|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Σωκράτη Σ. Βασιλείου, «Γυναίκες Ηπειρώτισσες - Ξαφνιάσματα της Φύσης», Τιμητικό Λεύκωμα, Αθήνα 2007, σ. 250, (19-7-2014)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «Άπειρος χώρα», Φεβρουάριος 2015, τ. 168, σ. 54-55
Μετά από πολλές νοσταλγικές περιδιαβάσεις στις σελίδες του λευκώματος «Γυναίκες Ηπειρώτισσες-Ξαφνιάσματα της Φύσης» (Τιμητικό Λεύκωμα, Αθήνα 20072, σ. 250) του Σωκράτη Σ. Βασιλείου, η ψυχή μου ένιωσε έντονη χαρμολύπη καθώς οικείες εικόνες και γυναικεία πρόσωπα από πόνο κι έγνοιες σμιλεμένα ανασύρθηκαν απ’ το υποσυνείδητό μου κι η σκέψη μου ταξίδεψε μακριά στον χρόνο φέρνοντας στο προσκήνιο μύθους αρχέγονους κι αλήθειες που έχουν ως κέντρο την γυναίκα. Και μέσα σ’ αυτό το παιχνίδισμα της ψυχής και του νου να ’σου και σπαράγματα αγαπημένων στίχων της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς που στων γυναικών την φύτρα αναφέρονται. Πολλοί, παρά τα χρόνια που διάβηκαν, αντανακλούν ίδιες ιδέες με κειμένων που παρατίθενται στο λεύκωμα κι ίδιες εικόνες με φωτογραφιών του ζωγραφίζουν.
Να, κάποιοι: «γλυκιά μανούλα, δέν μπορῶ τό νῆμα πιά νά ὑφαίνω·/ μέ πόθο νιοῦ μέ πλήγωσε ἡὄμορφη Ἀφροδίτη» (σ. 87), «ὁ γάμος σου, καλότυχε γαμπρέ, ὅπως ζητοῦσες/ ἔγινε πιά, καί κέρδισες τήν κόρη πού ζητοῦσες/ ἄλλο κορίτσι σάν κι αὐτό, γαμπρέ μου, δεν ὑπάρχει» (σ. 101), «γειά σου, νυφούλα, γειά χαρά καί σύ, καλέ γαμπρούλη/ νά ζήσετε, νυφούλα μου, κι ὁἄντρας νά σοῦ ζήσει» (σ. 109), «κι ἀπό τό γάλα πιό λευκή/ κι ἀπ’ τό νερό πιό ἀπαλή/ ἀπ’ τίς λύρες πιό γλυκόμουση/ ἀπ’ τ’ ἄλογο πιό περήφανη/ ἀπ’ τά ρόδα πιό τρυφερή/ κι ἀπό τό πέπλο τό λεπτό πιό μαλακή/ κι ἀπ’ τό χρυσάφι πιό ἀκριβή» (σ. 205) (Σ. Κακίτσης, Σαπφώ, Τα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1981)
Με στίχους, που εικόνες πλάθουν, και με φωτογραφίες, που στιγμές κι εκφράσεις ανθρώπων φυλακίζουν, λοιπόν, επέλεξε ο Σωκράτης Σ. Βασιλείου να αναδείξει τα έργα των γυναικών της Ηπείρου που θηλυκού γένους όνομα έχει! Να θυμίσει -όχι πως έχει ξεχαστεί- σ’ όσους έζησαν μέχρι λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα την Ήπειρο της υπαίθρου με συμφραζόμενα που ως αναφορά την γυναίκα έχουν! Να δώσει αφορμή σ’ όσους την ρίζα τους βαθιά στην Ηπειρώτικη γη νιώθουν χωμένη να γνωρίσουν μορφές γυναικών, γνωστών ή όχι, που δημιούργησαν κι άφησαν το στίγμα τους στην ιστορική και πολιτισμική πορεία της! Να αποτίσει και μαζί του οι αναγνώστες φόρο τιμής στις Ηπειρώτισσες γυναίκες, που «ξαφνιάσματα της φύσης» ο στιχουργός επιτυχώς τις αποκάλεσε!
Αρχίζοντας από την Διώνη που φέρει όνομα γεννημένο απ’ του άντρα της του Δία τ’ όνομα -ακόμα είναι σε χρήση στην Ήπειρο τα ανδρωνυμικά προσωνύμια, όπως Αριστείδαινα, Γιώργαινα, Χρήσταινα κ.λπ.- μας παρουσιάζει κατόπιν την Ολυμπιάδα, την μάνα του Μ. Αλεξάνδρου, την Θεοδώρα, την βασίλισσα και αγία της Άρτας, την γυναίκα του Πρωτομάστορα. Κάνοντας άλμα χρόνων μας συντροφεύει με σπουδαίες γυναίκες των χρόνων της Οθωμανικής υποδούλωσης, με τις ηρωικές γυναίκες του έπους της Πίνδου, με γυναίκες ευεργέτες της κοινωνίας, με…
Μεγάλο μέρος του λευκώματος είναι αφιερωμένο στην Ηπειρώτισσα του καθημερινού μόχθου, η οποία μέσα στις αντίξοες συνθήκες του ορεινού τοπίου ανάστησε γενιές και γενιές κι άφησε λαμπρή παρακαταθήκη τα θαυμαστά έργα της προκοπής της, τα οποία είναι παρόντα σ’ όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου από την γέννηση ως τον θάνατο.
Αδιάψευστοι μάρτυρες του βίου των γυναικών της Ηπείρου, που επιλογή τους υπάρχει στο βιβλίο, η δημοτική μούσα, η επώνυμη λογοτεχνική γραφή, και φυσικά, οι εικόνες. Ο λόγος και η εικόνα πολύτιμοι αρωγοί στην επίτευξη του βασικού στόχου του συγγραφέα να εκφράσει την τιμή και την ευγνωμοσύνη του στην Ηπειρώτισσα, γίνονται ταυτόχρονα οι βέβαιοι δρόμοι για τον μυημένο, ή μη, αναγνώστη να εντρυφήσει και κατ’ επέκταση να κατανοήσει την φύση αυτών των γυναικών, των «αγαθοδαιμόνων» που κράτησαν όρθια τα φτωχόσπιτα αϊτοφωλιές της ορεινής τους γενέτειρας. Των γυναικών, που σεμνές, περήφανες, δυναμικές, αγωνιστικές, καρτερικές, προκομμένες, ακούραστες, δοτικές, φιλόξενες, συχνά στερημένες και τραγικές, αλλά ποτέ παραιτημένες και ολιγόψυχες, αποτέλεσαν τον στυλοβάτη της οικογενειακής και της κοινωνικής ζωής προσφέροντας αφειδώλευτα κάθε ψυχική και σωματική τους ικμάδα.
Εκτός από τα ανθολογημένα κείμενα, οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που κοσμούν τις σελίδες του βιβλίου -οι περισσότερες ανώνυμων καλλιτεχνών- έχουν την δύναμη να ερεθίζουν το βλέμμα και την ψυχή, να γεννούν περεταίρω εικόνες και συναισθήματα, να αποπνέουν το άρωμα μιας περασμένης ζωής που φυλακίστηκε πάνω στο χαρτί, αλλά είναι φανερή σε πολλές εκφάνσεις του παρόντος. Είναι οι φωτογραφίες που βαλμένες μέσα σε ξύλινες κορνίζες στόλιζαν το «καλό» δωμάτιο ή κρέμονταν δίπλα στον ξεθωριασμένο καθρέφτη που έγραφε «καλημέρα» ή έμπαιναν κοντά ή αντίκρυ στο εικονοστάσι και την στεφανοθήκη της κάμαρης. Είναι οι φωτογραφίες που δεν σ’ αφήνουν να λησμονήσεις, ακόμα κι αν δεν τα εικονίζουν, τα αγαπημένα, τα βασανισμένα, τα ρυτιδωμένα, αλλά πάντα προσηνή και χαμογελαστά πρόσωπα των μανάδων, των γιαγιάδων, των θειάδων, των γειτονισσών που δίπλα τους μεγάλωσες. Κλείνοντας τούτη την σύντομη παρουσίαση θέλω να ευχαριστήσω τον συγγραφέα γι’ αυτό του το πόνημα, το οποίο θαρρώ πως αποτελεί για πολλούς μια επιστροφή, ένα ταξίδι κι έναν σταθμό. Επιστροφή σε μια εποχή που εν πολλοίς χάθηκε, αλλά στην ψυχή μας μένει, ταξίδι σ’ αυτή την εποχή που έχει την δύναμη να συνεγείρει νοσταλγικά τις συνειδήσεις και ουσιαστικό σταθμό για σκέψεις κι αποφάσεις που μπορεί να γίνουν αφορμή ν’ αλλάξει η ζωή κάποιων. Όλων εκείνων που θα δουν μ’ άλλη ματιά τα χώματα που έκαναν τα πρώτα τους βήματα ή νοσταλγικά κατά καιρούς τα περπατούν, κι ίσως, ποιος ξέρει, να πάρουν την απόφαση της οριστικής επιστροφής στα τόπια που ως γεννήτορες τους αναμένουν και που, ούτως ή άλλως, η ψυχή τους καλά γνωρίζει.