Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Χρήστου Αθ. Κουτσοκλένη, «Μέθεξις», εκδ. Έρεισμα, Χανιά 2012, σ. 64, (25-11-2012)

 

   Με το καινούργιο του βιβλίο που φέρει τον εμφατικό τίτλο «Μέθεξις» ο Χρ. Κουτσοκλένης μας καλεί να περιδιαβούμε πλατείες, να γίνουμε παρατηρητές ή καλύτερα συμμέτοχοι των δρώμενων σ’ αυτές και κυρίως να νιώσουμε βαθιά τη φανερή και την «κρυφή» γοητεία των ανοιχτών χώρων που ξεπηδούν εδώ κι εκεί ανάμεσα από τις πυκνά δομημένες σύγχρονες πόλεις. Βέβαια, αν και ο αναγνώστης δια του συνειρμού μπορεί από τα περιγραφόμενα να ταυτίσει την ανώνυμη πόλη ή ακόμα να δώσει όνομα σε κάποια από τις ανώνυμες επίσης πλατείες, η επιλογή του γράφοντος να μείνουν ανώνυμες δεν είναι τυχαία.

   Κι αυτό, γιατί, αν και ο τρόπος που μιλά γι’ αυτές δηλώνει βαθιά γνωριμία και επομένως οικειότητα μ’ αυτούς τους μικρούς τόπους, η ανωνυμία τους επιτρέπει ή μάλλον δίνει την ελευθερία στον αναγνώστη να τις ταυτίσει με τη «δική» του ή τις «δικές» του πλατείες, αφού λίγο πολύ, από την εποχή της αρχαίας αγοράς οι χώροι αυτοί είναι ταγμένοι για να «φιλοξενούν» ανθρώπους, οι οποίοι με τις πράξεις τους άλλοτε συνιστούν τροχοπέδη, άλλοτε ανασταίνουν ελπίδες, όπως κι εκείνου του αλήτη της πλατείας που περιμένει ν’ αδράξει την «καινούργια ἐλπίδα πού ὁ ζωοδότης ἥλιος χαρίζει κάθε πρωί» (Προσδοκία, σ. 27) κι άλλοτε αλλάζουν με τη «μέθεξη», με την ψυχική επαφή τους, πολλά από τα πράγματα του κόσμου.

   Βέβαια, όπως συνήθως συμβαίνει στα ανθρώπινα, τόσο οι ατομικές, όσο και οι κοινωνικές αλλαγές προς τα βελτίω γίνονται με αργούς ρυθμούς. Ο Χρ. Κουτσοκλένης έχει συλλάβει στη διαχρονικότητά της αυτή τη δυσκολία και ως γρηγορούσα συνείδηση γίνεται η φωνή του ανθρώπου που ζητά απεγνωσμένα να βρει απαντήσεις σε πολλά από ’κείνα που τον βαραίνουν σε κοινωνικό, σε πολιτικό και σε υπαρξιακό επίπεδο και ανάμεσα σ’ άλλα αποφαίνεται (Τρόπος, σ. 33): «Τήν ἐλευθερία δέν τή δωρίζει κάποιος πολυπράγμων θεός οὔτε τήν παραχωρεῖ σέ λαμπρή τελετή, στό μέσον τῆς πλατείας, κάποιος καλοπροαίρετος ἀφέντης. Μέ ἀγώνα, αἷμα καί δάκρυ τήν κατακτᾶ ὁ ἄνθρωπος καί, ἄν δέν ξέρει νά τήν φυλάει, τήν χάνει». Διότι, μπορεί να είναι «Έμφυτος σ’ όλους τους ανθρώπους ο πόθος της ελευθερίας» κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, αλλά για να την κατακτήσουν και να τη διατηρήσουν οφείλουν να αναμετρηθούν κυρίως με τον εαυτό τους, όπως πολύ εύστοχα το έχει πει ο Επίκουρος, πως «Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του»!

   Αλλά και η «μέθεξη» στη ζωή των πλατειών, που πλέον οι αναβρυτήρες τους, οι οποίοι, «ή από επιλογή των τοπικών αρχόντων ή από απουσία αθώων βλεμμάτων που θα τα κυττάζουν» (Πιθανές αιτίες, σ. 13), δεν έχουν χρυσόψαρα, δεν είναι εύκολη ούτε είναι για τον καθένα. Κι αυτό, γιατί η μέθεξη προϋποθέτει βίωμα και κατ’ επέκταση γνώση. Πρέπει στ’ αλήθεια να τ’ αποφασίσεις πως η ζωή που ξετυλίγεται εκεί, μια ζωή που αν άμεσα και στον παρόντα χρόνο δεν σε αφορά, μπορεί αύριο όχι μόνο να την έχεις σε κάποιου είδους προτεραιότητα, αλλά να είναι αυτή καθεαυτή η ζωή σου: «Βγαίνω στήν πόλη μόλις μαυρίσει ἡ νύχτα. Φῶτα ἀπό νέον, ἀλλόκοτες σκιές εὐθύγραμμων ἀνθρώπων, κτήρια ψυχρά καί λιγδιασμένα, ἀλῆτες πού ἑτοιμάζουν τό στρῶμα τους σέ κάποια γωνιά τῆς πλατείας, πόρνες κάθε φυλῆς, ἀδέσποτα καχεκτικά σκυλιά, σειρῆνες πού οὐρλιάζουν. Ἕνα ἄθλιο σκηνικό πού πρέπει νά συνηθίσω. Ἴσως αὔριο νἆμαι καί ἐγώ ἕνα κομμάτι αὐτῆς τῆς σύνθεσης. Οἱ χρόνοι δέν συγχωροῦν τήν ὀλιγωρία. Κι ἄν θέλω νά ὑπάρχω, ὅταν θἄρθει νά στρατολογήσει ὁ Σπάρτακος, πρέπει πρῶτα ἀπ’ ὅλα νά σώσω τήν ψυχή μου» (Προετοιμασία, σ. 32). 

   Ο Χρ. Κουτσοκλένης, λοιπόν, ως γνώστης των συντελούμενων στις πλατείες ή μάλλον στην πλατεία, δεν τα παρατηρεί απλώς, αλλά θέτει ερωτήματα, φιλοσοφεί και δίνει τις δικές του απαντήσεις· η ποιητική του φύση, δεν του επιτρέπει να είναι μόνο ένας περιπατητής, ένας συλλέκτης ποικίλων εντυπώσεων, αλλά με δραματικό συχνά τρόπο εκφράζει την υπαρξιακή του αγωνία, η οποία έρχεται να συναντηθεί με την αγωνία όλων εκείνων που πορεύονται την ίδια«οδό» μ’ εκείνον.

   Διότι η πλατεία είναι ο τόπος που μπορεί να τον νιώθεις σαν σπίτι σου, είναι ο τόπος που μπορείς να ονειρευτείς, που μπορείς να έχεις απρόοπτα συναπαντήματα ή ακόμα ακόμα να συναντηθείς με τον έρωτά σου ή να τον χάσεις· μπορεί εκεί στη μοναξιά ή στη σιωπή της πλατείας, να νιώσεις πως είναι οικείοι σου άνθρωποι που ποτέ δεν φαντάστηκες πως θα ήταν· κι εκεί κάτω από τα φώτα της γιορτής, μπορεί ν’ αντικρίσεις την προκλητικά γυμνή «μικρότητα των ἀρχόντων…» (Ιδίοις όμμασι, σ. 21). Κι όταν σε ζώνει η μοναξιά, η περιπλάνηση «ἀπό δρόμο σέ δρόμο καί ἀπό πλατεῖα σέ πλατεῖα» (Οι στόχοι, σ. 23) καθώς και η αυτόματη παρατήρηση καθημερινών πραγμάτων μπορεί να ’ναι λυτρωτική, διότι μπορεί απρόσμενα να απολαύσεις την ομορφιά του ολόγιομου φεγγαριού, να πάρεις δύναμη από την αυτάρκεια των «ενοίκων», αλλά και να κατανοήσεις πως όλα όσα συμβαίνουν δεν έγιναν ερήμην σου και κάποιες φορές από αδιαφορία συνέβαλες να γίνουν. 

   Η πλατεία είναι ακόμα χώρος διαμαρτυρίας και διεκδίκησης, αλλά είναι και χώρος όπου είναι παρόντες όλοι εκείνοι που είναι έτοιμοι μέσα στο σάλαγο να επωφεληθούν ποικιλότροπα: «Μέσα στήν πλατεῖα συνελεύσεις, διαλέξεις, συνθήματα, ὁραματιστές, μαχητές, παρατηρητές, πράκτορες, πλατειοκάπηλοι, καιροσκόποι. Στά περίχωρα τῆς πλατείας, πολύχρωμοι λαθροπωλητές καί ὑπαίθριοι ψητοπῶλες. Ἄγνωστο πῶς βρέθηκαν τόσοι ἔμποροι στίς σκάλες τοῦ Ναοῦ» (Πάθημα, σ. 44). Τέτοιες ώρες, «μέσα ἀπό τίς ἰαχές τοῦ ὀργισμένου πλήθους» (Χρησμός, σ. 45), μπορεί να μην ακουστεί η φωνή του Πύθιου Απόλλωνα, αλλά οι «αὐθεντικοί ἐραστές ἑνός δίκαιου κόσμου, γνωρίζουν καλά πώς ἀργά ἤ γρήγορα, νομοτελειακά μέσα μας θα ξαναγεννηθεῖ ὁ Προμηθέας» (Οδοιπόροι, σ. 36)! 

   Ο Χρ. Κουτσοκλένης, που «θέλει στά στήθη του ὁ ἀρχαῖος ἔρως νά φουντώνει» και να «μελετάει τις γραφές και πιότερο την ιστορία» (Θεωρία και πράξη, σ. 7), μέσω της «Μέθεξις» στήνει μπροστά μας ένα πρόσφατο ιστορικό σκηνικό, το οποίο φαίνεται πως αποτέλεσε για τον ίδιο γλυκόπικρη εμπειρία, η οποία όμως διατηρεί θετικό πρόσημο στο κοινωνικό και το ιστορικό γίγνεσθαι και γράφει: «Ἄδεια ἡ πλατεῖα. Μονάχα ἡ παγωνιά ἀπό τήν ἀπουσία καί ἡ ἠχώ ἀπό τήν βουή τῶν περασμένων. Τό ὅραμα πού κείτεται καταγῆς μέ πόνους φρικτούς αἱμορραγεῖ. Λίγα φεϊγ-βολάν ἀπό μέρες σκορπισμένα, πασχίζουν μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀνέμου, νά κλείσουν πληγές του. Μιά παρακαταθήκη γιά ’κείνους πού θέ νά ξαναρθοῦν, νά ’χει ἀπομείνει". (Παρακαταθήκη, σ. 51)

   Αλλά και: «Ἄδικος κόπος. Ναί, ἄδικος κόπος νά ἀρνούμαστε τήν πραγματικότητα. Τά δάκρυα δέν ὠφελοῦν. Καί οἱ μεμψιμοιρίες δέν ὠφελοῦν. Ἀπλῶς, ὀφείλουμε σάν συνετή ὁμήγυρις νά ξεχωρίσουμε τό διαυγές απ’ τό θολό καί νά συνεχίσουμε τό ταξίδι χωρίς ὑπερβολές καί ἀνόητους θρήνους. Ἔτσι, σάν χρέος πρός τούς ἑπόμενους νά καλλιεργοῦμε εὐλαβικά ὅ,τι ὄμορφο ἡ ἰδέα τῆς πλατείας ἔσπειρε στήν ψυχή μας»! (Χρέος, σ. 58).

   Ο Χρήστος Αθ. Κουτσοκλένης γεννήθηκε στην Άμφισσα. Σπούδασε Κοινωνική Εργασία και Παιδαγωγικά. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει εννιά βιβλία με ποιητικό – λογοτεχνικό και δώδεκα με σχολικό - εκπαιδευτικό περιεχόμενο.