Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη: 

Ελίζας Δεμαρτίνου, Τέσσερα ποιητικά κείμενα, 29 Σεπτεμβρίου 2008

 

   Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου τα ποιητικά κείμενα ενός αναγνωρισμένου ή μη αναγνωρισμένου ποιητή, σκέφτομαι πως, αν δεν τα καταφέρω να νιώσω την ένταση των συναισθημάτων του δημιουργού τους, τα οποία τον οδήγησαν στην εκάστοτε ρυθμική τους εξομολόγηση, πρέπει τουλάχιστον να νιώσω λίγη απ’ τη σπίθα που εκείνος είχε στην ψυχή του, όταν τα εξέφραζε. Κι αυτό ομολογώ πως δεν είναι ούτε απλό ούτε πάντα εύκολο, διότι δεν είσαι πάντα σε θέση ως μελετητής ή ως απλός αναγνώστης να διεισδύσεις και να κατανοήσεις αυτό που οδήγησε στη διατύπωση ή στη ματαίωση έκφρασης των συναισθημάτων του.

   Κάπως έτσι ένιωσα κι όταν, πριν λίγο καιρό, γνώρισα τη συνάδελφο-ποιήτρια Ελίζα Δεμαρτίνου και ήρθα σε επαφή με την ποιητική της δημιουργία, η οποία ξεκινά χρόνια πριν και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

   Με χρονολογική σειρά έκδοσης, οι ποιητικές συλλογές της είναι: «Ο γυρολόγος»  1984, «Το φεγγάρι φεύγει» 1995, «Μη μου γράφεις ποίματα» 1999 και «Ελεαλή» 2004.

   Με τον «Γυρολόγο», νιώθει κανείς πως η Ελίζα ψηλαφεί τα πράγματα του κόσμου και με τον τρόπο της προσπαθεί να τα προσεγγίσει και να τα κατανοήσει. Το ανεκπλήρωτο, η εγκατάλειψη, ο εγκλεισμός, η αποξένωση στις ανθρώπινες σχέσεις, η μοναξιά και η κρίση ταυτότητας που χαρακτηρίζει πολλούς απ’ τους ανθρώπους των σύγχρονων κοινωνιών περνούν μέσα απ’ τους στίχους της χωρίς περιττό θόρυβο, όπως συμβαίνει άλλωστε με τα περισσότερα πράγματα που λαμβάνουν χώρα γύρω μας και μας αφορούν ή είναι αδιάφορα για μας. Έκδηλη είναι επίσης, η προσπάθεια μη συμβιβασμού με ό, τι εμποδίζει το δρόμο προς τα εμπρός, σ’ αυτό που είναι η αληθινή ζωή ή σ’ αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε ως αληθινή ζωή. Και μέσα σ’ όλα αυτά έχει το μεράδι του ο έρωτας, όπως αυτός βιώνεται στις σύγχρονες συνθήκες που οι άνθρωποι, αν και λένε πως τους αφορά, δεν αφιερώνουν και πολύ χρόνο σ’ αυτόν.

   Αλλά ας ακούσουμε τη φωνή της ποιήτριας: «Η σκιά./ Γλύστρησε ανάλαφρα/ κι ήρθε να τυλίξει τον καθρέφτη./ Εμείς/ - μέσα στη σκιά - γελούσαμε για το χαρμόσυνο τέλος/ του έρωτά μας./ Η βροχή/ μας βρήκε στην κάμαρα./ «Ας φύγουμε» μου είπες, και γλυστρήσαμε μαλακά/ κάτω απ’ τη χαραμάδα». Ή «Το σίγουρο ήταν, πως η ευτυχία μας/ μύριζε ζεστασιά/ - κάτω απ’ τα σκεπάσματα του χειμώνα -/ και δέρμα ανθρώπου./ Μύριζε σώματα αγκαλιασμένα στον ύπνο τους,/ μύριζε έρωτα παλιό και πανάρχαιο./ Ξανά στα όνειρά μου σε θυμάμαι τώρα/ ικέτης να έρχεσαι/ και σε δέχομαι απλά, με άρωμα της κάμαρας εκείνης…/ - τότε που τέλειωνε κάποιος πόθος-».

   Στη δεύτερη ποιητική της συλλογή «Το φεγγάρι φεύγει», η Ελίζα Δεμαρτίνου, αν και δεν ξεφεύγει από τις πάγιες εσωτερικές της αναζητήσεις, μας ταξιδεύει στην αγάπη, σ’ αυτό που είναι γι’ αυτήν η αγάπη, αλλά και σ’ αυτό που για πολλούς είναι η αγάπη, κάτι άλλωστε που επανέρχεται και στην μετέπειτα ποιητική της δημιουργία. Κι είναι μια αφορμή, μια αφετηρία η αγάπη για να μας μιλήσει για βαθιά συναισθήματα και για να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη αναζήτηση μέσα απ’ την οικειότητα που φέρνει η χρήση του δευτέρου προσώπου, έτσι όπως απευθύνεται στον πατέρα, με τις όποιες συμβολικές προεκτάσεις του, και μέσα απ’ την «επικοινωνία» μ’ έναν φίλο. Και γράφει: «Κι όσο/ να φοβάμαι ότι θα με ξεχάσεις, μου μαθαίνεις, πως η/ αγάπη σου δεν είναι σαν εκείνη που ξεχνάει» ή «Έρχεσαι και μου τα δίνεις όλα» ή «Κανένας δε λυτρώνει τον εαυτό του» ή αλλού «Η λήθη δε σε λυτρώνει» ή «Η πραγματική ζωή είναι εκείνη/ που δε βλέπουμε» ή τέλος «μου είχε πει,/ πως η φυγή ήταν και είναι, ένας αβάσταχτος πόνος στα/ σπλάχνα του και γω δε τον πίστευα και έφευγα».

   Το 1999, εκδίδει την τρίτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «Μη μου γράφεις ποίματα». Σ’ αυτή τη συλλογή, ο ψαλμός του Δαβίδ: «Στήνω το αυτί μου στου Κυρίου τη μυστική βουλή και με τον ήχο της κιθάρας προσπαθώ το αίνιγμα να λύσω», τον οποίο η Ελίζα βάζει στην πρώτη της σελίδα, δίνει το στίγμα της εσωτερικής αλλά και της εκφραστικής της αναζήτησης. Η μορφή του στίχου, ο οποίος ταυτίζεται σχεδόν με τον πεζό λόγο, αλλά και η διατύπωση των νοημάτων που θυμίζει προφητικό λόγο δείχνουν μια αλλαγή στη διάθεση, στη σκέψη αλλά και στα εκφραστικά μέσα της ποιήτριας που εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου. Όλα αυτά θα τα συναντήσει κανείς με περισσότερη ευκρίνεια στην τέταρτη «ποιητική» της συλλογή με τον τίτλο «Ελεαλή» και με τον όλο νόημα υπότιτλο «Αφηγητής αφηγείται, ποιητής ίπταται».

   Κι εδώ μέσα από έναν όλο ποιητικότητα πεζό λόγο η ποιήτρια έχει και πάλι ως φόντο της ποίησής της την ανθρώπινη αγωνία για τη βίωση ή για την επίτευξη πραγμάτων και στόχων, ακολουθώντας θα λέγαμε ως ένα σημείο αυτό που έλεγαν οι υπαρξιστές: «Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε χωρίς να συναντήσουμε την ευτυχία» ή θα πρόσθετα αναζητώντας την σε όσα απ’ τα πράγματα του κόσμου νομίζουμε πως θα την αγγίξουμε.

   Και πάντα, την Ελίζα την απασχολεί η προσωπική της διαδρομή ως ανθρώπου και ως ποιήτριας, κάτι που έτσι κι αλλιώς την ταυτίζει με μία από τις βασικές αρχές του υπαρξισμού το «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας» που σημαίνει πως δεν είμαστε προκαθορισμένοι πριν γεννηθούμε, αλλά ότι εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε το πεπρωμένο μας με την ελεύθερη βούλησή μας και είμαστε απόλυτα υπεύθυνοι για ό, τι κάνουμε.

   Και λέει:

   «Και όπως οι άνθρωποι αγαπούν,

   με κείνο το τρυφερό είδος της αγάπης

   που οι γυναίκες κρατούν στην αγκαλιά τους,

   ένας ποιητής συναντά τη σωτηρία του

   δίνοντας,

   όλο δίνοντας τον εαυτό του, 

   ακόμα και μέσα στη σιωπή,

   ακόμα και σε μια τέλεια σιωπή».

   Κλείνοντας εδώ αυτή τη σύντομη περιδιάβαση στην ποίηση της Ελίζας Δεμαρτίνου, μπορώ να πω πως η ποίησή της κινούμενη στα πλαίσια του υπαρξισμού έχει ως κέντρο της τον άνθρωπο, ο οποίος ζει σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Και μπορεί ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον υπαρξισμό, να οδεύει προς το θάνατο ως οριστική λύση της ύπαρξής του, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να δοκιμάσει τις δυνατότητες της ελευθερίας του και να ευρύνει τους ορίζοντές του σε μια πνευματική ενατένιση. Κι αυτό το τελευταίο είναι μόνιμη σκέψη και πρώτιστη μέριμνα της ποιήτριας τόσο για την ίδια, όσο και γι’ αυτούς που με συναίσθημα μελετούν την ποίησή της!...

   Της έγραψα: «Αγαπητή Ελίζα, καλημέρα.

   Εύχομαι να είσαι καλά και να έχεις όπως πάντα διάθεση για δημιουργία. Πιστεύω πως δεν περίμενες πλέον αυτή την επιστολή, αλλά λίγο οι καλοκαιρινές διακοπές λίγο η έναρξη του σχολικού έτους δικαιολογούν πιστεύω αυτή την καθυστερημένη επικοινωνία.

   Όπως διαπιστώνεις από το συνημμένο κείμενο, έγραψα λίγα λόγια για την ποίησή σου. Θα μπορούσα να γράψω πολλά περισσότερα, αλλά, αν είναι να το δημοσιεύσεις, νομίζω πως είναι ένα λογικό σε έκταση κείμενο. Η αλήθεια είναι πως με ταξίδεψες με το λόγο σου και ελπίζω με όσα έγραψα να μπόρεσα να αγγίξω έστω και κατά ελάχιστο αυτό που εσύ ένιωθες και νιώθεις σε κάθε επώδυνο τοκετό που γεννά την πνευματική δημιουργία!...

   Αν σου αρέσει κατ' αρχήν κι αν θέλεις, μπορείς να το δημοσιεύσεις σε όποιο έντυπο εσύ κρίνεις. Το μόνο που θέλω, αν συμβεί αυτό, είναι να με ενημερώσεις για το έντυπο και την ημέρα δημοσίευσης.

   Κατά τα άλλα κι εγώ συνεχίζω και γράφω. Γράφω αφηγήματα ή άλλα κείμενα, κάποια από τα οποία τα δημοσιεύω. Με την ευκαιρία σε ενημερώνω πως στις 3 Νοεμβρίου, θα γίνει στο "Σπίτι του Ηπειρώτη" η παρουσίαση του βιβλίου που σου έχω χαρίσει. Θα χαρώ πολύ, αν έρθεις, μόνη ή με παρέα, έτσι για να περάσουμε ένα ευχάριστο, ελπίζω, βράδυ με φίλους κι ένα ποτήρι κρασί.

   Ελπίζω να τα ξαναπούμε. Σε χαιρετώ. Παναγιώτα».

 

 

.