευθερία τῶν νέων θά μᾶς ἐλευθέρωνε καί θά μᾶς γλύτωνε ἀπό τά φοβερά ταμπού. Λάθος μεγάλο! Τά ταμπού ἔμειναν ἀκλόνητα στή θέση τους καί σ’ αὐτά προσετέθει τό χειρότερο ταμπού: τῆς ἀποσυνθέσεως! (σ. 99)

Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΚΟΠΑΔΙΑ

       Ἡ κουλτούρα τῆς ἐποχῆς μας γιά τήν ὁποία συχνά τό κράτος ξοδεύει πολλά λεφτά, πρέπει νά συμπεριληφθεῖ στά χωρία τῶν καταπραϋντικῶν, τῶν τσιγάρων καί τῶν ναρκωτικῶν. Ἡ τέχνη ἦταν πάντα ἕνα ναρκωτικό, τό ἴδιο καί ἡ ἐκκλησία. Σήμερα τήν ἀντιμάχεται ἡ πολιτική καί ἡ «ἀπελευθέρωση» πού εἶναι ἐξ ἴσου, ἄν ὄχι περισσότερο, βλαβερές κι ἀποβλακωτικές. Ὅλ’ αὐτά δημιουργοῦν κοπάδια πού ἀκολουθοῦν τόν τράγο. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀτόμων θαρραλέων πού νά θυμίζουν στό κοπάδι ποιές εἶναι οἱ ἀληθινές του ἐπιθυμίες καί ἡ πραγματικότης του. Ἄν ὅλα εἶναι ναρκωτικά, ἡ γνώση τοῦ ποιό εἶναι ὠφέλιμο καί καλύτερο, εἶναι μιά γνώση πού λείπει ἀπό τήν ἐποχή μας. (σ. 102)

       Ἡ Ἑλλάδα πού ζωγράφισα δέν ὑπάρχει πιά. Κι αὐτή πού τήν ἀντικατέστησε εἶναι θέμα γιά συζήτηση καί γιά εἰρωνεία, ὄχι γιά ἀγάπη. Εἶναι ἕνα κακέκτυπο τῆς Εὐρώπης. Σκοπός μου εἶναι νά βρῶ τό σοβαρό λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι ἀξιαγάπητη. Χρεάζεται ἄσκηση κι ἐξυπνάδα γιά ν’ ἀγαπήσεις. […] Ὅταν ζωγράφιζα τήν Ἑλλάδα σκοπός μου δέν ἦταν ἡ ἐλληνικότητα, ἀλλά νά ἐκφράσω τήν ἀγάπη μου γιά τή ζωή, τή μόνη πού εἶχα γνωρίσει, τήν ἑλληνική. […] Δέν ἔχω ἰδανικό νά εἶμαι Ἕλληνας ἤ Γάλλος, ἀλλά νά μήν προδώσω ποτέ τήν ἀνεπίληπτη ἀγάπη γιά τή ζωή. (σ. 103-104)

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΩΣ ΕΞΥΠΝΟ ΝΗΠΙΟ

       Ἡ Βυζαντινή τέχνη εἶναι ἕνα περίεργο κράμα ἀνατολίτικης μοιρολατρείας καί ἑλληνιστικῆς ἐσωτερικῆς περιέργειας.

       Ὁ φωτοστέφανος ξεκινᾶ ἀπό τήν ἑλληνιστική τέχνη, λίγο π.Χ. καί μ.Χ. καί σημαίνει τήν ἐσωτερική λαμψη τοῦ ἀνθρώπου. Τόν φωτοστέφανο τόν πῆραν οἱ χριστιανοί ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί μέσω τοῦ δρόμου τοῦ μεταξιοῦ, μεταφέρθηκε στήν Ἄπω Ἀνατολή καί στήν Κεντρική Ἀσία. Δέν ξεσηκώνω ὅμως ποτέ ἕναν χριστιανικό φωτοστέφανο, ἀλλά μᾶλλον ἕναν ἑλληνιστικό. Τόν βάζω, ὅμως, σέ ἀνθρώπους χαμηλῆς ὑποστάθμης, ἀκριβῶς γιά ν’ ἀποδείξω ὅτι ὅλοι εἶναι γιοί Θεοῦ. (σ. 131-132)

 Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ»

       Ὁ Αἰσχύλος εἶναι σύγρονος τοῦ Πολυγνώτου, τοῦ Πολυκλείτου καί τοῦ Ἀγάθαρχου. (Τοῦ σκηνογράφου πού δημιούργησε ἀπ’ τούς πρώτους τήν ὀπτική ἀπάτη καί τήν προοπτική). Ὁ Αἰσχύλος δέν ἔχει καμία σχέση μέ τά ἀγάλματα τῆς νήσου τοῦ Πάσχα. Εἶναι ὁ λεπτός γνώστης τῆς γυναικείας ψυχῆς καί ὅπως ὅλοι οἱ τραγικοί πολέμιοι τοῦ ἰμπεριαλιστικοῦ ἡρωισμοῦ. Οἱ «Ἑπτά ἐπί Θήβας» ἔχουν χαρακτηριστεῖ ὡς τραγωδία «μεστή Ἄρεως». Κακῶς, γιατί δέν γνωρίζω ἄλλο ἔργο πιό ἀντιπολεμικό ἀπ’ αὐτό, πού καταδικάζει τούς ἀδίσταχτους πολεμοχαρεῖς. (σ. 134-135)

ΑΡΝΟΥΜΑΙ ΤΟΝ ΤΥΦΛΟΣΟΥΡΤΗ ΤΩΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΔΩΝ

       Το μήνυμα τῆς κάθε τραγωδίας εἶναι ἡ πάλη τῆς Ἀναίδειας μέ τή Σεμνότητα, τοῦ Αἰσθησιασμοῦ μέ τή Λογική τῆς Γεωμετρίας. Εἶναι ὁ ἐνθουσιασμός μπροστά στό θαῦμα τῆς ζωῆς. Τά πρόσωπα τῆς Τραγωδίας δέν εἶναι σκιές στόν Ἄδη, οὔτε χυδαία ἀνθρωπάκια, οὔτε ὡραιοπαθεῖς κουλτουριάρηδες. Ἄν δέν ἔχεις συναντήσει στή ζωή σου τούς ἥρωες τῆς τραγωδίας, δέ νομίζω φρόνιμο ν’ ἀσχολεῖσαι μ’ αὐτήν. (σ. 139)

       Ὁ Ἐτεοκλῆς μετατρέπει σέ ἡρωισμό καί αὐστηρότητα τό δικό του φόβο. Ὁ ἀντιφεμινιστής αὐτός ἥρωας, πού περιφρονεῖ τίς γυναῖκες, θά τ’ ἀκούσει ζωντανός καί πεθαμένος ἀπ’ αὐτές. Αὐτό τό ἔργο «τό μεστό Ἄρεως» κατά τούς ἀρχαίους θά μποροῦσε νά εἶχε ὡς ὑπότιτλο «Προσέχετε καί ἀκοῦτε τίς γυναῖκες. Ξέρουν πάντα πιό πολλά γιά τή ζωή». (σ. 140)

   Μέ τήν παράσταση αὐτή τῶν «Ἑπτά ἐπί Θήβας» θέλησα νά παρουσιάσω στόν ἀλλοδαπό ἤ ντόπιο δικό μας, τήν προσωπική μου ἐντύπωση περί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, θεωρώντας ὡς γεγονός ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλλάδα εἶναι κάτι τό ὑπαρκτό καί ἀναμφισβήτητο κι ἀνήκει σ’ ὅποιους τήν καταλαβαίνουν. (σ. 141)

«ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ ΑΛΛΟ ΜΟΝΤΕΛΟ»

       Τό θέατρο εἶναι συνεργασία ἑνός δημιουργοῦ καί μερικῶν χιλιάδων θεατῶν. Σκοπός αὐτῆς τῆς συνεργασίας εἶναι νά κάνει χιλιάδες ἀνθρώπους νά συμφωνοῦν στό ὄνομα μιᾶς ἰδεολογικῆς ἑνότητας, ὅσο κι ἄν διαφέρουν μεταξύ τους. Ταξικά καί συναισθηματικά. (σ. 143)

       Ὁ «διανοούμενος, αὐτός πού ἔχει πανεπιστημιακό ὕφος, ὁ διπλωματοῦχος, ὅλοι αὐτοί πού βασίζονται στό «προηγούμενο», ἀσκοῦνε ἕναν ἔλεγχο στό δημιουργό πού ριψοκινδυνεύει πειραματιζόμενος. Ὅλος αὐτός ὁ ἑσμός τῶν διπλωματούχων καί διορισμένων πού ἔχουν πάντοτε τήν ἀνάγκη ἑνός προηγούμενου. Δέν μποροῦν νἄχουν καλές σχέσεις μέ ὅσους δημιουργοῦν τό παρόν καί τό μέλλον. (σ. 147)

       Ὁ Ἐγγονόπουλος εἶπε κάποτε: «Ἔκανα μιά ὡραία αὐτοπροσωπογραφία τοῦ Κανάρη!».  Καί ὁ ἀείμνηστος ζωγράφος Ἑρρίκος Φρατζεσκάκης ὅταν εἶδε τό ’36 τό ἔργο πού ἀνομάζεται «Ὁ Σκεπτόμενος» εἶπε: «Αὐτοπροσωπογραφία μέ ἄλλο μοντέλο». Ἔστω κι ἄν ζωγραφίζουμε τό πιό ἀντίθετο πρόσωπο ἀπ’ τό δικό μας, εἶναι γεγονός ὅτι κάτι τοῦ δίνουμε ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ὁ Ρενουάρ μιλώντας γιά τόν Βελάσκεθ ἔλεγε ὅτι ἔδωσε στούς βασιλάδες πού ζωγράφιζε κάτι ἀπό τήν εὐγένειά του, πού αὐτοί δέν εἶχαν.

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΠΩΣ ΘΕΛΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΡΙΟΙ

       Μιλάει ὁ Ἐτεοκλῆς μπροστά σέ στρατευμένους νέους καί γέρους. Κι αὐτοί πού δέν πᾶνε στόν πόλεμο, σέ στιγμή κινδύνου, καλοῦνται κι αὐτοί στρατιῶτες. Αὐτούς πάει νά ἐνθαρρύνει καί ἐνῶ εἶναι ἕνας κακοποιός πού θέλει νά πάρει τά χρήματα τοῦ ἀδελφοῦ τους, μπροστά στόν κίνδυνο τῆς πατρίδας, δοξάζεται σάν ὑπερασπιστής τῆς Θήβας καί σάν ἠθικός ἄνθρωπος, πού εἶναι ὑπέρ πατρίδος καί θρησκείας καί τάφων καί λοιπά. Φοβᾶται κι ὅταν ἀκούει νά μυξοκλαίνε οἱ γυναῖκες, τίς φοβερίζει νά μήν κλαῖνε. Δέν θέλει κλάματα, γιατί φοβᾶται ὁ ἴδιος. Στό τέλος βέβαια οἱ γυναῖκες ἔχουν δίκαιο. Ἀντί νά τόν θρηνήσουν ὅταν πεθαίνει, οἱ μισές κλαῖνε ὅπως στίς κηδεῖες τῶν μεγάλων ἀρχόντων καί οἱ ἄλλες μισές τόν βρίζουν καί λένε ὅτι τίς ἔκαψε. (σ. 149-150)

       Γιά τίς «Τρωάδες» εἶχε γράψει ὁ Λιγνάδης ὅτι εἶναι ἕνα κακό παράδειγμα πού θά ἔχει μίμηση καί θά καταστρέψει ὅ,τι ἔφτιαξαν ἐπί τόσα ἔτη οἱ ἄνθρωποι τοῦ «Ἐθνικοῦ»! Ὅτι «εἰκαστικά» ἦταν ἄμεμπτο, ὅτι ἔχω πολύ γοῦστο καί πολύ ταλέντο ὡς ζωγράφος, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀποτυχία σάν θέατρο. Ἤθελα νά τοῦ στείλω ἕνα γράμμα ἀλλά βαρέθηκα, σκέφτηκα ὅτι δέν ἀξίζει, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι βαλκανικά νέα! Καί οἱ «Τρωάδες» ἦταν ἡ μὀνη ἀθηναϊκή παράσταση πού εἶχε κριτική στό «Μόντ» καί στήν «Ουμανιτέ», τά δύο ἀντίθετα γαλλικά φύλλα. Στό τέλος, στήν Ἑλλάδα, τά πάντα γίνονται ὅπως θέλουν οἱ μέτριοι. (σ. 150-151)

       Ἄν εἶναι φίλος μου ὁ Ὑπουργός τοῦ κόβω τήν καλημέρα. Καί μόνο ὅταν ζητάει χατίρι κανένας στρατιώτης, κανένας φοιτητής, τότε μπορεῖ νά πάω νά ζητήσω ρουσφέτι. Ποτέ δικό μου. Τώρα μέ τή Μελίνα, ζήτησα ἐνίσχυση, τήν ἐνέκρινε καί ἀπό κεῖ καί πέρα εἶδα τήν κωμωδία τῶν κρατικών ἐνισχύσεων. Τά χρήματα δόθηκαν δύο μέρες μετά τήν πρώτη παράσταση. Μέ βασάνισε ἡ ὑπερβολική εὐθιξία τῶν ὑπαλλήλων νά τά δώσουν, νά μήν τά δώσουν. Οἱ ἐνισχύσεις δίνονται σ’ αὐτούς πού ἔχουν τό ταλέντο νά τίς παίρνουν. Ξέρουν τά κόλπα, ποιόν ὑπάλληλο νά πιάσουν, πῶς νά μιλήσουν καί τά λοιπά. Ἐγώ δέν ἤξερα τίποτε ἀπ’ αὐτἀ. Νόμιζα ὅτι ἡ ἐνίσχυση θά δινόταν γιά τήν ἀνύπαρκτη ἀξία μου. Ἔκανα ὅλο τό πρόγραμμα τῆς Κυβερνήσεως, ἀποκέντρωση, τέχνη στό λαό, ὅλα αὐτά καί δέν ἔδειξαν ἐνδιαφέρον.  Πρέπει πάντως οἱ ἠθοποιοί νά κερδίζουν μέ τό παίξιμό τους τά χρήματα κι ὄχι μέ τίς ἐνισχύσεις. Εὐνοϊκά δάνεια πρέπει νά δίνονται σέ θιάσους οἱ ὁποίοι μποροῦν νά κερδίσουν τά λεφτά ἀπό τή δουλειά τους. Οἱ «Τρωάδες» ἔγιναν μέ 300.000 δραχμές ἐνίσχυση τοῦ Τουρισμοῦ. Ἔβαλα κι ἀπ’ τήν τσέπη μου 550.000 δραχμές κι ἔχτισα ἕνα καλοκαιρινό θέατρο καί πλήρωσα, καλά νομίζω, καί τούς ἠθοποιούς. (σ. 153)

ΓΙΑ ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

       Πρέπει νά εἶναι κανείς πάντοτε ἐλεύθερος νά κρίνει καί τίς ἐλευθερίες ἀκόμα, ἄν δέν εἶναι συμφέρουσες γιά τόν ἄνθρωπο. Τό λέει ὁ Εὐριπίδης στόν «Ὀρέστη». «Πᾶν τοῦξ’ ἀνάγκης δοῦλον ἔστ’ ἐν τοῖς σοφοῖς». «Ὁ ἔξυπνος ἄνθρωπος δέν ὑποδουλώνεται σέ τίποτα. Οὔτε στό Νόμο». (σ. 159)

Η ΕΥΦΥΪΑ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ

       Ἡ κοινωνική ἄνοδος πού πραγματοποιεῖται συνήθως μ’ ἕναν καλό γάμο ἤ μέ καλλιεργημένες, κοσμικά ὠφέλιμες, σχέσεις, συγχέεται στήν Ἑλλάδα μέ τήν πνευματική ἄνοδο. Ἕνα εἶδος αἰθούσης ἀναμονῆς καταντᾶ ἡ ζωή τοῦ καλλιτέχνη, ἄν διακρίνεται γιά τήν κατάλληλη διακόσμηση καί τήν κοινωνική ἄνοδο τῶν ἀναμενόντων. Ὅλη ἡ κοινωνική οἰκογένεια σήμερα, περισσότερο ἀπό ἄλλοτε, περιμένει τή μεγάλη εὐκαιρία. Τόσο πολύ, πού συχνά παθαίνει ἀντικατοπτρισμούς καί παίρνει τό τίποτε γιά μεγάλη ὑπόθεση καί γιά τό μέλλον. (σ. 168)

       Ἡ κατωτερότης τῆς ἑλληνικῆς φυλᾶς ὀφείλεται στό ὅτι δέν μπόρεσε νά σχεδιάσει ἀπό ἀρχαιοτάτων χρόνων, λεπτομερέστερα τήν κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου μετά θάνατον. Αὐτό ὅμως ἀποτελεῖ καί τήν εὐφυΐα της καί τήν παραφροσύνη της. (σ. 170)

       Κάθε γνήσιος Ἕλλην φιλοτιμεῖται νά δημιουργήσει ἕνα ὕφος δικιάς του γλώσσας, μέ βάση πάντοτε τήν οἰκογενειακή του γλώσσα. Μέ τόν τρόπο πού κανείς περιποιεῖται ἕνα μικρό περιβόλι, ἐπιπλώνει τό δωμάτιό του, τό σκουπίζει καί τό σφουγγαρίζει, ἀντιπροσωπεύοντας πάντοτε κάποιον ἄλλο, πού κάνει τό ἴδιο γιά λογαριασμό του. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τό ντύσιμό του. Ἀκολουθώντας μιά γλώσσα ἀτομική καί οἰκογενειακή, γίνεται ἀπολύτως κατανοητός ἀπό τόν ἄλλον, ἐκτός κι ἄν μιά ἀνάγκη ἤ ἕνα πάθος ὑπερβολικό τόν ἀναγκάσει νά κάνει μιά γλώσσα τεχνητή καί ἀκατανόητη. (σ. 171)

ΕΡΩΣ

   Ὁ πατέρας μου πρίν πεθάνει μοῦ ἐμπιστεύτηκε ἕνα μεγάλο μυστικό: τήν καλύτερη γυναίκα τοῦ κόσμου νά ἔχεις σύζυγο, βάλε στήν τράπεζα ὅσο μπορεῖς περισσότερα γιά τήν νοσοκόμα, πού θά σοῦ κλείσει τά μάτια. Ἔτσι θά φύγεις εὐτυχής ἀπό τή ζωή. Γυναῖκες, παιδιά, ἀδέλφια, ὅλα αὐτά εἶναι κενά ὀνόματα. Σέ βοηθοῦνε ὅσο νά μήν ἔχουν τύψεις καί τήν κατηγορία τῆς κοινωνίας. Ἕνας μπελάς εἶσαι, τόν ὁποῖο προσπαθοῦν νά ξεφορτωθοῦν μέ διάφορες δικαιολογίες. Αὐτή ἡ συγκέντρωση τόσων συγγενῶν καί φίλων δίνει πολλή παρηγοριά γιά τούς μέν, πολλή ἀπελπισία γιά τούς ἄλλους. Ἡ σιγανή ὁμιλία ἀναμεταξύ τους, δῆθεν γιά νά μήν ἐνοχλοῦν τόν ἑτοιμοθάνατο, πού δέν πρέπει νά μάθει τήν κατάστασή του, δημιουργεῖ γι’ αὐτόν χειρότερη ἀγωνία γιά τήν κληρονομιά καί τήν διαθήκη του. (σ. 184-185)

       Ὁ ἔρως ἔχει πολύ σχέση μέ τήν κλοπή. Ὅ,τι δέν σοῦ δίνεται πρόθυμα καί μ’ ἐλευθερία, ἑτοιμάζει μιά μετατροπή τοῦ αἰσθήματος σέ διάθεση ἐκδικήσεως γιά νά τιμωρηθεῖ τό πρόσωπο τοῦ ἔρωτός μας. Ἡ ὑποταγή τοῦ ἐρωτικοῦ ἀντικειμένου στόν ἐραστή εἶναι ἡ πρώτη φάσις τῆς τυραννίας. Μετά ἀκολουθεῖ μοιραίως ἡ ρουτίνα. Στή συνέχεια γίνονται νέοι συνδυασμοί ρεζέρβα γιά ὥρα ἀνάγκης. Τό νά κρατήσει κανείς τήν ἴδια ἐρωτική γραμμή σ’ ὅλη του τή ζωή εἶναι εὐκταῖο, ἀλλά καί ἄν συμβεῖ νά πραγματοποιηθεῖ τίποτα δέν ἀποκλείει τήν προδοσία τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ὁ ἔρως καταντᾶ ἕνας συνεχής ὁραματισμός πραγμάτων, πού δέν ὑπάρχει παρά μόνο στόν κόσμο τῆς φαντασίας. Ὅσο κρατᾶνε καί ἀνέχονται οἱ δύο ἐρωτευμένοι. (σ. 187)

ΑΜΑΝ ΦΤΑΝΟΥΝ ΤΑ ΦΥΣΕΚΛΙΚΙΑ

       Εἶχαν τή γνώμη ὅτι εἶμαι ἀριστερός. Στό τέλος τῶν συζητήσεών μας μέ τούς φίλους μου Θεοδωράκη καί Ρίτσο καταλάβαινα πώς πολιτικά δέν ἤμουν ὑπέρ τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου κόμματος. Στό Παρίσι ἔφυγα ὄχι τόσο φοβούμενος μήπως μέ συλλάβουν, ἀλλά ἐπειδή τό ἐπίπεδο τῶν γκαλερί καί τῆς φιλοτέχνου κοινωνίας στήν Ἀθήνα ἦταν ἀνυπόφορο. (σ. 200)

   Δέν ἔκανα ἀντίσταση ἀπ’ αὐτή πού σέ κάνει νά βγάζεις τό ἄχτι σου. Ἤξερα πώς ἄν συνεχίσω νά εἶμαι ζωγράφος, ἔκανα τήν καλύτερη ἀντίσταση πού γίνεται. (σ. 202)

       Θά ἔδινα καί τή ζωή μου ἀκόμη εὐχαρίστως γιά νά ὠφελήσω τήν ἀγαπητή μου πατρίδα πού οἱ παιδικές μου ἀναμνήσεις τήν ἁγίαζαν. Ἀλλά ἡ πολιτική ὡς ἕνα εἶδος σπόρ καί ὡς ἱκανοποίηση ἑνός τυχεροῦ παιχνιδοῦ δέ μ’ ἐνδιαφέρει. Ἀντί νά γίνω βουλευτής ἤ ὑπουργός κάποιου κόμματος πού μοῦ πήγαινε λίγο, θεωροῦσα σοφότερο νά καταλάβω τί εἶναι αὐτό τό ἰδανικό καί ἡ δικαιοσύνη πού πιστεύουμε ὅτι μπορεῖ νά μᾶς δώσει ἡ πολιτική. Δέν κατηγορῶ τούς ἡρωικούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὁ ἡρωισμός χωρίς γνώση τῆς τεχνικῆς τῆς πολιτικῆς καί τῆς πραγματικότητας εἶναι ἕνα μάταιο παιχνίδι. Πολλοί ἄνθρωποι μποροῦν νά ὠφελήσουν κάθε κατάσταση χωρίς νά φορᾶνε φυσεκλίκια καί νά βγάζουνε ἀρειμάνιες φωτογραφίες! Ἀμάν, φτάνουν τά φυσεκλίκια! (σ. 203)

ΘΥΜΑΜΑΙ

       Τό ν’ ἀσχολεῖσαι μέ τό παρελθόν, σημαίνει νά μακραίνεις τή ζωή σου στά σίγουρα. Ἡ ἡδονή τό νά σκέπτεσαι τό μέλλον, εἶναι σχεδόν κατώτερη ἀπ’ τό νά θυμᾶσαι τό παρελθόν. Εἶναι καλύτερα νά θυμᾶσαι ὅ,τι εἶδες γιά πρώτη φορά παρά ὅ,τι θά δεῖς, ἄν θά δεῖς, στό μέλλον. Ὅταν ἡ ζωή μου ἦταν μιά μεγάλη αὐτοκρατορία καί τά παραμικρότερα πράγματα ἦταν μνημεῖα καί θησαυροί τῆς αὐτοκρατορίας, τό μέλλον, ἀσχέτως τῆς γνώμης πού εἶχαν οἱ ἄλλοι, ἦταν τό σκότωμα τῶν μύθων. (σ. 204)

ΤΟ ΑΓΟΡΙ, Ο ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ

       Τά παιδιά εἶναι παιδιά, ἀλλιῶς θά τά λέγαμε ἀνθρωπάκια. Αὐτό τό ἔλεγε ἕνας ψαριανός καπετάνιος. Ἔχουν μιά δική τους ἀντίληψη γιά τά πράγματα καί τό σεβασμό πού τούς δείχνουν οἱ μεγάλοι τόν ἔχουν σάν ἱερό νόμο καί ἀνακαλοῦν στή θέση του ὅποιον τόν παραβαίνει. Ἡ ἀδυναμία τοῦ παιδιοῦ μεταρέπεται σέ δικαιώματα, πού ἀλλίμονο σ’ ὅποιον τά παραβεῖ. Εἶναι μιά ἀδυναμία πού γίνεται δύναμη. (σ. 206)

       Ἄντρας δέν εἶναι ὅποιος εἶναι ἄντρας στό στρατιωτικό μητρῶο, ἀλλά ὅποιος μπορεῖ νά συνθέτει τό ἀνδρικό ὕφος. Διότι καί ἡ περίφημη feminité καί τό «αἰώνιο θήλυ» πρέπει νά ἐργαστεῖς γιά νά τό κάνεις ὁρατό στους ἄλλους. Οἱ λέξεις «παληκάρι», «λεβέντης» εἶναι ὅροι πού ἀντιπροσωπεύουν ἕνα ἰδανικό πού δείχνει πώς τό γυναικεῖο στοιχεῖο δέν καλύπτει τό ἀντρικό. Τό νά θεωρεῖς βίτσιο τό ἰδανικό ἑνός λαοῦ νά ἰσορροπήσει τά δύο φύλα στήν ἐμφάνισή τους, εἶναι ἀσέβεια καί ἐπιπολαιότης. Ἀπ’ αὐτές τίς ἰσορροπίες βγαίνει ὁ ρυθμός ἑνός λαοῦ.

       Ἡ γυναικεία μορφή στούς μεγάλους καλλιτέχνες δείχνει πώς ὁ ἄντρας αἰσθάνεται τή γυναίκα καί πώς τήν ἀγκαλιάζει. Ἄν κάνεις τή γυναίκα ὅπως εἶναι πραγματικά, ἀλλίμονό σου, θά κάνεις ἕνα πρᾶγμα ἄγνωστο. Σήμερα ἡ γυναίκα ἐλευθερώνεται ἀπ’ τό προσχέδιο πού εἶχε προετοιμάσει γι’ αὐτήν ὁ ἄντρας. Τό σχῆμα πού τῆς ἔδωσε περιφρονεῖται καί ἐλεύθερη ἐπιδίδεται σ’ ἕνα ἰδανικό καθαρά γυναικεῖο πού δέν ἔχει τήν ἔγκριση τοῦ ἀντρός. (σ. 207)

       Ὑπάρχει μιά ἰσοπέδωση μεταξύ ἀντρός καί γυναικός τήν ὁποία διευθύνει ὁ ἄντρας γιατί βαριέται νά τήν άρνηθεῖ. Μιά νέα ἐποχή ἀρχίζει στήν ὁποία θά παίξει μεγάλο ρόλο τό ὕψος τῶν ἀνθρώπων. Τό κλασικό ίδανικό θά ἐπηρεαστεῖ ἀπ’ αὐτό τό ὑπερβολικό ὕψος τῶν ἀγοριῶν καί τῶν κοριτσιῶν. Ἡ ὑπερβολή θ’ ἀλλάξει ὅλα τά πράγματα στήν ἐποχή μας. Ἡ ἐξέλιξις εἶναι ἀντι-ελληνική. (σ. 208)