Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Βιβλιοπαρουσίαση της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου, «Έμμετρα», εκδ. Άπειρος χώρα, Αθήνα 2008, σ. 48

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό «ἐπι-κοινωνεῖν», Καλάβρυτα, Δεκέμβριος 2010, τ. 28ο, σ. 77-79

 

Έξι χρόνια περίπου μετά την έκδοση του βιβλίου που φέρει τον εμφατικό τίτλο «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ», το οποίο δεν αποτελεί απλά μια επιστροφή στο γενέθλιο τόπο, αλλά συνιστά έναν ύμνο κι ένα χρέος στα χώματα πάνω στα οποία  έστησε τα πρώτα του βήματα ο συγγραφέας, εκδίδεται το δεύτερο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Έμμετρα».

      Ο Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, μέσα από τον ποιητικό λόγο αυτή τη φορά, επιστρέφει στην ίδια αφετηρία που δεν είναι άλλη από το χωριό του, το οποίο κατοικεί λες μέσα του και δονεί αενάως τα μύχια της ψυχής του. Αν και ο Νίκος έχει δοκιμάσει επιτυχώς να εκφράσει με την «πένα» του και πιο σύγχρονους προβληματισμούς, η σταθερή αναφορά γι’ αυτόν είναι το Λειβάρτζι του! Κι αυτό καθόλου τυχαία. Ο συγγραφέας - ποιητής νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη για τη γη που τον γέννησε και τους ανθρώπους της και με κάθε τρόπο δεν θέλει απλά να μιλήσει για όλα αυτά και να τα βγάλει από την «αφάνεια», αλλά σπρωγμένος από μια εσωτερική ανάγκη στρέφεται εκεί λες και κάθε φορά που τα «αγγίζει» σαν τον μυθικό Ανταίο αντλεί  δύναμη, εμφορείται από έμπνευση, δημιουργεί.

      Εξάλλου, η «μικρή» πατρίδα είναι για το Νίκο κάτι βαθύ και ιερό. Δεν είναι μόνο  ο τόπος στον οποίο, ας μου επιτραπεί η παράφραση στίχου του, «άνοιξε τα μάτια και αντίκρισε τον ήλιο», είναι που αυτός ο τόπος είναι ο τόπος που τον αγαπά με μιαν αγάπη αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, είναι που αυτός ο τόπος τον ακολουθεί ως άλλη καβαφική «πόλη» και δεν τον αφήνει να ησυχάσει!...

      Η επιλογή των στίχων «Εδώ κι εγώ γεννήθηκα, εδώ τον ήλιο είδα,/ αυτά τα βράχια τα ψηλά έχω εγώ πατρίδα», του Ηπειρώτη ποιητή Κώστα Κρυστάλλη στην πρώτη σελίδα της ποιητικής συλλογής δίνει το στίγμα του ορεινού τόπου του στις υπώρειες του Ερύμανθου που για τον ποιητή φαίνεται πως έχει κάτι κοινό με εκείνο του δωρικού Ηπειρώτικου τόπου. Εξάλλου και η «κεντρική» αφιέρωση του βιβλίου σε κάποιον συγχωριανό – συμμαθητή του, ορειβάτη, ο οποίος αν και είχε κατακτήσει τα Ιμαλάια, έχασε τη ζωή του σε μια χαράδρα του Ερύμανθου, είναι μια άλλη απόδειξη για το τι σημαίνει για τον ίδιο η ορεινή πατρίδα με το στιβαρό βουνίσιο τοπίο της!

      Η θεματολογία των ποιημάτων της συλλογής «Έμμετρα» κινείται κυρίως γύρω από τη θρησκευτική ζωή, την πατρίδα και τους αγώνες της για ελευθερία, την οικογένεια, τη φύση και τους ανθρώπους της γενέτειρας του ποιητή. Όλα αυτά τα γνωρίζει εκείνος πολύ καλά από προσωπική εμπειρία και μελέτη και η έμπνευσή του πηγάζει και καθοδηγείται απ’  αυτές. Αρκεί η συγκίνηση που γεννιέται  στην ψυχή του κάθε φορά που, με όποια αφορμή, οι σκέψεις του ταξιδεύουν στο χωριό του ή σε άλλα θέματα που αγγίζουν την ευαισθησία του και τις ιδέες του για τη ζωή, για να «ξεχυθούν» γράμματα στο χαρτί και να γίνουν στίχοι.

      «Εξόριστος» για βιοποριστικούς λόγους στην πρωτεύουσα  νιώθει λίγο σαν το Κρυστάλλη  - ίσως και γι’  αυτό χρησιμοποιεί δικό του μότο στην αρχή της ποιητικής συλλογής - και συχνά θαρρεί πως με τους στίχους του εκφράζει κι άλλους που πήραν τον ίδιο δρόμο με κείνον.

      Στο ποίημα «Η ελπίδα των βουνών» ο ταξιδευτής ήλιος, που «ακούει»  και «βλέπει» τα πάντα, «ακούει» και «διηγείται» τα παράπονα, όσων άφησαν το χωριό, για να καζαντίσουν στην πόλη: «-Όλο τον κόσμο που περνώ, εκεί που ταξιδεύω,/ βλέπω να μην πολυμιλούν, τις σκέψεις τους μαζεύω./ Στις πόλεις μπερδευτήκανε, εκεί δεν γνωριζόνται./ Πολλά καλά αποκτήσανε, αλλά δε ’φχαριστιώνται!/ Το γέλιο τους εχάσανε! Θαρρώ θα δυστυχήσουν!/ Λέτε να το καλοσκεφτούν και να ξαναγυρίσουν;».

      Η επιθυμία του νόστου είναι ισχυρή και σε άλλα ποιήματα, αν και ο ίδιος ελάχιστα μάλλον πιστεύει πως θα συμβεί. Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία, αφού η ψυχή ακόμα και μέσα από τις στιχουργικές αποδράσεις νοσταλγεί, αγάλλεται, πάσχει, λυτρώνεται! Οι γονείς που έφυγαν για το επέκεινα, το σχολείο που ερήμωσε από μαθητές, αλλά κι εκείνοι που ακόμα κρατούν τα σπίτια τους ανοιχτά και καρτερούν τους ξενιτεμένους είναι τόσο αγαπημένες και τόσο ποθητές «υπάρξεις» που μοιάζουν σαν να μην τις «άλλαξε» ο καιρός…

      Η ποίηση του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου, γραμμένη σε ατόφια δημοτική, στην οποία παρεισφρέουν  σχεδόν ασυνείδητα ιδιωματισμοί από την ντοπιολαλιά της ιδιαίτερης πατρίδας, κινείται στα πλαίσια της παραδοσιακής, αρέσκεται στη χρήση της ομοιοκαταληξίας και ο ρυθμός καθορίζεται από τη χρήση κυρίως του ιαμβικού μέτρου χωρίς να απουσιάζει και το τροχαϊκό. Ο αριθμός των συλλαβών στους στίχους των ποιημάτων ποικίλει και ο Νίκος φαίνεται πως τολμά και γράφει από σύντομους στίχους μέχρι δεκαπεντασύλλαβο. Άλλωστε η ποίησή του είναι επηρεασμένη από το δημοτικό τραγούδι και ως προς τη μετρική του μορφή, αλλά και ως προς τη θεματολογία του, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο ποιητής δεν αφήνει στους στίχους το προσωπικό του στίγμα, δηλαδή το δικό του τρόπο, τη δική του δημιουργική ματιά στο κοίταγμα των πραγμάτων του κόσμου.

      Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στην ποιητική συλλογή του Νίκου Παπακωνσταντόπουλου, «Έμμετρα», τολμώ να πω πως, αν και αυτός ζει, εργάζεται και δημιουργεί στην πολύβουη πρωτεύουσα, χωρίς να νιώθει καμιά μειονεξία για τη «χωριάτικη» καταγωγή του, αντιθέτως γεμάτος περηφάνια γι’ αυτή, χωρίς να έχει αλωθεί η ψυχή του από τα «στολίδια» του σύγχρονου ευδαιμονισμού, τολμά και γράφει κόντρα στο ρεύμα για όλα εκείνα τα γνήσια πράγματα που κουβαλά μέσα του ως άγιο φυλαχτό από τη Μάνα-Γη, από τη «μικρή» ορεινή πατρίδα, από το χωριό του, και όχι μόνο.