|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Δημήτρη Τσελίκα, "Ώρα καλή - ταξίδια έμμετρα", (25-10-2022)
Όταν παίρνεις στα χέρια σου βιβλίο, το οποίο σου χαρίζει προσφάτως γνώριμος δημιουργός, χαίρεσαι για την τιμή και σπεύδεις να το διαβάσεις. Όταν τον συναντάς μετά από καιρό, θυμάσαι το δώρημα και πάλι στα χέρια σου το πιάνεις. Αυτό τουλάχιστον συνέβη σε μένα και συγκεκριμένα μιλώ για τον Δημήτρη Τσελίκα και την ποιητική συλλογή του «Ώρα καλή - ταξίδια έμμετρα» (Πάτρα 2019), η οποία είναι αφιερωμένη «[…], στον Άγνωστο, καθημερινό Έλληνα, που μέσα από την πέτρα, το ξύλο, τη φλογέρα, την αρμύρα, γέννησε Αξίες και Πολιτισμό».
Αυτή τη συλλογή, αν την είχα μελετήσει χωρίς να διαβάσω τον Πρόλογο, γραμμένο από τον ποιητή, Καπετά - Γιώργο Σπηλιώτη, όπου αναφέρεται πως ο Δ. Τσελίκας «Νέος ήθελε να γίνει ναυτικός, όμως η θεά τύχη τον ήθελε στεριανό […]» (σ. 7), θα πίστευα πως την έγραψε ναυτικός! Και τούτο, για πολλούς λόγους.
Κατ’ αρχάς, η θεματολογία και οι τίτλοι των ποιημάτων, καθώς και τα δύο αφορούν, σχεδόν στο σύνολό τους, στη ζωή των ναυτιλλομένων, ως ταξιδευτών, ως ναυαγών, ακόμα και ως απόκληρων της θάλασσας, εν τέλει στην ίδια τη θάλασσα, μαγεύτρα και γητεύτρα, ερωμένη κι αγαπημένη, ζωή και θάνατος μαζί.
Ο δημιουργός, με στίχους, οι οποίοι υπακούν σε ρυθμό και διαβάζονται ευχάριστα, ακόμα κι όταν σε δύστηνα θέματα αναφέρονται, μας ταξιδεύει σε ιστορίες που είναι ή μοιάζουν αληθινές, προκαλώντας μας ποικίλα συναισθήματα, όπως θλίψη, συγκίνηση, χαρά, απογοήτευση, ενσυναίσθηση, ελπίδα,…, και μ’ έναν τρόπο μας κάνει συμμέτοχους στα πραγματευόμενα, ενώ αναδεικνύει υπέροχα τη ζωή των θαλασσινών, οι οποίοι στη θάλασσα παλεύουν με δυσκολίες και κύματα, αλλά η σιγουριά της στεριάς δεν έχει δύναμη να τους κρατήσει.
Τα περισσότερα ποιήματα είναι πολύστιχα, οι στροφές τους αποτελούνται συνήθως από τον ίδιο αριθμό στίχων, αν και ο Δ. Τσελίκας, όταν θέλει να ολοκληρώσει το νόημα, δεν υπακούει σ’ αυτή τη νόρμα, ενώ ο αριθμός των συλλαβών ποικίλει κατά περίπτωση. Αυτό που συμβαίνει με τους στίχους, ισχύει και για τις ομοιοκαταληξίες, αφού επηρεάζονται από τον αριθμό τους ανά στροφή, ενώ κυριαρχεί το ιαμβικό μέτρο, χωρίς να απουσιάζει το τροχαϊκό.
Ένα στοιχείο, το οποίο ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη είναι οπωσδήποτε οι γνώσεις του γράφοντος σχετικά με τη ναυτική ορολογία, η οποία συνδράμει ξεχωριστά στην έκφραση των νοημάτων και στην αισθητοποίηση των εικόνων, οι οποίες συνθέτουν με ενάργεια, ακόμα και μέσω της φαντασίας, την ατμόσφαιρα.
Η ποίηση του Δ. Τσελίκα ακολουθεί, όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό, τους κανόνες της παραδοσιακής, τους οποίους παραβαίνει σε αρκετές περιπτώσεις χάριν της εξέλιξης και της ολοκλήρωσης του μύθου του, ενώ όλα τα ποιήματά του θυμίζουν μικρές ή λίγο πιο μεγάλες αφηγήσεις με αρχή, μέση και τέλος.
Εκτός από τα πρόσωπα των ναυτικών, κυρίαρχη είναι η μορφή της γυναίκας, ως μητέρας, ως ερωμένης, ως ναυάγιο της ζωής, ως αγαπημένης, ως ποθητής ύπαρξης, που χωρίς αυτή η ζωή δεν έχει ή έχει υποδεέστερο νόημα.
Τα ανωτέρω είναι λίγα λόγια από τα πολλά που μπορεί να γράψει κάποιος για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Τσελίκα «Ώρα καλή - ταξίδια έμμετρα» και, φυσικά, δεν μπορούν ν’ αποδώσουν όσα αυτή υποβάλλει στον κάθε αναγνώστη κατά την πρώτη ή την πολλοστή ανάγνωσή της. Όσο με αφορά, σημειώνω πως την απόλαυσα ιδιαίτερα και εύχομαι να διαβαστεί και ν’ αγαπηθεί και η σκέψη του δημιουργού της να συνεχίσει να ταξιδεύει με ούριους ανέμους σε στεριές και θάλασσες και να μας χαρίζει όμορφους στίχους.
Ως επίλογο παραθέτω δύο από τα ποιήματα της συλλογής, κάπως σύντομα σε σχέση με τα περισσότερα, τα οποία δείχνουν κιόλας αρκετά από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής του γραφής:
Ναυάγια (σ. 25)
Σαλπάρουν τα καράβια ένα- ένα
ερήμωσε για πάντα το λιμάνι
στριγγλιά από της άγκυρας καδένα
στο ντόκο πια δεν φτάνει.Στην μπίντα καθιστός ο γερο-ναύτης
η πίπα του σβηστή στο χέρι, τρέμει.
Σε χρόνια μακρινά, ο γλάρος κράχτης
του νόστου ξετυλίγει την ανέμη.Φουρτούνες και γαλήνες του θυμίζει
ταξίδια, καπετάνιους και σκαριά
και τώρα στο λιμάνι τριγυρίζει,
ναυάγιο και τούτος στη στεριά.Θυμάται μια μικρή να τον προσμένει
τον πόθο του φιλιού της να γευτεί
μα χρόνια μοναχή και ξεχασμένη
γριούλα πια, σαλπάρισε κι αυτή.Αργά για όνειρα (σ. 99)
Είναι αργά, πολύ αργά για όνειρα
ταξιδευτής ο χρόνος τα ’χει πάρει
κι αυτά που κυνηγάς είναι τ’ απόνερα
του πλοίου μιας ζωής που ’χει σαλπάρει.Αν θέλεις το δικό σου δρομολόγιο
το παίρνεις, αν βιαστείς προτού να λύσει.
αλλιώς αναζητάς στ’ ανεμολόγιο
να βρεις Ανατολή και Δύση.