Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1979

 

                                        ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ, Γ’

                                                Στόν κόσμο τῆς Κύπρου,

                                                     Μνήμη καί Ἀγάπη

                                               …Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν…

 

                                                               ΕΛΕΝΗ

                                  ΤΕΥΚΡΟΣ ... ές γῆν ἐναλίαν Κύπρον οὗ  μ' ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν
Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
.........................................................
ΕΛΕΝΗ: Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ' , ἀλλ' εἴδωλον ἦν.
.............................................................

                                  ΑΓΓΕΛΟΣ: Τί φῂς;
Νεφέλης ἄρ' ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΗ

 

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».
 Ἀηδόνι ντροπαλό, μές στόν ἀνασασμό τῶν φύλλων,

σύ πού δωρίζεις τή μουσική δροσιά τοῦ δάσους

στά χωρισμένα σώματα καί στίς ψυχές

αὐτῶν πού ξέρουν πώς δέ θά γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, πού ψηλαφεῖς μέσα στή νυχτωμένη μνήμη

βήματα καί χειρονομίες· δέ θά τολμοῦσα νά πῶ φιλήματα·

καί τό πικρό τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».

Ποιές εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιός τό γνωρίζει τοῦτο τό νησί;

Ἔζησα τή ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων

ἤ τῶν θεῶν·

                ἡ μοίρα μου πού κυματίζει

ἀνάμεσα στό στερνό σπαθί ἑνός Αἴαντα

καί μιάν ἄλλη Σαλαμίνα

μ' ἔφερε ἐδῶ σ' αὐτό τό γυρογιάλι.

                                               Τό φεγγάρι

Βγῆκε ἀπ' τό πέλαγο σάν Ἀφροδίτη·

σκέπασε τ' ἄστρα τοῦ Τοξότη, τώρα πάει νά 'βρει

τήν καρδιά τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ' ἀλλάζει.

Ποῦ εἶν’ ἡ ἀλήθεια;

Ἤμουν κι ἐγώ στόν πόλεμο τοξότης·

τό ριζικό μου, ἑνός ἀνθρώπου πού ξαστόχησε.

Ἀηδόνι ποιητάρη,

σάν καί μιά τέτοια νύχτα στ' ἀκροθαλάσσι τοῦ Πρωτέα

σ' ἄκουσαν οἱ σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τό θρῆνο,

κι ἀνάμεσό τους-ποιός θά τό 'λεγε-ἡ Ἑλένη!

Αὐτή πού κυνηγούσαμε χρόνια στό Σκάμαντρο.

Ἦταν ἐκεῖ, στά χείλια τῆς ἐρήμου· τήν ἄγγιξα, μοῦ μίλησε:

«Δέν εἶν' ἀλήθεια, δέν εἶν' ἀλήθεια» φώναζε.

«Δέν μπῆκα στό γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δέν πάτησα τήν ἀντρειωμένη Τροία».

Μέ τό βαθύ στηθόδεσμο, τόν ἥλιο στά μαλλιά, κι αὐτό

     το ανάστημα

ἴσκιοι καί χαμόγελα παντοῦ

στούς ὤμους στούς μηρούς στά γόνατα·

ζωντανό δέρμα, καί τά μάτια

μέ τά μεγάλα βλέφαρα,

ἦταν ἐκεῖ, στήν ὄχθη ἑνός Δέλτα.

                                              Καί στήν Τροία;

Τίποτε στήν Τροία-ἕνα εἴδωλο.

Ἔτσι τό θέλαν οἱ θεοί.

Κι ὁ Πάρης, μ' ἕναν ἴσκιο πλάγιαζε σά νά ἦταν πλάσμα

     ἀτόφιο·

κι ἐμεῖς σφαζόμασταν γιά τήν Ἑλένη δέκα χρόνια.

Μεγάλος πόνος εἶχε πέσει στήν Ἑλλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στά σαγόνια τῆς θάλασσας στά σαγόνια τῆς γῆς·

τόσες ψυχές

δοσμένες στίς μυλόπετρες, σάν το σιτάρι.

Κι οἱ ποταμοί φουσκώναν μές στή λάσπη τό αἷμα

γιά ἕνα λινό κυμάτισμα γιά μιά νεφέλη

μιᾶς πεταλούδας τίναγμα τό πούπουλο ἑνός κύκνου

γιά ἕνα πουκάμισο ἀδειανό, γιά μιάν Ἑλένη.

Κι ὁ ἀδερφός μου;

                             Ἀηδόνι ἀηδόνι ἀηδόνι,

τ' εἶναι θεός; τί μή θεός; καί τί τ' ἀνάμεσό τους;

«Τ' ἀηδόνια δέ σ' ἀφήνουνε νά κοιμηθεῖς στίς Πλάτρες».

Δακρυσμένο πουλί,

                             στήν Κύπρο τή θαλασσοφίλητη

πού ἔταξαν γιά νά μοῦ θυμίζει τήν πατρίδα,

ἄραξα μοναχός μ' αὐτό τό παραμύθι,

ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς αὐτό εἶναι παραμύθι,

ἄν εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ ἄνθρωποι δέ θά ξαναπιάσουν

τόν παλιό δόλο τῶν θεῶν·

                                     ἄν εἶναι ἀλήθεια

πώς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπό χρόνια,

ἤ κάποιος Αἴαντας ἤ Πρίαμος ἤ Ἑκάβη

ἤ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, πού ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νά ξεχειλάει κουφάρια,

δέν τό 'χει μές στή μοίρα του ν' ἀκούσει

μαντατοφόρους πού ἔρχουνται νά ποῦνε

πώς τόσος πόνος τόση ζωή

πῆγαν στήν ἄβυσσο

γιά ἕνα πουκάμισο ἄδειανό γιά μιάν Ἑλένη.

 

Γ. Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β’, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1976


«ΕΠΙ ΑΠΑΛΑΘΩΝ…»

Ἦταν ὡραῖο τό Σούνιο τή μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ
πάλι μέ τήν ἄνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στίς σκουριασμένες πέτρες

τό κόκκινο χῶμα καί οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τά μεγάλα τους βελόνια

καί τούς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδές μιᾶς ἅρπας ἀντηχοῦν

     ἀκόμη...

Γαλήνη

-Τί μπορεῖ νά μοῦ θύμισε τόν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;

Μιά λέξη στόν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ

     τ' αὐλάκια.

τ’ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου

δέν ἄλλαξε ἀπό ἐκείνους τούς καιρούς.

Τό βράδυ βρῆκα τήν περικοπή:

«τόν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει

«τόν ἔριξαν χάμω καί τόν ἔγδαραν

τόν ἔσυραν παράμερα τόν καταξέσκισαν

ἀπάνω στούς ἀγκαθερούς ἀσπάλαθους

καί πῆγαν καί τόν πέταξαν στόν Τάρταρο, κουρέλι».

Ἔτσι στόν κάτω κόσμο πλέρωνε τά κρίματά του

ὁ Παμφύλιος Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος.

                                                   31 τοῦ Μάρτη 1971

 

Γ. Σεφέρης, Δοκιμές, τ. Β’ σ. 159-161

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΝΟΜΠΕΛ, 11-12-1963

      Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνοµαι πὼς εἶµαι ὁ ἴδιος µιά ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά µου σὲ µία γλῶσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα µορφὴ της περιορισµένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιµήσει τὴ γλώσσα µου, καὶ νὰ – ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες µου σὲ ξένη γλῶσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ µοῦ δώσετε τὴ συγνώµη ποὺ ζητῶ πρῶτα – πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό µου.

Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσµα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά· κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες. Ὁ ἴδιος νόμος ἴσχύει και ὅταν ἀκόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα» λέει ὁ Ἡράκλειτος «εἰ δε μή,  Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν».

      Συλλογίζομαι πώς δεν ἀποκλείεται ὁλωσδιόλου να ὠφεληθεῖ ἕνας σύγχρονος ἐπιστήμων, ἄν στοχαστεῖ τοῦτο τό ἀπόφθεγμα τοῦ Ἴωνα φιλοσόφου. Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσµου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα, γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος· εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε; Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης. Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ στὴ λογοτεχνία· παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποῦ νὰ ’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγµατα· ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς· ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός: νὰ κρίνει µὲ ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

      Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

      Ὅταν, στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.