Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979

 

ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ (1928-1937)

ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ

                                                     Στήν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931

Εὐτυχισμένος πού ἔκανε τό ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.

Εὐτυχισμένος ἄν στό ξεκίνημα, ἔνιωθε γερή τήν ἀρμα-

     τωσιά μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στό κορμί του,

     σάν τίς φλέβες ὅπου βουίζει τό αἷμα.

  

Μιᾶς ἀγάπης μέ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τή

     μουσική καί παντοτινῆς

γιατί γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καί σάν πεθαίνουμε,

     ἄν πεθαίνει, δέν τό ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος

     κανείς.

Παρακαλῶ τό θεό νά μέ συντρέξει νά πῶ, σέ μιά στιγμή

     μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιά εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη·

κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπό τήν ξενιτιά, κι ἀκούω

     τό μακρινό βούισμά της, σάν τόν ἀχό τῆς θάλασσας

     πού ἔσμιξε μέ τό ἀνεξήγητο δρολάπι.

  

Καί παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καί πάλι, τό φαν-

     τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μέ μάτια κοκκινισμένα ἀπό τοῦ

     κυμάτου τήν ἁρμύρα

κι ἀπό τό μεστωμένο πόθο νά ξαναδεῖ τόν καπνό πού

     βγαίνει ἀπό τή ζεστασιά τοῦ σπιτιοῦ του καί τό σκυλί

     του πού γέρασε προσμένοντας στή θύρα.

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ' ἀσπρισμένα

     του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τή μιλοῦσαν

     πρίν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.

Ἁπλώνει μιά παλάμη ροζιασμένη ἀπό τά σκοινιά καί τό

     δοιάκι, μέ δέρμα δουλεμένο ἀπό τό ξεροβόρι ἀπό τήν

     κάψα κι ἀπό τά χιόνια.

Θα 'λεγες πώς θέλει νά διώξει τόν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα

     πού βλέπει μ' ἕνα μάτι, τίς Σειρῆνες πού σάν τίς ἀ-

     κούσεις ξεχνάς, τή Σκύλλα καί τή Χάρυβδη ἀπ' ἀνά-

     μεσό μας·

τόσο περίπλοκα τέρατα, πού δέν μᾶς ἀφήνουν νά στοχα-

     στοῦμε πώς ἦταν κι αὐτός ἕνας ἄνθρωπος πού πά-

     λεψε μέσα στόν κόσμο, μέ τήν ψυχή καί τό σῶμα.

  

Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος πού εἶπε νά γίνει τό

     ξύλινο ἄλογο καί οἱ Ἀχαιοί κερδίσανε τήν Τροία.

Φαντάζομαι πώς ἔρχεται νά μ' ἀρμηνέψει πῶς νά φτιάξω

     κι ἐγώ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιά νά κερδίσω τή δική μου

     Τροία.

  

Γιατί μιλᾶ ταπεινά καί μέ γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,

     λές μέ γνωρίζει σάν πατέρας

εἴτε σάν κάτι γέρους θαλασσινούς, πού ἀκουμπισμένοι στά

     δίχτυα τους, τήν ὥρα πού χειμώνιαζε καί θύμωνε ὁ

     ἀγέρας,

  

μοῦ λέγανε, στά παιδικά μου χρόνια, τό τραγούδι τοῦ

     Ἐρωτόκριτου, μέ τά δάκρυα στά μάτια·

τότες πού τρόμαζα μέσα στόν ὕπνο μου ἀκούγοντας τήν

     ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νά κατεβαίνει τά μαρμα-

     ρένια σκαλοπάτια.

  

Μοῦ λέει τό δύσκολο πόνο νά νιώθεις τά πανιά τοῦ καρα-

     Βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπό τή θύμηση καί τήν ψυχή

     σου νά γίνεται τιμόνι.

Καί νά 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στή νύχτα καί ἀκυβέρ-

     νητος σάν τ' ἄχερο στ' ἁλώνι.

Τήν πίκρα νά βλέπεις τούς συντρόφους σου καταποντι-

     σμένους μέσα στά στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-

     ἕναν.

Καί πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλῶντας μέ τούς πεθα-

     μένους, ὅταν δέ φτάνουν πιά οἱ ζωντανοί πού σοῦ

     ἀπομέναν.

  

Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τά χέρια του πού ξέραν νά δοκιμά-

     σουν ἄν ἦταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη ἡ γορ-

     γόνα

νά μοῦ χαρίζουν τήν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα

     στήν καρδιά τοῦ χειμώνα.

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Α’

Παραμένομεν εἰς τήν αὐτήν θέσιν ἀναμένοντες διαταγάς.

 

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

                                    Στό μεταξύ πολλές φορές μοῦ φαίνεται

                       πώς εἶναι πιό καλά νά κοιμηθεῖς παρά νά βρίσκεσαι ἔτσι

                              χωρίς σύντροφο

                       καί νά ἐπιμένεις τόσο. Καί τί νά κάνεις μέσα στήν ἀναμονή,

                              καί τί νά πεῖς;

                       Δέν ξέρω. Κι οἱ ποιητές τί χρειάζονται σ’ ἕνα μικρόψυχο

                              καιρό;

                                                                    HÖLDERLIN

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ

Ἀσίνην τε…

ΙΛΙΑΔΑ

Κοιτάξαμε ὅλο τό πρωί γύρω-γύρω τό κάστρο

ἀρχίζοντας ἀπό τό μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ πού ἡ θάλασσα

πράσινη  καί  χωρίς ἀναλαμπή, τό  στῆθος σκοτωμένου

     παγονιού

μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρός χωρίς κανένα χάσμα.

Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπό ψηλά

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας

στ ἄγγιγμα τοῦ νερού, καθώς τό μάτι ἀκολουθώντας τις

πάλευε νά ξεφύγει τό κουραστικό λίκνισμα

χάνοντας δύναμη ὁλοένα.

Ἀπό τό μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρύς γιαλός ὁλάνοιχτος

καί τό φῶς τρίβοντας διαμαντικά στά μεγάλα τείχη.

Κανένα πλάσμα ζωντανό τ' ἀγριοπερίστερα φευγάτα

κι ὁ βασιλιάς τῆς  Ἀσίνης πού τόν γυρεύουμε δύο χρόνια

     τώρα

ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ' ὅλους κι ἀπό τόν  Ὅμηρο

μόνο μιά λέξη στήν  Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη

ριγμένη ἐδῶ σάν τήν ἐντάφια χρυσή προσωπίδα.

Τήν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τόν  ἦχο της; κούφιο μέσα στό φῶς

σάν τό στεγνό πιθάρι στό σκαμμένο χῶμα·

κι ὁ ἴδιος ἦχος μές στή θάλασσα μέ τά κουπιά μας.

Ὁ βασιλιάς τῆς  Ἀσίνης ἕνα κενό κάτω ἀπ' τήν προσωπίδα

παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπό ἕνα ὄνομα:

«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»

                                     καί τά παιδιά του ἀγάλματα

κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας

στά διαστήματα τῶν στοχασμών του καί τά καράβια του

ἀραγμένα σ' ἄφαντο λιμάνι·

κάτω ἀπ' τήν προσωπίδα ἕνα κενό.

Πίσω ἀπό τά μεγάλα μάτια τά καμπύλα χείλια τούς βο-

     στρύχους

ἀνάγλυφα στό μαλαματένιο σκέπασμα τῆς  ὕπαρξής μας

ἕνα σημεῖο σκοτεινό πού ταξιδεύει σάν τό ψάρι

μέσα στήν αὐγινή γαλήνη τοῦ πελάγου καί τό βλέπεις:

ἕνα κενό παντοῦ μαζί μας.

Καί τό πουλί πού πέταξε τόν ἄλλο χειμώνα

μέ σπασμένη φτερούγα

σκήνωμα ζωῆς,

κι ἡ νέα γυναίκα πού ἔφυγε νά παίξει

μέ τά σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ

κι ἡ ψυχή πού γύρεψε τσιρίζοντας τόν κάτω κόσμο

κι ὁ τόπος σάν τό μεγάλο πλατανόφυλλο πού παρασέρνει

     ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου

μέ τ' ἀρχαῖα μνημεῖα καί τή σύγχρονη θλίψη.

Κι ὁ ποιητής ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τίς πέτρες κι ἀνα-

     ρωτιέται

ὑπάρχουν ἄραγε

ἀνάμεσα στίς χαλασμένες τοῦτες γραμμές τίς ἀκμές τίς

     αἰχμές τά κοῖλα καί τίς καμπύλες

ὑπάρχουν ἄραγε

ἐδῶ πού συναντιέται τό πέρασμα τῆς  βροχῆς τοῦ ἀγέρα

     καί τῆς φθοράς

ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τό σχῆμα τῆς  στοργῆς

ἐκείνων πού λιγόστεψαν τόσο παράξενα μές στή ζωή μας

αὐτῶν πού ἀπόμειναν σκιές κυμάτων καί στοχασμοί μέ

     τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου

ἤ μήπως ὄχι δέν ἀπομένει τίποτε παρά μόνο τό βάρος

ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς

ἐκεῖ πού μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας

σάν τά κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στή

     διάρκεια τῆς  ἀπελπισίας

ἐνῶ τό ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργά βοῦρλα ξεριζωμένα

     μές στό βοῦρκο

εἰκόνα μορφῆς πού μαρμάρωσε μέ τήν ἀπόφαση μιᾶς πί-

     κρας παντοτινής.

Ὁ ποιητής ἕνα κενό.

Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας

κι ἀπό τό βάθος τῆς σπηλιᾶς μιά νυχτερίδα τρομαγμένη

χτύπησε πάνω στό φῶς σάν τη σαΐτα πάνω στό σκουτάρι:

«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νά 'ταν αὐτή ὁ βασιλιάς τῆς

     Ἀσίνης

πού τόν γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σέ τούτη τήν ἀκρό-

     πολη

γγίζοντας κάποτε μέ τά δάχτυλά μας τήν ἁφή του πάνω

     στίς πέτρες.

                                           Ἀσίνη, καλοκαίρι '38 - Ἀθήνα, Γεν. '40