Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Σταύρου Ιντζεγιάννη, «TaΓΚΟ - Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω», σ. 184, εκδ. Ίδιον, Ρίο Πάτρας 2011, (14-6-2012) 

 

Αναρτήθηκε: http://fileas-stiv.blogspot.gr/2012/06/blog-post_4296.html

                                                                                                             Ασάλευτη δεν είναι καμιά ζωή.
Λογής ταξίδια μ’ έχουν τρικυμίσει
μ’ είδαν τόποι, μου ανοίξανε ναοί
και τέχνες με περπάτησαν και η φύση.

Κωστής Παλαμάς

   «Δεν ξέρω μα την αλήθεια, αν όλα αυτά τα ’ζησα ή τα φαντάστηκα. Ίσως και τα δύο.

   Άλλωστε πιστεύω ότι το όνειρο συμπορεύεται τόσο αξεδιάλυτα με την πραγματικότητα, έτσι που κανείς δεν ξέρει πού σταματά το ένα και πού αρχίσει το άλλο.

   …Κι αυτή είναι η ομορφιά της ζωής».

   Μ’ αυτό το εισαγωγικό μότο μας καλωσορίζει στο καινούργιο του βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων «ΤaΓΚΟ – Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω» (εκδ. Ίδιον, Ρίο Πατρών, 2011) που είναι αφιερωμένη «Στη ζωή μας» (!), ο Σταύρος Ιντζεγιάννης.

   Όλες οι ιστορίες που με ιδιαίτερη μαεστρία αφηγείται κι έχουν ως αρωγό την πλούσια λυρική γλώσσα, την αμεσότητα της πρωτοπρόσωπης αφήγησης καθώς και το ευφυές, συχνά σαρκαστικό, χιούμορ του, μας τυλίγουν με τη μαγευτική αχλή του χρόνου που πέρασε, αλλά που για τους πρωταγωνιστές συνιστά δυναμικό κομμάτι της ζωής τους και γι’ αυτό σημαντικό.

   Με οδηγό τη μνήμη του ο συγγραφέας βυθίζεται στο παρελθόν και κάνει πράξη αυτό που έχει πει ο Κολομβιανός συγγραφέας Gabriel Garcia Marquez πως «Αυτό που έχει σημασία στη ζωή δεν είναι τι σου συμβαίνει, αλλά τι θυμάσαι και πώς το θυμάσαι».

   Κι ο Σταύρος Ιντζεγιάννης θυμάται γεγονότα που σημάδεψαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τη ζωή του κοινωνικού του περίγυρου και τη δική του και μέσα από τη ζωή των ηρώων μας κάνει κοινωνούς του προσωπικού, του κοινωνικού και εν τέλει του ιστορικού γίγνεσθαι στο οποίο αυτοί συμμετέχουν.

   Χρονικά τα διηγήματά του διατρέχουν όλο σχεδόν τον εικοστό αιώνα και το χάραμα του εικοστού πρώτου· το παρελθόν και το παρόν συμπλέκονται αρμονικά υπηρετώντας την αφήγηση και τα σημαινόμενά της. Βασικοί τόποι δράσης είναι η Ήπειρος, γενέτειρα του συγγραφέα, η Πάτρα, τόπος που ζει εδώ και πολλά χρόνια, η Ιωνία, ή όποιος άλλος που τον βοηθά στην πλοκή των μύθων του.

   Έτσι, στην «Παναγία την Αϊβαλιώτισσα», με την παράτολμη πράξη της κυρά –Σουλτάνας που σώζει την εικόνα της ομώνυμης Παναγιάς μέσα στο χαλασμό του διωγμού των προγόνων απ’ τις πατρογονικές εστίες, αναμοχλεύει συναισθήματα και σκέψεις που πονούν. Και το διήγημα «Εξάρες», όπου κύριο πρόσωπο είναι ο πατέρας του συγγραφέα, πρόσφυγας ο ίδιος, μέσα από τη σχέση μ’ έναν Τούρκο, αναδεικνύει τη μεγαλοσύνη και την ανθρωπιά που μπορεί να γεννηθεί στην καρδιά ενός ανθρώπου που έζησε ως τα μύχια της ύπαρξής του τις συνέπειες μιας εθνικής τραγωδίας. Αλλά κι ο «Αντώνης ο κοντραμπατζής», έρχεται να προσθέσει με την παρουσία του μια από κείνες τις ζωές που ξεριζώθηκαν από την Ιωνία κι έζησαν κι άφησαν την τελευταία τους πνοή στα Προσφυγικά της Πάτρας.

   Στο διήγημα «Ο δρόμος του Θεού», η συνάντηση μ’ ένα φίλο από τα χρόνια του στρατού σ’ ένα μοναστήρι όπου, μετά από ταραχώδη ζωή έκανε πράξη αυτό που συνήθιζε να λέει πως δηλαδή θα «γίνει παπάς – όχι μόνο λειτουργός του Θεού, αλλά και της κοινωνίας», ξεδιπλώνονται ποικίλες πικρόγλυκες μνήμες, αλλά και η πλήρης αλλαγή στη ζωή του πρωταγωνιστή:

   «-Πάμε να πιούμε δυο ούζα –πρότεινα.

   -Πάνε, αυτά, μου είπε. Έβγαλε σκούπισε τα γυαλιά του. Είχε ένα δάκρυ στα μάτια. Έλα να μ’ ακούσεις στην εκκλησία. Είμαι ιεροκήρυκας.

   -Δε φαντάζομαι να ξαναψάλλεις «Η γέννησή Σου Χριστέ».

   Βάλαμε τα γέλια. «και όμως -μου είπε- εκείνη η ταβέρνα και η τότε παρέα, όλες αυτές οι αποκοτιές που είναι στιγμές μου μοιάζουν σαν ένα όνειρο, μου βάλανε μυαλό. Αν δεν περνούσα από αυτή τη δοκιμασία που ευτυχώς με τη βοήθεια του Θεού την ξεπέρασα, ίσως σήμερα να μην ήμουν Ιεροκήρυκας. Σώθηκα στην άκρη του γκρεμού γιατί έτσι ήθελε η Θεία βούληση. Με έσωσε για να τον υμνώ.»

   -Έχεις δίκιο Προκόπη. Καμιά φορά βλέπεις, ο δρόμος τους θεού περνάει κι από μια ταβέρνα!».

   Από την «εποχή που είχαμε ξεκινήσει παιδόπουλα να κονταροχτυπηθούμε με τους ανεμόμυλους της εφηβείας μας κι ο δρόμος πέρναγε αναγκαστικά απ’ το στρατό», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, έρχεται και η ιστορία της «Πριγκίπισσας της λίμνης», εποχή που κυριαρχεί το πάθος, η αναζήτηση εμπειριών, οι οποίες συχνά προκύπτουν μετά από λάθη, άλλοτε ανεπανόρθωτα κι άλλοτε όχι.

   «Ο νεραύλακας» με τοπικό άξονα τα Γιάννινα, τα Τζουμέρκα και την Πάτρα, προβάλλει εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι «ξαφνιάζονται» μπροστά σε άγνωστους σ’ αυτούς «νεωτερισμούς», αλλά και μέσω της ερωτικής περιπέτειας του γέρο – Σούκα περιγράφεται μια καινούργια πραγματικότητα της σύγχρονης Ελληνικής κοινωνίας.

   Στην Ήπειρο μας ταξιδεύει και το διήγημα «Αγάπη μου μπαμπόγρια». Αντί άλλου σχολίου, να ένα μικρό απόσπασμα, ωδή σ’ όλες τις γυναίκες που πορεύτηκαν στη ζωή τους σαν την αγαπημένη μπαμπόγρια του συγγραφέα: «Ώριμη την πρόλαβα.», σημειώνει, «Σαραντάρα. Γεροδεμένη. Χωριάτα από κείνες τις γυναίκες που στάθηκαν σωστές ιέρειες του τόπου ανασταίνοντας παιδιά και εγγόνια, φροντίζοντας τον άντρα και τη στάνη και το χωράφι, κουβαλώντας ζαλίκι τα ξύλα και το παιδί και το φόρτωμα για τα ζωντανά, πλέκοντας ταυτόχρονα στην οδοιπορία τους και τα τσουράπια της φαμίλιας ή γνέθοντας με τη ρόκα το μαλλί, για τις φανέλες των παιδιών και του αντρός τους. Κολώνες ασάλευτες του σπιτιού και της ζωής. Λέω πως αν είχα μια δύναμη εξουσίας στα χέρια μου, θα ’σταινα σε περίοπτη θέση το άγαλμά τους, από λευκό, πάλλευκο μάρμαρο, όπως αγνές κι αμόλευτες ήταν οι καρδιές τους και θα δαφνοστεφάνωνα κάθε χρόνο, για να το βλέπουν όλοι οι νεοέλληνες και να θυμούνται πόσα χρωστάει ο τόπος αυτός, σ’ αυτές τις χωριάτισσες. Τις χωριάτισσες στην καταγωγή αλλά αρχόντισσες στην προσφορά τους.

   Το ’λεγε η καρδιά της όταν τη γνώρισα.»!

   Φυσικά, με οδηγό την πέννα του ο Σταύρος Ιντζεγιάννης στα περισσότερα διηγήματά του άλλοτε φανερά κι άλλοτε πιο κρυμμένα πραγματεύεται τον έρωτα, την κινητήρια δύναμη της ζωής. Οι πρώτοι χοροί, οι πρώτες ερωτικές συναντήσεις, οι πρώτοι ανεκπλήρωτοι έρωτες κι όλα εκείνα που συνιστούν την πορεία προς την ενηλικίωση σε μια επαρχιακή πόλη στο διήγημα «Εφηβεία», αλλά και στο «Η Λουκία της ογδόης», όπου η άλλοτε φέρελπις και αξιέραστη νεάνιδα οδηγήθηκε στην παραίτηση από τη ζωή, άφησε τα εγκόσμια κι αφιερώθηκε στο Θεό.

   Και στο «ΤaΓΚΟ», ο συγγραφέας που η γενέτειρα, η Άρτα, τον ακολουθεί ως άλλη καβαφική πόλη, γυρνώντας σαν τον εγκληματία στον τόπο του εγκλήματος αναζητά το παρελθόν, ουσιαστικά την εφηβεία του εκεί στα στενά σοκάκια κοντά στον Παντοκράτορα. Η συνάντηση με την άλλοτε δεκατετράχρονη ντάμα του, γεννά έντονα συναισθήματα και φέρνει αρώματα από μια άλλη εποχή: «Αρχίσαμε κλαίγοντας και καταλήξαμε να γελάμε. Να γελάμε δυνατά, ώσπου ένιωσα τα δάκρυά της, καθώς είμαστε αγκαλιασμένοι, να κυλάνε στο σβέρκο μου. Δεν ξέρω αν κλαίγαμε ή γελούσαμε. Ίσως και τα δύο… Καθώς ήτανε έτσι σφιχτά δίπλα μου άρχισε κάποια στιγμή να σιγοψιθυρίζει. «Το ταγκό το ωραιότερο του κόσμου, είν’ αυτό που χορέψαμε μαζί». Κι έτσι καθώς την κρατούσα, κάναμε δυο τρία βήματα στο ρυθμό του χορού. «Το ταγκό τ’ ωραιότερο του κόσμου».

   Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω.

   Το νεαρό ζευγάρι, έκπληκτο στην αρχή, παρασύρθηκε κι αυτό μαζί μας στην ευφορία της στιγμής: «Το ταγκό τ’ ωραιότερο του κόσμου…».

   Στα προαναφερθέντα, αλλά και στα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής «ΤaΓΚΟ- Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω», ο συγγραφέας δεν μας μιλά απλά για αγαπημένες περιοχές της ζωής και της μνήμης του, αλλά μας καλεί σ’ ένα γοητευτικό ταξίδι που έχει ως οδηγό τον ιδιαίτερο τρόπο ή μάλλον την ιδιαίτερη ματιά με την οποία θεάται τα πράγματα του κόσμου. Ενός κόσμου που ούτε είναι τέλειος, ούτε άλλωστε κι ο ίδιος θέλει να τον παρουσιάσει ως τέτοιον. Έναν κόσμο όμως που αξίζει να τον ζήσεις!