|
|
|
|
|
|
Απάνθισμα: Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894), http://vlahofonoi.blogspot.com/2011/02/blog-post_8779.html,
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/kwstas_krystallhs_poems.htm, Λίνος Πολίτης, Ποιητική Ανθολογία, Βιβλίο 6ο, εκδ. «Δωδώνη», Αθήνα 1980.Κρυστάλλη, ὁ ποιητής
δέν ζεῖ στοῦ σκλάβου τή φοβέρα.
Γι’ αὐτό ἀπ’ τή γῆ
πού πάτησες παιδί
τοῦ Τούρκου ἡ μπόρα
σ’ ἔρριξε στῆς ἐλεύθερης
πατρίδας τόν ἀέρα.
Μά ἐκεῖ, σοῦ ἐστάθη πιό σκληρή!
Κωστής ΠαλαμάςΣτὸ Σταυραϊτό
Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραϊτέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα,
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια,
καὶ μές στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις·
φωλιάζεις μές στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τ’ ἄστρα,
μὲ τὴ βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τ’ ἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιάν σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.
Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο, κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραϊτέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια,
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει·
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀιτός, στοιχειὸ καὶ δράκος,
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μές στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου,
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάχνα μου, κουφοβοσκάει τὴ νιότη.
Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ· ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀιτέ μου,
μές στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τά ’χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νά ’ρχεται ἀπὸ τὴ λαγκαδιά, σὰ μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύη τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.
Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους,
θέλω τοῦ λόγκου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαηδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ,
καὶ θέλω νά ’χω στρῶμα μου, νά ’χω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμό τὰ χιόνια.
Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.
Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀιτέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ραϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβηέμαι νύχτα μέρα.
Παρακαλῶ σε, σταυραϊτέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο,
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
Tραγούδι τῆς ξενιτιᾶς
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Θὰ πάρω ἕναν ἀνήφορο νὰ βγῶ σὲ κορφοβούνι,
νὰ βρῶ κλαράκι φουντωτὸ καὶ ριζιμιὸ λιθάρι,
νὰ βρῶ καὶ μία κρυόβρυση, νὰ ξαπλωθῶ στὸν ἴσκιο,
νὰ πιῶ νερὸ νὰ δροσισθῶ, νὰ πάρω λίγη ἀνάσα,
ν᾿ ἀρχίσω νὰ συλλογισθῶ τῆς ξενιτιᾶς τὰ πάθη,
νὰ εἰπῶ τὰ μαῦρα ντέρτια μου καὶ τὰ παράπονά μου.
Ἄνοιξε θλιβερὴ καρδιὰ καὶ πικραμένο ἀχείλι,
βγάλε κάνα χαμόγελο καὶ πὲς κάνα τραγούδι.
-Τραγούδια ἂν ἔχ᾿ ἡ μαύρη γῆ, κι ὁ τάφος χαμογέλια,
ἔχει καὶ τοῦ παιδιοῦ ἡ καρδιὰ ποὺ περπατεῖ τὰ ξένα.
Τὰ ξένα ἔχουν καημοὺς πολλοὺς καὶ καταφρόνια πλῆθος!
Στὰ ξένα δὲν ἀνθίζουνε τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα,
καὶ δὲν λαλοῦνε τὰ πουλιά, ζεστὸς δὲ λάμπει ὁ ἥλιος,
δὲ φυλλουριάζουν τὰ βουνά, δὲν πρασινίζει ὁ κάμπος,
καὶ δὲ δροσίζει τὸ νερό, καὶ τὸ ψωμὶ πικραίνει!...
Στὰ ξένα, ποιὸς θὰ σὲ χαρεῖ καὶ ποιὸς θὰ σοῦ γελάσει;
Ποῦ ν᾿ τῆς μανούλας τὰ φιλιά, τὰ χάδια τοῦ πατέρα;
Ποῦ ‘ναι τὰ γέλια τ᾿ ἀδερφοῦ κι ἡ συντροφιὰ τοῦ φίλου;
Ποῦ ν᾿ τῆς ἀγάπης οἱ ματιὲς καὶ τὰ γλυκὰ τὰ λόγια;
Ἂν ἀρρωστήσης, ποιὸς θά ρθῆ στὴν ξενιτιὰ σιμά σου
νὰ σὲ ρωτᾷ τὸν πόνο σου, τὰ γιατρικὰ νὰ δίνη,
στὸ ἔρμο σου προσκέφαλο νὰ ξενυχτάη μαζί σου;
Κι ἂν ἔρθη μέρ᾿ ἀγλύκαντη στὰ ξένα νὰ πεθάνης,
ποιὸς θὰ βρεθῆ στὸ πλάι σου τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείση;
Ποιὸς θὰ σοῦ λούση τὸ κορμί, ποιὸς θὰ σὲ σαβανώση;
Στὸ λειψανό σου ποιὸς θά ρθῆ λουλούδια νὰ σὲ ράνη;
Καὶ ποιὸς μὲ πόνο θὰ ριχτῆ στὸ νεκροκρέββατό σου
γιὰ νὰ σὲ κλάψη; Ποιὸς θὰ εἰπῆ γιὰ ἐσένα μοιρολόγι;
Ἄχ! πῶς τοὺς θάφτουν, νά ’ξερες καὶ πῶς τοὺς πᾶν τοὺς ξένους!
Χωρὶς λιβάνι καὶ κηρί, χωρὶς παπὰ καὶ ψάλτη!
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!..
Ποῦ νὰ τὸν πῶ τὸν πόνο μου, ποῦ νὰ τὸν ἀπορίξω;
Νὰ τὸν εἰπῶ στὰ τρίστρατα, τὸν παίρνουν οἱ διαβάτες,
νὰ τὸν ἀφήσω στὰ κλαριά, τὸν παίρνουν τ᾿ ἀγριοπούλια!...
Κι ἂν κλάψω, τὰ φαρμακερὰ τὰ δάκρυα ποῦ νὰ πέσουν;
Ἂν πέσουνε στὴ μαύρη γῆ, χορτάρι δὲν φυτρώνει,
ἂν πέσουνε στὸν ποταμό, ὁ ποταμὸς θὰ στύψη,
ἂν πέσουνε στὴ θάλασσα, πνίγουνται τὰ καράβια,
κι ἂν τὰ βαστάξω στὴν καρδιά, μὲ καῖν, μὲ φαρμακώνουν!...
Ἀνάθεμά σε, ξενιτιά, μὲ τὰ φαρμάκια πὄχεις!
Ἡ ποδιὰ τῆς Μαριῶς
Πλένει ἡ Μαριὼ στὸν ποταμό, πλένει τὲς φορεσιές της,
κι οἱ ὀμορφιές της λάμπουνε, κι ἀστράφτουν στὸ κορμί της
ἀράδες τ᾿ ἀσημόκουμπα κι ἀράδες τὰ γιουρντάνια,
καὶ στὰ καθάρια τὰ νερὰ τὰ πόδια της ἀσπρίζουν
σὰν νἆταν μὲ τριαντάφυλλα καὶ γάλα ζυμωμένα.
Περνοῦν ἐκεῖθε πιστικοὶ καὶ κυνηγοὶ διαβαίνουν,
κι ἄλλοι τὴν λὲν Λιογέννητη, ἄλλοι τὴν λὲν Νεράιδα.
Πέρασε κ᾿ ἕνας σταυραετός, πέρασε ἀπάνω ἀπάνω,
καὶ σὰν νὰ νοιάστηκε κι αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ τῆς κόρης,
χαμήλωσε ὡς στὸν ποταμὸ κι ἁρπάζει τὴν ποδιά της,
τὴ λαχουριά της τὴν ποδιά, τὴ χρυσοκεντημένη,
ποὖχε ξομπλιάσει ἀπάνω της τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ σκούζει ἡ ἄμοιρη Μαριὼ καὶ κλαίει τὴν ποδιά της.
Ὁ σταυραετὸς μεσουρανὶς χάθηκε μὲσ᾿ στὰ ἀστέρια.
Σὲ λίγες μέρες ὕστερα ταράχθηκεν ἡ χώρα,
παγάνα πῆραν τὰ χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι
καὶ δείχνουνε στὲς λυγερὲς ποδιὰ γεμάτη ἀστέρια,
καὶ σ᾿ ὅποιας πιάσει τὸ κορμί, καὶ ὅποια τὴν πεῖ δική της,
ἐκείνη θὰ τὴν πάρουνε μαζί τους στὸ παλάτι.
Πέρασαν, πέρασαν χωριὰ τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
δείχνοντας τὴ χρυσὴ ποδιά, κι οὔτε κι εὑρέθη κόρη
νὰ τῆς ταιριάζει στὸ κορμὶ καὶ τὴν πεῖ δική της.
Καὶ στῆς Μαριῶς πᾶν τὸ χωριὸ καὶ δείχνουνε στὲς κόρες
ἀράδα ἀράδα τὴν ποδιά, καὶ τὴν γνωρίζουν ὅλες.
Μέσα στὲς ἄλλες ἔρχεται καὶ τῆς Μαριῶς ἡ ἀράδα,
καὶ κοκκινίζει ἀπὸ χαρὰ καὶ παίρνει καὶ τὴν ζώνει,
τήνε γνωρίζουνε μὲ μιᾶς τοῦ βασιλιᾶ οἱ ἀνθρῶποι,
καὶ τήνε παίρνουνε μαζί, τὴν φέρνουν στὸ παλάτι.
Παίρνουν αὐτοὶ τὸ τάμα τους, κι ὁ βασιλιὰς τὴν κόρη.
Ἡ καπετάνισσα
Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!
Ἡ νησιωτοπούλα
Νησιωτοπούλα κάθεται σὲ μαρμαρένιον πύργο,
μὲ κέντημα στὰ χέρια της, μ᾿ ἀγάπη στὴν καρδιά της.
Φορὲς-φορὲς τὸ κέντημα κεντοῦσε μὲ τραγούδια,
φορὲς-φορὲς πισώριχνε τὰ ξεπλεγα μαλλιά της.
Κι ἀγνάντευε τὸ πέλαγος π᾿ ἁπλώνετο μπροστά της,
καὶ γκαρδιακὰ ἀναστέναζε κ᾿ ἐχτύπαγε τὰ στήθια,
γιατ᾿ ἀγριεμένο τὄβλεπε, μαῦρο, φουρτουνιασμένο·
κι αὐτὴ εἶχε λόγο, στὸ γιαλὸ νὰ κατεβεῖ τὸ βράδυ,
κι ἀπ᾿ τὸ νησὶ τ᾿ ἀντικρυνό, ποὺ χάνεται στὸ κύμα,
ὁ ἀγαπημένος της νἀρθεῖ, νὰ ποῦν τὸν ἔρωτά τους.
Ὁ ἥλιος ἐβασίλεψε· σκοτάδιασε, νυχτώνει.
Τὸ κέντημά της τ᾿ ὄμορφο ἀπαρατάει ἡ κόρη,
καὶ κατεβαίνει στὸ γιαλὸ καὶ τὸν ἀκαρτεράει.
Μαυρολογᾶνε τὰ βουνά, καὶ σύγνεφα μεγάλα
σκεπάζουνε στὸν οὐρανὸ τ᾿ ἀστέρια πέρα πέρα,
φυσομανάει τὸ πέλαγο, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ὅταν τὰ νέφια ἀστράφτουνε, δείχνουν κορφὲς ἀφράτες,
καὶ δὲν γροικιέται πουθενὰ τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Κάθεται ἡ νιὰ κι ἀκαρτέρει στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ βράχια.
Τὰ μακρυά της τὰ μαλλιὰ τὰ κυματίζει ὁ ἀγέρας,
καὶ σποῦνε μέσ᾿ στὰ πόδια της τὰ κύματα μὲ βόγγο.
Ὧρες τηράει τὸ πέλαγο, ὧρες τηράει μπροστά της,
νέφια καὶ κύματα μαζὶ συχνορωτάει μὲ πόνο,
ἂν εἶδαν κάπου νάρχεται τ᾿ ἀγαπημένου ἡ βάρκα.
Τὰ σύγνεφα μένουν βουβά, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κι ἀναστενάζουνε βαριὰ-βαριὰ τῆς νιᾶς τὰ στήθια.
Φυσομανάει ἡ θάλασσα, τὰ κύματα βογγοῦνε,
κ᾿ ἕνα μὲ τ᾿ ἄλλο σπρώχνονται καὶ σπάνουν στ᾿ ἀκρογιάλι·
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἡ κόρη τὰ ρωτᾶ, βλέπει ἕνα θεριωμένο
νὰ ψηλωθεῖ, νὰ ψηλωθεῖ, τὰ βράχια νὰ περάσει,
καὶ νὰ τὴν πνίγει στὸν ἀφρό. Τραβιέται ἡ κόρη πίσω,
καὶ κλειώντας τὴν ἀγκάλη της, ποὺ ὁλάνοιχτη βαστοῦσε
τὸν ἀκριβό της νὰ δεχθεῖ, σφίγγει στὰ στήθια ἀπάνου
παραδαρμένο ἕνα κορμί, καὶ ἄψυχο, καὶ κρύο.
Ταχιὰ ἡ φουρτούνα ἡσύχασε, τὰ κύματα μερέψαν,
καὶ οἱ ψαράδες πὤριχναν στὸ πέλαγο τὶς βάρκες,
στ᾿ ἀκρογιαλιοῦ τὰ χώματα καὶ μὲσ᾿ στὰ βράχια βρίσκουν
παραριγμένα δύο κορμιὰ καὶ σφιχταγκαλιασμένα.
Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο
Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.
Τραγούδι τοῦ ἀργαλειοῦ
Ἡ Ζερβοπούλα ἡ ὄμορφη κι ἀρχοντοδυγατέρα
στὸν ἀργαλιὸ τῆς ὕφαινε κι ἀνάρια ἐτραγουδοῦσε:
- Διασίδι, καλοδιάσιδο, γνεμένο στὸ νυχτέρι,
διασίδι μ᾿, ὄντας σ᾿ ἔγνεθα, τὸν συχνονειρεύομουν,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐδιάζομουν, ἦρθεν ἀπὸ τὰ ξένα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐτύλιγα στὴν ἐκκλησιὰ τὸν εἶδα,
διασίδι, ὄντας σ᾿ ἐκόλναγα, μὄστειλεν ἀρραβῶνα.
Παῖξε ἀργαλιέ μου, βρόντησε, πέτα χρυσὴ σαΐτα,
τρίχτε καημένα χτένια μου, βαστᾶτε τὸν ἠχό μου,
νὰ βγοῦν τὰ ὑφάδια γλήγορα, νὰ ράψω τὰ προικιά μου,
γιατ᾿ ὁ καλός μου βιάζεται, βιάζεται νὰ μὲ πάρει!