Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Απάνθισμα

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Απάνθισμα: Σαν σήμερα πέθανε ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943)· ο Άγγελος Σικελιανός (Λυρικός Βίος, Ε', εκδ. Ίκαρος 1978) στην κηδεία του απήγγειλε:

 

Παλαμᾶς

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…

Βογκῆστε, τύμπανα πολέμου… Οἱ φοβερής

σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνα βουνὸ

μὲ δάφνες ἂν ὑψώσουμε ὡς τὸ Πήλιο κι ὡς τὴν Ὄσσα,

κι ἂν τὸ πυργώσουμε ὡς τὸν ἕβδομο οὐρανό,

ποιὸν κλεῖ, τί κι ἂν τὸ πεῖ ἡ δικιά μου γλώσσα;

Μὰ Ἐσὺ, Λαέ, ποὺ τὴ φτωχή Σου τὴ μιλιά,

Ἥρωας τὴν πῆρε καὶ τὴν ὕψωσε ὥς τ᾿ ἀστέρια,

μεράσου τώρα τὴ θεϊκὴ φεγγοβολιὰ

τῆς τέλειας Δόξας Του, ἀνασήκωσ᾿ Τον στὰ χέρια

 

γιγάντιο φλάμπουρο κι ἀπάνω ἀπὸ μᾶς

ποὺ Τὸν ὑμνοῦμε μὲ καρδιὰ ἀναμμένη,

πὲς μ᾿ ἕνα μόνο ἀνασασμόν: «ὁ Παλαμᾶς!»,

ν᾿ ἀντιβογκήσει τ᾿ ὄνομά Του ἡ Οἰκουμένη!

 

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…

Βογκῆστε, βούκινα πολέμου!… Οἱ ἱερές

σημαῖες, ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

 

Σ᾿ αὐτὸ τὸ φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα! Ἕνας λαός,

σηκώνοντας τὰ μάτια του, τὴ βλέπει·

κι ἀκέριος φλέγεται ὥσμε τ᾿ ἄδυτο ὁ Ναός,

κι ἀπὸ ψηλὰ νεφέλη Δόξας Τόνε σκέπει.

 

Τί πάνωθέ μας, ὅπου ὁ ἄρρητος παλμὸς

τῆς αἰωνιότητας, ἀστράφτει αὐτὴν τὴν ὥρα

Ὀρφέας, Ἠράκλειτος, Αἰσχύλος, Σολωμὸς

τὴν ἅγια δέχονται ψυχὴ τὴν τροπαιοφόρα,

 

ποὺ, ἀφοῦ τὸ ἔργο της θεμέλιωσε βαθιὰ

στὴ γῆν αὐτὴν μὲ μιάν ἰσόθεη Σκέψη,

τὸν τρισμακάριο τώρα πάει ψηλὰ τὸν Ἴακχο

μὲ τοὺς ἀθάνατους θεοὺς γιὰ νὰ χορέψει.

 

Ἠχῆστε οἱ σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,

δονῆστε σύγκορμη τὴ χώρα πέρα ὡς πέρα…

Βόγκα, Παιάνα! Οἱ σημαῖες οἱ φοβερὲς,

στῆς Λευτεριᾶς ξεδιπλωθεῖτε στὸν ἀέρα!

 

      Η Άννα Σικελιανού γράφει σχετικά: «[…] Θέλω μόνο νά θυμηθῶ τήν τελευταία ματιά τοῦ Ποιητῆ (ενν. του Παλαμά) πού,  ἐνῶ μᾶς κοίταζε κατάματα, ἀπό τή μακρά ψυχική προετοιμασία του, μᾶς ξεπερνοῦσε καί μᾶς ἄφηνε πίσω κι ὅλο προχωροῦσε πέρα πρός τή μορφή πού εἶχε φύγει λίγες μέρες πρίν (ενν. τη Ναυσικά, σύζυγο του Παλαμά) καί πλανιότανε τώρα πλάι του ἀπό τούς στίχους του κι ἐμεῖς κλαίγαμε μέ τή θύμησή της καί μέ τόν ἀγώνα μας νά φτάσομε κι ἐμεῖς στό ἄπειρο τῆς ματιᾶς του. Γονατίσαμε καί τοῦ φιλήσαμε τό χέρι γιά τελευταῖο χαιρετισμό, κι ὁ Ἄγγελος τόν ρώτησε ἄν τόν ἐνοχλοῦσε τό φῶς. Ἐκεῖνος πῆρε τό κεφάλι τοῦ Ἄγγελου στά χέρια του, τόν φίλησε στό μέτωπο καί τοῦ εἶπε:

-Ποιο φῶς; Το φῶς εἶσ’ Ἐσύ!

       Ἔπειτα ἀπό μιά βδομάδα μᾶς ἦρθε τό μήνυμα γιά τό θάνατό του, κι ὁ Ἄγγελος ἔτρεξε πρῶτος κι ἔπειτα ἀπό λίγη ὥρα κι ἐγώ. Μπήκαμε στό δωμάτιο και εἴδαμε τό νεκρό στό κρεβατάκι του, ντυμένο μέ τό φράκο του, τό κολλαριστό πουκάμισο, τά σκληρά παπούτσια του, κι ὅλη αὐτή ἡ ἐπισημότητα σχημάτιζε ἀπό τώρα ἕναν στενόκοπο τάφο πού ἐξαφάνισε τό στοχαστή πού ἡ ψυχή μας ἔτρεχε λίγες μέρες πρίν νά προφτάσει τή ματιά του!

       […] Τό μικρό σπιτάκι τῆς ὁδοῦ Περιάνδρου εἶχε γεμίσει κόσμο σά νά ’τανε πανηγύρι, ἕνα ἀληθινό πανηγύρι, μέ τόν ἅγιο του,  μέ λουλούδια, στεφάνια, πολλούς ἀνθρώπους, γνωστούς καί ἄγνωστους— ὅλοι θερμά κι ἐπίσημα ἀδελφωμένοι, μέ πρόσωπα εὐφρόσυνα ἀπό τήν κληρονομιά πού τούς ἄφηνε ὁ Μεγάλος Νεκρός, τήν ὥρα τῆς συμφορᾶς τους.

       Πολλές φορές ἡ κυρία Παλαμᾶ μοῦ εἶχε ἐμπιστευτεῖ τον καημό της: «Να βαστάξει, Θέ μου,  ὁ Κωστής, νά μήν πεθάνει στίς μέρες τῆς Κατοχῆς, μά ἀφοῦ ἐλευθερωθοῦμε, γιά νά τιμηθεῖ ὅπως τοῦ πρέπει». Ποῦ νά ἤτανε τώρα ἡ κυρία Παλαμᾶ νά δεῖ τοῦτο τό πανηγύρι στό νεκροταφεῖο, ἐκεῖνο τό πρωί τῆς γαλάζιας Κυριακῆς! Κόσμος, χιλιάδες κόσμος, πλῆθος πού συνάχτηκε ἀπό μόνο του ἀπ’ ὅλες τίς γειτονιές, χωρίς ἐπιτροπές κι ἀντιπροσωπεῖες, καί ξέσπασε σάν φουσκωμένο κύμα καί σκόρπισε ὅπου ἔβρισκε τόπο νά σταθεῖ κι ἀνάμεσα στούς τάφους ἀκόμη, σά νά δίνανε τό παρόν κι ἐκεῖνοι πού εἶχαν φύγει πρωτύτερα περιμένοντας, αὐτή τή μέρα τῆς Δόξας γιά νά δικαιωθοῦν κι αὐτοί!

      Ἡ ἐκκλησία κατάμεστη, μέ τό Νεκρό καταμεσῆς, ἀλλά στό βλέμμα ὅλου τοῦ κόσμου ὑπῆρχε μιά ἀναμονή γιά κάποιο πρόσωπο, γιά κάποια φωνή πού θ’ ἀνέβαζε τό πένθος του σ’ ἕνα σκοπό, «τόν Ὄρθιο τό Σκοπό», κι ὅταν μπῆκε ὁ Ἄγγελος καί μπόρεσε νά προχωρήσει μαζί μέ τόν γιατρό ὥς τόν Νεκρό, τ’ ὄνομά του πέρασε μέ μιάν ἀνάσα σ’ ὅλα τά στόματα: «Ὁ Σικελιανός!».  Ἤτανε μιά λεβεντιά τήν ὥρα τῆς κηδείας, μέ τήν ὄμορφη στάση του, τήν περήφανη ματιά του, τήν καθαρή φωνή του ὅταν ἀπάγγειλε τό ποίημα. Κι ὅταν εἶπε: «Σ’ αὐτό τό φέρετρο ἀκουμπᾶ ἡ Ἑλλάδα», ἔπνεψε μιά πνοή, κι αὐτός ὁ στίχος ἄνοιξε δρόμο ἀνάμεσα στό πλῆθος, μέσα στήν ἐκκλησιά, ὅπου «οἱ  σημαῖες οἱ φοβερές ξεδιπλωθῆκαν στόν ἀέρα» ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη κι οἱ νέοι σήκωσαν τό φέρετρο μαζί μέ τόν Ἄγγελο στόν ὦμο τους, σάν καραβάκι γιορτινό ἀπό ἀγάπη, εὐχές κι ἐθελοθυσίες, ἕτοιμο νά πλέψει γιά τό πεπρωμένο. Καί τήν ὥρα τῆς ταφῆς, μπροστά στόν Γερμανό ἀντιπρόσωπο καί στόν κατοχικό πρωθυπουργό Λογοθετόπουλο, ἀκούστηκε ὁ Ὕμνος τῆς Ἐλευθερίας καί τῆς Νίκης! […]»  (Άννα Σικελιανού, Η ζωή μου με τον Άγγελο, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας-Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α. Ε., Αθήνα, σ. 164-168).