Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: 

Γιώργου Σιμιτζή, «Χρονοαγύριστες συγκινήσεις», Πάτρα 2011, σ. 432

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η γνώμη», Πάτρα

 

         Στην αρχή της φετινής άνοιξης κυκλοφόρησε η καινούργια ογκώδης ποιητική συλλογή του Γιώργου Σιμιτζή με τον ιδιαίτερο τίτλο «Χρονοαγύριστες συγκινήσεις», η οποία περιέχει συνολικά 390 ποιήματα! Τόσο ο τίτλος, όσο και ο όγκος της, έρχονται εξ αρχής να μιλήσουν για το δημιουργό τους. Και τούτο, γιατί στον άκρως ποιητικό και πρωτότυπο τίτλο ανιχνεύεται αμέσως η γλωσσοπλαστική δεινότητα του ποιητή καθώς και η κινητήρια δύναμη της δημιουργίας του, οι συγκινήσεις, αλλά και στον όγκο της έκδοσης, κάτι όχι σύνηθες για ποιητικές συλλογές, θαρρεί κανείς πως δηλώνεται η πλημμυρίδα της έμπνευσης και η ανάγκη της άμεσης κοινοποίησής της.

      Και σ’ αυτή του την ποιητική συλλογή ο Γιώργος Σιμιτζής, με προηγούμενη «Το ποιητικοάχτιδο» (Πάτρα, 2010), έρχεται να «συνομιλήσει» με τον αναγνώστη, έχοντας ως αφετηρία της ποιητικής του έκφρασης ποικίλα συμβαίνοντα και στις τρεις χρονικές βαθμίδες, δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Στο παρελθόν που πολύ συχνά σχετίζεται με την παιδική ηλικία που ανδρώθηκε στη γενέτειρα Ήπειρο, στην οποία επιστρέφει δια ζώσης, αλλά συχνότερα με τα φτερά του νου, και αποτελεί σταθερή πηγή διανοητικής και ψυχικής ανατροφοδότησης. Στο παρόν που προσλαμβάνεται ποικιλότροπα και εμπνέει.  Στο μέλλον που άλλοτε φαντάζει δυσοίωνο κι άλλοτε ιδεατό σ’ έναν κόσμο που θα «κυβερνιέται» από ανθρωπιστικές αξίες!

      Ο Σιμιτζής, αν και ζει σε μεγάλη πόλη, την Πάτρα, ο αστικός χώρος είναι παρόν απόν στη ζωή και την ποίησή του. Ο ίδιος φαίνεται να ακροβατεί και να κινείται λες οριακά μέσα σ’ αυτόν ή ακόμα ακόμα φαίνεται σαν να μην έχει συμφιλιωθεί απόλυτα με την «εκούσια» μετανάστευση και τις αδήριτες ανάγκες που τον απομάκρυναν από το γενέθλιο τόπο. Κι όλο αυτό, με τον τρόπο που βιώνεται, δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς και κάθε είδους εκπτώσεις. Νιώθει περήφανος για τον εσωτερικό πλούτο που κουβαλάει σε εμπειρίες και συναισθήματα από τα χώματα που έκανε τα πρώτα του βήματα, δεν τα λησμονεί, αλλά τα αισθητοποιεί φέρνοντάς τα με κάθε ευκαιρία στο προσκήνιο. Διότι  η «ασίγαστη» μνήμη του, αποτελεί δυναμικό στοιχείο της ποιητικής του γραφής, αφού τον «ταξιδεύει στα αγιώνυμα», τον «ταξιδεύει, στ’ απόκρυφο οδυνηρό κλάμα, μικρόπαιδου, με παρατεταμένη απελπισία», τον ταξιδεύει σ’  όλα εκείνα τα «μικρά» ή «μεγάλα» που κατά την κρίση του αξίζει για γίνουν κοινό κτήμα, αφού η ποίηση κατ’  αυτόν «δεν είναι «ρίψασπις» πολεμιστής», αλλά «συμπολεμάει για την ανέλιξη του ανθρώπου»!

      Η θεματική της ποίησής του καλύπτει ευρύ φάσμα των ανθρωπίνων πραγμάτων και αυτή η σύντομη προσέγγιση της ογκώδους συλλογής δεν επιτρέπει ενδελεχή παρουσίασή τους. Πάντως, με μια προσεκτική περιδιάβαση στους στίχους του Γιώργου Σιμιτζή, δεν μπορεί να μη σταθείς στη φιλοσοφική διάθεση πολλών εξ αυτών, όπως παραδείγματος χάριν στο ποίημα «Οι τωρινές στιγμές μας», για τις οποίες αποφαίνεται πως: «Δεν χάνονται εύκολα,/ οι στιγμές, που λούστηκαν/ στη συγκίνηση και αγάπη!/ Ακόμη κι αν δεν πρόλαβαν/ να λουστούν και να νιφτούν/ χορταστικά στη συγκίνηση/ και την απέραντη αγάπη,/  και πάλι στην απώλεια, δεν θα δοθούνε!».

      Αλλά και η αγάπη για τον ποιητή «έχει άρωμα,/ ορκίζεται σαν οι πολεμιστές στη σημαία εμπροσθοφυλακής,/ κάνει τις λέξεις μουσική,/ είναι χεράκια ζεστοχειραψίας, βραχιόλι τιμαλφές,/ αλοιφές στην πληγή,/ εθελούσια διακονία./ Δε μιλάει βραδύγλωσσα, / λέει καλημέρα αβίαστα»!

      Και μέσα στην τύρβη της εποχής μας, η ποιητική γραφίδα στρέφει το ενδιαφέρον της στα παιδιά και τους γέρους και γενικότερα στους αδύναμους και μοναχικούς οδοιπόρους  της ζωής. «Ως παιδί, δεν το είδα,/ να κρατάει ζευγαρωτά,/  στ’  αδύναμα χεράκια του/  ζηλευτά ζαχαρωτά!... […]», γράφει. Και στο ποίημα «Του γέροντα, η πέτρα…», το δίδυμο της πέτρας και του γέρου, του γέρου και της πέτρας που πάνω της κάθεται εκείνος, συγκλονίζει με την επίγεια και μεταθανάτια «συνύπαρξή» τους. Η βίωση της μοναξιάς, αλλά και της «έκφρασης» συναισθημάτων από τα άψυχα  προς τα έμψυχα είναι μοναδική, αφού μετά το θάνατο του γέρου, τα ψυχοσάββατα, «Δεν στέκεται εκεί, η πέτρα,/ σαν να ’χει πόδια φεύγει/ για του γέρου, το μνήμα…»!

      Άλλωστε, ο ποιητής τα άψυχα δεν τα αντιμετωπίζει ως τέτοια, αφού θεωρεί πως αυτά προσφέρουν πολλά στον άνθρωπο με την παρουσία τους, ενώ εκείνος αντίθετα πολύ συχνά δεν δείχνει γι’ αυτά τον απαιτούμενο σεβασμό. Στο ποίημα «Η μετοικεσία των ανθέων…», με μια έκφραση πλέριας ευαισθησίας συμβουλεύει τα άνθη να μετοικήσουν «Γιατί αύριο, εδώ, θα ανοιχτεί δρόμος/ και τ’ αγριόανθα, όλα θα ξεριζωθούν!»…

      Αλλά και η απονιά του κόσμου, η βιωμένη μοναξιά, η απουσία γνήσιας επικοινωνίας, ο πόνος, η αχαριστία, η απεμπόληση πολλών παραδοσιακών ανθρωπιστικών αξιών, αλλά και η χαρά, η αισιοδοξία, ο καλός λόγος, η χρήσιμη συμβουλή, η ελπίδα πως ο άνθρωπος θα αναθεωρήσει τα κακώς κείμενα και θα τα διορθώσει, και όχι μόνο, είναι παρόντα στους στοχασμούς του Σιμιτζή. Στους όποιους δυσάρεστους στοχασμούς φωλιάζουν στα φυλλοκάρδια του, που εκφράζονται με στίχους, όπως «Το μέλλον μας, μοιάζει με σκοτεινό ουράνιο θόλο!/ Όλα μεθαύριο αβέβαια … όλα εν αμφιβόλω!», ο ίδιος αλλού αντιπροτείνει την αισιοδοξία και τη θετική προσδοκία και κυρίως τον ατομικό αγώνα που καταξιώνει τις ανθρώπινες υπάρξεις και μιλάει με βεβαιότητα για τη δική του επιλογή: «Των αξιών μου, τα κάστρα κι οχυρά,/ θα τα υπερασπίζομαι, σαν η κυρά,/ το σπίτι της σε πυρκαγιά … πλημμύρα,/ για να ’χει κι αυτό, στον ήλιο κάποια μοίρα!».

      Όσο για το ύφος της ποιητικής του γραφής, μπορούμε να πούμε πως είναι απέριττο, κατανοητό και δεν αρέσκεται σε δυσνόητες διατυπώσεις. Κι ο στίχος ελεύθερος, αλλά κουβαλώντας έντονη τη μνήμη του δημοτικού τραγουδιού.

      Η γλώσσα του εκφραστική, διανθισμένη με εξαιρετικές παρομοιώσεις, οι οποίες, εκτός που πηγάζουν από την αποθησαυρισμένη εμπειρία του ποιητή κοντά στους ανθρώπους της υπαίθρου, αισθητοποιούν με ξεχωριστό τρόπο συναισθήματα και εικόνες. Έχει στ’ αλήθεια κανείς ξαναδιαβάσει περιγραφή του παρελθόντος με παρομοιώσεις σαν και τις ακόλουθες; «[…] Το παρελθόν, το συντηρούν,/  σαν η άλμη, το τυρί,/ οι συγκινήσεις, οι μνήμες,/ οι αξίες και οι ιδέες! […] Το παρελθόν, το συντηρεί,/ και διάφανα το παρατηρεί,/ η εμπλουτισμένη πείρα,/ που σαν διψώσα έλαφος,/ προσφεύγει σ’  αυτό!». Όσο για τις σύνθετες ή πολυσύνθετες λέξεις, γνωστές σ’  όσους έχουν μυηθεί στο λόγο του Σιμιτζή, αξίζουν κι αυτές μνεία. Επιθετικοί προσδιορισμοί, ας πούμε, όπως θηλυκόπρεπα κορίτσια, επικορομαντικά πρόσωπα, εισβολέας πολεμοφιλής, αεροσκονισμένα άνθη, ομογνωμοβιωματικές συγκινήσεις κ.α. ή μεμονωμένες λέξεις, όπως νυχτοταξίδια, ονειρόπλαστο, ρυτιδοοργωμένο, μνημογύριστη, μνημοτάξιδο, χερσοσύννεφο κ.α. γοητεύουν και συχνά γητεύουν με τη μαγεία τους.

      Κλείνοντας εδώ αυτή τη σύντομη προσέγγιση της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Σιμιτζή «Χρονοαγύριστες συγκινήσεις» οφείλω να πω πως τα ποιήματά του έχουν τη δύναμη να πουν πολλά σ’ όποιον καλοπροαίρετα τα μελετήσει. Μπορεί να μην βρουν όλοι, σ’ όλα τα ποιήματα – για ποιον ποιητή ισχύει στ’  αλήθεια αυτό; – στοιχεία που θα εκφράζουν απόλυτα και τις δικιές τους μύχιες σκέψεις και τα δικά τους εκφρασμένα ή κρυμμένα συναισθήματα, αλλά οπωσδήποτε μέσα από τους στίχους των ποιημάτων θα γνωρίσουν έναν ευαίσθητο δημιουργό και μια ζώσα συνείδηση, που δεν παραδίδεται αμαχητί στην ευμάρεια και την αλλοτρίωση της σύγχρονης καθημερινότητας και θα αφουγκραστούν μια φωνή με ιδιαίτερο ήχο, όχι πάντα σ’ όλους οικείο, που άλλοτε ψιθυρίζει χαϊδευτικά, άλλοτε φιλοσοφεί, άλλοτε επαναστατεί, άλλοτε συμπονά, άλλοτε υπομένει, άλλοτε…, αλλά πάντα θεάται με «ανοιχτά και ξάγρυπνα τα μάτια της ψυχής του» την πολυποίκιλη ομορφιά της ζωής, αλλά και τα απροσμέτρητα πάθια και τους καημούς του κόσμου!...