Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879), (21-1-2018)

 

Ὁ βράχος καί τό κύμα

 

«Μέριασε βράχε νά διαβῶ!» τό κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στήν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Μέριασε, μές στά στήθη μου, ποὖσαν νεκρά καί κρύα,

μαῦρος βοριάς ἐφώλιασε καί μαύρη τρικυμία.

 

Ἀφρούς δέν ἔχω γι' ἄρματα, κούφια βοή γι' ἀντάρα,

ἔχω ποτάμι αἵματα, μέ θέριεψε ἡ κατάρα

τοῦ κόσμου, πού βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού 'πε τώρα,

βράχε, θά πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

 

Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο

καί σὄγλυφα καί σὄπλενα τά πόδια δουλωμένο,

περήφανα μ᾿ ἐκύτταζες καί φώναζες τοῦ κόσμου

νά δεῖ τήν καταφρόνεση, πού πάθαινε ὁ ἀφρός μου.

 

Κι ἀντίς ἐγώ κρυφά κρυφά, ἐκεῖ πού σ᾿ ἐφιλοῦσα

μέρα καί νύχτα σ' ἔσκαφτα, τή σάρκα σου ἐδαγκοῦσα

καί τήν πληγή πού σ' ἄνοιγα, τό λάκκο πού 'θε κάμω

μέ φύκη τόν ἐπλάκωνα, τόν ἔκρυβα στήν ἄμμο.

 

Σκύψε νά ἰδῆς τή ρίζα σου στῆς θάλασσας τά βύθη,

τά θέμελά σου τά ῾φαγα, σ' ἔκαμα κουφολίθι.

Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ! Τοῦ δούλου τό ποδάρι

θά σέ πατήση στό λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι!»

 

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος, 

ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος. 

Τοῦ φώτιζαν τό μέτωπο, σχισμένο ἀπό ρυτίδες, 

τοῦ φεγγαριοῦ, ποὖταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες. 

Ὁλόγυρά του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν

καί στόν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν, 

καθώς ἀνεμοδέρνουνε καί φτεροθορυβοῦνε

τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ τά ὄρνια ἂν μυριστοῦνε.

 

Τό μούγκρισμα τοῦ κύματος, τήν ἄσπλαγχνη φοβέρα, 

χίλιες φορές τήν ἄκουσεν ὁ βράχος στόν ἀθέρα

ν' ἀντιβοᾶ τρομαχτικά χωρίς κάν νά ξυπνήσει, 

καί σήμερα ἀνατρίχιασε, λές θά λιγοψυχήσει. 

«Κῦμα, τί θέλεις ἀπό μέ καί τί μέ φοβερίζεις; 

Ποιός εἶσαι σύ κι ἐτόλμησες, ἀντί νά μέ δροσίζεις, 

ἀντί μέ τό τραγούδι σου τόν ὕπνο μου νά εὐφραίνεις, 

καί μέ τά κρύα σου νερά τή φτέρνα μου νά πλένεις, 

ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' ἀφρούς στεφανωμένο; 

Ὅποιος κι ἂν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δέν πεθαίνω!»

 

«Βράχε, μέ λένε Ἐκδίκηση. Μ' ἐπότισεν ὁ χρόνος

χολή καί καταφρόνεση. Μ' ἀνάθρεψεν ὁ πόνος. 

Ἤμουνα δάκρυ μιά φορά καί τώρα κοίταξέ με, 

ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με. 

Ἐδῶ μέσα στά σπλάγχνα μου, βλέπεις, δέν ἔχω φύκη, 

σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιά καί καταδίκη, 

ξύπνησε τώρα, σέ ζητοῦν τοῦ ἄδη μου τ᾿ ἀχνάρια... 

Μ' ἔκαμες ξυλοκρέβατο... Μέ φόρτωσες κουφάρια... 

Σέ ξένους μ' ἔριξες γιαλούς... Τό ψυχομάχημά μου

τό περιγέλασαν πολλοί καί τά πατήματά μου

τά φαρμακέψανε κρυφά μέ τήν ἐλεημοσύνη. 

Μέριασε βράχε, νά διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη, 

καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου, 

γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!»

 

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τό κῦμα στήν ὁρμή του

ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τό κούφιο τό κορμί του. 

Χάνεται μές τήν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει

σά νἆταν ἀπό χιόνι. 

Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιά λίγο ἀγριεμένη

ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δέν ἀπομένει

στόν τόπο ποὖταν τό στοιχειό, κανείς παρά τό κῦμα, 

πού παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπό τό μνῆμα.

 

Φωτεινός

 

Ἆσμα Πρῶτον. Φωτεινός ὁ Ζευγολάτης [ἀπόσπασμα]

 

- Πάρ' ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,

καί διῶξ' ἐκεῖνα τά σκυλιά, πού μοῦ χαλοῦν τό φύτρο.

Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ' ἄχαρα δάχτυλά μου

καί στήν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τά ἥπατά μου.

Δυό μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στή νώπη

μ' ἀρρώστια, μέ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι

γι' αὐτό τό ἔρμο τό ψωμί! Καί τώρα πού προβαίνει

σγουρό, χολάτο ἀπό τή γῆ, πού πρίν τό φᾶν χορταίνει

τά λιμασμένα μου παιδιά, νά τό πατοῦν ἐμπρός μου

μέ τόση ἀπίστευτη ἀπονιά οἱ δυνατοί τοῦ κόσμου!...

Ἐξέχασες καί δέ μ' ἀκοῦς;... ἐσένα κράζω, Μῆτρο,

διῶξε, σοῦ λέγω, τά σκυλιά, πού μοῦ χαλοῦν τό φύτρο...

 

- Εἶναι τοῦ Ρήγα, δέν κοτῶ... Γιά κύτταξ' ἐκεῖ πέρα

νά ἰδῇς· τί θρῶς πού γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

 

- Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,

πού πλάκωσε μέ ξένο βιό νά γένῃ νοικοκύρης.

Παληόφραγκοι, πού πέφτουνε σάν ὄρνια στά ψοφίμια,

ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοί καί πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.

Καί σύ τούς τρέμεις, βούβαλε! Παιδί μές στή φωτιά σου,

πού τρίβεις στουρναρόπετρα μ' αὐτά τά δάχτυλά σου,

πὤχεις τετράδιπλα νεφρά καί ριζιμιό στά στήθια,

τούς βλέπεις καί σέ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,

λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχή κ' αἷμα δέν ἔχει.

 

[...]

 

Ὁλόρθος μένει ὁ γέροντας, θολός στό πάτημά του,

καί καρτερεῖ τό σίφουνα, πού μούγκριζ' ἐμπροστά μου.

Κάτασπρο τό κεφάλι του, πυκνό, μακρύ τό γένι

στά λιοκαμμένα στήθια του ἀφράτο καταιβαίνει

σάν ἀνθισμένη ἀγράμπελη, πού πέφτει ἀπό κοτρώνι·

τοῦ χρόνου τ' ἄσπλαγχνο γενί καί τῆς σκλαβιᾶς οἱ πόνοι

τό μέτωπό του αὐλάκωσαν, τοῦ τὦχαν κατακόψει.

Ὁ ἥλιος τοῦ φθινόπωρου τοῦ ρόδιζε τήν ὄψη

ἐτύλλωνε τή φλέβα του, τοῦ πύρωνε τά χείλη

σάν κάποιος νά ξεφτύλιζε, ν' ἄναβε τό καντήλι

τῆς συντριμμένης του ζωῆς κ' ἔρριχνε στήν καρδιά του

τῆς νιότης ὅλον τόν θυμό καί τά παληά ὄνειρά του.

Ξένος ζυγός δέν ἔγυρε τοῦ Φωτεινοῦ τήν πλάτη.

Γι' αὐτόν, γιά τούς συντρόφους του, τά Σταυρωτά κ' ἡ Ἐλάτη

ἦσαν λημέρια ἀπάτητα κ' ἐκε'θ᾿ ἐρροβολοῦσαν

καί κάθ ἐχτρό, πού φύτρωνε, τήν νύχτα ἐπελεκοῦσαν.

Τό ρέμμα τοῦ Σαρακηνοῦ, τ' ἄγριο Δημοσάρι

χίλιες φορές τό χόρτασε μέ φράγκικο κουφάρι

κ' ἦταν σωρό τά κόκκαλα, πού στήν Κουφὴ Λαγκάδα

καί στή Νεράιδα ἀσπρίζουνε γυμνά στήν πρασινάδα.

Μόνος ἀκό' ἀπόμενε. Τό Γήταυρο, τόν Πάλα,

τό Διγενῆ, τό Ρουπακιά, τούς ἔφαγε ἡ κρεμάλα,

κι ἄλλους ἐσύντριψε ὁ τροχός. Μιά μέρα στό χορτάρι

μ' ἕναν παληόν παληκαρᾶ, τό γέρο τό Θειοχάρη,

ἐτρῶγαν ἕνα λιάνωμα κ' ἐρώτησε τήν πλάτη.

Κανείς ποτέ δέν ἔμαθε τί ξάνοιξε τό μάτι

πάνου σ' αὐτό τό κόκκαλο, κ' εὐθύς τοῦ λέει: - «Πατέρα,

μοῦ δίνεις τήν Ἀργύρω σου;» – τήν εἶχε θυγατέρα

ὁ προεστός μονάκριβη καί πολυγυρεμμένη.

«Νά 'ναι, παιδί μου, ὥρα καλὴ καί τρισευλογημένη!»

 

Καί τὤδωσε τό χέρι του καί τήν εὐχή του ὁ γέρος.

Ἀπό τά τότε ἡμέρεψε. Εἶχεν ἀρχίσει ὁ θέρος

κ' ἐζήλεψε χερόβολα κι ἀθεμωνιές κι ἁλώνι.

Εἶδε οἱ καιροί πού ῾σαν κακοί, φαρμακεμέν' οἱ χρόνοι,

ὁλόγυρά του συγνεφιά... Χίλιων λογιῶν θερία

ἐξέσχισαν τό γένος του καί παντοχή καμμία.

Συντρίμματα καί χαλασμοί. Γαῦρα παντοῦ καί λύσσα!

Κανένα γλυκοχάραμμα, νύχτα, σκοτάδι πίσσα.

Ἀρνήθηκε τήν κλεφτουριά, τά φλογερά ὄνειρά της

κ' ἔγινε ζευγολάτης.

 

Κι ὁ καταρράχτης τοῦ βουνοῦ ἀντί μέ τ' ἅρματά του

πέτεται μέ τά σύνεργα, μέ τέ καματερά του.

Ἤθελε βόιδια κάτασπρα, μεγάλα, τραχηλάτα,

νά 'ναι στεφανοκέρατα, κοντόσφαγα, κοιλάτα.

Τ' ἀλέτρι σύμμετρο, βαρύ. Τά ξύλα του κομμένα

πάντα, σέ χάση φεγγαριοῦ, δέν εἴχανε κανένα

ποτέ τους ρόζο ἢ σκεύρωμα. Ἤθε' ἀπό πρινάρι

τό χερουλάτη, τά φτερά, τόν κέρο, τό σταβάρι·

ζυγό καί σπάθη ἀπό φτελιά. K' ἤθε' ἀπό ἀγριλίδα

νά 'ναι χυτές οἱ ζεῦλες του. Μόνο ψωμί του, ἐλπίδα

ἤτανε τό ζευγάρι του. Μόνη κυρά του ἀφέντρα

στα χέρια του ἡ βουκέντρα.

 

Γέροντα τόν ἐλάτρευε πάντα κρυφά ἡ Λευκάδα,

τόν εἶχε πολεμάρχο της, χωρίς νά πάρει ἀχνάδα

ξένος κανείς τοῦ μυστικοῦ. Κι ὅταν ὁ ζευγολάτης

μέσα σε κόσμο ἐπρόβαινε, μεριάζαν τά παιδιά της

κ' ἐπροσκυνοῦσαν ξήσκεπα, τόν εἶχε βασιλιά του

φτωχός, πανόρφανος λαός καί τ' ἄσπρα τά μαλλιά του

στό μέτωπό του ἐλάμπανε τό βαρυπληγωμένο

ὡσάν κορώνα ἀτίμητη, σέ φλάμπουρο ὑψωμένο.

Πάνου σ' αὐτό τό εἴδωλο, σ' αὐτόν τόν ἀσπρομάλλη

ἀκράτητη ὅλ᾿ ἡ φράγκικη ὁρμοῦσε ἀνεμοζάλη

κ' ἐκεῖνος μένει ἀσάλευτος σά βράχος πού προσμένει

στά στήθια του τά ὁλόγυμνά τή θάλασσα ὠργισμένη.

[...]

 

- K' ἐγώ, σκουλήκι ἀγνώριστο, ὁ Τζώρτζης ὁ Γρατζιᾶνος,

ἀφέντης σου παντοτινός, τύραγνος, ἄρχοντάς σου.

Αὐτό τό χῶμα, πού πατῶ, οἱ πέτρες, τά νερά σου,

ἥμερο κι ἄγριο κλαρί, τ΄ ἀγέρι σου, ἡ ψυχή σου,

τά ζωντανά σου, τά παιδιά, τό αἷμα σου, ἡ τιμή σου,

ὅλα δικά μου, μάθε το. Βουνοῦ καί λόγγου ἀγρίμι

εἴτ᾿ ἔχει τρίχα, εἴτε φτερό, σιχαμερό ψοφήμι,

τό διαβατάρικο πουλί σ' ἐμέ μονάχ' ἀνήκει

κι ἀξίζει τό κεφάλι σου λαγόπουλο ἢ περδίκι.

Γι' αὐτ' ὅθε θέλω θά περνῶ κ' ἐγώ καί τά σκυλιά μου,

τίποτε δέν ὁρίζετε κ' εἶναι κι αὐτό σπορά μου.

Κι οὔτ' ἄλλη τύχη ἀξίζετε. Γενιά καταραμένη,

δειλή, κακογεράματη, στόν κόσμο ἀκόμα μένει

γιά νά πομπεύῃ τὤνομα καί τήν κληρονομιά της!

 

Καί στά στερνά τά λόγια του ἔνοιωσε ὁ ζευγολάτης

ὅτι ἕνα δάκρυ ἐνότιζε τ' ἀσπράδι τοῦ ματιοῦ του

κι ὁλόρθες ἀναδεύοντο οἱ τρίχες τοῦ κορμιοῦ του.

 

- Ἂν ἐξεράθη τό κλαρί, πάντα χλωρή εἶν᾿ ἡ ρίζα

καί μένει πάντα ζωντανό ἢ ρόδι φάγ' ἡ βρίζα

αὐτό τό βόιδι τό μανό, π' ὅσο βαθειά ρουχνίζει

τόσο εὔκολα μυγιάζεται κι ἀνεμοστροβιλίζει

καί πού τό κράζουνε Λαό. Θά σπάσῃ τό καρίκι

καί θά προβάλῃ μέ φτερά μία μέρα τό σκουλήκι.

Τότε, πουλό τό σερπετό, ποιός ξέρει πού θά φτάσῃ!...

 

- Δεῖξε μου αὐτό τό λείψανο, πού θά βρυκολακιάσῃ.

- Ἐγώ... ὁ φτωχός, ὁ Φωτεινός, ὁ γέρος, ὁ ξεσκλιάρης,

πού ρίχνω ἐδῶ τό σπόρο μου γιά νά μοῦ τόνε πάρῃς,

ἐγώ, πού μέ τόν ἵδρωτα τά χώματα ζυμώνω

γιά νά τρώγῃ ἄλλος τό ψωμί, πού τρέχω καί κεντρώνω

τήν ἀγριλίδα τοῦ βουνοῦ καί πού δέν ἔχω λάδι

ν' ἀνάφτω τό καντῆλι μου καί ζῶ μέσα στόν ᾅδη·

ἐγώ, πού μέ τά νύχια μου ἀναποδογυρίζω

τό λόγγο καί τά ριζιμιά, γιά νά σᾶς τά στολίσω

μέ κλήματα, πού δέν τρυγῶ καί πού ποτέ δέν ἔχω

λίγο κρασί κεφαλιακό, τή γλῶσσα μου νά βρέχω·

ἐγ' ὁ φτωχός ὁ μυλωνᾶς, πού ζῶ σ' αἰώνια ζάλη

καί παίρνω κέρδος, πληρωμή, προσφάγι τήν πασπάλη,

πού δέν ὁρίζω τό παιδί, πού πάντα ζῶ μέ τρόμο

καί πού δέν βρίσκω ἐδῶ στή γῆ γιά νά μέ κρίνῃ νόμο·

αὐτός, αὐτός εἶν᾿ ὁ Λαός. Τ' ἄψυχο τό κουφάρι

αὐτό 'ναι τό καματερό, τό ψόφιο τό κριάρι...

Μή ρίξῃς ἄλλο φόρτωμα στήν ἔρμη του τήν πλάτη...

 

- Συμμάζωξε τή γλῶσσα σου τή φιδινή, χωριάτη,

μή μοῦ ξανάφτης τή χολή. Γονάτισε ἐμπροστά μου

καί ζήτησε συγχώρεση γιά τά λαγωνικά μου...

Δέ θές, ἀντάρτη, δέν ἀκοῦς;...

 

- Kαλύτερα τό βρόχο

παρά τά γόνατα στή γῆ... Ἄρα-κατάρα τὤχω...

Θά 'φιναν λάκκωμα βαθύ καί θά 'ταν μέγα κρῖμα,

τιμή νά θάψω κι ὄνομα μέσα σ' αὐτὸ τό μνῆμα.

 

- Τώρα θά ἰδῇς, παλληκαρᾶ... Ἀκοῦστέ με, συντρόφοι,

καί μή θυμῶστε ἂν λυπηθῶ αὐτόν τόν ἄγριον ὄφι...

Νά μᾶς πλερώσῃ τό σκυλιά μέ τά καματερά του,

καί γιά τήν τόλμη πὤλαβαν τά πέντε δάχτυλά του

νά σφεντονίσουν κατ' ἐμᾶς, ἐκεῖ στό χερουλάτη

νά συντριφτοῦν μέ τό σφυρί... Σ' ἀρέσει, ζευγολάτη;

 

Καί δυό σκιάδες πάραυτα ὠρμήσανε κι ἁρπάξαν

τά βόιδια πού 'ταν στό ζυγό. Δυό ἄλλοι τόν ἀδράξαν

κ' ἐδέσανε τό χέρι του στό φοβερό χερούλι

μέ τή σφεντόνα πωὕρανε. Ὕστερα μέ τή σκούλη,

ἀρχίσαν, τοῦ κοντόσπαθου, ἀργά νά πελεκᾶνε

τ᾿ ἀντρειωμένα δάχτυλα καί νά περιγελᾶνε.

Ὅλο τ' ἀλέτρι ἐβάφηκε· τό μαῦρο τό παιδί του

στό χῶμα δίπλα ἐμούγκριζε, σάν νά 'βγαινε ἡ ψυχή του.

K' ἐκειός ὁ γέρο δράκοντας χωρίς οὔτε ν' ἀχνίσῃ

ἐκύτταζε τό αἷμα του πού πότιζε σά βρύση

τή γῆ του τήν ταλαίπωρη, καί μέσα στήν καρδιά του

μέ μιᾶς ἀστράφτουν τά παληά τ' ἀνδραγαθήματά του,

κ' ἐσπιθοβόλησε στό νοῦ χρυσόφτερ' ἡ ἐλπίδα

μέ τή δική του ἐκδίκηση νά σώσῃ τήν πατρίδα.

 

Τό Φραγκολόγι ἐσκόρπισε βουβό κ' ἐντροπιασμένο

κι ἀφίνει ἐκεῖ τό Φωτεινό στ' ἀλέτρι του δεμένο.