|
|
|
|
|
|
Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Χρήστου Β. Ντάλα, «ΤΟ ΔΙΣΤΡΑΤΟ ΠΟΥ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ -
Στιγμές της ζωής του Χωριού μέσα από παλιές φωτογραφίες», Αθήνα 2008, σ. 192
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ο Άραχθος», αρ. φύλλου 163, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2008
Δεν ξέρω, αλλά κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τους στίχους του ποιητή Γ. Κοτζιούλα: «Φτενά χωράφια κρατημένα σε πεζούλια/ κι άπιαστες γίδες που κρεμιούνται σε γκρεμούς,/ ετούτ’ είν’ η πατρίδα μας,/ μα η πούλια δε λάμπει πιο καθάρια σ’ άλλους ουρανούς», νιώθω πως τους άφησε παρηγοριά και παρακαταθήκη σ’ όλους εμάς που καταγόμαστε απ’ την ορεινή πατρίδα. Την πατρίδα που μας έκανε η φτώχια κι η αναζήτηση της μόρφωσης να την αφήσουμε, αλλά που την αγαπάμε με μια παράξενη αγάπη που δεν αλλοιώνεται ούτε χαλιέται στο πέρασμα του χρόνου. Κι είναι αυτή η αγάπη που, όπου κι αν πάμε, όπου κι αν ταξιδέψουμε, μας μαυλίζει σαν την Κίρκη και μας καλεί σε συνεχείς επιστροφές. Κι εμείς, επειδή δώσαμε λίγη ή πολλή απ’ αυτήν και σ’ άλλους τόπους, νιώθουμε πού και πού πως την προδώσαμε, και για να «εξιλεωθούμε» γυρίζουμε πίσω με μεγαλύτερο πόθο από πριν!...
Μια επιστροφή, αλλά «στην εποχή που υπήρχε χωριό ζωντανό. Που κρατούσε όλους τους ανθρώπους, που λειτουργούσαν σχολεία, που υπήρχαν νέοι άνθρωποι, που πήγαιναν στο στρατό, έκαναν πανηγύρια, παντρευόντουσαν, γεννούσαν, γερνούσαν», πιστεύουμε πως επιχειρεί και ο Χρήστος Β. Ντάλας με το λεύκωμά του που φέρει τον τίτλο: «Το Δίστρατο που αγαπήσαμε».
Κι είναι αυτό το λεύκωμα μια επιστροφή κι ένα ταξίδι για πολλούς, αφού μες τις σελίδες του, ακόμα κι αν δεν γνωρίζουμε ακριβώς τα πρόσωπα και τα γεγονότα που απεικονίζονται, μας βοηθάει να ταξιδέψουμε στην ελληνική ύπαιθρο, όπως αυτή ήταν διαμορφωμένη μέχρι πριν λίγες δεκαετίες. Κι είναι επίσης αυτή η δύναμη και η γοητεία των παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που οι περισσότερες είναι έργο ερασιτεχνών και εν πολλοίς άγνωστων καλλιτεχνών, όχι μόνο να σταματούν το χρόνο και να τον φυλακίζουν πάνω στο χαρτί, όπως γίνεται άλλωστε με όλες τις φωτογραφίες, αλλά να αποπνέουν το άρωμα μιας περασμένης ζωής που έφυγε ανεπιστρεπτί και γεμίζει συχνά με θλίψη και νοσταλγία, όχι μόνο αυτούς που την έζησαν αλλά και άλλους.
Είναι αυτό το λεύκωμα κι ένα μέσο για την καταπολέμηση της λήθης. Τα όσα λέει ο Θ. Γκόνης: «Στα λαϊκά σπίτια, δεν θα βρεις κορνιζαρισμένα πτυχία, επαίνους, πορτρέτα, χρυσούς δίσκους και μεγαλόσταυρους. Στη σάλα τους θα δεις να κρέμονται φωτογραφίες απλές και παλιός ξεθωριασμένος καθρέφτης, που κι αυτός με τη σειρά του φωτογραφίες κρατάει στην ξύλινη κορνίζα του. Φωτογραφίες από γάμους, βαφτίσια, στρατιωτικές θητείες, πανηγύρια, γλέντια τρικούβερτα», τα οποία πολύ επιτυχημένα επέλεξε ο Χρήστος Β. Ντάλας και τα συμπεριέλαβε στον πρόλογο του βιβλίου του, τι άλλο εξυπηρετούσαν παρά τη διάσωση της μνήμης; Της μνήμης που δεν επέτρεψε και στο δημιουργό του λευκώματος να ξεχάσει και, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να παρουσιάσει, όσα είχε καλά φυλαγμένα για χρόνια στα κατάβαθα του είναι του και τον συνόδευαν και του υπενθύμιζαν πως πρέπει να τα επιστρέψει στον τόπο και στους ανθρώπους του! Στους συγχωριανούς του, δηλαδή, που όπως σημειώνει επίσης στον πρόλογο του λευκώματος, «τους ξαναβρήκε», όσον καιρό αναζητούσε φωτογραφίες απ’ όλες τις οικογένειες που κατάγονται απ’ το Δίστρατο.
Αυτό το φωτογραφικό λεύκωμα, λοιπόν, στο οποίο απεικονίζονται πρόσωπα απ’ όλες τις οικογένειες του χωριού του, καθώς και τα διάφορα τοπωνύμια και οι γενεαλογίες που παρεμβάλλονται, αποτελούν μια πολύ σημαντική καταγραφή, της οποίας η σπουδαιότητα είναι προφανής, όχι μόνο για τους ανθρώπους που έζησαν εκεί όλες αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις που εικονίζονται στις φωτογραφίες, αλλά και για τους επιγόνους τους, οι οποίοι κάθε φορά που θα θέλουν να αναζητήσουν κάτι απ’ τις πατρογονικές ρίζες θα προστρέχουν και σ’ αυτό. Σημαντικό είναι επίσης αυτό το λεύκωμα για όποιον γοητεύεται από εργασίες τέτοιου είδους, για όποιον έχει απλά την περιέργεια να αναδιφά στιγμές ζωής του παρελθόντος, αλλά κυρίως για όποιον τον αφορά στην ουσία το παρελθόν του τόπου του, επειδή έχει την πεποίθηση πως η γνώση του παρελθόντος μπορεί να αποτελέσει γι’ αυτόν ένα ουσιαστικό έρεισμα ζωής.
Ο Χρήστος Β. Ντάλας πιστεύουμε πως μ’ αυτό του το πόνημα προσέφερε μια ανεκτίμητη δωρεά στον τόπο του, στους συγχωριανούς του και όχι μόνο. Διότι, μπορεί αυτό σε μια πρώτη ανάγνωση να αφορά τον τόπο καταγωγής του και τους ανθρώπους του, αλλά στην ουσία έχει μέσα του φυλακισμένες στιγμές ζωής που όλοι, όσοι μεγαλώσαμε στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου, αγαπήσαμε και μας ακολουθούν και θα μας συνοδεύουν πιστοί συνοδοιπόροι μέχρι την τελευταία μας πνοή, όπου κι αν βρισκόμαστε.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως όποιος πάρει στα χέρια του το λεύκωμα του Χρήστου Β. Ντάλα δε θα περάσει απλά ευχάριστα την ώρα του παρατηρώντας τις ζωές άλλων, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί πάνω στο χαρτί, αλλά θα έχει μια καλή αφορμή να γνωρίσει ως ένα βαθμό παλιές μορφές ζωής, να βυθιστεί στις δικές του μνήμες και ποιος ξέρει, ίσως είναι και μια αφορμή να δει με άλλο μάτι τον τόπο καταγωγής του κι ίσως πάρει μια οριστική απόφαση επιστροφής εκεί, στον τόπο που κάποτε άφησε αυτός ή οι πρόγονοί του!...