|
|
|
|
|
|
Απάνθισμα: Κωστής Παλαμάς, (1859-1943), http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/kwsths_palamas/poihmata.htm#
Γύριζε
«Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!»
1908
Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!
Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι αὔριο ἴσως!
Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,
εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,
κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.
Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,
ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!
Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·
δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.
Τὰ σκολειὰ χτίστε
… Λιτὰ χτίστε τα, ἁπλόχωρα,
μεγάλα, γερὰ θεμελιωμένα,
ἀπὸ τῆς χώρας, ἀκάθαρτης,
πολύβοης, ἀρρωστιάρας, μακριά.
Μακριὰ τ᾿ ἀνήλιαγα σοκάκια,
τὰ σκολειὰ χτίστε.
Καὶ τὰ πορτοπαράθυρα τῶν τοίχων
περίσσια ἀνοῖχτε, νά ᾿ρχεται ὁ κὺρ Ἥλιος,
διαφεντευτής, νὰ χύνεται,
νὰ φεύγει, ὀνειρεμένο πίσω του
ἀργοσέρνοντας τὸ φεγγάρι.
Γιομίζοντάς τα νὰ τὰ ζωντανεύουν
μαϊστράλια καὶ βοριάδες καὶ μελτέμια
μὲ τοὺς κελαηδισμοὺς καὶ μὲ τοὺς μόσκους,
κι ὁ δάσκαλος, ποιητὴς
καὶ τὰ βιβλία νὰ εἶναι σὰν τὰ κρίνα…
Στὴ Νεολαία μας
Αὐτὸ κρατάει ἀνάλαφρο μὲς στὴν ἀνεμοζάλη
τὸ ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴ βοὴ πρεσβυτικὸ κεφάλι,
αὐτὸ τὸ λόγο θὰ σᾶς πῶ, δὲν ἔχω ἄλλο κανένα:
Μεθύστε μὲ τ᾿ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα.
1η Νοεμβρίου 1940
Ἡ ξενητεμένη
...Χιλιάδες χρόνια πέρασαν γιὰ νὰ φανῆς καὶ πάλι!
Ὤ! δόξα νάχη τἄγνωστο λισγάρι τοῦ χωριάτη
ποῦ κύλισε τοῦ τάφου σου τὴν πέτρα κι ἀναστήθης!
Κ᾿ εἶδες τὸν κόσμο ἀλλοιώτικο, καὶ τὴν Ἑλλάδαν ἄλλη
καὶ ξένη τὴν Ἀνατολὴ καὶ βάρβαρη τὴ γῆ σου,
καὶ σὰ νὰ μὴν τὴ γνώρισες, διάβηκες πρὸς τὴ Δύση!
Γύρισε πάλι, γύρισε στὰ μέρη ποὺ ἐγεννήθης!
Ὅτι κι ἂν εἶσαι, δύναμη, βασίλισσα, ὄνειρο, ἴσκιος,
θεὰ τῆς ὀμορφιᾶς, πηγὴ τῆς ἀρετῆς, ὦ Νίκη,
γύρισε πάλι, ὢ γύρισε στὰ μέρη ποὺ ἐγεννήθης.
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
Τὴν ὥρα τὴν ὑπέρτατη ποὺ θὰ τὸ σβῇ τὸ φῶς μου
ἀγάλια-ἀγάλια ὁ θάνατος, ἕνας θὲ νὰ εἶν᾿ ἐμένα
ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου.
Δὲ θὰ εἶν᾿ οἱ κούφιοι λογισμοί, τὰ χρόνια τὰ χαμένα,
τῆς φτώχειας ἡ ἔγνοια, τοῦ ἔρωτα ἡ ἀκοίμητη λαχτάρα,
μιὰ δίψα μέσ᾿ στὸ αἷμα μου, προγονικὴ κατάρα,
μήτε ἡ ζωή μου ἡ ἀδειανὴ συρμένη ἀπ᾿ τὸ μαγνήτη
πάντα τῆς Μούσας, μήτ᾿ ἐσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ὁ πιὸ τρανὸς καημός μου
θὰ εἶναι πῶς δὲ δυνήθηκα μ᾿ ἐσὲ νὰ ζήσω, ὦ πλάση,
πράσινη ἀπάνου στὰ βουνά, στὰ πέλαγα, στὰ δάση,
θὰ εἶναι πὼς δὲ χάρηκα σκυφτὸς μέσ᾿ στὰ βιβλία,
ὦ φύση, ὁλάκερη ζωή, κι ὁλάκερη σοφία!
Τῆς Ἀθηνᾶς ἀνάγλυφο
Πῶς ἀκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ;
Τὴ φοβερή σου περικεφαλαία
βαριὰ πῶς γέρνεις πρὸς τὸ στῆθος, Κόρη;
Ποιὸς πόνος τόσο εἶναι τρανός, ὦ Ἰδέα,
γιὰ νὰ σὲ φτάση! Ὀχτροὶ κεραυνοφόροι
δὲν εἶναι γιὰ δικά σου τρόπαια νέα;
Δὲν ὁδηγεῖ στὸ Βράχο σου τὴν πλώρη
τοῦ καραβιοῦ σου πλέον πομπὴ ἀθηναῖα;
Σὲ ταφόπετρα βλέπω νὰ τὴν ἔχη
καρφωμένη μία πίκρα τὴν Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, ἀπίστευτο θὰ τρέχη ...
Χαμένη κλαῖς τὴν ἱερή σου πόλη
ἢ νεκρὴ μέσ᾿ στὸ μνῆμα καὶ τὴν ὅλη
τοῦ τότε καὶ τοῦ τώρα, ὠιμένα! Ἑλλάδα;
1896
Ὁ θάνατος τῆς Μακαρίας
Στῆς Ἀθήνας τὸ χῶμα ὁ Δίας ὁ Ἀγοραῖος
βλέπει τὰ σπλάχνα τοῦ Ἡρακλῆ γονατισμένα
στὸν ἄγγιχτο βωμό του ὁλάρφανα, ἕρμα, ξένα
ὁ Ἀργίτης φοβερός, ἀνήμπορο τὸ χρέος.
Ψυχοπονετικὸς ὁ ρήγας ὁ Ἀθηναῖος,
ἀλλ᾿ ὢ σκληρότατος χρησμὸς ποὺ τρώει τὰ φρένα!
«Ἀπὸ τὸ αἷμα σου, ὦ τρισεύγενη παρθένα,
θὰ νικηθῆ ὁ ἀνίκητος ὀχτρὸς ὁ νέος!»
Κανένας δὲ σαλεύει, ὠιμέ! παντέρμ᾿ ἡ ὀρφάνια!
Τότε γιομάτη ἀπ᾿ τῶν ἡρώων τὴν περηφάνια,
μιᾶς χώρας κ᾿ ἑνὸς γένους λυτρωτής, ὦ θεία
τρισάξια θυγατέρα τοῦ μεγάλου Ἀλκίδη,
φέρνεις τὰ στήθια στῆς θυσίας τὸ λεπίδι,
καὶ τρισελεύτερη πεθαίνεις, Μακαρία!
1896
Ὁ γκρεμιστής
Ἀκοῦστε. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γκρεμιστής, γιατί εἶμ᾿ ἐγὼ κι ὁ κτίστης,
ὁ διαλεχτὸς τῆς ἄρνησης κι ὁ ἀκριβογιὸς τῆς πίστης.
Καὶ θέλει καὶ τὸ γκρέμισμα νοῦ καὶ καρδιὰ καὶ χέρι.
Στοῦ μίσους τὰ μεσάνυχτα τρέμει ἑνὸς πόθου ἀστέρι.
Κι ἂν εἶμαι τῆς νυχτιᾶς βλαστός, τοῦ χαλασμοῦ πατέρας,
πάντα κοιτάζω πρὸς τὸ φῶς τὸ ἀπόμακρο τῆς μέρας.
ἐγὼ ὁ σεισμὸς ὁ ἀλύπητος, ἐγὼ κι ὁ ἀνοιχτομάτης·
τοῦ μακρεμένου ἀγναντευτής, κι ὁ κλέφτης κι ὁ ἀπελάτης
καὶ μὲ τὸ καριοφίλι μου καὶ μὲ τ᾿ ἀπελατίκι
τὴν πολιτεία τὴν κάνω ἐρμιά, γῆ χέρσα τὸ χωράφι.
Κάλλιο φυτρῶστε, ἀγκριαγκαθιές, καὶ κάλλιο οὐρλιάστε, λύκοι,
κάλλιο φουσκῶστε, πόταμοι καὶ κάλλιο ἀνοῖχτε τάφοι,
καί, δυναμίτη, βρόντηξε καὶ σιγοστάλαξε αἷμα,
παρὰ σὲ πύργους ἄρχοντας καὶ σὲ ναοὺς τὸ Ψέμα.
Τῶν πρωτογέννητων καιρῶν ἡ πλάση μὲ τ᾿ ἀγρίμια
ξανάρχεται. Καλῶς νὰ ῾ρθῆ. Γκρεμίζω τὴν ἀσκήμια.
Εἶμ᾿ ἕνα ἀνήμπορο παιδὶ ποὺ σκλαβωμένο τό ῾χει
τὸ δείλιασμα κι ὅλο ρωτᾷ καὶ μήτε ναὶ μήτε ὄχι
δὲν τοῦ ἀποκρίνεται κανείς, καὶ πάει κι ὅλο προσμένει
τὸ λόγο ποὺ δὲν ἔρχεται, καὶ μία ντροπὴ τὸ δένει
Μὰ τὸ τσεκοῦρι μοναχὰ στὸ χέρι σὰν κρατήσω,
καὶ τὸ τσεκοῦρι μου ψυχὴ μ᾿ ἕνα θυμὸ περίσσο.
Τάχα ποιὸς μάγος, ποιὸ στοιχειὸ τοῦ δούλεψε τ᾿ ἀτσάλι
καὶ νιώθω φλόγα τὴν καρδιὰ καὶ βράχο τὸ κεφάλι,
καὶ θέλω νὰ τραβήξω ἐμπρὸς καὶ πλατωσιὲς ν᾿ ἀνοίξω,
καὶ μ᾿ ἕνα Ναὶ νὰ τιναχτῶ, μ᾿ ἕνα Ὄχι νὰ βροντήξω;
Καβάλα στὸ νοητάκι μου, δὲν τρέμω σας ὅποιοι εἶστε
γκρικάω, βγαίνει ἀπὸ μέσα του μιὰ προσταγή: Γκρεμίστε!
Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή.
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ,
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι,
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ,
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα,
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά,
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.
Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη,
τὸν καβαλλάρη νηστικό,
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.
Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή,
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.
Κυμοθόη
- Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
τοῦ πέλαου τὴ λαχτάρα καὶ τοῦ ἀφροῦ,
ποὺ εἶν᾿ ἔξω ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα τῆς πλάσης
καὶ πέρα ἀπὸ τὰ βρόχια τοῦ καιροῦ;
- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
τῶν πέλαων τὴ χαρὰ καὶ τῶν ἀφρῶν
στὰ πόδια της νὰ σέρνῃ τὸν Ἀσκραῖο,
τὸν ψάλτη τῶν ἡρώων καὶ τῶν καιρῶν.
- Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
τὰ κύματα μαγνῆτες καὶ καημοί,
χρυσὰ δελφίνια στὴ φωνή της παίζουν
καὶ στὸ κορμί.
- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη,
νὰ ξεθάφτῃ στὴν ἄβυσσο θαφτὸ
τοῦ Βασιλιᾶ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι
τ᾿ ὀνειρευτό.
-Ποιὸς εἶδε τὴ νεράιδα Κυμοθόη;
Τὸ πρόσωπό της μιὰ φεγγοβολή,
τὸ φεγγάρι στῆς θάλασσας τοὺς κόρφους
ποὺ τρέμει ἀπάνου τους καὶ τοὺς φιλεῖ.
- Ἐγὼ εἶδα τὴ νεράιδα Κυμοθόη
νὰ ποτίζῃ τὸ θεῖο τραγουδιστὴ
στοῦ βασιλιὰ τῆς Θούλας τὸ ποτήρι...
θνητὸς ἢ θεῖος, μακάριος ποὺ θὰ πιεῖ.
Ὀρφικὸς Ὕμνος
Ἔξω ἀπὸ τοὺς δρόμους τῶν ἀστόχαστων,
λειτουργὸς καὶ ψάλτης ὀρφικός,
ἕναν ὕμνο ξαναφέρνω
μιᾶς λατρείας πανάρχαιας πρὸς τὸ φῶς.
Ἔτρεξε ὡς τὰ τώρα ὁ λογισμός μου,
καταχωνιασμένος ποταμὸς
ξάφνισμα στὸ βούισμα τῶν ἀνθρώπων
τῆς κιθάρας μου ὁ ρυθμός.
Νύχτα ξεκινῶ, νύχτ᾿ ἀνεβαίνω
τὴ δυσκολανέβατη κορφὴ
θέλω μόνος, θέλω πρῶτος
τ᾿ ἀπολλώνιο φῶς νὰ χαιρετίσω,
ἐνῶ κάτου στοὺς ἀνθρώπους
θὰ εἶν᾿ ἀκόμα ὁ ὕπνος καὶ τὸ σκότος.