Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Άγγελος Σικελιανός (1884-1951), Λυρικὸς Βίος, Β', Ε', Ίκαρος 1978

 

Γιατί βαθιά μου δόξασα

Γιατί βαθιά μου δόξασα καί πίστεψα τή γῆ

καί στή φυγή δέν ἅπλωσα τά μυστικά φτερά μου,

μά ὁλάκερον ἐρίζωσα τό νοῦ μου στή σιγή,

νά πού καί πάλι ἀναπηδᾶ στή δίψα μου ἡ πηγή,

πηγή ζωῆς, χορευτική πηγή, πηγή χαρά μου…

 

Γιατί ποτέ δέ λόγιασα τό πότε καί τό πῶς,

μά ἐβύθισα τή σκέψη μου μέσα στήν πᾶσαν ὥρα,

σά μέσα της νά κρύβονταν ὁ ἀμέτρητος σκοπός,

νά τώρα πού, ἤ καλοκαιριά τριγύρα μου εἴτε μπόρα,

λάμπ’ ἡ στιγμή ὁλοστρόγγυλη στό νοῦ μου σάν ὀπώρα,

βρέχει ἀπ’ τά βάθη τ’ οὐρανοῦ καί μέσα μου ὁ καρπός!...

 

Γιατί δέν εἶπα: «ἐδῶ ἡ ζωή ἀρχίζει, ἐδῶ τελειώνει...»

μά «ἄν εἶν’ ἡ μέρα βροχερή, σέρνει πιό πλούσιο φῶς…

μά κι ὁ σεισμός βαθύτερη τή χτίση θεμελιώνει,

τί ὁ ζωντανός παλμός τῆς γῆς πού πλάθει εἶναι κρυφός...»

νά πού, ὅ,τι στάθη ἐφήμερο, σά σύγνεφο ἀναλιώνει,

νά πού κι ὁ μέγας Θάνατος μοῦ γίνηκε ἀδελφός!...

 

Ἱερὰ Ὁδός (1935)

Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα

ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου

μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως

ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα

βουλιάζει.

              Γιατί ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,

σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει

ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν

περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο

ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει

σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.

Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα

σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.

         Φανερωμένος

μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε

ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια

γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα

ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,

μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.

 

Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος

κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα

μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα

π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,

θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν

ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,

σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας

ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα

αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.

 

Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο

τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.

Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,

καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες

συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.

 

Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου

καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω

νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο

τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να

χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία

τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε

στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.

 

                                             Ἡ μία,

(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,

μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο

τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω

μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη

ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν

ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,

αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,

μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,

γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν

Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της

πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.

Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,

σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο

μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο

ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα

τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα

τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα

στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!

 

Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη

ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα

πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας

στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο

ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες

φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια

τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,

νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της

γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται

ζωηρά.

K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα

ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,

ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες

στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·

ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.

 

Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία

τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,

δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα

μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου

τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,

μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου

τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα

δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες

ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.

                            Τί ἐτούτη ἀκόμα

ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.

                                 Καὶ σκυμμένο

τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,

καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος

κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.

                                            Μὰ ὡς, τέλος,

ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας

ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,

καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου

μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι

τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια

τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.

K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:

«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα

ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,

κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,

θὰ γιορτάσουν μαζί;»

        Κι ὡς προχωροῦσα,

καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια

πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος

νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,

καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει

τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα

βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε

πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σά βυθίστη

ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,

ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,

ἕνα μούρμουρο,

κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλεε:

                                           «Θὰ ’ρτει.»

Μακρυγιάννης

Χαρὰ σὲ κειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε,

ἀπ᾿ τὶς σκόνες σκεπασμένο,

τὸ δίστομο σπαθὶ τοῦ Λόγου Σου
στὸν ἥλιο, Μακρυγιάννη,

κ’ εἶδε πού οἱ κόψες του μεμιᾶς ξεστράψαν,

ἀνέγγιχτες, στο φῶς,

κι οἱ δυό πλευρές του λάμψαν

γυμνές,

σά νά ’βγαιναν τήν ἴδια τούτην ὥρα ἀπό τ’ ἀκόνι,

καί πώς βωδοῦσαν, ἀπ’ τή μιά μεριά πλυμένες

μέ τό αἷμα τῶν ὀχτρῶνε,

κι ἀπ’ τήν ἄλλη

σάμπως νά θέρισαν αὐτή τήν ἴδιαν ὥρα

μοσκιές καί βιόλα ἀπ’ τοῦ μπαξέ Σου τά λουλούδια!

 

Κι ἀπάνω καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς γραφή.

 

Ἀπ᾿ τὴ μιά,

τὰ λόγια αὐτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:

«Τὴ λευτεριά μας τούτη δὲν τὴν ἥβραμε στὸ δρόμο,

καὶ δὲ θὰ μποῦμεν εὔκολα στοῦ αὐγοῦ τὸ τσόφλι,

γιατὶ δὲν εἴμαστε κλωσόπουλα, σ᾿ αὐτὸ νὰ ξαναμποῦμε πίσω·

μὰ ἐγίναμε πουλιὰ,

 καὶ τώρα πιὰ στὸ τσόφλι δὲ χωροῦμε.»

 

Κι ἀπό τὴ δεύτερη πλευρά,

γραφὴ ἄλλη χαραγμένη:

«Ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου

ἀκόμα καὶ τὸ θάνατο τὸν δέχομαι·

τὶς τόσες φορὲς τὸν θάνατο ἐζύγωσα, ἀδερφοί μου,

καὶ δὲ μὲ πῆρε,

ποὺ, γιὰ τοῦτο,

τὸ θάνατο καταφρονῶ,

κι ἀπάνω στὴν ἀλήθεια μου πεθαίνω.»

 

Χαρὰ σ’ ἐκειὸν ποὺ πρωτοσήκωσε ἀπ᾿ τὸ χῶμα αὐτὴ τὴ σπάθα

καὶ τέτοια διάβασεν ἀπάνω της βαγγέλια.

 

Χαρά, λοιπόν, σ’ Ἐσένα πρῶτα, γερο-Βλαχογιάννη!

Μά τώρα καί σ’ ἐμᾶς χαρά

πού ἀπ’ τίς ἑφτά πληγές τοῦ στρατηγοῦ μας,

πού σιωπηλά ξανάνοιξαν καί τρέχουν,

σάν ἀπό ἑφτά πηγές

κι ὡσάν ἑφτά ν’ ἀνάβρυζαν μπροστά μας κεφαλάρια,

σέ τοῦτα σκύβοντας,

πλατιά τή δίψα μας

βαθιά τήν πίκρα μας

νά ξαλαφρώσουμε μποροῦμε!

 

Καί νά πού, σκώνοντας τά μάτια ἀπ’ τίς πληγές του

θαρροῦμε τώρα πώς ἀκέριο θά τόν δοῦμε

μές στά χρυσάρματά του, ὅπως τή μέρα

πού, σά ν’ ἀνέβαινε ψηλότερα κι ἀπ’ ὅποιο θρόνον,

ἐκαβαλίκεψε πά στ’ ἄλογο τοῦ Καραϊσκάκη,

ἤ τή βαθιά πώς θέ ν’ ἀκούσουμε φωνή του,

καθώς ἀπάνω στήν πιό πλούσια τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνάβρα

κάνοντας ἔφοδο γιά τοῦ ἴδιου τ’ οὐρανοῦ τίς πύλες,

ἥρωας μιλοῦσε μέ τό Θεό, στόμα μέ στόμα,

κ’ εἶχε σέ χείλη καί καρδιά φωτιά τό Λόγο:

 

«Τί καρτερεῖς ἀκόμα τάχα, Δικαιοκρίτη;

σά σβόλος χῶμα πού τόν ἔκοψε τ’ ἀλέτρι

και νιώθει μέσα του τή ζωή νά μυρμηγκιάζει,

κι ὡσάν τή μήτραν ὁπού δέχτηκε τό σπόρο

σκιρτάει νά θρέψει καί νά δέσει καί νά πλάσει

τόν κόσμο πού καρτέραγε ἀπό τόσα χρόνια,

σπαρτός ἀπ’ τό δικό Σου Λόγο, Μακρυγιάννη!

 

Κι ὅλων μας τό αἷμα θέλει νά ’μπει μές στ’ αὐλάκι,

τό ἴδιο τό χωράφι νά ποτίσει, στρατηγέ μας!

τί πιά δέν εἴμαστε στό «ἐγώ», ὡς Ἐσύ μᾶς τό ’πες,

μά σήμερα εἴμαστε στό «ἐμεῖς», κι ἄς μαζωχτοῦμε

σ’ ἕνα σκοπόν,  ἄν θέλουμε νά φκιάσουμε χωριό καί κόσμο!...

Κι ἄξιο ξαντίμεμα τοῦ μόχτου, μᾶς ἄς εἶναι

πού ἀπ’ τίς ἑφτά πληγές Σου, στρατηγέ μας,

πού σιωπηλά ξανάνοιξαν καί τρέχουν,

σάν ἀπό ἑφτά πηγές

κι ὡσάν ἑφτά ν’ ἀνάβρυζαν μπροστά μας ἅγια κεφαλάρια,

 

σε τοῦτα σκύβοντας,

πλατιά τή δίψα μας,

βαθιά τήν πίκρα μας,

να ξαλαφρώσουμε μποροῦμε!