|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου, «Αθόρυβοι εργάτες», εκδ. Άπειρος χώρα, Αθήνα 2014, (12-6-2014)
Αναρτήθηκε: http://www.kalavrytanews.com/2014/06/blog-post_4016.html#.U5lxYHJvSk
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Ήπειρος Άπειρος Χώρα», Σεπτέμβριος 2014, τ. 163, σ. 57
Με μυθιστόρημα έρχεται αυτή την φορά κοντά μας ο φίλος συγγραφέας Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, το οποίο φέρει τον αλληγορικό τίτλο «Αθόρυβοι εργάτες» (εκδ. Άπειρος χώρα, Αθήνα 2014, σ. 114). Με οδηγό την μνήμη και αγωνιώντας για τον δρόμο που πορεύεται ο σύγχρονος άνθρωπος άγεται μέσω του μύθου στην προσπάθεια να φέρει στο προσκήνιο τους αθόρυβους εργάτες της ζωής, οι οποίοι υπήρξαν σηματωροί και για τον δικό του βίο.
Ήδη στα προλεγόμενα διατυπώνει την ανησυχία του για τα «πρότυπα» που προβάλλει η εποχή μας και μέσω της γραφής του βρίσκει έναν δρόμο κι έναν τρόπο να μιλήσει για τους απλοϊκούς ανθρώπους, τους αγωνιστές του καθημερινού μόχθου, οι οποίοι ακολουθώντας τον ανηφορικό δρόμο της αρετής, ξεχωρίζουν και γίνονται πρότυπα ζωής.
Ο μύθος που επινοεί ο συγγραφέας αγγίζει γνωστές αυτοβιογραφικές περιοχές, όχι με την έννοια ότι παρουσιάζει ατομικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αν και κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει αυτό, αλλά με την έννοια πως το υλικό, δηλαδή οι χαρακτήρες και η περιρρέουσα ανθρωπογεωγραφική ατμόσφαιρα είναι πολύ γνώριμα, πολύ οικεία γι’ αυτόν. Κι αυτό, όχι μόνο λόγω της καταγωγής και της ανατροφής του μέσα και δίπλα σε οικογένειες που διακρίνονταν για τον προβαλλόμενο μέσα στον μύθο τρόπο ζωής, αλλά διότι έχει εγκύψει κι έχει καταγράψει σε προηγούμενα πονήματά του, όπως το «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ», «Η φωτογραφία», αλλά και σε διάφορα δημοσιεύματα πολλά απ’ αυτά που ζωντανεύουν και γίνονται δυναμικά στοιχεία της αφήγησης.
Η πλοκή του μύθου ξεκινά από το τέλος της αφηγούμενης ιστορίας και καταλήγει πάλι εκεί κάνοντας μιας μορφής κύκλο. Ένας θάνατος, αυτός της μητέρας του πρωταγωνιστή, γίνεται η αφορμή για εναργή ανάκληση του παρελθόντος, το οποίο δεν είχε πάψει ποτέ να υπάρχει στο υποσυνείδητό του, αφού συνιστούσε σημαντικό κομμάτι της ζωής του. Ο θάνατος λειτουργεί ως κίνητρο για να έρθει στο προσκήνιο η παρελθούσα ζωή, η οποία είχε βέβαια στιγμές όμορφες, αλλά είχε και πολλές τραγικές, που το μόνο που τις απάλυνε, ακόμα και μετά την πάροδο πολλών χρόνων ήταν η βιωμένη κάθαρση.
Άνθρωποι του μόχθου οι περισσότεροι ήρωες του μυθιστορήματος, ανήκουν στην γενιά των ανθρώπων που μεγάλωσαν και δημιούργησαν το έχει τους μέσα στις δύσκολες συνθήκες που έφερε στον τόπο μας ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος. Ζώντας στα πλαίσια της εκτεταμένης οικογένειας, η οποία ήταν πατριαρχικά δομημένη, ακολουθούν τα πατροπαράδοτα χωρίς να σημαίνει πως δεν υπάρχει και η αμφισβήτησή τους.
«Ήθελε», λέει κάπου, «την οικογένειά του μια μικρή κοινωνία ανησυχιών και οραμάτων, μικρή κοινωνία που να ξεχωρίζει για την παιδεία της και ήθελε όλα αυτά να φαίνονται και προς τον έξω κόσμο, έτσι που να μετατρέπει την περιφρόνηση σε σεβασμό. Ήθελε ακόμα να μην κάνει για τα παιδιά του τα ίδια λάθη που έκανε ο πατέρας του γι’ αυτόν. Θα μπορούσε να στερηθεί τα πάντα, φτάνει να κατάφερνε να μάθουν λίγα γράμματα και να ξεστραβωθούν. Να μάθουν να βλέπουν και πέρα από τη μύτη τους.» (σ. 67)
Οι αξίες που προβάλλονται είναι αυτές της πίστης στην δικαιοσύνη του Θεού, της πατρίδας, της οικογένειας που διάγει με αγάπη και κατανόηση, του δασκάλου που μεταδίδει γνώσεις και διδάσκει ήθος, των ηθών και των εθίμων που συνιστούν συνδετικό αρμό και σημείο αναφοράς των μικρών κοινωνιών, του έρωτα και της αγάπης ως πηγών ζωής, της πίστης και της αφοσίωσης, της παιδείας ως μέσου εξανθρωπισμού, της προόδου και της διάκρισης ως αποτέλεσμα μόχθου, της αλληλεγγύης και του ενδιαφέροντος, της μετάνοιας και της συγχώρεσης, της αιδούς και της δικαιοσύνης,… Αλλά και εκ του αντιθέτου προβάλλεται η δύναμη των αξιών, όταν στηλιτεύεται ο φθόνος, η συκοφαντία, η αδικία, το ψέμα,…
«Έτσι έφτιαξε ο Θεός τον κόσμο.», αποφαίνεται θυμόσοφα ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, «Κανόνισε να έχει ανάγκη ο ένας τον άλλονε. Κάτι ήξερε! Άλλον τον έκανε πλούσιο, άλλον φτωχό, άλλον έξυπνο, άλλον με λιγότερο μυαλό, άλλον με πολλά βάσανα και άλλον με λιγότερα. Αν τους έφτιαχνε όλους το ίδιο, δεν θα μπορούσαν να ζήσουν!». (σ. 66)
Το μυθιστόρημα έχει πολλά ηθογραφικά στοιχεία και σε πολλά σημεία ξεχειλίζει το συναίσθημα. Σ’ άλλα, η γραφή, πάντα γλαφυρή, αποδίδει κάποιες σκηνές με ρεαλισμό, ο οποίος μερικές φορές φτάνει στα όρια του νατουραλισμού. Ευρηματική η αφήγηση κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αισθητοποιώντας εικόνες και δρώμενα της καθημερινής ζωής της υπαίθρου στον χρόνο που μεταφέρεται η δράση των προσώπων.
Ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, πιστός από την αρχή ως το τέλος στην προβολή των αφανών της ζωής που όμως κρατούν ψηλά την σημαία του Ανθρώπου, με βαθιά νοσταλγία για έναν κόσμο που εν πολλοίς χάθηκε, αλλά τα ίχνη του μένουν, μέσα απ’ τους «Αθόρυβους εργάτες» του κάνει για άλλη μια φορά αισθητή την παρουσία του στον χώρο των γραμμάτων προσφέροντας στους αναγνώστες έναν ενδιαφέροντα και γεμάτο ανθρωπιά μύθο.