Αρχική

 

Βιβλία

 

Δημοσιεύσεις

 

Σκέψεις

 

Εκδηλώσεις

 

Βιογραφικό

 

Επικοινωνία

 

Διήγημα της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:

«Νῆσος τις ἔστι…», (9-9-2009)

Το διήγημα πήρε το 3ο βραβείο στον 2ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, με γενικό θέμα: «ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΩ», ο οποίος προκηρύχθηκε το 2009 από τον «Ελληνικό Πνευματικό Όμιλο Κυπρίων» (Ε.Π.Ο.Κ.) και την  εφημερίδα «Κυπριακός Ελληνισμός», σε συνεργασία με την Κυπριακή Πρεσβεία στην Αθήνα και την Οικογένεια Κώστα και Λίζας Ζαχαρίου· η απονομή έγινε σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας στις 17-4-2010.  (Ψευδώνυμο: Φαίδρα)

 

Δημοσιεύτηκε: Περιοδικό "Αρτηνή Ευθύνη", Ιούνιος 2010

 

   Μέσα Αλωνάρη. Το χάραμα αχνοφέγγει στο κοσμοπολίτικο θέρετρο της Λάρνακας που έχει ως σήμα κατατεθέν την παραλιακή λεωφόρο με τις ψηλόλιγνες φοινικιές, οι οποίες στέκουν εκεί στην αμμώδη ακτή από το 1922. Φοινικούδες τις λένε ντόπιοι και ξένοι. Έτσι είναι γνωστές σ’ όλο τον κόσμο, λες κι αυτά τα εξωτικά δέντρα για κάποιο λόγο δεν ενηλικιώθηκαν ποτέ. Αν και ο χρόνος που έχει περάσει από το κορμί τους έχει πολλά να διηγηθεί για την ιστορία της γης που τις φιλοξενεί, εν τούτοις η δεντροστοιχία αυτή με το υποκοριστικό όνομα «φοινικούδες» διαλαλεί θαρρείς πως στον αέναο κύκλο της ζωής και της ιστορίας πολλά πράγματα γερνούν, μόνο όταν οι άνθρωποι τα αφήσουν να γεράσουν και κυρίως μόνο, όταν οι άνθρωποι τα αφήσουν να γεράσουν και να πεθάνουν καταδικάζοντάς τα στη λήθη.

      Σ’ αυτή την όμορφη ακτή, το ηδυπαθές και ράθυμο καλοκαιριάτικο πρωινό,  το βλέμμα κι ο φωτογραφικός φακός φυλακίζουν αχόρταγα τα χρώματα που εναλλάσσονται στον υδάτινο ορίζοντα της ανατολής και το σώμα, δροσισμένο από τη θαλάσσια αύρα, αναμένει ακίνητο σχεδόν, να το χαϊδέψουν οι πρώτες ακτίνες της ροδοδάκτυλης Ηούς. Με προπομπό το βλέμμα, ο νους κι η ψυχή, θέλουν δε θέλουν, μαγεύονται και τέρπονται ατενίζοντας τόση ομορφιά! Και ξεστρατίζουν και δραπετεύουν και βάζουν μπρος στα «φτερά» τους και ταξιδεύουν ακολουθώντας, όχι τους σύγχρονους και πολύβουους αυτοκινητόδρομους με τα πολυτελή αυτοκίνητα, αλλά ακολουθώντας έναν άλλο δρόμο, τον εσωτερικό δρόμο, το δρόμο της ψυχής.

      Χωρίς δισταγμό τραβούν βορειοανατολικά. Βιάζονται να φτάσουν. Θέλουν να φτάσουν στη Δερύνεια. Θέλουν να βρεθούν κοντά στο συρματόπλεγμα, θέλουν να αγναντέψουν την Αμμόχωστο, θέλουν να δουν από ψηλά την πόλη του Τεύκρου, τη Σαλαμίνα.

      Και φτάνουν. Κι «ανεβαίνουν» στο παρατηρητήριο απ’ όπου θα μπορέσουν να δουν καθαρά το συρματόπλεγμα και να διακρίνουν στο βάθος την έρημη Αμμόχωστο. Γύρω θορυβώδεις τουρίστες κοιτούν με εύλογο ενδιαφέρον τα αποκόμματα των εφημερίδων που είναι αναρτημένα στο εσωτερικό του παρατηρητηρίου, για να θυμίζουν τη θυσία του Ισαάκ και του Σολωμού. Εντός και εκτός του παρατηρητηρίου, φωτογραφίζουν και φωτογραφίζονται. Τουρίστες είναι, συλλέκτες «εντυπώσεων» είναι, να φύγουν χωρίς «αναμνήσεις»;

      Ο νους κι η ψυχή ταράζονται. Γιατί τόσος θόρυβος μια ανάσα από έναν τέτοιο τόπο; Έναν τόπο θυσίας, έναν τόπο «λησμονημένο» απ’ τους ισχυρούς της γης, έναν τόπο μνήμης! Μνήμης που πρέπει να θυμίζει σε όλους πως αυτό το «χρυσοπράσινο φύλλο» που είναι «ριγμένο στο πέλαγο», είναι χωρισμένο στα δυο και ενώνεται από μια γραμμή που, άκουσον άκουσον, φέρει, άγνωστο γιατί, την ονομασία «Πράσινη γραμμή» λες και αυτοί που τη βαφτίσανε είχαν πολύ έντονη οικολογική συνείδηση!...

      Το συρματόπλεγμα είναι εκεί. Δεν μπορείς να προσποιηθείς πως δεν υπάρχει. Ο νους κι η ψυχή το «θωρούν» με περίσσεια ένταση λες και θέλουν με κάποια μαγική δύναμη να το εξαφανίσουν. Λες και θέλουν να φέρουν πίσω το χρόνο, τότε που οι άνθρωποι κινούνταν ελεύθεροι, όπου ήθελαν, τότε που καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, τότε που κολυμπούσαν στις πανέμορφες παραλίες της Αμμοχώστου κι ερωτεύονταν κάτω απ’ τον ήλιο του καλοκαιριού, τότε που...  

      Θωρούν και την Αμμόχωστο. Μια τη θωρούν μέσα απ’ το συρματόπλεγμα και μια έξω απ’ αυτό. Κάποιες στιγμές, αυτό το «παιχνίδι» του νου και της ψυχής δημιουργεί «οφθαλμαπάτη», ταυτίζει κατά κάποια έννοια το φαίνεσθαι με το είναι, δημιουργεί δηλαδή μια πόλη στο συρματόπλεγμα. Και πάνω απ’ αυτή την πόλη φως. Πολύ φως και μορφές που ίπτανται. Τι θέλουν αλήθεια τόσες μορφές; Ο Τεύκρος, ο Κίμων ο Αθηναίος, ο Ζήνων ο Κιτιεύς, ο άγιος Λάζαρος, ο άγιος Βαρνάβας, ο Μακρυγιάννης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Τάσος Ισαάκ, ο Σολωμός Σολωμού,… Τι θέλουν; 

      Ο νους κι η ψυχή το γνωρίζουν. Το γνωρίζουν και τρέχουν κατά κει. «Βλέπουν» από ψηλά την έρημη πόλη. Εδώ κι εκεί ανθίζουν ακόμα μπουκαμβίλιες και γιασεμιά. Έχουν την αίσθηση πως υπάρχει ακόμα ζωή μέσα στην ερημιά, σχεδόν νιώθουν τις ανάσες των ανθρώπων που ζούσαν πριν χρόνια εκεί! Σχεδόν…

      Συνεχίζουν να βλέπουν τις ιπτάμενες μορφές. Επιθυμούν απεγνωσμένα να τους μιλήσουν, να τις αγγίξουν, να πάρουν δύναμη απ’ τη δύναμή τους και να φωνάξουν και να διακηρύξουν σ’ όλο τον κόσμο για το άδικο που συντελείται εκεί. Αν είναι ανάγκη, να τους μιλήσουν και με τα λόγια του ποιητή1:

 

«…Ἡ γῆς δέν ἔχει κρικέλια γιά νά τήν πάρουν στόν ὦμο καί νά φύγουν μήτε μποροῦν, ὅσο κι ἄν εἶναι διψασμένοι

νά γλυκάνουν τό πέλαγο μέ νερό μισό δράμι. Καί τοῦτα τά κορμιά πλασμένα ἀπό ἕνα χῶμα πού δέν ξέρουν,

ἔχουν ψυχές.

……………………………………………………

– Ναί· ὅμως ὁ μαντατοφόρος τρέχει κι ὅσο μακρύς κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος του, θά φέρει σ’ αὐτούς που γύρευαν ν’ ἁλυσοδέσουν τόν Ἑλλήσποντο τό φοβερό μήνυμα τῆς Σαλαμίνας.

Φωνή Κυρίου ἐπί τῶν ὑδάτων. Νῆσος τις ἔστι…».

 

      Οι μορφές συνεχίζουν τον αέναο χορό τους πάνω απ’ την πόλη. Ποιος ξέρει ως πότε; Ο νους κι η ψυχή συνεχίζουν το «ταξίδι».

      Να, η Σαλαμίνα!... 

       Να κι ο Τεύκρος!... Ο καλύτερος τοξότης στην Τροία, ο εξόριστος γιος του Τελαμώνα και της Ησιόνης, ο γιος του βασιλιά της μητρόπολης, της άλλης Σαλαμίνας!  

      Είναι εδώ. Δεν μπορούν να τον διώξουν! Δεν μπορούν να τον «μοιράσουν» στα δυο! Δεν μπορούν να τον οικειοποιηθούν! Η Σαλαμίνα είναι «δική» του πόλη. «Ἐς γῆν ἐναλίαν Kύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν/ οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν/ Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας», γράφει ο Ευριπίδης2. Πώς μπορούν να τα βάλουν με την απόφαση του θεού; Πώς μπορούν;

 

      Τεύκρο!... Τεύκρο!...

      Μ’ αυτό το όνομα καλούσε μια λυγερόκορμη νεαρή μητέρα το μικρό γιο της που έτρεχε στην πανέμορφη ακτή των Φοινικούδων, η οποία ζεστή πια απ’ τις καυτές ακτίνες του ήλιου, αντανακλούσε περισσή ζέστη, τόση, που έκαιγε το σώμα, θάμπωνε το βλέμμα και «προσγείωνε» το νου και την ψυχή.

      Μετά τόσους αιώνες, μ’ αυτό το όνομα!!! Ο δεινός τοξότης της Τροίας ζει ακόμα. Αυτό, κανείς «κατακτητής» δεν μπορεί να το αλλάξει…

      Βιβλιογραφία

1. Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος 1979

2.  Ευριπίδης, Ελένη, στ. 148-150.