|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Σταύρου Ιντζεγιάννη, "ΓΚΑΡΣΟΝ… ΔΥΟ ΟΥΙΣΚΥ", (14-9-2021)
Ολοκλήρωσα μόλις την ανάγνωση του νέου πονήματος του λογοτέχνη Σταύρου Ιντζεγιάννη με τον τίτλο «ΓΚΑΡΣΟΝ… ΔΥΟ ΟΥΙΣΚΥ» (Πάτρα 2021, σ. 108) και νιώθω ξεχωριστά! Όχι, επειδή μελέτησα το τελευταίο εκδοτικό κατόρθωμά του, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, – πάντα έτσι λέει, όταν εκδίδει νέο βιβλίο(!) –, αλλά επειδή με συνάρπασε, όπως πάντα άλλωστε, ο λόγος και οι ιστορίες του.
Το «ΓΚΑΡΣΟΝ… ΔΥΟ ΟΥΙΣΚΥ», λοιπόν, αφορά σε συλλογή διηγημάτων, εικοσιένα τον αριθμό, και είναι υπέροχα διανθισμένη με ποιήματα του συγγραφέα, με ψαλμούς, μ’ άλλα ιερά κείμενα και με σοφές σκέψεις τρίτων. Γραμμένα, άλλοτε σε τριτοπρόσωπη κι άλλοτε σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, περιέχουν διαλόγους, οι οποίοι αποτελούν συχνά το αλατοπίπερό τους.
Οι ήρωες προέρχονται από διάφορες κοινωνικές βαθμίδες και οι μύθοι, μέσα στους οποίους αυτοί λαμβάνουν σάρκα και οστά, αγγίζουν πολλές πλευρές της ζωής. Όχι σπάνια, ο αναγνώστης νιώθει πως τους έχει συναντήσει κάποια στιγμή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως χάνουν το ενδιαφέρον τους ως χαρακτήρες, κάτι που οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο τους εμπλέκει ο συγγραφέας στον εκάστοτε μύθο. Όλους, καλούς ή μη, δείχνει να τους αγαπά και να τους νοιάζεται, αφού η πείρα της ζωής τον έχει διδάξει πως, ακόμα και οι πιο «αμαρτωλοί» έχουν μέσα τους φως! Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία. Πάντως, έχουν, γι’ αυτό και αξίζουν το έλεος, τη συγχώρεση, τη δικαίωση! Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο πως συχνά πυκνά καταφεύγει στον εκκλησιαστικό λόγο, τον οποίο κατέχει άριστα, προκειμένου να ενδυναμώσει τον δικό του και να σχολιάσει, να ερμηνεύσει ή να δικαιολογήσει μ’ έναν τρόπο τη δράση τους. Διότι η ζωή είναι σκληρή και προσγειώνει τους ανέμυαλους, τους κακούς, τους υβριστές, τους…, και πολλές φορές τους δίνει την ευκαιρία να επανορθώσουν!
Φυσικά, πέραν άλλων, σημαντική θέση στα διηγήματα κατέχει, ως γενεσιουργός της ζωής, ο έρωτας! Νόμιμος, παράνομος ή απαγορευμένος υπάρχει στις ζωές των ανθρώπων, για να τους δίνει χαρά, για να παίζει μαζί τους, για να τους βασανίζει, για να θυμίζει κάθε στιγμή της ζωής πως, χωρίς αυτόν, στεγνή κι αδιάφορη αυτή θα ’ταν. Και πάντα με το ιδιότυπο χιούμορ και την λεπτή ειρωνεία του Σταύρου γίνεται ευχάριστο ανάγνωσμα ό,τι μ’ αυτόν σχετίζεται: «Και όσα εν βίω ήμαρτον ως αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός συγχώρησον… Δηλαδή εδώ που φτάσαμε τι να αμαρτήσουμε και τι να μας συγχωρήσει; Από το πρωί ως το βράδυ κλεισμένοι στο σπίτι, τι είδους αμαρτία, πώς και με ποια να αμαρτήσεις. Με τη γυναίκα σου ύστερα από 47 χρόνων γάμο. Είπαμε διαστροφές, αλλά όχι κι έτσι! Άσε που μπορεί να βάλει και τις φωνές: Βοήθεια, τρελάθηκε ο άντρας μου!» (σ. 25)
Σχεδόν σ’ όλα τα αφηγήματα ο αναγνώστης αναγνωρίζει το ύφος του χρονογραφήματος, λογοτεχνικό είδος στο οποίο ο Σταύρος Ιντζεγιάννης έχει αναμφίβολα διαπρέψει, κάτι που βεβαιώνεται από το πλήθος όσων έχει συγγράψει και δημοσιεύσει και, φυσικά, από την ποιότητά τους! Αυτό το ύφος είναι που τα καθιστά ιδιαίτερα και τους δίνει ξεχωριστή, υπέροχη αύρα!
Διακριτές είναι, ακόμα, σ’ αυτά πολλές κοινωνικές παθογένειες, για τις οποίες ο συγγραφέας εκφράζει άλλοτε τη συμπάθεια, άλλοτε τον αποτροπιασμό, άλλοτε τον έντονο προβληματισμό κι άλλοτε έχοντας κατά νουν το Παπαδιαμαντικό «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου»! Αλλού καυτηριάζει την κοινωνική αδιαφορία για υπαρκτά προβλήματα κι αλλού διακωμωδεί συμπεριφορές ανθρώπων της εποχής μας, οι οποίοι σε κάθε τους εκδήλωση μιμούνται ξένα ήθη, τα οποία φορούν ως ξένα ενδύματα, αλλά τα φορούν: «Να πω την αλήθεια ποτέ μου δε συμπάθησα αυτά τα ξεπορτίσματα, όπου πας να φας και κατά κανόνα γυρίζεις με το στομάχι χαλασμένο. Άσε που ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ντε και καλά πρέπει να φάμε αυτά τα πολύπλοκα εδέσματα με τα ξενόφερτα ονόματα. […] Φυσικά εμείς τα φάγαμε μέχρι τελευταίας μπουκιάς (προσωπικά έφαγα μόνο τα τυροπιτάκι γιατί τα άλλα δεν τρωγότανε) και όταν έφερε το κυρίως πιάτο δεν το άγγιξε κανείς γιατί είχε ήδη χορτάσει. Η κυρία Πέπη μάλιστα ζήτησε και της τα βάλανε σε ένα αλουμινόχαρτο για να τα δώσει στο σκύλο της. – Σιγά που θα τα δώσει στον σκύλο – είπε η δική μου που την ξέρει καλά. Θα τα φάνε οι ίδιοι αύριο το μεσημέρι, ξέρω τι σου λέω. Θα αναρωτιέστε βέβαια τι πληρώσαμε. Α όχι, αυτό δε θα σας το πω, για να πάτε να φάε και να πληρώσετε και σεις. Το μόνο που θα πω είναι ότι ο Λαοκόων, βγαίνοντας έριξε κάτι ξεγυρισμένες βλαστήμιες της κυρίας Πέπης από εκείνες που δεν γράφονται.» (σ. 40-41)
Οδεύοντας προς το τέλος τούτης της σύντομης αναφοράς στη συλλογή σου «ΓΚΑΡΣΟΝ… ΔΥΟ ΟΥΙΣΚΥ», αγαπημένε μου Σταύρο, γνωρίζεις ότι καμιά προσέγγιση βιβλίου, σύντομη ή εκτενής, δεν το αντικαθιστά! Θα είχα κι άλλα να σημειώσω γι’ αυτό, αλλά δεν ξέρω αν θα είχε νόημα… Ομολογώ, όμως, πως το απόλαυσα δεόντως και το διάβασα απνευστί! Κάθε διήγημά σου είναι κι ένα διαμαντάκι! Πάντως, να είσαι βέβαιος πως ό,τι έγραψα δεν έχει να κάνει με το ότι είσαι φίλος μου και πνευματικός συνοδοιπόρος μου, αλλά με αλήθειες που μέσα στη γραφή σου συνάντησα!
Τέλος, περιμένοντας το επόμενο βιβλίο σου, ως επίλογο θα βάλω το ποίημά σου «Σύνορα» (σ. 70):
Θλιμμένα πρόσωπα
σαν αποτυχημένες απόπειρες
απονενοημένων διαβημάτων.
Κάπου – κάπου ένα χαμόγελο,
για έναν έρωτα αποπλανημένο,
στους τροπικούς της αδιαφορίας.
Κι ένα δάκρυ,
για τις επιθυμίες που θάφτηκαν.
σε τάφους ανωνυμίας
στο ασύνορο της μοίρας.