Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Δημήτρη Βλαχοπάνου, «Πηγάδια και πήγασοι - Αφηγήματα της δραχμούλας», εκδ. Πέτρα, Αθήνα 2007

 

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Η γνώμη», Άρτα, (1-8-2008)

 

Καθώς περνούν τα χρόνια και μεγαλώνουμε, και καθώς βλέπουμε μέρα με τη μέρα να αλλάζουν γύρω μας οι συνθήκες της ζωής, πολύ συχνά οι σκέψεις μας, άλλοτε ακούσια κι άλλοτε εκούσια, μας επιστρέφουν στις εποχές της αθωότητας. Κι αυτό, γιατί η ψυχή μας δε στέργει να λησμονήσει, δε στέργει να προδώσει εγκαταλείποντας στη λήθη όλα όσα μας γαλούχησαν και μας καθόρισαν, όλα όσα έβαλαν τα θεμέλια σ’ αυτό που είμαστε σήμερα. Όλα, τα σπουδαία και τα ασήμαντα, δεν αφήνουν το πνεύμα μας να ησυχάσει. Τα απλά πράγματα, οι άνθρωποι, συγγενείς και φίλοι, με την οικεία λαλιά και τα συνήθεια τους, οι αλησμόνητες φάρσες και τα λιτά αλλά γεμάτα ζωντάνια παιχνίδια μας, τα όνειρα για αλλαγές στη φτωχή σε ανέσεις, αλλά κατά τα άλλα πλούσια σε αγάπη ζωή μας, έρχονται και διεκδικούν το μεράδι τους. Η μνήμη και η ανάμνηση μας ξαναγυρνούν πίσω στα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια, συχνά με μια νοσηρή επιμονή αλλά και με μια βεβαιωμένη αγάπη για ό ,τι χάσαμε και συνιστά μέρος της ύπαρξής μας.

      Έτσι, μέσα από τα «πηγάδια» της μνήμης και μέσα από τα όνειρα «που πετούσαν με τα φτερά του Πήγασου από τα οποία πολλά τυλίχτηκαν στην ομίχλη της χίμαιρας», γεννήθηκε το καινούργιο πόνημα του φιλόλογου Δημήτρη Χρ. Βλαχοπάνου, που με τα αφηγήματα- διηγήματα «της δραχμούλας» και υπό το συμβολικό τίτλο: «Πηγάδια και πήγασοι», μας ταξιδεύει σε πράγματα οικεία για τον ίδιο, αλλά και για τους περισσότερους ανθρώπους της γενιάς του και μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί του.

      Τα αφηγήματα- διηγήματα του Δημήτρη, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, συμπεριφορών και ανθρώπινων χαρακτήρων,  καθώς επίσης συνηθειών και συναισθημάτων. Η καθημερινή ζωή στην οικογένειά του και το χωριό του, οι φίλοι του στα παιχνίδια, στο σχολείο και στην πορεία προς την ενηλικίωση, η ζωή στο σχολείο και η ζωή μακριά από την οικογένεια στην πόλη της Άρτας, η «λαθραία» παρακολούθηση κινηματογραφικών ταινιών, οι πρώτες ερωτικές, κοινωνικές και πολιτικές αναζητήσεις, έρχονται στο προσκήνιο και αναπλάθονται με τρυφερότητα και αγάπη.

      Το καθένα από τα αφηγήματα- διηγήματα, με την οικειότητα και την αμεσότητα που απευθύνεται και μιλά στην ψυχή και τα συναισθήματα του αναγνώστη, τον κάνει αμέσως συμμέτοχο και κοινωνό με όσα συμβαίνουν στα πρόσωπα που κινούνται μέσα σ’ αυτά. Η μάνα, που η παρουσία της κινείται σε πολλά επίπεδα μέσα στα αφηγήματα, καθώς επίσης ο πατέρας, τα αδέλφια, η γιαγιά, οι φίλοι, οι γείτονες, οι συγχωριανοί, είναι μορφές γνώριμες και οικείες για πολλούς, αφού με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με τα λόγια ή τις πράξεις τους επηρέασαν ή επηρεάζουν, ηθελημένα ή αθέλητα, τις επιλογές μας και την ίδια μας τη ζωή, όπως και τη ζωή των ηρώων των αφηγημάτων. Η νοσταλγία για την εποχή που οι άνθρωποι αγαπούσαν και προστάτευαν τη γη που τους έθρεφε και μοιράζονταν, αν και θεόφτωχοι, το λίγο έχει τους με πολλούς, κάνει αναπόφευκτη τη σύγκριση με την εποχή μας που χαρακτηρίζεται από άπειρα περιβαλλοντικά προβλήματα και από το άφιλο των ανθρώπινων σχέσεων. Οι πάμπολλες  αναμνήσεις από τη σχολική ζωή και οι καθημερινές σκανταλιές στα παιχνίδια και όχι μόνο, δίνουν μια ευχάριστη νότα, αν και ο συγγραφέας μέσα απ’ αυτά βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για το αυταρχικό παιδαγωγικό σύστημα της εποχής, για τις ιδιαιτερότητες και τις παιδαγωγικές αντιλήψεις των δασκάλων, για τις δυσκολίες των μαθημάτων, για τις δύσκολες βιοτικές συνθήκες, για την έλλειψη ευκαιριών, για τη δίψα για ψυχαγωγία και τις απαγορεύσεις που σχετίζονταν μ’ αυτή, για τις πρώτες ερωτικές αναζητήσεις και τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Τέλος, η τεχνολογία που εισέβαλε ξαφνικά στη ζωή των απλών ανθρώπων, με τη μορφή του κινηματογράφου, της ηλεκτρονικής μουσικής, των αεροπλάνων κλπ., έχει τη δική της θέση μέσα στις αφηγήσεις, αφού ήταν κάτι που τους μεγάλους τους έφερνε σε αμηχανία και τους μικρούς και τους νέους τους καλούσε σαν την Κίρκη να την προσεγγίσουν και να την απολαύσουν.

      Ο συγγραφέας, ξεκινώντας από τα προσωπικά του βιώματα, κάνει πολυεπίπεδη αναδίφηση μιας περασμένης ζωής που την προσεγγίζει με ρεαλιστικό και ενίοτε νατουραλιστικό τρόπο, ενώ τα περισσότερα από τα αφηγήματα τα χαρακτηρίζει έντονα το ηθογραφικό στοιχείο και η αναπαράσταση των ηθών της υπαίθρου κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

      Με τη σύντομη αυτή περιδιάβαση στα αφηγήματα- διηγήματα της συλλογής «Πηγάδια και πήγασοι» του Δημήτρη Βλαχοπάνου,  οδηγούμαστε με ασφάλεια στο συμπέρασμα πως, όποιος πάρει στα χέρια του το εν λόγω βιβλίο, θα το διαβάσει ευχάριστα και με μια ανάσα από την αρχή ως το τέλος. Σ’ αυτό το συμπέρασμα συνηγορούν τόσο η πλοκή των  «μύθων», όσο και η γραφή του συγγραφέα που, με την εναλλαγή της γνήσιας δημοτικής γλώσσας στην αφήγηση με τη ντοπιολαλιά στους διαλόγους, προσδίδει αμεσότητα και ζωντάνια στα αφηγούμενα. Επιπλέον, η ικανότητά του να σε κάνει να βιώνεις σχεδόν με την ίδια ένταση που και αυτός έζησε τις πράξεις των προσώπων και τα γεγονότα, τα οποία διανθίζει με χιούμορ, ειρωνεία και ενίοτε με σαρκασμό είναι μόνο κάποια από τα προτερήματά τους.

      Έχω την πεποίθηση πως όποιος μελετήσει το βιβλίο του Δημήτρη, δε θα ευχαριστηθεί μόνο επειδή θα διαβάσει «ωραίες» ιστορίες. Θα έχει ένα κίνητρο να κάνει αναδιφήσεις στα «πηγάδια» της δικής του μνήμης, να ξαναζωντανέψει δικά του πρόσωπα και γεγονότα και να φέρει στο προσκήνιο «εικόνες και οράματα της δικής του ζωής που άλλα έγιναν πράξη και άλλα τυλίχθηκαν στην ομίχλη της χίμαιρας».