|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Σπύρου Ι. Μαντά "Πέτρινα γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο", εκδ. Αρχείου Γεφυριών Ηπειρώτικων, http://www.agh.gr, σ. 424, Αθήνα 2008, (26-4-2012)
Αναρτήθηκε: http://arhiogefirionipirotikon.blogspot.com/2012/03/blog-post_24.html
Αν σκεφτείς να γίνεις ταξιδευτής στην Ηπειρώτικη γη, αν θελήσεις να νιώσεις την ανάσα των κατοίκων της που στέριωσαν τη ζωή τους μέσα στο όλο άγρια ομορφιά τοπίο της, αν θελήσεις ν’ ανακαλύψεις τα κρυμμένα μυστικά της, αν θελήσεις πραγματικά να γνωρίσεις τι σημαίνει αρμονική συνύπαρξη της φύσης και των έργων των ανθρώπων, δεν μπορεί παρά να δώσεις την ευκαιρία στον εαυτό σου, να διαθέσεις χρόνο και εν τέλει ν’ αποφασίσεις το ταξίδι για την Άπειρο γη…
Και ξεκινώντας, μη γελαστείς, μην πεις πως όλα αυτά θα τα βρεις μόνο στα μέρη, στα οποία σε οδηγούν οι τουριστικοί χάρτες. Θα βρεις πολλά κι εκεί, μόνο που πολύ συχνά την πραγματική ομορφιά πρέπει εσύ ο ίδιος να την ανακαλύψεις!
Αυτή την «κρυμμένη» ομορφιά ή κάποιες διαστάσεις αυτής της ομορφιάς μας αποκαλύπτει και ο συγγραφέας Σπύρος Ι. Μαντάς στο βιβλίο του «Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο».
Αφιερωμένος επί πολλά χρόνια στη μελέτη και την ανάδειξη των πέτρινων γεφυριών της Ηπείρου ή καλύτερα της Πίνδου, όπως επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογο του βιβλίου του, μας ταξιδεύει αυτή τη φορά πέραν των συνόρων πληροφορώντας μας για το πώς οριοθετεί το χώρο της έρευνάς του που τον οδήγησε στο καταστάλαγμά της που κρατάμε στα χέρια μας: «Ως βόρειο σύνορο – εκεί είναι το ζήτημα – υιοθέτησα τον ρου του ποταμού Σκούμπη, του Γενούσου των αρχαίων. Τις όχθες του διέτρεξε κάποτε η Εγνατία οδός, την οποία χρησιμοποίησε ο Στράβων για να διακρίνει τα ηπειρωτικά έθνη από αυτά των Ιλλυριών. Η δική μου βέβαια επιλογή δεν θα μπορούσε να έχει κριτήρια εθνολογικά, έτσι κι αλλιώς ασθενή έως ανύπαρκτα την εποχή κατασκευής των γεφυριών. Ανέβηκα ως εκεί, γιατί ακριβώς εκεί σβήνει η Πίνδος, το ανάγλυφο της οποίας, ακόμη και σήμερα, μπορεί να γεννάει ανθρωπογεωγραφικές ενότητες με ατμόσφαιρα και νοοτροπίες παρόμοιες εκείνων που έδωσαν τα «δικά» μας γεφύρια» (σ. 11).
Το βιβλίο είναι δομημένο σε τρεις μεγάλες ενότητες. «Γεφυρώνοντας το Χρόνο… – Στη Βόρεια Ήπειρο!», ο τίτλος της πρώτης, στην οποία παρουσιάζεται το ανθρωπογεωγραφικό περιβάλλον της υπό εξερεύνηση περιοχής· «Οδοιπορώντας στο Χώρο… – Η Αναζήτηση!», ο τίτλος της δεύτερης, στην οποία ο συγγραφέας «εξιστορεί» εννέα ταξίδια του στη σύγχρονη Αλβανία πάντα με στόχο την ανακάλυψη των εκεί πέτρινων γεφυριών που όπως σημειώνει «πέρασε αρκετός καιρός για να μετρήσει πως τα γεφύρια που τελικά επισκέφτηκε – πραγματικά ή νοητά – ήταν 139! Κάποια τους έχουν γκρεμιστεί, ή μάλλον τώρα γκρεμίζονται…» (σ. 15)· και «Αλλάζοντας Όχθες… – Τα γεφύρια!» είναι ο τίτλος της τρίτης ενότητας, στην οποία ξεδιπλώνεται μπροστά μας η «ζωή» των πετρογέφυρων της Βόρειας Ηπείρου.
Ο Σπύρος Ι. Μαντάς με άκρα μεθοδικότητα, μελετά, ερευνά και παρουσιάζει σ’ αυτό το βιβλίο τα αποτελέσματα του μόχθου του. Σταθεροί σύμμαχοι, το ανήσυχο πνεύμα του, η ακαταπόνητη διάθεσή του για επιτόπια έρευνα και καταγραφή, η απαραίτητη συνεπικουρία της σχετικής βιβλιογραφίας, ο τεκμηριωμένος λόγος που συνοδεύεται από ανθρώπινες μαρτυρίες και αφηγήσεις, από κατατοπιστικούς χάρτες του τόπου αλλά και σχέδια των γεφυριών, τα οποία ο ίδιος δημιουργεί μετά από μετρήσεις καθώς και φωτογραφικό υλικό πλούσιο, πολύ πλούσιο, που έρχεται να μιλήσει με τη δική του γλώσσα για τα γεφύρια.
Και τα γεφύρια; Εκεί! Λειτουργούν ως αφετηρία και προορισμός, ένας προορισμός τις περισσότερες φορές αβέβαιος, αλλά επιφυλάσσοντας πολύ συχνά εκπλήξεις που άλλοτε δικαιώνουν, άλλοτε απογοητεύουν, αλλά πάντα ικανοποιούν με τον τρόπο τους τον ερευνητή.
Και στο τέλος, την αποθησαυρισμένη εμπειρία και γνώση ο ερευνητής - συγγραφέας την επεξεργάζεται και την προσφέρει στους αναγνώστες ως δώρο ακριβό· με την εξαιρετική αφηγηματική ικανότητα και τη μεστή γλώσσα του, που πολύ συχνά αποτυπώνουν τις λογοτεχνικές ικανότητές του, γίνεται ταυτόχρονα αφηγητής και δάσκαλος και μας μαθαίνει για το πού και πώς ανακάλυψε τα γεφύρια, για το ποια ποτάμια ζευγνύουν, όσα ακόμα τα ζευγνύουν αγέρωχα, χωρίς να περιφρονεί εκείνα που ελάχιστα ίχνη της δόξας τους διατηρήθηκαν· μας μιλά γι’ αυτούς που τα έφτιαξαν, γι’ αυτούς που τα χρηματοδότησαν, για την αρχιτεκτονική δομή και το μέγεθός τους και παρεμβάλλει θρύλους και ιστορίες που μας ταξιδεύουν στο χρόνο συντροφιά με τους ανθρώπους, με τα ποτάμια και τα γεφύρια τους…
Και θα ήταν παράλειψη, αν μιλώντας γι’ αυτό το ιδιαίτερης αισθητικής βιβλίο του Σπύρου Ι. Μαντά δεν αναφέρουμε πως, ενώ κρατούμε στα χέρια μας και μελετούμε ένα καθαρά επιστημονικό σύγγραμμα, χάριν των δεξιοτήτων του συγγραφέα απολαμβάνουμε ένα ευχάριστο ανάγνωσμα· ένα ανάγνωσμα που δεν απευθύνεται μόνο στους ειδικούς, αλλά σ’ όλους εκείνους που αγαπούν την πατρογονική κληρονομιά και θέλουν να τη γνωρίσουν…
Αλλά πριν κλείσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στο βιβλίο του Σπύρου Ι. Μαντά «Πέτρινα Γεφύρια στη Βόρεια Ήπειρο», ας τον ακολουθήσουμε για λίγο σε «στιγμές» της ερευνητικής του διαδρομής:
«Πάνω και Κάτω Λεσινίτσα, Μάλτσιανη, Γιαννιτσάτες, Τσερκοβίτσα, Αγιαντριάς, Κολουράτες, Δίβρη, Γράσδανη, Σμήνετση, Καρόκι.
Όλα τούτα είναι μέρη του Θεολόγου, φτωχά χωριά, όλα ελληνικά, στα νότια του Δέλβινου. Τα είπαν αλλιώς και Ριζά, γιατί στέκουν στους πρόποδες πανύψηλων βουνών, σαν το Σεντενίκο ή τη Στουγάρα, που τα κυκλώνουν και τα κρύβουνε από παντού. Μόνη τους ανάσα, διέξοδος για τον υπόλοιπο κόσμο, στάθηκε ανέκαθεν μια ιδιότροπη κλεισούρα που έβγαζε –και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να οδηγεί, με περιπέτειες- στα πεδινά του Βούρκου, κι από ’κει στους Άγιους Σαράντα.
Έτσι, η μοίρα όλων όσων γεννήθηκαν εδώ, λίγο-πολύ, υπήρξε προκαθορισμένη. Καταδικάστηκαν δηλαδή, για ένα μερίδιο στην αξιοπρέπεια, να ξορκίζουν συνεχώς θεούς και δαίμονες. Και βέβαια εκπλήσσει το γεγονός πώς, παρά τη φτώχεια τους, είχαν το κουράγιο να χτίσουν ακόμα και …γεφύρια! Όχι τίποτα επιβλητικές κατασκευές σαν άλλων τόπων, μα γεφύρια πέτρινα, όμορφα, να τους προστατεύουν απ’ τις τόσες τις κακοτοπιές. Και ήταν αυτό μια επιλογή συνειδητή, γιατί τα απλά, τα καθημερινά δρώμενα, όλα εκείνα τέλος πάντων που συνθέτουν την ίδια τη ζωή, έπρεπε –λέει- να τα βιώσουν, τουλάχιστον στα πλαίσια της μικρής τους κοινωνίας, απρόσκοπτα. Φαίνεται πως η ανέχεια πεισμώνει, διαμορφώνει άλλη στάση ζωής, περήφανη!» (σ. 127).
«[…] Όταν βγήκαμε απ’ το χωριό, μπήκαμε σ’ ένα στενό, πέτρινο δρόμο που, με πολλά γυρίσματα, αμέτρητα ζικ-ζακ, άρχισε να μας κατεβάζει στην ποταμιά. Ήταν πολύ απότομος –πιο επώδυνος κι απ’ ανηφόρα- γι’ αυτό και γαντζωνόμαστε κυριολεκτικά στα σαμάρια να μη φύγουμε μπροστά. Κάτι ήξεραν που το Ζήκο, το γάιδαρο, δεν μας άφησαν να τον πάρουμε κοντά, θα ’ταν αδύνατο να επιστρέψει πάνω. Όσο για τον ήλιο, αυτός όσο κατεβαίναμε τόσο γινόταν ανυπόφορος. Βγάλαμε τα πουκάμισα και σκεπάσαμε τα κεφάλια.
Με τα πολλά!... Ναι, άξιζε τον κόπο! Μόλις το αντικρίσαμε από μακριά, συμφωνήσαμε όλοι με επιφωνήματα! Το γεφύρι του Καλιά, τεράστιο, επιβλητικό θριάμβευε πάνω απ’ το χάσμα του Ζαγκόρι, πέρα απ’ την ανθρώπινη λογική, μπροστά απ’ το σκούρο του Γκολίκου!...
Για ώρα χαζεύαμε· το ένα και μοναδικό του τόξο, βραχοθεμελιωμένο, να εκτινάσσεται μεσούρανα για να συμφιλιώσει τις όχθες· το καλντερίμι, με ρυθμό, να εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να σε περάσει απέναντι, να συνεχίσεις το ταξίδι· στα αριστερά ένα παράθυρο, πάντα σε επιφυλακή, και να εξασφαλίζει και να ελαφραίνει· και, το κυριότερο, ανύποπτο από κάτω το ποτάμι να συνεχίζει τη ροή του αδιαμαρτύρητα! Θαυμάζαμε απορώντας, ή …μάλλον, απορούσαμε θαυμάζοντας! […]» (σ. 158-160).