Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Κωστής Παλαμάς (1859-1943), (14-1-2019)

 

ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ (1917)

 

Η ΜΟΥΣΑ

 

Ἀνάξιος μέσα στούς πιστούς μου

κι ὅσων παλμό καί ἀνασμό

τούς δίνει ὁ νοῦς μου,

ἀνάξιος ὅποιος δέ μπορεῖ,

μέσ’ στό σεισμό τό χαλασμό,

κάστρο τή γνώμη του νά στήσῃ,

καί καρτερεῖ

καί λέει: νά ἰ δ ῶ! Καί δέ μπορεῖ

κι ἀργοσαλεύει του ἡ ψυχή,

σάν κυπαρίσσι.

 

Ἀνάξιος ὅποιος τά φτερά του,

φτερά ἀπό σκέψην κι ἀπό πράξη,

δέ γοργανοίγει τα, χαρά του,

γιά νά πετάξῃ

βοριάς θρακιάς μέ τούς ἀνέμους

πρός τούς πολέμους.

Ἀνάξιος ὅποιος συλλογιέται

καί μέσ’ στοῦ λογισμοῦ του κλειέται,

τή φυλακή

καί πότ’ ἐδῶ σκυφτός τραβιέται

καί πότ’ ἐκεῖ,

ἀνάξιος μέσα στούς δικούς μου,

θυσία κι ἄς φέρνῃ στούς βωμούς μου,

σακάτης ὅποιος καί βαριέται·

κι ὅποιος ξαφνιάζεται καί στέκει,

ἤ τρέμοντας παραπατεῖ

τήν ὥρα πού ἔσκουζε ἡ βροντή,

τήν ὥρα πού ἔπεσε παρέκει

τ’ ἀστροπελέκι.

 

Κι ὅποιος ποδίζει κι ἀργός μένει,

ἀνάξιος· τί κι αὐτός βαραίνει

ὅσο βαραίνουν τά καράβια

τά γέρικα, παρατημένα

γιά τά παιδιά, γιά τά κουτάβια

ξαρμάτωτα στούς μώλους πέρα,

ἐκεῖ πού ἡ μπόρα, ἐκεῖ πού ἡ ξέρα

λυσσομανᾶνε στά μπουγάζια,

καί στ’ ἀνοιχτά τοῦ ὠκεανοῦ,

μακρυά ἀπό τ’ ἄπραγα μαράζια

τοῦ στεριανοῦ,

στά κύματα π’ ὅσο ἀγριεύουν

κι ὅσο πεισμώνουν,

τόσο τόν ἄνθρωπον ἀντρειεύουν,

τόσο δυναμώνουν.

 

Κι ὁ ποιητής ἀνάξιος πιά,

κι ἀκόμ’ ἀνάξιος κι ὁ σοφός

πού δέν ἀνάφτουν πυρκαγιά

κι ἀπό τοῦ λύχνου τους τό φῶς,

ὅταν ἀλύπητη βαρειά

ξεσπᾷ ἡ Ἀνάγκη, καί προστάζει.

Ἀνάξιος εἶναι ὅποιος διστάζει.

Ἀνάξιος ὅποιος μέσ’ στήν Πράξη

πού μέσ’ στά αἵματα πατάει

κ’ εὐφραίνεται στἀποκαΐδια,

ἀνάξιος ὅποιος ἁπαλά

κρατάει τῆς σκέψης τό μετάξι

γιά πέπλα, γιά χρυσοκεντίδια. 

 

Ἀνάξιος ὅποιος, μέ ὅποια σκέψη.

Καί ἡ πράξη τοῦ εἶναι σάν τό ξύλο

τό ποτισμένο ἀπό βροχή

τό ρίχνουν ταῆς φωτιᾶς, νά θρέψῃ

τή φωτιά· μάταια· πῶς ν’ ἀνάψῃ;

ἀνήμπορο εἶναι νά καῇ,

γιά νά κάψῃ.

 

Ἀνάξιος ὅποιος μέ τό σκύλο

τό συρτό μοιάζει, σά δαρθῇ,

ὅταν ἀργά ἤ γοργά θἀρθῇ

τῆς κρίσης ἡ ὥρα,

κι ἀντιχτυπιένται τά στοιχειά

στά σύγνεφα ἤ στήν πολιτεία,

κεραυνοφόρα.

 

Ἀνάξιος ὅποιος ξάφνου ἀκούει

τό προσκλητήρι τῶν καιρῶν

νά τό φυσάῃ ἤ νά τό κρούῃ

σάλπιγγα, ἤ τύμπανο· τό ἀκούει,

δέ λέει: Π α ρ ώ ν!

 

Ἀνάξιος ὅποιος μαρμαρώνει

σά νά τόν πότισαν ἀφιόνι,

κι ἀντί τά λόγια τά χρυσά

πού ἀστράφτουνε καί ὀρθά καί ἀκέρια,

τά λόγια του μουντά, μισά,

τά λόγια του σάν ἀχνοκέρια.

Ἀνάξιος ὅποιος δέ γνωρίζει,

ἤ μέσ’ στό νοῦ του δέ σταθεῖ

πώς κυβερνᾷ καί πώς ὁρίζει

τό Λόγο πού εἶναι σά σπαθί.