Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Τούλας Τίγκα, «Φεγγάρι στο νερό», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2012, σ. 523, (26-11-2012)

 

Αν ποτέ δεν κατάφερες να ταξιδέψεις στα Τρίκαλα, αν ποτέ δεν μπόρεσες να ατενίσεις την ιδιότυπη ομορφιά της απεραντοσύνης του Θεσσαλικού κάμπου, αν ποτέ δεν αντίκρισες τη μεγαλοπρεπή γοητεία του Κόζιακα, αν επομένως δεν ήρθες σε επαφή με τους ανθρώπους που στέριωσαν τη ζωή τους σ’ αυτά τα χώματα και δέθηκαν με τη μοίρα τους, κι αν εν τέλει θέλεις να ’χεις έναν επαρκή λόγο, μια αφορμή, για να τραβήξεις κατά κει, για να γευτείς, για να οσφρανθείς και για να μάθεις πολλά από ’κείνα που συνιστούν τη μαγεία αυτού του τόπου, αυτή σχεδόν με βεβαιότητα θα σου τη δώσει το καινούργιο βιβλίο της Τούλας Τίγκα «Φεγγάρι στο νερό».

      Διότι, αν θέλεις να μην είσαι ένας ταξιδευτής που ικανοποιείται με τη θέαση όλων εκείνων των στοιχείων που περιγράφονται στους ταξιδιωτικούς οδηγούς και χάρτες, αλλά ένας «ιδανικός» ταξιδευτής που αναζητά και τέρπεται με την ανακάλυψη της ψυχής ενός τόπου, όπως αυτή εκδηλώνεται μέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων του, θα πρέπει να θεωρείς ευτυχή συγκυρία το να έχεις κάποιον που θα σε μυήσει σ’ όλα αυτά, όχι με τη μυστικότητα του μύστη, ή όχι μόνο μ’ αυτή, αλλά με σκέψη ανοιχτή στα πράγματα του τόπου, στην ίδια τη ζωή!

      Γι’ αυτό το ταξίδι, οδηγός μας η συγγραφέας Τούλα Τίγκα! Γεννημένη στα Τρίκαλα, δεν είναι απλά μια γυναίκα που γνωρίζει καλά τον τόπο που γεννήθηκε -και ποιος δεν γνωρίζει τον τόπο του, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος-, αλλά με τη δύναμη που της δίνει η γη που έκανε τα πρώτα της βήματα και η αγάπη της γι’ αυτή και τους ανθρώπους της δημιουργεί μια μυθοπλασία, την οποία, αν δεν την δεις ως τέτοια, νιώθεις όλα όσα περιγράφει, από τα έμψυχα ως τα άψυχα, να παίρνουν σάρκα και οστά και να συνιστούν δυναμικό κομμάτι της ιστορικής περιόδου μέσα στην οποία τα τοποθετεί και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα τις πρώτες οκτώ δεκαετίες του.

      Διότι, οι ήρωες του μυθιστορήματος δεν είναι μόνο το πλήθος των προσώπων που κινείται μέσα σ’ αυτό, αλλά όλα τα άψυχα που ζουν μαζί τους και καθορίζουν τη ζωή και συχνά τις επιλογές τους. Άλλωστε η ζωή των κατοίκων της πόλης των Τρικάλων, που πήρε το όνομά της από τη νεράιδα Τρίκκη κι είναι χτισμένη στα ερείπια της αρχαίας ομώνυμης πόλης, δεν υπάρχει ερήμην του φυσικού της περιβάλλοντος, που καθορίζεται από τον Ληθαίο ποταμό, το γιο της Λήθης, από τον ζείδωρο  Θεσσαλικό κάμπο, από το βουνό Κόζιακας ή Καράβα, που όταν ο κάμπος ήταν θάλασσα εκεί έδεναν λέει τα καράβια (!), από τον Πίνδο, που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να φανταστούν πως μπορεί αυτή η μεγαλόπρεπη οροσειρά να ’χει όνομα θηλυκού γένους (!).

      Και φυσικά, μέσα σ’ όλα τούτα ο Άνθρωπος! Τι χωρίς αυτόν «αγριεύει» ο τόπος!

      Τι θα ’ταν στ’ αλήθεια ετούτα τα τόπια, στα οποία μας σεργιανάει η συγγραφέας, αν έλειπαν τα πρόσωπα που κινούνται σ’ αυτά σε συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο και τους δίνουν λίγο από το νόημα της ύπαρξής τους; Ο Πασχάλης και οι δίδυμες αδελφές του Αρετή και Ρασμία, η Φιλίτσα, ο Νικηφόρος, η Αριστίνα, η Λένω, ο Αντρέας, η Διαμάντω, η Αγγέλα, ο Κωσταντής, ο Λίνος, η Ζαμπέτα, η Φιλιώ, ο Προκόπης, η Ζώγια, η Παρασκευή, ο Αργύρης, ο Μιχέλ και τόσοι άλλοι… Όλοι, άλλος λίγο, άλλος πολύ, άνθρωποι που κουβαλούν τις αρετές και τα ελαττώματά τους, αρετές και ελαττώματα που μας τους κάνουν οικείους, αφού ούτε αγιοποιούνται ούτε στέλνονται για κάποιες πράξεις τους στο πυρ το εξώτερο. Η συγγραφέας γνωρίζοντας βαθιά την ανθρώπινη φύση δεν δημιουργεί ήρωες αποστασιοποιημένους από τη ζωή, ήρωες στεγνούς, χωρίς συναισθήματα και πάθη. Αντιθέτως, ακόμα κι όταν αυτοί προβαίνουν σε πράξεις που για μεγάλο μέρος της κλειστής κοινωνίας που ζουν είναι ηθικά επιλήψιμες, η συνείδησή μας δεν επαναστατεί, γιατί κάπου μέσα μας νιώθουμε πως όλα αυτά που βιώνουν είναι ανθρώπινα, αλλά και γιατί κάποια τα ζήσαμε κι εμείς με κάποιον τρόπο.

      Άλλωστε με τη συνθετική και την αφηγηματική της ικανότητα και παράλληλα με τις ζωές ή μέσα από τις ζωές των ηρώων της μας μιλάει για όλα εκείνα τα μικρά, αλλά και τα μεγάλα που δίνουν αξία, που δίνουν νόημα στη ζωή τους/μας!

      Γιατί η ζωή που πάλλεται στο Θεσσαλικό κάμπο, στις πόλεις και στα χωριά, μπορεί να είναι οικεία για τη συγγραφέα και τους ανθρώπους του που κερδίζουν το καθημερινό τους με διαρκή μόχθο, αλλά είναι ταυτόχρονα οικεία και για όλους εκείνους που μεγάλωσαν ή έζησαν όλη τη ζωή τους δουλεύοντας τη γη και που κάθε τι που σχετίζεται μ’ αυτή, τα σπαρτά, οι άνθρωποι, τα έθιμα,… έρχονται από χρόνο μακρινό…

      Η Τούλα Τίγκα, με κεντρικό άξονα την πολλαπλά δραστήρια γενιά του Πασχάλη Ντάκου, με σταθερό φόντο τη Θεσσαλική γη και με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής να επηρεάζει ποικιλοτρόπως τη ζωή και τις πεποιθήσεις των ηρώων της, μας καλεί σε μια διαλεκτική σχέση με τον τόπο, με το χρόνο, με την ιστορία, και εν τέλει με τον ίδιο μας τον εαυτό.

      Έτσι, στη διαδοχή των σελίδων αρκεί να αφεθείς στη μαγεία της αφήγησης και να οδοιπορήσεις ως περιπλανώμενος αναζητητής, όπου με μαεστρία σε οδηγεί η συγγραφέας. Και σε οδηγεί να ανακαλύψεις με τα δικά της μάτια και συναισθήματα τη γη που τη γέννησε και τους ανθρώπους της· μέσω αυτών μαθαίνεις για την επί αιώνες συμπόρευση της εύφορης Θεσσαλικής γης με τους καλλιεργητές της, για τα περήφανα άλογα που τρέχουν στον κάμπο της από τ’ αρχαία χρόνια, για τις γυναίκες της αγροτιάς που στήριξαν επί αιώνες τις οικογένειές τους με περισσή αφοσίωση, χωρίς να φείδονται κόπων και διατήρησαν με κέντρο την εστία του σπιτιού και την αγάπη τους πατροπαράδοτες συνήθειες και τεκμήρια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, για τους άντρες, γερούς δουλευτές της γης, αλλά και πρώτους στ’ άρματα για διεκδίκηση εθνικών και κοινωνικών δικαίων, για τη γενναιότητα της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, που ανθίζει μέσα σε πλήθος αντιξοοτήτων, στην πείνα, στην απόλυτη φτώχια και στη βία του πολέμου, για τον έρωτα που ξεπηδά και φουντώνει εκεί που δεν το περιμένεις και καίει όπως η φωτιά το σύδεντρο τις αμάθητες ψυχές κι άλλοτε οριακά λες ζει στα όρια του θανάτου, για τις ελπίδες και τη ματαίωσή τους που κάνουν τις ανθρώπινες ψυχές να ζουν τα όρια, ή αυτή καθαυτή, την τραγική διάσταση της ζωής, για την χωρίς όρια αγάπη, για το εφήμερο της ευτυχίας, για τον πόνο, σωματικό ή ψυχικό, που συγκλονίζει συθέμελα το είναι, για την ομορφιά της φύσης, για το φεγγάρι που καθρεφτίζεται στο νερό της στέρνας, για τη χαρά της ζωής, για…

   Ό,τι κι αν γράψεις για ένα μυθιστόρημα σαν το «Φεγγάρι στο νερό» θα φαντάζει λειψό μπροστά σ’ αυτό που είναι το ίδιο το μυθιστόρημα, και φυσικά, μπροστά στη μοναδικότητα της μυστικής επικοινωνίας του κάθε αναγνώστη με το κείμενο και τη συγγραφέα του. Παρόλα αυτά, με το κλείσιμο αυτής της σύντομης αναφοράς στο εν λόγω βιβλίο της Τούλας Τίγκα, παραθέτω για όποιον τυχόν τη διαβάσει ένα ελάχιστο απόσπασμα (σ. 156): «"Άκου!", του έλεγε, σαν αφηρημένος ο παππούς του, σαν να μην καθόταν στο χαγιάτι μαζί του, αλλά να έτρεχε πίσω από κάποιες άγνωστες φωνές. "Ακούς; Έχει μιλιά η πόλη. Και κλαίει και γελάει σαν άνθρωπος. Έχει κι αυτή το στόμα της και την καρδιά της· τα τραγούδια της. Ακούς;"

   Έστηνε αυτί και ο μικρός για ν’ ακούσει αυτή την παράξενη φωνή της πόλης· να μάθει να την ξεχωρίζει ανάμεσα στις άλλες. Μα όχι! Δεν μπορούσε. Δεν ήταν η φωνή της σαν τις φωνές που άκουγε μαζί με το φίλο του τον Κωσταντή μέχρι τα εφτά τους χρόνια, φωνές των παιχνιδιών και της παρέας τους: οι αγορίστικες βρισιές, ο παφλασμός του νερού από τις βουτιές τους στο ποτάμι, το απελπισμένο φτεροκόπημα των πουλιών όταν πιάνονταν σε κάποια παγίδα, το σφύριγμα που έκανε η πέτρα φεύγοντας καθώς τέντωνε το λάστιχο της σφεντόνας του ή τα κουκούτσια από τα τζίτζιφα που τα φυσούσε καταπάνω στον εχθρό μέσα από ένα κούφιο καλάμι. Αυτά και άλλα τόσα. Αυτά όλα ήταν άραγε οι φωνές της πόλης και οι φωνές του κάμπου; Γιατί ο κάμπος έχει, λέει, κι αυτός φωνή δική του και μας κουβεντιάζει με τα ζωντανά του, τη σκόνη του και τα νερά του, τον αέρα του και τη βροχή που πέφτει πάνω στα σπαρτά του και τα δέντρα του… Πώς άραγε; Αναρωτιόταν ο μικρός. Αυτός μονάχα το τρένο άκουγε, τα κάρα που έτριζαν φορτωμένα, τα ζώα που βέλαζαν ή περπατούσαν βαριά ξεφυσώντας, τις μηχανές που έβγαζαν νερό. Αυτή να ήταν άραγε και η φωνή του κάμπου; Ποιον να ρωτήσει για να το μάθει τώρα πια που οι άντρες του σπιτιού ήταν άλλοι φευγάτοι κι άλλοι έτοιμοι να φύγουν; Οι γυναίκες, μέρες τώρα, άλλοτε έκλαιγαν και άλλοτε μιλούσαν με λόγια ακαταλαβίστικα για τον Θεό και το θάνατο. Και οι άντρες στο δρόμο, στα καφενεία, στις αυλές των σπιτιών, μιλούσαν για τον πόλεμο.

   Κι αυτός ο πόλεμος; Τι ήταν αυτός ο πόλεμος; Σαν τον πόλεμο που έπαιζαν τα μεγάλα παιδιά στην Ντάπια, ή μήπως σαν κι εκείνον με τους Τούρκους που του ιστορούσε παλιότερα ο παππούς του στο δρόμο για το μύλο ή για το παζάρι της Δευτέρας ή τις νύχτες που ξεκούκιζαν καλαμπόκι στα χωράφι τους, στον Μεγάλο Φτελιά, ψήνοντας ρόκες ή καραβίδες απ’ το ποτάμι σε μια μικρή φωτιά που άναβαν στο ξέφωτο, κι άρχιζαν τη δική τους βόλτα σε καιρούς παλιούς και δρόμους ξεχασμένους; Ιστορίες και ιστορίες! Μια φορά κι έναν καιρό… Τα δικά τους ωραία, αληθινά παραμύθια!».

 

   Η Τούλα Τίγκα γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στο τέλος του πολέμου. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και έχει γράψει δέκα βιβλία, πέντε για εφήβους και πέντε για ενηλίκους.