Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Φώτης Κόντογλου (1895-1965 ), (13-9-2016)

 

Ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς

    ΠΡΟ ΛΙΓΑ ΧΡΟΝΙΑ ἀκόμα μποροῦσες νὰ βρεῖς ἐκεῖ μέσα ἀπὸ κείνη τὴ γενεὰ τῶν ἀρχαίων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ὑπάρχουνε σὲ ἄλλα μέρη, σὰν κι αὐτοὺς ποὺ διαβάζουμε στὶς ἱστορίες τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων, καὶ ποὺ τὶς συνταιριάξανε ὁ γερο-Ὅμηρος, ὁ Ἡσίοδος, ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Θεόκριτος, καθὼς καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἤτανε ἀρχαῖοι Ἕλληνες μαζὶ κι Ἀνατολίτες χριστιανοί, πράοι κι ἀθῶοι ἄνθρωποι. Σὰ νὰ τοὺς ἀπόκλεισε ἡ φύση σὲ κεῖνο τὸ βλογημένο στενοθάλασσο, κι ἀπομείνανε ὅπως βρεθήκανε πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια, ἴδιοι κι ἀπαράλλαχτοι, ἀπὸ τότες ποὺ ἤτανε εἰδωλολάτρες καὶ πιστεύανε στὰ ξύλα, στ' ἄστρα καὶ στὰ δέντρα.

   Μὰ τὸ παράδοξο εἶναι πὼς δὲν ἤτανε ἄγριοι, πονηροὶ καὶ μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι ἀκοινώνητοι. Σὰν παιδιὰ ἀγαπούσανε τὶς ἱστορίες, ὅλα τα πιστεύανε, καλοσύνη εἴχανε στὴν καρδιά τους. Βαστούσανε στὸ χωριὸ σπίτια μ' ὅλη τὴν τάξη. Κλέφτες δὲν ἤτανε, ψέματα δὲ λέγανε, τὴ δουλειὰ τὴν ἀγαπούσανε, τὸν ξένο σὰν ἀδερφό τους τὸν εἴχανε. Καὶ τοῦτο, ἐπειδὴ ζούσανε μὲ μεγάλη ἁπλότητα κ' ἤτανε φχαριστημένοι μὲ λίγα πράματα, καὶ δὲ χρειαζόντανε μηδὲ τὸ ψέμα, μηδὲ τὴν κλεψιά, μηδὲ τὸ σκοτωμό, γιὰ νὰ πληθύνουνε τὴν καλοπέρασή τους. Τὴν πείνα ὅμως δὲν τὴν ξέρανε, γιατί ἡ μεγάλη στεριά, ποὺ τοὺς γέννησε, δὲν ἄφηνε κανένα νηστικὸν καὶ παραπονεμένον, ἡ βλογημένη Ἀνατολή, ποὺ βγάζει πολὺ καὶ γλυκὸ ψωμί, καὶ κάθε λογῆς πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιὰ ζωοθροφία τοῦ ἀνθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Ὅπως ἡ γῆς ἔθρεφε κάθε λογῆς προκομμένο δέντρο, ἡ θάλασσα ἔθρεφε ψάρια πού 'χανε τὴν ἰδιαίτερη νοστιμάδα πὄχει κάθε τὶ ποὺ βγάζει κείνη ἡ βλογημένη πλάση, ἄγρια καὶ ἥμερα.

   Ἀλλὰ κ' οἱ ἄνθρωποι δὲν ἤτανε πλεονέχτες, ὁ πλούσιος ἔδινε στὸν πιὸ φτωχό, κι ὁ φτωχὸς πάλε δὲν ἤθελε σώνει καὶ καλὰ ν' ἀνεβεῖ ἀπάνου ἀπὸ τὸν ἄλλον, δὲ λίμαζε, δὲν τὸν ἔτρωγε ἡ ζηλοφθονία, οὔτε ὁ νοῦς του ἤτανε ὅλο στὸ κέρδος, μόνο πέρναγε ἡ ζωή τους μὲ εἰρήνη βαθιά, κι ὁ Θεὸς τοὺς βλογοῦσε ἀπὸ πάνου.

   Φαίνεται πὼς τέτοιοι πρωτινοὶ ἄνθρωποι ὑπήρχανε πάντα ἐδῶ στὴν Ἀνατολή· καὶ τότες ποὺ ἄλλαξε ἡ θρησκεία καὶ γινήκανε χριστιανοί, ἀπομείνανε οἱ ἴδιοι, γιατί ἡ καινούργια θρησκεία ἤτανε ποιητικὴ καὶ ἁπλὴ σὰν τὴν παλιὰ βάλε καὶ περισσότερο. Τοῦτοι βαστούσανε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζήσανε καὶ κεῖνοι κρυφὰ ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν καιρὸ ποὺ κυβερνούσανε τὸν κόσμο οἱ Ρωμαῖοι. Ὕστερα, σὰ γίνηκε χριστιανικὸ βασίλειο ἡ Κωνσταντινούπολη, καὶ τὰ μέρη τοῦτα ἤτανε ὁλότελα ξεχασμένα κι ἀπόμερα, καὶ δὲν πήγαινε ποτὲς ἄνθρωπος ἀπὸ ἄλλη χώρα ἐκεῖ πέρα, γινήκανε πιὸ ἁπλοί, ἀντὶ νὰ ξυπνήσουνε καὶ νὰ πονηρέψουνε. Σὲ ἄλλα μέρη χαλοῦσε ὁ κόσμος ἀπὸ τοὺς πολέμους, ἀμέτρητοι ἄνθρωποι σφαζόντανε στὰ τέσσερα πέρατα τῆς σφαίρας, ἐδῶ ὅμως βασίλευε εἰρήνη.

    Γιὰ τοῦτο ὁ ἄνθρωπος, μακριὰ ἀπὸ τὶς ἀκαταστασίες, «ζῶον εὔδαιμον ἐγένετο», ὅπως λέγει ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας, δηλαδὴ ἐζοῦσε σὰν κανένα εὐτυχισμένο ζὸ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς φύσης, ποὺ τὸν γλυκονανούριζε. Σὰ νά 'βγαινε ἀπὸ τὴ γῆς καὶ πάλε νὰ γύριζε στὴ γῆς, δίχως θλίψη, δίχως νὰ γευτεῖ θάνατο, ὅπως τὸ κεραμίδι ποὺ κάνει ὁ κεραμιδάρης ἀπὸ τὸ χῶμα, σὰ γεράσει, λιώνει σιγὰ-σιγὰ καὶ τὸ γλείφει τὸ κύμα στὴν ἀκρογιαλιὰ καὶ γυρίζει πάλε ἥσυχα στὴ γῆς. Σὰν τὸ αὐγὸ π' ἀφήνει τὸ γιαλοπούλι ἀπάνου στὸν ἄμμο, κοντὰ στὴν ἁρμυρήθρα, ἔτσι ἤτανε κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

    Ὁ οὐρανὸς στεκότανε ἴδια καμάρα ἀπὸ πάνου τους, γύριζε μὲ τὸν ἥλιο, μὲ τὸ φεγγάρι καὶ μὲ τ' ἄστρα, καθὼς κι ὁ γύρος τοῦ χρόνου μεταλλάζουνταν ἀπὸ μέρα σὲ νύχτα κι ἀπὸ καλοκαίρι σὲ χειμώνα, κι ὅλα τοῦτα τὰ ζούσανε στὴν κάθε στιγμή, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας δὲν προφταίνουμε νὰ τὰ κοιτάξουμε, γιατί ζοῦμε μακριὰ καὶ σὰν ὄξω ἀπὸ τὴν πλάση, φορτωμένοι μὲ μάταιες ἔγνοιες.

    Τὰ ροῦχα τους, πουκάμισα καὶ βρακιὰ φαρδιά, ὅλα ἤτανε φαντὰ στὴν κρεβατή, ἀπὸ μαλλὶ πρόβιο ποὺ τὸ λαναρίζανε καὶ τὸ γνέθανε οἱ γυναῖκες. Τὸ χειμώνα πρόβιες γοῦνες φορούσανε, γιατὶ πολλὲς φορὲς πέτρωνε ἡ γῆς ἀπὸ τὸ κρύο. Σιδερένια πράματα λιγοστὰ εἴχανε, μόνο βολευόντανε μὲ καβίλιες ἀντὶς καρφιά, παλούκια, ξυλοκοῦπες, διχάλια. Καὶ στὰ σπίτια τοὺς ὅλα τα χρειαζούμενα ξυλένια ἤτανε. Πολλὲς φορὲς βάζανε ἕνα ξύλο ἀντὶς γιὰ κουμπί. Οἱ τσομπάνηδες φορούσανε τὸ χειμώνα προβιὲς μὲ τὸ μαλλὶ ἀπὸ μέσα.

    Ἂν κ' ἤτανε ἄνθρωποι παντρεμένοι μὲ ὄμορφες καὶ γερὲς γυναῖκες, κ' εἴχανε θυγατέρες μὲ κορμιὰ ἐρωτικὰ σὰν τὰ νιογέννητα φοράδια, ὡστόσο φαινόντανε καὶ σὰν ἀσκητές. Τὸ κρύο καὶ τὴ ζέστη δὲν τὰ φοβόντανε, γιατί ἤτανε σὰν τὸ πρινόδεντρο, μαθημένοι ἀπὸ μικροί.

  Ζούσανε ἀναπαμένοι μέσα στὴ γλυκιὰ ἀγκαλιὰ τῆς φύσης, σὰ νὰ μὴ φύγανε οἱ παπποῦδες τους ἀπὸ τὸ καταραμένο δέντρο. Μὲ τὸ τίποτα ζούσανε καὶ τίποτα δὲν τοὺς ἔλειπε. «Τίς ἐστιν ὁ πλούσιος; Ὁ ἐν τῷ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος.»

   Ὄχι πλατσομύτες ἀραπάδες, ὅπως οἱ φυσικοὶ ἄνθρωποι στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὸν ὠκεανό, ἀλλὰ λεπτοκανωμένα χαρακτηριστικά, ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ βυζαντινά, ἔβλεπες σ' αὐτοὺς τοὺς βουνίσιους ἀνθρώπους. Οἱ νιοὶ ἤτανε σὰν τὸν Ἀχιλλέα, σὰν τὸν Πάτροκλο, εἴτε καὶ σὰν τὸν Μεγ'-Ἀλέξαντρο. Πολλοί τους ἤτανε σγουρομάλληδες κ' ἡλιοκαμένοι, συχνὰ ξανθότριχοι, ὄχι μὲ κεῖνο τὸ χρῶμα ποὺ μοιάζει σὰ λινάρι, μὰ ἴδιο μὲ τοῦ ξεράγκαθου, π' ἀνεμίζεται στὶς χέρσες ἀκρογιαλιὲς μὲ τὸ πρῶτο χνούδι ποὺ ἵδρωνε ἀλαφρὰ στὸ μουστάκι καὶ στὰ μάγουλα, συνέχεια μὲ τὰ τσουλούφια τους, ἀλισαχνιασμένο ἀπὸ τὴ θάλασσα. Οἱ γέροι πάλε μοιάζανε, ἄλλος σὰν Ποσειδώνας μὲ στριφτὰ γένια ἀπὸ τὴν ἁρμύρα, ἄλλος σὰν Ὅμηρος ἀπαράλλαχτος, ἄλλος σὰν Ἅγιος Νικόλας, ἄλλος σὰν τ' ἄγαλμα τοῦ Λαοκόοντα, ἄλλος σὰν τὸν μάντη Τειρεσία, ἄλλος σὰ Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οἱ μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε μὲ τὸν Χριστό, ὅπως εἶναι ζωγραφισμένος στὰ παλιὰ τὰ κονίσματά μας, μὲ τὸν Ἄη-Γιάννη τὸν Πρόδρομο, μὲ τὸν ἀντρεῖο Λεωνίδα, μὲ τὸν Θεμιστοκλῆ, τὸν Ἐπαμεινώνδα, κι ὅσοι ξουρίζανε τὰ γένια τοὺς ἤτανε ἴδιοι μὲ τὸν Μάρκο Μπότσαρη, μὲ τὸν Νικηταρά, μὲ τὸν Μιαούλη, καὶ μὲ τοὺς ἄλλους καπετανέους. Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀνόματά τους ἤτανε ἀρχαῖα: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Ἀλέξαντρος, Ἀγαμέμνονας, Δημοσθένης, Ὅμηρος, Ἀγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας, Ἔχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Ἀχιλλέας, Πάτροκλος, Ἀριστείδης, Σοφοκλῆς, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, καὶ παλιὰ χριστιανικά: Σίδωρος, Ἀκίντυνος, Ἀνίκητος, Φίλιππας, Νικάνορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ἀνδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκᾶς.

   Ἀλλὰ καὶ τὶς γυναῖκες, ποὺ καὶ κεῖνες ἤτανε σὰν ἀρχαῖες στὸ παρουσιαστικό, τὶς κράζανε μὲ ἀρχαῖα ὀνόματα: Ἀφροδίτη, Ἀσπασώ, Πολυξένη, Μυρσίνη, Θεανώ, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Ἰσμήνη, Ἀντρομάχη, Κλεονίκη, Ἑλένη, Κασσάντρα, Ἐλπινίκη, Βρύκλεια, Ἀγαθόκλεια, Ἀθηνᾶ, Χαρικλειώ, Εὐθαλία, Ἀγλαΐα, Νεφέλη, Εὐρυδίκη, Ἠρώ, Πολυμνία, Ἀριάδνη, Ἀντιόπη, Πηνελόπη, Δήμητρα, Ἀρσινόη, Θεώνη, Ροδόπη, καὶ παλιὰ χριστιανικά: Εἰρήνη, Εὐανθία, Φεβρωνία, Ζαχαρώ, Ζωή, Μαγδαληνή, Ὑπαπαντή, Ἀντωνία, Βασιλοπούλα, Εὐφημία, Ροδούλα, Χρυσάνθη, Ἀξιοθέα, Γρηγορία, Θεοκτίστη, Ρήγαινα, Δομνία, Μελανθία, Παλουγού, Κατακουζ'νή, Μελισσινή, Ζωγραφιά, Μαλαματένια, Βλωττία, Στρατηγούλα, Πρεσβεία, Μιλτώ, Ἀντρονίκη, Βαγιώ, ἐξὸν ἀπὸ τὰ συνηθισμένα.

   Τὰ παλληκάρια βοηθούσανε τοὺς πατεράδες τους, ὑποταχτικά, καλὰ παιδιά, καὶ δὲ λέγανε πολλὰ λόγια. Πρῶτα μιλούσανε πάντα οἱ γέροι, κ' ὕστερα οἱ νιοί. Οἱ γέροι σιγομιλούσανε, κουβεντιάζανε ὅλο μὲ παροιμίες· γιατί οἱ κολασμένοι κ' οἱ καταραμένοι βιάζουνται. Ὁ χαιρετισμός τους ἤτανε: «Ὥρα καλή!» – «Πολλὰ τὰ ἔτη!» – «Χαιρετίσματα!» ἢ «Προσκυνήματα!» – «Μετὰ χαρᾶς!»

    Εἴχανε κ' ἕνα δικαστήριο ἀναμεταξύ τους· ὅ,τι διαφορὰ εἴχανε οἱ νιότεροι, τὴν κρίνανε οἱ γέροι, συμβουλεύοντάς τους καὶ ταχτοποιώντας τους μὲ τὴν ὀρμήνεια, ἥσυχα, δίχως ὀχλοβοή.

    Ξέρανε τὴν ἱστορία τ' Ἀχιλλέα, τοῦ Μεγ'-Ἀλέξαντρου, τοῦ Παλαιολόγου, τοῦ Σκεντέρμπεη· πολλὲς φορὲς εἴχανε τὴν ἰδέα πὼς τὰ πιὸ ἀρχαῖα γινήκανε ὕστερ' ἀπὸ τὸν Χριστό. Τὸν Ἀλὴ Πασά, τοὺς Σουλιῶτες, τὸν Μάρκο Μπότσαρη, τὸν Θανάση Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη, καὶ τοὺς ἄλλους καπεταναίους, τοὺς φέρνανε πάντα στὴν κουβέντα τους· ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τὸν Παναγὴ τὸν Κουταλιανό, κ' οἱ πιὸ καινούργιοι τὸν Νταβέλη καὶ τὸν Παῦλο Μελά. Ἀπὸ τοὺς ξένους δὲν ξέρανε μηδὲ τὸν Μέγα Ναπολέοντα, μονάχα τὸν τσάρο ξέρανε, καὶ τὸν πόλεμο τῆς Κριμαίγιας, ποὺ τὸν ἔκανε ὁ «Μέγας Κατερίνης». Ἀπὸ τ' ἄλλα τὰ ἔθνη γνωρίζανε τοὺς Ἰγγλέζους, τοὺς Ρούσους καὶ τὸ Μισίρι, ἀλλὰ γιὰ χριστιανοὺς εἴχανε μονάχα τοὺς Ρούσους. Ἀρχαία πολιτεία ἤτανε γι' αὐτοὺς ἡ Τρωάδα κ' ἡ Πέργαμο, κι ἁγιασμένα μέρη ἡ Γερουσαλὴμ καὶ τ' Ἅγιον Ὅρος.

    Τὰ χρώματα, ἐξὸν ἀπὸ τὸ κόκκινο, τὸ μαβί, τὸ πράσινο καὶ τὸ κίτρινο, τ' ἄλλα τὰ βγάζανε ἀπὸ φυσικὰ πράματα, λαδί, θαλασσί, χρυσαφί, λεμονί, πορτοκαλί, λαχανί, τσαγαλὶ (ἀμυγδαλί), ξυδί, κρασουλί, ζαχαρί, καφεδί, σταχτί, μελί, καστανό, ἀχυρί, κεραμιδί, ψαρί, μελιτζανί, τριανταφυλλί, γερανί, ροδί, τῆς σκουριᾶς τὸ χρῶμα, τῆς φωτιᾶς τὸ χρῶμα.

    Λίγο ὣς πολύ, ὅλοι τους ὄμορφα κι ἀσυνήθιστα μιλούσανε, σὰ ζωγραφιὲς ἤτανε τὰ λόγια τους, μὰ ἤτανε καὶ κάτι γέροι ἀνάμεσά τους, ποὺ ἡ ὁμιλία ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα τους κι ἀπὸ τὸ μέλι γλυκύτερη, ὅπως λέγει ὁ γερο-Ὅμηρος. Αὐτοὶ σταθήκανε οἱ δάσκαλοί μου.

    Ἀπὸ τ' ἀρχαῖα λόγια ποὺ ἄκουσα νὰ λένε καὶ ποὺ δὲν τὰ συνηθίζουμε πιὰ ἐμεῖς, θυμᾶμαι γιὰ τὴν ὥρα τοῦτα: ὅρη (βουνά), σκόλη (σχολή, ἀργία), παῖδος, θυγατέρα, Νεκτεναβός, χαμένο ρηγάτο, ποιγητής, παλιαύι (πλαγίαυλος), ἔθαρμος (ἔνθερμος), χωρύγι (ἀσβέστης), πρὸς νεροῦ, τούμπα (τύμβος), πυθεύω, κροτῶ (τὸ κρότησε τὸ μωρό), λατρεύω, ἀγαθός, πανάγαθος, ἔλεγος, ποντίζω, κι ὅσα βάζω συχνὰ μέσα στὸ γράψιμό μου. Οἱ θαλασσινοὶ λέγανε σωτρόπι, ποδόσταμο, δοιάκι, πεζόβολας, ἀθερίνα, θαλάμι, κι ἄλλα πολλά. Παράξενα λόγια ποὺ δὲν τ' ἄκουσα σ' ἄλλο ἑλληνικὸ μέρος, λέγανε τοῦτα: σκούρκα (βράχος), κάκνα (γαλοπούλα), μπιζνέρα (τσέπη).

    Μακάριοι ἄνθρωποι, σὰν τοὺς λεγόμενους Λωτοφάγους, δὲν τοὺς μόλεψε ἡ πλεονεξία κ' ἡ περηφάνεια. Γιὰ τοῦτο θὰ μπορούσανε νὰ δανείσουνε εὐτυχία σὲ βασιλιάδες, σὲ βεζιράδες καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ τοὺς τρέμει ὁ κόσμος.

    Ὅλοι-ὅλοι καμιὰ κατοστὴ ἄνθρωποι ζούσανε ἕνα γύρο σὲ τούτη τὴ θαλασσινὴ λίμνη: τσομπάνηδες, ψαράδες, γιαλικάρηδες καὶ κεραμιδαραῖοι. Μακριὰ ἀπὸ τὴν πολιτεία, ποὺ ἤτανε χτισμένη στὸ παραέξω μέρος τοῦ μπουγαζιοῦ, κι ἀπὸ τὸ Γενιτσαροχώρι, πόπεφτε κατὰ τὸ μέσα μπουγάζι, ἀλλὰ μακριὰ ὅμως ἀπὸ τὴ θάλασσα, δίχως νὰ φαίνεται.

    Ὅποτε κονομήσω λίγον καιρό, λογαριάζω νὰ στορήσω σ' ἄλλη φυλλάδα, ἕναν-ἕναν, κείνους ποὺ σταθήκανε οἱ πιὸ σπουδαῖοι κ' οἱ πιὸ ἀσυνήθιστοι ἀνάμεσά τους.

   Πολλοὺς ἀπ' αὐτουνοὺς δὲν τοὺς ἔφταξα, ἀλλὰ ἄκουσα τὴν ἱστορία τους ἀπ' ἄλλο στόμα. Ὁ πιὸ παλαιὸς ἀπ' ὅσους ξέρω στάθηκε ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Ἀπ' ὅσους ἔφταξα ὁ πιὸ σπουδαῖος ἤτανε ὁ μπάρμπα-Μανώλης ὁ Βασιλὲς, τὸ στοιχειὸ τῆς θάλασσας. Ὕστερα ἐρχόντανε μὲ τὴ σειρὰ ὁ Λιβανής, ὁ Ψύλλος, ὁ Μπιλάλης, ὁ Λασπίτης, ὁ Ξεροτρόχαλος, ὁ Μπάμπουρας, ὁ Μπαρμπάκος, ὁ Ζαφείρης, ὁ Ντάντινας, ὁ Ἀρναούτης, ὁ παλαβο-Παρασκευάς, ὁ Γρίτσας κι ἄλλοι πολλοί.

    Ἄλλοι ἤτανε στεριανοί, ἄλλοι θαλασσινοί, μὰ κ' οἱ πιὸ πολλοὶ οἱ στεριανοὶ ξέρανε ἀπὸ θάλασσα, κ' ἕνα-δυὸ θαλασσινοὶ νογούσανε ἀπὸ ξοχαρικὴ καὶ ξέρανε ν' ἀρμέξουνε. Πολυτεχνίτης ἤτανε ὁ Σίλβεστρος, καλογερόδιακος πού 'ξερε τὴ στεριὰ καὶ τὴ θάλασσα καλά, κ' ἤτανε ψάλτης, θαλασσινός, ξοχάρης, τσομπάνης καὶ καραβομαραγκός· ἀλλὰ αὐτὸς ἤτανε ταξιδεμένος, ἀσκήτεψε καὶ στ' Ἅγιον Ὅρος, καὶ δὲ λογαριάζεται μὲ τοὺς πρωτινούς, ποὺ τοὺς λέγανε οἱ Τοῦρκοι «λιμὰν μπαλούκ», δηλαδὴ ψάρια τοῦ λιμανιοῦ.

   Οἱ πιὸ ἄπονηρευτοι ἀπ' ἀνάμεσά τους δὲν ἤτανε παγαιμένοι ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴν πολιτεία. Καμιὰ φορὰ ποὺ μὲ ρωτούσανε τί γίνεται ὁ κόσμος, θυμόμουνα τὴν ἱστορία τ' Ἅγιου Μάρκου, π' ἀσκήτευε σ' ἕναν ἔρημον τόπο καὶ πῆγε νὰ τὸν εὕρει ἕνας καλόγερος καί, σὰν τὸν ηὗρε καὶ μιλήσανε γιὰ πολλά, τὸν ρώτηξε ὁ ἀββᾶς: «Ἵσταται ὁ κόσμος καὶ θάλλει κατὰ τὸ ἀρχαῖον;» Καὶ κεῖνος τ' ἀποκρίθηκε: «Ναί, πάτερ, χάριτι Χριστοῦ, καὶ ὑπὲρ τὸ ἀρχαῖον θάλλει πλεῖον ὁ κόσμος ἕως τὴν σήμερον!» Ἔτσι ρωτούσανε καὶ μένα κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι.

   Ὅλος ὁ κόσμος, ὁ οὐρανός, ἡ στεριά, ἡ θάλασσα, ἤτανε γεμάτος ἀπὸ στοιχειὰ κι ἀπὸ πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στὰ σύννεφα καὶ στὸν πάτο τῆς θάλασσας, «νυκτολάλα, ἀστρομαγικά, εἴτε ἐν ἄλσοις, εἴτε ἐν καλάμοις, εἴτε ἐν διόδοις, εἴτε ἐν ποταμοῖς παρατρέχοντα». Ἡ εἰδωλολατρία κι ὁ χριστιανισμὸς ἤτανε ἀνακατεμένα στὴ φαντασία τους, γιὰ τοῦτο τό ‘χανε γιὰ ἕνα πράμα χριστιανὸς καὶ Ἕλληνας. Πολλὰ εἰδωλολατρικὰ πράματα λέγανε πὼς τά 'πε ὁ Χριστός, ἢ πὼς εἶναι γραμμένα στὸ Βαγγέλιο.

    Οἱ ἄγερηδες, πρὸ πάντων ὁ βοριὰς κ' ἡ νοτιά, ἤτανε στὸ πνέμα τους σὰν ἄνθρωποι, ὁ ἥλιος, τὸ φεγάρι τὸ ἴδιο. Τὰ φίδια ἤτανε στοιχειωμένα. Ὑπάρχανε δέντρα καὶ πηγάδια καὶ πέτρες ποὺ τά 'χανε γιὰ ἱερά. Ἡ θάλασσα ἤτανε ἁγιασμένη. Τὸ ψωμὶ ἤτανε ἁγιασμένο, δὲν πατούσανε ποτὲς ἀπάνου στὰ ψίχουλα, κι ἂν ἔπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ' ἀνεσπαζόντανε καὶ τὸ προσκυνούσανε κολλώντας το στὸ μέτωπό τους. Ὅποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στὸ χῶμα, σὰ νὰ κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας τὸ δεξὶ χέρι στὸ στῆθος καὶ γέρνοντας ἀλαφρὰ τὸ κορμί τους.

   Οἱ τσομπάνηδες βλέπανε πολλὲς φορὲς ἕναν τραγοπόδη στὰ μαντριά, ἀνάμεσα στὰ γίδια καὶ στὰ πρόβατα. Ἅμα ἀρρωστούσανε τὰ πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα· ἅμα τελείωνε τ' ἄρμεγμα, βουτοῦσε ὁ τσομπάνης τὸ χέρι του στ' ἀφρισμένο γάλα καὶ ράντιζε τὰ πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικὰ λόγια. Κοντὰ σ' αὐτά, τὰ θυμιάζανε μὲ χριστολούλουδο, κάνανε ἁγιασμὸ μέσα στὸ μαντρὶ μὲ τὸ κοπάδι ὁλόγυρα, καὶ κρεμάζανε φυλαχτὰ στὸ λαιμό τους. Τὰ κουδούνια δὲν τὰ βάζανε μόνο γιὰ νὰ χτυποῦνε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ μάτι, ὅπως τὶς χάντρες. Γητειές, δηλαδὴ μάγια, ποὺ στὴν ἀρχαία γλώσσα λέγονται γοητεῖες, κάνανε πολλὲς οἱ Λημιοί, πόρχουνταν ἀπὸ τὴ Λῆμνο σὲ τοῦτα τὰ μέρη ξοχάρηδες· ἔχω διαβασμένα πὼς αὐτοὶ ἀπὸ τ' ἀρχαῖα τὰ χρόνια κάνανε πολλὰ μαγικά.

   Τὸ βόδι καὶ τὸ πρόβατο τά 'χανε γιὰ βλογημένα, γιατὶ ζεστάνανε τὸν Χριστὸ μὲ τὴν ἀνασαμιά τους τότες ποὺ γεννήθηκε μέσα στὸ παχνί· τὸ γίδι ὅμως τό 'χανε γιὰ καταραμένο. Τὸ γάδαρο βλογημένον, γιατὶ σήκωσε τὸν Χριστό, καὶ τ' ἄλογο βλογημένο, γιατὶ τὸ καβαλίκεψε ὁ Ἄη-Γιώργης. Ἀπὸ τὰ δέντρα τὸ πιὸ βλογημένο ἤτανε ἡ ἐλιά, τῆς Παναγιᾶς τὸ δέντρο. Ἡ δάφνη, ἡ μυρσίνη, ὁ βασιλικός, τὸ δεντρολίβανο, ὁ αβαγιανός, ἤτανε ἁγιασμένα. Ἡ συκιὰ καταραμένη ἀπὸ τὸν Χριστό.

   Οἱ θαλασσινοὶ πάλε εἴχανε γιὰ στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες καὶ σπηλιές. Ἡ θάλασσα ἅγιασε ἀπὸ τὸν Χριστὸ κι ἀπὸ τοὺς Δώδεκα Ἀπόστολους, ποὺ ἤτανε θαλασσινοὶ ἄνθρωποι, βλογημένα καὶ τὰ ἐργαλεῖα τους, τὰ δίχτυα καὶ τὰ παραγάδια· τὰ δίχτυα ὅμως ἤτανε πιὸ βλογημένα, γιατὶ σκεδιάζουνε σταυρό, ἔτσι πού 'ναι μπλεγμένα. Τὸ τετράγωνο πανὶ ποὺ βάζανε στὶς βάρκες τῆς Ἀνατολῆς, τὸ λεγόμενο τέντα ἢ φούσκα ἢ σακολεβίσο, τὸ πρωτοηῦρε ὁ Ἄη-Νικόλας, γιὰ νὰ μὴν πνίγουνται οἱ ἄνθρωποι, γιατί εἶναι χαμηλὸ καὶ φουσκωτὸ καὶ ξεθυμαίνει ὁ ἀγέρας. Ὁ Ἄη-Νικόλας ηὗρε καὶ τὸ τιμόνι μὲ τὰ βελόνια, γιατὶ πρὶν οἱ ἄνθρωποι εἴχανε γιὰ τιμόνι ἕνα κουπί, καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ταξιδεύανε μὲ τὰ πανιὰ στὰ ὄρτσα, δηλαδὴ καταπάνου στὸν ἀγέρα, ἀλλὰ μονάχα πρίμα καὶ δευτεροπρίμα. Τὶς κουρίτες πάλε, μ' ἄλλα λόγια τὰ ρηχὰ τὰ περάματα, ποῦ 'ναι ἴδια μονόξυλα, ἴσια ἀπὸ κάτου δίχως καρίνα, τὰ ηὗρε ὁ Χριστός, γιὰ νὰ πλεύουνε στὰ ἥμερα καὶ στὰ ρηχὰ τὰ νερά, κι ἀπὸ πάν' ἀπὸ τὰ δίχτυα, ἐπειδὴ δὲν πιάνουνε πολὺ νερό.

    Πολλὲς φορὲς μοῦ λέγανε πὼς εἴδανε γοργόνες νὰ λιάζουνται γιὰ νὰ βουτᾶνε στ' ἀνοιχτὰ δίπλα στὴ βάρκα, καὶ ἄλλα στοιχειὰ νὰ φτερνίζουνται μέσα στὶς σπηλιές, κάτι ἄλλα στοιχειὰ πάλε καβαλικεμένα ἀπάνου σὲ σκυλόψαρα, ὄχι ὅμως σὲ δερφίνια, γιατὶ μέσα στὸ μπουγάζι δὲν εἶχε δερφίνια, σπάνια νά 'χανε κανένα τὰ νερά του καὶ νά 'μπαινε μέσα. Μοῦ λέγανε καὶ γιὰ κάποιο στοιχειὸ μὲ γένια μαῦρα, ἥμερο, π' ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Κουντεντὲς λεγόμενος· πολλὲς φορὲς καθότανε στὰ βράχια καὶ δὲ μιλοῦσε. Ὅποιοι λάχαινε νὰ τὸν δοῦνε, ἀλλάζανε δρόμο γιὰ νὰ μὴν τὸν στενοχωρέσουνε. Ἴσως νά 'τανε ὁ ἀρχαῖος Τρίτωνας.

    Στεριανοὶ καὶ θαλασσινοί, εἴχανε τὴν Ἀνατολὴ γιὰ βλογημένη, γιατί ἐκεῖ γεννήθηκε ὁ Χριστός, κι ἀπὸ κεῖ βγαίνει ὁ ἥλιος, κι ὅσοι ἄνθρωποι γεννιοῦνται στὴν Ἀνατολή, εἶναι βλογημένοι, Ἕλληνες καὶ Τοῦρκοι.

      Από «Τὸ Ἀϊβαλί, ἡ πατρίδα μου» (ἐκδ. Ἄγκυρα, 2014).

  Φώτης Κόντογλου (λογοτεχνικὸ ψευδώνυμο τοῦ Φώτιου Ἀποστολλέλη, Ἀϊβαλί, 1895-Ἀθήνα, 1965).  Ἀναζήτησε τὴν αὐθεντικότητα στὴν ἔκφραση μέσῳ τῆς ἐπιστροφῆς στὴν ἑλληνικὴ παράδοση, τόσο στὸ λογοτεχνικὸ ὅσο καὶ στὸ ζωγραφικό του ἔργο. Θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριότερους ἐκπροσώπους τῆς «Γενιᾶς τοῦ Τριάντα». Μαθητές του ὑπῆρξαν ὁ Γιάννης Τσαρούχης, ὁ Νίκος Ἐγγονόπουλος κ.ἄ.