Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Σταύρου Ιντζεγιάννη, «...Επί πλέον 60», εκδ. Π. Κούλης, Πάτρα 2013, (18-11-2013)

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ηχώ της Άρτας», 22-11-2013, αρ. φύλλου 13230

Αναρτήθηκε: http://fileas-kritikes.blogspot.gr/2013/11/60.html

 

   Έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων υπό τον τίτλο «ΤaΓΚΟ-Ένα βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω» (εκδ. Ίδιον, Πάτρα 2012), ο Σταύρος Ιντζεγιάννης είναι κοντά μας με την ποιητική συλλογή «…Επί πλέον 60», (εκδ. Π. Κούλης, Πάτρα 2013), παρότι στο εισαγωγικό ποίημα που έχει τον τίτλο «Εκ βαθέων», μας προειδοποιεί: «Τώρα πια/ χορταίνω να διαβάζω τα ξένα/ δακρύζω ή χαμογελώ./ Απολαμβάνω./ Καιρός/ που δυσκολεύομαι να γράψω/ κάτι δικό μου»!

      Για όσους, βέβαια, τον γνωρίζουν η αντίφαση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη, μια και το γράψιμο συνιστά για ’κείνον μια από τις σπουδαιότερες παραμέτρους της ζωής του και φαίνεται πως η ρήση «nulla dies sine linea», δηλαδή, «ούτε μέρα χωρίς γραμμή», τον εκφράζει σχεδόν απόλυτα. Τούτη, λοιπόν, η συλλογή έχοντας δίκην εισαγωγής το προαναφερθέν ποίημα αρθρώνεται σε τέσσερις ποιητικές ενότητες, οι οποίες φέρουν τους τίτλους: «Απολείπειν ο Θεός», «Τελώνες και Φαρισαίοι», «Μεταμεσονύκτιο… και κάτι» και «Θεέ μου …Θεέ μου πόσο είχαμε αγαπήσει στα νιάτα μας!».

      Εραστής της γλώσσας και της κάθε λέξης ξεχωριστά, ο Σταύρος Ιντζεγιάννης, για άλλη μια φορά δίνει το στίγμα της ποιητικής φύσης και της ευαισθησίας του και σε καιρούς αντιποιητικούς μέσω των στίχων μας κάνει κοινωνούς σημαντικών γι’ αυτόν νοημάτων που αγγίζουν πολλές εκφάνσεις των ανθρωπίνων.

      Αρωγοί στην εξωτερίκευση και γραπτή αποτύπωσή τους είναι οι μνήμες κι οι αναμνήσεις που τον πολιορκούν και τον πάνε πίσω στο χρόνο, αλλά τον προσγειώνουν πιο συχνά στο σήμερα όπου βρίσκουν πολλά και του «διηγούνται» κάθε που κάθεται και γράφει. Κι αυτές οι «διηγήσεις» άλλοτε αγγίζουν αυτοβιογραφικές περιοχές και βαθιές προσωπικές αναζητήσεις κι άλλοτε αγγίζουν τη μοναξιά, την πλήξη, την υποκρισία, την αδιαφορία, την καθημερινή αγωνία των σύγχρονων ανθρώπων, που άλλοι απολαμβάνουν την τακτοποιημένη ζωή τους, άλλοι -πολλοί απ’ αυτούς, μετανάστες ή κάτοικοι του λεγόμενου τρίτου κόσμου- ψάχνουν απεγνωσμένα να εξασφαλίσουν την επιβίωση σ’ ένα καθόλου φιλικό γι’ αυτούς διεθνές περιβάλλον, άλλοι στερούνται τα αγαθά της ειρήνης, άλλοι...

      «Οι λέξεις στάζουν μέλι/ στις νυκτερινές συνεδρίες των ονείρων./ Σε λαμπερό περιτύλιγμα φωνηέντων/ με περισπωμένες και θαυμαστικά,/ συλλαβίζουν ονόματα./ Αγάπες/ -ήχος και φως-/ Ύστερα,/ αποσύρονται διακριτικά/ στις κουίντες/ Ηθοποιοί/ που μόλις τελείωσαν το ρόλο τους/ κι απόλαυσαν/ το χειροκρότημα των αισθήσεων.» (Οι λέξεις, σ. 21)

      «Ξόρκιζε/ ανομολόγητες επιθυμίες/ σε δυο χούφτες ουρανό/ κι έναν έφηβο ήλιο./ Αργότερα,/ στην ομηρία του πεζόδρομου,/ έκλεινε τα μάτια/ να ξαναβρεί/ τ’ αγαπημένα του φαντάσματα./ -λευκοφόρες οπτασίες της νύχτας-/ Μάταια./ Οι λεπτοδείχτες/ γυρίζουν μόνο δεξιόστροφα.» (Το παράθυρο, σ. 15).

«Χέρια./ Απλωμένα,/ σκελετωμένα χέρια,/ μελαψά./ Λειωμένα κεράκια/ στους κηροστάτες του ελέους./ Μη ταλαιπωρείς τη ματιά σου/ στ’ αδιέξοδα της φιλανθρωπίας/ αδελφέ μου από τον Νίγηρα./ Ο Άγιος των ζητιάνων/ είναι λευκός!» (Ο Άγιος των ζητιάνων, σ. 37).

      «Οι φωνές της νύχτας/ διαπέρασαν την ένοχη σιωπή μας/ και η χλεύη του ολέθρου/ άδειασε τα μάτια από το φως./ Στην οθόνη της Συρίας,/ ένας μικρός/ θρηνούσε/πάνω στο πτώμα του πατέρα του./ Κι εμείς παρακολουθούσαμε/ αδιάφοροι/ πίνοντας το βραδινό μας ουίσκι!» (Αδιαφορία, σ. 40).

      Η ήττα του ανθρώπου στην αναμέτρησή του με τον πανδαμάτορα χρόνο καθώς και οι μεταφυσικές ανησυχίες που τη συνοδεύουν διατρέχουν ως συνδετικός αρμός τη συλλογή αυτή κι ο άνθρωπος εμφανίζεται αγωνιών και αγωνιζόμενος να φιλιώσει την αέναη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα και τη σάρκα! Κι όλα αυτά συναρμοσμένα συχνά με  τον έρωτα, αυτή την προαιώνια δημιουργική πνοή, το αντίδοτο του θανάτου, άλλοτε με την πλατωνική του διάσταση κι άλλοτε με την απτή, αυτή δηλαδή που συγκλονίζει την ψυχή και τη σάρκα, ακόμα κι όταν εμπεριέχει το φευγαλέο ή την απόρριψη.

      «Έβαζε τη ζωή σε εισαγωγικά,/ να ξορκίσει/ την απειλή του χρόνου/ που φυλλορροούσε/ σε ημερολόγια τοίχου/ και εορτές γενεθλίων./ Στο απέναντι παγκάκι,/ ένα ζευγάρι,/ φιλιόταν παθιασμένα,/ αδιαφορώντας παντάπασιν/ για την ημερομηνία λήξεως/ και για το έωλο των αισθημάτων.» (Εισαγωγικά, σ. 28)

      «Λευκές μπλούζες./ Χαμηλόφωνη συνεδρία/ στο ληξιαρχείο της ζωής/ με τον καρδιογράφο/ να υπογράφει/ εξιτήρια./ Στην όχθη,/ ο βαρκάρης αδημονεί/ για το ναύλο./ Τελειώνετε περιμένουν κι άλλοι.» (Ο βαρκάρης, σ. 29)

      «Ζητάνε έλεος/ στις προσευχές και τα κεριά/ της Κυριακάτικης λειτουργίας,/ ερμηνεύοντας/ το νίψον ανομήματα./ Την υπόλοιπη εβδομάδα/ παραμένουν φανατικά στο/ μόναν όψιν!» (Ανομήματα, σ. 35).

      «Άγνωστοι δρόμοι,/ βήματα π’ ανιχνεύουν κερκόπορτες/ στην απελπισία του αδιανόητου./ Μόνο το κορμί σου/ φλεγόμενη βάτος/ οριοθετεί παραισθήσεις./ Και ανομήματα.» (Πανσέληνος, σ. 73).

      «Θέλησε να ζωγραφίσει ένα χαμόγελο,/ Κωσταντινάτο/ σε λαιμό Βυζαντινής Πριγκίπισσας./ Μα δε βοηθούσαν τα υλικά./ Φωτογραφίες ξεθωριασμένες,/ ονόματα σβησμένα, λέξεις δυσανάγνωστες,/ -ετερόκλιτα-/ Μόνο όταν απόκαμε κι εγκατέλειψε,/ θυμήθηκε ένα κόκκινο χαμόγελο/ με λευκές γαρδένιες,/ ένα βράδυ αποκριάς/ χωρίς όνομα και δίχως ημερομηνία.» (Χαμόγελα, σ. 78).

      Εντρυφώντας στους στίχους του Σταύρου Ιντζεγιάννη, πιστού θιασώτη της πόλης των ιδεών, δεν μπορεί παρά να νιώσεις πως πάλλονται από τον πλούσιο συναισθηματικό του κόσμο, από την μακροχρόνια θητεία του στη συγγραφή διαφόρων ειδών του λόγου, όπως το χρονογράφημα, το μυθιστόρημα, το διήγημα, η ποίηση,…, από τη μελέτη και κατ’ επέκταση τις γνώσεις που ξεδιπλώνονται και συνεπικουρούν στη διατύπωση, ποιητικά εδώ, της ευρηματικής σκέψης του, η οποία αντλεί επίσης ιδέες και ύφος από τα εκκλησιαστικά κείμενα, από τον Κωνσταντίνο Καβάφη, από την επικαιρότητα, από…

      Επίσης, η γρηγορούσα συνείδηση του ποιητή δεν μένει μακριά από το χρέος  έναντι των προγόνων, οι οποίοι «Τη νύχτα,/ ακροπατούν στα όνειρά μας,/ θυμίζοντάς μας/ οφειλές και πεπραγμένα/ ημερών αρχαίων./ Μας εγκαλούν για το σήμερα,/ απολαμβάνοντας/ τους ήχους της σιωπής./ Την εξαίσια μουσική/ του υπερπέραν./ […]» (Οι πρόγονοι, σ. 14), από τα οικολογικά προβλήματα της εποχής απονέμοντας τον έπαινο σε ’κείνον που «Ύψωσε τα χέρια του κλαδιά/ ν’ ανθίσουν ελπίδες/ και φώναξε ν’ ακουστεί απ’ όλους:/ Σώστε τον πλανήτη./ Σώστε τη ζωή.» (Αγώνες, σ. 30), από την ιδέα «μιας αντίστασης/ ενάντια στο πρέπει» και τη «γοητεία/ μιας επανάστασης» (Μια θλίψη, σ. 62), από τα αδιέξοδα των εσώτερων αναζητήσεων που μέχρι τον τάφο μας συνοδεύουν: «Ερημίτης του πλήθους/ μεταφέρει/ ψευδαισθήσεις και όνειρα/ -υπόλοιπον εις νέον-/ στα περιθώρια/ του βιογραφικού του./ Όμως,/ μοναδικό έλεος,/ ένα μαντήλι,/ να μαζεύει δάκρυα/ κι απελπισίες.» (Ερημίτης, σ. 24).

      Όλα αυτά και πολλά άλλα, φανερά ή κρυμμένα, που ενυπάρχουν στα εξήντα εν συνόλω ποιήματα της συλλογής «…Επί πλέον 60»,  τα ανακαλύπτεις κάθε που τα μελετάς με συνοδοιπόρο την εξομολογητική, συχνά λυρική, σαρκαστική και σπιρτόζα διάθεση του ποιητή, ο οποίος με οικειότητα σου απευθύνεται λες και σε καλεί με τον τρόπο του να μοιραστείς τους λογισμούς του που μπορεί και να μην βρίσκονται μακριά απ’ τους δικούς σου. Συμφωνώντας, ή όχι, μ’ αυτούς, οι στίχοι του εκτός από την αισθητική απόλαυση που προσφέρουν γίνονται αφορμή για σκέψη, περαιτέρω αναζήτηση και γνώση, ακόμα κι αν σ’ αυτή τη διαδρομή πολλά από τα ερωτήματα μείνουν αναπάντητα: «Μια πόρτα,/ που κλείνει ξαφνικά/ όλες τις πόρτες της ζωής σου./ Μοιάζουμε τους πρωτόπλαστους./ Ευτυχείς για τη γνώση,/ δυστυχείς για την εκδίωξη./ Ποιος ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά;/ Ο Θεός στον ουρανό./ Το πρέπει στη γη./ Ή τάχα είναι το ίδιο πράγμα;» (Χωρισμός, σ. 80).

      Και όπως κάθε αξιόλογη ποιητική γραφή, έτσι, και αυτή του Σταύρου Ιντζεγιάννη υπάρχει, για να προσεγγίζεται πάλι και πάλι από τους ίδιους ή διαφορετικούς αναγνώστες και να επιδέχεται κάθε φορά την ανάγνωση εκείνη που προσφέρει η ψυχική διάθεση της στιγμής ή το εσώτερο κοίταγμα που κάνει τον καθένα να αντιλαμβάνεται αλλιώς τα σημαινόμενα των λέξεων και του λόγου εν γένει.

      Τέλος, επίλογος αυτής της αναφοράς στην ποιητική συλλογή «…Επί πλέον 60» του Σταύρου Ιντζεγιάννη ας είναι η βεβαιότητα πως και στο μέλλον δεν θα κάνει πράξη  εκείνα που έγραψε στο εισαγωγικό ποίημά της και θα είμαστε σε αναμονή του επόμενου πονήματος προκειμένου να απολαύσουμε ως άλλες μέλισσες το εκλεκτό νέκταρ της σκέψης και του λόγου του.